EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32005R1261

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1261/2005 της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2005, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΕ L 201 της 2.8.2005, p. 3–22 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
ΕΕ L 287M της 18.10.2006, p. 226–245 (MT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO, HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2012; καταργήθηκε από 32012R1268

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2005/1261/oj

2.8.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 1261/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Ιουλίου 2005

για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας,

τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1), και ιδίως το άρθρο 183,

Μετά από διαβουλεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Ελεγκτικό Συνέδριο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή των Περιφερειών, τον Διαμεσολαβητή και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 (εφεξής ο «δημοσιονομικός κανονισμός») προβλέπει ότι τα κοινοτικά θεσμικά όργανα τηρούν για τις συμβάσεις που αναθέτουν τους κανόνες που περιλαμβάνονται στις οδηγίες που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη. Η οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (2) τροποποίησε τους κανόνες αυτούς. Ως εκ τούτου, πρέπει να εισαχθούν στον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής (3), ο οποίος κατ’ ουσία ενσωματώνει τους κανόνες της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου (4) στις εσωτερικές δημοσιονομικές ρυθμίσεις των θεσμικών οργάνων, οι τροποποιήσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2004/18/ΕΚ, στο μέτρο που αυτές κρίνονται προσφυείς.

(2)

Οι τροποποιήσεις αυτές αφορούν ιδίως τις νέες δυνατότητες ανάθεσης των συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα, συμπεριλαμβανόμενου του νέου δυναμικού συστήματος αγορών για τα τρέχοντα αγαθά, καθώς και τη διαδικασία ανταγωνιστικού διαλόγου, τους κανόνες που διέπουν τις συμβάσεις που χαρακτηρίζονται απόρρητες και την προσφυγή στις συμφωνίες-πλαίσια, οι οποίες ενδείκνυται, για λόγους πρακτικούς, να εξακολουθήσουν να χαρακτηρίζονται συμβάσεις-πλαίσια στο πλαίσιο της εκτέλεσης του κοινοτικού προϋπολογισμού, επιτρέποντας εφεξής τη δυνατότητα διεξαγωγής διαγωνισμών μεταξύ των μερών των συμφωνιών αυτών με σκοπό την ανάθεση συμβάσεων συγκεκριμένου αντικειμένου, και, τέλος, την ενίσχυση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραμέτρων κατά την αξιολόγηση των προσφορών. Εξάλλου, τα εφαρμοζόμενα κατώτατα όρια αξιολογήθηκαν εκ νέου για τις συμβάσεις υπηρεσιών που δεν υπάγονται στη συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Ακόμη, η οδηγία 2004/18/ΕΚ εναρμονίζει τις διατάξεις που εφαρμόζονται στις τρεις βασικές κατηγορίες συμβάσεων, όσον αφορά ιδίως τη δημοσιότητα, τις τεχνικές προδιαγραφές και τον υπολογισμό του ύψους των συμβάσεων.

(3)

Οι διατάξεις που αναφέρονται στον προσδιορισμό των τόκων επί των προχρηματοδοτήσεων αποδείχθηκαν ιδιαίτερα περιοριστικές. Ενδείκνυται λοιπόν να δοθεί η δυνατότητα προσδιορισμού των τόκων αυτών με οποιαδήποτε λογιστική μέθοδο.

(4)

Το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 απαριθμεί τις βασικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 49 του δημοσιονομικού κανονισμού, αλλά δεν συμπεριλαμβάνει όλο το φάσμα των νομοθετικών πράξεων που διαθέτει το Συμβούλιο στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται να επεκταθεί η απαρίθμηση αυτή με την προσθήκη των αποφάσεων που αναφέρονται στη σύναψη διεθνών συμφωνιών, καθώς και εκείνων για τις επείγουσες ενέργειες μικρής διάρκειας για την αντιμετώπιση κρίσεων.

(5)

Ακόμη, ενδείκνυται να προβλεφθεί διαδικασία ενημέρωσης των υποψηφίων και προσφερόντων που αποκλείονται στο πλαίσιο των συμβάσεων που ανατίθενται από τα θεσμικά όργανα για δικό τους λογαριασμό. Η ενημέρωση αυτή πρέπει να γίνεται πριν από την υπογραφή της σύμβασης και να επιτρέπει στους αποκλειόμενους υποψήφιους και προσφέροντες να λαμβάνουν γνώση των λόγων του αποκλεισμού των ίδιων ή της προσφοράς τους. Η πρόβλεψη μιας τέτοιας διαδικασίας ενημέρωσης θα υποβάλει τα θεσμικά όργανα στην ίδια υποχρέωση που έχει επιβληθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα κράτη μέλη.

(6)

Από την κτηθείσα εμπειρία προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις που προβλέπονται σήμερα για τις διαδικασίες των συμβάσεων μικρού ύψους, καθώς και εκείνες, που αναφέρονται στις συμβάσεις νομικών υπηρεσιών, επαχθέστερες αυτών που προβλέπονται από την οδηγία 2004/18/ΕΚ, αποδείχθηκαν υπερβολικά δυσλειτουργικές. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται να καταστούν περισσότερο ελαστικές, ιδίως σε ό,τι αφορά τους όρους δημοσιότητας και, με την επιφύλαξη της ανάλυσης κινδύνων εκ μέρους του διατάκτη, τα προς υποβολή δικαιολογητικά. Στην τελευταία περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να είναι πάντοτε σε θέση να τεκμηριώσει την επιλογή της.

(7)

Μετά την απελευθέρωση του τομέα των ταχυδρομείων, ενδείκνυται να καταργηθεί η καθιερωμένη διάκριση μεταξύ συστημένων αποστολών και αποστολών με ταχυμεταφορά, διότι και οι δύο προβλέπουν απόδειξη κατάθεσης, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο της ημερομηνίας αποστολής των προσφορών.

(8)

Ενδείκνυται όπως τα κοινοτικά θεσμικά όργανα τηρούν το λεξιλόγιο που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, περί του κοινού λεξιλογίου για τις δημόσιες συμβάσεις (CPV) (5).

(9)

Όσον αφορά τις επιδοτήσεις, η ημερομηνία της 31ης Ιανουαρίου για την έγκριση του ετήσιου προγράμματος εργασίας αποδεικνύεται υπερβολικά ανελαστική, έως και μη δυνάμενη να τηρηθεί, ιδίως ως προς τις βασικές πράξεις και τα πειραματικά σχέδια που εγκρίνονται καθυστερημένα, καθώς και λόγω των διαδικασιών επιτροπών. Έτσι, ενδείκνυται να καταστεί η ημερομηνία αυτή περισσότερο ελαστική, διατηρώντας ωστόσο, ως χαρακτηριστικά του προγράμματος εργασίας, την εκ των προτέρων δημοσιότητα και την προϋπόθεση για την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

(10)

Οι διατάξεις που αναφέρονται στη φύση των λογιστικών ελέγχων που απαιτούνται ως βάση για τις αιτήσεις πληρωμής, καθώς και στα κατώτατα όρια που εφαρμόζονται σχετικά, αποδείχθηκαν ασαφείς ή άσκοπα περίπλοκες. Έτσι, ενδείκνυται η απλοποίηση και ο εξορθολογισμός τους.

(11)

Στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας, οι δικαιούχοι επιδότησης συνδέονται εν γένει με την Επιτροπή μέσω συμφωνιών εταιρικής σχέσης, οι οποίες περιέχουν διατάξεις περί απλών και λογιστικών ελέγχων, γενικών και τακτικών. Ο διατάκτης, βασιζόμενος στην ανάλυσή του για τους διαχειριστικούς κινδύνους, μπορεί να θεωρήσει ότι οι διατάξεις αυτές προσφέρουν εγγυήσεις ισοδύναμες με εκείνες του λογιστικού ελέγχου των λογαριασμών μιας ενέργειας με σκοπό την τεκμηρίωση της πληρωμής του υπολοίπου. Υπό τις συνθήκες αυτές, και με σκοπό την απλοποίηση της διαχείρισης, ενδείκνυται να επιτραπεί στον διατάκτη να μην ζητεί λογιστικό έλεγχο για την πληρωμή του υπολοίπου.

(12)

Για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της χρησιμοποίησης των κοινοτικών κονδυλίων, κρίνεται ενδεδειγμένο να διευρυνθούν οι όροι προσφυγής στις κατ’ αποκοπή χρηματοδοτήσεις, μέσω της ενίσχυσης της ευθύνης των δικαιούχων και της υποχρέωσής τους για την επίτευξη αποτελεσμάτων.

(13)

Ως εκ τούτου, ενδείκνυται να τροποποιηθεί ανάλογα ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 4 παράγραφος 2, η εισαγωγική φράση και το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι διατάκτες μεριμνούν, στις συμβάσεις και συμφωνίες που συνάπτονται με τους δικαιούχους και τους διαμεσολαβητές, ώστε:

α)

οι προχρηματοδοτήσεις αυτές να καταβάλλονται σε λογαριασμούς ή σε υπο-λογαριασμούς οι οποίοι επιτρέπουν τον προσδιορισμό των κεφαλαίων και των αντίστοιχων τόκων. Ελλείψει τέτοιων λογαριασμών, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από την Κοινότητα και οι τόκοι ή άλλα οφέλη που γεννώνται από τα ποσά αυτά μπορούν να προσδιορίζονται με τις λογιστικές μεθόδους των δικαιούχων ή των διαμεσολαβητών·».

2)

Στο άρθρο 31 η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας μια βασική πράξη μπορεί να έχει μία από τις μορφές που απαριθμούνται στο άρθρο 13 παράγραφος 2, στο άρθρο 14, στο άρθρο 23 παράγραφος 2, και στο άρθρο 24 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στις περιπτώσεις κρίσης, που αναφέρονται στο άρθρο 168 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, και για τις αναλαμβανόμενες ενέργειες μικρής διάρκειας, μια βασική πράξη μπορεί να έχει και τη μορφή που μνημονεύεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 και στο άρθρο 23 παράγραφος 1 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση».

3)

Το άρθρο 116 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σύμβαση η οποία έχει ως αντικείμενο την προμήθεια προϊόντων και, δευτερευόντως, τις εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης των προϊόντων αυτών, θεωρείται ως σύμβαση προμηθειών.»·

β)

στην παράγραφο 3, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι συμβάσεις έργων έχουν ως αντικείμενο είτε την εκτέλεση είτε τόσο τη μελέτη όσο και την εκτέλεση εργασιών ή έργων σχετιζόμενων με μία από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), αλλά και την κατασκευή με οποιοδήποτε μέσο ενός έργου ανταποκρινόμενου στις συγκεκριμένες ανάγκες της αναθέτουσας αρχής.

γ)

στην παράγραφο 4, η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι υπηρεσίες αυτές απαριθμούνται στα παραρτήματα ΙΙΑ και ΙΙΒ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.»·

δ)

στην παράγραφο 5, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Σύμβαση η οποία έχει ως αντικείμενο υπηρεσίες, τα δε έργα είναι παρεπόμενα του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης, θεωρείται σύμβαση υπηρεσιών.

Σύμβαση η οποία έχει ως αντικείμενο υπηρεσίες τόσο του παραρτήματος ΙΙΑ όσο και του παραρτήματος ΙΙΒ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ θεωρείται ότι υπάγεται στο παράρτημα ΙΙΑ εφόσον η αξία των υπηρεσιών που υπάγονται στο παράρτημα αυτό υπερβαίνει την αξία των υπηρεσιών που υπάγονται στο παράρτημα IIB.»·

ε)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5α:

«5α.   Ο χαρακτηρισμός των διαφόρων ειδών σύμβασης βασίζεται στην ονοματολογία αναφοράς την οποία συνιστά το κοινό λεξιλόγιο των δημοσίων συμβάσεων (CPV) κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

Σε περίπτωση αποκλίσεων μεταξύ της ονοματολογίας CPV και της ονοματολογίας της στατιστικής ταξινόμησης των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (NACE) του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, ή μεταξύ της ονοματολογίας CPV και της ονοματολογίας κεντρικής ταξινόμησης των προϊόντων (CPC προσωρινή εκδοχή) του παραρτήματος ΙΙ της ίδιας ως άνω οδηγίας, υπερισχύει, αντίστοιχα, η ονοματολογία NACE ή η ονοματολογία CPC.

στ)

οι παράγραφοι 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Οι όροι “εργολήπτης”, “προμηθευτής” και “πάροχος υπηρεσιών” προσδιορίζουν κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή φορέα του δημοσίου, ή κοινοπραξία αυτών των προσώπων ή/και οργανισμών που προσφέρει, αντίστοιχα, την εκτέλεση έργων ή/και εργασιών, την προμήθεια αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών στην αγορά. Ο όρος “οικονομικός παράγων” καλύπτει ταυτόχρονα τους όρους “εργολήπτης”, “προμηθευτής” και “πάροχος υπηρεσιών”. Ο οικονομικός παράγων που έχει υποβάλει προσφορά προσδιορίζεται ως “προσφέρων”. Εκείνος που ζητεί να κληθεί να συμμετάσχει σε κλειστή διαδικασία, συμπεριλαμβανόμενου του ανταγωνιστικού διαλόγου, ή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση προσδιορίζεται ως “υποψήφιος”.

