EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52012PC0511

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων

/* COM/2012/0511 final - 2012/0242 (CNS) */

52012PC0511

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων /* COM/2012/0511 final - 2012/0242 (CNS) */


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.           ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Σήμερα, η αντοχή του τραπεζικού τομέα, σε πολλές περιστάσεις, συνδέεται ακόμη στενά με το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένες οι τράπεζες. Οι αμφιβολίες ως προς τη διατηρησιμότητα του δημοσίου χρέους, τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, και τη βιωσιμότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων συνεχώς δημιουργούν αρνητικές, αλληλοτροφοδοτούμενες τάσεις της αγοράς. Η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε κινδύνους σχετικά με τη βιωσιμότητα ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και για σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, και ενδέχεται να επιβαρύνει σοβαρά τα ήδη πιεζόμενα δημόσια οικονομικά των σχετικών κρατών μελών.

Η κατάσταση ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη ζώνη του ευρώ, όπου η ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος αυξάνει την πιθανότητα οι εξελίξεις σε ένα κράτος μέλος να δημιουργήσουν κινδύνους για την οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Επιπλέον, o σημερινός κίνδυνος δημοσιονομικής αποσύνθεσης σε διάφορα κράτη μέλη υπονομεύει σημαντικά την ενιαία αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, και δεν της επιτρέπει να συμβάλει στην οικονομική ανάκαμψη.

Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), καθώς και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), έχει ήδη συμβάλει στη σημαντική βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών και στην κατάρτιση ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στην ΕΕ. Ωστόσο, η εποπτεία των τραπεζών παραμένει σε μεγάλο βαθμό εθνοκεντρική και, ως εκ τούτου, αδυνατεί να συμβαδίσει με την ολοκλήρωση των τραπεζικών αγορών. Οι ελλείψεις στο σύστημα εποπτείας, από τότε που εκδηλώθηκε η τραπεζική κρίση, έχουν υπονομεύσει σε σημαντικό βαθμό την εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα στην ΕΕ και έχουν συντελέσει στην επιδείνωση των εντάσεων στις αγορές δημόσιου χρέους της ζώνης του ευρώ.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ζήτησε, τον Μάιο του 2012, στο πλαίσιο ενός μακροπρόθεσμου οράματος οικονομικής και δημοσιονομικής ολοκλήρωσης, τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις τράπεζες και στο ευρώ. Ένα από τα βασικά στοιχεία της τραπεζικής ένωσης θα πρέπει να είναι ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ΕΕΜ), με άμεση επίβλεψη των τραπεζών, προκειμένου να επιβληθούν κανόνες προληπτικής εποπτείας με αυστηρό και αμερόληπτο τρόπο και να υπάρξει αποτελεσματική επίβλεψη των διασυνοριακών τραπεζικών αγορών. Η διασφάλιση ότι η τραπεζική εποπτεία σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ πληροί υψηλά κοινά πρότυπα θα συμβάλει στην οικοδόμηση της αναγκαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την καθιέρωση των όποιων κοινών μηχανισμών ασφάλειας.

Στη Σύνοδο Κορυφής της ζώνης του ευρώ, στις 29 Ιουνίου 2012, οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων κάλεσαν την Επιτροπή «να υποβάλει σύντομα προτάσεις για τη δημιουργία ενός ενιαίου εποπτικού μηχανισμού. Όταν θα καθιερωθεί ο εν λόγω μηχανισμός για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ, το ΕΜΣ θα μπορούσε, μετά τη λήψη σχετικής απόφασης, να έχει τη δυνατότητα άμεσης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών». Στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, από τη σύνοδό του της 28/29ης Ιουνίου 2012, δηλώνεται ότι η εν λόγω δήλωση της ζώνης του ευρώ και οι προτάσεις που θα υποβάλει αναλόγως η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την κατάρτιση «συγκεκριμένου και χρονικά δεσμευτικού οδικού χάρτη για την υλοποίηση μιας ουσιαστικής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης».

2.           ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Η Επιτροπή έχει λάβει υπόψη την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της έγκρισης της «εποπτικής δέσμης» με την οποία δημιουργήθηκαν οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, στην οποία αξιολογήθηκαν οι επιχειρησιακές, οικονομικές και νομικές πτυχές, καθώς και οι πτυχές που αφορούν τη διακυβέρνηση, που είναι σχετικές με την δημιουργία ενός ΕΕΜ. Δεν ήταν δυνατό να προετοιμαστεί επίσημη εκτίμηση επιπτώσεων εντός του χρονοδιαγράμματος που καθορίστηκε από τη Σύνοδο Κορυφής της ζώνης του ευρώ, της 29ης Ιουνίου.

3.           ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 127 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των λοιπών ιδρυμάτων, εξαιρέσει των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Με την πρόταση ανατίθενται ΕΚΤ ορισμένα βασικά εποπτικά καθήκοντα αναγκαία για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ όλα τα καθήκοντα που δεν αναφέρονται ρητά στον κανονισμό θα παραμείνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών εποπτικών αρχών. Με την πρόταση ανατίθεται επίσης εντολή στην ΕΚΤ να ασκεί εποπτεία και χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί συμμόρφωση με το άρθρο 127 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ, η ΕΚΤ θα είναι αρμόδια μόνον για την εκτέλεση των καθηκόντων της για τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στο επίπεδο ολοκλήρου του ομίλου, ενώ η προληπτική εποπτεία της επιμέρους ασφαλιστικής επιχείρησης θα πραγματοποιείται από τις εθνικές αρμόδιες αρχές.

Οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο ΕΕ. Τα πρόσφατα γεγονότα έχουν καταδείξει σαφώς ότι μόνον η εποπτεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι σε θέση να διασφαλίσει κατάλληλη επίβλεψη του ολοκληρωμένου τραπεζικού τομέα και υψηλό επίπεδο χρηματοοικονομικής σταθερότητας στην ΕΕ, και ειδικότερα στη ζώνη του ευρώ. Οι διατάξεις της παρούσας πρότασης δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων. Η ΕΚΤ επιφορτίζεται με τα εποπτικά καθήκοντα τα οποία χρειάζεται να ασκούνται σε επίπεδο ΕΕ, προκειμένου να διασφαλίζεται ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων προληπτικής εποπτείας, ελέγχου των κινδύνων και πρόληψης των κρίσεων. Οι εθνικές αρχές θα εξακολουθήσουν να εκτελούν ορισμένα καθήκοντα τα οποία μπορούν να επιτελούνται καλύτερα σε εθνικό επίπεδο.

Σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο αποφασίζει μέσω κανονισμών. Επομένως, ο κανονισμός είναι η μόνη νομική πράξη που επιτρέπει την ανάθεση εποπτικών καθηκόντων στην ΕΚΤ.

4.           ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

4.1.        Ανάθεση ειδικών εποπτικών καθηκόντων στην ΕΚΤ

4.1.1.     Δομή

Η ΕΚΤ θα είναι αρμόδια για ειδικά καθήκοντα που αφορούν την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία είναι εγκατεστημένα σε κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα είναι το ευρώ (συμμετέχοντα κράτη μέλη), με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η ΕΚΤ θα ασκεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ και θα συνεργάζεται στενά με τις εθνικές εποπτικές αρχές και την ΕΑΤ.

4.1.2.     Πεδίο των εποπτικών δραστηριοτήτων

Μετά το πέρας μιας μεταβατικής περιόδου, η ΕΚΤ θα είναι αρμόδια να εκτελεί βασικά εποπτικά καθήκοντα για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως του επιχειρησιακού τους μοντέλου ή του μεγέθους τους. Η ΕΚΤ θα είναι η εποπτική αρχή υποδοχής για τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, τα οποία ιδρύουν υποκατάστημα ή παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες σε συμμετέχον κράτος μέλος.

4.1.3.     Συνεργασία με τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές

Η ΕΚΤ θα ασκεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας και θα συνεργάζεται στενά με τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Η ΕΑΤ θα διατηρήσει τις εξουσίες και τα καθήκοντά της για την περαιτέρω ανάπτυξη του ενιαίου εγχειριδίου και τη διασφάλιση σύγκλισης και συνοχής των εποπτικών πρακτικών. Η ΕΚΤ δεν θα αναλάβει καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην ΕΑΤ· η άσκηση των ρυθμιστικών εξουσιών της, σύμφωνα με το άρθρο 127 της ΣΛΕΕ, θα περιορίζεται σε πεδία που είναι αναγκαία για την ορθή άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Η σύνθεση του συμβουλίου εποπτών της ΕΑΤ θα παραμείνει ανεπηρέαστη και οι εκπρόσωποι από τις εθνικές αρμόδιες αρχές θα εξακολουθήσουν να διαμορφώνουν τη λήψη αποφάσεων στην ΕΑΤ. Ωστόσο, προκειμένου να αντικατοπτρίζονται οι εποπτικές αρμοδιότητες της ΕΚΤ, οι εκπρόσωποι των αρμοδίων αρχών από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη συντονίζονται μεταξύ τους και εκφράζουν, για ζητήματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της ΕΚΤ, κοινή θέση.

4.2.        Καθήκοντα της ΕΚΤ

4.2.1.     Καθήκοντα της ΕΚΤ

Η ΕΚΤ θα διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για βασικά εποπτικά καθήκοντα τα οποία είναι απαραίτητα προκειμένου να εντοπίζονται οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα των τραπεζών, θα απαιτεί δε από αυτές να προβαίνουν στις αναγκαίες ενέργειες. Η ΕΚΤ, μεταξύ άλλων, θα είναι η αρμόδια αρχή για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα, για την εκτίμηση των ειδικών συμμετοχών, για τη διασφάλιση συμμόρφωσης με τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, για τη διασφάλιση της επάρκειας εσωτερικού κεφαλαίου σε σχέση με το προφίλ κινδύνου ενός πιστωτικού ιδρύματος (μέτρα του πυλώνα 2), για τη διενέργεια εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και άσκηση εποπτικών καθηκόντων όσον αφορά χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, η ΕΚΤ θα διασφαλίζει επίσης συμμόρφωση με τις διατάξεις σχετικά με τη μόχλευση και τη ρευστότητα, θα εφαρμόζει κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας και θα λαμβάνει, σε συντονισμό με τις αρχές εξυγίανσης, μέτρα έγκαιρης παρέμβασης, όταν μια τράπεζα παραβαίνει, ή πρόκειται να παραβεί, τις υποχρεωτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις. Επίσης, η ΕΚΤ θα συντονίζει και θα εκφράζει κοινή θέση των εκπροσώπων από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών στο συμβούλιο εποπτών και στο συμβούλιο διοίκησης της ΕΑΤ, για θέματα που άπτονται των ανωτέρω καθηκόντων.

4.2.2.     Ρόλος των εθνικών εποπτικών αρχών

Οι εθνικές εποπτικές αρχές θα εξακολουθήσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο με τη δημιουργία Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.

Πρώτον, όλα τα καθήκοντα που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ θα παραμείνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών εποπτικών αρχών. Παραδείγματος χάριν οι εθνικές εποπτικές αρχές θα παραμείνουν υπεύθυνες για την προστασία των καταναλωτών και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως και για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών που ιδρύουν υποκαταστήματα ή παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες εντός ενός κράτους μέλους.

