Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52020AE1962

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ενίσχυση των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων ως ουσιαστικός πυλώνας μιας κοινωνικά δίκαιης Ευρώπης» (διερευνητική γνωμοδότηση)

    EESC 2020/01962

    ΕΕ C 429 της 11.12.2020, p. 131–135 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    11.12.2020   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 429/131


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ενίσχυση των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων ως ουσιαστικός πυλώνας μιας κοινωνικά δίκαιης Ευρώπης»

    (διερευνητική γνωμοδότηση)

    (2020/C 429/18)

    Εισηγητής:

    ο κ. Krzysztof BALON

    Αίτηση γνωμοδότησης

    Γερμανική Προεδρία του Συμβουλίου, 18.2.2020

    Νομική βάση

    Άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    Αρμόδιο τμήμα

    Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση

    Έγκριση από το τμήμα

    4.9.2020

    Έγκριση από την ολομέλεια

    18.9.2020

    Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

    554

    Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

    (υπέρ/κατά/αποχές)

    211/3/5

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1.

    Αναφορικά με τον ρόλο των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων για την υλοποίηση της κοινωνικής διάστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων (ΕΠΚΔ), ακόμα και σε καταστάσεις κρίσης και ιδίως σε αυτές, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης και της στοχευμένης προώθησης ιδίως εκείνων των κοινωνικών επιχειρήσεων και των λοιπών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που επανεπενδύουν τυχόν κέρδη τους εξ ολοκλήρου για λόγους προώθησης του δημόσιου συμφέροντος ή για μη κερδοσκοπικούς καταστατικούς σκοπούς. Επιπλέον, θα πρέπει να ενισχυθεί η προβολή τους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

    1.2.

    Ήδη σήμερα στα νομικά συστήματα πολλών κρατών μελών περιλαμβάνονται ρυθμίσεις που θεσπίζουν καθεστώς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, κάτι που μπορεί να εφαρμοστεί και για τις κοινωνικές επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ θα ήθελε να ενθαρρύνει όλα τα άλλα κράτη μέλη να ενσωματώσουν αντίστοιχες ρυθμίσεις στο εθνικό τους δίκαιο.

    1.3.

    Επίσης, θα πρέπει να προσαρτηθεί στη ΣΛΕΕ, κατά το πρότυπο του πρωτοκόλλου αριθ. 26 σχετικά με τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, ένα πρωτόκολλο σχετικά με την πολυμορφία των μορφών επιχειρήσεων, στο οποίο θα παρέχεται χωριστός ορισμός των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων. Ακόμα, η ΕΟΚΕ καλεί τα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν την αναθεώρηση αυτή στο πρόγραμμα των μελλοντικών μεταρρυθμίσεων.

    1.4.

    Οι μη κερδοσκοπικές κοινωνικές επιχειρήσεις και παρόμοιες μη κερδοσκοπικές οργανώσεις θα πρέπει να ενισχυθούν με τη συμπερίληψη ιδιαίτερης μνείας στη νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις έναντι των κρατικών ή των εμπορικού χαρακτήρα παρόχων για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος. Εν προκειμένω, οι διαγωνισμοί δημοσίων συμβάσεων θα πρέπει να επικεντρώνονται στους συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, όπως στον τομέα της περίθαλψης και της υγείας.

    1.5.

    Επιπλέον, η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της δυνατότητας για ενισχύσεις που θα παρέχονται αποκλειστικά σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, χωρίς να θίγεται εν προκειμένω το δίκαιο της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.

    1.6.

    Το ισχύον κατώτατο όριο που προβλέπεται στον κανονισμό για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας για υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος ανέρχεται σε 500 000 ευρώ για τρία οικονομικά έτη και θα πρέπει να αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό φτάνοντας σε περίπου 800 000 ευρώ ανά οικονομικό έτος.

    1.7.

    Η ΕΟΚΕ είναι της άποψης ότι θα πρέπει να καθιερωθεί μια γενική εξαίρεση από τη χρήση ευρωπαϊκών πόρων με εθνική συγχρηματοδότηση. Εν προκειμένω θα πρέπει, όπως ισχύει και με τα προγράμματα που υπόκεινται σε αμιγώς ενωσιακή διαχείριση, να μην παρέχεται κρατική ενίσχυση σε περίπτωση εθνικής συγχρηματοδότησης.

