This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52000AC0089
Opinion of the Economic and Social Committee on the 'Proposal for a European Parliament and Council Directive amending Council Directive 91/308/EEC of 10 June 1991 on prevention of the use of the financial system for the purpose of money laundering'
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες»
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες»
ΕΕ C 75 της 15.3.2000, pp. 22–29
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες»
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 075 της 15/03/2000 σ. 0022 - 0029
Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την "Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες" (2000/C 75/10) Στις 5 Οκτωβρίου 1999 και σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω πρόταση. Το τμήμα "Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 10 Ιανουαρίου 2000 με βάση εισηγητική έκθεση του κ. Pelletier. Κατά την 369η σύνοδο ολομέλειάς της της 26ης και 27ης Ιανουαρίου 2000 (συνεδρίαση της 26ης Ιανουαρίου), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 81 ψήφους υπέρ, 11 κατά και 10 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση. 1. Εισαγωγή 1.1. Η ΟΚΕ, με τη γνωμοδότησή της της 19ης Σεπτεμβρίου 1990, που είχε ως θέμα την πρώτη οδηγία σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση των προσόδων από παράνομες δραστηριότητες(1), είχε συμφωνήσει πλήρως με την ενίσχυση της καταστολής των σοβαρών εγκληματικών δραστηριοτήτων που καταδικάζονται από τη διεθνή κοινότητα και ιδίως όσων συνδέονται με τη διακίνηση των ναρκωτικών. 1.2. Τελικά, υιοθετήθηκαν πολλές από τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στην εν λόγω γνωμοδότηση. 1.3. Η ΟΚΕ είχε, επίσης, αποδεχθεί την καθιέρωση μηχανισμών που βασίζονται στη χρήση πληροφοριών που συγκεντρώνονται υποχρεωτικά από τα τραπεζικά κυκλώματα και γενικότερα από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. 1.4. Από το 1991, δηλ. από την έκδοση της πρώτης σχετικής οδηγίας, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έπαυσαν να ζητούν να ενισχυθεί στην πράξη η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και να εφαρμοσθεί προς τούτο ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης συνοδευόμενο από συγκεκριμένες συστάσεις (βλ. κυρίως τα ψηφίσματα του Συμβουλίου του Δουβλίνου του Δεκεμβρίου 1996 και το πρόγραμμα δράσης του Συμβουλίου του Άμστερνταμ του Ιουνίου 1997). 1.5. Πολύ πρόσφατα, το Συμβούλιο του Tampere, που συνεδρίασε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, αφιέρωσε σημαντικό μέρος των συστάσεών του στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας σε κλίμακα ΕΕ. 1.6. Πέραν των συστάσεων αυτών, που αποσκοπούν στην ενίσχυση της συνεργασίας των αρχών των κρατών μελών, το Συμβούλιο αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στη συγκεκριμένη δράση για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και συνέστησε να εγκριθεί το ταχύτερο το σχέδιο τροποποίησης της οδηγίας που πραγματεύεται η παρούσα γνωμοδότηση. 1.7. Η Επιτροπή εξέδωσε πρόσφατα μια πολύ σημαντική ανακοίνωση για το Σχέδιο Δράσης 2000-2004 για την καταπολέμηση των ναρκωτικών(2), το οποίο θα αποτελέσει αντικείμενο γνωμοδότησης της ΟΚΕ. 2. Γενικές παρατηρήσεις 2.1. Η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, λόγω της έκτασής της, διαταράσσει τη λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. 2.2. Η προέλευση των κεφαλαίων που αποτελούν αντικείμενο αυτού του κυκλώματος είναι εξαιρετικά ποικίλη. Θεαματική όταν πρόκειται για κατάχρηση της διεθνούς βοήθειας του ΔΝΤ, σε χώρες όπως η Ρωσία, είναι πιο δύσκολο να ανιχνευθεί όταν πραγματοποιείται μέσω σύνθετων χρηματοοικονομικών συναλλαγών από εξειδικευμένα νομικά γραφεία σε στενή συνεργασία με εξωχώριους παραδείσους, οι οποίοι έχουν απαλλαγές από την εφαρμογή της πειθαρχίας και των ελέγχων που η ΕΕ και ορισμένο μέρος του δυτικού κόσμου προσπαθούν να καθιερώσουν από δεκαετίας. 2.3. Η ενίσχυση των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, από την έκδοση της οδηγίας του 1991, για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, είναι αναμφισβήτητα θεαματική. 2.4. Εντούτοις, είναι απαραίτητο να αντιπαραβληθεί τόσο η συγκεκριμένη δράση όσο και οι δεδηλωμένες προθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον εν λόγω τομέα με τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί όσον αφορά τον όγκο των διακινούμενων ναρκωτικών και την εκτίμηση των εσόδων που αποφέρουν. 2.5. Στη γνωμοδότηση της ΟΚΕ του 1990, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, το συνολικό ποσό από τη διακίνηση των ναρκωτικών εκτιμάται μεταξύ 300 και 500 δισ. δολαρίων. Η διακίνηση αυτή, που δεν έχει καθόλου μειωθεί, πρέπει σήμερα να πλησιάζει το 8 % του παγκόσμιου εμπορίου σύμφωνα με τις στατιστικές του ΟΗΕ και τις πληροφορίες που δίνει η Ομάδα Διεθνούς Χρηματοοικονομικής Δράσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (FATF). Η δε νομιμοποίηση αυτού του χρήματος αποτελεί το 2-5 % του διεθνούς ΑΕγχΠ κάθε χρόνο, δηλ. ανέρχεται σε περισσότερα από 1000 δισ. δολάρια. 