Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 52002AE1357

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/68/ΕΟΚ σχετικά με την ενίσχυση των ελέγχων των κινήσεων των αιγοπροβάτων" (COM(2002) 504 τελικό — 2002/0218 (CNS))

ELT C 85, 8.4.2003, σ. 36 έως 38 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52002AE1357

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/68/ΕΟΚ σχετικά με την ενίσχυση των ελέγχων των κινήσεων των αιγοπροβάτων" (COM(2002) 504 τελικό — 2002/0218 (CNS))

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 085 της 08/04/2003 σ. 0036 - 0038


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την "Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 91/68/ΕΟΚ σχετικά με την ενίσχυση των ελέγχων των κινήσεων των αιγοπροβάτων"

(COM(2002) 504 τελικό - 2002/0218 (CNS))

(2003/C 85/10)

Στις 9 Οκτωβρίου 2002 το Συμβούλιο αποφάσισε, βάσει του άρθρου 95 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω πρόταση.

Το ειδικευμένο τμήμα "Γεωργία, ανάπτυξη της υπαίθρου, περιβάλλον", στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 13 Νοεμβρίου 2002, με βάση εισηγητική έκθεση του κ. Φακα.

Κατά την 395η σύνοδο ολομέλειας της 11ης και 12ης Δεκεμβρίου 2002 (συνεδρίαση της 11ης Δεκεμβρίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε, με ψήφους 95 υπέρ, 1 κατά και 5 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1. Εισαγωγή

1.1. Στα μέσα της δεκαετίας του "60" και με βάση πρόταση της Επιτροπής, το Συμβούλιο υιοθέτησε την οδηγία 64/432/ΕΟΚ σχετικά με τους υγειονομικούς ελέγχους στο ενδοκοινοτικό εμπόριο των βοοειδών και των χοίρων που ενημερώθηκε και τροποποιήθηκε στη συνέχεια με την οδηγία 97/12/ΕΚ, ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν στα πλαίσια της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.

1.2. Αντίστοιχο ή τουλάχιστον ισοδύναμο καθεστώς για τη διακίνηση των αιγοπροβάτων στο εσωτερικό της ΕΟΚ δεν είχε θεσπισθεί μέχρι τότε, αλλά ούτε και στις επόμενες δεκαετίες του "70" και του "80", εξαιτίας της περιορισμένης διακίνησης αιγοπροβάτων στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και της απουσίας ενιαίου καθεστώτος σ' αυτό τον τομέα, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του "80".

1.3. Η έλλειψη τέτοιας νομοθεσίας έγινε κατ' αρχάς αισθητή στο βαθμό που διευρύνονταν το ενδοκοινοτικό εμπόριο των ζώντων αιγοπροβάτων, εξαιτίας κυρίως της θέσπισης της ΚΑΠ αιγοπρόβειου κρέατος το 1981, της σταδιακής ένταξης νέων χωρών με ικανό πληθυσμό αιγοπροβάτων, δηλαδή της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, αλλά και εξαιτίας της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς από το 1991.

1.4. Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του "90" ψηφίστηκε η οδηγία 91/68 "για το καθεστώς υγειονομικού ελέγχου στο ενδοκοινοτικό εμπόριο των αιγοπροβάτων" που αντιστοιχούσε σε εκείνο της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ για τα βοοειδή και τους χοίρους, χωρίς όμως οι δύο αυτές διακριτές νομοθεσίες να ταυτίζονται επακριβώς.

1.5. Οι διαφορές στις δύο πιο πάνω νομοθεσίες συνοψίζονται στους εγκεκριμένους χώρους συγκέντρωσης και στις εγκαταστάσεις τους, στις επιθεωρήσεις, και στους όρους διακίνησης των ζώων.

1.6. Η αντίστοιχη νομοθεσία για τα αιγοπρόβατα δεν είχε ενημερωθεί διεξοδικά στη διάρκεια της δεκαετίας του "90", παρά το γεγονός ότι το κοινοτικό κεκτημένο συνεχώς διευρύνονταν στην υγιεινή των ζώων για το ενδοκοινοτικό εμπόριο, στην ευζωία και στη δυνατότητα ανίχνευσης της πηγής προέλευσης σε περίπτωση κρίσεων.

