This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document JOC_2002_227_E_0377_01
Proposal for a Directive of the European Parliament and of the Council amending Council Directive 68/151/EEC, as regards disclosure requirements in respect of certain types of companies (COM(2002) 279 final — 2002/0122(COD))
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας του Συμβουλίου 68/151/ΕΟΚ σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας για ορισμένες μορφές εταιρειών [COM(2002) 279 τελικό — 2002/0122(COD)]
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας του Συμβουλίου 68/151/ΕΟΚ σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας για ορισμένες μορφές εταιρειών [COM(2002) 279 τελικό — 2002/0122(COD)]
ΕΕ C 227E της 24.9.2002, p. 377–380
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας του Συμβουλίου 68/151/ΕΟΚ σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας για ορισμένες μορφές εταιρειών /* COM/2002/0279 τελικό - COD 2002/0122 */
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 227 E της 24/09/2002 σ. 0377 - 0380
Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας του Συμβουλίου 68/151/ΕΟΚ σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας για ορισμένες μορφές εταιρειών (υποβληθείσα από την Επιτροπή) ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 1. Εισαγωγή Η πρώτη οδηγία περί εταιρικού δικαίου [1] εκδόθηκε το 1968 και απέβλεπε, με απώτερο στόχο την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων μερών, στον συντονισμό των εθνικών διατάξεων περί μετοχικών εταιρειών, σε τρεις τομείς: την υποχρεωτική δημοσιοποίηση πράξεων και λοιπών στοιχείων από τις εταιρείες, την εγκυρότητα των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν οι εταιρείες και η ακυρότητα των εταιρειών. [1] Πρώτη οδηγία του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1968 περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα Κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες σε ολόκληρη την Κοινότητα (68/151/ΕΟΚ), ΕΕ L 65, της 14.3.1968, σ. 8, όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την Πράξη προσχώρησης του 1994 (ΕΕ C 241, της 29.8.1994, σ. 194). Όσον αφορά τη δημοσιοποίηση πράξεων και στοιχείων από τις εταιρείες, οι κυριότερες απαιτήσεις της πρώτης οδηγίας έχουν ως εξής : - η υποχρεωτική δημοσιοποίηση από μέρους των εταιρειών πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον τις πράξεις και τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 2. - οι εν λόγω πράξεις και στοιχεία πρέπει να καταχωρίζονται και να τηρούνται σε μητρώο και να δημοσιεύονται εν συνεχεία σε εθνικό δελτίο. πρέπει να είναι δυνατή η απόκτηση αντιγράφων των εν λόγω πράξεων και στοιχείων από το μητρώο. - οι επιστολές και τα έντυπα παραγγελίας πρέπει να αναφέρουν τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4. - κάθε κράτος μέλος ορίζει τα υποχρεούμενα σε εκπλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας πρόσωπα και προβλέπει τις κατάλληλες κυρώσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Τον Δεκέμβριο του 1997, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οργάνωσε ένα συνέδριο για το εταιρικό δίκαιο και την ενιαία αγορά. Το συνέδριο αυτό [2] αφιερώθηκε σε τρία σημαντικά θέματα, μεταξύ των οποίων και ο αντίκτυπος των σύγχρονων μεθόδων επικοινωνίας στο εταιρικό δίκαιο. Ένα από τα συμπεράσματα του συνεδρίου ήταν ότι το σύστημα της υποχρεωτικής δημοσιοποίησης που θεσπίζει η πρώτη οδηγία μπορεί να βελτιωθεί πολύ με την εισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας, η οποία θα συμβάλει στην επίτευξη του σημαντικού στόχου της εύκολης και ταχείας πρόσβασης σε πληροφορίες που αφορούν εταιρείες. [2] Πράξεις του συνεδρίου για το εταιρικό δίκαιο και την ενιαία αγορά, στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 1997, Βρυξέλλες , Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που δημοσιεύθηκαν από την Υπηρεσία επισήμων εκδόσεων των ΕΚ τον Απρίλιο του 1998. Στο πλαίσιο της τέταρτης φάσης της διαδικασίας «Απλούστευση της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά» (SLIM), που τέθηκε σε εφαρμογή από την Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1998, μια ομάδα εργασίας για το εταιρικό δίκαιο εξέδωσε, τον Σεπτέμβριο του 1999, έκθεση σχετικά με την απλούστευση της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου [3]. Η έκθεση αυτή περιλάμβανε αναλυτικές συστάσεις για τους τομείς στους οποίους η απλούστευση είναι εφικτή. Οι κυριότερες συστάσεις που αφορούσαν την πρώτη οδηγία συνίσταντο, αφενός, στην ανάγκη να επισπευσθεί η διαδικασία καταχώρισης και δημοσιοποίησης των πράξεων και στοιχείων των εταιρειών με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας και, αφετέρου, στην ανάγκη να βελτιωθεί η διασυνοριακή πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν εταιρείες με την προαιρετική καταχώριση πράξεων και στοιχείων των εταιρειών σε περισσότερες γλώσσες. [3] Συστάσεις της ομάδας εργασίας SLIM για το εταιρικό δίκαιο σχετικά με την απλούστευση της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας για το εταιρικό δίκαιο, Σεπτέμβριος 1999. Στην έκθεσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο [4], η Επιτροπή ανέφερε ότι υποστήριζε τον γενικότερο στόχο των κύριων συστάσεων για την πρώτη οδηγία και ότι θα εξέταζε περαιτέρω τον καλύτερο τρόπο τροποποίησης της πρώτης οδηγίας προς την κατεύθυνση αυτή. Οι συστάσεις της ομάδας SLIM και οι συνέπειές τους στην πράξη συζητήθηκαν, εν συνεχεία, με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών σε θέματα εταιρικού δικαίου κατά τη διάρκεια τριών συναντήσεων (Ιούνιος 2000, Μάρτιος 2001 και Ιούνιος 2001). [4] Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Αποτελέσματα της τέταρτης φάσης του SLIM, 4 Φεβρουαρίου 2000 (COM (2000) 56 τελικό). Από τις συζητήσεις αυτές φάνηκε ότι υπήρχε ευρεία υποστήριξη για τις συστάσεις που αφορούσαν την πρώτη οδηγία. Η γενική εντύπωση ήταν ότι ο εκσυγχρονισμός της πρώτης οδηγίας βάσει των κατευθύνσεων που παρείχαν οι υπόψη συστάσεις όχι μόνον θα συνέβαλε στην επίτευξη του σημαντικού στόχου της ευκολότερης και ταχύτερης πρόσβασης των ενδιαφερομένων σε πληροφορίες που αφορούν τις εταιρείες, αλλά θα απλούστευε σε μεγάλο βαθμό τις διατυπώσεις δημοσιότητας που επιβάλλονται στις εταιρείες. Επί τη ευκαιρία, αποφασίσθηκε, επίσης, να επικαιροποιηθεί η πρώτη οδηγία όπου ήταν απαραίτητο και ιδίως όσον αφορά τις μορφές εταιρειών που καλύπτει και τις παραπομπές στις λογιστικές οδηγίες. 