2.6. Η κοινοτική δράση που επικεντρώνεται στη νομιμοποίηση εσόδων από τη διακίνηση των ναρκωτικών και η αντίστοιχη των κρατών μελών παραβλέπουν ότι είναι απόλυτα αναγκαίο να καταπολεμηθεί το κακό στη ρίζα του, δηλ. στη διακίνηση ναρκωτικών. Όλες οι άλλες δραστηριότητες της νομιμοποίησης αφορούν τη "λιανική πώληση" των ναρκωτικών στους δυστυχείς τοξικομανείς. 2.7. Η καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν μπορεί να διαχωρισθεί από την πάλη κατά των πρακτόρων που συλλέγουν κεφάλαια, είτε η είσπραξη γίνεται στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος, που διέπεται από πολύπλοκες διακλαδώσεις, είτε στο πιο απλό αλλά και πιο διαδεδομένο πλαίσιο των "λιανεμπόρων", που εισπράττουν πολλά μικρά ποσά που αντιστοιχούν στην τιμή της δόσης των ναρκωτικών που πωλούν στους δυστυχείς τοξικομανείς, στην άθροιση των οποίων οφείλεται η διαδικασία νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες(3). 2.8. Η ΟΚΕ, μολονότι αναγνωρίζει ότι η αστυνομική και νομική καταστολή των ναρκωτικών είναι της αρμοδιότητας, πρώτα απ' όλα, των κρατών και δεν ανήκει στο πεδίο της οδηγίας που τους υποβλήθηκε προς εξέταση, εκφράζει εντούτοις τη λύπη της διότι η οδηγία δεν τονίζει την προφανή σχέση της αστυνομικής και νομικής καταστολής των ναρκωτικών με την καταστολή της νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων τους. Τούτο είναι αναγκαίο. Οι ενδιάμεσοι, παρά τις προσπάθειες, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το σύνολο του αστυνομικού και δικαστικού μηχανισμού. Δεν είναι αυτός ο ρόλος τους. 2.9. Τον Οκτώβριο του 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Tampere φαίνεται να προσανατολίζεται προς αυτή την κατεύθυνση, δεδομένου ότι προτείνει να συγκροτηθεί ένας μηχανισμός που θα αποτελεί τον σύνδεσμο βάσει του οποίου οι αρμόδιοι των ευρωπαϊκών αστυνομικών αρχών, θα ανταλλάσσουν, σε συνεργασία με τη Europol, εμπειρίες, ορθές πρακτικές και πληροφορίες για τις τάσεις της διασυνοριακής εγκληματικότητας και θα συμβάλλουν στην οργάνωση επιχειρήσεων(4). 2.10. Η γνωμοδότηση της ΟΚΕ του 1990 παρατηρούσε ήδη ότι η εναρμονισμένη πρόληψη της χρήσης των ναρκωτικών αποτελεί το απαραίτητο συμπλήρωμα της πρότασης οδηγίας(5). 2.11. Η ΟΚΕ συμμερίζεται πλήρως τη μέριμνα της Επιτροπής για την ανάπτυξη δράσης της FATF σε όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες προκειμένου να δημιουργηθεί ένα πλήρες δίκτυο καταπολέμησης της νομιμοποίησης των εσόδων. 2.12. Γι' αυτό, η δράση της FATF, που αποσκοπεί στην καθιέρωση κριτηρίων, τα οποία θα επιτρέψουν τον προσδιορισμό των χωρών και των περιφερειών που θα κριθούν "μη συνεργάσιμες" στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του σχεδίου δράσης. Η FATF καταρτίζει αυτόν τον καιρό κατάσταση των χωρών αυτών, η οποία θα δημοσιευθεί στα μέσα του 2000. 2.13. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Tampere τόνισε την ανάγκη σύναψης συμφωνιών με τα εξωχώρια κέντρα τρίτων χωρών για να διασφαλισθεί μια αποτελεσματική και διαφανής συνεργασία σύμφωνα με τις συστάσεις της FATF. 2.14. Η ΟΚΕ έχει πεισθεί ότι η καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εσόδων πρέπει να σχεδιασθεί σε παγκόσμια κλίμακα και ως εκ τούτου εκφράζει τη λύπη της που το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν αναλαμβάνουν περισσότερες κοινές δράσεις με τον ΟΗΕ και το ΔΝΤ. 2.15. Το ΔΝΤ, στην τελευταία ετήσια συνεδρίασή του, τον παρελθόντα Σεπτέμβριο, επανέλαβε για άλλη μια φορά τη βούλησή του για καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας, της διακίνησης ναρκωτικών και της νομιμοποίησης των εσόδων. Η ΟΚΕ φρονεί ότι απαιτείται μεγαλύτερη συνεργασία ΕΕ/ΔΝΤ, διότι το ΔΝΤ είναι η μόνη αρχή που μπορεί να επιβάλει στη διεθνή τάξη τη λήψη μέτρων καταπολέμησης που θα είναι ανάλογα με εκείνα της ΕΕ. 2.16. Η ΟΚΕ συμφωνεί με το σχέδιο να επιβληθεί στην ΕΕ ένα πρότυπο αυστηρότερων υποχρεώσεων, που θα είναι ανώτερο από την προσαρμογή των 40 συστάσεων της FATF, βάσει του οποίου ορισμένα επαγγέλματα θα συμμετέχουν ενεργετικότερα στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εσόδων. Πρέπει να τονισθεί ότι τα χρηματοοικονομικά επαγγέλματα στα οποία αναφέρεται η οδηγία του 1991 υποχρεώθηκαν να καταρτίσουν για το προσωπικό τους ένα κώδικα ορθής συμπεριφοράς, καθώς και λεπτομερείς οδηγίες εφαρμογής της οδηγίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και τα νέα επαγγέλματα στα οποία απευθύνεται η οδηγία θα επιδείξουν το ίδιο ενδιαφέρον. 2.17. Η ΟΚΕ φρονεί ότι στις υποψήφιες για ένταξη χώρες οι κανόνες που διέπουν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες πρέπει να συμπεριληφθούν υποχρεωτικά στο κοινοτικό κεκτημένο. Μια καθαρά τυπική μεταφορά της οδηγίας στις νομοθεσίες των υποψήφιων χωρών, βάσει του κοινοτικού κεκτημένου, θα είναι ανεπαρκής, ελλείψει συγκεκριμένων μέτρων για τη διασφάλιση της εφαρμογής της (ενίσχυση των αστυνομικών και νομικών μέσων, συμμετοχή στη δράση της FATF στην Interpol, στoν Tracfin κ.