    1.8.

    Η υποστήριξη των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων της κοινωνικής οικονομίας θα πρέπει να αποτελέσει επίσης συμπεριληφθεί στον κοινωνικό πίνακα αποτελεσμάτων κατά τη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.

    1.9.

    Οι μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας δεν συνιστούν μόνον ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο αλλά δημιουργούν και διατηρούν ποιοτικές θέσεις εργασίας, προωθούν την ισότητα των ευκαιριών, μεταξύ άλλων για άτομα με αναπηρία και άλλες κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες, και εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο συμμετοχής στην κοινωνία και δικαιοσύνης και προάγουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την οικολογική μετάβαση. Ως εκ τούτου, η κοινωνική οικονομία αποτελεί στρατηγικό σύμμαχο για την ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της Ευρώπης. Συνεπώς, οι δραστηριότητες της κοινωνικής οικονομίας θα πρέπει να λάβουν ειδική στήριξη μέσω των ευρωπαϊκών ταμείων και ιδίως να μετατραπούν σε χωριστό και συγκεκριμένο στόχο της στήριξης που παρέχεται μέσω του ΕΚΤ+.

    1.10.

    Η ΕΟΚΕ είναι έτοιμη να αναλάβει δράση ενθάρρυνσης και συντονισμού στο πλαίσιο της συζήτησης σχετικά με τον ρόλο των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων κατά την εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης μετά την κρίση του κορονοϊού και στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης για την κοινωνική οικονομία 2021, καθώς και σχετικά με την αναγκαία αναδιάρθρωση των νομικών και δημοσιονομικών συνθηκών.

    2.   Εισαγωγή

    2.1.

    Στις 18.2.2020, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη γερμανική Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ζήτησε από την ΕΟΚΕ να καταρτίσει γνωμοδότηση με τίτλο «Η ενίσχυση των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων ως ουσιαστικός πυλώνας μιας κοινωνικά δίκαιης Ευρώπης». Με την ευκαιρία, τονίζονται από τη γερμανική κυβέρνηση η σημασία του δημοσίου συμφέροντος ως δεσμευτική ευρωπαϊκή θεμελιώδης αξία, μεταξύ άλλων και στον τομέα των οικονομικών συναλλαγών, καθώς και ο υψηλός βαθμός καινοτομίας των επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονομίας που λειτουργούν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και οι οποίες παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες.

    2.2.

    Η κοινωνική οικονομία αποτελείται από πληθώρα επιχειρήσεων και οργανώσεων, μεταξύ των οποίων συνεταιρισμοί, αλληλασφαλιστικές ενώσεις, σύλλογοι, ιδρύματα και κοινωνικές επιχειρήσεις, υπό διάφορες νομικές μορφές ανάλογα με το κράτος μέλος, τις οποίες ενώνουν κοινές αξίες και αρχές (1). Η κοινωνική οικονομία στην Ευρώπη έχει αποδειχτεί ιδιαιτέρως κρίσιμη και συστημικά σημαντική, μεταξύ άλλων και σε καιρούς οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων. Συμβάλλει στην εξασφάλιση κοινωνικής συνοχής, στην ενίσχυσή της και στην εγγύηση της βιωσιμότητάς της. Ιδίως το μοντέλο της κοινωφελούς παροχής κοινωνικών υπηρεσιών που διέπονται από την επιδίωξη κοινωνικών στόχων έχει αποδειχτεί ιδιαιτέρως ευέλικτο, κοντά στον πολίτη, καινοτόμο, βιώσιμο, δημοκρατικά νομιμοποιημένο και αποδοτικό. Οι μη κερδοσκοπικές κοινωνικές επιχειρήσεις συμβάλλουν επίσης με αποφασιστικό τρόπο στην εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους, ανεξαρτήτως της ηλικίας, του φύλου και της καταγωγής. Καλύπτουν τις κοινωνικές ανάγκες της κοινωνίας, οι οποίες δεν καλύπτονται ήδη από τις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες. Ήδη σε παλαιότερη γνωμοδότησή της, η ΕΟΚΕ είχε επισημάνει ότι το έργο των κοινωνικών επιχειρήσεων εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και δεν θα πρέπει να αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του κέρδους τους. Η κοινωνική οικονομία δημιουργεί ποιοτικές θέσεις εργασίας σε κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις (2), μεταξύ άλλων, σε τομείς όπως η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η φροντίδα ή η φροντίδα των παιδιών.

