Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52021XC1203(01)

Ανακοινωση της Επιτροπης σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2014/52/ΕΕ) στην τροποποίηση και την επέκταση έργων — παράρτημα I σημείο 24 και παράρτημα II σημείο 13 στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένων βασικών εννοιών και αρχών που σχετίζονται με αυτά 2021/C 486/01

C/2021/8560

ΕΕ C 486 της 3.12.2021, p. 1–19 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

3.12.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 486/1


Ανακοινωση της Επιτροπης σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2014/52/ΕΕ) στην τροποποίηση και την επέκταση έργων — παράρτημα I σημείο 24 και παράρτημα II σημείο 13 στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένων βασικών εννοιών και αρχών που σχετίζονται με αυτά

(2021/C 486/01)

Πινακας περιεχομενων

1

Εισαγωγή 3
1.1 Διαθέσιμες πηγές πληροφοριών 3

2

Γενικές αρχές και ορισμοί 4

2.1

Εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων – πεδίο εφαρμογής 4

2.2

Βασικοί σχετικοί ορισμοί και διατάξεις της οδηγίας ΕΠΕ 4

2.2.1

Έργο/σχέδιο 5

2.2.2

Άδεια: 5

2.2.3

Κατάτμηση των έργων 7

2.2.4

Εκτίμηση των συνολικών επιπτώσεων ενός έργου 8

2.2.5

Θεραπεία της παράλειψης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων 8

3

Διαχείριση τροποποιήσεων και επεκτάσεων έργων 8

3.1

Ιστορικό 9

3.2

Η έννοια της τροποποίησης/επέκτασης έργου 10

3.3

Παράρτημα I της οδηγίας ΕΠΕ — Κατηγορία έργων του παραρτήματος I σημείο 24 10

3.3.1

Παράρτημα I — Έργα που εμπίπτουν σε κατώτατα όρια 11

3.3.2

Παράρτημα I — Έργα που δεν εμπίπτουν σε κατώτατα όρια 11

3.4

Παράρτημα II της οδηγίας ΕΠΕ — Κατηγορία έργων του παραρτήματος II σημείο 13 στοιχείο α) 12

4

Εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ σε τροποποιήσεις και επεκτάσεις των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής 13
Εισαγωγή 13

4.1

Παραδείγματα εργασιών ή επεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον που σχετίζονται με τροποποιήσεις ή επεκτάσεις στην κατηγορία έργων «πυρηνικοί σταθμοί» 14

4.2

Έγκριση για τροποποιήσεις ή επεκτάσεις έργων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής 15
4.2.1 Οι συγκεκριμένες περιπτώσεις παράτασης της διάρκειας ζωής και μακροχρόνιας λειτουργίας 16

4.3

Κατευθυντήριες αρχές για την εκτίμηση τροποποιήσεων ή επεκτάσεων έργων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής υπό το πρίσμα της απόφασης Doel 16

4.4

Προσδιορισμός του κινδύνου και της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων 17

4.5

Συγκριτική αξιολόγηση κατά την εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας 18

5

Σύνοψη των κύριων σημείων 19

1   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σκοπός του παρόντος εγγράφου καθοδήγησης είναι να παράσχει διευκρινίσεις στις αρμόδιες αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/92/ΕΕ σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (2) [οδηγία για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ)], υπό το πρίσμα της πλέον πρόσφατης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ). Ειδικότερα, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές εστιάζουν στις τροποποιήσεις και τις επεκτάσεις που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας ΕΠΕ, και περιλαμβάνουν ειδικό κεφάλαιο για τον τομέα της πυρηνικής ενέργειας.

Το παράρτημα I σημείο 24 και το παράρτημα II σημείο 13 στοιχείο α) αφορούν τροποποιήσεις και επεκτάσεις έργων, και έχουν ευρεία εφαρμογή, δεδομένου ότι καλύπτουν τροποποιήσεις σε όλες τις κατηγορίες έργων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ. Η ορθή εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ σε τροποποιήσεις και επεκτάσεις έργων είναι ζωτικής σημασίας για τη συνολική εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ.

Ορισμένες από τις τελευταίες αποφάσεις, ιδίως η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-411/17 (3) σχετικά με την παράταση της διάρκειας ζωής του πυρηνικού σταθμού που βρίσκεται στο Doel του Βελγίου (στο εξής: απόφαση Doel), συνεισέφεραν νέα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση των τροποποιήσεων έργων στο πλαίσιο του παραρτήματος Ι και επιβεβαίωσαν τις βασικές αρχές για την εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ. Επίσης, λόγω του γενικού διαδικαστικού χαρακτήρα τους, και οι δύο κατηγορίες έργων που σχετίζονται με την τροποποίηση ή την επέκταση έργων έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων αιτημάτων παροχής πληροφοριών σχετικά με την εκτέλεσή τους από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.

Ως εκ τούτου, με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε να εκδώσει τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να περιγράψει τις εν λόγω έννοιες και αρχές στο πλαίσιο της οδηγίας ΕΠΕ, συμπεριλαμβανομένων των ορισμών και των διατάξεων της οδηγίας ΕΠΕ. Παρέχοντας εξατομικευμένα παραδείγματα των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία ΕΠΕ, προωθώντας μια συνεκτική προσέγγιση και διατυπώνοντας τις εφαρμοστέες διατάξεις σε συνάρτηση με τις τροποποιήσεις και τις επεκτάσεις έργων, οι κατευθυντήριες γραμμές έχουν σκοπό να βελτιώσουν την εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ.

Δεδομένου ότι υπάρχουν πολυάριθμες πρακτικές καταστάσεις, που είναι συχνά περίπλοκες και εφόσον η οδηγία ΕΠΕ εφαρμόζεται σε ευρύ φάσμα τομέων και ειδών έργων, δεν είναι δυνατόν να παρατεθεί εξαντλητικός κατάλογος παραδειγμάτων. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει ενδεχομένως να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις της οδηγίας ΕΠΕ κατά περίπτωση και να αξιολογούν κάθε περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις. Προκειμένου η εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ να χαρακτηρίζεται από συνοχή, η Επιτροπή παροτρύνει τα κράτη μέλη να δρομολογήσουν, σε εθελοντική βάση, συγκριτική αξιολόγηση όσον αφορά τις τροποποιήσεις και την επέκταση των έργων. Μια τέτοια αξιολόγηση θα αποτελούσε ευκαιρία για τη συγκέντρωση εμπειρογνωσίας και τη σύγκριση παραδειγμάτων από κάθε κράτος μέλος, γεγονός που θα μπορούσε σταδιακά να οδηγήσει στην εκπόνηση κοινών μεθοδολογιών σε επίπεδο ΕΕ και να διευκολύνει την πρακτική εφαρμογή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

1.1   Διαθέσιμες πηγές πληροφοριών

Μόνο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να προβαίνει σε δεσμευτική ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ. Η οδηγία ΕΠΕ έχει συχνά αποτελέσει αντικείμενο υποθέσεων που παραπέμφθηκαν στο Δικαστήριο, ορισμένες από τις οποίες αφορούσαν το ζήτημα των ορισμών, της περιγραφής ή του πεδίου εφαρμογής των επιμέρους κατηγοριών έργων που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ.

Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου περιέχουν βασικές γενικές αρχές που αποτελούν χρήσιμο οδηγό για την ερμηνεία των κατηγοριών έργων που απαριθμούνται στην οδηγία ΕΠΕ καθώς και άλλων εννοιών, συμπεριλαμβανομένης της ερμηνείας αυτού καθαυτού του όρου «έργο».

Εκτός από το παρόν έγγραφο καθοδήγησης, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έχουν επίσης καταρτίσει και επικαιροποιούν τακτικά ένα φυλλάδιο σχετικά με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που αφορούν την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων (4).

Η οδηγία ΕΠΕ παραπέμπει ρητά σε άλλες διεθνείς συμφωνίες, όπως η σύμβαση για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακά πλαίσια (Σύμβαση του Espoo) (5) και η σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (Σύμβαση του Aarhus) (6). Επομένως, η οδηγία ΕΠΕ θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τις εν λόγω συμβάσεις (7). Επιπλέον, δεδομένου του ευρέος φάσματος τομέων που καλύπτονται από την οδηγία ΕΠΕ, πολλές άλλες νομοθετικές πράξεις σε επίπεδο ΕΕ περιέχουν ορισμούς των όρων που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ ή αφορούν δραστηριότητες οι οποίες καλύπτονται από τα παραρτήματα αυτά (8).

Προκειμένου να εκπονήσει τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της Σύμβασης του Espoo στην παράταση της διάρκειας ζωής των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, το οποίο εκπονήθηκε στο πλαίσιο της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ) (9).

2   ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

2.1   Εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων – πεδίο εφαρμογής

Η οδηγία ΕΠΕ θεσπίζει διαδικαστικές υποχρεώσεις σχετικά με τα δημόσια και ιδιωτικά έργα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Τα έργα αυτά πρέπει να υπόκεινται σε έκδοση άδειας και να υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πριν από την έκδοση της εν λόγω άδειας.

Τα έργα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ χωρίζονται σε κατηγορίες και απαριθμούνται στα παραρτήματα I και II. Τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι είναι εκείνα που θεωρείται ότι έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και, κατά κανόνα, υποβάλλονται σε υποχρεωτική εκτίμηση (άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας ΕΠΕ). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 και το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας ΕΠΕ, και παρά τις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των έργων που εμπίπτουν στο παράρτημα Ι της οδηγίας πρέπει, για αυτόν τον λόγο, να αξιολογούνται συστηματικά πριν από τη χορήγηση έγκρισης (10). Επομένως, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο εκτίμησης για τα κράτη μέλη σε αυτόν τον τομέα. Επιπλέον, οι περισσότερες από τις κατηγορίες έργων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι περιλαμβάνουν κατώτατα όρια, τα οποία συνδέονται άμεσα με το πεδίο εφαρμογής. Αν καθορίζονταν κατώτατα όρια στην εθνική νομοθεσία για κατηγορίες έργων του παραρτήματος Ι για τις οποίες δεν ορίζονται κατώτατα όρια στο παράρτημα Ι, αυτό θα περιόριζε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ (11).

Τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ δεν έχουν απαραιτήτως σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον σε κάθε περίπτωση. Θα πρέπει να υπόκεινται σε διαδικασία έκδοσης απόφασης —κοινώς γνωστή ως «προέλεγχος»— προκειμένου να διαπιστωθεί αν ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας ΕΠΕ, ο προσδιορισμός των ενδεχόμενων σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων μπορεί να πραγματοποιείται μέσω κατά περίπτωση εξέτασης, με τον καθορισμό κατώτατων ορίων ή κριτηρίων ή με συνδυασμό των μεθόδων αυτών, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών κριτηρίων επιλογής του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας (χαρακτηριστικά των έργων, τοποθεσία των έργων, τύπος και χαρακτηριστικά των ενδεχόμενων επιπτώσεων).

Το άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας ΕΠΕ —ως βασική κατευθυντήρια αρχή και ουσιώδη σκοπό— περιορίζει το περιθώριο εκτίμησης των κρατών μελών, ιδίως για τα έργα του παραρτήματος ΙΙ, απαιτώντας τα έργα αυτά να υπόκεινται σε εκτίμηση των επιπτώσεων, εάν ενδέχεται λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσης, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (12).

2.2   Βασικοί σχετικοί ορισμοί και διατάξεις της οδηγίας ΕΠΕ

Στην ενότητα που ακολουθεί περιγράφονται οι βασικοί σχετικοί ορισμοί και διατάξεις που αφορούν τα έργα και τις τροποποιήσεις ή επεκτάσεις τους.

2.2.1   Έργο/σχέδιο

Το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας ΕΠΕ ορίζει τον όρο «έργο» ως εξής:

«–

η υλοποίηση κατασκευαστικών εργασιών ή άλλων εγκαταστάσεων ή τεχνικών κατασκευών,

άλλες επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον ή το τοπίο, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επεμβάσεις που αφορούν την εκμετάλλευση των πόρων του εδάφους.»

Εκτέλεση υλικών εργασιών

Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα επιβεβαιώσει σε αρκετές περιπτώσεις (13) ότι ο όρος «έργο» (ή «σχέδιο») αφορά εργασίες ή επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον. Η ανανέωση υφιστάμενης άδειας (π.χ. για τη λειτουργία αερολιμένα όπως στην υπόθεση C-275/09, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ., σκέψη 24, ή χώρου υγειονομικής ταφής όπως στην υπόθεση C-121/11, Pro-Braine κ.λπ., σκέψη 31) δεν δύναται, ελλείψει εργασιών ή επεμβάσεων που τροποποιούν, υπό την έννοια της υλικής μεταβολής, τα πράγματα στον συγκεκριμένο χώρο, να χαρακτηριστεί ως «έργο» υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2 στοιχείο α). Ως εκ τούτου, η ύπαρξη εργασιών ή επεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον αποτελεί προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί μια δραστηριότητα ως «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας ΕΠΕ.

Στην απόφαση Doel, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι: «Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο όρος “έργο”, ιδίως υπό το πρίσμα του γράμματος του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο α), πρώτη περίπτωση, της οδηγίας ΕΠΕ, αφορά εργασίες ή επεμβάσεις που τροποποιούν τα πράγματα στον συγκεκριμένο χώρο» (σκέψη 62).

Η ίδια αρχή, όταν εφαρμόζεται στο παράρτημα I σημείο 24 και στο παράρτημα II σημείο 13 στοιχείο α), συνεπάγεται ότι, προκειμένου να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ και στον ορισμό του έργου βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχείο α), οι τροποποιήσεις ή επεκτάσεις υφιστάμενων έργων προϋποθέτουν εργασίες ή επεμβάσεις που τροποποιούν, υπό την έννοια της υλικής μεταβολής, τα πράγματα στα αρχικά έργα (14).

2.2.2   Άδεια:

Το άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) ’, της οδηγίας ΕΠΕ ορίζει τον όρο «άδεια» ως εξής:

«γ)

“άδεια”: απόφαση της ή των αρμόδιων αρχών που δίνει το δικαίωμα στον κύριο του έργου να πραγματοποιήσει το έργο».

Η ανάγκη έκδοσης άδειας

Σε αρκετές περιπτώσεις, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι «τα κράτη μέλη οφείλουν να εκτελούν την οδηγία ΕΠΕ κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της, λαμβανομένου υπόψη του ουσιώδους σκοπού της που έγκειται, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτής, στο να υπόκεινται, πριν από τη χορήγηση άδειας, τα σχέδια που είναι πιθανόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ιδίως λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή του τόπου πραγματοποιήσεώς τους, σε διαδικασία αιτήσεως άδειας και σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους» (15).

Ως εκ τούτου, οι τροποποιήσεις ή οι επεκτάσεις έργων κατά την έννοια του παραρτήματος I σημείο 24 ή του παραρτήματος II σημείο 13 στοιχείο α) της οδηγίας ΕΠΕ που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον υπόκεινται σε διαδικασία αίτησης άδειας.

Η μορφή της άδειας

Η οδηγία ΕΠΕ ορίζει την άδεια ως απόφαση της ή των αρμόδιων αρχών που δίνει το δικαίωμα στον κύριο του έργου να πραγματοποιήσει το έργο (16).