Δεύτερον, ακόμη και για τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ, οι περισσότερες καθημερινές εξακριβώσεις και άλλες εποπτικές δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για την προετοιμασία και την εφαρμογή των πράξεων της ΕΚΤ θα μπορούσαν να ασκούνται από τις εθνικές εποπτικές αρχές, που θα λειτουργούν ως αναπόσπαστο μέρος του ΕΕΜ. Ένας ΕΕΜ ο οποίος να καλύπτει όλες τις τράπεζες στα συμμετέχοντα κράτη μέλη μπορεί να λειτουργήσει μόνο βασιζόμενος σε ένα μοντέλο όπου ενσωματώνεται ισχυρός ρόλος για την εποπτική εμπειρογνωμοσύνη που υπάρχει σε εθνικό επίπεδο. Στην πρόταση αναγνωρίζεται ότι, στο πλαίσιο του ΕΕΜ, οι εθνικές εποπτικές αρχές βρίσκονται, σε πολλές περιπτώσεις, στην καλύτερη θέση για την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων, χάρη στις γνώσεις που έχουν για τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές τραπεζικές αγορές, τους σημαντικούς υφιστάμενους πόρους τους και λόγω των πτυχών που αφορούν τον τόπο εγκατάστασης και τη γλώσσα, και, επομένως, δίδεται η δυνατότητα στην ΕΚΤ να βασίζεται στις εθνικές αρχές σε σημαντικό βαθμό. Μεταξύ των προπαρασκευαστικών και εκτελεστικών δραστηριοτήτων τις οποίες θα μπορούσαν να αναλάβουν οι εθνικές αρχές στο πλαίσιο του ΕΕΜ συγκαταλέγονται, παραδείγματος χάριν, οι εξής:

· Στην περίπτωση αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας σε νέα τράπεζα, η εθνική εποπτική αρχή θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις οποίες προϋποθέσεις για χορήγηση αδείας που καθορίζονται στην εθνική νομοθεσία, και θα μπορούσε να προτείνει απόφαση στην ΕΚΤ, η οποία μπορεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας στην τράπεζα, εάν κρίνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην ενωσιακή νομοθεσία. Παρεμφερής διαδικασίας εφαρμόζεται και για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

· Οι εθνικές εποπτικές αρχές θα μπορούσαν να διενεργούν συνεχή καθημερινή αξιολόγηση της κατάστασης μιας τράπεζας και επιτόπιες εξακριβώσεις, εφαρμόζοντας γενικές κατευθύνσεις ή κανονισμούς που εκδίδονται από την ΕΚΤ. Για τους σκοπούς αυτούς, οι εθνικές εποπτικές αρχές θα μπορούσαν να κάνουν χρήση των υφισταμένων εξουσιών τους, παραδείγματος χάριν, για να διενεργήσουν επιτόπιους ελέγχους. Εάν, με βάση τη συνεχή αξιολόγηση, φαίνεται ότι μια τράπεζα αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες, η εθνική εποπτική αρχή θα προειδοποιεί την ΕΚΤ.

· Σε περίπτωση αιτήματος μιας τράπεζας να χρησιμοποιήσει μοντέλο εσωτερικού κινδύνου, η εθνική εποπτική αρχή θα μπορούσε να αξιολογήσει το αίτημα και τη συμμόρφωσή του με την ενωσιακή νομοθεσία και τις όποιες κατευθύνσεις έχει εκδώσει η ΕΚΤ, και θα μπορούσε να προτείνει στην ΕΚΤ αν θα πρέπει να επικυρώσει το μοντέλο και υπό ποιες προϋποθέσεις. Μετά την επικύρωση, η εθνική εποπτική αρχή θα μπορούσε να επιβλέπει την εφαρμογή του μοντέλου και να παρακολουθεί την τρέχουσα χρήση του.

· Οι εξουσίες επιβολής κυρώσεων θα επιμερίζονται μεταξύ της ΕΚΤ και του εθνικού επιπέδου.

4.3.        Εξουσίες της ΕΚΤ

4.3.1.     Εξουσίες εποπτείας και έρευνας

Για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων της, η ΕΚΤ θα θεωρείται η αρμόδια αρχή των συμμετεχόντων κρατών μελών και θα διαθέτει τις εποπτικές εξουσίες τις οποίες διαθέτουν οι εν λόγω αρχές, σύμφωνα με την τραπεζική νομοθεσία της ΕΕ. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται εποπτικές εξουσίες όπως η χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων και η ανάκληση των αδειών λειτουργίας, όπως και η απομάκρυνση ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου ενός πιστωτικού ιδρύματος. Επιπλέον, για τους σκοπούς της εκτέλεσης των εποπτικών καθηκόντων που της ανατίθενται, η ΕΚΤ δύναται να επιβάλλει χρηματικά πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές. Η προσέγγιση ως προς τις κυρώσεις που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη της προσέγγισης σε άλλους τομείς όπου τα θεσμικά όργανα της ΕΕ διαθέτουν την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων, σε ορισμένες περιπτώσεις, των μητρικών επιχειρήσεων.

Προκειμένου να είναι σε θέση να ασκεί τα καθήκοντά της, η ΕΚΤ θα διαθέτει όλες τις αναγκαίες εξουσίες έρευνας. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ θα έχει τη δυνατότητα να ζητεί όλες τις σχετικές πληροφορίες από τις εποπτευόμενες οντότητες και από πρόσωπα που συμμετέχουν στις δραστηριότητές τους, που έχουν σχέση ή σύνδεση με τις δραστηριότητες αυτές ή που εκτελούν επιχειρησιακά καθήκοντα για λογαριασμό τους. Θα διαθέτει επίσης την εξουσία να διενεργεί όλες τις αναγκαίες έρευνες, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων. Η άσκηση των εξουσιών έρευνας θα υπόκειται σε κατάλληλες διασφαλίσεις.

4.3.2.     Ειδική διάταξη για την άδεια λειτουργίας και ζητήματα καταγωγής-υποδοχής

Για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα από την ΕΚΤ θα λαμβάνονται υπόψη οι επιπρόσθετες προϋποθέσεις που μπορεί να καθορίζονται στην εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ θα χορηγεί την άδεια λειτουργίας κατόπιν της εθνικής αρμόδιας αρχής, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην εθνική νομοθεσία.

Σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα ασκούν το δικαίωμα εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη, η ενωσιακή νομοθεσία προβλέπει σαφή κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής, καθώς και ειδική κοινοποίηση. Όσον αφορά τα καθήκοντα που της ανατίθενται, η ΕΚΤ θα αναλάβει τον ρόλο εποπτικής αρχής και καταγωγής και υποδοχής για πιστωτικά ιδρύματα που ασκούν το δικαίωμα εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε άλλα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Επομένως, ως προς τα ζητήματα που καλύπτονται από τα εν λόγω καθήκοντα, δεν υπάρχει καμία ανάγκη για καταμερισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής, ούτε για ειδικές διαδικασίες κοινοποίησης, και οι σχετικές διατάξεις δεν θα εφαρμόζονται πλέον μεταξύ συμμετεχόντων κρατών μελών.

Βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης, οι εποπτικές αρχές των διασυνοριακών τραπεζικών ομίλων συμμετέχουν στην ενοποιημένη εποπτεία του ομίλου και συντονίζουν τις εποπτικές δραστηριότητές τους στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών. Ωστόσο, για τα τραπεζικούς ομίλους εγκατεστημένους μόνον σε συμμετέχοντα κράτη μέλη, η ΕΚΤ θα αναλάβει όλα τα σχετικά εποπτικά καθήκοντα. Ως εκ τούτου, για τους εν λόγω ομίλους δεν θα εφαρμόζονται πλέον οι διατάξεις για τη συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών και για τα σώματα εποπτών.

4.4.        Σχέση με κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ

Στην πρόταση λαμβάνεται υπόψη, με τρεις τρόπους, η κατάσταση των κρατών μελών που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ.

Πρώτον, βάσει της συναφούς πρότασης για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, προτείνεται να τροποποιηθούν οι ρυθμίσεις περί ψήφων στο πλαίσιο της ΕΑΤ, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι δομές λήψης αποφάσεων της ΕΑΤ εξακολουθούν να είναι εξισορροπημένες και αποτελεσματικές και διασφαλίζουν πλήρως την ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς (βλ. τμήμα 4.1.3).

Δεύτερον, όσον αφορά την εποπτεία των διασυνοριακών τραπεζών που δραστηριοποιούνται τόσο εντός όσο και εκτός της ζώνης του ευρώ, με την πρόταση δεν επηρεάζεται με κανέναν τρόπο η θέση των μη συμμετεχόντων κρατών μελών στα σώματα εποπτών που συγκροτούνται βάσει της οδηγίας 2006/48/EΚ. Οι διατάξεις σχετικά με τα εν λόγω σώματα και η υποχρέωση συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών στην ενοποιημένη εποπτεία και μεταξύ των εποπτικών αρχών καταγωγής και υποδοχής θα εφαρμόζονται πλήρως στην ΕΚΤ – ως αρμόδιας αρχής για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Οι διατάξεις αυτές θα αποτελέσουν αποτελεσματικό πλαίσιο για τη συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών εποπτικών αρχών στα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ.

Τρίτον, τα κράτη μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, αλλά επιθυμούν να συμμετάσχουν στην τραπεζική ένωση, θα έχουν τη δυνατότητα να καθιερώσουν στην μη εποπτική συνεργασία με την ΕΚΤ, εφόσον πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σε αυτές περιλαμβάνεται ιδίως η προϋπόθεση να συμμορφώνονται τα εν λόγω κράτη μέλη με τις σχετικές πράξεις της ΕΚΤ και να τις εφαρμόζουν. Για ένα κράτος μέλος το οποίο έχει προβεί σε ρύθμιση στενής συνεργασίας, η ΕΚΤ θα ασκεί τα εποπτικά καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Ένας εκπρόσωπος του κράτους μέλους μπορεί να λαμβάνει μέρος στις δραστηριότητες του εποπτικού συμβουλίου, του οποίου η σύσταση προβλέπεται στον κανονισμό, για τον προγραμματισμό και την εκτέλεση των καθηκόντων της ΕΚΤ στο πεδίο της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην απόφαση για την καθιέρωση της στενής συνεργασίας, σύμφωνα με το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.

4.5.        Οργανωτικές αρχές

4.5.1.     Ανεξαρτησία και λογοδοσία

Η ΕΚΤ θα είναι ανεξάρτητη κατά τη διενέργεια της τραπεζικής εποπτείας και θα υπόκειται σε αυστηρές διατάξεις περί λογοδοσίας, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι χρησιμοποιεί τις εποπτικές της εξουσίες κατά τον πλέον αποτελεσματικό και αναλογικό τρόπο, εντός των ορίων που καθορίζονται από τη Συνθήκη, παράλληλα με τις ρυθμίσεις που προβλέπονται για τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Επομένως, η ΕΚΤ θα πρέπει να λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο/στην Ευρωομάδα. Η ΕΚΤ θα υπόκειται σε απαιτήσεις τακτικής υποβολής εκθέσεων και θα απαντά σε ερωτήσεις. Ο/Η Πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου θα παρουσιάζει ετήσια έκθεση σχετικά με τις εποπτικές δραστηριότητες της ΕΚΤ στο ΕΚ και στην Ευρωομάδα, και μπορεί να καλείται σε ακρόαση από τις αρμόδιες επιτροπές του ΕΚ σε κάθε άλλη περίσταση. Η ΕΚΤ θα υποχρεούται επίσης να απαντά σε οιεσδήποτε ερωτήσεις θέτει το ΕΚ και τα μέλη του σχετικά με τις εποπτικές της δραστηριότητες. Εξάλλου, βάσει της Συνθήκης, ο/η Πρόεδρος και ο/η Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, ως του οργάνου με την τελική αρμοδιότητα για τις ενέργειες της ΕΚΤ, όπως και τα άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής, διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατόπιν διαβουλεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αφού ο/η Πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου θα επιλέγεται από τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής, εξασφαλίζεται επίσης σημαντικός ρόλος του ΕΚ στην επιλογή του/της Προέδρου. Όσον αφορά τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με το άρθρο 314 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ο προϋπολογισμός της ΕΚΤ δεν αποτελεί μέρος του προϋπολογισμού της Ένωσης. Παρόλα ταύτα, προκειμένου να διασφαλίζεται λογοδοσία στο πλαίσιο αυτό, θα απαιτείται από την ΕΚΤ να καταρτίζει γραμμή του προϋπολογισμού για τα εποπτικά καθήκοντα χωριστή από τον γενικό της προϋπολογισμό. Οι σχετικές δαπάνες για τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ θα χρηματοδοτούνται με τη χρέωση τελών από τα εποπτευόμενα ιδρύματα.

