EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document L:2013:287:FULL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 287, 29 Οκτώβριος 2013


Display all documents published in this Official Journal
 

ISSN 1977-0669

doi:10.3000/19770669.L_2013.287.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 287

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

56ό έτος
29 Οκτωβρίου 2013


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1021/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1999/4/ΕΚ και 2000/36/ΕΚ και των οδηγιών του Συμβουλίου 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες που πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1022/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) όσον αφορά την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου

5

 

*

Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης

15

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων

63

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1)

90

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

29.10.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 287/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1021/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 9ης Οκτωβρίου 2013

για την τροποποίηση των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1999/4/ΕΚ και 2000/36/ΕΚ και των οδηγιών του Συμβουλίου 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες που πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2 και το άρθρο 114 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 1999/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Φεβρουαρίου 1999, για τα εκχυλίσματα καφέ και τα εκχυλίσματα κιχωρίου (3), η οδηγία 2000/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2000, για τα προϊόντα κακάο και σοκολάτας που προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου (4), η οδηγία 2001/111/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για ορισμένα σάκχαρα που προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου (5), η οδηγία 2001/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για τις μαρμελάδες, τα ζελέ και τις μαρμελάδες εσπεριδοειδών καθώς και την κρέμα κάστανου που προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου (6), και η οδηγία 2001/114/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για ορισμένα μερικά ή ολικά αφυδατωμένα, διατηρημένα γάλατα που προορίζονται για τη διατροφή του ανθρώπου (7), αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή για την εφαρμογή ορισμένων εκ των διατάξεων των εν λόγω οδηγιών. Οι εν λόγω εξουσίες έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (8). Είναι σκόπιμο, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, να ευθυγραμμισθεί η εν λόγω ανάθεση εξουσιών με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(2)

Ειδικότερα, οι οδηγίες 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή σχετικά με τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την εφαρμογή των οδηγιών τα οποία αφορούν την προσαρμογή στην τεχνολογική πρόοδο. Τα μέτρα αυτά υπάγονται προς το παρόν στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην περίπτωση της οδηγίας 2000/36/ΕΚ και στην κανονιστική διαδικασία στην περίπτωση των οδηγιών 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ. Είναι σκόπιμο, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, να ευθυγραμμισθεί η εν λόγω ανάθεση εξουσιών με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ και η εμβέλεια των εν λόγω εξουσιών θα πρέπει να επανεξετασθεί.

(3)

Τα παραρτήματα των οδηγιών 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ και 2001/113/ΕΚ περιλαμβάνουν τεχνικά στοιχεία που ενδέχεται να χρειάζεται να προσαρμοστούν ή να επικαιροποιηθούν για να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις των σχετικών διεθνών προτύπων. Ωστόσο, οι οδηγίες 2000/36/ΕΚ και 2001/111/ΕΚ δεν αναθέτουν στην Επιτροπή κατάλληλες εξουσίες για την ταχεία τροποποίηση των παραρτημάτων τους ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις αυτές. Επομένως, για να εξασφαλισθεί η συνεπής εφαρμογή των οδηγιών 2000/36/ΕΚ και 2001/111/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή πρόσθετες εξουσίες για την τροποποίηση των τμημάτων Γ και Δ του παραρτήματος I της οδηγίας 2000/36/ΕΚ και του τμήματος Β του παραρτήματος της οδηγίας 2001/111/ΕΚ ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις των σχετικών διεθνών προτύπων. Επιπλέον, η οδηγία 2001/113/ΕΚ αναθέτει στην Επιτροπή εξουσίες για την ευθυγράμμιση της εν λόγω οδηγίας με τις εξελίξεις των σχετικών διεθνών προτύπων σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία. Είναι σκόπιμο, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, να ευθυγραμμισθεί η εν λόγω ανάθεση εξουσιών με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ενώ η εμβέλεια των εν λόγω εξουσιών θα πρέπει να επανεξετασθεί.

(4)

Επομένως, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος και οι εξελίξεις των σχετικών διεθνών προτύπων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τα εξής: τροποποίηση των τμημάτων Γ και Δ του παραρτήματος I της οδηγίας 2000/36/ΕΚ, τροποποίηση του τμήματος Β του παραρτήματος της οδηγίας 2001/111/ΕΚ και τροποποίηση του παραρτήματος II και του τμήματος Β του παραρτήματος III της οδηγίας 2001/113/ΕΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ακόμη και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(5)

Μετά την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της ευρωπαϊκής αρχής για την ασφάλεια των τροφίμων και των διαδικασιών σε θέματα ασφάλειας των τροφίμων (9), που ισχύει για όλα τα στάδια της παραγωγής, της μεταποίησης και της διανομής τροφίμων και ζωοτροφών σε επίπεδο Ένωσης, καθώς και σε εθνικό επίπεδο, οι γενικές διατάξεις της Ένωσης σχετικά με τα είδη διατροφής ισχύουν άμεσα για τα προϊόντα που καλύπτονται από τις οδηγίες 1999/4/ΕΚ, 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ. Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται πλέον η Επιτροπή να έχει την εξουσία να εναρμονίζει τις διατάξεις αυτών των οδηγιών προς τις γενικές διατάξεις της Ένωσης σχετικά με τα είδη διατροφής. Οι διατάξεις που αναθέτουν αυτές τις εξουσίες θα πρέπει συνεπώς να διαγραφούν.

(6)

Ο παρών κανονισμός περιορίζεται αφενός στην ευθυγράμμιση της υφισταμένης στις οδηγίες 1999/4/ΕΚ, 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ ανάθεσης εξουσιών στην Επιτροπή με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ και αφετέρου, όπου κρίνεται σκόπιμο, στην επανεξέταση της εμβέλειας των εν λόγω εξουσιών. Δεδομένου ότι παραμένει η περίπτωση οι στόχοι του παρόντος κανονισμού να μην είναι δυνατόν να επιτυγχάνονται επαρκώς από τα κράτη μέλη και να μπορεί συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να εγκρίνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων του.

(7)

Κατά συνέπεια, οι οδηγίες 1999/4/ΕΚ, 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(8)

Επειδή οι τροποποιήσεις των οδηγιών 1999/4/ΕΚ, 2000/36/ΕΚ, 2001/111/ΕΚ, 2001/113/ΕΚ και 2001/114/ΕΚ αφορούν μόνο τις εξουσίες της Επιτροπής, δεν χρειάζεται να ενσωματωθούν στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 1999/4/ΕΚ

Τα άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 1999/4/ΕΚ διαγράφονται.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2000/36/ΕΚ

Η οδηγία 2000/36/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Με σκοπό να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος και οι εξελίξεις στα σχετικά διεθνή πρότυπα, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 6 για την τροποποίηση των τμημάτων Γ και Δ του παραρτήματος I.».

2)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 18 Νοεμβρίου 2013. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της εκάστοτε περιόδου.

3.   Η εξουσία που προβλέπεται στο άρθρο 5 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 5 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

Άρθρο 3

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/111/ΕΚ

Η οδηγία 2001/111/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 4

Με σκοπό να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος και οι εξελίξεις στα σχετικά διεθνή πρότυπα, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 5 για την τροποποίηση του τμήματος Β του παραρτήματος.».

2)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 18 Νοεμβρίου 2013. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της εκάστοτε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 4 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

Άρθρο 4

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/113/ΕΚ

Η οδηγία 2001/113/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Με σκοπό να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος και οι εξελίξεις στα σχετικά διεθνή πρότυπα, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 6 για την τροποποίηση του παραρτήματος II και του παραρτήματος III τμήμα Β.».

2)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 18 Νοεμβρίου 2013. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της εκάστοτε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 5 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 5 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

Άρθρο 5

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/114/ΕΚ

Τα άρθρα 5 και 6 της οδηγίας 2001/114/ΕΚ διαγράφονται.

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 9 Οκτωβρίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. LEŠKEVIČIUS


(1)  ΕΕ C 229 της 31.7.2012, σ. 143.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2013.

(3)  ΕΕ L 66 της 13.3.1999, σ. 26.

(4)  ΕΕ L 197 της 3.8.2000, σ. 19.

(5)  ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 53.

(6)  ΕΕ L 10 της 12.1.2002, σ. 67.

(7)  ΕΕ L 15 της 17.1.2002, σ. 19.

(8)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(9)  ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.


29.10.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 287/5


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1022/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Οκτωβρίου 2013

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) όσον αφορά την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 29 Ιουνίου 2012, οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης κάλεσαν την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις σχετικά με ενιαίο εποπτικό μηχανισμό στον οποίο θα συμμετέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Στα συμπεράσματά του της 29ης Ιουνίου 2012, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε τον Πρόεδρό του να αναπτύξει, σε στενή συνεργασία με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον Πρόεδρο της Ευρωομάδας και τον Πρόεδρο της ΕΚΤ, συγκεκριμένο και χρονικά δεσμευτικό οδικό χάρτη για την υλοποίηση μιας ουσιαστικής οικονομικής και νομισματικής ένωσης, ο οποίος περιέχει συγκεκριμένες προτάσεις για τη διατήρηση της ενότητας και ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς των χρηματοδοτικών υπηρεσιών.

(2)

Η θέσπιση ενός ενιαίου εποπτικού μηχανισμού είναι το πρώτο βήμα για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, που θα βασίζεται σε ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και νέα πλαίσια για την ασφάλιση των καταθέσεων και για την εξυγίανση.

(3)

Προκειμένου να θεσπιστεί ένας ενιαίος εποπτικός μηχανισμός, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (4) αναθέτει ειδικά καθήκοντα στην ΕΚΤ που αφορούν πολιτικές σχετικές με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στα κράτη μέλη που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και επιτρέπει σε άλλα κράτη μέλη να εγκαθιδρύσουν στενή συνεργασία με την ΕΚΤ.

(4)

Η ανάθεση εποπτικών καθηκόντων στην ΕΚΤ όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα κάποιων κρατών μελών δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να παρεμποδίζει την εσωτερική αγορά των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ»), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), θα πρέπει συνεπώς να διατηρήσει τον ρόλο της καθώς και όλες τις υφιστάμενες αρμοδιότητες και καθήκοντά της: θα πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσει και να συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων που θα ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και να προωθεί τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας στην Ένωση στο σύνολό της.

(5)

Είναι καίριας σημασίας η τραπεζική ένωση να περιλαμβάνει μηχανισμούς λογοδοσίας ενώπιον δημοκρατικά εκλεγμένου οργάνου.

(6)

Κατά την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται και λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΑΤ θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την ποικιλομορφία των πιστωτικών ιδρυμάτων και το μέγεθος και τα επιχειρησιακά μοντέλα τους, καθώς και τα συστημικά οφέλη από την ποικιλομορφία στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο.

(7)

Για να προωθηθούν οι βέλτιστες εποπτικές πρακτικές στην εσωτερική αγορά, έχει θεμελιώδη σημασία το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων να συνοδεύεται από ευρωπαϊκό εποπτικό εγχειρίδιο για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, το οποίο θα συντάξει η ΕΑΤ κατόπιν διαβουλεύσεων με τις εποπτικές αρχές. Το εγχειρίδιο εποπτείας θα πρέπει να προσδιορίζει τις βέλτιστες πρακτικές σε όλη την Ένωση όσον αφορά τη μεθοδολογία και τις διαδικασίες εποπτείας ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των βασικών διεθνών αρχών και αρχών της Ένωσης. Το εγχειρίδιο δεν θα πρέπει να λάβει τη μορφή νομικά δεσμευτικών πράξεων ή να περιορίζει την εποπτεία που βασίζεται σε δικαστικές αποφάσεις. Θα πρέπει να καλύπτει όλα τα ζητήματα αρμοδιότητας της ΕΑΤ, μεταξύ άλλων, στο βαθμό που είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί, στους τομείς της προστασίας των καταναλωτών και της καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος. Θα πρέπει να καθορίζει παραμέτρους και μεθοδολογίες για την αξιολόγηση του κινδύνου, την ταυτοποίηση των έγκαιρων προειδοποιήσεων και τα κριτήρια για την εποπτική δράση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν το εγχειρίδιο. Η χρήση του εγχειριδίου θα πρέπει να θεωρείται σημαντικό στοιχείο στην αξιολόγηση της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών και για την αξιολόγηση από ομοτίμους σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(8)

Η ΕΑΤ θα πρέπει να δύναται να ζητεί πληροφορίες από χρηματοοικονομικά ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με κάθε πληροφορία στην οποία τα εν λόγω ιδρύματα έχουν νόμιμη πρόσβαση, μεταξύ άλλων πληροφορίες που κατέχουν άτομα τα οποία αμείβονται από τα εν λόγω ιδρύματα για την επιτέλεση σχετικών δραστηριοτήτων, λογιστικούς ελέγχους που παρέχονται στα εν λόγω χρηματοοικονομικά ιδρύματα από εξωτερικούς ελεγκτές και αντίγραφα σχετικών εγγράφων, βιβλίων και αρχείων.

(9)

Τα αιτήματα της ΕΑΤ για πληροφορίες θα πρέπει να είναι δεόντως τεκμηριωμένα και αιτιολογημένα. Οι αντιρρήσεις σε συγκεκριμένα αιτήματα της ΕΑΤ να της δοθούν πληροφορίες σχετικά με λόγους μη συμμόρφωσης με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 θα πρέπει να διατυπώνονται σύμφωνα με τις σχετικές διαδικασίες. Η διατύπωση αντιρρήσεων από τον αποδέκτη του αιτήματος για πληροφορίες δεν θα πρέπει να τον απαλλάσσει από την παροχή των αιτούμενων πληροφοριών. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να είναι αρμόδιο να αποφασίζει, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν συγκεκριμένο αίτημα της ΕΑΤ για πληροφορίες είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού.

(10)

Θα πρέπει να διασφαλιστεί η εσωτερική αγορά και η συνοχή της Ένωσης και, εν προκειμένω, προβληματισμοί σχετικά με τη διακυβέρνηση και τους κανόνες ψηφοφορίας στην ΕΑΤ θα πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά και να διασφαλιστεί η ισότιμη μεταχείριση μεταξύ των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (ΕΕΜ) που ίδρυσε ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και των λοιπών κρατών μελών.

(11)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΑΤ, στην οποία συμμετέχουν όλα τα κράτη μέλη με ίσα δικαιώματα, συγκροτήθηκε με στόχο την κατάρτιση και συμβολή στη συνεπή εφαρμογή του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων και τη διασφάλιση της συνοχής των εποπτικών πρακτικών στην Ένωση, και δεδομένου του ηγετικού ρόλου της ΕΚΤ στον ΕΕΜ, η ΕΑΤ θα πρέπει να εφοδιαστεί με επαρκή μέσα, τα οποία θα της δώσουν τη δυνατότητα να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σχετικά με την ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς.

(12)

Έχοντας υπόψη τα εποπτικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 η ΕΑΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντά της σε σχέση με την ΕΚΤ κατά τον ίδιο τρόπο που τα ασκεί και σε σχέση με άλλες εποπτικές αρχές. Ειδικότερα οι υφιστάμενοι μηχανισμοί για τη διευθέτηση διαφωνιών και την ανάληψη δράσης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να προσαρμοστούν αναλόγως, ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα εξακολουθήσουν να είναι αποτελεσματικοί.

(13)

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, η ΕΑΤ θα πρέπει να ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και θα πρέπει να καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών αρμοδίων αρχών, περιλαμβάνοντας το δικαίωμα λόγου ή οιαδήποτε άλλη συμβολή.

(14)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα συμφέροντα όλων των κρατών μελών λαμβάνονται επαρκώς υπόψη και να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της ΕΑΤ με σκοπό τη διατήρηση και την εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι κανόνες ψηφοφορίας εντός του συμβουλίου εποπτών της θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν.

(15)

Οι αποφάσεις σχετικά με τις παραβάσεις της νομοθεσίας της Ένωσης και σχετικά με τη διευθέτηση διαφωνιών θα πρέπει να εξετάζονται από μια ανεξάρτητη ομάδα αποτελούμενη από μέλη του συμβουλίου εποπτών που δεν αντιμετωπίζουν συγκρούσεις συμφερόντων, οι οποίοι θα διορίζονται από το συμβούλιο εποπτών. Οι αποφάσεις που προτείνονται από την ομάδα στο συμβούλιο εποπτών θα πρέπει να εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών του συμβουλίου εποπτών, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ΕΕΜ («συμμετέχοντα κράτη μέλη») και την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν σε αυτόν («μη συμμετέχοντα κράτη μέλη»).

(16)

Οι αποφάσεις που αφορούν την ανάληψη δράσης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία του συμβουλίου εποπτών, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών και την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

(17)

Οι αποφάσεις που αφορούν τις πράξεις οι οποίες προσδιορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και τα μέτρα και οι αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του τρίτου εδαφίου του άρθρου 9 παράγραφος 5 και του κεφαλαίου VI του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να εγκρίνονται με ειδική πλειοψηφία του συμβουλίου εποπτών, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών και την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

(18)

Η ΕΑΤ θα πρέπει να αναπτύξει για την ομάδα διαδικαστικούς κανόνες που θα εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητά της.

(19)

Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης θα πρέπει να είναι ισόρροπη και θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ορθή εκπροσώπηση των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

(20)

Κατά τον διορισμό των μελών των εσωτερικών οργάνων και των επιτροπών της ΕΑΤ θα πρέπει να εξασφαλίζεται γεωγραφική ισορροπία μεταξύ των κρατών μελών.

(21)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της ΕΑΤ και η επαρκής εκπροσώπηση όλων των κρατών μελών, οι κανόνες ψηφοφορίας, η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης και η σύνθεση της ανεξάρτητης ομάδας θα πρέπει να παρακολουθούνται. Θα πρέπει να επανεξεταστούν μετά από κατάλληλο χρονικό διάστημα λαμβάνοντας υπόψη τις αποκτηθείσες εμπειρίες και τις εξελίξεις.

(22)

Κανένα κράτος μέλος ή ομάδα κρατών μελών δεν θα πρέπει να υφίσταται δυσμενείς διακρίσεις, άμεσα ή έμμεσα, ως τόπος παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(23)

Στην ΕΑΤ θα πρέπει να παρασχεθούν οι κατάλληλοι χρηματοδοτικοί και ανθρώπινοι πόροι προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να εκπληρώνει επαρκώς τα πρόσθετα καθήκοντα που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού. Η διαδικασία για την κατάρτιση, την εκτέλεση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού της, όπως ορίζεται στα άρθρα 63 και 64 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τα εν λόγω πρόσθετα καθήκοντα. Η ΕΑΤ θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι πληρούνται οι ύψιστες προδιαγραφές αποτελεσματικότητας.

(24)

Καθώς οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η διασφάλιση υψηλού επιπέδου αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας σε όλα τα κράτη μέλη, η προστασία της ακεραιότητας, της αποτελεσματικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, και η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(25)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 94/19/ΕΚ, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (6), της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (7) και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές ισχύουν για πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές που ασκούν την εποπτεία επ’ αυτών, των σχετικών τμημάτων της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, περιλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή. Η Αρχή ενεργεί επίσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (8).

β)

στην παράγραφο 5, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή συμβάλλει στη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των πράξεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2, ενισχύει την εποπτική σύγκλιση, γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή και διεξάγει οικονομικές αναλύσεις των αγορών για να προωθείται η επίτευξη των στόχων της Αρχής.»·

γ)

στην παράγραφο 5, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα, αντικειμενικά και με αμερόληπτο τρόπο προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου.»·

2)

στο άρθρο 2 παράγραφος 2, το στοιχείο στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

τις αρμόδιες ή τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών όπως προβλέπεται στις ενωσιακές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

3)

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών

Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι υπόλογη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τα οποία της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό.»·

4)

Το άρθρο 4 σημείο 2 σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανόμενης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά ζητήματα σχετικά με τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, στην οδηγία 2007/64/ΕΚ, και όπως αναφέρονται στην οδηγία 2009/110/ΕΚ»·

5)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως με την παροχή γνωμοδοτήσεων προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων, σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και άλλων μέτρων που βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

αα)

καταρτίζει και τηρεί ενήμερο, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων τις μεταβαλλόμενες επιχειρησιακές πρακτικές και τα επιχειρησιακά μοντέλα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ευρωπαϊκό εποπτικό εγχειρίδιο για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο σύνολο της Ένωσης, το οποίο ορίζει εποπτικές βέλτιστες πρακτικές στις μεθοδολογίες και στις διεργασίες·»·

ii)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών·»·

iii)

το στοιχείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

προωθεί τη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών, την παρακολούθηση, εκτίμηση και μέτρηση του συστημικού κινδύνου, την κατάρτιση και τον συντονισμό σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, παρέχοντας υψηλού επιπέδου προστασίας των καταθετών και επενδυτών σε ολόκληρη την Ένωση και εκπονώντας μεθόδους για την εξυγίανση υπό κατάρρευση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και την εκτίμηση της ανάγκης κατάλληλων χρηματοδοτικών μέσων, με σκοπό την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ αρμοδίων αρχών που συμμετέχουν στη διαχείριση κρίσεων όσον αφορά τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα που μπορεί να αποτελέσουν συστημικό κίνδυνο, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 21 έως 26·»·

iv)

το στοιχείο ιβ) διαγράφεται·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή:

α)

κάνει χρήση όλων των εξουσιών που διαθέτει· και

β)

λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, λαμβάνει δεόντως υπόψη τους διαφόρους τύπους, τα επιχειρησιακά μοντέλα και το μέγεθος των πιστωτικών ιδρυμάτων.»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και κατά την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων αναλύσεων κόστους/οφέλους που παράγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.»·

6)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο οργανωτικό της μέρος, επιτροπή για τη χρηματοοικονομική καινοτομία, στο πλαίσιο της οποίας συνέρχονται όλες οι σχετικές αρμόδιες εποπτικές αρχές, με σκοπό την υιοθέτηση συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και την παροχή γνωμοδοτήσεων με σκοπό να τις παρουσιάσει η Αρχή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.»·

β)

στην παράγραφο 5, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.»·

7)

Το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση, η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όποτε θεωρείται απαραίτητο, συντονίζει τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι σχετικές αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών αρμόδιων εποπτικών αρχών.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εν λόγω πράξεις.»·

8)

Στο άρθρο 19 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, αν αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης μιας άλλης αρμόδιας αρχής σε περιπτώσεις που προσδιορίζουν οι ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή, κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, μπορεί να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.»·

9)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 20α

Σύγκλιση των διεργασιών εποπτικού ελέγχου

Η Αρχή προωθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, τη σύγκλιση του εποπτικού ελέγχου και της διεργασίας αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ με σκοπό τη δημιουργία ισχυρών εποπτικών προτύπων στην Ένωση.»·

10)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή προωθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, την αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και ενισχύει τη συνέπεια στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών. Με στόχο τη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών εποπτείας, η Αρχή προωθεί κοινά εποπτικά σχέδια και κοινούς ελέγχους και το προσωπικό της Αρχής δύναται να συμμετέχει σε δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, όπως, μεταξύ άλλων, σε επιτόπιους ελέγχους, που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.»·

β)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 23, και, κατά περίπτωση, συγκαλεί συνεδρίαση του σώματος.»·

11)

Στο άρθρο 22, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Τουλάχιστον μία φορά ετησίως η Αρχή αποφασίζει τη σκοπιμότητα διενέργειας σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεων της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 32, και ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τους λόγους της απόφασής της. Όταν διενεργούνται τέτοιες αξιολογήσεις σε επίπεδο Ένωσης και η Αρχή κρίνει ότι είναι σκόπιμο, δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα καθενός από τα συμμετέχοντα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.»·

12)

στο άρθρο 25, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η Αρχή συμβάλλει και μετέχει ενεργώς στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών, συνεκτικών και επικαιροποιημένων σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης για χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η Αρχή συμβάλλει επίσης, όπου προβλέπεται στις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, στην ανάπτυξη διαδικασιών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και προληπτικών μέτρων για την ελαχιστοποίηση του συστημικού αντικτύπου ενδεχόμενων καταρρεύσεων.»·

13)

στο άρθρο 27 παράγραφος 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή αξιολογεί την ανάγκη για σύστημα συνεκτικών, εύρωστων και αξιόπιστων μηχανισμών χρηματοδότησης, με τα ενδεδειγμένα μέσα χρηματοδότησης που να συνδέονται με ένα σύνολο συντονισμένων ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων.»·

14)

στο άρθρο 29 παράγραφος 2, προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Με σκοπό την οικοδόμηση κοινής εποπτικής νοοτροπίας η Αρχή καταρτίζει και τηρεί ενήμερο, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων τις μεταβαλλόμενες επιχειρησιακές πρακτικές και τα επιχειρησιακά μοντέλα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ευρωπαϊκό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο σύνολο της Ένωσης. Το ευρωπαϊκό εποπτικό εγχειρίδιο ορίζει εποπτικές βέλτιστες πρακτικές στις μεθοδολογίες και στις διεργασίες.»·

15)

στο άρθρο 30, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Βάσει αξιολόγησης ομοτίμων, η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16. Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές επιδιώκουν να ακολουθούν αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Κατά την ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης ομοτίμων παράλληλα με οιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση προτύπων και πρακτικών ύψιστης ποιότητας.

3α.   Η Αρχή υποβάλλει γνώμη προς την Επιτροπή όποτε η αξιολόγηση ομοτίμων ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δείχνει ότι είναι αναγκαία κάποια νομοθετική πρωτοβουλία προκειμένου να διασφαλιστεί περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων προληπτικής εποπτείας.»·

16)

στο άρθρο 31, το δεύτερο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τον καθορισμό του πεδίου και την επαλήθευση όπου κρίνεται σκόπιμο της αξιοπιστίας των πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών·»·

β)

τα στοιχεία δ), ε) και στ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

την ενημέρωση του ΕΣΣΚ, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση·

ε)

τη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων σε καταστάσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό το συντονισμό των αναληφθεισών ενεργειών από τις σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές·

στ)

τη συγκέντρωση των πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 35, στο πλαίσιο των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων που ισχύουν για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η αρχή ανταλλάσσει τις πληροφορίες αυτές με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές·»·

17)

Το άρθρο 32 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν αναπτύσσει:

α)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος·

β)

κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων·

γ)

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής σε κάποιο χρηματοοικονομικό ίδρυμα· και

δ)

κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού για τις ανάγκες των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.»·

β)

παρεμβάλλονται οι εξής παράγραφοι:

«3α.   Για τους σκοπούς της διενέργειας των σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεων της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 35 και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτό, να ζητήσει πληροφορίες απευθείας από τα εν λόγω χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να διεξαγάγουν ειδικές ανασκοπήσεις. Μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να διεξαγάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, και μπορεί να συμμετάσχει σε αυτές τις επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 21, και υπό τους όρους αυτού, για να εξασφαλιστεί η συγκρισιμότητα και η αξιοπιστία των μεθόδων, πρακτικών και αποτελεσμάτων.

3β.   Η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα να υποβάλουν σε ανεξάρτητο λογιστικό έλεγχο τις πληροφορίες που αυτά πρέπει να παρέχουν κατά την παράγραφο 3α.»·

18)

Το άρθρο 35 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές διαθέτουν νόμιμη πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες είναι ακριβείς, συνεκτικές, πλήρεις και επίκαιρες.

2.   Η Αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους ή μέσω συγκρίσιμων προτύπων που έχει εγκρίνει η Αρχή. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται, όπου είναι δυνατόν, χρησιμοποιώντας ενιαίους μορφοτύπους υποβολής στοιχείων.

3.   Σε δεόντως αιτιολογημένη αίτηση εκ μέρους αρμόδιας αρχής, η Αρχή παρέχει οιαδήποτε πληροφορία είναι απαραίτητη για να δώσει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις περί επαγγελματικής εχεμύθειας που ορίζει η τομεακή νομοθεσία και το άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού.»·

β)

στην παράγραφο 6, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Όταν δεν διατίθενται πλήρεις ή ακριβείς πληροφορίες ή δεν τίθενται εγκαίρως στη διάθεση των ενδιαφερομένων δυνάμει των παραγράφων 1 ή 5, η Αρχή μπορεί να ζητήσει πληροφορίες, με δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα, απευθείας από:

α)

οικεία χρηματοοικονομικά ιδρύματα·

β)

εταιρείες συμμετοχών ή υποκαταστήματα οικείου χρηματοοικονομικού ιδρύματος·

γ)

μη ρυθμιζόμενους επιχειρησιακούς φορείς εντός ενός χρηματοοικονομικού ομίλου ή ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που είναι σημαντικοί για τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες των οικείων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Οι αποδέκτες αυτής της αίτησης χορηγούν αμέσως και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Αρχή σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7α.   Όταν οι αποδέκτες αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο 6 δεν παρέχουν σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες αμέσως, η Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις περιπτώσεις που είναι δυνατόν και ενημερώνει τις σχετικές αρχές των οικείων κρατών μελών τα οποία, με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, συνεργάζονται με την Αρχή με σκοπό να εξασφαλισθεί πλήρης πρόσβαση στις πληροφορίες και σε οιαδήποτε έγγραφα βάσης, βιβλία ή αρχεία στα οποία έχουν νόμιμη πρόσβαση οι αποδέκτες για να επαληθεύσουν τις πληροφορίες.»·

19)

Το άρθρο 36 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 4, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε σύσταση, αναφέρει στο Συμβούλιο και στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.»·

β)

στην παράγραφο 5, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν η αρμόδια αρχή ενημερώνει, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, το Συμβούλιο και το ΕΣΣΚ για τις ενέργειες που πραγματοποίησε ως απάντηση σε σύσταση του ΕΣΣΚ, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.»·

20)

Το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων συνεδριάζει ιδία πρωτοβουλία όποτε κρίνεται αναγκαίο, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο.»·

β)

στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Η αποζημίωση αυτή είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με τα ποσοστά επιστροφής δαπανών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον Τίτλο V, Κεφάλαιο 1, Τμήμα 2 του Κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (9) (Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης). Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων μπορεί να συγκροτήσει ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

21)

Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

έναν εκπρόσωπο που ορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς δικαίωμα ψήφου·»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Σε συζητήσεις που δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 44 παράγραφος 4, ο εκπρόσωπος που ορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με εμπειρογνωμοσύνη σε καθήκοντα κεντρικών τραπεζών.»·

22)

Στο άρθρο 41, οι παράγραφοι 2, 3 και 4 αντικαθίστανται ως εξής:

«1α.   Για τους σκοπούς του άρθρου 17, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί ανεξάρτητη ομάδα, η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο του συμβουλίου εποπτών και άλλα έξι μέλη, τα οποία δεν εκπροσωπούν την αρμόδια αρχή που εικάζεται ότι παρέβη το ενωσιακό δίκαιο και δεν έχουν κανένα συμφέρον στο ζήτημα, ούτε άμεσους δεσμούς με την εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή.

Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 19, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί ανεξάρτητη ομάδα, η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο του συμβουλίου εποπτών και από άλλα έξι μέλη τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη, ούτε άμεσους δεσμούς με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

Κάθε μέλος της ανεξάρτητης ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

3.   Οι ανεξάρτητες ομάδες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο προτείνουν αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 17 ή του άρθρου 19 για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών.

4.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.»·

23)

Στο άρθρο 42, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«Η πρώτη και η δεύτερη παράγραφος δεν θίγουν τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013»·

24)

Το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 και τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο και του Κεφαλαίου VΙ και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, ως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 («συμμετέχοντα κράτη μέλη») και την απλή πλειοψηφία των μελών του από αρμόδιες αρχές κρατών μελών που δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, ως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, («μη συμμετέχοντα κράτη μέλη»).

Όσον αφορά αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 19, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα εκδίδεται με απλή πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών του συμβουλίου εποπτών, η οποία περιλαμβάνει απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών και απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

Κατά παρέκκλιση από το τρίτο εδάφιο, από την ημερομηνία κατά την οποία τέσσερα το πολύ ψηφίζοντα μέλη είναι από αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα εκδίδεται με απλή πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών του συμβουλίου εποπτών, η οποία περιλαμβάνει μια τουλάχιστον ψήφο των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τη σύνθεση της ομάδας σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2, το συμβούλιο εποπτών επιδιώκει την επίτευξη ομοφωνίας. Εάν δεν υπάρχει ομοφωνία, οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με πλειοψηφία τριών τετάρτων των ψηφιζόντων μελών του. Κάθε ψηφίζον μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 18 παράγραφοι 3 και 4 και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών του, που περιλαμβάνει απλή πλειοψηφία των μελών του από αρμόδιες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών και απλή πλειοψηφία των μελών του από αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών.»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον πρόεδρο, τον εκτελεστικό διευθυντή και τον εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που ορίζεται από το εποπτικό της συμβούλιο, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.»·

γ)

προστίθεται η εξής παράγραφος:

«4α.   Ο πρόεδρος της Αρχής μπορεί να ζητεί ψηφοφορία ανά πάσα στιγμή. Με την επιφύλαξη της εν λόγω εξουσίας και της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών λήψης αποφάσεων της Αρχής, το συμβούλιο εποπτών της Αρχής επιδιώκει την επίτευξη ομοφωνίας κατά τη λήψη των αποφάσεών του.»·

25)

Στο άρθρο 45 παράγραφος 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμιση έτη. Η εν λόγω θητεία μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Το συμβούλιο διοίκησης περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο εκπροσώπους από μη συμμετέχοντα κράτη μέλη. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.»·

26)

Στο άρθρο 47, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»·

27)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 49α

Δαπάνες

Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρούνται δημοσίως σύμφωνα με τον Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.»·

28)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 52α

Δαπάνες

Ο εκτελεστικός διευθυντής δημοσιοποιεί τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρούνται δημοσίως σύμφωνα με τον Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.»·

29)

στο άρθρο 63, η παράγραφος 7 διαγράφεται·

30)

στο άρθρο 81, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όσον αφορά το ζήτημα της άμεσης εποπτείας χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή υποδομών πανευρωπαϊκής εμβέλειας και λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς, τη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς και τη συνοχή της Ένωσης συνολικά, η Επιτροπή συντάσσει ετήσια έκθεση για τη σκοπιμότητα της ανάθεσης στην Αρχή περισσότερων εποπτικών αρμοδιοτήτων στον τομέα αυτόν.»·

31)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 81α

Επανεξέταση των κανόνων ψηφοφορίας

Από την ημερομηνία κατά την οποία ο αριθμός των μη συμμετεχόντων κρατών μελών φτάνει τα τέσσερα, η Επιτροπή επανεξετάζει τους κανόνες ψηφοφορίας που περιγράφονται στα άρθρα 41 και 44 και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία των κανόνων αυτών, λαμβάνοντας υπόψη την κτηθείσα πείρα από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.».

Άρθρο 2

Με την επιφύλαξη του άρθρου 81 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού σχετικά με:

β)

τη σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης· και

γ)

τη σύνθεση των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, που συντάσσουν αποφάσεις για τους σκοπούς των άρθρων 17 και 19 του εν λόγω κανονισμού.

Η έκθεση λαμβάνει ιδίως υπόψη τις όποιες εξελίξεις όσον αφορά τον αριθμό των συμμετεχόντων κρατών μελών και εξετάζει την αναγκαιότητα περαιτέρω προσαρμογών των εν λόγω διατάξεων, ώστε να διασφαλισθεί ότι οι αποφάσεις της ΕΑΤ λαμβάνονται προς όφελος της διατήρησης και της ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 22 Οκτωβρίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. LEŠKEVIČIUS


(1)  ΕΕ C 30 της 1.2.2013, σ. 6.

(2)  ΕΕ C 11 της 15.1.2013, σ. 34.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (Βλέπε σελίδα 63 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.)

(5)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(6)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338.

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287, 29.10.2013, σ. 63

(9)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.»·


29.10.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 287/15


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 1023/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Οκτωβρίου 2013

για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 336,

Έχοντας υπόψη το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 12,

Έχοντας υπόψη την πρόταση που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα περισσότερα από 50 όργανα και οργανισμούς της, θα πρέπει να εξακολουθήσει να διαθέτει ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση υψηλής ποιότητας, η οποία να της επιτρέπει να επιτυγχάνει τους στόχους της, να εφαρμόζει τις πολιτικές της, να ασκεί τις δραστηριότητές της και να επιτελεί τα καθήκοντά της με βάση τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα σύμφωνα με τις Συνθήκες προκειμένου να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, που θα αντιμετωπίζει στο μέλλον, και να υπηρετεί τους πολίτες της Ένωσης.

(2)

Συνεπώς, είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται ένα πλαίσιο για την προσέλκυση, πρόσληψη και διατήρηση γλωσσομαθούς προσωπικού υψηλού επιπέδου προσόντων, το οποίο να επιλέγεται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των πολιτών των κρατών μελών, με κατάλληλη μέριμνα για την ισόρροπη εκπροσώπηση των δύο φύλων, να είναι ανεξάρτητο, και να τηρεί τα ανώτατα επαγγελματικά πρότυπα, και να παρέχεται στο προσωπικό αυτό η δυνατότητα να ασκεί τα καθήκοντά του όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά και αποδοτικά. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα τα θεσμικά όργανα όσον αφορά την πρόσληψη υπαλλήλων ή προσωπικού από ορισμένα κράτη μέλη.

(3)

Δεδομένου του μεγέθους της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης σε σχέση με τους στόχους της Ένωσης και τον πληθυσμό της, τυχόν μείωση του προσωπικού των οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης δεν θα πρέπει να δημιουργήσει κωλύματα στην άσκηση των καθηκόντων, των υποχρεώσεων και των λειτουργιών τους σύμφωνα με τις υποχρεώσεις και τις αρμοδιότητες βάσει των Συνθηκών. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται διαφάνεια όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού που επιβαρύνουν κάθε όργανο και οργανισμό σε σχέση με όλες τις κατηγορίες του προσωπικού που απασχολεί.

(4)

Η ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση οφείλει να τηρεί τα ανώτατα πρότυπα επαγγελματικής δεοντολογίας, και να παραμένει πάντοτε ανεξάρτητη. Προς τούτο, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί περαιτέρω ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης (4), που προβλέπει ένα πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Οι υπάλληλοι ή πρώην υπάλληλοι που δεν συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις αυτές θα πρέπει να υπέχουν πειθαρχική ευθύνη.

(5)

Η αξία της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης έγκειται εξίσου στην πολιτιστική και στη γλωσσική της ποικιλότητα, που μπορούν να εξασφαλιστούν μόνο αν εξασφαλίζεται κατάλληλη ισορροπία όσον αφορά τις εθνικότητες των υπαλλήλων. Οι προσλήψεις και οι διορισμοί θα πρέπει να εξασφαλίζουν την επιλογή προσωπικού με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση και από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς ωστόσο να προορίζονται θέσεις ειδικά για υπηκόους συγκεκριμένου κράτους μέλους. Για τούτο, και προκειμένου να αίρονται σημαντικές ανισορροπίες μεταξύ των εθνικοτήτων των υπαλλήλων, που δεν δικαιολογούνται με αντικειμενικά κριτήρια, θα πρέπει να παρέχεται σε όλα τα θεσμικά όργανα η δυνατότητα λαμβάνουν δικαιολογημένα και κατάλληλα μέτρα. Τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να συνεπάγονται ποτέ κριτήρια πρόσληψης άλλα απ’ αυτά που βασίζονται στα προσόντα. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων από τα θεσμικά όργανα.

(6)

Προκειμένου να διευκολύνονται οι προσλήψεις στην ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση, τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να μεριμνούν ώστε να προσφέρουν στα τέκνα του προσωπικού τους πολύγλωσση και πολυπολιτιστική εκπαίδευση. Είναι επιθυμητό να καταλογίζεται στον προϋπολογισμό της Ένωσης συνεισφορά της Ένωσης στη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών σχολείων, καθοριζόμενη από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να ζητεί από τις αρμόδιες αρχές να επανεξετάζουν τον τόπο εγκατάστασης νέων ευρωπαϊκών σχολείων, αν αυτό απαιτείται για την εξυπηρέτηση της λειτουργίας των θεσμικών οργάνων.

(7)

Ο ευρύτερος στόχος θα πρέπει να είναι η βέλτιστη δυνατή διαχείριση των ανθρώπινων πόρων, στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης που θα χαρακτηρίζεται από αριστεία, ικανότητα, ανεξαρτησία, πίστη, αμεροληψία και σταθερότητα, καθώς επίσης από πολιτιστική και γλωσσική ποικιλομορφία και ελκυστικές συνθήκες πρόσληψης.

(8)

Οι υπάλληλοι θα πρέπει να υπόκεινται σε περίοδο δοκιμασίας εννέα μηνών. Όταν λαμβάνει απόφαση για τη μονιμοποίηση υπαλλήλου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την έκθεση σχετικά με την περίοδο δοκιμασίας, που συντάσσεται στο τέλος της περιόδου αυτής, και τη συμπεριφορά του δόκιμου υπαλλήλου όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Θα πρέπει να είναι δυνατή η εκπόνηση έκθεσης για τον δόκιμο υπάλληλο ανά πάσα στιγμή, αν η απόδοση στην εργασία του αποδειχτεί εμφανώς ανεπαρκής. Διαφορετικά, έκθεση θα πρέπει να συντάσσεται μόνο στο τέλος της περιόδου δοκιμασίας.

(9)

Για να εξασφαλισθεί ότι η αγοραστική δύναμη των μόνιμων και λοιπών υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξελίσσεται παράλληλα με εκείνη των εθνικών δημόσιων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων των κρατών μελών, είναι ουσιαστικό να διατηρηθεί η αρχή ενός πολυετούς μηχανισμού επικαιροποίησης των αποδοχών, γνωστού ως «η μέθοδος», με μέριμνα για την εφαρμογή του έως το τέλος του 2023 με επανεξέταση στις αρχές του 2022, και παράλληλα με πρόβλεψη για προσωρινή παράταση της μεθόδου. Επιπλέον, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες που προέκυψαν κατά το παρελθόν όσον αφορά την εφαρμογή της μεθόδου, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε η μέθοδος να επιτρέπει την ετήσια αυτόματη επικαιροποίηση όλων των μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, συμπεριλαμβανομένης αυτόματης ρήτρας κρίσης. Για τούτο, τα σχετικά ποσά που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να θεωρούνται ποσά αναφοράς υποκείμενα σε τακτική και αυτόματη επικαιροποίηση. Τα επικαιροποιημένα αυτά ποσά θα πρέπει να δημοσιεύονται από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης. Ο μηχανισμός επικαιροποίησης θα πρέπει να χρησιμοποιείται επίσης σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όπου προβλέπεται τέτοια επικαιροποίηση.

(10)

Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η ποιότητα των στατιστικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την επικαιροποίηση των αποδοχών και των συντάξεων. Σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας, οι εθνικοί στατιστικοί οργανισμοί ή άλλες κατάλληλες αρχές στα κράτη μέλη θα πρέπει να συγκεντρώνουν τα στοιχεία σε εθνικό επίπεδο και να τα διαβιβάζουν στην Eurostat.

(11)

Τα πιθανά πλεονεκτήματα που θα προκύψουν για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την εφαρμογή της μεθόδου θα πρέπει να εξισορροπηθούν με την επαναφορά του συστήματος «εισφοράς». Όπως και στην περίπτωση της μεθόδου, η εφαρμογή της εισφοράς αλληλεγγύης μπορεί να παραταθεί προσωρινά. Φαίνεται σκόπιμο, υπό τις σημερινές περιστάσεις, να αυξηθεί η εισφορά αλληλεγγύης σε σύγκριση με το ύψος της ειδικής εισφοράς που εφαρμόστηκε από το 2004 έως το 2012, και να προβλεφτεί προοδευτικότερος συντελεστής, και τούτο για να ληφθούν υπόψη η ιδιαίτερα δυσχερής οικονομική και κοινωνική συγκυρία στην Ένωση και οι επιπτώσεις της για τα δημόσια οικονομικά σε ολόκληρη την Ένωση. Η ανάγκη εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών στην Ένωση, και βραχυπρόθεσμα, απαιτεί άμεσες και ιδιαίτερες προσπάθειες για αλληλεγγύη εκ μέρους του προσωπικού των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Αυτή η εισφορά αλληλεγγύης θα πρέπει συνεπώς να εφαρμοστεί σε όλους τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης από την 1η Ιανουαρίου 2014.

(12)

Στα συμπεράσματά του της 8ης Φεβρουαρίου 2013, για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επισήμαινε ότι η ανάγκη της βραχυπρόθεσμης, μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών απαιτεί ιδιαίτερες προσπάθειες από όλες τις δημόσιες διοικήσεις και το προσωπικό τους, με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας, και την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες. Μάλιστα υπενθύμιζε τον στόχο της πρότασης της Επιτροπής, του 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία επιδιώκεται να εξασφαλιστεί οικονομική αποδοτικότητα, και αναγνώριζε ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν ιδιαίτερη προσπάθεια από όλες τις δημόσιες διοικήσεις και όλα τα μέλη του προσωπικού τους, για τη βελτίωση της απόδοσης και την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες στην Ευρώπη. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζητούσε, ακόμα, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, την αναστολή, για μια διετία, της αναπροσαρμογής των μισθών και των συντάξεων όλων των υπαλλήλων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης με την εφαρμογή της μεθόδου, και την επαναφορά της νέας εισφοράς αλληλεγγύης στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της μεθόδου μισθολογικής αναπροσαρμογής.

(13)

Με βάση τα συμπεράσματα αυτά και προκειμένου να αντιμετωπιστούν μελλοντικοί δημοσιονομικοί περιορισμοί και να επιδειχτεί η αλληλεγγύη της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης προς τα δραστικά μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη ως αποτέλεσμα της πρωτόγνωρης χρηματοπιστωτικής κρίσης και των ιδιαίτερα δύσκολων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών στα κράτη μέλη και στην Ένωση συνολικά, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η αναστολή της μεθόδου επί δύο έτη για όλες τις αποδοχές, όλες τις συντάξεις και όλα τα επιδόματα των υπαλλήλων, και να εφαρμοστεί η εισφορά αλληλεγγύης παρά την ανωτέρω αναστολή.

(14)

Οι δημογραφικές αλλαγές και η μεταβαλλόμενη ηλικιακή διάρθρωση του σχετικού πληθυσμού απαιτούν να αυξηθεί η ηλικία συνταξιοδότησης, υπό την επιφύλαξη όμως λήψης μεταβατικών μέτρων για τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήδη υπηρετούν. Τα εν λόγω μεταβατικά μέτρα είναι αναγκαία για να τηρηθούν τα κεκτημένα δικαιώματα των υπαλλήλων που ήδη υπηρετούν και οι οποίοι έχουν συνεισφέρει στο πλασματικό συνταξιοδοτικό ταμείο των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πρέπει, επίσης, η ηλικία συνταξιοδότησης να καταστεί περισσότερο ευέλικτη, με τη διευκόλυνση της δυνατότητας του προσωπικού να συνεχίζει να εργάζεται, κατ' επιλογή, μέχρι την ηλικία των 67 ετών και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό ειδικές συνθήκες, μέχρι την ηλικία των 70 ετών.

(15)

Δεδομένου ότι το συνταξιοδοτικό καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης τελεί υπό αναλογιστική ισορροπία και αυτή η ισορροπία πρέπει να διατηρηθεί βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, το προσωπικό που προσλαμβάνεται πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 θα πρέπει να αποζημιώνεται για τη εισφορά του στο συνταξιοδοτικό καθεστώς μέσω μεταβατικών μέτρων, όπως του προσαρμοσμένου ποσοστού προσαύξησης για τα έτη υπηρεσίας μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης («κίνητρο της Βαρκελώνης»), και μέσω εφαρμογής της μείωσης κατά το ήμισυ για πρόωρη συνταξιοδότηση μεταξύ της ηλικίας των 60 ετών και της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης.

(16)

Η κοινώς αποδεκτή αναλογιστική πρακτική επιβάλλει να εφαρμοστεί περίοδος παρατηρήσεων του παρελθόντος που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταξύ 20 και 40 ετών για τα επιτόκια και την αύξηση μισθών, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η ισορροπία των συνταξιοδοτικών καθεστώτων. Οι κινητοί μέσοι όροι για τα επιτόκια και την αύξηση μισθών θα πρέπει επομένως να παραταθούν σε 30 έτη με μεταβατική περίοδο επτά ετών.

(17)

Το Συμβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να εκπονήσει μια μελέτη και να υποβάλει κατάλληλες προτάσεις σχετικά με το άρθρο 5 παράγραφος 4, το παράρτημα Ι τμήμα Α και το άρθρο 45 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με σκοπό να καθοριστεί σαφής σύνδεσμος μεταξύ των αρμοδιοτήτων και του βαθμού και να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο επίπεδο των αρμοδιοτήτων κατά τη σύγκριση των προσόντων στο πλαίσιο της προαγωγής.

(18)

Με γνώμονα αυτό το αίτημα, είναι σκόπιμο η προαγωγή σε υψηλότερο βαθμό να εξαρτάται από την προσωπική προσήλωση, τη βελτίωση των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων, και την άσκηση καθηκόντων των οποίων η σημασία δικαιολογεί τον διορισμό του υπαλλήλου σ’ αυτόν τον υψηλότερο βαθμό.

