EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0127

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου της 14ης Ιουλίου 2022.
American Airlines, Inc. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 – Πράξεις συγκέντρωσης μεταξύ επιχειρήσεων – Αγορά των αερομεταφορών – Πράξη κηρυχθείσα συμβατή με την εσωτερική αγορά – Δεσμεύσεις αναληφθείσες από τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη – Απόφαση με την οποία αναγνωρίζονται κεκτημένα δικαιώματα – Έννοια της “προσήκουσας χρήσης”.
Υπόθεση C-127/21 P.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:584

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 14ης Ιουλίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑127/21 P

American Airlines Inc.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 – Πράξεις συγκέντρωσης μεταξύ επιχειρήσεων – Αγορά των αερομεταφορών – Πράξη κηρυχθείσα συμβατή προς την κοινή αγορά – Δεσμεύσεις αναληφθείσες από τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη – Απόφαση με την οποία αναγνωρίζονται κεκτημένα δικαιώματα»

I. Εισαγωγή

1.

Στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο συγκέντρωσης επιχειρήσεων στην αγορά των αερομεταφορών, το Δικαστήριο επιλαμβάνεται αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η American Airlines Inc. (στο εξής: American) κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, American Airlines κατά Επιτροπής (T‑430/18, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2020:603), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της ως άνω εταιρίας με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2018) 2788 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2018 (υπόθεση M.6607 – US Airways/American Airlines) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2.

Η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι το Δικαστήριο θα βρεθεί για πρώτη φορά αντιμέτωπο με το ζήτημα της ερμηνείας συγκεκριμένων διατάξεων των δεσμεύσεων που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αποφάσεως της Επιτροπής περί συγκεντρώσεως.

II. Το ιστορικό της διαφοράς, η προσβαλλόμενη απόφαση και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

3.

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 69 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και μπορεί, για τους σκοπούς των παρουσών προτάσεων, να συνοψισθεί ως ακολούθως.

Α.   Η απόφαση έγκρισης της συγχώνευσης US Airways/American

1. Η διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση έγκρισης της συγχώνευσης US Airways/American

4.

Στις 18 Ιουνίου 2013 η US Airways Group Inc. (στο εξής: US Airways) και η American κοινοποίησαν στην Επιτροπή την πρόθεσή τους να προβούν σε συγχώνευση (στο εξής: μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη).

5.

Η Επιτροπή έκρινε ότι η ενέργεια αυτή δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά όσον αφορά το δρομολόγιο που συνδέει τα αεροδρόμια London Heathrow (Ηνωμένο Βασίλειο, στο εξής: LHR) και Philadelphia International Airport (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στο εξής: PHL) (στο εξής: δρομολόγιο LHR-PHL).

6.

Σε απάντηση στις σοβαρές αμφιβολίες που διατυπώθηκαν από την Επιτροπή σχετικά με την εν λόγω ενέργεια, τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη αρχικώς πρότειναν, στις 10 και στις 14 Ιουλίου 2013, να αναλάβουν δεσμεύσεις. Οι δύο ως άνω προτάσεις απορρίφθηκαν από την Επιτροπή η οποία απαίτησε να συμπεριληφθούν στις ως άνω δεσμεύσεις κεκτημένα δικαιώματα («grandfathering rights») «του τύπου εκείνων» που προτάθηκαν στην υπόθεση COMP/M.6447 – IAG/bmi (στο εξής: υπόθεση IAG/bmi).

7.

Στις 16 Ιουλίου 2013 τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη υπέβαλαν μια τρίτη πρόταση δεσμεύσεων που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τα κεκτημένα δικαιώματα. Το έγγραφο που υποβλήθηκε στην Επιτροπή περιλάμβανε επίσης μια συγκριτική έκδοση η οποία απεικόνιζε τις αλλαγές που επήλθαν.

8.

Όσον αφορά, ειδικότερα, την προσθήκη των κεκτημένων δικαιωμάτων στις αναθεωρημένες δεσμεύσεις, το ηλεκτρονικό μήνυμα που συνόδευε τις δεσμεύσεις αυτές περιοριζόταν να επισημάνει ότι τα κεκτημένα δικαιώματα είχαν συμπεριληφθεί «σύμφωνα με το αίτημα» της Επιτροπής. Επιπλέον, οι ρήτρες 1.9 έως 1.11 της πρότασης δεσμεύσεων της 16ης Ιουλίου 2013, οι οποίες προστέθηκαν για πρώτη φορά στην πρόταση αυτή, είχαν πανομοιότυπη διατύπωση με τη διατύπωση που έγινε δεκτή στις τελικές δεσμεύσεις από την Επιτροπή ( 2 ).

9.

Περαιτέρω, στο έντυπο RM ( 3 ) της 30ής Ιουλίου 2013 σχετικά με την πρόταση των τελικών δεσμεύσεών τους προς την Επιτροπή (στο εξής: τελικές δεσμεύσεις), υπό τον τίτλο «Απόκλιση από τα κείμενα των προτύπων», τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη έπρεπε να επισημάνουν τυχόν αποκλίσεις των αναλαμβανόμενων δεσμεύσεων από τα αντίστοιχα κείμενα των πρότυπων δεσμεύσεων που δημοσίευσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής και να εξηγήσουν τους λόγους για τις αποκλίσεις αυτές.

10.

Συναφώς, στο τμήμα 3 του ως άνω εντύπου, τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη ανέφεραν τα εξής:

«Οι δεσμεύσεις που προτείνονται από τα [μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη] αποκλίνουν από τα πρότυπα δεσμεύσεων που δημοσιεύτηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής στο μέτρο που είναι απαραίτητο για να συνάδουν με τις ειδικές απαιτήσεις ενός διορθωτικού μέτρου διαρθρωτικού χαρακτήρα στο συγκεκριμένο πλαίσιο των αεροπορικών μεταφορών.

Όπως επισημάνθηκε στις προηγούμενες συζητήσεις, οι προτεινόμενες δεσμεύσεις στηρίζονται σε δεσμεύσεις που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή σε άλλες υποθέσεις που αφορούσαν συγκεντρώσεις μεταξύ αεροπορικών εταιριών. Ειδικότερα, στηρίζονται κυρίως στις δεσμεύσεις που προτάθηκαν στην [υπόθεση] IAG/bmi.

Προς διευκόλυνση της αξιολόγησης των προτεινόμενων δεσμεύσεων, τα [μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη] προσδιορίζουν κατωτέρω τα σημεία στα οποία οι προτεινόμενες δεσμεύσεις αποκλίνουν από τις δεσμεύσεις που έγιναν δεκτές στην [υπόθεση] IAG/bmi. Τα σημεία αυτά δεν περιλαμβάνουν τις γλωσσικές παραλλαγές ήσσονος σημασίας ή τις διευκρινίσεις που επιβάλλονται από τις ειδικότερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ιδίως στο τμήμα που αφορά τους ορισμούς.»

11.

Όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με τα κεκτημένα δικαιώματα, στο έντυπο RM της 30ής Ιουλίου 2013 δεν προσδιορίστηκε καμία απόκλιση σε σχέση με τις δεσμεύσεις που έγιναν δεκτές στην υπόθεση IAG/bmi.

2. Η απόφαση έγκρισης της συγχώνευσης US Airways/American και οι δεσμεύσεις των μετεχόντων στη συγχώνευση μερών

12.

Με την απόφαση C(2013) 5232 τελικό, της 5ης Αυγούστου 2013 (υπόθεση COMP/M.6607 – US Airways/American Airlines) (ΕΕ 2013, C 279, σ. 6), η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 ( 4 ), σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, η Επιτροπή κήρυξε τη συγχώνευση συμβατή με την εσωτερική αγορά, υπό την επιφύλαξη της τήρησης ορισμένων όρων και υποχρεώσεων (στο εξής: απόφαση έγκρισης).

13.

Στην παράγραφο 160 της απόφασης έγκρισης, το περιεχόμενο των δεσμεύσεων σχετικά με τα κεκτημένα δικαιώματα παρατέθηκε περιληπτικά ως εξής:

«Κατά κανόνα, οι χρονοθυρίδες που αποκτώνται από πιθανό εισερχόμενο στην αγορά δυνάμει των τελικών δεσμεύσεων πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την παροχή μιας τακτικής υπηρεσίας αεροπορικής μεταφοράς επιβατών χωρίς ενδιάμεση στάση στο ζεύγος αεροδρομίων [LHR-PHL] και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άλλο ζεύγος πόλεων μόνο στην περίπτωση που ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά παρείχε την υπηρεσία αυτή κατά την περίοδο χρήσης […]. Μετά το πέρας της περιόδου χρήσης, ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά θα έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις χρονοθυρίδες σε οποιοδήποτε ζεύγος πόλεων (“κεκτημένα δικαιώματα”). Εντούτοις, η αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων υπόκειται στην έγκριση της Επιτροπής, κατόπιν γνωμοδότησης του ανεξάρτητου εντολοδόχου.»

14.

Στις παραγράφους 176, 178 έως 181, 186 και 197 έως 199 της απόφασης έγκρισης, στο πλαίσιο της ανάλυσης των δεσμεύσεων στην οποία προέβη, η Επιτροπή διαπίστωσε τα ακόλουθα:

«(176) Κατά τη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δεσμεύσεις πρέπει να μπορούν να εξαλείψουν τα προβλήματα ανταγωνισμού που εντοπίζονται και να διασφαλίσουν την ανταγωνιστική δομή της αγοράς. Ειδικότερα, αντίθετα προς τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται κατά τη διαδικασία της φάσης ΙΙ, οι δεσμεύσεις που προτείνονται κατά τη φάση Ι δεν έχουν ως στόχο να αποτρέψουν τη δημιουργία ενός σημαντικού εμποδίου για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό αλλά κυρίως να εξαλείψουν πλήρως όλες τις σοβαρές αμφιβολίες ως προς το σημείο αυτό. Η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να αξιολογήσει αν τα εν λόγω διορθωτικά μέτρα αποτελούν άμεση και επαρκή απάντηση ικανή να εξαλείψει τις αμφιβολίες αυτές.

(178) Κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, οι τελικές δεσμεύσεις εξαλείφουν κάθε σοβαρή αμφιβολία που ανέκυψε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι τελικές δεσμεύσεις που ανελήφθησαν από τα μέρη αρκούν για την εξάλειψη των σοβαρών αμφιβολιών σχετικά με τη συμβατότητα της πράξης με την εσωτερική αγορά.

(179) Στις υποθέσεις που αφορούν τις αεροπορικές εταιρίες, οι δεσμεύσεις απελευθέρωσης χρονοθυρίδων γίνονται δεκτές από την Επιτροπή στις περιπτώσεις που καθίσταται αρκούντως σαφές ότι θα επιτευχθεί η πραγματική είσοδος στην αγορά νέων ανταγωνιστών, γεγονός που θα εξαλείψει κάθε σημαντικό εμπόδιο για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό […]

(180) Η δέσμευση σχετικά με τις χρονοθυρίδες στηρίζεται στο γεγονός ότι η διαθεσιμότητα των χρονοθυρίδων στο αεροδρόμιο [LHR] είναι το κύριο εμπόδιο στην είσοδο στην αγορά όσον αφορά το δρομολόγιο για το οποίο ανέκυψαν σοβαρές αμφιβολίες. Σχεδιάστηκε συνεπώς προκειμένου να εξαλειφθεί (ή τουλάχιστον να περιοριστεί σημαντικά) το εμπόδιο αυτό και να καταστεί δυνατή η επαρκής, έγκαιρη και πιθανή είσοδος στην αγορά όσον αφορά το δρομολόγιο [LHR-PHL].