1.7. Ισχυρή πίεση για την εξομοίωση του υγειονομικού καθεστώτος διακίνησης των αιγοπροβάτων με εκείνο των βοοειδών και των χοίρων δημιουργήθηκε στην περίοδο της κρίσης του αφθώδους πυρετού το 2001 όπου τα αιγοπρόβατα θεωρήθηκαν ως ιδιαίτερα σημαντικός πληθυσμός από επιδημιολογική άποψη, δεδομένου ότι μπορούν να μολυνθούν και να δράσουν ως φορείς -όπως και άλλα μηρυκαστικά- ενώ συχνά παρουσιάζουν ελαφρά κλινικά συμπτώματα, που παραγνωρίζονται εύκολα και που σε πολλές περιπτώσεις καλύπτονται από παρεμφερή συμπτώματα με διαφορετική κλινική αιτιολογία.

1.8. Την περίοδο της επιδημίας του αφθώδους πυρετού, το 2001, η Επιτροπή έλαβε συγκεκριμένες αποφάσεις με τις οποίες περιοριζόταν σε ορισμένα κράτη μέλη ή περιφέρειες η μετακίνηση ζώων των ευπαθών στη νόσο ειδών και των προϊόντων αναπαραγωγής των καθώς και των υποπροϊόντων των ζώων αυτών. Επιπλέον και για προληπτικούς λόγους, η Επιτροπή επέβαλε ευθύς εξαρχής περιορισμούς στη μετακίνηση εντός και μεταξύ των κρατών ζώων των ευπαθών στη νόσο ειδών. Στις 24 Απριλίου 2001, υιοθετήθηκε η απόφαση της Επιτροπής 2001/327/ΕΚ για τον περιορισμό στη μετακίνηση ζώων των ευπαθών στη νόσο ειδών σε σχέση με τον αφθώδη πυρετό, η οποία θα παραμείνει σε ισχύ τουλάχιστον έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002. Η απόφαση αυτή περιλαμβάνει διατάξεις για την ενίσχυση των ελέγχων του ενδοκοινοτικού εμπορίου αιγοπροβάτων και τη χρήση σημείων στάσης για λόγους που έχουν σχέση με την ευημερία των ζώων.

1.9. Η προτεινόμενη τροποποίηση της οδηγίας 91/68/ΕΟΚ, η οποία ευθυγραμμίζεται με τις διατάξεις της απόφασης 2001/327/ΕΚ, προέκυψε ως ανάγκη ολοκληρωμένης, μόνιμης και μακροχρόνιας αντιμετώπισης των προβλημάτων από επικίνδυνες επιζωοτίες κατά τη διακίνηση των αιγοπροβάτων, καθώς και ενοποίησης διάσπαρτων νομοθεσιών που προέκυψαν στη διάρκεια της κρίσης του αφθώδους ως επείγοντα μέτρα διαχείρισης της κρίσης.

2. Η νέα νομοθεσία

2.1. Η πρόταση περιλαμβάνει αντικατάσταση τμημάτων άρθρων καθώς και ολόκληρων άρθρων της οδηγίας 91/68/ΕΟΚ σύμφωνα με την οποία προσδιορίζονται:

- Οι χώροι συγκέντρωσης και οι εγκαταστάσεις τους.

- Οι επιθεωρήσεις.

- Η σήμανση, η καταγραφή, και η ταυτοποίηση των ζώων.

- Η διάρκεια της μετακίνησης των ζώων τους στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

- Η τρόπος διαμετακόμισης.

- Η ελάχιστη διάρκεια παραμονής στην ίδια εκμετάλλευση καταγωγής αποκλείοντας συχνές μετακινήσεις ζώων μεταξύ εκμεταλλεύσεων.

- Περιορισμούς ως προς το χρόνο εισόδου νέων ζώων στην εκμετάλλευση πριν την αναχώρηση της παρτίδας για εξαγωγή.

2.2. Τα κέντρα συγκέντρωσης και οι εγκαταστάσεις πρέπει να είναι εγκεκριμένα και να ταυτίζονται με τις αντίστοιχες των βοοειδών και των χοίρων ως προς τις υποδομές, την υγιεινή, την οργάνωση και διαχείριση.

