EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31986R4056

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1986 για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές

ΕΕ L 378 της 31.12.1986, p. 4–13 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 17/10/2006; καταργήθηκε από 32006R1419

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1986/4056/oj

31986R4056

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1986 για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 378 της 31/12/1986 σ. 0004 - 0013


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 22ας Δεκεμβρίου 1986

για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΟΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

ιΕχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 84 παράγραφος 2 και το

άρθρο 87,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοqουλίου^(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής^(2),

Εκτιμώντας:

ότι οι κανόνες ανταγωνισμού αποτελούν μέρος των γενικών διατάξεων της συνθήκης που εφαρμόζεται και στις θαλάσσιες μεταφορές ότι ο τρόπος εφαρμογής τους περιέχεται στο κεφάλαιο της συνθήκης το οποίο θεσπίζει τους κανόνες ανταγωνισμού ή πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προqλέπονται στο κεφάλαιο αυτό

ότι δυνάμει του κανονισμού αριθ. 141 του Συμqουλίου^(3) ο κανονισμός αριθ. 17 του Συμqουλίου^(4) δεν εφαρμόζεται στις μεταφορές, ενώ ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1017/68 του Συμqουλίου^(5) εφαρμόζεται μόνο στις χερσαίες μεταφορές ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν διαθέτει προς το παρόν τα μέσα να εξετάσει απευθείας τις περιπτώσεις εικαζόμενης παράqασης των άρθρων 85 και 86 στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών ότι δεν διαθέτει ούτε ίδιες εξουσίες λήψης αποφάσεων και επιqολής των κυρώσεων που είναι αναγκαίες προκειμένου να διασφαλίζει η ίδια την παύση των παραqάσεων τις οποίες διαπιστώνει

ότι, λόγω της κατάστασης αυτής, καθίσταται αναγκαία η θέσπιση κανονισμού εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού στις θαλάσσιες μεταφορές ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 954/79 του Συμqουλίου της 15ης Μαϊου 1979 για την κύρωση από τα κράτη μέλη ή των προσχώρησή τους στη σύμqαση των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με Κώδικα Συμπεριφοράς των Ναυτιλιακών Διασκέψεων (confιrences) (6) θα έχει σαν αποτέλεσμα την εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς σε ένα μεγάλο αριθμό διασκέψεων που παρέχουν υπηρεσίες μέσα στην Κοινότητα ότι ο κανονισμός για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού στις θαλάσσιες μεταφορές, που προqλέπεται από την τελευταία αιτιολογία του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 954/79, θα πρέπει να λάqει υπόψη την έκδοση του κώδικα ότι, όσον αφορά κυρίως τις διασκέψεις που υπάγονται στον κώδικα συμπεριφοράς, ο κανονισμός θα πρέπει, ενδεχομένως, να τον συμπληρώσει ή να τον αποσαφηνίσει

ότι φαίνεται προτιμότερο να εξαιρεθεί από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ο τομέας των μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά (tramp) πλοία ότι τα τιμολόγια των υπηρεσιών αυτών είναι οπωσδήποτε ελεύθερα διαπραγματεύσιμα κατά περίπτωση ανάλογα με τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης

ότι ο παρών κανονισμός πρέπει να λάqει υπόψη αφενός την ανάγκη της θέσπισης κανόνων εφαρμογής χάρη στους οποίους η Επιτροπή θα μπορεί να αποτρέπει αποτελεσματικά τη νόθευση των συνθηκών ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, και αφετέρου την ανάγκη να αποφευχθεί η υπερqολική νομοθετική ρύθμιση του τομέα

ότι ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίζει το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης λαμqάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες των θαλασσίων μεταφορών ότι το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών μπορεί να επηρεαστεί όταν συμπράξεις ή καταχρηστικές πρακτικές ισχύουν για τις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές, περιλαμqανομένων και των ενδοκοινοτικών μεταφορών, από ή προς λιμένες της Κοινότητας ότι παρόμοιες συμπράξεις ή καταχρηστικές πρακτικές είναι δυνατό να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό τόσο μεταξύ των λιμένων διαφόρων κρατών μελών, τροποποιώντας τις περιοχές προσελκύσεως των λιμένων αυτών, όσο και μεταξύ των δραστηριοτήτων που εκτελούνται στις εν λόγω περιοχές προσέλκυσης, αλλά και να διαταράξουν να ρεύματα των συναλλαγών στο εσωτερικό της κοινής αγοράς

ότι ορισμένες μορφές συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών τεχνικού χαρακτήρα είναι δυνατό να εξαιρεθούν από την απαγόρευση συμπράξεων, διότι κατά γενικό κανόνα δεν περιορίζουν τον ανταγωνισμό

ότι είναι σκόπιμο να προqλεφθεί εξαίρεση για την κατηγορία των ναυτιλιακών διασκέψεων ότι πράγματι αυτές οι διασκέψεις διαδραματίζουν σταθεροποιητικό ρόλο χάρη στον οποίο εξασφαλιζονται υπηρεσίες που εμπνέουν εμπιστοσύνη στους φορτωτές ότι συμqάλλουν γενικά στην εξασφάλιση προσφοράς τακτικών, επαρκών και αποτελεσματικών υπηρεσιών θαλασσίων μεταφορών, και μάλιστα λαμqάνοντας εύλογα υπόψη τα συμφέροντα των χρήστων όταν τα αποτελέσματα αυτά δεν είναι, δυνατόν να επιτευχθούν χωρίς τη συνεργασία την οποία αναπτύσουν οι ναυτιλιακές εταιρείες που μετέχουν στις εν λόγω διασκέψεις στον τομέα των ναύλων και, κατά περίπτωση, της προσφοράς μεταφορικής ικανότητας ή της κατανομής των προς μεταφορά φορτίων και των εσόδων ότι συχνότατα οι διασκέψεις υπόκεινται σε πραγματικό ανταγωνισμό τόσο εκ μέρους των τακτικών γραμμών εκτός διασκέψεων όσο και σε ορισμένες περιπτώσεις εκ μέρους των μεταφορών με ελεύθερα φορτηγά πλοία και άλλων τρόπων μεταφοράς ότι επιπλέον η κινητικότητα των εμπορικών στόλων η οποία διέπει τη διάρθρωση της προσφοράς στον τομέα των γραμμών των θαλασσίων μεταφορών ασκεί διαρκή ανταγωνιστική πίεση στις διασκέψεις, οι οποίες κατά κανόνα δεν έχουν δυνατότητα εξάλειψης του ανταγωνισμού σε σημαντικό μέρος των εν λόγω γραμμών θαλασσίων μεταφορών

ότι προκειμένου, εντούτοις, να προλαμβάνονται πρακτικές ασυμβίβαστες με τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης, εκ μέρους των ναυτιλιακών διασκέψεων, πρέπει η εξαίρεση αυτή να συνοδεύεται από ορισμένους όρους και υποχρεώσεις

