Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32009D0809

    2009/809/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 8ης Ιουλίου 2009 , για το καθεστώς σχετικά με το Κουτί τόκων ομίλου/groepsrentebox C 4/07 (ex N 465/06) το οποίο προτίθενται οι Κάτω Χώρες να εφαρμόσουν [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 4511] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΕΕ L 288 της 4.11.2009, p. 26–39 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2009/809/oj

    4.11.2009   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 288/26


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 8ης Ιουλίου 2009

    για το καθεστώς σχετικά με το «Κουτί τόκων ομίλου/groepsrentebox» C 4/07 (ex N 465/06) το οποίο προτίθενται οι Κάτω Χώρες να εφαρμόσουν

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2009) 4511]

    (Το κείμενο στην ολλανδική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2009/809/ΕΚ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και κυρίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

    τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και κυρίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

    Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (1) να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1)

    Με επιστολή της 13ης Ιουλίου 2006 οι Κάτω Χώρες κοινοποίησαν το καθεστώς «groepsrentebox», το οποίο προβλέπει τη μειωμένη φορολόγηση/έκπτωση των εισπραχθέντων ή καταβληθέντων τόκων στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των εταιρειών του αυτού ομίλου. Οι Κάτω Χώρες κοινοποίησαν το καθεστώς αποκλειστικά για λόγους νομικής διασφάλισης, δεδομένου ότι θεωρούν το καθεστώς ως γενικό μέτρο. Συμπληρωματικές πληροφορίες χορηγήθηκαν με επιστολές της 5ης Σεπτεμβρίου 2006 και της 9ης Νοεμβρίου 2006.

    (2)

    Με επιστολή της 7ης Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή κοινοποίησε στις Κάτω Χώρες την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης αναφορικά με το μέρος του μέτρου ενίσχυσης που σχετίζεται με τη μειωμένη φορολόγηση και την έκπτωση τόκων ομίλου (μέτρο A).

    (3)

    Επίσης, στην ίδια επιστολή η Επιτροπή κοινοποίησε στις Κάτω Χώρες ότι δεν θεωρεί ότι η μειωμένη φορολόγηση τόκων από βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, οι οποίες προορίζονται για την απόκτηση τουλάχιστον του 5 % μιας επιχείρησης (μέτρο B), συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

    (4)

    Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία, κοινοποιήθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

    (5)

    Οι Κάτω Χώρες με επιστολή της 7ης Μαΐου 2007 κοινοποίησαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας.

    (6)

    Η Επιτροπή έλαβε τις σχετικές παρατηρήσεις από τους ενδιαφερόμενους. Τις προώθησε στις αρχές των Κάτω Χωρών και δόθηκε η δυνατότητα να αντιδράσουν. Οι εν λόγω αρχές απέστειλαν τις παρατηρήσεις τους με επιστολή της 29ης Ιουνίου 2007.

    (7)

    Με επιστολές της 8ης Νοεμβρίου 2007 και της 29ης Ιανουαρίου 2008 λήφθηκαν συμπληρωματικές πληροφορίες από τις Κάτω Χώρες.

    (8)

    Στις 7 Οκτωβρίου 2008, οι Κάτω Χώρες προσκόμισαν νομική γνωμοδότηση της κυρίας Leigh Hancher, καθηγήτριας ευρωπαϊκού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Tilburg, σχετικά με το εάν το κοινοποιηθέν μέτρο εμπεριέχει κρατική ενίσχυση.

    (9)

    Με επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2008, οι Κάτω Χώρες κοινοποίησαν στην Επιτροπή την απόφασή τους για τροποποίηση του φορολογικού καθεστώτος.

    II.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

    II.1.   Σκοπός

    (10)

    Σύμφωνα με τις Κάτω Χώρες, το μέτρο προβλέπει τη μείωση της διαφοράς στη φορολογική μεταχείριση μεταξύ δύο μέσων χρηματοδότησης εντός ομίλου, ήτοι με ίδια και με ξένα κεφάλαια.

    (11)

    Στην παρούσα κατάσταση, όταν μια επιχείρηση αποτελεί μέρος ενός ομίλου και εισφέρει κεφάλαια σε άλλη επιχείρηση, η οποία αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου, εισπράττει ως αμοιβή μερίσματα τα οποία βάσει των κανονισμών των φορολογικών προνομίων έχουν απαλλαγεί από τους φόρους, ενώ, όταν αυτή χορηγεί δάνειο σε μια επιχείρηση του ίδιου ομίλου, εφαρμόζεται στους εισπραχθέντες τόκους ο κανονικός συντελεστής φορολόγησης εταιρειών (25,5 %). Στο επίπεδο της επιχείρησης η οποία εισπράττει τα κονδύλια, τα μερίσματα τα οποία διανέμονται σε μια εισφορά κεφαλαίου δεν εκπίπτουν, ενώ οι καταβληθέντες τόκοι δανείου εκπίπτουν με τον κανονικό συντελεστή φόρου εταιρειών.

    (12)

    Οι Κάτω Χώρες επισημαίνουν ότι η επιλογή της εταιρικής δομής ανεξάρτητων νομικών προσώπων πραγματοποιείται κατά κανόνα βάσει του εταιρικού δικαίου ή για επιχειρηματικούς-οικονομικούς λόγους. Σε περίπτωση χρηματοδότησης ομίλου, από την άποψη του αστικού δικαίου, οι διαφορές μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια (ευθύνη, όροι εξόφλησης, ασφάλεια, δικαιώματα ψήφου κ.λπ.) είναι σε μεγάλο βαθμό αμελητέες, ενώ οι φορολογικές συνέπειες είναι πολύ διαφορετικές. Εντός ομίλου θα επιλέγονταν οι όροι χρηματοδότησης για την ελαχιστοποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης του εφαρμοστέου φορολογικού καθεστώτος. Για τον λόγο αυτό, η επιλογή για τη διάθεση ξένων ή ιδίων κεφαλαίων εντός ομίλου θα γινόταν κυρίως βάσει φορολογικών λόγων.

    (13)

    Η δρ. Hancher στη νομική γνωμοδότησή της τονίζει ότι οι επιπτώσεις της διαφοράς στη φορολογική μεταχείριση χρηματοδότησης με ξένα και ίδια κεφάλαια σε επίπεδο ομίλου και οι πιθανές λύσεις για τις σχετικές δυσμενείς επιπτώσεις σε πολλά κράτη του ΟΟΣΑ έχουν τεθεί υψηλά στην πολιτική ατζέντα. Σύμφωνα με τη δρ. Hancher, στη φορολογική βιβλιογραφία των Κάτω Χωρών έχει υποστηριχθεί επανειλημμένως μια θεμελιώδης αναθεώρηση του φόρου εταιρειών στις Κάτω Χώρες, όπως και μια ουδέτερη μεταχείριση της χρηματοδότησης με ξένα και με ίδια κεφάλαια εντός των ομίλων επιχειρήσεων.

    (14)

    Οι Κάτω Χώρες τονίζουν ότι οι διαφορές στη φορολογική μεταχείριση οδηγούν σε διαιτησία ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τρόπους εσωτερικής χρηματοδότησης, η οποία δεν είναι οικονομικά επιθυμητή. Μόνον εντός ομίλου η επιλογή μεταξύ πρόσθετης χρηματοδότησης με ίδια κεφάλαια ή (πρόσθετης) χρηματοδότησης με ξένα κεφάλαια θα εθεωρείτο αυθαίρετη, εφόσον διέφεραν οι φορολογικές συνέπειες αυτών των δύο μεθόδων χρηματοδότησης. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει διατάραξη της ουδετερότητας του φορολογικού καθεστώτος εξαιτίας της διαιτησίας. Το μέτρο θα εμπόδιζε τη διαιτησία μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια και θα ενίσχυε την ουδετερότητα του φορολογικού συστήματος των Κάτω Χωρών.

    (15)

    Εφόσον θεσπισθεί το καθεστώς «groepsrentebox», ο τρόπος χρηματοδότησης εντός του ομίλου θα καθοριζόταν κυρίως βάσει οικονομικών-επιχειρηματικών κριτηρίων. Θα εναρμόνιζε τη φορολογική μεταχείριση των τόκων του ομίλου με τη φορολογική μεταχείριση μερισμάτων του ομίλου και θα ενίσχυε την ουδετερότητα μεταξύ της χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια εντός του ομίλου.

    (16)

    Το πρόβλημα της διαιτησίας δεν τίθεται όσον αφορά τη χρηματοδότηση σε επίπεδο εκτός ομίλου. Οι διάφορες επιπτώσεις από την άποψη του αστικού δικαίου θα ήταν όντως σημαντικές, και για τον λόγο αυτό δεν θα προέκυπτε αυτό το είδος διαιτησίας. Δεδομένων των εγγενών διαφόρων μεταξύ της κατάστασης εντός και εκτός των ομίλων, η φορολογική ουδετερότητα για συναλλαγές χρηματοδότησης εκτός των ομίλων δεν θα αποτελούσε προϋπόθεση. Ως εκ τούτου, το μέτρο περιορίζεται αναγκαστικά σε δάνεια εντός του ομίλου.

    (17)

    Επιπλέον, οι Κάτω Χώρες υπογραμμίζουν ότι τον τελευταίο καιρό οι επιχειρήσεις των Κάτω Χωρών κάνουν όλο και περισσότερη χρήση της υπέρμετρης έκπτωσης τόκων. Οι επιχειρήσεις υπολογίζεται ότι θα εκμεταλλεύονταν όλο και περισσότερο τη διαφορά στη φορολογική μεταχείριση μεταξύ δανείων ομίλου και ιδίων κεφαλαίων, εις βάρος του Δημοσίου των Κάτω Χωρών.

    (18)

    Το καθεστώς αποσκοπεί, αφενός, στην πρόληψη της δραστικής μείωσης των φορολογικών πόρων με το να ενθαρρύνει επιχειρήσεις να κάνουν χρήση της χρηματοδότησης με ίδια κεφάλαια αντί για ξένα και, αφετέρου, στον περιορισμό της έκπτωσης τόκων στις Κάτω Χώρες. Το καθεστώς θα λειτουργούσε επομένως συμπληρωματικά προς τους κανόνες «thin capitalisation» (υποκεφαλαιοδότησης) των Κάτω Χωρών, οι οποίοι έχουν παρόμοιο στόχο μέσω της αποτροπής της υπερβολικής χρηματοδότησης με ξένα κεφάλαια και μέσω της πρόληψης του κινδύνου τεχνητής μείωσης της φορολογικής βάσης στις Κάτω Χώρες.

    (19)

    Κατά την άποψη των Κάτω Χωρών, ο κοινοποιηθείς κανονισμός αποτελεί μέτρο καθαρά τεχνικού χαρακτήρα.

    II.2.   Νομική βάση

    (20)

    Η νομική βάση του καθεστώτος είναι το άρθρο 12c του Νόμου περί φόρου εταιρειών (Wet op de vennootschapsbelasting) του 1969. Η διάταξη αυτή θεσπίσθηκε την 1η Ιανουαρίου 2007, αλλά η έναρξη ισχύος έχει αναβληθεί έως ότου η Επιτροπή λάβει απόφαση σχετικά με τη συμβατότητα των μέτρων κρατικής ενίσχυσης.

    II.3.   Λειτουργία του καθεστώτος

    (21)

    Στις Κάτω Χώρες για τα έσοδα επιχειρήσεων ισχύει κατά κανόνα συντελεστής φόρου εταιρειών ύψους 25,5 %. Το καθεστώς σχετικά με το «groepsrentebox» προβλέπει διαφορετική φορολογική μεταχείριση για συγκεκριμένες κατηγορίες τόκων εντόςομίλου. Οι εισπραχθέντες και καταβληθέντες τόκοι στο πλαίσιο της χρηματοδότησης εντός ομίλου δεν υπάγονται στον κανονικό φόρο εταιρειών του 25,5 % (3). Το θετικό υπόλοιπο των εισπραχθέντων και καταβληθέντων τόκων στο πλαίσιο των συναλλαγών χρηματοδότησης εντός του ομίλου φορολογείται σε καθεστώς «groepsrentebox» με συντελεστή 5 % αντί για τον κανονικό φόρο εταιρειών 25,5 %. Σε περίπτωση που το υπόλοιπο μεταξύ εισπραχθέντων και καταβληθέντων τόκων είναι αρνητικό, τότε αυτό είναι εκπτώσιμο, αλλά με μειωμένο συντελεστή 5 % αντί του κανονικού συντελεστή 25,5 %.

    (22)

    Το ποσό το οποίο μπορεί να φορολογηθεί/εκπέσειεκπέσει βάσει του μειωμένου συντελεστή, περιορίζεται σε ένα ποσοστό της φορολογήσιμης περιουσίας του φορολογουμένου. Αυτός ο περιορισμός αποσκοπεί στην πρόληψη του κινδύνου κατάχρησης του καθεστώτος από επιχειρήσεις που έχουν ανεπάρκεια κεφαλαίων, και παράλληλα εξασφαλίζει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή μόνο σε περίπτωση που τα έσοδα των δανείων του ομίλου έχουν χρηματοδοτηθεί με ίδια κεφάλαια.