(19)

Η σταδιοδρομία στο πλαίσιο των ομάδων καθηκόντων AD και AST θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι υψηλότεροι βαθμοί να προορίζονται για περιορισμένο αριθμό υπαλλήλων που ασκούν αρμοδιότητες ανωτάτου επιπέδου. Στο πλαίσιο αυτό, οι διοικητικοί υπάλληλοι μπορούν να φτάσουν μόνον έως τον βαθμό AD 12, εκτός αν τοποθετηθούν σε συγκεκριμένη θέση υψηλότερη από τον βαθμό αυτό, οι δε βαθμοί AD 13 και 14 θα πρέπει να προορίζονται αποκλειστικά για τους υπαλλήλους των οποίων τα καθήκοντα συνεπάγονται την ανάληψη σημαντικών ευθυνών. Ομοίως, οι υπάλληλοι βαθμού AST 9 μπορούν να προάγονται στον βαθμό AST 10 μόνο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 4 και στο άρθρο 29 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

(20)

Με στόχο την περαιτέρω προσαρμογή της διάρθρωσης της σταδιοδρομίας στους σημερινούς τομείς απασχόλησης του προσωπικού AST σε διάφορα επίπεδα αρμοδιοτήτων, και ως μια απαραίτητη συνεισφορά στον περιορισμό των διοικητικών δαπανών, θα πρέπει να δημιουργηθεί νέα ομάδα καθηκόντων «AST/SC» για το προσωπικό γραμματείας και γραφείου. Οι μισθοί και τα ποσοστά προαγωγής θα πρέπει να εξασφαλίζουν κατάλληλη αντιστοιχία μεταξύ του επιπέδου αρμοδιοτήτων και του επιπέδου των αποδοχών. Με αυτόν τον τρόπο θα είναι δυνατό να διατηρηθούν η σταθερότητα και η εμβέλεια της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης. Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την έκταση και τις συνέπειες της καθιέρωσης της νέας αυτής ομάδας καθηκόντων και να υποβάλει σχετική έκθεση, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τη θέση των γυναικών προκειμένου να διασφαλιστεί μια ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση σταθερή και χωρίς αποκλεισμούς.

(21)

Ο όρος της ελάχιστης παραμονής δύο ετών στον βαθμό προκειμένου να είναι δυνατή η προαγωγή ενός υπαλλήλου στον αμέσως επόμενο βαθμό διατηρείται, για να είναι δυνατή η ταχύτερη προαγωγή των υπαλλήλων που έχουν υψηλή απόδοση. Κάθε θεσμικό όργανο θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι εσωτερικές πολιτικές του για τους ανθρώπινους πόρους θα αξιοποιούν τις δυνατότητες που προσφέρει ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης προκειμένου να παρέχουν κατάλληλες σταδιοδρομίες στους υπαλλήλους που έχουν μεγάλες δυνατότητες και υψηλή απόδοση.

(22)

Οι ώρες εργασίας που εφαρμόζονται στα θεσμικά όργανα θα πρέπει να εναρμονιστούν με τις ώρες εργασίας που ισχύουν σε ορισμένα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να αντισταθμιστεί η μείωση προσωπικού αυτών των οργάνων. Κατά την εναρμόνιση αυτή πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ώρες εργασίας που ισχύουν στη δημόσια διοίκηση των κρατών μελών. Η καθιέρωση ελάχιστου αριθμού ωρών εργασίας εβδομαδιαίως θα εξασφαλίσει τη δυνατότητα του προσωπικού που απασχολείται από τα θεσμικά όργανα να αναλάβει τον φόρτο εργασίας που απορρέει από την υλοποίηση των στόχων πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και, παράλληλα, την εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στα όργανα προς το συμφέρον της αλληλεγγύης σε ολόκληρη τη δημόσια διοίκηση της Ένωσης.

(23)

Οι ρυθμίσεις ελαστικού ωραρίου αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, που εξασφαλίζουν συνθήκες εργασίας φιλικές προς την οικογένεια και την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των δύο φύλων στο εσωτερικό των θεσμικών οργάνων. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλεφθεί ρητή αναφορά σ’ αυτές τις ρυθμίσεις στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

(24)

Οι κανόνες στον τομέα της οδοιπορικής άδειας και ετήσιας επιστροφής των εξόδων ετησίου ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής θα πρέπει να εκσυγχρονιστούν, να εκλογικευτούν και να συνδεθούν με καθεστώς εκπατρισμού, προκειμένου να καταστεί η εφαρμογή τους απλούστερη και περισσότερο διαφανής. Ειδικότερα, η ετήσια οδοιπορική άδεια θα πρέπει να αντικατασταθεί από άδεια επίσκεψης τόπου καταγωγής και να περιοριστεί σε δυόμιση ημέρες κατά ανώτατο όριο.

(25)

Ομοίως, οι κανόνες περί επιστροφής των εξόδων μετακόμισης θα πρέπει να απλουστευθούν, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή τους τόσο για τη διοίκηση όσο και για τα μέλη προσωπικού. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να καθοριστούν ανώτατα όρια κόστους που να λαμβάνουν υπόψη την οικογενειακή κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού, καθώς και το μέσο κόστος μετακόμισης και σχετικής ασφάλισης.

(26)

Ορισμένα μέλη του προσωπικού οφείλουν να εκτελούν συχνά αποστολές στους άλλους κύριους τόπους εργασίας του θεσμικού οργάνου τους. Επί του παρόντος, αυτές οι καταστάσεις δεν λαμβάνονται δεόντως υπόψη στους κανόνες περί αποστολών. Αυτοί οι κανόνες θα πρέπει, επομένως, να προσαρμοστούν, ούτως ώστε να επιτρέπεται, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η επιστροφή του κόστους στέγασης βάσει κατ’ αποκοπή ποσού.

(27)

Είναι σκόπιμο να εκσυγχρονιστούν οι συνθήκες εργασίας του προσωπικού που εργάζεται σε τρίτες χώρες και να καταστούν οικονομικά αποδοτικότερες με ταυτόχρονες εξοικονομήσεις. Τα δικαιώματα ετήσιας άδειας θα πρέπει να προσαρμοστούν, και θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η δυνατότητα εφαρμογής ευρύτερου φάσματος παραμέτρων στον καθορισμό της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης, χωρίς να επηρεαστεί ο γενικός στόχος για επίτευξη εξοικονομήσεων. Οι όροι για τη χορήγηση της αποζημίωσης κατοικίας θα πρέπει να αναθεωρηθούν ώστε να λαμβάνονται καλύτερα υπόψη οι τοπικές συνθήκες και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος.

(28)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ένα πιο ευέλικτο πλαίσιο για την απασχόληση συμβασιούχων υπαλλήλων. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης θα πρέπει, επομένως, να μπορούν να προσλαμβάνουν συμβασιούχους υπαλλήλους για μέγιστη περίοδο έξι ετών με σκοπό την επιτέλεση καθηκόντων υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων. Επιπλέον, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των υπαλλήλων θα εξακολουθήσει να προσλαμβάνεται βάσει γενικών διαγωνισμών, τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να εξουσιοδοτηθούν να διοργανώνουν εσωτερικούς διαγωνισμούς οι οποίοι μπορεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις να είναι επίσης ανοικτοί στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

(29)

Θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές ρυθμίσεις για να επιτραπεί η σταδιακή εφαρμογή νέων κανόνων και μέτρων, με παράλληλη τήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων και λαμβανομένων υπόψη των θεμιτών προσδοκιών του προσωπικού που έχει προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω τροποποιήσεων του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

(30)

Το προσωπικό των οργανισμών καλύπτεται από το συνταξιοδοτικό καθεστώς της ΕΕ, όπως το λοιπό προσωπικό που υπόκειται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Οι οργανισμοί που αυτοχρηματοδοτούνται πλήρως καταβάλλουν σήμερα την εργοδοτική εισφορά στο καθεστώς. Προκειμένου να εξασφαλιστεί δημοσιονομική διαφάνεια και μια πιο ισόρροπη κατανομή των βαρών, οι οργανισμοί που χρηματοδοτούνται εν μέρει από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να καταβάλλουν το μέρος των εργοδοτικών εισφορών το οποίο αντιστοιχεί στην αναλογία των εσόδων του οργανισμού χωρίς την επιδότηση από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα συνολικά έσοδά του. Η νέα αυτή διάταξη θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ μόνο από την 1η Ιανουαρίου 2016, δεδομένου ότι ενδέχεται να απαιτήσει την προσαρμογή των κανόνων σχετικά με τα τέλη που εισπράττουν οι οργανισμοί. Όταν είναι σκόπιμο, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει προτάσεις για την προσαρμογή των εν λόγω κανόνων.

(31)

Για λόγους απλούστευσης και τήρησης μιας συνεκτικής πολιτικής προσωπικού, οι κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης θα πρέπει να εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στους οργανισμούς. Εντούτοις, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι, εφόσον απαιτείται, θα λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα των οργανισμών, οι οργανισμοί θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ζητούν την έγκριση της Επιτροπής για να θεσπίζουν κανόνες εφαρμογής που αποκλίνουν από τους κανόνες που έχει θεσπίσει η Επιτροπή, ή να μην εφαρμόζουν πλήρως τους κανόνες της Επιτροπής.

(32)

Θα πρέπει να δημιουργηθεί μητρώο όλων των κανόνων για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης υπό τη διαχείριση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μητρώο αυτό, το οποίο θα μπορούν να συμβουλεύονται όλα τα όργανα, οι οργανισμοί και τα κράτη μέλη θα εξασφαλίζει τη διαφάνεια και θα ευνοήσει τη συνεπή εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

(33)

Προκειμένου να εναρμονιστούν και να διευκρινιστούν οι κανόνες για τη θέσπιση των εκτελεστικών διατάξεων, και λαμβανομένου υπόψη του εσωτερικού και διοικητικού χαρακτήρα των διατάξεων αυτών, είναι σκόπιμο να ανατεθούν οι σχετικές αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στην αρχή για τη σύναψη συμβάσεων.

(34)

Λαμβάνοντας υπόψη τον υψηλό αριθμό έκτακτων υπαλλήλων στους οργανισμούς και την ανάγκη ορισμού μιας συνεκτικής πολιτικής προσωπικού, είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία εκτάκτων υπαλλήλων και να καθοριστούν ειδικοί κανόνες γι’ αυτήν.

(35)

Η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθεί τη δημοσιονομική κατάσταση του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας και να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση διαρθρωτικής ανισορροπίας του καθεστώτος.

(36)

Το άρθρο 15 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει την κοινοποίηση ορισμένων στοιχείων των μόνιμων και των λοιπών υπαλλήλων στις κυβερνήσεις των κρατών μελών.

(37)

Προκειμένου να υλοποιηθούν οι στόχοι που καθορίζονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, θα πρέπει η Επιτροπή να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όσον αφορά ορισμένες πτυχές των συνθηκών εργασίας. Η Επιτροπή, όταν προετοιμάζει και καταρτίζει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1δ τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων»,

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένα άτομο θεωρείται ανάπηρο εφόσον παρουσιάζει μακροχρόνια σωματική, ψυχική, νοητική ή αισθητηριακή μειονεξία η οποία, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεραίνει την πλήρη και ουσιαστική συμμετοχή του στην κοινωνία σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα. Η μειονεξία αυτή πιστοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 33.

Ένα πρόσωπο με αναπηρία πληροί τους όρους του άρθρου 28 στοιχείο ε), αν μπορεί να εκτελεί τα ουσιώδη καθήκοντα θέσης εργασίας, αφού γίνουν λογικές διαρρυθμίσεις.

Ως «λογικές διαρρυθμίσεις» σε σχέση με τα ουσιώδη καθήκοντα της θέσης εργασίας νοούνται τα κατάλληλα μέτρα, όπου απαιτείται, που παρέχουν τη δυνατότητα στο πρόσωπο με αναπηρία να έχει πρόσβαση, να συμμετέχει ή να προάγεται στην απασχόληση ή να εκπαιδεύεται, εκτός εάν τα μέτρα αυτά αποτελούν υπερβολική επιβάρυνση για τον εργοδότη.

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών οργάνων να διατηρούν ή να εγκρίνουν μέτρα που προβλέπουν για τα άτομα με αναπηρία ειδικά πλεονεκτήματα που να τα διευκολύνουν να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα ή να αποφεύγουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία.».

2)

Στο άρθρο 1ε, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι εν ενεργεία υπάλληλοι έχουν πρόσβαση σε μέτρα κοινωνικής φύσεως, συμπεριλαμβανομένων ειδικών μέτρων για τον συμβιβασμό της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή, τα οποία υιοθετούνται από τα θεσμικά όργανα, καθώς και σε υπηρεσίες παρεχόμενες από τους φορείς κοινωνικής πρόνοιας που αναφέρονται στο άρθρο 9. Οι πρώην υπάλληλοι έχουν δικαίωμα σε περιορισμένα ειδικά μέτρα κοινωνικής φύσεως.».

3)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι θέσεις που καλύπτονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και τη σημασία των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε μια ομάδα καθηκόντων των υπαλλήλων διοίκησης (στο εξής «AD»), σε μια ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (στο εξής «AST») και σε μια ομάδα καθηκόντων των γραμματέων και υπαλλήλων γραφείου (στο εξής «AST/SC»).»,

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η ομάδα καθηκόντων AD περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε διοικητικά, αναλυτικά, γλωσσικά και επιστημονικά καθήκοντα, καθώς και σε καθήκοντα σχεδιασμού. Η ομάδα καθηκόντων AST περιλαμβάνει ένδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε εκτελεστικά καθήκοντα, καθώς και σε καθήκοντα τεχνικής φύσεως. Η ομάδα καθηκόντων AST/SC περιλαμβάνει έξι βαθμούς, που αντιστοιχούν σε εργασίες γραφείου και γραμματείας.»,

γ)

στην παράγραφο 3 στοιχείο α), οι λέξεις «και την ομάδα καθηκόντων AST/SC» παρεμβάλλονται μετά τις λέξεις «για την ομάδα καθηκόντων AST»,

δ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Στο παράρτημα I τμήμα Α, περιλαμβάνεται πίνακας περιγραφής των θέσεων-τύπων. Με βάση τον πίνακα αυτό, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου καθορίζει λεπτομερέστερα, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα καθήκοντα και τις συναφείς με κάθε τύπο θέσης αρμοδιότητες.».

4)

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού σχετικά με κάθε όργανο, ορίζεται ο αριθμός των θέσεων για κάθε βαθμό και ομάδα καθηκόντων.

2.   Με την επιφύλαξη της αρχής της αξιοκρατικής προαγωγής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 45, ο εν λόγω πίνακας εξασφαλίζει ότι, για κάθε όργανο, ο αριθμός κενών θέσεων σε κάθε βαθμό του πίνακα θέσεων, κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, αντιστοιχεί στον αριθμό των υπαλλήλων του κατώτερου βαθμού που υπηρετούσαν την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου έτους, πολλαπλασιαζόμενο επί τα ποσοστά που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι τμήμα Β, για τον βαθμό αυτό. Τα ποσοστά αυτά εφαρμόζονται με βάση μέση περίοδο πέντε ετών από την 1η Ιανουαρίου 2014.

3.   Τα ποσοστά που καθορίζονται στο παράρτημα Ι τμήμα Β περιλαμβάνονται στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 113.

4.   Η εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν την ομάδα καθηκόντων AST/SC και των μεταβατικών διατάξεων που καθορίζονται στο άρθρο 31 του παραρτήματος ΧΙΙΙ, λαμβανομένων υπόψη της εξέλιξης των αναγκών σε προσωπικό που επιτελεί καθήκοντα γραμματείας και γραφείου σε όλα τα όργανα και της εξέλιξης των μόνιμων και έκτακτων θέσεων στις ομάδες καθηκόντων AST και AST/SC περιλαμβάνονται στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 113.».

5)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1α, συγκροτείται στο πλαίσιο κάθε θεσμικού οργάνου:

επιτροπή προσωπικού, η οποία διαιρείται ενδεχομένως σε τμήματα που αντιστοιχούν σε κάθε τόπο υπηρεσίας του προσωπικού,

μία ή περισσότερες επιτροπές ίσης εκπροσώπησης, εφόσον ο αριθμός υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας το καθιστά αναγκαίο,

ένα ή περισσότερα πειθαρχικά συμβούλια, εφόσον ο αριθμός των υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας το καθιστά αναγκαίο,

μία συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης για την επαγγελματική ανεπάρκεια ή περισσότερες, εφόσον ο αριθμός των υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας το καθιστά αναγκαίο,

ενδεχομένως, επιτροπή εκθέσεων,

επιτροπή αναπηρίας.

Οι επιτροπές αυτές ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.»,

β)

η παράγραφος 1α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1α.   Για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, είναι δυνατόν να συσταθεί, σε δύο ή περισσότερα όργανα, κοινή επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Οι άλλες επιτροπές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να συσταθούν ως κοινοί φορείς από δύο ή περισσότερους οργανισμούς.»,

γ)

στην παράγραφο 2, μετά το πρώτο εδάφιο, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι οργανισμοί μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου 1 του παραρτήματος ΙΙ όσον αφορά τη συμμετοχή των επιτροπών προσωπικού, για να ληφθεί υπόψη η σύνθεση του προσωπικού τους. Οι οργανισμοί μπορούν να αποφασίσουν να μην διορίσουν αναπληρωματικά μέλη στην επιτροπή ίσης εκπροσώπησης ή στις επιτροπές που προβλέπονται στο άρθρο 2 του παραρτήματος ΙΙ.».

6)

Στο άρθρο 10 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίοδο, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίσταται από τις λέξεις «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων».

7)

Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Ο υπάλληλος οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του και να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη του τα συμφέροντα της Ένωσης. Δεν ζητεί ή δέχεται οδηγίες από κυβέρνηση, αρχή, οργάνωση ή πρόσωπο ξένο προς το όργανο στο οποίο ανήκει. Εκτελεί τις εργασίες που του ανατίθενται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, τηρώντας το καθήκον πίστεως που υπέχει έναντι της Ένωσης.

Ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται να δεχτεί από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή πηγή ξένη προς το όργανο στο οποίο ανήκει, χωρίς άδεια της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής, τιμητική διάκριση, παράσημο, εύνοια, δωρεά ή αμοιβή οποιασδήποτε φύσεως, εκτός εάν πρόκειται για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί είτε πριν από το διορισμό του, είτε κατά τη διάρκεια ειδικής αδείας για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας και στο πλαίσιο αυτών των υπηρεσιών.

Πριν προσλάβει ένα υπάλληλο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εξετάζει εάν ο υποψήφιος έχει προσωπικό συμφέρον που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του ή εάν στο πρόσωπό του διαπιστώνεται σύγκρουση συμφερόντων. Προς τούτο, ο υποψήφιος ενημερώνει την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, χρησιμοποιώντας ένα ειδικό έντυπο, για κάθε υφιστάμενη ή ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει υπόψη το γεγονός αυτό, σε δεόντως αιτιολογημένη γνώμη. Αν είναι αναγκαίο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 11α.

Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους υπαλλήλους που επιστρέφουν από άδεια για προσωπικούς λόγους.».

8)

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Ο υπάλληλος έχει την υποχρέωση, μετά τη λήξη των καθηκόντων του, να συμπεριφέρεται με εντιμότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή ορισμένων πλεονεκτημάτων.

Ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, εντός των δύο ετών που έπονται της λήξεως των καθηκόντων του, οφείλει να το δηλώσει στο όργανο στο οποίο ανήκει, χρησιμοποιώντας ειδικό έντυπο. Εάν η δραστηριότητα αυτή συνδέεται με την πραγματοποιηθείσα από τον υπάλληλο εργασία κατά τα τρία τελευταία έτη της υπηρεσίας του, και αν ενδέχεται να είναι ασυμβίβαστη με τα νόμιμα συμφέροντα του οργάνου, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, με βάση το συμφέρον της υπηρεσίας, είτε να απαγορεύσει στον υπάλληλο την άσκηση της δραστηριότητας αυτής είτε να την εγκρίνει υπό τους όρους που η ίδια κρίνει ενδεδειγμένους. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ζητήσει και λάβει τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, κοινοποιεί την απόφασή της εντός προθεσμίας 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης. Εάν δεν έχει κοινοποιηθεί απόφαση μέχρι τη λήξη της συγκεκριμένης προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή αποδοχή.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απαγορεύει, κατ’ αρχήν, στους πρώην ανώτερους υπαλλήλους όπως ορίζονται στα μέτρα εφαρμογής, να αναλαμβάνουν, κατά τους 12 μήνες μετά τη λήξη των καθηκόντων τους, δραστηριότητες εκπροσώπησης συμφερόντων ή υπεράσπισης έναντι του προσωπικού του οργάνου στο οποίο εργάζονταν προηγουμένως, για λογαριασμό των επιχειρήσεων, πελατών ή εργοδοτών τους και για θέματα για τα οποία ήταν υπεύθυνοι κατά τα τρία τελευταία έτη της υπηρεσία τους.

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), κάθε θεσμικό όργανο δημοσιεύει ετησίως στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή του τρίτου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένης κατάστασης των υποθέσεων που έχουν αξιολογηθεί.

9)

Το άρθρο 18 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όλα τα δικαιώματα τα οποία αναφέρονται σε έγγραφα ή άλλο έργο που έχει παραγάγει υπάλληλος κατά την άσκηση των καθηκόντων του περιέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν αυτά τα έγγραφα ή το έργο συνδέονται με τις δραστηριότητές της, ή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, αν αυτά τα έγγραφα ή το έργο σχετίζονται με αυτήν την Κοινότητα. Η Ένωση ή, ενδεχομένως, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας μπορεί να αξιώσει να της παραχωρηθούν νομίμως τα πνευματικά δικαιώματα που απορρέουν από τις εργασίες αυτές.».

10)

Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Ο υπάλληλος δεν αποκαλύπτει ενώπιον δικαστικής αρχής, για οποιονδήποτε λόγο, πληροφορίες που γνωρίζει λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων του, χωρίς την άδεια της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής. Η άδεια αυτή δεν χορηγείται μόνο αν τούτο επιβάλλεται για τα συμφέροντα της Ένωσης και εφόσον η άρνηση της αδείας αυτής δεν συνεπάγεται ποινικές συνέπειες σε βάρος του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Ο υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτή ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του.

Οι διατάξεις της πρώτης παραγράφου δεν ισχύουν για τον υπάλληλο ή τον τέως υπάλληλο ο οποίος καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ενός οργάνου για θέμα που αφορά άλλον υπάλληλο ή τέως υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

11)

Στο άρθρο 21α προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Ο υπάλληλος που ενημερώνει τους προϊσταμένους του για εντολές τις οποίες θεωρεί παράτυπες ή ικανές να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα δεν υφίσταται για τούτο κυρώσεις εκ μέρους των προϊσταμένων του.».

12)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 22γ

Σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 90, κάθε όργανο θέτει σε εφαρμογή μια διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών υπαλλήλων που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους ή ως συνέπειά της δυνάμει του άρθρου 22α ή του άρθρου 22β. Το οικείο όργανο μεριμνά ώστε οι καταγγελίες αυτές να εξετάζονται εμπιστευτικά και, εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, πριν από τη λήξη των προθεσμιών που καθορίζονται στο άρθρο 90.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου ορίζει εσωτερικούς κανόνες, μεταξύ άλλων σχετικά με:

την παροχή, στους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 22a παράγραφος 1, ή στο άρθρο 22β, πληροφοριών για το χειρισμό ζητημάτων που αναφέρονται από αυτούς,

την προστασία των νόμιμων συμφερόντων των υπαλλήλων αυτών και της ιδιωτικής τους ζωής, και

τη διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου.».

13)

Στο άρθρο 26α, οι λέξεις «τα όργανα» αντικαθίσταται από τις λέξεις «οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών οργάνων».

14)

Το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 27

Η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο θεσμικό όργανο τις υπηρεσίες υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης. Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους ορισμένου κράτους μέλους.

Η αρχή της ισότητας των πολιτών της Ένωσης επιτρέπει σε κάθε όργανο να θεσπίζει κατάλληλα μέτρα αν διαπιστωθεί σημαντική ανισορροπία εθνικοτήτων μεταξύ των υπαλλήλων, η οποία δεν δικαιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια. Αυτά τα κατάλληλα μέτρα πρέπει να είναι δικαιολογημένα και να μην συνεπάγονται ποτέ κριτήρια πρόσληψης άλλα απ’ αυτά που βασίζονται στα προσόντα. Πριν εγκριθούν αυτά τα κατάλληλα μέτρα, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του ενδιαφερόμενου οργάνου θεσπίζει γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου σύμφωνα με το άρθρο 110.

Μετά από τριετή περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου.

Προκειμένου να διευκολύνονται οι προσλήψεις στην ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση, τα θεσμικά όργανα μεριμνούν ώστε να προσφέρουν στα τέκνα του προσωπικού τους πολύγλωσση και πολυπολιτιστική εκπαίδευση.».

15)

Στο άρθρο 29, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για την πλήρωση κενής θέσης σε όργανο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, εξετάζει προηγουμένως:

α)

τις δυνατότητες πλήρωσής της με:

i)

μετάθεση, ή

ii)

διορισμό σύμφωνα με το άρθρο 45α, ή

iii)

προαγωγή

εντός του οργάνου,

β)

αν έχουν ληφθεί αιτήσεις για μετάθεση από υπαλλήλους του ίδιου βαθμού σε άλλα θεσμικά όργανα, και/ή

γ)

αν έχει σταθεί αδύνατη η πλήρωση της κενής θέσης με τις προαναφερθείσες δυνατότητες των στοιχείων α) και β), αν πρέπει να ληφθούν υπόψη κατάλογοι κατάλληλων υποψηφίων υπό την έννοια του άρθρου 30, λαμβανομένων υπόψη, όπου είναι σκόπιμο, των σχετικών διατάξεων για τους κατάλληλους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙΙ, και/ή

δ)

αν πρέπει να διεξαχθεί εσωτερικός διαγωνισμός στο θεσμικό όργανο, ανοιχτός μόνο σε μόνιμους και έκτακτους υπαλλήλους όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ή αν πρέπει να κινήσει τη διαδικασία διαγωνισμών βάσει προσόντων ή εξετάσεων ή ταυτόχρονα βάσει προσόντων και εξετάσεων. Η διαδικασία διαγωνισμού καθορίζεται στο Παράρτημα III.

Η διαδικασία μπορεί επίσης να εφαρμόζεται για την κατάρτιση πίνακα επιτυχόντων για μελλοντική πρόσληψη.

Τηρώντας την αρχή ότι η μεγάλη πλειονότητα των υπαλλήλων προσλαμβάνεται βάσει γενικών διαγωνισμών, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίζει, κατά παρέκκλιση από το στοιχείο δ) και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να διοργανώσει εσωτερικό διαγωνισμό στο όργανο, ο οποίος θα είναι επίσης ανοικτός στους συμβασιούχους υπαλλήλους, όπως ορίζεται στα άρθρα 3α και 3β του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υπάλληλοι της συγκεκριμένης κατηγορίας προσωπικού υπόκεινται σε περιορισμούς όσον αφορά αυτή τη δυνατότητα, όπως ορίζεται στο άρθρο 82 παράγραφος 7 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε σχέση με τα συγκεκριμένα καθήκοντα που είχαν δικαίωμα να εκτελούν ως έκτακτοι υπάλληλοι.».

16)

Το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 30

Για κάθε διαγωνισμό, διορίζεται επιτροπή αξιολόγησης από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή. Αυτή η επιτροπή καταρτίζει πίνακα κατάλληλων υποψηφίων.

Η αρμοδία για τους διορισμούς αρχή επιλέγει από τον πίνακα αυτόν τον ή τους υποψηφίους που διορίζει στις κενές θέσεις.

Οι υποψήφιοι αυτοί έχουν πρόσβαση σε επαρκή πληροφόρηση σχετικά με προσκλήσεις για την πλήρωση κατάλληλων θέσεων, που δημοσιεύουν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί.».

17)

Στο άρθρο 31 παράγραφος 2, η πρώτη περίοδος του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 29 παράγραφος 2, οι υπάλληλοι προσλαμβάνονται μόνο στους βαθμούς SC 1 έως SC 2, AST 1 έως AST 4 ή AD 5 έως AD 8.».

18)

Στο άρθρο 32 τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «το όργανο» αντικαθίσταται από τις λέξεις «την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου».

19)

Το άρθρο 34 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 34

1.   Κάθε υπάλληλος, για να μπορέσει να μονιμοποιηθεί, πρέπει να περάσει περίοδο δοκιμασίας εννέα μηνών. Η απόφαση για τη μονιμοποίηση υπαλλήλου λαμβάνεται με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή σχετικά με τη συμπεριφορά του δόκιμου υπαλλήλου σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ.

Όταν κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας ο υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας, της άδειας μητρότητας που αναφέρεται στο άρθρο 58, ή ατυχήματος επί συνεχές χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας κατά το αντίστοιχο διάστημα. Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους 15 μήνες.

2.   Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας δόκιμου υπαλλήλου, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του δόκιμου υπαλλήλου στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία λαμβάνει, εντός τριών εβδομάδων, τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης για τις εκθέσεις κρίσης σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον δόκιμο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός, ή να τοποθετήσει τον υπάλληλο σε άλλο τμήμα για το υπόλοιπο διάστημα της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

3.   Το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, καταρτίζεται έκθεση για την ικανότητα του δόκιμου υπαλλήλου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του καθώς και την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση γνωστοποιείται στον δόκιμο υπάλληλο, ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του.

Αν η έκθεση συνιστά απόλυση ή, κατ’ εξαίρεση, παράταση της περιόδου δοκιμασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του δόκιμου υπαλλήλου στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία λαμβάνει τη γνώμη της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης για τις εκθέσεις κρίσης εντός τριών εβδομάδων, σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί.

Ο δόκιμος υπάλληλος του οποίου οι επαγγελματικές ικανότητες ή η συμπεριφορά δεν έχουν αποδειχτεί επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται.

4.   Ο δόκιμος υπάλληλος που απολύεται, αν δεν έχει τη δυνατότητα να αναλάβει χωρίς καθυστέρηση επαγγελματική δραστηριότητα, λαμβάνει αποζημίωση που αντιστοιχεί στον βασικό μισθό τριών μηνών αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι μεγαλύτερη από ένα έτος, στον βασικό μισθό δύο μηνών αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι τουλάχιστον έξι μήνες, και στον βασικό μισθό ενός μηνός αν η διάρκεια υπηρεσίας του είναι μικρότερη από έξι μήνες.

5.   Οι παράγραφοι 2, 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στον υπάλληλο που παραιτείται πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας.».

20)

Στο άρθρο 35 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ζ)

απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας».

21)

Στο άρθρο 37 στοιχείο β) δεύτερη περίπτωση, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίσταται από τις λέξεις «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων».

22)

Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:

α)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Το άρθρο 12β συνεχίζει να εφαρμόζεται κατά την περίοδο άδειας για προσωπικούς λόγους. Η άδεια δυνάμει του άρθρου 12β δεν χορηγείται σε έκτακτο υπάλληλο προκειμένου αυτός να αναλάβει μια επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, η οποία περιλαμβάνει την εκπροσώπηση συμφερόντων ή την υπεράσπιση έναντι του οργάνου του και η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση ή σε πιθανότητα σύγκρουσης με τα νόμιμα συμφέροντα του οργάνου του.»,

β)

στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2, οι λέξεις «15 έτη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «12 έτη»,

γ)

το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii)

να ακολουθήσει την(τον) σύζυγό του(της), επίσης υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, που υποχρεούται, λόγω των καθηκόντων της(του), να έχει τη συνήθη διαμονή της(του) σε τέτοια απόσταση από τον τόπο υπηρεσίας του ενδιαφερομένου ώστε η εγκατάσταση κοινής συζυγικής στέγης στον συγκεκριμένο τόπο να δημιουργεί προβλήματα στον αιτούντα υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ή»,

ii)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«iii)

να συνδράμει την(τον) σύζυγό του(της), ανιόντα ή κατιόντα συγγενή, αδελφό ή αδελφή σε περίπτωση ιατρικά πιστοποιημένης σοβαρής ασθένειας ή αναπηρίας,».

23)

Το άρθρο 42α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 42α

Κάθε υπάλληλος δικαιούται, για κάθε παιδί, γονική άδεια ανώτατης διάρκειας έξι μηνών, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, την οποία πρέπει να λαμβάνει στο διάστημα των δώδεκα ετών μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία του παιδιού. Η διάρκεια της άδειας αυτής μπορεί να διπλασιάζεται για τους μόνους γονείς, που αναγνωρίζονται δυνάμει των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που εκδίδει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του κάθε θεσμικού οργάνου, και για γονείς συντηρούμενων τέκνων με αναπηρία ή με σοβαρή ασθένεια που έχει πιστοποιηθεί από τον ιατρικό σύμβουλο των θεσμικών οργάνων. Η ελάχιστη διάρκεια της άδειας που λαμβάνεται κάθε φορά δεν είναι μικρότερη από έναν μήνα.

Στη διάρκεια της γονικής άδειάς του, ο υπάλληλος εξακολουθεί να συμμετέχει στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης. Εξακολουθεί επίσης να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα και διατηρεί το δικαίωμα του επιδόματος για συντηρούμενο τέκνο καθώς και του σχολικού επιδόματος. Επίσης, διατηρεί τη θέση του, το δικαίωμά του προαγωγής κατά κλιμάκιο και τη δυνατότητα βαθμολογικής εξέλιξής του. Η άδεια μπορεί να ληφθεί υπό τη μορφή είτε πλήρους παύσης της υπηρεσίας είτε ημιαπασχόλησης. Στην περίπτωση γονικής άδειας λαμβανομένης υπό τη μορφή ημιαπασχόλησης, η ανώτατη διάρκεια που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο διπλασιάζεται. Κατά τη διάρκεια της γονικής αδείας του, ο υπάλληλος δικαιούται μηνιαίο επίδομα 911,73 EUR, ή ποσοστό 50 % του ποσού αυτού, στην περίπτωση ημιαπασχόλησης, αλλά δεν μπορεί να ασκεί καμία άλλη αμειβόμενη δραστηριότητα. Το όργανο καταβάλλει πλήρη εισφορά στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα άρθρα 72 και 73, υπολογιζόμενη βάσει του βασικού μισθού του υπαλλήλου. Ωστόσο, στην περίπτωση αδείας υπό τη μορφή ημιαπασχόλησης, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στη διαφορά μεταξύ του πλήρους βασικού μισθού και του κατ’ αναλογία μειωμένου βασικού μισθού. Για το μέρος του βασικού μισθού που πράγματι καταβάλλεται, η εισφορά του υπαλλήλου υπολογίζεται με εφαρμογή των ίδιων εκατοστιαίων ποσοστών που θα εφαρμόζονταν στην περίπτωση πλήρους απασχόλησής του.

Το επίδομα ανέρχεται σε 1 215,63 EUR κατά μήνα ή σε ποσοστό 50 % του ποσού αυτού στην περίπτωση ημιαπασχόλησης, για τους αναφερόμενους στο πρώτο εδάφιο μόνους γονείς και τους γονείς συντηρούμενων τέκνων με αναπηρία ή με σοβαρή ασθένεια που έχει πιστοποιηθεί από τον ιατρικό σύμβουλο και στη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών της γονικής άδειας, όταν την άδεια αυτή λαμβάνει ο πατέρας στη διάρκεια της άδειας μητρότητας ή οποιοσδήποτε από τους γονείς αμέσως μετά την άδεια μητρότητας, στη διάρκεια της άδειας λόγω υιοθεσίας ή αμέσως μετά την άδεια λόγω υιοθεσίας.

Η γονική άδεια μπορεί να παραταθεί κατά έξι μήνες με επίδομα που ανέρχεται στο 50 % του ποσού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο. Για τους μόνους γονείς όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, η γονική άδεια μπορεί να παραταθεί κατά δώδεκα μήνες, με επίδομα που ανέρχεται στο 50 % του ποσού που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο.

Τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο ποσά αναπροσαρμόζονται όπως και οι αποδοχές.».

24)

Στο Κεφάλαιο 2 του τίτλου ΙΙΙ, προστίθεται το ακόλουθο τμήμα:

«Τμήμα 7

Απομάκρυνση από τη θέση προς το συμφέρον της υπηρεσίας

Άρθρο 42γ

Το νωρίτερο πέντε έτη κατά μέγιστο πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης του μονίμου υπαλλήλου, αν ο υπάλληλος έχει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας, μπορεί να απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, λόγω οργανωτικών αναγκών που συνδέονται με την απόκτηση νέων ικανοτήτων μέσα στα θεσμικά όργανα.

Ο συνολικός αριθμός των μόνιμων υπαλλήλων οι οποίοι απομακρύνονται από τη θέση τους προς το συμφέρον της υπηρεσίας δεν υπερβαίνει το 5 % του συνολικού αριθμού των υπαλλήλων όλων των οργάνων που συνταξιοδοτήθηκαν το προηγούμενο έτος. Ο συνολικός αριθμός που υπολογίζεται με τον τρόπο αυτό κατανέμεται στα θεσμικά όργανα με βάση τον αριθμό των υπαλλήλων καθενός στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Το αποτέλεσμα της κατανομής αυτής στρογγυλεύεται στον πλησιέστερο μεγαλύτερο ακέραιο για κάθε θεσμικό όργανο.

Η απομάκρυνση αυτή από τη θέση δεν συνιστά πειθαρχικό μέτρο.

Η διάρκεια της απομάκρυνσης από τη θέση αντιστοιχεί κατά κανόνα στο διάστημα έως ότου ο υπάλληλος φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να τερματίσει την απομάκρυνση από τη θέση και να επαναφέρει τον υπάλληλο στη θέση του.

Όταν ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του προς το συμφέρον της υπηρεσίας φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, συνταξιοδοτείται αυτομάτως.

Η απομάκρυνση προς το συμφέρον της υπηρεσίας διέπεται από τους εξής κανόνες:

α)

ο υπάλληλος μπορεί να αντικατασταθεί από άλλο υπάλληλο, στη θέση που κατείχε,

β)

κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσής του προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ο υπάλληλος παύει να έχει δικαίωμα προαγωγής κατά κλιμάκιο και προαγωγής κατά βαθμό.

Ο υπάλληλος που έχει απομακρυνθεί από τη θέση του λαμβάνει αποζημίωση που υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα IV.

Αν υπάρξει σχετικό αίτημα από τον υπάλληλο, η αποζημίωση υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, υπολογιζόμενες με βάση την αποζημίωση αυτή. Στην περίπτωση αυτή, η περίοδος υπηρεσίας του υπαλλήλου υπό καθεστώς απομάκρυνσης από τη θέση του προ το συμφέρον της υπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη για τον σκοπό του υπολογισμού των ετών συντάξιμης υπηρεσίας υπό την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VIII.

Η αποζημίωση δεν υπόκειται σε διορθωτικό συντελεστή.».

25)

Το άρθρο 43 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 43

Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά κάθε υπαλλήλου στην υπηρεσία αποτελούν το αντικείμενο ετήσιας εκθέσεως, κατά τα προβλεπόμενα, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε οργάνου, σύμφωνα με το άρθρο 110. Η έκθεση αυτή αναφέρει αν το επίπεδο απόδοσης του υπαλλήλου ήταν ικανοποιητικό ή όχι. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου θεσπίζει διατάξεις με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα για κατάθεση προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας των εκθέσεων, το οποίο πρέπει να ασκείται πριν από την υποβολή αιτήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 90 παράγραφος 2.

Από τον πέμπτο βαθμό της ομάδας AST, η έκθεση μπορεί επίσης να περιλαμβάνει γνώμη για το κατά πόσο, με βάση την επίδοσή του, ο υπάλληλος διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα για την ανάληψη καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον υπάλληλο. Αυτός μπορεί να υποβάλει κάθε παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη επί αυτής.».

26)

Το άρθρο 44 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 44

Υπάλληλος που έχει συμπληρώσει διετία σε κλιμάκιο του βαθμού του προάγεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού, εκτός εάν η επίδοσή του έχει αξιολογηθεί μη ικανοποιητική σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 43. Ο υπάλληλος προάγεται στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού του εντός τεσσάρων ετών το αργότερο, εκτός εάν εφαρμοστεί η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1.

Εάν ο υπάλληλος τοποθετηθεί σε θέση προϊσταμένου μονάδας, διευθυντή ή γενικού διευθυντή, ενώ παραμένει στον ίδιο βαθμό, και εφόσον η επίδοσή του έχει κριθεί ικανοποιητική κατά την έννοια του άρθρου 43 κατά τους πρώτους εννέα μήνες από την τοποθέτησή του, απολαύει προαγωγής, κατά ένα κλιμάκιο στον βαθμό αυτό, αναδρομικά, κατά την έναρξη της τοποθέτησης. Η προαγωγή αυτή συνεπάγεται αύξηση του μηνιαίου βασικού μισθού του αντίστοιχη προς την εκατοστιαία μισθολογική διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου κλιμακίου κάθε βαθμού. Αν το ποσό της αύξησης είναι κατώτερο της διαφοράς αυτής ή αν ο υπάλληλος κατέχει τότε ήδη το τελευταίο κλιμάκιο του βαθμού του, λαμβάνει προσαύξηση του βασικού μισθού ίση με την αύξηση μεταξύ πρώτου και δευτέρου κλιμακίου μέχρις ενάρξεως ισχύος της επόμενης προαγωγής του.».

27)

Το άρθρο 45 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η προαγωγή απονέμεται με απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής με βάση το άρθρο 6 παράγραφος 2. Οι υπάλληλοι μπορούν να προάγονται μόνον εφόσον κατέχουν θέση που αντιστοιχεί σε έναν από τους τύπους θέσης που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Α για τον αμέσως ανώτερο βαθμό, εκτός αν εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4 και στο άρθρο 29 παράγραφος 1. Η προαγωγή συνεπάγεται για τον υπάλληλο την τοποθέτησή του στον αμέσως ανώτερο βαθμό της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει. Η προαγωγή απονέμεται αποκλειστικά με επιλογή μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δύο έτη στον βαθμό τους, μετά από συγκριτική εξέταση των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων. Για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις των υπαλλήλων, τη χρήση, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, άλλων γλωσσών εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση σύμφωνα με το άρθρο 28 στοιχείο στ), και το επίπεδο των ευθυνών που αναλαμβάνουν.»,

β)

στην παράγραφο 2 πρώτη περίοδος, οι λέξεις «άρθρο 55 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης» αντικαθίστανται από το «άρθρο 55 παράγραφος 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης»,

γ)

στην παράγραφο 2 δεύτερη περίοδο, οι λέξεις «τα όργανα εκδίδουν» αντικαθίστανται από «η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου εκδίδει».

28)

Το άρθρο 45α τροποποιείται ως εξής:

α)

στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, οι λέξεις «των οικείων περιοδικών εκθέσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των οικείων ετήσιων εκθέσεων»,

β)

στην παράγραφο 5, οι λέξεις «τα όργανα θεσπίζουν» αντικαθίσταται από τις λέξεις «η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου θεσπίζει».

29)

Στο άρθρο 48 τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «της ομάδας καθηκόντων AST» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των ομάδων καθηκόντων AST και AST/SC».

30)

Στο άρθρο 50 όγδοο εδάφιο, οι λέξεις «το 55ο» αντικαθίστανται από «το 58ο».

31)

Το άρθρο 51 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 51

1.   Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου καθορίζει τις διαδικασίες για την αναγνώριση, τον χειρισμό και την αντιμετώπιση των περιπτώσεων επαγγελματικής ανεπάρκειας έγκαιρα και με κατάλληλο τρόπο.

Κατά τη θέσπιση εσωτερικών διατάξεων, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου τηρεί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

υπάλληλος ο οποίος, με βάση τρεις διαδοχικές μη ικανοποιητικές ετήσιες εκθέσεις κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 43, συνεχίζει να μην παρουσιάζει βελτίωση όσον αφορά την επαγγελματική του επάρκεια, υποβιβάζεται κατά ένα βαθμό. Εάν, σύμφωνα με τις δύο επόμενες ετήσιες εκθέσεις, η επίδοσή του εξακολουθεί να κρίνεται μη ικανοποιητική, ο υπάλληλος απολύεται,

β)

κάθε πρόταση περί υποβιβασμού ή απολύσεως υπαλλήλου εκθέτει τους λόγους που την αιτιολογούν και γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Η πρόταση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής υποβάλλεται στη συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6.

2.   Ο υπάλληλος έχει το δικαίωμα πρόσβασης στον πλήρη ατομικό του φάκελο και μπορεί να λαμβάνει αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας. Για την προετοιμασία της υπεράσπισής του διαθέτει προθεσμία τουλάχιστον 15 ημερών, αλλά όχι μεγαλύτερη των 30 ημερών, από την ημερομηνία παραλαβής της πρότασης. Μπορεί να έχει τη συνδρομή προσώπου της επιλογής του. Ο υπάλληλος μπορεί να υποβάλλει γραπτές παρατηρήσεις. Καλείται να εκθέσει τις απόψεις του στη συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Ο υπάλληλος μπορεί επίσης να καλεί μάρτυρες.

3.   Το όργανο εκπροσωπείται ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης από υπάλληλο ειδικά εντεταλμένο για τούτο από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Ο εν λόγω υπάλληλος απολαύει των ίδιων δικαιωμάτων όπως και ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος.

4.   Με βάση την πρόταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και λαμβάνοντας υπόψη, ενδεχομένως, τις γραπτές και προφορικές δηλώσεις του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ή των μαρτύρων, η συμβουλευτική επιτροπή ίσης εκπροσώπησης διατυπώνει, με πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη που αναφέρει το μέτρο που είναι κατά την κρίση της ενδεδειγμένο, υπό το φως των γεγονότων που αποδείχθηκαν κατόπιν αιτήσεώς της. Διαβιβάζει τη γνώμη αυτή στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία που της παραπέμφθηκε η υπόθεση. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία επί των αποφάσεων της συμβουλευτικής επιτροπής ίσης εκπροσώπησης, εκτός εάν πρόκειται για διαδικαστικά ζητήματα ή σε περίπτωση ισοψηφίας των μελών.

5.   Ο απολυθείς για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας υπάλληλος δικαιούται για το διάστημα που καθορίζεται στην παράγραφο 6 μηνιαία αποζημίωση λόγω απόλυσης ίση προς τον μηνιαίο βασικό μισθό υπαλλήλου πρώτου κλιμακίου του βαθμού AST 1. Ο υπάλληλος δικαιούται επίσης να λαμβάνει, για το ίδιο διάστημα, τα οικογενειακά επιδόματα που προβλέπονται στο άρθρο 67. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση τον μηνιαίο βασικό μισθό υπαλλήλου βαθμού AST 1 σύμφωνα με το άρθρο 1 του παραρτήματος VII.

Η αποζημίωση δεν καταβάλλεται στην περίπτωση που ο υπάλληλος παραιτηθεί μετά την έναρξη της διαδικασίας που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, ή εφόσον δικαιούται ήδη την άμεση καταβολή πλήρους συντάξεως. Εάν δικαιούται επίδομα ανεργίας στο πλαίσιο εθνικού καθεστώτος προστασίας των ανέργων, το ποσό του εν λόγω επιδόματος αφαιρείται από την ανωτέρω αποζημίωση.

6.   Το διάστημα κατά το οποίο πραγματοποιούνται οι πληρωμές που αναφέρονται στην παράγραφο 5 ανέρχεται σε:

α)

τρεις μήνες αν, κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για απόλυση, ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει πέντε έτη υπηρεσίας,

β)

έξι μήνες, αν ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον πέντε αλλά λιγότερα από 10 έτη υπηρεσίας,

γ)

εννέα μήνες, αν ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 10 αλλά λιγότερα από 20 έτη υπηρεσίας,

δ)

12 μήνες, αν ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 20 έτη υπηρεσίας.

7.   Στην περίπτωση υποβιβασμού για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας, ο υπάλληλος μπορεί, μετά την πάροδο έξι ετών, να ζητήσει να διαγραφεί από τον ατομικό του φάκελο κάθε αναφορά στο μέτρο αυτό.

8.   Ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφή των εύλογων εξόδων με τα οποία επιβαρύνθηκε με δική του πρωτοβουλία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής συνηγόρου υπερασπίσεώς του που δεν ανήκει στο όργανο, στην περίπτωση που η διαδικασία η οποία προβλέπεται στο παρόν άρθρο τερματιστεί χωρίς να έχει ληφθεί απόφαση για απόλυση ή υποβιβασμό.».

32)

Το άρθρο 52 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 52

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50, ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται:

α)

αυτοδικαίως, την ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 66ο έτος της ηλικίας του, ή

β)

με αίτησή του, την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, εάν έχει φτάσει στην ηλικία συνταξιοδότησης ή είναι μεταξύ 58 ετών και της ηλικίας συνταξιοδότησης, εφόσον συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση σύνταξης που αρχίζει να καταβάλλεται αμέσως, σύμφωνα με το άρθρο 9 του παραρτήματος VIII. Το άρθρο 48 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίοδος εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

Ωστόσο, ο υπάλληλος μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς του και υπό τον όρο ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή το κρίνει δικαιολογημένο από το συμφέρον της υπηρεσίας, να εξακολουθήσει να εργάζεται μέχρι την ηλικία των 67 ετών, ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέχρι την ηλικία των 70 ετών, οπότε συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει την ηλικία αυτή.

Εφόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίσει να επιτρέψει σε υπάλληλο να παραμείνει στην υπηρεσία πέρα από την ηλικία των 66 ετών, η άδεια αυτή αφορά μέγιστη διάρκεια ενός έτους. Μπορεί να ανανεωθεί μετά από αίτημα του υπαλλήλου.».

33)

Το άρθρο 55 τροποποιείται ως εξής:

α)

τα εδάφια αριθμούνται και γίνονται παράγραφοι,

β)

στο δεύτερο εδάφιο, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η κανονική διάρκεια εργασίας κυμαίνεται μεταξύ 40 και 42 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ το ωράριο εργασίας καθορίζεται από την αρμοδία για τους διορισμούς αρχή»,

γ)

το τρίτο εδάφιο δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου καθορίζει τους κανόνες εφαρμογής του παρόντος εδαφίου μετά από διαβουλεύσεις με την Επιτροπή Προσωπικού.»,

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου μπορεί να θεσπίσει ρυθμίσεις ελαστικού ωραρίου. Με βάση τις ρυθμίσεις αυτές, δεν χορηγούνται ολόκληρες εργάσιμες ημέρες για υπαλλήλους βαθμού AD/AST 9 ή υψηλότερου. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε υπαλλήλους στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 44 δεύτερο εδάφιο. Οι υπάλληλοι αυτοί οργανώνουν τον χρόνο εργασίας τους σε συμφωνία με τους προϊσταμένους τους.».

34)

Στο άρθρο 55α, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η άδεια αυτή παρέχεται αυτοδικαίως στον υπάλληλο, στις εξής περιπτώσεις:

α)

για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο ηλικίας κάτω των 9 ετών,

β)

για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο ηλικίας 9 έως 12 ετών, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας δεν υπερβαίνει το 20 % της κανονικής διάρκειας εργασίας,

γ)

για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο έως ότου συμπληρώσει την ηλικία των 14 ετών, όταν ο υπάλληλος είναι μόνος γονέας,

δ)

σε εξαιρετικά δύσκολες περιπτώσεις, για να παρέχει φροντίδα σε συντηρούμενο τέκνο μέχρι να φτάσει σε ηλικία 14 ετών, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας δεν υπερβαίνει το 5 % της κανονικής διάρκειας εργασίας. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι δύο πρώτες παράγραφοι του άρθρου 3 του παραρτήματος IVα. Στην περίπτωση που απασχολούνται στην υπηρεσία της Ένωσης και οι δύο γονείς, μόνον ο ένας δικαιούται τη μείωση αυτή,

ε)

για να παρέχει φροντίδα στον/στη σύζυγο, σε ανιόντα, σε κατιόντα, σε αδελφό ή σε αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία,

στ)

για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης ή

ζ)

κατά τα τελευταία τρία έτη πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλά όχι πριν από την ηλικία των 58 ετών.

Όταν ζητείται μειωμένο ωράριο για τη συμμετοχή σε μετεκπαίδευση, ή κατά τα τελευταία τρία έτη πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, αλλά όχι πριν από την ηλικία των 58, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει έγκριση ή να αναβάλει την έναρξη εφαρμογής μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για υπερέχοντες λόγους υπηρεσιακού συμφέροντος.

Όταν αυτό το δικαίωμα για χορήγηση άδειας ασκείται για την παροχή φροντίδας στον/στη σύζυγο, σε ανιόντα, σε κατιόντα, σε αδελφό ή σε αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία, ή για την παρακολούθηση συμπληρωματικής κατάρτισης, η σωρευτική διάρκεια των διαστημάτων εργασίας με μειωμένο ωράριο περιορίζεται σε πέντε έτη για όλη τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου.».

35)

Στο άρθρο 56, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα VI, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους των βαθμών SC 1 έως SC 6 και των βαθμών AST 1 έως AST 4 παρέχουν δικαίωμα χορηγήσεως αδείας αντισταθμιστικού χαρακτήρα ή δικαίωμα χορηγήσεως αμοιβής, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν τη χορήγηση αντισταθμιστικής αδείας κατά το δίμηνο που ακολουθεί τον μήνα κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες.».

36)

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 56α αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή καθορίζει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112, τις κατηγορίες των δικαιούχων υπαλλήλων, τους όρους χορήγησης καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων αυτών.».

37)

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 56β αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή καθορίζει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112, τις κατηγορίες των δικαιούχων υπαλλήλων, τους όρους χορήγησης καθώς και το ύψος των αποζημιώσεων αυτών.».

38)

Στο άρθρο 56γ, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η Επιτροπή καθορίζει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112, τις κατηγορίες των δικαιούχων υπαλλήλων, τους όρους χορήγησης και τα ποσοστά των εν λόγω ειδικών αποζημιώσεων.».

39)

Στο άρθρο 57 πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων».

40)

Το άρθρο 58 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 58

Επί πλέον της προβλεπόμενης στο άρθρο 57 αδείας, οι γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης δικαιούνται, αφού προσκομίσουν ιατρικό πιστοποιητικό, άδεια 20 εβδομάδων. Η άδεια αυτή αρχίζει το νωρίτερο έξι εβδομάδες πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού που αναφέρεται στο πιστοποιητικό και λήγει το νωρίτερο 14 εβδομάδες μετά την ημερομηνία του τοκετού. Σε περίπτωση πολλαπλού ή πρόωρου τοκετού ή σε περίπτωση γέννησης παιδιού με αναπηρία ή σοβαρή ασθένεια, η άδεια διαρκεί 24 εβδομάδες. Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, πρόωρος τοκετός είναι ο τοκετός που λαμβάνει χώρα πριν από το τέλος της 34ης εβδομάδας κύησης.».

41)

Το άρθρο 61 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 61

Κατάλογοι των αργιών καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης κατόπιν διαβούλευσης με την επιτροπή προσωπικού».

42)

Το άρθρο 63 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 63

Οι αποδοχές των υπαλλήλων εκφράζονται σε ευρώ. Καταβάλλονται στο νόμισμα της χώρας όπου ο υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντα του ή σε ευρώ.

Οι αποδοχές που καταβάλλονται σε νόμισμα άλλο από το ευρώ υπολογίζονται με βάση τις τιμές συναλλάγματος που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Ιουλίου του συγκεκριμένου έτους.

Κάθε έτος, οι τιμές συναλλάγματος επικαιροποιούνται αναδρομικά την ημερομηνία της ετήσιας επικαιροποίησης των αποδοχών που προβλέπονται στο άρθρο 65.».

43)

Το άρθρο 64 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 64

Οι αποδοχές του υπαλλήλου που εκφράζονται σε ευρώ σταθμίζονται βάσει συντελεστή ανώτερου, κατώτερου ή ίσου προς το 100 %, ανάλογα με τις συνθήκες διαβίωσης στους διαφόρους τόπους υπηρεσίας, μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών κρατήσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ή στους κανονισμούς εφαρμογής του.

Οι διορθωτικοί συντελεστές δημιουργούνται ή αποσύρονται και επικαιροποιούνται ετησίως σύμφωνα με το παράρτημα XI. Ως προς την επικαιροποίηση, όλες οι τιμές θεωρούνται τιμές αναφοράς. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

Δεν εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, δεδομένου του ειδικού ρόλου αυτών των τόπων απασχόλησης ως σημείων αναφοράς λόγω του γεγονότος ότι είναι οι κύριες και αρχικές έδρες των περισσότερων ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.».

44)

Το άρθρο 65 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 65

1.   Οι αποδοχές των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικαιροποιούνται κάθε έτος και σε τούτο λαμβάνονται υπόψη η οικονομική και κοινωνική πολιτική της Ένωσης. Λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη οι αυξήσεις των μισθών στο δημόσιο των κρατών μελών και οι ανάγκες προσλήψεων. Η επικαιροποίηση των αποδοχών γίνεται σύμφωνα με το παράρτημα ΧΙ. Η επικαιροποίηση αυτή πραγματοποιείται πριν από το τέλος του έτους, με βάση έκθεση που υποβάλλεται από την Επιτροπή, η οποία στηρίζεται στα στατιστικά στοιχεία που επεξεργάζεται η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνεννόηση με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες των κρατών μελών· τα στατιστικά στοιχεία εκφράζουν την κατάσταση σε όλα τα κράτη μέλη κατά την 1η Ιουλίου. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με τη δημοσιονομική επίπτωση στις αποδοχές και τις συντάξεις των υπαλλήλων της Ένωσης. Διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 42α δεύτερο και τρίτο εδάφιο, στα άρθρα 66 και 69, στο άρθρο 1 παράγραφος 1, στο άρθρο 2 παράγραφος 1, στο άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 4 παράγραφος 1, στο άρθρο 7 παράγραφος 2, στο άρθρο 8 παράγραφος 2, και στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του παραρτήματος VII, καθώς και στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του παραρτήματος XIII, τα ποσά που αναφέρονται στο πρώην άρθρο 4α του παραρτήματος VII, τα οποία υπόκεινται σε επικαιροποίηση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του παραρτήματος XIII, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 3, το άρθρο 28α παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 28α παράγραφος 7, στα άρθρα 93 και 94, στο άρθρο 96 παράγραφος 3, στο άρθρο 96 παράγραφος 7 και στα άρθρα 133, 134 και 136 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 300/76 του Συμβουλίου (6) και ο συντελεστής για τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου (7) επικαιροποιούνται κάθε έτος σύμφωνα με το παράρτημα XI. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

2.   Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους διαβίωσης, τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι συντελεστές αναπροσαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 64 επικαιροποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα ΧΙ. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές και των συντελεστών αναπροσαρμογής, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

3.   Τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι συντελεστές αναπροσαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 64 θεωρούνται ποσά και συντελεστές αναπροσαρμογής των οποίων η τρέχουσα αξία σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο υπόκειται σε επικαιροποίηση χωρίς να απαιτείται άλλη νομική πράξη.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφοι 5 και 6 του παραρτήματος XI, το 2013 και το 2014 δεν θα γίνει καμιά από τις επικαιροποιήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

45)

Το άρθρο 66 τροποποιείται ως εξής:

α)

η εισαγωγική περίοδος του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί στις ομάδες καθηκόντων AD και AST καθορίζονται, για κάθε βαθμό και κλιμάκιο, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:»,

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί στην ομάδα καθηκόντων AST/SC καθορίζονται, για κάθε βαθμό και κλιμάκιο, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

 

Κλιμάκιο

Βαθμός

1

2

3

4

5

SC 6

4 349,59

4 532,36

4 722,82

4 854,21

4 921,28

SC 5

3 844,31

4 005,85

4 174,78

4 290,31

4 349,59

SC 4

3 397,73

3 540,50

3 689,28

3 791,92

3 844,31

SC 3

3 003,02

3 129,21

3 260,71

3 351,42

3 397,73

SC 2

2 654,17

2 765,70

2 881,92

2 962,10

3 003,02

SC 1

2 345,84

2 444,41

2 547,14

2 617,99

2 654,17».

46)

Το άρθρο 66α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 66α

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 και για να ληφθεί υπόψη, με την επιφύλαξη του άρθρου 65 παράγραφος 3, η εφαρμογή της μεθόδου επικαιροποίησης των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων, εφαρμόζεται προσωρινό μέτρο, στο εξής «εισφορά αλληλεγγύης», το οποίο αφορά τις αποδοχές που καταβάλλει η Ένωση στους εν ενεργεία υπαλλήλους, από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023.

2.   Το ποσοστό αυτής της εισφοράς αλληλεγγύης, το οποίο εφαρμόζεται στη βάση που ορίζεται στην παράγραφο 3, καθορίζεται σε 6 %. Ωστόσο, για τους υπαλλήλους βαθμού ανώτερου του AD 15, κλιμάκιο 2, το ποσοστό είναι 7 %.

3.

α)

Η βάση για τον υπολογισμό της ειδικής εισφοράς είναι ο βασικός μισθός που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των αποδοχών, μείον:

i)

τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και σύνταξης καθώς και τον φόρο, πριν από την εισφορά αλληλεγγύης, που καταβάλλει υπάλληλος με ίδιο βαθμό και κλιμάκιο χωρίς συντηρούμενα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος VII, και

ii)

ένα ποσό ίσο με τον βασικό μισθό υπαλλήλου στον βαθμό AST 1, κλιμάκιο 1.

β)

Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της βάσης της εισφοράς αλληλεγγύης εκφράζονται σε ευρώ και σταθμίζονται με συντελεστή 100.

4.   Η εισφορά αλληλεγγύης παρακρατείται κάθε μήνα στην πηγή· το προϊόν της εγγράφεται στα έσοδα του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

47)

Στο άρθρο 67, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το επίδομα συντηρουμένου τέκνου μπορεί να διπλασιαστεί κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης αποφάσεως της αρμόδιας για διορισμούς αρχής, που λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών ιατρικών εγγράφων από τα οποία προκύπτει ότι το εν λόγω τέκνο έχει αναπηρία ή μακροχρόνια ασθένεια που επιβάλλει στον υπάλληλο δυσβάστακτα βάρη.».

48)

Το άρθρο 72 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος και στην παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «τα όργανα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών οργάνων»,

β)

στην παράγραφο 2, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία συνταξιοδότησης»,

γ)

στην παράγραφο 2α σημεία i) και ii), οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία συνταξιοδότησης»,

δ)

στην παράγραφο 2β, οι λέξεις «βαθμού 1» αντικαθίστανται από τις λέξεις «βαθμού AST 1».

49)

Στο άρθρο 73 παράγραφος 1, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίσταται από τις λέξεις «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων».

50)

Στο άρθρο 76α δεύτερη περίοδος, οι λέξεις «των οργάνων» αντικαθίστανται από «των αρμόδιων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων».

51)

Το άρθρο 77 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 77

Ο υπάλληλος που έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας έχει δικαίωμα συντάξεως λόγω αρχαιότητας. Εντούτοις, δικαιούται τη σύνταξη αυτή ανεξάρτητα από τη διάρκεια της υπηρεσίας, αν έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης, εφόσον δεν κατέστη δυνατό να επανέλθει στην υπηρεσία κατά τη διάρκεια περιόδου στην οποία δεν ήταν σε ενεργό υπηρεσία, ή σε περίπτωση συνταξιοδότησης προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Το ανώτατο ύψος της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται σε 70 % του τελευταίου βασικού μισθού που αναλογεί στον τελευταίο βαθμό στον οποίο έχει καταταγεί υπάλληλος για ένα έτος τουλάχιστον. Στον υπάλληλο καταβάλλεται ποσοστό 1,80 % του τελευταίου αυτού βασικού μισθού για κάθε έτος υπηρεσίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος VIII.

Εντούτοις, για τους υπαλλήλους που έχουν ασκήσει καθήκοντα παρά προσώπω που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά εκλεγμένω προέδρω οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, ή παρά εκλεγμένω προέδρω πολιτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αντιστοιχούν στα συντάξιμα έτη κατά την άσκηση των καθηκόντων που σημειώνονται ανωτέρω υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού ο οποίος έχει εισπραχθεί κατά την εν λόγω περίοδο, εφόσον ο βασικός αυτός μισθός είναι ανώτερος από εκείνον που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς της δεύτερης παραγράφου του παρόντος άρθρου.

Το ποσό της συντάξεως αρχαιότητας ανά έτος υπηρεσίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 4 % του ελαχίστου ορίου διαβίωσης.

Το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας αποκτάται στην ηλικία των 66 ετών.

Η ηλικία συνταξιοδότησης εξετάζεται κάθε πέντε έτη, αρχής γενομένης την 1η Ιανουαρίου 2014, με βάση έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Στην έκθεση εξετάζονται ειδικότερα η εξέλιξη της ηλικίας συνταξιοδότησης για το προσωπικό του δημόσιου τομέα στα κράτη μέλη και η εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής των υπαλλήλων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Όπου είναι σκόπιμο. η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση για την αλλαγή της ηλικίας συνταξιοδότησης σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης αυτής, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις εξελίξεις στα κράτη μέλη.».

52)

Το άρθρο 78 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 78

Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13 έως 16 του παραρτήματος VIII, ο υπάλληλος δικαιούται επίδομα αναπηρίας, αν υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική, η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της ομάδας καθηκόντων του.

Το άρθρο 52 εφαρμόζεται κατ' αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας. Εάν ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας συνταξιοδοτηθεί πριν από το 66 έτος της ηλικίας του χωρίς να έχει φθάσει στο ανώτατο ποσοστό σύνταξης, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες για τη σύνταξη αρχαιότητας. Το ύψος της σύνταξης αρχαιότητας καθορίζεται με βάση τον μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο υπάλληλος όταν κατέστη ανάπηρος.

Το επίδομα αναπηρίας ισούται με το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου. Πάντως, το επίδομα αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης.

Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, που υπολογίζονται με βάση το επίδομα αυτό.

Αν η αναπηρία οφείλεται σε ατύχημα που έχει επέλθει κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου ή που συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων αυτών, σε επαγγελματική ασθένεια, ή σε πράξη αυτοθυσίας που έχει συντελεστεί προς το δημόσιο όφελος, ή στο γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Επιπλέον, στις περιπτώσεις αυτές, οι εισφορές στο καθεστώς συνταξιοδότησης βαρύνουν εξ ολοκλήρου τον προϋπολογισμό του οργάνου ή του οργανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 1β.».

53)

Στο άρθρο 80, το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα δικαιώματα που προβλέπονται στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο εδάφιο ισχύουν σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου που είχε δικαίωμα αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 (8), του άρθρου 3 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72 του Συμβουλίου (9) ή του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73 του Συμβουλίου (10) και σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου ο οποίος εξήλθε από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης του μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα μετά από εκείνον στη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία συνταξιοδότησης.

54)

Το άρθρο 81α παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο στοιχείο β), οι λέξεις «ηλικία των 65 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία των 66 ετών»,

β)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου ο οποίος εξήλθε από την υπηρεσία πριν την ηλικία συνταξιοδότησης και είχε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξής του μέχρι την πρώτη ημέρα του μήνα μετά από εκείνον στη διάρκεια του οποίου θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, το ποσό της σύνταξης που θα δικαιούταν στην ηλικία συνταξιοδότησης, αν ζούσε, αφού προστεθούν και αφαιρεθούν από το ποσό αυτό τα στοιχεία που αναφέρονται στο στοιχείο β)»,

γ)

στο στοιχείο ε), οι λέξεις «αποζημίωσης είτε με βάση το άρθρο 41 ή το άρθρο 50» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αποζημίωσης με βάση το άρθρο 41, 42γ ή 50».

55)

Η παράγραφος 2 του άρθρου 82 αντικαθίσταται ως εξής:

«2.   Όταν οι αποδοχές επικαιροποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 1, η ίδια επικαιροποίηση εφαρμόζεται και στις συντάξεις.».

56)

Στο άρθρο 83 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

57)

Στο άρθρο 83α οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι οργανισμοί που δεν επιδοτούνται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταβάλλουν στον εν λόγω προϋπολογισμό το πλήρες ποσό των εισφορών που είναι αναγκαίες για τη χρηματοδότηση του καθεστώτος. Από 1ης Ιανουαρίου 2016, οι οργανισμοί που χρηματοδοτούνται εν μέρει από τον εν λόγω προϋπολογισμό καταβάλλουν το μέρος των εργοδοτικών εισφορών το οποίο αντιστοιχεί στην αναλογία των εσόδων του οργανισμού χωρίς την επιδότηση από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα συνολικά έσοδά του.

3.   Η ισορροπία του συνταξιοδοτικού καθεστώτος εξασφαλίζεται με την ηλικία συνταξιοδότησης και το ποσοστό εισφοράς στο καθεστώς. Επ’ ευκαιρία της ανά πενταετία διενεργούμενης αναλογιστικής αποτίμησης σύμφωνα με το παράρτημα XII, το ποσοστό εισφοράς επικαιροποιείται με σκοπό να εξασφαλίζεται η ισορροπία του καθεστώτος.

4.   Η Επιτροπή υποβάλλει κάθε έτος επικαιροποιημένη μορφή της αναλογιστικής αποτίμησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παραρτήματος XII. Εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη απόκλισης τουλάχιστον 0,25 τοις εκατό μεταξύ του ποσοστού της τρέχουσας εισφοράς και του ποσοστού που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της αναλογιστικής ισορροπίας, το ποσοστό επικαιροποιείται, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα XII.

5.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, το ποσό αναφοράς που καθορίζεται στο άρθρο 83 παράγραφος 2 επικαιροποιείται. Η Επιτροπή δημοσιεύει το επικαιροποιημένο ποσοστό εισφοράς που προκύπτει μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.».

58)

Ο τίτλος VIII διαγράφεται.

59)

Το άρθρο 110 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 110

1.   Οι γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εκδίδονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή προσωπικού και την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.   Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που θεσπίζει η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους οργανισμούς. Προς τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή ενημερώνει τους οργανισμούς για κάθε κανόνα εφαρμογής αμέσως μετά τη θέσπισή του.

Οι εν λόγω κανόνες εφαρμογής τίθενται σε ισχύ από τους οργανισμούς εννέα μήνες μετά την έναρξη ισχύος τους στην Επιτροπή ή εννέα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή ενημέρωσε τους οργανισμούς για τη θέσπιση του συγκεκριμένου μέτρου εφαρμογής, εφόσον η ημερομηνία αυτή είναι μεταγενέστερη. Με την επιφύλαξη των ανωτέρω, ένας οργανισμός μπορεί επίσης να αποφασίσει να θέσει τους εν λόγω κανόνες εφαρμογής σε ισχύ πριν από την ημερομηνία αυτή.

Κατά παρέκκλιση, ένας οργανισμός μπορεί, πριν από τη λήξη της εννεάμηνης περιόδου που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και ύστερα από διαβούλευση με την οικεία επιτροπή προσωπικού, να υποβάλει προς έγκριση στην Επιτροπή κανόνες εφαρμογής διαφορετικούς από τους κανόνες που έχει θεσπίσει η Επιτροπή. Υπό τους ίδιους όρους, ένας οργανισμός μπορεί να ζητήσει την έγκριση της Επιτροπής για τη μη εφαρμογή ορισμένων από τους εν λόγω κανόνες εφαρμογής. Στην τελευταία περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί, αντί να αποδεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα, να ζητήσει από τον οργανισμό να της υποβάλει, προκειμένου να λάβει την έγκρισή της, κανόνες εφαρμογής διαφορετικούς από εκείνους που θέσπισε η Επιτροπή.

Η εννεάμηνη περίοδος που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου αναστέλλεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο οργανισμός ζητά τη συμφωνία της Επιτροπής έως την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή λάβει θέση σχετικά.

Ένας οργανισμός μπορεί επίσης, μετά από διαβούλευση με την οικεία επιτροπή προσωπικού, να υποβάλει προς έγκριση στην Επιτροπή κανόνες εφαρμογής που αφορούν άλλα ζητήματα, πέραν των κανόνων εφαρμογής που εξέδωσε η Επιτροπή.

Για τους σκοπούς της θέσπισης των κανόνων εφαρμογής, κάθε οργανισμός εκπροσωπείται από το διοικητικό συμβούλιο ή το ισότιμο όργανο που αναφέρεται στην πράξη της Ένωσης βάσει της οποίας έχει συσταθεί ο οργανισμός.

3.   Για τους σκοπούς της θέσπισης των κανόνων με συμφωνία μεταξύ των θεσμικών οργάνων, οι οργανισμοί δεν εξομοιώνονται με τα θεσμικά όργανα. Εντούτοις, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τους οργανισμούς πριν από τη θέσπιση των εν λόγω κανόνων.

4.   Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών διατάξεων εφαρμογής που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και οι κανόνες που θεσπίζονται με συμφωνία μεταξύ των αρμοδίων για τους διορισμούς αρχών των θεσμικών οργάνων, τίθενται υπόψη του προσωπικού.

5.   Οι διοικητικές υπηρεσίες των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών διαβουλεύονται τακτικά μεταξύ τους σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Κατά τις εν λόγω διαβουλεύσεις, οι οργανισμοί έχουν κοινή εκπροσώπηση, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται με συμφωνία μεταξύ τους.

6.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τηρεί μητρώο των κανόνων που θεσπίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου για να θέσει σε εφαρμογή τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και των κανόνων που θεσπίζουν οι οργανισμοί στον βαθμό που παρεκκλίνουν από τους κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσεών τους. Τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί διαθέτουν άμεση πρόσβαση στο μητρώο αυτό και έχουν πλήρως το δικαίωμα να τροποποιούν τους οικείους κανόνες. Τα κράτη μέλη έχουν άμεση πρόσβαση σε αυτό. Επιπλέον, η Επιτροπή υποβάλλει ανά τριετία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τους κανόνες που θέσπισε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου για να θέσει σε εφαρμογή τον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.».

60)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 111

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112, όσον αφορά ορισμένες πτυχές των συνθηκών εργασίας και ορισμένες πτυχές της εφαρμογής των κανόνων σχετικά με τις αποδοχές και με το καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης.

Άρθρο 112

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στα άρθρα 56α, 56β και 56γ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 13 παράγραφος 3 του παραρτήματος VII και στο άρθρο 9 του παραρτήματος XI, και στα άρθρα 28α παράγραφος 11 και 96 παράγραφος 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα, από την 1η Ιανουαρίου 2014.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στα άρθρα 56α, 56β, 56γ, του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στο άρθρο 13 παράγραφος 3 του παραρτήματος VII και στο άρθρο 9 του παραρτήματος XI, και στα άρθρα 28α παράγραφος 11 και 96 παράγραφος 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 56α, 56β, 56γ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, του άρθρου 13 παράγραφος 3 του παραρτήματος VII ή του άρθρου 9 του παραρτήματος XI ή των άρθρων 28α παράγραφος 11 ή 96 παράγραφος 11 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 113

Η Επιτροπή υποβάλλει, έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία αποτιμά τη λειτουργία του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.».

61)

Το παράρτημα Ι τροποποιείται ως εξής:

α)

το τμήμα Α αντικαθίσταται ως εξής:

«A.   Τύποι θέσης σε καθεμία από τις ομάδες καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4

1.   Ομάδα καθηκόντων AD

Γενικός διευθυντής

AD 15 - AD 16

Διευθυντής

AD 14 - AD 15

Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση

AD 13- AD 14

Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση

AD 9 - AD 14

Διοικητικός υπάλληλος

AD 5 - AD 12


2.   Ομάδα καθηκόντων AST

Ανώτερος βοηθός διοίκησης

Άσκηση διοικητικών, τεχνικών ή επιμορφωτικών καθηκόντων για τα οποία απαιτείται υψηλός βαθμός αυτονομίας και εκπλήρωση σημαντικών ευθυνών στους τομείς της διαχείρισης προσωπικού, της εκτέλεσης του προϋπολογισμού ή του πολιτικού συντονισμού

AST 10 – AST 11

Βοηθός διοίκησης

Άσκηση διοικητικών, τεχνικών ή επιμορφωτικών καθηκόντων για τα οποία απαιτείται ένας ορισμένος βαθμός αυτονομίας, ιδίως σε σχέση με την εφαρμογή κανόνων και κανονισμών ή γενικών οδηγιών ή υπό την ιδιότητα του προσωπικού βοηθού ενός Μέλους του θεσμικού οργάνου ή του Προϊσταμένου του Ιδιαίτερου Γραφείου ενός Μέλους ή ενός (Αναπληρωτή) Γενικού Διευθυντή ή άλλου ανώτερου διευθυντικού στελέχους ανάλογου επιπέδου

AST 1 – AST 9


3.   Ομάδα καθηκόντων AST/SC

Γραμματέας/Βοηθός γραφείου

Εκτέλεση εργασιών γραφείου ή γραμματείας, διαχείριση γραφείου και άλλα παρεμφερή καθήκοντα που απαιτούν έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας (11)

SC 1 – SC 6

β)

το τμήμα B αντικαθίσταται ως εξής:

«Β.   Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών

1.

Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών στις ομάδες καθηκόντων AST και AD:

Βαθμός

Βοηθοί

Υπάλληλοι διοικήσεως

13

15 %

12

15 %

11

25 %

10

20 %

25 %

9

8 %

25 %

8

25 %

33 %

7

25 %

36 %

6

25 %

36 %

5

25 %

36 %

4

33 %

3

33 %

2

33 %

1

33 %

2.

Ποσοστά πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών στην ομάδα καθηκόντων AST/SC:

Βαθμός

Γραμματείς/Βοηθοί γραφείου

SC 6

SC 5

12 %

SC 4

15 %

SC 3

17 %

SC 2

20 %

SC 1

25 %»

62)

Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

α)

στο άρθρο 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίοδος, οι λέξεις «το όργανο»/«του οργάνου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου»/«της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής κάθε θεσμικού οργάνου»,

β)

το άρθρο 1 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίοδο αντικαθίστανται ως εξής:

«Πάντως, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου δύναται να αποφασίσει ότι οι προϋποθέσεις εκλογής θα καθορισθούν σύμφωνα με την επιλογή που υπέδειξε το προσωπικό του οργάνου ως αποτέλεσμα δημοψηφίσματος.»,

γ)

στο άρθρο 1 τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «και των δύο ομάδων καθηκόντων», αντικαθίστανται από τις λέξεις «και των τριών ομάδων καθηκόντων»,

δ)

στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο πρώτη περίπτωση, διαγράφονται οι λέξεις «τρίτη παράγραφος».

63)

Το άρθρο μόνο του παραρτήματος IV τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο οι λέξεις «το 63ο έτος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το 66ο έτος»,

β)

στην παράγραφο 1, διαγράφεται το τρίτο εδάφιο,

γ)

στην τελευταία γραμμή του πίνακα της παραγράφου 3, οι λέξεις «59 έως 64» αντικαθίστανται από τις λέξεις «59 έως 65»,

δ)

στην παράγραφο 4 τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία των 66 ετών».

64)

Το παράρτημα IVα τροποποιείται ως εξής:

α)

στο άρθρο 1 δεύτερο εδάφιο οι λέξεις «άρθρο 55α παράγραφος 2 στοιχείο ε)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρο 55α παράγραφος 2 στοιχείο ζ)»,

β)

στο άρθρο 4 πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «υπάλληλοι ηλικίας άνω των 55 ετών, στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια να εργάζονται με μειωμένο ωράριο για να προετοιμάσουν τη συνταξιοδότησή τους» αντικαθίστανται από τις λέξεις «οι υπάλληλοι οι οποίοι εξουσιοδοτούνται, σύμφωνα με το άρθρο 55α παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να εργάζονται με μειωμένο ωράριο».

65)

Το παράρτημα V τροποποιείται ως εξής:

α)

το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Εκτός από την ετήσια άδεια, είναι δυνατόν να χορηγηθεί στον υπάλληλο, κατόπιν αιτήσεώς του, ειδική άδεια. Δικαίωμα τέτοιας άδειας υφίσταται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που προβλέπονται κατωτέρω και εντός των ακολούθων ορίων:

γάμος του υπαλλήλου: τέσσερεις ημέρες,

μετακόμιση του υπαλλήλου: μέχρι δύο ημέρες,

σοβαρή ασθένεια του συζύγου: μέχρι τρεις ημέρες,

θάνατος του συζύγου: τέσσερεις ημέρες,

σοβαρή ασθένεια ανιόντος: μέχρι δύο ημέρες,

θάνατος ανιόντος: δύο ημέρες,

γάμος τέκνου: δύο ημέρες,

γέννηση τέκνου: δέκα ημέρες, λαμβανόμενες στη διάρκεια των 14 εβδομάδων που ακολουθούν τη γέννηση,

γέννηση τέκνου με αναπηρία ή σοβαρή ασθένεια: 20 ημέρες, λαμβανόμενες στη διάρκεια των 14 εβδομάδων που ακολουθούν τη γέννηση,

θάνατος της συζύγου κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας: αριθμός ημερών που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της άδειας μητρότητας· εάν η αποβιώσασα σύζυγος δεν είναι υπάλληλος, η διάρκεια της υπόλοιπης άδειας μητρότητας προσδιορίζεται με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 58 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,

σοβαρή ασθένεια τέκνου: μέχρι δύο ημέρες,

ιδιαίτερα σοβαρή ασθένεια τέκνου πιστοποιούμενη από ιατρό ή νοσοκομειακή περίθαλψη τέκνου ηλικίας έως 12 ετών: μέχρι πέντε ημέρες,

θάνατος τέκνου: τέσσερις ημέρες,

υιοθεσία τέκνου: 20 εβδομάδες, που ανέρχονται σε 24 βδομάδες σε περίπτωση υιοθεσίας ανάπηρου τέκνου.

Για κάθε υιοθετούμενο τέκνο παρέχεται άπαξ δικαίωμα ειδικής άδειας, η οποία μπορεί να επιμερίζεται μεταξύ των θετών γονέων, εφόσον είναι και οι δύο υπάλληλοι. Η άδεια χορηγείται μόνον αν ο σύζυγος του υπαλλήλου ασκεί βιοποριστική δραστηριότητα τουλάχιστον υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης. Εάν ο σύζυγος εργάζεται εκτός των οργάνων της Ένωσης και του χορηγείται ανάλογη άδεια, τα δικαιώματα αδείας του υπαλλήλου μειώνονται κατά τον αντίστοιχο αριθμό ημερών.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, σε περίπτωση ανάγκης, να χορηγεί συμπληρωματική ειδική άδεια, εφόσον σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της χώρας στην οποία λαμβάνει χώρα η διαδικασία υιοθεσίας και η οποία δεν είναι η χώρα στην οποία απασχολείται ο υιοθετών υπάλληλος, απαιτείται η παρουσία ενός ή και των δύο θετών γονέων.

Ειδική άδεια 10 ημερών χορηγείται εάν ο υπάλληλος δεν δικαιούται την πλήρη ειδική άδεια των 20 ή 24 εβδομάδων σύμφωνα με την πρώτη πρόταση της παρούσας περίπτωσης· η συμπληρωματική αυτή ειδική άδεια χορηγείται άπαξ για κάθε υιοθετούμενο τέκνο.

Εξάλλου, το όργανο μπορεί να χορηγεί ειδική άδεια σε περίπτωση επαγγελματικής επιμόρφωσης μέσα στα όρια που προβλέπονται στο πρόγραμμα επαγγελματικής επιμόρφωσης το οποίο καθορίζεται από το όργανο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Ειδική άδεια μπορεί επίσης να χορηγείται, σε εξαιρετική βάση, σε υπαλλήλους σε περίπτωση έκτακτης εργασίας η οποία υπερβαίνει τις συνήθεις υποχρεώσεις του υπαλλήλου. Η ειδική αυτή άδεια χορηγείται το αργότερο τρεις μήνες μετά την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής σχετικά με τον έκτακτο χαρακτήρα της εργασίας του υπαλλήλου.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο εκτός γάμου σύντροφος ενός υπαλλήλου αντιμετωπίζεται ως σύζυγος, εφόσον πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του παραρτήματος VII.

Στην περίπτωση ειδικών αδειών οι οποίες προβλέπονται στο παρόν τμήμα, ορίζονται ενδεχομένως ημέρες οδοιπορικής άδειας με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών.»,

β)

το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Οι υπάλληλοι που δικαιούνται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού δικαιούνται, προκειμένου να μεταβούν στη χώρα καταγωγής τους, συμπληρωματική άδεια δυόμιση ημερών ετησίως.

Η πρώτη παράγραφος εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. Εάν είναι τοποθετημένοι εκτός της επικράτειας αυτής, η διάρκεια της άδειας χώρας καταγωγής καθορίζεται με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών.».

66)

Το παράρτημα VI τροποποιείται ως εξής:

α)

το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 56 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους των βαθμών SC 1 έως SC 6 ή των βαθμών AST 1 έως AST 4 παρέχουν δικαίωμα συμψηφιστικής άδειας ή αμοιβής ως εξής:

α)

κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας παρέχει δικαίωμα συμψηφισμού με τη χορήγηση μιάμιση ώρας ελεύθερου χρόνου. Αν όμως η υπερωρία πραγματοποιείται μεταξύ ώρας 22:00 και 07:00 ή Κυριακή ή αργία, συμψηφίζεται με τη χορήγηση δύο ωρών ελεύθερου χρόνου. Η συμψηφιστική άδεια χορηγείται, αφού ληφθούν υπόψη οι υπηρεσιακές ανάγκες και οι προτιμήσεις του ενδιαφερομένου,

β)

αν οι υπηρεσιακές ανάγκες δεν επέτρεψαν τον συμψηφισμό αυτό πριν από τη λήξη του διμήνου που ακολουθεί τον μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, η αρμόδια για διορισμούς αρχή εγκρίνει τη χορήγηση αμοιβής των υπερωριών που δεν έχουν συμψηφιστεί σε ποσοστό 0,56 % του μηνιαίου βασικού μισθού για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας, με βάση το στοιχείο α),

γ)

για να δοθεί η συμψηφιστική άδεια ή η αμοιβή υπερωριακής ώρας, πρέπει η επιπλέον εργασία να διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά.»,

β)

το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Κατά παρέκκλιση από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από ορισμένες ομάδες υπαλλήλων των βαθμών SC 1 έως SC 6 και των βαθμών AST 1 έως AST 4, οι οποίοι εργάζονται υπό ειδικές συνθήκες, παρέχουν το δικαίωμα για κατ’ αποκοπή αποζημίωση, της οποίας το ποσό και οι τρόποι χορήγησης καθορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή ίσης εκπροσώπησης.».

67)

Το παράρτημα VII τροποποιείται ως εξής:

α)

στο άρθρο 1 παράγραφος 3, οι λέξεις «με βαθμό 3» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με βαθμό AST 3»,

β)

το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το δικαίωμα στο συγκεκριμένο επίδομα αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο αρχίζει να φοιτά σε πρωτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, και λήγει στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο τελειώνει τις σπουδές του ή στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο φτάνει στην ηλικία των 26 ετών, ό,τι συμβεί πρώτο.»,

γ)

το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

1.   Ο υπάλληλος δικαιούται κατ’ αποκοπή αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ταξιδίου για αυτόν τον ίδιο, τον/την σύζυγό του και τα συντηρούμενα και πράγματι συγκατοικούντα με αυτόν πρόσωπα:

α)

κατά την ανάληψη καθηκόντων, από τον τόπο πρόσληψης στον τόπο υπηρεσίας,

β)

κατά την οριστική λήξη των καθηκόντων κατά την έννοια του άρθρου 47 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου,

γ)

για κάθε μετάθεση που συνεπάγεται μεταβολή του τόπου υπηρεσίας.

Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, ο/η επιζών/-ούσα σύζυγος και τα συντηρούμενα πρόσωπα δικαιούνται της κατ’ αποκοπή πληρωμής υπό τους ίδιους όρους.

Τα έξοδα ταξιδίου των τέκνων ηλικίας κάτω των δύο ετών καθ’ όλο το ημερολογιακό έτος, δεν επιστρέφονται.

2.   Η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημίωσης που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

0 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

0 και 200 χιλιομέτρων

0,1895 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

201 και 1 000 χιλιομέτρων

0,3158 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

1 001 και 2 000 χιλιομέτρων

0,1895 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

2 001 και 3 000 χιλιομέτρων

0,0631 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

3 001 και 4 000 χιλιομέτρων

0,0305 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

4 001 και 10 000 χιλιομέτρων

0 EUR ανά χλμ. για απόσταση άνω των

10 000 χιλιομέτρων.

Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται κατ’ αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

94,74 EUR εάν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι από 600 έως 1 200 χλμ.,

189,46 EUR εάν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ των τόπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπερβαίνει τα 1 200 χλμ.

Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και τα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικά ποσά επικαιροποιούνται κάθε έτος στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές.

3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, η επιστροφή των εξόδων ταξιδίου που αφορούν είτε μετάθεση από τόπο υπηρεσίας εντός των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε τόπο υπηρεσίας εκτός των εν λόγω εδαφών είτε μετάθεση μεταξύ τόπων απασχόλησης εκτός των εν λόγω εδαφών, γίνεται υπό τη μορφή πληρωμής κατ’ αποκοπή ποσού βάσει της τιμής αεροπορικού εισιτηρίου στην αμέσως ανώτερη από την οικονομική θέση.

4.   Ο τόπος καταγωγής του υπαλλήλου καθορίζεται κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, αφού ληφθεί καταρχήν υπόψη ο τόπος πρόσληψής του ή, κατόπιν ρητού και δεόντως αιτιολογημένου αιτήματός του, ο τόπος όπου ευρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. Ο τόπος καταγωγής ο οποίος καθορίζεται κατά τον τρόπο αυτόν μπορεί, με ειδική απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, να μεταβληθεί ενόσω ο υπάλληλος βρίσκεται εν ενεργεία ή επ’ ευκαιρία της αποχώρησής του από την υπηρεσία. Ωστόσο, ενόσω βρίσκεται εν ενεργεία, η απόφαση αυτή λαμβάνεται μόνο κατ’ εξαίρεση και αφού ο υπάλληλος προσκομίσει τα κατάλληλα δικαιολογητικά στοιχεία.

Η μεταβολή αυτή, ωστόσο, δεν είναι δυνατό να οδηγήσει στην αναγνώριση ως κέντρου των συμφερόντων ενός τόπου που ευρίσκεται εκτός των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα II της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών.»,

δ)

το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

1.   Ο υπάλληλος που δικαιούται επίδομα αποδημίας ή εκπατρισμού δικαιούται, εντός των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 2, κάθε ημερολογιακό έτος, κατ’ αποκοπή αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στα έξοδα ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, για τον ίδιο και, εάν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή τη σύζυγό του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2.

Όταν αμφότεροι οι σύζυγοι είναι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθένας δικαιούται, για τον εαυτό του και για τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, την κατ’ αποκοπή πληρωμή των εξόδων ταξιδίου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις για κάθε συντηρούμενο πρόσωπο γεννάται δικαίωμα μίας και μόνον πληρωμής. Όσον αφορά τα συντηρούμενα τέκνα, η πληρωμή καθορίζεται σύμφωνα με την αίτηση του ή της συζύγου, βάσει του τόπου καταγωγής του ενός ή του άλλου συζύγου.

Εάν ο υπάλληλος τελέσει γάμο στη διάρκεια του τρέχοντος έτους και, ως εκ τούτου, αποκτήσει το δικαίωμα επιδόματος στέγης, τα οφειλόμενα για τον/την σύζυγο έξοδα ταξιδίου υπολογίζονται κατ’ αναλογία του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία τελέσεως του γάμου μέχρι το τέλος του έτους.

Ενδεχόμενη μεταβολή στη βάση υπολογισμού η οποία απορρέει από αλλαγή της οικογενειακής κατάστασης και επέρχεται μετά την ημερομηνία καταβολής των εν λόγω ποσών, δεν δημιουργεί υποχρέωση για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να επιστρέψει τα ποσά που εισέπραξε.

Τα έξοδα ταξιδίου των τέκνων ηλικίας κάτω των δύο ετών καθ’ όλο το ημερολογιακό έτος, δεν επιστρέφονται.

2.   Η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου καταγωγής του.

Όταν ο τόπος καταγωγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 7, βρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εδαφών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών, η κατ’ αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της γεωγραφικής απόστασης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και της πρωτεύουσας του κράτους μέλους του οποίου έχει την ιθαγένεια. Οι υπάλληλοι των οποίων ο τόπος καταγωγής ευρίσκεται εκτός του εδάφους των κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και εκτός των χωρών και εδαφών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του εδάφους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και οι οποίοι δεν είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη, δεν δικαιούνται κατ’ αποκοπή πληρωμή.

Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

0 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

0 και 200 χιλιομέτρων

0,3790 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

201 και 1 000 χιλιομέτρων

0,6316 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

1 001 και 2 000 χιλιομέτρων

0,3790 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

2 001 και 3 000 χιλιομέτρων

0,1262 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

3 001 και 4 000 χιλιομέτρων

0,0609 EUR ανά χλμ. για το τμήμα απόστασης μεταξύ

4 001 και 10 000 χιλιομέτρων

0 EUR ανά χλμ. για απόσταση άνω των

10 000 χιλιομέτρων.

Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται ένα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

189,48 EUR, αν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεταξύ 600 χιλιομέτρων και 1 200 χιλιομέτρων,

378,93 EUR, αν η γεωγραφική απόσταση μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεγαλύτερη από 1 200 χιλιόμετρα.

Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και τα κατ’ αποκοπή συμπληρωματικά ποσά επικαιροποιούνται κάθε έτος στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές.

3.   Ο υπάλληλος που κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους παύει να ασκεί τα καθήκοντά του για άλλη αιτία εκτός του θανάτου ή που λαμβάνει άδεια για προσωπικούς λόγους για ένα μέρος του χρόνου και εφόσον ο χρόνος ενεργού υπηρεσίας του κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους σε όργανο της Ένωσης είναι κατώτερος των εννέα μηνών, δικαιούται μέρος μόνο του κατ’ αποκοπή ποσού που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, το οποίο υπολογίζεται κατ' αναλογία προς τον χρόνο ενεργού υπηρεσίας.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών. Ο υπάλληλος του οποίου ο τόπος υπηρεσίας ευρίσκεται εκτός της επικράτειας των κρατών μελών δικαιούται, για τον ίδιο και, αν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον ή την σύζυγό της/του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2, κάθε ημερολογιακό έτος, κατ’ αποκοπή πληρωμή για τα έξοδα ταξιδίου προς τον τόπο καταγωγής του ή τα έξοδα ταξιδίου προς άλλον προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου μέχρι τον τόπο καταγωγής του. Πάντως, αν ο/η σύζυγος και τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 πρόσωπα, δεν διαμένουν με τον υπάλληλο στον τόπο υπηρεσίας του, δικαιούνται κάθε ημερολογιακό έτος επιστροφή των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας ή επιστροφή των εξόδων ταξιδίου μέχρι άλλον προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας.

Η πληρωμή κατ’ αποκοπή ποσού βασίζεται στην τιμή αεροπορικού εισιτηρίου οικονομικής θέσης.»,

ε)

το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

1.   Τα έξοδα που πραγματοποιούνται για τη μετακόμιση της οικοσκευής και των προσωπικών ειδών, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων ασφαλίσεως για την κάλυψη των απλών κινδύνων (διάρρηξης, κλοπής, πυρκαγιάς) επιστρέφονται, εντός των ανωτάτων ορίων κόστους και εφόσον δεν έχουν επιστραφεί από άλλη πηγή, στους υπαλλήλους που υποχρεώνονται να αλλάξουν τόπο κατοικίας για να συμμορφωθούν προς το άρθρο 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους ή σε περίπτωση μεταγενέστερης αλλαγής τόπου υπηρεσίας ενώ είναι εν ενεργεία.

Τα ανώτατα όρια λαμβάνουν υπόψη την οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου τη στιγμή της μετακόμισης, καθώς και το μέσο κόστος μετακόμισης και τη σχετική ασφάλιση.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου εκδίδει γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

2.   Κατά τη λήξη των καθηκόντων ή σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, τα επιστρεφόμενα έξοδα μετακομίσεως από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής υπολογίζονται εντός των ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 1. Αν ο αποβιώσας υπάλληλος ήταν άγαμος, τα έξοδα αυτά επιστρέφονται στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα.

3.   Ο μόνιμος υπάλληλος οφείλει να πραγματοποιεί τη μετακόμιση εντός του επομένου έτους μετά την παρέλευση της περιόδου δοκιμασίας. Σε περίπτωση οριστικής λήξεως των καθηκόντων, η μετακόμιση πρέπει να πραγματοποιείται εντός προθεσμίας τριών ετών που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο. Μετακομίσεις που πραγματοποιούνται μετά τη λήξη των προθεσμιών που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο επιστρέφονται μόνο κατ’ εξαίρεση και κατόπιν ειδικής αποφάσεως της αρμοδίας για τους διορισμούς αρχής.»,

στ)

το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

i)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή αναθεωρεί κάθε δύο έτη τα ποσοστά που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α). Η εν λόγω αναθεώρηση πραγματοποιείται με βάση έκθεση σχετικά με τις τιμές των ξενοδοχείων, εστιατορίων και υπηρεσιών τροφοδοσίας και πρέπει να βασίζεται στους δείκτες για την εξέλιξη των εν λόγω τιμών. Για τους σκοπούς της αναθεώρησης αυτής, η Επιτροπή ενεργεί με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»,

ii)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι δαπάνες στέγασης στις οποίες έχουν υποβληθεί οι υπάλληλοι για αποστολές στους κύριους τόπους εργασίας του οργάνου τους, όπως αναφέρονται στο πρωτόκολλο αριθ. 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να επιστραφούν βάσει ενός κατ’ αποκοπή ποσού που δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό που έχει καθοριστεί για τα σχετικά κράτη μέλη.»,

ζ)

στο άρθρο 13α, οι λέξεις «τα διάφορα όργανα» αντικαθίστανται από «τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των διαφόρων θεσμικών οργάνων»,

η)

το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

i)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η πληρωμή γίνεται για κάθε υπάλληλο στον τόπο και στο νόμισμα του κράτους στο οποίο εκτελεί τα καθήκοντά του ή, αν το ζητήσει ο υπάλληλος, σε ευρώ σε τράπεζα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.»,

ii)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Υπό τους όρους που καθορίζονται με ρύθμιση εκδιδόμενη από τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές κάθε θεσμικού οργάνου κοινή συναινέσει και κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος μπορεί να υποβάλει αίτηση για την τακτική μεταφορά μέρους των αποδοχών του.»,

iii)

στην παράγραφο 3 πρώτη περίοδο, μετά τη λέξη «γίνονται» παρεμβάλλονται οι λέξεις «στο νόμισμα του οικείου κράτους μέλους»,

iv)

στην παράγραφο 4 πρώτη περίοδο, μετά τις λέξεις «προς άλλο κράτος μέλος» παρεμβάλλονται οι λέξεις «σε τοπικό νόμισμα».