ότι οι όροι που προβλέπονται πρέπει να έχουν σαν στόχο να εμποδίζουν την εκ μέρους των διασκέψεων εφαρμογή περιορισμών του ανταγωνισμού μη απαραίτητων για την επίτευξη των στόχων οι οποίοι δικαιολογούν τη χορήγηση της εξαίρεσης ότι προς το σκοπό αυτόν οι διασκέψεις δεν πρέπει, για ομοειδείς μεταφορές, να διαφοροποιούν τις τιμές και τους όρους μεταφοράς αποκλειστικά και μόνο λόγω χώρας προελεύσεως ή προορισμού των προϊόντων που μεταφέρονται και να προκαλούν με τον τρόπο αυτό στο εσωτερικό της Κοινότητας εκτροπές του εμπορίου ικανές να παραβλάψουν ορισμένους λιμένες, φορτωτές, μεταφορείς ή παρέχοντες βοηθητικές εργασίες στον τομέα των μεταφορών ότι πρέπει επίσης να μη γίνονται δεκτοί διακανονισμοί πίστης (loyalty arrangements) παρά μόνον όταν καταρτίζονται με τρόπο που δεν περιορίζει μονομερώς την ελευθερία των χρήστων και κατά συνέπεια τον ανταγωνισμό στον τομέα των μεταφορών και αυτό με την επιφύλαξη του δικαιώματος της διάσκεψης να επιβάλλει κυρώσεις σε όσους αθετούν καταχρηστικά την υποχρέωση πίστης η οποία αποτελεί το αντάλλαγμα των επιστροφών, μειωμένων ναύλων ή προμηθειών που τους παρέχονται από τη διάσκεψη ότι οι χρήστες πρέπει να μπορούν να επιλέγουν ελεύθερα τις επιχειρήσεις στις οποίες προσφεύγουν για την πραγματοποίηση χερσαίων μεταφορών ή υπηρεσίων αποβάθρας, οι οποίες δεν καλύπτονται από το ναύλο ή τις επιβαρύνσεις που έχουν συμφωνηθεί με το μεταφορέα

ότι η παραχώρηση της εξαίρεσης πρέπει επίσης να συνοδεύεται από ορισμένες υποχρεώσεις ότι οι χρήστες, εν προκειμένω, πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν γνώση ανά

πάσα στιγμή των τιμών και όρων μεταφοράς που εφαρμόζονται από τα μέλη της διάσκεψης, δεδομένου ότι στον τομέα των χερσαίων μεταφορών που οργανώνονται από τους θαλάσσιους μεταφορείς αυτοί οι τελευταίοι υπάγονται στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1017/68

ότι πρέπει να προβλεφθεί η άμεση ανακοίνωση στην Επιτροπή των διαιτητικών αποφάσεων ή συστάσεων των μεσολαβητών τις οποίες αποδέχονται τα μέρη, κατά τρόπο ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να επαληθεύει ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν απαλλάσσουν τις διασκέψεις από τους όρους και υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον αναφερθέντα κανονισμό και ότι δεν αντιβαίνουν προς τις διατάξεις των άρθρων 85 και 86

ότι οι διαβουλεύσεις που διεξάγονται μεταξύ χρήστων ή των ενώσεών τους αφενός και διασκέψεων αφετέρου, είναι δυνατό να εξασφαλίζουν αποτελεσματικότερη λειτουργία των γραμμών των θαλασσίων μεταφορών λαμβάνοντας υπόψη με καλύτερο τρόπο τις ανάγκες των χρήστων ότι κατά συνέπεια πρέπει να εξαιρεθούν ορισμένες από τις συμπράξεις που θα προέκυπταν από τις διαβουλεύσεις αυτές

ότι δεν είναι δυναντό να παραχωρηθεί εξαίρεση όταν δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 85 παράγραφος 3 ότι η Επιτροπή κατά συνέπεια πρέπει να έχει την ευχέρεια να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα στην περίπτωση που αποκαλύπτεται ότι σύμπραξη η οποία εξαιρείται έχει, εξαιτίας ειδικών περιστάσεων, ορισμένα αποτελέσματα ασυμβίβαστα προς το άρθρο 85 παράγραφος 3 ότι λόγω του ειδικού ρόλου των ναυτιλιακών διασκέψεων στον τομέα των τακτικών γραμμών των θαλασσίων μεταφορών, οι αντιδράσεις της Επιτροπής οφείλουν να κλιμακώνονται προοδευτικά και κατ' αναλογία ότι πρέπει, ως εκ τούτου, η Επιτροπή να έχει την ευχέρεια να απευθύνει κατ' αρχήν συστάσεις και κατόπιν να λαμβάνει αποφάσεις

ότι η ακυρότητα των συμφωνιών ή αποφάσεων οι οποίες, επειδή εισάγουν διακρίσεις ή για άλλους λόγους, δεν υπάγονται στην εξαίρεση του άρθρου 85 παράγραφος 3, ακυρότητα που επέρχεται αυτοδικαίως σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 2, ισχύει μόνο για τα τμήματα της συμφωνίας τα οποία η απαγόρευση του άρθρου 85 παράγραφος 1 και δεν ισχύει για ολόκληρη γενικά τη συμφωνία παρά μόνον όταν τα τμήματα αυτά αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της συμφωνίας ότι συνεπώς η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη, σε περίπτωση που διαπιστώνει παράβαση της εξαιρέσεως κατά κατηγορία, να διευκρινίζει ποια είναι τα τμήματα της συμφωνίας τα οποία αντιβαίνουν στην απαγόρευση, και ως εκ τούτου είναι αυτοδικαίως άκυρα, ή να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους τα τμήματα αυτά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας με αποτέλεσμα η συμφωνία να είναι άκυρη στο σύνολό της

ότι, λόγω των χαρακτηριστικών των διεθνών θαλασσίων μεταφορών πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ορισμένες συμπράξεις ή πρακτικές είναι δυνατό να οδηγήσει σε συγκρούσεις με τις νομοθεσίες και ρυθμίσεις ορισμένων τρίτων χωρών και να έχει επιζήμιες συνέπειες για σημαντικά εμπορικά και ναυτιλιακά συμφέροντα της Κοινότητας ότι η Επιτροπή, μετά από εξουσιοδότηση του Συμβουλίου πρέπει να διεξάγει διαβουλεύσεις και ενδεχομένως διαπραγματεύσεις με τις χώρες αυτές για την επιδίωξη των στόχων της πολιτικής θαλασσίων μεταφορών της Κοινότητας

ότι ο παρών κανονισμός πρέπει να προβλέπει τις διαδικασίες, τις εξουσίες λήψεως αποφάσεων και τις κυρώσεις, που είναι αναγκαίες προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των απαγορεύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 85 παράγραφος 1 και στο άρθρο 86, καθώς και των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3

ότι πρέπει εν προκειμένω να ληφθούν υπόψη οι σχετικές με διαδικαστικά θέματα διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1017/68, που ισχύει για τις χερσαίες μεταφορές, και λαμβάνει υπόψη ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία αφορούν τις δραστηριότητες μεταφοράς στο σύνολό τους

ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφίων των θαλασσίων μεταφορών, εναπόκειται κυρίως στις επιχειρήσεις να μεριμνούν ώστε οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές να είναι σύμφωνες με τους κανόνες ανταγωνισμού και ότι κατά συνέπεια δεν είναι αναγκαίο να τους επιβληθεί υποχρέωση κοινοποιήσεως των εν λόγω συμφωνιών κλπ. στην Επιτροπή

ότι οι επειχειρήσεις μπορεί εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, να θέλουν να έχουν τη διαβεβαίωση της Επιτροπής για το αν οι εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές είναι σύμφωνες με τις ισχύουσες διατάξεις ότι πρέπει, εν προκειμένω, να προβλεφθεί απλουστευμένη διαδικασία,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΜΗΜΑ Ι

ίΑρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής του κανονισμού

1. Ο παρών κανονισμός καθορίζει τον τρόπο εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης στις θαλάσσιες μεταφορές.