2. Χρονικο πλαίσιο και ημερομηνια εφαρμογησ Στην πρόταση τίθεται η 1η Ιανουαρίου 2005 ως προθεσμία εφαρμογής από τα κράτη μέλη των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που είναι απαραίτητες για τη συμμόρφωση προς την εν λόγω οδηγία. Η ημερομηνία αυτή πρέπει να θεωρηθεί λογική δεδομένου ότι τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν ήδη προβεί σε μεταρρυθμίσεις, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις εδώ και πολλά έτη, που αποβλέπουν στην εισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας στα συστήματα καταχώρισης και δημοσιοποίησης που ισχύουν για τις πληροφορίες που αφορούν εταιρείες. 3. Συνοψη του περιεχομενου της παρουσασ προτασησ 3.1. Άρθρο 1 Με βάση τους στόχους που καθορίζονται παραπάνω, το άρθρο 1 καθιστά αναγκαίες τις σχετικές τροποποιήσεις της «πρώτης οδηγίας» του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1968. 3.1.1. Παράγραφος 1 Η παράγραφος αυτή επικαιροποιεί τις μορφές εταιρειών ως προς τις οποίες ισχύει η πρώτη οδηγία, με την προσθήκη των μορφών εκείνων που εισήχθησαν στα κράτη μέλη μετά την έκδοση της πρώτης οδηγίας (η "sociιtι par actions simplifiιe" στη Γαλλία και η "besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid" στις Κάτω Χώρες) ή μετά την προσχώρηση του κράτους μέλους (η "anpartsselskab" στη Δανία). 3.1.2. Παράγραφος 2 Η παράγραφος αυτή επικαιροποιεί το άρθρο 2 της πρώτης οδηγίας, το οποίο απαριθμεί τις πράξεις και τα στοιχεία των οποίων η δημοσιοποίηση είναι υποχρεωτική, ώστε να αντικατοπτρίζει την μεταγενέστερη έκδοση μιας σειράς οδηγιών σχετικά με τα λογιστικά έγγραφα που οφείλουν να καταρτίζουν οι εταιρείες (πρόκειται για τις «λογιστικές οδηγίες»). Το άρθρο 2 της πρώτης οδηγίας τροποποιείται συνεπώς ως εξής: - η φράση «τον ισολογισμό και τον λογαριασμό αποτελεσμάτων κάθε χρήσεως.» αντικαθίσταται από τη φράση «τα λογιστικά έγγραφα» (ήτοι ετήσιοι λογαριασμοί - ετήσια έκθεση- γνώμη ελεγκτή/ενοποιημένοι λογαριασμοί- ενοποιημένη ετήσια έκθεση - γνώμη ελεγκτή) των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική βάσει των λογιστικών οδηγιών που εκδόθηκαν μετά το 1968. - η μεταβατική διάταξη περί αναβολής της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ) μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής στο μέλλον μιας οδηγίας περί θεμάτων λογιστικής καταργείται. - η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 2, η οποία συνδέεται άμεσα με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ) καταργείται. Στις συζητήσεις που ακολούθησαν την έκθεση της ομάδας SLIM προτάθηκε η προσθήκη μιας σειράς στοιχείων (π.χ. διεύθυνση δικτυακού τόπου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κλπ) στις πράξεις και στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 2 της πρώτης οδηγίας. Η παρούσα πρόταση δεν ακολουθεί τη συμβουλή αυτή η οποία δεν θεωρείται συνεκτική με τον στόχο της απλούστευσης. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η πρώτη οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να απαιτήσουν ή να επιτρέψουν τη δημοσιοποίηση πράξεων και στοιχείων πέραν εκείνων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2. 3.1.3. Παράγραφος 3 Η παράγραφος αυτή τροποποιεί το άρθρο 3 της πρώτης οδηγίας το οποίο περιλαμβάνει τους βασικούς κανόνες που διέπουν την καταχώριση και τη δημοσιοποίηση εταιρικών πράξεων και στοιχείων με σκοπό να καταστεί δυνατή η χρησιμοποίηση σύγχρονης τεχνολογίας για τη συμμόρφωση με τα προστάγματά της. Άρθρο 3 - Παράγραφος 1 Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 παραμένει αμετάβλητη. Επισημαίνεται ότι η οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποφασίσουν αν πρέπει να οργανώσουν το σύστημα καταχώρισης σε συγκεντρωτική ή αποκεντρωμένη βάση. Η εισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας δεν απαιτεί την τροποποίηση της οδηγίας από την άποψη αυτή. Άρθρο 3 - Παράγραφος 2 Η παράγραφος 2 του άρθρου 3 τροποποιείται με την προσθήκη δεύτερης υποπαραγράφου, που υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν τη δυνατότητα καταχώρισης των πράξεων και στοιχείων των εταιρειών με ηλεκτρονικά μέσα από 1ης Ιανουαρίου 2005. Μετά την ημερομηνία εκείνη, οι εταιρείες πρέπει, κατ' αρχήν, να είναι σε θέση να επιλέξουν μεταξύ της καταχώρισης σε χαρτί και της καταχώρισης με ηλεκτρονικά μέσα. Τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλουν σε όλες ή σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων την ηλεκτρονική καταχώριση όλων ή ορισμένων κατηγοριών πράξεων και στοιχείων. Εννοείται ότι τα κράτη μέλη θα περιορίσουν την υποχρέωση αυτή στις περιπτώσεις όπου αυτό δεν δημιουργεί αδικαιολόγητο φόρτο στις εταιρείες. Σε περίπτωση καταχώρισης σε χαρτί μετά την 1η Ιανουαρίου 2005, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι καταχωριζόμενες πράξεις και στοιχεία θα μετατρέπονται συστηματικά από το μητρώο σε ηλεκτρονική μορφή προκειμένου να τηρηθούν στον φάκελο ή να καταχωρισθούν στο μητρώο, όπως προβλέπει η νέα τρίτη υποπαράγραφος της παραγράφου 2. Η νέα τέταρτη υποπαράγραφος της παραγράφου 2 περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν πράξεις και στοιχεία καταχωριζόμενα σε χαρτί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2004. Τα κράτη μέλη καλούνται να διασφαλίσουν τη μετατροπή από τα μητρώα των πράξεων και των στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή τουλάχιστον κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων (όπερ παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποφασίσουν αν θα μετατρέψουν, ούτως ή άλλως, όλα ή μόνον ένα μέρος αυτών). Η ρύθμιση αυτή δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη που το επιθυμούν να απαιτούν από όλες ή ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων να υποβάλλουν όλες ή ορισμένες μόνον κατηγορίες πράξεων και στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εισαγωγή της υποχρέωσης των κρατών μελών να καταστήσουν δυνατή την καταχώριση εταιρικών πράξεων με ηλεκτρονικά μέσα από 1ης Ιανουαρίου 2005 δεν επηρεάζει κατά κανένα τρόπο την ελευθερία των κρατών μελών να αποφασίσουν ως προς 1) τα άτομα που θα επιφορτισθούν με την εκτέλεση των διατυπώσεων δημοσιότητας, 2) τους ελέγχους που πρέπει να ασκούνται (ως προς τη μορφή ή/και το περιεχόμενο των δημοσιοποιήσεων), 3) τα τεχνικά πρότυπα που θα τηρούνται (π.