Επομένως, ο όρος «άδεια» καλύπτει ευρύ φάσμα πράξεων (π.χ. αποφάσεις, άδειες και άλλα μέσα έγκρισης), ανάλογα με τις εθνικές διαδικασίες που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη. Δεν ορίζεται βάσει του τίτλου ή της διαδικασίας έκδοσής της άδειας σύμφωνα με την αντίστοιχη εθνική νομοθεσία δεδομένου κράτους μέλους, αλλά βάσει των έννομων συνεπειών της. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο, ο χαρακτηρισμός μιας αποφάσεως ως «άδειας» κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας ΕΠΕ πρέπει να γίνεται κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου σε συμφωνία με το ενωσιακό δίκαιο (17).

Η οδηγία ΕΠΕ δεν απαιτεί ενιαία διαδικασία για τη χορήγηση άδειας (18) και, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας ΕΠΕ, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων «μπορεί να εντάσσεται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο υφιστάμενων διαδικασιών αδειοδότησης για έργα ή, αν δεν υπάρχει τέτοια διαδικασία, στα πλαίσια άλλων διαδικασιών ή των διαδικασιών που θα θεσπισθούν για την εκπλήρωση των στόχων της παρούσας οδηγίας». Επομένως, παρατηρούνται διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την ορολογία που σχετίζεται με την άδεια. Εκτός από τους διαφορετικούς τίτλους (π.χ. άδεια κατασκευής, απόφαση, έγκριση), μπορεί επίσης να διαφέρει η διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση άδειας. Για παράδειγμα, είναι δυνατή η έκδοση άδειας μέσω διοικητικής διαδικασίας σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο, ή μέσω νομοθετικής διαδικασίας (19), υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας ΕΠΕ. Η άδεια αυτή καθαυτή πρέπει να αποτελεί οριστική απόφαση που δίνει στον κύριο του έργου το δικαίωμα να πραγματοποιήσει το έργο (η ίδια αρχή ισχύει και σε περιπτώσεις διαδικασιών πολλαπλών σταδίων, βλ. επόμενη ενότητα).

Όταν τροποποιήσεις ή επεκτάσεις έργων κατά την έννοια του παραρτήματος I σημείο 24 ή του παραρτήματος II σημείο 13 στοιχείο α) της οδηγίας ΕΠΕ, οι οποίες ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, εγκρίνονται μέσω νομοθετικής διαδικασίας, πρέπει επίσης να υπόκεινται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 (20).

Στο πλαίσιο αυτό, είναι επίσης σημαντικό να προσδιοριστεί η διαφορά μεταξύ της άδειας κατά την έννοια της οδηγίας ΕΠΕ και μιας άδειας που σχετίζεται με τη λειτουργία (εγκατάστασης/μονάδας/χώρου). Οι εν λόγω «άδειες» όπως ορίζονται ή χρησιμοποιούνται σε άλλες νομοθετικές πράξεις, για παράδειγμα στην οδηγία περί βιομηχανικών εκπομπών (21) ή στην οδηγία περί υγειονομικής ταφής αποβλήτων (22) είναι σημαντικές για ορισμένα καθεστώτα λειτουργίας. Από την άλλη πλευρά, ο όρος «άδεια» όπως νοείται στο πλαίσιο της οδηγίας ΕΠΕ, δίνει το δικαίωμα, σύμφωνα με τον ορισμό, στον κύριο του έργου να πραγματοποιήσει το έργο (π.χ. να εκτελέσει κατασκευαστικές εργασίες, εγκαταστάσεις ή τεχνικές κατασκευές, ή άλλες επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον και το τοπίο (23)). Η άδεια λειτουργίας, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας (24), συνδέεται κυρίως με έγκριση που χορηγείται για τη λειτουργία ενός έργου και συχνά βασίζεται σε προηγούμενη απόφαση, την οποία και εφαρμόζει, στο πλαίσιο διαδικασίας πολλαπλών σταδίων. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενες ενότητες, η ανανέωση άδειας λειτουργίας, ελλείψει εργασιών ή επεμβάσεων που τροποποιούν, υπό την έννοια της υλικής μεταβολής, τα πράγματα σε έναν χώρο θα πρέπει να διαχωρίζεται από την έννοια της «άδειας» σύμφωνα με την οδηγία ΕΠΕ (25).

Τροποποιήσεις και επεκτάσεις έργων σε διαδικασίες πολλαπλών σταδίων

Η έγκριση έργων πραγματοποιείται ενίοτε στο πλαίσιο πολύπλοκων διοικητικών διαδικασιών που περιλαμβάνουν διάφορα στάδια και διαδικασίες. Στις περιπτώσεις που εντοπίζεται τροποποίηση ή επέκταση ενός έργου (26), είναι σημαντικό να καθορίζεται «πότε» θα πρέπει να εφαρμόζεται η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων και «τι» θα πρέπει να αξιολογείται σε κάθε στάδιο. Στο πλαίσιο διαδικασίας χορήγησης άδειας η οποία περιλαμβάνει πολλαπλά στάδια, η αξιολόγηση αυτή πρέπει, καταρχήν, να πραγματοποιείται αμέσως μόλις είναι δυνατόν να προσδιοριστούν και να αξιολογηθούν όλα τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει το έργο στο περιβάλλον (27).

Στην απόφαση Doel, το Δικαστήριο υπενθύμισε την υφιστάμενη νομολογία (28). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας ΕΠΕ, για τα έργα που καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πρέπει να γίνει «πριν χορηγηθεί άδεια» (σκέψη 82). Διευκρίνισε επίσης ότι «όταν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι η διαδικασία χορήγησης αδείας περιλαμβάνει πλείονα στάδια, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός έργου πρέπει, καταρχήν, να γίνεται μόλις καταστεί δυνατόν να επισημανθούν και να αξιολογηθούν όλα τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει το έργο στο περιβάλλον» (σκέψη 85).

Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης τις περιπτώσεις στις οποίες η διαδικασία έκδοσης άδειας περιλαμβάνει πολλαπλά στάδια και ένα από τα στάδια αυτά είναι η κύρια απόφαση, καθορίζοντας τις παραμέτρους των λοιπών εκτελεστικών αποφάσεων. Στις περιπτώσεις αυτές, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πρέπει να σχετίζεται με την κύρια απόφαση, εκτός αν ορισμένες από τις επιπτώσεις στο περιβάλλον γίνονται γνωστές μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο και σχετίζονται με τις εκτελεστικές αποφάσεις. Στη συνέχεια, η εκτίμηση των πρόσθετων επιπτώσεων που γίνονται γνωστές σε μεταγενέστερο στάδιο μπορεί να πραγματοποιηθεί σε αυτό το μεταγενέστερο στάδιο (29). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, ως «κύρια απόφαση» νοείται εκείνη που καθορίζει τα «ουσιώδη χαρακτηριστικά» ενός έργου τα οποία δεν θα εξεταστούν ή δεν θα τροποποιηθούν σε μεταγενέστερο στάδιο (30). Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων αφορά την κύρια απόφαση.

Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο εξέτασε επίσης την ανάγκη εκτίμησης των επιπτώσεων των εν λόγω έργων στο σύνολό τους. Όταν η διαδικασία έκδοσης άδειας αποτελείται από περισσότερα του ενός στάδια, εκ των οποίων το ένα περιλαμβάνει την κύρια απόφαση και το άλλο την εκτελεστική απόφαση η οποία δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν των παραμέτρων που καθορίζει η κύρια απόφαση, η αρμόδια αρχή υποχρεούται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να προβεί σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός έργου ακόμη και μετά τη χορήγηση άδειας χωροθέτησης βάσει προσχεδίου, ενώ στη συνέχεια εγκρίνονται τα υπό επιφύλαξη σημεία (31). Η εκτίμηση αυτή πρέπει να είναι περιεκτική, ώστε να αφορά όλες τις πτυχές του έργου που δεν έχουν ακόμα εκτιμηθεί ή οι οποίες απαιτείται να εκτιμηθούν εκ νέου. Όπως επανέλαβε το Δικαστήριο, η οδηγία ΕΠΕ προβλέπει σφαιρική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των έργων ή των τροποποιήσεών τους, η οποία δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στις άμεσες επιπτώσεις των σχεδιαζόμενων εργασιών, αλλά να εκτείνεται και στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα ήταν δυνατόν να προκληθούν από τη χρήση και την εκμετάλλευση των έργων που θα προκύψουν από τις εργασίες αυτές (32). Η εκτίμηση αυτή είναι επίσης ανεξάρτητη από το αν το έργο έχει ενδεχομένως διασυνοριακό χαρακτήρα (33).

2.2.3   Κατάτμηση των έργων

Ο σκοπός της οδηγίας ΕΠΕ δεν μπορεί να καταστρατηγηθεί με κατάτμηση των έργων και η μη λήψη υπόψη του σωρευτικού αποτελέσματος των έργων δεν πρέπει να έχει ως πρακτική συνέπεια να εξαιρεθεί το σύνολο των έργων ορισμένου είδους από την υποχρέωση εκτίμησης ενώ, θεωρούμενα συνολικά, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας ΕΠΕ (34). Αυτό μπορεί να αφορά ιδίως πολύπλοκα έργα που υλοποιούνται κατά στάδια για τα οποία ενδέχεται να χρειαστούν μεταγενέστερες αιτήσεις έγκρισης.

Όταν περισσότερα έργα, θεωρούμενα συνολικά, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας ΕΠΕ, οι περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις θα πρέπει να εκτιμώνται συνολικά και σωρευτικά. Στη νομολογία του, το Δικαστήριο τάσσεται υπέρ μιας ευρείας ερμηνείας της οδηγίας ΕΠΕ και έχει τονίσει ότι η οδηγία επιδιώκει «τη σφαιρική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των σχεδίων ή της τροποποίησής τους» (35).

Για παράδειγμα, όσον αφορά το μήκος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένα έργο μεγάλης απόστασης δεν μπορεί να κατακερματιστεί σε μικρά διαδοχικά τμήματα προκειμένου να διαφύγουν την οδηγία αυτή τόσο το σχέδιο στο σύνολό του όσο και τα τμήματα που προέκυψαν από τον κατακερματισμό αυτό. Εάν αυτό ήταν δυνατόν, θα μπορούσε να θιγεί σοβαρά η αποτελεσματικότητα της οδηγίας, καθόσον οι αρχές θα αρκούνταν να μεριμνήσουν ώστε ένα έργο μεγάλης απόστασης να κατακερματιστεί σε μικρά διαδοχικά τμήματα προκειμένου να διαφύγει την οδηγία (36).

Το Δικαστήριο έχει επίσης τονίσει ότι, προκειμένου να κριθεί αν πρέπει να διενεργηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, τέτοιου είδους σωρευτική συνεκτίμηση μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί τυχόν καταστρατήγηση της νομοθεσίας της Ένωσης μέσω κατάτμησης των σχεδίων, τα οποία, θεωρούμενα από κοινού, μπορούν να έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Εναπόκειται στις εθνικές αρχές να εξετάσουν, υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, αν και σε ποιον βαθμό πρέπει να αξιολογούνται συνολικώς τα αποτελέσματα στο περιβάλλον των έργων περί των οποίων γίνεται λόγος και των έργων που εκτελέστηκαν νωρίτερα (37).

2.2.4   Εκτίμηση των συνολικών επιπτώσεων ενός έργου

Η απόφαση Doel επιβεβαίωσε άλλη μια σημαντική αρχή της οδηγίας ΕΠΕ, δηλαδή την υποχρέωση εκτίμησης των συνολικών επιπτώσεων ενός έργου και διενέργειας ολοκληρωμένης εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Στις σκέψεις 64-72, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα που προβλέπονται για την επέκταση ενός υφιστάμενου έργου (τα μέτρα για την επαναλειτουργία ενός πυρηνικού σταθμού για 10 έτη ή τη μετάθεση της παύσης λειτουργίας του κατά 10 έτη, όπως αναφέρεται στη σκέψη 59) δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις εργασίες εκσυγχρονισμού με τις οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, και ως εκ τούτου αποτελούν, από κοινού, τμήμα του ίδιου έργου. Πράγματι, τα μέτρα που περιλαμβάνονται στον νόμο του 2015 (παράταση της διάρκειας ζωής) δεν μπορούν να διαχωριστούν τεχνητά από τις εργασίες που απαιτούνται από τεχνική και οικονομική άποψη. Οι εργασίες αυτές ήταν γνωστές στον νομοθέτη και συνδέονταν με τον νόμο (βλέπε σκέψεις 67-69). Παρότι η εξακρίβωση της εφαρμογής της εν λόγω αρχής αφέθηκε στον εθνικό δικαστή, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα και οι εργασίες αποτελούν τμήμα του ίδιου έργου (σκέψη 71).

Επιπλέον, η ανάγκη εκτίμησης των συνολικών επιπτώσεων του όλου έργου πρέπει να αντιμετωπίζεται δεόντως όταν πραγματοποιούνται πολυάριθμες τεχνικές ή λειτουργικές τροποποιήσεις κατά τη λειτουργία μιας εγκατάστασης. Μολονότι είναι σύνηθες να εκτελούνται σε μια μονάδα διαρκείς εργασίες συντήρησης και πολυάριθμες βελτιώσεις της ασφάλειας οι οποίες δεν θα παρουσίαζαν σημαντικό κίνδυνο για το περιβάλλον αν εξετάζονταν μεμονωμένα, σε περίπτωση που οι εν λόγω εργασίες συνδέονται μεταξύ τους με απτό τρόπο ώστε να συνιστούν έργο κατά την έννοια της οδηγίας ΕΠΕ, οι σωρευτικές επιπτώσεις τους στο περιβάλλον θα πρέπει να αξιολογούνται στο σύνολό τους.

Ως εκ τούτου, όταν οι πολυάριθμες δευτερεύουσες τροποποιήσεις συνδέονται άρρηκτα, γεγονός που αποδεικνύει ότι αποτελούν μέρος μιας σύνθετης δραστηριότητας (η οποία πραγματοποιείται, για παράδειγμα, με αποδεδειγμένη πρόθεση να παραταθεί η διάρκεια ζωής του πυρηνικού σταθμού ή η λειτουργία μιας εγκατάστασης), αυτές ενδέχεται να συνιστούν έργο κατά την έννοια της οδηγίας ΕΠΕ. Τα τεχνικά έγγραφα, τα διαχειριστικά σχέδια, τα επενδυτικά σχέδια, οι διοικητικές πράξεις ή νόμοι, καθώς και οι αιτιολογικές εκθέσεις που σχετίζονται με διοικητικές πράξεις ή νόμους μπορούν να συμβάλουν στη διαπίστωση του αν μια σειρά τροποποιήσεων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και αποτελούν μέρος μιας τέτοιας σύνθετης δραστηριότητας (η οποία πραγματοποιείται με αποδεδειγμένη πρόθεση να παραταθεί η διάρκεια ζωής του πυρηνικού σταθμού).

Η ανάγκη εξέτασης του έργου στο σύνολό του (όσον αφορά τόσο τις συνιστώσες του όσο και τις επιπτώσεις του) ενισχύθηκε περαιτέρω με την τροποποίηση της οδηγίας ΕΠΕ (38).