Οι κοινοπραξίες οικονομικών παραγόντων επιτρέπεται να υποβάλουν προσφορά ή υποψηφιότητα. Για την υποβολή προσφοράς ή αίτησης υποψηφιότητας, οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να απαιτήσουν από τις κοινοπραξίες οικονομικών παραγόντων συγκεκριμένη νομική μορφή, αλλά η προκριθείσα κοινοπραξία μπορεί να υποχρεωθεί να περιβληθεί συγκεκριμένη νομική μορφή μετά την ανάθεση της σύμβασης σε αυτήν, και ενόσω τούτο είναι αναγκαίο για την καλή εκτέλεση της σύμβασης.

7.   Ως αναθέτουσες αρχές νοούνται οι υπηρεσίες των κοινοτικών θεσμικών οργάνων, εκτός εάν συνομολογούν μεταξύ τους διοικητικές ρυθμίσεις με σκοπό την παροχή υπηρεσιών, την προμήθεια αγαθών ή την εκτέλεση έργων».

4)

Τα άρθρα 117 και 118 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 117

Συμβάσεις-πλαίσια και συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου

(Άρθρο 88 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.   Σύμβαση-πλαίσιο είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ μιας ή πλειόνων αναθετουσών αρχών και ενός ή πλειόνων οικονομικών παραγόντων με σκοπό τον καθορισμό των ουσιωδών όρων που θα διέπουν μια σειρά από επιμέρους συμβάσεις προς ανάθεση κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης χρονικής περιόδου, με αναφορά ιδίως στις τιμές και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στις προβλεπόμενες ποσότητες. Οσάκις σύμβαση-πλαίσιο συνάπτεται με πλείονες οικονομικούς παράγοντες, αυτοί οι οικονομικοί παράγοντες πρέπει να είναι τουλάχιστον τρεις, ενόσω υπάρχει επαρκής αριθμός οικονομικών παραγόντων που ικανοποιούν τα κριτήρια επιλογής ή/και παραδεκτών προσφορών που ικανοποιούν τα κριτήρια ανάθεσης.

Η σύμβαση-πλαίσιο με πλείονες οικονομικούς παράγοντες μπορεί να λάβει τη μορφή συμβάσεων χωριστών μεν αλλά συναπτόμενων με πανομοιότυπους όρους.

Η διάρκεια των συμβάσεων-πλαισίων δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως από το αντικείμενο της σύμβασης-πλαισίου.

Οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να προσφεύγουν στις συμβάσεις-πλαίσια κατά τρόπο καταχρηστικό ή έτσι ώστε αυτές να έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού.

Οι συμβάσεις-πλαίσια εξομοιώνονται με δημόσιες συμβάσεις ως προς τη διαδικασία ανάθεσης, συμπεριλαμβανόμενης της δημοσιότητας.

2.   Οι συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου που βασίζονται σε συμβάσεις-πλαίσια ανατίθενται υπό τους όρους που καθορίζονται στην εκάστοτε σύμβαση-πλαίσιο, και μόνο μεταξύ των αναθετουσών αρχών και των οικονομικών παραγόντων που έχουν αρχικά συμβληθεί στη σύμβαση-πλαίσιο.

Κατά την ανάθεση συμβάσεων συγκεκριμένου αντικειμένου, τα μέρη δεν μπορούν να επιφέρουν ουσιώδεις τροποποιήσεις στους όρους που καθορίζονται στη σύμβαση-πλαίσιο, ιδίως στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 3.

3.   Οσάκις σύμβαση-πλαίσιο συνάπτεται με έναν και μοναδικό οικονομικό παράγοντα, οι συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου ανατίθενται εντός των ορίων που καθορίζονται στη σύμβαση-πλαίσιο.

Για την ανάθεση των συμβάσεων συγκεκριμένου αντικειμένου, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να διαβουλεύονται εγγράφως με τον αντισυμβαλλόμενο της σύμβασης-πλαισίου και να του ζητούν, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να συμπληρώσει την προσφορά του.

4.   Η ανάθεση συμβάσεων συγκεκριμένου αντικειμένου βασιζόμενων σε συμβάσεις-πλαίσια συναφθείσες με πλείονες οικονομικούς παράγοντες πραγματοποιείται βάσει των ακόλουθων κανόνων:

α)

εφαρμογή των όρων που καθορίζονται στην εκάστοτε σύμβαση-πλαίσιο, χωρίς διεξαγωγή διαγωνισμού·

β)

οσάκις στη σύμβαση-πλαίσιο δεν καθορίζονται όλοι οι όροι, αφού διεξαχθεί διαγωνισμός μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων υπό τους ίδιους όρους, οι οποίοι, εφόσον απαιτείται, αποσαφηνίζονται ή και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, υπό άλλους όρους, οι οποίοι προσδιορίζονται στη συγγραφή υποχρεώσεων της σύμβασης-πλαισίου.

Για κάθε σύμβαση συγκεκριμένου αντικειμένου προς ανάθεση βάσει των κανόνων του πρώτου εδαφίου του στοιχείου β), οι αναθέτουσες αρχές διαβουλεύονται εγγράφως με τους οικονομικούς παράγοντες που διαθέτουν την ικανότητα να εκτελέσουν το αντικείμενο της σύμβασης, τάσσοντας σε αυτούς διορία επαρκή για να υποβάλουν τις προσφορές τους. Οι προσφορές υποβάλλονται εγγράφως. Οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν κάθε σύμβαση συγκεκριμένου αντικειμένου στον προσφέροντα που έχει υποβάλει την καλύτερη προσφορά βάσει των κριτηρίων ανάθεσης που προσδιορίζονται στη συγγραφή υποχρεώσεων της σύμβασης-πλαισίου.

5.   Δημοσιονομική δέσμευση προηγείται μόνο των συμβάσεων συγκεκριμένου αντικειμένου που συνάπτονται κατ’ εφαρμογή συμβάσεων-πλαισίων.

Άρθρο 118

Μέτρα δημοσιότητας των συμβάσεων που εμπίπτουν στην οδηγία 2004/18/ΕΚ, εξαιρούμενων των συμβάσεων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΒ

(Άρθρο 90 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.   Η δημοσίευση για τις συμβάσεις των οποίων το ποσό είναι ίσο ή μεγαλύτερο των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στα άρθρα 157 και 158 περιλαμβάνει την προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης, την προκήρυξη διαγωνισμού ή την απλοποιημένη προκήρυξη διαγωνισμού, και την προκήρυξη ανάθεσης.

2.   Προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης είναι η προκήρυξη με την οποία οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν, ενδεικτικά, το προβλεπόμενο συνολικό ύψος των συμβάσεων και των συμβάσεων-πλαισίων, κατά κατηγορία υπηρεσιών ή κατά ομάδα αγαθών, καθώς και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των συμβάσεων έργων που προτίθενται να αναθέσουν κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, με την εξαίρεση των συμβάσεων που ανατίθενται με διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγείται προκήρυξη. Εφόσον το συνολικό αυτό ύψος είναι ίσο ή μεγαλύτερο των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 157, η δε αναθέτουσα αρχή προτίθεται να χρησιμοποιήσει τη δυνατότητα μείωσης των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 140 παράγραφος 4 για την παραλαβή των προσφορών, τότε μόνο είναι υποχρεωτική η δημοσίευση τέτοιας προκήρυξης.

Η προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης δημοσιεύεται είτε από την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΥΕΕΕΚ) είτε από τις ίδιες τις αναθέτουσες αρχές στο “προφίλ αγοραστή”, κατά το παράρτημα VIII σημείο 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

Η προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης αποστέλλεται στην (ΥΕΕΕΚ) ή δημοσιεύεται στο “προφίλ αγοραστή” το ταχύτερο δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση το αργότερο στις 31 Μαρτίου κάθε οικονομικού έτους, για τις συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών, και το ταχύτερο δυνατόν μετά την απόφαση έγκρισης του σχετικού προγράμματος για τις συμβάσεις έργων.

Οι αναθέτουσες αρχές που δημοσιεύουν την προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης στο “προφίλ αγοραστή” αποστέλλουν την ΥΕΕΕΚ, με ηλεκτρονικό μέσο και σύμφωνα με τη μορφή και τους κανόνες διαβίβασης που προβλέπονται στο παράρτημα VIII σημείο 3 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, προκήρυξη η οποία αναγγέλλει τη δημοσίευση προκήρυξης προκαταρκτικής ενημέρωσης στο “προφίλ αγοραστή”.

3.   Η προκήρυξη διαγωνισμού επιτρέπει στις αναθέτουσες αρχές να γνωστοποιήσουν την πρόθεσή τους να διεξαγάγουν διαδικασία ανάθεσης σύμβασης ή σύμβασης-πλαισίου, ή να συστήσουν δυναμικό σύστημα αγορών κατά το άρθρο 125α. Είναι δε υποχρεωτική για τις συμβάσεις των οποίων το εκτιμώμενο ύψος είναι ίσο ή μεγαλύτερο των κατώτατων ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 158 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ), με την επιφύλαξη των συμβάσεων που συνάπτονται μετά τη διεξαγωγή διαδικασίας με διαπραγμάτευση κατά το άρθρο 126. Δεν είναι υποχρεωτική για τις συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου που βασίζονται σε συμβάσεις-πλαίσια.

Οι αναθέτουσες αρχές που επιθυμούν να αναθέσουν σύμβαση βάσει δυναμικού συστήματος αγορών γνωστοποιούν την πρόθεσή τους αυτή μέσω απλοποιημένης προκήρυξης διαγωνισμού.

Σε περίπτωση ανοικτής διαδικασίας, η προκήρυξη διαγωνισμού προσδιορίζει την ημερομηνία, την ώρα και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τον τόπο της συνεδρίασης της επιτροπής αποσφράγισης· η συνεδρίαση είναι ανοικτή για τους προσφέροντες.

Οι αναθέτουσες αρχές διευκρινίζουν αν επιτρέπουν ή όχι τις εναλλακτικές προσφορές, καθώς και τα ελάχιστα επίπεδα ικανοτήτων που απαιτούν, εφόσον κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο άρθρο 135 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο. Προσδιορίζουν δε ποια από τα κριτήρια επιλογής που προβλέπονται στο άρθρο 135 προτίθενται να εφαρμόσουν, τον ελάχιστο αριθμό υποψηφίων που πρόκειται να καλέσουν και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τον μέγιστο αριθμό τους, καθώς και τα αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις κριτήρια που προτίθενται να εφαρμόσουν για τον περιορισμό του αριθμού των υποψηφίων, σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

Στις περιπτώσεις όπου τα έγγραφα του διαγωνισμού είναι ελεύθερα, απευθείας και πλήρως προσπελάσιμα με ηλεκτρονικά μέσα, ιδίως στα δυναμικά συστήματα αγορών κατά το άρθρο 125α, στην προκήρυξη του διαγωνισμού εμφαίνεται η διεύθυνση του Διαδικτύου στην οποία τα έγγραφα αυτά είναι διαθέσιμα.

Οι αναθέτουσες αρχές που επιθυμούν να διεξαγάγουν διαγωνισμό μελετών γνωστοποιούν την πρόθεσή τους αυτή μέσω προκήρυξης.

4.   Η προκήρυξη ανάθεσης γνωστοποιεί τα αποτελέσματα της διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης, σύμβασης-πλαισίου ή σύμβασης βάσει δυναμικού συστήματος αγορών. Είναι υποχρεωτική για τις συμβάσεις των οποίων το εκτιμώμενο ύψος είναι ίσο ή μεγαλύτερο των κατώτατων ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 158. Δεν είναι υποχρεωτική για τις συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου που ανατίθενται βάσει σύμβασης-πλαισίου.

Η ως άνω προκήρυξη αποστέλλεται στην ΥΕΕΕΚ το αργότερο σαράντα οκτώ ημερολογιακές ημέρες μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, δηλαδή μετά την υπογραφή της σύμβασης ή της σύμβασης-πλαισίου. Ωστόσο, οι προκηρύξεις για συμβάσεις που βασίζονται σε δυναμικό σύστημα αγορών μπορούν να ομαδοποιούνται σε τριμηνιαία βάση. Αποστέλλονται δε στην ΥΕΕΕΚ το αργότερο σαράντα οκτώ ημερολογιακές ημέρες μετά το τέλος κάθε τριμήνου.

Οι αναθέτουσες αρχές που έχουν διεξαγάγει διαγωνισμό μελετών αποστέλλουν στην ΥΕΕΕΚ προκήρυξη με τα σχετικά αποτελέσματα.

5.   Οι προκηρύξεις συντάσσονται σύμφωνα με τα τυποποιημένα έντυπα που καταρτίζονται από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2004/18/ΕΚ».

