Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32022R1011

    Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2022/1011 της Επιτροπής της 10ης Μαρτίου 2022 για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία προσδιορίζουν τον τρόπο καθορισμού των έμμεσων ανοιγμάτων έναντι πελάτη που προκύπτουν από συμβάσεις παραγώγων και συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων, όταν η σύμβαση δεν έχει συνομολογηθεί απευθείας με τον πελάτη αλλά ο υποκείμενος χρεωστικός ή μετοχικός τίτλος έχει εκδοθεί από τον εν λόγω πελάτη (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    C/2022/1377

    ΕΕ L 170 της 28.6.2022, p. 22–26 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2022/1011/oj

    28.6.2022   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 170/22


    ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2022/1011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    της 10ης Μαρτίου 2022

    για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία προσδιορίζουν τον τρόπο καθορισμού των έμμεσων ανοιγμάτων έναντι πελάτη που προκύπτουν από συμβάσεις παραγώγων και συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων, όταν η σύμβαση δεν έχει συνομολογηθεί απευθείας με τον πελάτη αλλά ο υποκείμενος χρεωστικός ή μετοχικός τίτλος έχει εκδοθεί από τον εν λόγω πελάτη

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 390 παράγραφος 9 τρίτο εδάφιο,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Ο καθορισμός των αξιών των έμμεσων ανοιγμάτων έναντι πελάτη που προκύπτουν από συμβάσεις παραγώγων και συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων για τους σκοπούς των μεγάλων ανοιγμάτων θα πρέπει να διαφέρει από τη μέθοδο υπολογισμού της αξίας ανοίγματος που χρησιμοποιείται για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις με βάση τον κίνδυνο, η οποία προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διότι η αθέτηση υποχρέωσης σχετικά με το υποκείμενο μέσο θα μπορούσε να οδηγήσει σε κέρδος αντί για ζημία. Ως εκ τούτου, η αξία του έμμεσου ανοίγματος θα πρέπει να εξαρτάται από τη ζημία (δηλαδή τη θετική αξία ανοίγματος) ή το κέρδος (δηλαδή την αρνητική αξία ανοίγματος) που θα προέκυπτε από πιθανή αθέτηση υποχρέωσης σχετικά με το υποκείμενο μέσο. Σύμφωνα με το καθεστώς των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που προβλέπεται στο τέταρτο μέρος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στην περίπτωση ανοιγμάτων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τα ιδρύματα μπορούν να συμψηφίζουν θετικές και αρνητικές θέσεις στα ίδια χρηματοπιστωτικά μέσα ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, που εκδίδονται από συγκεκριμένο πελάτη. Το συνολικό καθαρό άνοιγμα έναντι μεμονωμένου πελάτη λαμβάνεται υπόψη μόνον εάν είναι θετικό. Ομοίως, το συνολικό καθαρό άνοιγμα έναντι συγκεκριμένου πελάτη, μετά τη συμπερίληψη των έμμεσων ανοιγμάτων έναντι του εν λόγω πελάτη που προκύπτουν από συμβάσεις παραγώγων ή συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων που έχουν κατανεμηθεί στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον εάν είναι θετικό. Προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν συμψηφισμός κάθε έμμεσου ανοίγματος που προκύπτει από συμβάσεις παραγώγων ή συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, κάθε αρνητική αξία έμμεσου ανοίγματος που προκύπτει από τις εν λόγω θέσεις θα πρέπει να μηδενίζεται.

    (2)

    Προκειμένου να διασφαλιστεί η κατάλληλη αποτύπωση του κινδύνου αθέτησης, η αξία έμμεσου ανοίγματος των δικαιωμάτων προαίρεσης, είτε στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, θα πρέπει συνεπώς να εξαρτάται από τις μεταβολές στις τιμές των δικαιωμάτων προαίρεσης που θα προέκυπταν από αθέτηση υποχρέωσης σχετικά με το αντίστοιχο υποκείμενο μέσο, π.χ. στην αγοραία αξία του δικαιώματος προαίρεσης για δικαιώματα αγοράς και στην αγοραία αξία του δικαιώματος προαίρεσης μείον την τιμή άσκησης για δικαιώματα πώλησης.