(181) […] Στο πακέτο των δεσμεύσεων, η εγγενής ελκυστικότητα των χρονοθυρίδων ενισχύεται από την προοπτική απόκτησης κεκτημένων δικαιωμάτων […]

(186) Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω και των άλλων διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως του συμφέροντος και των ενδείξεων σχετικά με μια πιθανή και έγκαιρη είσοδο στην αγορά που προέκυψαν από τη διαβούλευση με τους παράγοντες της αγοράς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η δέσμευση σχετικά με τις χρονοθυρίδες αποτελεί βασικό στοιχείο της πιθανής και έγκαιρης εισόδου στην αγορά όσον αφορά το δρομολόγιο [LHR-PHL]. Η έκταση της εισόδου στην αγορά του συγκεκριμένου δρομολογίου θα αρκεί για την εξάλειψη των σοβαρών αμφιβολιών που ανέκυψαν στην εν λόγω αγορά […]

(197) Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, η Επιτροπή μπορεί να συνοδεύει την απόφασή της με όρους και υποχρεώσεις για να διασφαλίσει ότι οι οικείες επιχειρήσεις τηρούν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν έναντι της Επιτροπής προκειμένου να καταστεί η συγκέντρωση συμβατή με την εσωτερική αγορά.

(198) […] Σε περίπτωση που δεν πληρούται κάποιος όρος, η απόφαση [έγκρισης] παύει να ισχύει. […]

(199) […] η απόφαση στην παρούσα υπόθεση εξαρτάται από την πλήρη τήρηση των απαιτήσεων που προβλέπονται στα τμήματα 1, 2, 3 και 4 των τελικών δεσμεύσεων (προϋποθέσεις) ενώ τα λοιπά τμήματα των τελικών δεσμεύσεων συνιστούν υποχρεώσεις των μερών.»

15.

Στην παράγραφο 200 της απόφασης έγκρισης διευκρινίζεται ότι οι τελικές δεσμεύσεις προσαρτώνται στην απόφαση αυτή και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της τελευταίας. Τέλος, στην παράγραφο 201 της απόφασης έγκρισης η Επιτροπή κατέληξε ότι αποφάσισε να κηρύξει την κοινοποιηθείσα πράξη συγκέντρωσης, όπως τροποποιήθηκε με τις τελικές δεσμεύσεις, συμβατή με την εσωτερική αγορά «υπό την επιφύλαξη της πλήρους τήρησης των όρων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται στις τελικές δεσμεύσεις που προσαρτώνται στην παρούσα απόφαση».

16.

Στο πρώτο εδάφιο του προοιμίου των τελικών δεσμεύσεων που προσαρτώνται στην απόφαση έγκρισης, τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη υπενθύμισαν ότι ανέλαβαν τις τελικές δεσμεύσεις προκειμένου να μπορέσει η Επιτροπή να κηρύξει τη συγχώνευση συμβατή με την εσωτερική αγορά.

17.

Tο τρίτο εδάφιο του ως άνω προοιμίου ορίζει τα ακόλουθα:

«Το παρόν κείμενο πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της απόφασης [έγκρισης], δεδομένου ότι οι δεσμεύσεις αποτελούν όρους και υποχρεώσεις που προσαρτώνται σε αυτήν, εντός του γενικού πλαισίου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως υπό το πρίσμα του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και σε συνάρτηση με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα διορθωτικά μέτρα που είναι αποδεκτά βάσει του κανονισμού [περί συγκεντρώσεων] και του [εκτελεστικού] κανονισμού.»

18.

Στην ενότητα «Ορισμοί» των τελικών δεσμεύσεων ορίζονται κάποιοι όροι ως εξής:

ο όρος «κεκτημένα δικαιώματα» ορίζεται με παραπομπή στη ρήτρα 1.10·

ο όρος «κατάχρηση» ορίζεται με παραπομπή στη ρήτρα 1.13·

ο όρος «περίοδος χρήσης» ορίζεται με παραπομπή στη ρήτρα 1.9, με τη διευκρίνιση ότι η περίοδος αυτή πρέπει να αποτελείται από έξι συνεχόμενες περιόδους, όπως ορίζονται από τη Διεθνή Ένωση Αεροπορικών Μεταφορών (IATA) (στο εξής: περίοδοι IATA).

19.

Οι ρήτρες 1.9 έως 1.11 των τελικών δεσμεύσεων ορίζουν τα ακόλουθα:

«1.9 Κατά κανόνα, οι χρονοθυρίδες που αποκτά ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά κατόπιν της διαδικασίας απελευθέρωσης των χρονοθυρίδων χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την παροχή ανταγωνιστικής αεροπορικής υπηρεσίας στο ζεύγος αεροδρομίων. Οι χρονοθυρίδες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άλλο ζεύγος πόλεων μόνο στην περίπτωση που ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά παρείχε υπηρεσίες χωρίς ενδιάμεση στάση στο ζεύγος αεροδρομίων σύμφωνα με την προσφορά που υποβλήθηκε δυνάμει της ρήτρας 1.24 για ορισμένες πλήρεις και συνεχόμενες περιόδους IATA (“περίοδος χρήσης”).

1.10 Ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά θεωρείται ότι απέκτησε κεκτημένα δικαιώματα επί των χρονοθυρίδων σε περίπτωση που προέβη σε προσήκουσα χρήση των χρονοθυρίδων στο ζεύγος αεροδρομίων κατά την περίοδο χρήσης. Συναφώς, μετά το πέρας της περιόδου χρήσης, ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τις χρονοθυρίδες που αποκτήθηκαν βάσει των παρουσών δεσμεύσεων για οποιοδήποτε ζεύγος πόλεων (“κεκτημένα δικαιώματα”).

1.11 Τα κεκτημένα δικαιώματα υπόκεινται σε έγκριση από την Επιτροπή κατόπιν γνωμοδότησης του ανεξάρτητου εντολοδόχου στο τέλος της περιόδου χρήσης […].»

20.

Η ρήτρα 1.13 των ως άνω δεσμεύσεων ορίζει τα εξής:

«Κατά την περίοδο χρήσης θεωρείται ότι υφίσταται κατάχρηση όταν ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά που απέκτησε τις χρονοθυρίδες που απελευθερώθηκαν από τα μέρη αποφασίζει:

[…]

β)

να εκτελέσει μικρότερο αριθμό πτήσεων από τον αριθμό που ανέλαβε να εκτελέσει στην προσφορά σύμφωνα με τη ρήτρα 1.24 ή να σταματήσει την εκτέλεση πτήσεων στο ζεύγος αεροδρομίων, εκτός αν η απόφαση αυτή συνάδει με την αρχή της “απώλειας των χρονοθυρίδων σε περίπτωση μη χρήσης τους”, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού [(ΕΟΚ) 95/93, της 18ης Ιανουαρίου 1993, σχετικά με τους κοινούς κανόνες κατανομής του διαθέσιμου χρόνου χρήσης (slots) στους κοινοτικούς αερολιμένες (ΕΕ 1993, L 14, σ. 1)] (ή οποιαδήποτε αναστολή της τελευταίας)·

[…]».

21.

Η ρήτρα 1.24 των εν λόγω δεσμεύσεων έχει ως εξής:

«Πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των αιτημάτων κατανομής χρονοθυρίδων κάθε υποψήφιος πρέπει επίσης να υποβάλει στον ανεξάρτητο εντολοδόχο την επίσημη προσφορά του για την κατανομή χρονοθυρίδων. Η επίσημη προσφορά πρέπει να αναφέρει κατ’ ελάχιστο:

α)

τoυς βασικούς όρους [δηλαδή το ωριαίο πρόγραμμα των χρονοθυρίδων, τον αριθμό των πτήσεων και τον αριθμό των περιόδων IATA (ετήσιες ή εποχικές υπηρεσίες)]·

β)

ένα λεπτομερές επιχειρηματικό σχέδιο […].»

22.

Η ρήτρα 1.26 των τελικών δεσμεύσεων έχει ως εξής:

«Αφού λάβει την επίσημη προσφορά/τις επίσημες προσφορές, η Επιτροπή (κατόπιν γνωμοδότησης του ανεξάρτητου εντολοδόχου) πρέπει:

α)

να αξιολογήσει αν κάθε υποψήφιος συνιστά βιώσιμο πραγματικό ή πιθανό ανταγωνιστή που έχει τη δυνατότητα, τους πόρους και την πρόθεση να εκμεταλλευτεί την παροχή υπηρεσιών στο ζεύγος αεροδρομίων μακροπρόθεσμα, αποτελώντας βιώσιμη και δυναμική ανταγωνιστική δύναμη·

β)

να αξιολογήσει τις επίσημες προσφορές κάθε υποψηφίου που πληροί τις απαιτήσεις του στοιχείου αʹ ανωτέρω και να κατατάξει τους υποψηφίους κατά σειρά προτίμησης.»

23.

Η ρήτρα 1.27 των ως άνω δεσμεύσεων προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κατά την αξιολόγηση στην οποία προβαίνει σύμφωνα με τη ρήτρα 1.26, η Επιτροπή δίνει προτεραιότητα στον υποψήφιο που θα ασκήσει συνολικά την πιο αποτελεσματική ανταγωνιστική πίεση στο ζεύγος αεροδρομίων […]. Προς τούτο, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη τον δυναμικό χαρακτήρα του επιχειρηματικού σχεδίου του υποψηφίου και θα δώσει ιδίως προτεραιότητα στον υποψήφιο που πληροί ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη μεγαλύτερη δυνατότητα παροχών [βάσει αριθμού προσφερόμενων θέσεων στα δρομολόγια κατά τη διάρκεια δύο (2) συνεχόμενων περιόδων IATA] ή/και το συνολικό μεγαλύτερο αριθμό δρομολογίων/πτήσεων·

β)

εκτέλεση δρομολογίων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, εποχιακών δρομολογίων μόνον κατά τους θερινούς ή μόνον κατά τους χειμερινούς μήνες της περιόδου IATA· και

γ)

οικονομική διάρθρωση και προσφορές υπηρεσιών δυνάμενες να ασκήσουν την πιο αποτελεσματική ανταγωνιστική πίεση στο ζεύγος αεροδρομίων.

[…]»

Β.   Η απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την κατανομή χρονοθυρίδων στην Delta

24.

Στις 9 Οκτωβρίου 2014 η παρεμβαίνουσα, ήτοι η Delta Air Lines, Inc (στο εξής: Delta), υπέβαλε επίσημη προσφορά για την κατανομή χρονοθυρίδων σύμφωνα με τη ρήτρα 1.24 των τελικών δεσμεύσεων. Σύμφωνα με τον φάκελο υποψηφιότητάς της, είχε την πρόθεση να εκτελεί καθημερινά το δρομολόγιο LHR-PHL για έξι συνεχόμενες περιόδους ΙΑΤΑ από το καλοκαίρι του 2015.

25.

Η Delta ήταν η μόνη που υπέβαλε προσφορά για την κατανομή χρονοθυρίδων δυνάμει των τελικών δεσμεύσεων.

26.

Με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014 η Επιτροπή, αφού αξιολόγησε τη βιωσιμότητα της Delta και την προσφορά της δυνάμει των ρητρών 1.21 και 1.26 των τελικών δεσμεύσεων, έκρινε ότι η Delta ήταν, πρώτον, ανεξάρτητη από τα μέρη και δεν συνδεόταν με αυτά και ότι είχε εξαντλήσει το δικό της χαρτοφυλάκιο χρονοθυρίδων στο LHR κατά την έννοια της ρήτρας 1.21 των ως άνω δεσμεύσεων και, δεύτερον, ότι ήταν βιώσιμος πιθανός ανταγωνιστής των μερών στο ζεύγος αεροδρομίων για το οποίο ζήτησε χρονοθυρίδες βάσει των εν λόγω δεσμεύσεων, καθόσον είχε τη δυνατότητα, τους πόρους και την πρόθεση να εκτελεί το δρομολόγιο LHR-PHL μακροπρόθεσμα, αποτελώντας βιώσιμη ανταγωνιστική δύναμη.