    (23)

    Το καθεστώς «groepsrentebox» περιλαμβάνει και διάφορες άλλες διατάξεις κατά της φοροδιαφυγής. Κυρίως οι τόκοι οι οποίοι τυπικά οφείλονται σε τρίτον (τράπεζα), αλλά στην πραγματικότητα καταβάλλονται σε οντότητα που ανήκει στον εν λόγω όμιλο, χαρακτηρίζονται ως καταβληθέντες τόκοι ομίλου. Αυτό συμβαίνει παραδείγματος χάριν σε μια δομή back-to-back (4). Επίσης οι τόκοι οι οποίοι οφείλονται σε τρίτον (τράπεζα) χαρακτηρίζονται περιοριστικά ως εκπτώσιμοι τόκοι ομίλου, όταν τα μέσα που αποκτήθηκαν από δάνειο μέσω κατάθεσης κεφαλαίων, χρησιμοποιούνται σε μια θυγατρική επιχείρηση με σκοπό την εξασφάλιση χαμηλών φορολογητέων τόκων ομίλου στη συγκεκριμένη θυγατρική επιχείρηση.

    (24)

    Στην κοινοποίησή τους οι Κάτω Χώρες τόνισαν ότι το καθεστώς θα ήταν προαιρετικό για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών ετών. Σε περίπτωση που το καθεστώς επιλέγεται από μια επιχείρηση η οποία αποτελεί μέρος να τονομίλου, το καθεστώς ισχύει και για όλες τις άλλες επιχειρήσεις του ιδίου ομίλου που έχουν εγκατασταθεί στις Κάτω Χώρες. Σύμφωνα με το αρχικό καθεστώς, οι επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν μέρος ενός ομίλου, όπως έχει καθοριστεί ρητά στο ίδιο το καθεστώς, δηλαδή μια δομή στην οποία μία επιχείρηση κατέχει πάνω από το 50 % των μετοχών μιας άλλης επιχείρησης, δικαιούνται την ένταξή τους σε καθεστώς «groepsrentebox». Ένας όμιλος πρέπει λοιπόν να αποτελείται από τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις, όπου η μητρική εταιρεία θα κατέχει άνω του 50 % των μετοχών της θυγατρικής επιχείρησης. Κάθε επιχείρηση πρέπει να υπόκειται στο φόρο εταιρειών των Κάτω Χωρών. Αυτό σημαίνει ότι το καθεστώς εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες, καθώς και σε επιχειρήσεις που ναι μεν δεν είναι εγκαταστημένες στις Κάτω Χώρες, διαθέτουν ωστόσο μόνιμη διεύθυνση σε αυτές.

    II.4.   Τροποποίηση του καθεστώτος

    (25)

    Με την πάροδο της διαδικασίας, οι αρχές των Κάτω Χωρών διατύπωσαν τις προθέσεις τους να καταστήσουν το καθεστώς υποχρεωτικό. Αυτό επιβεβαιώθηκε με την επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2008. Το καθεστώς σχετικά με το «groepsrentebox» επρόκειτο να εφαρμοστεί σε όλα τα πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στο φόρο εταιρειών των Κάτω Χωρών, ως προς τους τόκους που αντίστοιχα έχουν καταβληθεί ή έχουν εισπραχθεί από επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν όμιλο.

    (26)

    Στην ίδια επιστολή οι αρχές των Κάτω Χωρών κοινοποίησαν στην Επιτροπή δύο συμπληρωματικές τροποποιήσεις του καθεστώτος. Η πρώτη τροποποίηση αφορά μια επέκταση του ορισμού του «ομίλου» για το καθεστώς σχετικά με το «groepsrentebox». Ο ορισμός του συνδεδεμένου προσώπου τροποποιείται και επεκτείνεται προς όλα τα καθεστώτα, όπου μια οντότητα έχει άμεσα ή έμμεσα τον πραγματικό έλεγχο στη χρηματοδότηση μιας άλλης οντότητας, ή όπου ένα τρίτο πρόσωπο ή μια τρίτη οντότητα έχει τον πραγματικό έλεγχο στη χρηματοδότηση δύο ενδιαφερομένων οντοτήτων στη σύμβαση δανείου (5). Η δεύτερη τροποποίηση αφορά μια διάταξη η οποία στοχεύει στη διευκόλυνση ίδρυσης (δεύτερης) επιχείρησης σύμφωνα με το αστικό δίκαιο των Κάτω Χωρών, ούτως ώστε να μπορεί ο ιδρυθέν όμιλος να ωφεληθεί από το καθεστώς σχετικά με το «groepsrentebox». Κυρίως θα καταργείτο το νόμιμο ελάχιστο κεφάλαιο των 18 000 ευρώ για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) που ισχύει σήμερα.

    II.5.   Πόροι του προϋπολογισμού

    (27)

    Σύμφωνα με την κοινοποίηση, ο ετήσιος προϋπολογισμός του αρχικού κοινοποιηθέντος μέτρου θα ανερχόταν στα 475 εκατ. ευρώ. Εκ των υστέρων οι Κάτω Χώρες δήλωσαν ότι το υποχρεωτικό καθεστώς «rentebox» θα ήταν ουδέτερο από την άποψη του προϋπολογισμού.

    III.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    (28)

    Στην απόφαση για κίνηση της διαδικασίας της 7ης Φεβρουαρίου 2007 η Επιτροπή εξέφρασε τις αμφιβολίες της για το γενικό χαρακτήρα του μέτρου. Τόνισε ότι μόνο οι επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν μέρος ενός ομίλου (de jure επιλεκτικότητα) μπορούν να ωφεληθούν από τη μειωμένη φορολόγηση η οποία προβλέπεται από το καθεστώς και εξέφρασε την ανησυχία της ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς θα ωφελούσε πολυεθνικούς ομίλους (πραγματική επιλεκτικότητα) και ότι θα έδινε σε αυτούς ένα επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα.

    (29)

    Σύμφωνα με την Επιτροπή, το μέτρο σε καθαρά εθνικό επίπεδο θα ήταν πιθανώς ουδέτερο από φορολογική άποψη. Όμως, σε διασυνοριακές συναλλαγές μιας επιχείρησης από τις Κάτω Χώρες, η οποία χορηγεί δάνειο σε μια επιχείρηση εγκατεστημένη στην αλλοδαπή και η οποία ανήκει στον όμιλο, για αυτήν θα ίσχυε ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής του 5 %, ενώ για την επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη στην αλλοδαπή και η οποία ανήκει στον όμιλο, αυτή δεν θα υπαγόταν στους κανόνες των Κάτω Χωρών οι οποίοι περιορίζουν την εκπτωσιμότητα των καταβληθέντων τόκων. Το καθεστώς θα οδηγούσε de facto σε επιλεκτικό πλεονέκτημα, εφόσον μόνο οι πολυεθνικοί όμιλοι επιχειρήσεων, οι οποίοι εκτελούν διασυνοριακές συναλλαγές τόκων ομίλου με φορολογικές δικαιοδοσίες, όπου ισχύει ο φόρος εταιρειών άνω του 5 %, θα ενθαρρύνονταν να κάνουν χρήση του καθεστώτος.

    (30)

    Εφόσον το εν λόγω μέτρο θα αποτελούσε μια εξαίρεση στην εφαρμογή του φορολογικού καθεστώτος, η Επιτροπή εξέφρασε επίσης τις αμφιβολίες της εάν αυτό θα δικαιολογείτο από τη φύση ή τη δομή του φορολογικού καθεστώτος.

    (31)

    Επιπλέον, η Επιτροπή υποστήριξε ότι δεν αποκλείεται οι σημαντικότεροι δικαιούχοι του καθεστώτος να ήταν οι πρώην δικαιούχοι του καθεστώτος ως προς τις διεθνείς χρηματοδοτικές δραστηριότητες, τις αποκαλούμενες δραστηριότητες χρηματοδότησης ομίλων (εφεξής «καθεστώς cfa»), οι οποίες αποδείχθηκαν ότι αποτελούν μη συμβατή κρατική ενίσχυση (6).

    (32)

    Ως εκ τούτου η Επιτροπή έκρινε ότι το καθεστώς «rentebox» θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό ως μέτρο ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης και ότι καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης δεν εφαρμόστηκε.

    IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ

    (33)

    Οι Κάτω Χώρες με την επιστολή της 7ης Μαΐου 2007 υπέβαλλαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση για κίνηση της διαδικασίας. Αυτές συμπληρώθηκαν το 2007 και το 2008 με περαιτέρω πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης της νομικής συμβουλής της δρ. Hancher.

    (34)

    Σύμφωνα με τις Κάτω Χώρες, η προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή στην απόφασή της υπήρξε σε τρία σημεία εσφαλμένη. Κατά πρώτο λόγο, η Επιτροπή συνδέει τα μεμονωμένα κριτήρια «πλεονέκτημα» και «επιλεκτικότητα» σε ένα κριτήριο «επιλεκτικό πλεονέκτημα». Αυτό ωστόσο δεν θα συμφωνούσε με την ισχύουσα πρακτική της Επιτροπής και την κρατούσα νομολογία, η οποία προβλέπει το μεμονωμένο έλεγχο αμφοτέρων.

    (35)

    Κατά δεύτερο λόγο, η Επιτροπή παραλείπει να αξιολογήσει μεμονωμένα τα στοιχεία του καθεστώτος «groepsrentebox». Το πιθανό στοιχείο ενίσχυσης ενός μειωμένου συντελεστή για εισπραχθέντες τόκους ομίλου και το πιθανό στοιχείο ενίσχυσης ενός μειωμένου συντελεστή για καταβληθέντες τόκους ομίλου χρειάζεται να αξιολογούνται μεμονωμένα.

    (36)

    Κατά τρίτο λόγο, η Επιτροπή δεν εξετάζει ορθώς το καθαρό αποτέλεσμα από κοινού για τον πληρωτή και τον παραλήπτη και διαπιστώνει λανθασμένα ότι το καθαρό αποτέλεσμα για ημεδαπούς ομίλους είναι πιθανώς ουδέτερο όταν ο πληρωτής και ο παραλήπτης έχουν εγκατασταθεί αμφότεροι στις Κάτω Χώρες, ενώ για πολυεθνικούς ομίλους υφίσταται καθαρό πλεονέκτημα όταν ο πληρωτής είναι μια εταιρεία της αλλοδαπής και ο παραλήπτης είναι μια ημεδαπή εταιρεία. Σύμφωνα με τις Κάτω Χώρες, μια παρόμοια ταύτιση δεν υποστηρίζεται από το φορολογικό δίκαιο των Κάτω Χωρών. Η ενοποίηση επιχειρήσεων των Κάτω Χωρών με επιχειρήσεις που ανήκουν σε έναν όμιλο για φορολογικούς σκοπούς λαμβάνει χώρα μόνο σε περίπτωση μετοχικών μεριδίων του 95 % ή άνω.

    (37)

    Επιπλέον, οι Κάτω Χώρες κρίνουν ότι το καθεστώς «groepsrentebox» δεν μπορεί να θεωρηθεί παρέκκλιση της πρότυπης μεθόδου φορολόγησης. Είναι μια προσαρμογή όπου ένα αναλυτικό στοιχείο εισάγεται στο φορολογικό καθεστώς. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια καινούρια πρότυπη μέθοδος φορολόγησης και συνεπώς δεν πρόκειται για πλεονέκτημα.

    (38)

    Οι Κάτω Χώρες θεωρούν ότι δεν πρόκειται για πλεονέκτημα επίσης για έναν πρόσθετο λόγο. Το μη προβλεπόμενο καθαρό αποτέλεσμα του καθεστώτος «groepsrentebox» για πολυεθνικούς ομίλους σε σχέση με τους ημεδαπούς ομίλους δύναται να εξελιχθεί όχι μόνο θετικά για τους πολυεθνικούς ομίλους, αλλά και αρνητικά. Το εάν ένας πολυεθνικός όμιλος με τον οποίο είναι συνδεδεμένη μια επιχείρηση από τις Κάτω Χώρες συναντήσει πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα εξαρτάται από το εάν αυτή είναι μια αντικειμενική οφειλέτρια ή πιστώτρια, καθώς και από τους εφαρμοστέους φορολογικούς συντελεστές σε άλλα κράτη μέλη και στις Κάτω Χώρες.

    (39)

    Όμως, σε περίπτωση που πρόκειται για πλεονέκτημα, οι Κάτω Χώρες κρίνουν επικουρικώς ότι το πιθανό καθαρό πλεονέκτημα για τους πολυεθνικούς ομίλους δεν προκαλείται εξαιτίας του μειωμένου φορολογικού συντελεστή των Κάτω Χωρών για εισπραχθέντες τόκους ομίλου, αλλά από την απεριόριστη έκπτωση καταβληθέντων τόκων ομίλου της αλλοδαπής. Αυτό το πλεονέκτημα δεν καταλογίζεται στις Κάτω Χώρες και δεν καλύπτεται από τα κρατικά μέσα των Κάτω Χωρών.