2.2.5   Θεραπεία της παράλειψης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων

Τα κράτη μέλη οφείλουν να εκτελούν την οδηγία ΕΠΕ κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της, λαμβανομένου υπόψη του ουσιώδους σκοπού της. Το άρθρο 2 παράγραφος 1 ορίζει σαφώς ότι, πριν χορηγηθεί άδεια, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλισθεί ότι τα έργα τα οποία είναι ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, υπόκεινται σε υποχρέωση αδειοδότησης και εκτίμησης των επιπτώσεών τους (39). Αυτή η βασική αρχή της οδηγίας συνεπάγεται ότι, για τα έργα που απαριθμούνται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ της οδηγίας, πρέπει να διενεργείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή προέλεγχος πριν από τη λήψη άδειας για το εν λόγω έργο.

Διαφορετικά, ο κύριος του έργου «δεν μπορεί να αρχίσει τις σχετικές με το εν λόγω σχέδιο εργασίες χωρίς να παραβεί τις επιταγές της [...] οδηγίας» (40).

Η οδηγία ΕΠΕ δεν προβλέπει εκ των υστέρων διαδικασία εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή προελέγχου, ούτε την προβλέπει ως πιθανή θεραπεία δια της νομικής οδού σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την οδηγία ΕΠΕ. Η μη διενέργεια προελέγχου των έργων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ ή διαδικασίας εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των έργων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης (41).

Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΣΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξαλείφουν τις αθέμιτες συνέπειες των παραβάσεων του ενωσιακού δικαίου. Η υποχρέωση θεραπείας της παράλειψης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων απορρέει από την αρχή της συνεργασίας που προβλέπεται στο πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ και στην πάγια νομολογία (42). Έτσι, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να λαμβάνουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, τα αναγκαία μέτρα για να θεραπεύουν την παράλειψη εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για παράδειγμα, αφαιρώντας ή αναστέλλοντας μια ήδη χορηγηθείσα άδεια, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τέτοια εκτίμηση, πάντοτε εντός των ορίων της δικονομικής αυτοτέλειας των κρατών μελών (43).

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν είναι αντίθετοι προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικοί κανόνες που επιτρέπουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη νομιμοποίηση παράτυπων, κατά το δίκαιο της Ένωσης, δραστηριοτήτων ή πράξεων και έχει καταστήσει σαφές ότι μια τέτοια δυνατότητα εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι δεν παρέχει στους ενδιαφερομένους την ευκαιρία να παρακάμψουν τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης ή να αποφύγουν να τους εφαρμόσουν και ότι, επομένως, παρέχεται κατ’ εξαίρεση (44).

Η εκ των υστέρων εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων συνιστά δυνητικό διορθωτικό μέτρο για την εκ των πραγμάτων μη συμμόρφωση με την οδηγία ΕΠΕ (π.χ. σε περιπτώσεις στις οποίες έχει ήδη χορηγηθεί άδεια χωρίς τη διενέργεια εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και τα έργα είτε εκτελέστηκαν είτε πρόκειται να εκτελεστούν).

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εκτίμηση που διενεργείται μετά την κατασκευή και την έναρξη λειτουργίας ενός έργου δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στις μελλοντικές επιπτώσεις του στο περιβάλλον, αλλά πρέπει να λάβει υπόψη και τις επιπτώσεις του στο περιβάλλον από τον χρόνο της υλοποιήσεώς του. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση παραλείψεως της διενέργειας επιβεβλημένης από την οδηγία ΕΠΕ εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το δίκαιο της Ένωσης, αφενός, επιβάλλει στα κράτη μέλη την άρση των παράνομων συνεπειών της παραλείψεως και, αφετέρου, δεν αντιτίθεται στη διεξαγωγή της εκτίμησης των επιπτώσεων αυτών, χάριν τακτοποιήσεως της παραλείψεως, μετά την κατασκευή και την έναρξη λειτουργίας του συγκεκριμένου έργου, εφόσον:

οι εθνικοί κανόνες που επιτρέπουν την τακτοποίηση αυτή δεν παρέχουν στους ενδιαφερομένους την ευκαιρία να παρακάμψουν τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης ή να αποφύγουν να τους εφαρμόσουν, και

η χάριν τακτοποιήσεως διενεργούμενη εκτίμηση δεν αφορά μόνο τις μελλοντικές επιπτώσεις του έργου αυτού στο περιβάλλον αλλά λαμβάνει υπόψη τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τον χρόνο της υλοποιήσεώς της (45).

Οι εκ των υστέρων διαδικασίες εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο κατ’ εξαίρεση και ως μέσο θεραπείας για να διασφαλιστεί η επίτευξη του στόχου της οδηγίας ΕΠΕ ακόμη και αν η διαδικασία δεν έχει διενεργηθεί επίσημα και δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη προκειμένου να παρακαμφθούν οι απαιτήσεις της οδηγίας ΕΠΕ (46).

Η υποχρέωση που έχουν τα κράτη μέλη να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να θεραπεύσουν τις παράνομες συνέπειες της απουσίας εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ισχύει και σε περιπτώσεις παράλειψης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τροποποιήσεις ή επεκτάσεις έργων.

3   ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΕΩΝ ΕΡΓΩΝ

3.1   Ιστορικό

Αρχικά, η οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου (47) δεν κάλυπτε ρητά τροποποιήσεις ή επεκτάσεις υφιστάμενων έργων, με εξαίρεση την αναφορά του παραρτήματος ΙΙ σημείο 12 σε «τροποποίηση των σχεδίων του παραρτήματος Ι καθώς και των σχεδίων του παραρτήματος ΙΙ που εξυπηρετούν αποκλειστικά ή κυρίως την ανάπτυξη και δοκιμή νέων μεθόδων ή προϊόντων και που δεν χρησιμοποιούνται περισσότερο από ένα χρόνο» (παράρτημα II σημείο 12).

Δώδεκα έτη μετά την αρχική οδηγία, προστέθηκε το παράρτημα ΙΙ σημείο 13 στοιχείο α) ως η πρώτη κατηγορία έργων που αφορούσε τροποποιήσεις έργων, με την ίδια διατύπωση που υπάρχει σήμερα. Συγκεκριμένα, η οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου (48) τροποποίησε την οδηγία 85/337/ΕΟΚ ώστε να συμπεριλάβει τα εξής στο παράρτημα ΙΙ σημείο 13: «οποιαδήποτε τροποποίηση ή επέκταση έργων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι ή στο παράρτημα ΙΙ τα οποία έχουν ήδη εγκριθεί, εκτελεσθεί ή εκτελούνται και τα οποία μπορεί να έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον» (49).

Το παράρτημα I σημείο 24 προστέθηκε έξι έτη μετά την προσθήκη της πρώτης κατηγορίας έργων σχετικά με την τροποποίηση έργων. Οι τροποποιήσεις που επήλθαν με την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (50) με σκοπό την εναρμόνιση της κοινοτικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της Σύμβασης του Aarhus κατέστησαν σαφές ότι η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι υποχρεωτική για «κάθε μεταβολή ή επέκταση των σχεδίων που απαριθμούνται στο παρόν παράρτημα, όταν η εν λόγω μεταβολή ή επέκταση καθ’ εαυτή εμπίπτει στα κατώτατα όρια, αν υπάρχουν, τα οποία καθορίζονται στο παρόν παράρτημα».

Μετά την προσθήκη του παραρτήματος Ι σημείο 24 στο κείμενο της οδηγίας, το Δικαστήριο εξέδωσε μόνο μία απόφαση για την ερμηνεία αυτής της κατηγορίας έργων, την απόφαση στην υπόθεση C-411/17.

3.2   Η έννοια της τροποποίησης/επέκτασης έργου

Η οδηγία ΕΠΕ δεν ορίζει τους όρους «τροποποίηση ή επέκταση» και δεν δίνει παραδείγματα. Το τι ακριβώς συνιστά τροποποίηση (ή μεταβολή) ή επέκταση εξαρτάται από το είδος του έργου. Ορισμένα παραδείγματα τέτοιων τροποποιήσεων ή επεκτάσεων παρουσιάζονται στις ενότητες 3.3.1 και 3.3.2 κατωτέρω, με βάση τη νομολογία του ΔΕΕ.

Το παράρτημα I σημείο 24 και το παράρτημα II σημείο 13 στοιχείο α) είναι ειδικές κατηγορίες έργων, οι οποίες καλύπτουν τροποποιήσεις και επεκτάσεις όλων των κατηγοριών έργων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ, με όλες τις ιδιαιτερότητές τους.

3.3   Παράρτημα I της οδηγίας ΕΠΕ — Κατηγορία έργων του παραρτήματος I σημείο 24

Παράρτημα I σημείο 24 – Κάθε μεταβολή ή επέκταση των σχεδίων που απαριθμούνται στο παρόν παράρτημα, όταν η εν λόγω μεταβολή ή επέκταση καθ’ εαυτή εμπίπτει στα κατώτατα όρια, αν υπάρχουν, τα οποία καθορίζονται στο παρόν παράρτημα.

Το παράρτημα I σημείο 24 αναφέρεται ρητά σε κάθε μεταβολή (ή τροποποίηση) ή επέκταση έργων του παραρτήματος Ι που εμπίπτει στα κατώτατα όρια που ενδεχομένως καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα (51).

Το Δικαστήριο στην απόφαση Doel διευκρίνισε περαιτέρω μια βασική αρχή που ενεργοποιεί την υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τροποποιήσεις ή επεκτάσεις έργων του παραρτήματος Ι, με βάση τον περιβαλλοντικό κίνδυνο μιας τέτοιας τροποποίησης.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι οι εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων πρέπει να διενεργούνται για τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα της οδηγίας, αν αυτά ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, και ανέφερε στη συνέχεια:

«78.

Όσον αφορά το σημείο 24 του παραρτήματος Ι της οδηγίας ΕΠΕ, από το γράμμα και την οικονομία αυτού προκύπτει ότι αναφέρεται σε μεταβολή ή επέκταση έργου η οποία, ιδίως λόγω της φύσεως ή της εκτάσεώς της, προκαλεί παρόμοιους, από απόψεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κινδύνους με το ίδιο το έργο.

79.

Εν προκειμένω, τα επίμαχα στην κύρια δίκη μέτρα, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα να παραταθεί για σημαντικό διάστημα, δέκα ετών, η διάρκεια της άδειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για βιομηχανικούς σκοπούς από τους δύο επίμαχους σταθμούς, η οποία είχε προηγουμένως περιοριστεί σε σαράντα έτη με τον νόμο της 31ης Ιανουαρίου 2003, πρέπει να θεωρηθεί ότι, σε συνδυασμό με τις σημαντικές εργασίες ανακαίνισης που κατέστησαν αναγκαίες λόγω της παλαιότητας των σταθμών αυτών και της υποχρέωσης να εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους προς τα πρότυπα ασφαλείας, έχουν παρόμοια, από απόψεως κινδύνου περιβαλλοντικών επιπτώσεων, έκταση με αυτή της αρχικής θέσης σε λειτουργία των εν λόγω σταθμών».

Στη σκέψη 78 της απόφασης στην υπόθεση Doel, το Δικαστήριο καθόρισε τη βασική αρχή που ενεργοποιεί την υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε περίπτωση τροποποίησης ή επέκτασης έργων του παραρτήματος Ι. Το μέτρο για την αξιολόγηση των σχετικών κριτηρίων είναι ο κίνδυνος σε ό,τι αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αν ο κίνδυνος που συνεπάγεται η τροποποίηση ή η επέκταση του έργου είναι συγκρίσιμος με τον κίνδυνο που παρουσιάζει αυτή καθ» εαυτή η αρχική κατηγορία έργων, το έργο εμπίπτει στο παράρτημα I σημείο 24 της οδηγίας ΕΠΕ (52).

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο αναφέρθηκε τόσο στα μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα την παράταση της διάρκειας των αδειών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας όσο και στην έκταση των εργασιών. Στη σκέψη 79, αναφέρθηκε στην παράταση της λειτουργίας των πυρηνικών σταθμών για σημαντικό χρονικό διάστημα (10 ετών) και στο γεγονός ότι απαιτούνται σημαντικές εργασίες ανακαίνισης (53). Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το έργο έχει παρόμοια, από απόψεως κινδύνου περιβαλλοντικών επιπτώσεων, έκταση με αυτή της αρχικής θέσης σε λειτουργία των εν λόγω σταθμών.

Η απόφαση αναφέρει τη φύση ή την έκταση της τροποποίησης ή επέκτασης ενός έργου ως ενδεικτικά παραδείγματα των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι είναι παρόμοιοι με εκείνους του αρχικού έργου. Επίσης, από την απόφαση δεν προκύπτει ότι πρέπει να πληρούνται και τα δύο κριτήρια σωρευτικά. Το κρίσιμο στοιχείο φαίνεται πως είναι ότι, με βάση τη συνολική ανάλυση ενός δεδομένου έργου, οι υφιστάμενοι κίνδυνοι είναι παρόμοιοι με εκείνους του αρχικού έργου (στην προκειμένη περίπτωση, πυρηνικών σταθμών και πυρηνικών αντιδραστήρων). Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι η φύση και η έκταση της τροποποίησης/επέκτασης ενός έργου δεν είναι τα μόνα πιθανά κριτήρια. Επίσης, φαίνεται ότι δεν είναι απαραίτητο να προκύπτουν οι κίνδυνοι τόσο από τη φύση όσο και από την έκταση του έργου, υπό την προϋπόθεση ότι είναι εν τέλει παρόμοιοι με εκείνους του αρχικού έργου. Προφανώς, δεν αποκλείεται επίσης να προκύπτει ο κίνδυνος μόνο από τη φύση ενός έργου ή από την έκτασή του («ιδίως λόγω της φύσεως ή της εκτάσεώς της» (54)).

3.3.1   Παράρτημα I — Έργα που εμπίπτουν σε κατώτατα όρια

Για περισσότερες από τις μισές κατηγορίες έργων του παραρτήματος Ι καθορίζονται κατώτατα όρια. Επομένως, όταν πρόκειται για τροποποιήσεις ή επεκτάσεις τέτοιων έργων, οι οποίες πληρούν ή υπερβαίνουν αυτά τα κατώτατα όρια, πρέπει να διενεργείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεδομένου ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις ή επεκτάσεις παρουσιάζουν κινδύνους παρόμοιους με εκείνους της αρχικής κατηγορίας έργων (55).

Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, με βάση την πάγια νομολογία, όταν πρόκειται για εργασίες τροποποίησης στοιχείων υφιστάμενων έργων για τα οποία καθορίζονται κατώτατα όρια στο παράρτημα Ι, πρέπει να αξιολογείται προσεκτικά υπό ποιες συνθήκες πληρούνται τα εν λόγω όρια. Στην υπόθεση C-2/07, Abraham κ.λπ., το Δικαστήριο έκρινε ότι «[...] οι εργασίες αναμόρφωσης ενός αεροδρομίου του οποίου ο διάδρομος απογείωσης και προσγείωσης έχει μήκος 2 100 m ή περισσότερο είναι όχι μόνον οι εργασίες που αποσκοπούν στην επιμήκυνση του διαδρόμου, αλλά όλες οι εργασίες (56) που αφορούν τα κτίρια, τις εγκαταστάσεις ή τον εξοπλισμό αυτού του αεροδρομίου, εφόσον μπορούν να θεωρηθούν, ιδίως λόγω της φύσης, της σημασίας ή των χαρακτηριστικών τους, ως αναμόρφωση του ίδιου του αεροδρομίου. Αυτό ισχύει, μεταξύ άλλων, για τις εργασίες που αποσκοπούν στη σημαντική αύξηση της δραστηριότητας του αεροδρομίου και της εναέριας κυκλοφορίας» (σκέψη 36) (57).