5)

Το άρθρο 119 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 119

Δημοσιότητα των συμβάσεων που δεν εμπίπτουν στην οδηγία 2004/18/ΕΚ, και των συμβάσεων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΒ αυτής

(Άρθρο 90 του δημοσιονομικού κανονισμού)»·

β)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής.

i)

η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι συμβάσεις των οποίων το ύψος είναι μικρότερο των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 158, καθώς και οι συμβάσεις υπηρεσιών που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΒ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ αποτελούν το αντικείμενο κατάλληλης δημοσιότητας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται το άνοιγμα των συμβάσεων στον ανταγωνισμό και το αδιάβλητο των διαδικασιών ανάθεσής τους.»,

ii)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

την ετήσια δημοσίευση καταλόγου αναδόχων, με προσδιορισμό του αντικειμένου και του ύψους των συμβάσεων που ανετέθησαν, για τις συμβάσεις με ύψος ίσο ή μεγαλύτερο των 13 800 ευρώ·»,

iii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η δημοσίευση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) δεν είναι υποχρεωτική για τις συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου που ανατίθενται βάσει σύμβασης-πλαισίου.»·

γ)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι συμβάσεις επί ακινήτων και οι συμβάσεις που χαρακτηρίζονται απόρρητες κατά το άρθρο 126 παράγραφος 1 στοιχείο θ) αποτελούν το αντικείμενο μόνο ειδικής ετήσιας δημοσίευσης καταλόγου αναδόχων, όπου προσδιορίζεται το αντικείμενο και το ύψος των συμβάσεων που ανετέθησαν. Ο κατάλογος αυτός διαβιβάζεται στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή. Εφόσον πρόκειται για την Επιτροπή, επισυνάπτεται ως παράρτημα στη σύνοψη των ετήσιων εκθέσεων δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 60 παράγραφος 7 του δημοσιονομικού κανονισμού».

6)

Στο άρθρο 120 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η προθεσμία που αναφέρεται στη παράγραφο 1 μειώνεται σε πέντε ημέρες για τις επισπευσμένες διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 142».

7)

Στο άρθρο 122, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η διαδικασία ανταγωνισμού μετά από πρόσκληση συμμετοχής χαρακτηρίζεται ανοικτή εφόσον κάθε ενδιαφερόμενος οικονομικός παράγων μπορεί να υποβάλει προσφορά. Τούτο ισχύει και για τα δυναμικά συστήματα αγορών του άρθρου 125α.

Χαρακτηρίζεται δε κλειστή εφόσον όλοι μεν οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς μπορούν να υποβάλουν αίτηση συμμετοχής, μόνο όμως όσοι πληρούν τα κριτήρια επιλογής που αναφέρονται στο άρθρο 135 και καλούνται, ταυτόχρονα και εγγράφως, από την αναθέτουσα αρχή μπορούν να υποβάλουν προσφορά ή λύση στο πλαίσιο διαδικασίας ανταγωνιστικού διαλόγου του άρθρου 125β.

Η φάση της επιλογής μπορεί να διεξαχθεί είτε κατά σύμβαση, ακόμη και στο πλαίσιο διαδικασίας ανταγωνιστικού διαλόγου, είτε με σκοπό την κατάρτιση καταλόγου δυνητικών υποψηφίων, κατά τη διαδικασία του άρθρου 128».

8)

Το άρθρο 123 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατά τη διαδικασία με διαπραγμάτευση και κατά την κλειστή διαδικασία μετά από ανταγωνιστικό διάλογο, οι υποψήφιοι που καλούνται προς διαπραγμάτευση ή προς υποβολή προσφορών δεν μπορεί να είναι λιγότεροι από τρεις, υπό τον όρο ότι υπάρχει ικανός αριθμός υποψηφίων που ικανοποιούν τα κριτήρια επιλογής.

Ο αριθμός των υποψηφίων που γίνονται δεκτοί για να υποβάλουν προσφορά πρέπει να είναι επαρκής για την εξασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού.

Οι διατάξεις του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου δεν εφαρμόζονται:

α)

στις συμβάσεις πολύ μικρού ύψους στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 129 παράγραφος 3·

β)

στις συμβάσεις νομικών υπηρεσιών κατά την έννοια του παραρτήματος ΙΙΒ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ·

γ)

στις συμβάσεις που χαρακτηρίζονται απόρρητες κατά το άρθρο 126 παράγραφος 1 στοιχείο ι).»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3.   Οσάκις ο αριθμός των υποψηφίων που ικανοποιούν τα κριτήρια επιλογής και τα ελάχιστα επίπεδα ικανότητας είναι μικρότερος του ελάχιστου αριθμού που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνεχίσει τη διαδικασία, προσκαλώντας τον ή τους υποψήφιους που διαθέτουν τις απαιτούμενες ικανότητες. Δεν μπορεί όμως να συμπεριλάβει σε αυτούς άλλους οικονομικούς παράγοντες που δεν έχουν ζητήσει να συμμετάσχουν, ή υποψήφιους που δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες ικανότητες».

9)

Στο άρθρο 124 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οσάκις οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αναθέσουν τις συμβάσεις τους με διαδικασία με διαπραγμάτευση αφού προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης, σύμφωνα με το άρθρο 127, μπορούν να προβλέψουν ότι η διαδικασία με διαπραγμάτευση θα διεξαχθεί σε διαδοχικές φάσεις, έτσι ώστε να μειωθεί ο αριθμός των προς διαπραγμάτευση προσφορών, με εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης που απαριθμούνται στην προκήρυξη ή στη συγγραφή υποχρεώσεων. Η προσφυγή στη δυνατότητα αυτή επισημαίνεται στην προκήρυξη ή στη συγγραφή υποχρεώσεων».

10)

Στο άρθρο 125 παράγραφος 3 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι υποψήφιοι είναι δυνατόν να κληθούν από την κριτική επιτροπή να απαντήσουν στα ερωτήματα που έχουν εγγραφεί στα πρακτικά με σκοπό την αποσαφήνιση ενός σχεδίου ή έργου. Συντάσσονται πλήρη πρακτικά των αντίστοιχων στιχομυθιών».

11)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα 125α και 125β:

«Άρθρο 125α

Δυναμικό σύστημα αγορών

(Άρθρο 91 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.   Το δυναμικό σύστημα αγορών όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 και στο άρθρο 33 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ είναι μια διαδικασία αγορών εξ ολοκλήρου ηλεκτρονική, η οποία καλύπτει την αγορά τρεχόντων ειδών και είναι ανοικτή καθ’ όλη τη διάρκειά της σε όλους τους οικονομικούς παράγοντες που ικανοποιούν τα κριτήρια επιλογής και έχουν υποβάλει ενδεικτική προσφορά σύμφωνη με τη συγγραφή υποχρεώσεων και τα ενδεχόμενα συμπληρωματικά έγγραφα. Οι ενδεικτικές προσφορές μπορούν να βελτιώνονται ανά πάσα στιγμή, υπό τον όρο να παραμένουν σύμφωνες με τη συγγραφή υποχρεώσεων.

2.   Για τους σκοπούς της σύστασης δυναμικού συστήματος αγορών, οι αναθέτουσες αρχές δημοσιεύουν προκήρυξη η οποία διευκρινίζει ότι πρόκειται για δυναμικό σύστημα αγορών και περιλαμβάνει παραπομπή στη διεύθυνση του Διαδικτύου στην οποία η συγγραφή υποχρεώσεων και κάθε συμπληρωματικό έγγραφο είναι διαθέσιμα ελεύθερα, απευθείας και πλήρως, από τη δημοσίευση της προκήρυξης μέχρι τη λήξη της εφαρμογής του συστήματος.

Προσδιορίζουν δε στη συγγραφή υποχρεώσεων, μεταξύ άλλων, τη φύση των προβλεπόμενων αγορών που αποτελούν το αντικείμενο του συστήματος καθώς και όλα τα αναγκαία στοιχεία σχετικά με το σύστημα αγορών, τον χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό εξοπλισμό και τις ρυθμίσεις και τεχνικές προδιαγραφές σύνδεσης με το σύστημα.

3.   Οι αναθέτουσες αρχές παρέχουν καθ’ όλη τη διάρκεια του δυναμικού συστήματος αγορών τη δυνατότητα σε κάθε οικονομικό παράγοντα να υποβάλει ενδεικτική προσφορά με σκοπό την ένταξή του στο σύστημα υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Περαιώνουν δε την αξιολόγηση εντός δεκαπέντε το πολύ ημερών από την υποβολή της ενδεικτικής προσφοράς. Ωστόσο, μπορούν να παρατείνουν την περίοδο αξιολόγησης εφόσον εν τω μεταξύ δεν διεξάγεται κανένας διαγωνισμός.

Η εκάστοτε αναθέτουσα αρχή ενημερώνει το ταχύτερο δυνατόν τον κάθε προσφέροντα για την αποδοχή του στο δυναμικό σύστημα αγορών ή για την απόρριψη της προσφοράς του.

4.   Κάθε επιμέρους σύμβαση αποτελεί το αντικείμενο διαγωνισμού (αποκαλούμενη και “διαδικασία ανταγωνισμού”). Πριν από την έναρξή της, οι αναθέτουσες αρχές δημοσιεύουν απλοποιημένη προκήρυξη με την οποία καλούν τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς παράγοντες να υποβάλουν ενδεικτική προσφορά, και τούτο εντός προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε ημερών από την αποστολή της απλοποιημένης προκήρυξης. Οι αναθέτουσες αρχές προχωρούν στο διαγωνισμό μόνο αφού ολοκληρώσουν την αξιολόγηση όλων των ενδεικτικών προσφορών που υποβάλλονται εμπρόθεσμα.

Οι αναθέτουσες αρχές καλούν στη συνέχεια όλους τους προσφέροντες που έγιναν δεκτοί στο σύστημα να υποβάλουν προσφορά εντός εύλογης προθεσμίας. Αναθέτουν δε τη σύμβαση στον προσφέροντα που υποβάλλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει των κριτηρίων ανάθεσης που προσδιορίζονται στην προκήρυξη σύστασης του δυναμικού συστήματος αγορών. Τα κριτήρια αυτά μπορούν, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να αποσαφηνίζονται στην πρόσκληση υποβολής προσφορών.

5.   Η διάρκεια ενός δυναμικού συστήματος αγορών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες.

Οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να προσφεύγουν σε ένα τέτοιο σύστημα κατά τρόπο που εμποδίζει, περιορίζει ή νοθεύει τον ανταγωνισμό.

Στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς παράγοντες καθώς και στους συμμετέχοντες στο σύστημα δεν μπορεί να επιβάλλεται κανένα έξοδο φακέλου.

Άρθρο 125β

Ανταγωνιστικός διάλογος

(Άρθρο 91 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.   Σε περίπτωση που η σύμβαση είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, η αναθέτουσα αρχή, ενόσω εκτιμά ότι η άμεση προσφυγή σε ανοικτή διαδικασία ή στους ισχύοντες κανόνες που διέπουν την κλειστή διαδικασία δεν θα επιτρέψει την ανάθεση της σύμβασης στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, μπορεί να προσφύγει στον ανταγωνιστικό διάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 29 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

Σύμβαση χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα πολύπλοκη οσάκις η αναθέτουσα αρχή δεν είναι αντικειμενικά σε θέση να ορίσει τα τεχνικά μέσα που μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες και τους στόχους της, ή να προσδιορίσει σαφώς τη νομική ή την οικονομική διάρθρωση του σχεδίου ή έργου.

2.   Οι αναθέτουσες αρχές δημοσιεύουν προκήρυξη στην οποία γνωστοποιούν τις ανάγκες και απαιτήσεις τους, τις οποίες προσδιορίζουν στην ίδια την προκήρυξη ή/και σε περιγραφικό έγγραφο.

3.   Οι αναθέτουσες αρχές αρχίζουν με τους υποψήφιους που ικανοποιούν τα κριτήρια επιλογής του άρθρου 135, διάλογο με σκοπό τον εντοπισμό και τον προσδιορισμό των μέσων που είναι σε θέση να ικανοποιήσουν καλύτερα τις ανάγκες τους.

Κατά τη διάρκεια του διαλόγου, οι αναθέτουσες αρχές εξασφαλίζουν την ίση μεταχείριση όλων των υποψήφιων και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των προτεινόμενων λύσεων, καθώς και των άλλων στοιχείων που τυχόν γνωστοποιούνται από υποψήφιο που μετέχει στον διάλογο, εκτός εάν αυτός συγκατατεθεί στην κοινολόγησή τους.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προβλέψουν τη διεξαγωγή του διαλόγου σε διαδοχικές φάσεις, έτσι ώστε να μειώνεται ο αριθμός των προς συζήτηση λύσεων μέσω της εφαρμογής των κριτηρίων ανάθεσης που καθορίζονται στην προκήρυξη ή στο περιγραφικό έγγραφο, εάν η δυνατότητα αυτή προβλέπεται στην προκήρυξη ή στο περιγραφικό έγγραφο.

4.   Αφού γνωστοποιήσουν στους συμμετέχοντες ότι ο διάλογος ολοκληρώθηκε, οι αναθέτουσες αρχές τους καλούν να υποβάλουν την τελική προσφορά τους βάσει της λύσης ή των λύσεων που παρουσιάσθηκαν και εξειδικεύθηκαν κατά τη διάρκεια του διαλόγου. Οι τελικές προσφορές περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται και είναι αναγκαία για την υλοποίηση του σχεδίου ή έργου.

Κατόπιν αιτήματος της αναθέτουσας αρχής, οι ως άνω προσφορές μπορούν να διευκρινισθούν, αποσαφηνισθούν και τελειοποιηθούν, χωρίς ωστόσο να μεταβληθούν τα θεμελιώδη στοιχεία των προσφορών ή της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, η μεταβολή των οποίων είναι σε θέση να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού ή να επιφέρει διακρίσεις.

