Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32008L0055

Οδηγία 2008/55/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2008 , για την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα (Κωδικοποιημένη έκδοση)

ΕΕ L 150 της 10.6.2008, p. 28–38 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2011; καταργήθηκε από 32010L0024

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2008/55/oj

10.6.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 150/28


ΟΔΗΓΊΑ 2008/55/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Μαΐου 2008

για την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα

(Κωδικοποιημένη έκδοση)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 93 και 94,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976, για την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με ορισμένες εισφορές, δασμούς, φόρους και άλλα μέτρα (3), έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί (4) κατά τρόπο ουσιαστικό. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Οι εθνικές διατάξεις στον τομέα των εισπράξεων, από μόνο το γεγονός του περιορισμού του πεδίου εφαρμογής τους στο εθνικό έδαφος, αποτελούν εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η κατάσταση αυτή δεν επιτρέπει την ολική και δίκαιη εφαρμογή των κοινοτικών ρυθμίσεων, ιδίως στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής και διευκολύνει την πραγματοποίηση δολίων ενεργειών.

(3)

Είναι ανάγκη να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος που προξενεί η εξάπλωση της φοροδιαφυγής για τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και των κρατών μελών, καθώς και για την εσωτερική αγορά ώστε να εξασφαλίζεται καλύτερα η ανταγωνιστικότητα και η φορολογική ουδετερότητα της εσωτερικής αγοράς.

(4)

Είναι συνεπώς αναγκαίο να θεσπισθούν κοινοί κανόνες αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα της εισπράξεως.

(5)

Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται για την είσπραξη των απαιτήσεων που απορρέουν από τα διάφορα μέτρα που αποτελούν μέρος του συστήματος ολικής ή μερικής χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου για την Αγροτική Ανάπτυξη των γεωργικών εισφορών και των δασμών του φόρου προστιθέμενης αξίας, των ειδικών εναρμονισμένων φόρων κατανάλωσης (βιομηχανοποιημένα καπνά, αλκοόλη και αλκοολούχα ποτά, πετρελαιοειδή) καθώς επίσης και των φόρων επί του εισοδήματος και επί της περιουσίας και των φόρων επί των ασφαλίστρων. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται για την είσπραξη τόκων, διοικητικών κυρώσεων και προστίμων και δαπανών σχετικά με αυτές τις απαιτήσεις, εκτός κάθε κυρώσεως διοικητικού χαρακτήρος.

(6)

Η αμοιβαία συνδρομή πρέπει να συνίσταται για την αρμόδια αρχή αφενός στην παροχή από την αρμόδια αρχή προς την αιτούσα αρχή των χρήσιμων στην τελευταία, πληροφοριών για την είσπραξη των απαιτήσεων που γεννώνται στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της και στην κοινοποίηση στον οφειλέτη όλων των εγγράφων των σχετιζομένων με τέτοιες απαιτήσεις που απορρέουν απ’ αυτό το κράτος μέλος, και αφετέρου στην είσπραξη, αιτήσει της αιτούσης αρχής, απαιτήσεων που γεννώνται στο κράτος μέλος όπου αυτή η τελευταία έχει την έδρα της.

(7)

Οι διαφορετικές αυτές μορφές συνδρομής θα πρέπει να παρέχονται από την αρμόδια αρχή μέσα σε πνεύμα σεβασμού των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που ισχύουν στα θέματα αυτά στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της.

(8)

Πρέπει να προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες θα συντάσσονται οι αιτήσεις συνδρομής από την αιτούσα αρχή και να καθορίζονται περιοριστικώς οι ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτρέπουν, στη μία ή στην άλλη περίπτωση, στην αρμόδια αρχή, να μην προωθήσει την αίτηση.

(9)

Για την αποτελεσματικότερη είσπραξη των απαιτήσεων που αποτελούν αντικείμενο αίτησης είσπραξης, ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεση της απαίτησης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, καταρχήν, ως τίτλος του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.

(10)

Όταν προβαίνει για λογαριασμό της αιτούσης αρχής στην είσπραξη απαιτήσεως, η αρμόδια αρχή πρέπει να δύναται, αν οι διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της το επιτρέπουν και σε συμφωνία με την αιτούσα αρχή να παρέχει στον οφειλέτη προθεσμία πληρωμής ή πληρωμή με δόσεις. Οι τόκοι που ενδεχομένως θα εισπραχθούν εξαιτίας των ευκολιών αυτών πληρωμής πρέπει να μεταφέρονται στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της.

