EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CC0195

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 4ης Μαρτίου 2004.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου της Ισπανίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Οδηγία 91/439/ΕΟΚ - Άδεια οδηγήσεως - Αμοιβαία αναγνώριση - Υποχρεωτική καταχώριση και ανταλλαγή - Προϋποθέσεις ανανεώσεως των αδειών που εκδόθηκαν πριν τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας.
Υπόθεση C-195/02.

European Court Reports 2004 I-07857

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:125

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPPE LÉGER

της 4ης Μαρτίου 2004 (1)

Υπόθεση C-195/02

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Βασιλείου της Ισπανίας

υποστηριζόμενου από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών

και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 91/439/ΕΟΚ – Άδεια οδηγήσεως – Αμοιβαία αναγνώριση – Εθνική διαδικασία καταχωρίσεως ή υποχρεωτική αντικατάσταση των αδειών που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος – Προϋποθέσεις ανανεώσεως των αδειών που εκδόθηκαν πριν τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 91/439»





1.        Με την παρούσα προσφυγή, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Ισπανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδήγησης (2).

2.        Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή επικαλείται τρεις αιτιάσεις οι οποίες αφορούν τη διαδικασία καταχωρίσεως των αδειών οδηγήσεως (3) που εξέδωσαν άλλα κράτη μέλη, την υποχρεωτική αντικατάσταση ορισμένων από τις άδειες αυτές με ισπανική άδεια, καθώς και τις προϋποθέσεις ανανεώσεως ή παρατάσεως των αδειών που εκδόθηκαν πριν τη μεταφορά της οδηγίας στο ισπανικό δίκαιο.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –       Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

3.        Η έκδοση και η χρήση των αδειών υπήρξε αντικείμενο εναρμονίσεως με την έκδοση της πρώτης οδηγίας 80/1263/ΕΟΚ (4). Η οδηγία είχε ως σκοπό, αφενός, να συμβάλει στη βελτίωση της οδικής ασφαλείας και, αφετέρου, να διευκολύνει την κυκλοφορία των προσώπων που εγκαθίσταντο σε άλλο κράτος μέλος εκτός εκείνου όπου είχαν υποστεί την εξέταση οδηγήσεως ή που διεκινούντο εντός της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

4.        Προς τούτο, η οδηγία 80/1263 θέσπισε την προσέγγιση ορισμένων εθνικών διατάξεων που αφορούσαν ειδικότερα την έκδοση των αδειών και τις προϋποθέσεις ισχύος τους. Καθόρισε ένα κοινοτικό πρότυπο αδειών και καθιέρωσε την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών αυτών, καθώς και την αντικατάστασή τους όταν οι κάτοχοι μετέφεραν την κατοικία τους ή τον τόπο εργασίας τους από ένα κράτος μέλος σε άλλο.

5.        Η οδηγία 80/1263 καταργήθηκε με την οδηγία 91/439. Η τελευταία αποτελεί ένα νέο βήμα στην εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων, ειδικότερα όσον αφορά τις προϋποθέσεις εκδόσεως των αδειών και το συναφές περιεχόμενο της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως.

6.        Όσον αφορά την έκδοση των αδειών, αυτή εξαρτάται ειδικότερα από τις προϋποθέσεις της ελάχιστης ηλικίας (5), της επιτυχίας σε ορισμένες δοκιμασίες διαφόρων ελέγχων (6) καθώς και της πληρώσεως ορισμένων ελαχίστων απαιτήσεων υγείας (7) που καθορίζονται στο παράρτημα III της οδηγίας (8).

7.        Όσον αφορά την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών, αυτή τέθηκε στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας, με τους εξής γενικούς όρους: «τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν αμοιβαία τις άδειες οδήγησης που εκδίδουν».

8.        Πάντως, όταν ο κάτοχος αδείας αποκτά κανονική διαμονή σε άλλο κράτος μέλος εκτός εκείνου που εξέδωσε την εν λόγω άδεια, η οδηγία δέχεται ότι το κράτος μέλος διαμονής εφαρμόζει στον κάτοχο της εν λόγω αδείας ορισμένες από τις εθνικές του διατάξεις.