Κατόπιν αιτήματος της αναθέτουσας αρχής, ο υποψήφιος που εκρίθη ότι υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά μπορεί να διευκρινίσει ορισμένες πλευρές της προσφοράς του ή να επιβεβαιώσει τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει στο πλαίσιο της προσφοράς, υπό τον όρο ότι τούτο δεν έχει ως αποτέλεσμα την μεταβολή των θεμελιωδών στοιχείων της προσφοράς ή της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, τη στρέβλωση του ανταγωνισμού ή τη δημιουργία διακρίσεων.

5.   Οι αναθέτουσες αρχές είναι δυνατόν να προβλέπουν την απονομή βραβείων ή την καταβολή ποσών για τους συμμετέχοντες στον ανταγωνιστικό διάλογο».

12)

Το άρθρο 126 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση και το στοιχείο α) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προσφύγουν σε διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης, και ανεξάρτητα από το εκτιμώμενο ύψος της σύμβασης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

οσάκις καμία προσφορά ή καμία κατάλληλη προσφορά ή καμία υποψηφιότητα δεν κατετέθη στο πλαίσιο κλειστής ή ανοικτής διαδικασίας, αφού ολοκληρωθεί η αρχική διαδικασία και υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχικοί όροι της σύμβασης, όπως αυτοί προσδιορίζονταν στα έγγραφα της πρόσκλησης σε διαδικασία ανταγωνισμού που αναφέρονται στο άρθρο 130, δεν μεταβάλλονται ουσιωδώς·»,

ii)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

ενόσω τούτο είναι απολύτως αναγκαίο, οσάκις επιτακτική επείγουσα ανάγκη, οφειλόμενη σε απρόβλεπτα συμβάντα μη δυνάμενα να αποδοθούν στην αναθέτουσα αρχή, δεν συμβιβάζεται με τις προθεσμίες που απαιτούνται από τις λοιπές διαδικασίες και που προβλέπονται στα άρθρα 140, 141 και 142·»,

iii)

τα στοιχεία ε) και στ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

για τις πρόσθετες υπηρεσίες ή εργασίες που δεν εμφαίνονται στο αρχικό σχέδιο ή μελέτη ούτε στην αρχική σύμβαση, αλλά, λόγω περίστασης απρόβλεπτης, έχουν καταστεί αναγκαίες για την παροχή της υπηρεσίας ή την εκτέλεση του έργου, υπό τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 2·

στ)

για νέες υπηρεσίες ή εργασίες που προβλέπουν επανάληψη παρόμοιων υπηρεσιών ή εργασιών που έχουν ανατεθεί στον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης από την ίδια αναθέτουσα αρχή, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες ή εργασίες ανταποκρίνονται σ’ ένα σχέδιο ή μελέτη βάσης και ότι αυτό το σχέδιο ή μελέτη είχε αποτελέσει το αντικείμενο ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας, υπό τους όρους της παραγράφου 3·»,

iv)

στο στοιχείο ζ) προστίθενται οι ακόλουθες περιπτώσεις:

«iii)

προϊόντων που είναι εισηγμένα και αγοράζονται σε χρηματιστήριο πρώτων υλών·

iv)

αγαθών υπό όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς, είτε από προμηθευτή που παύει οριστικά τις εμπορικές δραστηριότητές του είτε από συνδίκους ή εκκαθαριστές μιας πτώχευσης, ενός δικαστικού συμβιβασμού ή άλλης ανάλογης διαδικασίας κατά το οικείο εθνικό δίκαιο·»,

v)

το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

για τις συμβάσεις νομικών υπηρεσιών κατά την έννοια του παραρτήματος ΙΙΒ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, οι οποίες ωστόσο, αποτελούν το αντικείμενο κατάλληλης δημοσιότητας·»,

vi)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ι):

«ι)

για τις συμβάσεις που χαρακτηρίζονται απόρρητες από το θεσμικό όργανο ή τις εξουσιοδοτημένες από αυτό αρχές, ή για τις συμβάσεις τον οποίων η εκτέλεση πρέπει να συνοδεύεται από ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διοικητικές διατάξεις, ή οσάκις η προστασία των ουσιωδών συμφερόντων των Κοινοτήτων ή της Ένωσης το απαιτεί.»,

vii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν επιπλέον να προσφύγουν σε διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης για όλες τις συμβάσεις με ύψος μικρότερο των 13 800 ευρώ.»·

β)

στην παράγραφο 3, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ), η δυνατότητα προσφυγής σε διαδικασία με διαπραγμάτευση επισημαίνεται ήδη κατά την πρώτη διαδικασία ανταγωνισμού, το δε συνολικό εκτιμώμενο ποσό για τη συνέχιση των υπηρεσιών ή εργασιών λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των κατώτατων ορίων του άρθρου 158».

13)

Το άρθρο 127 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση και τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προσφύγουν σε διαδικασία με διαπραγμάτευση αφού δημοσιεύσουν προκήρυξη, και ανεξάρτητα από το εκτιμώμενο ύψος της σύμβασης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

σε περίπτωση υποβολής προσφορών παράτυπων ή απαράδεκτων, ιδίως με γνώμονα τα κριτήρια επιλογής ή ανάθεσης, αφού προηγηθεί και ολοκληρωθεί κλειστή ή ανοικτή διαδικασία, ή ανταγωνιστικός διάλογος, και υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχικοί όροι της σύμβασης, όπως αυτοί προσδιορίζονταν στα έγγραφα της πρόσκλησης σε διαδικασία ανταγωνισμού που αναφέρονται διαγωνισμού κατά το άρθρο 130, δεν μεταβάλλονται ουσιωδώς, με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 2·

β)

σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οσάκις πρόκειται για έργα, προμήθειες ή υπηρεσίες τον οποίων τα χαρακτηριστικά ή τα απρόβλεπτα δεν επιτρέπουν τον εκ των προτέρων υπολογισμό όλων των τιμών από τον προσφέροντα·»,

ii)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

για τις συμβάσεις υπηρεσιών του παραρτήματος ΙΙΒ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 126 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο θ) και ι) και δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 στοιχείο α), οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να μη δημοσιεύσουν προκήρυξη εάν συμπεριλαμβάνουν στη διαδικασία με διαπραγμάτευση όλους τους προσφέροντες, και μόνο τους προσφέροντες, οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια επιλογής και κατά την προγενέστερη διαδικασία υπέβαλαν προσφορές ανταποκρινόμενες στις τυπικές απαιτήσεις της διαδικασίας ανάθεσης».

14)

Στο άρθρο 129 οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι συμβάσεις ύψους μικρότερου των 3 500 ευρώ μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο μιας μόνο προσφοράς.

4.   Οι πληρωμές που πραγματοποιούνται για δαπάνες μικρότερες των 200 ευρώ μπορούν να έχουν τη μορφή απλής εξόφλησης τιμολογίου, χωρίς να έχει προηγηθεί έγκριση προσφοράς».

15)

Το άρθρο 130 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

πρόσκληση για υποβολή προσφοράς ή για διαπραγμάτευση, ή για συμμετοχή σε διάλογο στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 125β·

β)

συγγραφή υποχρεώσεων ή την περίπτωση ανταγωνιστικού διαλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 125β, η συγγραφή υποχρεώσεων αντικαθίσταται με περιγραφή των αναγκών και απαιτήσεων της αναθέτουσας αρχής, η οποία επισυνάπτεται στην πρόσκληση και στην οποία αναφέρεται η διεύθυνση στο Διαδίκτυο όπου είναι διαθέσιμες·»·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση και τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η πρόσκληση για υποβολή προσφοράς, για διαπραγμάτευση ή για συμμετοχή σε ανταγωνιστικό διάλογο προσδιορίζει τουλάχιστον:

α)

τους κανόνες κατάθεσης ή υποβολής των προσφορών, ιδίως την καταληκτική ημερομηνία και ώρα, την ενδεχόμενη απαίτηση συμπλήρωσης τυποποιημένου εντύπου, τα έγγραφα που πρέπει να επισυναφθούν, συμπεριλαμβανόμενων των δικαιολογητικών που τεκμηριώνουν την οικονομική, χρηματοδοτική, επαγγελματική και τεχνική ικανότητα κατά το άρθρο 135, εφόσον αυτά δεν προσδιορίζονται στη σχετική προκήρυξη, καθώς και τη διεύθυνση στην οποία πρέπει να διαβιβασθούν·

β)

ότι η υποβολή προσφοράς συνεπάγεται αποδοχή της συγγραφής υποχρεώσεων της παραγράφου 1, στην οποία και παραπέμπει, καθώς και ότι η προσφορά δεσμεύει τον προσφέροντα κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της σύμβασης, εφόσον αναδειχθεί ανάδοχος.»

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ε):

«ε)

στην περίπτωση του ανταγωνιστικού διαλόγου, η τιθέμενη προθεσμία και η διεύθυνση για την έναρξη της φάσης των διαβουλεύσεων.»·

γ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής που ισχύουν για την εκάστοτε σύμβαση, εκτός από τις περιπτώσεις κλειστής διαδικασίας, συμπεριλαμβανόμενου του ανταγωνιστικού διαλόγου, και διαδικασίας με διαπραγμάτευση μετά τη δημοσίευση προκήρυξης που αναφέρονται στο άρθρο 127· στις περιπτώσεις αυτές, τα ως άνω κριτήρια αναφέρονται μόνο στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος·

β)

τα κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης και τη σχετική τους στάθμιση ή, εφόσον ενδείκνυται, τη φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας των κριτηρίων αυτών, εφόσον αυτά δεν εμφαίνονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού·»,

ii)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

τις ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να καλύπτονται από τις εναλλακτικές προσφορές, κατά τις διαδικασίες ανάθεσης στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά που αναφέρονται στο άρθρο 138 παράγραφος 2, εφόσον η αναθέτουσα αρχή αναφέρει στην προκήρυξη του διαγωνισμού ότι επιτρέπονται οι εναλλακτικές προσφορές·»,

iii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ζ):

«ζ)

στα δυναμικά συστήματα αγορών που αναφέρονται στο άρθρο 125α, τη φύση των προβλεπόμενων αγορών καθώς και όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο σύστημα αγορών, τον χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό εξοπλισμό και τις ρυθμίσεις και τεχνικές προδιαγραφές σύνδεσης με το σύστημα».

16)

Το άρθρο 131 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

οσάκις είναι δυνατόν, τα κριτήρια πρόσβασης των ατόμων με ειδικές ανάγκες, ή ο σχεδιασμός για όλους τους χρήστες·»·

β)

στην παράγραφο 3 το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

είτε με όρους επιδόσεων ή λειτουργικών απαιτήσεων, στους οποίους είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνονται περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, ενώ πρέπει να είναι επαρκώς ακριβείς για να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να προσδιορίσουν το αντικείμενο της σύμβασης και οι αναθέτουσες αρχές να κατακυρώσουν την εκάστοτε σύμβαση·»·

γ)

στην παράγραφο 4 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο μέσο ένας τεχνικός φάκελος του κατασκευαστή ή μια έκθεση δοκιμών από ανεγνωρισμένο οργανισμό.»·

δ)

στην παράγραφο 5 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ο προσφέρων οφείλει να αποδείξει, προς ικανοποίηση της αναθέτουσας αρχής και με κάθε πρόσφορο μέσο, ότι η προσφορά του ανταποκρίνεται στις επιδόσεις ή στις λειτουργικές απαιτήσεις που έχουν τεθεί από την αναθέτουσα αρχή. Μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο μέσο ένας τεχνικός φάκελος του κατασκευαστή ή μια έκθεση δοκιμών από ανεγνωρισμένο οργανισμό.»·

ε)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθοι παράγραφοι 5α και 5β:

«5α.   Οσάκις οι αναθέτουσες αρχές θέτουν περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά με όρους επιδόσεων ή λειτουργικών απαιτήσεων, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις λεπτομερείς προδιαγραφές ή, εν ανάγκη, τμήματα αυτών, όπως καθορίζονται από τα ευρωπαϊκά, εθνικά ή διεθνή οικολογικά σήματα, ή από οποιαδήποτε άλλο τέτοιο σήμα, υπό τον όρο ότι ικανοποιούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι προδιαγραφές είναι κατάλληλες για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης·

β)

οι απαιτήσεις του σήματος βασίζονται σε επιστημονικά στοιχεία·

γ)

τα οικολογικά σήματα εγκρίνονται με διαδικασία στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οι κυβερνητικοί οργανισμοί, οι καταναλωτές, οι κατασκευαστές, οι διανομείς και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις·

δ)

τα οικολογικά σήματα είναι προσιτά σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να δηλώνουν ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που διαθέτουν οικολογικό σήμα τεκμαίρεται ότι πληρούν τις τεχνικές προδιαγραφές που περιλαμβάνονται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Αποδέχονται ωστόσο και κάθε άλλο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, όπως τεχνικό φάκελο του κατασκευαστή ή έκθεση δοκιμών από ανεγνωρισμένο οργανισμό.

5β.   Ως ανεγνωρισμένος οργανισμός για τους σκοπούς των παραγράφων 4, 5 και 5α νοείται ένα εργαστήριο δοκιμών ή βαθμονόμησης, ή ένας οργανισμός επιθεωρήσεων και πιστοποίησης που ανταποκρίνεται στα ισχύοντα ευρωπαϊκά πρότυπα».

