Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CN0254

    Υπόθεση C-254/10 P: Αναίρεση που άσκησε στις 21 Μαΐου 2010 το Centre de Coordination Carrefour SNC κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 18 Μαρτίου 2010 στην υπόθεση T-94/08, Centre de Coordination Carrefour SNC κατά Επιτροπής

    ΕΕ C 246 της 11.9.2010, p. 16–17 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    11.9.2010   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 246/16


    Αναίρεση που άσκησε στις 21 Μαΐου 2010 το Centre de Coordination Carrefour SNC κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 18 Μαρτίου 2010 στην υπόθεση T-94/08, Centre de Coordination Carrefour SNC κατά Επιτροπής

    (Υπόθεση C-254/10 P)

    ()

    2010/C 246/28

    Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείον: Centre de Coordination Carrefour SNC (εκπρόσωποι: X. Clarebout, C. Docclo και M. Pittie, δικηγόροι)

    Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    Αιτήματα του αναιρεσείοντος

    Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

    να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

    κατά συνέπεια, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    κατά συνέπεια:

    είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να αποφανθεί εκ νέου·

    είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικώς δεχόμενο τα αιτήματα που το αναιρεσείον είχε προβάλει πρωτοδίκως και ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση (1)·

    να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Το αναιρεσείον προβάλλει πέντε λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως.

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως κρίνοντας, αφενός, ότι το αναιρεσείον δεν είχε έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω ελλείψεως εγκύρου αδείας βάσει του βελγικού δικαίου και, αφετέρου, ότι το παραδεκτό της προσφυγής του δεν εξαρτάται από την ύπαρξη εγκύρου αδείας. Μια τέτοιου είδους αιτιολογία είναι, ως εκ τούτου, αντιφατική, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί ταυτοχρόνως, αφενός, ότι δεν υφίσταται έννομο συμφέρον ελλείψει εγκύρου αδείας, αφετέρου δε ότι η άδεια αυτή είναι αλυσιτελής για την εκτίμηση του παραδεκτού της προσφυγής.

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, το αναιρεσείον υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά που του εκτέθηκαν, μη λαμβάνοντας υπόψη την οικονομία της βελγικής νομοθεσίας περί κέντρων συντονισμού, ερμηνεύοντας εσφαλμένως το βασιλικό διάταγμα αριθ. 187, της 30ής Δεκεμβρίου 1982, σχετικά με τη δημιουργία κέντρων συντονισμού (2), παραμορφώνοντας το περιεχόμενο και μη λαμβάνοντας υπόψη την ιεραρχία των πηγών του βελγικού δικαίου. Το επίμαχο βασιλικό διάταγμα ήταν, κατ’ ουσίαν, διάταγμα ειδικών εξουσιών, το οποίο είχε, κατά το βελγικό δίκαιο, την ίδια νομική ισχύ με νόμο και ήταν οπωσδήποτε εφαρμοστέο στην περίπτωση του αναιρεσείοντος, το οποίο δικαιούνταν, συνεπώς, άδεια δεκαετούς διάρκειας.

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, το αναιρεσείον προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το δεδικασμένο εκ της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 22 Ιουνίου 2006, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, καθόσον αποφάνθηκε ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης στην ανωτέρω υπόθεση αποφάσεως είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευση της ανανεώσεως αδειών κέντρων συντονισμού από την κοινοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η απόφαση του Δικαστηρίου είχε ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση διότι δεν προέβλεπε κατάλληλες μεταβατικές περιόδους για τα κέντρα συντονισμού, των οποίων η αίτηση ανανεώσεως της άδειας ήταν εκκρεμής κατά την ημερομηνία της εν λόγω κοινοποιήσεως ή των οποίων η άδεια έληγε κατά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ή λίγο μετά την ημερομηνία αυτή.

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, το αναιρεσείον προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν ερμήνευσε ορθώς την έννοια του «εννόμου συμφέροντος», καθόσον έκρινε ότι η προσφυγή που άσκησε το αναιρεσείον δεν μπορούσε, εκ του αποτελέσματός της, να του προσπορίσει οποιαδήποτε ωφέλεια, για τον λόγο ότι δεν είναι βέβαιη η εκ μέρους των βελγικών αρχών διατήρηση της ισχύος του καθεστώτος του κέντρου συντονισμού του αναιρεσείοντος, πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2005, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αφενός, οι βελγικές αρχές δεν έχουν, εν προκειμένω, καμία διακριτική ευχέρεια, καθόσον η άδεια πρέπει να χορηγηθεί για μια δεκαετία σε περίπτωση πληρώσεως των προϋποθέσεων που απαιτούνται από το βασιλικό διάταγμα αριθ. 187. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί το ίδιο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι οι βελγικές αρχές δεν είχαν αποκλείσει τη χορήγηση στο αναιρεσείον του επίμαχου καθεστώτος πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2005, και είχαν αποφασίσει να μην του επιβάλουν κυρώσεις επί όσο χρονικό διάστημα δεν θα είχε εκδοθεί οριστική απόφαση επί της προσφυγής του.

    Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, το αναιρεσείον υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι ένα μεταβατικό μέτρο δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ. Συγκεκριμένα, δεν είναι σπάνιο μια μεταβατική περίοδος να αρχίζει από προγενέστερη ημερομηνία, ιδίως σε φορολογικές υποθέσεις.


    (1)  Απόφαση 2008/283/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο υπέρ των κέντρων συντονισμού που είναι εγκατεστημένα στο Βέλγιο και η οποία τροποποιεί την απόφαση 2003/757/ΕΚ (ΕΕ 2008, L 90, σ. 7).

    (2)  Moniteur belge της 13ης Ιανουαρίου 1983, σ. 502.


    Top