    (40)

    Πιθανώς ένα πιο ωφέλιμο καθαρό αποτέλεσμα για πολυεθνικούς ομίλους σε σχέση με ημεδαπούς ομίλους δεν είναι το αποτέλεσμα μιας επιλεκτικής χρήσης του καθεστώτος «groepsrentebox» των Κάτω Χωρών, αλλά μιας ανισότητας, ως αποτέλεσμα των διαφορετικών κανόνων αναφορικά με την έκπτωση τόκων ομίλου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Κάτω Χώρες μπορούν να αυξάνουν ή να μειώνουν αυτή τη διαφορά με την τροποποίηση του φορολογικού καθεστώτος τους, εφόσον οι τροποποιήσεις εφαρμόζονται γενικά σε όλους τους φορολογούμενους των Κάτω Χωρών οι οποίοι, έχοντας υπόψη το σκοπό της συγκεκριμένης τροποποίησης, βρίσκονται σε πραγματικά και νομικά συγκρίσιμη κατάσταση.

    (41)

    Σύμφωνα με τις Κάτω Χώρες, το συνολικό αποτέλεσμα των φορολογικών τροποποιήσεων θα είναι πάντοτε διαφορετικό για πολυεθνικούς ομίλους, οι οποίοι πραγματοποιούν διασυνοριακές συναλλαγές, από το αποτέλεσμα για ημεδαπούς ομίλους, οι οποίοι πραγματοποιούν αποκλειστικά συναλλαγές της ημεδαπής. Στην περίπτωση κρατικής ενίσχυσης το γεγονός αυτό έχει σημασία αποκλειστικά και μόνο όταν αυτές οι διαφορές προκύπτουν από το μέτρο του ίδιου του κράτους-μέλους, όπως είναι ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής που ισχύει μόνο για αλλοδαπά έσοδα τόκων ομίλου. Δεν έχει σημασία στην περίπτωση που πρόκειται για ένα γενικό μέτρο που αφορά όλα τα έσοδα τόκων ομίλου — τόσο ημεδαπά όσο αλλοδαπά — το οποίο οδηγεί σε διασυνοριακές διαφορές.

    (42)

    Η συνύπαρξη μη εναρμονισμένων φορολογικών καθεστώτων μπορεί να οδηγήσει στη διαφορά του καθαρού αποτελέσματος διασυνοριακών συναλλαγών από το καθαρό αποτέλεσμα καθαρών συναλλαγών της ημεδαπής. Για τις επιχειρήσεις, αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να καταλήξει τόσο αρνητικά (διπλή φορολόγηση) όσο και θετικά (μη φορολόγηση).

    (43)

    Τα άρθρα 94 και 95 της συνθήκης δύναντο να προσφέρουν τη βάση για εναρμονισμένες οδηγίες ή κανονισμούς σε περίπτωση που –και εφόσον– αυτές είναι απαραίτητες για τη ρύθμιση ή την καλή λειτουργία της κοινής αγοράς. Επιπλέον, το άρθρο 96 της συνθήκης προσφέρει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αναλάβει δράση όταν μια διαφορά μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών-μελών διαταράσσει σε σημαντικό βαθμό (στρέβλωση) τους όρους ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

    (44)

    Επικουρικά οι Κάτω Χώρες υποστηρίζουν ότι δεν πρόκειται για επιλεκτικότητα. Με την αξιολόγηση της επιλεκτικότητας, συγκρίνοντας το συνδυασμό [οφειλέτρια της αλλοδαπής/πιστώτρια της ημεδαπής] με το συνδυασμό [οφειλέτρια της ημεδαπής/πιστώτρια της ημεδαπής], η Επιτροπή επιλέγει ένα λανθασμένο πλαίσιο αναφοράς. Σε περίπτωση ελέγχου του φορολογικού συστήματος των Κάτω Χωρών για επιλεκτικότητα, το πλαίσιο αναφοράς δεν μπορεί να είναι ευρύτερο από τους φορολογούμενους των Κάτω Χωρών στο σύνολό τους. Οι εταιρείες οι οποίες δεν υπόκεινται στη φορολόγηση των Κάτω Χωρώ δεν μπορούν να αποτελούν μέρος του πλαισίου αναφοράς βάσει της σταθερής πρακτικής της Επιτροπής.

    (45)

    Οι Κάτω Χώρες τονίζουν ότι το φορολογικό καθεστώς δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, δραστηριότητες, αρμοδιότητες ή περιφέρειες. Στο καθεστώς δεν διακρίνονται ημεδαποί και αλλοδαποί όμιλοι επιχειρήσεων. Για να πληροί μια επιχείρηση τις προϋποθέσεις για το καθεστώς σχετικά με το «rentebox», δεν θα πρέπει να ισχύουν περιορισμοί σχετικά με ειδικές δραστηριότητες ή αρμοδιότητες.

    (46)

    Επιπλέον, μόνο οι επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν μέρος ενός ομίλου, ως προς το σκοπό του καθεστώτος «groepsrentebox», θα βρίσκονταν σε πραγματικά και νομικά συγκρίσιμη κατάσταση. Σε αυτές τις επιχειρήσεις αποκλειστικά θα υπήρχε το πρόβλημα της διαιτησίας που περιγράφεται στο μέρος II.1.

    (47)

    Οι Κάτω Χώρες τονίζουν ότι οι αποφάσεις χρηματοδότησης εντός ομίλων εστιάζονται στην ελαχιστοποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης του εφαρμοστέου φορολογικού καθεστώτος. Η εμπορική διάκριση έναντι της φορολογικής διάκρισης μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια (προϋποθέσεις εξόφλησης, ευθύνη, ασφάλεια) είναι στο μεγαλύτερο μέρος της άσχετη. Αντιθέτως, εκτός ομίλου οι εμπορικές διαφορές μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια έχουν μεγάλη σημασία και πιθανώς είναι και σοβαρότερες από τα φορολογικά κίνητρα.

    (48)

    Οι Κάτω Χώρες ισχυρίζονται ότι τα μέτρα που έχουν περιοριστεί σε ομίλους είναι καθαρά φοροτεχνικά μέτρα, τα οποία δεν αποτελούν κρατική ενίσχυση, και παραπέμπουν στην απόφαση της Επιτροπής (7) σχετικά με έναν γαλλικό φορολογικό κανόνα, όπου στην εν λόγω απόφαση η Επιτροπή είχε αποδεχθεί ως γενικό μέτρο ένα μέτρο που παραγνώριζε το γεγονός ότι στο γενικό αυτό μέτρο οι χορηγήσεις τόκων, σε περίπτωση δανείων μεταξύ επιχειρήσεων, αποτελούσαν εκπίπτοντα έξοδα, ενώ αντιθέτως η Επιτροπή είχε χαρακτηρίσει ως επιλεκτικό πλεονέκτημα μια περαιτέρω εξαίρεση στον κανόνα προς όφελος των «centrales de trésorerie», που ιδρύθηκαν στη Γαλλία από πολυεθνικές επιχειρήσεις.

    (49)

    Οι Κάτω Χώρες τονίζουν ότι ακριβώς μια ευρύτερη εφαρμογή του καθεστώτος «groepsrentebox» θα οδηγούσε σε επιλεκτικότητα. Σε περίπτωση που οι τόκοι που εισπράχθηκαν από τρίτους με μειωμένο συντελεστή θα ενσωματώνονταν επίσης στην επιβολή φόρου, αυτό θα σήμαινε ένα πλεονέκτημα για τους χρηματοδοτικούς οργανισμούς.

    (50)

    Επίσης ισχυρίζεται ότι και μόνο η αντίληψη ότι οι συγκεκριμένοι φορολογικοί κανόνες αναφορικά με τους τόκους θα οδηγούσε σε επιλεκτικότητα, είναι λανθασμένη. Η ύπαρξη χρηματοδοτικών σχέσεων εντός ενός ομίλου προσώπων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως οικονομική δραστηριότητα, αλλά αποτελεί απλά μια οικονομική πραγματικότητα. Αυτές καθ’ αυτές οι ροές τόκου δεν αποτελούν μεμονωμένη οικονομική δραστηριότητα ή τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας: εξυπηρετούν αποκλειστικά τη χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας ή ενός τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας. Μόνο για χρηματοδοτικούς οργανισμούς οι οποίοι ως επαγγελματική δραστηριότητα χρηματοδοτούν τρίτους, η χρηματοδότηση με ξένα κεφάλαια αποτελεί μια μεμονωμένη δραστηριότητα. Σε σχέση με την απόδοση βραχυπρόθεσμων επενδύσεων οι οποίες αποβλέπουν στην απόκτηση τουλάχιστον μέρους 5 % μιας επιχείρησης (μέτρο B), η Επιτροπή έκρινε επιπλέον στην απόφασή της για κίνηση της διαδικασίας ότι ένας μειωμένος φορολογικός συντελεστής για αυτό το είδος τόκων δεν οδηγεί σε επιλεκτικότητα, εφόσον το εξέλαβε ως γενικό μέτρο.

    (51)

    Επιπλέον, οι Κάτω Χώρες προβάλλουν ότι δεν υπάρχει εννοιολογική διαφορά μεταξύ μερισμάτων και τόκων. Αμφότερα συνιστούν αμοιβή για τη χρήση ή χορήγηση μέσων: είτε ιδίων είτε ξένων κεφαλαίων. Και στις δύο περιπτώσεις αυτά τα μέσα χρησιμοποιούνται από τον παραλήπτη για τη χρηματοδότηση οικονομικών δραστηριοτήτων. Κάθε φορολογικό καθεστώς περιλαμβάνει κανόνες οι οποίοι ορίζουν εάν τα διανεμηθέντα μερίσματα κι οι καταβληθέντες τόκοι εκπίπτουν, εκπίπτουν μερικώς ή δεν εκπίπτουν, όπως περιλαμβάνει και κανόνες οι οποίοι ορίζουν εάν τα μερίσματα και οι τόκοι είναι φορολογητέα, μερικώς φορολογητέα ή έχουν απαλλαγεί από το φόρο. Δεν υφίσταται διεθνές πρότυπο φορολόγησης, το οποίο να ορίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα στοιχεία πρέπει να μεταχειρίζονται για φορολογικούς σκοπούς.

    (52)

    Επικουρικά προβάλλεται ότι η περιορισμένη επιβολή φόρου προλαμβάνει επιπλέον την περίπτωση εσωτερικής ανισορροπίας του καθεστώτος των Κάτω Χωρών και δικαιολογείται για αυτό από τη φύση και τη δομή του καθεστώτος. Η περιορισμένη φορολόγηση εισπραχθέντων τόκων εντός ομίλων θα δικαιολογούταν από την περιορισμένη έκπτωση καταβληθέντων τόκων εντός ομίλων. Με αυτόν τον τρόπο οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι οργανωμένες ως όμιλοι αποτρέπονται από το να αδικηθούν από περιορισμένη έκπτωση και από πλήρη φορολόγηση, ενώ οι επιχειρήσεις ως μεμονωμένες οντότητες δεν καταβάλουν εσωτερικούς τόκους και επομένως δεν αντιμετωπίζουν ανάλογο μειονέκτημα.

    (53)

    Μια βασική αρχή του φορολογικού συστήματος των Κάτω Χωρών είναι ότι τα έσοδα και τα έξοδα διαχειρίζονται συμμετρικά. Σύμφωνα με την εσωτερική λογική του φορολογικού συστήματος των Κάτω Χωρών, τα έσοδα και τα έξοδα συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους. Προς αποφυγή διπλής φορολόγησης, η λογική επίπτωση μιας περιορισμένης επιβολής φόρου είναι η περιορισμένη έκπτωση.

    (54)

    Το προτεινόμενο μέτρο πρέπει να εγγυάται την εφαρμογή της αρχής της ουδετερότητας στο φορολογικό καθεστώς των Κάτω Χωρών με το να θέτει τέλος στη διαιτησία μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια εντός ομίλων. Το μέτρο περιορίζει τις διαφορές μεταξύ των δύο ειδών χρηματοδότησης ομίλου, γεγονός που ενισχύει την ουδετερότητα του φορολογικού καθεστώτος. Ο περιορισμός σε τόκους ομίλου βασίζεται σε οικονομική λογική και είναι απαραίτητος και λειτουργικός για την απόδοση του φορολογικού καθεστώτος.

