EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32000L0026

Οδηγία 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (τέταρτη οδηγία ασφάλισης αυτοκινήτων)

ΕΕ L 181 της 20.7.2000, p. 65–74 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 26/10/2009; καταργήθηκε από 32009L0103

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2000/26/oj

32000L0026

Οδηγία 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (τέταρτη οδηγία ασφάλισης αυτοκινήτων)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 181 της 20/07/2000 σ. 0065 - 0074


Οδηγία 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

της 16ης Μαΐου 2000

για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου

(τέταρτη οδηγία ασφάλισης αυτοκινήτων)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 παράγραφος 2 και το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(3), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου το οποίο εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 7/4/2000,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Επί του παρόντος, μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων υφίστανται διαφορές, οι οποίες εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των ασφαλιστικών υπηρεσιών.

(2) Είναι συνεπώς αναγκαία η προσέγγιση των διατάξεων αυτών, η οποία θα συμβάλει στην ορθή λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

(3) Με την οδηγία 72/166/ΕΟΚ(4), το Συμβούλιο θέσπισε διατάξεις για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρέωσης για ασφάλιση της ευθύνης αυτής.

(4) Με την οδηγία 88/357/ΕΟΚ(5), το Συμβούλιο θέσπισε διατάξεις για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

(5) Με το σύστημα των γραφείων πράσινης κάρτας, διασφαλίζεται ο απρόσκοπτος διακανονισμός των αξιώσεων στη χώρα του ζημιωθέντος, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το έτερο μέρος προέρχεται από άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

(6) Το σύστημα των γραφείων πράσινης κάρτας δεν επιλύει όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ζημιωθείς, ο οποίος πρέπει να προβάλει τις αξιώσεις του σε άλλη χώρα κατά μέρους που διαμένει εκεί και κατά ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει άδεια στη χώρα αυτή (αλλοδαπό δίκαιο, ξένη γλώσσα, ασυνήθιστες μέθοδοι διακανονισμού, συχνά υπερβολικές καθυστερήσεις στο διακανονισμό).

(7) Με το ψήφισμά του, της 26ης Οκτωβρίου 1995, σχετικά με το διακανονισμό ζημιών από τροχαία ατυχήματα τις οποίες υφίσταται ο ζημιωθείς εκτός του κράτους προέλευσής του(6), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 192 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την επίλυση των προβλημάτων αυτών.

(8) Ενδείκνυται πράγματι να συμπληρωθεί το καθεστώς που καθιερώνουν οι οδηγίες 72/166/ΕΟΚ, 84/5/ΕΟΚ(7) και 90/232/ΕΟΚ(8), προκειμένου να εξασφαλιστεί ανάλογη μεταχείριση στους ζημιωθέντες οι οποίοι έχουν υποστεί οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη από τροχαία ατυχήματα, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου λαμβάνει χώρα το ατύχημα εντός της Κοινότητας· όσον αφορά τα ατυχήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και τα οποία έχουν λάβει χώρα σε κράτος διάφορο εκείνου στο οποίο διαμένει ο ζημιωθείς, υπάρχουν κενά όσον αφορά το διακανονισμό των αξιώσεων του ζημιωθέντος.

(9) Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε ατυχήματα που συμβαίνουν σε τρίτες χώρες οι οποίες καλύπτονται από το σύστημα της πράσινης κάρτας όσον αφορά ζημιωθέντες οι οποίοι κατοικούν στην Κοινότητα και στα οποία ενέχονται αυτοκίνητα που συνήθως σταθμεύουν και είναι ασφαλισμένα σε κράτος μέλος, δεν συνεπάγεται την επέκταση της υποχρεωτικής εδαφικής κάλυψης της ασφάλισης αυτοκινήτων όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ.

(10) Αυτό συνεπάγεται ότι θα παρασχεθεί στο ζημιωθέντα δικαίωμα ασκήσεως ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης του υπευθύνου μέρους.

(11) Μια ικανοποιητική λύση θα ήταν εάν ο ζημιωθείς που έχει υποστεί οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη από τροχαίο ατύχημα, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και το οποίο συνέβη σε κράτος διάφορο εκείνου στο οποίο διαμένει, μπορεί να εγείρει αξιώσεις αποζημίωσης στο κράτος μέλος διαμονής του κατά αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών, ο οποίος έχει διορισθεί εκεί από την ασφαλιστική επιχείρηση του υπεύθυνου μέρους.

(12) Η λύση αυτή παρέχει τη δυνατότητα να διευθετούνται, με οικείες στους ζημιωθέντες διαδικασίες, ζημίες, τις οποίες υφίστανται εκτός του κράτους μέλους διαμονής τους.

(13) Με το σύστημα του αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών στο κράτος μέλος διαμονής του ζημιωθέντος, δεν θίγεται ούτε το ουσιαστικό δίκαιο που πρέπει να εφαρμόζεται στην εκάστοτε περίπτωση ούτε το ζήτημα της δικαιοδοσίας.

(14) Το δικαίωμα του μέρους να ασκεί ευθεία αγωγή κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης για οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη που έχει υποστεί, αποτελεί λογικό συμπλήρωμα του διορισμού αντιπροσώπου, ενώ συνάμα βελτιώνει τη νομική θέση των ζημιωθέντων από τροχαία ατυχήματα τα οποία συνέβησαν σε κράτος μέλος διάφορο εκείνου στο οποίο διαμένουν.