3.3.2   Παράρτημα I — Έργα που δεν εμπίπτουν σε κατώτατα όρια

Όσον αφορά τα έργα του παραρτήματος Ι που εμπίπτουν σε κατώτατα όρια, οποιαδήποτε τροποποίηση ή επέκταση έργων του παραρτήματος Ι που δεν εμπίπτουν σε κατώτατα όρια, η οποία, λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσης ή της έκτασής της, προκαλεί παρόμοιους, από απόψεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κινδύνους με το ίδιο το έργο, θα πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτει στο παράρτημα I σημείο 24. Τα έργα αυτά ενέχουν ως εκ της φύσεώς τους τον κίνδυνο σημαντικών επιπτώσεων στο περιβάλλον, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας ΕΠΕ, και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται να υπόκεινται σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 (58).

Η οδηγία ΕΠΕ δεν προβλέπει διαδικασία για τον καθορισμό του επιπέδου επικινδυνότητας όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του έργου και, ως εκ τούτου, εναπόκειται στους κυρίους του έργου και στις αρμόδιες αρχές να αναλύσουν το επίμαχο έργο. Ένα σημαντικό στοιχείο από την οπτική γωνία των κυρίων των έργων και των αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι ο προσδιορισμός της χρονικής στιγμής κατά την οποία μια τροποποίηση ή επέκταση ενός έργου απαιτεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Οδηγίες προς τους επαγγελματίες που καταρτίζουν εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων σχετικά με διάφορες προσεγγίσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό του κινδύνου σημαντικών επιπτώσεων στο περιβάλλον περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής (59) και την κατάρτιση της έκθεσης εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (60).

Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις, όπως αναφέρεται στην ενότητα 2.2.2, τα κράτη μέλη οφείλουν να εκτελούν την οδηγία ΕΠΕ κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της, λαμβανομένου υπόψη του ουσιώδους σκοπού της που έγκειται, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτής, στο να υπόκεινται, πριν από τη χορήγηση άδειας, τα σχέδια που είναι πιθανόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ιδίως λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή του τόπου πραγματοποιήσεώς τους, σε διαδικασία αιτήσεως άδειας και σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους (61).

Το παράρτημα Ι περιλαμβάνει 16 τύπους έργων χωρίς καθορισμένο κατώτατο όριο, τα οποία μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις ομάδες —έργα που σχετίζονται με την πυρηνική ενέργεια [παράρτημα I σημείο 2 στοιχείο β) και παράρτημα I σημείο 3], βιομηχανικές εγκαταστάσεις [παράρτημα I σημείο 4, παράρτημα I σημείο 6, παράρτημα I σημείο 9, παράρτημα I σημείο 18 στοιχείο α), και παράρτημα I σημείο 22] και έργα που έχουν γραμμικό χαρακτήρα, όπως η κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών μεγάλων αποστάσεων, αυτοκινητόδρομων και οδών ταχείας κυκλοφορίας [παράρτημα I σημείο 7 στοιχείο α), σιδηροδρομικές γραμμές μεγάλων αποστάσεων (62), και παράρτημα I σημείο 7 στοιχείο β)].

Στην υπόθεση C-411/17, το Δικαστήριο έκρινε, στο σημείο 1 του διατακτικού της απόφασής του, ότι η επανέναρξη, για διάστημα σχεδόν 10 ετών, της βιομηχανικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικό σταθμό ο οποίος είχε παύσει να λειτουργεί, με αποτέλεσμα να μετατεθεί κατά 10 έτη η ημερομηνία που είχε αρχικά καθοριστεί από τον εθνικό νομοθέτη για την απενεργοποίηση και την οριστική παύση της δραστηριότητάς του, και η μετάθεση, επίσης κατά 10 έτη, της προθεσμίας που είχε αρχικά προβλεφθεί από τον ίδιο νομοθέτη για την απενεργοποίηση και την παύση της βιομηχανικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λειτουργούντα σταθμό, μέτρα που συνεπάγονται την πραγματοποίηση σημαντικών (63) εργασιών εκσυγχρονισμού των πυρηνικών αυτών σταθμών δυναμένων να επηρεάσουν τα πράγματα στους συγκεκριμένους χώρους, αποτελούν «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας ΕΠΕ, το οποίο πρέπει καταρχήν να υπαχθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πριν από τη θέσπιση των μέτρων αυτών.

Κατ’ αναλογία, οι τροποποιήσεις ή οι επεκτάσεις έργων του παραρτήματος Ι που δεν υπόκεινται σε καθορισμένο κατώτατο όριο, οι οποίες, λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσης ή της έκτασής τους, προκαλούν παρόμοιους, από απόψεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κινδύνους με το ίδιο το αρχικό έργο, υπόκεινται σε εκτίμηση.

3.4   Παράρτημα II της οδηγίας ΕΠΕ — Κατηγορία έργων του παραρτήματος II σημείο 13 στοιχείο α)

Παράρτημα II σημείο 13 στοιχείο α) – Οποιαδήποτε τροποποίηση ή επέκταση έργων που απαριθμούνται στο παράρτημα I ή στο παρόν παράρτημα τα οποία έχουν ήδη εγκριθεί, εκτελεστεί ή εκτελούνται και τα οποία μπορεί να έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (μεταβολή ή επέκταση που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I).

Η εν λόγω διάταξη αναφέρεται σε κάθε τροποποίηση ή επέκταση που μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Ο προέλεγχος των έργων που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις λεπτομερείς απαιτήσεις και τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 4, και στα παραρτήματα ΙΙ.Α και III της οδηγίας ΕΠΕ. Το άρθρο 4 παράγραφος 3 απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να εξετάζουν τα σχετικά κριτήρια όταν αποφασίζουν πότε απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δηλαδή τα χαρακτηριστικά των έργων (συμπεριλαμβανομένου του μεγέθους και του σχεδιασμού του όλου έργου), την τοποθεσία του έργου, καθώς και τον τύπο και τα χαρακτηριστικά των ενδεχόμενων επιπτώσεων. Τα κριτήρια αυτά απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας ΕΠΕ. Η αρμόδια αρχή πρέπει να εκδώσει την απόφασή της σχετικά με το αν ένα προτεινόμενο έργο του παραρτήματος ΙΙ πρέπει να υποβληθεί ή όχι στη διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με βάση τις πληροφορίες που παρέχει ο κύριος του έργου σύμφωνα με τις λεπτομερείς απαιτήσεις του παραρτήματος II.A (συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής των φυσικών χαρακτηριστικών του όλου έργου). Η αρχή υποχρεούται επίσης να λαμβάνει υπόψη κάθε άλλη σχετική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διενεργήθηκε με βάση ενωσιακό νομοθέτημα πέραν της παρούσας οδηγίας ΕΠΕ. Η απόφαση για τον προέλεγχο πρέπει να αιτιολογείται, να διατίθεται στο κοινό (άρθρο 4 παράγραφος 5) και να υπόκειται σε επανεξέταση, όπως ορίζει η νομολογία (64). Τέλος, η αρμόδια αρχή πρέπει να αποφασίσει εάν απαιτείται ή όχι εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 6.

Η οδηγία ΕΠΕ δεν παρέχει ορισμό για τις «σημαντικές δυσμενείς» επιπτώσεις. Η γενική έννοια του όρου «σημαντικές» περιγράφει πόσο αξιοσημείωτες ή σοβαρές μπορεί να είναι οι επιπτώσεις. Από την άλλη πλευρά, ο όρος «δυσμενείς» αναφέρεται στο γεγονός ότι οι επιπτώσεις αυτές είναι αρνητικές ή επιβλαβείς. Υπό αυτό το πρίσμα, τα κριτήρια που απαριθμούνται στο παράρτημα III της οδηγίας ΕΠΕ παρέχουν γενικές κατευθυντήριες γραμμές που μπορούν να χρησιμεύσουν ως κατάλληλο πλαίσιο για τον προσδιορισμό της σημασίας των δυσμενών επιπτώσεων.

Όπως επισημάνθηκε στην ενότητα 2.1, όταν καθορίζεται αν οι τροποποιήσεις ή επεκτάσεις ορισμένων έργων του παραρτήματος Ι και του παραρτήματος ΙΙ θα πρέπει να υπόκεινται σε εκτίμηση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον ουσιώδη σκοπό της οδηγίας ΕΠΕ —δηλαδή, πριν από τη χορήγηση άδειας, τα έργα που είναι πιθανόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ιδίως λόγω της φύσης, του μεγέθους ή του τόπου πραγματοποίησής τους, θα πρέπει να υπόκεινται σε προηγούμενη εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους— καθώς και το εκτεταμένο πεδίο εφαρμογής και τον ευρύτερο στόχο της οδηγίας αυτής.

4   ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΕΠΕ ΣΕ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Εισαγωγή

Η οδηγία ΕΠΕ απαριθμεί τους πυρηνικούς σταθμούς (65) και άλλους πυρηνικούς αντιδραστήρες, συμπεριλαμβανομένης της αποξήλωσης ή του παροπλισμού αυτών, σύμφωνα με το παράρτημα Ι σημείο 2 στοιχείο β). Οι πρόσθετες κατηγορίες έργων του παραρτήματος Ι σημείο 3 στοιχεία α) και β) περιλαμβάνουν εγκαταστάσεις παραγωγής και εμπλουτισμού πυρηνικών καυσίμων ή επεξεργασίας, αποθήκευσης ή τελικής διάθεσης ακτινοβολημένων πυρηνικών καυσίμων ή ραδιενεργών αποβλήτων. Υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, σκοπός της παρούσας ενότητας είναι να διερευνηθεί πότε και πώς εφαρμόζεται η διαδικασία εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων στις τροποποιήσεις ή επεκτάσεις υφιστάμενων έργων που εμπίπτουν στην κατηγορία της πυρηνικής ενέργειας.

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν επίσης υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα στο πλαίσιο της Σύμβασης του Espoo σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο και τις παρουσιάζουν υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας ΕΠΕ και της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΕ. Ειδικότερα, τον Δεκέμβριο του 2020, τα συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης του Espoo ενέκριναν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή της σύμβασης στην παράταση της διάρκειας ζωής των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής (66). Οι εν λόγω παρατάσεις μπορούν επίσης να συνιστούν τροποποιήσεις ή επεκτάσεις έργων σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας ΕΠΕ, και ως εκ τούτου το παρόν έγγραφο καθοδήγησης εφαρμόζεται σε αυτές.

Ορολογία

Μολονότι ορισμένοι όροι που χρησιμοποιούνται στην οδηγία ΕΠΕ και στη Σύμβαση του Espoo δεν είναι ταυτόσημοι, οι έννοιες είναι αλληλένδετες, και η οδηγία θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της Σύμβασης του Espoo. Για παράδειγμα, ενώ η οδηγία ΕΠΕ ορίζει τη λέξη «έργο», η Σύμβαση του Espoo του 1991 χρησιμοποιεί τον όρο «προτεινόμενη δραστηριότητα». Όσον αφορά την έννοια του όρου «τροποποιήσεις και επεκτάσεις» που χρησιμοποιείται στην οδηγία ΕΠΕ, η Σύμβαση του Espoo καλύπτει νέες ή προγραμματισμένες δραστηριότητες, καθώς και «κάθε σημαντική τροποποίηση δραστηριότητας». Όπως επισημαίνεται στην ενότητα 3.2, η οδηγία ΕΠΕ δεν ορίζει τους όρους «τροποποίηση ή επέκταση» υφιστάμενων έργων· ομοίως, η Σύμβαση του Espoo δεν ορίζει τη σημασία του όρου «σημαντική τροποποίηση/μεταβολή» μιας δραστηριότητας. Παρά τη διαφορετική ορολογία, υπάρχουν ομοιότητες επί της ουσίας.

Ομοίως, όσον αφορά την ορολογία, η αναφορά στη συνέχιση της λειτουργίας του σταθμού πέραν της αρχικά καθορισμένης λειτουργικής διάρκειας ζωής μπορεί να γίνει με πληθώρα όρων, ανάλογα, για παράδειγμα, με το καθεστώς αδειοδότησης και το κανονιστικό πλαίσιο. Μπορούμε λοιπόν να αναφερθούμε σε παράταση της λειτουργικής διάρκειας ζωής, σε συνεχιζόμενη ή μακροχρόνια λειτουργία (67) κ.λπ.

Οι κατευθυντήριες γραμμές για τη Σύμβαση του Espoo χρησιμοποιούν τον όρο «παράταση της διάρκειας ζωής» των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με ρεαλιστικό τρόπο, με βάση κοινή κατανόηση του όρου μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και περιγράφουν τις συνηθέστερες σχετικές καταστάσεις. Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές αναφέρονται επίσης στον όρο «μακροχρόνια λειτουργία», ο οποίος χρησιμοποιείται γενικά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΕΕ [και άλλα διεθνή φόρουμ, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ)].

Οδηγία ΕΠΕ και νομοθεσία της Ευρατόμ

Η οδηγία ΕΠΕ βασίζεται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Όπως αποφάνθηκε το ΔΕΕ στην πρόσφατη νομολογία του, «η Συνθήκη Ευρατόμ και η Συνθήκη ΛΕΕ έχουν την ίδια νομική ισχύ, όπως καταδεικνύει το άρθρο 106α, παράγραφος 3, της Συνθήκης Ευρατόμ, κατά το οποίο οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ και της Συνθήκης ΛΕΕ δεν παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της Συνθήκης Ευρατόμ. […] Δεδομένου ότι η Συνθήκη Ευρατόμ αποτελεί τομεακή συνθήκη με σκοπό την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας, ενώ η Συνθήκη ΛΕΕ έχει κατά πολύ ευρύτερους σκοπούς και απονέμει στην Ένωση εκτεταμένες αρμοδιότητες σε πολυάριθμους τομείς και κλάδους, οι κανόνες της Συνθήκης ΛΕΕ έχουν εφαρμογή στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας σε περίπτωση κατά την οποία η Συνθήκη Ευρατόμ δεν περιέχει ειδικούς κανόνες» (68). Ως εκ τούτου, η Συνθήκη Ευρατόμ δεν αντιτίθεται στην εφαρμογή, στον εν λόγω τομέα, των σχετικών με το περιβάλλον κανόνων του δικαίου της Ένωσης και η οδηγία ΕΠΕ έχει εφαρμογή στην περίπτωση των πυρηνικών σταθμών και των λοιπών πυρηνικών αντιδραστήρων (69).