4.5.2.     Διακυβέρνηση

Θα υπάρχει αυστηρός διαχωρισμός των καθηκόντων νομισματικής πολιτικής από τα εποπτικά καθήκοντα, προκειμένου να αποκλείονται ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των στόχων της νομισματικής πολιτικής και της προληπτικής εποπτείας. Για να εφαρμοστεί ο αναγκαίος διαχωρισμός μεταξύ των δύο καθηκόντων και να διασφαλιστεί η ενδεδειγμένη προσοχή στα εποπτικά καθήκοντα, η ΕΚΤ θα διασφαλίσει ότι όλες οι προπαρασκευαστικές και εκτελεστικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της ΕΚΤ θα εκτελούνται από όργανα και διοικητικά τμήματα διαχωρισμένα από εκείνα που είναι αρμόδια για τη νομισματική πολιτική. Για τον σκοπό αυτόν, θα συσταθεί ένα εποπτικό συμβούλιο, το οποίο θα προετοιμάζει αποφάσεις για εποπτικά θέματα. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα είναι σε τελικό βαθμό υπεύθυνο για τη λήψη αποφάσεων, αλλά μπορεί να αποφασίσει να αναθέσει ορισμένα καθήκοντα ή εξουσίες λήψης αποφάσεων στο εποπτικό συμβούλιο. Επικεφαλής του εποπτικού συμβουλίου θα είναι ο/η Πρόεδρος και ένας/μια Αντιπρόεδρος, που εκλέγονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Το εποπτικό συμβούλιο απαρτίζεται, επιπλέον αυτών, από τέσσερις εκπροσώπους της ΕΚΤ και από έναν εκπρόσωπο κάθε μιας εθνικής κεντρικής τράπεζας ή άλλης εθνικής αρμόδιας αρχής.

4.5.3.     Ανταλλαγή πληροφοριών

Κατά την άσκηση των εποπτικών εξουσιών της, η ΕΚΤ θα υπόκειται στις απαιτήσεις περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπονται στην ενωσιακή τραπεζική νομοθεσία και θα της επιτρέπεται να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις σχετικές εθνικές αρχές, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην εν λόγω νομοθεσία.

4.6.        Έναρξη ισχύος και επανεξέταση

Επειδή είναι επείγον να συγκροτηθεί ένας αποτελεσματικός ΕΕΜ, ο κανονισμός θα αρχίσει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2013. Προκειμένου να διασφαλιστεί ομαλή έναρξη του μηχανισμού, προβλέπεται προσέγγιση σταδιακής θέσης σε εφαρμογή, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η δυνατότητα να εφαρμόζει η ΕΚΤ, από την 1η Ιανουαρίου 2013, τα εποπτικά της καθήκοντα σε οποιαδήποτε τράπεζα, και ιδίως τράπεζες που έχουν λάβει ή ζητήσει δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, ενώ τα πλέον σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, ευρωπαϊκής συστημικής σημασίας, θα υπόκεινται στην εποπτεία της ΕΚΤ από την 1η Ιουλίου 2013. Η ΕΚΤ θα αναλάβει πλήρως τα καθήκοντά της όσον αφορά όλες τις άλλες τράπεζες το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2014.

Αναμένεται ότι η οδηγία σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και ο κανονισμός σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, που προτάθηκαν από την Επιτροπή στις 20 Ιουλίου 2011 (δέσμη CRD IV)[1], θα τεθούν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2013 και, συνεπώς, η ΕΚΤ θα είναι σε θέση να ασκήσει τα εποπτικά της καθήκοντα με βάση τις πράξεις αυτές. Παρά ταύτα, εάν δεν συμβεί αυτό, μια ειδική μεταβατική διάταξη παρέχει τη δυνατότητα στην ΕΚΤ να εκτελεί τα καθήκοντά της ήδη με βάση τις οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (CRD III).

Έως την 1η Ιανουαρίου 2016, η Επιτροπή θα δημοσιεύσει έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του ΕΕΜ και των διαδικασιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

5.           ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η παρούσα πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ένωσης, εφόσον, σύμφωνα με τη Συνθήκη, ο προϋπολογισμός της ΕΚΤ δεν αποτελεί μέρος του προϋπολογισμού της Ένωσης.

2012/0242 (CNS)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 6,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[2],

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[3],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)       Τις τελευταίες δεκαετίες, η Ένωση έχει πραγματοποιήσει αξιοσημείωτη πρόοδο όσον αφορά τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς για τις τραπεζικές υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, σε πολλά κράτη μέλη τραπεζικοί όμιλοι που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη κατέχουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς, και τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν διαφοροποιήσει γεωγραφικά τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες ιδίως εντός της ζώνης του ευρώ.

(2)       Η διατήρηση και η εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς για τις τραπεζικές υπηρεσίες έχει ουσιώδη σημασία προκειμένου να προαχθεί η οικονομική ανάκαμψη στην Ένωση. Ωστόσο, αυτό αποτελεί όλο και μεγαλύτερη πρόκληση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η πορεία προς την ολοκλήρωση των τραπεζικών αγορών στην Ένωση ανακόπτεται.

(3)       Ταυτοχρόνως, οι εποπτικές αρχές πρέπει να επιταχύνουν τον εποπτικό έλεγχο που ασκούν, προκειμένου να λάβουν υπόψη τα διδάγματα της χρηματοοικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών, και να είναι σε θέση να επιβλέπουν εξαιρετικά πολυσύνθετες και διασυνδεδεμένες αγορές και ιδρύματα.

(4)       Η αρμοδιότητα για την εποπτεία των επιμέρους πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ένωση παραμένει, κατά κύριο λόγο, σε εθνικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό περιορίζει την αποτελεσματικότητα της εποπτείας και την ικανότητα των εποπτικών αρχών να καταλήξουν σε κοινή αντίληψη όσον αφορά την ευρωστία του τραπεζικού τομέα σε ολόκληρη την Ένωση. Επομένως, για να διατηρηθούν και να αυξηθούν οι θετικές επιπτώσεις της ολοκλήρωσης της αγοράς στην ανάπτυξη και την ευημερία, θα πρέπει να ενισχυθεί η ολοκλήρωση των εποπτικών αρμοδιοτήτων.

(5)       Η αντοχή των πιστωτικών ιδρυμάτων, σε πολλές περιστάσεις, συνδέεται ακόμη στενά με το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένα. Οι αμφιβολίες ως προς τη διατηρησιμότητα του δημοσίου χρέους, τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, και τη βιωσιμότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων συνεχώς δημιουργούν αρνητικές, ανατροφοδοτούμενες τάσεις της αγοράς. Η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε κινδύνους σχετικά με τη βιωσιμότητα ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και για σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, και ενδέχεται να επιβαρύνει σοβαρά τα ήδη πιεζόμενα δημόσια οικονομικά των σχετικών κρατών μελών. Το πρόβλημα ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τη ζώνη του ευρώ, όπου η ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος αυξάνει την πιθανότητα οι αρνητικές εξελίξεις σε ένα κράτος μέλος να δημιουργήσουν κινδύνους για την οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της.

(6)       Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), που συστάθηκε το 2011 με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών)[4], και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, που συστάθηκε με το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (ΕΑΑΕΣ)[5] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (ΕΑΚΑΑ)[6] έχουν βελτιώσει σημαντικά τη συνεργασία μεταξύ των αρχών τραπεζικής εποπτείας στην Ένωση. Η ΕΑΤ συνεισφέρει σημαντικά στη δημιουργία ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην Ένωση, και είχε καίριο ρόλο στην πραγματοποίηση, με συνέπεια, της ανακεφαλαιοποίησης σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων της Ένωσης, που συμφωνήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τον Οκτώβριο του 2011.

(7)       Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απηύθυνε εκκλήσεις, σε διάφορες περιστάσεις, για τον καθορισμό ενός ευρωπαϊκού οργάνου που να είναι άμεσα αρμόδιο για ορισμένα εποπτικά καθήκοντα σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αρχής γενομένης με το ψήφισμα, της 13ης Απριλίου 2000, επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής: Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: σχέδιο δράσης[7], και το ψήφισμα, της 21ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση[8].

(8)       Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 29ης Ιουνίου 2012, κάλεσε τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να αναπτύξει οδικό χάρτη για την υλοποίηση μιας ουσιαστικής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Την ίδια ημέρα, η Σύνοδος Κορυφής των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ επεσήμανε ότι αφ’ ότου θεσπισθεί αποτελεσματικός ενιαίος εποπτικός μηχανισμός για τις τράπεζες στην ευρωζώνη, στον οποίον θα συμμετέχει και η ΕΚΤ, ο ΕΜΣ θα μπορούσε, μετά τη λήψη σχετικής απόφασης, να έχει τη δυνατότητα άμεσης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, η οποία θα υπόκειται στις κατάλληλες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η συμμόρφωση προς τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

(9)       Επομένως, θα πρέπει να διαμορφωθεί μια ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, στηριζόμενη σε ένα γνήσιο ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, για το σύνολο της ενιαίας αγοράς, και αποτελούμενη από έναν ενιαίο εποπτικό μηχανισμό, και ένα κοινό πλαίσιο ασφάλισης των καταθέσεων και εξυγίανσης. Λόγω των στενών δεσμών και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των κρατών μελών που συμμετέχουν στο κοινό νόμισμα, η τραπεζική ένωση θα πρέπει να ισχύει τουλάχιστον για όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Με προοπτική τη διατήρηση και την εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς, και στον βαθμό που αυτό είναι θεσμικά δυνατό, η τραπεζική ένωση θα πρέπει επίσης να είναι ανοικτή στη συμμετοχή άλλων κρατών μελών.

(10)     Ως πρώτο βήμα προς την τραπεζική ένωση, ένας ενιαίος εποπτικός μηχανισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η πολιτική της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων τίθεται σε εφαρμογή με συνοχή και αποτελεσματικότητα, ότι το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες εφαρμόζεται εξίσου στα πιστωτικά ιδρύματα σε όλα τα σχετικά κράτη μέλη, και ότι αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε εποπτεία ύψιστης ποιότητας, απερίσπαστη από άλλες εκτιμήσεις εκτός πλαισίου προληπτικής εποπτείας. Η ύπαρξη ενός ενιαίου εποπτικού μηχανισμού αποτελεί τη βάση για τα επόμενα βήματα προς την Τραπεζική Ένωση. Σε αυτό αποτυπώνεται η αρχή ότι κάθε εισαγωγής κοινών μηχανισμών παρέμβασης στην περίπτωση κρίσεων θα πρέπει να προηγούνται κοινοί έλεγχοι, ώστε να μειωθεί η πιθανότητα να πρέπει να χρησιμοποιηθούν μηχανισμοί παρέμβασης.

(11)     Ως κεντρική τράπεζα της ζώνης του ευρώ, με εκτενή εμπειρογνωμοσύνη σε ζητήματα μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η ΕΚΤ βρίσκεται σε ιδανική θέση προκειμένου να αναλάβει εποπτικά καθήκοντα, με εστίαση στην προστασία της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρώπης. Πράγματι, σε πολλά κράτη μέλη οι Κεντρικές Τράπεζες είναι ήδη αρμόδιες για την εποπτεία των τραπεζών. Επομένως, θα πρέπει να ανατεθούν στην ΕΚΤ ειδικά καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων εντός της ζώνης του ευρώ.

(12)     Στην ΕΚΤ θα πρέπει να ανατεθούν εκείνα τα ειδικά εποπτικά καθήκοντα που είναι καίριας σημασίας ώστε να διασφαλίζεται συνεπής και αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ άλλα καθήκοντα θα πρέπει να παραμείνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Τα καθήκοντα της ΕΚΤ θα πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα που λαμβάνονται για την επίτευξη μακροπροληπτικής σταθερότητας.