(15) Για να καλυφθούν τα προαναφερθέντα κενά, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι το κράτος μέλος όπου έχει εκδοθεί η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, απαιτεί από την επιχείρηση να διορίζει αντιπροσώπους για το διακανονισμό των ζημιών, διαμένοντες ή εγκατεστημένους στα άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι θα συγκεντρώνουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις αξιώσεις που προκύπτουν από αυτού του είδους τα ατυχήματα και θα προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προς διακανονισμό των αξιώσεων εξ ονόματος και για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής της σχετικής αποζημιώσεως οι εν λόγω αντιπρόσωποι θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες να εκπροσωπούν την ασφαλιστική επιχείρηση, έναντι των προσώπων που υφίστανται ζημίες από τα εν λόγω ατυχήματα, αλλά και να την εκπροσωπούν, αν παραστεί ανάγκη, ενώπιον των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων, οσάκις χρειάζεται, των δικαστηρίων, εφόσον αυτό συμβιβάζεται με τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί απονομής δικαιοδοσίας.

(16) Η δραστηριότητα του αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών δεν αρκεί για να απονείμει δικαιοδοσία στα δικαστήρια στο κράτος μέλος όπου διαμένει ο ζημιωθείς, εάν δεν την προβλέπουν οι σχετικοί κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου περί απονομής δικαιοδοσίας.

(17) Ο διορισμός αντιπροσώπων υπεύθυνων για το διακανονισμό των αξιώσεων, θα πρέπει να αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση στην ασφαλιστική δραστηριότητα του κλάδου 10 του σημείου Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ και για την άσκησή της(9), πλην της ευθύνης του μεταφορέα· η προϋπόθεση αυτή θα πρέπει επομένως να καλύπτεται από την ενιαία διοικητική άδεια λειτουργίας, που εκδίδεται από τις αρχές του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η ασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στον τίτλο ΙΙ της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ(10)· η προϋπόθεση αυτή θα πρέπει να ισχύει και για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων η έδρα βρίσκεται εκτός της Κοινότητας και έχουν λάβει άδεια με την οποία τους χορηγείται πρόσβαση στην ασφαλιστική δραστηριότητα σε κράτος μέλος της Κοινότητας· η οδηγία 73/239/ΕΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί και να συμπληρωθεί αναλόγως.

(18) Εκτός από την εξασφάλιση ότι η ασφαλιστική επιχείρηση έχει αντιπρόσωπο στο κράτος διαμονής του ζημιωθέντος, ενδείκνυται να εξασφαλιστεί το συγκεκριμένο δικαίωμα του ζημιωθέντος για ταχύ διακανονισμό της διαφοράς κατά συνέπεια, οι εθνικές νομοθεσίες είναι ανάγκη να περιλαμβάνουν κατάλληλες, αποτελεσματικές και συστηματικές, οικονομικές ή ισοδύναμες διοικητικές κυρώσεις - ασφαλιστικά μέτρα σε συνδυασμό με διοικητικά πρόστιμα, τακτικές αναφορές στην εποπτεύουσα αρχή, επιτόπιους ελέγχους, καταχωρίσεις στην εθνική επίσημη εφημερίδα και τον Τύπο, αναστολή των εργασιών της εταιρείας (απαγόρευση σύναψης νέων συμβολαίων επί συγκεκριμένη χρονική περίοδο), διορισμό ειδικού αντιπροσώπου της εποπτεύουσας αρχής υπεύθυνου να ελέγχει κατά πόσον η επιχείρηση λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, ανάκληση της άδειας της επιχείρησης για τον συγκεκριμένο ασφαλιστικό κλάδο, κυρώσεις κατά του διοικητικού συμβουλίου και των διευθυντικών στελεχών - εφόσον είτε η ασφαλιστική επιχείρηση είτε ο αντιπρόσωπός της δεν τηρήσουν την υποχρέωση υποβολής προσφοράς αποζημίωσης εντός εύλογης προθεσμίας τούτο δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή άλλων κρινόμενων ως κατάλληλων μέτρων, σύμφωνων ειδικότερα με την περί εποπτείας νομοθεσία· εντούτοις, η ευθύνη και η προκληθείσα ζημία δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε αμφισβήτηση, ώστε η ασφαλιστική επιχείρηση να είναι σε θέση να υποβάλει αιτιολογημένη προσφορά εντός της προβλεπομένης προθεσμίας· η αιτιολογημένη προσφορά αποζημίωσης θα πρέπει να είναι γραπτή προσφορά που να περιέχει τα στοιχεία βάσει των οποίων έγινε η αξιολόγηση της ευθύνης και της ζημίας.

(19) Εκτός από τις κυρώσεις αυτές, είναι, σκόπιμο να προβλεφθεί ότι θα πρέπει να καταβάλλονται τόκοι επί του ποσού της αποζημιώσεως που προσφέρει η ασφαλιστική επιχείρηση ή επιδικάζει το δικαστήριο στον ζημιωθέντα, εάν η προσφορά δεν γίνει εντός της ταχθείσας προθεσμίας εφόσον τα κράτη μέλη ήδη διαθέτουν εθνικές ρυθμίσεις καλύπτουσες τις απαιτήσεις τόκων υπερημερίας, η διάταξη αυτή δύναται να εφαρμοσθεί με παραπομπή σε αυτές τις ρυθμίσεις.