(11)

Μετά αιτιολογημένη αίτηση της αιτούσης αρχής, η αρμόδια αρχή πρέπει κι’ αυτή να δύναται, στο μέτρο που το επιτρέπουν οι διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου αυτή έχει την έδρα της, να λαμβάνει συντηρητικά μέτρα για να εγγυηθεί την είσπραξη των απαιτήσεων που γεννήθηκαν στο αιτούν κράτος μέλος. Οι απαιτήσεις αυτές δεν απολαμβάνουν απαραίτητα τα προνόμια των ανάλογων απαιτήσεων που γεννώνται στο κράτος μέλος όπου η αρμόδια αρχή έχει την έδρα της.

(12)

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εισπράξεως στο κράτος μέλος όπου η αρμόδια αρχή έχει την έδρα της, είναι δυνατόν ν’ αμφισβητηθεί από τον ενδιαφερόμενο η απαίτηση ή ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεσή της και που εκδόθηκε στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της. Γι’ αυτή την περίπτωση πρέπει να προβλεφθεί ότι η αμφισβήτηση πρέπει να φέρεται ενώπιον του αρμόδιου οργάνου του κράτους μέλους όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της και ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να αναστέλλει τη διαδικασία εκτελέσεως που κίνησε μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του αρμόδιου αυτού οργάνου, εκτός αν η αιτούσα αρχή υπέβαλε αντίθετο αίτημα.

(13)

Πρέπει να προβλεφθεί ότι τα έγγραφα και οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται στο πλαίσιο της αμοιβαίας συνδρομής στον τομέα της εισπράξεως δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς.

(14)

Η προσφυγή στην αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων δεν είναι δυνατό, εκτός από έκτακτες περιπτώσεις, να βασίζεται σε οικονομικά οφέλη ή να έχει ως κίνητρο τα αποτελέσματα που θα επιτευχθούν, αλλά τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να καθορίζουν τις ρυθμίσεις για την επιστροφή όταν η είσπραξη παρουσιάζει κάποιο ειδικό πρόβλημα.

(15)

Οι διατάξεις της οδηγίας αυτής δεν πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της αμοιβαίας συνδρομής που μερικά κράτη μέλη παρέχουν με βάση διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διευθετήσεις.

(16)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (5).

(17)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά στις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα Ι, μέρος Γ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία καθορίζει τους κανόνες που πρέπει να περιέχουν οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών, ώστε να εξασφαλίζεται η είσπραξη σε κάθε κράτος μέλος των απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2 και γεννήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 2

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις απαιτήσεις που αφορούν:

α)

τις επιστροφές, παρεμβάσεις και άλλα μέτρα που αποτελούν μέρος του συστήματος ολικής ή μερικής χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων των εισπρακτέων ποσών στα πλαίσια αυτών των ενεργειών·

β)

τις εισφορές και άλλα τέλη που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής οργάνωσης των αγορών για τον τομέα της ζάχαρης·

γ)

τους εισαγωγικούς δασμούς·

δ)

τους εξαγωγικούς δασμούς·

ε)

το φόρο προστιθέμενης αξίας·

στ)

τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί:

i)

των βιομηχανοποιημένων καπνών,

ii)

της αλκοόλης και των αλκοολούχων ποτών,

iii)

των πετρελαιοειδών·

ζ)

τους φόρους επί του εισοδήματος και επί της περιουσίας·

η)

τους φόρους επί των ασφαλίστρων·

θ)

τους τόκους, διοικητικές κυρώσεις και πρόστιμα και τα έξοδα εξ απαιτήσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως η), αποκλειόμενης κάθε είδους ποινικής κυρώσεως που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.

Εφαρμόζεται επίσης στις απαιτήσεις που αφορούν παρόμοιους ή ανάλογου χαρακτήρα φόρους, που ενδεχομένως προστίθενται ή αντικαθιστούν τους φόρους επί των ασφαλίστρων που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 6. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κοινοποιούν μεταξύ τους, καθώς και στην Επιτροπή, τις ημερομηνίες έναρξης της ισχύος των φόρων αυτών.

Άρθρο 3

Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας νοείται ως:

1.

«αιτούσα αρχή» η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους που κάνει αίτηση συνδρομής σχετική με απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 2·

2.

«αρμόδια αρχή» η αρχή κράτους μέλους στην οποία απευθύνεται η αίτηση συνδρομής·

3.

«εισαγωγικοί δασμοί» οι δασμοί και οι φόροι ισοδυνάμου αποτελέσματος επί των εισαγωγών και οι επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών που έχουν θεσπισθεί στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής ή στα πλαίσια ειδικών καθεστώτων για ορισμένα εμπορεύματα προερχόμενα από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων·

4.