    (55)

    Οι Κάτω Χώρες παρατηρούν ότι ο κύκλος των επιχειρήσεων οι οποίες θα κάνουν χρήση του καθεστώτος «groepsrentebox» θα είναι πολύ ευρύτερος από τις 87 επιχειρήσεις που έκαναν χρήση του πρώην κανονισμού cfa. Επιπλέον, οι Κάτω Χώρες ισχυρίζονται ότι όλοι οι περιοριστικοί όροι του κανονισμού cfa, όπως είναι παραδείγματος χάριν η προϋπόθεση των 2-ηπείρων ή των 4-κρατών, λείπουν από το καθεστώς «groepsrentebox». Αντιθέτως, το «groepsrentebox» αποτελεί ένα καθαρά φοροτεχνικό μέτρο, το οποίο ρυθμίζει τη φορολογική επιβάρυνση στον παράγοντα του κεφαλαίου. Επιπλέον, το καθεστώς εφαρμόζεται σε κάθε εισερχόμενο και εξερχόμενο δάνειο ενός ομίλου και είναι τελείως ανεξάρτητο από τις δραστηριότητες που εκτελούνται από την εταιρεία. Η εμβέλεια του μέτρου για όλους αυτούς τους λόγους θα ήταν παντελώς μη συγκρίσιμη με αυτή του κανονισμού cfa.

    (56)

    Το γεγονός ότι το μέτρο ισχύει για όλους τους φορολογούμενους που καταβάλλουν ή που εισπράττουν τόκους από μια επιχείρηση συνδεδεμένη με έναν όμιλο, θα τόνιζε το σκοπό του καθεστώτος «rentebox», ήτοι την ενίσχυση της ουδετερότητας του φορολογικού καθεστώτος, τον περιορισμό της διαιτησίας και επομένως και την αύξηση των εσόδων του φόρου εταιρειών στις Κάτω Χώρες. Αυτό θα αναιρούσε επίσης το στοιχείο το οποίο οδηγεί δυνητικά σε επιλεκτικό πλεονέκτημα του καθεστώτος «rentebox».

    (57)

    Ένα υποχρεωτικό καθεστώς «rentebox» δεν αποτελεί μόνο ένα είδος επιβράβευσης για τη διατήρηση κεφαλαίων στις Κάτω Χώρες, αλλά λειτουργεί επίσης – καθώς και οι κανόνες thin capitalisation — ως φρένο στην εισροή μέσων προς τις Κάτω Χώρες για χρηματοδότηση του χρέους. Οι κανόνες thin capitalisation των Κάτω Χωρών αποθαρρύνουν μια επιπλέον χρηματοδότηση με ξένα κεφάλαια εντός ομίλων με έναν περιορισμό στην εκπτωσιμότητα των τόκων ομίλου, ενώ το καθεστώς «groepsrentebox» προσφέρει μειωμένο συντελεστή για εισπραχθέντες τόκους ομίλου υπό τον όρο ότι χρηματοδοτήθηκε με ίδια κεφάλαια. Το καθεστώς «groepsrentebox» ενισχύει τη φορολογική βάση των Κάτω Χωρών με την παρακίνηση μεγαλύτερου ποσοστού ιδίων κεφαλαίων/ξένων κεφαλαίων, συνεισφέροντας στην πρόληψη διαρροής ιδίων κεφαλαίων όπως και της μείωσης της φορολογικής βάσης των Κάτω Χωρών.

    (58)

    Το καθεστώς «rentebox» αποτελεί ένα καθαρά τεχνικό μέτρο το οποίο μετατρέπει τον τρόπο με τον οποίο οι τόκοι εντός του ομίλου χειρίζονται από το σύστημα, με την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης για ορισμένους φορολογούμενους και τη μείωση για άλλους φορολογούμενους, ανάλογα με τα οριζόντια και αντικειμενικά γεγονότα και συνθήκες. Χωρίς τη δυνατότητα παραίτησης, το καθεστώς «rentebox» δεν θα απέδιδε οικονομικό πλεονέκτημα, καθώς το τελευταίο μετατοπίζει μόνο τη φορολογική επιβάρυνση μεταξύ των φορολογουμένων, με καθαρά οριζόντια και αντικειμενικά κριτήρια.

    (59)

    Οι Κάτω Χώρες υπογραμμίζουν ότι περίπτωση πραγματικής επιλεκτικότητας μπορεί να προκύψει μόνο όταν ένα μέτρο κινδυνεύει ναι μεν να θεωρείται γενικής φύσης, αλλά στην πραγματικότητα να φαίνεται ότι ωφελεί πάντα τον ίδιο εμφανή όμιλο. Αυτό το είδος επιλεκτικότητας θα μπορούσε να προκύψει σε περίπτωση που το μέτρο είναι προαιρετικό, ωστόσο αποκλείεται να εμφανιστεί σε περίπτωση που το μέτρο είναι υποχρεωτικό. Οι φορολογούμενοι οι οποίοι το ένα έτος παρουσιάζουν μειονέκτημα, δύναται συνεκδοχικά το επόμενο έτος να διαθέτουν πλεονέκτημα, και αντίστροφα. Δεν υπάρχει λοιπόν μια ομοιογενής κατηγορία φορολογουμένων, η οποία να ευνοείται με το συγκεκριμένο καθεστώς.

    (60)

    Οι Κάτω Χώρες υποστηρίζουν επίσης ότι ο νέος ορισμός του «ομίλου», βασιζόμενος σε πραγματικό έλεγχο, συναρτάται καλύτερα με τους σκοπούς του καθεστώτος. Σε περίπτωση που μία επιχείρηση έχει τον πραγματικό έλεγχο στη χρηματοδότηση μιας άλλης επιχείρησης, η τελευταία δεν είναι πλέον ελεύθερη να επιλέξει μεταξύ χρηματοδότησης με εσωτερικά ή εξωτερικά ξένα κεφάλαια και μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια ή ξένα κεφάλαια. Η κεντρική διαχείριση του ομίλου αποφασίζει για τον τρόπο κατανομής των εξωτερικών αποκτηθέντων μέσων — εξωτερικών χρεών ή εξωτερικών ιδίων κεφαλαίων — εντός του ομίλου, μέσω εσωτερικών ξένων κεφαλαίων ή εσωτερικών ιδίων κεφαλαίων. Το γεγονός ότι τα δύο μέσα χρηματοδότησης εντός του ομίλου παρουσιάζουν διαφορετικές φορολογικές συνέπειες, αποτελεί ένα κίνητρο να επιλέξει κανείς ένα συγκεκριμένο μέσο αποκλειστικά με γνώμονα τις φορολογικές συνέπειες.

    (61)

    Τέλος, με την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας ως προς τις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ), θα απλοποιηθεί στο μέλλον η διαδικασία για έναν φορολογούμενο για τη μετατροπή της νομικής του δομής σε όμιλο, καθώς τα διοικητικά βάρη και οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα καταργηθούν ή θα περιοριστούν δραστικά.

    V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

    (62)

    Παρατηρήσεις έχουν ληφθεί από την Ένωση Εργοδοτών VNO-NCW (8) των Κάτω Χωρών, το Βέλγιο και την Ουγγαρία. Έχουν ληφθεί επίσης παρατηρήσεις και από έταιρο ενδιαφερόμενο, μετά τη λήξη όμως της τελικής προθεσμίας, επομένως στο πλαίσιο της διαδικασίας δεν μπορούσαν να ληφθούν πλέον υπόψη. Οι παρατηρήσεις του συγκεκριμένου ενδιαφερόμενου σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιολόγηση και τα συμπεράσματα της παρούσας απόφασης.

    V.1.   Παρατηρήσεις της ένωσης εργοδοτών VNO-NCW των Κάτω Χωρών

    (63)

    Η VNO-NCW υποστηρίζει ότι το μέτρο δεν μπορεί να αποτελεί ασυμβίβαστο κρατικής ενίσχυσης για τους κάτωθι λόγους κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

    (64)

    Κατά πρώτο λόγο, η VNO-NCW θεωρεί ότι το καθεστώς «groepsrentebox» αποτελεί ένα γενικό, φορολογικά ουδέτερο και τεχνικό μέτρο, καθώς το καθεστώς αποβλέπει στον περιορισμό της φορολογικής διαιτησίας μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια εντός ενός ομίλου επιχειρήσεων. Η VNO-NCW υποστηρίζει ότι αυτό το καθεστώς, έχοντας υπόψη την ουδετερότητα του μέτρου, δεν οδηγεί σε ευνοϊκή μεταχείριση συγκεκριμένων επιχειρήσεων ή συγκεκριμένων παραγωγών κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

    (65)

    Κατά δεύτερο λόγο, το φορολογικό πλεονέκτημα ενός πολυεθνικού ομίλου επιχειρήσεων, το οποίο απορρέει από τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους τα κράτη-μέλη χειρίζονται τους τόκους ομίλου, δεν μπορεί να καταλογιστεί στις Κάτω Χώρες. Το γεγονός ότι δημιουργείται ένα φορολογικό πλεονέκτημα, καθώς οι τόκοι σε ένα άλλο κράτος-μέλος εκπίπτουν με υψηλότερο συντελεστή από τον εφαρμοστέο συντελεστή του καθεστώτος «rentebox», ενώ στο εσωτερικό εφαρμόζεται ο συντελεστής του καθεστώτος «groepsrentebox», αποτελεί άμεσο αποτέλεσμα των ανισοτήτων μεταξύ της νομοθεσίας των κρατών-μελών αναφορικά με τη φορολογική μεταχείριση των τόκων ενός ομίλου. Σε περίπτωση που η Επιτροπή επιθυμεί να θέσει τέλος στις στρεβλώσεις οι οποίες δυνητικά θα απέρρεαν από το καθεστώς «groepsrentebox», η VNO-NCW υποδεικνύει τη χρήση του άρθρου 94 ή του άρθρου 96 της συνθήκης.

    (66)

    Κατά τρίτο λόγο, η VNO-NCW υποστηρίζει ότι, έχοντας υπόψη το σκοπό του εν λόγω καθεστώτος, ήτοι τον περιορισμό της φορολογικής διαιτησίας μεταξύ ιδίων και ξένων κεφαλαίων, οι επιχειρήσεις οι οποίες ανήκουν σε έναν όμιλο δεν βρίσκονται σε νομικά και πραγματικά συγκρίσιμη κατάσταση με τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν ανήκουν σε έναν όμιλο. Η διαφορά στη φορολογική μεταχείριση ξένων και ιδίων κεφαλαίων οδηγεί κυρίως εντός ομίλων σε στρεβλώσεις, καθώς η μητρική εταιρεία διαθέτει έναν ορισμένο έλεγχο στις θυγατρικές της εταιρείες: δύνανται σε μεγάλο βαθμό να καθορίσουν τις δυνατότητες χρηματοδότησης αυτών των θυγατρικών εταιρειών, όπου συχνά οδηγούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος βάσει φορολογικών λόγων. Αντιθέτως, σχετικά με τρίτους το είδος χρηματοδότησης καθορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, συχνά από μη φορολογικούς λόγους. Συνεπώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το εν λόγω καθεστώς είναι επιλεκτικό κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Επιπλέον, η VNO-NCW υποστηρίζει ότι ακόμη και στην περίπτωση που ένα φορολογικό μέτρο, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό περιορισμένο σε ομίλους εταιρειών, ερμηνεύεται ως μέτρο κρατικής ενίσχυσης, τότε η νομοθεσία σχετικά με το φόρο εταιρειών στα κράτη-μέλη σε πολλά σημεία δεν συμφωνεί με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

    V.2.   Παρατηρήσεις της Ουγγαρίας

    (67)

    Η Ουγγαρία υποστηρίζει ότι το καθεστώς δεν συνιστά ενίσχυση και προβάλλει σχετικά δύο επιχειρήματα. Κατά πρώτο λόγο, ο περιορισμός σε ομίλους δεν ορίζει ότι ένα μέτρο είναι επιλεκτικό. Στο (διεθνή) φορολογικό τομέα οι κανόνες για ομίλους επιχειρήσεων είναι συνήθεις και αναπόφευκτοι. Τόσο ο ΟΟΣΑ (εσωτερικός συμψηφισμός) όσο και η Επιτροπή (οδηγία επιτοκίου και τελών) παρουσίασαν πολλά νόμιμα καθεστώτα από τα οποία το πεδίο εφαρμογής του φόρου είχε περιοριστεί σε ομίλους. Κατά δεύτερο λόγο, οι άμεσοι φόροι αποτελούν αρμοδιότητα των κρατών-μελών. Ο καθορισμός φορολογικών συντελεστών για φορολογητέες περιπτώσεις ανήκει σε αυτή την αρμοδιότητα. Τέλος, η Ουγγαρία υποστηρίζει ότι οι Κάτω Χώρες, με δεδομένο ότι οι άμεσοι φόροι δεν είναι εναρμονισμένοι, δύσκολα θα μπορούσαν να είχαν την ευθύνη για την υψηλότερη έκπτωση, η οποία είναι το αποτέλεσμα των υψηλότερων φορολογικών συντελεστών σε άλλα κράτη. Το πλεονέκτημα που περιέγραψε η Επιτροπή είναι καθαρά το αποτέλεσμα μιας ανισορροπίας μεταξύ των φορολογικών καθεστώτων.