    2.3.

    Σε σχέση με την πολυμορφία της κοινωνικής οικονομίας στην Ευρώπη δεν υπάρχει νομικά δεσμευτικός ενωσιακός ορισμός των «κοινωνικών επιχειρήσεων». Η ΕΟΚΕ ορίζει τις κοινωνικές επιχειρήσεις σύμφωνα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όπως:

    ο κατ’ εξοχήν κοινωνικός σκοπός αντί του κέρδους, μέσω της παραγωγής κοινωνικού οφέλους για το ευρύ κοινό και τα μέλη του,

    ο κυρίως μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας, βάσει του οποίου τα κέρδη επανεπενδύονται αντί να διανέμονται σε ιδιώτες μετόχους και ιδιοκτήτες,

    η ποικιλία νομικών μορφών και προτύπων: π.χ. συνεταιρισμοί, αλληλασφαλιστικές εταιρίες, εθελοντικές οργανώσεις, ιδρύματα, κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, συχνά συνδυάζοντας διαφορετικές νομικές μορφές ή αλλάζοντας μορφή ανάλογα με τις ανάγκες,

    η οικονομική λειτουργία που παράγει αγαθά και υπηρεσίες (συχνά κοινωφελείς), συνήθως με έντονα στοιχεία κοινωνικής καινοτομίας,

    η λειτουργία με τη μορφή ανεξάρτητων οντοτήτων, με έντονα στοιχεία συμμετοχής και συναπόφασης (προσωπικό, χρήστες, μέλη), διακυβέρνησης και δημοκρατίας (είτε αντιπροσωπευτικής, είτε ανοιχτής),

    η προέλευση ή η σύνδεση με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών (3).

    2.4.

    Επίσης δεν υπάρχει νομικά δεσμευτικός ενωσιακός ορισμός του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Επιπλέον, όπως σημείωσε η ΕΟΚΕ σε παλαιότερη γνωμοδότηση, το δίκαιο της ΕΕ δεν εξετάζει την κοινωνική οικονομία με βάση τα εγγενή της χαρακτηριστικά — κυρίως δε τη διαφορετική της σχέση με το κέρδος. Η ερμηνεία που δίνεται μέχρι στιγμής στο άρθρο 54 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) είναι ότι εισάγει διάκριση μεταξύ των οικονομικά ανιδιοτελών οντοτήτων (μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα) και των εταιρειών που ασκούν οικονομική δραστηριότητα έναντι αμοιβής. Αυτή η δεύτερη κατηγορία, επομένως, περιλαμβάνει, χωρίς διαφοροποίηση και ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους, όλες τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν κέρδη, είτε τα διανέμουν είτε όχι (4). Ωστόσο στα νομικά συστήματα πολλών κρατών μελών περιλαμβάνονται ρυθμίσεις που θεσπίζουν καθεστώς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί και για τις κοινωνικές επιχειρήσεις. Επομένως, θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ τριών τύπων οικονομικώς ενεργών φορέων: καθαρά κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, κερδοσκοπικές επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας περιορισμένου κέρδους, όπως συζητήθηκαν στη γνωμοδότηση INT/871 (5) της ΕΟΚΕ, και καθαρά μη κερδοσκοπικές κοινωνικές επιχειρήσεις. Ο τελευταίος τύπος επιχειρήσεων αποτελεί την ομάδα-στόχο της παρούσας γνωμοδότησης.

    2.5.

    Αναφορικά με αυτές τις ρυθμίσεις των εθνικών δικαίων, ως μη κερδοσκοπικές κοινωνικές επιχειρήσεις νοούνται εκείνες οι κοινωνικές επιχειρήσεις που φέρουν τα χαρακτηριστικά του σημείου 2.4 και που επιπλέον υποχρεώνονται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας να επανεπενδύουν τυχόν κέρδη τους εξ ολοκλήρου για λόγους προώθησης του δημόσιου συμφέροντος ή για μη κερδοσκοπικούς καταστατικούς σκοπούς.

    2.6.