χ. χρήση ειδικών λογισμικών) και 4) τα τέλη που θα χρεώνονται στις εταιρείες για την καταχώριση πράξεων σε χαρτί ή/και σε ηλεκτρονική μορφή. Άρθρο 3 - Παράγραφος 3 Η παράγραφος 3, που αφορά τη χορήγηση αντιγράφων πράξεων και στοιχείων, τροποποιείται κατά τρόπον ώστε οι αιτούντες να μπορούν να επιλέξουν μεταξύ έγγραφων μέσων και ηλεκτρονικών μέσων, όσον αφορά τόσο την υποβαλλόμενη αίτηση όσο και το χορηγούμενο αντίγραφο. Η πρώτη υποπαράγραφος της παραγράφου 3 τροποποιείται κατά τρόπον ώστε οι αιτήσεις να είναι δυνατό να υποβάλλονται είτε με έγγραφα μέσα είτε με ηλεκτρονικά μέσα. Η νέα δεύτερη υποπαράγραφος της παραγράφου 3 τροποποιείται κατά τρόπον ώστε τα αντίγραφα να είναι δυνατό να χορηγηθούν είτε με έγγραφα μέσα είτε με ηλεκτρονικά μέσα. Εντούτοις, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αποφασίσουν για πρακτικούς λόγους ότι οι πράξεις και τα στοιχεία που θα έχουν κατατεθεί προ της 31ης Δεκεμβρίου 2004 δεν θα διατίθενται με ηλεκτρονικά μέσα εφόσον κατατέθηκαν σε χαρτί περισσότερο από 10 έτη προ της ημερομηνίας της αίτησης. Η νέα τρίτη υποπαράγραφος της παραγράφου 3 αναπαράγει το κείμενο της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 3 (τα αντίγραφα θα διατίθενται σε τιμή η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει το διοικητικό κόστος), και επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της στα ηλεκτρονικά αντίγραφα. Η νέα τέταρτη υποπαράγραφος της παραγράφου 3 αναπαράγει το κείμενο της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 3 (όπου τα αντίγραφα σε χαρτί επιδέχονται θεώρηση ως «ακριβή αντίγραφα») και δεν απαιτεί τη συστηματική επικύρωση των ηλεκτρονικών αντιγράφων διότι μια τέτοια διάταξη ενδέχεται να οδηγήσει σε υψηλό κόστος ενώ, τις περισσότερες φορές, ηλεκτρονικά αντίγραφα ζητούνται απλώς για ενημερωτικούς λόγους. Με τη νέα πέμπτη υποπαράγραφο της παραγράφου 3 διασφαλίζεται ότι η επικύρωση ηλεκτρονικών αντιγράφων θα στηρίζεται στη χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ [5]. Η χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής είναι πράγματι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της επικύρωσης ηλεκτρονικών αντιγράφων (πιστοποίηση τόσο της γνησιότητας της προέλευσής τους όσο και της ακεραιότητας του περιεχομένου τους). Τούτο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι οι χρησιμοποιούμενες προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές πρέπει να φέρουν πρόσθετα χαρακτηριστικά (π.χ. να βασίζονται σε αναγνωρισμένο πιστοποιητικό και να παράγονται από ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφής, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ), εάν επιθυμούν να διασφαλίσουν ότι οι εν λόγω υπογραφές θα έχουν τα νομικά αποτελέσματα που προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ. [5] Οδηγία 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές, ΕΕ L 13, 19.1.2000, σελ. 12. Άρθρο 3 - Παράγραφος 4 Η πρώτη υποπαράγραφος της παραγράφου 4 τροποποιείται με την προσθήκη μιας φράσης η οποία επιτρέπει ρητά την τήρηση του εθνικού δελτίου σε ηλεκτρονική μορφή. Η μνεία της δημοσίευσης στο εθνικό δελτίο δεν διαγράφηκε από την οδηγία διότι αρκετά κράτη μέλη παρατήρησαν ότι οι εθνικές τους διατάξεις συνδέουν τη νομική εγκυρότητα των πληροφοριών των εταιρειών με τη δημοσίευση αυτή. Ωστόσο, επειδή το πρόβλημα αυτό δεν παρουσιάζεται σε όλα τα κράτη μέλη, προστέθηκε δεύτερη υποπαράγραφος στην παράγραφο 4, η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να αντικαταστήσουν τη δημοσίευση στο εθνικό δελτίο με άλλο εξίσου αποτελεσματικό μέσο. Αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται πρόσβαση κατά χρονολογική σειρά μέσω μιας κεντρικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, πράγμα το οποίο αποτελεί και την κύρια λειτουργία του εθνικού δελτίου. Άρθρο 3 - Παράγραφοι 5 και 6 Οι τροποποιήσεις της παραγράφου 4 καθιστούν αναγκαία την ανάλογη τροποποίηση ορισμένων εκφράσεων που χρησιμοποιούνται στις παραγράφους 5 και 6. Στην παράγραφο 5, οι φράσεις «μετά τη δημοσίευση» και «δημοσίευση» αντικαθιστώνται από τις φράσεις «έχουν δοθεί στη δημοσιότητα» και «δημοσιοποίηση». Στην παράγραφο 6, οι φράσεις «του δημοσιευθέντος στον Τύπο κειμένου» και «το δημοσιευθέν στον τύπο κείμενο» αντικαθίστανται από τις φράσεις «βάσει της παραγράφου 4» και «το κείμενο που δίδεται στη δημοσιότητα βάσει της παραγράφου 4». Άρθρο 3 - Παράγραφος 7 Η παράγραφος 7 του άρθρου 3 παραμένει αμετάβλητη. Άρθρο 3 - Παράγραφος 8 Στο άρθρο 3 προστίθεται μία νέα παράγραφος 8, με σκοπό να προσδιορισθεί επακριβώς η έννοια της φράσης «με ηλεκτρονικά μέσα», η οποία έχει συμπεριληφθεί για πρώτη φορά στην οδηγία. Ο ορισμός αυτός ομοιάζει με τους ορισμούς που διατυπώνονται σε άλλες οδηγίες σχετικές με την κοινωνία της πληροφορίας (βλ. το άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/34/ΕΚ [6] και το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/115/ΕΚ [7]). [6] Οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών, EE L 204, 21.7.1998, σελ. 37, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 98/48/ΕΚ. [7] Οδηγία 2001/115/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ με στόχο την απλοποίηση, τον εκσυγχρονισμό και την εναρμόνιση των όρων που επιβάλλονται στην τιμολόγηση όσον αφορά το φόρο προστιθέμενης αξίας, ΕΕ L 15, 17.1.2002, σελ. 24. Ο ορισμός παραπέμπει στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και στις δύο απολήξεις του διαύλου επικοινωνίας και, συνεπώς, δεν καλύπτει άλλα μέσα, όπως είναι η φωνητική τηλεφωνία, οι συνήθεις τηλεομοιοτυπίες (φαξ) και το τηλέτυπο. Είναι ωστόσο σκόπιμο να επισημανθεί ότι τα κράτη μέλη δεν στερούνται τη δυνατότητα να επιτρέπουν τη χρήση τέτοιων μέσων, επιπλέον των ηλεκτρονικών μέσων, από εταιρείες κατά την υποβολή των πράξεων και στοιχείων τους ή/και από ενδιαφερόμενα μέρη όταν προβαίνουν σε ενέργειες για να τους χορηγηθεί αντίγραφο. 3.1.4. Παράγραφος 4 Με την παράγραφο αυτή προστίθεται στην πρώτη οδηγία ένα νέο άρθρο 3α, το οποίο αποσκοπεί στη βελτίωση της διασυνοριακής πρόσβασης σε πληροφορίες εταιρειών και να εξασφαλίσει ότι οι παρεχόμενες μεταφράσεις είναι αξιόπιστες για τους τρίτους ενδιαφερομένους. Η παράγραφος 2 του νέου άρθρου 3α επιτρέπει στις εταιρείες να δημοσιοποιούν πράξεις και στοιχεία, πέραν της υποχρεωτικής δημοσιοποίησης σε μία από τις γλώσσες που επιτρέπονται στο οικείο κράτος μέλος τους, σε οποιαδήποτε άλλη επίσημη γλώσσα της ΕΕ, σε προαιρετική βάση. Σε περίπτωση που οι εταιρείες αποφασίσουν να το πράξουν, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίσουν ηλεκτρονική πρόσβαση στις γλώσσες εκείνες. Η παράγραφος 3 του νέου άρθρου 3α ορίζει ρητώς ότι τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στις εταιρείες να δημοσιοποιούν προαιρετικά τις πράξεις και στοιχεία τους σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα ή γλώσσες που ομιλούνται εκτός Κοινότητας. Με την παράγραφο 4 του νέου άρθρου 3α διασφαλίζεται ότι τρίτοι θα μπορούν να επικαλούνται τις παρεχόμενες μεταφράσεις. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή των διαφορών μεταξύ των εκδόσεων στις διάφορες γλώσσες (π.χ. όσον αφορά την συνεχή παροχή των εν λόγω ξενογλωσσικών εκδόσεων διαχρονικά). Σε περίπτωση διαφορών, παρέχεται κατάλληλη προστασία στους τρίτους που ενεργούν καλή τη πίστει. 