(20) Οι ζημιωθέντες, οι οποίοι έχουν υποστεί οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη από τροχαίο ατύχημα, δυσκολεύονται μερικές φορές να εντοπίσουν την επωνυμία της ασφαλιστικής επιχείρησης που καλύπτει την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία αυτοκινήτου οχήματος που εμπλέκεται σε ατύχημα.

(21) Προς το συμφέρον των ζημιωθέντων αυτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δημιουργήσουν κέντρα πληροφοριών για να εξασφαλιστεί η ταχεία παροχή των εν λόγω πληροφοριών αυτά τα κέντρα πληροφοριών θα πρέπει επίσης να παρέχουν πληροφορίες στους ζημιωθέντες σχετικά με τους αντιπροσώπους για το διακανονισμό των ζημιών· τα κέντρα αυτά θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους και να παρέχουν ταχέως πληροφορίες όσον αφορά τους αντιπροσώπους για το διακανονισμό των ζημιών, τις οποίες τους ζητούν άλλα κέντρα ευρισκόμενα σε άλλα κράτη μέλη· κρίνεται ενδεδειγμένο να συλλέγονται πληροφορίες σχετικά με την πραγματική ημερομηνία λήξης της ασφαλιστικής κάλυψης, όχι όμως σχετικά με τη λήξη της αρχικής ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, σε περίπτωση που η διάρκεια του συμβολαίου παρατείνεται διότι δεν έγινε ακύρωση.

(22) Θα πρέπει να προβλεφθεί ειδική διάταξη για τα οχήματα (παραδείγματος χάριν, κρατικά ή στρατιωτικά), τα εμπίπτοντα στις εξαιρέσεις από την υποχρέωση ασφάλισης της αστικής ευθύνης.

(23) Ο ζημιωθείς μπορεί να έχει έννομο συμφέρον να γνωρίζει την ταυτότητα του ιδιοκτήτη του οχήματος ή του συνήθους οδηγού του ή του εγγεγραμμένου ως κατόχου του, π.χ. εάν μπορεί να αποζημιωθεί μόνον από τα πρόσωπα αυτά διότι το όχημα δεν είναι δεόντως ασφαλισμένο, ή εάν η ζημία υπερβαίνει το ασφαλισμένο ποσόν, οπότε θα πρέπει να παρέχονται και οι πληροφορίες αυτές.

(24) Ορισμένα παρεχόμενα στοιχεία, όπως το όνομα και η διεύθυνση του ιδιοκτήτη ή του συνήθους οδηγού του οχήματος και ο αριθμός του ασφαλιστηρίου ή ο αριθμός κυκλοφορίας του οχήματος, αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(11)· η επεξεργασία των στοιχείων αυτών που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ· το όνομα και η διεύθυνση του συνήθους οδηγού θα πρέπει να γνωστοποιούνται μόνον εάν το προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

(25) Είναι ανάγκη να προβλεφθεί ένας οργανισμός αποζημιώσεως, στον οποίο θα μπορεί να απευθύνεται ο ζημιωθείς εάν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει διορίσει αντιπρόσωπο ή παρελκύει προδήλως το διακανονισμό μιας αξίωσης ή είναι αδύνατη η διαπίστωση της ταυτότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο ζημιωθείς δεν θα παραμείνει χωρίς την αποζημίωση την οποία δικαιούται η παρέμβαση του οργανισμού αποζημιώσεως θα πρέπει να περιορίζεται σε μεμονωμένες σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες η ασφαλιστική επιχείρηση δεν εκπληρώνει τα καθήκοντά της παρ' όλες τις αποτρεπτικές συνέπειες των δυναμένων να επιβληθούν κυρώσεων.

(26) Ο ρόλος του οργανισμού αποζημιώσεως είναι να διακανονίζει αξιώσεις σχετικά με οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη που υπέστη ο ζημιωθείς μόνο σε περιπτώσεις που είναι δυνατό να καθοριστούν αντικειμενικά και, ως εκ τούτου, ο οργανισμός αυτός πρέπει να περιορίζει τη δραστηριότητά του στην επαλήθευσή του εάν έχει γίνει προσφορά αποζημιώσεως σύμφωνα με τις προβλεπόμενες προθεσμίες και διαδικασίες, χωρίς να παρεμβαίνει στην ουσία.

(27) Τα νομικά πρόσωπα που υποκαθίστανται εκ του νόμου στις απαιτήσεις του ζημιωθέντος κατά του υπευθύνου του ατυχήματος ή κατά της ασφαλιστικής επιχείρησής του (παραδείγματος χάριν, άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης), δεν θα πρέπει να δικαιούνται να προβάλλουν αντίστοιχη απαίτηση στον οργανισμό αποζημιώσεως.