(13)     Για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος έχει ουσιώδη σημασία η ασφάλεια και η ευρωστία των μεγάλων τραπεζών. Ωστόσο, οι πρόσφατες εμπειρίες δείχνουν ότι και από τις μικρότερες τράπεζες μπορούν να προέλθουν απειλές για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί εποπτικά καθήκοντα όσον αφορά όλες τις τράπεζες των συμμετεχόντων κρατών μελών.

(14)     Η χορήγηση άδειας λειτουργίας πριν από την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος αποτελεί βασική προληπτική τεχνική, ώστε να διασφαλίζεται ότι μόνο παράγοντες με υγιή οικονομική βάση με οργάνωση ικανή να αντιμετωπίσει τους ειδικούς κινδύνους που είναι εγγενείς στην αποδοχή καταθέσεων και τη χορήγηση πιστώσεων, καθώς και με κατάλληλους διευθυντές, ασχολούνται με αυτές τις δραστηριότητες. Επομένως, η ΕΚΤ θα πρέπει να έχει το καθήκον να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα και θα πρέπει να είναι αρμόδια για την ανάκληση των αδειών λειτουργίας.

(15)     Επιπλέον των προϋποθέσεων που καθορίζονται στις ενωσιακές νομοθετικές πράξεις σχετικά με την αδειοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των περιπτώσεων ανάκλησης των εν λόγω αδειών, τα κράτη μέλη ενδέχεται να προβλέπουν σήμερα περαιτέρω προϋποθέσεις για την αδειοδότηση και τις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ανάκληση της άδειας. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ θα πρέπει να ασκεί το καθήκον της για χορήγηση άδειας σε πιστωτικά ιδρύματα και για ανάκληση της άδειας, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την εθνική νομοθεσία, κατόπιν προτάσεων από τη σχετική αρμόδια αρχή, η οποία αξιολογεί τη συμμόρφωση με τις σχετικές προϋποθέσεις που καθορίζονται στην εθνική νομοθεσία.

(16)     Η αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε νέου ιδιοκτήτη, πριν από την αγορά σημαντικού μεριδίου σε πιστωτικό ίδρυμα, είναι απαραίτητο εργαλείο προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεχής καταλληλότητα και η οικονομική ευρωστία των ιδιοκτητών των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ΕΚΤ, ως θεσμικό όργανο της Ένωσης, βρίσκεται σε ιδανική θέση για να διενεργεί την αξιολόγηση αυτή, χωρίς να επιβάλλονται αδικαιολόγητοι περιορισμοί στην εσωτερική αγορά. Η ΕΚΤ θα πρέπει να έχει το καθήκον να αξιολογεί την απόκτηση και τη διάθεση σημαντικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα.

(17)     Η συμμόρφωση με τους κανόνες της Ένωσης, οι οποίοι επιβάλλουν στα πιστωτικά ιδρύματα να κατέχουν ορισμένα επίπεδα κεφαλαίου έναντι κινδύνων εγγενών στην επιχειρηματική δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, να περιορίζουν το μέγεθος των εκθέσεων σε μεμονωμένους αντισυμβαλλομένους, να δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να διαθέτουν επαρκή ρευστά διαθέσιμα για την αντιμετώπιση ακραίων καταστάσεων στην αγορά, και να περιορίζουν τη μόχλευση, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων από άποψη προληπτικής εποπτείας. Η ΕΚΤ θα πρέπει να έχει το καθήκον να διασφαλίζει συμμόρφωση με τους εν λόγω κανόνες και να καθορίζει υψηλότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, όπως και να εφαρμόζει πρόσθετα μέτρα στα πιστωτικά ιδρύματα, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται στις ενωσιακές πράξεις.

(18)     Τα πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένου ενός αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και ενός αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα συγκεντρώνουν επαρκή κεφαλαιακή βάση σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης ώστε να απορροφούν ζημίες σε περιόδους ακραίων καταστάσεων, αποτελούν βασικά εργαλεία προληπτικής εποπτείας, που διασφαλίζουν ότι υπάρχει διαθέσιμη επαρκής δυνατότητα απορρόφησης των ζημιών. Η ΕΚΤ θα πρέπει να έχει το καθήκον να επιβάλλει τα εν λόγω αποθέματα ασφαλείας και να διασφαλίζει τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων προς αυτά.

(19)     Η ασφάλεια και η ευρωστία ενός πιστωτικού ιδρύματος εξαρτώνται επίσης από την κατανομή επαρκούς εσωτερικού κεφαλαίου, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων στους οποίους ενδέχεται να εκτεθεί, και από την ύπαρξη κατάλληλων δομών εσωτερικής οργάνωσης και ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης. Συνεπώς, η ΕΚΤ θα πρέπει να έχει το καθήκον να εφαρμόζει απαιτήσεις που διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν άρτιες ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων στρατηγικών και διαδικασιών για την αξιολόγηση και τη διατήρηση της επάρκειας των εσωτερικών τους κεφαλαίων. Σε περίπτωση ελλείψεων, θα πρέπει επίσης να έχει το καθήκον να επιβάλλει ενδεδειγμένα μέτρα, μεταξύ άλλων ειδικές απαιτήσεις πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων, ειδικές απαιτήσεις δημοσίευσης και ειδικές απαιτήσεις ρευστότητας.

(20)     Οι κίνδυνοι για την ασφάλεια και την ευρωστία ενός πιστωτικού ιδρύματος μπορούν να προκύψουν τόσο στο επίπεδο ενός επιμέρους πιστωτικού ιδρύματος όσο και στο επίπεδο ενός τραπεζικού ομίλου ή ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων. Είναι σημαντικό να προβλέπονται ειδικές εποπτικές ρυθμίσεις για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επιπλέον της εποπτείας μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, στα καθήκοντα της ΕΚΤ θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται η εποπτεία στο ενοποιημένο επίπεδο, η συμπληρωματική εποπτεία, η εποπτεία χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και η εποπτεία μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών.

(21)     Προκειμένου να διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, πρέπει να ανορθώνεται η χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση ενός ιδρύματος, η οποία έχει επιδεινωθεί, πριν αυτό το ίδρυμα φθάσει σε σημείο που οι αρχές να μην έχουν άλλη εναλλακτική λύση πλην της εξυγίανσής του. Η ΕΚΤ θα πρέπει να έχει το καθήκον να προβαίνει σε ενέργειες έγκαιρης παρέμβασης, όπως ορίζονται στη σχετική ενωσιακή νομοθεσία. Θα πρέπει, ωστόσο, να συντονίζει τις ενέργειές της έγκαιρης παρέμβασης με τις σχετικές αρχές εξυγίανσης. Εν αναμονή της ανάθεσης εξουσιών εξυγίανσης σε ευρωπαϊκό όργανο, η ΕΚΤ θα πρέπει επιπλέον να προβαίνει σε κατάλληλο συντονισμό με τις σχετικές εθνικές αρχές, ώστε να διασφαλίζεται κοινή αντίληψη ως προς τις αντίστοιχες αρμοδιότητες σε περίπτωση κρίσεων, ιδίως στο πλαίσιο των διασυνοριακών ομάδων διαχείρισης κρίσεων και στα μελλοντικά σώματα εξυγίανσης που συγκροτούνται για τους σκοπούς αυτούς.

(22)     Τα εποπτικά καθήκοντα που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ θα πρέπει να παραμείνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Στα καθήκοντα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνεται η εξουσία να λαμβάνουν κοινοποιήσεις από πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά το δικαίωμα εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Να εποπτεύουν φορείς που δεν καλύπτονται από τον ορισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει του ενωσιακού δικαίου, αλλά υπόκεινται σε εποπτεία ως πιστωτικά ιδρύματα βάσει του εθνικού δικαίου, να εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα από τρίτες χώρες τα οποία ιδρύουν υποκατάστημα ή παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες στην Ένωση, να εποπτεύουν υπηρεσίες πληρωμών, να προβαίνουν σε καθημερινές εξακριβώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα, να ασκούν τη λειτουργία αρμοδίων αρχών έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και την πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(23)     Η ΕΚΤ θα πρέπει να ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με σκοπό της διασφάλιση της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση, και της ενότητας και της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας επίσης με τον τρόπο αυτόν την προστασία των καταθετών και τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, σύμφωνα με το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην Ένωση.

(24)     Η ανάθεση εποπτικών καθηκόντων στην ΕΚΤ για ορισμένα από τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι συνεπής με το πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), που δημιουργήθηκε το 2010 και τον υποκείμενο στόχο του να αναπτυχθεί το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων και να ενισχυθεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε ολόκληρη την Ένωση. Η συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών των τραπεζών και των εποπτικών αρχών του ασφαλιστικού τομέα και των αγορών κινητών αξιών είναι σημαντική, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος και να διασφαλιστεί κατάλληλη εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται επίσης στους τομείς των ασφαλίσεων και των κινητών αξιών. Επομένως, θα πρέπει να απαιτείται από την ΕΚΤ να συνεργάζεται στενά με την ΕΑΤ, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ.

(25)     Για να διασφαλίζεται συνέπεια μεταξύ των εποπτικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην ΕΚΤ και της λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της ΕΑΤ, η ΕΚΤ θα πρέπει να συντονίζει μια κοινή θέση μεταξύ των εκπροσώπων των εθνικών αρχών των συμμετεχόντων κρατών μελών όσον αφορά θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.

(26)     Η ΕΚΤ θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της υπό την επιφύλαξη και τηρουμένου του όποιου σχετικού κανόνα της ενωσιακής νομοθεσίας, όπου συμπεριλαμβάνεται το σύνολο του πρωτογενούς και δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, οι αποφάσεις της Επιτροπής στο τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι κανόνες ανταγωνισμού και ελέγχου των συγχωνεύσεων και το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων, που εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη. Στην ΕΑΤ είναι επιφορτισμένη με την κατάρτιση σχεδίων τεχνικών προτύπων και κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, που να διασφαλίζουν την εποπτική σύγκλιση και τη συνοχή των εποπτικών αποτελεσμάτων εντός της ΕΕ. Η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να αντικαταστήσει την ΕΑΤ στην άσκηση αυτών των καθηκόντων και, συνεπώς, θα πρέπει να ασκεί εξουσίες για την έκδοση κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 132 της ΣΛΕΕ μόνον όταν οι ενωσιακές πράξεις που εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με βάση σχέδια που καταρτίζονται από την ΕΑΤ, ή οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ δεν ασχολούνται με ορισμένες πτυχές που είναι αναγκαίες για την ορθή άσκηση των καθηκόντων της ΕΚΤ ή δεν ασχολούνται με αυτά αρκετά λεπτομερώς.

(27)     Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εποπτικοί κανόνες και αποφάσεις εφαρμόζονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, σε περίπτωση παραβάσεων θα πρέπει να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 132 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων[9], η ΕΚΤ δικαιούται να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές στις επιχειρήσεις, λόγω μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της. Επιπλέον, προκειμένου η ΕΚΤ να είναι σε θέση να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της όσον αφορά την επιβολή των εποπτικών κανόνων που προβλέπονται στην άμεσα εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία, η ΕΚΤ θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να επιβάλει χρηματικά πρόστιμα σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρίες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρίες συμμετοχών λόγω παράβασης των εν λόγω κανόνων. Οι εθνικές αρχές θα πρέπει να διατηρήσουν τη δυνατότητα να επιβάλουν κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εθνική νομοθεσία για τη μεταφορά οδηγιών της Ένωσης. Εάν η ΕΚΤ κρίνει σκόπιμο, για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, να επιβληθούν κυρώσεις για τις εν λόγω παραβάσεις, θα πρέπει εν προκειμένω να είναι σε θέση να παραπέμπει το ζήτημα στις εθνικές αρχές.