2.3. Η διάρκεια μετακίνησης στο εμπόριο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 6 ημέρες με εξαίρεση τη θαλάσσια μεταφορά και τη διάρκεια της ανάπαυσης σε σημείο ενσταυλισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (EK) αριθ. 1255/97.

2.4. Η διαμετακόμιση γίνεται μόνο μέσω ενός εγκεκριμένου κέντρου στον τόπο καταγωγής, ενώ για τα ζώα σφαγής μπορεί επιπλέον να προβλέπεται και η διέλευση από εγκεκριμένα κέντρα στη χώρα διαμετακόμισης.

2.5. Στην περίπτωση αιγοπροβάτων που προορίζονται για αναπαραγωγή και πάχυνση, τα ζώα (ακόμη και τα νεογέννητα) πρέπει να παραμείνουν τουλάχιστον 30 ημέρες στην ίδια εκμετάλλευση καταγωγής πριν την μετακίνησή τους σε άλλο κράτος μέλος.

2.6. Η είσοδος οποιουδήποτε αιγοπροβάτου στην εκμετάλλευση καταγωγής δεν επιτρέπεται για τουλάχιστον 21 ημέρες της εν λόγω υποχρεωτικής περιόδου παραμονής. Κατά τον ίδιο τρόπο, απαγορεύεται η εισαγωγή από τρίτη χώρα οποιουδήποτε δίχηλου ζώου στην εκμετάλλευση για τις 30 ημέρες πριν την φόρτωσή του, εκτός αν το εν λόγω ζώο είχε απομονωθεί τελείως.

3. Γενικές παρατηρήσεις

3.1. Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι η πρόταση τροποποίησης στοχεύει σε μεγάλο βαθμό στην ενημέρωση και αναβάθμιση της νομοθεσίας για τους υγειονομικούς ελέγχους στο ενδοκοινοτικό εμπόριο των αιγοπροβάτων με το κοινοτικό κεκτημένο που διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 90, για τους όρους υγιεινής για το ενδοκοινοτικό εμπόριο βοοειδών και χοίρων. Η ενημέρωση αυτή θεωρείται απαραίτητη, αφού στο προς τροποποίηση κείμενο της νομοθεσίας δεν αναφέρεται η οδηγία 92/102/ΕΟΚ για την καταγραφή και ταυτοποίηση των ζώων, παρά το γεγονός ότι ισχύει και εφαρμόζεται από το 1992, ούτε η οδηγία 91/628/ΕΟΚ και ο κανονισμός (EK) αριθ. 1255/97 που θεωρείται ότι περιέχουν όρους ευζωίας κατά τη μεταφορά των ζώων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

3.2. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι εκτός από το τυπικό σκέλος της ενημέρωσης της σχετικής νομοθεσίας στο συνεχώς εξελισσόμενο κοινοτικό κεκτημένο ο έλεγχος της διακίνησης των αιγοπροβάτων στο εσωτερικό της ΕΕ έπρεπε να αναβαθμισθεί και να εναρμονισθεί σε ενιαία βάση, κάτω από το πρίσμα των εμπειριών και διδαχών της κρίσης του με αφθώδους πυρετού το 2002. Υπενθυμίζεται ότι τότε προέκυψαν πιέσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο των αιγοπροβάτων αφού θεωρήθηκαν ως κύριοι φορείς μετάδοσης της νόσου.

3.3. Επίσης η διεύρυνση με ορισμένες χώρες της ΚΑΕ επιτάσσει την αναθεώρηση του καθεστώτος για τους όρους υγιεινής των ζώων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

3.4. Σε κάθε περίπτωση η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι οι τροποποιήσεις στοχεύουν μόνο στην πρόληψη του αφθώδους πυρετού και άλλων μεταδοτικών ασθενειών μέσα από τον έλεγχο των μετακινήσεων και το χειρισμό των ζώων ως ευπαθών στις εν λόγω νόσους. Γι' αυτό θα ήταν χρήσιμο να διευκρινισθεί ότι η τροποποίηση δεν θεσπίζει μέτρα διαχείρισης κινδύνου στα πλαίσια της νομοθεσίας για την ασφάλεια τροφίμων, αφού ο αφθώδης πυρετός δεν αποτελεί επικίνδυνη ασθένεια για τη δημόσια υγεία.