(28) Ο οργανισμός αποζημιώσεως θα πρέπει να έχει δικαίωμα αναγωγής, στο βαθμό που ικανοποίησε τον ζημιωθέντα για τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος του οργανισμού αποζημιώσεως κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είτε δεν όρισε αντιπρόσωπο για το διακανονισμό ζημιών είτε προδήλως παρελκύει το διακανονισμό μιας αξίωσης, ο οργανισμός αποζημιώσεως στο κράτος του ζημιωθέντος θα πρέπει να διαθέτει αυτόματο δικαίωμα επιστροφής του ποσού που κατέβαλε, με παράλληλη υποκατάσταση στα δικαιώματα του ζημιωθέντος, από τον ομόλογό του οργανισμό στο κράτος όπου είναι εγκατεστημένη η ασφαλιστική επιχείρηση είναι ευκολότερο γι' αυτόν τον τελευταίο οργανισμό να στραφεί κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης.

(29) Ακόμη και αν τα κράτη μέλη μπορούν να προσδώσουν επικουρικό χαρακτήρα στην προβολή αξιώσεων κατά του οργανισμού αποζημιώσεως, ο ζημιωθείς δεν θα πρέπει να υποχρεώνεται να προβάλει την αξίωσή του κατά του υπευθύνου του ατυχήματος πριν να την προβάλει κατά του οργανισμού αποζημιώσεως· η θέση του ζημιωθέντος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον η ίδια όπως στην περίπτωση απαίτησης κατά του εγγυητικού ταμείου σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 84/5/ΕΟΚ.

(30) Το σύστημα αυτό μπορεί να λειτουργήσει με συμφωνία μεταξύ των οργανισμών αποζημιώσεως που έχουν συσταθεί ή εγκριθεί από τα κράτη μέλη, καθορίζουσα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους καθώς και τις διαδικασίες επιστροφής των καταβληθέντων ποσών.

(31) Όταν δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ταυτότητα του ασφαλιστή του οχήματος, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι ο τελικός οφειλέτης της καταβλητέας στον ζημιωθέντα αποζημίωσης είναι το εγγυητικό ταμείο, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 84/5/ΕΟΚ, το ευρισκόμενο στο κράτος μέλος όσου έχει τη συνήθη στάθμευσή του το ανασφάλιστο όχημα, η κυκλοφορία του οποίου προκάλεσε το ατύχημα για την περίπτωση που η αναγνώριση της ταυτότητας του οχήματος είναι αδύνατη, πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις ορίζουσες τελικό οφειλέτη το εγγυητικό ταμείο, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 84/5/ΕΟΚ, το ευρισκόμενο στο κράτος μέλος στο οποίο συνέβη το ατύχημα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1. Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να θεσπίσει ειδικές διατάξεις σχετικές με τους ζημιωθέντες που δικαιούνται αποζημίωση για οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη τις οποίες υπέστησαν λόγω ατυχήματος που συνέβη σε κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους διαμονής του ζημιωθέντος, και οι οποίες προκλήθηκαν από την κυκλοφορία οχημάτων ασφαλισμένων και συνήθως σταθμευόντων σε κράτος μέλος.

Με την επιφύλαξη της νομοθεσίας των τρίτων χωρών σε θέματα αστικής ευθύνης και του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στους ζημιωθέντες τους κατοικούντες σε κράτος μέλος, οι οποίοι δικαιούνται αποζημίωση για ζημία ή σωματική βλάβη που υπέστησαν λόγω ατυχήματος που συνέβη σε τρίτη χώρα της οποίας το εθνικό γραφείο ασφαλίσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ, έχει προσχωρήσει στο σύστημα της πράσινης κάρτας, εφόσον το ατύχημα αυτό προκλήθηκε από την κυκλοφορία οχήματος που συνήθως σταθμεύει και είναι ασφαλισμένο σε κράτος μέλος.

2. Τα άρθρα 4 και 6 εφαρμόζονται μόνο σε περίπτωση ατυχήματος που προκλήθηκε από την κυκλοφορία οχήματος:

α) ασφαλισμένου μέσω εγκατάστασης η οποία βρίσκεται σε κράτος μέλος εκτός του κράτους διαμονής του ζημιωθέντος, και

β) σταθμεύοντας συνήθως σε κράτος μέλος εκτός του κράτους διαμονής του ζημιωθέντος.

3. Το άρθρο 7 εφαρμόζεται επίσης σε ατυχήματα που προκλήθηκαν από οχήματα τρίτης χώρας καλυπτόμενα από τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

α) "ασφαλιστική επιχείρηση": η επιχείρηση η οποία έχει λάβει επίσημη άδεια λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 6 ή του άρθρου 23 παράγραφος 2 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ·

β) "εγκατάσταση": η έδρα, το πρακτορείο ή το υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ·

γ) "όχημα": το όχημα όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ·

δ) "ζημιωθείς": ο ζημιωθείς όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ·

ε) "το κράτος μέλος όπου το όχημα σταθμεύει συνήθως": η επικράτεια εντός της οποίας το όχημα έχει τη συνήθη στάθμευσή του, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ.

Άρθρο 3

Ευθεία αγωγή

Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι αναφερόμενοι στο άρθρο 1 ζημιωθέντες σε ατυχήματα κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, να διαθέτουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που καλύπτει την αστική ευθύνη του υπευθύνου.

Άρθρο 4

Αντιπρόσωποι για το διακανονισμό των ζημιών.