(28)     Οι εθνικές εποπτικές αρχές διαθέτουν σημαντική και μακρόχρονη εμπειρογνωμοσύνη στην εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων στο έδαφός τους, καθώς και όσον αφορά τις οικονομικές, οργανωτικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητές τους. Έχουν συγκροτήσει ένα μεγάλο σώμα αφοσιωμένου και εξαιρετικά ειδικευμένου προσωπικού για τους σκοπούς αυτούς. Επομένως, για να διασφαλιστεί ευρωπαϊκή εποπτεία υψηλού επιπέδου, οι εθνικές εποπτικές αρχές θα πρέπει να επικουρούν την ΕΚΤ κατά την προπαρασκευή και την εφαρμογή των σχετικών πράξεων για την άσκηση από την ΕΚΤ των εποπτικών της καθηκόντων. Στα καθήκοντά τους θα πρέπει να περιλαμβάνεται ιδίως η συνεχής καθημερινή αξιολόγηση της κατάστασης μιας τράπεζας και οι συναφείς επιτόπιες εξακριβώσεις.

(29)     Όσον αφορά την εποπτεία διασυνοριακών τραπεζών που δραστηριοποιούνται τόσο εντός όσο και εκτός της ζώνης του ευρώ, η ΕΚΤ θα πρέπει να συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών. Ως αρμόδια αρχή, η ΕΚΤ θα πρέπει να υπόκειται στις συναφείς υποχρεώσεις να συνεργάζεται και να ανταλλάσσει πληροφορίες βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, θα πρέπει δε να συμμετέχει πλήρως στα σώματα εποπτών. Εξάλλου, αφού η άσκηση εποπτικών καθηκόντων από ένα ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο αποφέρει σαφή οφέλη από άποψη χρηματοοικονομικής σταθερότητας και διατηρήσιμης ολοκλήρωσης της αγοράς, τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στο κοινό νόμισμα θα πρέπει άρα να έχουν και αυτά τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στον νέο μηχανισμό. Ωστόσο, αναγκαία προϋπόθεση για αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων είναι να εφαρμόζονται πλήρως και χωρίς καθυστέρηση οι εποπτικές αποφάσεις. Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να συμμετάσχουν στο νέο μηχανισμό θα πρέπει, επομένως, να αναλάβουν να διασφαλίσουν ότι οι εθνικές αρμόδιες αρχές τους θα συμμορφώνονται και θα υιοθετούν κάθε μέτρο σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα, το οποίο ζητείται από την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ θα πρέπει να μπορεί να καθιερώνει στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους που δεν συμμετέχει στο κοινό νόμισμα. Θα πρέπει να υποχρεούται να καθιερώσει τη συνεργασία, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εκπρόσωποι των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών που καθιέρωσαν στενή συνεργασία λαμβάνουν μέρος στις δραστηριότητες του εποπτικού συμβουλίου θα πρέπει να επιτρέπει τη μέγιστη δυνατή συμμετοχή των εν λόγω εκπροσώπων, λαμβανομένων υπόψη των ορίων που απορρέουν από το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, ιδίως όσον αφορά την ακεραιότητα της διαδικασίας λήψης των αποφάσεών της.

(30)     Προκειμένου να ασκεί τα καθήκοντά της, η ΕΚΤ θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς εποπτικές εξουσίες. Η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέπει την ανάθεση ορισμένων εξουσιών σε αρμόδιες αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς αυτούς. Στον βαθμό που οι εν λόγω εξουσίες εμπίπτουν στο πεδίο των εποπτικών καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ, για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη η ΕΚΤ θα πρέπει να θεωρείται η αρμόδια αρχή και θα πρέπει να διαθέτει τις εξουσίες που ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές από την ενωσιακή νομοθεσία. Συμπεριλαμβάνονται οι εξουσίες που ανατίθενται με τις εν λόγω πράξεις στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και οι εξουσίες που ανατίθενται στις ορισθείσες αρχές.

(31)     Προκειμένου να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της, η ΕΚΤ θα πρέπει να μπορεί να απαιτεί όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ισχύουν για τις εποπτευόμενες οντότητες, τα πρόσωπα που συμμετέχουν στις δραστηριότητες των εν λόγω οντοτήτων και τους σχετιζόμενους με αυτές τρίτους, τους τρίτους στους οποίους οι οντότητες αυτές ανέθεσαν επιχειρησιακά καθήκοντα ή δραστηριότητες, καθώς και τα πρόσωπα που έχουν άλλη στενή και ουσιαστική σχέση ή σύνδεση με τις δραστηριότητες των εν λόγω οντοτήτων, συμπεριλαμβάνεται δε το προσωπικό μιας εποπτευόμενης οντότητας που δεν συμμετέχει άμεσα στις δραστηριότητές της, αλλά, λόγω της λειτουργίας του στο πλαίσιο της οντότητας, μπορεί να κατέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένο θέμα, όπως και οι εταιρείες που έχουν παράσχει υπηρεσίες στις οντότητες αυτές. Η ΕΚΤ θα πρέπει να μπορεί να απαιτεί πληροφορίες με απλό αίτημα, βάσει του οποίου το πρόσωπο από το οποίο αιτούνται αυτές οι πληροφορίες δεν είναι υποχρεωμένο να παράσχει τις πληροφορίες, αλλά, σε περίπτωση που το κάνει εκούσια, οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν θα πρέπει να είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές και θα πρέπει να παρέχονται χωρίς καθυστέρηση. Η ΕΚΤ θα πρέπει επίσης να μπορεί να απαιτεί πληροφορίες με απόφαση.

(32)     Σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα ασκούν το δικαίωμά τους για εγκατάσταση ή για παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος, ή σε περίπτωση που διάφορες οντότητες ενός ομίλου είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, η ενωσιακή νομοθεσία προβλέπει ειδικές διαδικασίες και κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των σχετικών κρατών μελών. Εφόσον η ΕΚΤ αναλαμβάνει ορισμένα εποπτικά καθήκοντα για όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, οι εν λόγω διαδικασίες και κατανομή δεν θα πρέπει να ισχύουν για την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών σε άλλο συμμετέχον κράτος μέλος.

(33)     Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η ΕΚΤ θα πρέπει να δεσμεύεται από τους ενωσιακούς κανόνες και τις γενικές αρχές για δίκαιη δίκη και διαφάνεια. Θα πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό το δικαίωμα ακρόασης για τους αποδέκτες των αποφάσεων της ΕΚΤ.

(34)     Η ανάθεση εποπτικών καθηκόντων συνεπάγεται σημαντική ευθύνη για την ΕΚΤ, προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην Ένωση, και να χρησιμοποιεί τις εποπτικές εξουσίες της κατά τον πλέον αποτελεσματικό και αναλογικό τρόπο. Συνεπώς, η ΕΚΤ θα πρέπει να λογοδοτεί σχετικά με την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο Υπουργών, αντιστοίχως και στην Ευρωομάδα, θεσμικά όργανα δημοκρατικά νομιμοποιημένα, που εκπροσωπούν τους λαούς της Ευρώπης και τα κράτη μέλη. Η λογοδοσία θα πρέπει να περιλαμβάνει τακτική υποβολή εκθέσεων και απάντηση σε ερωτήσεις. Σε περίπτωση που οι εθνικές εποπτικές αρχές προβαίνουν σε ενέργειες βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις περί λογοδοσίας που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία.

(35)     Η ΕΚΤ είναι αρμόδια για την άσκηση λειτουργιών νομισματικής πολιτικής, με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Η άσκηση των εποπτικών καθηκόντων έχει ως στόχο την προστασία της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Προκειμένου να αποφευχθούν συγκρούσεις συμφερόντων και να διασφαλίζεται ότι κάθε λειτουργία ασκείται σύμφωνα με τους ισχύοντες στόχους, η ΕΚΤ θα πρέπει να διασφαλίζει την άσκησή τους με πλήρη διαχωρισμό.

(36)     Συγκεκριμένα, θα πρέπει να συσταθεί στο πλαίσιο της ΕΚΤ ένα εποπτικό συμβούλιο, αρμόδιο για την προπαρασκευή αποφάσεων επί εποπτικών θεμάτων, όπου θα ενσωματώνεται η ειδική εμπειρογνωμοσύνη των εθνικών εποπτικών αρχών. Επομένως στο συμβούλιο θα πρέπει να προεδρεύει ένας/μια Πρόεδρος και ένας/μια Αντιπρόεδρος, που εκλέγονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Το συμβούλιο θα πρέπει να απαρτίζεται, επιπλέον, από εκπροσώπους της ΕΚΤ και των εθνικών αρχών. Προκειμένου να υπάρχει κατάλληλη εναλλαγή, με ταυτόχρονη διασφάλιση της πλήρους ανεξαρτησίας του/της Προέδρου και του/της Αντιπροέδρου, η θητεία τους δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε έτη, ούτε να είναι ανανεώσιμη. Για να διασφαλίζεται πλήρης συντονισμός με τις δραστηριότητες της ΕΑΤ και με τις πολιτικές της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία η ΕΑΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να είναι παρατηρητές στο εποπτικό συμβούλιο. Για την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ απαιτείται η έκδοση μεγάλου αριθμού τεχνικά πολύπλοκων πράξεων και αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων για τα επιμέρους πιστωτικά ιδρύματα. Προκειμένου να εκτελούνται αποτελεσματικά τα εν λόγω καθήκοντα, σύμφωνα με την αρχή του διαχωρισμού από καθήκοντα που άπτονται της νομισματικής πολιτικής, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα πρέπει να μπορεί να αναθέτει στο εποπτικό συμβούλιο ορισμένα, σαφώς καθορισμένα, εποπτικά καθήκοντα και συναφείς αποφάσεις, υπό την επίβλεψη και την ευθύνη του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο μπορεί να δίδει οδηγίες και κατευθύνσεις στο εν λόγω όργανο. Το εποπτικό συμβούλιο μπορεί να επικουρείται από διευθύνουσα επιτροπή, με πιο περιορισμένη σύνθεση.

(37)     Το εποπτικό συμβούλιο και το προσωπικό της ΕΚΤ που εκτελεί εποπτικά καθήκοντα θα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλες απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου. Παρεμφερείς απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύουν για την ανταλλαγή πληροφοριών με το προσωπικό της ΕΚΤ που δεν συμμετέχει στις εποπτικές δραστηριότητες. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει την ΕΚΤ να ανταλλάσσει πληροφορίες, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, μεταξύ άλλων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για τους σκοπούς των καθηκόντων της βάσει των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ και βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας για ενισχυμένη οικονομική και δημοσιονομική επιτήρηση.

(38)     Προκειμένου να εκπληρώνει αποτελεσματικά τα εποπτικά της καθήκοντα, η ΕΚΤ θα πρέπει να ασκεί τα εποπτικά καθήκοντα που της ανατίθενται με πλήρη ανεξαρτησία, ιδίως από αδικαιολόγητη πολιτική επιρροή και από παρεμβολή του κλάδου που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επιχειρησιακής της ανεξαρτησία.

(39)     Προκειμένου να εκτελεί αποτελεσματικά τα εποπτικά καθήκοντά της, η ΕΚΤ θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους. Οι εν λόγω πόροι θα πρέπει να συγκεντρώνονται κατά τρόπο που διασφαλίζει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ από αδικαιολόγητη επιρροή από πλευράς των εθνικών αρμοδίων αρχών και των παραγόντων της αγοράς, καθώς και τον διαχωρισμό μεταξύ των καθηκόντων νομισματικής πολιτικής και εποπτείας. Το κόστος της εποπτείας θα πρέπει, κατά κύριο λόγο, να βαρύνει τις οντότητες που υπόκεινται σε αυτήν. Συνεπώς, η άσκηση των εποπτικών καθηκόντων από την ΕΚΤ θα πρέπει να χρηματοδοτείται, τουλάχιστον εν μέρει, από τέλη που χρεώνονται στα πιστωτικά ιδρύματα. Ενόψει της μεταβίβασης σημαντικών εποπτικών καθηκόντων από τις εθνικές αρχές στην ΕΚΤ, αναμένεται ότι μπορούν να μειωθούν αναλόγως τα όποια εποπτικά τέλη καταβάλλονται σε εθνικό επίπεδο.