Σε κάθε περίπτωση, η Συνθήκη Ευρατόμ και η οδηγία ΕΠΕ είναι παράλληλα εφαρμοστέες. Το άρθρο 37 της Συνθήκης Ευρατόμ περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για την ασφάλεια και την προστασία από ιοντίζουσες ακτινοβολίες, συμπεριλαμβανομένης της ραδιενεργού μόλυνσης των υδάτων, του εδάφους ή του εναέριου χώρου. Η οδηγία ΕΠΕ απαιτεί, για ένα έργο που ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, τον εντοπισμό, την περιγραφή και την αξιολόγηση των άμεσων και έμμεσων σημαντικών επιπτώσεων στον πληθυσμό, την ανθρώπινη υγεία, τη βιοποικιλότητα, το έδαφος, τα ύδατα, τον αέρα, το κλίμα, τα υλικά αγαθά, την πολιτιστική κληρονομιά και το φυσικό τοπίο, καθώς και την αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγόντων αυτών.

Κατά την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας ΕΠΕ, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την πρακτική αποτελεσματικότητα των διαδικασιών που προβλέπονται από τη Συνθήκη Ευρατόμ, καθώς και το συγκεκριμένο σύνολο δικαιωμάτων που παρέχονται και των υποχρεώσεων που επιβάλλονται τόσο στην Επιτροπή όσο και στα κράτη μέλη δυνάμει της Συνθήκης Ευρατόμ (70).

4.1   Παραδείγματα εργασιών ή επεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον που σχετίζονται με τροποποιήσεις ή επεκτάσεις στην κατηγορία έργων «πυρηνικοί σταθμοί»

Η οδηγία ΕΠΕ δεν ορίζει περαιτέρω τον όρο «τροποποιήσεις ή επεκτάσεις υφιστάμενων έργων» ούτε δίνει παραδείγματα τέτοιων εργασιών. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενες ενότητες, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, η ύπαρξη έργων ή άλλων επεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον αποτελεί προϋπόθεση για τον προσδιορισμό ενός έργου κατά την έννοια της οδηγίας. Ελλείψει λεπτομερέστερου ορισμού, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές προσδιορίζουν και ομαδοποιούν ενδεικτικά παραδείγματα διαφόρων πιθανών εργασιών ή επεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον, σε πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής, οι οποίες περιλαμβάνουν εκσυγχρονισμό, τροποποιήσεις ή αντικαταστάσεις εξοπλισμού και συστημάτων που ενδέχεται να πραγματοποιηθούν σε έναν σταθμό.

Τα τεχνικά συστήματα που είναι εγκαταστημένα σε έναν πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής είναι εξαιρετικά πολυάριθμα και πολύπλοκα, οπότε θα ήταν ανέφικτο να επιχειρηθεί η καταγραφή όλων των πιθανών επεμβάσεων. Ωστόσο, τα παραδείγματα των εργασιών ή των επεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον που εκτελούνται σε πυρηνικούς σταθμούς και οδηγούν σε τροποποιήσεις ή αντικαταστάσεις δομών, συστημάτων και κατασκευαστικών στοιχείων των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής μπορούν να ομαδοποιηθούν υπό τις εξής τρεις κατηγορίες:

Βελτίωση των επιδόσεων/οικονομικών του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής

Δεδομένου ότι ο λόγος για την κατασκευή και τη λειτουργία πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής είναι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και η επίτευξη κέρδους από την πώλησή της, οι κάτοχοι άδειας πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής έχουν κίνητρο να βελτιώσουν τις επιδόσεις του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής όσον αφορά την ικανότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ή μέσω μείωσης του λειτουργικού κόστους της. Οι βελτιώσεις του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής που μπορούν να μειώσουν τις απαιτήσεις συντήρησης ή τις μη αυτόματες λειτουργίες συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στη μείωση του λειτουργικού κόστους. Αυξήσεις στην ποσότητα της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας επιτυγχάνονται κυρίως με την αύξηση της ηλεκτροπαραγωγικής δυναμικότητας των αντιδραστήρων ή τη μείωση του χρόνου διακοπής λειτουργίας του σταθμού. Τα σχετικά έργα αναβάθμισης του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής μπορεί να περιλαμβάνουν την ανακαίνιση ή την αντικατάσταση των στροβίλων, των ηλεκτρογεννητριών, των μετασχηματιστών ή των συμπυκνωτών, αλλαγές στον σχεδιασμό του καυσίμου (π.χ. αυξημένος εμπλουτισμός) για την αύξηση της θερμικής ισχύος του πυρήνα ή την αύξηση του χρόνου παραμονής του καυσίμου στον πυρήνα (με αποτέλεσμα λιγότερες/μικρότερες διακοπές ανεφοδιασμού), αλλαγές στη χημική σύνθεση των υδάτων (π.χ. για τη μείωση της παραγωγής προϊόντων διάβρωσης), ανακαίνιση επιλεγμένων συστημάτων «ισοζυγίου μονάδας» για την επίτευξη υψηλότερης αποδοτικότητας του θερμογόνου κύκλου, εκσυγχρονισμός των συστημάτων ελέγχου και των διεπαφών ανθρώπου-μηχανής (π.χ. του κύριου θαλάμου ελέγχου) για την επίτευξη υψηλότερης αξιοπιστίας και διαθεσιμότητας του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής κ.λπ. Οι τροποποιήσεις αυτές μπορούν να υλοποιηθούν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια ζωής του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής.

Διατήρηση της κατάστασης του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές/τη βάση αδειοδότησης

Οι εργασίες ή οι επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον που εκτελούνται σε πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής με σκοπό τη διατήρηση της κατάστασης του σταθμού σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές ή τη βάση αδειοδότησης μπορεί να κυμαίνονται από συνήθη συντήρηση (π.χ. εγκατάσταση ανταλλακτικών), σημαντικές ανακαινίσεις συστημάτων, δομών και κατασκευαστικών στοιχείων έως και αντικαταστάσεις κατασκευαστικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών στοιχείων όπως ατμογεννήτριες, κεφαλές δοχείων πίεσης αντιδραστήρα, μηχανισμοί μετάδοσης της κίνησης των ράβδων ελέγχου ή εσωτερικά στοιχεία του αντιδραστήρα. Ενδέχεται να απαιτούνται αντικαταστάσεις κατασκευαστικών στοιχείων λόγω γήρανσης, φθοράς ή βλάβης, ή λόγω απαξίωσης (π.χ. αντικατάσταση παλαιότερων αναλογικών συστημάτων πληροφοριών και επικοινωνιών με σύγχρονα ψηφιακά συστήματα). Σε πολλές περιπτώσεις, πρόκειται για ομοειδείς αντικαταστάσεις, παρότι μερικές από αυτές μπορεί να βελτιώσουν την ασφάλεια ή την αξιοπιστία χάρη στον βελτιωμένο σχεδιασμό τους ή στη χρήση πιο σύγχρονης τεχνολογίας.

Αυτού του είδους οι εργασίες ίσως απαιτηθούν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια ζωής ενός πυρηνικού αντιδραστήρα (71).

Βελτιώσεις της ασφάλειας

Οι βελτιώσεις της ασφάλειας αφορούν κατά κανόνα ζητήματα που εντοπίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεχούς βελτίωσης της πυρηνικής ασφάλειας, για παράδειγμα μέσω περιοδικής αξιολόγησης ασφάλειας ή μέσω ανατροφοδότησης επιχειρησιακής πείρας. Οι βελτιώσεις αυτές ενδέχεται να απαιτηθούν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια ζωής του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής.

Τυπικά παραδείγματα τέτοιων βελτιώσεων της ασφάλειας μπορεί να περιλαμβάνουν την πρόσθετη εναλλακτική κατασκευή νέων εγκαταστάσεων που είναι απαραίτητες για τη συνέχιση της λειτουργίας του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής, τροφοδοτικά/γεννήτριες ηλεκτρικής ενέργειας, χρήση ειδικών φίλτρων στις εξόδους εξαερισμού του προστατευτικού περιβλήματος (filtered containment venting), εγκατάσταση συστημάτων διαχείρισης του υδρογόνου που παράγεται κατά τη διάρκεια σοβαρών ατυχημάτων (π.χ. παθητικών αυτοκαταλυτικών ανασυνδυαστών και/ή καυστήρων H2), συστημάτων, κατασκευών και κατασκευαστικών στοιχείων ενίσχυσης/με κατάλληλες ιδιότητες για υψηλότερη σεισμική αντοχή, πρόσθετο διαφοροποιημένο κύκλωμα ψύξης πυρήνα ή άλλο σύστημα ασφαλείας, εγκατάσταση εναλλακτικής τελικής καταβόθρας θερμότητας (π.χ. πύργος ψύξης) ή εισαγωγή πρόσθετων μέσων απόκτησης υδάτων ψύξης (π.χ. φρεάτια), συστήματα προστασίας από υπερπίεση του πρωτεύοντος κυκλώματος, αυξημένη αντιπλημμυρική προστασία (π.χ. νέα προχώματα, τροποποιήσεις στο δίκτυο αποστράγγισης ή παρόμοιες εργασίες για την αντιμετώπιση αυξημένων επιπέδων πλημμύρας), τροποποιήσεις στον έλεγχο της χημικής σύνθεσης των υδάτων, πρόσθετα μέτρα πυρανίχνευσης και προστασίας κ.λπ.

Τα παραδείγματα έργων ή επεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον που παρατίθενται στις ανωτέρω τρεις κατηγορίες μπορούν να εκτελεστούν είτε μεμονωμένα είτε συνδυαστικά και θα πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας ΕΠΕ και τη νομολογία του ΔΕΕ. Ανάλογα με τη φύση ή την κλίμακά τους στην αντίστοιχη περίπτωση, αν οι επεμβάσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως τροποποιήσεις ή επεκτάσεις ενός «έργου» κατά την έννοια της οδηγίας ΕΠΕ, μπορούν να οδηγήσουν είτε στη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (παράρτημα I σημείο 24) είτε στη διενέργεια προελέγχου [σύμφωνα με το παράρτημα II σημείο 13 στοιχείο α)]· σε ορισμένες περιπτώσεις, ίσως δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ. Εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να αξιολογήσουν εάν τυχόν εργασίες συνιστούν έργο σύμφωνα με την οδηγία ΕΠΕ και πώς θα πρέπει να εξεταστούν με βάση τις αρχές της οδηγίας ΕΠΕ.

4.2   Έγκριση για τροποποιήσεις ή επεκτάσεις έργων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής

Όλοι οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής υπόκεινται σε καθεστώς αδειοδότησης, και η κατασκευή και η λειτουργία τους είναι δυνατή μόνο βάσει απόφασης που εκδίδεται από αρμόδια αρχή. Η προσέγγιση που χρησιμοποιείται για την έγκριση της λειτουργίας πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής στα κράτη μέλη διαφέρει, ιδίως δεδομένου ότι οι εγκρίσεις για την εν λόγω λειτουργία είτε χορηγούνται για συγκεκριμένη, χρονικά περιορισμένη, διάρκεια ισχύος (για παράδειγμα 10 έτη) είτε είναι αόριστης διάρκειας.

Αφότου τεθούν σε λειτουργία, οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής υποβάλλονται συνεχώς σε εκτιμήσεις ασφαλείας, παρακολούθηση (συμπεριλαμβανομένης της περιβαλλοντικής παρακολούθησης) και επιθεωρήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους υπό την εποπτεία της/των οικείας/-ων αρμόδιας/-ων αρχής/αρχών. Οι αρμόδιες αρχές έχουν επίσης την ευθύνη να επαληθεύουν ότι η λειτουργία των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής συμμορφώνεται με τους όρους της σχετικής άδειας και ότι οι φορείς εκμετάλλευσης λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν την εν λόγω συμμόρφωση και την πυρηνική ασφάλεια (72). Ανάλογα με τη συγκεκριμένη εθνική διαδικασία, ο φορέας εκμετάλλευσης που τελεί υπό τον έλεγχο αρμόδιας αρχής οφείλει να διενεργεί πρόσθετες εκτιμήσεις και να αξιολογεί τη λειτουργία του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής σε διάφορα σημεία, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο περιοδικής αξιολόγησης ασφάλειας, θεματικών αξιολογήσεων (εξωτερικοί κίνδυνοι, ειδική ανατροφοδότηση επιχειρησιακής πείρας) ή παράτασης της λειτουργικής διάρκειας ζωής (73). Τα ζητήματα αυτά εμπεριέχουν πιθανότατα το ζήτημα του αν θα επιτραπεί στον σταθμό να συνεχίσει τη λειτουργία του χωρίς τροποποιήσεις (ή χωρίς σημαντικές τροποποιήσεις)· αν απαιτείται επέμβαση, όπως μέτρα για τη βελτίωση της πυρηνικής ασφάλειας, προκειμένου να συνεχιστεί η λειτουργία· αν πρέπει να διακοπεί οριστικά η λειτουργία του σταθμού (π.χ. αν οι αναγκαίες αναβαθμίσεις της ασφάλειας δεν μπορούν τελικά να εκτελεστούν ή αν ο φορέας εκμετάλλευσης κρίνει ότι η εφαρμογή των μέτρων αυτών δεν δικαιολογείται με βάση τη μελλοντική στρατηγική λειτουργίας του).

Ως αποτέλεσμα του ολοκληρωμένου πλαισίου των επιθεωρήσεων, των εκτιμήσεων ασφαλείας και της αρχής της συνεχούς βελτίωσης βάσει της οδηγίας για την πυρηνική ασφάλεια, εντοπίζονται τακτικά αναβαθμίσεις της ασφάλειας και προγραμματίζεται η εκτέλεσή τους σε εύθετο χρόνο. Συνήθως, οι αναβαθμίσεις της ασφάλειας συνάδουν και συμμορφώνονται με τους όρους της υφιστάμενης έγκρισης λειτουργίας πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής (συνήθως ομαδοποιούνται στην άδεια του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής).

Εάν οι απαιτούμενες τροποποιήσεις συνιστούν έργο κατά την έννοια της οδηγίας ΕΠΕ και έχουν ήδη αξιολογηθεί από προγενέστερη εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η εκτίμηση αυτή δεν θα χρειαστεί να επαναληφθεί, εκτός εάν οι περιστάσεις έχουν μεταβληθεί εν τω μεταξύ (βλ. κατωτέρω ενότητα 4.4).

Οι αρχές των κρατών μελών έχουν την ευθύνη να αξιολογούν ποιες πράξεις της εθνικής τους νομοθεσίας συνιστούν άδεια τροποποίησης ή παράτασης της λειτουργικής διάρκειας ζωής των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, π.χ. η απόφαση με την οποία παρέχεται στον φορέα εκμετάλλευσης το δικαίωμα να προχωρήσει με το έργο, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των διατάξεων της οδηγίας ΕΠΕ (βλ. σχετικά ενότητα 2.2.2).

Ο καθοριστικός παράγοντας προκειμένου να προσδιοριστεί τι συνιστά άδεια δεν είναι ο τίτλος (π.χ. «άδεια»), αλλά η έγκριση που χορηγείται όσον αφορά τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του φορέα εκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, εσωτερικές διαδικασίες ή εκτιμήσεις αρμόδιας αρχής που δεν ακολουθούνται από έγκριση εκτέλεσης εργασιών δεν θα πρέπει συνεπώς να θεωρούνται άδεια κατά την έννοια της οδηγίας ΕΠΕ.

4.2.1   Οι συγκεκριμένες περιπτώσεις παράτασης της διάρκειας ζωής και μακροχρόνιας λειτουργίας

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές αφορούν όλους τους τύπους τροποποιήσεων και επεκτάσεων. Η παράταση της διάρκειας ζωής και η μακροχρόνια λειτουργία αποτελούν ειδικές περιπτώσεις. Θεωρητικά θα μπορούσαν και οι δύο να πραγματοποιηθούν χωρίς εργασίες, αλλά στην πράξη, στα κράτη μέλη της ΕΕ, είναι αναμενόμενο να συνοδεύονται από εργασίες.

Οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή της σύμβασης του Espoo στην παράταση της διάρκειας ζωής των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής παρείχαν χρήσιμα παραδείγματα και παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη.

Το παράδειγμα της περιοδικής αξιολόγησης ασφάλειας

Οι φορείς εκμετάλλευσης μπορούν να χρησιμοποιούν διαδικασίες σε εξέλιξη για τον προσδιορισμό της ύπαρξης ενός έργου και της ανάγκης χορήγησης άδειας κατά την έννοια της οδηγίας ΕΠΕ. Οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής εντός της ΕΕ υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς αξιολόγησης της πυρηνικής ασφάλειας, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ευρατόμ, που ονομάζεται επίσης περιοδική αξιολόγηση ασφάλειας. Το άρθρο 8γ της οδηγίας 2009/71/Ευρατόμ του Συμβουλίου (74) απαιτεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να «επαναξιολογεί συστηματικά και τακτικά, τουλάχιστον ανά δεκαετία, την ασφάλεια της πυρηνικής εγκατάστασης». Η περιοδική αξιολόγηση ασφάλειας «αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς την υπάρχουσα σχεδιαστική βάση και εντοπίζει περαιτέρω βελτιώσεις σχετικές με την ασφάλεια, λαμβάνοντας υπόψη ζητήματα γήρανσης της εγκατάστασης, την πείρα που αποκτάται κατά τη λειτουργία, καθώς και τα πλέον πρόσφατα ερευνητικά αποτελέσματα και εξελίξεις στα διεθνή πρότυπα». Ως εκ τούτου, η περιοδική αξιολόγηση ασφάλειας συνιστά ενδελεχή έλεγχο, ο οποίος εντοπίζει και αξιολογεί τη σχετική με την ασφάλεια σημασία των αποκλίσεων από τα ισχύοντα πρότυπα ασφαλείας και τις διεθνώς αναγνωρισμένες ορθές πρακτικές, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα που αποκτάται κατά τη λειτουργία, τα σχετικά πορίσματα των ερευνών και την τρέχουσα κατάσταση της τεχνολογίας. Η διαδικασία αυτή συμβάλλει στην αξιολόγηση της δυνατότητας συνέχισης της λειτουργίας του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής με ασφαλή τρόπο και στην περαιτέρω βελτίωση του επιπέδου ασφάλειας. Βάσει ανάλυσης των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης που διενεργεί ο φορέας εκμετάλλευσης, η αρμόδια αρχή μπορεί, για παράδειγμα, να εγκρίνει τη συνέχιση της λειτουργίας του σταθμού ως το τέλος του επόμενου κύκλου περιοδικής αξιολόγησης ασφάλειας (συνήθως 10 έτη).

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, λόγω της φύσης και του σκοπού της, η ίδια η περιοδική αξιολόγηση ασφάλειας δεν συνιστά εν γένει αφ’ εαυτής απόφαση επέκτασης ή τροποποίησης του λειτουργικού καθεστώτος (π.χ. μακροχρόνια λειτουργία). Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα πορίσματα της αξιολόγησης ίσως οδηγήσουν στην έκδοση απόφασης από αρμόδια αρχή, προκειμένου να εφαρμοστούν τα πορίσματα της εν λόγω αξιολόγησης (π.χ. ανάγκη για βελτιώσεις της ασφάλειας στη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής πριν από τη συνέχιση της λειτουργίας της ή παράλληλα με τη συνεχιζόμενη λειτουργία της). Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, η περιοδική αξιολόγηση ασφάλειας χρησιμοποιείται προκειμένου να υποστηριχτεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων για την παράταση ή την ανανέωση της άδειας ή μπορεί να αποτελέσει μέρος διαδικασίας λήψης απόφασης πολλαπλών σταδίων (βλ. επίσης ενότητα 2.2.2). Ωστόσο, η περιοδική αξιολόγηση ασφάλειας δεν απαιτεί αφ’ εαυτής εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Εάν το αποτέλεσμα της περιοδικής αξιολόγησης ασφάλειας έχει ως αποτέλεσμα την εκτέλεση έργων, για τα εν λόγω έργα μπορεί να απαιτηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων και άδεια, εφόσον τα έργα αυτά συνιστούν τροποποίηση ή επέκταση κατά την έννοια του παραρτήματος I σημείο 24 της οδηγίας ΕΠΕ, ή όταν συνιστούν τροποποίηση ή επέκταση κατά την έννοια του παραρτήματος ΙΙ σημείο 13 στοιχείο α) της οδηγίας ΕΠΕ, και τα κράτη μέλη έχουν κρίνει, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 και το άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας ΕΠΕ, ότι απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

4.3   Κατευθυντήριες αρχές για την εκτίμηση τροποποιήσεων ή επεκτάσεων έργων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής υπό το πρίσμα της απόφασης Doel

Όπως αναφέρθηκε στην ενότητα 3.3, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οδηγία ΕΠΕ πρέπει να ερμηνεύεται ωσάν να εννοεί ότι η επανέναρξη της λειτουργίας ενός πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής (75) ή η μετάθεση της διακοπής λειτουργίας του, και στις δύο περιπτώσεις για περίοδο 10 ετών («μέτρα»), μέτρα που συνεπάγονται την πραγματοποίηση εργασιών εκσυγχρονισμού των πυρηνικών αυτών σταθμών, αξίας περίπου 700 εκατ. EUR (76), δυναμένων να επηρεάσουν τα πράγματα στους συγκεκριμένους χώρους, αποτελούν «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, το οποίο πρέπει καταρχήν να υπαχθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πριν από τη θέσπιση των μέτρων αυτών (77). Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι η φύση των εργασιών (78) είναι τέτοια ώστε δύναται να επηρεάσει τα πράγματα στους εν λόγω χώρους, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, και, ως εκ τούτου, τα μέτρα δεν μπορούν να διαχωριστούν τεχνητά από τις εργασίες που συνδέονται άρρηκτα με αυτά, προκειμένου να εκτιμηθεί αν υφίσταται εν προκειμένω «έργο» κατά την έννοια της οδηγίας. Ως εκ τούτου έκρινε ότι τα μέτρα και οι εργασίες αποτελούν, από κοινού, τμήμα του ίδιου έργου κατά την έννοια της διάταξης αυτής (79).

Στη σκέψη 78 της απόφασης Doel, ορίζεται η βασική αρχή που ενεργοποιεί την υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε περίπτωση μεταβολής ή επέκτασης έργων του παραρτήματος Ι. Το μέτρο για την αξιολόγηση των σχετικών κριτηρίων είναι ο κίνδυνος σε ό,τι αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αν ο κίνδυνος που συνεπάγεται η τροποποίηση ή η επέκταση του έργου είναι συγκρίσιμος με τον κίνδυνο που παρουσιάζει αυτή καθαυτή η αρχική κατηγορία έργων, το έργο εμπίπτει στο παράρτημα I σημείο 24 της οδηγίας ΕΠΕ. Η διατύπωση της απόφασης υποδηλώνει ότι η φύση ή η έκταση της τροποποίησης ή επέκτασης ενός έργου αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι είναι παρόμοιοι με εκείνους του αρχικού έργου και δεν είναι απαραίτητο να πληρούνται σωρευτικά.

Ως εκ τούτου, από την απόφαση μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα μέτρα που έχουν ως αποτέλεσμα την παράταση, για σημαντικό χρονικό διάστημα, της διάρκειας των αδειών των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τα οποία συνεπάγονται σημαντικές εργασίες ανακαίνισης οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τα μέτρα εκσυγχρονισμού/τροποποίησης των εν λόγω σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, κατά τρόπον ώστε να δύνανται να επηρεάσουν τα πράγματα στους εν λόγω χώρους, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παραρτήματος I σημείο 24 της οδηγίας ΕΠΕ, δεδομένου ότι προκαλούν παρόμοιους, από την άποψη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κινδύνους με εκείνους της αρχικής θέσης σε λειτουργία των εν λόγω σταθμών. Αυτό ισχύει ιδίως όταν η μακροχρόνια παράταση του χρόνου λειτουργίας και οι εργασίες ανακαίνισης έχουν παρόμοια σημασία με εκείνες της υπόθεσης C-411/17.

Εκτός από την προαναφερθείσα κατευθυντήρια αρχή, η απόφαση Doel επιβεβαίωσε άλλες σημαντικές αρχές της οδηγίας ΕΠΕ, οι οποίες είναι επίσης σημαντικές κατά την εφαρμογή της οδηγίας σε τροποποιήσεις και επεκτάσεις πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής (βλ. ανωτέρω τις ενότητες σχετικά με την εκτίμηση των συνολικών επιπτώσεων ενός έργου και τη λήψη αποφάσεων σε πολλαπλά στάδια).

4.4   Προσδιορισμός του κινδύνου και της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων

Μολονότι η οδηγία ΕΠΕ δεν προβλέπει κριτήρια για την εκτίμηση του κινδύνου που παρουσιάζουν οι εργασίες οι οποίες χαρακτηρίζονται ως τροποποιήσεις ή επεκτάσεις έργων ούτε δίνει παραδείγματα τέτοιων έργων τα οποία χαρακτηρίζονται ως τροποποιήσεις ή επεκτάσεις όσον αφορά έργα του παραρτήματος ΙΙ, ωστόσο προβλέπει κριτήρια προκειμένου να προσδιοριστεί αν αυτά πρέπει να υποβληθούν σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων (κριτήρια επιλογής που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας ΕΠΕ και απαιτήσεις του παραρτήματος II.A και του παραρτήματος III της οδηγίας, όπως παρουσιάζονται στην ενότητα 3.4). Ως εκ τούτου, τα εν λόγω κριτήρια επιλογής μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό του πιθανού κινδύνου και στη συνέχεια της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Όταν οι εργασίες ή οι επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον είναι τέτοιας έκτασης ώστε δεν παρουσιάζουν παρόμοιο κίνδυνο για το περιβάλλον με τη δραστηριότητα αυτή καθαυτή, αλλά συνιστούν τροποποιήσεις ή επεκτάσεις πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής που έχουν ήδη εγκριθεί, εκτελεστεί ή τελούν υπό εκτέλεση και οι οποίες ενδέχεται να έχουν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις, εμπίπτουν στο παράρτημα ΙΙ σημείο 13 στοιχείο α) της οδηγίας ΕΠΕ και υπόκεινται σε προέλεγχο.

Συναφώς, θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή της Σύμβασης του Espoo στην παράταση της διάρκειας ζωής των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Σύμφωνα με τη Σύμβαση του Espoo, μία από τις παραμέτρους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου η τροποποίηση μιας δραστηριότητας να υποβληθεί σε διασυνοριακή εκτίμηση επιπτώσεων είναι ο χαρακτηρισμός της ως σημαντικής τροποποίησης/μεταβολής μιας δραστηριότητας. Ως εκ τούτου, οι κατευθυντήριες γραμμές για τη Σύμβαση του Espoo περιέχουν μη εξαντλητικό κατάλογο ενδεικτικών παραγόντων (80) που μπορεί να είναι σημαντικοί και οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές όταν καθορίζουν αν η παράταση της διάρκειας ζωής ισοδυναμεί με σημαντική τροποποίηση. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι εξής:

αυξημένη χρήση φυσικών πόρων σε σύγκριση με τα όρια που προβλέπονται στην αρχική άδεια·

αυξημένη παραγωγή αποβλήτων ή αναλωμένων καυσίμων σε σύγκριση με τα όρια που προβλέπονται στην αρχική άδεια·

αυξημένες εκπομπές, συμπεριλαμβανομένων των ραδιονουκλεϊδίων και της απόρριψης υδάτων ψύξης, σε σύγκριση με τα όρια που προβλέπονται στην αρχική άδεια·

έκταση των εργασιών εκσυγχρονισμού και/ή των αναβαθμίσεων ή βελτιώσεων της ασφάλειας, ιδίως εκείνων που τροποποιούν σημαντικά, υπό την έννοια της υλικής μεταβολής, τα πράγματα στους συγκεκριμένους χώρους ή ουσιωδών βελτιώσεων που οφείλονται στη γήρανση κατασκευαστικών στοιχείων και/ή την απαξίωση·

μεταβολές στο περιβάλλον, όπως αυτές που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή·

μέτρα για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τον μετριασμό της.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που πρέπει να εξεταστεί είναι αν η εν λόγω παράταση της διάρκειας ζωής, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, μπορεί να προκαλέσει σημαντικές δυσμενείς διασυνοριακές περιβαλλοντικές επιπτώσεις (81).

Οι επιπτώσεις που ενδέχεται να έχουν στους περιβαλλοντικούς παράγοντες οι εργασίες ή οι επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον αποτελούν ένα επιπλέον κριτήριο επιλογής για τον προσδιορισμό του πιθανού κινδύνου και της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας ΕΠΕ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες (82) όταν ένα έργο υποβάλλεται σε προέλεγχο ή εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες ενδέχεται να επηρεαστούν σε διαφορετική έκταση και με διαφορετική διάρκεια ανάλογα με τις πιθανές τροποποιήσεις ή επεκτάσεις ενός πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής προκειμένου να καταστεί δυνατή η λειτουργία του (για τον σκοπό αυτόν, βλέπε τις κατηγορίες εργασιών που περιγράφονται στην ενότητα 4.1).

Οι βελτιώσεις της ασφάλειας των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής και οι εργασίες που εκτελούνται για να διατηρηθεί η κατάσταση του σταθμού σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές ή τη βάση αδειοδότησης στις περισσότερες περιπτώσεις αποσκοπούν στην επίτευξη συνολικά θετικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, διότι ο λόγος για την εκτέλεσή τους είναι η μείωση του κινδύνου ατυχήματος, η μείωση των εκπομπών από την κανονική λειτουργία του σταθμού ή η μείωση της παραγωγής ραδιενεργών αποβλήτων. Οι περισσότερες από αυτές τις βελτιώσεις εκτελούνται με σκοπό τη μείωση των ραδιολογικών ή άλλων εκπομπών στο περιβάλλον υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας ή σε περίπτωση ατυχήματος, ή και στις δύο περιπτώσεις, και/ή τη μείωση της πρόσληψης δόσεων κατά την εργασία από τους εργαζομένους μακροπρόθεσμα (83).