«εξαγωγικοί δασμοί» οι δασμοί και οι φόροι ισοδυνάμου αποτελέσματος επί των εξαγωγών και οι επιβαρύνσεις επί των εξαγωγών που έχουν θεσπισθεί στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής ή στα πλαίσια ειδικών καθεστώτων για ορισμένα εμπορεύματα προερχόμενα από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων·

5.

«φόροι εισοδήματος και περιουσίας» οι φόροι που αναφέρει το άρθρο 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων και των φόρων επί των ασφαλίστρων (6) σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας·

6.

«φόροι επί των ασφαλίστρων»

α)

:

στο Βέλγιο

:

i)

Taxe annuelle sur les contrats d’assurance

ii)

Jaarlijkse taks op de verzekeringscontracten

β)

:

στη Δανία

:

i)

Afgift af lystfartøjsforsikringer

ii)

Afgift af ansvarsforsikringer for motorkøretøjer m.v.

iii)

Stempelafgift af forsikringspræmier

γ)

:

στη Γερμανία

:

i)

Versicherungssteuer

ii)

Feuerschutzsteuer

δ)

:

στην Ελλάδα

:

i)

Φόρος κύκλου εργασιών (ΦΚΕ)

ii)

Τέλη χαρτοσήμου

ε)

:

στην Ισπανία

:

Impuesto sobre las primas de seguros

στ)

:

στη Γαλλία

:

Taxe sur les conventions d’assurances

ζ)

:

στην Ιρλανδία

:

Levy on insurance premiums

η)

:

στην Ιταλία

:

Imposte sulle assicurazioni private ed i contratti vitalizi di cui alla legge 29.10.1967 αριθ. 1216

θ)

:

στο Λουξεμβούργο

:

i)

Impôt sur les assurances

ii)

Impôt dans l’intérêt du service d’incendie

ι)

:

στη Μάλτα

:

Taxxa fuq Dokumenti u Trasferimenti

κ)

:

στις Κάτω Χώρες

:

Assurantiebelasting

λ)

:

στην Αυστρία

:

i)

Versicherungssteuer

ii)

Feuerschutzsteuer

μ)

:

στην Πορτογαλία

:

Imposto de selo sobre os prémios de seguros

ν)

:

στη Σλοβενία

:

i)

davek od prometa zavarovalnih poslov

ii)

požarna taksa

ξ)

:

στη Φινλανδία

:

i)

Eräistä vakuutusmaksuista suoritettava vero/skatt på vissa försäkringspremier

ii)

Palosuojelumaksu/brandskyddsavgift

ο)

:

στο Ηνωμένο Βασίλειο

:

Insurance Premium Tax (IPT).

Άρθρο 4

1.   Κατόπιν αιτήσεως της αιτούσης αρχής, η αρμόδια αρχή της γνωστοποιεί τις πληροφορίες που της είναι χρήσιμες για την είσπραξη μιας απαιτήσεως.

Για να αποκτήσει τις πληροφορίες αυτές η αρμόδια αρχή ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που εφαρμόζονται για την είσπραξη παρόμοιων απαιτήσεων που γεννήθηκαν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της.

2.   Η αίτηση πληροφοριών περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου το οποίο αφορούν οι πληροφορίες που παρέχονται και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του, στο οποίο έχει κανονικά πρόσβαση η αιτούσα αρχή καθώς και τη φύση και το ποσό της απαιτήσεως για την οποία διατυπώνεται η αίτηση.

3.   Η αρμόδια αρχή δεν υποχρεώνεται να διαβιβάζει πληροφορίες:

α)

που δεν θα ήταν σε θέση να έχει για την είσπραξη παρόμοιων απαιτήσεων που γεννήθηκαν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της·

β)

που θ’ απεκάλυπταν εμπορικό, βιομηχανικό ή επαγγελματικό απόρρητο· ή

γ)

που η γνωστοποίησή τους θα προσέβαλε την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη αυτού του κράτους.

4.   Η αρμόδια αρχή πληροφορεί την αιτούσα αρχή για τους λόγους που είναι αντίθετοι στην ικανοποίηση της αιτήσεως πληροφοριών.

Άρθρο 5

1.   Κατόπιν αιτήσεως της αιτούσης αρχής, η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στον παραλήπτη, κατά τους κανόνες που ισχύουν για την κοινοποίηση αντιστοίχων πράξεων στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της, όλες τις πράξεις και αποφάσεις, περιλαμβανομένων και των δικαστικών, που αναφέρονται σε μία απαίτηση ή στην είσπραξή της και προέρχονται από το κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της.