(40)     Για την αποτελεσματική εποπτεία είναι απαραίτητο προσωπικό με υψηλή επαγγελματική συνείδηση, καλή εκπαίδευση και αμεροληψία. Προκειμένου να δημιουργηθεί ένας γνήσια ολοκληρωμένος εποπτικός μηχανισμός, θα πρέπει να προβλέπεται ενδεδειγμένη απόσπαση και ανταλλαγή προσωπικού με τις εθνικές εποπτικές αρχές και την ΕΚΤ, καθώς και μεταξύ αυτών. Όταν είναι αναγκαίο για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων, ιδίως κατά την εποπτεία μεγάλων τραπεζών, η ΕΚΤ θα πρέπει να μπορεί να ζητεί να συμμετέχει στις εθνικές εποπτικές ομάδες και προσωπικό από αρμόδιες αρχές άλλων συμμετεχόντων κρατών μελών.

(41)     Με δεδομένες την παγκοσμιοποίηση των τραπεζικών υπηρεσιών και την αυξημένη σημασία των διεθνών προτύπων, η ΕΚΤ θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της όσον αφορά τα διεθνή πρότυπα με διάλογο και στενή συνεργασία με τις εποπτικές αρχές εκτός της Ένωσης, χωρίς να αναπαράγει τον διεθνή ρόλο της ΕΑΤ. Θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με τις εποπτικές αρχές και τις διοικητικές υπηρεσίες τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, σε συντονισμό με την ΕΑΤ και με πλήρη σεβασμό των υφιστάμενων ρόλων και των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

(42)     Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[10] και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[11] εφαρμόζονται πλήρως όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(43)     Για την ΕΚΤ ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)[12]. Επίσης, η ΕΚΤ έχει προσχωρήσει στη Διοργανική Συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

(44)     Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε εποπτεία ύψιστης ποιότητας, απερίσπαστη από άλλες εκτιμήσεις εκτός πλαισίου προληπτικής εποπτείας, και ότι οι αρνητικές αλληλοτροφοδοτούμενες επιπτώσεις από τις εξελίξεις των αγορών, που αφορούν τράπεζες και κράτη μέλη, αντιμετωπίζεται εγκαίρως και αποτελεσματικά, η ΕΚΤ θα πρέπει να αρχίσει να ασκεί ειδικά εποπτικά καθήκοντα το συντομότερο δυνατόν. Όμως, για την μεταβίβαση εποπτικών καθηκόντων από τις εθνικές εποπτικές αρχές στην ΕΚΤ απαιτείται κάποια προετοιμασία. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθεί κατάλληλη περίοδος σταδιακής εφαρμογής. Ο αριθμός των τραπεζών που υπόκεινται στην εποπτεία της ΕΚΤ θα πρέπει να αυξηθεί προοδευτικά λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας της εποπτείας αυτών των τραπεζών για τη διασφάλιση χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Ως πρώτο βήμα, η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί τα εποπτικά καθήκοντά της για οποιαδήποτε τράπεζα, και ιδίως τις τράπεζες που έχουν λάβει ή ζητήσει δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη. Ως δεύτερο βήμα, θα πρέπει να καλύπτονται τράπεζες ευρωπαϊκής συστημικής σημασίας, όπως αντικατοπτρίζεται στα συνολικά τους ανοίγματα και τις διασυνοριακές τους δραστηριότητες. Τα συνολικά ανοίγματα θα πρέπει να υπολογίζονται υπό το πρίσμα των μεθοδολογιών που καθορίζονται στη συμφωνία Βασιλεία III της Επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία, σχετικά με τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης και τον ορισμό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Η διαδικασίας σταδιακής εφαρμογής θα πρέπει να ολοκληρωθεί το αργότερο εντός ενός έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(45)     Το παρόν πλαίσιο απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας για τα πιστωτικά ιδρύματα και την συμπληρωματική εποπτεία χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων διαμορφώνεται από οδηγίες, οι οποίες προβλέπουν σημαντικό αριθμό εναλλακτικών επιλογών και υψηλό βαθμό διακριτικής ευχέρειας για τα κράτη μέλη, όταν οριοθετούν τις εξουσίες των αρμοδίων αρχών. Εν αναμονή της έκδοσης νέων ενωσιακών νομοθετικών πράξεων, όπου θα καθορίζονται λεπτομερώς οι εξουσίες τις οποίες διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές άμεσα και χωρίς αναφορά στις επιλογές ή τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, η ΕΚΤ δεν δύναται άρα να λαμβάνει αποφάσεις άμεσα εφαρμοστέες στα πιστωτικά ιδρύματα, τις χρηματοδοτικές εταιρίες συμμετοχών ή τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρίες συμμετοχών. Ως εκ τούτου, σε αυτή τη μεταβατική φάση, η ΕΚΤ θα πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά της μόνον δίνοντας οδηγίες στις εθνικές αρμόδιες αρχές για να ενεργήσουν.

(46)     Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, και πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(47)     Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, ήτοι η δημιουργία αποδοτικού και αποτελεσματικού εποπτικού πλαισίου για την άσκηση ειδικών εποπτικών καθηκόντων σε πιστωτικά ιδρύματα από θεσμικό όργανο της Ένωσης, και η διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων στα πιστωτικά ιδρύματα, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω της πανευρωπαϊκής δομής της τραπεζικής αγοράς και του αντικτύπου των πτωχεύσεων τραπεζών σε άλλα κράτη μέλη, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Κεφάλαιο Ι

Αντικείμενο και ορισμοί

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Με τον παρόντα κανονισμό ανατίθενται στην ΕΚΤ ειδικά καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ενότητας και της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1) «συμμετέχον κράτος μέλος»: κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα είναι το ευρώ·

(2) «εθνική αρμόδια αρχή»: η εθνική αρμόδια αρχή που ορίζεται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)[13] και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)[14]·

(3) «πιστωτικά ιδρύματα»: πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 1 της οδηγίας 2006/48/EK·

(4) «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 19 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

(5) «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων[15]·

(6) «χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων»: χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

Κεφάλαιο II

Συνεργασία και καθήκοντα

Άρθρο 3

Συνεργασία

Η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, καθώς και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, που αποτελούν μέρη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας το οποίο συστάθηκε με το άρθρο 2 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 4

Καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ

1.           Η ΕΚΤ, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτελεί, για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, τα κατωτέρω καθήκοντα όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη:

α)           Να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα και να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων·

β)           Να αξιολογεί αγορές και εκχωρήσεις συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα·

γ)           Να διασφαλίζει συμμόρφωση με τις πράξεις της Ένωσης που επιβάλλουν στα πιστωτικά ιδρύματα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στους τομείς των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, των ορίων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, της ρευστότητας, της μόχλευσης, καθώς και απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων και δημοσίευσης πληροφοριών σχετικά με τα εν λόγω θέματα·

δ)           μόνον στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται στις ενωσιακές πράξεις, να καθορίζει υψηλότερες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και να εφαρμόζει πρόσθετα μέτρα στα πιστωτικά ιδρύματα·

ε)           Να επιβάλλει την κατοχή κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας από τα πιστωτικά ιδρύματα, επιπλέον των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο στοιχείο γ), συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας και των όποιων άλλων μέτρων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται στις ενωσιακές πράξεις·

στ)         Να εφαρμόζει απαιτήσεις που επιβάλλουν στα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν άρτιες ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς διακυβέρνησης, καθώς και αποτελεσματικές διαδικασίες για την αξιολόγηση της επάρκειας εσωτερικών κεφαλαίων·

ζ)           Να προσδιορίζει κατά πόσον οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους, εξασφαλίζουν υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων τους, και, βάσει του εν λόγω εποπτικού ελέγχου, να επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα ειδικές απαιτήσεις πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων, ειδικές απαιτήσεις δημοσίευσης, ειδικές απαιτήσεις ρευστότητας και άλλα μέτρα, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται στις ενωσιακές πράξεις·

η)           Να διενεργεί εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων στα πιστωτικά ιδρύματα, επικουρικά προς τον εποπτικό έλεγχο·

θ)           Να ασκεί εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στις μητρικές των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένες σε ένα από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, και να συμμετέχει στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, μεταξύ άλλων σε σώματα εποπτών, όσον αφορά μητρικές που δεν είναι εγκατεστημένες σε ένα από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη·

ι)            Να συμμετέχει στη συμπληρωματική εποπτεία ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνει, και να αναλαμβάνει τα καθήκοντα συντονιστή στην περίπτωση που η ΕΚΤ ορίζεται ως ο συντονιστής για έναν χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στη σχετική ενωσιακή νομοθεσία·

ια)          Να εκτελεί εποπτικά καθήκοντα όσον αφορά την έγκαιρη παρέμβαση, σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν πληροί ή είναι πιθανό να παραβεί τις ισχύουσες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων ανάκαμψης και των ρυθμίσεων ενδοομιλικής χρηματοπιστωτικής στήριξης, σε συντονισμό με τις σχετικές αρχές εξυγίανσης·

ιβ)          Να συντονίζει και να εκφράζει την κοινή θέση των εκπροσώπων από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών, όταν συμμετέχουν στο συμβούλιο εποπτών και στο συμβούλιο διοίκησης της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, για ζητήματα που άπτονται των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον παρόντα κανονισμό.

2.           Όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία ιδρύουν υποκατάστημα ή παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες σε συμμετέχον κράτος μέλος, η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για τα οποία είναι αρμόδιες οι εθνικές αρμόδιες αρχές του συμμετέχοντος κράτους μέλους.

3.           Υπό την επιφύλαξη και τηρουμένου του όποιου σχετικού κανόνα της ενωσιακής νομοθεσίας, και ιδίως της όποιας νομοθετικής και μη νομοθετικής πράξης, η ΕΚΤ δύναται να εκδίδει κανονισμούς και συστάσεις και να λαμβάνει αποφάσεις για την εκτέλεση ή την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας, στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

4.           Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων και των συναφών εξουσιών των αρμοδίων αρχών των συμμετεχόντων κρατών μελών όσον αφορά την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων που δεν αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 5

Εθνικές αρχές

1.           Η ΕΚΤ εκτελεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, ο οποίος περιλαμβάνει την ΕΚΤ και τις εθνικές αρμόδιες αρχές.

2.           Οι εθνικές αρμόδιες αρχές επικουρούν την ΕΚΤ, κατόπιν αιτήματός της, κατά την προπαρασκευή και την εφαρμογή των σχετικών πράξεων για τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 4. Ακολουθούν τις οδηγίες που δίδονται από την ΕΚΤ.

3.           Η ΕΚΤ διοργανώνει τις πρακτικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παραγράφου 2 από τις εθνικές εποπτικές αρχές, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Καθορίζει σαφώς το πλαίσιο και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εθνικές αρμόδιες αρχές ασκούν αυτές τις δραστηριότητες.

4.           Οι εθνικές αρμόδιες αρχές ακολουθούν τις οδηγίες που δίδονται από την ΕΚΤ.

Άρθρο 6

Στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών

1.           Εντός των ορίων που τίθενται στο παρόν άρθρο, η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, εφόσον έχει καθιερωθεί στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της εθνικής αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Για τον σκοπό αυτόν, η ΕΚΤ μπορεί να απευθύνει κατευθυντήριες γραμμές ή αιτήματα στην εθνική αρμόδια αρχή του μη συμμετέχοντος κράτους μέλους.