3.1.5. Παράγραφος 5 Η παράγραφος αυτή τροποποιεί το άρθρο 4 της πρώτης οδηγίας, το οποίο απαριθμεί τα στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται στις επιστολές και τα έντυπα παραγγελιών που χρησιμοποιούν οι εταιρείες ούτως ώστε να καθίσταται σαφές ότι η διάταξη αυτή αφορά όλες τις επιστολές και τα έντυπα παραγγελιών ανεξαρτήτως εάν είναι σε χαρτί ή σε οποιοδήποτε άλλο μέσο (π.χ. τηλεομοιοτυπία (φαξ), ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, Διαδίκτυο κλπ). Η ονομασία του μητρώου στο οποίο τηρείται ο φάκελος της εταιρείας συγκαταλέγεται στα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 4. Η φράση «τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την αναγνώριση» τέθηκε πριν τη φράση «του μητρώου» ούτως ώστε να δοθεί η δυνατότητα χρήσης εναλλακτικών μέσων παραπομπής στο μητρώο, πέραν της ονομασίας του. Η τροποποίηση αυτή κρίθηκε επιθυμητή ενόψει των συζητήσεων που διεξάγονται σήμερα μεταξύ μητρώων στην Ευρώπη, οι οποίες αποσκοπούν στην επίτευξη συμφωνίας ως προς ένα κοινό σύστημα αριθμητικού κωδικού αναγνώρισης για εταιρείες και μητρώα. Τέλος, στο άρθρο 4 προστίθεται νέα υποπαράγραφος με σκοπό την επέκταση σε οποιονδήποτε δικτυακό τόπο μιας εταιρείας της υποχρεωτικής αναφοράς των δημοσιοποιηθέντων στοιχείων. Δεν κρίνεται σκόπιμο να υποχρεωθούν όλες οι εταιρείες να διατηρούν δικτυακό τόπο, αλλά οι υπάρχοντες δικτυακοί τόποι πρέπει να περιλαμβάνουν τις ίδιες ελάχιστες πληροφορίες που αναφέρονται στις επιστολές και τα έντυπα παραγγελιών της εταιρείας. Η απαίτηση αυτή φαίνεται αναγκαία πάρα την ύπαρξη της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο της 8ης Ιουνίου 2000 [8], η οποία περιλαμβάνει ορισμένες διατάξεις σχετικά με τις πληροφορίες οι οποίες οφείλουν να εμφανίζονται στους δικτυακούς τόπους των εταιρειών, για δύο λόγους. Αφενός, τα στοιχεία που αναφέρει το άρθρο 5 της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο δεν περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία του άρθρου 4 της πρώτης οδηγίας. Αφετέρου, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο περιορίζεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας. Σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2 της οδηγίας 98/34/ΕΚ, πρόκειται για οικονομική δραστηριότητα (αμειβόμενη ή μη) με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται αναγκαστικά όλοι οι δικτυακοί τόποι των εταιρειών. [8] Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2000 για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»), ΕΕ L 178, 17. 7. 2000, σ. 1. 3.1.6. Παράγραφος 6 Η παράγραφος αυτή εισάγει στο άρθρο 6 της πρώτης οδηγίας ορισμένες τροποποιήσεις οι οποίες πρέπει να επέλθουν ως αποτέλεσμα των προηγούμενων τροποποιήσεων: - η φράση «του ισολογισμού και των λογαριασμών χρήσεως» αντικαθίσταται με τη φράση «των λογιστικών εγγράφων», - η διάταξη που αφορά τις εμπορικές πράξεις επεκτείνεται για να περιλάβει οποιονδήποτε δικτυακό τόπο μιας εταιρείας. 3.2. Άρθρα 2 έως 4 - Τελικές διατάξεις Οι διατάξεις στα εν λόγω άρθρα αφορούν την έκδοση και τη διοικητική εφαρμογή της προτεινόμενης οδηγίας. 2002/0122 (COD) Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας του Συμβουλίου 68/151/ΕΟΚ σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας για ορισμένες μορφές εταιρειών ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΊΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 44, παράγραφος 2, στοιχείο ζ), την πρόταση της Επιτροπής [9], [9] ΕΕ C [...], [...], σ. [...]. τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [10], [10] ΕΕ C [...], [...], σ. [...]. Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 251 της συνθήκης [11], [11] ΕΕ C [...], [...], σ. [...]. Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) Η πρώτη οδηγία του Συμβουλίου 68/151/ΕΟΚ της 9ης Μαρτίου 1968 περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες σε ολόκληρη την Κοινότητα [12] θεσπίζει τις υποχρεώσεις όσον αφορά την υποχρεωτική δημοσιοποίηση ορισμένων πράξεων και στοιχείων από μέρους μετοχικών εταιρειών. [12] ΕΕ L 65, 14.3.1968, σελ. 8, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την πράξη προσχώρησης της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας. (2) Στο πλαίσιο της τέταρτης φάσης της διαδικασίας «Απλούστευση της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά» ( SLIM), που έθεσε σε εφαρμογή η Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1998, μια ομάδα εργασίας για θέματα εταιρικού δικαίου εξέδωσε, τον Σεπτέμβριο του 1999, έκθεση σχετικά με την απλούστευση της πρώτης και δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου, όπου διατυπώνονταν ορισμένες συστάσεις [13]. [13] Βλ. την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Αποτελέσματα της τέταρτης φάσης του SLIM, 4 Φεβρουαρίου 2000 (COM (2000) 56 τελικό). (3) Ο εκσυγχρονισμός της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ βάσει των συστάσεων εκείνων δεν πρέπει απλώς να συμβάλει στην επίτευξη του σημαντικού στόχου να καταστεί ευκολότερη και ταχύτερη η πρόσβαση σε πληροφορίες εταιρειών από τους ενδιαφερομένους αλλά και να απλουστεύσει σε μεγάλο βαθμό τις διατυπώσεις δημοσιότητας που επιβάλλονται στις εταιρείες. (4) Οι κατηγορίες εταιρειών που υπάγονται στην οδηγία 68/151/ΕΟΚ πρέπει να διευρυνθούν, ούτως ώστε να ληφθούν υπόψη οι νέες μορφές εταιρειών που έχουν θεσπισθεί στα κράτη μέλη από τότε που εκδόθηκε η οδηγία. (5) Από το 1968 έχουν εκδοθεί αρκετές οδηγίες με σκοπό την εναρμόνιση των απαιτήσεων που διέπουν την υποχρεωτική κατάρτιση λογιστικών πράξεων από τις εταιρείες. Πρόκειται για την τέταρτη οδηγία του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ της 25ης Ιουλίου 1978 βασιζομένη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών [14], την έβδομη οδηγία του Συμβουλίου 83/349/ΕΟΚ της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς [15], την οδηγία του Συμβουλίου 86/635/ΕΟΚ της 8ης Δεκεμβρίου 1986 για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων [16] και την οδηγία του Συμβουλίου 91/674/ΕΟΚ της 19ης Δεκεμβρίου 1991 για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων [17]. Επιβάλλεται να επικαιροποιηθούν αντιστοίχως οι παραπομπές της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ στις λογιστικές πράξεις που πρέπει υποχρεωτικά να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες οδηγίες. [14] ΕΕ L 222, 14.8.1978, σελ. 11, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2001/65/ΕΚ (ΕΕ L 283, 27.10.2001, σελ. 28). [15] EE L 193, 18.7.1983, σελ. 1, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2001/65/ΕΚ. [16] EE L 372, 31.12.1986, σελ. 1, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/65/ΕΚ. [17] ΕΕ L 374, 31.12.1991, σελ. 7. (6) Στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου εκσυγχρονισμού, οι εταιρείες πρέπει να είναι θέση να επιλέξουν αν θα καταχωρίσουν σε χαρτί ή με ηλεκτρονικά μέσα τις πράξεις και στοιχεία τα οποία δημοσιοποιούνται υποχρεωτικά. Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να μπορούν να λάβουν από το μητρώο αντίγραφα των εν λόγω πράξεων και στοιχείων σε χαρτί αλλά και με ηλεκτρονικά μέσα. (7) Τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να αποφασίσουν αν το εθνικό δελτίο που έχει ορισθεί για τη δημοσίευση των υποχρεωτικών πράξεων και στοιχείων θα τηρείται σε έγγραφη ή σε ηλεκτρονική μορφή ή να προβλέψουν τη δημοσιοποίησή τους με άλλο εξίσου αποτελεσματικό μέσο. (8) Η διασυνοριακή πρόσβαση σε πληροφορίες εταιρειών πρέπει να βελτιωθεί επιτρέποντας, πέραν της υποχρεωτικής δημοσιοποίησης σε μία από τις γλώσσες που επιτρέπονται στο οικείο κράτος μέλος της εταιρείας, την προαιρετική επιπρόσθετη καταχώριση των πράξεων και στοιχείων σε άλλες γλώσσες. Τα τρίτα μέρη που ενεργούν καλή τη πίστει πρέπει να μπορούν να επικαλούνται τις μεταφράσεις αυτές. (9) Ενδείκνυται να διευκρινισθεί ότι η αναγραφή των υποχρεωτικών στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 68/151/ΕΟΚ πρέπει να γίνεται σε όλες οι επιστολές και τα έγγραφα παραγγελιών που χρησιμοποιούν οι εταιρείες, ανεξαρτήτως αν είναι σε χαρτί ή σε άλλο μέσο. Λαμβανομένων υπόψη των τεχνολογικών εξελίξεων, ενδείκνυται επίσης να προβλεφθεί ότι τα ίδια στοιχεία πρέπει να αναφέρονται στον τυχόν δικτυακό τόπο της εκάστοτε εταιρείας. (10) Η οδηγία 68/151/ΕΟΚ πρέπει να τροποποιηθεί αντιστοίχως. ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Η οδηγία 68/151/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής: 1) Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής: α) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από την εξής διάταξη: "- Στη Γαλλία: la sociιtι anonyme, la sociιtι en commandite par actions, la sociιtι ΰ responsabilitι limitιe, la sociιtι par actions simplifiιe." β) το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από την εξής διάταξη: "- Στις Κάτω Χώρες: de naamloze vennootschap, de commanditaire vennootschap op aandelen, de besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid." γ) το ένατο εδάφιο αντικαθίσταται από την εξής διάταξη: "- Στη Δανία : aktieselskab, kommanditaktieselskab, anpartsselskab". 2) Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής: α) Το στοιχείο στ) της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από την εξής διάταξη: "(στ) Τα λογιστικά έγγραφα κάθε χρήσεως των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική βάσει των οδηγιών του Συμβουλίου 78/660/ΕΟΚ*, 83/349/ΕΟΚ**, 86/635/ΕΟΚ*** και 91/674/ΕΟΚ****. * ΕΕ L 222, 14.8.1978, σελ. 11. ** ΕΕ L 193, 18.7.1983, σελ. 1. *** ΕΕ L 372, 31.12.1986, σελ. 1. **** ΕΕ L 374, 31.12.1991, σελ. 7." β) Η παράγραφος 2 διαγράφεται. 3) Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από την εξής διάταξη: "Άρθρο 3 1. Σε κάθε κράτος μέλος ανοίγεται φάκελος σε κεντρικό μητρώο, σε εμπορικό μητρώο ή μητρώο εταιρειών για κάθε καταχωριζόμενη εταιρεία. 2. Όλες οι πράξεις και τα λοιπά στοιχεία που υπόκεινται σε δημοσιότητα δυνάμει του άρθρου 2 τηρούνται στον φάκελο ή καταχωρίζονται στο μητρώο. το αντικείμενο των καταχωρίσεων στο μητρώο πρέπει σε κάθε περίπτωση να εμφανίζεται στον φάκελο. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ώστε, από 1ης Ιανουαρίου 2005 και ύστερα, η καταχώριση όλων των πράξεων και στοιχείων που πρέπει να δίδονται στη δημοσιότητα δυνάμει του άρθρου 2, να είναι δυνατή με ηλεκτρονικά μέσα. Εκτός αυτού τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλουν σε όλες τις εταιρείες ή σε ορισμένες κατηγορίες εταιρειών την καταχώριση με ηλεκτρονικά μέσα όλων ή ορισμένων κατηγοριών των εν λόγω πράξεων και στοιχείων από 1ης Ιανουαρίου 2005. Όλες οι πράξεις και τα στοιχεία που μνημονεύονται στο άρθρο 2 και κατατίθενται από 1ης Ιανουαρίου 2005, είτε με έγγραφα μέσα είτε με ηλεκτρονικά μέσα, πρέπει να τηρούνται στον φάκελο ή να καταχωρίζονται στο μητρώο σε ηλεκτρονική μορφή. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη μετατροπή σε ηλεκτρονική μορφή από το μητρώο τέτοιων πράξεων και στοιχείων τα οποία κατατίθενται με έγγραφα μέσα από 1ης Ιανουαρίου 2005. Οι πράξεις και τα στοιχεία που μνημονεύονται στο άρθρο 2 κι έχουν κατατεθεί με έγγραφα μέσα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2004 δεν είναι υποχρεωτικό να μετατραπούν αυτομάτως σε ηλεκτρονική μορφή από το μητρώο. Παρόλα αυτά, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την μετατροπή τους σε ηλεκτρονική μορφή από το μητρώο κατόπιν αιτήσεως που έχει υποβληθεί βάσει των κανόνων που θεσπίζονται δυνάμει της παραγράφου 3. 3. Πλήρη αντίγραφα ή αποσπάσματα των αναφερομένων στο άρθρο 2 πράξεων ή στοιχείων πρέπει να είναι δυνατό να λαμβάνονται κατόπιν αιτήσεως. Από 1ης Ιανουαρίου 2005, οι αιτήσεις θα μπορούν να υποβάλλονται στο μητρώο είτε με έγγραφα μέσα είτε με ηλεκτρονικά μέσα, αναλόγως της προτιμήσεως του αιτούντος. Από 1ης Ιανουαρίου 2005, τα αντίγραφα που μνημονεύονται στην πρώτη υποπαράγραφο πρέπει να μπορούν να χορηγηθούν από το μητρώο είτε με έγγραφα μέσα είτε με ηλεκτρονικά μέσα, αναλόγως της προτιμήσεως του αιτούντος, χωρίς να έχει σημασία αν η καταχώριση των πράξεων ή των στοιχείων έγινε πριν ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2005. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν ότι το σύνολο ή ορισμένες κατηγορίες πράξεων και στοιχείων που έχουν καταχωρισθεί σε χαρτί μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2004 δεν θα μπορούν να χορηγούνται με ηλεκτρονικά μέσα από το μητρώο, υπό την προϋπόθεση ότι καταχωρίσθηκαν ένα δεδομένο χρονικό διάστημα προ της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης στο μητρώο. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν δύναται να είναι μικρότερο των 10 ετών. Τα τέλη έκδοσης των πλήρων αντιγράφων ή των αποσπασμάτων των αναφερομένων στο άρθρο 2 πράξεων και στοιχείων, είτε με έγγραφα μέσα είτε με ηλεκτρονικά μέσα, δεν πρέπει να υπερβαίνουν το διοικητικό κόστος. Τα παρεχόμενα αντίγραφα σε χαρτί λαμβάνουν θεώρηση ως «ακριβή αντίγραφα» εκτός αν ο αιτών παραιτηθεί της θεώρησης. Τα παρεχόμενα ηλεκτρονικά αντίγραφα δεν λαμβάνουν θεώρηση ως «ακριβή αντίγραφα» εκτός εάν ο αιτών το ζητήσει ρητά. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η θεώρηση των ηλεκτρονικών αντιγράφων εγγυάται τόσο τη γνησιότητα της προέλευσής τους όσο και την ακεραιότητα του περιεχομένου τους, με τη χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές*****. ***** ΕΕ L 13, 19.1.2000, σελ. 12. 4. Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 πράξεις και στοιχεία δημοσιεύονται στο οριζόμενο από το κράτος μέλος εθνικό δελτίο είτε υπό μορφή ολικής ή μερικής αναδημοσιεύσεως είτε υπό μορφή σημειώσεως που παραπέμπει στην κατάθεση του εγγράφου στον φάκελο ή στην καταχώρισή του στο μητρώο. Το οριζόμενο προς τον σκοπό αυτόν εθνικό δελτίο δύναται να τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να αντικαταστήσουν τη δημοσίευση στο εθνικό δελτίο με άλλο, εξίσου αποτελεσματικό μέσο το οποίο να προϋποθέτει οπωσδήποτε τη χρήση συστήματος δια του οποίου η προσπέλαση στις δημοσιοποιούμενες πληροφορίες είναι δυνατή κατά χρονολογική σειρά μέσω κεντρικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας. 5. Οι πράξεις και τα στοιχεία αντιτάσσονται κατά τρίτων από την εταιρεία μόνον εφόσον έχουν δοθεί στη δημοσιότητα βάσει της παραγράφου 4 εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι οι εν λόγω τρίτοι ήταν εν γνώσει. Εν τούτοις για τις ενέργειες που συντελούνται πριν από την δεκάτη έκτη ημέρα μετά τη δημοσιοποίηση, οι εν λόγω πράξεις και στοιχεία δεν αντιτάσσονται κατά τρίτων που είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν ήταν δυνατό να είναι εν γνώσει. 6. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή κάθε ασυμφωνίας μεταξύ του κειμένου που δόθηκε στη δημοσιότητα βάσει της παραγράφου 4 και του περιλαμβανομένου στο μητρώο ή στον φάκελο κειμένου. Εντούτοις, σε περίπτωση ασυμφωνίας, το κείμενο που δίδεται στη δημοσιότητα βάσει της παραγράφου 4 δεν δύναται να αντιταχθεί κατά τρίτων. οι τρίτοι δύνανται, ωστόσο, να το επικαλεσθούν εκτός εάν η εταιρεία αποδείξει ότι οι τρίτοι είχαν γνώση των κειμένων που κατατέθηκαν στον φάκελο ή καταχωρίσθηκαν στο μητρώο 7. Οι τρίτοι δύνανται, εξ άλλου, να επικαλούνται σε κάθε περίπτωση πράξεις και στοιχεία για τα οποία δεν έχουν ακόμη συμπληρωθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας εκτός αν λόγω ελλείψεως δημοσιότητας οι πράξεις και τα στοιχεία στερούνται ισχύος. 8. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η φράση «με ηλεκτρονικά μέσα» σημαίνει ότι η αρχική αποστολή καθώς και η παραλαβή των στοιχείων στον προορισμό τους γίνεται μέσω ηλεκτρονικού εξοπλισμού που χρησιμεύει για την επεξεργασία (περιλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και την αποθήκευση δεδομένων και ότι τα στοιχεία διαβιβάζονται, μεταφέρονται και παραλαμβάνονται με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα ή με οπτικά μέσα ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα.". 4) Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 3α: "Άρθρο 3α 1. Οι πράξεις και τα στοιχεία που οφείλουν να δίδονται στη δημοσιότητα δυνάμει του άρθρου 2 πρέπει να είναι σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας, σύμφωνα με τους γλωσσικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο η εταιρεία έχει την καταστατική της έδρα. 2. Εκτός από την υποχρεωτική δημοσιοποίηση των πράξεων και στοιχείων σύμφωνα με όσα ορίζει η παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη σύμφωνα με το άρθρο 3 δημοσιοποίηση των πράξεων και στοιχείων που μνημονεύονται στο άρθρο 2 σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα ή γλώσσες της Κοινότητας. Τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν την επικύρωση των μεταφράσεων των εν λόγω πράξεων και στοιχείων. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι παρέχεται ηλεκτρονική πρόσβαση σε κάθε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης στις οποίες δημοσιοποιήθηκαν οι σχετικές πράξεις και στοιχεία. 3. Εκτός από την υποχρεωτική δημοσιοποίηση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1 και τη δημοσιοποίηση που επιτρέπεται βάσει της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν τη σύμφωνα με το άρθρο 3 δημοσιοποίηση των πράξεων και στοιχείων που μνημονεύονται στο άρθρο 2 σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα ή γλώσσες. Τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν την επικύρωση των μεταφράσεων των εν λόγω πράξεων και στοιχείων. 4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποφυγή διαφορών μεταξύ των πράξεων και στοιχείων που δίδονται στη δημοσιότητα δυνάμει της παραγράφου 1 και της μεταφράσεώς τους που δίδεται στη δημοσιότητα προαιρετικά δυνάμει της παραγράφου 2 ή της παραγράφου 3. Ωστόσο, σε περίπτωση διαφορών, η μετάφραση που δημοσιοποιήθηκε δυνάμει της παραγράφου 2 ή της παραγράφου 3 δεν αντιτάσσεται κατά τρίτων. οι τρίτοι δύνανται, όμως, να την επικαλεσθούν εκτός εάν η εταιρεία αποδείξει ότι είχαν γνώση της έκδοσης που δόθηκε στη δημοσιότητα δυνάμει της παραγράφου 1.". 5) Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από την ακόλουθη διάταξη: "Άρθρο 4 Τα κράτη μέλη καθορίζουν ότι οι επιστολές και τα έγγραφα παραγγελίας, ανεξάρτητα από το εάν είναι σε χαρτί ή σε άλλη μορφή, πρέπει να φέρουν τις ακόλουθες ενδείξεις: α) τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την αναγνώριση του μητρώου στο οποίο τηρείται ο αναφερόμενος στο άρθρο 3 φάκελος καθώς και τον αριθμό καταχωρίσεως της εταιρείας στο εν λόγω μητρώο, β) τη νομική μορφή της εταιρείας, τον τόπο της επίσημης έδρας της και, εφόσον συντρέχει λόγος, την κατάσταση εκκαθαρίσεως στην οποία ευρίσκεται. Αν στα έγγραφα αυτά γίνεται μνεία του κεφαλαίου της εταιρείας η ένδειξη πρέπει να αφορά το καλυφθέν και καταβεβλημένο κεφάλαιο. Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι δικτυακοί τόποι των εταιρειών πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνουν τα στοιχεία που μνημονεύονται στην πρώτη παράγραφο, καθώς επίσης, στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις, την ένδειξη του καλυφθέντος και καταβεβλημένου κεφαλαίου.". 6) Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από την ακόλουθη διάταξη: "Άρθρο 6 Τα Κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες κυρώσεις για την περίπτωση: α) ελλείψεως της δημοσιότητος των λογιστικών εγγράφων όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1 στοιχείο στ). β) απουσίας επί των εμπορικών εγγράφων ή οποιουδήποτε δικτυακού τόπου της εταιρείας, των υποχρεωτικών ενδείξεων που προβλέπονται στο άρθρο 4.". Άρθρο 2 1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2004. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, πρέπει να περιλαμβάνεται σε αυτά παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή να συνοδεύονται από την εν λόγω παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Η διαδικασία για την εν λόγω παραπομπή θεσπίζεται από τα κράτη μέλη. 2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 3 Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 4 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, [...] Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο Ο πρόεδρος Ο πρόεδρος ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ Τομέας(-είς) πολιτικής: Εσωτερική αγορά Δραστηριότητα(-ες): Εταιρικό δίκαιο Ονομασια τησ δρασησ: Πρόταση οδηγιασ για την τροποποίηση τησ οδηγιασ του Συμβουλίου 68/151/EEC 1. ΓΡΑΜΜΗ(-ΕΣ) ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ + ΟΝΟΜΑΣΙΑ Ουδεμία 2. ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ 2.1. Συνολικό κονδύλιο της δράσης (Μέρος B): Ουδέν 2.2. Περίοδος υλοποίησης: Δ/Ι 2.3. Συνολική πολυετής εκτίμηση των δαπανών: Δ/Ι 2.4. Συμβατότητα με τον δημοσιονομικό προγραμματισμό και με τις Δημοσιονομικές Προοπτικές Δ/Ι 2.5. Δημοσιονομικές επιπτώσεις επί των εσόδων: Δ/Ι 3. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Δ/Ι 4. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ Άρθρο 44 παράγραφος 2, στοιχείο ζ) της συνθήκης ΕΚ. 5. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ 5.1. Αναγκαιότητα κοινοτικής παρέμβασης Η πρώτη οδηγία του Συμβουλίου 68/151/ΕΟΚ της 9ης Μαρτίου 1968 «περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα Κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες σε ολόκληρη την Κοινότητα» θεσπίζει τις υποχρεώσεις όσον αφορά την υποχρεωτική δημοσιοποίηση μιας σειράς πράξεων και στοιχείων από τις μετοχικές εταιρείες. Στο πλαίσιο της τέταρτης φάσης της διαδικασίας «Απλούστευση της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά» (SLIM) που τέθηκε σε εφαρμογή από την Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1998, μια ομάδα εργασίας για το εταιρικό δίκαιο εξέδωσε, τον Σεπτέμβριο του 1999, έκθεση σχετικά με την απλούστευση της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου [18]. Οι κυριότερες συστάσεις που αφορούσαν την πρώτη οδηγία συνίσταντο, αφενός, στην ανάγκη να επισπευσθεί η διαδικασία καταχώρισης και δημοσιοποίηση των πράξεων και στοιχείων των εταιρειών με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας και, αφετέρου, στην ανάγκη να βελτιωθεί η διασυνοριακή πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν εταιρείες με την προαιρετική καταχώριση πράξεων και στοιχείων των εταιρειών σε περισσότερες γλώσσες. [18] Βλ. την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Αποτελέσματα της τέταρτης φάσης του SLIM, 4 Φεβρουαρίου 2000 (COM (2000) 56 τελικό) Ο εκσυγχρονισμός της πρώτης οδηγίας βάσει των συστάσεων αυτών όχι μόνον θα συμβάλει στην επίτευξη του σημαντικού στόχου να καταστεί ευκολότερη και ταχύτερη η πρόσβαση σε πληροφορίες για εταιρείες από τους ενδιαφερομένους αλλά θα απλουστεύσει, επίσης, σε μεγάλο βαθμό τις διατυπώσεις δημοσιότητας που επιβάλλονται στις εταιρείες. Τέλος, η πρώτη οδηγία πρέπει, επίσης, να επικαιροποιηθεί στα σημεία όπου είναι απαραίτητο, ιδίως όσον αφορά τις μορφές εταιρειών που καλύπτει η οδηγία καθώς και όσον αφορά τις παραπομπές στις λογιστικές οδηγίες που εκδόθηκαν μετά την πρώτη οδηγία. 5.2. Σχεδιαζόμενες δράσεις και λεπτομέρειες υλοποίησης της δημοσιονομικής παρέμβασης Δ/Ι 5.3. Λεπτομέρειες υλοποίησης Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία. 6. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ Ουδεμία 7. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ Οι απαραίτητοι ανθρώπινοι και διοικητικοί πόροι θα καλυφθούν από το κονδύλιο της διαχειριζόμενης τη δράση ΓΔ. 8. ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, πρέπει να περιλαμβάνεται σε αυτά παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή να συνοδεύονται από την εν λόγω παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Η διαδικασία για την εν λόγω παραπομπή θεσπίζεται από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. 9. ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ Λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα της δράσης, δεν απαιτείται η λήψη ειδικών μέτρων καταπολέμησης της απάτης. ΕΝΤΥΠΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΜΜΕ) Τιτλοσ τησ προτασησ Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας του Συμβουλίου 68/151/ΕΟΚ, σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας για ορισμένες μορφές εταιρειών. Αριθμοσ εγγραφου αναφορασ COM (2002) xxx Η προταση 1. Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της επικουρικότητας, για ποιο λόγο απαιτείται η θέσπιση κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτόν και ποιοι είναι οι κυριότεροι στόχοι της; Η πρώτη οδηγία του Συμβουλίου 68/151/ΕΟΚ της 9ης Μαρτίου 1968 «περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα Κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες σε ολόκληρη την Κοινότητα» θεσπίζει τις υποχρεώσεις όσον αφορά την υποχρεωτική δημοσιοποίηση μιας σειράς πράξεων και στοιχείων από τις μετοχικές εταιρείες. Στο πλαίσιο της τέταρτης φάσης της διαδικασίας «Απλούστευση της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά» (SLIM) που τέθηκε σε εφαρμογή από την Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1998, μια ομάδα εργασίας για το εταιρικό δίκαιο εξέδωσε, τον Σεπτέμβριο του 1999, έκθεση σχετικά με την απλούστευση της πρώτης και της δεύτερης οδηγίας περί εταιρικού δικαίου [19]. Οι κυριότερες συστάσεις που αφορούσαν την πρώτη οδηγία συνίσταντο, αφενός, στην ανάγκη να επισπευσθεί η διαδικασία καταχώρισης και δημοσιοποίησης των πράξεων και στοιχείων των εταιρειών με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας και, αφετέρου, στην ανάγκη να βελτιωθεί η διασυνοριακή πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν εταιρείες με την προαιρετική καταχώριση πράξεων και στοιχείων των εταιρειών σε περισσότερες γλώσσες. [19] Βλ. την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο - Αποτελέσματα της τέταρτης φάσης του SLIM, 4 Φεβρουαρίου 2000 (COM (2000) 56 τελικό). Ο εκσυγχρονισμός της πρώτης οδηγίας βάσει των συστάσεων αυτών όχι μόνον θα συμβάλει στην επίτευξη του σημαντικού στόχου να καταστεί ευκολότερη και ταχύτερη η πρόσβαση σε πληροφορίες για εταιρείες από τους ενδιαφερομένους αλλά θα απλουστεύσει, επίσης, σε μεγάλο βαθμό τις διατυπώσεις δημοσιότητας που επιβάλλονται στις εταιρείες. Τέλος, η πρώτη οδηγία πρέπει, επίσης, να επικαιροποιηθεί στα σημεία όπου είναι απαραίτητο, ιδίως όσον αφορά τις μορφές εταιρειών που καλύπτει η οδηγία καθώς και όσον αφορά τις παραπομπές στις λογιστικές οδηγίες που εκδόθηκαν μετά την πρώτη οδηγία. Τα τελευταία χρόνια, διάφορα κράτη μέλη ήδη πραγματοποίησαν ή ετοίμασαν μεταρρυθμίσεις στο εθνικό τους σύστημα υποχρεωτικής δημοσιοποίησης για πληροφορίες εταιρειών. Ένας από τους στόχους των μεταρρυθμίσεων αυτών είναι να αυξηθεί, με ποικίλους τρόπους, η χρήση σύγχρονης τεχνολογίας. Λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της