EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0252

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 22ας Οκτωβρίου 2014.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου των Κάτω Χωρών.
Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγίες 2002/73/ΕΚ και 2006/54/ΕΚ - Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Απασχόληση και εργασία - Πρόσβαση στην απασχόληση - Επιστροφή ύστερα από άδεια μητρότητας - Απαιτήσεις ως προς τον τύπο του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής - Συνεκτική παράθεση των αιτιάσεων - Σαφής διατύπωση των αιτημάτων.
Υπόθεση C-252/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:2312

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)

της 22ας Οκτωβρίου 2014 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγίες 2002/73/ΕΚ και 2006/54/ΕΚ — Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών — Απασχόληση και εργασία — Πρόσβαση στην απασχόληση — Επιστροφή ύστερα από άδεια μητρότητας — Απαιτήσεις ως προς τον τύπο του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής — Συνεκτική παράθεση των αιτιάσεων — Σαφής διατύπωση των αιτημάτων»

Στην υπόθεση C‑252/13,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 7 Μαΐου 2013,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και M. van Beek, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενου από την M. Bulterman και τον J. Langer,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Borg Barthet, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, M. Berger (εισηγήτρια) και F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με το δικόγραφο της προσφυγής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις της ολλανδικής νομοθεσίας που αντίκεινται στα άρθρα 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, 15 και 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (EE L 204, σ. 23), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

2

Η οδηγία 2006/54, η οποία, κατά το άρθρο της 1, πρώτο εδάφιο, αποσκοπεί στο «να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης», κατάργησε από τις 15 Αυγούστου 2009, την οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (EE L 39, σ. 40). Όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 1, η οδηγία 2006/54, για λόγους σαφήνειας, αναδιατυπώνει και συγκεντρώνει σε ένα ενιαίο κείμενο τις κύριες προϋπάρχουσες διατάξεις στους σχετικούς τομείς τους οποίους καλύπτει.

3

Με τίτλο «Επιστροφή ύστερα από άδεια μητρότητας», το άρθρο 15 της οδηγίας 2006/54 ορίζει:

«Η γυναίκα που έχει λάβει άδεια μητρότητας δικαιούται, μετά το πέρας της άδειας αυτής, να επιστρέφει στην εργασία της ή σε ισοδύναμη θέση με όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς για αυτήν και να επωφελείται από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την οποία θα εδικαιούτο κατά την απουσία της.»

4

Το άρθρο 28, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι η τελευταία αυτή «δεν θίγει τις διατάξεις της οδηγίας 96/34/ΕΚ [του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES (EE L 145, σ. 4)], και 92/85/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (EE L 348, σ. 1)]».

5

Ανάλογες διατάξεις με εκείνες των άρθρων 15 και 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/54 προστέθηκαν στο άρθρο 2, παράγραφος 7, δεύτερο και τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 76/207 με την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, που τροποποιεί την οδηγία 76/207 (EE L 269, σ. 15).

Το ολλανδικό δίκαιο

6

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών μετέφερε την οδηγία 2002/73 στην εσωτερική έννομη τάξη με τον γενικό νόμο περί ίσης μεταχειρίσεως (Algemeene wet gelijke behandeling, στο εξής: AWGB), με τον νόμο περί ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών (Wet gelijke behandeling van mannen en vrouwen) και με τροποποιήσεις του ολλανδικού αστικού κώδικα (Nederlands Burgerlijk Wetboek, στο εξής: BW).

7

Το άρθρο 1 του νόμου περί ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών έχει ως εξής:

«1.   Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοείται ως:

[...]

b.

άμεση διάκριση: η κατάσταση κατά την οποία ένα πρόσωπο υφίσταται, λόγω φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση·

[...]

2.   Επιπλέον, ως άμεση διάκριση νοείται η δυσμενής διάκριση λόγω εγκυμοσύνης, τοκετού και μητρότητας.»

8

Τα άρθρα 1 του AWGB και 7:646, παράγραφος 5, του BW περιέχουν αντίστοιχες διατάξεις.

9

Τα άρθρα 5, παράγραφος 1, στοιχείο a, του AWGB και 7:646, παράγραφος 1, του BW απαγορεύουν κάθε είδους δυσμενή διάκριση ή διαφοροποίηση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τους όρους εργασίας.

