Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CN0471

    Υπόθεση C-471/09 Ρ: Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Vizcaya- Diputación Foral de Vizcaya κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava και Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    ΕΕ C 37 της 13.2.2010, p. 11–12 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    13.2.2010   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 37/11


    Αναίρεση που άσκησε στις 26 Νοεμβρίου 2009 το Territorio Histórico de Vizcaya- Diputación Foral de Vizcaya κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) στις 9 Σεπτεμβρίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-30/01 έως Τ-32/01 και T-86/02 έως Τ-88/02, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava και Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco κ.λ.π. κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    (Υπόθεση C-471/09 Ρ)

    2010/C 37/13

    Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείον: Territorio Histórico de Vizcaya — Diputación Foral de Vizcaya (εκπρόσωποι: I. Sáenz-Cortabarría Fernández και M. Morales Isasi, abogados)

    Λοιποί διάδικοι: Comunidad Autónoma del País Vasco — Gobierno Vasco, Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava, Territorio Histórico de Guipúzcoa — Diputación Foral de Guipúzcoa, Confederación Empresarial Vasca (Confebask), Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Vizcaya, Cámara Oficial de Comercio e Industria de Álava, Cámara Oficial de Comercio, Industria y Navegación de Guipúzcoa, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Comunidad Autónoma de la Rioja

    Αιτήματα των αναιρεσείοντος

    Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

    να κηρύξει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη,

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    να δεχτεί την ασκηθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή, και συγκεκριμένα το επικουρικό αίτημα περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της αποφάσεως της Επιτροπής,

    επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου και, ενδεχομένως, να το υποχρεώσει να δεχτεί το αίτημα του αναιρεσείοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων,

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας και την παρεμβαίνουσα, την Comunidad Autónoma de la Rioja, στα δικαστικά έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    1)

    Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστανται ειδικές περιστάσεις ικανές να θεμελιώσουν την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (1) σε συνδυασμό με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Παραμόρφωση του αντικειμένου της διαφοράς και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Παραβίαση της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την αιτιολογία. Πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν τήρησε τις δικονομικές διατάξεις σχετικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, καθόσον δεν έλαβε υπόψη το ουσιαστικό περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων της δικογραφίας.

    Ούτε η τυπική διαφορά μεταξύ του επίμαχου φορολογικού μέτρου και του μέτρου που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως 93/337 (2) ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή μπορούσε να θεμελιώσει το κριτήριο της επιλεξιμότητας σε στοιχείο διαφορετικό από το ρητώς συναγόμενο από την απόφαση 93/337 ούτε η κήρυξη του ασυμβίβαστου που προκύπτει από την απόφαση 93/337 συνιστούν επαρκείς νομικούς λόγους για να μη δεχτεί το Πρωτοδικείο την ύπαρξη ειδικής περιστάσεως, η οποία, καθαυτή ή σε συνδυασμό με άλλες συντρέχουσες περιστάσεις στην υπό κρίση υπόθεση, μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων στις οποίες αναφέρεται η επίμαχη απόφαση.

    Κρίνοντας ότι τα επίμαχα μέτρα στις συνεκδικασθείσες αποφάσεις Τ-30/01 έως Τ-32/01 και Τ-86/02 έως Τ-88/02 είναι δυσανάλογα προς το επίμαχο φορολογικό μέτρο για φοροτεχνικούς λόγους και λόγω της εκτάσεως των επιδοτήσεων, το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το αντικείμενο της διαφοράς, προσέβαλε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσέβαλε, επιπλέον, κατάφωρα την πάγια νομολογία σχετικά με την αιτιολογία.

    Το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής σχετικά με τη φοροαπαλλαγή και/ή την πίστωση φόρου το 1993 –όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η οποία δεν εκτιμήθηκε από το Πρωτοδικείο κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων– δεν συνιστά ειδική περίσταση ικανή να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα του επίμαχου φορολογικού μέτρου που να αποκλείει την ανάκτηση των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 569/1999 λόγω αντιθέσεως προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    2)

    Πλάνη περί το δίκαιο στη οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβιάζοντας την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999 σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας που αποκλείει την ανάκτηση των επενδυτικών ενισχύσεων που δεν υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια των περιφερειακών ενισχύσεων.

    Το Πρωτοδικείο προσέβαλε τη γενική αρχή της αναλογικότητας αποφαινόμενο ότι η Επιτροπή δεν παρέβη την εν λόγω αρχή με την απαίτηση να ανακτηθούν στο ακέραιο τα ποσά που χορηγήθηκαν βάσει της πιστώσεως φόρου του 45 % των επενδύσεων, αντί να απαιτήσει μόνο την ανάκτηση των ποσών που υπερέβαιναν το ανώτατο όριο περιφερειακής ενισχύσεως στη Χώρα των Βάσκων.

    3)

    Πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο παραβαίνοντας τους δικονομικούς κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων και απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος περί διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων της Επιτροπής τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού του Πρωτοδικείου για την απόρριψη του αιτήματος του προσφεύγοντος, είναι ουσιώδη για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας.

    Απορρίπτοντας το αίτημα περί διεξαγωγής αποδείξεων, το Πρωτοδικείο προσέβαλε το θεμελιώδες δικαίωμα του προσφεύγοντος για δίκαιη δίκη, επειδή αρνήθηκε τη διεξαγωγή ουσιωδών για τον προσφεύγοντα αποδείξεων, προσβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό το δικαίωμα άμυνάς του, δεδομένου ότι το αίτημά του απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι δεν απέδειξε αυτό ακριβώς που ισχυριζόταν ότι θα αποδείκνυε μέσω της μη διεξαχθείσας αποδείξεως: συγκεκριμένα, ακόμη και αν δεν συνιστά ειδική περίσταση η οριστική ρητή θέση της Επιτροπής σχετικά με την απόρριψη καταγγελίας του 1994 κατά ληφθέντων το 1993 φορολογικών μέτρων (μεταξύ των οποίων καταλεγόταν και μέτρο για πίστωση φόρου), τα οποία ήσαν ουσιαστικώς πανομοιότυπα με το επίμαχο, συνιστά οπωσδήποτε ειδική περίσταση η συμπεριφορά της Επιτροπής, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή ήταν δυνατό να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα των φορολογικών μέτρων του 1993, πράγμα που οδήγησε στην λήψη του επίμαχου φορολογικού μέτρου.


    (1)  Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (EE L 83, σ. 1).

    (2)  Απόφαση της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 1993, όσον αφορά σύστημα φορολογικών ενισχύσεων για επενδύσεις στη Χώρα των Βάσκων (ΕΕ L 134, σ. 25).


    Top