    (3)

    Σκοπός των πιστωτικών παραγώγων είναι η μεταβίβαση του πιστωτικού κινδύνου σε σχέση με τους δανειολήπτες χωρίς να μεταβιβάζονται τα ίδια τα στοιχεία ενεργητικού. Ο ρόλος που διαδραματίζουν τα ιδρύματα ως πωλητές ή αγοραστές προστασίας και το είδος του πιστωτικού παραγώγου επί του οποίου συνάπτουν σύμβαση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της αξίας έμμεσου ανοίγματος του υποκείμενου μέσου. Ως εκ τούτου, το έμμεσο άνοιγμα θα πρέπει να ισούται με την αγοραία αξία της σύμβασης πιστωτικού παραγώγου, η οποία θα πρέπει να προσαρμόζεται κατά το ποσό που οφείλεται ή αναμένεται να ληφθεί από τον αντισυμβαλλόμενο σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του εκδότη του υποκείμενου χρεωστικού τίτλου.

    (4)

    Για άλλα είδη συμβάσεων παραγώγων που αποτελούν συνδυασμό θετικών και αρνητικών θέσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο ακριβής κίνδυνος αθέτησης, τα ιδρύματα θα πρέπει να αναλύουν τις εν λόγω συμβάσεις παραγώγων σε επιμέρους σκέλη συναλλαγών. Μόνο τα σκέλη με κίνδυνο αθέτησης, όπου τα ιδρύματα διατρέχουν κίνδυνο ζημίας σε περίπτωση αθέτησης, θα πρέπει να έχουν σημασία για τον υπολογισμό της αξίας του έμμεσου ανοίγματος που προκύπτει από τις εν λόγω συμβάσεις παραγώγων. Ωστόσο, όταν τα ιδρύματα δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν την εν λόγω μεθοδολογία, και για να διασφαλίζεται συντηρητική αντιμετώπιση, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν την αξία έμμεσου ανοίγματος των υποκείμενων μέσων ως τη μέγιστη ζημία που θα μπορούσαν να υποστούν λόγω αθέτησης υποχρέωσης του εκδότη του υποκείμενου μέσου στο οποίο αναφέρεται το παράγωγο.

    (5)

    Οι συμβάσεις παραγώγων μπορούν να συνάπτονται επί μέσων με πολλαπλά υποκείμενα ονόματα αναφοράς. Για τα εν λόγω παράγωγα πολλαπλών υποκείμενων στοιχείων, όταν ένα ίδρυμα μπορεί να εξετάσει τα υποκείμενα ονόματα αναφοράς και να διασφαλίσει ότι χρησιμοποιείται η ακριβέστερη μέθοδος, η αξία έμμεσου ανοίγματος θα πρέπει να υπολογίζεται εξετάζοντας τη διακύμανση της τιμής του παραγώγου σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης σχετικά με καθένα από τα υποκείμενα ονόματα αναφοράς του μέσου πολλαπλών υποκείμενων στοιχείων. Για να διασφαλιστεί η συνέπεια με το πλαίσιο για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που εφαρμόζεται σε συναλλαγές όπου υπάρχει άνοιγμα σε υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού, θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1187/2014 της Επιτροπής (2) για την υπαγωγή των ανοιγμάτων στον προσδιορισμένο πελάτη, σε χωριστό πελάτη ή στον άγνωστο πελάτη. Στις περιπτώσεις που τα ιδρύματα δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν μια προσέγγιση εξέτασης ή όταν η προσέγγιση εξέτασης ενός παραγώγου με πολλαπλά ονόματα αναφοράς είναι υπερβολικά επαχθής για αυτά, και για να διασφαλίζεται συντηρητική αντιμετώπιση, τα ιδρύματα θα πρέπει να υπολογίζουν την αξία έμμεσου ανοίγματος εξετάζοντας τη διακύμανση της τιμής του παραγώγου σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων σχετικά με όλα τα εν λόγω υποκείμενα ονόματα αναφοράς. Ομοίως, για να διασφαλιστεί η συνέπεια με το πλαίσιο για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που εφαρμόζεται σε συναλλαγές όπου υπάρχει άνοιγμα σε υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού, θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 6 παράγραφος 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1187/2014 της Επιτροπής για την υπαγωγή του ανοίγματος σε χωριστό πελάτη ή στον άγνωστο πελάτη. Σε όλες τις περιπτώσεις όπου τα υποκείμενα μέσα υπάγονται στον άγνωστο πελάτη, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος συμψηφισμού αρνητικών και θετικών αξιών έμμεσων ανοιγμάτων, τα ιδρύματα θα πρέπει να μηδενίζουν τυχόν αρνητικές αξίες έμμεσων ανοιγμάτων.