68)

Το παράρτημα VIII τροποποιείται ως εξής:

α)

στο στοιχείο β) του άρθρου 3, οι λέξεις «στα άρθρα 41 και 50» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στα άρθρα 41, 42γ και 50»,

β)

το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος παραρτήματος, ο υπάλληλος ο οποίος παραμένει στην υπηρεσία μετά την ηλικία συνταξιοδότησης δικαιούται προσαύξηση της συντάξεώς του, ίση προς το 1,5 % του βασικού μισθού που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξής του για κάθε έτος εργασίας μετά την ηλικία αυτή, χωρίς το σύνολο της σύνταξής του να μπορεί να υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του σύμφωνα με το δεύτερο ή το τρίτο εδάφιο, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Η προσαύξηση αυτή χορηγείται ομοίως σε περίπτωση θανάτου αν ο υπάλληλος παρέμεινε στην υπηρεσία μετά την ηλικία συνταξιοδότησης.»,

γ)

στο άρθρο 6, οι λέξεις «στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1» αντικαθίστανται από «στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού AST 1»,

δ)

το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Υπάλληλος ο οποίος αποχωρεί από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης μπορεί να ζητήσει, η έναρξη της καταβολής της συντάξεως αρχαιότητας:

α)

να αναβληθεί μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου συμπληρώνει την ηλικία συνταξιοδότησης, ή

β)

να είναι άμεση, με την επιφύλαξη ότι συμπλήρωσε τουλάχιστον την ηλικία των 58 ετών. Στην περίπτωση αυτή, η σύνταξη αρχαιότητας μειώνεται σε συνάρτηση με την ηλικία του ενδιαφερομένου υπαλλήλου κατά τον χρόνο ενάρξεώς της συνταξιοδοτήσεώς του.

Η σύνταξη μειώνεται κατά 3,5 % για κάθε έτος πρόωρης καταβολής πριν από την ηλικία κατά την οποία ο υπάλληλος θα είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εάν, μεταξύ της ηλικίας κατά την οποία αποκτάται το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας, κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και της ηλικίας του ενδιαφερομένου τη στιγμή εκείνη, η διαφορά υπερβαίνει έναν ακριβή αριθμό ετών, προστίθεται στη μείωση ένα επιπλέον έτος.»,

ε)

στο άρθρο 11 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, η λέξη «το όργανο» αντικαθίσταται από «η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή του θεσμικού οργάνου»,

στ)

το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

i)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ο υπάλληλος ηλικίας μικρότερης από την ηλικία συνταξιοδότησης, τα καθήκοντα του οποίου λήγουν οριστικά για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία, που δεν μπορεί να λάβει σύνταξη αρχαιότητας, άμεση ή ετερόχρονη, δικαιούται, κατά την αποχώρησή του:

α)

εάν έχει υπηρετήσει λιγότερο από ένα έτος, και εφόσον δεν έχει τύχει εφαρμογής της διευθετήσεως που ορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 την καταβολή επιδόματος αποχώρησης ίσου προς το τριπλάσιο των ποσών που έχουν παρακρατηθεί από τον βασικό μισθό του ως συνταξιοδοτικές εισφορές, αφαιρουμένων των ποσών που έχουν, ενδεχομένως, καταβληθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 42 και 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό,

β)

στις άλλες περιπτώσεις, τις παροχές του άρθρου 11, παράγραφος 1, ή την καταβολή του αναλογιστικού ισοδύναμου των εν λόγω παροχών σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο συντάξεων της επιλογής του, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο εγγυώνται:

i)

τη μη επιστροφή του κεφαλαίου,

ii)

την καταβολή μηνιαίας προσόδου το νωρίτερο από το 60ό και το αργότερο από το 66ο έτος της ηλικίας,

iii)

τη συμπερίληψη διατάξεων περί ανακληρονόμησης ή συντάξεων επιζώντων,

iv)

ότι η μεταφορά σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή άλλο ταμείο θα εγκριθεί μόνον εφόσον το εν λόγω ταμείο πληρεί τους όρους που καθορίζονται στα σημεία i), ii) και iii).»,

ii)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο β), υπάλληλος ηλικίας μικρότερης από την ηλικία συνταξιοδότησης, ο οποίος, από την είσοδό του στην υπηρεσία, έχει καταβάλει εισφορές για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του σε εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα ή σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή σε ταμείο συντάξεων της επιλογής του που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, και αποχωρεί οριστικά από την υπηρεσία για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία χωρίς να μπορεί να λάβει σύνταξη αρχαιότητας, άμεση ή ετερόχρονη, δικαιούται, κατά την αποχώρησή του, την καταβολή επιδόματος αποχώρησης, ίσου με το αναλογιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του που απέκτησε λόγω της υπηρεσίας του στα όργανα. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ποσά που έχουν καταβληθεί για τη σύσταση ή τη διατήρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του στο εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 42 ή 112 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, αφαιρούνται από το επίδομα αποχώρησης.»,

ζ)

στο άρθρο 15, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίσταται από «ηλικία συνταξιοδότησης»,

η)

στο άρθρο 18α, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίσταται από «ηλικία συνταξιοδότησης»,

θ)

στο άρθρο 27 δεύτερο εδάφιο, η λέξη «αναπροσαρμόζεται» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποιείται»,

ι)

το άρθρο 45 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «του κράτους μέλους διαμονής» αντικαθίστανται από «της Ευρωπαϊκής Ένωσης»,

ii)

στο τέταρτο εδάφιο πρώτη περίοδος, οι λέξεις «της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή» παρεμβάλλονται μετά τη λέξη «τράπεζα»,

iii)

στο τέταρτο εδάφιο δεύτερη περίοδος, οι λέξεις «σε ευρώ σε τράπεζα της χώρας στην οποία έχει την έδρα του το όργανο, είτε» διαγράφονται.

69)

Το παράρτημα IX τροποποιείται ως εξής:

α)

στο άρθρο 2 παράγραφος 3, οι λέξεις «Τα όργανα» αντικαθίσταται από «Οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές κάθε θεσμικού οργάνου»,

β)

στο άρθρο 5 παράγραφος 1, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε κάθε θεσμικό όργανο συγκροτείται πειθαρχικό συμβούλιο, στο εξής καλούμενο «το συμβούλιο», εκτός εάν δύο ή περισσότεροι οργανισμοί αποφασίσουν, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης να συγκροτήσουν κοινό συμβούλιο.»,

γ)

το άρθρο 30 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 30

Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 3, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου εκδίδει, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού, τις λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος, εάν το κρίνει αναγκαίο.».

70)

Το παράρτημα Χ τροποποιείται ως εξής:

α)

το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Ο υπάλληλος δικαιούται, για κάθε ημερολογιακό έτος, ετήσια άδεια δύο εργασίμων ημερών για κάθε μήνα υπηρεσίας.

Ανεξάρτητα από το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, υπάλληλοι τοποθετημένοι ήδη σε τρίτη χώρα την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται:

τρεις εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2014·

δυόμιση εργάσιμες ημέρες από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.»,

β)

το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Κατά το έτος της ανάληψης ή της παύσης των καθηκόντων υπαλλήλου σε τρίτη χώρα, ο υπάλληλος δικαιούται άδεια δύο εργάσιμων ημερών για κάθε πλήρη μήνα υπηρεσίας, δύο εργάσιμων ημερών για ελλιπή μήνα υπηρεσίας για περισσότερες από 15 ημέρες, και μιας εργάσιμης ημέρας για ελλιπή μήνα υπηρεσίας για λιγότερο από 15 ημέρες.

Εάν ο υπάλληλος, για λόγους που δεν ανάγονται στις ανάγκες της υπηρεσίας, δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του πριν από τη λήξη του τρέχοντος ημερολογιακού έτους, η άδεια που μεταφέρεται στο επόμενο έτος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες.»,

γ)

στο άρθρο 8 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Οι υπάλληλοι που συμμετέχουν σε μαθήματα επιμόρφωσης, σύμφωνα με το άρθρο 24α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και στους οποίους χορηγήθηκε άδεια ανάπαυσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συνδυάζουν, όταν αυτό ενδείκνυται, την παραμονή τους για τον σκοπό της επιμόρφωσης με την άδεια ανάπαυσής τους.»,

δ)

το άρθρο 9 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η ετήσια άδεια μπορεί να λαμβάνεται εφάπαξ ή τμηματικά, ανάλογα με τις προτιμήσεις του υπαλλήλου και λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της υπηρεσίας. Πρέπει, εν τούτοις να συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον μία περίοδο δύο συνεχών εβδομάδων.»,

ε)

το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

1.   Καθορίζεται αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης, ανάλογα με τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου, ως ποσοστό ενός ποσού αναφοράς. Αυτό το ποσό αναφοράς συνίσταται στο άθροισμα του βασικού μισθού, του επιδόματος αποδημίας, του επιδόματος στέγης και του επιδόματος για τα συντηρούμενα τέκνα, αφού αφαιρεθούν οι υποχρεωτικές κρατήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ή στους κανονισμούς που εκδίδονται για την εκτέλεση του.

Εφόσον ο υπάλληλος είναι τοποθετημένος σε χώρα όπου οι συνθήκες διαβίωσης μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που υπάρχουν συνήθως μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν καταβάλλεται καμία αποζημίωση τέτοιου είδους.

Για τους άλλους τόπους υπηρεσίας, η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης ορίζεται στη βάση, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων παραμέτρων:

υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης,

ασφάλεια,

κλιματολογικές συνθήκες,

βαθμός απομόνωσης,

άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης.

Η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης που ισχύει για κάθε τόπο υπηρεσίας αξιολογείται σε ετήσια βάση και, αν είναι σκόπιμο, αναπροσαρμόζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ζητηθεί η γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να χορηγήσει συμπληρωματική πριμοδότηση, επιπλέον της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης, σε περιπτώσεις όπου ο υπάλληλος είχε περισσότερες της μιας τοποθετήσεις σε τόπο εργασίας που θεωρείται δύσκολος ή πολύ δύσκολος. Η συμπληρωματική αυτή πριμοδότηση δεν υπερβαίνει το 5 % του ποσού αναφοράς που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, η δε αρμόδια για τους διορισμούς αρχή τεκμηριώνει επαρκώς κάθε σχετική απόφασή της, προκειμένου να τηρείται η ισότητα στη μεταχείριση, βασιζόμενη στο επίπεδο δυσκολίας της προηγούμενης τοποθέτησης.

2.   Όταν οι συνθήκες διαβίωσης στον τόπο υπηρεσίας θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα του υπαλλήλου, καταβάλλεται προσωρινά στον υπάλληλο, με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, μια συμπληρωματική αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή ορίζεται ως ποσοστό του ποσού αναφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο:

όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή συνιστά στους υπαλλήλους να μην εγκαταστήσουν τις οικογένειές τους ή άλλα συντηρούμενα πρόσωπα στον τόπο υπηρεσίας, και εφόσον οι υπάλληλοι ακολουθήσουν τη συγκεκριμένη σύσταση,

όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίζει να μειώσει προσωρινά τον αριθμό των υπαλλήλων που εργάζονται στον συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας.

Σε επαρκώς αιτιολογημένες περιπτώσεις, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί επίσης να ορίσει ότι μια τοποθέτηση είναι απαγορευτική για οικογένεια. Η ανωτέρω αποζημίωση καταβάλλεται στους υπαλλήλους που συμμορφώνονται προς τον ορισμό αυτό.

3.   Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου αποφασίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.»,

στ)

στο άρθρο 11 πρώτη περίοδο, οι λέξεις «στο Βέλγιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην Ευρωπαϊκή Ένωση»,

ζ)

το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Για να εξασφαλιστεί, στο μέτρο του δυνατού, ίση αγοραστική δύναμη για όλους τους υπαλλήλους, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου υπηρετούν, οι διορθωτικοί συντελεστές που αναφέρονται στο άρθρο 12 επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση, σύμφωνα με το παράρτημα XI. Για τον σκοπό της επικαιροποίησης, όλες οι τιμές θεωρούνται τιμές αναφοράς. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις επικαιροποιημένες τιμές, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

Ωστόσο, όταν η διακύμανση του κόστους διαβίωσης υπολογιζόμενη με βάση τον διορθωτικό συντελεστή και την αντίστοιχη συναλλαγματική ισοτιμία, είναι μεγαλύτερη από 5 % από τότε που έγινε η τελευταία επικαιροποίηση για μια δεδομένη χώρα, γίνεται ενδιάμεση επικαιροποίηση για την αναπροσαρμογή του εν λόγω συντελεστή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο.»,

η)

το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

Με βάση κατάλογο χωρών ο οποίος καθορίζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, και εφόσον το θεσμικό όργανο δεν παρέχει στον υπάλληλο κατοικία, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είτε καταβάλλει στον υπάλληλο αποζημίωση κατοικίας είτε του επιστρέφει το ποσό του ενοικίου που καταβάλλει.

Η αποζημίωση κατοικίας καταβάλλεται με την υποβολή σύμβασης ενοικίασης, εκτός αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή άρει την υποχρέωση αυτή για πλήρως τεκμηριωμένους λόγους που συνδέονται με τις πρακτικές και τις τοπικές συνθήκες στον τόπο υπηρεσίας στην τρίτη χώρα. Η αποζημίωση κατοικίας υπολογίζεται με βάση κυρίως το επίπεδο των καθηκόντων του υπαλλήλου και δευτερευόντως τη σύνθεση της συντηρούμενης οικογένειάς του.

Το ποσό του ενοικίου επιστρέφεται, με την προϋπόθεση ότι η κατοικία έχει εγκριθεί ρητά από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και αντιστοιχεί στο επίπεδο των καθηκόντων του υπαλλήλου και, δευτερευόντως, στη σύνθεση της συντηρούμενης οικογένειάς του.

Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Η αποζημίωση κατοικίας δεν υπερβαίνει σε καμιά περίπτωση το κόστος που βαρύνει τον υπάλληλο.».

71)

Το παράρτημα XI αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΙ

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 64 ΚΑΙ 65 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 65 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Τμήμα 1

Παράγοντες από τους οποίους εξαρτώνται οι ετήσιες επικαιροποιήσεις

Άρθρο 1

1.   Έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat)

Για την επικαιροποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 65 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο άρθρο 13 του παραρτήματος X, η Eurostat εκπονεί κάθε χρόνο, πριν από το τέλος Οκτωβρίου, έκθεση που αναφέρεται στην εξέλιξη του κόστους διαβίωσης στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο, στις οικονομικές ισοτιμίες μεταξύ Βρυξελλών και ορισμένων τόπων υπηρεσίας στα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες αν είναι αναγκαίο, και στην εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων.

2.   Εξέλιξη του κόστους διαβίωσης στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο

Η Eurostat καθορίζει δείκτη που επιτρέπει να μετρηθεί η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης με το οποίο επιβαρύνονται οι υπάλληλοι της Ένωσης που υπηρετούν στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Ο εν λόγω δείκτης (στο εξής «κοινός δείκτης») υπολογίζεται με στάθμιση του εθνικού πληθωρισμού (όπως μετράται από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στην περίπτωση του Βελγίου και τον δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) στην περίπτωση του Λουξεμβούργου) μεταξύ Ιουνίου του προηγούμενου έτους και Ιουνίου του τρέχοντος έτους σύμφωνα με την κατανομή του προσωπικού που υπηρετεί στα εν λόγω κράτη μέλη.

3.   Εξέλιξη του κόστους διαβίωσης εκτός Βρυξελλών

α)

Η Eurostat υπολογίζει, σε συμφωνία με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπως έχει οριστεί στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) (στο εξής «εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών»), τις οικονομικές ισοτιμίες, οι οποίες καθορίζουν την αντιστοιχία αγοραστικής δύναμης:

i)

των αποδοχών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους της Ένωσης οι οποίοι υπηρετούν στις πρωτεύουσες των κρατών μελών, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες, όπου χρησιμοποιείται ο δείκτης της Χάγης αντί του δείκτη του Άμστερνταμ, και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας, σε σχέση με τις Βρυξέλλες,

ii)

των συντάξεων των υπαλλήλων που καταβάλλονται στα κράτη μέλη, σε σχέση με το Βέλγιο.

β)

Οι οικονομικές ισοτιμίες αναφέρονται στον μήνα Ιούνιο κάθε έτους.

γ)

Οι οικονομικές ισοτιμίες υπολογίζονται έτσι ώστε κάθε βασική θέση να μπορεί να ενημερώνεται δύο φορές το χρόνο και να ελέγχεται με άμεση έρευνα τουλάχιστον μία φορά ανά πενταετία. Για την ενημέρωση των οικονομικών ισοτιμιών, η Eurostat χρησιμοποιεί την εξέλιξη του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή των κρατών μελών τους καταλληλότερους δείκτες, όπως αυτοί ορίζονται από την ομάδα εργασίας των άρθρων 64 και 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, που αναφέρεται στο άρθρο 13.

δ)

Η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης εκτός Βελγίου και Λουξεμβούργου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς μετράται με τη βοήθεια των τεκμαρτών δεικτών. Οι δείκτες αυτοί αντιστοιχούν στο γινόμενο του κοινού δείκτη επί την μεταβολή της οικονομικής ισοτιμίας.

4.   Εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων (ειδικοί δείκτες)

α)

Για να μετρηθεί σε ποσοστά η ανοδική και καθοδική εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών στις εθνικές δημόσιες υπηρεσίες, η Eurostat, με βάση πληροφορίες που παρέχουν πριν από το τέλος Σεπτεμβρίου οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, καθορίζει ειδικούς δείκτες με τους οποίους εκφράζεται η μεταβολή των πραγματικών αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων μεταξύ του μηνός Ιουλίου του προηγούμενου έτους και του μηνός Ιουλίου του τρέχοντος έτους. Και οι δύο θα πρέπει να περιλαμβάνουν το ένα δωδέκατο όλων των ετησίως καταβληθέντων στοιχείων.

Οι ειδικοί δείκτες καθορίζονται με δύο μορφές:

i)

ένας δείκτης για καθεμιά από τις ομάδες καθηκόντων όπως ορίζονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης,

ii)

ένας μέσος δείκτης σταθμιζόμενος με βάση τον αριθμό των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων που αντιστοιχεί σε κάθε ομάδα καθηκόντων.

Καθένας από τους δείκτες αυτούς καθορίζεται σε πραγματικές ακαθάριστες και καθαρές τιμές. Για τη μετάβαση από τις ακαθάριστες στις καθαρές τιμές, λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεωτικές κρατήσεις καθώς και τα γενικά φορολογικά στοιχεία.

Για τον καθορισμό των ακαθάριστων και των καθαρών δεικτών για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Eurostat χρησιμοποιεί δείγμα συντιθέμενο από τα ακόλουθα κράτη μέλη: Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πολωνία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μετά από πρόταση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 336 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να εγκρίνουν νέο δείγμα που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 75 % του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της Ένωσης και το οποίο εφαρμόζεται από το έτος που έπεται του έτους της έγκρισής του. Τα αποτελέσματα ανά χώρα σταθμίζονται αναλογικά προς το κατάλληλο σύνολο εθνικών ΑΕΠ, μετρούμενο με τη χρήση των μονάδων αγοραστικής δύναμης, όπως αναφέρεται στις πλέον πρόσφατες στατιστικές που δημοσιεύονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

β)

Οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή οι λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Eurostat, κατόπιν αιτήσεώς της, όσες συμπληρωματικές πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, προκειμένου να καθορίσει ειδικό δείκτη που να μετρά ορθά την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων.

Εάν η Eurostat, μετά από νέα διαβούλευση με τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες ή τις λοιπές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, διαπιστώσει στατιστικές ανωμαλίες στις ληφθείσες πληροφορίες ή αδυναμία κατάρτισης δεικτών που να μετρούν ορθά, από στατιστική άποψη, την εξέλιξη των πραγματικών εισοδημάτων των δημοσίων υπαλλήλων συγκεκριμένου κράτους μέλους, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή παρέχοντας και όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη διεξαγωγή εκτίμησης.

γ)

Εκτός από τους ειδικούς δείκτες, η Eurostat καθορίζει και υπολογίζει κατάλληλους δείκτες ελέγχου. Ένας από αυτούς τους δείκτες έχει τη μορφή δεδομένων που αφορούν το σύνολο των αποδοχών σε πραγματικές τιμές, κατά κεφαλή, στις κεντρικές διοικήσεις, τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με τους ορισμούς των εθνικών λογαριασμών που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σύστημα Λογαριασμών που ισχύει τη συγκεκριμένη στιγμή.

Η Eurostat περιλαμβάνει στην έκθεσή της για τους ειδικούς δείκτες αποδοχών παρατηρήσεις σχετικά με τις αποκλίσεις μεταξύ των δεικτών αυτών και της εξέλιξης των δεικτών ελέγχου που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς του άρθρου 15 του παρόντος παραρτήματος η Επιτροπή ερευνά τακτικά τις ανάγκες των θεσμικών οργάνων σε προσλήψεις.

Τμήμα 2

Τρόπος της ετήσιας επικαιροποίησης των αποδοχών και συντάξεων

Άρθρο 3

1.

Σύμφωνα με το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η επικαιροποίηση των αποδοχών και των συντάξεων πραγματοποιείται, με βάση τα κριτήρια που προβλέπονται στο τμήμα 1 του παρόντος παραρτήματος, πριν από το τέλος κάθε έτους, με ισχύ από την 1η Ιουλίου.

2.

Το ύψος της επικαιροποίησης ισούται με το γινόμενο του κοινού δείκτη επί τον ειδικό δείκτη. Η επικαιροποίηση καθορίζεται σε καθαρές τιμές ως ενιαίο ποσοστό ίσο για όλους.

3.

Το ύψος της επικαιροποίησης που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό ενσωματώνεται, σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται κατωτέρω, στην κλίμακα των βασικών μισθών, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 66 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο Παράρτημα XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, καθώς και στα άρθρα 20, 93 και 133 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό:

α)

το ποσό των καθαρών αποδοχών και συντάξεων χωρίς διορθωτικό συντελεστή προσαυξάνεται ή μειώνεται κατά το ύψος της επικαιροποίησης που αναφέρθηκε ανωτέρω,

β)

ο νέος πίνακας των βασικών μισθών καταρτίζεται με τον υπολογισμό του ακαθάριστου ποσού που αντιστοιχεί, μετά την αφαίρεση του φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 και των υποχρεωτικών κρατήσεων στα πλαίσια των καθεστώτων κοινωνικής ασφάλισης και συντάξεων, στο ποσό των καθαρών αποδοχών,

γ)

για τη μετατροπή αυτή των καθαρών ποσών σε ακαθάριστα, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση άγαμου υπαλλήλου που δεν λαμβάνει τις αποζημιώσεις και τα επιδόματα που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

4.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68, τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 4 του συγκεκριμένου κανονισμού πολλαπλασιάζονται με συντελεστή που αποτελείται από:

α)

τον συντελεστή που προκύπτει από την προηγούμενη επικαιροποίηση, και/ή

β)

το ποσοστό της επικαιροποίησης των αποδοχών που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

5.

Στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο δεν εφαρμόζεται διορθωτικός συντελεστής. Οι διορθωτικοί συντελεστές εφαρμόζονται:

α)

στις αποδοχές που καταβάλλονται στους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υπηρετούν στα άλλα κράτη μέλη και σε ορισμένους άλλους τόπους υπηρεσίας,

β)

κατά παρέκκλιση του άρθρου 82 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, στις συντάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καταβάλλονται στα άλλα κράτη μέλη όσον αφορά το τμήμα που αντιστοιχεί στα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004,

καθορίζονται με βάση τους λόγους μεταξύ των αντίστοιχων οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος προς τις τιμές συναλλάγματος που προβλέπονται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης για τις αντίστοιχες χώρες.

Εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 8 του παρόντος παραρτήματος όσον αφορά την αναδρομική εφαρμογή των διορθωτικών συντελεστών σε τόπους υπηρεσίας στους οποίους ο πληθωρισμός είναι υψηλός.

6.

Τα θεσμικά όργανα προβαίνουν, με αναδρομική ισχύ για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων και της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της νέας επικαιροποίησης, στην αντίστοιχη, θετική ή αρνητική, επικαιροποίηση των αποδοχών και συντάξεων των υπαλλήλων, των πρώην υπαλλήλων και των λοιπών ενδιαφερομένων προσώπων.

Εάν η εν λόγω αναδρομική επικαιροποίηση συνεπάγεται ανάκτηση των καθ’ υπέρβαση καταβληθέντων, η ανάκτηση αυτή μπορεί να επιμερίζεται σε διάστημα 12 μηνών το πολύ από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της επόμενης επικαιροποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ (ΑΡΘΡΟ 65 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ)

Άρθρο 4

1.

Ενδιάμεση επικαιροποίηση των αποδοχών και συντάξεων σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου, αποφασίζεται σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του κόστους διαβίωσης μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου (σε σχέση με το όριο ευαισθησίας που ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος παραρτήματος) και αφού ληφθεί υπόψη η πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης κατά την τρέχουσα ετήσια περίοδο αναφοράς.

2.

Αυτές οι ενδιάμεσες επικαιροποιήσεις λαμβάνονται υπόψη για την ετήσια επικαιροποίηση των αποδοχών.

Άρθρο 5

1.

Η Eurostat προβαίνει σε πρόβλεψη της εξέλιξης της αγοραστικής δύναμης για την εξεταζόμενη περίοδο τον Μάρτιο κάθε έτους, βάσει των στοιχείων που παρέχονται κατά τη συνεδρίαση που προβλέπεται στο άρθρο 13 του παρόντος παραρτήματος.

Εάν η πρόβλεψη αυτή εμφανίζει αρνητικό ποσοστό, το ήμισυ του ποσοστού αυτού λαμβάνεται υπόψη για την ενδιάμεση επικαιροποίηση.

2.

Η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο μετράται με βάση τον κοινό δείκτη για την περίοδο από τον Ιούνιο έως το Δεκέμβριο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

3.

Για καθέναν από τους τόπους υπηρεσίας για τους οποίους καθορίσθηκε διορθωτικός συντελεστής (εκτός Βελγίου και Λουξεμβούργου), πραγματοποιείται κατ’ εκτίμηση υπολογισμός για τον μήνα Δεκέμβριο των οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3. Η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης υπολογίζεται με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3.

Άρθρο 6

1.

Το όριο ευαισθησίας για την εξάμηνη περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος είναι το ποσοστό που αντιστοιχεί στο 6 % για περίοδο 12 μηνών.

2.

Το όριο εφαρμόζεται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος παραρτήματος:

α)

εάν το όριο ευαισθησίας καλύπτεται ή υπερκαλύπτεται για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο (όπως μετράται με βάση τον κοινό δείκτη μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου), οι αποδοχές επικαιροποιούνται για το σύνολο των τόπων σύμφωνα με τη διαδικασία ετήσιας επικαιροποίησης,

β)

εάν το όριο ευαισθησίας δεν καλύπτεται στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, επικαιροποιούνται μόνον οι διορθωτικοί συντελεστές των τόπων στους οποίους η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης (όπως μετράται με τους τεκμαρτούς δείκτες μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου) έχει υπερβεί το όριο ευαισθησίας.

Άρθρο 7

Για τους σκοπούς του άρθρου 6 του παρόντος παραρτήματος:

Το ύψος της επικαιροποίησης ισούται με τον κοινό δείκτη, πολλαπλασιαζόμενο, όπου απαιτείται, επί το ήμισυ του ειδικού δείκτη των προβλέψεων, εάν αυτός είναι αρνητικός.

Οι διορθωτικοί συντελεστές ισούνται με τον λόγο της σχετικής οικονομικής ισοτιμίας προς την αντίστοιχη τιμή συναλλάγματος που προβλέπεται στο άρθρο 63 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο οποίος, εάν το όριο επικαιροποίησης δεν καλύπτεται για το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, πολλαπλασιάζεται επί το ύψος της επικαιροποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ (ΤΟΠΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕ ΥΨΗΛΗ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ)

Άρθρο 8

1.

Για τους τόπους με υψηλή αύξηση του κόστους διαβίωσης (μετρούμενη από την εξέλιξη των τεκμαρτών δεικτών), ο διορθωτικός συντελεστής παράγει αποτελέσματα πριν από την 1η Ιανουαρίου στην περίπτωση της ενδιάμεσης επικαιροποίησης ή την 1η Ιουλίου στην περίπτωση της ετήσιας επικαιροποίησης. Επιδιώκεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να περιορισθεί η απώλεια αγοραστικής δύναμης στο ύψος εκείνης που θα είχε καταγραφεί σε έναν τόπο υπηρεσίας όπου η εξέλιξη του κόστους διαβίωσης αντιστοιχούσε στο όριο ευαισθησίας.

2.

Οι ημερομηνίες έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της ετήσιας επικαιροποίησης καθορίζονται ως εξής:

α)

η 16η Μαΐου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 6 % και

β)

η 1η Μαΐου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 10 %.

3.

Οι ημερομηνίες έναρξης παραγωγής αποτελεσμάτων της ενδιάμεσης επικαιροποίησης καθορίζονται ως εξής:

α)

η 16η Νοεμβρίου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 6 % και

β)

η 1η Νοεμβρίου για τους τόπους υπηρεσίας με πληθωρισμό άνω του 10 %.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ (ΑΡΘΡΟ 64 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ)

Άρθρο 9

1.

Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, η διοίκηση ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης ή οι εκπρόσωποι των υπαλλήλων της Ένωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας μπορούν να ζητήσουν τη δημιουργία διορθωτικού συντελεστή ειδικού για τον συγκεκριμένο τόπο.

Η σχετική αίτηση θα πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, επί σειρά ετών, αισθητή διαφορά στο κόστος διαβίωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας σε σχέση με εκείνο που διαπιστώνεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους (εκτός των Κάτω Χωρών, όπου χρησιμοποιείται η Χάγη αντί του Άμστερνταμ). Εφόσον η Eurostat επιβεβαιώσει ότι η διαφορά είναι αισθητή (άνω του 5 %) και μακροχρόνια, η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, διορθωτικό συντελεστή για τον συγκεκριμένο τόπο.

2.

Η Επιτροπή αποφασίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, την ανάκληση της εφαρμογής διορθωτικού συντελεστή ειδικού για τον συγκεκριμένο τόπο. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση βασίζεται σε ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

σε αίτηση προερχόμενη από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, από τη διοίκηση ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης ή από τους εκπροσώπους των υπαλλήλων της Ένωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας, από την οποία προκύπτει ότι το κόστος διαβίωσης στον τόπο αυτό δεν είναι πλέον σημαντικά διαφορετικό (κατώτερο του 2 %) από εκείνο που καταγράφεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους. Η σύγκλιση αυτή θα πρέπει να έχει διάρκεια χρόνου και να έχει επικυρωθεί από την Eurostat,

β)

στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι της Ένωσης τοποθετημένοι στον τόπο αυτό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΡΗΤΡΑ ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΡΗΤΡΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ

Άρθρο 10

Η τιμή του ειδικού δείκτη που χρησιμοποιείται για την ετήσια επικαιροποίηση υπόκειται σε ανώτερο όριο 2 % και κατώτερο όριο – 2 %. Αν η τιμή του ειδικού δείκτη υπερβαίνει το ανώτερο όριο ή είναι χαμηλότερη του κατώτερου ορίου, για τον υπολογισμό της τιμής της επικαιροποίησης χρησιμοποιείται η τιμή του ορίου.

Το πρώτο εδάφιο δεν έχει εφαρμογή όταν εφαρμόζεται το άρθρο 11.

Το υπόλοιπο της ετήσιας επικαιροποίησης που προκύπτει από την διαφορά μεταξύ της τιμής της επικαιροποίησης που υπολογίζεται με τον ειδικό δείκτη και της τιμής της επικαιροποίησης που υπολογίζεται με το όριο εφαρμόζεται από 1ης Απριλίου του επόμενου έτους.

Άρθρο 11

1.

Αν αναμένεται, με βάση τις προβλέψεις της Επιτροπής, μείωση του ΑΕΠ στην Ένωση για το τρέχον έτος, και ο ειδικός δείκτης είναι θετικός, μόνον ένα μέρος του ειδικού δείκτη χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της τιμής της επικαιροποίησης. Το υπόλοιπο της τιμής της επικαιροποίησης που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο του ειδικού δείκτη εφαρμόζεται σε μεταγενέστερη ημερομηνία του επόμενου έτους. Αυτό το υπόλοιπο της τιμής της επικαιροποίησης δεν λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 10. Η τιμή του ΑΕΠ στην Ένωση, οι συνέπειες σε σχέση με την τμηματική εφαρμογή του ειδικού δείκτη, και η ημερομηνία εφαρμογής καθορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

ΑΕΠ στην Ένωση

Συνέπειες για τον ειδικό δείκτη

Ημερομηνία καταβολής του δεύτερου μέρους

[– 0,1 %, – 1 %]

33 %, 67 %

1η Απριλίου του έτους Ν + 1

[– 1 %, – 3 %]

0 %, 100 %

1η Απριλίου του έτους Ν + 1

κάτω από – 3 %

0 %

2.

Στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει απόκλιση μεταξύ των προβλέψεων που εμφαίνονται στον πίνακα δυνάμει της παραγράφου 1 και των τελικών δεδομένων για το ΑΕΠ στην Ένωση, που παρέχει η Επιτροπή, και αυτά τα τελικά δεδομένα ενδέχεται να μεταβάλουν τις συνέπειες όπως ορίζονται στον πίνακα της παραγράφου 1, πραγματοποιούνται οι απαραίτητες θετικές ή αρνητικές διορθώσεις, συμπεριλαμβανομένων αναδρομικών προσαρμογών, σύμφωνα με τον ίδιο πίνακα.

3.

Το επικαιροποιημένο ποσό αναφοράς που προκύπτει από τη διόρθωση δημοσιεύεται από την Επιτροπή μέσα σε δύο εβδομάδες από τη διόρθωση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.

4.

Αν η εφαρμογή της παραγράφου 1 ή 2 είχε ως συνέπεια, η τιμή του ειδικού δείκτη να μην εξυπηρετήσει στην επικαιροποίηση των αποδοχών και των συντάξεων, η τιμή αυτή θα αποτελέσει τη βάση για τον υπολογισμό μελλοντικής επικαιροποίησης όταν η σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ στην Ένωση, μετρούμενη από το έτος κατά το οποίο εφαρμόστηκε η παράγραφος 1 ή 2, καταστεί θετική. Σε κάθε περίπτωση, η τιμή που αναφέρεται στην πρώτη πρόταση υπόκειται κατ’ αναλογία στα όρια και τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 10 του παρόντος παραρτήματος. Η εξέλιξη του ΑΕΠ στην Ένωση μετράται τακτικά από την Eurostat για τον σκοπό αυτό.

5.

Αν είναι σκόπιμο, οι νομικές συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 10 και του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να παράγουν πλήρως αποτελέσματα ακόμη και μετά την ημερομηνία λήξης του παρόντος παραρτήματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 15.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ EUROSTAT ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Η ΤΙΣ ΛΟΙΠΕΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 12

Η Eurostat οφείλει να παρακολουθεί την ποιότητα των βασικών δεδομένων και των στατιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των παραγόντων οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη για την επικαιροποίηση των αποδοχών. Ειδικότερα, η Eurostat προβαίνει στις εκτιμήσεις και εκπονεί τις μελέτες που ενδεχομένως απαιτούνται για την παρακολούθηση αυτή.

Άρθρο 13

Τον Μάρτιο κάθε έτους, η Eurostat συγκαλεί ομάδα εργασίας αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών ή λοιπών αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, αποκαλούμενη «ομάδα εργασίας για το άρθρο 64 και το άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης».

Κατά τη συνεδρίαση αυτή, εξετάζεται η στατιστική μεθοδολογία καθώς και η εφαρμογή της όσον αφορά τους ειδικούς δείκτες και τους δείκτες ελέγχου, τον κοινό δείκτη και τις οικονομικές ισοτιμίες.

Παρέχονται επίσης τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να προβλεφθεί η εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης για τους σκοπούς της ενδιάμεσης επικαιροποίησης των αποδοχών, όπως επίσης τα δεδομένα για το ωράριο εργασίας στις κεντρικές διοικήσεις.

Άρθρο 14

Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Eurostat, κατόπιν αιτήσεώς της, τυχόν παράγοντες που έχουν άμεση ή έμμεση επίπτωση στη σύνθεση και στην εξέλιξη των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών κρατικών υπηρεσιών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

Άρθρο 15

1.

Οι διατάξεις του παρόντος παραρτήματος εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023.

2.

Πριν από την 31η Μαρτίου 2022 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η έκθεση αφορά την έρευνα που διεξάγεται δυνάμει του άρθρου 2 του παρόντος παραρτήματος και εκτιμά, ειδικότερα, κατά πόσον η εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων της Ένωσης συμβαδίζει με την εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων. Βάσει της έκθεσης αυτής, εάν απαιτείται, η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση τροποποίησης του παρόντος παραρτήματος καθώς και του άρθρου 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης βάσει του άρθρου 336 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.

Για όσο χρονικό διάστημα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν έχουν εγκρίνει κανονισμό με πρόταση της Επιτροπής, το παρόν παράρτημα και το άρθρο 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης συνεχίζουν να εφαρμόζονται προσωρινά και μετά τις προθεσμίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο παράγραφος 1 και στο άρθρο 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.

Στο τέλος του 2018 η Επιτροπή υποβάλλει προσωρινή έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, για την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος και του άρθρου 66α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.».

72)

Το παράρτημα XII τροποποιείται ως εξής:

α)

το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

1.   Η επικαιροποίηση του ποσοστού της εισφοράς γίνεται με ισχύ από 1ης Ιουλίου, ταυτόχρονα με την ετήσια επικαιροποίηση των αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 65 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η επικαιροποίηση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα εισφορά μεγαλύτερη ή μικρότερη από 1 % σε σχέση με την εισφορά που ίσχυε το προηγούμενο έτος.

2.   Η διαφορά που διαπιστώνεται μεταξύ της αναπροσαρμογής του ποσοστού της εισφοράς που θα προέκυπτε από τον αναλογιστικό υπολογισμό και της επικαιροποίησης που προκύπτει από τη μεταβολή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τελευταία πρόταση, δεν οδηγεί ποτέ σε ανάκτηση ή, κατ’ ακολουθία, σε συνυπολογισμό της κατά τους μεταγενέστερους αναλογιστικούς υπολογισμούς. Το ποσοστό της εισφοράς που θα προκύψει από τον αναλογιστικό υπολογισμό αναφέρεται στην έκθεση αποτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος.»,

β)

στο άρθρο 4 παράγραφος 6, οι λέξεις «12ετίας» αντικαθίσταται από τις λέξεις «30ετίας»,

γ)

στο άρθρο 10 παράγραφος 2 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2, οι λέξεις «12 έτη» αντικαθίσταται από τις λέξεις «30 έτη»,

δ)

παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 11α

Έως το 2020, για την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 6, του άρθρου 10 παράγραφος 2 και του άρθρου 11 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος, ο κινητός μέσος όρος υπολογίζεται με βάση το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

 

Το 2014 – 16 έτη

 

Το 2015 – 18 έτη

 

Το 2016 – 20 έτη

 

Το 2017 – 22 έτη

 

Το 2018 – 24 έτη

 

Το 2019 – 26 έτη

 

Το 2020 – 28 έτη»,

ε)

το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Το επιτόκιο που αναφέρεται στα άρθρα 4 και 8 του παραρτήματος VIII για τον υπολογισμό των τόκων ανατοκισμού είναι το πραγματικό επιτόκιο που αναφέρεται στο άρθρο 10 του παρόντος παραρτήματος και επικαιροποιείται, αν είναι αναγκαίο, κατά τις πενταετείς αναλογιστικές αποτιμήσεις.

Όσον αφορά την επικαιροποίηση, το επιτόκιο που αναφέρεται στα άρθρα 4 και 8 του παραρτήματος VIII θα αναφέρεται ως επιτόκιο αναφοράς. Η Επιτροπή δημοσιεύει το επικαιροποιημένο πραγματικό επιτόκιο, μέσα σε δύο εβδομάδες από την επικαιροποίηση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, για λόγους ενημέρωσης.»,

στ)

το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

1.   Το 2022 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η έκθεση αυτή λαμβάνει υπόψη τις δημοσιονομικές επιπτώσεις του παρόντος παραρτήματος και αποτιμά την αναλογιστική ισορροπία του συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Βάσει της έκθεσης αυτής, η Επιτροπή θα υποβάλει, αν απαιτείται, πρόταση τροποποίησης του παρόντος παραρτήματος.

2.   Το 2018 η Επιτροπή θα υποβάλει προσωρινή έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος.».

73)

Το παράρτημα XIII τροποποιείται ως εξής:

α)

στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 7 παράγραφος 2 η λέξη «προσαρμόζονται» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποιούνται»,

β)

τα άρθρα 10, 14 έως 17 και το άρθρο 18 παράγραφος 2 διαγράφονται,

γ)

στο άρθρο 18 παράγραφος 1, η λέξη «προσαρμόζονται» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποιούνται», και η λέξη «προσαρμογή» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποίηση»,

δ)

το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), τα άρθρα 63, 64, 65, 82 και 83α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, τα παραρτήματα XI και XII του ίδιου κανονισμού και τα άρθρα 20 παράγραφος 1, 64, 92 και 132 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό όπως ισχύουν πριν από 1.11.2013 εξακολουθούν να ισχύουν αποκλειστικά για τον σκοπό οιασδήποτε προσαρμογής απαιτείται για τη συμμόρφωση προς απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του άρθρου 266 της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή των εν λόγω άρθρων.

ε)

το άρθρο 20 τροποποιείται ως εξής:

i)

η παράγραφος 2 διαγράφεται,

ii)

το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στις συντάξεις τους εφαρμόζεται ο διορθωτικός συντελεστής, μόνον εάν η διαμονή του υπαλλήλου συμπίπτει με τον τελευταίο τόπο όπου υπηρέτησε ή με τη χώρα του τόπου καταγωγής του κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 4 του παραρτήματος VII. Ωστόσο, για οικογενειακούς ή ιατρικούς λόγους, οι υπάλληλοι που λαμβάνουν σύνταξη μπορούν να υποβάλουν αίτηση στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή για αλλαγή του τόπου καταγωγής τους. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται κατόπιν προσκομίσεως από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο των κατάλληλων δικαιολογητικών στοιχείων.»,

iii)

η τελευταία περίοδος της παραγράφου 4 διαγράφεται,

στ)

το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 21

Με την επιφύλαξη του άρθρου 77 δεύτερη παράγραφος δεύτερη περίοδος του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Μαΐου 2004 δικαιούνται 2 % του μισθού τους που αναφέρεται στην εν λόγω πρόταση, ανά έτος συντάξιμης υπηρεσίας, υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος VIII.

Υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία από την 1η Μαΐου 2004 έως την 31η Δεκεμβρίου 2013 δικαιούνται 1,9 % του μισθού τους που αναφέρεται στην εν λόγω πρόταση, ανά έτος συντάξιμης υπηρεσίας, υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος VIII.»,

ζ)

το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 22

1.   Υπάλληλοι που διαθέτουν προϋπηρεσία 20 ετών ή μεγαλύτερη την 1η Μαΐου 2004 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας όταν φθάσουν στην ηλικία των 60 ετών.

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας 35 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας στην ηλικία που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα:

Ηλικία την 1η Μαΐου 2014

Ηλικία συνταξιοδότησης

Ηλικία την 1η Μαΐου 2014

Ηλικία συνταξιοδότησης

60 έτη και άνω

60 έτη

47 έτη

62 έτη 6 μήνες

59 έτη

60 έτη 2 μήνες

46 έτη

62 έτη 8 μήνες

58 έτη

60 έτη 4 μήνες

45 έτη

62 έτη 10 μήνες

57 έτη

60 έτη 6 μήνες

44 έτη

63 έτη 2 μήνες

56 έτη

60 έτη 8 μήνες

43 έτη

63 έτη 4 μήνες

55 έτη

61 έτη

42 έτη

63 έτη 6 μήνες

54 έτη

61 έτη 2 μήνες

41 έτη

63 έτη 8 μήνες

53 έτη

61 έτη 4 μήνες

40 έτη

63 έτη 10 μήνες

52 έτη

61 έτη 6 μήνες

39 έτη

64 έτη 3 μήνες

51 έτη

61 έτη 8 μήνες

38 έτη

64 έτη 4 μήνες

50 έτη

61 έτη 11 μήνες

37 έτη

64 έτη 5 μήνες

49 έτη

62 έτη 2 μήνες

36 έτη

64 έτη 6 μήνες

48 έτη

62 έτη 4 μήνες

35 έτη

64 έτη 8 μήνες

Υπάλληλοι που είναι ηλικίας κάτω των 35 ετών την 1η Μαΐου 2014 δικαιούνται σύνταξης αρχαιότητας στην ηλικία των 65 ετών.

Εντούτοις, για τους υπαλλήλους που είναι ηλικίας 45 ετών και άνω την 1η Μαΐου 2014 και εισήλθαν στην υπηρεσία μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013, η ηλικία συνταξιοδότησης παραμένει στα 63 έτη.

Για υπαλλήλους που υπηρετούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, η ηλικία συνταξιοδότησης που λαμβάνεται υπόψη για όλες τις αναφορές που γίνονται στην ηλικία συνταξιοδότησης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, εκτός αν στον παρόντα κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης ορίζεται διαφορετικά.

2.   Ανεξάρτητα από το άρθρο 2 του παραρτήματος VIII, οι υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και παραμένουν στην υπηρεσία μετά την ηλικία κατά την οποία θα είχαν αποκτήσει δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας δικαιούνται επιπρόσθετη αύξηση 2,5 % του τελευταίου βασικού μισθού τους για κάθε έτος εργασίας μετά την προαναφερθείσα ηλικία, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο της συντάξεως δεν υπερβαίνει το 70 % του τελευταίου βασικού μισθού κατά την έννοια της δεύτερης ή της τρίτης παραγράφου, ανάλογα με την περίπτωση, του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Εντούτοις, για υπαλλήλους που είναι ηλικίας 50 ετών ή μεγαλύτερης ή διαθέτουν 20 ή περισσότερα έτη υπηρεσίας την 1η Μαΐου 2004, η προσαύξηση της σύνταξης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το 5 % του ποσού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχαν αποκτήσει στην ηλικία των 60 ετών.

Η προσαύξηση χορηγείται επίσης σε περίπτωση θανάτου, εάν ο υπάλληλος έχει παραμείνει στην υπηρεσία πέραν της ηλικίας κατά την οποία είχε αποκτήσει το δικαίωμα σύνταξης αρχαιότητας.

Εάν, κατ’ εφαρμογή του παραρτήματος IVα, ο υπάλληλος που εισήλθε στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εργάζεται με μειωμένο ωράριο, συνεισφέρει στο συνταξιοδοτικό καθεστώς κατ’ αναλογία του χρόνου που εργάζεται, η προσαύξηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που προβλέπεται στο παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνον κατά την ίδια αυτή αναλογία.

3.   Σε περίπτωση που ο υπάλληλος συνταξιοδοτηθεί πριν να συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης η οποία καθορίζεται στο παρόν άρθρο, για το χρονικό διάστημα από τη συμπλήρωση του εξηκοστού έτους της ηλικίας μέχρι την ηλικία συνταξιοδότησης εφαρμόζεται μόνον το ήμισυ της μείωσης που καθορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παραρτήματος VIII.

4.   Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του μοναδικού άρθρου του παραρτήματος IV, ένας υπάλληλος για τον οποίον ισχύει ηλικία συνταξιοδότησης κατώτερη των 65 ετών δυνάμει της παραγράφου 1 δικαιούται την αποζημίωση η οποία προβλέπεται στο εν λόγω παράρτημα υπό τις εκεί καθοριζόμενες προϋποθέσεις μέχρι την ημέρα κατά την οποία ο υπάλληλος συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης που προβλέπεται γι’ αυτόν.

Εντούτοις, πέραν της ηλικίας αυτής και κατ’ ανώτατο όριο μέχρι την ηλικία των 65 ετών, το δικαίωμα της αποζημιώσεως διατηρείται μέχρι να φθάσει ο υπάλληλος την ανώτατη σύνταξη αρχαιότητας εκτός εάν έχει εφαρμογή το άρθρο 42γ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.»,

η)

το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

1.   Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 52 στοιχείο α) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 50, ο υπάλληλος που υπηρετούσε πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του. Για τους υπαλλήλους που υπηρετούσαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, οι λέξεις «66ο έτος της ηλικίας» και «ηλικία των 66 ετών» στο άρθρο 78 δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 81α παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παραρτήματος VIII αντικαθίστανται από τις λέξεις «65ο έτος της ηλικίας» και «ηλικία των 65 ετών».

2.   Ανεξάρτητα από το άρθρο 52 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και αποχωρούν από την υπηρεσία πριν από την ηλικία κατά την οποία θα είχαν αποκτήσει δικαίωμα σε σύνταξη αρχαιότητας σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος παραρτήματος μπορούν να ζητήσουν την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου του στοιχείου β) του άρθρου 9 παράγραφος 1 του παραρτήματος VIII

α)

μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015 από την ηλικία των 55 ετών,

β)

μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016 από την ηλικία των 57 ετών.