επικουρικότητας κρίνεται, εν τούτοις, απαραίτητη η θέσπιση κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτόν για τους εξής λόγους : (1) Η υποχρεωτική δημοσιοποίηση για πληροφορίες εταιρειών ρυθμίζεται ήδη σε επίπεδο Ένωσης από την πρώτη οδηγία, ορισμένες διατάξεις της οποίας πρέπει να τροποποιηθούν ούτως ώστε να εξασφαλισθεί ότι η χρήση των τεχνολογικών εξελίξεων δεν θα αποδειχθεί ασυμβίβαστη με την τρέχουσα διατύπωση της πρώτης οδηγίας. (2) Ορισμένα μόνον κράτη μέλη προέβησαν σε μεταρρυθμίσεις του εθνικού τους συστήματος υποχρεωτικής δημοσιοποίηση οι οποίες δεν συγκρίνονται μεταξύ τους από άποψη πεδίου εφαρμογής ή/και χρονικής συγκυρίας. Συνεπώς, η ανάληψη δράσης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων που έθεσε η ομάδα SLIM όσον αφορά τον συνεκτικό εκσυγχρονισμό της πρώτης οδηγίας. επιπτωση στις επιχειρησεισ 2. Ποιος θα επηρεασθεί από την πρόταση; Η πρώτη οδηγία ισχύει για όλες τις μετοχικές εταιρείες σε ολόκληρη την ΕΕ. Σήμερα δεν γίνεται διάκριση όσον αφορά τον τομέα δραστηριοτήτων, το μέγεθος της επιχείρησης ή τις γεωγραφικές περιοχές της Ένωσης. Ωστόσο, η ιδιάζουσα θέση των ΜΜΕ λαμβάνεται υπόψη, όπως περιγράφεται, παρακάτω στην παράγραφο 5. 3. Τι θα πρέπει να κάνουν οι επιχειρήσεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την πρόταση; Κύριος σκοπός των προτεινόμενων τροποποιήσεων είναι να δοθούν μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας στις επιχειρήσεις στα διάφορα στάδια του συστήματος υποχρεωτικής δημοσιοποίησης. Οι εταιρείες θα είναι κατά κανόνα σε θέση να επιλέξουν αν θα καταχωρίσουν τις πράξεις και στοιχεία που δημοσιοποιούνται υποχρεωτικά σε χαρτί ή με ηλεκτρονικά μέσα. Στις εταιρείες θα επιτραπεί, πέραν της υποχρεωτικής δημοσιοποίησης σε μία από τις γλώσσες που επιτρέπονται στο οικείο κράτος μέλος τους, να δημοσιοποιούν πράξεις και στοιχεία, επιπρόσθετα, σε άλλες γλώσσες. Κατά συνέπεια, η ευθύνη της συμμόρφωσης με την πρόταση βαρύνει κατά κύριο λόγο τα κράτη μέλη. Η πρόταση περιλαμβάνει μόνον μια διάταξη με την οποία οι εταιρείες θα πρέπει να συμμορφωθούν : όλες οι επιστολές και τα έγγραφα παραγγελιών, ανεξαρτήτως του αν είναι σε χαρτί ή σε οποιοδήποτε άλλο μέσο, πρέπει να αναφέρουν τα υποχρεωτικά στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 4 της πρώτης οδηγίας, ενώ τα ίδια στοιχεία πρέπει να αναφέρονται σε όλους τους δικτυακούς τόπους των επιχειρήσεων. Επισημαίνεται ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4 δεν είναι εκτενή και ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει μόνον για εταιρείες που ηθελημένα επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν σύγχρονη τεχνολογία. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης καθεαυτής δεν φαίνεται να είναι δύσκολη ή δαπανηρή. 4. Τι οικονομικές επιπτώσεις ενδέχεται να έχει η πρόταση; Οι κύριες διατάξεις της πρότασης αναμένεται ότι θα καταστήσουν ευκολότερη και ταχύτερη την πρόσβαση των ενδιαφερομένων σε πληροφορίες εταιρειών ενώ, ταυτόχρονα, θα απλουστεύσει σημαντικά τις διατυπώσεις δημοσιότητας που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις. Ο διπλός αυτός στόχος πρέπει να συμβάλει στη μείωση του κόστους των εταιρειών κατά την καταχώριση των πληροφοριών τους καθώς και κατά την απόκτηση αντιγράφων πληροφοριών που έχουν καταχωρίσει άλλες εταιρείες, πράγμα το οποίο πρέπει να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Μακροπρόθεσμα, αναμένεται ότι η υποχρεωτική εισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας στα συστήματα υποχρεωτικής δημοσιοποίησης για πληροφορίες εταιρειών θα οδηγήσει τους αρμόδιους φορείς να επεκτείνουν την χρήση σύγχρονης τεχνολογίας και σε ορισμένες άλλες αρμοδιότητές τους. Μία από αυτές είναι και η ίδρυση νέων εταιρειών, όπου η χρήση σύγχρονης τεχνολογίας θα βοηθήσει στη διευκόλυνση της σύστασης νέων επιχειρήσεων τόσο από άποψη χρόνου όσο και από άποψη κόστους. 5. Η πρόταση περιλαμβάνει μέτρα με τα οποία λαμβάνεται υπόψη η ιδιάζουσα κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (μειωμένες ή διαφορετικές απαιτήσεις κλπ); Στη διάταξη που τροποποιεί τον κατάλογο των πράξεων και στοιχείων που πρέπει να δημοσιοποιούνται όσον αφορά τα λογιστικά έγγραφα χρησιμοποιείται η φράση «των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική», γεγονός που αντικατοπτρίζει την ύπαρξη, στις λογιστικές οδηγίες, ορισμένων εξαιρέσεων (βάσει ορισμένων κριτηρίων που αναφέρονται στο μέγεθος) από την υποχρέωση πλήρους ή μερικής δημοσιοποίησης των εν λόγω λογιστικών εγγράφων. Η πρόταση περιλαμβάνει ορισμένες διατάξεις που επιτρέπουν στα κράτη μέλη να υποχρεώνουν όλες, ή ορισμένες κατηγορίες εταιρειών να δημοσιοποιούν όλες ή ορισμένες πράξεις και στοιχεία με ηλεκτρονικά μέσα. Εννοείται ότι τα κράτη μέλη που επιλέγουν να το πράξουν λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση των ΜΜΕ, και στο πλαίσιο αυτό περιορίζουν την υποχρέωση αυτή είτε στις μεγάλες επιχειρήσεις είτε σε πράξεις και στοιχεία που εύκολα διατίθενται σε ηλεκτρονική μορφή. Τέλος, η υποχρέωση της αναφοράς μιας σειράς στοιχείων σε επιστολές και έντυπα παραγγελιών που δεν είναι σε χαρτί, καθώς και σε τυχόν δικτυακούς τόπους θα επηρεάσει μόνον τις επιχειρήσεις που θα προτιμήσουν να χρησιμοποιήσουν σύγχρονη τεχνολογία. Διαβουλευση 6. Τον Δεκέμβριο του 1997, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οργάνωσε ένα συνέδριο για το εταιρικό δίκαιο και την ενιαία αγορά σε συνέχεια των ευρείας κλίμακας διαβουλεύσεων που ξεκίνησαν με το ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, τον Φεβρουάριο του 1997. Από τα συμπεράσματα των διαβουλεύσεων και του συνεδρίου, προέκυψε ότι το σύστημα υποχρεωτικής δημοσιοποίησης που θέσπισε η πρώτη οδηγία θα βελτιωνόταν σημαντικά με την εισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας. Οι κύριες διατάξεις που περιλαμβάνει η πρόταση εμπνέονται από τις συστάσεις που υπέβαλε η ομάδα εργασίας για το εταιρικό δίκαιο τον Σεπτέμβριο του 1999, στο πλαίσιο της τέταρτης φάσης της διαδικασίας «Απλούστευση της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά» (SLIM), την έναρξη της οποίας η Επιτροπή κήρυξε τον Οκτώβριο του 1998. Η εν λόγω ομάδα εργασίας συσκέφθηκε τρεις φορές το 1999 και απαρτιζόταν από υπαλλήλους των κρατών μελών, δικηγόρους ειδικευμένους στο εταιρικό δίκαιο και πανεπιστημιακούς παράγοντες. Οι συστάσεις της ομάδας SLIM οι συνέπειές τους στην πράξη συζητήθηκαν στη συνέχεια από εμπειρογνώμονες στον τομέα του εταιρικού δικαίου των κρατών μελών σε τρεις συναντήσεις (τον Ιούνιο του 2000, τον Μάρτιο του 2001 και τον Ιούνιο του 2001). Από τις συζητήσεις αυτές κατέστη εμφανές ότι υπήρχε ευρεία υποστήριξη για τις κύριες συστάσεις ως προς την πρώτη οδηγία.