2. Εφαρμόζεται αποκλειστικά στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές από ή προς έναν ή περισσότερους κοινοτικούς λιμένες, εκτός από τις μεταφορές με ελεύθερα φορτηγά πλοία.

3. Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α) ^«μεταφορές με ελεύθερα φορτηγά πλοία» (tramp), οι μεταφορές χύδην φορτίων ή χύδην φορτίων τοποθετημένων εντός συσκευασίας (break-bulk) με πλοίο ναυλωμένο εν όλω ή εν μέρει από έναν ή περισσότερους φορτωτές, επί τη βάσει ναύλωσης κατά ταξίδι ή χρονοναύλωσης, ή οποιασδήποτε άλλης μορφής σύμβασης για ταξίδια μη τακτικά προγραμματισμένα ή ταξίδια που δεν έχουν ανακοινωθεί, όταν οι ναύλοι αποτελούν αντικείμενο ελευθέρων διαπραγματεύσεων κατά περίπτωση και ανάλογα με τους όρους της προσφοράς και της ζήτησης

β) ^«ναυτιλιακή διάσκεψη» (confιrence), ομάδα δύο τουλάχιστον μεταφορέων-εφοπλιστών που εκτελεί διεθνείς τακτικές εμπορευματικές μεταφορές σε συγκεκριμένη γραμμή ή συγκεκριμένες γραμμές μέσα σε καθορισμένα γεωγραφικά όρια και έχει συνάψει οποιασδήποτε μορφής συμφωνία ή διακανονισμό, στα πλαίσια του οποίου τα μέλη της ομάδας προβαίνουν από κοινού στην εκμετάλλευση της γραμμής ή των γραμμών με κοινούς ή ίσους τους ναύλους και κάθε άλλη προϋπόθεση που έχει σχέση με την παροχή των τακτικών αυτών υπηρεσιών

γ) ^«χρήστης», κάθε επιχείρηση (π.χ. φορτωτές, παραλήπτες, παραγγελιοδόχοι κλπ.) εφόσον έχει συνάψει ή έχει εκδηλώσει την πρόθεση να έλθει σε διακανονισμό συμβατικό ή άλλο για τη μεταφορά εμπορευμάτων, με ναυτιλιακή διάσκεψη ή με ναυτιλιακή εταιρεία ή με όποιαδήποτε ένωση φορτωτών

ίΑρθρο 2

Συμφωνίες τεχνικού περιεχομένου

1. Η απαγόρευση την οποία επιτάσσει το άρθρο 85 παράγραφος 1 της συνθήκης δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που έχουν ως μόνο αντικείμενο και αποτέλεσμα την εφαρμογή βελτιώσεων ή την τεχνική συνεργασία μέσω:

α)

της θέσπισης ή ομοιόμορφης εφαρμογής προδιαγραφών ή προτύπων για τα πλοία και άλλα μεταφορικά μέσα, το υλικό, την τροφοδοσία και τις μόνιμες εγκαταστάσεις

β)

της ανταλλαγής ή από κοινού χρησιμοποίησης πλοίων, χώρου των πλοίων ή θέσεων εμπορευματοκιβωτίων (slots) και άλλων μεταφορικών μέσων, προσωπικού, υλικού ή μόνιμων εγκαταστάσεων για την εκμετάλλευση των μεταφορών

γ)

της οργάνωσης και εκτέλεσης διαδοχικών ή συμπληρωματικών θαλάσσιων μεταφορών, καθώς και του καθορισμού και της εφαρμογής συνολικών τιμών και όρων γι' αυτές τις μεταφορές

δ)

του συντονισμού των ωραρίων των μεταφορών σε διαδοχικά δρομολόγια

ε)

της συγκέντρωσης μεμονωμένων αποστολών

στ)

της θέσπισης ή εφαρμογής ομοιόμορφων κανόνων σχετικά με τη δομή και τους όρους εφαρμογής των τιμολογίων μεταφοράς.

2. Η Επιτροπή, αν παραστεί ανάγκη, υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις για την τροποποίηση του πίνακα της παραγράφου^1.

ίΑρθρο 3

Εξαίρεση των συμφωνιών μεταξύ μεταφορέων με αντικείμενο την εκμετάλλευση τακτικών γραμμών θαλάσσιων μεταφορών

Εξαιρούνται από την απαγόρευση του άρθρου 85 παράγρα-

φος 1 της συνθήκης, υπό τους όρους που προβλέπονται στο

άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού, οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές του συνόλου ή μέρους των μελών μιας ή περισσοτέρων ναυτιλιακών διασκέψεων που επιδιώκουν τον καθορισμό των ναύλων και όρων μεταφοράς καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω στόχους:

α)

το συντονισμό των ωραρίων των πλοίων ή των ημερομηνιών ταξιδίων και προσέγγισής τους στους λιμένες

β)

τον καθορισμό της συχνότητας των ταξιδίων ή της προσέγγισης σε λιμένες

γ)

το συντονισμό ή την κατανομή των ταξιδίων και των εξυπηρετουμένων λιμένων μεταξύ των μελών της διάσκεψης

δ)

τη ρύθμιση της μεταφορικής ικανότητας που προσφέρει κάθε μέλος

ε)

την κατανομή του μεταφερομένου φορτίου ή των εσόδων μεταξύ των μελών.

ίΑρθρο 4

Προϋποθέσεις παραχώρησης της εξαίρεσης

Η εξαίρεση που προβλέπεται στα άρθρα 3 και 6 παραχωρείται υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνία, η απόφαση ή η εναρμονισμένη πρακτική δεν προξενεί εντός της κοινής αγοράς ζημία σε ορισμένους λιμένες, φορτωτές ή μεταφορείς λόγω της εφαρμογής, κατά τη μεταφορά των ίδιων εμπορευμάτων και στην περιοχή που καλύπτεται από τη συμφωνία, την απόφαση ή την εναρμονισμένη πρακτική, τιμολογίων και όρων μεταφοράς που διαφέρουν ανάλογα με τη χώρα καταγωγής ή προορισμού, ή τον λιμένα φόρτωσης ή εκφόρτωσης, αν αυτά τα τιμολόγια και αυτοί οι όροι δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθούν από οικονομική αποψη.

Κάθε συμφωνία ή απόφαση ή, εάν μπορεί να διαχωριστεί, κάθε μέρος μιας τέτοιας συμφωνίας ή απόφασης, που είναι αντίθετη με την προηγούμενη παράγραφο είναι άκυρη αυτοδικαίως βάσει των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 2 της συνθήκης.

ίΑρθρο 5

Υποχρεώσεις που συνοδεύουν την εξαίρεση

Οι ακόλουθες υποχρεώσεις συνοδεύουν την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο^3:

1.

Διαβουλεύσεις

Διεξάγονται διαβουλεύσεις με σκοπό την αναζήτηση λύσεων για γενικότερα θέματα αρχής μεταξύ των χρήστων αφενός και των ναυτιλιακών διασκέψεων, αφετέρου, σχετικά με τους ναύλους, τους όρους και την ποιότητα των τακτικών γραμμών θαλασσίων μεταφορών.

Οι διαβουλεύσεις αυτές διεξάγονται οποτεδήποτε μετά από αίτηση οποιουδήποτε από τα προαναφερθέντα μέρη.

2.