10

Το άρθρο 7:611 του BW προβλέπει ότι «ο εργοδότης και ο εργαζόμενος οφείλουν να συμπεριφέρονται ως καλός εργοδότης και ως καλός εργαζόμενος αντιστοίχως».

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

11

Με έγγραφο της 29ης Ιουνίου 2007, η Επιτροπή, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 226 ΕΚ διαδικασία, όχλησε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του σχετικά με τη νομοθεσία του η οποία θέτει σε εφαρμογή διάφορες διατάξεις της οδηγίας 2002/73. Οι ολλανδικές αρχές απάντησαν με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 2007.

12

Με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως, στο οποίο οι ολλανδικές αρχές απάντησαν με έγγραφο της 27ης Μαρτίου 2009. Βάσει της απαντήσεως αυτής, η Επιτροπή παραιτήθηκε των αιτιάσεών της όσον αφορά διάφορα σημεία της προσαπτόμενης παραβάσεως.

13

Όσον αφορά τα ζητήματα που εξακολουθούν να αμφισβητούνται, η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στις 30 Σεπτεμβρίου 2011, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία έκρινε ότι η ολλανδική νομοθεσία δεν αποτελούσε επαρκώς σαφή και ακριβή μεταφορά ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2006/54 στην εσωτερική έννομη τάξη. Συνήγαγε ότι η διατήρηση σε ισχύ των μη συμβατών προς τα άρθρα 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, 15, 16 και 28, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής διατάξεων συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπει η εν λόγω οδηγία. Οι ολλανδικές αρχές απάντησαν στην ως άνω αιτιολογημένη γνώμη με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 2011.

14

Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι, παρά την εν λόγω απάντηση, η αιτίασή της σχετικά με τα άρθρα 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, 15 και 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/54 δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

Αιτήματα των διαδίκων

15

Στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι «το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να εξασφαλίσει ότι, διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις της ολλανδικής νομοθεσίας που αντίκεινται στα άρθρα 1, [δεύτερο εδάφιο], στοιχεία αʹ και βʹ, 15 και 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/54, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή»·

να καταδικάσει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στα δικαστικά έξοδα.

16

Με το από 6 Ιουνίου 2013 έγγραφο, η Επιτροπή επισήμανε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ότι, έχοντας διαπιστώσει «συντακτική ασάφεια» στη διατύπωση του πρώτου αιτήματός της, επιθυμούσε να διορθώσει τη σύνταξη του αιτήματος αυτού. Κατόπιν αυτού, το αίτημα αυτό πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι ζητείται από το Δικαστήριο μόνο να διαπιστώσει ότι, «διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις της ολλανδικής νομοθεσίας που αντίκεινται στα άρθρα 1, [δεύτερο εδάφιο], στοιχεία αʹ και βʹ, 15 και 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/54, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτήν».

17

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί να απορριφθεί η προσφυγή και να καταδικασθεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Επί της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού

18

Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αμφισβητεί το παραδεκτό της προσφυγής με την αιτιολογία ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί τις προϋποθέσεις σαφήνειας, ακρίβειας και συνοχής τις οποίες απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου.

19

Πρώτον, το εν λόγω κράτος μέλος επισημαίνει ότι το αντικείμενο της προσφυγής, όπως αυτό περιγράφεται στην πρώτη σελίδα του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής, αφορά την οδηγία 2002/73, ενώ τα αιτήματα του δικογράφου αυτού αναφέρονται αποκλειστικώς στην οδηγία 2006/54.

20

Δεύτερον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών διατείνεται ότι τα εν λόγω αιτήματα δεν έχουν καμία σχέση με τα προβληθέντα με το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής επιχειρήματα. Κατά την άποψή του, τα επιχειρήματα αυτά δεν αφορούν τη διατήρηση σε ισχύ των μη συμβατών προς τις διατάξεις της οδηγίας 2006/54 νομοθετικών διατάξεων οι οποίες, εξάλλου, δεν προσδιορίστηκαν επακριβώς στο δικόγραφο της προσφυγής, αλλά επαναλαμβάνουν τη θέση της Επιτροπής ότι η ολλανδική νομοθεσία δεν εξασφαλίζει την ικανοποιητική μεταφορά της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη.

21

Η Επιτροπή φρονεί ότι οι αμελητέες ανακρίβειες στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής τις οποίες επισήμανε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν θίγουν τη σαφήνειά του.