    Ήδη σε παλαιότερη γνωμοδότηση, η ΕΟΚΕ επισημαίνει το γεγονός ότι η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και η πρακτική λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν ενδιαφέρονται αρκετά για τις επιχειρήσεις που αναφέρονται ως «μη κερδοσκοπικές» στο εθνικό τους δίκαιο ή που, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού αυτού, ανταποκρίνονται στα προαναφερθέντα κριτήρια. Ως εκ τούτου η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι ένα πρωτόκολλο σχετικά με την πολυμορφία των μορφών επιχειρήσεων θα πρέπει να προσαρτηθεί στη ΣΛΕΕ, κατά το πρότυπο του πρωτοκόλλου αριθ. 26 για τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, στο πλαίσιο του οποίου θα γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων και των κοινωνικών επιχειρήσεων περιορισμένου κέρδους, και καλεί τα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν την αναθεώρηση αυτή στο πρόγραμμα των μελλοντικών μεταρρυθμίσεων (6).

    3.   Οι μη κερδοσκοπικές κοινωνικές επιχειρήσεις ως πάροχοι κοινωνικών και υγειονομικών υπηρεσιών κοινής ωφελείας κατά την υλοποίηση του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων

    3.1.

    Σε προηγούμενη γνωμοδότησή της, η ΕΟΚΕ έχει ήδη τονίσει ότι ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων δεν θα μπορέσει να υλοποιηθεί χωρίς τη συμμετοχή των επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας και ότι αυτές αποσκοπούν εκ φύσεως στην εκπλήρωση στόχων όπως η προώθηση ασφαλών και προσαρμόσιμων θέσεων εργασίας, ο κοινωνικός διάλογος και η συμμετοχή των εργαζομένων, ένα ασφαλές, υγιές και καλά προσαρμοσμένο περιβάλλον εργασίας, ή η παροχή καινοτόμων λύσεων σε ορισμένες βασικές κοινωνικές ανάγκες (7). Η προβολή αυτών των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων θα πρέπει να ενισχυθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Πρέπει να προαχθούν οι καινοτομίες και να διασφαλισθεί η ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ούτως ώστε αυτές οι οργανώσεις να μπορέσουν να επιβιώσουν τόσο κατά τις καθημερινές τους εργασίες όσο και σε καταστάσεις κρίσης. Θα πρέπει να υπάρξει ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών.

    3.2.

    Ανάλογα με τη μορφή του κοινωνικού μοντέλου στο εκάστοτε κράτος μέλος της ΕΕ, το εθνικό κράτος φέρει την ευθύνη ώστε οι πολίτες να μπορούν να απολαμβάνουν ευρεία κάλυψη και αποτελεσματικές καθώς και προσβάσιμες από όλους, οικονομικά προσιτές και υψηλής ποιότητας κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες κοινής ωφελείας. Η ΕΟΚΕ έχει ήδη επισημάνει ότι οι υπηρεσίες κοινής ωφελείας αποτελούν ζωτική συνιστώσα του συστήματος κοινωνικής δικαιοσύνης και ότι υπάρχει δικαίωμα πρόσβασης σε υψηλής αξίας «βασικές υπηρεσίες», μεταξύ των οποίων και οι κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες, όπως αυτές περιγράφονται στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων (8).

    3.3.

    Σε ορισμένες χώρες αυτές οι υπηρεσίες παρέχονται από μη κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες, οντότητες και φορείς κατά προτεραιότητα έναντι των κρατικών υπηρεσιών κατά τέτοιο τρόπο ώστε το κράτος να εξασφαλίζει τους όρους παροχής των υπηρεσιών, οι χρήστες να μπορούν να επιλέγουν τους παρόχους των υπηρεσιών και οι ασφαλιστικοί φορείς να χρηματοδοτούν τις υπηρεσίες αυτές. Η παροχή των υπηρεσιών πρέπει να έχει ως γνώμονα τα συμφέροντα των δικαιούχων και να περιλαμβάνει τη συμμετοχή αυτών. Αυτή η μορφή παροχής υπηρεσιών μέσω μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων που αποτελεί ταυτόχρονα προσέγγιση με γνώμονα τον χρήστη αλλά έχει και ανταγωνιστικό χαρακτήρα θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση της συζήτησης για ένα πανευρωπαϊκό μοντέλο και να ενισχυθεί σε σύγκριση με διαδικασίες σύναψης συμβάσεων, στο πλαίσιο των οποίων οι χρήστες χάνουν την ελευθερία επιλογής τους.

    3.4.