3.   Κατά παρέκκλιση από το όγδοο εδάφιο του άρθρου 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος που συνταξιοδοτείται προς το συμφέρον της υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 50 πρώτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δικαιούται την καταβολή σύνταξης αρχαιότητας δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος VIII σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Ημερομηνία της απόφασης δυνάμει του άρθρου 50 πρώτο εδάφιο

Ηλικία

Μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016

55 έτη

Μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016

58 έτη»,

θ)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 24α

Στην περίπτωση σύνταξης που καθορίζεται πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, το δικαίωμα σύνταξης του δικαιούχου εξακολουθεί να καθορίζεται μετά την ημερομηνία αυτή σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονταν όταν καθορίσθηκε αρχικά το δικαίωμα. Το ίδιο ισχύει για την κάλυψη βάσει του κοινού καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας.»,

ι)

το άρθρο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 28

1.   Τα μέλη του προσωπικού για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και τα οποία εργάζονταν βάσει συμβάσεως την 1η Μαΐου 2004 και διορίζονται ως μόνιμοι υπάλληλοι μετά την ανωτέρω ημερομηνία και πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 δικαιούνται, κατά τη συνταξιοδότηση, αναλογιστική αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν ως έκτακτοι υπάλληλοι· η εν λόγω αναπροσαρμογή λαμβάνει υπόψη τη μεταβολή της ηλικίας συνταξιοδότησής τους που αναφέρεται στο άρθρο 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

2.   Τα μέλη του προσωπικού για τα οποία γίνεται λόγος στα άρθρα 2, 3α και 3β του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και τα οποία εργάζονται βάσει συμβάσεως την 1η Ιανουαρίου 2014 και διορίζονται ως μόνιμοι υπάλληλοι μετά την ανωτέρω ημερομηνία δικαιούνται, κατά τη συνταξιοδότηση, αναλογιστική αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησαν ως έκτακτοι ή συμβασιούχοι υπάλληλοι· η εν λόγω αναπροσαρμογή λαμβάνει υπόψη τη μεταβολή της ηλικίας συνταξιοδότησής τους κατά την έννοια του άρθρου 77 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφόσον είναι ηλικίας τουλάχιστον 35 ετών την 1η Μαΐου 2014.»,

ια)

προστίθεται το ακόλουθο τμήμα:

«Τμήμα 5

Άρθρο 30

1.   Κατά παρέκκλιση από το παράρτημα I τμήμα A σημείο 2 στους υπαλλήλους που ήταν εν υπηρεσία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 εφαρμόζεται ο ακόλουθος πίνακας τύπων θέσεων στο πλαίσιο της ομάδας καθηκόντων AD:

Γενικός διευθυντής

AD 15 – AD 16

Διευθυντής

AD 14 – AD 15

Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση

AD 9 – AD 14

Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση

AD 13 – AD 14

Ανώτερος διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς

AD 14

Διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς

AD 13

Διοικητικός υπάλληλος

AD 5 – AD 12

2.   Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατατάσσει τους υπαλλήλους που υπηρετούσαν την 31η Δεκεμβρίου 2013 στην ομάδα καθηκόντων AD σε τύπους θέσης ως εξής:

α)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στον βαθμό AD 14 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι δεν κατείχαν θέση διευθυντή ή ισοδύναμη θέση, προϊσταμένου μονάδας ή ισοδύναμη θέση ή σύμβουλου ή ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Ανώτερος διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς»,

β)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στον βαθμό AD 13 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι δεν κατείχαν θέση προϊσταμένου μονάδας ή ισοδύναμη θέση ή σύμβουλου ή ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Διοικητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς»,

γ)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στους βαθμούς AD 9 έως AD 14 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι ήσαν προϊστάμενοι μονάδας ή κατείχαν ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση»,

δ)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στους βαθμούς AD 13 ή AD 14 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι ήσαν σύμβουλοι ή κατείχαν ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση»,

ε)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στους βαθμούς AD 5 έως AD 12 την 31η Δεκεμβρίου 2013 και οι οποίοι δεν ήσαν προϊστάμενοι μονάδας ή δεν κατείχαν ισοδύναμη θέση τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Διοικητικός υπάλληλος».

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι υπάλληλοι στους βαθμούς AD 9 έως AD 14 που είναι επιφορτισμένοι με ειδικές ευθύνες μπορούν να τοποθετηθούν από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2015 στον τύπο θέσης «Προϊστάμενος μονάδας ή ισοδύναμη θέση» ή «Σύμβουλος ή ισοδύναμη θέση». Κάθε αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θεσπίζει διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Εντούτοις, ο συνολικός αριθμός υπαλλήλων που επωφελούνται από την παρούσα διάταξη δεν υπερβαίνει το 5 % των υπαλλήλων στην ομάδα καθηκόντων AD την 31η Δεκεμβρίου 2013.

4.   Η τοποθέτηση σε τύπο θέσης ισχύει έως ότου ο υπάλληλος αναλάβει νέα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε άλλο τύπο θέσης.

5.   Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5, οι οποίοι κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος λαμβάνουν, από 1ης Ιανουαρίου 2016, προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 4 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 3.

6.   Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5, οι οποίοι κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου και επωφελούνται από το μέτρο της παραγράφου 5, και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος, λαμβάνουν μετά από δύο έτη πρόσθετη προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 4.

7.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 5, οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται σε υπαλλήλους στον βαθμό AD12 οι οποίοι κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου, που έχουν προσληφθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004 και δεν έχουν προαχθεί μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 31ης Δεκεμβρίου 2013:

α)

οι υπάλληλοι στο κλιμάκιο 8 οι οποίοι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος λαμβάνουν, από 1ης Ιανουαρίου 2016, προσαύξηση του βασικού μισθού ισοδύναμη με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 4 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 3,

β)

οι υπάλληλοι στο κλιμάκιο 8 οι οποίοι επωφελούνται από το μέτρο στο στοιχείο α) λαμβάνουν μετά από δύο έτη πρόσθετη προσαύξηση του βασικού μισθού ισοδύναμη με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD12, κλιμάκιο 5 και του βαθμού AD12, κλιμάκιο 4.

8.   Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 5, που κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου υπό μεταβατικό καθεστώς και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος λαμβάνουν, από 1ης Ιανουαρίου 2016, προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 4 και του βαθμού AD13, κλιμάκιο 3.

9.   Οι υπάλληλοι στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 5, που κατέχουν θέση διοικητικού υπαλλήλου υπό μεταβατικό καθεστώς και επωφελούνται από το μέτρο της παραγράφου 8, και ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 44 πρώτη παράγραφος, λαμβάνουν μετά από δύο έτη πρόσθετη προσαύξηση του βασικού μισθού που ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στον βαθμό AD13, κλιμάκιο 5 και του βαθμού AD13, κλιμάκιο 4.

10.   Οι υπάλληλοι που λαμβάνουν προσαύξηση του βασικού μισθού που προβλέπεται στις παραγράφους 5 έως 9 και στη συνέχεια διορίζονται προϊστάμενοι μονάδας ή σε ισοδύναμη θέση ή σύμβουλοι ή σε ισοδύναμη θέση στον ίδιο βαθμό διατηρούν αυτή την προσαύξηση στον βασικό μισθό.

11.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 46 πρώτη πρόταση, οι υπάλληλοι που διορίζονται στον αμέσως ανώτερο βαθμό και επωφελούνται από την προσαύξηση του βασικού μισθού η οποία προβλέπεται στις παραγράφους 5, 6, 8 και 9 τοποθετούνται στο δεύτερο κλιμάκιο του εν λόγω βαθμού. Χάνουν το ευεργέτημα της προσαύξησης του βασικού βαθμού που προβλέπεται στις παραγράφους 5, 6, 8 και 9.

12.   Η προσαύξηση του βασικού μισθού στην παράγραφο 7 δεν καταβάλλεται μετά από προαγωγή και δεν περιλαμβάνεται στη βάση υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της προσαύξησης του βασικού μηνιαίου μισθού που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 5 του παρόντος παραρτήματος.

Άρθρο 31

1.   Κατά παρέκκλιση από το παράρτημα I, τμήμα A, σημείο 2, στους υπαλλήλους που ήταν εν υπηρεσία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 εφαρμόζεται ο ακόλουθος πίνακας τύπων θέσης στο πλαίσιο της ομάδας καθηκόντων AST:

Ανώτερος βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 10 – AST 11

Βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 1 – AST 9

Διοικητικός βοηθός υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 1 – AST 7

Βοηθητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς

AST 1 – AST 5

2.   Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατατάσσει τους υπαλλήλους που ήταν εν υπηρεσία την 31η Δεκεμβρίου 2013 στην ομάδα καθηκόντων AST σε τύπους θέσης ως εξής:

α)

οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν στο βαθμό AST 10 ή AST 11 την 31η Δεκεμβρίου 2013 τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Ανώτερος βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς»,

β)

οι υπάλληλοι που δεν καλύπτονται από το στοιχείο α) και οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία Β ή που ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία C ή D και έχουν γίνει μέλος της ομάδας καθηκόντων AST χωρίς περιορισμό καθώς και οι υπάλληλοι AST που έχουν προσληφθεί μετά την 1η Μαΐου 2004 τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Βοηθός διοίκησης υπό μεταβατικό καθεστώς»,

γ)

οι υπάλληλοι που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α) και β) και οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία C τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Διοικητικός βοηθός υπό μεταβατικό καθεστώς»,

δ)

οι υπάλληλοι που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α) και β) και οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία D τοποθετούνται στον τύπο θέσης «Βοηθητικός υπάλληλος υπό μεταβατικό καθεστώς».

3.   Η τοποθέτηση σε τύπο θέσης ισχύει έως ότου ο υπάλληλος αναλάβει νέα καθήκοντα που αντιστοιχούν σε άλλο τύπο θέσης. Οι διοικητικοί βοηθοί υπό μεταβατικό καθεστώς και οι βοηθητικοί υπάλληλοι υπό μεταβατικό καθεστώς μπορούν να τοποθετούνται στον τύπο θέσης του βοηθού διοίκησης όπως ορίζεται στο παράρτημα I, τμήμα Α, μόνον σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 4 και 29 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Οι προαγωγές επιτρέπονται μόνον εντός της σταδιοδρομίας που αντιστοιχεί σε κάθε τύπο θέσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 6 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του παραρτήματος Ι τμήμα Β ο αριθμός των κενών θέσεων στον επόμενο υψηλότερο βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της προαγωγής υπολογίζεται χωριστά για τους βοηθητικούς υπαλλήλους σε μεταβατικό καθεστώς. Εφαρμόζονται τα ακόλουθα ποσοστά πολλαπλασιασμού:

 

Βαθμός

Ποσοστό

Βοηθητικοί υπάλληλοι υπό μεταβατικό καθεστώς

5

4

10 %

3

22 %

2

22 %

1

Όσον αφορά τους βοηθητικούς υπαλλήλους υπό μεταβατικό καθεστώς, για τους σκοπούς της προαγωγής εξετάζονται τα συγκριτικά προσόντα (άρθρο 45 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης) των προαγώγιμων του ίδιου βαθμού και της ίδιας κατάταξης.

5.   Οι διοικητικοί βοηθοί υπό μεταβατικό καθεστώς και οι βοηθητικοί υπάλληλοι υπό μεταβατικό καθεστώς οι οποίοι ήταν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στην πρώην κατηγορία C ή D συνεχίζουν να δικαιούνται είτε συμψηφιστική αδεία είτε αμοιβή, εάν οι υπηρεσιακές ανάγκες δεν επιτρέπουν την συμψηφιστική άδεια πριν από τη λήξη των δύο μηνών που έπονται εκείνου κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, όπως προβλέπεται στο παράρτημα VI.

6.   Οι υπάλληλοι στους οποίους επετράπη, βάσει του άρθρου 55α παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του άρθρου 4 του παραρτήματος IVα του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να εργαστούν με μειωμένο ωράριο για περίοδο που ξεκινά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εκτείνεται πέραν αυτής της ημερομηνίας μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται με μειωμένο ωράριο υπό τους ίδιους όρους για μέγιστη συνολική περίοδο πέντε ετών.

7.   Για τους υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με το άρθρο 22 του παρόντος παραρτήματος σε ηλικία μικρότερη των 65 ετών, η τριετής περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 55α παράγραφος 2 στοιχείο ζ) του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να υπερβαίνει την ηλικία συνταξιοδότησής τους, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει την ηλικία των 65 ετών.

Άρθρο 32

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1 τέταρτο εδάφιο πρώτη περίοδος του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν χρειάζεται να διασφαλιστεί στην επιτροπή προσωπικού η εκπροσώπηση της ομάδας καθηκόντων AST/SC μέχρι τις επόμενες εκλογές για ανάδειξη νέας επιτροπής προσωπικού στην οποία μπορούν να εκπροσωπούνται οι υπάλληλοι ASΤ/SC.

Άρθρο 33

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 40 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, όταν υπάλληλος, στις 31 Δεκεμβρίου 2013, έχει βρεθεί σε άδεια για προσωπικούς λόγους για περισσότερο από 10 έτη καθ’ όλη τη σταδιοδρομία, η συνολική διάρκεια της άδειας για προσωπικούς λόγους δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη στο σύνολο της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου.».

Άρθρο 2

Το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, η δεύτερη περίπτωση διαγράφεται.

2)

Στο άρθρο 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«στ)

ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που συνδέεται με έναν οργανισμό όπως αναφέρεται στο άρθρο 1α παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα, εκτός των προϊσταμένων των οργανισμών και των αναπληρωτών προϊσταμένων των οργανισμών όπως αναφέρεται στην πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σύσταση του οργανισμού και των υπαλλήλων που έχουν αποσπαστεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας σε οργανισμό.».

3)

Το άρθρο 3 διαγράφεται.

4)

Στο άρθρο 3 β στοιχείο β), το σημείο θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«θ)

μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους των ομάδων καθηκόντων AST/SC και AST».

5)

Στο άρθρο 8 πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «άρθρο 2 στοιχείο α)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρο 2 στοιχείο α) ή άρθρο 2 στοιχείο στ)».

6)

Το άρθρο 10 παράγραφος 4 διαγράφεται.

7)

Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο πρώτο εδάφιο πρώτη περίοδος, οι λέξεις «άρθρων 11 μέχρι 26» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρων 11 έως 26α»,

β)

στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «παράγραφος 2» αντικαθίσταται από τις λέξεις «τρίτο εδάφιο».

8)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η πρόσληψη έκτακτων υπαλλήλων πρέπει να εξασφαλίζει στο θεσμικό όργανο την παροχή υπηρεσιών από πρόσωπα που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, απόδοσης και ακεραιότητας και επιλέγονται από την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών της Ένωσης.

Οι έκτακτοι υπάλληλοι, επιλέγονται χωρίς διάκριση φυλής, πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, φύλου ή γενετήσιας προτίμησης, και ανεξάρτητα από την προσωπική ή οικογενειακή τους κατάσταση.

Καμία θέση δεν προορίζεται αποκλειστικά για τους υπηκόους οποιουδήποτε κράτους μέλους. Εντούτοις, η αρχή της ισότητας των πολιτών της Ένωσης επιτρέπει σε κάθε θεσμικό όργανο να θεσπίζει κατάλληλα διορθωτικά μέτρα εάν διαπιστώσει μακράς διαρκείας και σημαντική έλλειψη ισορροπίας μεταξύ των εθνικοτήτων όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους, η οποία δεν αιτιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια. Αυτά τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα πρέπει να αιτιολογούνται και δεν μπορούν να συνεπάγονται ποτέ κριτήρια πρόσληψης άλλα απ’ αυτά που βασίζονται στα προσόντα. Προτού υιοθετηθούν κατάλληλα μέτρα, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο θεσπίζει γενικές διατάξεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Μετά την τριετή περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.

Προκειμένου να διευκολύνονται οι προσλήψεις στην ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση, τα θεσμικά όργανα μεριμνούν ώστε να προσφέρουν στα τέκνα του προσωπικού τους πολύγλωσση και πολυπολιτιστική εκπαίδευση.»,

β)

στην παράγραφο 5, οι όροι «κάθε όργανο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο».

9)

Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

1.   Ο έκτακτος υπάλληλος διανύει περίοδο δοκιμασίας διάρκειας εννέα μηνών.

Αν, κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, ο έκτακτος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας, της άδειας μητρότητας που αναφέρεται στο άρθρο 58 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ή ατυχήματος, επί συνεχές χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μήνα, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας κατά το αντίστοιχο διάστημα. Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους δεκαπέντε μήνες.

2.   Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας εκτάκτου υπαλλήλου που διανύει την περίοδο δοκιμασίας, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου αυτής.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του έκτακτου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο. Βάσει της έκθεσης αυτής, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον έκτακτο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός ή να τοποθετήσει τον έκτακτο υπάλληλο σε άλλο τμήμα για το υπόλοιπο διάστημα της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας.

3.   Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για τον έκτακτο υπάλληλο έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον έκτακτο υπάλληλο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του.

Αν το συμπέρασμα της έκθεσης είναι η απόλυση ή, κατ’ εξαίρεση, η παράταση της περιόδου δοκιμασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του έκτακτου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο.

Ο έκτακτος υπάλληλος του οποίου οι επαγγελματικές ικανότητες ή η συμπεριφορά δεν έχουν αποδειχθεί επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται.

Η τελική απόφαση λαμβάνεται με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο καθώς και με βάση τα στοιχεία που διαθέτει η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο σχετικά με τη συμπεριφορά του έκτακτου υπαλλήλου όσον αφορά τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.   Ο έκτακτος υπάλληλος που απολύεται δικαιούται αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού μισθού του για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει.».

10)

Στο άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Ο έκτακτος υπάλληλος, η κατάταξη του οποίου καθορίστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια κατάταξης που θεσπίστηκαν από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, διατηρεί την αρχαιότητα κατά κλιμάκιο που έχει αποκτήσει με την ιδιότητα αυτή, αν προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος στον ίδιο βαθμό,αμέσως μετά την προηγούμενη περίοδο κατά την οποία είχε υπηρετήσει ως έκτακτος υπάλληλος.».

11)

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Τα άρθρα 42α, 42β και 55 έως 61 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης σχετικά με την άδεια, τη διάρκεια εργασίας, τις υπερωρίες, τη συνεχή υπηρεσία, την υποχρέωση επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία και τις αργίες εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Η ειδική άδεια, η γονική άδεια και η άδεια για οικογενειακούς λόγους δεν μπορούν να παρατείνονται πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης. Επιπλέον τα άρθρα 41, 42, 45 και 46 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους σύμφωνα με το άρθρο 29 του παραρτήματος XIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ανεξάρτητα από την ημερομηνία των συμβάσεων πρόσληψής τους.

Εντούτοις, το δικαίωμα της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δεν μπορεί να ξεπερνά τους τρεις μήνες ή τη χρονική διάρκεια εργασίας του έκτακτου υπαλλήλου, αν η τελευταία υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Η άδεια δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης του ενδιαφερομένου.

Κατά τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών, ο υπάλληλος του οποίου σύμβαση δεν έχει λυθεί παίρνει άδεια χωρίς αποδοχές, παρά το ότι δεν μπορεί να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του.

Εν τούτοις, σε περίπτωση επαγγελματικής ασθένειας ή ατυχήματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο υπάλληλος εξακολουθεί να λαμβάνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ανικανότητάς του προς εργασία το σύνολο των αποδοχών του, μέχρι να λάβει τη σύνταξη αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 33.».

12)

Το άρθρο 17 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 17

Κατ’ εξαίρεση, ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς του, να πάρει άδεια χωρίς αποδοχές για σοβαρούς προσωπικούς λόγους. Το άρθρο 12β του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης συνεχίζει να εφαρμόζεται κατά την περίοδο άδειας χωρίς αποδοχές για προσωπικούς λόγους.

Η άδεια δυνάμει του άρθρου 12β δεν χορηγείται σε έκτακτο υπάλληλο προκειμένου αυτός να αναλάβει μια επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπροσώπηση συμφερόντων ή την υπεράσπιση έναντι του οργάνου του, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση ή σε πιθανότητα σύγκρουσης με τα νόμιμα συμφέροντα του οργάνου στο οποίο ανήκει.

Η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο καθορίζει τη διάρκεια αυτής της άδειας, η οποία δεν υπερβαίνει το ένα τέταρτο του χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο ενδιαφερόμενος ούτε:

τους τρεις μήνες όταν ο χρόνος υπηρεσίας του υπαλλήλου είναι μικρότερος από τέσσερα χρόνια,

τους δώδεκα μήνες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

Η διάρκεια της αδείας που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 44 πρώτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

Κατά τη διάρκεια της άδειας χωρίς αποδοχές του έκτακτου υπαλλήλου αναστέλλεται η κάλυψή του στο καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 28.

Εντούτοις, αν ο υπάλληλος δεν ασκεί επικερδή επαγγελματική δραστηριότητα, είναι δυνατόν, μετά από αίτηση του, που πρέπει να υποβληθεί το αργότερο ένα μήνα μετά την έναρξη της άδειας χωρίς αποδοχές, να συνεχίζει να απολαύει της κάλυψης έναντι των κινδύνων που αναφέρονται στο άρθρο 28, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχίσει να καταβάλλει κατά τη διάρκεια της άδειάς του το ήμισυ του ποσού των εισφορών που προβλέπονται από το άρθρο αυτό· η εισφορά υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου.

Επιπλέον, αν ο έκτακτος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 2 στοιχείο γ) ή δ) αποδείξει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει δικαιώματα σύνταξης από άλλο συνταξιοδοτικό καθεστώς, είναι δυνατόν, μετά από αίτηση του, να συνεχίσει να αποκτά δικαιώματα σύνταξης κατά τη διάρκεια της άδειας χωρίς αποδοχές, με την προϋπόθεση να καταβάλλει εισφορά ίση με το τριπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 41· οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού που ισχύει για το βαθμό και το κλιμάκιο του έκτακτου υπαλλήλου.

Γυναίκες των οποίων η άδεια μητρότητας άρχισε πριν από το πέρας της σύμβασής τους δικαιούνται άδεια μητρότητας με τις σχετικές αποδοχές.».

13)

Το άρθρο 20 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η λέξη «αναπροσαρμογής» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποίησης»,

β)

στην παράγραφο 3, οι λέξεις «ειδική εισφορά» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εισφορά αλληλεγγύης»,

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Το άρθρο 44 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους.».

14)

Το άρθρο 28α τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3 τελευταία περίοδο, η λέξη «προσαρμόζονται» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποιούνται»,

β)

στην παράγραφο 10, οι λέξεις «οργάνων της Ένωσης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αρχών των θεσμικών οργάνων που αναφέρονται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο»,

γ)

η παράγραφος 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή υποβάλλει, ανά διετία, έκθεση για την οικονομική κατάσταση του καθεστώτος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Εκτός από αυτή την έκθεση, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να αναπροσαρμόζει τις συνεισφορές που προβλέπονται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, εάν το απαιτεί η ισορροπία του καθεστώτος.».

15)

Στο άρθρο 33 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο οι λέξεις «το 65 έτος της ηλικίας» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το 66ο έτος της ηλικίας».

16)

Το άρθρο 34 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 34

Οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα υπάλληλο, όπως καθορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξη επιζώντων σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 35 έως 38.

Σε περίπτωση θανάτου πρώην υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας όπως και σε περίπτωση θανάτου πρώην έκτακτου υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α), γ), δ), ε) ή στ), ο οποίος δικαιούταν σύνταξη λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου ή είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αρχίσει η καταβολή της σύνταξης την πρώτη ημέρα μετά το τέλος του μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου θα συμπλήρωνε ηλικία συνταξιοδότησης, οι έλκοντες δικαιώματα, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δικαιούνται σύνταξη επιζώντων με τους όρους που προβλέπει το παράρτημα αυτό.

Σε περίπτωση αφάνειας για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, εκτάκτου υπαλλήλου ή πρώην εκτάκτου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας ή σύνταξης αρχαιότητας ή πρώην εκτάκτου υπαλλήλου ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη της καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, οι διατάξεις των κεφαλαίων 5 και 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, που αφορούν τις προσωρινές συντάξεις, εφαρμόζονται κατ' αναλογία στον/στην σύζυγο του/της και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο.».

17)

Στο άρθρο 36 πρώτο εδάφιο τρίτη περίοδο, οι λέξεις «άρθρο 2 στοιχεία α), γ) ή δ)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άρθρο 2 στοιχείο α), γ), δ), ε), ή στ)».

18)

Στο άρθρο 37 τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία συνταξιοδότησης» και οι λέξεις «άρθρο 2 στοιχεία α), γ) ή δ)» αντικαθίστανται από «άρθρο 2 στοιχείο α), γ), δ), ε) ή στ)».

19)

Το άρθρο 39 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, ο υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 2 δικαιούται σύνταξη αρχαιότητας, μεταφορά του αναλογιστικού ισοδυνάμου ή καταβολή του επιδόματος αποχώρησης σύμφωνα το κεφάλαιο 3 του τίτλου V και του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Εφόσον ο υπάλληλος δικαιούται σύνταξη αρχαιότητας, τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα μειώνονται κατ’ αναλογία προς τα ποσά που καταβάλλονται δυνάμει του άρθρου 42.».

20)

Στο άρθρο 42, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που πρέπει να καθορισθούν από την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, ο υπάλληλος έχει την ευχέρεια να ζητήσει από την αρχή αυτή την πραγματοποίηση των πληρωμών, στις οποίες υποχρεούται να προβεί, για να συστήσει ή να διατηρήσει τα δικαιώματα συνταξιοδότησής του στην χώρα καταγωγής του.».

21)

Το άρθρο 47 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 47

Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του εκτάκτου υπαλλήλου λύεται:

α)

στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο ο υπάλληλος φτάνει στην ηλικία των 66 ετών, ή, κατά περίπτωση, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 52 δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ή

β)

όταν υφίσταται σύμβαση ορισμένου χρόνου:

i)

κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση,

ii)

στο τέλος της περιόδου προειδοποίησης που προσδιορίζεται στη σύμβαση, η οποία παρέχει στον υπάλληλο ή στο όργανο την ευχέρεια να λύσει τη σύμβαση πριν από την προκαθορισμένη λήξη της. Η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από έναν μήνα για κάθε έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον ένα μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες. Για τους έκτακτους υπαλλήλους των οποίων ανανεώθηκε η σύμβαση, το ανώτατο όριο είναι έξι μήνες. Πάντως, η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης εάν η εγκυμοσύνη επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, εάν επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων. Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εκ μέρους του οργάνου, ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση ίσης με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας λήξης των καθηκόντων του και της ημερομηνίας κατά την οποία θα έληγε η σύμβασή του,

iii)

στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της παρέκκλισης που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, ισχύει η περίοδος προειδοποίησης που προβλέπεται στο σημείο ii), ή

γ)

όταν υφίσταται σύμβαση αορίστου χρόνου:

i)

στο τέλος της περιόδου προειδοποίησης που προβλέπεται στη σύμβαση· η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από έναν μήνα για κάθε πλήρες έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τους τρεις μήνες και ανώτατο όριο τους δέκα μήνες. Πάντως, η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης εάν η εγκυμοσύνη επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, εάν επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ανωτέρω ορίων, ή

ii)

στην περίπτωση που ο υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της παρέκκλισης που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, ισχύει η περίοδος προειδοποίησης που προβλέπεται στο σημείο i).».

22)

Παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 48α

Σε οποιαδήποτε κοινοβουλευτική περίοδο, το άρθρο 50 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης μπορεί να εφαρμόζεται κατ’ αναλογία σε πέντε κατ' ανώτατο όριο ανώτερους έκτακτους υπαλλήλους πολιτικών ομάδων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που βρίσκονται στον βαθμό AD 15 ή AD 16, υπό τον όρο ότι έχουν φθάσει την ηλικία των 55 ετών και έχουν είκοσι έτη υπηρεσίας στα θεσμικά όργανα και τουλάχιστον 2,5 έτη αρχαιότητας στον τελευταίο βαθμό τους.».

23)

Στο άρθρο 50γ, η παράγραφος 2 διαγράφεται.

24)

Στον τίτλο II, προστίθεται το ακόλουθο κεφάλαιο:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΕΚΤΑΚΤΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤ)

Άρθρο 51

Το άρθρο 37, εξαιρουμένου του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), και το άρθρο 38 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ).

Άρθρο 52

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 17 τρίτο εδάφιο, οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) και οι οποίοι είχαν σύμβαση αορίστου χρόνου, μπορούν, ανεξάρτητα από την αρχαιότητά τους, να πάρουν άδεια χωρίς αποδοχές για περιόδους που δεν υπερβαίνουν το ένα έτος.

Η συνολική διάρκεια αυτής της άδειας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δώδεκα έτη στο σύνολο της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου.

Στη θέση που κατείχε ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να προσληφθεί άλλο πρόσωπο.

Μετά τη λήξη της αδείας του, ο έκτακτος υπάλληλος πρέπει να επανατοποθετηθεί στην πρώτη κενή θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί στο βαθμό του, με την προϋπόθεση ότι έχει τις ικανότητες που απαιτούνται για τη θέση αυτή. Αν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται, διατηρεί τα δικαιώματά του για επανατοποθέτηση, μόλις υπάρξει δεύτερη κενή θέση στην ομάδα καθηκόντων του που αντιστοιχεί στον βαθμό του με τις ίδιες προϋποθέσεις· αν αρνηθεί για δεύτερη φορά, η υπαλληλική σχέση λύεται από το όργανο χωρίς προειδοποίηση. Μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επανατοποθέτησής του ή της απόσπασής του, ο υπάλληλος παραμένει σε κατάσταση αδείας για προσωπικούς λόγους άνευ αποδοχών.

Άρθρο 53

Οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) προσλαμβάνονται βάσει διαδικασίας επιλογής που διοργανώνεται από έναν ή περισσότερους οργανισμούς. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού παρέχει υποστήριξη στους οργανισμούς, κατόπιν αιτήματός τους, προσδιορίζοντας ιδίως το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τις διαδικασίες επιλογής. Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού διασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής.

Σε περίπτωση εξωτερικών διαδικασιών επιλογής, οι έκτακτοι υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) προσλαμβάνονται μόνο στους βαθμούς SC1 έως SC2, AST 1 έως AST 4 ή AD 5 έως AD 8. Εντούτοις, ο οργανισμός μπορεί όταν είναι σκόπιμο, και σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να επιτρέψει την πρόσληψη στους βαθμούς AD 9, AD 10, AD 11 ή, κατ’ εξαίρεση, στο βαθμό AD 12, για θέσεις με αντίστοιχες ευθύνες και εντός των ορίων του εγκεκριμένου πίνακα θέσεων. Ο συνολικός αριθμός των προσλήψεων στους βαθμούς AD 9 έως AD 12 σε έναν οργανισμό δεν υπερβαίνει το 20 % του συνολικού αριθμού των προσλήψεων εκτάκτων υπαλλήλων στην ομάδα καθηκόντων AD, ο οποίος υπολογίζεται σε συνεχή περίοδο πέντε ετών.

Άρθρο 54

Όσον αφορά τους έκτακτους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ), η κατάταξη στον επόμενο ανώτερο βαθμό γίνεται αποκλειστικά με επιλογή από τους έκτακτους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον περίοδο δύο ετών στον βαθμό τους, μετά από εξέταση των συγκριτικών προσόντων αυτών των έκτακτων υπαλλήλων, καθώς και των εκθέσεων που τους αφορούν. Η τελευταία περίοδος του άρθρου 45 παράγραφος 1 και του άρθρου 45 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Δεν είναι δυνατή η υπέρβαση των ποσοστών πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό της ισοδυναμίας των μέσων σταδιοδρομιών, που καθορίζονται για τους υπαλλήλους στο τμήμα Β του παραρτήματος Ι.

Σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κάθε οργανισμός θεσπίζει τις γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 55

Όταν ένας έκτακτος υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) αλλάζει θέση εντός της ομάδας καθηκόντων του κατόπιν εσωτερικής δημοσίευσης μιας θέσης, δεν μπορεί να καταταγεί σε βαθμό ή κλιμάκιο χαμηλότερο από αυτό που προβλεπόταν στην προηγούμενη θέση του, υπό τον όρο ότι ο βαθμός του είναι ένας από τους βαθμούς που καθορίζονται στην προκήρυξη κενής θέσης.

Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογία όταν ο έκτακτος υπάλληλος συνάπτει νέα σύμβαση με έναν οργανισμό αμέσως μετά από προηγούμενη σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου με έναν άλλον οργανισμό.

Άρθρο 56

Σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, κάθε οργανισμός θεσπίζει γενικές διατάξεις για τις διαδικασίες που διέπουν την πρόσληψη και τη χρησιμοποίηση των εκτάκτων υπαλλήλων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ).».

25)

Ο τίτλος III διαγράφεται.

26)

Στο άρθρο 79 παράγραφος 2, οι λέξεις «κάθε όργανο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο».

27)

Το άρθρο 80 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Με βάση τον πίνακα αυτό, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο κάθε οργάνου, υπηρεσίας ή οργανισμού, που αναφέρεται στο άρθρο 3α, μπορεί, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να καθορίσει λεπτομερέστερα τις αρμοδιότητες για κάθε είδος καθηκόντων.»,

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα άρθρα 1δ και 1ε του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.».

28)

Το άρθρο 82 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 6, οι όροι «κάθε όργανο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο»,

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Στους συμβασιούχους υπαλλήλους στις ομάδες καθηκόντων II, III και IV η συμμετοχή σε εσωτερικούς διαγωνισμούς μπορεί να επιτρέπεται μόνον αφού έχουν συμπληρώσει τρία έτη υπηρεσίας στο θεσμικό όργανο. Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι στην ομάδα καθηκόντων II μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνον σε διαγωνισμούς στους βαθμούς SC 1 έως 2, στην ομάδα καθηκόντων III στους βαθμούς AST 1 έως 2 και στην ομάδα καθηκόντων IV στους βαθμούς AST1 έως 4 ή στους βαθμούς AD 5 έως 6. Ο συνολικός αριθμός των υποψηφίων συμβασιούχων υπαλλήλων που διορίζονται σε κενές θέσεις σε οιοδήποτε από τους βαθμούς αυτούς δεν υπερβαίνει ποτέ το 5 % του συνολικού αριθμού των διορισμών σε αυτές τις ομάδες καθηκόντων που γίνονται ανά έτος σύμφωνα με το άρθρο 30, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.».

29)

Το άρθρο 84 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 84

1.   Ο συμβασιούχος υπάλληλος, η σύμβαση του οποίου συνάπτεται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, διανύει περίοδο δοκιμασίας κατά τους έξι πρώτους μήνες της υπηρεσίας του, εάν ανήκει στην ομάδα καθηκόντων I, και κατά τους εννέα πρώτους μήνες, εάν ανήκει σε μία από τις άλλες ομάδες καθηκόντων.

Εάν, στη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, ο συμβασιούχος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του, λόγω ασθενείας, άδειας μητρότητας κατά το άρθρο 58 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή ατυχήματος, για συνεχόμενο διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Η συνολική διάρκεια της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τους 15 μήνες.

2.   Σε περίπτωση έκδηλης ανικανότητας συμβασιούχου υπαλλήλου που διανύει την περίοδο δοκιμασίας, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου αυτής.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του συμβασιούχου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο. Βάσει της έκθεσης αυτής, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο, μπορεί να αποφασίσει να απολύσει τον συμβασιούχο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός ή να τοποθετήσει τον συμβασιούχο υπάλληλο σε άλλο τμήμα για το υπόλοιπο διάστημα της περιόδου δοκιμασίας.

3.   Το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για τον συμβασιούχο υπάλληλο έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος μπορεί, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών, να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του.

Αν το συμπέρασμα της έκθεσης είναι η απόλυση ή, κατ’ εξαίρεση, η παράταση της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, η έκθεση και οι παρατηρήσεις διαβιβάζονται αμέσως από τον ιεραρχικά ανώτερο του συμβασιούχου υπαλλήλου στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο.

Ο συμβασιούχος υπάλληλος του οποίου οι επαγγελματικές ικανότητες ή η συμπεριφορά δεν έχουν αποδειχθεί επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται.

Η τελική απόφαση λαμβάνεται με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο καθώς και με βάση τα στοιχεία που διαθέτει η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο σχετικά με τη συμπεριφορά του έκτακτου υπαλλήλου όσον αφορά τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

4.   Ο συμβασιούχος υπάλληλος που απολύεται δικαιούται αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού μισθού του για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει.».

30)

Στο άρθρο 85 παράγραφος 3, οι λέξεις «άρθρο 314 της Συνθήκης ΕΚ» αντικαθίστανται από «άρθρο 55 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση».

31)

Το άρθρο 86 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο δεύτερο εδάφιο προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:

«Εντούτοις, το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στον συμβασιούχο υπάλληλο που προσλαμβάνεται στον βαθμό 1.»,

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Θεσπίζονται γενικές διατάξεις εφαρμογής για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.».

32)

Στο άρθρο 88 πρώτο εδάφιο στοιχείο β), οι λέξεις «τρία έτη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «έξι έτη».

33)

Το άρθρο 91 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 91

Τα άρθρα 16 έως 18 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

Το άρθρο 55 παράγραφος 4 δεύτερη πρόταση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης δεν εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

Οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από συμβασιούχους υπαλλήλους των ομάδων καθηκόντων III και IV δεν θεμελιώνουν δικαίωμα αντιστάθμισης ή αμοιβής.

Δυνάμει των προϋποθέσεων που καθορίζονται στο παράρτημα VI του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από συμβασιούχους υπαλλήλους των ομάδων καθηκόντων I και II παρέχουν δικαίωμα χορηγήσεως αδείας αντισταθμιστικού χαρακτήρα ή δικαίωμα χορηγήσεως αμοιβής, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν τη χορήγηση άδειας αντισταθμιστικού χαρακτήρα εντός δύο μηνών από τον μήνα κατά τον οποίον έχουν πραγματοποιηθεί οι υπερωρίες.».

34)

Στο άρθρο 95, οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία συνταξιοδότησης».

35)

Το άρθρο 96 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, η λέξη «προσαρμόζονται» αντικαθίσταται από τη λέξη «επικαιροποιούνται»,

β)

η παράγραφος 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«11.   Η Επιτροπή υποβάλλει, ανά διετία, έκθεση για την οικονομική κατάσταση του καθεστώτος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Ανεξάρτητα από αυτή την έκθεση, η Επιτροπή μπορεί, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να αναπροσαρμόζει τις συνεισφορές που προβλέπονται στην παράγραφο 7, εάν το απαιτεί η ισορροπία του καθεστώτος.».

36)

Στο άρθρο 101 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο δεύτερη πρόταση, οι λέξεις «από το 65 έτος της ηλικίας» αντικαθίστανται από τις λέξεις «από το 66 έτος της ηλικίας».

37)

Το άρθρο 103 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής:

«2.   Σε περίπτωση θανάτου πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου, ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, οι έλκοντες δικαίωμα από τον αποβιώσαντα πρώην συμβασιούχο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, δικαιούνται σύνταξη επιζώντων κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω παράρτημα.»,

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:

«3.   Σε περίπτωση αφάνειας για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, συμβασιούχου υπαλλήλου ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας ή σύνταξης αρχαιότητας ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου ο οποίος είχε αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, είχε δε ζητήσει να αναβληθεί η έναρξη της καταβολής της σύνταξης αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο θα συμπλήρωνε την ηλικία συνταξιοδότησης, οι διατάξεις των κεφαλαίων 5 και 6 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης που αφορούν τις προσωρινές συντάξεις εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στον/στην σύζυγο του/της και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο.».

38)

Στο άρθρο 106 παράγραφος 4 οι λέξεις «ηλικία των 63 ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία συνταξιοδότησης».

39)

Στο άρθρο 120, οι λέξεις «κάθε όργανο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο».

40)

Μετά το άρθρο 132 παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 132α

Σύμφωνα με τα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1 και μετά από ρητή αίτηση του μέλους ή των μελών που υποστηρίζουν, οι διαπιστευμένοι κοινοβουλευτικοί βοηθοί μπορούν να λάβουν άπαξ είτε επίδομα εγκατάστασης είτε επίδομα επανεγκατάστασης που καταβάλλεται από την αποζημίωση κοινοβουλευτικής επικουρίας του αντίστοιχου μέλους, εφόσον αποδεικνύουν ότι πρέπει να αλλάξουν τον τόπο κατοικίας τους. Το ποσό του επιδόματος δεν υπερβαίνει τον μηνιαίο βασικό μισθό του βοηθού.».

41)

Το άρθρο 139 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται ως εξής:

«β)

στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο ο διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός συμπληρώνει την ηλικία των 66 ετών ή, κατ’ εξαίρεση, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 52 στοιχείο β) δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης,»,

ii)

το στοιχείο δ) αντικαθίσταται ως εξής:

«δ)

δεδομένου ότι η εμπιστοσύνη αποτελεί τη βάση της επαγγελματικής σχέσης μεταξύ του βουλευτή και του διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού του, στο τέλος της περιόδου προειδοποίησης που καθορίζεται στη σύμβαση και παρέχει στον διαπιστευμένο κοινοβουλευτικό βοηθό ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που ενεργεί κατ’ αίτηση του βουλευτή ή των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς επικουρία των οποίων προσελήφθη ο διαπιστευμένος κοινοβουλευτικός βοηθός, το δικαίωμα να λύσει τη σύμβαση πριν από τη λήξη της. Η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ανά έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον ένα μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες. Πάντως, η περίοδος προειδοποίησης δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης εάν η εγκυμοσύνη επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης, εάν επιβεβαιωθεί με ιατρικό πιστοποιητικό, άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων των ορίων αυτών,»,

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Στα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 1, προβλέπεται διαδικασία διευθέτησης η οποία εφαρμόζεται πριν από την καταγγελία της σύμβασης ενός διαπιστευμένου κοινοβουλευτικού βοηθού μετά από αίτηση του μέλους ή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το οποίο/τα οποία επικουρεί ή μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου κοινοβουλευτικού βοηθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ) και την παράγραφο 3.».

42)

Στο άρθρο 141, οι λέξεις «κάθε όργανο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο».

43)

Παρεμβάλλεται το εξής άρθρο:

«Άρθρο 142α

Η Επιτροπή υποβάλλει, έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία αποτιμά τη λειτουργία του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.».

44)

Το παράρτημα τροποποιείται ως εξής:

α)

στο άρθρο 1 παράγραφος 1 προστίθενται οι ακόλουθες περίοδοι:

«Το άρθρο 21, το άρθρο 22, με εξαίρεση την παράγραφο 4, το άρθρο 23, το άρθρο 24α και το άρθρο 31 παράγραφοι 6 και 7 του εν λόγω παραρτήματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στο λοιπό προσωπικό που τελεί εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Το άρθρο 30 και το άρθρο 31 παράγραφοι 1, 2, 3 και 5 του εν λόγω παραρτήματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους έκτακτους υπαλλήλους που τελούν εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013. Για τους υπηρετούντες πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014, οι λέξεις «ηλικία των 66 ετών» στο άρθρο 33 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 47 στοιχείο α), στο άρθρο 101 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 139 παράγραφος 1 στοιχείο β) του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού αντικαθίστανται από τις λέξεις «ηλικία των 65 ετών».»,

β)

προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6

Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2014, οι συμβάσεις των εκτάκτων υπαλλήλων που υπόκεινται στο άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού και οι οποίοι τελούν εν ενεργεία στις 31 Δεκεμβρίου 2013 σε οργανισμό μετατρέπονται, χωρίς διαδικασία επιλογής, σε συμβάσεις δυνάμει του άρθρου 2 στοιχείο στ) του εν λόγω καθεστώτος. Οι όροι της σύμβασης παραμένουν αμετάβλητοι κατά τα λοιπά. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις εκτάκτων υπαλλήλων που προσλαμβάνονται ως διευθυντές οργανισμών ή ως αναπληρωτές διευθυντές οργανισμών, όπως αναφέρεται στην πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει της οποίας συνεστήθη ο οργανισμός ή σε υπαλλήλους που έχουν αποσπασθεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας σε οργανισμό.».

Άρθρο 3

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2014 εκτός από το άρθρο 1 σημείο 44) και άρθρο 1 σημείο 73) στοιχείο δ) το οποίο εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 22 Οκτωβρίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. LEŠKEVIČIUS


(1)  Γνώμη της 22ας Μαρτίου 2012 (δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 205 της 12.7.2012, σ. 1.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Ιουλίου 2013 (δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 10ης Οκτωβρίου 2013.

(4)  Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (ΕΕ L 56, 4.3.1968, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).».

(6)  Κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 300/76 του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί καθορισμού των κατηγοριών των δικαιούχων, των προϋποθέσεων χορηγήσεως και του ύψους των αποζημιώσεων που δύνανται να χορηγηθούν στους υπαλλήλους οι οποίοι καλούνται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους σε συνεχή ή εκ περιτροπής υπηρεσία (ΕΕ L 38 της 13.2.1976, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 8. Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 01 τόμος 1 σ. 115).».

(8)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1. Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 1 σ. 108).

(9)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 2530/72 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1972, για την εισαγωγή ειδικών και προσωρινών μέτρων για τον διορισμό των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατόπιν της προσχώρησης νέων κρατών μελών και για τον τερματισμό των υπηρεσιών των υπαλλήλων αυτών των Κοινοτήτων (ΕΕ L 272 της 5.12.1972, σ. 1.).

(10)  Κανονισμός (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1543/73 του Συμβουλίου, της 4ης Ιουνίου 1973, ο οποίος θεσπίζει ειδικά μέτρα που ισχύουν προσωρινά για τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίοι αμείβονται από πιστώσεις ερευνών και επενδύσεων (ΕΕ L 155 της 11.6.1973, σ. 1).».

(11)  Ο αριθμός θέσεων κοινοβουλευτικών κλητήρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να υπερβεί τις 85.»,

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ης Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 15)»,


29.10.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 287/63


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Οκτωβρίου 2013

για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 127 παράγραφος 6,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τις τελευταίες δεκαετίες, η Ένωση πραγματοποίησε αξιοσημείωτη πρόοδο όσον αφορά τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς για τις τραπεζικές υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, σε πολλά κράτη μέλη σημαντικό μερίδιο της αγοράς ανήκει σε ομίλους τραπεζών που έχουν την έδρα τους σε άλλα κράτη μέλη, και τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν διαφοροποιήσει γεωγραφικά τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες τόσο εντός όσο και εκτός της ευρωζώνης.

(2)

Η σημερινή χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση κατέδειξε ότι η ακεραιότητα του ενιαίου νομίσματος και της εσωτερικής αγοράς μπορεί να απειληθεί από τον κατακερματισμό του χρηματοπιστωτικού τομέα. Είναι συνεπώς απαραίτητο να ενταθεί η ολοκλήρωση της εποπτείας των τραπεζών, προκειμένου να ισχυροποιηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποκατασταθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να τεθούν τα θεμέλια της οικονομικής ανάκαμψης.

(3)

Η διατήρηση και η εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς τραπεζικών υπηρεσιών έχει εξαιρετική σημασία προκειμένου να προαχθεί η οικονομική ανάπτυξη στην Ένωση και να χρηματοδοτείται επαρκώς η πραγματική οικονομία. Ωστόσο, αυτό αποτελεί όλο και μεγαλύτερη πρόκληση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η πορεία προς την ολοκλήρωση των τραπεζικών αγορών στην Ένωση ανακόπτεται.

(4)

Ταυτοχρόνως, παράλληλα με την έγκριση ενός ενισχυμένου ρυθμιστικού πλαισίου στην ΕΕ οι εποπτικές αρχές πρέπει να κλιμακώσουν τον εποπτικό έλεγχο που ασκούν, αξιοποιώντας τα διδάγματα από τη χρηματοοικονομική κρίση των τελευταίων ετών, για να μπορέσουν να επιβλέψουν εξαιρετικά πολυσύνθετες και διασυνδεδεμένες αγορές και ιδρύματα.

(5)

Η αρμοδιότητα για την εποπτεία των επιμέρους πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ένωση παραμένει, κατά κύριο λόγο, εθνική υπόθεση. Ο συντονισμός των εποπτικών αρχών είναι ζωτικής σημασίας, όμως η κρίση κατέδειξε ότι ο συντονισμός και μόνο δεν αρκεί, ιδίως στο πλαίσιο ενός ενιαίου νομίσματος. Επομένως, για να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση και να αυξηθούν οι θετικές συνέπειες που έχει η ολοκλήρωση της αγοράς στην ανάπτυξη και την ευημερία, θα πρέπει να ενισχυθεί η ολοκλήρωση των εποπτικών αρμοδιοτήτων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για να διασφαλιστεί η ομαλή και υγιής εποπτεία ολόκληρων ομίλων τραπεζών και της συνολικής τους ευρωστίας, περιορίζει δε τον κίνδυνο να διατυπώνονται διαφορετικές ερμηνείες και να λαμβάνονται αντικρουόμενες αποφάσεις για μια μεμονωμένη οντότητα.