27.

Στις 17 Δεκεμβρίου 2014 η American και η Delta υπέβαλαν στην Επιτροπή τη συμφωνία απελευθέρωσης χρονοθυρίδων, την οποία οι δύο εταιρίες έπρεπε να συνάψουν για την εφαρμογή των δεσμεύσεων σχετικά με τις χρονοθυρίδες που ζήτησε η Delta στο δρομολόγιο LHR-PHL.

28.

Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2014 η Επιτροπή ενέκρινε τη συμφωνία απελευθέρωσης χρονοθυρίδων σύμφωνα με την έκθεση του εντολοδόχου της 17ης Δεκεμβρίου 2014. Η απόφαση αυτή προέβλεπε ότι η Delta υποχρεούται να χρησιμοποιεί τις χρονοθυρίδες της US Airways για να παρέχει υπηρεσία πτήσεων χωρίς ενδιάμεση στάση στο δρομολόγιο LHR-PHL. Η εν λόγω απόφαση προέβλεπε επιπλέον ότι θα θεωρηθεί ότι η Delta απέκτησε κεκτημένα δικαιώματα εφόσον πραγματοποιηθεί προσήκουσα χρήση των εν λόγω χρονοθυρίδων κατά τη διάρκεια της περιόδου χρήσης, υπό την επιφύλαξη της έγκρισης της Επιτροπής και ότι, αφού η Επιτροπή εγκρίνει τα κεκτημένα δικαιώματα, η Delta θα διατηρήσει τις παραχωρηθείσες χρονοθυρίδες και θα έχει το δικαίωμα να τις χρησιμοποιήσει σε οποιοδήποτε ζεύγος πόλεων.

29.

Η Delta άρχισε να εκτελεί το δρομολόγιο LHR-PHL στην αρχή της θερινής περιόδου προγραμματισμού της ΙΑΤΑ του 2015.

Γ.   Η προσβαλλόμενη απόφαση

30.

Στις 30 Απριλίου 2018 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία διαπίστωσε ότι η Delta είχε προβεί σε προσήκουσα χρήση των χρονοθυρίδων κατά την περίοδο χρήσης και ενέκρινε την απόκτηση κεκτημένων δικαιωμάτων από την τελευταία δυνάμει της ρήτρας 1.10 των τελικών δεσμεύσεων.

31.

Βάσει ερμηνείας των δεσμεύσεων σύμφωνα με το γράμμα, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και τον σκοπό τους, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο όρος «προσήκουσα χρήση» δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως «χρήση σύμφωνα με την προσφορά», αλλά πρέπει να ερμηνευθεί ως «έλλειψη κατάχρησης» των χρονοθυρίδων κατά την έννοια της ρήτρας 1.13 των τελικών δεσμεύσεων.

32.

Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέτασε με την προσβαλλόμενη απόφαση αν η Delta είχε προβεί σε κατάχρηση όσον αφορά τις χρονοθυρίδες, κατά την έννοια της ρήτρας 1.13 των τελικών δεσμεύσεων, προκειμένου να προσδιορίσει αν έπρεπε να της αναγνωρισθούν κεκτημένα δικαιώματα. Συναφώς, το ως άνω θεσμικό όργανο έκρινε ότι η χρήση των χρονοθυρίδων, παρά το γεγονός ότι αυτές δεν αξιοποιήθηκαν πλήρως, ήταν σύμφωνη προς την αρχή της «απώλειας των χρονοθυρίδων σε περίπτωση μη χρήσης τους», όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 95/93 ( 5 ), στο μέτρο που η χρήση των χρονοθυρίδων υπερέβαινε πάντοτε το όριο του 80 %. Εφόσον, συνεπώς, διαπίστωσε ότι η Delta δεν προέβη σε κατάχρηση ως προς τη χρήση των χρονοθυρίδων, κατά την έννοια της ρήτρας 1.13 των τελικών δεσμεύσεων, η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού το συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με τη γραπτή σύσταση του εντολοδόχου, η Delta είχε προβεί σε προσήκουσα χρήση των χρονοθυρίδων κατά την περίοδο χρήσης και ενέκρινε την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων στην τελευταία σύμφωνα με τη ρήτρα 1.10 των ως άνω δεσμεύσεων.

Δ.   Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

33.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Ιουλίου 2018, η American άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλοντας δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η American υποστήριξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του όρου «προσήκουσα χρήση». Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η American υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη της όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων.

34.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της American στο σύνολό της και την καταδίκασε, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή. Tο Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι ο όρος «προσήκουσα χρήση» της ρήτρας 1.10 είχε ορθώς ερμηνευθεί από την Επιτροπή ως «έλλειψη κατάχρησης» κατά την έννοια της ρήτρας 1.13.

35.

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η ερμηνεία αυτή προκύπτει, πρώτον, από το γράμμα της ρήτρας 1.10 λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, δεύτερον, από τους σκοπούς που επιδιώκει η εν λόγω διάταξη και από τους κανόνες των οποίων αποτελεί μέρος και οι οποίοι κατατείνουν στη διευκόλυνση της εισόδου νέων ανταγωνιστών στην αγορά όσον αφορά το επίμαχο δρομολόγιο και, ιδίως, από τον κανονισμό για τις χρονοθυρίδες, και, τρίτον, από την πρόθεση των μετεχόντων στη συγχώνευση μερών, η οποία προκύπτει από το έντυπο RM.

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

36.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Φεβρουαρίου 2021, η American άσκησε αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

37.

Με την αίτησή της αναιρέσεως η American ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναστείλει την εκτέλεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και να την αναιρέσει ·

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

επικουρικώς, εφόσον κριθεί αναγκαίο, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου για επανεξέταση, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, τόσο της παρούσας διαδικασίας όσο και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

38.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

να καταδικάσει την American στα δικαστικά έξοδα.

39.

Η Delta ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της·

να καταδικάσει την American στα δικαστικά έξοδα, τόσο της παρούσας διαδικασίας όσο και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

IV. Ανάλυση

40.

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η American προβάλλει έναν μοναδικό λόγο αναιρέσεως, στο πλαίσιο του οποίου υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι ο όρος «προσήκουσα χρήση» που προβλέπεται στη ρήτρα 1.10 των τελικών δεσμεύσεων σημαίνει «έλλειψη κατάχρησης». Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα επικύρωσε την απόφαση για την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων στη Delta, δεδομένου ότι αυτή δεν αξιοποίησε τις παραχωρηθείσες χρονοθυρίδες.

41.

Ο ως άνω λόγος αναιρέσεως διακρίνεται σε τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η American υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, κατά την ερμηνεία του όρου «προσήκουσα χρήση», τους σκοπούς του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, τα διορθωτικά μέτρα που ελήφθησαν δυνάμει του κανονισμού αυτού και τις ίδιες τις δεσμεύσεις που συμφωνήθηκαν μεταξύ των μετεχόντων στη συγχώνευση μερών. Με το δεύτερο σκέλος, προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι «προσήκουσα χρήση» σημαίνει «έλλειψη κατάχρησης». Με το τρίτο σκέλος, η American προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία του εντύπου RM και της ρήτρας 1.9 των τελικών δεσμεύσεων, ιδίως όσον αφορά τις έννομες συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη φράση «σύμφωνα με την προσφορά».

42.

Λαμβανομένου υπόψη του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, το κεντρικό ζήτημα στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως αφορά την ερμηνεία της έννοιας της «προσήκουσας χρήσης», η οποία, σύμφωνα με τη ρήτρα 1.10 των τελικών δεσμεύσεων, αποτελεί το βασικό νομικό κριτήριο για την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων.

43.

Ελλείψει ορισμού του όρου «προσήκουσα χρήση», ο οποίος περιλαμβάνεται στη ρήτρα 1.10 των ως άνω δεσμεύσεων, θα πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ερμηνεία που υιοθετήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με την οποία η έννοια της «προσήκουσας χρήσης» πρέπει να ερμηνευθεί ως «έλλειψη κατάχρησης», κατά την έννοια της ρήτρας 1.13 των τελικών δεσμεύσεων, επιρρωννύεται από τον σκοπό των επίμαχων διατάξεων και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται.

Α.   Επί του πρώτου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως

44.

Με το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως η American αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου τελολογική και συστηματική ερμηνεία της έννοιας της «προσήκουσας χρήσης» που προβλέπεται στη ρήτρα 1.10 των τελικών δεσμεύσεων. Η επιχειρηματολογία της American περιλαμβάνει τρία σκέλη. Κατ’ αυτήν, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη κατά την ανάλυσή του: πρώτον, τους σκοπούς του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και των διορθωτικών μέτρων που ελήφθησαν δυνάμει του κανονισμού αυτού· δεύτερον, τους ειδικούς σκοπούς των τελικών δεσμεύσεων και, τρίτον, το ολοκληρωμένο διορθωτικό πλαίσιο που δημιουργούν οι δεσμεύσεις αυτές. Η American υποστηρίζει ότι, καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εξετάζει τα ως άνω στοιχεία, ενέχει πρόδηλο νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία.

45.

Η Επιτροπή αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα και υποστηρίζει ότι, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε διεξοδικώς τόσο τους σκοπούς του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και τα διορθωτικά μέτρα που ελήφθησαν βάσει του εν λόγω κανονισμού, όσο και τις επίμαχες δεσμεύσεις.

46.

Από την πλευρά της, η Delta υποστηρίζει ότι το υπό κρίση σκέλος είναι απαράδεκτο, στο μέτρο που η American απλώς επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που έχει ήδη προβάλει σε πρώτο βαθμό, χωρίς να προβαίνει σε ακριβή ανάλυση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

1. Επί του παραδεκτού του πρώτου σκέλους

47.

Πριν αναλυθούν τα τρία επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζεται το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα του παραδεκτού που ήγειρε η Delta όσον αφορά το σκέλος αυτό.

48.

Μολονότι, κατ’ ουσίαν, η American αναπαράγει, στην αίτησή της αναιρέσεως, ορισμένα από τα επιχειρήματα που είχε προβάλλει πρωτοδίκως, φρονώ, παρά ταύτα, ότι παραθέτει σαφώς και επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία αφορούν νομικά ζητήματα, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν συγκεκριμένα το πρώτο αυτό σκέλος. Πράγματι, όπως επισημαίνεται στο σημείο 44 των παρουσών προτάσεων, η American αμφισβητεί την τελολογική και συστηματική ερμηνεία της έννοιας της «προσήκουσας χρήσης» που δόθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

49.

Συνεπώς, το απαράδεκτο που προβάλλει η Delta ως προς το υπό κρίση σκέλος δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

2. Προτεινόμενη ανάλυση

α) Επί της συνεκτιμήσεως από το Γενικό Δικαστήριο των σκοπών του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και των διορθωτικών μέτρων που ελήφθησαν βάσει του εν λόγω κανονισμού

50.