    Η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της δυνατότητας για στοχευμένη χρηματοδότηση ή χρηματοδότηση που παρέχεται αποκλειστικά προς μη κερδοσκοπικές οργανώσεις χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος καταστρατήγησης του δικαίου της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις. Αυτό είναι σημαντικότερο από ποτέ σε καταστάσεις κρίσης, διότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις δεν διαθέτουν αποθέματα. Ωστόσο, ακριβώς σε καταστάσεις κρίσης οι κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες είναι απαραίτητες, και πρέπει να υπάρξει μέριμνα ώστε να διατηρηθούν σε ποιοτικά υψηλά επίπεδα.

    3.5.

    Ως εκ τούτου και εν γένει για την ενίσχυση της μη κερδοσκοπικής κοινωνικής οικονομίας κατά την παροχή κοινωνικών και υγειονομικών υπηρεσιών κοινής ωφελείας απαιτούνται εκ βάθρων αλλαγές του ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου, ιδίως οι ακόλουθες:

    3.5.1.

    να δοθεί προτεραιότητα στους μη κερδοσκοπικούς έναντι των κρατικών ή των εμπορικού χαρακτήρα παρόχων στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις·

    3.5.2.

    να αυξηθεί σημαντικά το κατώτατο όριο από περίπου 500 000 ευρώ για τρία οικονομικά έτη που είναι σήμερα σε περίπου 800 000 ευρώ ανά οικονομικό έτος στον κανονισμό για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας για υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος· μια τέτοια αύξηση θα συμβάλει στην καλύτερη εφαρμογή και, αντίστοιχα, σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του κανονισμού για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας για υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, ενώ ταυτόχρονα θα παραμείνει περιορισμένος ο κίνδυνος για πραγματικές διασυνοριακές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού·

    3.5.3.

    να καθιερωθεί γενική εξαίρεση από τη χρήση ευρωπαϊκών πόρων με εθνική συγχρηματοδότηση· όπως και στην περίπτωση των προγραμμάτων που υπόκεινται σε αμιγώς ενωσιακή διαχείριση, σε περίπτωση εθνικής συγχρηματοδότησης δεν θα πρέπει να παρέχεται κρατική ενίσχυση. Εν προκειμένω, θα πρέπει οι αρχές των κρατών μελών να μπορούν να αποφασίσουν με νομικά δεσμευτικό τρόπο σε ορισμένες περιπτώσεις και με προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του αποδέκτη των κρατικών παροχών ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση. Εν προκειμένω, η Επιτροπή και το ΔΕΕ θα πρέπει να έχουν δικαίωμα να διενεργούν έλεγχο για τη διαπίστωση τυχόν κατάχρησης.

    4.   Δημοσιονομικό πλαίσιο των δραστηριοτήτων των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων

    4.1.

    Η ΕΟΚΕ έχει καλέσει επανειλημμένα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δημιουργήσει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, ένα υποστηρικτικό και βιώσιμο οικοσύστημα για την κοινωνική οικονομία (9). Για τη βελτίωση του οικονομικού πλαισίου των δραστηριοτήτων των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μεταξύ άλλων επαρκή ποσοστά συγχρηματοδότησης, διοικητικές διευκολύνσεις, όπως π.χ. ένας δείκτης προσανατολισμένος στη ζήτηση και η εφαρμογή και αναγνώριση των κατ’ αποκοπή ποσών.

    4.2.

    Για τις μη κερδοσκοπικές κοινωνικές επιχειρήσεις που παρέχουν κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες, η στήριξη μέσω των ευρωπαϊκών ταμείων, μεταξύ των οποίων το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο+ (ΕΚΤ+) έχει ιδιαίτερη σημασία:

    4.2.1.

    Ήδη στη γνωμοδότησή της σχετικά με το σχέδιο κανονισμού για το ΕΚΤ+ (10), η ΕΟΚΕ ζήτησε, λαμβάνοντας υπόψη τον αυξανόμενο ρόλο της κοινωνικής οικονομίας στην κοινωνική διάσταση της ΕΕ, να αποτελέσει η στήριξη των δραστηριοτήτων κοινωνικής οικονομίας χωριστό και συγκεκριμένο στόχο του ΕΚΤ (11).

    4.2.2.