9.        Αυτό ισχύει, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας, ως προς τις εθνικές διατάξεις που αφορούν τη φορολογία, τη διάρκεια ισχύος της άδειας και τον ιατρικό έλεγχο. Στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων αυτών, το κράτος μέλος διαμονής μπορεί να αναγράφει επάνω στην άδεια τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διαχείρισή της (9). Το παράρτημα I, σημείο 4, της οδηγίας διευκρινίζει ότι τα στοιχεία αυτά, όπως τα σχετικά με τις σοβαρές παραβάσεις που διαπράττονται επί του εδάφους του κράτους μέλους διαμονής, μπορούν να αναγράφονται από το κράτος μέλος στην άδεια αυτή, υπό την επιφύλαξη ότι και αυτό αναγράφει αυτού του είδους τα στοιχεία στις άδειες που εκδίδει και εφόσον υπάρχει ο απαιτούμενος προς τούτο χώρος (10).

10.      Παράλληλα προς το άρθρο 1, παράγραφος 3, η οδηγία προβλέπει στο άρθρο 8, παράγραφος 2, αυτής ότι, «με την επιφύλαξη της αρχής της εδαφικότητας όσον αφορά την ισχύ των ποινικών και αστυνομικών διατάξεών του, το κράτος μέλος κανονικής διαμονής μπορεί να εφαρμόσει στον κάτοχο άδειας οδήγησης η οποία έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, τις εθνικές του διατάξεις όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδήγησης και, ενδεχομένως, να προβεί, για τους σκοπούς αυτούς, σε αντικατάσταση της άδειας αυτής».

 Β –       Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

11.      Στην Ισπανία, το ουσιώδες της κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με τις άδειες οδηγήσεως περιλαμβάνεται στο Reglamento de Conductores (κανονιστική ρύθμιση για τους οδηγούς), που θεσπίσθηκε με το Real Decreto (βασιλικό διάταγμα) 772/1997, της 30ής Μαΐου 1997 (11).

12.      Το άρθρο 22 της κανονιστικής ρυθμίσεως για τους οδηγούς προβλέπει ότι ο κάτοχος αδείας που εκδόθηκε από άλλο κράτος μέλος διαθέτει προθεσμία έξι μηνών, που υπολογίζεται από τη λήψη βεβαιώσεως ως προς την κανονική του διαμονή στην Ισπανία, για να ζητήσει από την επαρχιακή διοίκηση που είναι επιφορτισμένη με την κυκλοφορία να εγγράψει τα στοιχεία σχετικά με την εν λόγω άδεια στο μητρώο των οδηγών και των παραβατών. Κατά το άρθρο 24, στοιχείο a, της εν λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως, αν παραλείψει να προβεί σε μια τέτοια διατύπωση, ο κάτοχος της εν λόγω αδείας δεν δικαιούται να οδηγεί όχημα στην Ισπανία. Η οδήγηση οχήματος υπό τέτοιες περιστάσεις τιμωρείται με πρόστιμο (12).

13.      Εξάλλου, το άρθρο 25, παράγραφος 2, της κανονιστικής ρυθμίσεως για τους οδηγούς προβλέπει ότι η επαρχιακή διοίκηση που είναι επιφορτισμένη με την κυκλοφορία προβαίνει αυτεπαγγέλτως στην αντικατάσταση της άδειας όταν, λόγω των χαρακτηριστικών της, της χρησιμοποιήσεως όλων των χώρων ή άλλων λόγων, είναι αδύνατη η αναγραφή των αναγκαίων στοιχείων για τη διαχείρισή της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 της ρυθμίσεως αυτής.

14.      Το εν λόγω άρθρο 23 προβλέπει ότι ο κάτοχος αδείας που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος υπόκειται, από της καταχωρίσεως της αδείας αυτής στην Ισπανία, σε τακτικές εξετάσεις ως προς τη σωματική και τη διανοητική ικανότητά του, όπως και ο κάτοχος ισπανικής αδείας. Προβλέπεται επίσης ότι τα αποτελέσματα τέτοιων εξετάσεων κοινοποιούνται στις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες τα καταγράφουν και ειδοποιούν τον ενδιαφερόμενο ως προς την τελευταία ημερομηνία που θα πρέπει να υποβληθεί στην επόμενη εξέταση και να γνωστοποιήσει τα αποτελέσματά της. Διευκρινίζεται ότι η ημερομηνία αυτή αναγράφεται στην εν λόγω άδεια.