17)

Το άρθρο 134 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 134

Αποδεικτικά μέσα

(Άρθρα 93 έως 96 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.   Η αναθέτουσα αρχή αποδέχεται ως επαρκή απόδειξη ότι υποψήφιος ή προσφέρων δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται τα στοιχεία α), β) και ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 93 του δημοσιονομικού κανονισμού, πρόσφατο απόσπασμα ποινικού μητρώου ή, ελλείψει αυτού, ισοδύναμο έγγραφο εκδοθέν από δικαστική ή διοικητική αρχή της χώρας καταγωγής ή προέλευσης, από το οποίο να προκύπτει ότι ικανοποιούνται οι ως άνω απαιτήσεις. Η αναθέτουσα αρχή αποδέχεται ως επαρκή απόδειξη ότι υποψήφιος ή προσφέρων δεν εμπίπτει στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται το στοιχείο δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 93 του δημοσιονομικού κανονισμού, πρόσφατο πιστοποιητικό εκδοθέν από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους.

2.   Εφόσον δεν έχει εκδοθεί από το οικείο κράτος μέλος το έγγραφο ή το πιστοποιητικό που προβλέπεται στην παράγραφο 1, καθώς και στις λοιπές περιπτώσεις αποκλεισμού που προβλέπονται στα άρθρα 93 και 94 του δημοσιονομικού κανονισμού, μπορεί αυτό να αντικατασταθεί με ένορκη δήλωση ή, ελλείψει αυτής, υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερόμενου ενώπιον δικαστικής ή διοικητικής αρχής, συμβολαιογράφου ή εντεταλμένου επαγγελματικού φορέα της χώρας καταγωγής ή προέλευσης.

Για τις συμβάσεις ύψους μικρότερου των 50 000 ευρώ, η αναθέτουσα αρχή, σε συνάρτηση με την ανάλυση των διαχειριστικών κινδύνων που πραγματοποιεί, μπορεί να ζητήσει από τους υποψήφιους ή προσφέροντες μόνο μια υπεύθυνη βεβαίωση η οποία να βεβαιώνει ότι αυτοί δεν εμπίπτουν σε καμία από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 93 και 94 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.   Ανάλογα με την εθνική νομοθεσία της χώρας εγκατάστασης του υποψήφιου ή προσφέροντος, τα έγγραφα που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 και 2 αναφέρονται σε νομικά ή σε φυσικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανόμενων, εφόσον η αναθέτουσα αρχή κρίνει τούτο αναγκαίο, των επικεφαλής επιχειρήσεων και κάθε προσώπου εξουσιοδοτημένου να εκπροσωπεί, να λαμβάνει αποφάσεις ή να ελέγχει την επιχείρηση του υποψήφιου ή προσφέροντος.

4.   Οι αναθέτουσες αρχές, οσάκις έχουν αμφιβολίες ως προς την κατάσταση των υποψηφίων ή προσφερόντων, μπορούν να απευθυνθούν οι ίδιες στις αρμόδιες αρχές της παραγράφου 1 για να λάβουν τα πληροφοριακά στοιχεία που κρίνουν αναγκαία σχετικά με την κατάσταση αυτή».

18)

Το άρθρο 135 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η έκταση των ζητούμενων από την αναθέτουσα αρχή πληροφοριακών στοιχείων για την τεκμηρίωση της χρηματοδοτικής, οικονομικής, τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας του υποψήφιου ή προσφέροντος, καθώς και τα ελάχιστα επίπεδα ικανότητας που απαιτούνται σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεν μπορούν να υπερβαίνουν το αντικείμενο της σύμβασης, λαμβάνουν δε υπόψη τα έννομα συμφέροντα των εμπλεκόμενων οικονομικών παραγόντων σε ό,τι αφορά ιδίως την προστασία των τεχνικών και επαγγελματικών απορρήτων της επιχείρησής τους.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6:

«6.   Για τις συμβάσεις ύψους μικρότερου των 50 000 ευρώ, η αναθέτουσα αρχή, σε συνάρτηση με την ανάλυση των διαχειριστικών κινδύνων που πραγματοποιεί, μπορεί να μη ζητήσει τα έγγραφα τεκμηρίωσης της χρηματοδοτικής, οικονομικής, τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας του υποψήφιου ή προσφέροντος. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί καμία προχρηματοδότηση ή ενδιάμεση πληρωμή».

19)

Το άρθρο 136 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ως τεκμήρια της χρηματοδοτικής και οικονομικής ικανότητας του υποψηφίου ή προσφέροντος μπορούν να υποβληθούν ιδίως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα έγγραφα:»·

β)

στην παράγραφο 3 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Υπό τους ίδιους όρους, μια κοινοπραξία οικονομικών παραγόντων που αναφέρεται στο άρθρο 116 παράγραφος 6 μπορεί να τεκμηριώσει τις ικανότητες των μελών της κοινοπραξίας ή άλλων οντοτήτων».

20)

Το άρθρο 137 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανάλογα με τη φύση, την ποσότητα και την έκταση ή τη χρήση των προϊόντων, υπηρεσιών ή έργων της σύμβασης, η τεχνική και επαγγελματική ικανότητα των οικονομικών παραγόντων μπορεί να τεκμηριωθεί βάσει ενός ή περισσοτέρων από τα ακόλουθα έγγραφα:»,

ii)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

περιγραφή του τεχνικού εξοπλισμού και των μέτρων που θα ληφθούν για τη διασφάλιση της ποιότητας των προμηθειών και υπηρεσιών, καθώς και των μέσων μελέτης και έρευνας της επιχείρησης·»,

iii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο θ):

«θ)

για τις δημόσιες συμβάσεις έργων και υπηρεσιών, και μόνο στις ενδεικνυόμενες περιπτώσεις, αναφορά των μέτρων διαχείρισης του περιβάλλοντος τα οποία ο οικονομικός παράγων θα είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει κατά την εκτέλεση της σύμβασης.»·

β)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι 3α και 3β:

«3α.   Οσάκις οι αναθέτουσες αρχές ζητούν την υποβολή πιστοποιητικών τα οποία έχουν εκδοθεί από ανεξάρτητους φορείς και βεβαιώνουν ότι ο οικονομικός παράγων συμμορφώνεται με ορισμένα πρότυπα εγγύησης της ποιότητας, παραπέμπουν στα συστήματα διασφάλισης της ποιότητας τα οποία βασίζονται στις σχετικές σειρές ευρωπαϊκών προτύπων και έχουν πιστοποιηθεί από φορείς που ακολουθούν τις σειρές ευρωπαϊκών προτύπων που διέπουν την πιστοποίηση.

3β.   Οσάκις οι αναθέτουσες αρχές ζητούν την υποβολή πιστοποιητικών τα οποία έχουν εκδοθεί από ανεξάρτητους φορείς και βεβαιώνουν ότι ο οικονομικός παράγων συμμορφώνεται με ορισμένα πρότυπα διαχείρισης του περιβάλλοντος, παραπέμπουν στο κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS), το οποίο προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 761/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), ή στα πρότυπα διαχείρισης του περιβάλλοντος που βασίζονται στα σχετικά ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα και έχουν πιστοποιηθεί από φορείς που ακολουθούν την κοινοτική νομοθεσία ή τα ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα που διέπουν την πιστοποίηση. Αναγνωρίζουν δε και τα ισοδύναμα πιστοποιητικά φορέων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη. Αποδέχονται ωστόσο και άλλα αποδεικτικά στοιχεία ισοδύναμων μέτρων διαχείρισης του περιβάλλοντος υποβαλλόμενα από τους οικονομικούς παράγοντες.

γ)

στην παράγραφο 4 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Υπό τους ίδιους όρους, μια κοινοπραξία οικονομικών παραγόντων που αναφέρεται στο άρθρο 116 παράγραφος 6 μπορεί να τεκμηριώσει τις ικανότητες των μελών της κοινοπραξίας ή άλλων οντοτήτων».

21)

Στο άρθρο 138 παράγραφος 3, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η αναθέτουσα αρχή προσδιορίζει τη σχετική στάθμιση που αποδίδει σε καθένα από τα κριτήρια που εφαρμόζει για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, και τούτο είτε στην προκήρυξη είτε στη συγγραφή υποχρεώσεων είτε στο περιγραφικό έγγραφο. Η στάθμιση αυτή μπορεί να εκφράζεται μέσω ενός περιθωρίου διακύμανσης, του οποίου η ανώτατη τιμή πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη.

Η σχετική στάθμιση του κριτηρίου της τιμής σε σύγκριση με τα λοιπά κριτήρια δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση του κριτηρίου της τιμής κατά την επιλογή του αναδόχου της σύμβασης, με την επιφύλαξη των πινάκων τιμών (τιμολογίων) που καταρτίζονται από το εκάστοτε θεσμικό όργανο για την αμοιβή ορισμένων υπηρεσιών, όπως εκείνων που παρέχονται από εμπειρογνώμονες-αξιολογητές».

22)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 138α:

«Άρθρο 138α

Ηλεκτρονικός πλειστηριασμός

(Άρθρο 97 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.   Στις ανοικτές και στις κλειστές διαδικασίες, καθώς και στις διαδικασίες με διαπραγμάτευση στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 127 παράγραφος 1 στοιχείο α), οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποφασίσουν ότι η ανάθεση της σύμβασης θα γίνει μετά από ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, όπως αναφέρεται στο άρθρο 54 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, οσάκις οι προδιαγραφές της σύμβασης μπορούν να προσδιορισθούν επακριβώς.

Υπό τους ίδιους όρους, ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί και κατά τη διεξαγωγή διαγωνισμού μεταξύ των μερών σύμβασης-πλαισίου που αναφέρεται στο άρθρου 117 παράγραφος 4 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού, καθώς και διαγωνισμού στο πλαίσιο δυναμικού συστήματος αγορών που αναφέρονται στο άρθρο 125α.

Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός αφορά είτε μόνο τις τιμές, οσάκις η σύμβαση ανατίθεται με κριτήριο τη χαμηλότερη προσφορά,· είτε τις τιμές ή/και την αξία των επιμέρους στοιχείων των προσφορών τα οποία αναφέρονται στη συγγραφή υποχρεώσεων, οσάκις η σύμβαση ανατίθεται με κριτήριο την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.

2.   Οι αναθέτουσες αρχές που αποφασίζουν να προσφύγουν σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό αναφέρουν τούτο στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

Στη συγγραφή υποχρεώσεων περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία:

α)

τα στοιχεία των οποίων η αξία θα αποτελέσει το αντικείμενο του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, ενόσω τα στοιχεία αυτά μπορούν να προσδιορισθούν ποσοτικά είτε με αριθμούς είτε με ποσοστά·

β)

τα ενδεχόμενα όρια του ποσού που μπορεί να προσφερθεί, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τις προδιαγραφές του αντικειμένου της σύμβασης·

γ)

τα πληροφοριακά στοιχεία που θα τεθούν στη διάθεση των προσφερόντων κατά τη διάρκεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, καθώς και η χρονική στιγμή κατά την οποία θα συμβεί τούτο·

δ)

οι ενδεδειγμένες πληροφορίες ως προς τη διεξαγωγή του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού·

ε)

οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι προσφέροντες μπορούν να μειοδοτήσουν, και ιδίως οι κατ’ ελάχιστον αποκλίσεις που, εφόσον συντρέχει περίπτωση, απαιτούνται προς τούτο·

στ)

οι ενδεδειγμένες πληροφορίες ως προς τον χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό μηχανισμό, καθώς και ως προς τις τεχνικές λεπτομέρειες και προδιαγραφές της σύνδεσης με αυτόν.

3.   Πριν αρχίσει ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός, οι αναθέτουσες αρχές πραγματοποιούν μια πρώτη πλήρη αξιολόγηση των προσφορών σύμφωνα με τα κριτήρια ανάθεσης και τη στάθμισή τους, όπως έχουν καθορισθεί.

Όλοι οι προσφέροντες που έχουν υποβάλει παραδεκτές προσφορές καλούνται ταυτόχρονα, με ηλεκτρονικά μέσα, να υποβάλουν νέες τιμές ή/και νέες αξίες. Η πρόσκληση περιέχει κάθε ενδεδειγμένο πληροφοριακό στοιχείο για τη σύνδεση κάθε προσφέροντος με τον χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό σύστημα και προσδιορίζει την ημερομηνία και την ώρα έναρξης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός μπορεί να διεξαχθεί σε πλείονες διαδοχικές φάσεις, δεν μπορεί όμως να αρχίσει πριν παρέλθουν δύο εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία αποστολής των προσκλήσεων.

4.   Οσάκις η ανάθεση της σύμβασης γίνεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, η πρόσκληση συνοδεύεται από το αποτέλεσμα της πλήρους αξιολόγησης της προσφοράς του εκάστοτε προσφέροντος, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με τη στάθμιση που προβλέπεται στο άρθρο 138 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο.

Στην πρόσκληση αναφέρεται και ο μαθηματικός τύπος που θα χρησιμοποιηθεί κατά τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό για την αυτόματη ανακατάταξη των προσφορών σε συνάρτηση με τις νέες τιμές ή/και τις νέες αξίες που θα υποβληθούν. Ο τύπος αυτός ενσωματώνει τη στάθμιση όλων των κριτηρίων που καθορίζονται για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, όπως αυτή η στάθμιση αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων. Προς τούτο, τα ενδεχόμενα περιθώρια διακύμανσης πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων με συγκεκριμένες τιμές.