    V.3.   Παρατηρήσεις του Βελγίου

    (68)

    Επίσης το Βέλγιο θεωρεί ότι το καθεστώς δεν συνιστά ενίσχυση και υποστηρίζει όπως άλλοι ενδιαφερόμενοι ότι δεν πρόκειται για επιλεκτικότητα. Το Βέλγιο τονίζει εδώ ότι είναι λογικό μια επιχείρηση η οποία δεν ανήκει σε έναν όμιλο, να αγνοεί τις δραστηριότητες χρηματοδότησης εντός ομίλου. Το Βέλγιο υποστηρίζει επίσης ότι τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης δεν εφαρμόζονται σε καταστάσεις στις οποίες υπάρχουν ανισορροπίες μεταξύ ημεδαπών φορολογικών καθεστώτων, διότι απουσιάζει η εναρμόνιση σε επίπεδο ΕΕ. Το καθεστώς σχετικά με τους τόκους ομίλου θα έπρεπε να θεωρηθεί ως γενικό μέτρο το οποίο δεν υπάγεται σε μέτρα κρατικής ενίσχυσης: η Επιτροπή θα έκανε κατάχρηση των αρμοδιοτήτων της σε περίπτωση προώθησης της παρούσας υπόθεσης.

    VI.   ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ ΣΕ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ

    (69)

    Οι Κάτω Χώρες διαπιστώνουν ότι και στις τρεις περιπτώσεις πρόκειται για παρατηρήσεις οι οποίες υποστηρίζουν τη στάση τους. Τόσο η Ουγγαρία όσο και το Βέλγιο τονίζουν ότι η Επιτροπή κάνει κατάχρηση των αρμοδιοτήτων της σχετικά με την κρατική ενίσχυση, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις στρεβλώσεις που είναι το αποτέλεσμα των ανισορροπιών μεταξύ μη εναρμονισμένων φορολογικών καθεστώτων. Αυτό ενισχύει την πεποίθηση των Κάτω Χωρών ότι το καθεστώς «groepsrentebox» δεν αφορά ένα μη επιτρεπτό μέτρο ενίσχυσης δυνάμει του άρθρου 87 της συνθήκης.

    (70)

    Επιπλέον, οι Κάτω Χώρες τονίζουν ότι προσυπογράφουν πλήρως την ανάλυση της VNO-NCW. Οι Κάτω Χώρες θεωρούν ιδιαίτερης σημασίας τις λεπτομερείς παρατηρήσεις αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο. Σε αυτό εκθέτονται επίσης με σαφήνεια ποιες στρεβλώσεις της εσωτερικής αγοράς μπορούν να δημιουργηθούν από εθνικά μέτρα κρατών-μελών, καθώς και ποια διαφορετικά μέσα προβλέπει η συνθήκη για να ακυρώσει αυτές τις στρεβλώσεις εφόσον χρειαστεί.

    (71)

    Τέλος, οι Κάτω Χώρες συμφωνούν με τη VNO-NCW ότι για την ύπαρξη επιλεκτικότητας πρέπει να κριθεί «εάν συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή παραγωγές ωφελούνται σε σχέση με άλλες, οι οποίες είναι νομικά και πραγματικά συγκρίσιμες από την άποψη του σκοπού του εν λόγω μέτρου». Ο περιορισμός σε δάνεια ομίλου δεν οδηγεί σε επιλεκτικότητα, διότι σκοπός του καθεστώτος «groepsrentebox» είναι η πρόληψη διαιτησίας μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια εντός ομίλων. Στη χρηματοδότηση μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες δεν είναι συνδεδεμένες με έναν όμιλο, η διαιτησία δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο. Ο περιορισμός των δανείων ενός ομίλου είναι λογικός από την άποψη του σκοπού του μέτρου, έτσι ώστε το σχετικό πλαίσιο αναφοράς να αποτελείται από όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες ανήκουν σε έναν όμιλο.

    VII.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

    (72)

    Για την αξιολόγηση του κατά πόσον το εν λόγω καθεστώς αποτελεί μέτρο ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, η Επιτροπή οφείλει να ελέγξει εάν το μέτρο ωφελεί συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή παραγωγές με τη χορήγηση πλεονεκτήματος οικονομικής φύσης, εάν ένα ανάλογο πλεονέκτημα αλλοιώνει ή απειλεί να αλλοιώσει τον ανταγωνισμό, εάν το πλεονέκτημα καλύπτεται από κρατικά μέσα και εάν το πλεονέκτημα επηρεάζει με δυσμενή τρόπο τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών-μελών.

    (73)

    Για να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση, το μέτρο πρέπει να είναι ειδικό ή επιλεκτικό, με την έννοια ότι ωφελεί συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή παραγωγές.

    (74)

    Οι Κάτω Χώρες τονίζουν ότι το εν λόγω καθεστώς δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένους τομείς ή σε συγκεκριμένα είδη επιχειρήσεων, ούτε σε συγκεκριμένες περιοχές της επικράτειας των Κάτω Χωρών. Επίσης, σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν ισχύουν περιορισμοί σχετικά με τον κύκλο εργασιών, το μέγεθος, τον αριθμό των εργαζομένων, το εάν μια επιχείρηση ανήκει σε πολυεθνικό όμιλο, ή την περιορισμένη φύση των δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να εκτελεστούν από τους δικαιούχους.

    (75)

    Σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομολογία, προκειμένου να αξιολογηθεί εάν ένα μέτρο είναι επιλεκτικό, χρειάζεται να ελεγχθεί εάν παρέχει πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου νομικού καθεστώτος, σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται σε πραγματικά και νομικά συγκρίσιμη κατάσταση (9). Υπάρχει λοιπόν περίπτωση ένα φορολογικό μέτρο να μην συνιστά κρατική ενίσχυση, ακόμα και όταν αυτό δεν συμφωνεί από όλες τις απόψεις με το γενικό καθεστώς φόρου εταιρειών στο κράτος-μέλος. Το Δικαστήριο έχει δηλώσει επίσης επανειλημμένα ότι το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης δεν διακρίνει τα αίτια ή τους σκοπούς των μέτρων ενίσχυσης, αλλά τα ορίζει ανάλογα με τις επιπτώσεις τους (10). Κυρίως τα φορολογικά μέτρα, τα οποία δεν σχετίζονται με την προσαρμογή του γενικού καθεστώτος σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ορισμένων επιχειρήσεων, αλλά που έχουν συσταθεί ως μέτρο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους, υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του φόρου του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης (11).

    (76)

    Η έννοια «κρατική ενίσχυση» δεν εφαρμόζεται σε κυβερνητικές αποφάσεις οι οποίες κάνουν διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων όταν αυτή η διαφοροποίηση είναι το αποτέλεσμα της φύσης ή της δομής του καθεστώτος του οποίου αποτελούν μέρος. Όπως αναλύεται στην κοινοποίηση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανονισμών περί μέτρων ενίσχυσης των κρατών και οι οποίοι αφορούν μέτρα στον τομέα των άμεσων φόρων επιχειρήσεων (12) («η κοινοποίηση φορολόγησης»), «μερικές προϋποθέσεις μπορούν να δικαιολογηθούν από αντικειμενικές διαφορές μεταξύ φορολογουμένων».

    (77)

    Κατά πρώτο λόγο, πρέπει να αποσαφηνιστεί σε ποιο επίπεδο (ομίλου ή επιχείρησης) πρέπει να εφαρμόζεται η αξιολόγηση. Στην απόφαση για κίνηση της διαδικασίας η Επιτροπή πρόβαλλε ως προσωρινή της άποψη ότι αυτή η αξιολόγηση πρέπει να εφαρμόζεται σε επίπεδο ομίλου, όταν υποστήριξε ότι: «Σε περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις ενός ομίλου της ημεδαπής έχουν επιλέξει το καθεστώς «groepsrentebox», ακυρώνεται το πλεονέκτημα από τη μειωμένη εκπτωσιμότητα των καταβληθέντων τόκων στο επίπεδο της χρηματοδοτούμενης εταιρείας από τις Κάτω Χώρες με τη μορφή μειωμένου φορολογικού συντελεστή στους τόκους που εισπράχθηκαν από μια χρηματοδοτούμενη εταιρεία από τις Κάτω Χώρες» (13).

    (78)

    Εφόσον το καθεστώς είναι ανάλογο και η φορολογική επιβάρυνση μετατοπίζεται μόνο μεταξύ φορολογουμένων, οι Κάτω Χώρες υποστηρίζουν ότι συγκεκριμένες επιχειρήσεις θα διαθέτουν πλεονέκτημα και άλλες μειονέκτημα, ανάλογα εάν αυτές είναι αντικειμενικά οφειλέτριες ή πιστώτριες. Κατά συνέπεια, το καθεστώς «groepsrentebox» δεν θα αποτελούσε ενίσχυση.

    (79)

    Όπως επεξήγησαν οι Κάτω Χώρες με επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2008, σε περίπτωση που μια επιχείρηση διαθέτει τον πραγματικό έλεγχο στη χρηματοδότηση μιας άλλης επιχείρησης, η τελευταία δεν είναι πλέον ελεύθερη να αποφασίσει για τη χρηματοδότησή της, ούτε να επιλέξει μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια. Η κεντρική διαχείριση του ομίλου αποφασίζει για τον τρόπο διανομής των εξωτερικών αποκτηθέντων μέσων εντός ομίλου, μέσω εσωτερικών ξένων κεφαλαίων ή εσωτερικών ιδίων κεφαλαίων.

    (80)

    Ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το εν λόγω καθεστώς σχετίζεται με μια ειδική πράξη (χρηματοδότηση συνδεδεμένων επιχειρήσεων), και όχι με ενοποίηση σε επίπεδο ομίλου. Κάθε μείωση συντελεστή εφαρμόζεται μεμονωμένα σε επιχειρήσεις, βάσει του υπολοίπου του καθεστώτος «rentebox». Παρόλο που κάποιος μπορεί να αποδεχτεί ότι οι αποφάσεις χρηματοδότησης λαμβάνονται για το όφελος ολόκληρου του ομίλου, δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για μια ανάλυση σε επίπεδο ομίλου του φορολογικού δικαίου των Κάτω Χωρών, όπως παρατηρούν οι Κάτω Χώρες. Η ενοποίηση ομίλων πραγματοποιείται μόνο στο φορολογικό δίκαιο των Κάτω Χωρών σε μετοχικά μερίδια 95 % ή άνω. Με άλλα λόγια, ο φόρος εταιρειών επιβάλλεται στις Κάτω Χώρες σε μεμονωμένες οντότητες και όχι σε ομίλους. Η ένδειξη του καθεστώτος «groepsrentebox» δεν εκφράζει καθαρά ότι το καθεστώς σχετίζεται με μεμονωμένες οντότητες, οι οποίες ασχολούνται με ειδικές πράξεις χρηματοδότησης. Το καθεστώς δεν σχετίζεται με ένα σταθερό υπόλοιπο εξόδων/εσόδων σε επίπεδο ομίλου.

    (81)

    Συνεπώς, η Επιτροπή κρίνει ότι η αξιολόγηση του καθεστώτος πρέπει να πραγματοποιηθεί σε επίπεδο μεμονωμένων επιχειρήσεων. Το καθεστώς, όπως τροποποιήθηκε από τις αρχές των Κάτω Χωρών, δύναται να περιγραφεί ως μειωμένος συντελεστής σε ένα ειδικό είδος εσόδων (και εξόδων αντίστοιχα) με τη μορφή τόκων από δάνειο, όταν η συναλλαγή πραγματοποιείται μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων (14).

    (82)

    Επιπλέον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αναλογία του καθεστώτος και οι ουδέτερες επιπτώσεις του σε επίπεδο ομίλου δεν αποκλείουν την περίπτωση μεμονωμένες επιχειρήσεις να απολαμβάνουν πλεονεκτήματα. Ούτε μπορεί σε μία οντότητα εντός ομίλου ο μειωμένος φόρος επί των τόκων να δικαιολογηθεί με έναν υψηλότερο φορολογικό συντελεστή – με μειωμένη εκπτωσιμότητα τόκων – για μια άλλη επιχείρηση (15).

    (83)

    Η Επιτροπή κρίνει ότι, για την επιβολή φόρου σε ειδικά είδη εσόδων, ίσως είναι σημαντικό να ελεγχθεί εάν ένα καθεστώς με τρόπο που δεν προκαλεί διακρίσεις καλύπτει γενικές κατηγορίες συναλλαγών. Κάθε διάκριση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικές διαφορές μεταξύ φορολογουμένων δύναται να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού.

    (84)

    Σχετικά με αυτό πρέπει να τονιστεί ότι ένα τυπικό χαρακτηριστικό πολλών φορολογικών καθεστώτων είναι ότι τα αναλυτικά στοιχεία συμπληρώνουν τη συνθετική φύση του φορολογικού καθεστώτος. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν σε συγκεκριμένα είδη εσόδων, όπως σε τόκους ή μερίσματα, εφαρμόζεται μια διαφορετική φορολογική μεταχείριση.