Η American υποστηρίζει, πρώτον, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη, κατά την ερμηνεία του όρου «προσήκουσα χρήση», τον σκοπό που προβλέπει ο κανονισμός περί συγκεντρώσεων και η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα διορθωτικά μέτρα που είναι αποδεκτά βάσει του κανονισμού [περί συγκεντρώσεων] και του [εκτελεστικού κανονισμού] (ΕΕ 2008, C 267, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση για τα διορθωτικά μέτρα), βάσει του οποίου οι δεσμεύσεις πρέπει να «επιλύουν πλήρως» τα δημιουργούμενα προβλήματα ανταγωνισμού.

51.

Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση που μια πράξη συγκέντρωσης δημιουργεί προβλήματα ανταγωνισμού, καθόσον είναι ικανή να παρακωλύσει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη μπορούν να προτείνουν διορθωτικά μέτρα, γνωστά ως «δεσμεύσεις», για την επίλυση των προβλημάτων που εντοπίζει η Επιτροπή ( 6 ).

52.

Όσον αφορά τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνονται βάσει του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, σκοπός τους είναι η πλήρης επίλυση των προβλημάτων ανταγωνισμού που εντοπίζει η Επιτροπή, ούτως ώστε η συγκέντρωση να μην παρακωλύει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Ειδικότερα, ανάλογα με το στάδιο εξελίξεως της διοικητικής διαδικασίας, οι προτεινόμενες δεσμεύσεις πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως ώστε η Επιτροπή είτε να αποφανθεί ότι η κοινοποιηθείσα πράξη δεν εγείρει πλέον σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας («φάση Ι»), σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού περί συγκεντρώσεων, είτε να κρίνει ότι αίρονται οι αμφιβολίες που είχαν επισημανθεί στο πλαίσιο της εμπεριστατωμένης έρευνας («φάση ΙΙ»), σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού.

53.

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε δεόντως τους σκοπούς του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και τα διορθωτικά μέτρα που ελήφθησαν βάσει του ως άνω κανονισμού.

54.

Συναφώς, υπογραμμίζεται, κατά πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο όρισε το σχετικό πλαίσιο ερμηνείας στις σκέψεις 111 και 112 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, επισημαίνοντας ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ειδικοί ερμηνευτικοί κανόνες που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο του προοιμίου των τελικών δεσμεύσεων. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι τελικές δεσμεύσεις πρέπει να ερμηνεύονται «υπό το πρίσμα της απόφασης έγκρισης, εντός του γενικού πλαισίου του δικαίου της Ένωσης και ιδίως υπό το πρίσμα του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και σε συνάρτηση με την ανακοίνωση [για τα διορθωτικά μέτρα]».

55.

Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 117 έως 120 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, προσδιόρισε τις αρχές στις οποίες βασίζεται ο έλεγχος των συγκεντρώσεων υπενθυμίζοντας, αφενός, ότι οι δεσμεύσεις πρέπει να μεριμνούν «ώστε να μη δημιουργηθεί ούτε να ενισχυθεί στο σχετικώς εγγύς μέλλον δεσπόζουσα θέση ούτε να εγερθούν τα εμπόδια στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό τα οποία οι δεσμεύσεις σκοπούν να αποτρέψουν» και, αφετέρου, ότι «[ο]ι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται κατά τη φάση Ι αποσκοπούν στο να εξαλείψουν όλες τις σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η συγκέντρωση θα είχε ως συνέπεια τη σημαντική παρακώλυση του ουσιαστικού ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της, ιδίως λόγω της δημιουργίας ή της ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης». Κατά το Γενικό Δικαστήριο, «οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται κατά τη φάση Ι πρέπει, βάσει της έκτασης και του περιεχομένου τους, να δίνουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εκδώσει εγκριτική απόφαση χωρίς να προχωρήσει στη φάση ΙΙ, καθόσον η Επιτροπή πρέπει να μπορούσε να θεωρήσει ότι οι εν λόγω δεσμεύσεις αποτελούν άμεση και επαρκή απάντηση ικανή να εξαλείψει πλήρως όλες τις σοβαρές αμφιβολίες, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως» ( 7 ). Επιπλέον, στο πλαίσιο της τελολογικής ερμηνείας της «προσήκουσας χρήσης», το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, με τη σκέψη 255 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη ανέλαβαν τις δεσμεύσεις αυτές προκειμένου να μπορέσει η Επιτροπή να διαπιστώσει ότι εξάλειψαν τις σοβαρές αμφιβολίες της».

56.

Το γεγονός ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο δεν μνημόνευσε ρητώς την αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και το σημείο 9 της ανακοίνωσης σχετικά με τα διορθωτικά μέτρα δεν σημαίνει –αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η American– ότι δεν έλαβε υπόψη τους σκοπούς των δεσμεύσεων οι οποίοι απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία.

57.

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, κατά την ερμηνεία της έννοιας της «προσήκουσας χρήσης», δεν αγνόησε τον σκοπό των διορθωτικών μέτρων που ελήφθησαν βάσει του κανονισμού περί συγκεντρώσεων. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο ως προς το σημείο αυτό.

β) Επί της συνεκτιμήσεως από το Γενικό Δικαστήριο των δεσμεύσεων των μετεχόντων στη συγχώνευση μερών

58.

Η American υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη τον ειδικό σκοπό των δεσμεύσεων που ανέλαβαν τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη, ο οποίος συνίσταται στην αποκατάσταση της απώλειας ανταγωνισμού στο δρομολόγιο LHR-PHL, γεγονός το οποίο επιτάσσει αυστηρότερη ερμηνεία της «προσήκουσας χρήσης».

59.

Συναφώς, η American υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, δεν παρέπεμψε στα ουσιώδη στοιχεία των συμπερασμάτων της Επιτροπής σχετικά με τις εν λόγω δεσμεύσεις, τα οποία μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 176, 178 έως 181, 186 και 197 έως 199 της απόφασης έγκρισης. Ειδικότερα, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στη σημασία του εύρους και του περιεχομένου των διορθωτικών μέτρων, στην επελθούσα χάρη στην πράξη συγκέντρωσης αύξηση [της ανταγωνιστικής πίεσης], στις προοπτικές εισόδου στην αγορά, στο γεγονός ότι οι τελικές δεσμεύσεις θα καταστήσουν δυνατό ένα ικανοποιητικό επίπεδο ανταγωνισμού μεταξύ των αεροπορικών εταιριών στο δρομολόγιο LHR-PHL ή στη διαρθρωτική φύση του διορθωτικού μέτρου.

60.

Επιπλέον, μολονότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπενθύμισε τη νομολογία κατά την οποία οι δεσμεύσεις πρέπει να αποτελούν άμεση και επαρκή απάντηση ικανή να εξαλείψει πλήρως όλες τις σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την επίμαχη πράξη, η American προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εφάρμοσε τη συλλογιστική αυτή της αποτελεσματικότητας του διορθωτικού μέτρου κατά την ερμηνεία της «προσήκουσας χρήσης», αφ’ ης στιγμής δέχθηκε τη μη χρήση από την Delta 470 χρονοθυρίδων τις οποίες αυτή είχε λάβει στο πλαίσιο διορθωτικών μέτρων.

61.

Η American υποστηρίζει ότι, κατά την ερμηνεία, στις σκέψεις 250 έως 278 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, των σχετικών διατάξεων των δεσμεύσεων σε συνάρτηση με τον σκοπό τους, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη μόνον τον σκοπό των κεκτημένων δικαιωμάτων για τη βελτίωση της εγγενούς ελκυστικότητας των χρονοθυρίδων, χωρίς να αξιολογήσει τον ίδιο τον σκοπό των δεσμεύσεων αυτών, ο οποίος συνίσταται στην αντιστάθμιση της απώλειας ανταγωνισμού λόγω της διακοπής του καθημερινού δρομολογίου εκ μέρους ενός από τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη, με τη διασφάλιση επαρκούς εισόδου στην αγορά. Η American επισημαίνει συναφώς ότι το ζήτημα του κατά πόσον η αποτελεσματική χρήση των χρονοθυρίδων εκπληρώνει ή όχι τον σκοπό αυτόν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο οποιασδήποτε απόφασης περί κεκτημένων δικαιωμάτων.

62.

Τέλος, η American υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 266 και 267 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συγχέει το αντικείμενο και τον σκοπό των κεκτημένων δικαιωμάτων με την προϋπόθεση της «προσήκουσας χρήσης» που απαιτείται για την αναγνώριση των δικαιωμάτων αυτών. Κατά την American, στο μέτρο που σκοπός της δέσμευσης σχετικά με τις χρονοθυρίδες ήταν η επανάληψη του καθημερινού δρομολογίου ενός από τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη, προκειμένου να επιλυθεί πλήρως το πρόβλημα ανταγωνισμού, η συγκεκριμένη χρήση των ως άνω χρονοθυρίδων για την επίτευξη του σκοπού αυτού, όχι μόνον είναι απολύτως συμβατή με τον προσδιορισμό της «προσήκουσας χρήσης» και την απόφαση περί αναγνωρίσεως ή μη κεκτημένων δικαιωμάτων, αλλά συνιστά, στην πραγματικότητα, βασική πτυχή της ανάλυσης αυτής.

63.

Συναφώς, επισημαίνω εξαρχής ότι η επιχειρηματολογία της American βασίζεται στην παραδοχή ότι ο γενικός σκοπός των διορθωτικών μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων καθώς και ο συγκεκριμένος σκοπός των τελικών δεσμεύσεων συνίστανται στην επανάληψη του καθημερινού δρομολογίου που εκτελούσε προηγουμένως ένα από τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη.

64.

Η εξέταση, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, του επιδιωκόμενου από τις ως άνω δεσμεύσεις σκοπού καταδεικνύει ότι η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.

65.

Υπενθυμίζω ότι σκοπός των δεσμεύσεων που ανέλαβαν τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη ήταν να εξαλείψουν τις σοβαρές αμφιβολίες της Επιτροπής όσον αφορά τη συμβατότητα με την εσωτερική αγορά που θα προκαλούσε άλλως η πράξη συγκέντρωσης. Ειδικότερα, η προκύπτουσα από τη συγκέντρωση οντότητα θα ήταν ο μοναδικός αερομεταφορέας ο οποίος θα εξυπηρετούσε απευθείας το δρομολόγιο LHR-PHL. Η Επιτροπή είχε διαπιστώσει, επιπλέον, ότι η μη διαθεσιμότητα των χρονοθυρίδων στο αεροδρόμιο LHR ήταν το κύριο εμπόδιο στην είσοδο στην αγορά όσον αφορά το δρομολόγιο για το οποίο ανέκυψαν σοβαρές αμφιβολίες ( 8 ).

66.

Συνεπώς, σκοπός των ως άνω δεσμεύσεων ήταν η πλήρης επίλυση των προβλημάτων ανταγωνισμού στο δρομολόγιο LHR-PHL με την άρση (ή τον σημαντικό περιορισμό) των εμποδίων στην είσοδο στην αγορά όσον αφορά το αεροδρόμιο LHR, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επαρκής, έγκαιρη και πιθανή είσοδος στην αγορά ενός πιθανού εισερχόμενου για το ως άνω δρομολόγιο.

67.