    (6)

    Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε στην Επιτροπή η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.

    (7)

    Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσε τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες και ζήτησε τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3),

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Γενικοί κανόνες για τον καθορισμό της αξίας του έμμεσου ανοίγματος έναντι πελάτη που προκύπτει από συμβάσεις παραγώγων και συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων

    1.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία του έμμεσου ανοίγματος έναντι πελάτη που προκύπτει από συμβάσεις παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και από συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων, όταν οι συμβάσεις παραγώγων δεν έχουν συνομολογηθεί απευθείας με τον εν λόγω πελάτη αλλά ο υποκείμενος χρεωστικός ή μετοχικός τίτλος έχει εκδοθεί από τον εν λόγω πελάτη, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στα άρθρα 2 έως 5 του παρόντος κανονισμού.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν τα υποκείμενα μέσα αποτελούν μέρος ενός δείκτη χρεωστικών τίτλων, μετοχών ή συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης ή ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, ή όταν οι συμβάσεις παραγώγων έχουν πολλαπλά υποκείμενα ονόματα αναφοράς, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις αξίες των έμμεσων ανοιγμάτων έναντι πελάτη που προκύπτουν από τις συμβάσεις παραγώγων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τη συμβολή των εν λόγω ανοιγμάτων στο άνοιγμα έναντι πελάτη σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 6.

    3.   Όταν οι συμβάσεις παραγώγων και οι συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κατανέμονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, μετά τον υπολογισμό των αξιών των έμμεσων ανοιγμάτων έναντι πελάτη που προκύπτουν από τις εν λόγω συμβάσεις, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν τις εν λόγω αξίες ανοιγμάτων στα ανοίγματα έναντι του εν λόγω πελάτη στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Μετά τη συγκέντρωσή τους, τα αρνητικά καθαρά ανοίγματα έναντι του πελάτη μηδενίζονται.

    4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2, όταν οι συμβάσεις παραγώγων και οι συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κατανέμονται εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών και όταν, μετά τον υπολογισμό των αξιών των έμμεσων ανοιγμάτων έναντι πελάτη που προκύπτουν από τις εν λόγω συμβάσεις, τα έμμεσα ανοίγματα έχουν αρνητική αξία, τα ιδρύματα μηδενίζουν τις εν λόγω αξίες ανοιγμάτων πριν τις συνυπολογίσουν στα ανοίγματα έναντι του εν λόγω πελάτη.

    Άρθρο 2

    Κατάταξη των έμμεσων ανοιγμάτων σε κατηγορίες συμβάσεων παραγώγων

    Τα ιδρύματα κατατάσσουν τα έμμεσα ανοίγματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες συμβάσεων παραγώγων:

    α)

    δικαιώματα προαίρεσης επί χρεωστικών και μετοχικών τίτλων·

    β)

    συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων·

    γ)

    όλες οι άλλες συμβάσεις παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με υποκείμενο στοιχείο ενεργητικού έναν χρεωστικό ή μετοχικό τίτλο και οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στις κατηγορίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β) της παρούσας παραγράφου.

    Άρθρο 3

    Υπολογισμός της αξίας έμμεσου ανοίγματος για δικαιώματα προαίρεσης επί χρεωστικών και μετοχικών τίτλων

    1.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία έμμεσου ανοίγματος για τα δικαιώματα προαίρεσης που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) ως το άθροισμα της τρέχουσας αγοραίας αξίας του δικαιώματος προαίρεσης και του ποσού που οφείλεται στον αντισυμβαλλόμενο του δικαιώματος προαίρεσης ως αποτέλεσμα πιθανής αθέτησης υποχρέωσης του εκδότη του υποκείμενου μέσου, μειωμένο κατά το ποσό που οφείλεται στο ίδρυμα από τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο στην περίπτωση αυτή.