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι όλες οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες καλύπτουν τους κινδύνους που κατατάσσονται στον κλάδο 10 του σημείου Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, εκτός από την ευθύνη του μεταφορέα, διορίζουν, σε κάθε κράτος μέλος, εκτός εκείνου στο οποίο έχουν λάβει την επίσημη άδειά τους, αντιπρόσωπο για το διακανονισμό των ζημιών. Ο αντιπρόσωπος για το διακανονισμό των ζημιών αναλαμβάνει τη διαχείριση και το διακανονισμό των αξιώσεων που προκύπτουν από ατυχήματα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1. Ο αντιπρόσωπος για το διακανονισμό των ζημιών έχει τη διαμονή ή εγκατάστασή του στο κράτος μέλος όπου έχει διοριστεί.

2. Η επιλογή του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των ζημιών επαφίεται στην εκτίμηση της ασφαλιστικής επιχείρησης. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίσουν αυτή την ελευθερία επιλογής.

3. Ο αντιπρόσωπος για τον διακανονισμό των ζημιών μπορεί να ενεργεί για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

4. Ο αντιπρόσωπος για το διακανονισμό των ζημιών συγκεντρώνει, όσον αφορά τις σχετικές αξιώσεις, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για το διακανονισμό των αξιώσεων και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη διαπραγμάτευση του διακανονισμού των ζημιών. Ο υποχρεωτικός διορισμός αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών δεν εμποδίζει το ζημιωθέντα ή την ασφαλιστική επιχείρησή του να στρέφονται απευθείας κατά του υπαιτίου του ατυχήματος ή της ασφαλιστικής επιχείρησής του.

5. Ο αντιπρόσωπος για το διακανονισμό των ζημιών διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να εκπροσωπεί την ασφαλιστική επιχείρηση έναντι των ζημιωθέντων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 και να ικανοποιεί ολοσχερώς τις αξιώσεις τους. Πρέπει να είναι σε θέση να εξετάσει την υπόθεση στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους διαμονής του ζημιωθέντος.

6. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν υποχρέωση της οποίας η αθέτηση επισύρει κατάλληλες, αποτελεσματικές και συστηματικές, οικονομικές ή ισοδύναμες διοικητικές κυρώσεις, και σύμφωνα με την οποία εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ζημιωθείς κοινοποίησε την αίτηση αποζημίωσης είτε απευθείας στην ασφαλιστική επιχείρηση του υπαιτίου του ατυχήματος είτε στον αντιπρόσωπο για το διακανονισμό των ζημιών:

α) η ασφαλιστική επιχείρηση του υπαιτίου του ατυχήματος ή ο αντιπρόσωπός της για το διακανονισμό των ζημιών, οφείλει να υποβάλει αιτιολογημένη προσφορά αποζημίωσης, σε περίπτωση που η ευθύνη δεν αμφισβητείται και η ζημία έχει αποτιμηθεί, ή

β) η ασφαλιστική επιχείρηση στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση αποζημίωσης ή ο αντιπρόσωπός της για το διακανονισμό των ζημιών, οφείλει να παράσχει αιτιολογημένη απάντηση επί των σημείων που περιέχονται στην αίτηση, σε περίπτωση που η ευθύνη αμφισβητείται ή δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί σαφώς ή σε περίπτωση που η ζημία δεν έχει αποτιμηθεί πλήρως.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι, εάν η προσφορά δεν γίνει εντός του τριμήνου, οφείλεται τόκος επί του ποσού της αποζημιώσεως την οποία προσφέρει η ασφαλιστική επιχείρηση ή επιδικάζει το δικαστήριο στον ζημιωθέντα.

7. Πριν από τις 20 Ιανουαρίου 2006, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 4 πρώτο εδάφιο, καθώς και σχετικά με την αποτελεσματικότητα της εν λόγω διάταξης και την ισοδυναμία των εθνικών διατάξεων περί κυρώσεων, καθώς και, εν ανάγκη, προτάσεις.

8. Αυτός καθεαυτός ο διορισμός αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών, δεν συνιστά ίδρυση υποκαταστήματος κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο β) της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ, ο δε αντιπρόσωπος για το διακανονισμό των ζημιών δεν θεωρείται εγκατάσταση ούτε κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 88/357/ΕΟΚ ούτε κατά την έννοια της σύμβασης των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις(12).

Άρθρο 5

Κέντρα πληροφοριών

1. Προκειμένου να μπορούν οι ζημιωθέντες να ζητούν αποζημίωση, κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει ένα κέντρο πληροφοριών, το οποίο είναι υπεύθυνο:

α) για την τήρηση μητρώου περιέχοντας τις ακόλουθες πληροφορίες:

1. τους αριθμούς κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οχημάτων τα οποία συνήθως σταθμεύουν στο οικείο κράτος,