    Η ΕΟΚΕ έχει επίσης επισημάνει τους συχνά ανεπαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων και, εν προκειμένω έχει ζητήσει ήδη να υπάρχει ισότιμη μεταχείριση των συνεισφορών σε είδος και των οικονομικών συνεισφορών κατά τη μεταφορά ίδιων πόρων για δραστηριότητες που λαμβάνουν στήριξη από πόρους του ΕΚΤ+ (12).

    4.2.3.

    Μεταξύ των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων περιλαμβάνονται και μικρότερες τοπικά δραστηριοποιούμενες οργανώσεις, οι οποίες προέρχονται από ομάδες αυτοβοήθειας. Η ΕΟΚΕ έχει ήδη υποστηρίξει ότι επαρκές μέρος των πόρων του ΕΚΤ+ θα πρέπει να διατεθεί για αυτές τις οργανώσεις (13). Επίσης θα πρέπει να είναι εφικτή και η στοχευμένη στήριξη της εθελοντικής παροχής κοινωνικών και υγειονομικών υπηρεσιών.

    5.   Σχέδιο δράσης για την κοινωνική οικονομία: οι μη κερδοσκοπικές κοινωνικές επιχειρήσεις ως σημαντικός παράγοντας του Ταμείου Ανάκαμψης μετά την κρίση του κορονοϊού

    5.1.

    Η κρίση του κορονοϊού έδειξε ότι τα μέτρα που λαμβάνονται σε επίπεδο μεμονωμένων κρατών μελών είναι αποτελεσματικά μόνον εάν συνδυαστούν με συντονισμένες πρακτικές. Όπως επισημάνθηκε ήδη στο έγγραφο θέσης ECO/515 της ΕΟΚΕ με θέμα τον κανονισμό σχετικά με την Πρωτοβουλία Επενδύσεων για την Αντιμετώπιση του Κορονοϊού, εκτός από τα δημόσια συστήματα υγείας και τις ΜΜΕ, θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα και ενισχυμένη στήριξη και για τις μη κερδοσκοπικές κοινωνικές επιχειρήσεις και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Οι μη κερδοσκοπικές κοινωνικές επιχειρήσεις και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών διαθέτουν πολύ περιορισμένα αποθέματα τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σε καταστάσεις κρίσεων. Ωστόσο, ακριβώς κατά τη διάρκεια μιας συνεχιζόμενης κρίσης, οι επιχειρήσεις αυτές αποδεικνύονται πολύ σημαντικές για τη συνέχιση της λειτουργίας των συστημάτων (υγείας). Έτσι, η ΕΟΚΕ ζητά να παρέχεται μεγαλύτερη στήριξη στις εν λόγω δράσεις και οργανώσεις, όχι μόνο για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης, αλλά και για την υλοποίηση του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, της κοινής κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής για την υγεία, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) και του κοινωνικού πίνακα αποτελεσμάτων κατά τη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου (14).

    5.2.

    Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει τη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διατυπώθηκε με το έγγραφο της 24.4.2020 (15) προς τις κυβερνήσεις των κρατών μελών από τον αρμόδιο Επίτροπο Απασχόλησης και Κοινωνικών Δικαιωμάτων Nicolas Schmit, ότι η κοινωνική οικονομία θα πρέπει να λαμβάνει στήριξη ακριβώς σε καιρούς κρίσης. Οι οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας συμβάλλουν, κατά την Επιτροπή, στην πράξη ήδη με διάφορους τρόπους στην απορρόφηση των επιπτώσεων της κρίσης: σε συνεργασία και συμπληρωματικά προς τα μέτρα των κρατικών αρχών παρέχουν πληθώρα κοινωνικών υπηρεσιών, ιδίως για τα πλέον ευάλωτα μέλη της κοινωνίας. Αποτελούν επίσης σημαντικούς εργοδότες για ομάδες που χρήζουν προστασίας και διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο κατά την ένταξη στην αγορά εργασίας και την απόκτηση επαγγελματικών προσόντων.

    5.3.

    Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας θα πρέπει να δικτυωθούν καλύτερα σε επικοινωνιακό, πολιτικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Αυτό θα πρέπει να υποστηριχθεί από την ΕΕ και τα κράτη μέλη μέσω διαρκούς στήριξης της τακτικής διασυνοριακής συνεργασίας και καλύτερης δικτύωσης των υπηρεσιών πολιτικής προστασίας, διάσωσης και των κοινωνικών και υγειονομικών υπηρεσιών. Η επιστροφή στο κλείσιμο των συνόρων και σε αμιγώς εθνικές αντιλήψεις κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού είναι αντιπαραγωγική και δεν ανταποκρίνεται στους στόχους και στις αξίες της ΕΕ.