4. Ειδικές παρατηρήσεις

4.1. Στην πρόταση τροποποίησης, σύμφωνα με ορισμούς που περιλαμβάνονται σε άλλες οδηγίες, ως κέντρο συγκέντρωσης θεωρείται κάθε τόπος, συμπεριλαμβανομένων εκμεταλλεύσεων και αγορών, όπου συγκεντρώνονται σε ομάδες ζώα από διάφορες εκμεταλλεύσεις καταγωγής και που πρέπει να είναι εγκεκριμένος για το ενδοκοινοτικό εμπόριο και να υπόκειται σε υγειονομική επίβλεψη.

4.2. Είναι επόμενο, στα πλαίσια των αναβαθμισμένων απαιτήσεων που εμπεριέχει η τροποποίηση της νομοθεσίας για τις εγκαταστάσεις, να χρειασθεί σε υφιστάμενα κέντρα συγκέντρωσης, τόσο στις εισαγωγικές χώρες, όσο και στις εξαγωγικές, η δημιουργία υποδομών και οργανωτικών σχημάτων που απαιτούν αρκετό χρόνο για την περάτωσή τους.

4.3. Η μεταφορά στην εθνικές νομοθεσίες των χωρών μελών των διατάξεων της οδηγίας, καθώς και η εξασφάλιση των απαιτούμενων κτηνιάτρων, των βάσεων δεδομένων και των διοικητικών υποδομών προϋποθέτουν μακροχρόνια προετοιμασία που ίσως υπερβεί την προθεσμία που τίθεται για την ολοκλήρωση των προσαρμογών μέχρι 31.12.2002.

4.4. Για τους λόγους αυτούς η ΕΟΚΕ προτείνει στην Επιτροπή να μελετήσει την κατάλληλη μεταβατική περίοδο για τη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας στη νομοθεσία των κρατών μελών και την προσαρμογή στο νέο καθεστώς που ορίζεται για τα αιγοπρόβατα. Για την εν λόγω μεταβατική περίοδο, θα πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής 2001/327/ΕΚ ισχύει από τις 24 Απριλίου 2001 και στη σημερινή της μορφή από το Μάρτιο του 2002. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το εμπόριο μίας εκμετάλλευσης με μια άλλη ή με ένα σφαγείο δεν εμποδίζεται από την έλλειψη εγκεκριμένων σταθμών συγκέντρωσης.

4.5. Οι πιο πάνω δράσεις προσαρμογής θεωρούνται από την ΕΟΚΕ ως εξαιρετικής σημασίας, διότι κατά τη γνώμη της στην πρώτη γραμμή προτεραιότητας τίθεται ο όρος της ομοιόμορφης εφαρμογής του νέου καθεστώτος σε όλες τις χώρες μέλη, είτε πρόκειται για χώρες κατά παράδοση υποδοχής, είτε αποστολής, ώστε να μην δημιουργούνται τεχνικά εμπόδια στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές σ' αυτό τον τομέα.

4.6. Είναι ευνόητο ότι κάτι τέτοιο σημαίνει την λειτουργία ίδιου επιπέδου υποδομών και υπηρεσιών σε όλες τις χώρες της ΕΕ, και ισοδύναμων μορφών οργάνωσης της διακίνησης των ζώων είτε στους σταθμούς διαμετακόμισης, είτε στα οριστικά κέντρα καταγωγής και προορισμού.

4.7. Η ΕΟΚΕ παρατηρεί επίσης ότι η παρακολούθηση της μετακίνησης των ζώων σε επίπεδο εκμετάλλευσης πριν την εμπορία τους σε τέτοια λεπτομέρεια είναι οπωσδήποτε χρήσιμη, αλλά ταυτόχρονα δύσκολα εφαρμόσιμη και υπάρχουν κίνδυνοι παρατυπιών.

Βρυξέλλες, 11 Δεκεμβρίου 2002.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Roger Briesch

Επάνω