2. i) τους αριθμούς των ασφαλιστηρίων συμβολαίων με τα οποία καλύπτεται η κυκλοφορία των εν λόγω οχημάτων κατά των κινδύνων που κατατάσσονται στον κλάδο 10 του σημείου Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, πλην της ευθύνης του μεταφορέα, και, σε περίπτωση κατά την οποία έχει εκπνεύσει η χρονική περίοδος ισχύος του ασφαλιστηρίου, την ημερομηνία λήξης της ασφαλιστικής κάλυψης,

ii) τον αριθμό της πράσινης κάρτας ή του συναπτόμενου στα σύνορα ασφαλιστηρίου συμβολαίου, εφόσον το όχημα καλύπτεται από κάποιο από τα έγγραφα αυτά, σε περίπτωση που το όχημα εμπίπτει στην παρέκκλιση του άρθρου 4 στοιχείο β) της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ·

3. τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που καλύπτουν την κυκλοφορία οχημάτων κατά των κινδύνων που κατατάσσονται στον κλάδο 10 του σημείου Α του παραρτήματος της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, πλην της ευθύνης του μεταφορέα, και τους αντιπροσώπους για το διακανονισμό των ζημιών που διορίζονται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 4, τα ονόματα των οποίων κοινοποιούνται στο κέντρο πληροφοριών, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου,

4. τον κατάλογο των οχημάτων τα οποία, σε κάθε κράτος μέλος, εμπίπτουν στην παρέκκλιση από την υποχρέωση ασφαλιστικής κάλυψης της αστικής ευθύνης, σύμφωνα με το άρθρο 4 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ·

5. όσον αφορά τα οχήματα περί των οποίων το σημείο 4:

i) το όνομα της αρχής ή του οργανισμού που ορίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 4 στοιχείο α) δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ, ως υπεύθυνοι για την ικανοποίηση των ζημιωθέντων σε όσες περιπτώσεις δεν εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 2 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ, εάν το όχημα εμπίπτει στην παρέκκλιση του άρθρου 4 στοιχείο α) της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ,

ii) το όνομα του οργανισμού που καλύπτει το όχημα στο κράτος μέλος στο οποίο αυτό σταθμεύει συνήθως, εάν το όχημα εμπίπτει στην παρέκκλιση του άρθρου 4 στοιχείο β) της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ·

β) ή για τον συντονισμό της συγκέντρωσης και της διάδοσης των στοιχείων αυτών·

γ) και για την παροχή συνδρομής στους δικαιούχους ώστε μα λαμβάνουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημεία 1, 2, 3, 4 και 5.

Οι πληροφορίες του στοιχείου α) σημεία 1, 2 και 3, τηρούνται επί χρονικό διάστημα επτά ετών από τη διαγραφή του οχήματος από το μητρώο ή από τη λήξη του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

2. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημείο 3, κοινοποιούν στα κέντρα πληροφοριών όλων των κρατών μελών τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αντιπροσώπων για το διακανονισμό των ζημιών, τους οποίους έχουν διορίσει σε καθένα από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 4.

3. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο ζημιωθείς δικαιούται εντός προθεσμίας επτά ετών μετά το ατύχημα να λάβει αμελλητί από το κέντρο πληροφοριών του κράτους μέλους διαμονής του ή του κράτους μέλους όπου συνήθως σταθμεύει το όχημα ή του κράτους μέλους όπου συνέβη το ατύχημα, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) την επωνυμία και τη διεύθυνση της ασφαλιστικής επιχείρησης·

β) τον αριθμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, και

γ) το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών της ασφαλιστικής επιχείρησης στο κράτος διαμονής του ζημιωθέντος.

Τα κέντρα πληροφοριών συνεργάζονται μεταξύ τους.

4. Το κέντρο πληροφοριών γνωστοποιεί στον ζημιωθέντα το όνομα και τη διεύθυνση του ιδιοκτήτη του οχήματος ή του συνήθους οδηγού του ή του εγγεγραμμένου ως κατόχου του, εφόσον ο ζημιωθείς έχει έννομο συμφέρον να λάβει αυτές τις πληροφορίες. Προς το σκοπό αυτό, το κέντρο πληροφοριών απευθύνεται ειδικότερα:

α) στην ασφαλιστική επιχείρηση, ή

β) στην υπηρεσία καταγραφής των οχημάτων.

Αν το όχημα εμπίπτει στην παρέκκλιση του άρθρου 4 στοιχείο α) της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ, το κέντρο πληροφοριών γνωστοποιεί στον ζημιωθέντα την ονομασία της αρχής ή του οργανισμού που ορίστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 4 στοιχείο α) δεύτερο εδάφιο της εν λόγω οδηγίας, ως υπεύθυνος να αποζημιώνει τους ζημιωθέντες όταν δεν εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση της ίδιας οδηγίας.

Αν το όχημα εμπίπτει στην παρέκκλιση του άρθρου 4 στοιχείο β) της οδηγίας 72/166/ΕΟΚ, το κέντρο πληροφοριών γνωστοποιεί στον ζημιωθέντα το όνομα του οργανισμού που καλύπτει το όχημα στη χώρα στην οποία το όχημα συνήθως σταθμεύει.

5. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει των προηγουμένων παραγράφων πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται για την εκτέλεση της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Άρθρο 6

Οργανισμοί αποζημιώσεως

1. Κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει έναν οργανισμό αποζημιώσεως υπεύθυνο για την ικανοποίηση των ζημιωθέντων, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1.