15.      Τέλος, η έβδομη μεταβατική διάταξη της κανονιστικής ρυθμίσεως για τους οδηγούς προβλέπει ότι ο κάτοχος αδείας που εκδόθηκε πριν την έναρξη ισχύος της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως μπορεί να επιτύχει την παράταση της διάρκειας της αδείας του αν πληροί τις προϋποθέσεις ως προς τη σωματική και τη διανοητική του ικανότητα που απαιτούσε η προγενέστερη κανονιστική ρύθμιση. Η δυνατότητα αυτή αφορά την περίπτωση κατά την οποία ο κάτοχος της εν λόγω αδείας δεν είχε, όταν υπέβαλε την αίτηση παρατάσεως της αδείας, τις ικανότητες που απαιτεί τώρα η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση.

II – Η πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασία

16.      Κατόπιν ανταλλαγής αλληλογραφίας μεταξύ του Βασιλείου της Ισπανίας και της Επιτροπής, η τελευταία, φρονώντας ότι αυτό το κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία, το κάλεσε, με έγγραφο οχλήσεως της 27ης Οκτωβρίου 1999, να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

17.      Επειδή δεν πείσθηκε από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας, η Επιτροπή, με έγγραφο της 26ης Ιουλίου 2001, του απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη με την οποία το κάλεσε να θεσπίσει εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της γνώμης αυτής τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία.

18.      Επειδή οι ισπανικές αρχές ανέφεραν ότι δεν θα τροποποιούσαν την επίμαχη κανονιστική ρύθμιση, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Μαΐου 2002.

19.      Με διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Οκτωβρίου 2002, επετράπη στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβουν προς υποστήριξη των αιτημάτων του Βασιλείου της Ισπανίας. Τελικά, μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο κατέθεσε, στις 20 Δεκεμβρίου 2002, υπόμνημα παρεμβάσεως.

III – Επί του παραδεκτού των αιτημάτων της παρεμβάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου

20.      Η Επιτροπή εγείρει ένσταση απαραδέκτου των αιτημάτων της παρεμβάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου επειδή αυτό το κράτος μέλος με την παρέμβασή του υποστηρίζει μόνον εν μέρει το Βασίλειο της Ισπανίας, αφού τα αιτήματά του αφορούν αποκλειστικά την πρώτη αιτίαση της προσφυγής και, ακόμη και ως προς αυτή την αιτίαση, αυτά τα αιτήματα δεν υποστηρίζουν σαφώς το καθού.

21.      Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί αυτή την ένσταση απαραδέκτου η οποία οφείλεται σε εσφαλμένη ανάλυση της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου και σε βιαστική ανάγνωση των αιτημάτων αυτής της αιτήσεως περί παρεμβάσεως.

22.      Κατά την άποψή μου, τα αιτήματα της αιτήσεως περί παρεμβάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου είναι παραδεκτά.

23.      Πράγματι, κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, «η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων του ενός των διαδίκων».

24.      Από την πάγια νομολογία (13) προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν τον παρεμβαίνοντα να προβάλει με τα αιτήματά του διαφορετικά επιχειρήματα από τα επιχειρήματα του διαδίκου που υποστηρίζει, αρκεί μόνον η παρέμβασή του να αποβλέπει όντως στην υποστήριξη των αιτημάτων του διαδίκου αυτού.

25.      Στην προκειμένη περίπτωση, μολονότι τα αιτήματα της παρεμβάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου αφορούν αποκλειστικά την πρώτη αιτίαση της προσφυγής και στηρίζονται σε επιχειρήματα εν μέρει διαφορετικά από αυτά που προβάλλει το Βασίλειο της Ισπανίας, ωστόσο τα αιτήματα αυτά αποβλέπουν, όπως και εκείνα αυτού του κράτους μέλους, στην απόρριψη της προσφυγής.

26.      Αντίθετα προς ό,τι διατείνεται η Επιτροπή, είναι επομένως σαφές ότι πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ήταν να υποστηρίξει τα αιτήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά τις δύο άλλες αιτιάσεις της προσφυγής σχετικά με τις οποίες παρέμεινε σιωπηλό, αλλά να συμβάλει στην ενδεχόμενη απόρριψη της προσφυγής προσκομίζοντας στη δίκη μια ειδική πρόσθετη άποψη.