2.           Η στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της εθνικής αρμόδιας αρχής ενός μη συμμετέχοντος κράτους μέλους καθιερώνεται με απόφαση που εκδίδεται από την ΕΚΤ, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)           Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κοινοποιεί στα άλλα κράτη μέλη, την Επιτροπή, την ΕΚΤ και την ΕΑΤ το αίτημα να καθιερωθεί στενή συνεργασία με την ΕΚΤ για την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 4 όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος·

β)           Στην κοινοποίηση, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναλαμβάνει:

– να διασφαλίσει ότι η εθνική αρμόδια αρχή του θα συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδονται από την ΕΚΤ ή με τα αιτήματά της·

– να παρέχει κάθε πληροφορία σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος, τις οποίες μπορεί να απαιτήσει η ΕΚΤ, με σκοπό τη διενέργεια συνολικής αξιολόγησης αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων.

γ)           Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει εκδώσει εθνικές νομοθετικές πράξεις ώστε να διασφαλίσει ότι η εθνική αρμόδια αρχή του θα υποχρεούται να λάβει κάθε μέτρο σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα το οποίο έχει ζητηθεί από την ΕΚΤ, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

3.           Η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 προσδιορίζει, σύμφωνα με το Καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εκπρόσωποι των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών που καθιέρωσαν στενή συνεργασία, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, συμμετέχουν στις δραστηριότητες του εποπτικού συμβουλίου.

4.           Η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση εφαρμόζεται 14 ημέρες μετά τη δημοσίευση αυτή.

5.           Εάν η ΕΚΤ κρίνει ότι θα πρέπει να ληφθεί, από την αρμόδια αρχή ενός ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ένα μέτρο σχετικό με τα καθήκοντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 όσον αφορά ένα πιστωτικό ίδρυμα, μια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μια μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, υποβάλλει σχετικό αίτημα στην εν λόγω αρχή, καθορίζοντας συγκεκριμένη προθεσμία. Η εν λόγω προθεσμία δεν είναι μικρότερη των 48 ωρών, εκτός εάν είναι απαραίτητη η έγκριση νωρίτερα προκειμένου να αποφευχθεί ανεπανόρθωτη ζημία. Η αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με την υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).

5.           Εάν δεν πληρούνται πλέον από ένα ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 στοιχεία α) έως γ), ή εάν η αρμόδια αρχή του δεν ενεργεί σύμφωνα με την υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ), η ΕΚΤ δύναται να αποφασίσει να τερματίσει τη στενή συνεργασία με το εν λόγω κράτος μέλος.

Η απόφαση κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση αναφέρει την ημερομηνία από την οποία εφαρμόζεται· στην απόφαση λαμβάνεται δεόντως υπόψη η αποτελεσματικότητα της εποπτείας και τα νόμιμα συμφέροντα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 7

Διεθνείς σχέσεις

Υπό την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των άλλων θεσμικών οργάνων της Ένωσης, σε σχέση με τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τις διοικητικές υπηρεσίες τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση κατάλληλου συντονισμού με την ΕΑΤ. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της.

Κεφάλαιο III

Εξουσίες εποπτείας και έρευνας

Άρθρο 8

Εξουσίες εποπτείας και έρευνας

1            Για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με το άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2, η ΕΚΤ θεωρείται η αρμόδια αρχή στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις σχετικές πράξεις του ενωσιακού δικαίου, και διαθέτει τις εξουσίες και υπέχει τις υποχρεώσεις τις οποίες έχουν οι αρμόδιες αρχές βάσει των εν λόγω πράξεων.

Για τον σκοπό της εκτέλεσης του καθήκοντος που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2, η ΕΚΤ θεωρείται η ορισθείσα αρχή, σύμφωνα με τις σχετικές πράξεις του ενωσιακού δικαίου, και διαθέτει τις εξουσίες και υπέχει τις υποχρεώσεις τις οποίες έχουν οι ορισθείσες αρχές βάσει των εν λόγω πράξεων.

2            Για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με το άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2, η ΕΚΤ διαθέτει τις εξουσίες έρευνας που προβλέπονται στο τμήμα 1.

ΤΜΗΜΑ 1

Εξουσίες έρευνας

Άρθρο 9

Αιτήματα για παροχή πληροφοριών

1.           Η ΕΚΤ δύναται, με απλό αίτημα ή με απόφαση, να απαιτεί από τα ακόλουθα νομικά ή φυσικά πρόσωπα να παρέχουν όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους για εποπτικούς και συναφείς στατιστικούς σκοπούς:

α)      πιστωτικά ιδρύματα·

β)      χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών·

γ)      μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών·

δ)      μικτές εταιρείες συμμετοχών·

ε)      πρόσωπα που συμμετέχουν στις δραστηριότητες των οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ), και από σχετιζόμενους με αυτές τρίτους,

στ)    τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) ανέθεσαν επιχειρησιακά καθήκοντα ή δραστηριότητες·

ζ)      πρόσωπα που έχουν άλλη στενή και ουσιαστική σχέση ή σύνδεση με τις δραστηριότητες των οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ)·

η)      εθνικές αρμόδιες αρχές.

2.           Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες.

Άρθρο 10

Γενικές έρευνες

1.           Για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες έρευνες προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ). Για τον σκοπό αυτόν, η ΕΚΤ έχει το δικαίωμα:

α)      να απαιτεί την υποβολή εγγράφων·

β)      να εξετάζει τα βιβλία και αρχεία των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ) και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα από τα εν λόγω βιβλία και αρχεία·

γ)      να λαμβάνει προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ) ή τους εκπροσώπους του ή τα μέλη του προσωπικού του·

δ)      να εξετάζουν κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας.

2.           Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ) υποβάλλονται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΚΤ.

Όταν ένα πρόσωπο παρεμποδίζει τη διενέργεια της έρευνας, το συμμετέχον κράτος μέλος όπου βρίσκονται οι σχετικές εγκαταστάσεις παρέχουν την αναγκαία συνδρομή, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης της ΕΚΤ στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η άσκηση των προαναφερόμενων δικαιωμάτων.

Άρθρο 11

Επιτόπιες επιθεωρήσεις

1.           Για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), σύμφωνα με το άρθρο 12. Οσάκις απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων, η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει την επιτόπια επιθεώρηση χωρίς προειδοποίηση.

2.           Οι υπάλληλοι και τα άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΚΤ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και οικόπεδα των νομικών προσώπων που υπόκεινται σε έρευνα κατόπιν απόφασης για επιθεώρηση που εκδόθηκε από την ΕΚΤ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1. Διαθέτουν επίσης την εξουσία να σφραγίζουν οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία κατά την περίοδο της επιθεώρησης και στην έκταση που είναι αναγκαίο για αυτήν.

3.           Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ) υποβάλλονται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις που διατάσσονται με απόφαση της ΕΚΤ.

4.           Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση, καθώς και εκείνοι που εξουσιοδοτούνται ή ορίζονται από αυτήν, επικουρούν ενεργά, κατόπιν αιτήματος της ΕΚΤ, τους υπαλλήλους και τα άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΚΤ. Για τον σκοπό αυτόν, διαθέτουν τις εξουσίες που ορίζονται στην παράγραφο 2. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του συμμετέχοντος ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δύνανται επίσης, κατόπιν αιτήματος, να παρίστανται στις επιτόπιες επιθεωρήσεις.

5.           Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι και τα άλλα συνοδεύοντα πρόσωπα, εξουσιοδοτημένα από την ΕΚΤ, θεωρούν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτίθεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αρμόδια αρχή του συμμετέχοντος κράτους μέλους τούς παρέχει την αναγκαία συνδρομή.

Άρθρο 12

Άδεια δικαστικής αρχής

1.           Εάν, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, απαιτείται άδεια δικαστικής αρχής για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 51, ζητείται η άδεια αυτή.

2.           Όταν ζητείται η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η εθνική δικαστική αρχή ελέγχει τη γνησιότητα της απόφασης της ΕΚΤ, καθώς και κατά πόσον τα σχεδιαζόμενα αναγκαστικά μέτρα δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε υπερβολικά σε σχέση με το αντικείμενο της επιθεώρησης. Κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των εν λόγω αναγκαστικών μέτρων, η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΚΤ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως τους λόγους που έχει η ΕΚΤ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση των σχετικών πράξεων του ενωσιακού δικαίου, και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης, καθώς και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα αναγκαστικά μέτρα. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή του κράτους μέλους δεν μπορεί να επανεξετάσει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της επιθεώρησης, ούτε να ζητήσει να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΚΤ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΚΤ υπόκειται αποκλειστικά σε επανεξέταση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΤΜΗΜΑ 2

ειδικές εποπτικές εξουσίες

Άρθρο 13

Άδεια λειτουργίας

1.           Κάθε αίτηση άδειας λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος που πρόκειται να εγκατασταθεί σε συμμετέχον κράτος μέλος υποβάλλεται στις εθνικές αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου πρόκειται να εγκατασταθεί το πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στη σχετική εθνική νομοθεσία.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα πληροί όλες τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας οι οποίες προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, η εθνική αρμόδια αρχή λαμβάνει απόφαση να προτείνει στην ΕΚΤ να χορηγήσει την άδεια λειτουργίας. Η απόφαση κοινοποιείται στην ΕΚΤ και στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.

Όταν η ΕΚΤ λαμβάνει από την εθνική αρμόδια αρχή την πρόταση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, χορηγεί την άδεια λειτουργίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ενωσιακή νομοθεσία. Η απόφαση κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.

2.           Η ΕΚΤ δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις ενωσιακές πράξεις, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν προτάσεως από την εθνική αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα.

Σε περίπτωση που η εθνική αρμόδια αρχή, η οποία έχει προτείνει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, κρίνει ότι η άδεια λειτουργίας πρέπει να ανακληθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, υποβάλλει εν προκειμένω σχετική πρόταση στην ΕΚΤ. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ ανακαλεί την άδεια λειτουργίας.

Άρθρο 14

Εξουσίες των αρχών υποδοχής και συνεργασία στην ενοποιημένη εποπτεία

1.           Μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών, οι διαδικασίες που προβλέπονται στις ενωσιακές πράξεις για τα πιστωτικά ιδρύματα που επιθυμούν να ιδρύσουν υποκατάστημα ή να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και οι συναφείς αρμοδιότητες του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, εφαρμόζονται μόνον για τους σκοπούς των καθηκόντων που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ με το άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού.

2.           Οι διατάξεις των ενωσιακών πράξεων όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ αρμοδίων αρχών από διάφορα κράτη μέλη για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση δεν εφαρμόζονται εάν οι συμμετέχουσες αρμόδιες αρχές είναι αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Άρθρο 15

Κυρώσεις

3.           Για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, σε περίπτωση που πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παραβούν μια απαίτηση βάσει άμεσα εφαρμοστέων ενωσιακών πράξεων, για την οποία οι αρμόδιες αρχές έχουν στη διάθεσή τους διοικητικά χρηματικά πρόστιμα βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, η ΕΚΤ δύναται να επιβάλει διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που ανέρχονται έως και στο διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί, ή μέχρι και 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών ενός νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη χρήση.

4.           Σε περίπτωση νομικού προσώπου που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών που προκύπτει από τον ενοποιημένο λογαριασμό της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

5.           Οι επιβαλλόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Προκειμένου να κρίνει αν θα επιβάλει κύρωση και να προσδιορίσει την κατάλληλη κύρωση, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις που καθορίζονται στην ενωσιακή νομοθεσία.

6.           Η ΕΚΤ εφαρμόζει το παρόν άρθρο σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου.