λπ.). 2.18. Η ενίσχυση της τεχνικής βοήθειας που παρέχει η Επιτροπή στις υποψήφιες για ένταξη χώρες στον εν λόγω τομέα αποτελεί ουσιαστικό μέρος των συμφωνιών εταιρικής σχέσης. 2.19. Η ΟΚΕ εφιστά την προσοχή, ιδίως της Επιτροπής, για την ευαίσθητη περίοδο της μετάβασης στο ευρώ που ενδέχεται να είναι κατάλληλη για την ανταλλαγή χρημάτων που προέρχονται από νομιμοποίηση. Αν και θα καθορισθεί ένα όριο 15000 ευρώ για τα ποσά που πρέπει να δηλώνονται, θα είναι πολύ εύκολη η καταστρατήγηση του κανόνα αυτού με την υποβολή αιτήσεων για τη μετατροπή ποσών κατώτερων από το όριο σε πολλά ιδρύματα. Θα είναι δύσκολος ο διαχωρισμός μεταξύ χαρτονομισμάτων που προέρχονται από αποταμίευση και βρώμικων που ξεπλένονται. 2.20. Η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ερευνητικών αρχών και των τραπεζών πρέπει να βελτιώσει τα κίνητρα του προσωπικού τους και την ποιότητα των ανακοινώσεων. Θα βοηθήσει, επίσης, τις τράπεζες να αξιολογήσουν την καταλληλότητα της κατάρτισης που παρέχουν. Και τέλος, η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών θα εμποδίσει τις τράπεζες να προβαίνουν σε ακούσιες νομιμοποιήσεις εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Γενικά, ένα αποτελεσματικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών θα δώσει καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων. 2.21. Βέβαια, οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να παραβιάσουν το απόρρητο των ερευνών ("το απόρρητο της ανάκρισης"). Στην αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών περιλαμβάνεται, τουλάχιστον, η παροχή γενικών πληροφοριών με στατιστικά στοιχεία. Θα ήταν ευκταίο να περιλαμβάνονται, επίσης, ορισμένες ειδικές πληροφορίες που θα παρέχονται εμπιστευτικά στο ίδρυμα που υποβάλλει την ανακοίνωση: π.χ., απόδειξη παραλαβής για τη δήλωση των υπόπτων συναλλαγών, ενημέρωση ότι η απόφαση ελήφθη από τις αρμόδιες αρχές υπό τον όρο της μη παραβίασης του απορρήτου της έρευνας, και αντίγραφο οποιασδήποτε απόφασης για συγκεκριμένη υπόθεση. 3. Εφαρμογή της οδηγίας του 1991 3.1. Η ΟΚΕ έλαβε γνώση του γεγονότος ότι η Επιτροπή, στις δύο εκθέσεις της προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο(6), φρονεί ότι η οδηγία του 1991 εφαρμόσθηκε επιτυχώς από τα κράτη μέλη και ότι ο τραπεζικός τομέας, και ιδιαίτερα οι τράπεζες, κατέβαλαν πραγματικές προσπάθειες για να παρεμποδίσουν την είσοδο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα χρήματος προερχόμενου από εγκληματικές δραστηριότητες. 3.2. Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από τους εκπροσώπους της FATF και από την έκθεση του ΔΝΤ επιβεβαιώνουν την παρατήρηση της Επιτροπής. 3.3. Το γεγονός ότι αυτοί που νομιμοποιούν παράνομα έσοδα, λόγω της ενίσχυσης των ελέγχων του τραπεζικού τομέα, αναζήτησαν άλλους τρόπους για να αποκρύπτουν την παράνομη προέλευση των χρημάτων τους, αποτελεί μείζονα πρόκληση για το σύνολο της διεθνούς νομιμότητας και όχι μόνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση. 4. Πρόγραμμα δράσης σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα 4.1. Στο σκεπτικό του σχεδίου οδηγίας φαίνεται ότι το Συμβούλιο παρέχει στην Επιτροπή την αμέριστη υποστήριξή του για το σχέδιο δράσης. 4.2. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απαγόρευση της νομιμοποίησης των εσόδων συνοδεύεται πλέον από την τεράστια πρόοδο που σημειώθηκε στον τομέα του ποινικού δικαίου με την ποινικοποίηση, σε όλα τα κράτη μέλη, της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. 5. Απαγόρευση της νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες 5.1. Το Συμβούλιο της 3ης Δεκεμβρίου 1998, σύμφωνα με τη σύσταση της FATF του 1996, συμφώνησε για την εφαρμογή του άρθρου 6 της Σύμβασης του Στρασβούργου για τα αδικήματα που συνδέονται με τη νομιμοποίηση κεφαλαίων και το οποίο προβλέπει την ποινικοποίηση των προϊόντων όλων των σοβαρών αδικημάτων που εξομοιούνται με εκείνα των οποίων η ανώτερη προβλεπόμενη ποινή είναι μεγαλύτερη του έτους ή η ελάχιστη ανώτερη των έξη μηνών. Πρόκειται για τεράστια επέκταση της καταστολής που αφορούσε, αρχικά, την εγκληματικότητα που σχετιζόταν με τη διακίνηση ναρκωτικών. 6. Η κάλυψη των δραστηριοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα 6.1. Το σχέδιο οδηγίας, σύμφωνα με τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δίνει τον ακριβή ορισμό των σχετικών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβάνοντας τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και τις εταιρείες μεταβίβασης κεφαλαίων, καθώς και τις εταιρείες επενδύσεων όπως αυτές ορίζονται από την οδηγία για τις επενδυτικές υπηρεσίες. 