22

Όσον αφορά την αιτίαση ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε τις μη συμβατές προς την οδηγία 2006/54 εθνικές διατάξεις, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, επισήμαινε σαφώς ότι οι διατάξεις των άρθρων 1 του AWGB και 7:646, παράγραφος 5, του BW δεν αρκούν για να διασφαλίσουν ικανοποιητικώς τη μεταφορά των άρθρων 15 και 28, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη.

Επί της ουσίας

23

Η Επιτροπή αναφέρεται στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία, για τη μεταφορά οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, είναι απαραίτητο το εθνικό δίκαιο να εξασφαλίζει πράγματι την πλήρη εφαρμογή αυτής, η έννομη κατάσταση που διαμορφώνεται βάσει του δικαίου αυτού να είναι αρκούντως ακριβής και σαφής και οι δικαιούχοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν πλήρως το περιεχόμενο των δικαιωμάτων τους και να τα επικαλούνται, ενδεχομένως, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

24

Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ούτε οι γενικές διατάξεις οι οποίες απαγορεύουν κάθε δυσμενή διάκριση λόγω εγκυμοσύνης, τοκετού ή μητρότητας ούτε η «αρχή του καλού εργοδότη», όπως κατοχυρώθηκε στην ολλανδική έννομη τάξη, συνιστούν επαρκώς σαφή και ακριβή μεταφορά των οικείων διατάξεων της οδηγίας 2006/54 στην εσωτερική έννομη τάξη.

25

Αμυνόμενο, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών αναφέρεται στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η ύπαρξη των γενικών αρχών του δικαίου μπορεί να καταστήσει περιττή τη μεταφορά οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη με νομοθετικά ή ειδικά κανονιστικά μέτρα υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι οι αρχές αυτές διασφαλίζουν πράγματι την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

26

Το εν λόγω κράτος μέλος θεωρεί ότι η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας 2006/54 διασφαλίζεται μέσω διαφόρων διατάξεων της ολλανδικής νομοθεσίας, τις οποίες επισήμαινε καθ’ όλη τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας και τις επαναλαμβάνει στο υπόμνημά του αντικρούσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Επί του περιεχομένου της προσφυγής

27

Εκ προοιμίου, έχει σημασία να διευκρινιστεί το περιεχόμενο της υπό κρίση προσφυγής.

28

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι προσφυγή δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ πρέπει να εξετάζεται μόνο σε σχέση προς τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑132/09, EU:C:2010:562, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29

Πρέπει επίσης, να υπομνησθεί ότι τα αιτήματα αυτά πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο μη διφορούμενο, ούτως ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος είτε να αποφανθεί το Δικαστήριο ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί κάποιας αιτιάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑67/12, EU:C:2014:5, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30

Εν προκειμένω, η διατύπωση του πρώτου αιτήματος το οποίο περιλαμβάνεται στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής ήταν αμφίσημη, καθόσον μπορούσε να ερμηνευθεί ότι με το αίτημα αυτό προβάλλονται δύο αιτιάσεις, ήτοι η μη λήψη εθνικών μέτρων διασφαλιζόντων την πλήρη μεταφορά της οδηγίας 2006/54 στην εσωτερική έννομη τάξη, αφενός, και η διατήρηση σε ισχύ από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών των μη συμβατών με την οδηγία αυτή διατάξεων, αφετέρου.

31

Με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2013, η Επιτροπή αναγνώρισε την ύπαρξη αμφισημίας στο πρώτο αίτημα της προσφυγής και υποστήριξε ότι το αίτημα αυτό πρέπει νοηθεί υπό την έννοια ότι αφορά μία μόνον αιτίαση, ήτοι την εκ μέρους του καθού κράτους μέλους διατήρηση σε ισχύ των μη συμβατών με την οδηγία 2006/54 διατάξεων.

32

Καθόσον το εν λόγω έγγραφο της Επιτροπής περιορίζει το περιεχόμενο των αιτημάτων που διατυπώνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να ληφθεί υπόψη και να θεωρηθεί ως μερική παραίτηση. Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά την εκ μέρους του Βασιλείου των Κάτω Χωρών διατήρηση σε ισχύ των διατάξεων ως προς τις οποίες η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αντίκεινται στα άρθρα 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, 15 και 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/54.