Διακανονισμοί πίστης (loyalty arrangements)

Οι ναυτιλιακές εταιρείες - μέλη μιας διάσκεψης δικαιούνται να προτείνουν στους χρήστες και να εφαρμόζουν διακανονισμούς πίστης, το είδος και το περιεχόμενο των οποίων καθορίζονται κατόπιν διαβουλεύσεων μεταξύ της ναυτιλιακής διάσκεψης και των οργανώσεων των χρήστων. Οι συμφωνίες αυτές πρέπει να περιέχουν εγγυήσεις που θα ορίζουν ρητά τα δικαιώματα των χρήστων και των μελών της διάσκεψης. Ακολουθούν κυρίως τους κανόνες των συμβάσεων ή οποιοδήποτε άλλο σύστημα αναγνωρισμένο από το νόμο.

Οι διακανονισμοί πίστης πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

κάθε ναυτιλιακή διάσκεψη προσφέρει στους χρήστες μεταφορών είτε σύστημα άμεσων εκπτώσεων είτε δυνατότητα επιλογής μεταξύ αυτού του συστήματος και ενός συστήματος εκπτώσεων σε μεταγενέστερο στάδιο:

-

στην περίπτωση του συστήματος άμεσων εκπτώσεων, κάθε συμqαλλόμενο μέρος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καταγγέλει το διακανονισμό πίστης οποτεδήποτε και χωρίς καμιά κύρωση μέσα σε προθεσμία προειδοποίησης έξι μηνών. Εφόσον εκκρεμεί διαφορά ως προς την εφαρμογή του τιμολογίου της διάσκεψης, η προθεσμία αυτή περιορίζεται στους τρεις μήνες,

-

στην περίπτωση συστήματος εκπτώσεων σε μεταγενέστερο στάδιο ούτε η περίοδος πίστης επί της οποίας υπολογίζεται η έκπτωση ούτε η αμέσως επόμενη περίοδος πίστης που απαιτείται για την καταqολή του ποσού της έκπτωσης επιτρέπεται να υπερqαίνουν τους έξι μήνες η καθεμία. Εφόσον εκκρεμεί διαφορά ως προς την εφαρμογή του τιμολογίου της διάσκεψης, η προθεσμία αυτή περιορίζεται στους τρείς μήνες

q)

μετά από διαqουλεύσεις με τους εκάστοτε ενδιαφερόμενους χρήστες, η ναυτιλιακή διάσκεψη καθορίζει:

^i)

κατάλογο των συμφωνηθέντων με τους χρήστες φορτίων και τμημάτων φορτίου, τα οποία εξαιρούνται ρητά από το πεδίο εφαρμογής του διακανονισμού πίστης διακονονισμοί πίστης κατά 100 % μπορούν να προσφέρονται, όχι όμως να επιqάλλονται,

ii)

κατάλογο των περιστάσεων που απαλλάσσουν τους χρήστες από την υποχρέωση πίστης. Μεταξύ αυτών θα πρέπει συγκεκριμένα να περιλαμqάνονται οι περιπτώσεις:

-

αποστολών από ή προς λιμένα που ευρίσκεται στη ζώνη που καλύπτει η ναυτιλιακή διάσκεψη, χωρίς όμως να έχει ανακοινωθεί δημόσια ότι ο λιμένας αυτός εξυπηρετείται, με την προϋπόθεση ότι δικαιολογείται η απαλλαγή,

-

λιμένων, όπου ο χρόνος αναμονής υπερqαίνει διάρκεια που καθορίζεται ανά λιμένα και εμπό-

ρευμα ή κατηγορία εμπορευμάτων, μετά από διαqουλεύσεις με τους χρήστες που ενδιαφέρονται άμεσα για την καλή εξυπηρέτηση του λιμένα.

Ο χρήστης θα πρέπει πάντως να ενημερώνει εκ των προτέρων, μέσα σε καθορισμένη προθεσμία, τη ναυτιλιακή διάσκεψη για την πρόθεσή του είτε να πραγματοποιήσει αποστολή από μη γνωστοποιηθέντα λιμένα, είτε να χρησιμοποιήσει πλοίο εκτός διασκέψεως για πλου από λιμένα που εξυπηρετεί η διάσκεψη, μόλις μπορέσει να διαπιστώσει, qάσει του δημοσιευμένου πίνακα αναχωρήσεων, ότι θα σημειωθεί υπέρqαση της ανωτάτης περιόδου αναμονής.

3.

Υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από το ναύλο

Οι χρήστες δικαιούνται να απευθύνονται σε επιχειρήσεις της εκλογής τους για την πραγματοποίηση χερσαίων μεταφορών και την παροχή υπηρεσιών αποβάθρας που δεν καλύπτονται από το ναύλο ή τις επιβαρύνσεις που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ της ναυτιλιακής εταιρείας και του χρήστη.

4.

Δημοσιότητα των τιμολογίων

Τα τιμολόγια, συναφείς όροι, κανονισμοί και κάθε τροποποίησή τους τίθενται, μετά από αίτηση, στη διάθεση των χρήστων σε λογική τιμή, ή είναι διαθέσιμα για να τα συμβουλεύονται οι χρήστες στα γραφεία των ναυτιλιακών εταιρειών και των πρακτόρων τους. Περιλαμβάνουν όλους τους όρους φόρτωσης και εκφόρτωσης, διευκρινίζουν λεπτομερώς τις υπηρεσίες που καλύπτει ο ναύλος σε αναλογία προς το θαλάσσιο και το χερσαίο τμήμα της μεταφοράς και τις υπηρεσίες που καλύπτει κάθε άλλη επιβάρυνση που καταβάλλεται στη ναυτιλιακή εταιρεία, καθώς και τα σχετικά συναλλακτικά ήθη.

5.

Γνωστοποίηση των διαιτητικών αποφάσεων και συστάσεων στην Επιτροπή

Οι διαιτητικές αποφάσεις και συστάσεις των μεσολαβητών, τις οποίες έχουν αποδεχθεί τα μέρη για την επίλυση διαφορών σχετικά με τις πρακτικές των διασκέψεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 και στα παραπάνω σημεία 2 και 3, γνωστοποιούνται αμέσως στην Επιτροπή.

ίΑρθρο 6

Εξαίρεση των συμπράξεων μεταξύ χρήστων και ναυτιλιακών διασκέψεων για τη χρησιμοποίηση τακτικών γραμμών θαλάσσιων μεταφορών

Συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ των χρήστων αφενός και των ναυτιλιακών διασκέψεων αφετέρου, καθώς και, ενδεχομένως, συμπράξεις μεταξύ χρήστων απαιτούμενες προς το σκοπό αυτό, σχετικά με τους ναύλους, τους όρους μεταφοράς και την ποιότητα των τακτικών γραμμών, εξαιρούνται από την απαγόρευση του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης, εφόσον προβλέπονται από το άρθρο 5 σημεία 1 και 2.

ίΑρθρο 7

Παρακολούθηση των εξαιρουμένων συμπράξεων

1.

Παράβαση υποχρέωσης

ιΟταν οι ενδιαφερόμενοι παραβαίνουν υποχρέωση που συνοδεύει, βάσει του άρθρου 5, τη χορήγηση της εξαίρε-

σης του άρθρου 3, η Επιτροπή θέτει τέρμα στις παραβάσεις αυτές και μπορεί προς το σκοπό αυτό, υπό τις προϋποθέσεις του τμήματος ΙΙ:

- να απευθύνει συστάσεις στους ενδιαφερόμενους,

- σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των ενδιαφερομένων προς τις συστάσεις αυτές και ανάλογα με τη σοβαρότητα της εν λόγω παράβασης, να λάβει απόφαση με την οποία είτε να τους απαγορεύει ή αντίθετα να τους επιβάλλει να προβούν σε ορισμένες ενέργειες, είτε να άρει το ευεργέτημα της εξαίρεσης κατά κατηγορία και να τους παραχωρήσει ατομική εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4, είτε ακόμη να τους αφαιρέσει το ευεργέτημα της εξαίρεσης κατά κατηγορία.