(6)

Συχνά η αντοχή των πιστωτικών ιδρυμάτων συνδέεται ακόμη στενά με το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένα. Οι αμφιβολίες ως προς τη διατηρησιμότητα του δημόσιου χρέους, τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και τη βιωσιμότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων δημιουργούν συνεχώς αρνητικές και ανατροφοδοτούμενες τάσεις της αγοράς. Αυτό μπορεί να γεννήσει κινδύνους για τη βιωσιμότητα ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων και για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην ευρωζώνη και στην Ένωση συνολικά και ενδέχεται να επιβαρύνει σοβαρά τα ήδη βεβαρυμένα δημόσια οικονομικά των συγκεκριμένων κρατών μελών.

(7)

Η Ευρωπαϊκή εποπτική αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), που συστάθηκε το 2011 με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (1), και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, που συστάθηκε με το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού και με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), (ΕΑΑΕΣ) (2) και με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) (3) έχουν βελτιώσει σημαντικά τη συνεργασία μεταξύ των αρχών εποπτείας των τραπεζών στην Ένωση. Η ΕΑΤ συνεισφέρει σημαντικά στη δημιουργία ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην Ένωση, και ανέλαβε καίριο ρόλο στην υλοποίηση, με συνέπεια, της ανακεφαλαιοποίησης σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων της Ένωσης, η οποία συμφωνήθηκε από την Ευρωπαϊκή διάσκεψη κορυφής στις 26 Οκτωβρίου 2011, κατ’ εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών και όρων που ενέκρινε η Επιτροπή για τις κρατικές ενισχύσεις.

(8)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε επανειλημμένα να ανατεθεί σε ένα ευρωπαϊκό όργανο άμεση αρμοδιότητα για την άσκηση ορισμένων εποπτικών καθηκόντων σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αρχής γενομένης με το ψήφισμά του της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοινώσεως της Επιτροπής: Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: σχέδιο δράσης (4), και με το ψήφισμα της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (5).

(9)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 29ης Ιουνίου 2012, κάλεσε τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να αναπτύξει χάρτη πορείας για την υλοποίηση μιας ουσιαστικής οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Την ίδια ημέρα, επισημάνθηκε στη Σύνοδο Κορυφής ότι μόλις θεσπισθεί αποτελεσματικός ενιαίος εποπτικός μηχανισμός για τις τράπεζες στην ευρωζώνη, στον οποίον θα συμμετέχει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητος (ΕΜΣ) θα μπορούσε, μετά τη λήψη σχετικής απόφασης, να έχει τη δυνατότητα άμεσης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, υπό τους καταλλήλους όρους, μεταξύ των οποίων η τήρηση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

(10)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 19ης Οκτωβρίου 2012 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία που οδηγεί σε μεγαλύτερη εμβάθυνση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης πρέπει να οικοδομηθεί πάνω στο θεσμικό και νομικό πλαίσιο της ΕΕ, να χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και διαφάνεια προς τα κράτη μέλη που δεν χρησιμοποιούν το ευρώ και να εφαρμόζεται με σεβασμό προς την ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς. Το ολοκληρωμένο χρηματοπιστωτικό πλαίσιο θα διαθέτει έναν ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (ΕΕΜ), ο οποίος θα είναι κατά το δυνατόν ανοικτός σε όλα τα κράτη μέλη που επιθυμούν να συμμετάσχουν.

(11)

Θα πρέπει λοιπόν να διαμορφωθεί μια ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση, στηριζόμενη σε ένα περιεκτικό και λεπτομερές ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες για το σύνολο της εσωτερικής αγοράς, αποτελούμενη από τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό και νέα πλαίσια εγγύησης των καταθέσεων και εξυγίανσης. Λόγω των στενών δεσμών και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των κρατών μελών που συμμετέχουν στο ευρώ, η τραπεζική ένωση θα πρέπει να ισχύει τουλάχιστον για όλα τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Με προοπτική τη διατήρηση και την εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς, και εφόσον αυτό είναι θεσμικά δυνατό, η τραπεζική ένωση θα πρέπει να είναι ανοικτή και στη συμμετοχή άλλων κρατών μελών.

(12)

Ως πρώτο βήμα προς την τραπεζική ένωση, ένας ενιαίος εποπτικός μηχανισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η πολιτική της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων εφαρμόζεται με συνοχή και αποτελεσματικότητα, ότι το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο στα πιστωτικά ιδρύματα σε όλα τα οικεία κράτη μέλη και ότι αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε εποπτεία ύψιστης ποιότητας, ελεύθερη από άλλες εκτιμήσεις άσχετες προς την προληπτική εποπτεία. Ο ενιαίος εποπτικός μηχανισμός (ΕΕΜ) πρέπει ιδίως να συνάδει με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Η ύπαρξη ενός τέτοιου μηχανισμού αποτελεί τη βάση για τα επόμενα βήματα προς την τραπεζική ένωση. Εδώ αντανακλάται η βασική αρχή ότι ο ΕΜΣ θα μπορεί, με μια τακτική απόφαση, να ανακεφαλαιοποιήσει άμεσα τις τράπεζες μόλις θεσπισθεί αποτελεσματικός ενιαίος εποπτικός μηχανισμός. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επισημαίνει στα συμπεράσματά του της 13ης και 14ης Δεκεμβρίου 2012 ότι «Σε ένα πλαίσιο στο οποίο η εποπτεία των τραπεζών μεταφέρεται ουσιαστικά σε έναν ενιαίο εποπτικό μηχανισμό, θα απαιτηθεί ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης που θα διαθέτει τις εξουσίες που απαιτούνται, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οιαδήποτε τράπεζα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη μπορεί να εξυγιανθεί με τα κατάλληλα μέσα» και ότι «ο ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης θα πρέπει να βασίζεται σε συμβολές του ίδιου του χρηματοπιστωτικού τομέα και να περιλαμβάνει κατάλληλο και αποτελεσματικό σύστημα προστασίας».

(13)

Ως κεντρική τράπεζα της ευρωζώνης με ευρεία εμπειρογνωμοσύνη σε ζητήματα μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η ΕΚΤ βρίσκεται σε ιδανική θέση για να αναλάβει σαφώς καθορισμένα εποπτικά καθήκοντα που θα εστιάζουν στην προστασία της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος της ΕΕ. Πράγματι, σε πολλά κράτη μέλη οι Κεντρικές Τράπεζες είναι ήδη αρμόδιες για την εποπτεία των τραπεζών. Επομένως, θα πρέπει να ανατεθούν στην ΕΚΤ ειδικά καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(14)

Η ΕΚΤ και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη («μη συμμετέχοντα κράτη μέλη») συνάπτουν μνημόνιο συνεννόησης στο οποίο περιγράφεται με γενικούς όρους ο τρόπος της μεταξύ τους συνεργασίας κατά την άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων κατ’ εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό. Το μνημόνιο συνεννόησης θα μπορούσε να περιγράφει, μεταξύ άλλων, τη διαβούλευση για τη λήψη αποφάσεων της ΕΚΤ που επηρεάζουν θυγατρικές ή υποκαταστήματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχον κράτος μέλος αλλά των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος, καθώς και τη συνεργασία σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών έγκαιρης προειδοποίησης σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην οικεία νομοθεσία της Ένωσης. Το μνημόνιο θα πρέπει να επανεξετάζεται τακτικά.

(15)

Στην ΕΚΤ θα πρέπει να αναλάβει εκείνα τα ειδικά εποπτικά καθήκοντα που είναι καίριας σημασίας για να διασφαλίζεται η συνεπής και αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ άλλα καθήκοντα πρέπει να παραμείνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Τα καθήκοντα της ΕΚΤ πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα που να αποσκοπούν στην επίτευξη μακροπροληπτικής σταθερότητας, τα οποία θα διέπονται από ειδικές ρυθμίσεις που θα αντανακλούν το ρόλο των εθνικών αρχών.

(16)

Η ασφάλεια και η ευρωστία των μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων έχει ουσιώδη σημασία για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος Ωστόσο, οι πρόσφατες εμπειρίες δείχνουν ότι και από τα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να προέλθουν απειλές για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί εποπτεία επί όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε συμμετέχοντα κράτη μέλη, καθώς και στα υποκαταστήματα που είναι εγκατεστημένα εκεί.

(17)

Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, και με την επιφύλαξη του στόχου για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ θα πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη την ποικιλομορφία των πιστωτικών ιδρυμάτων, το μέγεθος και τα επιχειρησιακά μοντέλα τους καθώς και τα συστημικά οφέλη από την ποικιλομορφία του τραπεζικού κλάδου στην ΕΕ.

(18)

Η άσκηση των καθηκόντων της ΕΚΤ πρέπει να συμβάλει ιδίως στη διασφάλιση ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θα εσωτερικεύουν πλήρως όλο το κόστος που οφείλεται στις δραστηριότητές τους ούτως ώστε να αποφεύγεται ο ηθικός κίνδυνος και η υπερβολική διακινδύνευση που απορρέει από αυτόν. Πρέπει να ληφθούν απόλυτα υπόψη οι συγκεκριμένες μακροοικονομικές συνθήκες στα κράτη μέλη, ιδίως η σταθερότητα της χορήγησης πιστώσεων και η διευκόλυνση παραγωγικών δραστηριοτήτων για την ευρύτερη οικονομία.

(19)

Κανένα στοιχείο του παρόντος κανονισμού δε πρέπει να νοηθεί ως μεταβάλλον το ισχύον λογιστικό πλαίσιο βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης και του εθνικού δικαίου.

(20)

Η χορήγηση άδειας λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος αποτελεί βασική προληπτική τεχνική που διασφαλίζει ότι μόνο παράγοντες που έχουν υγιείς οικονομικές βάσεις, οργάνωση ικανή να αντιμετωπίσει τους ειδικούς κινδύνους που είναι σύμφυτοι με την αποδοχή καταθέσεων και τη χορήγηση πιστώσεων, καθώς και κατάλληλα διευθυντικά στελέχη θα ασκούν αυτές τις δραστηριότητες. Επομένως, η ΕΚΤ πρέπει να έχει το καθήκον να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα που θέλουν να εγκατασταθούν σε συμμετέχον κράτος μέλος και να είναι αρμόδια για την ανάκληση των αδειών λειτουργίας, υπό την προϋπόθεση ειδικών ρυθμίσεων που θα αντανακλούν το ρόλο των εθνικών αρχών.

(21)

Παράλληλα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ενωσιακή νομοθεσία για την αδειοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων και τις περιπτώσεις ανάκλησης των εν λόγω αδειών, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν σήμερα περαιτέρω προϋποθέσεις για την αδειοδότηση και τις περιπτώσεις ανάκλησης αδειών. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ πρέπει να ασκεί το καθήκον της σχετικά με τη χορήγηση άδειας σε πιστωτικά ιδρύματα και την ανάκληση της άδειας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την εθνική νομοθεσία, κατόπιν προτάσεως από την οικεία εθνική αρμόδια αρχή, η οποία αξιολογεί τη συμμόρφωση με τις σχετικές προϋποθέσεις της εθνικής νομοθεσίας.

(22)

Η αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε νέου ιδιοκτήτη πριν από την αγορά σημαντικού μεριδίου σε πιστωτικό ίδρυμα είναι απαραίτητο εργαλείο προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεχής καταλληλότητα και η οικονομική ευρωστία των ιδιοκτητών των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ΕΚΤ, ως θεσμικό όργανο της Ένωσης, βρίσκεται σε ιδανική θέση για να διενεργεί την αξιολόγηση αυτή, χωρίς να επιβάλλονται αδικαιολόγητοι περιορισμοί στην εσωτερική αγορά. Η ΕΚΤ πρέπει να έχει το καθήκον να αξιολογεί την απόκτηση και τη διάθεση σημαντικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα, εκτός από την περίπτωση εξυγίανσης τραπεζών.

(23)

Η συμμόρφωση με τους κανόνες της Ένωσης που επιβάλλουν στα πιστωτικά ιδρύματα να κατέχουν ορισμένα επίπεδα κεφαλαίου έναντι κινδύνων σύμφυτων με την επιχειρηματική δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, να περιορίζουν το μέγεθος της έκθεσης σε μεμονωμένους αντισυμβαλλομένους, να δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να διαθέτουν επαρκή ρευστά διαθέσιμα για την αντιμετώπιση ακραίων καταστάσεων στην αγορά, και να περιορίζουν τη μόχλευση, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων από άποψη προληπτικής εποπτείας. Η ΕΚΤ πρέπει να έχει το καθήκον να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με αυτούς τους κανόνες, μεταξύ άλλων για τις εγκρίσεις, τη χορήγηση αδειών, παρεκκλίσεων ή εξαιρέσεων που προβλέπονται για τους σκοπούς αυτών των κανόνων.

(24)

Τα πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, μεταξύ άλλων το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα συσσωρεύουν επαρκή κεφαλαιακή βάση σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης ώστε να απορροφούν απώλειες σε περιόδους ακραίων καταστάσεων, τα αποθέματα ασφαλείας ιδρυμάτων που είναι σημαντικά παγκοσμίως και από συστημική άποψη, καθώς και άλλα μέτρα που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων, αποτελούν βασικά εργαλεία προληπτικής εποπτείας. Κάθε φορά που οι αρμόδιες εθνικές αρχές ή οι αρμόδιες εντεταλμένες αρχές επιβάλλουν σχετικά μέτρα θα πρέπει να ενημερώνεται δεόντως η ΕΚΤ, για να διασφαλίζεται πλήρως ο συντονισμός. Επιπλέον, αν είναι αναγκαίο, η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλει υψηλότερες απαιτήσεις και αυστηρότερα μέτρα στο πλαίσιο του στενού συντονισμού με τις εθνικές αρχές. Η διατάξεις του παρόντος κανονισμού περί επιβολής μέτρων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση συστημικού ή μακροπροληπτικού κινδύνου δεν θίγουν τυχόν διαδικασίες συντονισμού προβλεπόμενες από άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης. Οι εθνικές αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές και η ΕΚΤ ενεργούν τηρώντας τυχόν διαδικασίες συντονισμού που προβλέπονται σε αυτές τις νομικές πράξεις αφού ακολουθήσουν τις διαδικασίες του παρόντος κανονισμού.

(25)

Η ασφάλεια και η ευρωστία ενός πιστωτικού ιδρύματος εξαρτώνται επίσης από τη διάθεση επαρκούς εσωτερικού κεφαλαίου, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων στους οποίους ενδέχεται να εκτεθεί, καθώς και από την ύπαρξη κατάλληλων δομών εσωτερικής οργάνωσης και ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης. Συνεπώς, η ΕΚΤ πρέπει να έχει το καθήκον να επιβάλλει απαιτήσεις που διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη διαθέτουν άρτιες ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς διακυβέρνησης, μεταξύ άλλων στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση της επάρκειας των εσωτερικών τους κεφαλαίων. Σε περίπτωση ελλείψεων, θα πρέπει επίσης να έχει το καθήκον να επιβάλλει ενδεδειγμένα μέτρα, μεταξύ άλλων ειδικές απαιτήσεις πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων, ειδικές απαιτήσεις δημοσιοποίησης και ειδικές απαιτήσεις ρευστότητας.

(26)

Οι κίνδυνοι για την ασφάλεια και την ευρωστία ενός πιστωτικού ιδρύματος μπορούν να προκύψουν τόσο στο επίπεδο ενός μεμονωμένου πιστωτικού ιδρύματος όσο και στο επίπεδο ενός τραπεζικού ομίλου ή ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων. Είναι σημαντικό να προβλέπονται ειδικές εποπτικές ρυθμίσεις για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Παράλληλα με την εποπτεία μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, στα καθήκοντα της ΕΚΤ πρέπει να περιλαμβάνονται η εποπτεία στο ενοποιημένο επίπεδο, η συμπληρωματική εποπτεία, η εποπτεία χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και η εποπτεία μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, εξαιρουμένης της εποπτείας ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(27)

Για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κατάστασης ενός ιδρύματος πρέπει να επανορθώνεται σε πρώιμο στάδιο. Η ΕΚΤ πρέπει να έχει το καθήκον να προβαίνει σε ενέργειες έγκαιρης παρέμβασης, όπως ορίζονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Θα πρέπει, ωστόσο, να συντονίζει τις ενέργειές της έγκαιρης παρέμβασης με τις οικείες αρχές που είναι αρμόδιες για την εξυγίανση. Στο βαθμό που οι εθνικές αρχές παραμένουν αρμόδιες για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ θα πρέπει επιπλέον να εξασφαλίζει κατάλληλο συντονισμό με τις συγκεκριμένες εθνικές αρχές, ώστε να διαμορφώνεται κοινή αντίληψη ως προς τις αντίστοιχες αρμοδιότητες σε περίπτωση κρίσεων, ιδίως στο πλαίσιο των διασυνοριακών ομάδων διαχείρισης κρίσεων και στα μελλοντικά σώματα εξυγίανσης που συγκροτούνται προς το σκοπό αυτό.

(28)

Τα εποπτικά καθήκοντα που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ θα πρέπει να παραμείνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Στα καθήκοντα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνεται η εξουσία να λαμβάνουν κοινοποιήσεις από πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά το δικαίωμα εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να εποπτεύουν φορείς που δεν καλύπτονται από τον ορισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει του ενωσιακού δικαίου αλλά υπόκεινται σε εποπτεία ως πιστωτικά ιδρύματα βάσει του εθνικού δικαίου, να εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα από τρίτες χώρες τα οποία ιδρύουν υποκατάστημα ή παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες στην Ένωση, να εποπτεύουν υπηρεσίες πληρωμών, να προβαίνουν σε καθημερινές εξακριβώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα, να ασκούν καθήκοντα αρμόδιων αρχών έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, να προλαμβάνουν την αξιοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και να αναλαμβάνουν την προστασία των καταναλωτών.

(29)

Η ΕΚΤ συνεργάζεται, κατά περίπτωση, πλήρως με τις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης χρημάτων προερχόμενων από παράνομες δραστηριότητες.

(30)

Η ΕΚΤ πρέπει να ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με σκοπό την κατοχύρωση της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση καθώς και στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, και την ενότητα και ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς διασφαλίζοντας επίσης με τον τρόπο αυτό την προστασία των καταθετών και τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς σύμφωνα με το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην Ένωση. Ειδικότερα, η ΕΚΤ λαμβάνει δεόντως υπόψη τις αρχές της ισότητας και της αποφυγής διακρίσεων.

(31)

Η ανάθεση εποπτικών καθηκόντων στην ΕΚΤ θα πρέπει να είναι συνεπής με το πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ESFS) και τον υποκείμενο στόχο της κατάρτισης ενιαίου εγχειριδίου κανόνων και της ενισχυμένης σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών σε ολόκληρη την Ένωση. Η συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών των τραπεζών και των εποπτικών αρχών του ασφαλιστικού τομέα και των αγορών κινητών αξιών είναι σημαντική, για να αντιμετωπίζονται ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος και να διασφαλιστεί κατάλληλη εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται επίσης στους τομείς των ασφαλίσεων και των κινητών αξιών. Επομένως, η ΕΚΤ θα πρέπει να κληθεί να συνεργασθεί στενά με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, το Ευρωπαϊκό συμβούλιο συστημικού κινδύνου και τις άλλες αρχές που αποτελούν τμήμα του ESFS. Η ΕΚΤ πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων των υπολοίπων συμμετεχόντων στο πλαίσιο του ESFS. Θα πρέπει επίσης να απαιτείται η συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης και τις διευκολύνσεις που χρηματοδοτούν την άμεση ή έμμεση δημόσια χρηματοπιστωτική συνδρομή.

(32)

Η ΕΚΤ πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της υπό την επιφύλαξη κάθε σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας και σύμφωνα προς αυτήν, στην οποία περιλαμβάνεται το σύνολο του πρωτογενούς και δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου, οι αποφάσεις της Επιτροπής στο τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι κανόνες ανταγωνισμού και ελέγχου των συγχωνεύσεων και το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων, που εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη. Η ΕΑΤ είναι επιφορτισμένη με την κατάρτιση σχεδίων τεχνικών προτύπων και κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, που να διασφαλίζουν την εποπτική σύγκλιση και τη συνοχή των εποπτικών αποτελεσμάτων εντός της Ένωσης. Η ΕΚΤ δεν πρέπει να αντικαταστήσει την ΕΑΤ στην άσκηση αυτών των καθηκόντων και, συνεπώς, πρέπει να ασκεί εξουσίες για την έκδοση κανονισμών σύμφωνα με το άρθρο 132 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) και σε συμμόρφωση με τις ενωσιακές πράξεις που εγκρίνονται από την Επιτροπή βάσει σχεδίων που καταρτίζει η ΕΑΤ και με την επιφύλαξη του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(33)

Αν είναι αναγκαίο η ΕΚΤ συνάπτει μνημόνια συνεννόησης με τις αρχές που είναι αρμόδιες για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου περιγράφεται με γενικούς όρους ο τρόπος με τον οποίο συνεργάζονται μεταξύ τους κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας, όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του παρόντος κανονισμού. Τα εν λόγω μνημόνια θα τίθενται στη διάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και των αρμόδιων αρχών όλων των κρατών μελών.

(34)

Προς εκτέλεση των καθηκόντων της και άσκηση των εποπτικών εξουσιών της, η ΕΚΤ θα πρέπει να εφαρμόζει τους ουσιαστικούς κανόνες που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι εν λόγω κανόνες αποτελούνται από τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, ιδίως τους άμεσα εφαρμοστέους κανονισμούς ή οδηγίες, όπως είναι οι πράξεις σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα πιστωτικά ιδρύματα και σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων. Σε περίπτωση που οι ουσιαστικοί κανόνες περί προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων θεσπίζονται με οδηγίες, η ΕΚΤ θα πρέπει να εφαρμόζει την εθνική νομοθεσία περί μεταφοράς αυτών των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη. Σε περίπτωση που η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και διέπει τομείς, όπου κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η ΕΚΤ πρέπει να εφαρμόζει επίσης την εθνική νομοθεσία με την οποία ασκούνται αυτές οι επιλογές. Οι εν λόγω επιλογές πρέπει να θεωρούνται ότι αποκλείουν επιλογές διαθέσιμες μόνον στις αρμόδιες ή εντεταλμένες αρχές. Αυτό δεν θίγει την αρχή περί υπεροχής του δικαίου της ΕΕ. Εξυπακούεται ότι η ΕΚΤ πρέπει κατά την έγκριση κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων ή κατά τη λήψη αποφάσεων, να βασίζεται και να ενεργεί σύμφωνα με τις σχετικές δεσμευτικές διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας.

(35)

Εντός του πεδίου εφαρμογής των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ, το εθνικό δίκαιο αναθέτει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ορισμένες εξουσίες που προς το παρόν δεν απαιτούνται από το ενωσιακό δίκαιο, μεταξύ των οποίων και ορισμένες εξουσίες για έγκαιρη παρέμβαση και πρόληψη. Η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να απαιτεί από τις εθνικές αρχές στα συμμετέχοντα κράτη μέλη να κάνουν χρήση των εξουσιών αυτών προκειμένου να διασφαλίζεται η άσκηση πλήρους και αποτελεσματικής εποπτείας στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.

(36)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εποπτικοί κανόνες και αποφάσεις εφαρμόζονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, σε περίπτωση παραβάσεων θα πρέπει να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 132 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (6), η ΕΚΤ δικαιούται να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές στις επιχειρήσεις λόγω μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της. Επιπλέον, προκειμένου η ΕΚΤ να είναι σε θέση να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της όσον αφορά την επιβολή των εποπτικών κανόνων που προβλέπονται από την άμεσα εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία, η ΕΚΤ θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να επιβάλλει χρηματικά πρόστιμα σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών λόγω παράβασης των εν λόγω κανόνων. Οι εθνικές αρχές θα πρέπει να διατηρήσουν τη δυνατότητα να επιβάλουν κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εθνική νομοθεσία για τη μεταφορά οδηγιών της Ένωσης στην εσωτερική έννομη τάξη. Εάν η ΕΚΤ κρίνει σκόπιμο προς εκπλήρωση των καθηκόντων της να επιβάλλονται κυρώσεις για τις εν λόγω παραβάσεις, θα πρέπει να είναι σε θέση να παραπέμπει το ζήτημα στις αρμόδιες εθνικές αρχές προς το σκοπό αυτό.

(37)

Οι εθνικές εποπτικές αρχές διαθέτουν σημαντική και μακρόχρονη εμπειρογνωμοσύνη στην εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην επικράτειά τους, καθώς και όσον αφορά τις οικονομικές, οργανωτικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητές τους. Έχουν συγκροτήσει ένα μεγάλο σώμα αφοσιωμένου και εξαιρετικά εξειδικευμένου προσωπικού για τους σκοπούς αυτούς. Επομένως, για να διασφαλιστεί εποπτεία υψηλού επιπέδου σε ολόκληρη την Ένωση, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα έχουν την ευθύνη να επικουρούν την ΕΚΤ κατά την προπαρασκευή και την εφαρμογή των σχετικών πράξεων που αφορούν την άσκηση από την ΕΚΤ των εποπτικών της καθηκόντων. Στα καθήκοντά τους θα πρέπει να περιλαμβάνεται ιδίως η συνεχής καθημερινή αξιολόγηση της κατάστασης ενός πιστωτικού ιδρύματος και οι συναφείς επιτόπιες εξακριβώσεις.

(38)

Τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού για τον καθορισμό του μεγέθους των ιδρυμάτων που είναι λιγότερο σημαντικά θα εφαρμόζονται στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη με βάση ενοποιημένα στοιχεία. Όταν η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό σε σχέση με όμιλο πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν είναι λιγότερο σημαντικός σε ενοποιημένη βάση, ασκεί τα καθήκοντα αυτά σε ενοποιημένη βάση σε σχέση με τον όμιλο πιστωτικών ιδρυμάτων και σε εξατομικευμένη βάση για τις θυγατρικές τράπεζες και τα υποκαταστήματα του ομίλου που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(39)

Τα κριτήρια του παρόντος κανονισμού για τον καθορισμό του μεγέθους των ιδρυμάτων που είναι λιγότερο σημαντικά θα πρέπει να διευκρινίζονται σε ένα πλαίσιο που θα εγκριθεί και θα δημοσιευθεί από την ΕΚΤ κατόπιν διαβουλεύσεων με τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Σε αυτή τη βάση η ΕΚΤ θα είναι αρμόδια για την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων και θα εξακριβώνει βάσει των δικών της υπολογισμών κατά πόσον πληρούνται αυτά τα κριτήρια. Η αίτηση της ΕΚΤ για παροχή πληροφοριών που θα της επιτρέψουν να πραγματοποιεί τους υπολογισμούς της δεν πρέπει να αναγκάζει τα ιδρύματα να εφαρμόζουν λογιστικά πλαίσια διαφορετικά από εκείνα που ισχύουν βάσει άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης και του εθνικού δικαίου.

(40)

Σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα εκτιμηθεί ως σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό, αυτή η εκτίμηση δεν πρέπει σε γενικές γραμμές να τροποποιείται συχνότερα από μια φορά κάθε δώδεκα μήνες, εκτός αν γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές στους τραπεζικούς ομίλους, όπως συγχωνεύσεις ή διαθέσεις στοιχείων ενεργητικού.

(41)

Όταν αποφασίζεται κατόπιν κοινοποίησης από την αρμόδια εθνική αρχή ότι ένα ίδρυμα είναι σημαντικό για την εγχώρια οικονομία και ότι πρέπει ως εκ τούτου να υπαχθεί στην εποπτεία της ΕΚΤ, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη της όλες τις σχετικές περιστάσεις, μεταξύ άλλων τους όρους ανταγωνισμού.

(42)

Όσον αφορά την εποπτεία διασυνοριακών πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται τόσο εντός όσο και εκτός ευρωζώνης, η ΕΚΤ πρέπει να συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών. Ως αρμόδια αρχή, η ΕΚΤ πρέπει να υπόκειται στις συναφείς υποχρεώσεις συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπει η ενωσιακή νομοθεσία, πρέπει δε να συμμετέχει πλήρως στα σώματα εποπτών. Ακόμη, εφόσον η άσκηση εποπτικών καθηκόντων από ένα ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο αποφέρει σαφή οφέλη για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και την ολοκλήρωση μιας βιώσιμης αγοράς, τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στο ευρώ πρέπει λοιπόν να έχουν και αυτά τη δυνατότητα συμμετοχής στον Ενιαίο εποπτικό μηχανισμό. Ωστόσο, αναγκαία προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων είναι να εφαρμόζονται πλήρως και χωρίς καθυστέρηση οι εποπτικές αποφάσεις. Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να συμμετάσχουν στον Ενιαίο εποπτικό μηχανισμό θα πρέπει επομένως να αναλάβουν να διασφαλίσουν ότι οι εθνικές αρμόδιες αρχές τους θα συμμορφώνονται και θα υιοθετούν κάθε μέτρο που αφορά πιστωτικά ιδρύματα, το οποίο ζητείται από την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καθιερώνει στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους που δεν συμμετέχει στο ευρώ. Θα πρέπει να υποχρεούται να καθιερώσει τη συνεργασία, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(43)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα συμμετέχοντα κράτη μέλη χωρίς νόμισμα το ευρώ δεν παρίστανται στο διοικητικό συμβούλιο καθόσον δεν έχουν προσχωρήσει στο ευρώ σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ και δεν μπορούν να επωφελούνται πλήρως από άλλους μηχανισμούς που παρέχονται για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης, ο παρών κανονισμός προβλέπει πρόσθετες διασφαλίσεις κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ωστόσο, αυτές οι διασφαλίσεις, ειδικότερα η δυνατότητα των συμμετεχόντων κρατών μελών εκτός ευρωζώνης να ζητήσουν τον άμεσο τερματισμό της στενής συνεργασίας αφού ενημερώσουν το διοικητικό συμβούλιο για την αιτιολογημένη διαφωνία τους με σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, θα πρέπει να εφαρμόζονται σε δεόντως αιτιολογημένες, έκτακτες περιπτώσεις. Πρέπει να εφαρμόζονται μόνον εφόσον ισχύουν οι ειδικές αυτές περιστάσεις. Οι διασφαλίσεις οφείλονται στις ειδικές περιστάσεις στις οποίες βρίσκονται τα συμμετέχοντα κράτη μέλη χωρίς νόμισμα το ευρώ βάσει του παρόντος κανονισμού, εφόσον αυτά δεν παρίστανται στο διοικητικό συμβούλιο και δεν μπορούν να επωφελούνται πλήρως από άλλους μηχανισμούς που παρέχονται για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Για τον λόγο αυτό, οι διασφαλίσεις δεν μπορούν και δεν πρέπει να ερμηνευθούν ως προηγούμενο για άλλους τομείς πολιτικής της Ένωσης.

(44)

Κανένα στοιχείο στον παρόντα κανονισμό δεν πρέπει να μεταβάλλει κατ’ οιονδήποτε τρόπο το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη μεταβολή της νομικής μορφής θυγατρικών ή υποκαταστημάτων ούτε την εφαρμογή αυτού του πλαισίου, και δεν νοείται ούτε εφαρμόζεται ως μέσον παροχής κινήτρων υπέρ της μεταβολής αυτής. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνονται απολύτως σεβαστές οι αρμοδιότητες των υπεύθυνων εθνικών αρχών των μη συμμετεχόντων κρατών μελών, ούτως ώστε οι εν λόγω αρχές να συνεχίσουν να διαθέτουν επαρκή εποπτικά εργαλεία και εξουσίες επί των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην επικράτειά τους, για να είναι σε θέση να εκπληρώνουν τις αρμοδιότητές τους και να διαφυλάττουν αποτελεσματικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και το δημόσιο συμφέρον. Επίσης, προκειμένου να βοηθούνται οι αρμόδιες αρχές στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, θα πρέπει οι καταθέτες και οι αρμόδιες αρχές να ενημερώνονται εγκαίρως σε περίπτωση μεταβολής της νομικής μορφής θυγατρικών ή υποκαταστημάτων.

(45)

Προκειμένου να ασκεί τα καθήκοντά της, η ΕΚΤ θα πρέπει να διαθέτει κατάλληλες εποπτικές εξουσίες. Η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέπει την ανάθεση ορισμένων εξουσιών σε αρμόδιες αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς αυτούς. Στο βαθμό που οι εν λόγω εξουσίες εμπίπτουν στο πεδίο των εποπτικών καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ, για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη η ΕΚΤ θα πρέπει να θεωρείται η αρμόδια αρχή και θα πρέπει να διαθέτει τις εξουσίες που ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές από την ενωσιακή νομοθεσία. Συμπεριλαμβάνονται οι εξουσίες που ανατίθενται με τις εν λόγω νομικές πράξεις στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και οι εξουσίες που ανατίθενται στις εντεταλμένες αρχές.

(46)

Η ΕΚΤ πρέπει να έχει την εποπτική εξουσία να απομακρύνει ένα μέλος ενός διαχειριστικού οργάνου κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(47)

Προκειμένου να εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της, η ΕΚΤ πρέπει να μπορεί να απαιτεί όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις, ενδεχομένως σε συνεργασία με εθνικές αρμόδιες αρχές. Η ΕΚΤ και οι εθνικές αρμόδιες εποπτικές αρχές θα έχουν πρόσβαση στις ίδιες πληροφορίες χωρίς τα πιστωτικά ιδρύματα να υπόκεινται σε απαιτήσεις διπλής υποβολής εκθέσεων.

(48)

Το δικηγορικό απόρρητο αποτελεί θεμελιώδη αρχή του ενωσιακού δικαίου που προστατεύει την εμπιστευτικότητα της επικοινωνίας ανάμεσα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και τους νομικούς συμβούλους τους, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(49)

Όταν η ΕΚΤ ζητεί πληροφορίες από πρόσωπο εγκατεστημένο σε μη συμμετέχον κράτος μέλος αλλά ανήκον σε πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος, ή από πρόσωπο στο οποίο ένα πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοδοτική εταιρεία έχει αναθέσει υπεργολαβικώς επιχειρησιακά καθήκοντα ή δραστηριότητες, και εφόσον οι παραπάνω απαιτήσεις δεν εφαρμόζονται και δεν μπορούν να επιβληθούν σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, η ΕΚΤ πρέπει να αναλάβει τον συντονισμό με την αρμόδια αρχή του οικείου μη συμμετέχοντος κράτους μέλους.

(50)

Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει την εφαρμογή των κανόνων που θεσπίζονται με τα άρθρα 34 και 42 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που επισυνάπτεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και στη ΣΛΕΕ («καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ»). Οι πράξεις τις οποίες εκδίδει η ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν δημιουργούν δικαιώματα και δεν επιβάλλουν υποχρεώσεις στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, εκτός εάν οι εν λόγω πράξεις είναι σύμφωνες προς τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, βάσει του πρωτοκόλλου αριθ. 4 και του πρωτοκόλλου αριθ. 15 για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, που επισυνάπτεται στην ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ.

(51)

Σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα ασκούν το δικαίωμά τους για εγκατάσταση ή για παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος, ή σε περίπτωση που διάφορες οντότητες ενός ομίλου είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, η ενωσιακή νομοθεσία προβλέπει ειδικές διαδικασίες και κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των συγκεκριμένων κρατών μελών. Εφόσον η ΕΚΤ αναλαμβάνει ορισμένα εποπτικά καθήκοντα για όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, οι εν λόγω διαδικασίες και κατανομή αρμοδιοτήτων δεν θα πρέπει να ισχύουν για την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών σε άλλο συμμετέχον κράτος μέλος.

(52)

Όταν ασκεί τα καθήκοντά της βάσει του παρόντος κανονισμού και ζητεί τη συνδρομή των εθνικών αρμόδιων αρχών, η ΕΚΤ οφείλει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την ορθή εξισορρόπηση της συμμετοχής όλων των σχετικών εθνικών αρχών, σύμφωνα με τις ευθύνες της μεμονωμένης, υποενοποιημένης και ενοποιημένης εποπτείας που προβλέπονται στην ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία.

(53)

Κανένα στοιχείο του παρόντος κανονισμού δεν πρέπει να νοείται ως ότι αναθέτει στην ΕΚΤ την εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός από πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, με την επιφύλαξη της εξουσίας της ΕΚΤ να απαιτεί από τις εθνικές αρχές να ενεργούν για να διασφαλίσουν την επιβολή ενδεδειγμένων κυρώσεων.

(54)

Εφόσον έχει ιδρυθεί από τις Συνθήκες, η ΕΚΤ είναι θεσμικό όργανο της Ένωσης συνολικά. Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η ΕΚΤ θα πρέπει να δεσμεύεται από τους ενωσιακούς κανόνες και τις γενικές αρχές για τήρηση της νομιμότητας και διαφάνεια. Το δικαίωμα ακρόασης των αποδεκτών των αποφάσεων της ΕΚΤ πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό, καθώς και το δικαίωμά τους να ζητούν επανεξέταση αποφάσεων της ΕΚΤ σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(55)

Η ανάθεση εποπτικών καθηκόντων συνεπάγεται τη σημαντική ευθύνη για την ΕΚΤ να διασφαλίζει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην Ένωση και να χρησιμοποιεί τις εποπτικές εξουσίες της κατά τον πλέον αποτελεσματικό και αναλογικό τρόπο. Οιαδήποτε μετατόπιση των εξουσιών εποπτείας από το επίπεδο κράτους μέλους σε επίπεδο Ένωσης πρέπει να ισοσταθμίζεται από τις δέουσες απαιτήσεις διαφάνειας και λογοδοσίας. Συνεπώς, η ΕΚΤ θα πρέπει να λογοδοτεί για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, θεσμικά όργανα δημοκρατικά νομιμοποιημένα που εκπροσωπούν τους πολίτες της ΕΕ και τα κράτη μέλη. Η λογοδοσία περιλαμβάνει τακτική υποβολή εκθέσεων και απάντηση στις ερωτήσεις που υποβάλλει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθώς και η Ευρωομάδα σύμφωνα με τους αντιστοίχους διαδικαστικούς κανόνες. Οιαδήποτε υποχρέωση υποβολής εκθέσεων πρέπει να διέπεται από τις σχετικές απαιτήσεις τήρησης επαγγελματικού απορρήτου.

(56)

Η ΕΚΤ θα πρέπει επίσης να διαβιβάζει τις εκθέσεις, τις οποίες υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στα εθνικά κοινοβούλιο τα συμμετεχόντων κρατών μελών. Τα εθνικά κοινοβούλια των συμμετεχόντων κρατών μελών πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απευθύνουν παρατηρήσεις ή ερωτήματα στην ΕΚΤ σχετικά με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της, στα οποία η ΕΚΤ δύναται να απαντά. Οι εσωτερικοί κανονισμοί αυτών των εθνικών κοινοβουλίων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις λεπτομέρειες των σχετικών διαδικασιών και ρυθμίσεων για την υποβολή των παρατηρήσεων και ερωτημάτων στην ΕΚΤ. Εν προκειμένω πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις παρατηρήσεις ή τα ερωτήματα που αφορούν την ανάκληση των αδειών λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της οποίας έχουν αναληφθεί οι δράσεις που είναι απαραίτητες για την εξυγίανση ή τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας από τις εθνικές αρχές σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στον παρόντα κανονισμό. Το εθνικό κοινοβούλιο ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους πρέπει να είναι σε θέση να καλεί τον Πρόεδρο ή έναν εκπρόσωπο του εποπτικού συμβουλίου να συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στο εν λόγω κράτος μέλος, μαζί με εκπρόσωπο της εθνικής αρμόδιας αρχής. Αυτός ο ρόλος των εθνικών κοινοβουλίων ενδείκνυται λαμβανομένου υπόψη του δυνητικού αντίκτυπου που μπορούν να έχουν τα εποπτικά μέτρα στα δημόσια οικονομικά, στα πιστωτικά ιδρύματα, τους πελάτες και τους εργαζομένους τους καθώς και στις αγορές στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Σε περίπτωση που οι εθνικές αρμόδιες αρχές προβαίνουν σε ενέργειες βάσει του παρόντος κανονισμού, πρέπει να εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις περί λογοδοσίας που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία.

(57)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να συγκροτήσει προσωρινή ερευνητική επιτροπή για τη διερεύνηση καταγγελλόμενων παραβάσεων ή περιπτώσεων κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 226 ΣΛΕΕ, ή να ασκεί τα καθήκοντα πολιτικού ελέγχου όπως προβλέπονται στις Συνθήκες, καθώς και το δικαίωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να εγκρίνει θέση ή να εκδίδει ψήφισμα για θέματα που θεωρεί ενδεδειγμένα.

(58)

Στο πλαίσιο της δράσης της, η ΕΚΤ οφείλει να συμμορφώνεται με τις αρχές της τήρησης της νομιμότητας και της διαφάνειας.

(59)

Ο κανονισμός που προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ πρέπει να καθορίζει τους λεπτομερείς κανόνες για την πρόσβαση στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή της ΕΚΤ στα πλαίσια της εκτέλεσης των εποπτικών καθηκόντων της, κατ’ εφαρμογή της ΣΛΕΕ.

(60)

Σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να ελέγχει τη νομιμότητα των νομοθετικών πράξεων, μεταξύ άλλων της ΕΚΤ, πλην συστάσεων ή γνωμών, οι οποίες πράξεις παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.

(61)

Σύμφωνα με το άρθρο 340 ΣΛΕΕ, η ΕΚΤ θα πρέπει να αποκαθιστά σύμφωνα με τις γενικές αρχές, που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, τις ζημιές που προξενεί η ίδια ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτό δεν θίγει την ευθύνη που φέρουν οι εθνικές αρμόδιες αρχές προς αποκατάσταση οιασδήποτε ζημίας προκλήθηκε από τις ίδιες ή τους υπαλλήλους τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους κατ’ εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας.

(62)

Ο κανονισμός 1 του Συμβουλίου περί του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (7) θα πρέπει να εφαρμόζεται στην ΕΚΤ δυνάμει του άρθρου 342 της ΣΛΕΕ.

(63)

Όταν αποφασίζει αν πρέπει να περιοριστεί το δικαίωμα πρόσβασης των ενδιαφερόμενων προσώπων σε έναν φάκελο, η ΕΚΤ θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και να τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και αμερόληπτης δικαιοσύνης.

(64)

Η ΕΚΤ θα πρέπει να παρέχει στα φυσικά και νομικά πρόσωπα τη δυνατότητα να ζητούν την επανεξέταση των αποφάσεων που λαμβάνονται δυνάμει των εξουσιών που της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό και των οποίων είναι αποδέκτες, ή που τα αφορούν άμεσα και ατομικά. Το πεδίο εφαρμογής της επανεξέτασης πρέπει να αφορά τη διαδικαστική και ουσιαστική συμμόρφωση αυτών των αποφάσεων με τον παρόντα κανονισμό στα πλαίσια του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην ΕΚΤ να αποφασίζει σχετικά με τη σκοπιμότητα λήψης αυτών των αποφάσεων. Για το σκοπό αυτό και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας η ΕΚΤ θα πρέπει να συγκροτήσει Διοικητική Επιτροπή Ελέγχου που θα εκτελεί αυτήν την εσωτερική επανεξέταση. Για τη συγκρότηση της υπηρεσίας, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα πρέπει να διορίσει πρόσωπα υψίστου κύρους. Κατά τη λήψη της απόφασής του το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να διασφαλίζει κατά το δυνατόν κατάλληλη γεωγραφική ισορροπία και την ισόρροπη συμμετοχή των φύλων από το σύνολο των κρατών μελών. Η διαδικασία επανεξέτασης πρέπει να παρέχει στο διοικητικό συμβούλιο τη δυνατότητα να επανεξετάζει με ενδεδειγμένο τρόπο το προηγούμενο σχέδιο απόφασής του.

(65)

Η ΕΚΤ είναι αρμόδια για την άσκηση καθηκόντων νομισματικής πολιτικής με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Η άσκηση των εποπτικών καθηκόντων έχει ως στόχο την προστασία της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Θα πρέπει συνεπώς να ασκούνται εντελώς χωριστά, προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων και να διασφαλίζεται ότι κάθε καθήκον ασκείται σε συνάρτηση με τους επιδιωκόμενους στόχους. Η ΕΚΤ θα πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι το διοικητικό συμβούλιο λειτουργεί με εντελώς διαφοροποιημένο τρόπο, όσον αφορά τα νομισματικά και εποπτικά καθήκοντα. Η διαφοροποίηση αυτή θα πρέπει, τουλάχιστον, να συνεπάγεται αυστηρά διαχωρισμένες συνεδριάσεις και ημερήσιες διατάξεις.

(66)

Ο οργανωτικός διαχωρισμός του προσωπικού πρέπει να αφορά όλες τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για το σκοπό της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής και πρέπει να διασφαλίζει ότι η άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό υπόκειται πλήρως σε δημοκρατική λογοδοσία και επίβλεψη, όπως προβλέπει ο παρών κανονισμός. Το προσωπικό που συμμετέχει στην άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να υποβάλλει εκθέσεις στον Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου.

(67)

Συγκεκριμένα, θα πρέπει να συσταθεί στο πλαίσιο της ΕΚΤ ένα εποπτικό συμβούλιο, αρμόδιο για την προπαρασκευή αποφάσεων επί εποπτικών θεμάτων, όπου θα ενσωματώνεται η ειδική εμπειρογνωμοσύνη των εθνικών εποπτικών αρχών. Το συμβούλιο θα πρέπει συνεπώς να προεδρεύεται από έναν Πρόεδρο, να διαθέτει αντιπρόεδρο και να απαρτίζεται από εκπροσώπους της ΕΚΤ και των αρμοδίων εθνικών αρχών Κατά τους διορισμούς για τη συγκρότηση του εποπτικού συμβουλίου κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές της ισόρροπης συμμετοχής των φύλων και της ενδεδειγμένης πείρας και προσόντων. Όλα τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου θα πρέπει να ενημερώνονται εγκαίρως και διεξοδικώς για τα σημεία της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεών του ώστε να διευκολύνεται η αποτελεσματικότητα των συζητήσεων και η διαδικασία σύνταξης των σχεδίων αποφάσεων.

(68)

Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, το εποπτικό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη όλα τα σημαντικά γεγονότα και όλες τις περιστάσεις στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και ασκεί τα καθήκοντά του προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου.

(69)

Τηρώντας πλήρως τις θεσμικές ρυθμίσεις και τους κανόνες ψηφοφορίας που ορίζονται στις Συνθήκες το εποπτικό συμβούλιο θα πρέπει να αποτελεί βασικό όργανο για την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ, τα οποία καθήκοντα ανήκαν μέχρι σήμερα στις εθνικές αρμόδιες αρχές. Για τους λόγους αυτούς το Συμβούλιο πρέπει να έχει την εξουσία έκδοσης της εκτελεστικής απόφασης για το διορισμό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του εποπτικού συμβουλίου. Ύστερα από ακρόαση του εποπτικού συμβουλίου, η ΕΚΤ υποβάλλει πρόταση διορισμού του Προέδρου και του Αντιπροέδρου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς έγκριση. Μόλις εγκριθεί η πρόταση, το Συμβούλιο εκδίδει αυτήν την εκτελεστική απόφαση. Ο πρόεδρος πρέπει να επιλέγεται βάσει ανοικτής διαδικασίας επιλογής, σχετικά με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρέπει να ενημερώνονται δεόντως.

(70)

Για να υπάρχει κατάλληλη εναλλαγή με ταυτόχρονη διασφάλιση της πλήρους ανεξαρτησίας του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, η θητεία τους δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την πενταετία ούτε να είναι ανανεώσιμη. Για να διασφαλίζεται πλήρης συντονισμός με τις δραστηριότητες της ΕΑΤ και με τις πολιτικές της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία, το εποπτικό συμβούλιο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καλεί ως παρατηρητές την ΕΑΤ και την Επιτροπή. Αφού συσταθεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Εξυγίανσης, ο Πρόεδρός της θα πρέπει να συμμετέχει ως παρατηρητής στις συνεδριάσεις του εποπτικού συμβουλίου.

(71)

Το εποπτικό συμβούλιο πρέπει να επικουρείται από διευθύνουσα επιτροπή με πιο περιορισμένη σύνθεση. Η διευθύνουσα επιτροπή πρέπει να προετοιμάζει τις συνεδριάσεις του εποπτικού συμβουλίου και να ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου, πρέπει δε να συνεργάζεται με το εποπτικό συμβούλιο με όρους πλήρους διαφάνειας.

(72)

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προσκαλεί τους εκπροσώπους των συμμετεχόντων κρατών μελών που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ κάθε φορά που σχεδιάζει να αντιταχθεί σε σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου ή όταν οι συγκεκριμένες αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώνουν το Διοικητικό Συμβούλιο ότι διαφωνούν αιτιολογημένα με σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, εφόσον η εν λόγω απόφαση απευθύνεται στις εθνικές αρχές και αφορά πιστωτικά ιδρύματα συμμετεχόντων κρατών μελών που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ.

(73)

Για να διασφαλιστεί ο διαχωρισμός μεταξύ καθηκόντων νομισματικής πολιτικής και εποπτικών καθηκόντων, η ΕΚΤ θα πρέπει να κληθεί να συγκροτήσει επιτροπή μεσολάβησης. Η συγκρότηση της επιτροπής μεσολάβησης, και ιδίως η σύνθεσή της, πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι διαφορές απόψεων θα επιλύονται με ισορροπημένο τρόπο προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου.