7.           Στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 1, όταν είναι αναγκαίο για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτήσει από τις εθνικές αρμόδιες αρχές να προβούν σε ενέργειες προκειμένου να διασφαλιστεί η επιβολή κατάλληλων κυρώσεων. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται από τις εθνικές αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται ιδίως για χρηματικά πρόστιμα που πρόκειται να επιβάλλονται σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών για παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας για τη μεταφορά σχετικών ενωσιακών οδηγιών, καθώς και για τυχόν διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα που πρόκειται να επιβάλλονται στα μέλη του διοικητικού οργάνου και σε οποιαδήποτε άλλα άτομα τα οποία, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, φέρουν ευθύνη για την παράβαση από πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

8.           Η ΕΚΤ δημοσιεύει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε κύρωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβάνοντας πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των προσώπων που ευθύνονται για αυτήν, εκτός εάν η εν λόγω δημοσίευση θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Εάν η εν λόγω δημοσίευση θα προξενούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη, η ΕΚΤ δημοσιεύει τις κυρώσεις ανώνυμα.

9.           Υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 6, για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, σε περίπτωση παραβιάσεων των κανονισμών ή των αποφάσεων της ΕΚΤ, η ΕΚΤ δύναται να επιβάλει κυρώσεις, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου.

Κεφάλαιο IV

Οργανωτικές αρχές

Άρθρο 16

Ανεξαρτησία

1.           Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ ενεργεί ανεξάρτητα.

2.           Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, σέβονται αυτή την ανεξαρτησία.

Άρθρο 17

Λογοδοσία

Η ΕΚΤ λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 18

Διαχωρισμός από τη λειτουργία νομισματικής πολιτικής

1.           Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ επιδιώκει μόνον την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

2.           Η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό χωριστά από τα καθήκοντά της που αφορούν τη νομισματική πολιτική, καθώς και από οιαδήποτε άλλα καθήκοντα. Τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον παρόντα κανονισμό δεν παρεμβάλλονται στα καθήκοντα της ΕΚΤ που αφορούν τη νομισματική πολιτική ούτε σε οιαδήποτε άλλα καθήκοντα.

3.           Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η ΕΚΤ θεσπίζει τους αναγκαίους εσωτερικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων κανόνων περί επαγγελματικού απορρήτου.

Άρθρο 19

Εποπτικό συμβούλιο

1.           Τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ αναλαμβάνει ένα εσωτερικό όργανο αποτελούμενο από τέσσερις εκπροσώπους της ΕΚΤ, οι οποίοι ορίζονται από την Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΚΤ, και έναν εκπρόσωπο της εθνικής αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε κάθε συμμετέχον κράτος μέλος (εφεξής, «εποπτικό συμβούλιο»).

2.           Επιπλέον, το εποπτικό συμβούλιο περιλαμβάνει έναν/μια Πρόεδρο, που εκλέγεται από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ μεταξύ των μελών, εξαιρέσει του/της Προέδρου, της Εκτελεστικής Επιτροπής, και έναν/μια Αντιπρόεδρο, που εκλέγεται από και μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.

3.           Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δύναται να αναθέτει σαφώς καθορισμένα εποπτικά καθήκοντα και συναφείς αποφάσεις που αφορούν μεμονωμένα – ή μια σειρά συγκεκριμένα – πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στο εποπτικό συμβούλιο, υπό την επίβλεψη και την ευθύνη του Διοικητικού Συμβουλίου.

4.           Το εποπτικό συμβούλιο μπορεί να ορίσει, μεταξύ των μελών του, μια διευθύνουσα επιτροπή, με πιο περιορισμένη σύνθεση, η οποία επικουρεί τις δραστηριότητές του, συμπεριλαμβανομένης της προπαρασκευής των συνεδριάσεων.

5.           Οι εκπρόσωποι της αρμόδιας αρχής των κρατών μελών που καθιέρωσαν στενή συνεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 6, λαμβάνουν μέρος στις δραστηριότητες του εποπτικού συμβουλίου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3, σε συμμόρφωση με το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.

6.           Στις συνεδριάσεις του εποπτικού συμβουλίου δύνανται να συμμετέχουν ως παρατηρητές ο/η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών και ένα μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

7.           Το Διοικητικό Συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό του εποπτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για τη θητεία του/της Προέδρου και του/της Αντιπροέδρου. Η θητεία τους δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη και δεν είναι ανανεώσιμη.

Άρθρο 20

Επαγγελματικό απόρρητο και ανταλλαγή πληροφοριών

1.           Τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου και του προσωπικού της ΕΚΤ που ασκούν εποπτικά καθήκοντα, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 37 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4 και στις σχετικές πράξεις του ενωσιακού δικαίου.

2.           Για τον σκοπό της εκπλήρωσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ επιτρέπεται, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις σχετικές πράξεις του ενωσιακού δικαίου, να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές ή ευρωπαϊκές αρχές και όργανα, στις περιπτώσεις που η ενωσιακή νομοθεσία επιτρέπει στις εθνικές αρμόδιες αρχές να γνωστοποιούν πληροφορίες στις εν λόγω οντότητες ή στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν αυτή τη γνωστοποίηση βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας.

Άρθρο 21

Υποβολή εκθέσεων

1.           Η ΕΚΤ υποβάλλει ετησίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στην Ευρωομάδα έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

2.           Ο/Η Πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ παρουσιάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Ευρωομάδα, παρουσία εκπροσώπων από οποιοδήποτε μη συμμετέχον κράτος μέλος με το οποίο έχει καθιερωθεί στενή συνεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 6.

3.           Ο/Η Πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου μπορεί, εάν ζητηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να κληθεί σε ακρόαση από τις αρμόδιες επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων του.

4.           Η ΕΚΤ απαντά προφορικώς ή γραπτώς σε ερωτήσεις που της απευθύνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή η Ευρωομάδα.

Άρθρο 22

Πόροι

Η ΕΚΤ αφιερώνει τους αναγκαίους πόρους για την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 23

Προϋπολογισμός

1.           Οι δαπάνες της ΕΚΤ για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό εγγράφονται σε χωριστό τμήμα του προϋπολογισμού της ΕΚΤ.

2.           Η ΕΚΤ, ως μέρος της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 22, περιλαμβάνει λεπτομερή έκθεση σχετικά με το εποπτικό τμήμα του προϋπολογισμού της. Δημοσιεύει τους λεπτομερείς ετήσιους λογαριασμούς σχετικά με το εποπτικό τμήμα του προϋπολογισμού της σύμφωνα με το άρθρο 26.2 του καταστατικού της ΕΚΤ και του ΕΣΚΤ.

Άρθρο 24

Εποπτικά τέλη

1.           Η ΕΚΤ επιβάλλει τέλη στα πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να καλύψει τις δαπάνες για τα εποπτικά καθήκοντά της, και δεν υπερβαίνει τις δαπάνες αυτές.

2.           Το ύψος του τέλους που επιβάλλεται σε ένα πιστωτικό ίδρυμα είναι ανάλογο της σπουδαιότητας και του προφίλ κινδύνου του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.

Άρθρο 25

Ανταλλαγή προσωπικού

1.           Η ΕΚΤ μεριμνά για την ενδεδειγμένη απόσπαση και ανταλλαγή προσωπικού με τις εθνικές αρμόδιες αρχές, καθώς και μεταξύ αυτών.

2.           Η ΕΚΤ απαιτεί, ανάλογα με την περίπτωση, στις εποπτικές ομάδες εθνικών αρμοδίων αρχών που προβαίνουν σε εποπτικές ενέργειες έναντι ενός πιστωτικού ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που βρίσκεται σε ένα συμμετέχον κράτος μέλος, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, να συμμετέχει και προσωπικό από εθνικές αρμόδιες αρχές άλλων συμμετεχόντων κρατών μελών.

Κεφάλαιο V

Γενικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 26

Επανεξέταση

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Στην έκθεση αξιολογούνται, μεταξύ άλλων:

α) η λειτουργία της ΕΚΤ στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας·

β) η αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων περί ανεξαρτησίας και λογοδοσίας·

γ) η συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών·

δ) η καταλληλότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης του εποπτικού συμβουλίου.

Η έκθεση διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η Επιτροπή υποβάλλει, ενδεχομένως, συνοδευτικές προτάσεις.

Άρθρο 27

Μεταβατικές διατάξεις

1.           Από την 1η Ιουλίου 2013, η ΕΚΤ ασκεί τα εποπτικά καθήκοντα που της ανατίθενται επίσης όσον αφορά τα σημαντικότερα πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ευρωπαϊκής συστημικής σημασίας στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης, βάσει του μεγέθους τους, όπως αντικατοπτρίζεται στο άθροισμα των αξιών ανοιγμάτων όλων των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων εκτός ισολογισμού που δεν αφαιρούνται για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, για κανονιστικούς σκοπούς, και βάσει των διασυνοριακών δραστηριοτήτων τους, όπως αντικατοπτρίζονται στις διακρατικές απαιτήσεις, όπως καταθέσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία που αφορούν πελάτες ή άλλους οικονομικούς παράγοντες που βρίσκονται σε άλλη χώρα, και στις διακρατικές απαιτήσεις, όπως δάνεια και γραμμάτια που αφορούν πελάτες ή άλλους οικονομικούς παράγοντες που βρίσκονται σε άλλη χώρα, που μαζί καλύπτουν τουλάχιστον το ήμισυ του τραπεζικού τομέα στο σύνολο της ζώνης του ευρώ, την 1η Ιανουαρίου 2013. Η ΕΚΤ εγκρίνει και δημοσιεύει τον κατάλογο των εν λόγω ιδρυμάτων πριν από την 1η Μαρτίου 2013.

2.           Η ΕΚΤ αναλαμβάνει πλήρως τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2014.

3.           Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, η ΕΚΤ δύναται, με απόφαση απευθυνόμενη στο πιστωτικό ίδρυμα, τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, καθώς και στην εθνική αρμόδια αρχή των σχετικών συμμετεχόντων κρατών μελών, να αρχίσει να εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει λάβει ή ζητήσει δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη.

4.           Από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, ενόψει της ανάληψης των καθηκόντων της σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 3, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτήσει από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών και από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 9 να της διαβιβάσουν όλες τις σχετικές πληροφορίες ώστε η ΕΚΤ να είναι σε θέση να διενεργήσει συνολική αξιολόγηση των πιστωτικών ιδρυμάτων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Το πιστωτικό ίδρυμα και η αρμόδια αρχή παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες.

5.           Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 3, από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και μέχρι την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ και την αντικατάστασή τους από νέες ενωσιακές πράξεις, η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό απευθύνοντας οδηγίες στις εθνικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά την άσκηση των όποιων σχετικών εξουσιών τούς ανατίθενται.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 3, από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και μέχρι την έναρξη ισχύος νομοθετικών πράξεων σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στην ΕΚΤ να ασκεί τις εξουσίες των εθνικών αρμοδίων αρχών, η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ι) απευθύνοντας οδηγίες στις εθνικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά την άσκηση των όποιων σχετικών εξουσιών τούς ανατίθενται.

6.           Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 28 ή, αναλόγως με την περίπτωση, κατά τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, θεωρείται ότι έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 13 και μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Οι εθνικές αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στην ΕΚΤ, πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή, αναλόγως με την περίπτωση, πριν από τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, τα στοιχεία ταυτότητας των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων, μαζί με έκθεση που παρουσιάζει το ιστορικό εποπτείας και το προφίλ κινδύνου των σχετικών ιδρυμάτων, καθώς και όποιες περαιτέρω πληροφορίες ζητεί η ΕΚΤ. Οι πληροφορίες υποβάλλονται στον μορφότυπο που ζητείται από την ΕΚΤ.

Άρθρο 28

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2013.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

                                                                       Για το Συμβούλιο

                                                                       Ο Πρόεδρος

[1]               COM(2011) 452 και COM(2011) 453 της 20ής Ιουλίου 2011.

[2]               ΕΕ C της , σ. .

[3]               ΕΕ C της , σ. .

[4]               ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

[5]               ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 37.

[6]               ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.

[7]               ΕΕ C 40 της 7.2.2001, σ. 453.

[8]               ΕΕ C 25 E της 29.1.2004, σ. 394.

[9]               ΕΕ L 318 της 27.11.98, σ. 4.

[10]             ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[11]             ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

[12]             ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

[13]             ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

[14]             ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 277.

[15]             ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1-27.

Top