7. Η κάλυψη δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο χρηματοοικονομικό τομέα 7.1. Η Επιτροπή, με βάση τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δουβλίνου του Δεκεμβρίου 1996 και τις ετήσιες εκθέσεις της FATF, όπου διαπιστώνεται ότι οι τεχνικές της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες προσφεύγουν, όλο και περισσότερο, σε μη χρηματοοικονομικά ιδρύματα και σε μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, λόγω της αυστηρότερης τήρησης από τις τράπεζες των μέτρων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων, προτείνει, κατόπιν συμφωνίας με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την επέκταση της εφαρμογής της οδηγίας στα επαγγέλματα και τις κατηγορίες επιχειρήσεων για τα οποία επιτρέπεται να υποτεθεί ότι εμπλέκονται σε δραστηριότητες που συνδέονται με τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων. 7.2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε ψήφισμα του περασμένου Μαρτίου, πρότεινε τη σημαντική διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας συμπεριλαμβάνοντας σ' αυτό κτηματομεσίτες, εμπόρους έργων τέχνης, διενεργούντες δημοπρασίες, καζίνα, ανταλλακτήρια συναλλάγματος, μεταφορείς χρημάτων, συμβολαιογράφους, λογιστές, δικηγόρους, φορολογικούς συμβούλους και ανεξάρτητους λογιστές και ελεγκτές. 7.3. Οι διάφορες αρχές που έπρεπε να ασχοληθούν με τις πρακτικές της νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων, μεταξύ των οποίων το γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον έλεγχο των ναρκωτικών και η ομάδα υψηλού επιπέδου για την οργανωμένη εγκληματικότητα (που συγκροτήθηκε από το Συμβούλιο του Δουβλίνου), διαπίστωσαν την εξέλιξη που έχει σημειωθεί όσον αφορά τις πρακτικές των ασκούντων δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων εσόδων διότι χρησιμοποιούν πλέον ειδικούς, κυρίως στο νομικό τομέα, για να δημιουργήσουν δίκτυα περίπλοκα με εικονικές εταιρείες, "trust funds" κ.λπ., οι οποίες παρέχουν κάλυψη σχετικά με την προέλευση και την κυριότητα ύποπτων κεφαλαίων(7). 7.4. Η Επιτροπή συμπεριέλαβε τις περισσότερες δραστηριότητες από αυτές που αναφέρει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διατηρώντας όμως σοβαρές επιφυλάξεις για τους εμπόρους έργων τέχνης και τους διενεργούντες δημοπρασίες, διότι είναι δυσχερής ο ακριβός ορισμός του πεδίου δραστηριοτήτων τους, καθώς και για τα προβλήματα που θα προκύψουν από τον έλεγχο της εφαρμογής κανόνων που επιβάλλουν την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών και τη γνωστοποίηση ενδεχόμενων υποψιών νομιμοποίησης παράνομων εσόδων στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. 7.5. Η Επιτροπή φρονεί, εξάλλου, ότι η επέκταση της οδηγίας στους εμπόρους τέχνης θα δημιουργούσε το πρόβλημα ως προς το κατά πόσο θα έπρεπε να εφαρμοσθεί και στους εμπόρους που εξειδικεύονται στα είδη πολυτελείας, στα αυτοκίνητα πολυτελείας, στα κοσμήματα ή τα γραμματόσημα και σε συλλεκτικά αντικείμενα, ώστε να υπέχουν ανάλογες υποχρεώσεις. 7.6. Το σχέδιο οδηγίας υιοθετεί συνετή στάση όσον αφορά τους δικηγόρους, για τους οποίους η εχεμύθεια και η τήρηση του απορρήτου αποτελούν επαγγελματικές υποχρεώσεις. Οι δικηγόροι θα μπορούν να απαλλαγούν κάθε υποχρέωσης σε όλες τις περιπτώσεις που συνδέονται με την εκπροσώπηση ή την υπεράσπιση πελάτη ενώπιον της δικαιοσύνης. 7.7. Πέραν των περιπτώσεων αυτών, τα κράτη μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να επιτρέπουν στους δικηγόρους να διαβιβάζουν τις υπόνοιές τους στον τομέα της νομιμοποίησης εσόδων από οργανωμένη εγκληματικότητα στον δικηγορικό τους σύλλογο ή σε αντίστοιχο επαγγελματικό όργανο και όχι στις συνήθεις αρχές που έχουν αρμοδιότητα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επισημαίνεται ότι σε ορισμένες χώρες της ΕΕ επιτρέπεται στους δικηγόρους να διενεργούν χρηματοοικονομικές πράξεις και να έχουν στην κατοχή τους κεφάλαια. Η δραστηριότητα αυτή δυσχεραίνει την εφαρμογή της οδηγίας στο δικηγορικό επάγγελμα. 7.8. Πάντως, πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλες κυρώσεις για τις περιπτώσεις στις οποίες ένας δικηγόρος όφειλε να διαβιβάσει στον δικηγορικό του σύλλογο πληροφορίες, αλλά δεν το έπραξε. 7.9. Η επέκταση των διατάξεων της οδηγίας στους συμβολαιογράφους και στα ανεξάρτητα νομικά επαγγέλματα περιορίζεται στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές ή στις συναλλαγές για λογαριασμό εταιριών που ενέχουν υψηλό κίνδυνο νομιμοποίησης παράνομων εσόδων. 8. Εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών σε πράξεις εξ αποστάσεως (οι οποίες δεν γίνονται παρουσία των συμβαλλομένων) 8.1. Το σχέδιο οδηγίας προβαίνει στις ίδιες συστάσεις για την εξακρίβωση της ταυτότητας των πελατών για τις πράξεις εξ αποστάσεως. Υπάρχει ορισμένη ασάφεια όσον αφορά τους όρους εφαρμογής της οδηγίας για τις συναλλαγές μέσω Ίντερνετ. 8.2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ τονίζει στο πρόγραμμα δράσης του σχετικά με την οργανωμένη εγκληματικότητα ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες, όπως το Ίντερνετ και η ηλεκτρονική τράπεζα, είναι πολύ αποτελεσματικά μέσα στην υπηρεσία του εγκλήματος, της απάτης και της διαφθοράς. Τονίζει ότι τα μέσα για την τελική πρόληψη και την καταστολή των εγκληματικών ενεργειών έχουν σχεδόν πάντοτε καθυστέρηση σε σύγκριση με αυτές(8). 