(74)

Το εποπτικό συμβούλιο, η διευθύνουσα επιτροπή και το προσωπικό της ΕΚΤ που ασκεί εποπτικά καθήκοντα θα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλες απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου. Παρεμφερείς απαιτήσεις θα πρέπει να ισχύουν για την ανταλλαγή πληροφοριών με το προσωπικό της ΕΚΤ που δεν συμμετέχει στις εποπτικές δραστηριότητες. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει την ΕΚΤ να ανταλλάσσει πληροφορίες, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, μεταξύ άλλων με την Επιτροπή, για τους σκοπούς των καθηκόντων της βάσει των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ και βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας για ενισχυμένη οικονομική και δημοσιονομική επιτήρηση.

(75)

Για την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων, η ΕΚΤ θα πρέπει να εκτελεί τα εποπτικά καθήκοντα της με πλήρη ανεξαρτησία, ιδίως από αδικαιολόγητη πολιτική επιρροή και από παρεμβάσεις του οικείου κλάδου που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επιχειρησιακή της ανεξαρτησία.

(76)

Η παρεμβολή περιόδων ισχύος περιορισμών αναφορικά με τη δυνατότητα ανάληψης επαγγελματικών δραστηριοτήτων («cooling-off period») για τις εποπτικές αρχές αποτελεί σημαντικό μέσο διασφάλισης της αποτελεσματικότητας και της ανεξαρτησίας της εποπτείας που διενεργείται από αυτές τις αρχές. Προς το σκοπό αυτόν και με την επιφύλαξη της εφαρμογής αυστηρότερων εθνικών κανόνων η ΕΚΤ πρέπει να καθορίσει και να διατηρήσει περιεκτικές και τυπικές διαδικασίες, μεταξύ άλλων αναλογικές περιόδους επανεξέτασης, ώστε να αξιολογεί εκ των προτέρων και να προλαμβάνει πιθανές συγκρούσεις με τα έννομα συμφέροντα των ΕΕΜ/ΕΚΤ σε περίπτωση που ένα πρώην μέλος του εποπτικού συμβουλίου αρχίζει να εργάζεται στον τραπεζικό κλάδο τον οποίον κάποτε επόπτευε.

(77)

Προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τα εποπτικά καθήκοντά της, η ΕΚΤ θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς πόρους. Οι εν λόγω πόροι θα πρέπει να συγκεντρώνονται κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία της ΕΚΤ από αδικαιολόγητη επιρροή από πλευράς των εθνικών αρμόδιων αρχών και των παραγόντων της αγοράς, καθώς και ο διαχωρισμός μεταξύ των καθηκόντων νομισματικής πολιτικής και εποπτείας. Το κόστος της εποπτείας θα πρέπει να βαρύνει τις οντότητες που υπόκεινται σε αυτήν. Συνεπώς, η άσκηση των εποπτικών καθηκόντων από την ΕΚΤ θα πρέπει να χρηματοδοτείται από ετήσια τέλη τα οποία χρεώνονται στα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Πρέπει επίσης να είναι σε θέση να επιβάλει τέλη στα υποκαταστήματα που έχουν εγκατασταθεί σε συμμετέχοντα κράτη μέλη από πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχον κράτος μέλος για την κάλυψη των δαπανών που βαρύνουν την ΕΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως εποπτικής αρχής υποδοχής για τα εν λόγω υποκαταστήματα. Στην περίπτωση που η εποπτεία ενός πιστωτικού ιδρύματος ή υποκαταστήματος ασκείται σε ενοποιημένη βάση, το τέλος θα πρέπει να επιβάλλεται στο υψηλότερο επίπεδο του πιστωτικού ιδρύματος στο πλαίσιο του ομίλου που είναι εγκατεστημένος στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Ο υπολογισμός των τελών θα πρέπει να αποκλείει τυχόν θυγατρικές εγκατεστημένες σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(78)

Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, το τέλος πρέπει να ορίζεται στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης εντός των συμμετεχόντων κρατών μελών και να καταμερίζεται στα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχον κράτος μέλος και υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια που αφορούν τη σπουδαιότητα και το προφίλ κινδύνου συμπεριλαμβανομένων των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων ενεργητικού.

(79)

Για την αποτελεσματική εποπτεία απαιτείται προσωπικό με υψηλή επαγγελματική συνείδηση, καλή εκπαίδευση και αμεροληψία. Προκειμένου να δημιουργηθεί ένας γνήσια ολοκληρωμένος εποπτικός μηχανισμός, θα πρέπει να προβλέπεται ενδεδειγμένη απόσπαση και ανταλλαγή προσωπικού με τις αρμόδιες εθνικές αρχές και την ΕΚΤ, καθώς και μεταξύ αυτών. Για να εξασφαλίζεται ο έλεγχος από ομοτίμους σε συνεχή βάση, ιδίως κατά την εποπτεία μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ θα πρέπει να μπορεί να ζητεί να συμμετέχει στις εθνικές εποπτικές ομάδες και προσωπικό από αρμόδιες αρχές άλλων συμμετεχόντων κρατών μελών, ώστε να είναι δυνατή η συγκρότηση ομάδων εποπτείας με γεωγραφική ποικιλότητα και ειδική εμπειρογνωμοσύνη και χαρακτηριστικά. Με την ανταλλαγή και την απόσπαση προσωπικού καθιερώνεται μια κοινή αντίληψη για την εποπτεία. Η ΕΚΤ παρέχει σε τακτική βάση πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των υπαλλήλων από τις εθνικές αρμόδιες αρχές οι οποίοι έχουν αποσπασθεί στην ΕΚΤ για τους σκοπούς του ΕΕΜ.

(80)

Λόγω της παγκοσμιοποίησης των τραπεζικών υπηρεσιών και της αυξημένης σημασίας των διεθνών προτύπων, η ΕΚΤ θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της όσον αφορά τα διεθνή πρότυπα και με διάλογο και στενή συνεργασία με τις εποπτικές αρχές εκτός Ένωσης, χωρίς να επικαλύπτει το διεθνή ρόλο της ΕΑΤ. Θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με τις εποπτικές αρχές και τις διοικητικές υπηρεσίες τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς, σε συντονισμό με την ΕΑΤ και με πλήρη σεβασμό των υφιστάμενων ρόλων και των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

(81)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (8) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (9), εφαρμόζονται πλήρως όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΚΤ για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(82)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (10) ισχύει για την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ έχει εκδώσει την απόφαση ΕΚΤ/2004/11 (11) σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες διεξαγωγής ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

(83)

Για να διασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε εποπτεία ύψιστης ποιότητας, απερίσπαστη από άλλες εκτιμήσεις που δεν έχουν σχέση με την προληπτική εποπτεία, και ότι οι αρνητικές αλληλοτροφοδοτούμενες επιπτώσεις από τις εξελίξεις των αγορών που αφορούν πιστωτικά ιδρύματα και κράτη μέλη αντιμετωπίζονται εγκαίρως και αποτελεσματικά, η ΕΚΤ θα πρέπει να αρχίσει να ασκεί ειδικά εποπτικά καθήκοντα το συντομότερο δυνατόν. Ωστόσο, για τη μεταβίβαση εποπτικών καθηκόντων από τις εθνικές εποπτικές αρχές στην ΕΚΤ απαιτείται κάποια προετοιμασία. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθεί κατάλληλη περίοδος σταδιακής εφαρμογής.

(84)

Κατά την έγκριση των λεπτομερών επιχειρησιακών ρυθμίσεων για την εκπλήρωση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ από τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ πρέπει να προβλέψει μεταβατικές ρυθμίσεις που θα εξασφαλίζουν ότι θα ολοκληρωθούν εποπτικές διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη, μεταξύ άλλων τυχόν αποφάσεις και/ή μέτρα που εγκρίθηκαν ή έρευνα που δρομολογήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(85)

Στην ανακοίνωση της 28ης Νοεμβρίου 2012 με τίτλο «Σχέδιο στρατηγικής για μια βαθιά και ουσιαστική οικονομική και νομισματική ένωση», η Επιτροπή αναφέρει τα εξής: «Θα μπορούσε να τροποποιηθεί το άρθρο 127 παράγραφος 6 της ΣΛΕΕ ώστε να καταστεί εφαρμοστέα η συνήθης νομοθετική διαδικασία και να εξαλειφθούν ορισμένοι από τους νομικούς περιορισμούς που θέτει σήμερα για το σχεδιασμό του ΕΕΜ (δηλαδή να θεσπιστεί η δυνατότητα άμεσης και αμετάκλητης δήλωσης συμμετοχής στον ΕΕΜ των κρατών μελών που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ, πέραν των ορίων του μοντέλου της «στενής συνεργασίας», να χορηγηθούν στα κράτη μέλη που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ και συμμετέχουν στον ΕΕΜ πλήρως ίσα δικαιώματα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ, και να προωθηθεί ακόμη περισσότερο ο εσωτερικός διαχωρισμός της λήψης αποφάσεων σε θέματα νομισματικής πολιτικής και εποπτείας)». Αναφέρει επίσης ότι «ένα συγκεκριμένο σημείο που πρέπει να καλυφθεί θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της δημοκρατικής λογοδοσίας της ΕΚΤ, εφόσον ενεργεί ως τραπεζική εποπτική αρχή». Υπενθυμίζεται ότι η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι προτάσεις τροποποίησής της μπορούν να υποβάλλουν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μπορούν να αφορούν οιαδήποτε πτυχή των Συνθηκών.

(86)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και αμερόληπτης δικαιοσύνης, θα πρέπει δε να εφαρμόζεται κατ’ εφαρμογή των εν λόγω δικαιωμάτων και αρχών.

(87)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η δημιουργία αποδοτικού και αποτελεσματικού εποπτικού πλαισίου για την άσκηση ειδικών εποπτικών καθηκόντων σε πιστωτικά ιδρύματα από θεσμικό όργανο της Ένωσης, και η διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων στα πιστωτικά ιδρύματα, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω της πανευρωπαϊκής δομής της τραπεζικής αγοράς και του αντικτύπου των πτωχεύσεων πιστωτικών ιδρυμάτων σε άλλα κράτη μέλη, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Αντικείμενο και ορισμοί

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Με τον παρόντα κανονισμό ανατίθενται στην ΕΚΤ ειδικά καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, με σκοπό να συμβάλει στην ασφάλεια και την ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην ΕΕ και σε κάθε κράτος μέλος, διαφυλασσομένης πλήρως της ενότητας και της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς με γνώμονα την ίση μεταχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων προς αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας.

Ιδρύματα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (12) εξαιρούνται από τα εποπτικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού. Η έκταση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ περιορίζεται στην προληπτική ρύθμιση των πιστωτικών ιδρυμάτων δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ο παρών κανονισμός δεν εκχωρεί στην ΕΚΤ άλλα εποπτικά καθήκοντα, όπως καθήκοντα προληπτικής εποπτείας των κεντρικών αντισυμβαλλόμενων.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων της στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, και με επιφύλαξη του στόχου για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ λαμβάνει πλήρως υπόψη τις διαφορές στον τύπο, στα επιχειρησιακά μοντέλα και στο μέγεθος των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Καμία πράξη, πρόταση ή πολιτική της ΕΚΤ δεν εισάγει, άμεσα ή έμμεσα, διακρίσεις κατά κράτους μέλους ή ομάδας κρατών μελών ως τόπου παροχής τραπεζικών ή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε οποιοδήποτε νόμισμα.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων και των συναφών εξουσιών που έχουν οι αρμόδιες αρχές από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη να ασκούν εποπτικά καθήκοντα, τα οποία δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ από τον παρόντα κανονισμό.

Εξάλλου, ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις ευθύνες και τις σχετικές εξουσίες των εθνικών ή των εντεταλμένων αρχών των συμμετεχόντων κρατών μελών για τη χρήση μακροπροληπτικών εργαλείων, τα οποία δεν προβλέπονται στις σχετικές νομοθετικές πράξεις της Ένωσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί:

1)   «συμμετέχον κράτος μέλος»: κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα είναι το ευρώ ή κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, το οποίο όμως έχει αναπτύξει στενή συνεργασία με την ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 7,

2)   «εθνική αρμόδια αρχή»: οποιαδήποτε εθνική αρμόδια αρχή που ορίζεται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων (13) και την οδηγία 2013/36/ΕΕ,

3)   «πιστωτικά ιδρύματα»: πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

4)   «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών»: χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, σημείο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

5)   «μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών»: μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (14),

6)   «χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων»: χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ,

7)   «εντεταλμένη εθνική αρχή»: αρχή ορισθείσα από συμμετέχον κράτος μέλος κατά την έννοια των σχετικών νομοθετικών πράξεων της Ένωσης,

8)   «ειδική συμμετοχή»: ειδική συμμετοχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, σημείο 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

9)   «ενιαίος εποπτικός μηχανισμός (ΕΕΜ)»: ένα ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοπιστωτικής εποπτείας που απαρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και εθνικές αρμόδιες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών όπως περιγράφονται στο άρθρο 6 του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Συνεργασία και καθήκοντα

Άρθρο 3

Συνεργασία

1.   Η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Αρχή Πιστωτικών ιδρυμάτων, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και τις άλλες αρχές, που αποτελούν μέρη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ESFS) και εξασφαλίζουν επαρκές επίπεδο ρύθμισης και εποπτείας στην Ένωση.

Όταν κρίνεται αναγκαίο, η ΕΚΤ συνάπτει μνημόνια συμφωνίας με τις αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων. Τα εν λόγω μνημόνια τίθενται στη διάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και των αρμόδιων αρχών όλων των κρατών μελών.

2.   Για τους σκοπούς τους παρόντος κανονισμού, η ΕΚΤ συμμετέχει στο Συμβούλιο Εποπτών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.   Η ΕΚΤ εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων των ΕΑΤ, ΕΑΚΑΑ, ΕΑΑΕΣ και ΕΣΣΚ.

4.   Η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με τις αρχές οι οποίες έχουν εξουσιοδοτηθεί για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένης και της εκπόνησης των σχεδίων εξυγίανσης.

5.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 1, 4 και 6, η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά με κάθε δημόσιο μηχανισμό χρηματοπιστωτικής στήριξης συμπεριλαμβανομένων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), ειδικότερα όταν ο εν λόγω μηχανισμός έχει χορηγήσει ή ενδέχεται να χορηγήσει άμεση ή έμμεση χρηματοπιστωτική στήριξη σε πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στο άρθρο 4.

6.   Η ΕΚΤ και οι αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών συνάπτουν μνημόνιο συνεννόησης στο οποίο περιγράφεται με γενικούς όρους ο τρόπος με τον οποίο συνεργάζονται μεταξύ τους κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας, όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του άρθρου 2. Το μνημόνιο επανεξετάζεται τακτικά.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, η ΕΚΤ συνάπτει μνημόνιο συνεννόησης με την αρμόδια αρχή κάθε μη συμμετέχοντος κράτους μέλους που αποτελεί έδρα τουλάχιστον ενός διεθνούς ιδρύματος με συστημική σπουδαιότητα, όπως ορίζεται στην ενωσιακή νομοθεσία.

Κάθε μνημόνιο επανεξετάζεται τακτικά και δημοσιεύεται με την επιφύλαξη κατάλληλης επεξεργασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών.

Άρθρο 4

Καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ

1.   Στο πλαίσιο του άρθρου 6, η ΕΚΤ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτελεί, για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, τα κατωτέρω καθήκοντα όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη:

α)

Να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα και να ανακαλεί την άδεια αυτή υπό την προϋπόθεση των διατάξεων του άρθρου 14,

β)

όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία επιθυμούν να ιδρύσουν υποκατάστημα ή να παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, να εκτελεί τα καθήκοντα που θα ανατεθούν στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας,

γ)

Να αξιολογεί γνωστοποιήσεις για την απόκτηση και τη διάθεση ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης της εξυγίανσης των τραπεζών, και με επιφύλαξη του άρθρου 15,

δ)

Να διασφαλίζει συμμόρφωση με τις πράξεις που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 3 διά των οποίων επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στους τομείς των ιδίων κεφαλαίων, της τιτλοποίησης, των ορίων μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, της ρευστότητας, της μόχλευσης, καθώς και απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων και δημοσίευσης πληροφοριών σχετικά με τα εν λόγω θέματα,

ε)

Να διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τις πράξεις που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 3, οι οποίες υποχρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν άρτιες ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των ικανοτήτων και του ήθους των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, των διαδικασιών εκτίμησης του κινδύνου, των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου, των πολιτικών και πρακτικών αμοιβής και των αποτελεσματικών διαδικασιών για την εκτίμηση της επάρκειας ιδίων κεφαλαίων, περιλαμβανομένων των υποδειγμάτων εσωτερικής διαβάθμισης.

στ)

Να διενεργεί εποπτικούς ελέγχους, ενδεχομένως και σε συντονισμό με την ΕΑΤ, προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων και πιθανή δημοσίευσή τους, προκειμένου να προσδιορίζει κατά πόσον οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους, εξασφαλίζουν υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων τους, και, βάσει του εποπτικού ελέγχου, να επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα ειδικές απαιτήσεις πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων, δημοσίευσης, ρευστότητας και άλλα μέτρα, στις ειδικές περιπτώσεις που παρέχονται στις αρμόδιες αρχές διά της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας·

ζ)

Να ασκεί εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στις μητρικές των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένες σε ένα από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και στις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, και να συμμετέχει στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, μεταξύ άλλων σε σώματα εποπτών με την επιφύλαξη της συμμετοχής εθνικών αρμόδιων αρχών σε αυτά τα σώματα με την ιδιότητα του παρατηρητή, όσον αφορά μητρικές μη εγκατεστημένες σε ένα από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη,

η)

Να συμμετέχει στη συμπληρωματική εποπτεία ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνει, και να αναλαμβάνει τα καθήκοντα συντονιστή στην περίπτωση που η ΕΚΤ ορίζεται ως ο συντονιστής για έναν χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τα κριτήρια της ενωσιακής νομοθεσίας,

θ)

Να εκτελεί εποπτικά καθήκοντα όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και την έγκαιρη παρέμβαση, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ή όμιλος έναντι των οποίων η ΕΚΤ είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δεν πληρούν ή είναι πιθανό να παραβούν τις ισχύουσες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και, μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητώς στη σχετική ενωσιακή νομοθεσία για τις αρμόδιες αρχές, να επιφέρει διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα ώστε να προλαμβάνει τις οικονομικές πιέσεις ή τις καταρρεύσεις, εξαιρουμένων των εξουσιών εξυγίανσης.

2.   Όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, τα οποία ιδρύουν υποκατάστημα ή παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες σε συμμετέχον κράτος μέλος, η ΕΚΤ ασκεί, στο πλαίσιο της παραγράφου 1, τα καθήκοντα για τα οποία είναι αρμόδιες οι εθνικές αρμόδιες αρχές κατ’ εφαρμογή της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας.

3.   Για το σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, με σκοπό τη διασφάλιση υψηλών προτύπων εποπτείας, η ΕΚΤ εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία και, αν το σχετικό ενωσιακό δίκαιο αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη. Αν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η ΕΚΤ πρέπει να εφαρμόζει επίσης και την εθνική νομοθεσία διά της οποίας ασκούνται αυτές οι επιλογές.

Προς το σκοπό αυτόν, η ΕΚΤ εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και λαμβάνει αποφάσεις, υπό την επιφύλαξη και τηρουμένης της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας, και ειδικότερα νομοθετικών και μη νομοθετικών πράξεων, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ. Ειδικότερα υπόκειται σε δεσμευτικά ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκπονεί η ΕΑΤ και εγκρίνει η Επιτροπή, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010, το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, και τις διατάξεις εκείνες του εν λόγω κανονισμού που αφορούν το ευρωπαϊκό εγχειρίδιο εποπτείας που καταρτίζει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω κανονισμό. Η ΕΚΤ δύναται επίσης να εκδίδει κανονισμούς μόνο αν χρειάζεται για την οργάνωση ή τον προσδιορισμό των λεπτομερειών εκτέλεσης των εν λόγω καθηκόντων.

Προτού εκδώσει κανονισμό όσον αφορά ζητήματα με ουσιαστικές επιπτώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα, η ΕΚΤ διεξάγει ανοικτές, δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει το δυνητικό σχετικό κόστος και τα οφέλη, εκτός αν αυτές οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες με το πεδίο εφαρμογής και τον αντίκτυπο του συγκεκριμένου κανονισμού ή με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος, στην περίπτωση δε αυτή η ΕΚΤ αιτιολογεί τον επείγοντα χαρακτήρα.

Όπου απαιτείται, η ΕΚΤ συμβάλλει συμμετέχοντας υπό οποιοδήποτε ρόλο στην ανάπτυξη σχεδίου κανονιστικών τεχνικών προτύπων ή στην εφαρμογή τεχνικών προτύπων του ΕΕΜ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή εφιστά την προσοχή του ΕΕΜ στο ενδεχόμενο να χρειαστεί να υποβληθούν στην Επιτροπή σχέδια προτύπων για την τροποποίηση υφισταμένων κανονιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων.

Άρθρο 5

Μακροπροληπτικά καθήκοντα και εργαλεία

1.   Όποτε απαιτείται ή κρίνεται απαραίτητο, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες εθνικές αρχές ή οι εθνικές, εντεταλμένες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών θα εφαρμόζουν τις απαιτήσεις τις σχετικές με την κατοχή κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας από τα πιστωτικά ιδρύματα, στο κατάλληλο επίπεδο σύμφωνα με την οικεία ενωσιακή νομοθεσία, επιπλέον των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος. 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού και των τυχόν άλλων μέτρων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων που υπόκεινται στις διαδικασίες και προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ στις ειδικές περιπτώσεις που προβλέπονται στις σχετικές νομοθετικές πράξεις της Ένωσης. Δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της απόφασης, η ενδιαφερόμενη αρχή κοινοποιεί την πρόθεσή της στην ΕΚΤ. Αν η ΕΚΤ έχει αντίρρηση, αναφέρει τους λόγους γραπτώς εντός πέντε εργάσιμων ημερών. Η ενδιαφερόμενη αρχή εξετάζει τους λόγους της ΕΚΤ προτού συνεχίσει την εφαρμογή της απόφασης.

2.   Η ΕΚΤ δύναται, αν κριθεί απαραίτητο, στη θέση των εθνικών αρμόδιων ή εθνικών εντεταλμένων αρχών του συμμετέχοντος κράτους μέλους, να εφαρμόζει υψηλότερες απαιτήσεις σχετικά με την κατοχή κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας από τα πιστωτικά ιδρύματα, στο κατάλληλο κατά την ενωσιακή νομοθεσία επίπεδο, απ’ ότι θα εφάρμοζαν οι εθνικές αρμόδιες ή οι εθνικές εντεταλμένες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών, επιπλέον των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 4 παράγραφος. 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου, και να εφαρμόζει αυστηρότερα μέτρα αντιμετώπισης συστημικών ή μακροπροληπτικών κινδύνων στο επίπεδο των πιστωτικών ιδρυμάτων με τις διαδικασίες του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία της Ένωσης.

3.   Οιαδήποτε εθνική αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή μπορεί να προτείνει στην ΕΚΤ να ενεργήσει βάσει της παραγράφου 2 για να αντιμετωπίσει την ιδιαίτερη κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της οικονομίας στο κράτος μέλος της.

4.   Αν η ΕΚΤ προτίθεται να ενεργήσει ιδία πρωτοβουλία βάσει της παραγράφου 2, συνεργάζεται στενά με τις εθνικές εντεταλμένες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Κοινοποιεί ειδικότερα την πρόθεσή της στις ενδιαφερόμενες εθνικές αρμόδιες ή εθνικές εντεταλμένες αρχές δέκα εργάσιμες ημέρες προτού λάβει αυτή την απόφαση. Σε περίπτωση που η ΕΚΤ έχει αντίρρηση, αναφέρει τους λόγους γραπτώς εντός πέντε εργάσιμων ημερών. Η ΕΚΤ εξετάζει δεόντως τους λόγους αυτούς προτού συνεχίσει την εφαρμογή της απόφασης ανάλογα με την περίπτωση.

5.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παράγραφο 2, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την οικονομική κατάσταση και τον οικονομικό κύκλο σε μεμονωμένα κράτη μέλη ή μέρη αυτών.

Άρθρο 6

Συνεργασία εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού

1.   Η ΕΚΤ εκτελεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού αποτελουμένου από την ΕΚΤ και τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού.

2.   Τόσο η ΕΚΤ όσο και οι αρμόδιες εθνικές αρχές συνεργάζονται καλοπίστως και αλληλοενημερώνονται.

Με την επιφύλαξη της εξουσίας της ΕΚΤ να λαμβάνει απευθείας ή να έχει απευθείας πρόσβαση στις πληροφορίες που δίδονται συνεχώς από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές παρέχουν ειδικότερα στην ΕΚΤ όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για το σκοπό της άσκησης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Όταν είναι σκόπιμο και με την επιφύλαξη της ευθύνης και της λογοδοσίας της ΕΚΤ για τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, οι εθνικές αρμόδιες αρχές συνδράμουν την ΕΚΤ, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο 7, κατά την προπαρασκευή και εφαρμογή οποιωνδήποτε πράξεων που αφορούν τα καθήκοντα του άρθρου 4 σχετικά με όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της συνδρομής σε δραστηριότητες εξακρίβωσης. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του άρθρου 4, ακολουθούν τις οδηγίες που δίδονται από την ΕΚΤ.

4.   Αναφορικά με τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 4, πλην των στοιχείων α) και γ) της παραγράφου 1, η ΕΚΤ έχει τις αρμοδιότητες που παρατίθενται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ενώ οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν τις ευθύνες της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, εντός του πλαισίου που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου και δυνάμει των σχετικών διαδικασιών, όσον αφορά την εποπτεία των ακόλουθων πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, ή υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη και τα οποία ανήκουν σε πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη:

Εκείνα που είναι λιγότερο σημαντικά σε ενοποιημένη βάση, το υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης των οποίων είναι στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, ή μεμονωμένα στην ειδική περίπτωση των υποκαταστημάτων, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη, ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη. Η σημασία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

i)

μέγεθος,

ii)

σημασία για την οικονομία της ΕΕ ή ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους,

iii)

φάσμα διασυνοριακών δραστηριοτήτων.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο εδάφιο ανωτέρω, ένα πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν θεωρείται λιγότερο σημαντική, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται λόγω ειδικών περιστάσεων που πρέπει να διευκρινιστούν στη μεθοδολογία, εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού υπερβαίνει τα 30 δισεκατ. EUR, ή

ii)

το ποσοστό του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού ως προς το ΑΕΠ του συμμετέχοντος κράτους μέλους εγκατάστασης, υπερβαίνει το 20 %, εκτός εάν η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού δεν υπερβαίνει τα 5 δισεκατ. EUR, ή

iii)

εν συνεχεία κοινοποίησης από την αρμόδια εθνική αρχή, η οποία εκτιμά ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι ιδιαίτερης σημασίας για την εγχώρια οικονομία, η ΕΚΤ λαμβάνει απόφαση επιβεβαιώνοντας τη σημασία του μετά από συνολική αξιολόγηση, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης του ισολογισμού, του πιστωτικού ιδρύματος.

Η ΕΚΤ δύναται επίσης, ιδία πρωτοβουλία, να θεωρεί ένα ίδρυμα ιδιαίτερα σημαντικό όταν διαθέτει θυγατρικές πιστωτικά ιδρύματα σε πλείονα συμμετέχοντα κράτη μέλη και τα διασυνοριακά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού του αποτελούν σημαντικό μέρος των συνολικών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του, υπό προϋποθέσεις που καθορίζονται στη μεθοδολογία.

Δεν θεωρούνται λιγότερο σημαντικά εκείνα που έχουν ζητήσει ή έχουν λάβει άμεσα δημόσια χρηματοδοτική στήριξη από το ΕΤΧΣ ή τον ΕΜΣ.

Παρά τις διατάξεις των ανωτέρω εδαφίων, η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τα τρία πιο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα σε κάθε συμμετέχον κράτος μέλος, εκτός εάν δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις.

5.   Σε ό,τι αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 4, και εντός του πλαισίου της παραγράφου 7:

α)

Η ΕΚΤ εκδίδει κανονισμούς, κατευθυντήριες γραμμές ή γενικές οδηγίες προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 4, πλην των στοιχείων α) και γ) της παραγράφου 1, ασκούνται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες και λαμβάνουν τις εποπτικές αποφάσεις.

Οι οδηγίες αυτές μπορούν να αφορούν τις ειδικές εξουσίες του άρθρου 16, παράγραφος 2 για ομίλους ή κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνοχή των εποπτικών αποτελεσμάτων εντός του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού,

β)

Όταν απαιτείται για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων, η ΕΚΤ δύναται, ανά πάσα στιγμή, ιδία πρωτοβουλία κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες εθνικές αρχές ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας εθνικής αρχής, να αποφασίσει να ασκεί η ίδια άμεσα τις σχετικές εξουσίες για ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα αναφερόμενα στην παράγραφο 4, ακόμα και αν έχει ζητηθεί ή ληφθεί έμμεσα χρηματοδοτική στήριξη από το ΕΤΧΣ ή τον ΕΜΣ,

γ)

Η ΕΚΤ ασκεί την εποπτεία της λειτουργίας του συστήματος, βάσει των ευθυνών και των διαδικασιών που ορίζονται στο παρόν άρθρο, και ειδικότερα στην παράγραφο 7 στοιχείο γ),

δ)

Η ΕΚΤ μπορεί ανά πάσα στιγμή να κάνει χρήση των εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 10 έως 13,

ε)

Η ΕΚΤ μπορεί επίσης σε ad hoc και διαρκή βάση να απαιτεί πληροφορίες από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος άρθρου.

6.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες εθνικές αρχές εκτελούν και έχουν την ευθύνη για τα καθήκοντα που αναφέρονται στα στοιχεία β), δ)-στ) και θ) του άρθρου 4 παράγραφος 1 και για τη θέσπιση όλων των συναφών εποπτικών αποφάσεων αναφορικά με τα πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 4 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, εντός του πλαισίου και σύμφωνα με τις διαδικασίες της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου.

Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 έως 13, οι αρμόδιες εθνικές και οι εντεταλμένες εθνικές αρχές διατηρούν τις κατά το εθνικό δίκαιο εξουσίες να λαμβάνουν πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, και να κάνουν επιτόπιους ελέγχους στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώνουν την ΕΚΤ, σύμφωνα με το πλαίσιο της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, ως προς τα μέτρα που λαμβάνουν δυνάμει της παρούσας παραγράφου και συντονίζουν στενά τα μέτρα αυτά με την ΕΚΤ.

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές υποβάλουν έκθεση στην ΕΚΤ σε τακτική βάση ως προς την άσκηση των δραστηριοτήτων βάσει του άρθρου αυτού.

7.   Η ΕΚΤ, σε διαβούλευση με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, και βάσει πρότασης του εποπτικού συμβουλίου, θεσπίζει και κοινοποιεί το πλαίσιο οργάνωσης των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Το πλαίσιο περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)

τη συγκεκριμένη μέθοδο για την αξιολόγηση των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 4, πρώτο έως τρίτο εδάφιο και των κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία η παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο παύει να ισχύει για συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα και τις επακόλουθες ρυθμίσεις όσον αφορά την εφαρμογή των παραγράφων 5 και 6. Οι ρυθμίσεις αυτές, καθώς και η μεθοδολογία αξιολόγησης των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 πρώτο έως τρίτο εδάφιο, επανεξετάζονται ώστε να λάβουν υπόψιν και τυχόν αλλαγές, και διασφαλίζουν ότι όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει κριθεί σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό η αξιολόγηση αυτή μεταβάλλεται μόνον σε περίπτωση ουσιωδών και μη μεταβατικών αλλαγών των περιστάσεων, ιδίως δε εκείνων που αφορούν την κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, οι οποίες είναι συναφείς με την εν λόγω αξιολόγηση.

β)

τον ορισμό των διαδικασιών, περιλαμβανομένων και των προθεσμιών, και της δυνατότητας εκπόνησης σχεδίων κανονισμών προς εξέταση από την ΕΚΤ, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της ΕΚΤ και των αρμόδιων εθνικών αρχών σε θέματα εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν θεωρούνται λιγότερο σημαντικά σύμφωνα με την παράγραφο 4,

γ)

τον ορισμό των διαδικασιών, περιλαμβανομένων και των προθεσμιών, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της ΕΚΤ και των αρμόδιων εθνικών αρχών αναφορικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων που θεωρούνται λιγότερο σημαντικά σύμφωνα με την παράγραφο 4. Για τις διαδικασίες αυτές απαιτείται ειδικότερα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, αναλόγως των περιπτώσεων που ορίζονται στο πλαίσιο:

i)

να κοινοποιούν στην ΕΚΤ τυχόν ουσιαστικές εποπτικές διαδικασίες,

ii)

να αξιολογούν περαιτέρω, μετά από αίτημα της ΕΚΤ, τις ειδικές πτυχές της διαδικασίας,

iii)

να διαβιβάζουν στην ΕΚΤ τα σχέδια ουσιαστικών εποπτικών αποφάσεων, επί των οποίων η ΕΚΤ μπορεί να εκφέρει γνώμη.

8.   Όταν η ΕΚΤ επικουρείται από τις αρμόδιες εθνικές ή τις εθνικές εντεταλμένες αρχές για την άσκηση των εκ του παρόντος κανονισμού καθηκόντων της, η ΕΚΤ και οι εθνικές αρμόδιες αρχές τηρούν τις οικείες ενωσιακές πράξεις αναφορικά με την κατανομή των αρμοδιοτήτων και τη συνεργασία μεταξύ αρμοδίων αρχών από διαφορετικά κράτη μέλη.

Άρθρο 7

Στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές συμμετεχόντων κρατών μελών που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ

1.   Εντός των ορίων του παρόντος άρθρου η ΕΚΤ ασκεί καθήκοντα στους τομείς που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 5 όσον αφορά πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, εφόσον έχει καθιερωθεί στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της εθνικής αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Προς το σκοπό αυτόν, η ΕΚΤ μπορεί να απευθύνει οδηγίες στην εθνική αρμόδια αρχή ή στην εθνική εντεταλμένη αρχή του συμμετέχοντος κράτους μέλους, του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ.

2.   Η στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της εθνικής αρμόδιας αρχής ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους, του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, καθιερώνεται με απόφαση που εκδίδεται από την ΕΚΤ, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κοινοποιεί στα άλλα κράτη μέλη, την Επιτροπή, την ΕΚΤ και την ΕΑΤ το αίτημα να καθιερωθεί στενή συνεργασία με την ΕΚΤ για την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 5 όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6,

β)

στην κοινοποίηση, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αναλαμβάνει:

να διασφαλίσει ότι η εθνική αρμόδια αρχή του ή η εθνική εντεταλμένη αρχή θα συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδονται από την ΕΚΤ ή με τα αιτήματά της, και

να παρέχει κάθε πληροφορία σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος, τις οποίες μπορεί να απαιτήσει η ΕΚΤ, με σκοπό τη συνολική αξιολόγηση αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων,

γ)

το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει θεσπίσει σχετική εθνική νομοθεσία ώστε να διασφαλίσει ότι η εθνική αρμόδια αρχή του θα υποχρεούται να λάβει κάθε μέτρο σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα το οποίο έχει ζητηθεί από την ΕΚΤ, σύμφωνα με την παράγραφο 4.

3.   Η απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση εφαρμόζεται 14 ημέρες μετά τη δημοσίευση αυτή.

4.   Εάν η ΕΚΤ κρίνει ότι θα πρέπει να ληφθεί από την εθνική αρμόδια αρχή ενός ενδιαφερόμενου κράτους μέλους μέτρο σχετικό με τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 σε σχέση με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, απευθύνει οδηγίες στην εν λόγω αρχή, καθορίζοντας συγκεκριμένη προθεσμία.

Η προθεσμία δεν είναι μικρότερη των 48 ωρών, εκτός εάν είναι απαραίτητη η έγκριση νωρίτερα προκειμένου να αποφευχθεί ανεπανόρθωτη ζημία. Η αρμόδια εθνική αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με την υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).

5.   Η ΕΚΤ μπορεί να απευθύνει προειδοποίηση στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σύμφωνα με την οποία η στενή συνεργασία θα ανασταλεί ή θα τερματιστεί εάν δεν ληφθούν αποφασιστικά διορθωτικά μέτρα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν, κατά τη γνώμη της ΕΚΤ, δεν πληρούνται πλέον από ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 στοιχεία α) έως γ), ή

β)

εάν, κατά τη γνώμη της ΕΚΤ, η εθνική αρμόδια αρχή κράτους μέλους δεν ενεργεί σύμφωνα με την υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).

Αν δεν ληφθούν τα μέτρα μέσα σε 15 ημέρες μετά την κοινοποίηση της προειδοποίησης, η ΕΚΤ μπορεί να αναστείλει ή να τερματίσει τη στενή συνεργασία με το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

Η απόφαση αναστολής ή τερματισμού της στενής συνεργασίας κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση αναφέρει την ημερομηνία από την οποία εφαρμόζεται στην απόφαση λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αποτελεσματικότητα της εποπτείας και τα νόμιμα συμφέροντα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

6.   Το κράτος μέλος δύναται να ζητά από την ΕΚΤ τον τερματισμό της στενής συνεργασίας οποιαδήποτε στιγμή μετά την πάροδο τριετίας από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της απόφασης που εκδόθηκε από την ΕΚΤ σχετικά με την καθιέρωση της στενής συνεργασίας. Στο αίτημα εξηγούνται οι λόγοι του τερματισμού, συμπεριλαμβανομένων, όπου ενδείκνυται, των δυνητικών σημαντικών αρνητικών συνεπειών όσον αφορά τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ εκδίδει αμέσως απόφαση για τον τερματισμό της στενής συνεργασίας και προσδιορίζει την ημερομηνία από την οποία ισχύει, εντός μέγιστης περιόδου τριών μηνών, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αποτελεσματικότητα της εποπτείας και τα νόμιμα συμφέροντα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7.   Αν ένα συμμετέχον κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ υποβάλει στην ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 8, αιτιολογημένη διαφωνία σε αντίρρηση του Διοικητικού Συμβουλίου ως προς σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, το διοικητικό συμβούλιο, εντός 30 ημερών, γνωμοδοτεί όσον αφορά την αιτιολογημένη διαφωνία που εξέφρασε το κράτος μέλος και επιβεβαιώνει ή αποσύρει την αντίρρησή του, παραθέτοντας τη σχετική αιτιολόγηση.

Αν το διοικητικό συμβούλιο επιβεβαιώσει την αντίρρησή του, το συμμετέχον κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ μπορεί να ενημερώσει την ΕΚΤ ότι δεν δεσμεύεται από ενδεχόμενη απόφαση σχετική με τροποποιημένο σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου.

Στην περίπτωση αυτή η ΕΚΤ εξετάζει την πιθανή αναστολή ή τερματισμό της στενής συνεργασίας με το εν λόγω κράτος μέλος και αποφασίζει.

Οι εν λόγω κανόνες λαμβάνουν ειδικότερα υπόψη τους ακόλουθους στόχους:

α)

εάν η απουσία παρόμοιας αναστολής ή λήξης θα μπορούσε να υπονομεύσει την ακεραιότητα του ΕΕΜ ή να έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών,

β)

εάν η εν λόγω αναστολή ή λήξη θα μπορούσε να έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους που κοινοποίησε την αιτιολογημένη αντίθεσή του σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 8,

γ)

εάν είναι ικανοποιημένη από τη λήψη μέτρων από την αρμόδια εθνική αρχή, τα οποία κατά την άποψη της ΕΚΤ:

διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα στο κράτος μέλος που κοινοποίησε την αιτιολογημένη αντίθεσή του δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου, δεν υφίστανται ευνοϊκότερη μεταχείριση από τα πιστωτικά ιδρύματα στο άλλο συμμετέχον κράτος μέλος, και

είναι εξίσου αποτελεσματικά με την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου δυνάμει του δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου ως προς την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1 και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

Η ΕΚΤ συμπεριλαμβάνει τους λόγους αυτούς στην απόφασή της και τους κοινοποιεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

8.   Αν ένα συμμετέχον κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ διαφωνεί με σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, ενημερώνει το Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με την αιτιολογημένη διαφωνία του εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του σχεδίου απόφασης. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει εντός πέντε εργάσιμων ημερών, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τους λόγους της διαφωνίας και επεξηγεί γραπτώς την απόφασή στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Το συγκεκριμένο κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από την ΕΚΤ να λύσει αμέσως τη στενή συνεργασία και δεν δεσμεύεται από την επακόλουθη απόφαση.

9.   Ένα κράτος μέλος που τερματίζει τη στενή συνεργασία με την ΕΚΤ δεν μπορεί να αρχίσει νέα στενή συνεργασία πριν από την πάροδο τριετίας από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκή Ένωσης της απόφασης της ΕΚΤ σχετικά με τον τερματισμό της στενής συνεργασίας.

Άρθρο 8

Διεθνείς σχέσεις

Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των άλλων θεσμικών και λοιπών οργάνων της Ένωσης, εκτός της ΕΚΤ και συμπεριλαμβανομένης της ΕΑΤ, όσον αφορά τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τις διοικητικές υπηρεσίες τρίτων χωρών κατόπιν καταλλήλου συντονισμού με την ΕΑΤ. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν έννομες υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Εξουσίες της ΕΚΤ

Άρθρο 9

Εξουσίες εποπτείας και έρευνας

1.   Με αποκλειστικό σκοπό την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 5 παράγραφος 2, η ΕΚΤ θεωρείται, κατά περίπτωση, η αρμόδια αρχή ή η εντεταλμένη αρχή στα συμμετέχοντα κράτη μέλη όπως ορίζεται στο σχετικό ενωσιακό δίκαιο.

Για τον ίδιο αποκλειστικό σκοπό, η ΕΚΤ διαθέτει όλες τις εξουσίες και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Διαθέτει επίσης όλες τις εξουσίες και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που έχουν οι αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές δυνάμει του οικείου ενωσιακού δικαίου, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό. Ειδικότερα, η ΕΚΤ διαθέτει τις εξουσίες που απαριθμούνται στα Τμήματα 1 και 2 του παρόντος κεφαλαίου.

Αν απαιτείται για την εκτέλεση των εκ του παρόντος κανονισμού καθηκόντων της, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτεί από τις εν λόγω εθνικές αρχές, μέσω εντολών, να κάνουν χρήση των εξουσιών τους, δυνάμει των όρων του εθνικού δικαίου και σύμφωνα προς αυτούς, εφόσον ο παρών κανονισμός δεν παρέχει τις εν λόγω εξουσίες στην ΕΚΤ. Οι εθνικές αυτές αρχές ενημερώνουν πλήρως την ΕΚΤ ως προς την άσκηση των εν λόγω εξουσιών.

2.   Η ΕΚΤ ασκεί τις εξουσίες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου σύμφωνα προς τις πράξεις που αναφέρει το πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3. Κατά την άσκηση των αντίστοιχων εξουσιών εποπτείας και έρευνας η ΕΚΤ και οι εθνικές αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά.

3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, η ΕΚΤ ασκεί τις εξουσίες της σύμφωνα προς το άρθρο 7.

Τμήμα 1

Εξουσίες ερευνάς

Άρθρο 10

Αιτήματα για παροχή πληροφοριών

1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο σχετικό ενωσιακό δίκαιο, η ΕΚΤ δύναται να απαιτεί από τα ακόλουθα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, να παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να ασκεί τα εκ του παρόντος κανονισμού καθήκοντα της, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφότυπους για εποπτικούς και συναφείς στατιστικούς σκοπούς:

α)

πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη,

β)

εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένες στα συμμετέχοντα κράτη μέλη,

γ)

μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στα συμμετέχοντα κράτη μέλη,

δ)

εταιρείες συμμετοχών μεικτής δραστηριότητας εγκατεστημένες στα συμμετέχοντα κράτη μέλη,

ε)

πρόσωπα που ανήκουν στις οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ),

στ)

τρίτους στους οποίους οι οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) ανέθεσαν καθήκοντα ή δραστηριότητες.

2.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Οι διατάξεις περί επαγγελματικού απορρήτου δεν εξαιρούν τα πρόσωπα αυτά από την υποχρέωση να παράσχουν τις πληροφορίες. Η παροχή των πληροφοριών δεν λογίζεται ως παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου.

3.   Όταν η ΕΚΤ λαμβάνει πληροφορίες απευθείας από τα νομικά ή φυσικά πρόσωπα που προβλέπονται στην παράγραφο 1, θέτει αυτές τις πληροφορίες στη διάθεση των ενδιαφερόμενων εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 11

Γενικές έρευνες

1.   Προς εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, και με την επιφύλαξη άλλων προϋποθέσεων που προβλέπονται στο σχετικό ενωσιακό δίκαιο, η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες έρευνες για οιοδήποτε πρόσωπο αναφερόμενο στο άρθρο 10 παράγραφος 1 εγκατεστημένο ή ευρισκόμενο σε ένα συμμετέχον κράτος μέλος.

Για τον σκοπό αυτόν, η ΕΚΤ έχει το δικαίωμα:

α)

να απαιτεί την υποβολή εγγράφων,

β)

να εξετάζει τα βιβλία και αρχεία των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών,

γ)

να λαμβάνει προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 ή τους εκπροσώπους του ή τα μέλη του προσωπικού του,

δ)

να εξετάζει κάθε άλλο πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας.

2.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 υπόκεινται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΚΤ.

Όταν ένα πρόσωπο παρεμποδίζει τη διενέργεια της έρευνας, η εθνική αρμόδια αρχή του συμμετέχοντος κράτους μέλους όπου βρίσκονται οι σχετικές εγκαταστάσεις παρέχει, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, την αναγκαία συνδρομή, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις των άρθρων 12 και 13, διευκολύνοντας την πρόσβαση της ΕΚΤ στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, ούτως ώστε να καθίσταται εφικτή η άσκηση των προαναφερόμενων δικαιωμάτων.

Άρθρο 12

Επιτόπιες επιθεωρήσεις

1.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, και με την επιφύλαξη άλλων προϋποθέσεων που προβλέπονται στο σχετικό ενωσιακό δίκαιο, η ΕΚΤ μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 13 και υπό την προϋπόθεση ότι θα ενημερωθεί προηγουμένως η οικεία εθνική αρμόδια αρχή, να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 και οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη εποπτεία όταν η ΕΚΤ είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ζ). Η ΕΚΤ μπορεί να διεξάγει την επιτόπια επιθεώρηση χωρίς να ειδοποιούνται προηγουμένως τα εν λόγω νομικά πρόσωπα, όταν αυτό απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων.

2.   Οι υπάλληλοι και τα άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΚΤ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και οικόπεδα των νομικών προσώπων που υπόκεινται σε έρευνα κατόπιν απόφασης για επιθεώρηση που εκδόθηκε από την ΕΚΤ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1.

3.   Τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 υπόκεινται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις βάσει απόφασης της ΕΚΤ.

4.   Οι υπάλληλοι και άλλα συνοδεύοντα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται ή διορίζονται από την εθνική αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση επικουρούν, υπό την εποπτεία και το συντονισμό της ΕΚΤ, ενεργά τους υπαλλήλους και τα άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΚΤ. Για τον σκοπό αυτόν, διαθέτουν τις εξουσίες που ορίζονται στην παράγραφο 2. Οι υπάλληλοι της εθνικής αρμόδιας αρχής του ενδιαφερόμενου συμμετέχοντος κράτους μέλους έχουν επίσης το δικαίωμα να συμμετέχουν στις επιτόπιες επιθεωρήσεις.

5.   Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι και τα άλλα συνοδεύοντα πρόσωπα, που έχουν εξουσιοδοτηθεί ή διοριστεί από την ΕΚΤ, διαπιστώνουν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτάσσεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η εθνική αρμόδια αρχή του οικείου συμμετέχοντος κράτους μέλους τούς παρέχει την αναγκαία συνδρομή κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου. Στη συνδρομή περιλαμβάνεται η δυνατότητα να σφραγίζονται οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία, στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την επιθεώρηση. Οσάκις η οικεία εθνική αρμόδια αρχή δεν διαθέτει αυτή την εξουσία, κάνει χρήση των εξουσιών της για να ζητήσει την αναγκαία συνδρομή άλλων εθνικών αρχών.

Άρθρο 13

Άδεια δικαστικής αρχής

1.   Εάν, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, απαιτείται άδεια δικαστικής αρχής για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 5, ζητείται η άδεια αυτή.

2.   Όταν ζητείται η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η εθνική δικαστική αρχή ελέγχει τη γνησιότητα της απόφασης της ΕΚΤ, καθώς και κατά πόσον τα σχεδιαζόμενα αναγκαστικά μέτρα δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε υπερβολικά σε σχέση με το αντικείμενο της επιθεώρησης. Κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των εν λόγω αναγκαστικών μέτρων, η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΚΤ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως τους λόγους που έχει η ΕΚΤ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση των πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3, και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης, καθώς και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα αναγκαστικά μέτρα. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή του κράτους μέλους δεν μπορεί να επανεξετάσει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της επιθεώρησης, ούτε να ζητήσει να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΚΤ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΚΤ υπόκειται σε επανεξέταση αποκλειστικά από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τμήμα 2

Ειδικές εποπτικές εξουσίες

Άρθρο 14

Άδεια λειτουργίας

1.   Κάθε αίτηση άδειας λειτουργίας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος που πρόκειται να εγκατασταθεί σε συμμετέχον κράτος μέλος υποβάλλεται στις εθνικές αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου πρόκειται να εγκατασταθεί το πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στη σχετική εθνική νομοθεσία.