27.      Εφόσον το στοιχείο αυτό είναι δεδομένο, ελάχιστα ενδιαφέρει το ότι η συμβολή του Ηνωμένου Βασιλείου περιορίζεται στην πρώτη αιτίαση της προσφυγής. Πράγματι, κατ’ εμέ, τίποτε δεν εμποδίζει τον παρεμβαίνοντα διάδικο να λάβει θέση μόνον επί μιας πτυχής των αιτημάτων του διαδίκου που υποστηρίζει. Το γράμμα του άρθρου 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν αντιτίθεται σ’ αυτό. Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, ούτε η απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 1993, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, εμποδίζει τούτο (14).

28.      Υπενθυμίζω ότι, στην υπόθεση αυτή, τα αιτήματα του παρεμβαίνοντος διαδίκου απέβλεπαν ειδικότερα στην ακύρωση ενός συγκεκριμένου άρθρου μιας οδηγίας για λόγους εντελώς άσχετους προς εκείνους που προέβαλε η προσφεύγουσα με την προσφυγή της, η οποία απέβλεπε στη συνολική ακύρωση της οδηγίας αυτής. Το Δικαστήριο έκρινε τα αιτήματα αυτά απαράδεκτα επειδή δεν είχαν το ίδιο αντικείμενο με εκείνα της προσφεύγουσας (15).

29.      Κατ’ εμέ, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι τα αιτήματα ενός δικογράφου παρεμβάσεως δεν μπορούν να έχουν άλλο αντικείμενο από εκείνο που περιλαμβάνεται στα αιτήματα του ενός των διαδίκων. Με άλλα λόγια, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας G. Tesauro στην υπόθεση αυτή (16), η παρέμβαση που προβλέπει το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου έχει στην πραγματικότητα καθαρά παρεμπίπτοντα χαρακτήρα, οπότε τα αιτήματα ενός παρεμβαίνοντος διαδίκου δεν μπορούν να έχουν αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με εκείνα των διαδίκων.

30.      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αφού έχουν ως αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων, τα αιτήματα της αιτήσεως παρεμβάσεως του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να κριθούν παραδεκτά.

IV – Επί της προσφυγής

31.      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή επικαλείται τρεις αιτιάσεις που αφορούν, πρώτον, τη διαδικασία καταχωρίσεως των αδειών που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος, δεύτερον, την υποχρεωτική αντικατάσταση ορισμένων από τις άδειες αυτές με ισπανική άδεια και, τρίτον, τις προϋποθέσεις ανανεώσεως ή παρατάσεως των αδειών που εκδόθηκαν στην Ισπανία πριν τη μεταφορά της οδηγίας στο ισπανικό δίκαιο.

 Α –       Επί της πρώτης αιτιάσεως σχετικά με τη διαδικασία καταχωρίσεως των αδειών που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

32.      Με την πρώτη αιτίαση, η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο της Ισπανίας ότι παραβίασε την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων που θέτει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας επειδή θέσπισε διαδικασία υποχρεωτικής και συστηματικής καταχωρίσεως των αδειών που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος, όταν οι κάτοχοι των αδειών αυτών μεταφέρουν την κανονική διαμονή τους στην Ισπανία.

33.      Αντίθετα προς ό,τι διατείνεται το Βασίλειο της Ισπανίας, η θέσπιση μιας τέτοιας διαδικασία καταχωρίσεως δεν είναι απαραίτητη προκειμένου να χρησιμοποιείται η ευχέρεια που παρέχεται στο κράτος μέλος της κανονικής διαμονής, με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας, να εφαρμόζει στον κάτοχο αδείας που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος τις εθνικές του διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια ισχύος των αδειών, τον ιατρικό έλεγχο ή τη φορολογία και να αναγράφει στην εν λόγω άδεια τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διαχείρισή της.