8.3. Η ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων (Ίντερνετ) είναι άμεση και - με τη βοήθεια απλών και προσιτών σε όλους τεχνικών - αποκρύπτεται εύκολα χωρίς να αφήνει ίχνη. Η σύναψη των συμβάσεων σε μη συνεργάσιμη χώρα ή η συμμετοχή εικονικής εταιρείας αρκούν για να παραλύσουν τον έλεγχο στην ΕΕ. 8.4. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι θα πρέπει να ελέγχονται οι παράγοντες των χρηματοοικονομικών αγορών και όχι οι μεταφορές κεφαλαίων. Στη γνωμοδότησή της της 27ης Ιανουαρίου 1999(9), η ΟΚΕ τονίζει ότι πρέπει να ελέγχονται οι παράγοντες της αγοράς και δίνει έμφαση στον κίνδυνο που θα προκύψει αν γίνουν δεκτοί στην αγορά οι εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος, διότι η σχετική νομοθεσία είναι πολύ επιεικής. 8.5. Η ΟΚΕ συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι οι τράπεζες πρέπει να διαθέτουν τις κατάλληλες διαδικασίες εξακρίβωσης των πελατών στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές που διενεργούνται χωρίς οι συναλλασσόμενοι να βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο. Πάντως, φρονεί ότι το Παράρτημα της προτεινόμενης οδηγίας δεν αποτελεί το κατάλληλο μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. 8.6. Η έλλειψη της "πρόσωπο με πρόσωπο" επαφής μεταξύ τράπεζας και πελάτη δεν εμποδίζει τη δέουσα εξακρίβωση μέσω αποδεικτικών στοιχείων ("αποδεικτικά έγγραφα"), όπως ορίζεται ήδη στο άρθρο 3 της οδηγίας του 1991 και εφαρμόζεται αποτελεσματικά από τις τράπεζες. Μεταξύ άλλων, η εν λόγω εξακρίβωση μπορεί να ανατεθεί σε έναν πληρεξούσιο ή έναν αξιόπιστο τρίτο (π.χ. σε ένα άλλο πιστωτικό ή χρηματοοικονομικό ίδρυμα, σε συμβολαιογράφο ή σε πρεσβεία) ή μπορεί να γίνει με συστημένη επιστολή. 8.7. Η ηλεκτρονική υπογραφή πρέπει και αυτή να θεωρηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο ιδίως μετά την υιοθέτηση της οδηγίας για το κοινό πλαίσιο των ηλεκτρονικών υπογραφών. Σύμφωνα με την ΟΚΕ, η εξάπλωση των όχι "πρόσωπο με πρόσωπο" χρηματοοικονομικών συναλλαγών δεν δικαιολογεί την καθιέρωση νέων κανόνων εξακρίβωσης. 8.8. Αντίθετα, η ευελιξία είναι απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για να καλυφθεί η ταχεία εξέλιξη που σημειώνεται στην εξ αποστάσεως εκτέλεση τραπεζικών εργασιών. Η ευελιξία επιτυγχάνεται με έναν ευρύ ορισμό των "αποδεικτικών στοιχείων". Η μόνη υποχρέωση που θα πρέπει να επιβληθεί στις τράπεζες θα είναι να εφοδιασθούν με τα δέοντα αποδεικτικά στοιχεία εξακρίβωσης των πελατών τους για τις εξ αποστάσεως χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Τη μέθοδο εξακρίβωσης θα την αποφασίζουν οι ίδιες. Σε γενικές γραμμές, το Παράρτημα παρέχει χρήσιμα παραδείγματα διαδικασιών εξακρίβωσης πελατών κατά τις εξ αποστάσεως χρηματοοικονομικές συναλλαγές, αλλά ενέχει τον κίνδυνο να ξεπεραστεί μόλις αναπτυχθούν νέοι τρόποι για την εκτέλεση τραπεζικών εργασιών και την εξακρίβωση εξ αποστάσεως. 8.9. Στην περίπτωση που αποφασισθεί να διατηρηθεί το Παράρτημα, η ΟΚΕ ζητεί από τις ευρωπαϊκές αρχές να καταστήσουν σαφές ότι αυτό δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και αποτελεί μόνο ένα μη εξαντλητικό έγγραφο προσανατολισμού, το οποίο εκθέτει ορισμένες μεθόδους εξακρίβωσης των πελατών κατά τις εξ αποστάσεως χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Η μνεία αυτού του μη δεσμευτικού χαρακτήρα θα εξασφαλίσει το επιθυμητό περιθώριο ελιγμού για αυτές τις διαδικασίες εξακρίβωσης. 9. Ανταλλαγή πληροφοριών 9.1. Η Επιτροπή προβλέπει ένα μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων, προτείνοντας να οργανωθεί η ανταλλαγή αυτή σε επίπεδο παράνομων δραστηριοτήτων που επηρεάζουν τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στην ανάλυση άρθρο προς άρθρο η επέκταση αυτή σχολιάζεται επικριτικά). 10. Αναγκαιότητα τακτικής επανεξέτασης της δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον εν λόγω τομέα 10.1. Η Επιτροπή περιορίζει την υποβολή περιοδικών εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας μόνο στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ΟΚΕ, που θεωρεί εαυτήν ιδιαίτερα αρμόδια για αυτού του είδους τα θέματα, λυπάται που δεν ζητήθηκε γνωμοδότησή της για την επέκταση μιας οδηγίας για την οποία είχε γνωμοδοτήσει. 11. Παρατηρήσεις για τα άρθρα της οδηγίας - Άρθρο 1 (αντικαθιστά το άρθρο 1 της οδηγίας 91/308) 1) Η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας στα ανταλλακτήρια συναλλάγματος, στις εταιρείες μεταφοράς χρημάτων, στις ασφαλιστικές εταιρείες (στα πλαίσια των δραστηριοτήτων που οριοθετούνται από την οδηγία) και στις εταιρείες επενδύσεων δεν δημιουργεί αντιρρήσεις εφόσον πρόκειται για συμπλήρωμα σε σύγκριση με τους ορισμούς της οδηγίας βάσης 77/780/ΕΟΚ. 2) Τονίζεται η σημασία της κάλυψης των υποκαταστημάτων στην επικράτεια της Κοινότητας χρηματοδοτικών οργανισμών που έχουν την έδρα τους εντός ή εκτός της Κοινότητας. 