Επί του παραδεκτού της προσφυγής

33

Από το άρθρο 120, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και από τη σχετική με τη διάταξη αυτή νομολογία προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών προς στήριξη της προσφυγής, καθώς και ότι ο προσδιορισμός αυτός πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής προκειμένου ο καθού να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Συνεπώς, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή πρέπει να προκύπτουν με συνεκτικό και κατανοητό τρόπο από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2014:5, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, στο πλαίσιο προσφυγής του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, οι αιτιάσεις πρέπει να εκτίθενται στην προσφυγή κατά τρόπο συνεπή και ακριβή, ούτως ώστε να παρέχουν στο κράτος μέλος και στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθούν επακριβώς τη σημασία της προσαπτόμενης παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης, πράγμα που συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου το εν λόγω κράτος να μπορέσει να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του και το Δικαστήριο να μπορέσει να διαπιστώσει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παραβάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2014:5, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35

Εν προκειμένω, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι, πρώτον, η υπό κρίση προσφυγή δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές καθόσον αναφέρεται με συγκεχυμένο τρόπο στις οδηγίες 2002/73 και 2006/54.

36

Συναφώς, επισημαίνεται ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία της παρούσας διαδικασίας λόγω παραβάσεως άρχισε κατά τον Ιούνιο του 2007, με την αποστολή της αρχικής οχλήσεως, και περατώθηκε στις 7 Μαΐου 2013, με την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής. Κατά την εν λόγω περίοδο των έξι σχεδόν ετών, η οδηγία 2002/73, την οποία αφορά η όχληση αυτή, καταργήθηκε με ισχύ από 15 Αυγούστου 2009 και αντικαταστάθηκε, ως σχεδόν παγιωμένο δίκαιο, από την οδηγία 2006/54. Από την ημερομηνία αυτή, όπως προκύπτει από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία διεξήχθη με μνεία των, κατ’ ουσίαν παρεμφερών, διατάξεων της τελευταίας αυτής οδηγίας.

37

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το γεγονός και μόνον ότι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, όπως περιγράφεται στην πρώτη σελίδα του δικογράφου της προσφυγής, αφορά την οδηγία 2002/73, ενώ τα αιτήματα αφορούν αποκλειστικώς την οδηγία 2006/54, δεν δύναται να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τον προσδιορισμό των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης βάσει των οποίων πρέπει να εκτιμηθεί η βασιμότητα της εν λόγω προσφυγής. Για τους ίδιους λόγους, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν μπορεί να προβάλει ότι δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο της προσαπτόμενης παραβάσεως και να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του άμυνας.

38

Δεύτερον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών διατείνεται ότι στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής δεν υπάρχει συνοχή μεταξύ της εκθέσεως των πραγματικών και νομικών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή και των αιτημάτων στα οποία καταλήγει η έκθεση αυτή.

39

Εν προκειμένω, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών διατηρώντας σε ισχύ, στην εσωτερική έννομη τάξη του, κανόνες αντίθετους προς τα άρθρα 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, 15 και 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/54, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή. Τα εν λόγω αιτήματα οριοθετούν το αντικείμενο της προσφυγής, το δε Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί ultra petita.

40

Ωστόσο, μολονότι η Επιτροπή περιλαμβάνει, στο σκεπτικό του δικογράφου της προσφυγής, σχετικώς λεπτομερή έκθεση των σε ισχύ μέτρων της ολλανδικής ρυθμίσεως, υποστηρίζει ότι τα μέτρα αυτά είναι ανεπαρκή για τη διασφάλιση της πλήρους μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων της οδηγίας 2006/54, περί των οποίων γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη.

41

Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν προσδιορίζει κανέναν κανόνα του ολλανδικού δικαίου του οποίου το περιεχόμενο ή η εφαρμογή να αντίκειται στο γράμμα ή στον σκοπό των επίμαχων διατάξεων της εν λόγω οδηγίας.

42

Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εφόσον η Επιτροπή δεν αναφέρει κανένα στοιχείο απαραίτητο προκειμένου να έχει το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί έχοντας πλήρη γνώσει των αιτημάτων της προσφυγής, η προσφυγή αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις συνοχής, σαφήνειας και ακρίβειας που απαιτεί σχετικώς η νομολογία.

43

Δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει την ύπαρξη της προβαλλομένης παραβάσεως στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, πρέπει να την απορρίψει ως απαράδεκτη.

Επί των δικαστικών εξόδων

44

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top