Εφόσον επιτρέπονται οι εναλλακτικές προσφορές, για κάθε εναλλακτική προσφορά πρέπει να δίδεται χωριστός μαθηματικός τύπος.

5.   Κατά τη διάρκεια κάθε φάσης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν αμέσως σε όλους τους προσφέροντες τουλάχιστον τα πληροφοριακά στοιχεία που τους επιτρέπουν να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή την κατάταξή τους. Ακόμη, μπορούν να τους γνωστοποιούν και άλλα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με άλλες προσφερόμενες τιμές ή ποσά, υπό τον όρο ότι τούτο προβλέπεται στη συγγραφή υποχρεώσεων. Επίσης, μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανακοινώσουν τον αριθμό των προσφερόντων που μετέχουν στην εκάστοτε φάση του πλειστηριασμού. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να κοινολογήσουν την ταυτότητα των προσφερόντων κατά τη διάρκεια των φάσεων του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού.

6.   Οι αναθέτουσες αρχές περατώνουν τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

αναφέρουν στην πρόσκληση συμμετοχής στον πλειστηριασμό την προκαθορισμένη ημερομηνία και ώρα λήξης·

β)

όταν δεν δέχονται νέες τιμές ή νέες αξίες που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις σχετικά με τις κατ’ ελάχιστον αποκλίσεις. Για την περίπτωση αυτή, οι αναθέτουσες αρχές επισημαίνουν στην πρόσκληση συμμετοχής στον πλειστηριασμό την προθεσμία που θα τηρήσουν μετά τη λήψη της τελευταίας προσφοράς πριν κλείσουν τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό·

γ)

όταν οι φάσεις του πλειστηριασμού που προβλέπονται στην πρόσκληση συμμετοχής έχουν όλες εξαντληθεί.

Οσάκις οι αναθέτουσες αρχές έχουν αποφασίσει να περατώσουν τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό σύμφωνα με το στοιχείο γ), ενδεχομένως σε συνδυασμό με τον τρόπο που προβλέπεται στο στοιχείο β), η πρόσκληση συμμετοχής στον πλειστηριασμό αναφέρει το χρονοδιάγραμμα κάθε φάσης του πλειστηριασμού.

7.   Αφού περατώσουν τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τη σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 138 και σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού.

Οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να προσφεύγουν σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό κατά τρόπο καταχρηστικό ή συνεπαγόμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, ή την τροποποίηση του αντικειμένου της σύμβασης, όπως αυτό καθορίζεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού και ορίζεται στη συγγραφή υποχρεώσεων».

23)

Στο άρθρο 139 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Οι εν λόγω διευκρινίσεις μπορούν να αναφέρονται ιδίως στην τήρηση των διατάξεων σχετικά με την προστασία και τους όρους εργασίας που ισχύουν στον τόπο όπου θα εκτελεσθεί η σύμβαση».

24)

Το άρθρο 140 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Στις ανοικτές διαδικασίες που αφορούν συμβάσεις με ύψος ίσο ή ανώτερο των κατώτατων ορίων που αναφέρονται στο άρθρο 158, η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών ανέρχεται σε πενήντα δύο ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης προς δημοσίευση.

3.   Στις κλειστές διαδικασίες, συμπεριλαμβανόμενου του ανταγωνιστικού διαλόγου που αναφέρονται στο άρθρο 125β, και στις διαδικασίες με διαπραγμάτευση μετά από δημοσίευση προκήρυξης, οι οποίες αφορούν συμβάσεις με ύψος ίσο ή ανώτερο των κατώτατων ορίων που αναφέρονται στο άρθρο 158, η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής ανέρχεται σε τριάντα επτά ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης προς δημοσίευση.

Στις κλειστές διαδικασίες που αφορούν συμβάσεις με ύψος ίσο ή ανώτερο των κατώτατων ορίων που αναφέρονται στο άρθρο 158, η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών ανέρχεται σε σαράντα ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής προσφοράς.

Ωστόσο, στις κλειστές διαδικασίες μετά από πρόκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος που αναφέρονται στο άρθρο 128, η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών ανέρχεται σε είκοσι μία ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής προσφοράς.

4.   Στις περιπτώσεις όπου, σύμφωνα με το άρθρο 118 παράγραφος 2, οι αναθέτουσες αρχές έχουν αποστείλει προς δημοσίευση προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης, ή έχουν δημοσιεύσει οι ίδιες προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης σχετικά με τα χαρακτηριστικά του αγοραστή (“προφίλ αγοραστή”), η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών μπορεί εν γένει να περιορίζεται σε τριάντα έξι ημέρες, σε καμία όμως περίπτωση κάτω των είκοσι δύο ημερών, από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης προς δημοσίευση ή της πρόσκλησης υποβολής προσφοράς.

Η σύντμηση της προθεσμίας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο είναι δυνατή μόνο εφόσον η προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης πληροί του ακόλουθους όρους:

α)

περιλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα στην προκήρυξη πληροφοριακά στοιχεία, ενόσω τα στοιχεία αυτά είναι διαθέσιμα κατά τη δημοσίευση της προκήρυξης αυτής·

β)

έχει αποσταλεί προς δημοσίευση μεταξύ ενός ελάχιστου διαστήματος πενήντα δύο ημερών και ενός μέγιστου διαστήματος δώδεκα μηνών πριν από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

«5.   Οι προθεσμίες για την παραλαβή των προσφορών μπορούν να συντμηθούν κατά πέντε ημέρες εάν, αμέσως μετά τη δημοσίευση της προκήρυξης ή της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, όλα τα έγγραφα της πρόσκλησης σε διαδικασία ανταγωνισμού διατίθενται απευθείας και ελεύθερα μέσω ηλεκτρονικών μέσων».

25)

Το άρθρο 141 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ζητηθεί εγκαίρως, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής των προσφορών, οι συγγραφές υποχρεώσεων, τα περιγραφικά έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 125β και τα συμπληρωματικά έγγραφα αποστέλλονται σε όλους τους οικονομικούς παράγοντες που έχουν ζητήσει κάποια συγγραφή υποχρεώσεων ή έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για να υποβάλουν προσφορά, και τούτο εντός των έξι ημερολογιακών ημερών που έπονται της παραλαβής της σχετικής αίτησης, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4. Οι αναθέτουσες αρχές δεν είναι υποχρεωμένες να απαντήσουν στις αιτήσεις αποστολής που υποβάλλονται σε λιγότερο από πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των προσφορών.

2.   Υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ζητηθεί εγκαίρως πριν από την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής των προσφορών, οι συμπληρωματικές πληροφορίες για τις συγγραφές υποχρεώσεων, τα περιγραφικά έγγραφα ή τα συμπληρωματικά έγγραφα του διαγωνισμού γνωστοποιούνται ταυτόχρονα σε όλους τους οικονομικούς παράγοντες που έχουν ζητήσει κάποια συγγραφή υποχρεώσεων ή έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για να συμμετάσχουν σε ανταγωνιστικό διάλογο ή να υποβάλουν προσφορά, και τούτο το αργότερο έξι ημερολογιακές ημέρες πριν από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την παραλαβή των προσφορών, ή για τις αιτήσεις πληροφοριών που έχουν ληφθεί σε λιγότερο από οκτώ ημερολογιακές ημέρες πριν από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την παραλαβή των προσφορών, το ταχύτερο δυνατόν μετά την παραλαβή των αιτήσεων πληροφόρησης. Οι αναθέτουσες αρχές δεν είναι υποχρεωμένες να απαντήσουν στις αιτήσεις συμπληρωματικών πληροφοριών που υποβάλλονται σε λιγότερο από πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των προσφορών.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Κατά την ανοικτή διαδικασία, συμπεριλαμβανόμενων των δυναμικών συστημάτων αγορών που αναφέρονται στο άρθρο 125α, και εφόσον όλα τα έγγραφα της πρόσκλησης σε διαδικασία ανταγωνισμού και τα συμπληρωματικά έγγραφα διατίθενται ελεύθερα, πλήρως και απευθείας μέσω ηλεκτρονικών μέσων, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1. Η προκήρυξη που προβλέπεται στο άρθρο 118 παρ. 3 αναφέρει τότε τη διεύθυνση του Διαδικτύου στην οποία μπορούν να εξετασθούν τα έγγραφα αυτά».

26)

Το άρθρο 142 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 142

Προθεσμίες σε επείγουσες περιπτώσεις

(Άρθρο 98 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.   Στις περιπτώσεις των οποίων ο επείγων χαρακτήρας, δεόντως αιτιολογημένος, καθιστά ανεφάρμοστες τις ελάχιστες προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 140 παράγραφος 3, για τις κλειστές διαδικασίες καθώς και για τις διαδικασίες με διαπραγμάτευση αφού προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να καθορίσουν, σε ημερολογιακές ημέρες, τις ακόλουθες προθεσμίες:

α)

για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής, προθεσμία η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης του διαγωνισμού στην ΥΕΕΕΚ προς δημοσίευση, ή των δέκα ημερών εάν η αποστολή αυτή γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα·

β)

για την παραλαβή των προσφορών, προθεσμία η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα ημερών από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής των προσφορών.

2.   Στις κλειστές διαδικασίες και στις επισπευσμένες διαδικασίες με διαπραγμάτευση, και υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ζητηθεί εγκαίρως, οι συμπληρωματικές πληροφορίες για τις συγγραφές υποχρεώσεων γνωστοποιούνται ταυτόχρονα σε όλους τους υποψήφιους και προσφέροντες, και τούτο το αργότερο τέσσερις ημερολογιακές ημέρες πριν από την καταληκτική ημερομηνία για την παραλαβή των προσφορών».

27)

Το άρθρο 143 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι τρόποι υποβολής των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής καθορίζονται από την αναθέτουσα αρχή, η οποία μπορεί να επιλέξει έναν αποκλειστικό για την περίπτωση τρόπο επικοινωνίας. Οι προσφορές και οι αιτήσεις συμμετοχής μπορούν να υποβάλλονται με επιστολή ή με ηλεκτρονικά μέσα. Εξάλλου, οι αιτήσεις συμμετοχής μπορούν να υποβάλλονται με τηλεομοιοτυπία (φαξ).

Τα επιλεγόμενα μέσα επικοινωνίας δεν δημιουργούν διακρίσεις και δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πρόσβασης των οικονομικών παραγόντων στη διαδικασία ανάθεσης.

Τα επιλεγόμενα μέσα επικοινωνίας εγγυώνται την τήρηση των ακόλουθων όρων:

α)

κάθε υποβαλλόμενο έγγραφο περιέχει όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι αναγκαία για την αξιολόγησή του·

β)

διαφυλάσσεται η ακεραιότητα των δεδομένων·

γ)

διαφυλάσσεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των προσφορών και η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει γνώση των προσφορών αυτών μόνο μετά την εκπνοή της προβλεπόμενης προθεσμίας υποβολής τους.

Εάν είναι αναγκαίο για λόγους νομικής απόδειξης, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την επιβεβαίωση, με επιστολή ή με ηλεκτρονικό μέσο, των αιτήσεων συμμετοχής που διαβιβάζονται με φαξ, και τούτο το ταχύτερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώσει πριν από την καταληκτική ημερομηνία που προβλέπεται στα άρθρα 140 και 251.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν, οι προσφορές που αποστέλλονται με ηλεκτρονικά μέσα να συνοδεύονται από προηγμένης ηλεκτρονικής συγκρότησης υπογραφή κατά την έννοια της οδηγίας 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

«1α.   Οσάκις η αναθέτουσα αρχή επιτρέπει τη διαβίβαση των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής με ηλεκτρονικά μέσα, οι χρησιμοποιούμενοι μηχανισμοί και τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά πρέπει να μη δημιουργούν διακρίσεις, να είναι ευχερώς προσιτά στο κοινό και να είναι συμβατά με τις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται ευρέως. Τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις αναγκαίες προδιαγραφές για την υποβολή των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής, συμπεριλαμβανόμενης της κρυπτογράφησής τους, τίθενται στη διάθεση των προσφερόντων και των αιτούντων.

Εξάλλου, οι μηχανισμοί παραλαβής των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής πρέπει να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του παραρτήματος Χ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.»·

γ)

η παράγραφος 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η υποβολή των προσφορών με επιστολή γίνεται, κατά την επιλογή των προσφερόντων:

α)

είτε ταχυδρομικώς είτε μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς, οπότε τα έγγραφα πρόσκλησης σε διαδικασία ανταγωνισμού διευκρινίζουν ότι ισχύει η ημερομηνία αποστολής και ότι ως αποδεικτικό στοιχείο λαμβάνεται η ταχυδρομική σφραγίδα ή η ημερομηνία της απόδειξης κατάθεσης·

β)

είτε με κατάθεση στις υπηρεσίες του θεσμικού οργάνου, απευθείας ή μέσω εντολοδόχου του προσφέροντος, οπότε τα έγγραφα του διαγωνισμού διευκρινίζουν, πέρα από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 130 παράγραφος 2 στοιχείο α), την υπηρεσία στην οποία πρέπει να κατατεθούν οι προσφορές έναντι απόδειξης παραλαβής με ημερομηνία και υπογραφή».