Οι ζημιωθέντες μπορούν να υποβάλουν αίτηση στον οργανισμό αποζημιώσεως στο κράτος μέλος διαμονής τους, εφόσον:

α) εντός τριών μηνών από την ημερομηνία που ο ζημιωθείς υπέβαλε την αίτηση αποζημιώσεως στην ασφαλιστική επιχείρηση του οχήματος η κυκλοφορία του οποίου προκάλεσε το ατύχημα, ή στον αντιπρόσωπο για το διακανονισμό των ζημιών, η ασφαλιστική επιχείρηση ή ο αντιπρόσωπός της για το διακανονισμό των ζημιών δεν έχουν δώσει αιτιολογημένη απάντηση στους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην αίτηση, ή

β) η ασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει διορίσει αντιπρόσωπο για το διακανονισμό των ζημιών στο κράτος διαμονής του ζημιωθέντος σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1. Στην περίπτωση αυτή, οι ζημιωθέντες δεν μπορούν να υποβάλουν αίτηση στον οργανισμό αποζημιώσεως αν έχουν υποβάλει αίτηση αποζημιώσεως απευθείας στην ασφαλιστική επιχείρηση του οχήματος, η κυκλοφορία του οποίου προκάλεσε το ατύχημα, και έχουν λάβει αιτιολογημένη απάντηση εντός τριών μηνών από την υποβολή της.

Οι ζημιωθέντες δεν μπορούν πάντως να υποβάλουν αίτηση αποζημιώσεως στον οργανισμό αποζημιώσεως, αν έχουν ασκήσει ευθεία αγωγή κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης.

Ο οργανισμός αποζημιώσεως αναλαμβάνει δράση εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ζημιωθείς του υπέβαλε αίτηση αποζημιώσεως, τερματίζει όμως την παρέμβασή του αν η ασφαλιστική επιχείρηση ή ο αντιπρόσωπος για το διακανονισμό των ζημιών, διαβιβάσει στη συνέχεια αιτιολογημένη απάντηση στην αίτηση.

Ο οργανισμός αποζημιώσεως ενημερώνει πάραυτα:

α) την ασφαλιστική επιχείρηση του οχήματος η κυκλοφορία του οποίου προκάλεσε το ατύχημα ή τον αντιπρόσωπο για το διακανονισμό των ζημιών·

β) τον οργανισμό αποζημιώσεως του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η ασφαλιστική επιχείρηση που έχει εκδώσει το ασφαλιστήριο·

γ) τον υπαίτιο του ατυχήματος, αν είναι γνωστός,

ότι του υπεβλήθη αίτηση αποζημιώσεως εκ μέρους του ζημιωθέντος και ότι πρόκειται να απαντήσει σ' αυτήν, εντός δύο μηνών από την υποβολή της.

Η διάταξη αυτή δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να θεωρούν επικουρική ή μη επικουρική την αποζημίωση που χορηγεί ο εν λόγω οργανισμός ούτε το δικαίωμά τους να προβλέπουν τον διακανονισμό των αξιώσεων μεταξύ του εν λόγω οργανισμού και του υπαιτίου ή των υπαιτίων του ατυχήματος και άλλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης υποχρεωμένων να αποζημιώσουν το ζημιωθέντα για το ίδιο ατύχημα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιτρέπουν στον οργανισμό να εξαρτά την καταβολή της αποζημίωσης από άλλους όρους εκτός αυτών που ορίζει η παρούσα οδηγία, και ειδικότερα από τον όρο να αποδείξει καθ' οιονδήποτε τρόπο ο ζημιωθείς ότι ο υπόχρεος αδυνατεί ή αρνείται να πληρώσει.

2. Ο οργανισμός αποζημιώσεως που αποζημίωσε το ζημιωθέντα στο κράτος μέλος διαμονής μπορεί να απαιτήσει από τον οργανισμό αποζημιώσεως στο κράτος μέλος, στο οποίο είναι εγκατεστημένη η ασφαλιστική επιχείρηση που εξέδωσε το ασφαλιστήριο, να του επιστρέψει το ποσό που καταβλήθηκε ως αποζημίωση.

Αυτός ο οργανισμός υποκαθίσταται τότε στα δικαιώματα του ζημιωθέντος έναντι του υπαιτίου του ατυχήματος ή της ασφαλιστικής επιχείρησής του, μέχρι του ποσού που κατέβαλε ο οργανισμός αποζημιώσεως του κράτους μέλους διαμονής του ζημιωθέντος για οιαδήποτε ζημία ή σωματική βλάβη που υπέστη. Κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να αναγνωρίσει την υποκατάσταση αυτή, όπως προβλέπεται σε οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος.

3. Το παρόν άρθρο αρχίζει να παράγει αποτελέσματα:

α) αφού συναφθεί συμφωνία μεταξύ των οργανισμών αποζημιώσεως που έχουν συσταθεί ή εγκριθεί από τα κράτη μέλη σχετικά με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους και τις διαδικασίες επιστροφής των καταβληθέντων ποσών·

β) από την ημερομηνία που ορίζει η Επιτροπή αφού βεβαιωθεί, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, ότι έχει συναφθεί τέτοια συμφωνία.

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του παρόντος άρθρου, πριν από τις 20 Ιουλίου 2005 καθώς και, εν ανάγκη, προτάσεις.