    (85)

    Ασχέτως τούτου, πρέπει να μελετηθεί εάν από αντικειμενική άποψη, σε δανειακές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, δύναται να εφαρμοστεί ένας μειωμένος φορολογικός συντελεστής. Τόσο οι Κάτω Χώρες όσο και η VNO-NCW έχουν προβάλλει ότι μόνο σε επίπεδο ομίλου είναι εφικτή η διαιτησία μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια. Σε αντίθεση με επιχειρήσεις οι οποίες δεν ανήκουν σε έναν όμιλο (ανεξάρτητες επιχειρήσεις), οι επιχειρήσεις ομίλων έρχονται αντιμέτωπες εντός του ομίλου με διαιτησία μεταξύ ιδίων και ξένων κεφαλαίων. Αυτή η διαιτησία επηρεάζεται συχνά από αιτιολογημένες απόψεις φορολογικού χαρακτήρα αντί απόψεων οικονομικής φύσης.

    (86)

    Η Επιτροπή κρίνει ότι το παρόν καθεστώς θα έχει ως συνέπεια τη μείωση αυτού του είδους της διαιτησίας (σε εθνικές περιπτώσεις), εφόσον η διαφορά μεταξύ του φόρου επί των τόκων ομίλου και επί των μερισμάτων ομίλου θα μειωθεί, και η ουδετερότητα των φορολογικών τεχνικών του καθεστώτος θα ενισχυθεί.

    (87)

    Για τη διασαφήνιση της κατάστασης χρειάζεται να γίνει διάκριση μεταξύ τριών διαφορετικών ειδών περιπτώσεων (βλέπε εικόνα 1), στις οποίες εμπλέκονται αφενός συνδεδεμένες επιχειρήσεις, αφετέρου ανεξάρτητες επιχειρήσεις (συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών χρηματοδότησης στις σχέσεις τους με ανεξάρτητους τρίτους). Ας υποθέσουμε ότι οι επιχειρήσεις A-B-C αποτελούν έναν όμιλο επιχειρήσεων, όπου η A έχει τον έλεγχο στη χρηματοδότηση της B και της C: η X είναι μια οντότητα που δεν αποτελεί μέρος ενός ομίλου (ανεξάρτητη επιχείρηση) και η Y είναι πιστωτικός οργανισμός που χορηγεί δάνεια σε ανεξάρτητα μέρη.

    Εικόνα 1

    Image

    (88)

    Η πρώτη περίπτωση αφορά οικονομικές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Η μητρική εταιρεία A χορηγεί ρευστό κεφάλαιο στις θυγατρικές της επιχειρήσεις B και C με τη διάθεση ιδίων ή ξένων κεφαλαίων. Από αυτές τις οικονομικές συναλλαγές απορρέει η καταβολή (από τη B και τη C) είτε τόκων είτε μερισμάτων.

    (89)

    Η επιλογή μεταξύ χρηματοδότησης με ξένα και ίδια κεφάλαια πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου σε επίπεδο μητρικής εταιρείας A προς όφελος του ομίλου συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Συνεπώς, όταν η μητρική εταιρεία A χρηματοδοτεί μία από τις θυγατρικές της επιχειρήσεις (ή μία από τις επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο), θα υπάρξει διαιτησία μεταξύ ξένων και ιδίων κεφαλαίων βάσει ορισμένων κριτηρίων. Ενώ οι ανάγκες για επένδυση ή για ρευστό κεφάλαιο μακροπρόθεσμα απαιτούν μια εισφορά κεφαλαίων, για βραχυπρόθεσμες οικονομικές ανάγκες θα απαιτηθεί μόνο ένα (βραχυπρόθεσμο) δάνειο. Ωστόσο, αυτές οι αιτιολογημένες απόψεις οικονομικής φύσης μπορούν να επηρεαστούν από αιτιολογημένες απόψεις φορολογικής φύσης.

    (90)

    Με τη μείωση της διαφοράς της φορολογικής μεταχείρισης μεταξύ εσόδων ομίλου από δάνεια (τόκους) και εσόδων ομίλου από κεφάλαια (μερίσματα), θα μειωθεί ως συνέπεια του μέτρου η φορολογική διαιτησία μεταξύ των δύο ειδών συναλλαγών σε εθνικό επίπεδο. Η δεύτερη περίπτωση αφορά μια συναλλαγή δανεισμού μεταξύ χρηματοδοτικού οργανισμού (τράπεζας Y) και μιας από τις επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο (επιχείρηση B). Μια ανάλογη περίπτωση εμφανίζεται αρχικά όταν δεν μπορούν να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες με τη χορήγηση ρευστού κεφαλαίου εντός του ομίλου. Σε τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει διαιτησία για την Y εφόσον μια εισφορά κεφαλαίων στη B δεν αποτελεί εναλλακτική για την Y, η οποία ασχολείται συνήθως με τη χορήγηση δανείου σε τρίτους. Ούτε πρόκειται για διαιτησία μεταξύ ξένων και ιδίων κεφαλαίων στο επίπεδο της B (ή σε επίπεδο ομίλου).

    (91)

    Χρηματοδοτικοί οργανισμοί (οι οποίοι χορηγούν δάνεια σε ανεξάρτητα μέρη) μπορούν να διακριθούν επίσης και για έναν άλλο λόγο από επιχειρήσεις που αποτελούν μέρος ενός ομίλου (οι οποίες χορηγούν ρευστό κεφάλαιο σε επιχειρήσεις που είναι συνδεδεμένες με έναν όμιλο). Στην πρώτη περίπτωση τα έσοδα από ανάλογες συναλλαγές δανεισμού προέρχονται από τις συνήθεις δραστηριότητες των χρηματοδοτικών οργανισμών και μπορούν να αποτελούν σημαντικό μέρος των εσόδων τους. Στη δεύτερη περίπτωση αποτελούν έσοδα που προέρχονται από συναλλαγές με ανεξάρτητους συναλλασσόμενους και που μετατρέπονται σε έσοδα ομίλου, χωρίς να δημιουργηθούν έσοδα σε επίπεδο ομίλου. Οι τόκοι που καταβάλλονται από την επιχείρηση B στην τράπεζα θα δημιουργήσουν, όχι μόνο για την επιχείρηση B αλλά και για το σύνολο του ομίλου, επιπλέον έξοδα ενώ, στην πρώτη περίπτωση οι τόκοι που καταβάλλονται από την επιχείρηση B (ή C) στη μητρική της εταιρεία, δεν θα δημιουργήσουν επιπλέον έξοδα ή έσοδα για τον όμιλο.

    (92)

    Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί μετά τη δημοσίευση της απόφασης για κίνηση της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έχουν υποβάλλει καταγγελία ή παρατηρήσεις για το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος σχετικά με το «groepsrentebox».

    (93)

    Από την άποψη της οφειλέτριας (της B εναντίον της Y), η επιχείρηση αυτή μπορεί ορθότερα να συγκριθεί με μια ανεξάρτητη επιχείρηση, όπως είναι η επιχείρηση X όταν αυτή συνάψει δάνειο με την τράπεζα (Y).

    (94)

    Η τρίτη περίπτωση αφορά μια συναλλαγή δανεισμού μεταξύ ενός χρηματοδοτικού οργανισμού (τράπεζας Y) και μιας ανεξάρτητης επιχείρησης (X). Όπως στη δεύτερη περίπτωση, η Y δεν σχετίζεται με διαιτησία καθώς μια εισφορά κεφαλαίων στη B δεν αποτελεί εναλλακτική για την Y.

    (95)

    Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν οι οικονομικές ανάγκες σε επίπεδο της επιχείρησης Χ με τη χορήγηση δανείου ή με την εισφορά κεφαλαίου από μεμονωμένους μετόχους, δεν συγκρίνεται η παρούσα περίπτωση με την πρώτη, καθώς οι υποψήφιοι πιστωτές (φυσικά πρόσωπα) δεν υπάγονται στο φόρο εταιρειών. Επιπλέον, θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη η ενσωμάτωση αυτού του είδους συναλλαγής με ιδιώτες επενδυτές στο πεδίο εφαρμογής του μέτρου (με τον περιορισμό της εκπτωσιμότητας των καταβληθέντων τόκων από την επιχείρηση X στους μετόχους της και ταυτόχρονα τη μείωση του φόρου επί αυτών των τόκων σε επίπεδο ανεξάρτητου μετόχου) διότι η επιβολή φόρου σε πρόσωπα δεν ακολουθεί την ίδια λογική με την επιβολή φόρου σε επιχειρήσεις (16).

    (96)

    Σε περίπτωση που, από την άποψη της οφειλέτριας, μπορούν να ικανοποιηθούν οι οικονομικές ανάγκες της επιχείρησης X μόνο με τη σύναψη δανείου σε χρηματοδοτικό οργανισμό, η προκύπτουσα συναλλαγή με την Y θα ομοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τη συναλλαγή δανεισμού μεταξύ των επιχειρήσεων B και Y.

    (97)

    Καθώς οι ανεξάρτητες επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικοί ή χρηματοδοτικοί οργανισμοί, ουσιαστικά δεν χορηγούν δάνεια σε τακτική βάση σε ανεξάρτητα μέρη, δεν υφίσταται διάκριση όσον αφορά συμβάσεις δανείου σε σχέση με συνδεδεμένες επιχειρήσεις, εφόσον πρόκειται για χορήγηση δανείου σε επιχειρήσεις που αποτελούν μέρος του ομίλου.

    (98)

    Τέλος, οι Κάτω Χώρες στο πλαίσιο του καθεστώτος του «rentebox» τροποποίησαν τον ορισμό του ομίλου. Οι Κάτω Χώρες ισχυρίζονται ότι αυτή η τροποποίηση απορρέει από μια πιο λεπτή προσέγγισή τους αναφορικά με την πρόληψη της φορολογικής διαιτησίας.

    (99)

    Στη νέα πρόταση οι συνδεδεμένες οντότητες, για τις οποίες δηλώνονται τόκοι στο καθεστώς «rentebox», θα σχετίζονται με περιπτώσεις όπου η μία οντότητα έχει άμεσα ή έμμεσα τον πραγματικό έλεγχο στη χρηματοδότηση της άλλης οντότητας. Η Επιτροπή θεωρεί αυτή την τροποποίηση σημαντική, καθώς σε περίπτωση που η μία επιχείρηση έχει τον πραγματικό έλεγχο στη χρηματοδότηση της άλλης επιχείρησης, η τελευταία δεν είναι πλέον ελεύθερη να επιλέξει μεταξύ χρηματοδότησης με εσωτερικά ή εξωτερικά ξένα κεφάλαια, και μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια ή ξένα κεφάλαια. Η διαιτησία πραγματοποιείται από την κεντρική διαχείριση για όφελος ολόκληρου του ομίλου.

    (100)

    Η σχέση μεταξύ της A και της B αφορά στη διανομή μέσων εντός ομίλου συνδεδεμένων επιχειρήσεων, ενώ η σχέση μεταξύ της Y και της B (ή της X και της Y) σε πρώτη φάση σχετίζεται με εμπορική χρηματοδότηση.

    (101)

    Συνεπώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο ορισμός «άμεσα ή έμμεσα πραγματικός έλεγχος» για τη χρηματοδότηση της άλλης οντότητας (ή πραγματικός έλεγχος μιας τρίτης οντότητας για τις δύο ενδιαφερόμενες οντότητες στη σύμβαση δανείου) είναι σημαντικός για τον καθορισμό του χαρακτήρα ενίσχυσης του μέτρου, έχοντας υπόψη το σκοπό της παρακίνησης για διαιτησία μεταξύ χρηματοδότησης μέσω εισφοράς κεφαλαίων και δανείου και, από την άποψη αυτή, την εγγύηση φορολογικής ουδετερότητας.

    (102)

    Όσον αφορά το ερώτημα εάν το εν λόγω μέτρο αποδίδει πλεονεκτήματα, χρειάζεται σε επίπεδο ανεξαρτήτων επιχειρήσεων να διακριθούν διαφορετικές περιπτώσεις. Κατά πρώτο λόγο, κάθε φορολογούμενος στις Κάτω Χώρες που έχει εμπλακεί σε μια συναλλαγή χρηματοδότησης με ξένα κεφάλαια με μη συνδεδεμένες επιχειρήσεις, αντιμετωπίζεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και φορολογείται με τον ίδιο συντελεστή (25 %). Αυτό ισχύει επίσης για επιχειρήσεις που αποτελούν μέρος ενός ομίλου. Κατά δεύτερο λόγο, μια επιχείρηση που λαμβάνει δάνειο από μια συνδεδεμένη επιχείρηση αντιμετωπίζει ουσιαστικά μια λιγότερο ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση σε σχέση με μια επιχείρηση που συνάπτει μια σύμβαση δανείου με μια μη συνδεδεμένη επιχείρηση (έκπτωση τόκων μόνο 5 %). Κατά τρίτο λόγο – κι αυτή είναι η μοναδική περίπτωση η οποία σχετίζεται με ένα ορισμένο φορολογικό πλεονέκτημα – μια επιχείρηση που χορηγεί δάνειο σε μια συνδεδεμένη επιχείρηση, φορολογείται στους απορρέοντες τόκους με μειωμένο συντελεστή σε σχέση με μια συναλλαγή με μια μη συνδεδεμένη επιχείρηση.