28)

Το άρθρο 145 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όλες οι προσφορές και αιτήσεις συμμετοχής που τήρησαν τις διατάξεις του άρθρου 143 αποσφραγίζονται.»·

β)

στην παράγραφο 2 το δεύτερο και τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εν λόγω επιτροπή συγκροτείται από τρία τουλάχιστον πρόσωπα, τα οποία ανήκουν σε δύο τουλάχιστον οργανικές οντότητες του εμπλεκόμενου θεσμικού οργάνου χωρίς μεταξύ τους ιεραρχική σχέση, και από τα οποία τουλάχιστον το ένα δεν εξαρτάται από τον αρμόδιο διατάκτη. Για να προλαμβάνεται κάθε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων, τα πρόσωπα αυτά υπόκεινται στις υποχρεώσεις του άρθρου 52 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Στις αντιπροσωπείες και στις τοπικές διοικητικές μονάδες, που αναφέρονται στο άρθρο 254, ή είναι αυτοτελείς σε κράτος μέλος, και ελλείψει διακριτών οργανικών οντοτήτων, η υποχρέωση ύπαρξης οργανικών οντοτήτων χωρίς μεταξύ τους ιεραρχική σχέση δεν ισχύει.»·

δ)

στην παράγραφο 3 το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Σε περίπτωση αποστολής των προσφορών με επιστολή, ένα ή περισσότερα από τα μέλη της επιτροπής αποσφράγισης μονογραφούν τα έγγραφα που αποδεικνύουν την ημερομηνία και την ώρα αποστολής κάθε προσφοράς».

29)

Το άρθρο 146 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όλες οι προσφορές και αιτήσεις συμμετοχής που έχουν κριθεί σύμφωνες αξιολογούνται και κατατάσσονται από επιτροπή αξιολόγησης, η οποία συγκροτείται, για καθεμία από τις δύο φάσεις, βάσει των ήδη καθορισμένων κριτηρίων αποκλεισμού και επιλογής, αφενός, και των κριτηρίων ανάθεσης, αφετέρου.»·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο και δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η επιτροπή αξιολόγησης συγκροτείται από τρία τουλάχιστον πρόσωπα, τα οποία ανήκουν σε δύο τουλάχιστον οργανικές οντότητες του εμπλεκόμενου θεσμικού οργάνου χωρίς μεταξύ τους ιεραρχική σχέση, και από τα οποία τουλάχιστον το ένα δεν εξαρτάται από τον αρμόδιο διατάκτη. Για να προλαμβάνεται κάθε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων, τα πρόσωπα αυτά υπόκεινται στις υποχρεώσεις του άρθρου 52 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Στις αντιπροσωπείες και στις τοπικές διοικητικές μονάδες που προβλέπονται στο άρθρο 254, ή είναι αυτοτελείς σε κράτος μέλος, και ελλείψει διακριτών οργανικών οντοτήτων, η υποχρέωση ύπαρξης οργανικών οντοτήτων χωρίς μεταξύ τους ιεραρχική σχέση δεν ισχύει.»,

ii)

προστίθεται το ακόλουθο τέταρτο εδάφιο:

«Μετά από απόφαση του αρμόδιου διατάκτη, την ως άνω επιτροπή μπορούν να συνδράμουν εξωτερικοί εμπειρογνώμονες. Ο αρμόδιος διατάκτης μεριμνά ώστε οι εμπειρογνώμονες αυτοί να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 52 του δημοσιονομικού κανονισμού.»·

γ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ωστόσο, η επιτροπή αξιολόγησης ή η αναθέτουσα αρχή μπορούν να καλέσουν τον υποψήφιο ή τον προσφέροντα να συμπληρώσει ή να επεξηγήσει τα υποβληθέντα δικαιολογητικά που έχουν σχέση με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής, και τούτο εντός προθεσμίας που καθορίζουν οι ίδιες.»,

ii)

προστίθεται το ακόλουθο τρίτο εδάφιο:

«Κρίνονται παραδεκτές οι προσφορές των προσφερόντων που δεν έχουν αποκλεισθεί και που πληρούν τα κριτήρια επιλογής».

30)

Το άρθρο 147 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 147

Αποτέλεσμα της αξιολόγησης

(Άρθρο 99 του δημοσιονομικού κανονισμού)»·

β)

στην παράγραφο 2, η εισαγωγική φράση και το στοιχείο α) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το πρακτικό που αναφέρεται στη παράγραφο 1 περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)

την ονομασία και τη διεύθυνση της αναθέτουσας αρχής, το αντικείμενο και το ποσό της σύμβασης, της σύμβασης-πλαισίου ή του δυναμικού συστήματος αγορών·»·

γ)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

την ονομασία και τη διεύθυνση της αναθέτουσας αρχής, το αντικείμενο και το ύψος της σύμβασης, της σύμβασης-πλαισίου ή του δυναμικού συστήματος αγορών·»,

ii)

το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

όσον αφορά τις διαδικασίες με διαπραγμάτευση και τον ανταγωνιστικό διάλογο, τις περιστάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 125β, 126, 127, 242, 244, 246 και 247 που τις δικαιολογούν·».

31)

Στο άρθρο 148 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

«5.   Στην περίπτωση των συμβάσεων νομικών υπηρεσιών κατά την έννοια του παραρτήματος ΙΙΒ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να έχει με τους προσφέροντες τις επαφές που είναι αναγκαίες για την επαλήθευση των κριτηρίων επιλογής ή/και ανάθεσης».

32.

Το άρθρο 149 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν το ταχύτερο δυνατόν στους υποψήφιους και στους προσφέροντες τις αποφάσεις που λαμβάνονται σχετικά με την ανάθεση της σύμβασης ή της σύμβασης-πλαισίου, ή με την αποδοχή σε δυναμικό σύστημα αγορών, καθώς και τους λόγους για τους οποίους ενδεχομένως αποφάσισαν να μην αναθέσουν τη σύμβαση ή τη σύμβαση-πλαίσιο, ή να μη συστήσουν το δυναμικό σύστημα αγορών που αποτέλεσε το αντικείμενο διαγωνισμού, ή να αρχίσουν εκ νέου τη διαδικασία.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3.   Για τις συμβάσεις που ανατίθενται από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα για ίδιο λογαριασμό, δυνάμει του άρθρου 105 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν το ταχύτερο δυνατόν μετά την απόφαση ανάθεσης, και το αργότερο εντός της εβδομάδας που έπεται, ταυτόχρονα και ατομικά σε κάθε υποψήφιο ή προσφέροντα που έχει απορριφθεί, με επιστολή, ή φαξ ή ηλεκτρονικό μέσο, ότι η προσφορά ή η αίτηση συμμετοχής τους δεν έγινε δεκτή, διευκρινίζοντας σε κάθε περίπτωση τους λόγους της απόρριψης της προσφοράς ή της αίτησης συμμετοχής.

Οι αναθέτουσες αρχές ταυτόχρονα γνωστοποιούν με τη γνωστοποίηση της απόρριψης προς τους απορριφθέντες υποψήφιους ή προσφέροντες, την απόφαση ανάθεσης προς τον ανάδοχο, διευκρινίζοντας ότι η γνωστοποιούμενη απόφαση δεν αποτελεί δέσμευση της αντίστοιχης αναθέτουσας αρχής.

Οι απορριφθέντες υποψήφιοι ή προσφέροντες μπορούν να λάβουν επιπλέον πληροφορίες για τους λόγους της απόρριψής τους, υποβάλλοντας γραπτώς σχετικό αίτημα με επιστολή, φαξ ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, καθώς και, για κάθε προκριθείσα προσφορά, πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της προσφοράς, όπως και το όνομα του αναδόχου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 100 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του δημοσιονομικού κανονισμού. Οι αναθέτουσες αρχές απαντούν στα υποβαλλόμενα αιτήματα εντός το πολύ δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής αίτησης.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προβούν στην υπογραφή σύμβασης ή σύμβασης-πλαισίου με τον ανάδοχο μόνο αφού παρέλθουν δύο ημερολογιακές εβδομάδες από την επομένη της ημερομηνίας της ταυτόχρονης κοινοποίησης των αποφάσεων απόρριψης και ανάθεσης. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, μπορούν να αναστείλουν την υπογραφή της σύμβασης με σκοπό τη συμπληρωματική εξέταση στοιχείων, εάν τούτο δικαιολογείται είτε από τα αιτήματα και τις παρατηρήσεις που τυχόν διατυπώνονται από τους απορριφθέντες υποψήφιους ή προσφέροντες κατά τις δύο ημερολογιακές εβδομάδες μετά την κοινοποίηση των αποφάσεων απόρριψης και ανάθεσης, είτε από οποιαδήποτε σχετική πληροφορία που λαμβάνεται κατά την εν λόγω περίοδο. Στην περίπτωση αυτή, όλοι οι υποψήφιοι ή προσφέροντες ενημερώνονται εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της απόφασης αναστολής».

33)

Ο τίτλος του άρθρου 154 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 154

Προσδιορισμός του προσήκοντος επιπέδου για τον υπολογισμό των κατώτατων ορίων

(Άρθρα 104 και 105 του δημοσιονομικού κανονισμού».

34)

Στο άρθρο 155 η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οσάκις το αντικείμενο μιας σύμβασης προμηθειών, υπηρεσιών ή έργων υποδιαιρείται σε περισσότερα του ενός μέρη, καθένα από τα οποία αποτελεί το αντικείμενο χωριστής σύμβασης, το ποσό κάθε μέρους πρέπει να συνυπολογίζεται κατά τον συνολικό προσδιορισμό του εφαρμοστέου κατώτατου ορίου.

Οσάκις το συνολικό ποσό των μερών είναι ίσο ή μεγαλύτερο των κατώτατων ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 158, οι διατάξεις του άρθρου 90 παράγραφος 1 και του άρθρου 91 παράγραφοι 1 και 2 του δημοσιονομικού κανονισμού εφαρμόζονται για καθένα από τα μέρη, εκτός από τα μέρη των οποίων το εκτιμώμενο ύψος είναι μικρότερο των 80 000 ευρώ, για τις συμβάσεις υπηρεσιών και προμηθειών, ή του ενός εκατομμυρίου ευρώ για τις συμβάσεις έργων, αρκεί το άθροισμα των ποσών των μερών αυτών να μην υπερβαίνει το 20 % του αθροίσματος των ποσών όλων των μερών της εκάστοτε σύμβασης».

35)

Το άρθρο 156 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κατά τον υπολογισμό του προεκτιμώμενου ύψους μιας σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή συμπεριλαμβάνει τις συνολικές εκτιμώμενες απολαβές του αναδόχου.

Οσάκις μια σύμβαση προβλέπει δικαιώματα προαίρεσης ή την πιθανότητα ανανέωσής της, ως βάση υπολογισμού λαμβάνεται το μέγιστο ποσό που επιτρέπεται, συμπεριλαμβανόμενης της άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης και της ανανέωσης.

Η εκτίμηση αυτή πραγματοποιείται κατά την αποστολή της προκήρυξης προς δημοσίευση ή, οσάκις δεν προβλέπεται δημοσίευση, κατά τη στιγμή που η αναθέτουσα αρχή αρχίζει τη διαδικασία ανάθεσης.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

«1α.   Για τις συμβάσεις-πλαίσια και τα δυναμικά συστήματα αγορών λαμβάνεται υπόψη το μέγιστο ποσό όλων των συμβάσεων που προβλέπεται να ανατεθούν κατά τη συνολική διάρκεια ισχύος της σύμβασης-πλαισίου ή του δυναμικού συστήματος αγορών.»·

γ)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

για τις ασφαλίσεις, τα καταβλητέα ασφάλιστρα και οι άλλες μορφές ανταπόδοσης·»,

ii)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

για τις συμβάσεις που συνεπάγονται μελέτη, οι αμοιβές, οι προμήθειες και οι και οι άλλες μορφές ανταπόδοσης».

36)

Το άρθρο 157 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 157

Κατώτατα όρια για τις προκηρύξεις προκαταρκτικής ενημέρωσης

(Άρθρο 105 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 118 για τη δημοσίευση προκήρυξης προκαταρκτικής ενημέρωσης καθορίζονται σε:

α)

750 000 ευρώ για τις συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών του παραρτήματος ΙΙΑ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ·

β)

5 923 000 ευρώ για τις συμβάσεις έργων».

37)

Στο άρθρο 158 ο τίτλος και η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 158

Κατώτατα όρια για την εφαρμογή των διαδικασιών της οδηγίας 2004/18/ΕΚ

(Άρθρο 105 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.   Τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 105 του δημοσιονομικού κανονισμού καθορίζονται σε:

α)

154 000 ευρώ για τις συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών του παραρτήματος ΙΙΑ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, εξαιρουμένων των συμβάσεων έρευνας και ανάπτυξης που εμφαίνονται στην κατηγορία 8 του παραρτήματος αυτού·

β)

236 000 ευρώ για τις συμβάσεις υπηρεσιών του παραρτήματος ΙΙΒ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ και για τις συμβάσεις έρευνας και ανάπτυξης που εμφαίνονται στην κατηγορία 8 του παραρτήματος ΙΙΑ της οδηγίας 2004/18/ΕΚ·

γ)

5 923 000 ευρώ για τις συμβάσεις έργων».