Άρθρο 7

Εάν δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί η ταυτότητα του οχήματος ή, αν εντός δύο μηνών μετά το ατύχημα, δεν έχει διαπιστωθεί η ταυτότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης, ο ζημιωθείς μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από τον οργανισμό αποζημιώσεως του κράτους μέλους όπου διαμένει. Η αποζημίωση χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 της οδηγίας 84/5/ΕΟΚ. Ο οργανισμός αποζημιώσεως έχει, στην περίπτωση αυτή, απαίτηση, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας:

α) σε περίπτωση που δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ταυτότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά του εγγυητικού ταμείου του κράτους μέλους της συνήθους στάθμευσης του οχήματος, του προβλεπομένου στο άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 84/5/ΕΟΚ·

β) σε περίπτωση μη αναγνωρίσεως της ταυτότητας του οχήματος: κατά του εγγυητικού ταμείου του κράτους μέλους στο οποίο συνέβη το ατύχημα·

γ) σε περίπτωση οχημάτων τρίτων χωρών: κατά του εγγυητικού ταμείου του κράτους μέλους στο οποίο συνέβη το ατύχημα.

Άρθρο 8

Η οδηγία 73/239/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

α) Στο άρθρο 8 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

"στ) ανακοινώνουν το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών ο οποίος διορίζεται σε κάθε κράτος μέλος, εκτός από το κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η άδεια, αν οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο 10 του σημείου Α του παραρτήματος, πλην της ευθύνης του μεταφορέα."

β) Στο άρθρο 23 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

"η) ανακοινώνουν το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου για το διακανονισμό των ζημιών ο οποίος διορίζεται σε κάθε κράτος μέλος, εκτός από το κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η άδεια, αν οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο 10 του σημείου Α του παραρτήματος, πλην της ευθύνης του μεταφορέα."

Άρθρο 9

Η οδηγία 88/357/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

Στο άρθρο 12α παράγραφος 4 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:"Εάν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει διορίσει αντιπρόσωπο, τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν ότι ο αντιπρόσωπος για το διακανονισμό των ζημιών, ο οριζόμενος σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/26/ΕΚ(13), ασκεί τα καθήκοντα του αντιπροσώπου που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο αυτή."

Άρθρο 10

Εφαρμογή

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, πριν από τις 20 Ιουλίου 2002, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές πριν από τις 20 Ιανουαρίου 2003.

2. Τα μέτρα αυτά, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή, κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις της αναφοράς αυτής, καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη ιδρύουν ή εγκρίνουν τον οργανισμό αποζημιώσεως σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1, πριν από τις 20 Ιανουαρίου 2002. Εφόσον οι οργανισμοί αποζημιώσεως δεν έχουν συνάψει συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3, πριν από τις 20 Ιουλίου 2002, η Επιτροπή προτείνει τα ενδεδειγμένα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι διατάξεις των άρθρων 6 και 7 θα τεθούν σε εφαρμογή πριν από τις 20 Ιανουαρίου 2003.

4. Τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με τη συνθήκη, να διατηρούν ή να θέτουν σε ισχύ διατάξεις οι οποίες είναι ευνοϊκότερες για το ζημιωθέντα από τις διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία.

5. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των κύριων διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 11

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 12

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κυρώσεις για τις παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων τις οποίες θεσπίζουν κατ' εφαρμογήν της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις αυτές, το αργότερο έως τις 20 Ιουλίου 2002, και οιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση αυτών το ταχύτερο δυνατόν.

Άρθρο 13

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 16 Μαΐου 2000.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η Πρόεδρος

Nicole Fontaine

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Manuel Carrilho

(1) ΕΕ C 343 της 13.11.1997, σ. 11 και ΕΕ C 171 της 18.6.1999, σ. 4.

(2) ΕΕ C 157 της 25.5.1998, σ. 6.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Ιουλίου 1998 (ΕΕ C 292 της 21.9.1998, σ. 123), η οποία επιβεβαιώθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1999· κοινή θέση του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1999 (ΕΕ C 232 της 13.8.1999, σ. 8) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1999 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα)· απόφαση του Συμβουλίου της 2ας Μαΐου 2000 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Μαΐου 2000.

(4) ΕΕ L 103 της 2.5.1972, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 84/5/ΕΟΚ (ΕΕ L 8 της 11.1.1984, σ. 17).

(5) ΕΕ L 172 της 4.7.1988, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/49/ΕΟΚ (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1).

(6) ΕΕ C 308 της 20.11.1995, σ. 108.

(7) Δεύτερη οδηγία (84/5/ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ L 8 της 11.1.1984, σ. 17)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 90/232/ΕΚ (ΕΕ L 129 της 19.5.1990, σ. 33).

(8) Τρίτη οδηγία (90/232/ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ L 129 της 19.5.1990, σ. 33).

(9) Πρώτη οδηγία (73/239/ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 95/26/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 18.7.1995, σ. 7).

(10) Οδηγία (92/49/ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 99/26/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 18.7.1995, σ. 7).

(11) ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(12) ΕΕ C 27 της 26.1.1998, σ. 1 (ενοποιημένο κείμενο).

(13) Οδηγία 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης της προκύπτουσας από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΚ και 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 181 της 20.7.2000, σ. 65.

Top