    (103)

    Όσον αφορά στις επιπτώσεις του μέτρου, το πλεονέκτημα για μια επιχείρηση που χορηγεί ένα δάνειο σε μια συνδεδεμένη επιχείρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διάκριση, καθώς ένα δάνειο σε μια συνδεδεμένη επιχείρηση δεν μπορεί να συγκριθεί με ένα δάνειο που χορηγείται σε μια μη συνδεδεμένη επιχείρηση. Σχετικά με τις δραστηριότητες χρηματοδότησης με ξένα κεφάλαια, οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις βρίσκονται σε μια κατάσταση που πραγματικά και νομικά δεν συγκρίνεται με αυτή των μη συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Όταν οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις προσπαθούν να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση με ξένα ή με ίδια κεφάλαια εντός του ομίλου, το γεγονός αυτό δεν πρόκειται, σε αντίθεση με μη συνδεδεμένες επιχειρήσεις, για μια καθαρά εμπορική συναλλαγή. Η μητρική εταιρεία και η θυγατρική επιχείρηση έχουν τα ίδια συμφέροντα, γεγονός που δεν ισχύει σε μια εμπορική συναλλαγή με έναν τρίτο πιστωτή, όπου κάθε μέρος προσπαθεί εις βάρος του άλλου να εξασφαλίσει όσο πιο μεγάλο κέρδος γίνεται. Δεν πρόκειται για ανταγωνιστική πίεση της επιχείρησης Y προς την επιχείρηση A για τη χορήγηση δανείου στην επιχείρηση B, για τον απλό λόγο ότι η επιχείρηση A διαθέτει τον έλεγχο σε κάθε απόφαση της επιχείρησης B σχετικά με τη χρηματοδότηση.

    (104)

    Η απαίτηση εφαρμογής ελέγχου σε μια άλλη επιχείρηση είναι οριζόντιο κριτήριο που ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του μεγέθους, του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνται ή οποιασδήποτε άλλης διάκρισης. Ένας άλλος φορολογικός συντελεστής για χρηματοδότηση με ξένα κεφάλαια μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων αντανακλά μόνο αντικειμενικές διαφορές και δεν παρουσιάζει επιπτώσεις στη φορολογική ουδετερότητα.

    (105)

    Αν και τα κράτη-μέλη στον καθορισμό φορολογικών μέτρων οφείλουν να έχουν υπόψη τους τα μέτρα τα σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων, την ελευθερία εγκατάστασης, την απαγόρευση διάκρισης βάσει ιθαγένειας, καθώς και τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης, η Επιτροπή πρέπει να αναγνωρίσει ότι το Κοινοτικό Δίκαιο αφήνει στα κράτη-μέλη σημαντικό ελεύθερο χώρο στο φορολογικό τομέα. Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 13 της κοινοποίησης της φορολόγησης, τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης εντούτοις δεν περιορίζουν την αρμοδιότητα των κρατών-μελών για την επιλογή της θεωρούμενης από αυτά προσφορότερης οικονομικής πολιτικής και ιδίως δεν περιορίζουν την αρμοδιότητά τους στη διανομή της φορολογικής επιβάρυνσης στους διάφορους παράγοντες παραγωγής, όπως αυτά θα επιθυμούσαν.

    (106)

    Σε αυτό το πλαίσιο ο περιορισμός της υπάρχουσας διαιτησίας μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια εντός ομίλου (καθώς και η πρόληψη κατάχρησης της έκπτωσης τόκων ομίλου) είναι μια έννομη επιδίωξη των κρατών-μελών. Η Επιτροπή διαπιστώνει κυρίως ότι η διαιτησία μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια δύναται να οδηγήσει σε καταστάσεις όπου μια επιχείρηση να εξαναγκάζεται από τη μητρική εταιρεία να χρησιμοποιεί αντί για ίδια κεφάλαια ένα δάνειο ομίλου προκειμένου να αυξάνει την παρεμβατικότητά της με το να διατηρεί το φόρο εταιρειών της σε όσο πιο χαμηλά επίπεδα γίνεται. Όμως, από οικονομική άποψη δεν είναι πάντα επιθυμητή η επιλογή για εκτεταμένη παρέμβαση και/ή η υποχρέωση καταβολής τόκων, εν αντιθέσει με τις ωφέλειες που απορρέουν από τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση με μορφή κεφαλαίων. Επιπλέον, οι Κάτω Χώρες φαίνεται να έχουν απολέσει φορολογικά έσοδα από διαιτησία μεταξύ χρηματοδότησης με ίδια και με ξένα κεφάλαια.

    (107)

    Το μέτρο είναι προσιτό σε κάθε επιχείρηση η οποία υπάγεται στο φόρο εταιρειών και η οποία εταιρεία εισπράττει και καταβάλλει τόκους στο πλαίσιο των σχέσεων εντός ομίλου και δεν περιλαμβάνει κάποιο στοιχείο διάκρισης όπως είναι ο περιορισμός σχετικά με το κράτος όπου θα πραγματοποιηθεί η συναλλαγή.

    (108)

    Η εισαγωγή ενός υποχρεωτικού καθεστώτος εγγυάται την ισχύ του μέτρου για όλες τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις με έναν όμιλο (με συναλλαγές δανεισμού εντός ομίλου), χωρίς τη δυνατότητα παραίτησης και χωρίς διαφορετική μεταχείριση μεταξύ επιχειρήσεων συνδεδεμένων με έναν όμιλο. Με τη νέα διατύπωση του ορισμού αναφορικά με το μέτρο που σχετίζεται με μια επιχείρηση συνδεδεμένη με έναν όμιλο και η οποία βασίζεται στον έλεγχο (αντί στην ελάχιστη συμμετοχή), περιορίζεται ο αριθμός των περιπτώσεων που νομικά θα μπορούσε, με μια επέκταση του μέτρου, να θεωρηθεί ως επιλεκτικότητα.

    (109)

    Σε αυτό το πλαίσιο η Επιτροπή παρατηρεί ότι μετά τη δημοσίευση της απόφασης για κίνηση της διαδικασίας, δεν έχει λάβει καταγγελίες ή παρατηρήσεις από εκπροσώπους εργοδοτών από τις Κάτω Χώρες, υποθέτοντας ότι οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να ωφεληθούν από το μέτρο.

    (110)

    Στην απόφασή της για κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή διέκρινε μια καθαρά εθνική περίπτωση, όπου όλες οι επιχειρήσεις συνδεδεμένες με έναν όμιλο έχουν εγκατασταθεί στις Κάτω Χώρες, και μια διασυνοριακή περίπτωση, όπου μια επιχείρηση από τις Κάτω Χώρες χορηγεί δάνειο σε μια επιχείρηση συνδεδεμένη με έναν όμιλο που έχει εγκατασταθεί στην αλλοδαπή. Σε καθαρά εθνικό επίπεδο σύμφωνα με την Επιτροπή, το μέτρο από φορολογική άποψη θα ήταν πιθανώς ουδέτερο. Στο πλαίσιο των διασυνοριακών συναλλαγών, για την επιχείρηση από τις Κάτω Χώρες θα ίσχυε ο μειωμένος φορολογικός συντελεστής του 5 %, ενώ τα μέτρα των Κάτω Χωρών που περιορίζουν την εκπτωσιμότητα των καταβληθέντων τόκων δεν θα ίσχυαν για μια επιχείρηση συνδεδεμένη με έναν όμιλο που έχει εγκατασταθεί στην αλλοδαπή. Συνεπώς, η Επιτροπή συμπέρανε ότι αυτό το καθεστώς θα μπορούσε de facto να οδηγήσει σε επιλεκτικό πλεονέκτημα, καθώς μόνο οι πολυεθνικοί όμιλοι επιχειρήσεων που εκτελούν διασυνοριακές συναλλαγές τόκων ομίλου με φορολογικές δικαιοδοσίες όπου ισχύει ο φόρος εταιρειών πάνω από 5 %, θα ενθαρρύνονταν να κάνουν χρήση του μέτρου.

    (111)

    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι σε αυτή την τελική αξιολόγηση δεν πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ καθαρά εθνικών και διασυνοριακών καταστάσεων.

    (112)

    Κατά πρώτο λόγο παραμένουν ίδιες οι συγκεκριμένες διατάξεις του καθεστώτος σε εθνικές και διασυνοριακές καταστάσεις. Το μέτρο δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη που θα οδηγούσε σε διάκριση μεταξύ εσόδων/εξόδων της ημεδαπής και της αλλοδαπής.

    (113)

    Κατά δεύτερο λόγο, οι Κάτω Χώρες και οι ενδιαφερόμενοι παρατήρησαν ορθά ότι το γεγονός ότι ένα πλεονέκτημα το οποίο αποκτήθηκε σε περίπτωση διασυνοριακής συναλλαγής είναι μεγαλύτερο από το πλεονέκτημα το οποίο αποκτήθηκε σε περίπτωση εθνικής συναλλαγής, δεν είναι αποτέλεσμα του μειωμένου συντελεστή των Κάτω Χωρών για εισπραχθέντες τόκους ομίλου, αλλά της απεριόριστης έκπτωσης καταβληθέντων τόκων ομίλου στην αλλοδαπή.

    (114)

    Οι συντελεστές φόρου εταιρειών στην Κοινότητα δεν είναι εναρμονισμένοι και οι Κάτω Χώρες δεν ελέγχουν τους συντελεστές που εφαρμόζονται από άλλα κράτη. Σε περίπτωση που επιχειρήσεις επιτυγχάνουν να ωφεληθούν από τη διαφορά φορολογικών συντελεστών, ήτοι με την έλλειψη εναρμόνισης, οι Κάτω Χώρες δεν έχουν τη σχετική ευθύνη. Οι επιχειρήσεις είναι ελεύθερες να ωφεληθούν από διαφορές στα επίπεδα φορολόγησης μεταξύ κρατών-μελών, όπως επικυρώθηκε από το Δικαστήριο (17).

    (115)

    Η Επιτροπή συμφωνεί με το γεγονός ότι ένα πλεονέκτημα που απορρέει από ένα διεθνές πλαίσιο, λόγω χαμηλού φορολογικού συντελεστή στις Κάτω Χώρες, και για το οποίο δεν υπάρχει χαμηλή έκπτωση ως αντίβαρο στις Κάτω Χώρες, αλλά για το οποίο ισχύει μια κανονική έκπτωση στην αλλοδαπή, δεν καταλογίζεται στις Κάτω Χώρες (18).

    (116)

    Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να τονιστεί επίσης ότι το πλεονέκτημα που απορρέει από την έκπτωση με τον κανονικό συντελεστή στην αλλοδαπή, δεν χρηματοδοτείται με χρηματοδοτικά μέσα από τις Κάτω Χώρες και ότι στο εν λόγω κράτος η έκπτωση με τον κανονικό συντελεστή είναι αποκλειστικά το αποτέλεσμα της εφαρμογής του κανονικού φορολογικού καθεστώτος (και όχι του μέτρου παρέκκλισης).

    (117)

    Συνεπώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα πλεονεκτήματα σε επίπεδο πολυεθνικού ομίλου τα οποία απορρέουν από μια περίπτωση διασυνοριακής συναλλαγής, όπως περιγράφεται στο συμπέρασμα για την κίνηση της διαδικασίας, είναι το αποτέλεσμα φορολογικών ανισορροπιών μεταξύ διαφορετικών φορολογικών δικαιοδοσιών και συνεπώς δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη στον έλεγχο για τα μέτρα ενίσχυσης.

    (118)

    Όπως ισχύει για κάθε φορολογικό μέτρο, ούτε σε αυτή την περίπτωση δεν αποκλείεται τελείως το γεγονός ότι επιχειρήσεις συνδεδεμένες με έναν όμιλο ωφελούνται περισσότερο από το καθεστώς σε ειδικούς τομείς, διότι στους εν λόγω τομείς πραγματοποιούνται περισσότερες οικονομικές συναλλαγές. Αυτό ισχύει κυρίως για επιχειρήσεις στον οικονομικό τομέα, που η χορήγηση δανείων αποτελεί την κύρια δραστηριότητα τους και που με αφορμή το καθεστώς υπάρχει περίπτωση επιπλέον χορήγησης δανείου σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Κατά πρώτο λόγο όμως θα πρέπει να τονιστεί ότι το μέτρο των Κάτω Χωρών θέτει ένα όριο στο ποσό που μπορεί να φορολογηθεί/εκπέσει με το μειωμένο συντελεστή για την πρόληψη της πιθανότητας κατάχρησης του μέτρου (βλέπε μέρος II.3). Αυτός ο περιορισμός εφαρμόζεται κυρίως σε επιχειρήσεις στον οικονομικό τομέα, ώστε ο κίνδυνος της κατάχρησης να είναι περιορισμένος. Επιπλέον, η Επιτροπή δήλωσε στην κοινοποίηση φορολόγησης (19): «Το γεγονός ότι μερικές επιχειρήσεις ή μερικοί τομείς ωφελούνται περισσότερο από άλλες επιχειρήσεις από ορισμένα από αυτά τα φορολογικά μέτρα, δεν έχει αναγκαστικά ως συνέπεια την υπαγωγή τους εντός του πεδίου εφαρμογής των μέτρων ανταγωνισμού για κρατική ενίσχυση».