38)

Το άρθρο 164 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο δ) σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii)

του ανώτατου ποσοστού χρηματοδότησης των εξόδων της ενέργειας ή του εγκεκριμένου προγράμματος εργασίας, εκτός των περιπτώσεων συνεισφοράς κατ’ αποκοπή ποσού και πινάκων κόστους ανά μονάδα που αναφέρονται στο άρθρο 181 παράγραφος 1·»·

β)

το στοιχείο ζ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ζ)

τον συνολικό προσωρινό προϋπολογισμό και την ανάλυση των επιλέξιμων δαπανών της ενέργειας ή του εγκεκριμένου προγράμματος εργασίας εκτός από τις περιπτώσεις κατ’ αποκοπή χρηματοδοτήσεων και πινάκων κόστους ανά μονάδα που αναφέρονται στο άρθρο 181 παράγραφος 1·».

39)

Στο άρθρο 165 η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν έχουν εφαρμογή για τις υποτροφίες σπουδών, έρευνας ή επαγγελματικής κατάρτισης που καταβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα, ούτε για τα βραβεία που απονέμονται μετά από διαγωνισμό, ούτε για τις συνεισφορές κατ' αποκοπή ποσών και για τους πίνακες κόστους ανά μονάδα που αναφέρονται στο άρθρο 181 παράγραφος 1·».

40)

Το άρθρο 166 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 166

Ετήσιος προγραμματισμός

(Άρθρο 110 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.   Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας στον τομέα των επιδοτήσεων καταρτίζεται από τον εκάστοτε αρμόδιο διατάκτη και εγκρίνεται από την Επιτροπή, δημοσιεύεται δε στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής τον αναφερόμενο στις επιδοτήσεις, και τούτο το συντομότερο δυνατόν κατά την έναρξη του οικονομικού έτους και το αργότερο στις 31 Μαρτίου κάθε οικονομικού έτους.

Το πρόγραμμα εργασίας συγκεκριμενοποιεί τη βασική πράξη, τους στόχους, το χρονοδιάγραμμα των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων, με το αντίστοιχο ενδεικτικό ποσό, και τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

2.   Κάθε ουσιώδης τροποποίηση του προγράμματος εργασίας κατά τη διάρκεια του αντίστοιχου οικονομικού έτους αποτελεί το αντικείμενο συμπληρωματικής έγκρισης και δημοσίευσης, υπό τους όρους της παραγράφου 1».

41)

Στο άρθρο 168 παράγραφος 1, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

προς όφελος οργανισμών που προσδιορίζονται σε βασική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 49 του δημοσιονομικού κανονισμού, όπως αυτό εξειδικεύεται με το άρθρο 31 του παρόντος κανονισμού, ως αποδέκτες επιδότησης».

42)

Στο άρθρο 169 παράγραφος 2, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

το χορηγούμενο ποσό και, εκτός από τις περιπτώσεις κατ’ αποκοπή χρηματοδότησης και πινάκων κόστους ανά μονάδα που αναφέρονται στο άρθρο 181 παράγραφος 1, το ποσοστό χρηματοδότησης των δαπανών της ενέργειας ή του εγκεκριμένου προγράμματος εργασίας».

43)

Στο άρθρο 172, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ο δικαιούχος της επιδότησης τεκμηριώνει το ύψος της εκ μέρους του συγχρηματοδότησης, με τη μορφή είτε ιδίων πόρων είτε χρηματοοικονομικών μεταφορών εκ μέρους τρίτων, είτε και σε είδος, εκτός από τις περιπτώσεις κατ’ αποκοπή χρηματοδότησης και πινάκων κόστους ανά μονάδα που αναφέρονται στο άρθρο 181 παράγραφος 1».

44)

Το άρθρο 180 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

«1α.   Ο δικαιούχος δηλώνει υπεύθυνα τον πλήρη, αξιόπιστο και ειλικρινή χαρακτήρα των πληροφοριακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις του πληρωμής, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 104. Ακόμη, πιστοποιεί ότι οι δαπάνες στις οποίες έχει υποβληθεί μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμες σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης επιδότησης, καθώς και ότι οι αιτήσεις πληρωμής συνοδεύονται από τα κατάλληλα δικαιολογητικά, τα οποία είναι δυνατόν να υποβληθούν σε έλεγχο.»·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ως δικαιολογητικό κάθε πληρωμής από τον αρμόδιο διατάκτη, και βάσει της εκ μέρους του ανάλυσης των διαχειριστικών κινδύνων, είναι δυνατόν να ζητείται εξωτερικός έλεγχος των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και των συναφών λογαριασμών από επίσημο εξωτερικό ελεγκτή. Η έκθεση ελέγχου επισυνάπτεται στην αίτηση πληρωμής, στο πλαίσιο επιδότησης λειτουργίας ή ενέργειας, σκοπό δε έχει να πιστοποιεί ότι οι δαπάνες που δηλώνονται από τον δικαιούχο στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις και στις οποίες βασίζεται η αίτηση πληρωμής είναι πραγματικές, ακριβείς και επιλέξιμες σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης επιδότησης.

Αυτός ο εξωτερικός λογιστικός έλεγχος είναι υποχρεωτικός για τις ενδιάμεσες πληρωμές και τις πληρωμές υπολοίπων στην περίπτωση:

α)

επιδότησης ενεργειών ύψους 750 000 ευρώ και άνω·

β)

επιδότησης λειτουργίας ύψους 100 000 ευρώ και άνω.»,

ii)

το τρίτο εδάφιο καταργείται,

iii)

το τέταρτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

«Ο αρμόδιος διατάκτης, βασιζόμενος στην ανάλυση των διαχειριστικών κινδύνων που πραγματοποιεί, μπορεί επιπλέον να απαλλάσσει από την υποχρέωση εξωτερικού λογιστικού ελέγχου:

α)

τους δημόσιους οργανισμούς και τους διεθνείς οργανισμούς του άρθρου 43·

β)

τους δικαιούχους επιδοτήσεων στους τομείς της ανθρωπιστικής βοήθειας και της διαχείρισης των καταστάσεων κρίσης, εκτός της περίπτωσης πληρωμών υπολοίπων·

γ)

σε περίπτωση πληρωμών υπολοίπων, τους δικαιούχους επιδοτήσεων στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας οι οποίοι έχουν υπογράψει συμφωνία-πλαίσιο εταιρικής σχέσης που αναφέρεται στο άρθρο 163, και διαθέτουν σύστημα ελέγχου που να παρέχει ισοδύναμες εγγυήσεις για τις πληρωμές αυτές».

45)

Το άρθρο 181 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 181

Κατ’ αποκοπή χρηματοδοτήσεις

(Άρθρο 117 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.   Πέρα από τις περιπτώσεις υποτροφιών και βραβείων, η Επιτροπή μπορεί να επιτρέπει κατ' αποκοπή χρηματοδοτήσεις ύψους ίσου ή μικρότερου των 10 000 ευρώ ή πίνακες κόστους ανά μονάδα. Εξάλλου μπορεί να επιτρέπει, βάσει του πίνακα ημερησίων εξόδων που προσαρτάται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ή εκδίδεται ετησίως από την Επιτροπή, ημερήσιες αποζημιώσεις για την κάλυψη των εξόδων αποστολής.

2.   Για έναν και τον αυτό δικαιούχο, και για την κάλυψη επιλέξιμων εξόδων διαφόρων κατηγοριών, είναι δυνατόν να συνδυάζονται πλείονες μορφές χρηματοδότησης κατά την παράγραφο 1.

Η απόφαση της Επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 προσδιορίζει το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος για το σύνολο των χρηματοδοτήσεων αυτών ανά επιδότηση ή κατηγορία επιδότησης.

3.   Η σύμβαση επιδότησης μπορεί να επιτρέπει την κατ' αποκοπή κάλυψη των έμμεσων εξόδων του δικαιούχου, και με μέγιστο όριο το 7 % των άμεσων επιλέξιμων δαπανών της αντίστοιχης ενέργειας, εκτός εάν ο δικαιούχος λαμβάνει επιδότηση λειτουργίας χρηματοδοτούμενη από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Το ανώτατο όριο του 7 % μπορεί να υπερβληθεί με αιτιολογημένη απόφαση της Επιτροπής.

4.   Για την εξασφάλιση της τήρησης των αρχών της συγχρηματοδότησης, της μη παροχής κέρδους και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, η αξιολόγηση και ο προσδιορισμός των μορφών χρηματοδότησης της παραγράφου 1, καθώς και οι όροι ενδεχόμενου συνδυασμού αυτών γίνονται από την Επιτροπή, ενώ τουλάχιστον ανά διετία γίνεται επανεξέτασή τους από τον αρμόδιο διατάκτη. Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ή τροποποιεί ανάλογα την αρχική της απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1».

46)

Το άρθρο 182 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Επίσης, μια τέτοια εγγύηση μπορεί να απαιτηθεί από τον αρμόδιο διατάκτη, αφού προβεί σε ανάλυση των διαχειριστικών κινδύνων και λάβει υπόψη του το είδος χρηματοδότησης που επελέγη από τη σύμβαση επιδότησης.»·

β)

στην παράγραφο 3, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η εγγύηση παρέχεται από τραπεζικό ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό εγκεκριμένο και εγκατεστημένο σε κράτος μέλος. Οσάκις ο δικαιούχος είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, ο αρμόδιος διατάκτης μπορεί να αποδεχθεί, ένας τραπεζικός ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός εγκατεστημένος σε αυτή την τρίτη χώρα να παράσχει την εγγύηση αυτή, εάν κρίνει ότι η παρεχόμενη εγγύηση παρέχει εξασφαλίσεις και διαθέτει χαρακτηριστικά ισοδύναμα με εκείνα εγγύησης τραπεζικού ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού εγκατεστημένου σε κράτος μέλος.

Κατόπιν αιτήματος του δικαιούχου, η εγγύηση μπορεί να αντικατασταθεί με από κοινού και εις ολόκληρον εγγύηση τρίτου προσώπου, ή με από κοινού ανέκκλητη και σε πρώτη ζήτηση εγγύηση των αλληλέγγυων δικαιούχων μιας ενέργειας που είναι συμβαλλόμενα μέρη στην ίδια σύμβασης επιδότησης, αφού τούτο τύχει της έγκρισης του αρμόδιου διατάκτη.»·

γ)

στην παράγραφο 4, προστίθεται το ακόλουθο δεύτερο εδάφιο:

«Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, η εγγύηση αποδεσμεύεται μόνο κατά την πληρωμή του υπολοίπου».

47)

Το άρθρο 183 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 183

Αναστολή και μείωση των επιδοτήσεων

(Άρθρο 119 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ο αρμόδιος διατάκτης αναστέλλει τις πληρωμές στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

σε περίπτωση μη εκτέλεσης, κακής εκτέλεσης, μερικής εκτέλεσης ή καθυστερημένης εκτέλεσης της ενέργειας ή του εγκεκριμένου προγράμματος εργασίας·

β)

οσάκις έχουν καταβληθεί ποσά που υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα στη σύμβαση ανώτατα όρια χρηματοδότησης·

γ)

οσάκις τα ποσά που έχουν καταβληθεί βάσει της σύμβασης επιδότησης υπερβαίνουν τα πραγματικά έξοδα που έχουν αναληφθεί από τον δικαιούχο για την ενέργεια, ή ο προϋπολογισμός λειτουργίας παρουσιάζει εκ των υστέρων πλεόνασμα.

Ανάλογα με την πρόοδο της διαδικασίας και αφού δώσει στον ή στους δικαιούχους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ο διατάκτης είτε μειώνει την επιδότηση είτε ζητεί την επιστροφή της κατά το οφειλόμενο ποσό από τον ή τους δικαιούχους».

48)

Στο άρθρο 234 η πρώτη περίοδος της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για την εκτέλεση των πληρωμών στο νόμισμα της δικαιούχου χώρας, ανοίγονται σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της χώρας αυτής ή ενός από τα κράτη μέλη λογαριασμοί σε ευρώ, στο όνομα της Επιτροπής ή, κοινή συναινέσει, στο όνομα του δικαιούχου».

49)

Στο άρθρο 241 παράγραφος 3, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εάν η αναθέτουσα αρχή δεν λάβει τουλάχιστον 3 έγκυρες προσφορές, η διαδικασία πρέπει να ακυρωθεί και να αρχίσει εκ νέου. Εάν και η δεύτερη διαδικασία δεν επιτρέπει τη λήψη τριών έγκυρων προσφορών, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αναθέσει τη σύμβαση ακόμη και σε μία και μοναδική έγκυρη προσφορά».

Άρθρο 2

Οι διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων και χορήγησης επιδοτήσεων που έχουν κινηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού εξακολουθούν να υπάγονται στους κανόνες που ισχύουν κατά την κίνηση των διαδικασιών αυτών.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 20 Ιουλίου 2005.

Για την Επιτροπή

Dalia GRYBAUSKAITĖ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1874/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 326 της 29.10.2004, σ. 17).

(3)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 209 της 24.7.1992, σ. 1· οδηγία που καταργήθηκε από την οδηγία 2004/18/ΕΚ.

(5)  EE L 340 της 16.12.2002, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2151/2003 της Επιτροπής (ΕΕ L 329 της 17.12.2003, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114.»·

(7)  ΕΕ L 340 της 16.12.2002, σ. 1.»·

(8)  ΕΕ L 114 της 24.4.2001, σ. 1.»·

(9)  ΕΕ L 13 της 19.1.2000, σ. 12.»·


Top