Όσον αφορά τις χρονοθυρίδες που απελευθερώνουν τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη και αναλαμβάνει ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά, οι εν λόγω δεσμεύσεις προβλέπουν ότι οι χρονοθυρίδες αυτές πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παροχή «ανταγωνιστικής αεροπορικής υπηρεσίας» η οποία ορίζεται στις τελικές δεσμεύσεις ως «τακτικ[ή] υπηρεσί[α] αεροπορικής μεταφοράς επιβατών χωρίς ενδιάμεση στάση στο ζεύγος αεροδρομίων [LHR-PHL]» ( 9 ). Για την παροχή «ανταγωνιστικής αεροπορικής υπηρεσίας» ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά δεν είναι υποχρεωμένος να εκτελεί συγκεκριμένο αριθμό καθημερινών πτήσεων. Ειδικότερα, καίτοι η ρήτρα 1.1 των τελικών δεσμεύσεων αναφέρει απλώς τον μέγιστο αριθμό χρονοθυρίδων που απελευθερώθηκαν στο πλαίσιο των διορθωτικών μέτρων, δεν προσδιορίζει έναν σταθερό και δεσμευτικό αριθμό δρομολογίων που πρέπει να εκτελεί ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά.

68.

Επιπλέον, οι χρονοθυρίδες που αποκτά ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον στο δρομολόγιο LHR-PHL κατά την περίοδο χρήσης. Σύμφωνα με τη ρήτρα 1.10 των τελικών δεσμεύσεων, τα κεκτημένα δικαιώματα αποκτώνται μόνον εφόσον έγινε «προσήκουσα χρήση» των ως άνω χρονοθυρίδων όσον αφορά το δρομολόγιο LHR-PHL κατά τη διάρκεια της περιόδου χρήσης. Μετά την απόκτησή τους, τα δικαιώματα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα στον ως άνω νεοεισερχόμενο στην αγορά να διατηρήσει μόνιμα τις εν λόγω χρονοθυρίδες και να τις χρησιμοποιήσει για οποιοδήποτε άλλο δρομολόγιο ή ζεύγος πόλεων.

69.

Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις είναι δυνατό να συναχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα.

70.

Πρώτον, η δέσμευση σχετικά με τις χρονοθυρίδες αποτελεί διορθωτικό μέτρο το οποίο σκοπεί στη διευκόλυνση της εισόδου στην αγορά όσον αφορά το δρομολόγιο LHR-PHL, διά της άρσεως του κύριου εμποδίου εισόδου στην αγορά, χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένος αριθμός δρομολογίων που θα πρέπει να εκτελεί ο πιθανός εισερχόμενος ή οι πιθανοί εισερχόμενοι στην αγορά. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η American, καμία από τις ρήτρες των δεσμεύσεων δεν απαιτεί από τον πιθανό εισερχόμενο στην αγορά να δεσμευτεί για χρήση σε ποσοστό 100 % των χρονοθυρίδων που ζήτησε στο πλαίσιο των διορθωτικών μέτρων ούτε να δικαιολογήσει οποιαδήποτε απόκλιση από την προσφορά του.

71.

Δεύτερον, σκοπός της δέσμευσης αυτής είναι να αναπληρώσει, όχι το καθημερινό δρομολόγιο της US Airways, αλλά την ανταγωνιστική πίεση που ασκούσε η US Airways πριν από τη συγκέντρωση. Επομένως, η δέσμευση σχετικά με τις χρονοθυρίδες διασφαλίζει ότι, μετά την εν λόγω συγκέντρωση, η οντότητα που θα προκύψει από την πράξη συγκέντρωσης θα υφίσταται πίεση λόγω της πραγματικής ή δυνητικής εισόδου ανταγωνιστή στην αγορά. Με την παραχώρηση των χρονοθυρίδων σε νεοεισερχόμενο στην αγορά, οι δεσμεύσεις σκοπούν να διασφαλίσουν ότι ο νεοεισερχόμενος θα είναι σε θέση να τις χρησιμοποιεί υπό τους ίδιους όρους όπως η US Airways προ της συγχωνεύσεως ( 10 ).

72.

Τρίτον, η επανάληψη του καθημερινού δρομολογίου της US Airways δεν αποτελεί ομοίως προϋπόθεση για την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων στον δυνητικό εισερχόμενο ή στους δυνητικούς εισερχόμενους στην αγορά.

73.

Τέταρτον, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 257 έως 261 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ο σκοπός των κεκτημένων δικαιωμάτων ήταν να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των δεσμεύσεων σχετικά με τις χρονοθυρίδες, συμβάλλοντας στον κοινό σκοπό της πλήρους επίλυσης των προβλημάτων ανταγωνισμού που διαπίστωσε η Επιτροπή, με τη διευκόλυνση της επαρκούς, έγκαιρης και πιθανής εισόδου στην αγορά όσον αφορά το δρομολόγιο LHR-PHL.

74.

Επισημαίνω, εξάλλου, ότι, αντιθέτως προς τις επικρίσεις που διατύπωσε η American με την αίτησή της αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αγνόησε τον προβαλλόμενο από την American σκοπό κατά τον οποίο οι δεσμεύσεις επιδίωκαν να αποκαταστήσουν την αύξηση [της ανταγωνιστικής πίεσης] που επέφερε η πράξη συγκέντρωσης. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ρητώς την επιχειρηματολογία αυτή κρίνοντας ότι δεν τεκμηριώνεται ούτε από την απόφαση έγκρισης και την προσβαλλόμενη απόφαση ούτε από τις τελικές δεσμεύσεις και ότι είναι ασυμβίβαστη με την ίδια τη φύση των κεκτημένων δικαιωμάτων και την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή όταν εγκρίνει τα διορθωτικά μέτρα που προτείνονται από τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη ( 11 ). Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι κανένα από τα αποσπάσματα της απόφασης έγκρισης που παρατίθενται στο σημείο 59 των παρουσών προτάσεων δεν τεκμηριώνει τη θέση της American.

75.

Τέλος, εκτιμώ ότι πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της American που εκτίθεται στο σημείο 61 των παρουσών προτάσεων, κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο επικεντρώθηκε αποκλειστικώς στον σκοπό των κεκτημένων δικαιωμάτων, ο οποίος συνίστατο στο να καταστούν οι χρονοθυρίδες που παραχωρήθηκαν στο πλαίσιο των διορθωτικών μέτρων περισσότερες ελκυστικές, μη λαμβάνοντας υπόψη τον ευρύτερο σκοπό των δεσμεύσεων να διασφαλίσουν την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων ανταγωνισμού που προκύπτουν από την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση.

76.

Όπως διευκρινίζεται στα σημεία 72 και 73 των παρουσών προτάσεων, η αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων δεν επιδίωκε αυτοτελή σκοπό, αλλά αποσκοπούσε στην επίτευξη του γενικού σκοπού των δεσμεύσεων, ο οποίος συνίστατο στην πλήρη επίλυση των προβλημάτων ανταγωνισμού όσον αφορά το δρομολόγιο LHR-PHL. Επομένως, σκοπός της συμπερίληψης των κεκτημένων δικαιωμάτων στις δεσμεύσεις ήταν να διευκολύνει την είσοδο στην αγορά καθιστώντας την προσφορά των χρονοθυρίδων περισσότερο ελκυστική, προκειμένου να παρακινηθούν οι αεροπορικές εταιρίες να ζητήσουν τη χρήση των χρονοθυρίδων που είχαν παραχωρηθεί στο πλαίσιο των διορθωτικών μέτρων και να εισέλθουν στην αγορά όσον αφορά το δρομολόγιο LHR-PHL με ανταγωνιστική αεροπορική υπηρεσία και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των εν λόγω δεσμεύσεων. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εστιάζοντας στον σκοπό των κεκτημένων δικαιωμάτων.

γ) Επί της συνεκτιμήσεως από το Γενικό Δικαστήριο του συνολικού διορθωτικού πλαισίου το οποίο δημιουργούν οι δεσμεύσεις

77.

Η American υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά τη συστηματική ερμηνεία της έννοιας της «προσήκουσας χρήσης», καθόσον περιορίστηκε να εξετάσει μεμονωμένα τη ρήτρα 1.13 των τελικών δεσμεύσεων χωρίς να λάβει υπόψη το συνολικό διορθωτικό πλαίσιο που δημιουργούν οι δεσμεύσεις αυτές. Κατά την ως άνω εταιρία, η συστηματική ερμηνεία θα έπρεπε να λάβει υπόψη τουλάχιστον τις ρήτρες 1.1, 1.24, 1.26, 1.27, 1.10 και 1.11 των τελικών δεσμεύσεων. Οι διατάξεις αυτές, εξεταζόμενες από κοινού, αποτελούν ένα συνεκτικό σύστημα το οποίο καθιστά δυνατή την επίτευξη του κύριου σκοπού που επιδιώκεται με το θεσπισθέν διορθωτικό μέτρο, ήτοι την «πλήρη επίλυση» του προβλήματος ανταγωνισμού.

78.

Πρώτον, επισημαίνεται ότι η συστηματική ή βάσει του οικείου πλαισίου ερμηνεία δεν σημαίνει ότι μια νομική διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του συνόλου των λοιπών διατάξεων του νομοθετήματος στο οποίο εντάσσεται. Ειδικότερα, η συνεκτίμηση των λοιπών διατάξεων είναι αναγκαία μόνον στο μέτρο που αυτές είναι κρίσιμες.

79.

Δεύτερον, όσον αφορά την ανάλυση του συνολικού διορθωτικού πλαισίου που δημιουργούν οι δεσμεύσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την ανάγνωση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε τις λοιπές διατάξεις των τελικών δεσμεύσεων, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που επικαλείται η American. Ωστόσο, η κρισιμότητά τους στο πλαίσιο της ανάλυσης του όρου «προσήκουσα χρήση» απορρίφθηκε, στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις δεν αφορούν την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων. Συναφώς, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 246 έως 249 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, οι ρήτρες 1.1, 1.24, 1.26 και 1.27 των τελικών δεσμεύσεων διέπουν την προσφορά του πιθανού εισερχομένου στην αγορά και είναι κρίσιμες για τη χορήγηση των χρονοθυρίδων που παρέχονται στο πλαίσιο διορθωτικών μέτρων και όχι για την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων.

80.

Όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 239 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η μόνη διάταξη των τελικών δεσμεύσεων που πράγματι αφορά τη χρήση των οικείων χρονοθυρίδων είναι η ρήτρα 1.13 σχετικά με την κατάχρηση. Συγκεκριμένα, η ρήτρα 1.13, στοιχείο βʹ, των τελικών δεσμεύσεων αναφέρεται σε αριθμό πτήσεων που πρέπει να εκτελείται, ούτως ώστε η εκτέλεση μικρότερου αριθμού πτήσεων από τον αριθμό που ανέλαβε να εκτελέσει ο πιθανός εισερχόμενος στην αγορά να μη θεωρείται «κατάχρηση». Η χρήση αυτή πρέπει να είναι συμβατή με την αρχή της «απώλειας των χρονοθυρίδων σε περίπτωση μη χρήσης τους» που θεσπίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού για τις χρονοθυρίδες, η οποία προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι για να μπορέσει ένας αερομεταφορέας να αξιοποιήσει τις χρονοθυρίδες που του έχουν χορηγηθεί κατά την επόμενη περίοδο, πρέπει να αποδείξει ότι αξιοποίησε τις χρονοθυρίδες αυτές σε ποσοστό τουλάχιστον 80 % του χρόνου καθ’ όλη την περίοδο προγραμματισμού για την οποία χορηγήθηκαν οι εν λόγω χρονοθυρίδες (στο εξής: κανόνας 80/20).

81.

Επιπλέον, όπως αναφέρεται επίσης στο σημείο 70 των παρουσών προτάσεων, καμία από τις ρήτρες των τελικών δεσμεύσεων δεν απαιτεί από τον πιθανό εισερχόμενο στην αγορά να δεσμευτεί για τη χρήση σε ποσοστό 100 % των χρονοθυρίδων τις οποίες ζήτησε να λάβει στο πλαίσιο των διορθωτικών μέτρων ή να δικαιολογήσει οποιαδήποτε απόκλιση από την προσφορά του.