    2.   Για δικαιώματα αγοράς, η αξία έμμεσου ανοίγματος ισούται με την αγοραία αξία του δικαιώματος προαίρεσης. Για θετική θέση σε δικαίωμα αγοράς, η αξία έμμεσου ανοίγματος είναι θετική, ενώ για αρνητική θέση σε δικαίωμα αγοράς, η αξία έμμεσου ανοίγματος είναι αρνητική.

    3.   Για δικαιώματα πώλησης, η αξία έμμεσου ανοίγματος ισούται με τη διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας του δικαιώματος προαίρεσης και της τιμής άσκησής του. Για αρνητική θέση σε δικαίωμα πώλησης, η αξία έμμεσου ανοίγματος είναι θετική, ενώ για θετική θέση σε δικαίωμα πώλησης, η αξία έμμεσου ανοίγματος είναι αρνητική.

    4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, για δικαιώματα πώλησης για τα οποία η τιμή άσκησης δεν είναι διαθέσιμη κατά την ημερομηνία συναλλαγής, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την αναμενόμενη μοντελοποιημένη τιμή άσκησης που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της εύλογης αξίας του δικαιώματος προαίρεσης.

    5.   Εάν, για δεδομένη ημερομηνία, η αγοραία αξία του δικαιώματος προαίρεσης δεν είναι διαθέσιμη, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την εύλογη αξία του δικαιώματος προαίρεσης κατά την ημερομηνία αυτή. Εάν δεν είναι διαθέσιμη ούτε η αγοραία αξία ούτε η εύλογη αξία ενός δικαιώματος προαίρεσης για δεδομένη ημερομηνία, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την πλέον πρόσφατη διαθέσιμη αξία, είτε αγοραία είτε εύλογη. Εάν δεν είναι διαθέσιμη ούτε η αγοραία αξία ούτε η εύλογη αξία ενός δικαιώματος προαίρεσης για καμία ημερομηνία, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την αξία με την οποία επιμετράται το δικαίωμα προαίρεσης σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο.

    Άρθρο 4

    Υπολογισμός της αξίας έμμεσου ανοίγματος για συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων

    1.   Η αξία του έμμεσου ανοίγματος έναντι πελάτη που προκύπτει από συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο β) ισούται με το άθροισμα της τρέχουσας αγοραίας αξίας της σύμβασης πιστωτικού παραγώγου και του ποσού που οφείλεται στον αντισυμβαλλόμενο της σύμβασης πιστωτικού παραγώγου ως αποτέλεσμα πιθανής αθέτησης υποχρέωσης του εκδότη του υποκείμενου μέσου, μειωμένο κατά το ποσό που οφείλεται στο ίδρυμα από τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο στην περίπτωση αυτή.

    2.   Εάν, για δεδομένη ημερομηνία, η αγοραία αξία του πιστωτικού παραγώγου δεν είναι διαθέσιμη, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την εύλογη αξία του πιστωτικού παραγώγου κατά την ημερομηνία αυτή. Εάν δεν είναι διαθέσιμη ούτε η αγοραία αξία ούτε η εύλογη αξία του πιστωτικού παραγώγου για δεδομένη ημερομηνία, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την πλέον πρόσφατη διαθέσιμη αξία, είτε αγοραία είτε εύλογη. Εάν δεν είναι διαθέσιμη ούτε η αγοραία αξία ούτε η εύλογη αξία μιας σύμβασης πιστωτικού παραγώγου για καμία ημερομηνία, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την αξία με την οποία επιμετράται το πιστωτικό παράγωγο σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο.

    Άρθρο 5

    Υπολογισμός της αξίας έμμεσου ανοίγματος για άλλες συμβάσεις παραγώγων που απαριθμούνται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

    1.   Κατά τον υπολογισμό της αξίας του έμμεσου ανοίγματος έναντι πελάτη που προκύπτει από άλλες συμβάσεις παραγώγων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο γ), συμπεριλαμβανομένων συμφωνιών ανταλλαγής, συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακών συμβολαίων, τα ιδρύματα διασπούν τα πολλαπλά σκέλη συναλλαγών τους σε επιμέρους σκέλη συναλλαγών.