2.

Αποτελέσματα ασυμβίβαστα προς το άρθρο 85 παράγραφος^3

α)

ιΟταν, λόγω των ειδικών περιστάσεων που περιγράφονται στη συνέχεια, συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, που εμπίμπτουν στην εξαίρεση των άρθρων 3 και 6, παράγουν εντούτοις αποτελέσματα ασυμβίβαστα προς τους όρους του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης, η Επιτροπή, ύστερα από καταγγελία ή αυτεπαγγέλτως, λαμβάνει, υπό τους όρους που καθορίζονται στο τμήμα ΙΙ, τα μέτρα που αναφέρει το κατωτέρω στοιχείο γ). Η αυστηροτητα των μέτρων αυτών πρέπει να είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα της κατάστασης.

β)

Οι ειδικές περιστάσεις απορρέουν, μεταξύ άλλων, από:

iii)

κάθε πράξη των ναυτιλιακών διασκέψεων ή κάθε μεταβολή των συνθηκών αγοράς του συγκεκριμένου εμπορικού τομέα, που οδηγούν στην έλλειψη ή στην εξάλειψη πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού, όπως περιοριστικές πρακτικές που αποκλείουν τον ανταγωνισμό από τις μεταφορές, ή

iii)

κάθε πράξη των διασκέψεων που μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για την τεχνική ή οικονομική πρόοδο ή για τη συμμετοχή των χρήστων στα ωφελήματα τα οποία η πρόοδος αυτή συνεπάγεται.

iii)

πράξεις τρίτων χωρών που:

- εμποδίζουν τη λειτουργία γραμμών εκτός ναυτιλιακών διασκέψεων (outsiders) στις συγκεκριμένες μεταφορές,

- επιβάλλουν αθέμιτα τιμολόγια στα μέλη των διασκέψεων, ή

- επιβάλλουν άλλες ρυθμίσεις που εμποδίζουν την τεχνική ή οικονομική πρόοδο (κατανομή μεταφερόμενου φορτίου, περιορισμούς όσον αφορά τον τύπο των πλοίων).

γ)

iii)

Αν υπάρχει έλλειψη ή κίνδυνος εξάλειψης του πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού εξαιτίας πράξης τρίτης χώρας, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας, που συνοδεύονται αν είναι αναγκαίο από διαπραγματεύσεις βάσει οδηγιών του Συμβουλίου με σκοπό τη διόρθωση της κατάστασης.

Αν οι ειδικές περιστάσεις οδηγούν στην έλλειψη ή εξάλειψη του πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού κατά παράβαση του άρθρου 85 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης, η Επιτροπή αίρει το ευεργέτημα της εξαίρεσης κατά κατηγορία. Συγχρόνως μπορεί να θεσπίσει συμπληρωματικούς όρους και υποχρεώσεις κάτω από τους οποίους μπορεί να παραχωρείται ατομική εξαίρεση στη συγκεκριμένη σύμπραξη, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά οι εταιρείες μη μέλη της διάσκεψης

iii)

αν οι ειδικές περιστάσεις που απαριθμούνται στο στοιχείο β) έχουν συνέπειες διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται στο σημείο i), η Επιτροπή θα λάβει ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που περιγράφονται στην παράγραφο^1.

ίΑρθρο 8

Αποτελέσματα ασυμβίβαστα προς το άρθρο 86 της

συνθήκης

1. Η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά την έννοια του άρθρου 86 της συνθήκης, απαγορεύεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη απόφαση για το σκοπό αυτό.

2. Εάν η Επιτροπή, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε ύστερα από αίτημα κράτους μέλους ή φυσικών ή νομικών προσώπων που επικαλούνται έννομο συμφέρον, διαπιστώσει ότι σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση η συμπεριφορά ναυτιλιακών διασκέψεων εξαιρουμένων δυνάμει του άρθρου 3 έχει, παρ' όλα αυτά, αποτελέσματα ασυμβίβαστα προς το άρθρο 86 της συνθήκης, μπορεί να αποσύρει το ευεργέτημα της εξαίρεσης κατά κατηγορία και να λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 10, όλα τα κατάλληλα μέτρα για να παύσουν οι παραβάσεις του άρθρου 86 της συνθήκης.

3. Προτού λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2, η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει στη σχετική ναυτιλιακή διάσκεψη συστάσεις για να παύσουν οι παραβάσεις.

ίΑρθρο 9

Συγκρούσεις κανόνων δικαίου σε διεθνές πεδίο

1. Στην περίπτωση που η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού επί ορισμένων συμηράξεων ή περιοριστικών πρακτικών είναι δυνατόν να έλθει σε σύγκρουση με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ορισμένων τρίτων χωρών, και το γεγονός έθετε σε κίνδυνο σημαντικά εμπορικά και ναυτιλιακά συμφέροντα της Κοινότητας, η Επιτροπή προβαίνει το συντομότερο δυνατόν σε διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων τρίτων χωρών με σκοπό να συμβιβάσει, κατά το μέτρο του δυνατού, τα προαναφερόμενα συμφέροντα με την τήρηση του κοινοιτικού δικαίου. Η Επιτροπή ενημερώνει τη συμβουλευτική επιτροπή του άρθρου 15 για τις διαβουλεύσεις αυτές.

2. Αν οι συμφωνίες με τις τρίτες χώρες χρειάζεται να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο συστάσεις και αυτό την εξουσιοδοτεί να αρχίσει τις απαραίτητες διαπραγματεύσεις.

Οι διαπραγματεύσεις αυτές διεξάγονται από την Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή του άρθρου 15 και μέσα στα πλαίσια των οδηγιών που μπορεί να της απευθύνει το Συμβούλιο.

3. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται με το παρόν άρθρο, το Συμβούλιο αποφασίζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 84 παράγραφος 2 της συνθήκης.

ΤΜΗΜΑ ΙΙ

ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

ίΑρθρο 10

Διαδικασίες κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπάγγελτες

Η Επιτροπή κινεί τις διαδικασίες για να παύσει τυχόν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1 ή του άρθρου 86 της συνθήκης, καθώς και τη διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 7 του παρόντος κανονισμού, ενεργώντας είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από σχετική καταγγελία.

Νομιμοποιούνται να προβούν σε καταγγελία:

α) ^τα κράτη μέλη

β) ^τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επικαλούνται έννομο συμφέρον.

ίΑρθρο 11

Αποτελέσματα των αυτεπαγγέλτων ή κατόπιν καταγγελίας διαδικασιών

1. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 85 παράγραφος 1 ή του άρθρου 86 της συνθήκης, μπορεί να υποχρεώσει με απόφασή της τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν τη διαπιστωθείσα παράβαση.

Με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δικαιούται, πριν λάβει την απόφαση που αναφέρει το προηγούμενο εδάφιο, να απευθύνει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων συστάσεις για την παύση της παραβάσης.

2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης στην περίπτωση που άρθρου 7 του παρόντος κανονισμού.