2.   Η αίτηση κοινοποιήσεως περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση του παραλήπτου και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του, στο οποίο έχει κανονικά πρόσβαση η αιτούσα αρχή, τη φύση και το αντικείμενο της πράξεως ή της αποφάσεως προς κοινοποίηση και, αν συντρέχει περίπτωση, το όνομα και τη διεύθυνση του οφειλέτου και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του, στο οποίο έχει κανονικά πρόσβαση η αιτούσα αρχή και την απαίτηση που αναφέρεται στην πράξη ή την απόφαση, καθώς και κάθε χρήσιμη πληροφορία.

3.   Η αρμόδια αρχή πληροφορεί αμέσως την αιτούσα αρχή περί της συνεχείας που δόθηκε στην αίτηση κοινοποιήσεως και, ειδικότερα, περί της χρονολογίας κατά την οποία η απόφαση ή η πράξη διαβιβάσθηκε στον παραλήπτη.

Άρθρο 6

Κατόπιν αιτήσεως της αιτούσης αρχής, η αρμόδια αρχή εισπράττει, κατά τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που εφαρμόζονται για την είσπραξη παρόμοιων απαιτήσεων που γεννήθηκαν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της, τις απαιτήσεις που αποτελούν το αντικείμενο τίτλου ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεση.

Για το σκοπό αυτό, κάθε απαίτηση που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως εισπράξεως εξετάζεται ως απαίτηση του κράτους μέλους όπου η αρμόδια αρχή έχει την έδρα της, με επιφύλαξη των περιπτώσεων εφαρμογής του άρθρου 12.

Άρθρο 7

1.   Η αίτηση εισπράξεως μιας απαιτήσεως την οποία η αιτούσα αρχή απευθύνει στην αρμόδια αρχή συνοδεύεται από ένα επίσημο αντίτυπο ή ακριβές κυρωμένο αντίγραφο του τίτλου ο οποίος επιτρέπει την εκτέλεσή της, που εκδόθηκε στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της και, αν συντρέχει περίπτωση, από το πρωτότυπο ή από ακριβές κυρωμένο αντίγραφο άλλων εγγράφων που είναι αναγκαία για την είσπραξη.

2.   Η αιτούσα αρχή δύναται να υποβάλει αίτηση εισπράξεως μόνον:

α)

αν η απαίτηση ή ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεσή της δεν αμφισβητείται στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της, εκτός από την περίπτωση που εφαρμόζεται το άρθρο 12 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο·

β)

όταν κίνησε, στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της, τις δέουσες διαδικασίες εισπράξεως, οι οποίες δύνανται να ασκηθούν με βάση τον τίτλο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα δε ληφθέντα μέτρα δεν θα καταλήξουν στην ολική πληρωμή της απαιτήσεως.

3.   Η αίτηση εισπράξεως αναφέρει:

α)

το όνομα, τη διεύθυνση και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του προσώπου που αφορά ή/και του τρίτου κατόχου των περιουσιακών στοιχείων του·

β)

το όνομα, τη διεύθυνση και κάθε άλλο στοιχείο χρήσιμο για τον προσδιορισμό της αιτούσας αρχής·

γ)

τον εκτελεστό τίτλο που έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή·

δ)

τη φύση και το ποσό της απαίτησης, συμπεριλαμβανομένων του κεφαλαίου και των τόκων, καθώς και κάθε άλλων οφειλομένων κυρώσεων προστίμων και εξόδων, εκφρασμένο στο νόμισμα των κρατών μελών όπου έχουν την έδρα τους οι δύο αρχές·

ε)

την ημερομηνία κοινοποίησης του τίτλου στον αποδέκτη της από την αιτούσα αρχή ή/και από την αρμόδια αρχή·

στ)

την ημερομηνία από την οποία και την περίοδο κατά την οποία είναι δυνατή η εκτέλεση βάσει της νομοθεσίας που ισχύει στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή·

ζ)

κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.

Η αίτηση εισπράξεως περιέχει επιπλέον δήλωση της αιτούσας αρχής που βεβαιώνει ότι πληρούνται οι όροι που προβλέπονται από την παράγραφο 2.

4.   Η αιτούσα αρχή γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή, μόλις περιέλθουν εις γνώση της, κάθε χρήσιμη πληροφορία για την υπόθεση που ήταν η βάση της αίτησης είσπραξης.