82.

Ως εκ τούτου, κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, είμαι της γνώμης ότι το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Β.   Επί του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως

83.

Με το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, η American υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια της «προσήκουσας χρήσης» σημαίνει «έλλειψη κατάχρησης».

84.

Η επιχειρηματολογία αυτή περιλαμβάνει δύο σκέλη. Αφενός, η American υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του κριτηρίου περί «ελλείψεως κατάχρησης» για την ερμηνεία της έννοιας της «προσήκουσας χρήσης» καταλήγει σε ένα επίπεδο χρήσης των χρονοθυρίδων το οποίο δεν συνάδει με τους σκοπούς των δεσμεύσεων που ανέλαβαν τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη. Αφετέρου, η American θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον έκρινε ότι η έννοια της «προσήκουσας χρήσης» σημαίνει «έλλειψη κατάχρησης».

85.

Από την πλευρά τους, η Επιτροπή και η Delta υποστηρίζουν ότι από τα επιχειρήματα που προβάλλει η American στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους της αιτήσεως αναιρέσεως ουδόλως αποδεικνύεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη κατά την ανάλυσή του.

1. Επί του επιπέδου χρήσης που αντιστοιχεί στην έλλειψη «κατάχρησης»

86.

Η American υποστηρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει χρησιμοποιηθεί χρονοθυρίδα χορηγηθείσα στο πλαίσιο διορθωτικών μέτρων, ο σκοπός της «πλήρους επίλυσης» του προβλήματος ανταγωνισμού δεν επιτυγχάνεται και δημιουργείται «σημαντικό εμπόδιο στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό». Κατά την ως άνω εταιρία, καίτοι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να εξετάσει κατά πόσον οι δεσμεύσεις αποτελούν επαρκή απάντηση, ικανή να εξαλείψει πλήρως τις σοβαρές αμφιβολίες, εντούτοις δεν δύναται να τροποποιήσει τις υποχρεωτικές αυτές δεσμεύσεις μέσω μιας ερμηνείας της έννοιας της «προσήκουσας χρήσης» η οποία δεν συνάδει προς τους σκοπούς και τους όρους των εν λόγω δεσμεύσεων.

87.

Φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, ιδίως λόγω του ότι η απαίτηση περί χρήσης των χρονοθυρίδων προκειμένου να αναγνωριστούν κεκτημένα δικαιώματα, όπως υποστηρίζει η American, είναι αντίθετη προς τις διατάξεις και τους σκοπούς των δεσμεύσεων και ενέχει τον κίνδυνο να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητά τους.

88.

Συγκεκριμένα, πρώτον, η υιοθέτηση της ερμηνείας που υποστηρίζει η American θα επέβαλλε για κάθε πιθανό εισερχόμενο στην αγορά ποσοστό χρήσης ανώτερο του 80 %, το οποίο αποτελεί τον κανόνα του κλάδου ( 12 ). Στο πλαίσιο αυτό, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η Delta, προκειμένου να αποκτήσει κεκτημένα δικαιώματα, θα πρέπει να συμμορφωθεί με αυστηρότερους όρους αξιοποίησης από εκείνους που προβλέπει το κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς και οι οποίοι, επομένως, ίσχυαν για την US Airways πριν από την πράξη συγκέντρωσης και ισχύουν για την American μετά τη συγχώνευση.

89.

Δεύτερον, ο καθορισμός υψηλότερου επιπέδου αξιοποίησης για κάθε πιθανό νεοεισερχόμενο στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του θα αντέβαινε προς την ανάγκη διασφάλισης ισότιμων όρων ανταγωνισμού όσον αφορά το δρομολόγιο LHR-PHL. Ειδικότερα, μια τέτοια απαίτηση θα στερούσε από τη Delta την ευελιξία που προσφέρει ο κανόνας 80/20, θέτοντάς την σε μειονεκτική θέση έναντι της American, η οποία θα συνέχιζε να επωφελείται από τον κανόνα αυτόν. Δεδομένου ότι σκοπός των δεσμεύσεων είναι να διασφαλιστεί αποτελεσματικός ανταγωνισμός στο δρομολόγιο LHR-PHL, η κατάσταση της Delta θα πρέπει να είναι συγκρίσιμη με εκείνη οποιασδήποτε άλλης αεροπορικής εταιρίας και ιδίως με την κατάσταση των αεροπορικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στο ως άνω δρομολόγιο. Επομένως, μόνον η χρήση των χρονοθυρίδων από τον νεοεισερχόμενο στην αγορά, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στη ρήτρα 1.13 των τελικών δεσμεύσεων, εξασφαλίζει ότι ο ως άνω νεοεισερχόμενος –εν προκειμένω, η Delta– μπορεί να ασκήσει τη δραστηριότητά του επί ίσοις όροις με τον κύριο ανταγωνιστή του, ήτοι την American.

90.

Τρίτον, η θέση την οποία υποστηρίζει η American δεν συνάδει προς τον ειδικό σκοπό των δεσμεύσεων, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της εισόδου στην αγορά όσον αφορά το δρομολόγιο LHR-PHL. Η επιλογή ποσοστού χρήσης ανώτερου από τον κανόνα του κλάδου ενδέχεται να αποθαρρύνει κάθε πιθανό εισερχόμενο στην αγορά, στερώντας από τις δεσμεύσεις τον χαρακτήρα κινήτρου που απορρέει από τη συμπερίληψη των κεκτημένων δικαιωμάτων και μειώνοντας την αποτελεσματικότητα της δέσμευσης σχετικά με τις χρονοθυρίδες.

91.

Τέταρτον, τυχόν αποδοχή της ερμηνείας που προτείνει η American ενδέχεται να υπονομεύσει την ασφάλεια δικαίου που είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως και η αποτελεσματικότητα των δεσμεύσεων. Επισημαίνω, συναφώς, ότι, όπως ορθώς υπενθυμίζει το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 125 και 275 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, οι δεσμεύσεις, πέραν του ότι αποσκοπούν στην εξάλειψη των σοβαρών αμφιβολιών ως προς τη συμβατότητα της συγκέντρωσης με την εσωτερική αγορά, έχουν επίσης σημασία για τους τρίτους που αναλαμβάνουν τις δραστηριότητες των μετεχόντων στη συγκέντρωση μερών, στο μέτρο που οι όροι ανάληψης των δραστηριοτήτων αυτών καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις εν λόγω δεσμεύσεις. Για τον σκοπό αυτό, είναι σημαντικό τα κριτήρια για την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων να είναι σαφή και επαληθεύσιμα, αποκλείοντας κάθε αυθαίρετη εκτίμηση. Επομένως, τυχόν αποδοχή της θέσης της American θα σήμαινε ότι οποιαδήποτε απόκλιση από την προσφορά μιας επιχείρησης που αναλαμβάνει χρονοθυρίδες –εν προκειμένω, της Delta– θα έπρεπε να δικαιολογηθεί βάσει αόριστων κριτηρίων, τα οποία δεν προσδιορίζονται στις δεσμεύσεις. Όπως ορθώς επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 250 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η «προσήκουσα χρήση» γίνεται αντιληπτή ως έλλειψη «κατάχρησης» κατά την έννοια της ρήτρας 1.13 των τελικών δεσμεύσεων είναι η μοναδική που εγγυάται την αναγκαία ασφάλεια δικαίου για κάθε πιθανό εισερχόμενο στην αγορά.

92.

Πέμπτον, επισημαίνεται ότι, προκειμένου οι δεσμεύσεις που προτείνονται από τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη να μπορούν να εξαλείψουν τα προβλήματα ανταγωνισμού που έχουν εντοπιστεί, θα πρέπει να είναι δυνατή η αποτελεσματική εφαρμογή και παρακολούθησή τους ( 13 ). Ωστόσο, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, ο όρος αυτός πληρούται μόνον με παραπομπή στη ρήτρα 1.13 των τελικών δεσμεύσεων.

93.

Έκτον, μια τέτοια ερμηνεία των όρων που καθιστούν δυνατή την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων δεν θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, λόγω του αόριστου χαρακτήρα της, να γίνει δεκτή κατά τη φάση Ι, σκοπός της οποίας είναι, υπενθυμίζω, να εξαλείψει κάθε σοβαρή αμφιβολία ως προς τη συμβατότητα μιας συγκέντρωσης με την κοινή αγορά ( 14 ).

94.

Επιπλέον, έχω τη γνώμη ότι πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της American ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον, με τη σκέψη 291 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, έκρινε ότι το γεγονός ότι το ποσοστό αξιοποίησης των χρονοθυρίδων από την Delta κυμαινόταν μεταξύ 76,4 % και 81 % δεν σήμαινε ότι υπονομεύθηκε ο σκοπός των δεσμεύσεων. Συναφώς, η American υπενθυμίζει ότι η Delta δεν εκτέλεσε 470 πτήσεις (συνολικά μετ’ επιστροφής) στο δρομολόγιο LHR-PHL και ότι, ως εκ τούτου, ο ειδικός σκοπός που είχε τεθεί με τις δεσμεύσεις δεν επιτεύχθηκε, στο μέτρο που οι χρονοθυρίδες αυτές δεν αξιοποιήθηκαν εν τέλει από καμία αεροπορική εταιρία. Κατά την αναιρεσείουσα, το αποτέλεσμα αυτό αποτελεί σημαντική ένδειξη για το ότι η «έλλειψη κατάχρησης» συνιστά εσφαλμένη νομική ερμηνεία της έννοιας της «προσήκουσας χρήσης».

95.

Επισημαίνεται ότι, αφενός, το επιχείρημα που προβάλλει η American σχετικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των ποσοστών αξιοποίησης αφορά πραγματικά ζητήματα [και εκτιμήσεις πραγματικών ζητημάτων] τα οποία κρίθηκαν οριστικά με τις σκέψεις 285 έως 291 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και των οποίων η παραμόρφωση δεν προβλήθηκε από την αναιρεσείουσα. Αφετέρου, στις σκέψεις 90, 290 και 294 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως υπογραμμίστηκε ότι η αναιρεσείουσα, καίτοι επικρίνει την ελλιπή αξιοποίηση των χρονοθυρίδων από την Delta, δεν αμφισβητεί ότι η Delta προέβη σε χρήση κατά τρόπο σύμφωνο με τον κανόνα 80/20.

2. Επί των λοιπών στοιχείων που επιτρέπουν να υποστηριχθεί η ερμηνεία του όρου «προσήκουσα χρήση» ως έλλειψη «κατάχρησης»

96.

Πρώτον, η American υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 95, 103, 104 και 207 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, εσφαλμένως στηρίχθηκε στη συνήθη έννοια του όρου «κατάχρηση», προκειμένου να θεωρήσει ότι αυτή συνάδει με την έννοια της «προσήκουσας χρήσης». Κατά την American, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να αναγνωρίσει ότι η συνήθης έννοια του όρου «κατάχρηση» καλύπτει κάθε περίπτωση, όπως αυτή της υπό κρίση υπόθεσης, κατά την οποία οι υποσχέσεις που δόθηκαν με σκοπό την απόκτηση νομικού πλεονεκτήματος, συμπεριλαμβανομένων των κεκτημένων δικαιωμάτων, δεν τηρήθηκαν χωρίς επαρκή αιτιολόγηση.

97.

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό δικαστήριο δεν στήριξε τα συμπεράσματά του στη συνήθη έννοια και τη γραμματική ερμηνεία του όρου «κατάχρηση». Ειδικότερα, επειδή το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, με τη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η γραμματική ερμηνεία «[δεν] αρκεί για τη συναγωγή συμπερασμάτων», προχώρησε στη συστηματική ερμηνεία των δεσμεύσεων.