3. Αν η Επιτροπή, βάσει της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιόν της καταλήξει στο συμπέρασμα ότι προκειμένου για μια συμφωνία, απόφαση ή πρακτική δεν συντρέχει λόγος επεμβάσεως βάσει του άρθρου 85 παράγραφος 1 ή του άρθρου 86 της συνθήκης, ή του άρθρου 7 του παρόντος κανονισμού, εκδίδει απόφαση που απορρίπτει την καταγγελία ως αβάσιμη, αν η διαδικασία είχε κινηθεί κατόπιν καταγγελίας.

4. Αν η Επιτροπή μετά από διαδικασία που κινήθηκε κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπαγγέλτως καταλήξει στο

συμπεράσμα ότι συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική πληροί τους όρους του άρθρου 85 παράγραφοι 1 και 3 της συνθήκης, εκδίδει απόφαση περί εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3. Η απόφαση ορίζει την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα. Αυτή η ημερομηνία μπορεί να είναι προγενέστερη της ημερομηνίας της απόφασης.

ίΑρθρο 12

Εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 - διαδικασία αντιρρήσεων

1. Οι επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που επιθυμούν να επικαλεσθούν τις διατάξεις του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης για να υποστηρίζουν τις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που αναφέρονται στο άρθρο 85 παράγραφος 1, και στις οποίες συμμετέχουν, υποβάλλουν αίτηση στην Επιτροπή.

2. Αν η Επιτροπή κρίνει την αίτηση παραδεκτή, μόλις συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία της υποθέσεως και εφόσον καμία διαδικασία δεν έχει κινηθεί κατά της συμφωνίας, αποφάσεως ή εναρμονισμένης πρακτικής κατ' εφαρμογή του άρθρου 10 δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσο το δυνατό συντομότερα το βασικό περιεχόμενο της αιτήσεως και καλεί όλους τους ενδιαφερόμενους τρίτους και τα κράτη μέλη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή εντός προθεσμίας 30 ημερών. Κατά τη δημοσίευση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων προς διαφύλαξη των επιχειρηματικών τους απορρήτων.

3. Αν η Επιτροπή δεν ανακοινώσει στις επιχειρήσεις που υπέβαλαν την αίτηση εντός προθεσμίας 90 ημερών από της δημοσιεύσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ότι υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3, η συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική όπως περιγράφεται στην αίτηση θεωρείται ότι εξαιρείται από την απαγόρευση τόσο για το παρελθόν διάστημα εφαρμογής της όσο και για διάστημα έξι κατ' ανώτατο όριο ετών από της δημοσιεύσεως της αιτήσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Αν, μετά τη λήξη της προθεσμίας των 90 ημερών, αλλά προ της λήξεως της προθεσμίας των έξι ετών, η Επιτροπή διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 εκδίδει απόφαση περί εφαρμογής της απαγορεύσεως του άρθρου 85 παράγραφος 1. Η απόφαση αυτή μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, αν οι ενδιαφερόμενοι έδωσαν ανακριβή στοιχεία ή αν κάνουν κατάχρηση της εξαιρέσεως των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1.

4. Η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει στις επιχειρήσεις που υπέβαλαν την αίτηση, την ανακοίνωση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο. Υποχρεούται να την απευθύνει, αν το ζητήσει κράτος μέλος εντός προθεσμίας 45 ημερών, από τη διαβίβαση στο εν λόγω κράτος μέλος της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2. Η αίτηση αυτή πρέπει να αιτιολογείται με επιχειρήματα βασιζόμενα στους περί ανταγωνισμού κανόνες της συνθήκης.

Αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 85 παράγραφοι 1 και 3, εκδίδει απόφαση περί εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3. Η απόφαση ορίζει

την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα. Η ημερομηνία αυτή μπορεί να είναι προγενέστερη της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης.

ίΑρθρο 13

Διάρκεια ισχύος και ανάκληση των αποφάσεων εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3

1. Η απόφαση εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3, που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 4, ή του άρθρου 12 παράγραφος 4 εδάφιο δεύτερο, πρέπει να ορίζει τη χρονική περίοδο κατά την οποία εφαρμόζεται η περίοδος αυτή δεν είναι, κατά κανόνα, κατώτερη των έξι ετών. Η απόφαση μπορεί να συνοδεύεται από όρους και υποχρεώσεις.

2. Η απόφαση μπορεί να ανανεώνεται αν εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3.

3. Η Επιτροπή μπορεί να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφασή της ή να απαγορεύσει συγκεκριμένες ενέργειες στους ενδιαφερόμενους:

α)

αν η πραγματική κατάσταση μεταβάλλεται ως προς ένα στοιχείο ουσιώδους σημασίας για την απόφαση

β)

αν οι ενδιαφερόμενοι παραβαίνουν υποχρέωση που επιβάλλει η απόφαση

γ)

αν η απόφαση qασίζεται σε ανακριqή στοιχεία ή αν χρησιμοποιήθηκαν δόλια μέσα για την έκδοσή της

δ)

αν οι ενδιαφερόμενοι κάνουν κατάχρηση της απαλλαγής από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1, που τους παραχωρήθηκε με την απόφαση.

Στις περιπτώσεις που προqλέπονται στα στοιχεία q), γ) και δ), η ανάκληση της απόφασης μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ.

ίΑρθρο 14

Αρμοδιότητες

Με την επιφύλαξη του ελέγχου της αποφάσεως από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα:

- να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρο 7,

- να εκδίδει αποφάσεις κατ' εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3.

Οι αρχές των κρατών μελών παραμένουν αρμόδιες για να αποφασίζουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 ή του άρθρου 86, μέχρις ότου η Επιτροπή κινήσει διαδικασία για την έκδοση απόφασης στη σχετική υπόθεση ή απευθύνει την ανακοίνωση που προqλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο.

ίΑρθρο 15

Σύνδεση με τις αρχές των κρατών μελών

1. Η Επιτροπή διεξάγει τις διαδικασίες που προqλέπονται στον παρόντα κανονισμό σε στενή και συνεχή επαφή με τις

αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, οι οποίες έχουν αρμοδιότητα να διατυπώνουν κάθε είδους παρατηρήσεις σχετικά με τις διαδικασίες αυτές.

2. Η Επιτροπή διαqιqάζει αμελλητί στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών αντίγραφο των καταγγελιών και των αιτήσεων, καθώς και τα σπουδαιότερα έγγραφα τα οποία της απευθύνονται ή που απευθύνει στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών.

3. Πριν από την έκδοση απόφασης κατά τη διαδικασία του άρθρου 10 καθώς και πριν από την έκδοση απόφασης κατ' εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο ή του άρθρου 12 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο, διεξάγονται διαqουλεύσεις με τη Συμqουλευτική Επιτροπή Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων στον τομέα των Θαλάσσιων Μεταφορών. Η γνώμη της συμqουλευτικής επιτροπής ζητείται επίσης και πριν από την έκδοση των διατάξεων εφαρμογής που προqλέπονται στο άρθρο 26.

4. Η συμqουλευτική επιτροπή απαρτίζεται από υπαλλήλους αρμόδιους για τον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και τον τομέα των συμπράξεων και των δεσποζουσών θέσεων. Κάθε κράτος μέλος ορίζει δύο υπαλλήλους που το εκπροσωπούν και οι οποίοι σε περίπτωση κωλύματος μπορούν να αντικατασταθούν από άλλους υπαλλήλους.