Ωστόσο, οι βελτιώσεις ενδέχεται να έχουν επίσης δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά τη διάρκεια της κανονικής λειτουργίας του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής, π.χ. αυξημένη χρήση πόρων όπως το νερό ή η ενέργεια, ή αύξηση των συμβατικών εκπομπών, π.χ. από δοκιμές ή περιστασιακή λειτουργία πρόσθετων εφεδρικών πετρελαιοκίνητων γεννητριών έκτακτης ανάγκης. Άλλες βελτιώσεις της ασφάλειας θα μπορούσαν επίσης δυνητικά να έχουν επίπτωση στο περιβάλλον υπό συγκεκριμένες συνθήκες· για παράδειγμα μια βελτίωση που αποσκοπεί στην ενίσχυση της αντιπλημμυρικής προστασίας (π.χ. νέα προχώματα, τροποποιήσεις στο δίκτυο αποστράγγισης ή παρόμοιες εργασίες) θα μπορούσε δυνητικά να μεταβάλει τη φυσική ροή των υδατορευμάτων υπό πλημμυρικές συνθήκες, γεγονός που μπορεί να έχει επίπτωση στην έκταση των πλημμυρών κατάντη, σε σημεία όπου το υδατόρευμα μπορεί να περνάει μέσα από ή κοντά σε κατοικημένες περιοχές, ή μπορεί να επηρεάσει περιοχές με ιδιαίτερη σημασία. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ορισμένες βελτιώσεις της ασφάλειας να έχουν δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά τη φάση κατασκευής ή εγκατάστασης (π.χ. θόρυβος, οχλήσεις, προσωρινή αύξηση της παραγωγής ραδιολογικών και/ή συμβατικών αποβλήτων, βιομηχανικών/ραδιολογικών εκπομπών, καθώς και της χρήσης πόρων όπως οικοδομικά υλικά, νερό, ενέργεια).

Οι αλλαγές στον έλεγχο της χημικής σύνθεσης των υδάτων (84) στους πυρηνικούς αντιδραστήρες είναι σημαντικές τουλάχιστον από έξι διαφορετικές απόψεις: ακεραιότητα υλικών, επίπεδα ακτινοβολίας του σταθμού, συσσώρευση κοιτάσματος, απόδοση καυσίμου, περιβαλλοντικές επιπτώσεις και ασφάλεια. Οι αλλαγές αυτές μπορεί να επιφέρουν βελτιώσεις, για παράδειγμα, όσον αφορά την ασφάλεια και την υποβάθμιση των κατασκευαστικών στοιχείων λόγω γήρανσης, ή μπορεί να βελτιώσουν τον έλεγχο των ρυθμών διάβρωσης ή να μειώσουν τους ρυθμούς αυτούς (γεγονός που μπορεί επίσης να βελτιώσει την πρόσληψη ραδιολογικών δόσεων από τους εργαζομένους και να απλουστεύσει τη συντήρηση). Ωστόσο, η αλλαγή μιας παραμέτρου που βασίζεται στη χημεία με σκοπό τη βελτίωση της ασφάλειας μπορεί να επιδεινώσει έναν άλλον κίνδυνο ή μια άλλη επικινδυνότητα, οπότε απαιτείται προσεκτική εξισορρόπηση. Κατά συνέπεια, παρότι οι βελτιώσεις της ασφάλειας αποσκοπούν στην επίτευξη συνολικά θετικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, είναι επίσης δυνατό να προκαλέσουν ορισμένες δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Οι εργασίες ή τυχόν επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον οι οποίες σχετίζονται με τη βελτίωση των επιδόσεων των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες, σε σχέση με τις βελτιώσεις της ασφάλειας, να επιτύχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής, τόσο ραδιολογικές (π.χ. λόγω διαφορετικής βασικής ραδιολογικής απογραφής) όσο άλλες επιπτώσεις (π.χ. αύξηση της ροής ή της θερμοκρασίας της απόρριψης υδάτων ψύξης).

4.5   Συγκριτική αξιολόγηση κατά την εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας

Οι εργασίες συγκριτικής αξιολόγησης ξεκίνησαν σε τακτική βάση στον τομέα της πυρηνικής ασφάλειας πριν από 20 και πλέον έτη και απέφεραν επιτυχή αποτελέσματα όσον αφορά την εναρμόνιση της πρακτικής εφαρμογής των αρχών ασφαλείας. Ο βασικός ρόλος που διαδραματίζουν για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου ασφάλειας, εναρμονισμένου σε επίπεδο ΕΕ, αναγνωρίστηκε από την οδηγία για την πυρηνική ασφάλεια (85), ιδίως μέσω της διάταξης που αφορά τις θεματικές αξιολογήσεις από ομοτίμους.

Η εφαρμογή των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών και της οδηγίας ΕΠΕ θα μπορούσε να ενισχυθεί με την έναρξη μιας τέτοιας συγκριτικής αξιολόγησης από τα κράτη μέλη, σε εθελοντική βάση, όσον αφορά τις τροποποιήσεις και τις επεκτάσεις των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Η συγκριτική αξιολόγηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινές μεθοδολογίες σε επίπεδο ΕΕ και να διευκολύνει την πρακτική εφαρμογή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, κατά την εξέταση τροποποιήσεων ή επεκτάσεων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, και υπό το πρίσμα της ενότητας 4.2, η συγκριτική αξιολόγηση θα μπορούσε να είναι χρήσιμη προκειμένου να αξιολογηθεί αν έχουν μεταβληθεί οι ραδιολογικές εκλύσεις υπό συνθήκες κανονικής λειτουργίας ή σε περίπτωση ατυχήματος και σε ποιο βαθμό μια τέτοια μεταβολή συνεπάγεται την ανάγκη επανεξέτασης τυχόν υφιστάμενης εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (εάν έχει διενεργηθεί τέτοια εκτίμηση). Η εν λόγω συγκριτική αξιολόγηση μπορεί επίσης να συμβάλει προκειμένου να αξιολογηθεί αν οι τροποποιήσεις και οι επεκτάσεις των έργων θα δημιουργήσουν πρόσθετους κινδύνους επιπτώσεων για τα γειτονικά κράτη μέλη και να προσδιοριστούν αυτά τα κράτη μέλη.

5   ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ

Όταν κατασκευαστικές εργασίες ή επεμβάσεις που τροποποιούν, υπό την έννοια της υλικής μεταβολής, τα πράγματα στα αρχικά έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι ή ΙΙ της οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος I σημείο 24 ή του παραρτήματος II σημείο 13 στοιχείο α) της οδηγίας αυτής, συνιστούν «έργα» κατά την έννοια της οδηγίας ΕΠΕ και υπόκεινται είτε σε προέλεγχο είτε σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Τα έργα εκείνα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον υπόκεινται σε απαίτηση χορήγησης άδειας.

Τροποποίηση ή επέκταση έργων κατά την έννοια του παραρτήματος I σημείο 24 της οδηγίας για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, προϋποθέτει ότι υπάρχουν κίνδυνοι παρόμοιοι, όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον, με το αρχικό έργο. Στο πλαίσιο αυτό, η παράταση της διάρκειας των αδειών των αρχικών έργων κατά σημαντικές χρονικές περιόδους, καθώς και η σημασία των εργασιών που συνδέονται άρρηκτα με την έκταση των τροποποιήσεων ή των επεκτάσεων έργων αποτελούν βασικά κριτήρια που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές.


(1)  ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 124 της 25.4.2014, σ. 1.

(3)  C-411/17, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, ECLI:EU:C:2019:622.

(4)  https://ec.europa.eu/environment/eia/pdf/EIA_rulings_web.pdfhttps://ec.europa.eu/environment/eia/pdf/EIA_rulings_web.pdf (το έγγραφο αυτό δεν αντικατοπτρίζει την επίσημη γνώμη της Επιτροπής, δεν είναι δεσμευτικό για την Επιτροπή και δεν υποστηρίζεται από την παρούσα ανακοίνωση).

(5)  ΕΕ C 104 της 24.4.1992, σ. 7.

(6)  ΕΕ L 124 της 17.5.2005, σ. 4.

(7)  Βλέπε σχετικά τη γνώμη της γενικής εισαγγελέα Kokott στην υπόθεση C-411/17, σημείο 105 («Δεδομένου ότι η οδηγία ΕΠΕ σκοπεί στην ενσωμάτωση [της Σύμβασης του Espoo], είναι επιθυμητό αυτή να ερμηνεύεται σύμφωνα με [τη σύμβαση]. Επίσης, οι αρμοδιότητες της Ένωσης επιβάλλεται να ασκούνται στο πλαίσιο τηρήσεως του διεθνούς δικαίου· συνακόλουθα, το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, καταρχήν, σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της».).

(8)  Διαφορετικές νομοθετικές πράξεις μπορεί να έχουν διαφορετικούς στόχους, οι οποίοι με τη σειρά τους θα μπορούσαν να επηρεάσουν το πεδίο εφαρμογής και τη σημασία των ταξινομήσεων και των ορισμών των έργων που περιλαμβάνονται σε αυτές. Επομένως, η ταξινόμηση ορισμένου έργου σε μία οδηγία ενδέχεται να μην καθορίζει κατ’ ανάγκην επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ερμηνεύεται το ίδιο είδος έργου στο πλαίσιο άλλης οδηγίας. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο (βλ., για παράδειγμα, υπόθεση C-227/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας), το δίκαιο της ΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το όλο πνεύμα και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος.

(9)  https://unece.org/sites/default/files/2021-02/Guidance_on_Conventions%20applicability_to_LTE%20of%20NPPs_As%20endorsed%20and%20edited.pdf.

(10)  Βλ. συναφώς υπόθεση C-486/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 45 και υπόθεση C-255/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 52.

(11)  Βλ. υπόθεση C-435/09, Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψεις 86 και 88.

(12)  C-72/95, Kraaijeveld κ.λπ., σκέψη 50· C-2/07, Abraham κ.λπ., σκέψη 37· C-75/08, Mellor, σκέψη 50· C-427/07, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 41.

(13)  Υπόθεση C-2/07, Abraham κ.λπ., σκέψη 23· υπόθεση C-275/09, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ., σκέψη 24· υπόθεση C-121/11, Pro-Braine κ.λπ., σκέψη 31.

(14)  Κατ’ αναλογία, υπόθεση C-275/09, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ., σκέψη 24· υπόθεση C-121/11, Pro-Braine κ.λπ., σκέψη 32.

(15)  C-287/98, Linster, σκέψη 52· C-486/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 36· C-215/06, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 49· C-329/17, Prenninger κ.λπ., σκέψη 35.

(16)  Η οδηγία δεν απαιτεί πρόσθετη «έγκριση» πέραν αυτής της «άδειας»· βλ. C-332/04, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 53.

(17)  C-290/03, Barker - Crystal Palace, σκέψεις 40-41.

(18)  C-50/09, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψεις 73-75. «Από [το άρθρο 2 παράγραφος 2] προκύπτει ότι η παρεχόμενη στα κράτη μέλη ελευθερία εκτείνεται και στον καθορισμό των κανόνων διαδικασίας και των προϋποθέσεων χορηγήσεως της ως άνω άδειας. Εντούτοις, η ελευθερία αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνον εντός των ορίων που θέτει η εν λόγω οδηγία και υπό τον όρο ότι οι επιλογές των κρατών μελών διασφαλίζουν πλήρως την τήρηση των σκοπούμενων με αυτή αποτελεσμάτων».

(19)  Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε την ενότητα 4 του εγγράφου καθοδήγησης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των εξαιρέσεων δυνάμει της οδηγίας ΕΠΕ (https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A52019XC1114%2802%29).

(20)  Βλ. υπόθεση Doel, σκέψεις 103-114.

(21)  Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17), άρθρο 3 παράγραφος 7 – «άδεια»: η έγγραφη άδεια λειτουργίας μέρους ή ολόκληρης εγκατάστασης ή μονάδας καύσης ή μονάδας αποτέφρωσης ή συναποτέφρωσης αποβλήτων.

(22)  Οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1).

(23)  Ο χαρακτηρισμός «άδεια» κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας δεν εξαρτάται από την ονομασία [ορισμένα παραδείγματα όρων που χρησιμοποιούνται στις εθνικές πρακτικές είναι άδεια κατασκευής, άδεια καθορισμού ζωνών, άδεια χρήσης γης, (ολοκληρωμένη) περιβαλλοντική άδεια, πολεοδομική άδεια, άδεια χωροθέτησης], αλλά από το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην οδηγία.

(24)  Εκτός από την οδηγία περί βιομηχανικών εκπομπών, τα συστήματα αδειοδότησης είναι διαθέσιμα, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί αποβλήτων —οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα ή οδηγία 1999/31/ΕΚ, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων. Λόγου χάρη, παράδειγμα συστήματος αδειοδότησης είναι διαθέσιμο στην οδηγία 2013/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ κ.λπ.

(25)  C-275/09, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ.

(26)  Η αρχή της παρούσας ενότητας ισχύει και για νέα έργα.

(27)  C-201/02, Wells, σκέψεις 52-53, διατακτικό σημείο 1.

(28)  Υπόθεση C-201/02, Wells· υπόθεση C-508/03, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου· υπόθεση C-290/03, Barker.

(29)  C-201/02, Wells και C-2/07, Abraham κ.λπ.

(30)  Βλέπε σκέψη 88 της απόφασης στην υπόθεση Doel: «88. Συνεπώς, ακόμη και αν για την υλοποίηση των μέτρων αυτών απαιτείται να εκδοθούν μεταγενέστερες πράξεις στο πλαίσιο μας σύνθετης και οριοθετημένης διαδικασίας, με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη διασφάλιση της τήρησης των προτύπων ασφάλειας και προστασίας που ισχύουν για την εν λόγω δραστηριότητα βιομηχανικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πυρηνικής προέλευσης, και αν τα εν λόγω μέτρα υποβάλλονται, ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου της 28ης Ιουνίου 2015, σε προηγούμενη έγκριση της AFCN, εντούτοις τα μέτρα αυτά, αφ’ ης στιγμής θεσπισθούν από τον εθνικό νομοθέτη, προσδιορίζουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του έργου και δεν προβλέπεται πλέον, a priori, να εξετασθούν εκ νέου ή να τεθούν υπό αμφισβήτηση.».

(31)  Στην υπόθεση C-50/09, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η αρμόδια αρχή για το περιβάλλον, προκειμένου να διασφαλίσει την τήρηση της υποχρεώσεως που της επιβάλλει το εν λόγω άρθρο 3, δεν μπορεί να περιορίζεται στον προσδιορισμό και στην περιγραφή των άμεσων και έμμεσων συνεπειών ενός σχεδίου έργου σε ορισμένους παράγοντες, αλλά οφείλει να τους αξιολογεί κατά περίπτωση με τον δέοντα τρόπο» (σκέψη 37). Βλ., επίσης, υπόθεση C-508/03, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου,·σκέψεις 103 έως 106.

(32)  C-2/07, Abraham κ.λπ. – αεροδρόμιο της Λιέγης, σκέψεις 42-43· C-142/07, Ecologistas en Acción-CODA, σκέψη 39.

(33)  C-205/08, Umweltanwalt von Kärnten, σκέψη 51.

(34)  C-392/96, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψεις 76, 82· C-142/07, Ecologistas en Acción-CODA, σκέψη 44· C-205/08, Umweltanwalt von Kärnten, σκέψη 53· C-2/07, Abraham κ.λπ. - αεροδρόμιο της Λιέγης, σκέψη 27· C-275/09, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ., σκέψη 36· C-244/12, Salzburger Flughafen, σκέψη 37.

(35)  Υπόθεση C-2/07, Abraham κ.λπ. – αεροδρόμιο της Λιέγης, σκέψη 42.

(36)  Υπόθεση C-227/01, Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 53.

(37)  Υπόθεση C-244/12, Salzburger Flughafen, σκέψη 37. Στην περίπτωση αυτή, τα έργα για τα οποία γινόταν λόγος αφορούσαν την κατασκευή βοηθητικών κτιρίων για έναν αερολιμένα (δηλαδή αποθήκες, επέκταση χώρων στάθμευσης οχημάτων και αεροσκαφών) που έπρεπε να εξεταστούν σε συνδυασμό με άλλα έργα τα οποία είχαν εγκριθεί νωρίτερα (δηλαδή κατασκευή πρόσθετου τερματικού σταθμού).