    (119)

    Στην απόφαση για κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί το γεγονός ότι οι σημαντικότεροι δικαιούχοι του καθεστώτος ήταν οι πρώην δικαιούχοι του καθεστώτος cfa, το οποίο αποδείχθηκε ότι αποτελεί καθεστώς μη συμβατής κρατικής ενίσχυσης.

    (120)

    Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να τονιστεί ότι για να δικαιούνται οι επιχειρήσεις την εφαρμογή του καθεστώτος cfa, έπρεπε μεταξύ άλλων να πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:

    η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να εκτελεί σε τουλάχιστον τέσσερα κράτη ή σε τουλάχιστον δύο ηπείρους δραστηριότητες χρηματοδότησης για μέρη του ομίλου·

    μόνο δραστηριότητες χρηματοδότησης που μπορούν να εκτελεστούν ανεξάρτητα από τις Κάτω Χώρες λαμβάνονται υπόψη·

    όχι άνω του 10 % των συνολικών κεφαλαίων (ιδίων και ξένων κεφαλαίων) που χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση για τις οικονομικές δραστηριότητές της μπορούν, άμεσα ή έμμεσα, να χρησιμοποιηθούν σε επιχειρήσεις ομίλου που έχουν εγκατασταθεί στις Κάτω Χώρες.

    (121)

    Έχοντας υπόψη τις παρούσες απαιτήσεις και τον περιορισμένο αριθμό δικαιούχων επιχειρήσεων (87), η Επιτροπή θεωρεί το καθεστώς cfa ως ένα επιλεκτικό μέτρο.

    (122)

    Όπως παρατήρησαν οι Κάτω Χώρες, αυτές οι απαιτήσεις δεν εφαρμόζονται στο καθεστώς αναφορικά με το καθεστώς «groepsrentebox». Επιπλέον, το σύνολο των επιχειρήσεων το οποίο θα ωφεληθεί από το καθεστώς «groepsrentebox» θα είναι πολύ πιο ευρύ από τις 87 επιχειρήσεις που έκαναν χρήση του πρώην καθεστώτος cfa.

    (123)

    Σε αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι μεγάλες (πολυεθνικές) επιχειρήσεις θα έχουν ευκολότερη πρόσβαση στο καθεστώς σε σχέση με τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και συνεπώς θα ωφεληθούν με δυσανάλογο τρόπο. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που έχουν χορηγηθεί από τις Κάτω Χώρες, όπου γίνεται μια σαφής διάκριση μεταξύ των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των μεγάλων επιχειρήσεων, οι 200 000 (σε σύνολο 335 000) επιχειρήσεις διαθέτουν μία ή περισσότερες συνδεδεμένες επιχειρήσεις και συνεπώς μπορούν να εισπράττουν ή να καταβάλλουν τόκους ομίλου. Οι 50 000 από αυτές τις επιχειρήσεις διαθέτουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις συνδεδεμένες με έναν όμιλο της αλλοδαπής, από τις οποίες οι 47 000 (95 %) είναι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Από αυτό προκύπτει καθαρά ότι οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν θα υποστούν διάκριση από την εφαρμογή του μέτρου.

    (124)

    Στις αιτιολογημένες απόψεις (83) έως (123) αποδείχθηκε ότι το μέτρο δεν αποδίδει πλεονέκτημα με διακριτικό τρόπο σε επιχειρήσεις σε ανάλογες καταστάσεις και ουσιαστικά θα έπρεπε να αυξήσει τη φορολογική ουδετερότητα.

    (125)

    Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι το πραγματικό πλεονέκτημα για πολυεθνικές επιχειρήσεις που θα μπορούσε να απορρέει από την ύπαρξη ανισορροπιών μεταξύ των φορολογικών καθεστώτων σε μια περίπτωση διασυνοριακής συναλλαγής, βρίσκεται εκτός πεδίου εφαρμογής των μέτρων κρατικής ενίσχυσης, διότι αυτές οι ανισορροπίες δεν καταλογίζονται στις Κάτω Χώρες.

    (126)

    Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το μέτρο είναι ουσιαστικά προσιτό σε κάθε επιχείρηση στις Κάτω Χώρες, καθώς δεν υπάρχουν νομικά ή οικονομικά εμπόδια για την ίδρυση ομίλου.

    (127)

    Βάσει της τελευταίας τροποποίησης που εφαρμόστηκε από τις Κάτω Χώρες, η ίδρυση επιχείρησης στις Κάτω Χώρες θα είναι πιο απλή, με την κατάργηση της κεφαλαιακής απαίτησης των 18 000 ευρώ για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης. Με αυτό τον τρόπο κάθε επιχείρηση μπορεί εύκολα να ιδρύσει μια (δεύτερη) επιχείρηση στις Κάτω Χώρες, συγκροτώντας έτσι έναν όμιλο. Το καθεστώς σχετικά με το «groepsrentebox» γίνεται λοιπόν προσιτό σε κάθε μεμονωμένη επιχείρηση χωρίς να απαιτείται μια συγκεκριμένη οικονομική δύναμη ή να απαιτούνται σημαντικά οικονομικά μέσα. Εφόσον η δημιουργία ομίλου θα είναι καθαρά θέμα οργάνωσης, χωρίς δυσανάλογα υψηλά έξοδα, η απαίτηση για να αποτελεί μια επιχείρηση μέρος ενός ομίλου δεν θα είναι πλέον εμπόδιο για καμία επιχείρηση που επιθυμεί να επωφεληθεί από το καθεστώς «groepsrentebox».

    VIII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (128)

    Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το καθεστώς σχετικά με το «groepsrentebox» το οποίο προτίθενται οι Κάτω Χώρες να εφαρμόσουν, δεν αποδίδει επιλεκτικό πλεονέκτημα, το οποίο να καταλογίζεται στις Κάτω Χώρες σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες, οι οποίες αποτελούν μέρος ενός ομίλου ή σε αλλοδαπές επιχειρήσεις ενός ομίλου με μόνιμη εγκατάσταση στις Κάτω Χώρες, και συνεπώς δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Το καθεστώς σχετικά με το «groepsrentebox» το οποίο προτίθενται οι Κάτω Χώρες να εφαρμόσουν ως προς τη φορολόγηση της ροής τόκων εντός ενός ομίλου, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

    Κατά συνέπεια, εγκρίνεται η εφαρμογή του καθεστώτος.

    Άρθρο 2

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών.

    Βρυξέλλες, 8 Ιουλίου 2009.

    Για την Επιτροπή

    Neelie KROES

    Μέλος της Επιτροπής


    (1)  ΕΕ C 66 της 22.3.2007, σ. 30.

    (2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

    (3)  Για φορολογητέο εισόδημα έως 40 000 εφαρμόζεται συντελεστής 20 % και για φορολογητέο εισόδημα από 40 000 έως 200 000 ευρώ εφαρμόζεται συντελεστής 23,5 %.

    (4)  Από νομική άποψη, θα επρόκειτο για μια δομή back-to-back σε περίπτωση που ένα δάνειο χορηγείται από μια τράπεζα, ωστόσο τον πραγματικό κίνδυνο υπερημερίας και συναλλαγματικού κινδύνου φέρει ο όμιλος εταιρειών, παραδείγματος χάριν με εγγύηση που δόθηκε στην τράπεζα.

    (5)  Πρόκειται σε κάθε περίπτωση για πραγματικό έλεγχο όταν μία οντότητα διαθέτει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου σε άλλη οντότητα ή όταν ένα τρίτο πρόσωπο ή μια τρίτη οντότητα διαθέτει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου σε αμφότερες τις ενδιαφερόμενες οντότητες στη σύμβαση δανείου.

    (6)  Απόφαση 2003/515/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 180 της 18.7.2003, σ. 52).

    (7)  Απόφαση 2003/883/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 330 της 18.12.2003, σ. 23).

    (8)  Ένωση Επιχειρήσεων Κάτω Χωρών – Χριστιανική Ένωση Εργοδοτών Κάτω Χωρών.

    (9)  Βλέπε μεταξύ άλλων την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση C-487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, προς το παρόν αδημοσίευτη στη Συλλογή, σκέψη 82: της 13ης Φεβρουαρίου 2003 στην υπόθεση C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή. σ. I-1487, σκέψη 47: της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή. σ. I-7115, σκέψη 54: και της 11ης Σεπτεμβρίου 2008 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-428/06 έως και C-434/06, UGT/Rioja κ.α., προς το παρόν αδημοσίευτη στη Συλλογή, σκέψη 46.

    (10)  Βλέπε π.χ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 29 Φεβρουαρίου 1996 στην υπόθεση C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. I-723, σκέψη 79: της 26 Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. I-4551, σκέψη 20: της 17 Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. I-3671, σκέψη 25: και της 13ης Φεβρουαρίου 2003 στην υπόθεση C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. I-10901, σκέψη 46.

    (11)  Βλέπε π.χ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005 στην υπόθεση C-66/02, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. I-10901, σκέψη 101.

    (12)  ΕΕ C 384 της 10.12.1998, παράγραφος 24.

    (13)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη (22) αναφορικά με την απόφαση για κίνηση της διαδικασίας.

    (14)  Στην παρούσα απόφαση χρησιμοποιούνται χάριν ευκολίας οι ορισμοί «συνδεδεμένες επιχειρήσεις» και «όμιλος» για τον χαρακτηρισμό επιχειρήσεων που με κοινό έλεγχο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, έχουν συνδεθεί μεταξύ τους – βλέπε περαιτέρω την παράγραφο 98.

    (15)  Στην αξιολόγηση του φορολογικού μέτρου για τα κέντρα συντονισμού που έχουν εγκατασταθεί στο Βέλγιο (βλέπε απόφαση της 22ας Ιουνίου 2006 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο κ.α./Επιτροπή, Συλλογή σ. I-5479, σκέψεις 86-118) το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κατ' αποκοπήν καθορισμός του φορολογητέου εισοδήματος σύμφωνα με τη λεγόμενη «μέθοδο cost plus» αποτελεί ένα οικονομικό πλεονέκτημα με την έννοια του άρθρου 87 της συνθήκης κι ότι «δεν μπορεί να αναιρεθεί αυτή η ανάλυση από το γεγονός ότι η εισαγωγή των φορολογικών επιβαρύνσεων σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολύ υψηλή φορολογική βάση, ούτε από το μέγεθος της φορολογικής επιβάρυνσης που θα επιβάρυνε τον όμιλο, ούτε από τη συγκυρία ότι ένα κέντρο μπορεί να επιβαρυνθεί χωρίς να έχει βγάλει κέρδος». Το Δικαστήριο έκρινε επιπλέον ότι η απαλλαγή φόρου ακίνητης περιουσίας αποδίδει στα κέντρα συντονισμού οικονομικά πλεονεκτήματα. «Η συγκυρία ότι μόνο το 5 % των κέντρων συντονισμού πραγματικά ωφελούνται από αυτό επειδή όλα τα υπόλοιπα κέντρα μισθώνουν το ακίνητό τους, δεν αναιρεί την αξιολόγηση αυτή, εφόσον αυτά τα κέντρα έχουν την αποκλειστικά διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν μεταξύ αγοράς και μίσθωσης ακινήτων».

    (16)  Παράδειγμα: η διανομή μερισμάτων δεν εκπίπτει στο επίπεδο της επιχείρησης που διανέμει τα μερίσματα αλλά φορολογείται στο επίπεδο των μεμονωμένων μετόχων.

    (17)  Απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση C-196/04, Cadburry Schweppes κατά Commissioners of Inland Revenue, Συλλογή σ. I-7995, βλέπε κυρίως τις σκέψεις 36 και 37.

    (18)  Βλέπε επίσης την απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση T-308/00, Salzgitter AG κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. II-1933, στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι μια σύγκριση μεταξύ των ισχυόντων φορολογικών προϋποθέσεων σε όλα – ή μόνο σε ορισμένα – κράτη μέλη θα έθιγε αναπόφευκτα τον σκοπό των διατάξεων σχετικά με τον έλεγχο για τα μέτρα ενίσχυσης.

    (19)  Υποσημείωση 8, παράγραφος 14.


    Top