Άρθρο 8

Ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη της απαίτησης αναγνωρίζεται αμέσως και αντιμετωπίζεται αυτομάτως ως τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεση απαίτησης του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη της απαίτησης μπορεί, όταν αυτό ενδείκνυται και σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος που έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή, να γίνει δεκτός ως τίτλος εκτελεστός, να αναγνωρισθεί ως τίτλος εκτελεστός, να συμπληρωθεί με τίτλο εκτελεστό, ή να αντικατασταθεί από τίτλο εκτελεστό στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

Εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης προς είσπραξη, τα κράτη μέλη προσπαθούν να ολοκληρώσουν την αποδοχή, αναγνώριση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση, εκτός των περιπτώσεων του τέταρτου εδαφίου. Η αποδοχή, αναγνώριση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση δεν είναι δυνατόν να τύχουν αρνητικής αντιμετώπισης εάν ο τίτλος έχει καταρτισθεί ορθώς. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αιτούσα αρχή για τους λόγους που δικαιολογούν την ενδεχόμενη υπέρβαση του τριμήνου.

Εάν οποιαδήποτε από αυτές τις διατυπώσεις προκαλέσει αμφισβήτηση της απαίτησης ή του εκτελεστού τίτλου που επιτρέπει την είσπραξη και τον οποίο εξέδωσε η αιτούσα αρχή, εφαρμόζεται το άρθρο 12.

Άρθρο 9

1.   Η είσπραξη πραγματοποιείται στο νόμισμα του κράτους μέλους όπου η αρμόδια αρχή έχει την έδρα της. Η αρμόδια αρχή μεταβιβάζει στην αιτούσα αρχή ολόκληρο το ποσό της εισπραχθείσας απαίτησης.

2.   Η αρμόδια αρχή δύναται, εάν οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της το επιτρέπουν, και κατόπιν διαβουλεύσεως με την αιτούσα αρχή, να παρέχει στον οφειλέτη προθεσμία πληρωμής ή να επιτρέπει πληρωμή σε δόσεις. Οι τόκοι που εισπράττονται από την αρμόδια αρχή λόγω αυτής της προθεσμίας πληρωμής, μεταφέρονται επίσης στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της.

Από την ημερομηνία κατά την οποία ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεση της είσπραξης της απαίτησης αναγνωρίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 8 πρώτο εδάφιο, ή έγινε αποδεκτός άμεσα, αναγνωρίσθηκε, συμπληρώθηκε ή αντικαταστάθηκε σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 8, εισπράττονται τόκοι για εκπρόθεσμη καταβολή δυνάμει των νόμων, των κανονισμών και των διοικητικών πρακτικών που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή και ομοίως μεταφέρονται στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή.

Άρθρο 10

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 6 δεύτερο εδάφιο, οι προς είσπραξη απαιτήσεις δεν απολαύουν απαραίτητα των προνομίων, των οποίων τυγχάνουν ανάλογες απαιτήσεις οι οποίες γεννώνται στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.

Άρθρο 11

Η αρμόδια αρχή πληροφορεί αμέσως την αιτούσα αρχή περί της συνέχειας που δόθηκε στην αίτηση εισπράξεως.

Άρθρο 12

1.   Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εισπράξεως η απαίτηση ή ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεση της εισπράξεώς της και που εκδόθηκε στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της αμφισβητούνται από ένα ενδιαφερόμενο η αγωγή φέρεται απ’ αυτόν ενώπιον του αρμοδίου οργάνου του κράτους μέλους όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της, σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου που ισχύουν στο τελευταίο. Η αγωγή αυτή κοινοποιείται από την αιτούσα αρχή στην αρμόδια αρχή. Δύναται ακόμη να κοινοποιείται σ’ αυτή από τον ενδιαφερόμενο.

2.   Μόλις γίνει στην αρμόδια αρχή η κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, είτε από την αιτούσα αρχή είτε από τον ενδιαφερόμενο, αυτή αναστέλλει τη διαδικασία εκτελέσεως εν αναμονή της αποφάσεως του αρμοδίου καθ’ ύλη οργάνου εκτός εάν η αιτούσα αρχή ζητήσει άλλως, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Αν το κρίνει αναγκαίο και με επιφύλαξη του άρθρου 13, η αρμόδια αρχή δύναται να λάβει συντηρητικά μέτρα για να εγγυηθεί την είσπραξη εφόσον οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της το επιτρέπουν για παρόμοιες απαιτήσεις.