    2.   Για τα σκέλη συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τα οποία ενέχουν κίνδυνο αθέτησης υποχρέωσης του εκδότη του υποκείμενου μέσου, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία έμμεσου ανοίγματός τους σαν να επρόκειτο για θέσεις στα εν λόγω σκέλη.

    3.   Εάν ένα ίδρυμα δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει τη μεθοδολογία που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, καθορίζει την αξία του έμμεσου ανοίγματος έναντι του εκδότη των υποκείμενων μέσων ως τη μέγιστη ζημία που θα υφίστατο το ίδρυμα από ενδεχόμενη αθέτηση υποχρέωσης του εκδότη των υποκείμενων μέσων στα οποία αναφέρεται η σύμβαση παραγώγων.

    Άρθρο 6

    Υπολογισμός των αξιών των έμμεσων ανοιγμάτων που προκύπτουν από συμβάσεις παραγώγων πολλαπλών υποκείμενων στοιχείων

    1.   Κατά τον καθορισμό της αξίας του έμμεσου ανοίγματος έναντι πελάτη που προκύπτει από συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με δείκτες χρεωστικών τίτλων, μετοχών ή συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης ή με οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, ή έχουν πολλαπλά υποκείμενα ονόματα αναφοράς, τα ιδρύματα εξετάζουν όλα τα επιμέρους υποκείμενα μέσα και υπολογίζουν τις αξίες των έμμεσων ανοιγμάτων ως τη μεταβολή της τιμής της σύμβασης παραγώγων σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης σχετικά με καθένα από τα υποκείμενα ονόματα αναφοράς. Τα ιδρύματα υπάγουν κάθε αξία έμμεσου ανοίγματος σε συγκεκριμένο πελάτη, σε χωριστό πελάτη ή στον άγνωστο πελάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1187/2014.

    2.   Όταν ένα ίδρυμα δεν είναι σε θέση να εξετάσει όλα τα επιμέρους υποκείμενα μέσα της σύμβασης παραγώγων όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή εάν αυτό θα ήταν υπερβολικά επαχθές για το ίδρυμα, τότε:

    α)

    εξετάζει τα επιμέρους υποκείμενα μέσα τα οποία το ίδρυμα είναι σε θέση να εξετάσει ή των οποίων η εξέταση δεν θα ήταν υπερβολικά επαχθής για το ίδρυμα και υπολογίζει την αξία του έμμεσου ανοίγματος σύμφωνα με την παράγραφο 1·

    β)

    για τα υποκείμενα μέσα τα οποία το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να εξετάσει ή των οποίων η εξέταση θα ήταν υπερβολικά επαχθής για το ίδρυμα, υπολογίζει την αξία του έμμεσου ανοίγματος εξετάζοντας τη μεταβολή της τιμής της σύμβασης παραγώγων σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων σχετικά με όλα τα εν λόγω υποκείμενα ονόματα αναφοράς.

    Η αξία έμμεσου ανοίγματος που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου υπάγεται είτε στη συναλλαγή παραγώγων ως χωριστό πελάτη είτε στον άγνωστο πελάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1187/2014.

    3.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, όταν οι αξίες των έμμεσων ανοιγμάτων πρέπει να υπαχθούν στον άγνωστο πελάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1187/2014 της Επιτροπής, και όταν οι αξίες των έμμεσων ανοιγμάτων είναι αρνητικές, το ίδρυμα μηδενίζει τις εν λόγω αξίες έμμεσων ανοιγμάτων πριν τις συνυπολογίσει στα ανοίγματα έναντι του άγνωστου πελάτη.

    Άρθρο 7

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2022.

    Για την Επιτροπή

    Η Πρόεδρος

    Ursula VON DER LEYEN


    (1)   ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

    (2)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1187/2014 της Επιτροπής, της 2ας Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό του συνολικού ανοίγματος έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών όσον αφορά τις συναλλαγές με υποκείμενα στοιχεία ενεργητικού (ΕΕ L 324 της 7.11.2014, σ. 1).

    (3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).


    Top