(38)  Βλέπε παράρτημα II.A σημείο 1 στοιχείο α), παράρτημα III σημείο 1 στοιχείο α) και παράρτημα IV σημείο 1 στοιχείο β), καθώς και αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2014/52/ΕΕ («Για να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, οι διαδικασίες προελέγχου και η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις του όλου έργου, καθώς και, όπου είναι σχετικό, του υπεδάφους και του υπόγειου τμήματός του κατά τα στάδια κατασκευής και λειτουργίας και, κατά περίπτωση, της κατεδάφισης»).

(39)  C-287/98, Linster, σκέψη 52· C-486/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 36· C-215/06, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 49.

(40)  Υπόθεση C-215/06, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 51. «[...] το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας πρέπει κατ’ ανάγκη να θεωρηθεί ότι εννοεί ότι, αν ο αιτών δεν έχει ζητήσει και λάβει την απαιτούμενη άδεια και δεν έχει προβεί προηγουμένως στη μελέτη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όταν αυτή απαιτείται, δεν μπορεί να αρχίσει τις σχετικές με το εν λόγω σχέδιο εργασίες χωρίς να παραβεί τις επιταγές της [...] οδηγίας».

(41)  Επιπλέον, σε περίπτωση παραλείψεως εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή προελέγχου των επιπτώσεων στο περιβάλλον, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να ελέγξουν αν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με το δικαίωμα αποζημιώσεως, μεταξύ άλλων η ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης παραβάσεως και της προκληθείσας ζημίας (υπόθεση C-420/11, Leth, σκέψη 48).

(42)  Υπόθεση C-201/02, Wells, σκέψεις 66-70.

(43)  Υπόθεση C-215/06, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 59, «[...] Έτσι, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να θεραπεύουν την παράλειψη εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για παράδειγμα, αφαιρώντας ή αναστέλλοντας μια ήδη χορηγηθείσα άδεια, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τέτοια εκτίμηση, πάντοτε εντός των ορίων της δικονομικής αυτοτέλειας των κρατών μελών.

(44)  Υποθέσεις C-215/06, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 57· C-416/10, Križan κ.λπ., σκέψη 87· C-348/15, Stadt WienerNeustadt, σκέψη 36· C-411/17, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, σκέψη 174.

(45)  Υποθέσεις C-196/16 και C-197/16, Comune di Corridonia, σκέψεις 35-41 και 43· C-117/17, Castelbellino, σκέψη 30, C-411/17, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, σκέψη 175.

(46)  C-215/06, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 57· C-416/10, Križan κ.λπ., σκέψη 87· C-348/15, Stadt WienerNeustadt, σκέψη 36.

(47)  Οδηγία 85/336/EOK του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1985 για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175 της 5.7.1985, σ. 40).

(48)  Οδηγία 97/11/EK του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 85/337/EOK για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλο (ΕΕ L 73 της 14.3.1997, σ. 5).

(49)  Λειτουργώντας ως πρόδρομος της προσθήκης της κατηγορίας έργων του παραρτήματος II σημείο 13 στοιχείο α) στο κείμενο της οδηγίας, το Δικαστήριο αποφάνθηκε στην υπόθεση C-72/95, Kraaijeveld κ.λπ. ότι η οδηγία εφαρμόζεται επίσης σε τροποποιήσεις έργων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η έκφραση «έργα διευθέτησης (canalisation) και ρύθμισης της ροής υδάτων» που χρησιμοποιείται στο παράρτημα II σημείο 10 στοιχείο ε) της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ (προτού τροποποιηθεί με την οδηγία 97/11/ΕΚ) έχει την έννοια ότι καλύπτει όχι μόνο την κατασκευή νέου προχώματος, αλλά και την τροποποίηση προϋπάρχοντος προχώματος διά της μετατοπίσεως, ενισχύσεως ή διαπλατύνσεώς του, την αντικατάσταση προχώματος με την κατασκευή νέου προχώματος στην ίδια θέση, ανεξαρτήτως του αν το νέο πρόχωμα είναι στερεότερο ή πλατύτερο από το προηγούμενο, ή ακόμα τον συνδυασμό πλειόνων από τις ως άνω περιπτώσεις (σκέψη 42).

(50)  Οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17).

(51)  Για τροποποιήσεις/επεκτάσεις έργων του παραρτήματος Ι που βρίσκονται κάτω από το κατώτατο όριο αλλά έχουν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, βλέπε παράρτημα ΙΙ σημείο 13 στοιχείο α).

(52)  Υπόθεση C-411/17, σκέψεις 79-80.

(53)  Η έκταση της ανακαίνισης πιστοποιήθηκε από τη χρηματοδότηση ύψους 700 εκατ. EUR που εγκρίθηκε για τους εν λόγω ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς, υπόθεση C-411/17, σκέψη 64.

(54)  Στο ίδιο, σκέψη 78.

(55)  Επίσης, με βάση το παράρτημα I σημείο 24, απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για «κάθε μεταβολή ή επέκταση των σχεδίων που απαριθμούνται στο παρόν παράρτημα, όταν η εν λόγω μεταβολή ή επέκταση καθ’ εαυτή, εμπίπτει στα κατώτατα όρια, αν υπάρχουν, τα οποία καθορίζονται στο παρόν παράρτημα».

(56)  Το προτεινόμενο έργο αφορούσε την τροποποίηση των υποδομών του αερολιμένα, την κατασκευή πύργου ελέγχου, νέων εξόδων από τους διαδρόμους απογείωσης και προσγείωσης και ζωνών στάθμευσης, καθώς και εργασίες διαμόρφωσης και διαπλάτυνσης των διαδρόμων χωρίς μεταβολή του μήκους τους.

(57)  Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε επίσης στις υποθέσεις C-275/09, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ. και C-244/12, Salzburger Flughafen.

(58)  Βλ. κατ’ αναλογία υπόθεση C-411/17, Doel, σκέψη 78.

(59)  https://ec.europa.eu/environment/eia/pdf/EIA_rulings_web.pdf (το εν λόγω έγγραφο δεν αντικατοπτρίζει την επίσημη γνώμη της Επιτροπής, δεν είναι δεσμευτικό για την Επιτροπή και δεν εγκρίνεται από την παρούσα ανακοίνωση).

(60)  https://ec.europa.eu/environment/eia/pdf/EIA_guidance_EIA_report_final.pdf (το εν λόγω έγγραφο δεν αντικατοπτρίζει την επίσημη γνώμη της Επιτροπής, δεν είναι δεσμευτικό για την Επιτροπή και δεν εγκρίνεται από την παρούσα ανακοίνωση).

(61)  Υποθέσεις C-287/98, Linster, σκέψη 52· C-486/04, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 36· C-215/06, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, σκέψη 49.

(62)  Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει έργα με και χωρίς κατώτατο όριο.

(63)  Υπόθεση C-411/17, Doel, σκέψη 79.

(64)  Υπόθεση C-570/13, σκέψεις 44 και 50.

(65)  Για τους σκοπούς του παρόντος εγγράφου καθοδήγησης, ο όρος «πυρηνικοί σταθμοί» ισοδυναμεί με τον όρο «πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής».

(66)  https://unece.org/sites/default/files/2021-02/Guidance_on_Conventions%20applicability_to_LTE%20of%20NPPs_As%20endorsed%20and%20edited.pdf.

(67)  Μακροχρόνια λειτουργία ενός πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής είναι η λειτουργία πέραν ενός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος που καθορίζεται από τη διάρκεια της άδειας, τον αρχικό σχεδιασμό του σταθμού, τα σχετικά πρότυπα ή τους εθνικούς κανονισμούς. (Ageing Management and development of a Programme for Long Term Operation of Nuclear Power Plants, IAEA Specific Safety Guide SSG-48, IAEA 2018).

(68)  Βλ. σκέψη 32 της απόφασης της 22ας Σεπτεμβρίου 2020 στην υπόθεση C-594/18 P Αυστρία κατά Επιτροπής (ECLI:EU:C:2020:742).

(69)  Βλ. σκέψεις 41 και 43 της απόφασης της 22ας Σεπτεμβρίου 2020 στην υπόθεση C-594/18 P Αυστρία κατά Επιτροπής (ECLI:EU:C:2020:742).

(70)  Βλ., μεταξύ άλλων, κεφάλαιο 3 «Η προστασία της υγείας» της Συνθήκης Ευρατόμ, και τις σκέψεις 40, 41 και 43 της απόφασης του Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2020 στην υπόθεση C-594/18 P Αυστρία κατά Επιτροπής (ECLI:EU:C:2020:742).

(71)  Οι επεμβάσεις αυτές δεν συνδέονται απαραιτήτως με διαδικασία μακροχρόνιας λειτουργίας, παρότι δεν θα ήταν δυνατή η παράταση της διάρκειας ζωής χωρίς την αντικατάσταση των κατασκευαστικών στοιχείων (για παράδειγμα, η απόφαση παράτασης της λειτουργικής διάρκειας ζωής ενός πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής μετά τη λήξη της προβλεπόμενης διάρκειας ζωής του, που είναι 40 έτη, ίσως να μην είναι εφικτή χωρίς την αντικατάσταση των ατμογεννητριών έπειτα από 30 έτη λειτουργίας).

(72)  Οδηγία 2009/71/Ευρατόμ της 25ης Ιουνίου 2009 (ΕΕ L 172 της 2.7.2009, σ. 18), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/87/Ευρατόμ της 8ης Ιουλίου 2014 (ΕΕ L 219 της 25.7.2014, σ. 42), περί θεσπίσεως κοινοτικού πλαισίου για την πυρηνική ασφάλεια πυρηνικών εγκαταστάσεων. Σύμφωνα με τη γενική αρχή της απαίτησης για συνεχή βελτίωση, ο φορέας εκμετάλλευσης, υπό την εποπτεία των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την ασφάλεια, εφαρμόζει σε συνεχή βάση όλες τις προσδιορισθείσες εύλογες βελτιώσεις της ασφάλειας. Η προσέγγιση αυτή συμπληρώνεται από επιθεώρηση, ειδική τακτική ανάλυση ασφαλείας (π.χ. προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, ανθρώπινη παρέμβαση κ.λπ.) ή περιοδική αξιολόγηση ασφαλείας, στο πλαίσιο των οποίων εξετάζεται ενδελεχώς η βάση των περιστατικών ασφάλειας.

(73)  Αρχικά, οι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής σχεδιάζονταν συνήθως για συγκεκριμένη λειτουργική διάρκεια ζωής (π.χ. 30 έως 40 έτη για τους λεγόμενους πυρηνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής δεύτερης γενιάς που λειτουργούν σήμερα, πολλοί από τους οποίους πλησιάζουν την ολοκλήρωση της αρχικής προβλεπόμενης διάρκειας ζωής τους ή την έχουν ήδη υπερβεί). Αυτή η αρχική διάρκεια ζωής μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες (π.χ. συνεχής συντήρηση και αντικατάσταση κατασκευαστικών στοιχείων), και είναι σύνηθες να λειτουργεί ο σταθμός ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της αρχικής διάρκειας ζωής του, εφόσον αποδειχτεί με συστηματικό και ολοκληρωμένο τρόπο ότι αυτό είναι ασφαλές.

(74)  Οδηγία 2009/71/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού πλαισίου για την πυρηνική ασφάλεια πυρηνικών εγκαταστάσεων (ΕΕ L 172 της 2.7.2009, σ. 18) όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/87/Ευρατόμ της 8ης Ιουλίου 2014 (ΕΕ L 219 της 25.7.2014, σ. 42).

(75)  Σύμφωνα με τη βελγική νομοθεσία, οι πυρηνικοί σταθμοί έπρεπε να απενεργοποιούνται 40 έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν σε λειτουργία για βιομηχανικούς σκοπούς.

(76)  Όσον αφορά τα σχετικά ποσά, αξίζει να τονιστεί ότι στην υπόθεση Doel διακυβεύονταν επενδύσεις ύψους περίπου 700 εκατ. EUR. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι η έκταση ή η φύση των εργασιών είναι καθοριστικής σημασίας.

(77)  C-411/17, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, EU:C:2019:622, σκέψη 94.

(78)  Στο ίδιο, σκέψη 66 – [...] τον εκσυγχρονισμό των θόλων των πυρηνικών σταθμών Doel 1 και Doel 2, την ανανέωση των δεξαμενών αποθήκευσης αναλωμένων καυσίμων, την εγκατάσταση νέου αντλιοστασίου και την προσαρμογή των κρηπιδωμάτων, ώστε να προστατεύουν καλύτερα τους σταθμούς αυτούς από τις πλημμύρες. [...] Οι εργασίες δεν αφορούσαν μόνο βελτιώσεις των υφιστάμενων δομών αλλά και την κατασκευή τριών κτηρίων, εκ των οποίων τα δύο θα προορίζονταν για τη στέγαση των συστημάτων εξαερισμού και το τρίτο για τη στέγαση αντιπυρικής εγκατάστασης.

(79)  Στο ίδιο, σκέψη 71.

(80)  Κατευθυντήριες γραμμές για τη Σύμβαση του Espoo, παράρτημα II.

(81)  Κατευθυντήριες γραμμές για τη Σύμβαση του Espoo, μέρος Γ, Παράταση της διάρκειας ζωής ως κύρια δραστηριότητα.

(82)  Ο πληθυσμός και η ανθρώπινη υγεία, η βιοποικιλότητα, η ξηρά, το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας, το κλίμα, τα υλικά αγαθά, η πολιτιστική κληρονομιά, το τοπίο, καθώς και η αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών.

(83)  Πρέπει να σημειωθεί ότι οποιαδήποτε τροποποίηση ή επέκταση σε πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής η οποία δύναται να αυξήσει τις ραδιολογικές εκπομπές συνεπάγεται κοινοποίηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 37 της Συνθήκης Ευρατόμ, σύμφωνα με το οποίο κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να παρέχει στην Επιτροπή τα γενικά δεδομένα παντός σχεδίου απορρίψεως ραδιενεργών καταλοίπων οποιασδήποτε μορφής, τα οποία επιτρέπουν να διαπιστώνεται αν η πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού θα ηδύνατο να προκαλέσει ραδιενεργό μόλυνση των υδάτων, του εδάφους ή του εναερίου χώρου άλλου κράτους μέλους.

(84)  Ο έλεγχος της χημικής σύνθεσης των υδάτων είναι απαραίτητος για την ασφαλή λειτουργία ενός πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ελαχιστοποίηση των επιβλαβών επιπτώσεων των χημικών ουσιών, των χημικών προσμείξεων και της διάβρωσης στις δομές και τα κατασκευαστικά στοιχεία του σταθμού με σκοπό την παράταση της διάρκειας ζωής του.

(85)  Οδηγία 2009/71/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2009, περί θεσπίσεως κοινοτικού πλαισίου για την πυρηνική ασφάλεια πυρηνικών εγκαταστάσεων (ΕΕ L 172 της 2.7.2009, σ. 18), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/87/Ευρατόμ του Συμβουλίου της 8ης Ιουλίου 2014 (ΕΕ L 219 της 25.7.2014, σ. 42).


Top