Η αιτούσα αρχή δύναται, δυνάμει των νόμων, των κανονισμών και των διοικητικών πρακτικών του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της, να ζητεί από την αρμόδια αρχή να εισπράξει αμφισβητούμενη απαίτηση, εφόσον οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι διοικητικές πρακτικές που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή το επιτρέπουν. Εάν η έκβαση της αμφισβήτησης αποβεί ευνοϊκή για τον οφειλέτη, η αιτούσα αρχή υποχρεούται να επιστρέψει κάθε εισπραχθέν ποσό, προσαυξημένο κατά την τυχόν οφειλόμενη αποζημίωση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή.

3.   Όταν η αμφισβήτηση στρέφεται κατά των μέτρων εκτελέσεως που λαμβάνονται στο κράτος μέλος όπου η αρμόδια αρχή έχει την έδρα της, η αγωγή φέρεται ενώπιον του αρμοδίου οργάνου αυτού του κράτους μέλους σύμφωνα με τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις του.

4.   Όταν το αρμόδιο όργανο, ενώπιον του οποίου φέρεται η αγωγή κατά την παράγραφο 1, είναι πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, η απόφαση του δικαστηρίου αυτού, εφόσον είναι ευνοϊκή για την αιτούσα αρχή και επιτρέπει την είσπραξη της απαιτήσεως στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της, αποτελεί τον «τίτλο που επιτρέπει την εκτέλεση» που αναφέρεται στα άρθρα 6, 7 και 8 και η είσπραξη της απαιτήσεως διενεργείται με βάση αυτή την απόφαση.

Άρθρο 13

Με αιτιολογημένη αίτηση της αιτούσης αρχής, η αρμόδια αρχή λαμβάνει συντηρητικά μέτρα για να εγγυηθεί την είσπραξη απαιτήσεως εφόσον οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της το επιτρέπουν.

Για τη θέση σ’ εφαρμογή της πρώτης παραγράφου, τα άρθρα 6, 7 παράγραφοι 1, 3 και 4 και τα άρθρα 8, 11, 12 και 14 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

Άρθρο 14

Η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται:

α)

να παρέχει την προβλεπόμενη από τα άρθρα 6 έως 13 συνδρομή εάν η είσπραξη της απαίτησης, λόγω της κατάστασης του οφειλέτη, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές οικονομικές ή κοινωνικές δυσχέρειες στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή αυτή, εφόσον οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι διοικητικές πρακτικές του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή επιτρέπουν ένα τέτοιο μέτρο για παρόμοιες εθνικές απαιτήσεις·

β)

να παρέχει την προβλεπόμενη από τα άρθρα 4 έως 13 συνδρομή, εάν η υποβαλλόμενη βάσει των άρθρων 4, 5 ή 6 αρχική αίτηση αφορά απαιτήσεις παλαιότερες των πέντε ετών, από τη στιγμή που ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή τις διοικητικές πρακτικές του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή, μέχρι την ημερομηνία της αίτησης. Ωστόσο, όταν προσβάλλεται η απαίτηση ή ο τίτλος, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από τη στιγμή κατά την οποία το αιτούν κράτος αποφαίνεται ότι η απαίτηση ή ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί.

Η αρμόδια αρχή πληροφορεί την αιτούσα αρχή περί των λόγων που αντιτίθενται στην ικανοποίηση της αιτήσεως συνδρομής. Η αιτιολογημένη αυτή άρνηση κοινοποιείται και στην Επιτροπή.

Άρθρο 15

1.   Τα θέματα που αφορούν την παραγραφή διέπονται αποκλειστικά από τους κανόνες δικαίου που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της.

2.   Οι πράξεις εισπράξεως που πραγματοποιούνται από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με την αίτηση συνδρομής και που, αν είχαν πραγματοποιηθεί από την αιτούσα αρχή, θα είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή ή τη διακοπή της παραγραφής κατά τους κανόνες δικαίου που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου η αιτούσα αρχή έχει την έδρα της, θεωρούνται, όσον αφορά αυτό το αποτέλεσμα, ότι έχουν πραγματοποιηθεί σ’ αυτό το τελευταίο κράτος.

Άρθρο 16

Τα έγγραφα και οι πληροφορίες που κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή κατ’ εφαρμογή της παρούσης οδηγίας, δύνανται να κοινοποιούνται απ’ αυτή μόνον:

α)

στο πρόσωπο που αναφέρεται στην αίτηση συνδρομής·

β)

στα πρόσωπα και στις αρχές που είναι επιφορτισμένα με την είσπραξη των απαιτήσεων και μόνο για το σκοπό αυτό·

γ)

στις δικαστικές αρχές που έχουν επιληφθεί της εκδικάσεως των υποθέσεων που αφορούν την είσπραξη των απαιτήσεων.