    5.4.

    Οι οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας και ιδίως οι μη κερδοσκοπικές κοινωνικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη συμβάλλουν μέσω του χωρίς αποκλεισμούς χαρακτήρα και του στόχου τους για στήριξη των πλέον μειονεκτούντων ατόμων στην παροχή βοήθειας ιδίως σε μετανάστες. Όπως ζητείται ήδη στη γνωμοδότηση INT/785 της ΕΟΚΕ αλλά και στο παρόν πλαίσιο, οι οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας πρέπει να αναγνωριστούν ευρύτερα (16).

    5.5.

    Η ΕΟΚΕ παραπέμπει στη γνωμοδότησή της με θέμα την εξωτερική διάσταση της κοινωνικής οικονομίας (17) και επισημαίνει εκ νέου ότι η Επιτροπή δεν έχει συμπεριλάβει την κοινωνική οικονομία στην πρότασή της για μια νέα κοινή αντίληψη για την ανάπτυξη. Η μη κερδοσκοπική κοινωνική οικονομία διαθέτει ιδιαίτερες δυνατότητες οι οποίες βασίζονται στην αυτοβοήθεια και στην οργανωμένη κοινωνία των πολιτών, και συμβάλλει με βιώσιμο τρόπο στην επίλυση κοινωνικών και οικολογικών προβλημάτων από τη βάση προς την κορυφή. Μια ισχυρή μη κερδοσκοπική κοινωνική οικονομία στην Ευρώπη αποτελεί βέλτιστη πρακτική βάσει των εμπειριών της. Ο καθορισμένος μη κερδοσκοπικός προσανατολισμός υπό τη μορφή της πλήρους επανεπένδυσης των κερδών για τους σκοπούς των κοινωνικών επιχειρήσεων μπορεί να αποτρέψει μέσω κατάλληλων κρατικών και δημοκρατικά νομιμοποιημένων μηχανισμών ελέγχου την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων πόρων και την άνευ ορίων μεγιστοποίηση των κερδών και εκτός της Ευρώπης.

    5.6.

    Πρέπει να υπάρξει ευρεία κοινωνική συναίνεση μεταξύ εργοδοτών, εργαζομένων και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών σχετικά με τον ρόλο των μη κερδοσκοπικών κοινωνικών επιχειρήσεων και των σχετικών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών κατά την εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης μετά την κρίση του κορονοϊού και στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης για την κοινωνική οικονομία 2021, καθώς και σχετικά με την αναγκαία εν προκειμένω αναδιάρθρωση των νομικών και δημοσιονομικών συνθηκών. Η ΕΟΚΕ είναι έτοιμη να αναλάβει ανθαρρυντικό και συντονιστικό ρόλο.

    Βρυξέλλες, 18 Σεπτεμβρίου 2020.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Luca JAHIER


    (1)  ΕΕ C 282 της 20.8.2019, σ. 1.

    (2)  ΕΕ. C 240 της 16.7.2019, σ. 20.

    (3)  ΕΕ C 24 της 28.1.2012, σ. 1.

    (4)  Βλέπε υποσημείωση 1.

    (5)  Βλέπε υποσημείωση 1.

    (6)  Βλέπε υποσημείωση 1.

    (7)  Βλέπε υποσημείωση 1.

    (8)  ΕΕ C 282 της 20.8.2019, σ. 7.

    (9)  ΕΕ C 13 της 15.1.2016, σ. 152· ΕΕ C 62 της 15.2.2019, σ. 165.

    (10)  COM(2018) 382 final.

    (11)  ΕΕ C 62 της 15.2.2019, σ. 165.

    (12)  Βλέπε υποσημείωση 11.

    (13)  Βλέπε υποσημείωση 11.

    (14)  Έγγραφο θέσης ECO/515 της ΕΟΚΕ, σημείο 1.11.

    (15)  https://twitter.com/NicolasSchmitEU/status/1254685369070530560.

    (16)  ΕΕ C 283 της 10.8.2018, σ. 1.

    (17)  ΕΕ C 345 της 13.10.2017, σ. 58.


    Top