3) Η ΟΚΕ φρονεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας πρέπει, επίσης, να εφαρμοσθούν στα υποκαταστήματα ή τις θυγατρικές των χρηματοδοτικών οργανισμών της Κοινότητας σε τρίτες χώρες και ιδίως στις χώρες που δεν έχουν υιοθετήσει αντίστοιχα μέτρα εποπτείας και καταστολής της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων (υπεράκτιες χώρες, φορολογικοί παράδεισοι, κ.λπ.). 4) Παράγραφος Ε - ορισμός της "εγκληματικής δραστηριότητας" Η επέκταση του ορισμού στην "απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα που βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων" ενέχει τον κίνδυνο να επιβάλει στα χρηματοδοτικά ιδρύματα μια υπέρμετρη υποχρέωση δήλωσης υπονοιών, που υπερβαίνει κατά πολύ τον βασικό στόχο που είναι η διακίνηση ναρκωτικών και το οργανωμένο έγκλημα. Υπάρχει φόβος μήπως το προσωπικό των εν λόγω ιδρυμάτων, επιδιώκοντας να καλυφθεί από ενδεχόμενη ποινική ευθύνη, καταλήξει να δηλώνει συστηματικά κάθε συναλλαγή που μοιάζει απλώς αμφίβολη ή μη κανονική. 5) Η έννοια της βλάβης των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας μπορεί να καλύπτει και τις φορολογικές απάτες που συνδέονται με τον ΦΠΑ, με τις επιστροφές που προβλέπονται από την ΚΓΠ, με τη χρήση των διαρθρωτικών πόρων ή με τις διάφορες επιδοτήσεις που χορηγεί η ΕΕ. 6) Αυτή η μορφή απάτης ανήκει, επίσης, στην αρμοδιότητα ειδικών οργανισμών (στον φορολογικό έλεγχο των κρατών και στους ειδικούς κανονικούς οργανισμούς)(10). Η εκτροπή αυτή δεν μπορεί παρά να βλάψει στην πράξη την αποτελεσματικότητα της όλης διαδικασίας. 7) Το άρθρο 280 της Συνθήκης του Άμστερνταμ παρέχει μια νομική βάση για την καταστολή της απάτης που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ. Επιτρέπει στο Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, να λαμβάνει τα "αναγκαία μέτρα για να προσφέρει μια αποτελεσματική και ισοδύναμη προστασία στα κράτη μέλη". - Άρθρο 2α 1) Η ΟΚΕ εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη σκοπιμότητα του αποκλεισμού από τον κατάλογο των ενδιαφερόμενων επαγγελμάτων των εμπόρων έργων τέχνης και των διενεργούντων δημοπρασίες. Τα αντικείμενα που διαπραγματεύονται οι ενδιάμεσοι αυτοί μπορεί να αντιπροσωπεύουν τεράστια ποσά, τα οποία καταβάλλονται συχνά τοις μετρητοίς και χωρίς πραγματική εξακρίβωση της ταυτότητας του αγοραστή. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ιδίως οι δημοπρασίες αποτελούν διακριτικούς και εύκολους τρόπους νομιμοποίησης παράνομων εσόδων. Θα πρέπει, λοιπόν, να εξακριβώνεται η ταυτότητα των πελατών όταν πρόκειται για διαπραγματεύσεις σε μετρητά που υπερβαίνουν τα 15000 ευρώ. 2) Η καταχώρηση των ανεξάρτητων λογιστών και ελεγκτών στον αριθ. 3 του καταλόγου φαίνεται υπερβολική, διότι μπορεί να πρόκειται για μισθωτούς λογιστές που εργάζονται σε επιχείρηση ή και σε τράπεζα. Θα ήταν προτιμότερη η συμπερίληψη των ορκωτών λογιστών. - Άρθρο 3 - παράγραφος 2, εδάφιο 2 1) Το άρθρο 3 παράγραφος 2, εδάφιο 2 της πρότασης οδηγίας παραπέμπει σε παράρτημα τη φροντίδα για τον καθορισμό των συγκεκριμένων διαδικασιών εξακρίβωσης της ταυτότητας των πελατών στις περιπτώσεις των εξ αποστάσεως χρηματοοικονομικών πράξεων. 2) Ορισμένες υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παράρτημα αυτό φαίνονται επαχθείς ή δυσεφάρμοστες, όπως π.χ.: - η υποχρέωση να πραγματοποιείται η πρώτη πληρωμή μέσω λογαριασμού που έχει ανοιχθεί στο όνομα του πελάτη σε πιστωτικό ίδρυμα που βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (σημείο v) β) ή σε μία από τις χώρες όπου ισχύει η παρούσα οδηγία· - οι διάφορες εξακριβώσεις που πρέπει να πραγματοποιούνται όταν ο αντισυμβαλλόμενος είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που βρίσκεται εκτός της ΕΕ ή του ΕΟΧ (σημείο vi) β). 3) Γενικότερα, η Επιτροπή παρεμβαίνει απευθείας στην οργάνωση των ελεγκτικών διαδικασιών των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, πράγμα που αποτελεί άσκοπη και αδικαιολόγητη ανάμιξη σε εσωτερικά τους θέματα. Σε γενικές γραμμές, η οδηγία και το παράρτημά της δεν αναφέρουν με σαφήνεια τα μέσα εκείνα που προσδιορίζουν τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μέσω Ίντερνετ. - Άρθρο 7 1) Η υποχρέωση ανακοίνωσης των ύποπτων πράξεων αποτελεί το βασικό στοιχείο του σχεδίου της οδηγίας και θα πρέπει να περιλαμβάνει αναφορά σε αντικειμενικά κριτήρια που παρέχουν ενδείξεις για την έκταση των συναλλαγών που υπόκεινται στην υποχρέωση ανακοίνωσης, έστω και αν η εξακρίβωση αυτή δεν μπορεί να γίνει με απόλυτη βεβαιότητα, λόγω της φύσης των ύποπτων δραστηριοτήτων. - Άρθρο 12 - παράγραφος 2 1) Από την πρώτη πρόταση της δεύτερης παραγράφου να διαγραφεί η φράση "που βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων" (βλ. παραγράφους 4-6 των παρατηρήσεων για το άρθρο 1). 