Άρθρο 17

Οι αιτήσεις συνδρομής, ο εκτελεστός τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη και τα λοιπά έγγραφα που επισυνάπτονται συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους όπου η αρμόδια αρχή έχει την έδρα της, με την επιφύλαξη της ευχέρειας για την τελευταία αυτή αρχή να παραιτείται της μεταφράσεως.

Άρθρο 18

1.   Η αρμόδια αρχή εισπράττει από τον οφειλέτη και παρακρατεί όλα τα έξοδα που συνδέονται με την είσπραξη, σύμφωνα με τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της, οι οποίες εφαρμόζονται σε παρόμοιες απαιτήσεις.

2.   Τα κράτη μέλη παραιτούνται αμοιβαίως από τυχόν απαίτηση για απόδοση των εξόδων που προέκυψαν από την αμοιβαία συνδρομή την οποία παρέχουν αμοιβαίως κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

3.   Όταν η είσπραξη παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία, που χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλο ποσό εξόδων ή συνδέεται με την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, οι αιτούσες και οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συμφωνούν ειδικούς διακανονισμούς απόδοσης εξόδων.

4.   Το κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αιτούσα αρχή παραμένει υπεύθυνο έναντι του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρμόδια αρχή για όλα τα έξοδα και τις ζημίες που ενδεχομένως υπέστη κατόπιν αγωγών που κρίθηκαν αβάσιμες, είτε ως προς την ύπαρξη της απαίτησης είτε ως προς το κύρος του τίτλου που εκδόθηκε από την αιτούσα αρχή.

Άρθρο 19

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν μεταξύ τους τον κατάλογο των αρχών που είναι εξουσιοδοτημένες να διατυπώνουν ή να λαμβάνουν αιτήσεις συνδρομής.

Άρθρο 20

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή είσπραξης, (καλούμενη στο εξής «η επιτροπή»).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

Άρθρο 21

Η επιτροπή δύναται να εξετάζει κάθε ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή της οδηγίας αυτής που υποβάλλεται από τον πρόεδρό της, είτε με πρωτοβουλία του είτε μετά από αίτηση του εκπροσώπου του κράτους μέλους.

Άρθρο 22

Οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφοι 2 και 4, του άρθρου 5 παράγραφοι 2 και 3, των άρθρων 7, 8, 9 και 11, του άρθρου 12 παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 14, του άρθρου 18 παράγραφος 3 και του άρθρου 24, καθώς και για τον καθορισμό των μέσων τα οποία δύνανται να χρησιμοποιηθούν για τη διαβίβαση των κοινοποιήσεων μεταξύ των αρχών, και οι κανόνες μετατροπής, μεταφοράς των εισπραττόμενων ποσών και προσδιορισμού ενός ελαχίστου ποσού για τις απαιτήσεις που είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως συνδρομής, θεσπίζονται με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2.

Άρθρο 23

Οι διατάξεις της οδηγίας αυτής δεν εμποδίζουν την παροχή ευρυτέρας αμοιβαίας συνδρομής που μερικά κράτη μέλη παρέχουν ή ήθελαν παράσχει το ένα στο άλλο δυνάμει συμφωνιών ή διευθετήσεων, περιλαμβανομένης και της συνδρομής για την κοινοποίηση των δικαστικών ή εξωδικαστικών πράξεων.

Άρθρο 24

Κάθε κράτος μέλος πληροφορεί την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνει για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

Η Επιτροπή γνωστοποιεί τις πληροφορίες αυτές στα άλλα κράτη μέλη.

Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει ετησίως την Επιτροπή σχετικά με τον αριθμό αιτήσεων παροχής πληροφοριών, κοινοποίησης και είσπραξης που αποστέλλει και λαμβάνει κάθε έτος, το ύψος των σχετικών απαιτήσεων και των εισπραχθέντων ποσών.

Η Επιτροπή υποβάλλει, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ανά διετία, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των προκειμένων διατάξεων και σχετικά με τα επιτευχθέντα αποτελέσματα.

Άρθρο 25

Η οδηγία 76/308/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι, μέρος Α και μέρος Β, καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά στις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα Ι, μέρος Γ.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ.

Άρθρο 26

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 27

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 26 Μαΐου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. RUPEL


(1)  Γνώμη της 19ης Ιουνίου 2007 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 93 της 27.4.2007, σ 15.