5. Οι διαqουλεύσεις γίνονται σε κοινή συνεδρίαση την οποία συγκαλεί η Επιτροπή και λαμqάνουν χώρα το νωρίτερο 14 ημέρες μετά την αποστολή της σχετικής πρόσκλησης. Η πρόσκληση αυτή συνοδεύεται από παρουσίαση της υπόθεσης, όπου αναφέρονται τα κυριότερα έγγραφα, καθώς και από ένα προσχέδιο απόφασης για κάθε εξεταζόμενη περίπτωση.

6. Η συμqουλευτική επιτροπή μπορεί να διατυπώσει γνώμη ακόμη και αν ορισμένα μέλη της απουσιάζουν ή δεν εκπροσωπούνται. Το αποτέλεσμα των διαqουλεύσεων καταγράφεται σε συνοπτική έκθεση η οποία επισυνάπτεται στο σχέδιο απόφασης. Η συνοπτική αυτή έκθεση δεν δημοσιεύεται.

ίΑρθρο 16

Αίτηση παροχής πληροφοριών

1. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή μπορεί να συγκεντρώνει όλες τις αναγκαίες πληροφοριές από τις κυqερνήσεις και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καθώς και από τις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων.

2. ιΟταν η Επιτροπή απευθύνει αίτηση παροχής πληροφοριών προς μία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, διαqιqάζει συγχρόνως αντίγραφο αυτής της αίτησης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του αποίου qρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως ή της ένωσης επιχειρήσεων.

3. Στην αίτησή της η Επιτροπή αναφέρει τη νομική qάση και το σκοπό της αίτησής της, καθώς και τις κυρώσεις που προqλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο q), σε περίπτωση παροχής ανακριqών πληροφοριών.

4. Οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων ή οι εκπρόσωποί τους και, στην περίπτωση νομικών προσώπων, εταιρειών ή ενώ-

σεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα πρόσωπα τα οποία τις εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό υποχρεούνται να παράσχουν τις αιτούμενες πληροφορίες.

5. Αν μια επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων δεν παρέχει τις αιτούμενες πληροφορίες εντός της προθεσμίας που όρισε η Επιτροπή ή παρέχει ελλιπείς πληροφορίες, η Επιτροπή τις ζητά με σχετική απόφαση. Η απόφαση καθορίζει ακριβώς τις αιτούμενες πληροφορίες, ορίζει εύλογη προθεσμία εντός της οποίας οι πληροφορίες πρέπει να παρασχεθούν και αναφέρει τις κυρώσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο γ) καθώς και το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο κατά της απόφασης.

6. Η Επιτροπή κοινοποιεί συγχρόνως αντίγραφο της απόφασής της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου ευρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως ή της ένωσης επιχειρήσεων.

ίΑρθρο 17

ιΕλεγχος από τις αρχές των κρατών μελών

1. Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διεξάγουν τους ελέγχους τους οποίους η Επιτροπή κρίνει ενδεδειγμένους σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 ή τους οποίους διατάσσει με σχετική απόφαση κατ' εφαρμογή του άρθρου 18 παράγραφος 3. Οι υπάλληλοι των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών οι επιφορτισμένοι με την διεξαγωγή ελέγχου ασκούν τα καθήκοντά τους επιδεικνύοντας την έγγραφη εντολή ελέγχου που έχει εκδώσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρέπει να πραγματοποιηθεί ο έλεγχος. Στην εντολή ελέγχου ορίζεται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου.

2. Υπάλληλοι της Επιτροπής μπορούν, μετά από αίτηση της Επιτροπής ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρέπει να πραγματοποιηθεί ο έλεγχος, να συνδράμουν τους υπαλλήλους της αρχής αυτής κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

ίΑρθρο 18

Ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής

1. Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή μπορεί να διεξάγει όλους τους απαραίτητους ελέγχους στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων.

Για το σκοπό αυτό οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή υπάλληλοι έχουν την εξουσία:

α)

να ελέγχουν τα βιβλία και άλλα επαγγελματικά έγγραφα

β)

να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα των βιβλίων και επαγγελματικών εγγράφων

γ)

να ζητούν επιτόπου προφορικές διευκρινίσεις

δ)

να εισέρχονται σε όλους τους στεγασμένους και μη χώρους και στα μεταφορικά μέσα των επιχειρήσεων.

2. Οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή για τον έλεγχο υπάλληλοι ασκούν την εξουσία τους επιδεικνύοντας έγγραφη εντολή ελέγχου, στην οποία ορίζεται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου καθώς και οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο γ), σε περίπτωση που τα βιβλία ή τα άλλα ζητούμενα επαγγελματικά έγγραφα επιδειχθούν κατά τρόπο ελλιπή. Η Επιτροπή γνωστοποιεί, σε εύλογο χρόνο προ του ελέγχου, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου θα διενεργηθεί ο έλεγχος, την εντολή ελέγχου και την ταυτότητα των εντεταλμένων υπαλλήλων της.

3. Οι επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων υποχρεούνται να δεχθούν τους ελέγχους τους οποίους διέταξε με απόφασή της η Επιτροπή. Η απόφαση αναφέρει το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου, ορίζει το χρόνο ενάρξεως του ελέγχου και αναφέρει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο δ), καθώς και το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο κατά της απόφασης.

4. Η Επιτροπή εκδίδει τις αποφάσεις οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 3 αφού προηγουμένως συμβουλευθεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρέπει να διενεργηθεί έλεγχος.

5. Οι υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος μπορούν μετά από αίτηση της αρχής αυτής ή της Επιτροπής, να παράσχουν τη συνδρομή τους στους εντεταλμένους υπαλλήλους της Επιτροπής κατά την εκπλήρωση του έργου τους.

6. ιΟταν μία επιχείρηση αντιτίθεται στη διενέργεια ελέγχου ο οποίος διετάχθη δυνάμει του παρόντος άρθρου, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος παρέχει στους εντεταλμένους από την Επιτροπή υπαλλήλους την απαραίτητη συνδρομή για να μπορέσουν να διενεργήσουν τον έλεγχο. Για το σκοπό αυτό τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα πριν από την 1η Ιανουαρίου 1989 αφού προηγουμένως συνεννοηθούν με την Επιτροπή.

ίΑρθρο 19

Πρόστιμα

1. Η Επιτροπή μπορεί με απόφασή της να επιβάλλει στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα ύψους από 100 μέχρι και 5^000 ECU, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)

παρέχουν ανακριβή ή παραποιημένα στοιχεία κατά την υποβολή κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5 ή αίτηση σύμφωνα με το άρθρο^12, ή

β)

παρέχουν ανακριβείς πληροφορίες, απαντώντας σε αίτηση που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 ή 5 ή δεν παρέχουν πληροφορίες εντός της προθεσμίας που καθορίστηκε με απόφαση δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος^5,

γ)

επιδεικνύουν κατά τρόπο ελλιπή τα βιβλία ή άλλα αιτηθέντα επαγγελματικά έγγραφα κατά τη διενέργεια του ελέγχου που γίνεται δυνάμει των άρθρων 17 ή 18, ή δεν δέχονται να υποβληθούν σε έλεγχο διατεταγμένο με απόφαση που έχει ληφθεί δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος^3.