2.   Εάν ο αιτών πληροί όλες τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας οι οποίες προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, η εθνική αρμόδια αρχή καταρτίζει σχέδιο απόφασης, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από τη σχετική εθνική νομοθεσία, με την οποία προτείνει στην ΕΚΤ να χορηγήσει την άδεια λειτουργίας. Το σχέδιο απόφασης κοινοποιείται στην ΕΚΤ και στον αιτούντα την άδεια λειτουργίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση η εθνική αρμόδια αρχή απορρίπτει την αίτηση για χορήγηση άδειας.

3.   Το σχέδιο απόφασης θεωρείται εκδοθέν από την ΕΚΤ εκτός αν η ΕΚΤ διατυπώσει αντίρρηση εντός περιόδου 10 εργάσιμων ημερών κατ’ ανώτατο όριο, δυνάμενης να παραταθεί μία φορά κατά την ίδια διάρκεια σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Η ΕΚΤ διατυπώνει αντίρρηση στο σχέδιο απόφασης μόνο όταν δεν πληρούνται οι όροι για τη χορήγηση άδειας σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Υποβάλλει γραπτώς τους λόγους για την απόρριψη.

4.   Η απόφαση που λαμβάνεται βάσει των παραγράφων 2 και 3 κοινοποιείται στον αιτούντα την άδεια από την εθνική αρμόδια αρχή.

5.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η ΕΚΤ δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας στις περιπτώσεις που προβλέπει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης, είτε με δική της πρωτοβουλία κατόπιν διαβουλεύσεων με την εθνική αρμόδια αρχή του συμμετέχοντος κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα, είτε κατόπιν προτάσεως από την εθνική αρμόδια αρχή. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις εξασφαλίζουν ιδίως ότι, προτού ληφθεί απόφαση σχετικά με ανάκληση, η ΕΚΤ προβλέπει επαρκές χρονικό διάστημα ώστε οι εθνικές αρχές να αποφασίσουν σχετικά με τις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως μέτρων εξυγίανσης, και τις λαμβάνει υπόψη.

Σε περίπτωση που η εθνική αρμόδια αρχή, η οποία έχει προτείνει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, κρίνει ότι η άδεια λειτουργίας πρέπει να ανακληθεί σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία, υποβάλλει εν προκειμένω σχετική πρόταση στην ΕΚΤ. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ λαμβάνει απόφαση για την προτεινόμενη ανάκληση λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την αιτιολόγηση της ανάκλησης που προέβαλε η εθνική αρμόδια αρχή.

6.   Εφόσον οι εθνικές αρχές διατηρούν την αρμοδιότητα εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, στις περιπτώσεις που θεωρούν ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας θα έθετε σε κίνδυνο την επαρκή υλοποίηση των δράσεων που είναι απαραίτητες για την εξυγίανση ή τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ενημερώνουν δεόντως την ΕΚΤ σχετικά με τις αντιρρήσεις τους, εξηγώντας αναλυτικά τις αρνητικές συνέπειες που θα είχε η ανάκληση. Στις περιπτώσεις αυτές, η ΕΚΤ δεν προχωρά στην ανάκληση για περίοδο που συμφωνείται από κοινού με τις εθνικές αρχές. Η ΕΚΤ δύναται να επιλέξει να παρατείνει την εν λόγω περίοδο αν θεωρεί ότι έχει σημειωθεί επαρκής πρόοδος. Εάν, ωστόσο, η ΕΚΤ διαπιστώσει σε αιτιολογημένη απόφαση ότι οι εθνικές αρχές δεν υλοποίησαν τις κατάλληλες δράσεις που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ισχύει αμέσως η ανάκληση των αδειών.

Άρθρο 15

Αξιολόγηση των αποκτήσεων των ειδικών συμμετοχών

1.   Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ), κάθε κοινοποίηση απόκτησης ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο σε συμμετέχον κράτος μέλος ή κάθε άλλη σχετική πληροφορία υποβάλλεται στις εθνικές αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπει η σχετική εθνική νομοθεσία βάσει των πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3.

2.   Η εθνική αρμόδια αρχή αξιολογεί την προτεινόμενη απόκτηση και διαβιβάζει στην ΕΚΤ την κοινοποίηση και μια πρόταση απόφασης για την εναντίωση ή τη μη εναντίωση στην απόκτηση, βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3, τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη της σχετικής περιόδου αξιολόγησης που ορίζει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης, και επικουρεί την ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 6.

3.   Η ΕΚΤ αποφασίζει αν θα εναντιωθεί ή όχι στην απόκτηση βάσει των κριτηρίων αξιολόγησης που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, καθώς και σύμφωνα με τη διαδικασία και εντός των περιόδων αξιολόγησης που προβλέπονται στο ενωσιακό δίκαιο.

Άρθρο 16

Εποπτικές εξουσίες

1.   Η ΕΚΤ, προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντά της που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και με την επιφύλαξη άλλων εξουσιών που της ανατίθενται, διαθέτει τις εξουσίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, βάσει των οποίων μπορεί να ζητά από κάθε πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε συμμετέχοντα κράτη μέλη να λάβει εγκαίρως τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση σχετικών προβλημάτων σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

το πιστωτικό ίδρυμα δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3,

β)

η ΕΚΤ διαθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι πιθανό να μην τηρήσει τις απαιτήσεις των πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3 μέσα στους επόμενους 12 μήνες,

γ)

αφού εξακριβώσει, στο πλαίσιο εποπτικού ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο στ), ότι οι ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμοί που εφαρμόζει το πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητα που αυτό κατέχει, δεν εξασφαλίζουν υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων του.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 9 παράγραφος 1, η ΕΚΤ διαθέτει ειδικότερα τις ακόλουθες εξουσίες:

α)

να απαιτεί από τα ιδρύματα να διατηρούν ίδια κεφάλαια που να υπερβαίνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες ορίζονται στις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3 σχετικά με στοιχεία κινδύνων και κινδύνους που δεν καλύπτονται από τις σχετικές πράξεις της Ένωσης,

β)

να απαιτεί την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών,

γ)

να απαιτεί από τα ιδρύματα να παρουσιάσουν ένα σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις εποπτικές απαιτήσεις σύμφωνα με τις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3, και να καθορίσουν προθεσμία για την υλοποίησή του, συμπεριλαμβανομένων βελτιώσεων στο εν λόγω σχέδιο σε ό,τι αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία,

δ)

να απαιτεί από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,

ε)

να θέτει περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, το επιχειρηματικό φάσμα ή το δίκτυο των ιδρυμάτων ή να ζητά την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την αρτιότητα ενός ιδρύματος,

στ)

να απαιτεί τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων,

ζ)

να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα τον περιορισμό της μεταβλητής αμοιβής ως ποσοστού του συνόλου των καθαρών εσόδων, όταν το ύψος της δεν συνάδει με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης,

η)

να απαιτεί από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων,

θ)

να περιορίζει ή να απαγορεύει τη διανομή κερδών από το ίδρυμα στους μετόχους, στα μέλη ή στους κατόχους των ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,

ι)

να επιβάλλει απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με το κεφάλαιο και την ταμειακή κατάσταση,

ια)

να επιβάλει συγκεκριμένες απαιτήσεις ρευστότητας, περιλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ ενεργητικού και παθητικού,

ιβ)

να απαιτεί πρόσθετες πληροφορίες,

ιγ)

να απομακρύνει ανά πάσα στιγμή μέλη του διοικητικού οργάνου πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3.

Άρθρο 17

Εξουσίες των αρχών υποδοχής και συνεργασία στην ενοποιημένη εποπτεία

1.   Μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών, οι διαδικασίες που προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης για τα πιστωτικά ιδρύματα που επιθυμούν να ιδρύσουν υποκατάστημα ή να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και οι συναφείς αρμοδιότητες του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, εφαρμόζονται μόνον για τους σκοπούς των καθηκόντων που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ με το άρθρο 4.

2.   Οι διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών από διάφορα κράτη μέλη για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση δεν εφαρμόζονται στον βαθμό που η ΕΚΤ είναι η μοναδική συμμετέχουσα αρμόδια αρχή.

3.   Η ΕΚΤ, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων της όπως ορίζονται στα άρθρα 4 και 5, επιδιώκει την ορθή ισορροπία μεταξύ όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 8 και, όσον αφορά τις σχέσεις της με τα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη, τηρεί την ισορροπία μεταξύ κράτους μέλους καταγωγής και κράτους μέλους υποδοχής που επιτυγχάνεται κατά τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

Άρθρο 18

Διοικητικές κυρώσεις

1.   Για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, σε περίπτωση που πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παραβούν μια απαίτηση βάσει σχετικών άμεσα εφαρμοστέων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, για την οποία οι αρμόδιες αρχές έχουν στη διάθεσή τους διοικητικά χρηματικά πρόστιμα βάσει της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας, η ΕΚΤ δύναται να επιβάλει διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που ανέρχονται έως και στο διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί, ή μέχρι και 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών, όπως ορίζεται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, ενός νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη χρήση ή άλλες χρηματικές κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

2.   Σε περίπτωση νομικού προσώπου που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών που προκύπτει από τον ενοποιημένο λογαριασμό της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.

3.   Οι επιβαλλόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Η ΕΚΤ, προκειμένου να κρίνει αν θα επιβάλει κύρωση και να προσδιορίσει την κατάλληλη κύρωση, ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2.

4.   Η ΕΚΤ εφαρμόζει το παρόν άρθρο σύμφωνα με τις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98, κατά περίπτωση.

5.   Στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, όταν είναι αναγκαίο για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτήσει από τις εθνικές αρμόδιες αρχές να αρχίσουν τις διαδικασίες με σκοπό να προβούν σε ενέργειες προκειμένου να διασφαλιστεί η επιβολή κατάλληλων κυρώσεων σύμφωνα με τις πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 4 παράγραφος 3 και κάθε σχετική εθνική νομοθεσία η οποία αναθέτει ειδικές εξουσίες οι οποίες επί του παρόντος δεν απαιτούνται από τη νομοθεσία της Ένωσης. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσης παραγράφου εφαρμόζεται ιδίως για χρηματικά πρόστιμα που πρόκειται να επιβάλλονται σε πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών για παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας για τη μεταφορά σχετικών οδηγιών, καθώς και για τυχόν διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα που πρόκειται να επιβάλλονται στα μέλη του διοικητικού οργάνου πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών και σε οποιαδήποτε άλλα άτομα τα οποία, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, φέρουν ευθύνη για την παράβαση από πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

6.   Η ΕΚΤ δημοσιεύει κάθε κύρωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, είτε έχει ανακληθεί είτε όχι, στις περιπτώσεις και σύμφωνα με τους που καθορίζονται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

7.   Η ΕΚΤ, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 1 έως 6, για τους σκοπούς της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, σε περίπτωση παραβιάσεων των κανονισμών ή των αποφάσεων της ΕΚΤ, δύναται να επιβάλει κυρώσεις, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2532/98.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Οργανωτικές αρχές

Άρθρο 19

Ανεξαρτησία

1.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ και οι αρμόδιες εθνικές αρχές εντός του EEM ενεργούν ανεξάρτητα. Τα μέλη του τραπεζικού εποπτικού συμβουλίου και της διευθύνουσας επιτροπής ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

2.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών και κάθε άλλος φορέας, σέβονται αυτή την ανεξαρτησία.

3.   Αφού το τραπεζικό εποπτικό συμβούλιο εξετάσει κατά πόσον απαιτείται κώδικας συμπεριφοράς, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να καταρτίζει και να δημοσιεύει κώδικα συμπεριφοράς για το προσωπικό και τα διοικητικά στελέχη της ΕΚΤ που εμπλέκονται στην εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά ιδιαιτέρως τη σύγκρουση συμφερόντων.

Άρθρο 20

Λογοδοσία και υποβολή εκθέσεων

1.   Η ΕΚΤ λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

2.   Η ΕΚΤ υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την Ευρωομάδα, σε ετήσια βάση, έκθεση με θέμα την εκτέλεση των εκ του παρόντος κανονισμού καθηκόντων της, καθώς και πληροφορίες για την προβλεπόμενη εξέλιξη της δομής και του ύψους των εποπτικών τελών κατ άρθρο 30.

3.   Ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ παρουσιάζει δημοσίως την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωομάδα, παρουσία εκπροσώπων από οιοδήποτε συμμετέχον κράτος μέλος του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ.

4.   Ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ μπορεί, εάν ζητηθεί από την Ευρωομάδα, να κληθεί σε ακρόαση ενώπιον της Ευρωομάδας σχετικά με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων του παρουσία εκπροσώπων οιουδήποτε συμμετέχοντος κράτους μέλους, του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ.

5.   Ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ μπορεί, εάν ζητηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να κληθεί σε ακρόαση από τις αρμόδιες επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων του.

6.   Η ΕΚΤ απαντά προφορικώς ή γραπτώς σε ερωτήσεις που της απευθύνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή η Ευρωομάδα, σύμφωνα με τις διαδικασίες της, παρουσία εκπροσώπων οιουδήποτε συμμετέχοντος κράτους μέλους του οποίου το νόμισμα δεν είναι το ευρώ.

7.   Όταν το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο εξετάζει την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της διαχείρισης της ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, λαμβάνει επίσης υπόψη τα εποπτικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

8.   Μετά από σχετικό αίτημα, ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ διεξάγει εμπιστευτικές προφορικές συζητήσεις, κεκλεισμένων των θυρών, με τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τα εποπτικά καθήκοντά του, εφόσον απαιτηθούν παρόμοιες συζητήσεις για την άσκηση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δυνάμει της ΣΛΕΕ. Συνάπτεται συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ΕΚΤ για τις λεπτομέρειες της διοργάνωσης παρόμοιων συζητήσεων, ώστε να διασφαλιστεί απόλυτη εμπιστευτικότητα σύμφωνα με τις υποχρεώσεις περί απορρήτου που επιβάλλονται στην ΕΚΤ ως αρμόδια αρχή δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης.

9.   Η ΕΚΤ συνεργάζεται ειλικρινά για κάθε έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δυνάμει της ΣΛΕΕ. Η ΕΚΤ και το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο συμφωνούν τους κατάλληλους διακανονισμούς σχετικά με τις πρακτικές λεπτομέρειες που αφορούν την άσκηση της δημοκρατικής λογοδοσίας και επιβλέπουν την άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του κανονισμού. Οι διακανονισμοί αυτοί καλύπτουν, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συνεργασία σε έρευνες και την ενημέρωση για τη διαδικασία επιλογής του προέδρου του εποπτικού συμβουλίου.

Άρθρο 21

Εθνικά κοινοβούλια

1.   Η ΕΚΤ, όταν υποβάλλει την έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2, ταυτοχρόνως διαβιβάζει άμεσα την εκ λόγω έκθεση στα εθνικά κοινοβούλια των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Τα εθνικά κοινοβούλια μπορούν να απευθύνουν στην ΕΚΤ τις αιτιολογημένες παρατηρήσεις τους όσον αφορά την εν λόγω έκθεση.

2.   Τα εθνικά κοινοβούλια των συμμετεχόντων κρατών μελών, με δικές τους διαδικασίες, δύνανται να ζητούν από την ΕΚΤ να απαντήσει γραπτώς σε τυχόν παρατηρήσεις ή ερωτήματα που υποβάλλουν στην ΕΚΤ σχετικά με τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ από τον παρόντα κανονισμό.

3.   Το εθνικό κοινοβούλιο ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους μπορεί να καλεί τον Πρόεδρο ή ένα μέλος του εποπτικού συμβουλίου να συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στο εν λόγω κράτος μέλος, μαζί με εκπρόσωπο της εθνικής αρμόδιας αρχής.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη λογοδοσία των εθνικών αρμόδιων αρχών στα εθνικά κοινοβούλια σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για την εκτέλεση καθηκόντων που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον παρόντα κανονισμό και για την άσκηση των δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται από αυτές σύμφωνα με το άρθρο 6.

Άρθρο 22

Τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων για την έκδοση εποπτικών αποφάσεων

1.   Η ΕΚΤ, προτού λάβει εποπτικές αποφάσεις κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 και του Τμήματος 2 του Κεφαλαίου ΙΙΙ, παρέχει στα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία τη δυνατότητα ακρόασης. Η ΕΚΤ στηρίζει τις αποφάσεις της μόνο επί των αιτιάσεων για τις οποίες εδόθη στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις.

Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει εάν απαιτούνται επείγουσες ενέργειες προκειμένου να προληφθεί σημαντική ζημία στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΚΤ μπορεί να εκδίδει προσωρινή απόφαση και παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα να παρουσιαστούν σε ακρόαση το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη της απόφασής της.

2.   Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των ενδιαφερόμενων προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της ΕΚΤ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες.

Οι αποφάσεις της ΕΚΤ αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

Άρθρο 23

Αναφορά παραβάσεων

Η ΕΚΤ μεριμνά για την εφαρμογή αποτελεσματικών μηχανισμών καταγγελίας παραβάσεων, εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή αρμοδίων αρχών των συμμετεχόντων κρατών μελών, των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, συμπεριλαμβανομένων ειδικών διαδικασιών για την παραλαβή των αναφορών περί παραβάσεων και για τη συνέχεια που δίνεται σε αυτές. Οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες με τη σχετική νομοθεσία της ΕΕ και να εξασφαλίζουν ότι οι ακόλουθες αρχές εφαρμόζονται με: κατάλληλη προστασία για τα πρόσωπα που καταγγέλλουν παραβάσεις, προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατάλληλη προστασία του κατηγορούμενου.

Άρθρο 24

Διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης

1.   Η ΕΚΤ θα συστήσει Διοικητική Επιτροπή Ελέγχου με καθήκον την εσωτερική διοικητική επανεξέταση των αποφάσεων που λαμβάνονται από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των εξουσιών οι οποίες της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού ύστερα από αίτημα επανεξέτασης που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 5. Το πεδίο της εσωτερικής διοικητικής επανεξέτασης αφορά τη διαδικαστική και ουσιαστική συμμόρφωση της απόφασης προς τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης αποτελείται από πέντε πρόσωπα από κράτη μέλη που χαρακτηρίζονται από ύψιστη εντιμότητα και με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής πείρας, συμπεριλαμβανομένης της εποπτικής εμπειρίας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού της ΕΚΤ, καθώς και του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών θεσμικών και μη οργάνων που σχετίζονται με την εκτέλεση των καθηκόντων που δίδονται στην ΕΚΤ από τον παρόντα κανονισμό. Το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης έχει επαρκείς πόρους και εμπειρία για να εκτιμήσει την άσκηση των εξουσιών της ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και δύο αναπληρωματικά μέλη διορίζονται από την ΕΚΤ για άπαξ ανανεώσιμη θητεία πέντε ετών, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν δεσμεύονται από οποιεσδήποτε οδηγίες.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης αποφασίζει με πλειοψηφία τουλάχιστον τριών από τα πέντε μέλη του.

4.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος. Για τον σκοπό αυτόν, υποβάλλουν δημόσια δήλωση δεσμεύσεων και δημόσια δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους ή την απουσία οιουδήποτε παρόμοιου συμφέροντος.

5.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, να ζητήσει επανεξέταση απόφασης της ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού η οποία του απευθύνεται ή το αφορά άμεσα και μεμονωμένα. Δεν γίνεται δεκτό αίτημα επανεξέτασης που αφορά απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 7.

6.   Κάθε αίτημα επανεξέτασης υποβάλλεται εγγράφως στην ΕΚΤ, μαζί με το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους, εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης στο πρόσωπο που ζητά την επανεξέταση ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα που ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της εν λόγω απόφασης, ανάλογα με την περίπτωση.

7.   Αφού αποφανθεί όσον αφορά το παραδεκτό της επανεξέτασης, το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης γνωμοδοτεί εντός περιόδου ανάλογης με το επείγον του θέματος και το πολύ εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης και την παραπέμπει στο εποπτικό συμβούλιο για προετοιμασία νέου σχεδίου απόφασης. Το εποπτικό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και υποβάλλει τάχιστα νέο σχέδιο απόφασης στο Διοικητικό Συμβούλιο. Το νέο σχέδιο απόφασης καταργεί την αρχική απόφαση, την αντικαθιστά με απόφαση πανομοιότυπου περιεχομένου ή την αντικαθιστά με τροποποιημένη απόφαση. Το νέο σχέδιο απόφασης θεωρείται εγκριθέν εκτός αν το Διοικητικό Συμβούλιο εκφράσει αντίρρηση εντός ανώτατου χρονικού διαστήματος δέκα εργάσιμων ημερών.

8.   Το αίτημα επανεξέτασης σύμφωνα με την παράγραφο 5 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, κατόπιν πρότασης του διοικητικού συμβουλίου επαναξέτασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

9.   Η γνωμοδότηση του Διοικητικού Συμβουλίου επανεξέτασης, το νέο σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου και η απόφαση που εκδόθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο σύμφωνα με το παρόν άρθρο αιτιολογούνται και κοινοποιούνται στα μέρη.

10.   Η ΕΚΤ εκδίδει απόφαση για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού του Διοικητικού Συμβουλίου επανεξέτασης.

11.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Άρθρο 25

Διαχωρισμός από τη λειτουργία νομισματικής πολιτικής

1.   Η ΕΚΤ, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, επιδιώκει μόνον την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό με την επιφύλαξη των καθηκόντων της που αφορούν τη νομισματική πολιτική και τυχόν άλλων καθηκόντων της και ανεξαρτήτως αυτών. Τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού ούτε παρεμβάλλονται στα καθήκοντά της σε σχέση με τη νομισματική πολιτική, ούτε καθορίζονται από αυτά. Τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν παρεμβάλλονται, επίσης, στα καθήκοντά της σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα. Η ΕΚΤ λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας διάταξης. Τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ με τον παρόντα κανονισμό δεν μεταβάλλουν τη διαρκή παρακολούθηση της φερεγγυότητας των αντισυμβαλλόμενων μερών στη νομισματική πολιτική.

Το προσωπικό που συμβάλλει στην εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ δυνάμει του παρόντος κανονισμού είναι οργανωτικά διαχωρισμένο από το προσωπικό που συμμετέχει στη διεξαγωγή άλλων καθηκόντων της ΕΚΤ, και υπόκειται σε διαφορετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η ΕΚΤ θεσπίζει και δημοσιοποιεί τους αναγκαίους εσωτερικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για το επαγγελματικό απόρρητο καθώς και για τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των δύο λειτουργικών πεδίων.

4.   Η ΕΚΤ διασφαλίζει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο λειτουργεί με εντελώς διαφοροποιημένο τρόπο όσον αφορά τα νομισματικά και εποπτικά καθήκοντα. Η διαφοροποίηση αυτή συνεπάγεται αυστηρά διαχωρισμένες συνεδριάσεις και ημερήσιες διατάξεις.

5.   Προκειμένου να διασφαλισθεί ο διαχωρισμός μεταξύ νομισματικής πολιτικής και εποπτικών καθηκόντων, η ΕΚΤ δημιουργεί επιτροπή μεσολάβησης. Η επιτροπή μεσολάβησης συμβιβάζει τις διαφορές απόψεων που εκφράζουν οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων συμμετεχόντων κρατών μελών σχετικά με αντίρρηση του Διοικητικού Συμβουλίου σε σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου. Η επιτροπή απαρτίζεται από ένα μέλος ανά συμμετέχον κράτος μέλος, το οποίο επιλέγεται από κάθε κράτος μέλος μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου, και αποφασίζει με απλή πλειοψηφία, δηλαδή κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η ΕΚΤ εγκρίνει και δημοσιοποιεί κανονισμό για τη σύσταση της επιτροπής μεσολάβησης και τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 26

Εποπτικό συμβούλιο

1.   Τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΚΤ αναλαμβάνει πλήρως ένα εσωτερικό όργανο αποτελούμενο από τον Πρόεδρο και τον αντιπρόεδρό του, που διορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, και τέσσερις εκπροσώπους της ΕΚΤ, οι οποίοι διορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5, καθώς και έναν εκπρόσωπο της αρμόδιας εθνικής αρχής σε κάθε συμμετέχον κράτος μέλος (εφεξής «εποπτικό συμβούλιο»). Όλα τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου ενεργούν προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά.

Αν η αρμόδια αρχή δεν είναι κεντρική τράπεζα, το μέλος του εποπτικού συμβουλίου που αναφέρεται στην παράγραφο αυτή μπορεί να αποφασίσει να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους. Για τους σκοπούς της διαδικασίας ψηφοφορίας που ορίζεται στην παράγραφο 6, οι εκπρόσωποι των αρχών κράτους μέλους λογίζονται συνολικά ως ένα μέλος.

2.   Κατά τους διορισμούς για τη συγκρότηση του εποπτικού συμβουλίου κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού λαμβάνονται υπόψη οι αρχές της ισόρροπης συμμετοχής των φύλων, και της ενδεδειγμένης πείρας και προσόντων.

3.   Ύστερα από ακρόαση του εποπτικού συμβουλίου, η ΕΚΤ υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς έγκριση την πρόταση διορισμού του Προέδρου και του Αντιπροέδρου. Μετά την έγκριση της πρότασης, το Συμβούλιο εκδίδει εκτελεστική απόφαση για το διορισμό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του εποπτικού συμβουλίου. Ο πρόεδρος επιλέγεται με ανοικτή διαδικασία επιλογής, σχετικά με την οποία τηρείται δεόντως ενήμερο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μεταξύ ατόμων αναγνωρισμένου κύρους και πείρας σε τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ζητήματα και τα οποία δεν είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Ο αντιπρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου επιλέγεται μεταξύ των μελών της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ψήφος των μελών του Συμβουλίου τα οποία δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη.

Μετά τον διορισμό του, ο πρόεδρος ασκεί τα καθήκοντά του με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και δεν κατέχει αξιώματα στις εθνικές αρμόδιες αρχές. Η θητεία του είναι πενταετής και δεν είναι ανανεώσιμη.

4.   Εάν ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή εάν κριθεί ένοχος σοβαρού παραπτώματος, το Συμβούλιο μπορεί, προτάσει της ΕΚΤ και με την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να εκδώσει εκτελεστική απόφαση για την απαλλαγή του Προέδρου από τα καθήκοντά του. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ψήφος των μελών του Συμβουλίου τα οποία δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη.

Κατόπιν απαλλαγής του αντιπροέδρου του εποπτικού συμβουλίου από τα καθήκοντά του ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου, σύμφωνα με το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, το Συμβούλιο δύναται, κατόπιν προτάσεως της ΕΚΤ την οποία έχει εγκρίνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εκδώσει εκτελεστική απόφαση για την απαλλαγή του αντιπροέδρου από τα καθήκοντά του. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ψήφος των μελών του Συμβουλίου τα οποία δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη.

Για τους σκοπούς αυτούς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο πληροφορούν την ΕΚΤ ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την απαλλαγή του Προέδρου ή του αντιπροέδρου του εποπτικού συμβουλίου από τα καθήκοντά τους, στο οποίο ανταποκρίνεται η ΕΚΤ.

5.   Οι τέσσερις εκπρόσωποι της ΕΚΤ που διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο δεν ασκούν καθήκοντα που συνδέονται άμεσα με τη νομισματική λειτουργία της ΕΚΤ. Όλοι οι εκπρόσωποι της ΕΚΤ έχουν δικαίωμα ψήφου.

6.   Οι αποφάσεις του εποπτικού συμβουλίου λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

7.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, το εποπτικό συμβούλιο λαμβάνει αποφάσεις για την έκδοση κανονισμών δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 3, με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, που επισυνάπτεται στην ΣΛΕΕ, για τα μέλη που εκπροσωπούν τις αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών. Καθένας από τους τέσσερις εκπροσώπους της ΕΚΤ που ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ψήφο ίση με τη διάμεσο των ψήφων των υπόλοιπων μελών.

8.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, το εποπτικό συμβούλιο θα αναλάβει πλήρως τις προπαρασκευαστικές εργασίες για τα εποπτικά καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ και θα προτείνει στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων που θα εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με διαδικασία που πρόκειται να θεσπιστεί από την ΕΚΤ. Τα σχέδια αποφάσεων διαβιβάζονται ταυτόχρονα στις αρμόδιες εθνικές αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Ένα σχέδιο απόφασης θεωρείται εκδοθέν, εκτός εάν διατυπωθούν αντιρρήσεις από το διοικητικό συμβούλιο εντός περιόδου που θα οριστεί στην προαναφερθείσα διαδικασία, η οποία όμως δεν υπερβαίνει ανώτατο χρονικό διάστημα δέκα εργάσιμων ημερών. Ωστόσο, αν ένα συμμετέχον κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ διαφωνεί με σχέδιο απόφασης του εποπτικού συμβουλίου, εφαρμόζεται η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 8. Σε επείγουσες καταστάσεις, η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει τις 48 ώρες. Εάν το διοικητικό συμβούλιο διατυπώσει αντιρρήσεις για το σχέδιο απόφασης, εκθέτει εγγράφως τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται, επισημαίνοντας ιδίως ανησυχίες σχετικά με τη νομισματική πολιτική. Αν μια απόφαση αλλάξει ύστερα από αντίρρηση του διοικητικού συμβουλίου, ένα συμμετέχον κράτος μέλος που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ μπορεί να ενημερώνει την ΕΚΤ σχετικά με την αιτιολογημένη αντίθεσή του στην αντίρρηση, οπότε ισχύει η διαδικασία του άρθρου 7 παράγραφος 7.

9.   Τις δραστηριότητες του εποπτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένης της προετοιμασίας των συνεδριάσεων, στηρίζει Γραμματεία που εργάζεται υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

10.   Το εποπτικό συμβούλιο, ψηφίζοντας σύμφωνα με τον κανόνα της παραγράφου 6, συγκροτεί διευθύνουσα επιτροπή, μεταξύ των μελών του, με πιο περιορισμένη σύνθεση, για την υποστήριξη των δραστηριοτήτων του, συμπεριλαμβανομένης της προετοιμασίας των συνεδριάσεων.

Η διευθύνουσα επιτροπή του εποπτικού συμβουλίου δεν έχει εξουσίες λήψεως αποφάσεων. Την προεδρία της διευθύνουσας επιτροπής ασκεί ο πρόεδρος ή, εάν εκτάκτως απουσιάζει ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου. Η σύνθεση της διευθύνουσας επιτροπής εξασφαλίζει ορθή εξισορρόπηση και περιτροπή μεταξύ των εθνικών αρμόδιων αρχών. Αποτελείται από δέκα το πολύ μέλη, μεταξύ των οποίων ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και ένας πρόσθετος εκπρόσωπος της ΕΚΤ. Η διευθύνουσα επιτροπή εκτελεί τα προπαρασκευαστικά της καθήκοντα προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου και συνεργάζεται με το εποπτικό συμβούλιο με όρους πλήρους διαφάνειας.

11.   Στις συνεδριάσεις του εποπτικού συμβουλίου δύναται να συμμετέχει ως παρατηρητής ένας αντιπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατόπιν πρόσκλησης. Οι παρατηρητές δεν έχουν πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν μεμονωμένα πιστωτικά ιδρύματα.

12.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει εσωτερικούς κανόνες όπου ρυθμίζεται λεπτομερώς η σχέση του με το εποπτικό συμβούλιο. Το εποπτικό συμβούλιο εγκρίνει επίσης τον εσωτερικό κανονισμό του, ψηφίζοντας σύμφωνα με τον κανόνα της παραγράφου 6. Δημοσιοποιούνται αμφότερες οι δέσμες κανόνων. Ο εσωτερικός κανονισμός του εποπτικού συμβουλίου εξασφαλίζει ίση μεταχείριση όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Άρθρο 27

Επαγγελματικό απόρρητο και ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου, του προσωπικού της ΕΚΤ και του αποσπασμένου προσωπικού των συμμετεχόντων κρατών μελών που ασκούν εποπτικά καθήκοντα υπόκεινται, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση των καθηκόντων τους, στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου κατ’ άρθρο 37 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ και στις σχετικές πράξεις της νομοθεσίας της Ένωσης.

Η ΕΚΤ εξασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που παρέχουν οιαδήποτε υπηρεσία, αμέσως ή εμμέσως, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, σχετική με την απαλλαγή από τα εποπτικά καθήκοντα, υπόκεινται στις αντίστοιχες απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου.

2.   Η ΕΚΤ, προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, δύναται, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές ή ενωσιακές αρχές και όργανα, στις περιπτώσεις όπου η ενωσιακή νομοθεσία επιτρέπει στις εθνικές αρμόδιες αρχές να γνωστοποιούν πληροφορίες στις εν λόγω οντότητες ή εφόσον τα κράτη μέλη παρέχουν αυτή τη γνωστοποίηση βάσει της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας.

Άρθρο 28

Πόροι

Η ΕΚΤ αναλαμβάνει να αφιερώσει τους αναγκαίους χρηματικούς και ανθρώπινους πόρους για την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 29

Προϋπολογισμός και ετήσιοι λογαριασμοί

1.   Οι δαπάνες της ΕΚΤ για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό προσδιορίζονται χωριστά εντός του προϋπολογισμού της ΕΚΤ.

2.   Η ΕΚΤ, ως μέρος της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 20, υποβάλλει λεπτομερή έκθεση σχετικά με τον προϋπολογισμό για τα εποπτικά της καθήκοντα. Οι ετήσιοι λογαριασμοί της ΕΚΤ που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 26.2 του καταστατικού της ΕΚΤ και του ΕΣΚΤ περιλαμβάνουν τα έσοδα και τις δαπάνες που αφορούν τα εποπτικά καθήκοντα.

3.   Σύμφωνα με το άρθρο 27.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, το εποπτικό τμήμα των ετήσιων λογαριασμών υφίσταται έλεγχο.

Άρθρο 30

Εποπτικά τέλη

1.   Η ΕΚΤ επιβάλλει ετήσιο τέλος εποπτείας στα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και στα υποκατάστημα εγκατεστημένα σε συμμετέχον κράτος μέλος από πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε μη συμμετέχον κράτος μέλος. Τα τέλη καλύπτουν τις δαπάνες που βαρύνουν την ΕΚΤ βάσει των καθηκόντων τα οποία της ανατίθενται δυνάμει των άρθρων 4-6 του παρόντος κανονισμού. Το εν λόγω τέλος δεν υπερβαίνει τις δαπάνες που σχετίζονται με τα καθήκοντα αυτά.

2.   Το ύψος του τέλους που επιβάλλεται σε ένα πιστωτικό ίδρυμα ή υποκατάστημα υπολογίζεται σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που καθορίζει και δημοσιεύει εκ των προτέρων η ΕΚΤ.

Προτού προσδιορίσει αυτές τις λεπτομέρειες, η ΕΚΤ προβαίνει σε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα σχετικά κόστη και οφέλη, και εν συνεχεία δημοσιεύει τα αποτελέσματα και των δύο.

3.   Τα τέλη υπολογίζονται στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης μέσα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια που αφορούν τη σπουδαιότητα και το προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων του ενεργητικού.

Βάση υπολογισμού του ετήσιου τέλους εποπτείας για συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος είναι η εκτίμηση για τις δαπάνες που αφορούν την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και υποκαταστημάτων για το εν λόγω έτος. Η ΕΚΤ δύναται να ζητά προκαταβολικές πληρωμές όσον αφορά τα τέλη εποπτείας οι οποίες θα βασίζονται σε λογικό υπολογισμό. Η ΕΚΤ επικοινωνεί με την αρμόδια εθνική αρμόδια αρχή προτού αποφασίσει σχετικά με το τελικό ύψος του τέλους, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η εποπτεία παραμένει αποδοτική ως προς το κόστος και λογική για όλα τα ενδιαφερόμενα πιστωτικά ιδρύματα και υποκαταστήματα. Η ΕΚΤ κοινοποιεί στα πιστωτικά ιδρύματα και υποκαταστήματα τη βάση υπολογισμού του ετήσιου τέλους εποπτείας.

4.   Η ΕΚΤ υποβάλλει έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 20.

5.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα των αρμόδιων εθνικών αρχών να εισπράττουν τέλη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και, στον βαθμό που τα καθήκοντα εποπτείας δεν έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ, ή σε ό,τι αφορά το κόστος συνεργασίας με την ΕΚΤ, το κόστος συνδρομής της ΕΚΤ και το κόστος ενεργειών σύμφωνα με τις οδηγίες της, σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία και με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των άρθρων 6 και 12.

Άρθρο 31

Προσωπικό και ανταλλαγή προσωπικού

1.   Η ΕΚΤ καθορίζει, σε συνεργασία με όλες τις αρμόδιες εθνικές αρχές, ρυθμίσεις για την ενδεδειγμένη ανταλλαγή και απόσπαση προσωπικού με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, καθώς και μεταξύ αυτών.

2.   Η ΕΚΤ δύναται να απαιτεί τη συμμετοχή προσωπικού από αρμόδιες εθνικές αρχές άλλων συμμετεχόντων κρατών μελών, ανάλογα με την περίπτωση, στις εποπτικές ομάδες αρμόδιες εθνικών αρχών που προβαίνουν σε εποπτικές ενέργειες έναντι ενός πιστωτικού ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που βρίσκεται σε ένα συμμετέχον κράτος μέλος, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Η ΕΚΤ, αφενός, θεσπίζει και διατηρεί συνολικές και τυπικές διαδικασίες, όπου περιλαμβάνονται διαδικασίες ηθικής τάξης και κατάλληλες περίοδοι για την εκ των προτέρων αξιολόγηση και πρόληψη ενδεχόμενης σύγκρουσης συμφερόντων, η οποία προκύπτει από τη μεταγενέστερη και εντός διετίας απασχόληση μελών του εποπτικού συμβουλίου και μελών του προσωπικού της ΕΚΤ που ασχολούνται με δραστηριότητες εποπτείας, και, αφετέρου, προβλέπει την κατάλληλη παροχή πληροφοριών με την επιφύλαξη των ισχυόντων κανόνων προστασίας δεδομένων.

Οι εν λόγω διαδικασίες δεν θίγουν την εφαρμογή αυστηρότερων εθνικών κανόνων. Όσον αφορά τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου που εκπροσωπούν αρμόδιες εθνικές αρχές, οι διαδικασίες αυτές θεσπίζονται και εφαρμόζονται σε συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, με την επιφύλαξη του ισχύοντος εθνικού δικαίου.

Όσον αφορά τα μέλη του προσωπικού της ΕΚΤ που ασχολούνται με δραστηριότητες εποπτείας, με τις εν λόγω διαδικασίες καθορίζονται κατηγορίες θέσεων στις οποίες εφαρμόζεται αυτή η αξιολόγηση, καθώς και περίοδοι ανάλογες προς τα καθήκοντα των εν λόγω μελών του προσωπικού στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων εποπτείας κατά τη διάρκεια απασχόλησής τους στην ΕΚΤ.

4.   Οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 προβλέπουν ότι η ΕΚΤ θα αξιολογεί κατά πόσον τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου επιτρέπεται να εργαστούν επ’ αμοιβή σε ιδρύματα του ιδιωτικού τομέα για τα οποία η ΕΚΤ έχει εποπτική ευθύνη, μετά τη λήξη των καθηκόντων τους.

Οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 εφαρμόζονται κατά κανόνα επί δύο έτη μετά τη λήξη των καθηκόντων των μελών του εποπτικού συμβουλίου και μπορούν να προσαρμοστούν, επί αιτιολογημένης βάσεως, ανάλογα με τα καθήκοντα που ασκήθηκαν κατά τη συγκεκριμένη θητεία και τη διάρκεια αυτής της θητείας.

5.   Η Ετήσια έκθεση της ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 20, περιλαμβάνει λεπτομερείς πληροφορίες, περιλαμβανομένων στατιστικών στοιχείων για την εφαρμογή των διαδικασιών που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Γενικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 32

Επανεξέταση

Η Επιτροπή δημοσιεύει, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2015 και στη συνέχεια ανά τριετία, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, με ιδιαίτερη έμφαση στην παρακολούθηση του δυνητικού αντίκτυπου στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Στην έκθεση αξιολογούνται, μεταξύ άλλων:

α)

η λειτουργία του ΕΕΜ εντός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας και η επίπτωση των εποπτικών δραστηριοτήτων της ΕΚΤ, αφενός, στα συμφέροντα της Ένωσης συνολικά και, αφετέρου, στη συνοχή και ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του πιθανού αντίκτυπου στις δομές των εθνικών τραπεζικών συστημάτων εντός της ΕΕ, και ως προς την αποτελεσματικότητα της συνεργασίας και των ρυθμίσεων για την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στον ΕΕΜ και τις αρμόδιες εθνικές αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών,

β)

η κατανομή καθηκόντων μεταξύ ΕΚΤ και αρμόδιων εθνικών αρχών εντός του ΕΕΜ, η αποτελεσματικότητα των πρακτικών ρυθμίσεων οργάνωσης που έχει εγκρίνει η ΕΚΤ και ο αντίκτυπος του ΕΕΜ στη λειτουργία των λοιπών σωμάτων εποπτείας,

γ)

η αποτελεσματικότητα των εξουσιών εποπτείας και επιβολής κυρώσεων της ΕΚΤ και το κατά πόσον θα πρέπει να δοθούν στην ΕΚΤ πρόσθετες εξουσίες επιβολής κυρώσεων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, άτομα εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών,

δ)

η καταλληλότητα των ρυθμίσεων που έχουν οριστεί αντίστοιχα για μακροπροληπτικά καθήκοντα και εργαλεία σύμφωνα με το άρθρο 5 και για τη χορήγηση και ανάκληση αδειών λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14,

ε)

η αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων περί ανεξαρτησίας και λογοδοσίας,

στ)

η συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών,

ζ)

η καταλληλότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης και των λεπτομερών κανόνων ψηφοφορίας του εποπτικού συμβουλίου, όπως επίσης η σχέση του με το διοικητικό συμβούλιο και η συνεργασία, στο πλαίσιο του εποπτικού συμβουλίου, μεταξύ των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ και των άλλων κρατών μελών που συμμετέχουν στον ΕΕΜ,

η)

η αλληλεπίδραση της ΕΚΤ και των αρμόδιων αρχών των μη συμμετεχόντων κρατών μελών και τα αποτελέσματα του ΕΕΜ στα συγκεκριμένα κράτη μέλη,

θ)

η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού προσφυγών εναντίον αποφάσεων της ΕΚΤ,

ι)

η σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας του ΕΕΜ,

ια)

οι ενδεχόμενες επιπτώσεις της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφοι 6), 7) και 8) στη λειτουργία και την ακεραιότητα του ΕΕΜ,

ιβ)

η αποτελεσματικότητα, αφενός, του διαχωρισμού μεταξύ εποπτικών καθηκόντων και καθηκόντων στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής εντός της ΕΚΤ και, αφετέρου, του διαχωρισμού των οικονομικών πόρων για καθήκοντα εποπτείας από τον προϋπολογισμό της ΕΚΤ, λαμβάνοντας υπόψη τις τροποποιήσεις των σχετικών νομικών διατάξεων ακόμη και σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου,

ιγ)

οι δημοσιονομικές επιπτώσεις που έχουν στα συμμετέχοντα κράτη μέλη οι αποφάσεις που λαμβάνει ο ΕΕΜ στο πλαίσιο των εποπτικών καθηκόντων του, και η επίπτωση των εξελίξεων σε σχέση με τις ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης,

ιδ)

οι πιθανότητες περαιτέρω ανάπτυξης του ΕΕΜ, λαμβάνοντας υπόψη τις τροποποιήσεις των σχετικών νομικών διατάξεων, ακόμη και σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου, και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το σκεπτικό των θεσμικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού μπορεί να μην υπάρχει πια, περιλαμβανομένης της πιθανής πλήρους ευθυγράμμισης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ και των λοιπών συμμετεχόντων κρατών μελών.

Η έκθεση διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η Επιτροπή υποβάλλει, ενδεχομένως, συνοδευτικές προτάσεις.

Άρθρο 33

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Η ΕΚΤ δημοσιεύει το πλαίσιο που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 7 μέχρι τις 4 Μαΐου 2014.

2.   Η ΕΚΤ αναλαμβάνει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό στις 4 Νοεμβρίου 2014 με την επιφύλαξη των εκτελεστικών ρυθμίσεων και μέτρων που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο.

Μετά τις 3 Νοεμβρίου 2013, η ΕΚΤ δημοσιεύει, με κανονισμούς και αποφάσεις, τις αναλυτικές επιχειρησιακές ρυθμίσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού.

Από τις 3 Νοεμβρίου 2013, η ΕΚΤ διαβιβάζει τριμηνιαία έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο της επιχειρησιακής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Σε περίπτωση που, βάσει των εκθέσεων που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, και κατόπιν της συζήτησης των εκθέσεων αυτών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αποδειχθεί ότι η ΕΚΤ δεν είναι έτοιμη να ασκήσει πλήρως τα καθήκοντά της στις 4 Νοεμβρίου 2014, η ΕΚΤ δύναται να εκδώσει απόφαση για τον καθορισμό ημερομηνίας μεταγενέστερης αυτής του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχεια κατά τη μεταβατική περίοδο από την εθνική εποπτική αρχή στον ΕΕΜ, και αναλόγως της διαθεσιμότητας προσωπικού, να καθοριστούν οι κατάλληλες διαδικασίες υποβολής εκθέσεων και ρυθμίσεις για τη συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 6.

3.   Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 2 και με την επιφύλαξη της άσκησης των ερευνητικών εξουσιών που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, από τις 3 Νοεμβρίου 2013, η ΕΚΤ μπορεί να αρχίσει να ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, πέραν της έκδοσης εποπτικών αποφάσεων, έναντι κάθε πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας και κατόπιν απόφασης απευθυνόμενης στις οικείες οντότητες και αρμόδιες εθνικές αρχές των οικείων συμμετεχόντων κρατών μελών.

Παρά τις διατάξεις της παραγράφου 2, εάν ο ΕΜΣ ζητήσει ομόφωνα από την ΕΚΤ να αναλάβει την άμεση εποπτεία πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας ως προϋπόθεση της άμεσης ανακεφαλαιοποίησης, η ΕΚΤ δύναται αμέσως να αρχίσει να ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό έναντι του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας, και κατόπιν απόφασης απευθυνόμενης στις συγκεκριμένες οντότητες και στις εθνικές αρμόδιες αρχές.

4.   Από τις 3 Νοεμβρίου 2013, ενόψει της ανάληψης των καθηκόντων της, η ΕΚΤ μπορεί να απαιτήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 να της διαβιβάσουν όλες τις σχετικές πληροφορίες, ώστε η ΕΚΤ να είναι σε θέση να διενεργήσει συνολική αξιολόγηση, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης του ισολογισμού, των πιστωτικών ιδρυμάτων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Η ΕΚΤ διενεργεί τέτοια αξιολόγηση τουλάχιστον σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα που δεν καλύπτονται από το άρθρο 6 παράγραφος 4. Το πιστωτικό ίδρυμα και η αρμόδια αρχή παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες.

5.   Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη στις 3 Νοεμβρίου 2013 ή, αναλόγως με την περίπτωση, κατά τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, θεωρείται ότι έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 και μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Οι εθνικές αρμόδιες αρχές ανακοινώνουν στην ΕΚΤ, πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή, αναλόγως με την περίπτωση, πριν από τις ημερομηνίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, τα στοιχεία ταυτότητας των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων, μαζί με έκθεση που παρουσιάζει το ιστορικό εποπτείας και το προφίλ κινδύνου των σχετικών ιδρυμάτων, καθώς και όποιες περαιτέρω πληροφορίες ζητεί η ΕΚΤ. Οι πληροφορίες υποβάλλονται στον μορφότυπο που ζητείται από την ΕΚΤ.

6.   Παρά τις διατάξεις του άρθρου 26, παράγραφος 7, έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία και η ψηφοφορία με απλή πλειοψηφία εφαρμόζονται μαζί για την έκδοση των κανονισμών που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3.

Άρθρο 34

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την πέμπτη ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 15 Οκτωβρίου 2013.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

R. ŠADŽIUS


(1)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(2)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

(3)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.

(4)  ΕΕ C 40 της 7.2.2001, σ. 453.

(5)  ΕΕ C 25 E της 29.1.2004, σ. 394.

(6)  ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4.

(7)  ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385/58.

(8)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(9)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(11)  Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Ιουνίου 2004, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες διεξαγωγής ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σχετικά με την τροποποίηση των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2004/11) (ΕΕ L 230 της 30.6.2004, σ. 56).

(12)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338.

(13)  ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1.

(14)  ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.


Διορθωτικά

29.10.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 287/90


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 269 της 10ης Οκτωβρίου 2013, σ. 1 )

Σελίδα 7, αιτιολογική σκέψη 57 δεύτερη περίοδος

Αντί:

«(…). Οι λοιπές διατάξεις θα πρέπει να εφαρμόζονται από 1ης Ιουνίου 2016.»

διάβαζε:

«(…). Οι λοιπές διατάξεις θα πρέπει να εφαρμόζονται από 1ης Μαΐου 2016.».

Σελίδα 88, άρθρο 288 παράγραφος 2

Αντί:

«2.   Τα άρθρα πλην όσων αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται από 1ης Ιουνίου 2016.»

διάβαζε:

«2.   Τα άρθρα πλην όσων αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται από 1ης Μαΐου 2016.».


Top