(3)  ΕΕ L 73 της 19.3.1976, σ. 18. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης του 2003. Ο αρχικός τίτλος της οδηγίας ήταν «Οδηγία 76/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1976, περί της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων που προκύπτουν από ενέργειες οι οποίες αποτελούν μέρος του συστήματος χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων καθώς και από γεωργικές εισφορές και δασμούς». Τροποποιήθηκε με την οδηγία 79/1071/ΕΟΚ (ΕΕ L 331 της 27.12.1979, σ. 10) και με τις οδηγίες 92/12/ΕΟΚ (ΕΕ L 76 της 23.3.1992, σ. 1) και 2001/44/ΕΚ (ΕΕ L 175 της 28.6.2001, σ. 17).

(4)  Βλέπε παράρτημα Ι μέρος Α και μέρος Β.

(5)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

(6)  ΕΕ L 336 της 27.12.1977, σ. 15. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2006/98/ΕΚ (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 129).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΜΕΡΟΣ A

Καταργούμενη οδηγία με τις διαδοχικές τροποποιήσεις της

(που αναφέρονται στο άρθρο 25)

Οδηγία 76/308/ΕΟΚ

(ΕΕ L 73 της 19.3.1976, σ. 18).

 

Οδηγία 79/1071/ΕΟΚ

(ΕΕ L 331 της 27.12.1979, σ. 10).

 

Οδηγία 92/12/ΕΟΚ

(ΕΕ L 76 της 23.3.1992, σ. 1).

μόνον το άρθρο 30α

Οδηγία 92/108/ΕΟΚ

(ΕΕ L 390 της 31.12.1992, σ. 124).

μόνον το άρθρο 1 σημείο 9

Οδηγία 2001/44/ΕΚ

(ΕΕ L 175 της 28.6.2001, σ. 17).

 

ΜΕΡΟΣ B

Μη καταργούμενες τροποποιητικές πράξεις

Πράξη προσχώρησης του 1979

Πράξη προσχώρησης του 1985

Πράξη προσχώρησης του 1994

Πράξη προσχώρησης του 2003

ΜΕΡΟΣ Γ

Κατάλογος ημερομηνιών ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο

(που αναφέρονται στο άρθρο 25)

Οδηγία

Λήξη προθεσμίας ενσωμάτωσης

76/308/ΕΟΚ

1η Ιανουαρίου 1978

79/1071/ΕΟΚ

1η Ιανουαρίου 1981

92/12/ΕΟΚ

1η Ιανουαρίου 1993 (1)

92/108/ΕΟΚ

31 Δεκεμβρίου 1992

2001/44/ΕΚ

30 Ιουνίου 2002


(1)  Ωστόσο, όσον αφορά το άρθρο 9 παράγραφος 3, το Βασίλειο της Δανίας εξουσιοδοτείται να θέσει σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί με τη διάταξη αυτή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 1993.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας αντιστοιχίας

Οδηγία 76/308/ΕΟΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση στοιχεία α) έως ε)

Άρθρο 2 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως ε)

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση στοιχείο στ) πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο στ) σημεία i), ii) και iii)

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση στοιχεία ζ) έως θ)

Άρθρο 2 πρώτο εδάφιο στοιχεία ζ) έως θ)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο πρώτη έως πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο σημεία 1 έως 5

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο α)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο λ)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο β)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο α)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο γ)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο γ)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο δ)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο β)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο ε)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο ε)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο στ)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο δ)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο ζ)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο στ)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο η)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο ξ)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο θ)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο η)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο ι)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο ζ)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο κ)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο θ)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο λ)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο κ)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο μ)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο μ)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο ν)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο ξ)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο ο)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο ο)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο ι)

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο έκτη περίπτωση στοιχείο π)

Άρθρο 3 σημείο 6 στοιχείο ν)

Άρθρο 3 έκτη περίπτωση δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρα 4 και 5

Άρθρα 4 και 5

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 8 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 8 δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρα 9 έως 19

Άρθρα 9 έως 19

Άρθρο 20 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 20 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρα 21, 22 και 23

Άρθρα 21, 22 και 23

Άρθρο 24

Άρθρο 25 πρώτο εδάφιο πρώτη και δεύτερη φράση

Άρθρο 24 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 25 δεύτερο εδάφιο πρώτη και δεύτερη φράση

Άρθρο 24 δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 26

Άρθρο 27

Παράρτημα Ι

Παράρτημα ΙΙ


Top