2. Η Επιτροπή μπορεί με απόφαση να επιβάλλει στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους τουλάχιστον 1^000 ECU και μέχρι 1^000^000 ECU κατ' ανώτατο όριο, με δυνατότητα να ανέλθει το ποσό αυτό στο 10 % του ποσού που αντιστοιχεί στον κύκλο εργασιών της προηγούμενης εταιρικής χρήσεως καθε μιάς από τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην παράβαση, όταν αυτές εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)

διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 85 παράγραφος 1 ή του άρθρου 86 της συνθήκης ή δεν εκπληρώνουν την υποχρέωση που τους επιβάλλεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 του παρόντος κανονισμού

β)

παραβαίνουν υποχρέωση που τους επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 5 ή του άρθρου 13 παράγραφος^1.

Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου λαμqάνεται υπόψη εκτός της σοqαρότητος της παράqασης και η διάρκειά της.

3. Το άρθρο 15 παράγραφοι 3 και 4 εφαρμόζεται εν προκειμένω.

4. Οι αποφάσεις που λαμqάνονται δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα.

Το προqλεπόμενο στην παράγραφο 2 στοιχείο α) πρόστιμο δεν επιτρέπεται να επιqληθεί για πράξεις μεταγενέστερες της κοινοποίησης στην Επιτροπή και προγενέστερες της απόφασης με την οποία δέχεται ή αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης, εφόσον εμπίπτουν στα όρια της δραστηριότητος που περιγράφεται στην κοινοποίηση.

Η διάταξη αυτή ωστόσο δεν εφαρμόζεται αφότου η Επιτροπή γνωστοποιήσει προς τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ότι, μετά από πρώτη εξέταση, κρίνει πως οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης πληρούνται και πως δεν δικαιολογείται εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3.

ίΑρθρο 20

Χρηματικές ποινές

1. Η Επιτροπή δικαιούται με απόφασή της να επιqάλλει στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων χρηματικές ποινές ύψους από 50 μέχρι 1^000 ECU ανά ημέρα καθυστέρησης από την ημερομηνία που ορίζει, στην απόφασή της, για να τις υποχρεώσει:

α)

να θέσουν τέρμα στην παράqαση του άρθρου 85 παράγραφος 1 ή του άρθρου 86 της συνθήκης, της οποίας διέταξε την παύση κατ' εφαρμογή του άρθρου 11 ή να συμμορφωθούν σε υποχρέωση που τους επιqάλλεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 7

q)

να παύσουν κάθε απαγορευμένη ενέργεια δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 3

γ)

να παράσχουν με τρόπο πλήρη και ακριqή κάθε πληροφορία που έχει ζητήσει με απόφασή της κατ' εφαρμογή του άρθρου 16 παράγραφος 5

δ)

να υποqληθούν σε έλεγχο που έχει διαταχθεί με απόφαση που εξέδωσε κατ' εφαρμογή του άρθρου 18 παράγρα-

φος 3.

2. ιΟταν οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων εκπληρώσουν την υποχρέωση για την εκτέλεση της οποίας τους

υπεqλήθη η χρηματική ποινή, η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει το οριστικό ποσό της ποινής αυτής σε ύψος κατώτερο εκείνου στο οποίο θα ανερχόταν με την αρχική απόφαση.

3. Το άρθρο 15 παράγραφοι 3 και 4, εφαρμόζεται εν προκειμένω.

ίΑρθρο 21

ιΕλεγχος από το Δικαστήριο

Το Δικαστήριο αποφαίνεται κατά πλήρη δικαιοδοσία κατά το άρθρο 172 της συνθήκης επί των προσφυγών που ασκούνται εναντίον των αποφάσεων της Επιτροπής οι οποίες ορίζουν πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Το Δικαστήριο μπορεί να άρει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που έχει επιqληθεί.

ίΑρθρο 22

ECU

Για την εφαρμογή των άρθρων 19 έως 21, η ECU είναι η μονάδα που προqλέπεται για την κατάρτιση του προϋπολογισμού της Κοινότητας δυνάμει των άρθρων 207 και 209 της συνθήκης.

ίΑρθρο 23

Ακρόαση των ενδιαφερομένων και των τρίτων

1. Πριν λάqει τις αποφάσεις που προqλέπονται στο άρθρο 11, στο άρθρο 12 παράγραφος 3 εδάφιο δεύτερο και παράγραφος 4, στο άρθρο 13 παράγραφος 3 και στα άρθρα 19 και 20, η Επιτροπή παρέχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων την ευκαιρία να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους για τις κατηγορίες που ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή.

2. Εφόσον η Επιτροπή ή οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών το κρίνουν αναγκαίο, μπορούν επίσης να ακούσουν και άλλα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά. Αν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα υποqάλλουν αίτηση ακρόασης, η αίτηση γίνεται δεκτή εφόσον αποδεικνύουν εύλογο συμφέρον.

3. ιΟταν η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης, δημοσιεύει το κύριο περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας, απόφασης ή πρακτικής καλώντας συγχρόνως τους ενδιαφερομένους να της υποqάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός της προθεσμίας που ορίζει και που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα. Η δημοσίευση πρέπει να λαμqάνει υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων προς διαφύλαξη των επιχειρηματικών απορρήτων.

ίΑρθρο 24

Επαγγελματικό απόρρητο

1. Οι πληροφορίες οι οποίες συγκεντρώθηκαν κατ' εφαρμογή των άρθρων 17 και 18 επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν.

2. Με επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 23 και 25, η Επιτροπή και οι ορμόδιες αρχές των κρατών μελών καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό τους υποχρεούνται να μην κάνουν χρήση των πληροφοριών τις οποίες συνέλεξαν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και οι οποίες λόγω της φύσης τους καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν τη δημοσίευση γενικών πληροφοριών ή μελετών που δεν περιέχουν ατομικά στοιχεία των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.

ίΑρθρο 25

Δημοσίευση των αποφάσεων

1. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις αποφάσεις τις οποίες εκδίδει κατ' εφαρμογή του άρθρου 11, του άρθρου 12 παράγραφος 3 εδάφιο δεύτερο και παράγραφος 4 και του άρθρου 13 παράγραφος 3.

2. Η δημοσίευση περιλαμqάνει τα ονόματα των μερών και το κύριο περιεχόμενο της απόφασης λαμqάνει υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων προς διαφύλαξη των επιχειρηματικών τους απορρήτων.

ίΑρθρο 26

Εκτελεστικές διατάξεις

Η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκδίδει εκτελεστικές διατάξεις ως προς την έκταση των υποχρεώσεων γνωστοποιήσεως που προqλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, τη μορφή, το περιεχόμενο και άλλες λεπτομέρειες των καταγγελιών που προqλέπονται στο άρθρο 10, των αιτήσεων που προqλέπονται στο άρθρο 12 και των ακροάσεων που προqλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 2.

ίΑρθρο 27

ιΕναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 1987.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 22 Δεκεμqρίου 1986.

Για το Συμqούλιο

Ο Πρόεδρος

G. SHAW

(1) ΕΕ αριθ. C 172 της 2. 7. 1984, σ. 178 ΕΕ αριθ. C 255 της 13. 10. 1986, σ. 169.

(2) ΕΕ αριθ. C 77 της 21. 3. 1983, σ. 13 ΕΕ αριθ. C 344 της 31. 12. 1985, σ. 31.

(3) ΕΕ αριθ. 124 της 28. 11. 1962, σ. 2751/62.

(4) ΕΕ αριθ. 13 της 21. 2. 1962, σ. 204/62.

(5) ΕΕ αριθ. L 175 της 23. 7. 1968, σ. 1.

(6) ΕΕ αριθ. L 121 της 17. 5. 1979, σ. 1.

Top