2) Από τον νέο ορισμό που δίδεται για τα "πιστωτικά ιδρύματα" στο άρθρο 1(Α) και στην αιτιολογική σκέψη αριθ. 8 φαίνεται να συνάγεται ότι μια ύποπτη συναλλαγή νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες πρέπει να ανακοινώνεται μόνο στη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η ανακοινώνουσα υπηρεσία (κεντρικό κατάστημα, υποκατάστημα ή θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος). Η ΟΚΕ επιδοκιμάζει τον κανόνα αυτό, συνιστά όμως να διευκρινισθεί τούτο στο κυρίως περιεχόμενο της οδηγίας με την προσθήκη μιας συμπληρωματικής παραγράφου στο άρθρο 6, για να αρθεί πάσα αμφισβήτηση. 12. Συμπεράσματα 12.1. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, κυρίως εκ μέρους της FATF, αλλά και του τραπεζικού τομέα, φαίνεται ότι, σε γενικές γραμμές, η οδηγία του 1991 επέτυχε τους στόχους της όσον αφορά την εξουδετέρωση της χρήσης των χρηματοοικονομικών κυκλωμάτων για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων. 12.2. Οι τροποποιήσεις που έγιναν στην οδηγία του 1991 συμπληρώνουν με επιτυχία τον αρχικό μηχανισμό, συνδέοντας στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων διάφορους παράγοντες που ενδέχεται να εμπλέκονται. 12.3. Είναι κατανοητό ότι, χάρη στην επιτυχία της εφαρμογής των μηχανισμών που προβλέπονται από την οδηγία του 1991, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν την επέκταση της ποινικοποίησης όχι μόνο στο οργανωμένο έγκλημα που δεν συνδέεται με το εμπόριο ναρκωτικών αλλά και σε όλες τις σοβαρές παραβάσεις. Αλλά το πεδίο της ποινικοποίησης είναι διαφορετικό από εκείνο της δήλωσης. 12.4. Όσον αφορά το πεδίο της δήλωσης, η ΟΚΕ συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι μια τέτοια επέκταση ενδέχεται να λάβει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις και να "θέσει σε κίνδυνο την ενεργητική συμμετοχή και τη βούληση για συνεργασία" των εμπλεκόμενων επαγγελμάτων. 12.5. Για τις σοβαρές παραβάσεις δεν υπάρχει ορισμός. Κάθε κράτος είναι ελεύθερο να καταρτίσει τη δική του κατάσταση. Η ΟΚΕ παρατήρησε με ενδιαφέρον ότι οι αρχές ελέγχου (FATF, Tracfin για τη Γαλλία) προτίμησαν μια έννοια του οργανωμένου εγκλήματος πιο ακριβή από εκείνη που επέλεξε η Επιτροπή. 12.6. Οι οργανισμοί που είναι αρμόδιοι για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων και την πρόληψη, όπως ο Tracfin, διατρέχουν τον πραγματικό κίνδυνο να κατακλυσθούν, και συνεπώς να εξουδετερωθούν εν μέρει, από τεράστιο όγκο καταγγελιών υπονοιών. Με την πείρα και εφόσον τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν την κατάλληλη ανατροφοδότηση για την αποτελεσματικότητα των ανακοινώσεών τους, ο αριθμός των ύποπτων δραστηριοτήτων που ανακοινώνονται αναμένεται κανονικά να μειωθεί. Πάντως, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να διαθέσουν επαρκείς πόρους για να διασφαλίσουν ότι οι επακόλουθες δράσεις έχουν ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. 12.7. Μια δράση περιοριζόμενη στην ΕΕ θα είναι αναποτελεσματική και ενδέχεται μάλιστα να επιφέρει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού προς όφελος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών ή και να παρακωλύσει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. 12.8. Η ΟΚΕ λυπάται που το σχέδιο οδηγίας - το οποίο στοχεύει κυρίως στην ενίσχυση των ευρωπαϊκών δυνατοτήτων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες - δεν επισημαίνει περισσότερο την ανάγκη διεθνούς συνεργασίας. 12.9. Στόχος πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επέκταση του ευρωπαϊκού μηχανισμού καταπολέμησης της νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων, ιδίως στις χώρες που εμπλέκονται στην εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα. 12.10. Οι διεθνείς χρηματοδοτικοί οργανισμοί (ΟΗΕ, ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα, ΕΤΕπ, ΕΤΑΑ) πρέπει, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να συντάξουν ένα χάρτη ή ένα κώδικα καλής συμπεριφοράς, υιοθετώντας κυρίως τις συστάσεις της FATF, η εφαρμογή του οποίου θα αποτελεί έναν από τους όρους για τη χορήγηση οποιασδήποτε χρηματοδοτικής βοήθειας(11). 12.11. Τα εξωχώρια κέντρα - εστία της διακίνησης των παράνομων κεφαλαίων και ασθενές σημείο της καταστολής - που δεν θα εφαρμόζουν τον κώδικα καλής συμπεριφοράς ή θα αντιτίθενται στη διαφάνεια των συναλλαγών, ιδίως στην άρση του τραπεζικού απορρήτου, θα πρέπει να αποκλείονται από το διεθνές σύστημα μεταβίβασης εντολών και μεταφοράς κεφαλαίων (σύστημα Swift κ.λπ.). Με την κατάρτιση της κατάστασης με τις μη συνεργάσιμες χώρες από τη FATF θα καταστεί δυνατή η ταχεία εφαρμογή αυτής της διαδικασίας. 12.12. Επειδή μόνο το ΔΝΤ μπορεί να επιβάλει παρόμοια πειθαρχία, η ΟΚΕ συνιστά στο Συμβούλιο και την Επιτροπή να συνάψουν συμβάσεις με το ΔΝΤ προκειμένου να συμπεριλάβει στο καταστατικό του έναν αποτελεσματικό μηχανισμό κυρώσεων κατά των χωρών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αρνούνται τη συνεργασία τους για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των παράνομων εσόδων. 