98.

Δεύτερον, η American υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως στηρίχθηκε, με τις σκέψεις 209 και 210 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, στο γεγονός ότι, στην υπόθεση IAG/bmi, οι διατάξεις σχετικά με την «κατάχρηση» εντάσσονται στο πλαίσιο του τμήματος για την «[α]ναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων επί των χρονοθυρίδων», για να καταλήξει ότι η φράση αυτή σημαίνει «μη προσήκουσα χρήση». Η American επισημαίνει, συναφώς, ότι οι δεσμεύσεις στην υπό κρίση υπόθεση δεν περιέχουν τον ως άνω τίτλο. Επιπλέον, κατά την άποψή της, το τμήμα αυτό των δεσμεύσεων στην υπόθεση IAG/bmi που θεωρήθηκε ότι αφορά τα «κεκτημένα δικαιώματα», αφορά, στην πραγματικότητα, άλλες πτυχές οι οποίες δεν είναι κρίσιμες για την ερμηνεία του όρου «προσήκουσα χρήση».

99.

Όπως διευκρινίστηκε στο σημείο 6 των παρουσών προτάσεων, οι δεσμεύσεις στην υπόθεση IAG/bmi χρησίμευσαν ως πρότυπο για τις δεσμεύσεις στην υπό κρίση υπόθεση. Άλλωστε, όπως προκύπτει από τα σημεία 118 και 119 των παρουσών προτάσεων, εάν τα μέρη ήθελαν να παρεκκλίνουν από αυτό το πρότυπο ή να παράσχουν διαφορετική ερμηνεία από εκείνη των δεσμεύσεων στην προαναφερθείσα υπόθεση, αυτό θα έπρεπε να είχε αναφερθεί σαφώς στις δεσμεύσεις. Επομένως, το γεγονός ότι, αφενός, οι δεσμεύσεις στην υπόθεση IAG/bmi περιέχουν τον τίτλο «Αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων επί των χρονοθυρίδων» και, αφετέρου, ότι στο τμήμα «Αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων επί των χρονοθυρίδων» περιέχονται και ορισμένες διατάξεις οι οποίες δεν αφορούν την αναγνώριση των δικαιωμάτων αυτών δεν κλονίζει την εκτίμηση, που περιλαμβάνεται στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, κατά την οποία οι δεσμεύσεις στην υπόθεση IAG/bm αποτελούν αξιόπιστη βάση για την ερμηνεία των δεσμεύσεων στην υπό κρίση υπόθεση ( 15 ).

100.

Τρίτον, η American υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ανέλυσε κατά τρόπο συνεκτικό και πλήρη το σκεπτικό κατά το οποίο η ρήτρα 1.13 των τελικών δεσμεύσεων σχετικά με την έννοια της «κατάχρησης» παρέχει το κριτήριο για τον προσδιορισμό της «προσήκουσας χρήσης». Επιπλέον, η American επισημαίνει πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του σκεπτικού αυτού, ιδίως με τις σκέψεις 236 έως 240, 276 και 277 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

101.

Κατά τη γνώμη μου, μολονότι είναι αληθές ότι η δομή της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι πάντοτε απολύτως σαφής και ενίοτε δυσχεραίνει την ανάγνωση και την κατανόησή της, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η ανωτέρω εκτίμηση δεν σημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι η έννοια της «κατάχρησης» παρέχει το κριτήριο για τον προσδιορισμό της «προσήκουσας χρήσης».

102.

Τέταρτον, η American προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τις σκέψεις 279 έως 292 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη σχετικά με την ερμηνεία καθόσον έκρινε ότι η «συστηματική ερμηνεία» των δεσμεύσεων πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα του κανονισμού για τις χρονοθυρίδες. Υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι η εκτίμηση αυτή δεν συνάδει με το γράμμα του τρίτου εδαφίου του προοιμίου των τελικών δεσμεύσεων, στο μέτρο που η εν λόγω διάταξη δεν μνημονεύει τον ως άνω κανονισμό μεταξύ των νομικών κειμένων βάσει των οποίων πρέπει να ερμηνεύονται οι τελικές δεσμεύσεις, μολονότι σε άλλα σημεία των εν λόγω δεσμεύσεων γίνεται αναφορά στον κανονισμό. Εν συνεχεία, προβάλλει ότι ο σκοπός του κανονισμού για τις χρονοθυρίδες δεν αντιστοιχεί στους σκοπούς των διορθωτικών μέτρων του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και των ειδικών διορθωτικών μέτρων που ελήφθησαν στην υπό κρίση υπόθεση.

103.

Επισημαίνω, κατά πρώτον, ότι το γεγονός ότι ο κανονισμός για τις χρονοθυρίδες μνημονεύεται ειδικώς στις δεσμεύσεις δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς το ότι αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας. Υπενθυμίζω επίσης ότι το τρίτο εδάφιο του προοιμίου των τελικών δεσμεύσεων διευκρινίζει ότι οι εν λόγω δεσμεύσεις πρέπει να ερμηνευθούν, μεταξύ άλλων, εντός του «γενικού πλαισίου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, επισήμανε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κανονισμός για τις χρονοθυρίδες, ο οποίος αποτελεί τμήμα του «γενικού πλαισίου του δικαίου της Ένωσης».

104.

Κατά δεύτερον, όπως διευκρινίζεται στα σημεία 80 και 88 των παρουσών προτάσεων, αφ’ ης στιγμής το ποσοστό αξιοποίησης που προβλέπεται στον ως άνω κανονισμό αποτελεί τον κανόνα του κλάδου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι θα αναμενόταν η Delta να ασκεί τις δραστηριότητές της σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς. Εξάλλου, στο μέτρο που οι διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού για τις χρονοθυρίδες αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς στην Ένωση, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 283 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι θα αναμενόταν, αν οι όροι για την αναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων απέκλιναν από το πλαίσιο αυτό, τούτο να συνάγεται σαφώς από το κείμενο των τελικών δεσμεύσεων, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

105.

Κατά τρίτον, φρονώ, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η American, το γεγονός ότι ο κανονισμός για τις χρονοθυρίδες επιδιώκει διαφορετικούς σκοπούς από τον κανονισμό περί συγκεντρώσεων δεν αποκλείει τη συνεκτίμησή του στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων. Ειδικότερα, όπως διευκρινίστηκε στο σημείο 89 των παρουσών προτάσεων, η εφαρμογή του κανόνα 80/20 δεν οφείλεται μόνον σε λόγους που σχετίζονται με την εναέρια κυκλοφορία, αλλά καθίσταται επίσης απαραίτητη προκειμένου να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ της Delta και της κύριας ανταγωνίστριάς της στο δρομολόγιο LHR-PHL, ήτοι της American. Υπενθυμίζω, άλλωστε, ότι, στο πλαίσιο της αποστολής της, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει όλα τα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με το προτεινόμενο διορθωτικό μέτρο σε συνάρτηση με τη δομή και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αγοράς όπου προκύπτουν τα προβλήματα ανταγωνισμού ( 16 ).

106.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Γ.   Επί του τρίτου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως

107.

Με το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως η American υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε δυσανάλογη και αδικαιολόγητη σημασία στο περιεχόμενο του εντύπου RM κατά την ερμηνεία της έννοιας της «προσήκουσας χρήσης».

1. Επί του παραδεκτού του τρίτου σκέλους

108.

Συναφώς, επισημαίνω ότι η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου όσον αφορά το επιχείρημα αυτό, καθόσον δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως.

109.

Φρονώ, ωστόσο, ότι το επιχείρημα της American είναι παραδεκτό στο μέτρο που αμφισβητεί τις εκτιμήσεις που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τις οποίες οι πληροφορίες που προκύπτουν από το έντυπο RM υποδηλώνουν ότι η φράση «σύμφωνα με την προσφορά» δεν είναι κρίσιμη για την ερμηνεία της έννοιας της «προσήκουσας χρήσης» που προβλέπεται στη ρήτρα 1.10 των τελικών δεσμεύσεων.

2. Προτεινόμενη ανάλυση

110.

Η American υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι το έντυπο RM είναι προπαρασκευαστικό έγγραφο και ότι, ως εκ τούτου, η ανάλυση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως δεν συνάδει με τη νομολογία της Ένωσης, κατά την οποία οι «προπαρασκευαστικές εργασίες» δεν θεωρούνται ως μέθοδος ερμηνείας δυνάμενη να μεταβάλει το περιεχόμενο ή τον σκοπό διατάξεως του δικαίου της Ένωσης.

111.

Συναφώς, υπογραμμίζεται, πρώτον, ότι όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 122 και 123 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το έντυπο RM προβλέπεται απευθείας στον κανονισμό περί συγκεντρώσεων. Δεδομένου ότι οι όροι που περιλαμβάνονται στις τελικές δεσμεύσεις πρέπει, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του προοιμίου, να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του ως άνω κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη στην ανάλυσή του το έντυπο RM ( 17 ).

112.

Δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο του εντύπου RM, το άρθρο 20, παράγραφος 1α, του εκτελεστικού κανονισμού ορίζει ότι οι επιχειρήσεις, ταυτόχρονα με την υποβολή των δεσμεύσεων που προτείνουν να αναλάβουν, οφείλουν να προσδιορίζουν στο ως άνω έντυπο τις πληροφορίες και τα έγγραφα που πρέπει να υποβάλλονται Επιπλέον, στο παράρτημα IV του ως άνω κανονισμού προβλέπεται ότι οι πληροφορίες του εντύπου RM είναι απαραίτητες προκειμένου να μπορέσει η Επιτροπή να εξετάσει αν οι δεσμεύσεις είναι ικανές να καταστήσουν τη συγκέντρωση συμβατή με την εσωτερική αγορά στο μέτρο που προλαμβάνουν τη δημιουργία σημαντικών φραγμών στην άσκηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Επιπλέον, επισημαίνω ότι η ανακοίνωση για τα διορθωτικά μέτρα, στο σημείο 7, παραπέμπει επίσης στο έντυπο RM αναφέροντας ότι ανάγεται στην ευθύνη των μετεχόντων στη συγκέντρωση μερών, καθόσον μόνον αυτά έχουν όλα τα σχετικά στοιχεία, να υποβάλουν «όλες τις σχετικές πληροφορίες που διαθέτουν και οι οποίες είναι αναγκαίες» για να αξιολογήσει η Επιτροπή την πρόταση διορθωτικών μέτρων.

113.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το έντυπο RM δεν είναι αμιγώς προπαρασκευαστικό έγγραφο, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, αλλά έγγραφο συμπληρωματικό των δεσμεύσεων, το οποίο, όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σκοπεί ακριβώς να βοηθήσει την Επιτροπή να αξιολογήσει το περιεχόμενο, τον σκοπό, τη βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων διορθωτικών μέτρων καθώς και να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η επιχείρηση αντιλαμβάνεται τα διορθωτικά αυτά μέτρα.

114.

Τρίτον, επισημαίνεται, ότι, καίτοι, κατ’ ουσίαν, η ανάλυση του εντύπου RM κατέχει πράγματι σημαντική θέση στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ( 18 ), το επιχείρημα της American ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε δυσανάλογη σημασία στο έντυπο αυτό πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει κατά τρόπο αρκούντως σαφή ότι η ανάλυση του εντύπου RM είναι απλώς ένα από τα στοιχεία τα οποία το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας στην οποία προέβη, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έννοια της «προσήκουσας χρήσης» μπορεί να ερμηνευθεί ως έλλειψη «κατάχρησης», κατά την έννοια της ρήτρας 1.13 των τελικών δεσμεύσεων ( 19 ).

115.

Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, είμαι της γνώμης ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καταλήγοντας ότι οι όροι των τελικών δεσμεύσεων πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα του εντύπου RM.

116.

Κατά δεύτερον, η American υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία της ρήτρας 1.9 των τελικών δεσμεύσεων, ιδίως όσον αφορά τις έννομες συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη φράση «σύμφωνα με την προσφορά» υπό το πρίσμα του εντύπου RM. Κατά την άποψή της, η εν λόγω διατύπωση δεν αποτελεί απλώς «γλωσσική παραλλαγή» των δεσμεύσεων, δεδομένου ότι αυτή προκύπτει από άλλα πρότυπα δεσμεύσεων τα οποία έκανε προσφάτως δεκτά η Επιτροπή.

117.

Για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, φρονώ ότι και το επιχείρημα αυτό είναι βέβαιο ότι δεν θα ευδοκιμήσει.

118.

Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή απαίτησε ρητώς να συμπεριληφθούν στις δεσμεύσεις που πρότειναν τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη κεκτημένα δικαιώματα, του τύπου εκείνων που προτάθηκαν στην υπόθεση IAG/bmi, προκειμένου η συγκέντρωση να μπορεί να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά. Σε αυτήν τη βάση, το τμήμα 3 του εντύπου RM που υπέβαλαν στην Επιτροπή τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη ανέφερε ρητώς ότι οι δεσμεύσεις στηρίζονταν στις δεσμεύσεις της αποφάσεως στην υπόθεση IAG/bmi και ότι τα σημεία στα οποία τα μέρη απέκλιναν από τις δεσμεύσεις αυτές προσδιορίζονταν στο έντυπο RM ( 20 ). Επιπλέον, τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη διευκρίνισαν ότι τα εν λόγω σημεία δεν περιλάμβαναν τις «γλωσσικές παραλλαγές ήσσονος σημασίας» ή τις διευκρινίσεις που επιβάλλονται από τις ειδικότερες περιστάσεις. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις διατάξεις σχετικά με τα κεκτημένα δικαιώματα, στο έντυπο RM δεν προσδιορίστηκε καμία απόκλιση σε σχέση με τις δεσμεύσεις που έγιναν δεκτές στην υπόθεση IAG/bmi.

119.

Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς αναγνώρισε, με τις σκέψεις 143 και 144 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ήταν ευθύνη της American να αναφέρει στο έντυπο RM τυχόν ουσιαστική τροποποίηση σε σχέση με τη διατύπωση των δεσμεύσεων στην υπόθεση IAG/bmi, οι οποίες χρησίμευσαν ως πρότυπο για την υπό κρίση υπόθεση. Ωστόσο, δεδομένου ότι η έννοια «σύμφωνα με την προσφορά» δεν περιλαμβανόταν στις δεσμεύσεις στην υπόθεση IAG/bmi και η προσθήκη της φράσης αυτής δεν επισημάνθηκε σαφώς ως αλλαγή σε σχέση με τις δεσμεύσεις στην ως άνω υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 139 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η διατύπωση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως «γλωσσική παραλλαγή ήσσονος σημασίας» των δεσμεύσεων.

120.

Οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν κλονίζονται από τους ισχυρισμούς της American ότι η διατύπωση «σύμφωνα με την προσφορά» προέρχεται από άλλα πρότυπα δεσμεύσεων και ότι η δέσμευση σχετικά με τις χρονοθυρίδες στην υπό κρίση υπόθεση περιέχει πλείονες διατάξεις οι οποίες προέρχονται από τις δεσμεύσεις στην υπόθεση COMP/AT.39595 – Α++ ( 21 ). Συγκεκριμένα, το μοναδικό πρότυπο το οποίο η Επιτροπή ζήτησε ρητώς να περιληφθεί στις δεσμεύσεις που προτάθηκαν για την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων ήταν η υπόθεση IAG/bmi. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις των λοιπών δεσμεύσεων είναι άνευ σημασίας για την ερμηνεία της έννοιας της «προσήκουσας χρήσης» και για την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων, πολλώ δε μάλλον διότι τα λοιπά προβαλλόμενα πρότυπα δεσμεύσεων δεν αφορούσαν κεκτημένα δικαιώματα.

121.

Θα ήθελα να διευκρινίσω, συναφώς, ότι, μολονότι στο πλαίσιο της αποστολής που ανατίθεται στην Επιτροπή και η οποία συνίσταται στο να αποδείξει ότι μια πράξη συγκέντρωσης είναι ικανή να παρακωλύσει σημαντικά τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή υποχρεούται να ελέγχει τις πληροφορίες που παρέχουν τα μετέχοντα στη συγκέντρωση μέρη, εντούτοις, δεν είναι δυνατό να αναμένεται από αυτή να προβλέψει κάθε πιθανή ερμηνεία των δεσμεύσεων που προτείνουν τα ως άνω μέρη, ιδίως, όταν η ερμηνεία αυτή, όχι μόνον αποκλίνει από το αναλυτικό πλαίσιο που τα ίδια τα μέρη είχαν αποδεχθεί καθώς και από τους κανόνες αναφοράς του κλάδου στην οικεία αγορά, αλλά και δεν προκύπτει σαφώς από το κείμενο των δεσμεύσεων. Συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι εάν τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη επιθυμούσαν να δώσουν διαφορετική ερμηνεία από εκείνη η οποία έγινε δεκτή στις δεσμεύσεις στην υπόθεση IAG/bmi, χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς για την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων «την προσφορά», τούτο θα έπρεπε να προκύπτει σαφώς από το έντυπο RM ή τουλάχιστον να αναφέρεται σε αυτό, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 138, 149, 151 έως 158 και 199 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

122.

Κατά τρίτον, η American υποστηρίζει ότι η ερμηνεία από το Γενικό Δικαστήριο της ρήτρας 1.9 των τελικών δεσμεύσεων είναι εσφαλμένη. Συναφώς, επισημαίνει ότι, εφόσον η διατύπωση «σύμφωνα με την προσφορά» και η ρήτρα 1.9 σε συνδυασμό με τη ρήτρα 1.10 ερμηνευθούν ορθώς, από τις διατάξεις των δεσμεύσεων προκύπτει ότι η προσφορά ενός εισερχόμενου στην αγορά πρέπει να θεωρείται ως σημείο εκκίνησης για την ανάλυση της «προσήκουσας χρήσης» και για την απόφαση σχετικά με την αναγνώριση ή μη κεκτημένων δικαιωμάτων.

123.

Για τους λόγους που αναλύθηκαν στα σημεία 64 έως 73 των παρουσών προτάσεων, είμαι της γνώμης ότι το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

124.

Επιπλέον, το γεγονός ότι η διατύπωση «σύμφωνα με την προσφορά» περιλαμβανόταν ήδη στην αρχική πρόταση δεσμεύσεων που υπέβαλαν τα μετέχοντα στη συγχώνευση μέρη, η οποία δεν προέβλεπε κεκτημένα δικαιώματα, καταδεικνύει ότι η ρήτρα αυτή είχε διαφορετικό σκοπό από τον καθορισμό των όρων για την αναγνώριση κεκτημένων δικαιωμάτων ( 22 ).

125.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι το τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, όπως και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

Δ.   Επί των δικαστικών εξόδων

126.

Στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, η Delta ζήτησε να καταδικαστεί η American στα δικαστικά έξοδα, τόσο της παρούσας διαδικασίας όσο και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

127.

Για τους λόγους που εκθέτω στη συνέχεια, εκτιμώ ότι το αίτημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

128.

Διευκρινίζεται ότι, καθόσον η Delta δεν προέβαλε πρωτοδίκως αίτημα περί δικαστικών εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο την καταδίκασε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να φέρει τα δικαστικά της έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 134, παράγραφος 1, και το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

129.

Υπενθυμίζεται επίσης ότι, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Επιπλέον, το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν, δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, στην αναιρετική διαδικασία, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

130.

Εντούτοις, οι διατάξεις αυτές έχουν την έννοια ότι το Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει διάδικο στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε άλλος διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, μόνον εφόσον ο τελευταίος είχε υποβάλει σχετικό αίτημα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ( 23 ). Αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση και το αίτημα περί καταδίκης στα δικαστικά έξοδα για τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποβλήθηκε για πρώτη φορά στο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, ανεξαρτήτως απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως εν προκειμένω.

V. Πρόταση

131.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως,

να καταδικάσει την American Airlines, πέραν των δικαστικών της εξόδων, στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Delta Air Lines (μόνον όσον αφορά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου).


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Βλ. σημείο 19 των παρουσών προτάσεων.

( 3 ) Στο εξής: έντυπο RM. Βλ. παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) 802/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 133, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ 2004, L 172, σ. 9, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός).

( 4 ) Κανονισμός του Συμβουλίου της 20ής Ιανουαρίου 2004 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1, στο εξής: κανονισμός περί συγκεντρώσεων).

( 5 ) Στο εξής: κανονισμός για τις χρονοθυρίδες.

( 6 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού περί συγκεντρώσεων και σημεία 5 και 9 της ανακοίνωσης για τα διορθωτικά μέτρα.

( 7 ) Βλ. απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Niki Luftfahrt κατά Επιτροπής (T‑162/10, EU:T:2015:283, σκέψη 297 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 8 ) Βλ. σημείο 180 της απόφασης έγκρισης.

( 9 ) Βλ. ρήτρα 1.9 των τελικών δεσμεύσεων και σημείο 160 της απόφασης έγκρισης.

( 10 ) Βλ. σημεία 88 και 89 των παρουσών προτάσεων.

( 11 ) Βλ. σκέψεις 262 έως 270 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

( 12 ) Βλ. σημείο 80 των παρουσών προτάσεων.

( 13 ) Βλ. σημείο 13 της ανακοίνωσης για τα διορθωτικά μέτρα.

( 14 ) Βλ. σημείο 55 των παρουσών προτάσεων.

( 15 ) Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε από την Επιτροπή, οι αιτιολογικές σκέψεις 644 και 645 της αποφάσεως στην υπόθεση IAG/bmi, συνηγορούν υπέρ της σύνδεσης της αναγνώρισης κεκτημένων δικαιωμάτων με την έννοια της κατάχρησης, στο μέτρο που ο τίτλος «1.1.3 Κεκτημένα δικαιώματα» ρυθμίζει τόσο τα κεκτημένα δικαιώματα, όσο και την κατάχρηση, δημιουργώντας, με τον τρόπο αυτό, μια σύνδεση μεταξύ των δύο εννοιών.

( 16 ) Βλ. σημείο 12 της ανακοίνωσης για τα διορθωτικά μέτρα.

( 17 ) Βλ. σημεία 17 και 54 των παρουσών προτάσεων.

( 18 ) Βλ. σκέψεις 126 έως 200 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

( 19 ) Βλ. σκέψη 292 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

( 20 ) Βλ. σημεία 9 έως 11 των παρουσών προτάσεων.

( 21 ) Υπόθεση η οποία κατέληξε στην απόφαση C(2013) 2836 τελικό της Επιτροπής, της 23ης Μαΐου 2013 (ΕΕ 2013, C 201, σ. 8).

( 22 ) Βλ. σημείο 6 των παρουσών προτάσεων.

( 23 ) Πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Κοινοβούλιο κατά Ripa di Meana κ.λπ. (C‑470/00 P, EU:C:2004:241, σκέψεις 83 έως 90).

Top