12.13. Η εφαρμογή των κυρώσεων πρέπει να ανατεθεί στις διεθνείς αρχές ρύθμισης του χρηματοδοτικού και τραπεζικού συστήματος: την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) και τις κεντρικές τράπεζες. 12.14. Η ΟΚΕ επαναλαμβάνει την επιθυμία της να συνεργασθεί στενά για την παρακολούθηση της εφαρμογής της οδηγίας. Βρυξέλλες, 26 Ιανουαρίου 2000. Η Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Beatrice RANGONI MACHIAVELLI (1) ΕΕ C 332 της 31.12.1990, σ. 26. (2) COM(1999) 239 τελικό. (3) Βλ. την Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση των ναρκωτικών (2000-2004) και τη γνωμοδότηση της ΟΚΕ, EE C 51 της 23.2.2000. (4) Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Tampere, της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999. (5) Βλ. παράγραφο 1.5 της γνωμοδότησης για την "Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες". ΕΕ C 332 της 31.12.1990, σ. 86. (6) COM(95) 54 τελικό και COM(1998) 401 τελικό. (7) Βλ. "Ναρκωχρήμα σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο: Οικονομική μεταρρύθμιση και χρηματοδότηση του εγκλήματος" - Διεθνές πρόγραμμα του ΟΗΕ για τον έλεγχο των ναρκωτικών 1996 - στο οποίο παρουσιάζεται ο βασικός ρόλος των "διεθνών επιχειρηματικών εταιρειών", κυρίως στην Καραϊβική, που χρησιμοποιούνται από τις εγκληματικές οργανώσεις λόγω του ότι είναι σχεδόν αδύνατον να προσδιορισθεί η προέλευση των τεράστιων κεφαλαίων που διαχειρίζονται. (8) Εισαγωγή στο πρόγραμμα δράσης σχετικά με την οργανωμένη εγκληματικότητα - Άμστερνταμ, 28 Απριλίου 1997. (9) ΕΕ C 101 της 12.4.1999, σ. 6. (10) Βλ. πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής 1998-1999 για την καταπολέμηση της απάτης COM(1998)278 τελικό και τη γνωμοδότηση της ΟΚΕ (R/CES748/99 rev.) για το ίδιο θέμα που είναι υπό κατάρτιση. (11) Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε στις 10 Ιουνίου 1998 μία θέση και ένα σχέδιο δράσης κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τα οποία συμπίπτουν ευρύτατα με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της γνωμοδότησης της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 3 του Εσωτερικού Κανονισμού) Οι κατωτέρω τροπολογίες, οι οποίες συγκέντρωσαν άνω του ενός τετάρτου των ψήφων, απορρίφθηκαν στην πορεία των συζητήσεων: Σημείο 11, περίπτωση 4) Να διατυπωθεί ως ακολούθως: "Παράγραφος Ε - ορισμός της 'εγκληματικής δραστηριότητας' Η επέκταση του ορισμού στην 'απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα που βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων' αποτελεί λογική εξέλιξη, αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι άλλοι οργανισμοί που υποβάλλουν αναφορές είναι πιθανόν να μην μπορέσουν να προχωρήσουν πέραν του εντοπισμού ασυνήθιστων συναλλαγών που προκαλούν υποψίες. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως ερευνητικές αρχές. Λαμβανομένου υπόψη ότι είναι πιθανόν να υποβληθεί πληθώρα αναφορών, τουλάχιστον κατά το αρχικό στάδιο, θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία με τα εν λόγω ιδρύματα για τη θέσπιση ενός κώδικα πρακτικής, ώστε να προσδιορισθεί το αντικείμενο παρόμοιων αναφορών. Επίσης, οι εθνικές αρχές θα πρέπει να επιδιώκουν την ενημέρωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σχετικά με τα αποτελέσματα που είχε η εξέταση των εν λόγω αναφορών, συμβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό στην ενίσχυση της εμπειρίας τους σχετικά με τις προσπάθειες καταπολέμησης του φαινομένου της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων για εγκληματικούς σκοπούς." Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας Ψήφοι υπέρ: 30, ψήφοι κατά: 43, αποχές: 10. Να προστεθεί το εξής σημείο 12.16 "12.16. Η ΟΚΕ σημειώνει την έντονη έμφαση της οδηγίας δηλ. ότι η νομιμοποίηση του χρήματος ωθείται από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Αποτυγχάνει, ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, να αναγνωρίσει ότι οι δραστηριότητες νομιμοποίησης από εγκληματικές και τρομοκρατικές δραστηριότητες και από διασυνοριακό λαθρεμπόριο που ενισχύεται από διαφορετικούς φόρους προκαλούν, για πολλές περιφέρειες, περισσότερη επίδραση στις οικονομίες τους από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και τα χαρακτηριστικά αυτά αξίζουν περισσότερη μνημόνευση στην οδηγία." Αιτιολογία Η επικέντρωση στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών σαν το πρώτιστο κακό που αναπτύσσει αυτό το στοιχείο της μαύρης οικονομίας δημιουργεί την εντύπωση ότι το έγγραφο του Συμβουλίου υπερστηρίζεται στη συγκινησιακή απέχθεια των καταστρεπτικών αποτελεσμάτων της χρήσης ναρκωτικών και επιτρέπει στις "συνήθεις, αξιοπρεπείς, εγκληματικές" δραστηριότητες νομιμοποίησης να διαφεύγουν εύκολα. Η συνεκτίμηση της ανησυχίας για την εκμετάλλευση της διαφορετικής φορολογίας θα αυξηθεί μετά τη διεύρυνση όταν, κατά πάσα πιθανότητα, μια πλειοψηφία των μελών θα είναι εκτός της ζώνης ευρώ. Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας Ψήφοι υπέρ: 36, ψήφοι κατά: 49, αποχές: 10.