34.      Κατά την Επιτροπή, ένα τέτοιο μέτρο είναι προφανώς δυσανάλογο σε σχέση με τον στόχο που είναι δυνατόν να επιδιώκει το Βασίλειο της Ισπανίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας. Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με μέτρα λιγότερο δεσμευτικά από ό,τι η συστηματική και υποχρεωτική καταχώριση των αδειών, με τους οδικούς ελέγχους καθώς και την πληροφόρηση των κατόχων αδειών που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος, κατά την επισημοποίηση της κανονικής τους κατοικίας στην Ισπανία, των υποχρεώσεων που αυτοί υπέχουν βάσει της ισπανικής κανονιστικής ρυθμίσεως ως προς τη διάρκεια ισχύος των αδειών και τον ιατρικό έλεγχο.

35.      Κατά την Επιτροπή, η επίμαχη διαδικασία καταχωρίσεως δεν μπορεί να στηρίζεται, όπως διατείνεται το Βασίλειο της Ισπανίας, ούτε στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας, κατά το οποίο το κράτος μέλος κανονικής διαμονής μπορεί να εφαρμόσει στον κάτοχο άδειας οδήγησης, η οποία έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, τις εθνικές του διατάξεις όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδήγησης και, ενδεχομένως, να προβεί, για τους σκοπούς αυτούς, σε αντικατάσταση της άδειας αυτής. Πράγματι, η αποτελεσματικότητα των συστημάτων που λαμβάνουν υπόψη την υποτροπή μπορεί να διασφαλίζεται με την αναγραφή των στοιχείων της αδείας αποκλειστικά κατά τη διαπίστωση της πρώτης παραβάσεως.

36.      Η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί ότι η επίδικη διαδικασία καταχωρίσεως είναι αντίθετη προς την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας, διότι δεν μπορεί να συγκριθεί με την υποχρεωτική διαδικασία αντικαταστάσεως και δεν συνεπάγεται τη διεξαγωγή πρόσθετων δοκιμασιών.

37.      Εξάλλου, το εν λόγω σύστημα καταχωρίσεως αποτελεί το μόνο μέσο για να γνωρίζουν οι ισπανικές αρχές όλους τους οδηγούς οι οποίοι είναι κάτοχοι αδειών που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος και να εφαρμόζουν συνακόλουθα ως προς αυτούς τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια ισχύος των αδειών, τον ιατρικό έλεγχο ή τη φορολογία, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας. Επιπροσθέτως, έστω και εάν η επίδικη διαδικασία καταχωρίσεως συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, το εμπόδιο αυτό είναι ανάλογο προς τον στόχο που επιδιώκει η οδηγία. Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, τέλος, η εν λόγω διαδικασία παρέχει τη δυνατότητα να γίνεται γνωστό αν στον κάτοχο αδείας που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος έχει ήδη επιβληθεί κύρωση λόγω οδικής παραβάσεως και να στοιχειοθετείται έτσι η ύπαρξη επιβαρυντικής περιστάσεως σε περίπτωση υποτροπής, προς εφαρμογή των συναφών ισπανικών διατάξεων, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας.

38.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, παρεμβαίνουσα προς υποστήριξη της Ισπανικής Κυβερνήσεως, θεωρεί ότι η συστηματική και υποχρεωτική διαδικασία καταχωρίσεως των αδειών που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος είναι σύμφωνη προς την οδηγία εφόσον οι επαπειλούμενες ποινές σε περίπτωση παραβάσεως της υποχρεώσεως καταχωρίσεως είναι αναλογικές. Η πληροφόρηση των κατόχων των αδειών αυτών ως προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του εθνικού δικαίου καθώς και η πραγματοποίηση οδικών ελέγχων είναι ανεπαρκείς για να διασφαλισθεί ο σεβασμός του εθνικού δικαίου εκ μέρους των εν λόγω κατόχων.

2.      Εκτίμηση

39.      Θεωρώ ότι αυτή η πρώτη αιτίαση είναι βάσιμη.

40.      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας προβλέπει την αμοιβαία αναγνώριση, χωρίς καμία διατύπωση, των αδειών που εκδίδουν τα κράτη μέλη (17). Η διάταξη αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη σαφή και απαλλαγμένη αιρέσεως υποχρέωση, η οποία δεν αφήνει στα κράτη μέλη κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τα μέτρα που πρέπει να θεσπίσουν για να συμμορφωθούν προς την οδηγία (18).

41.      Με την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, «όταν η καταχώριση αδείας […] χορηγηθείσας από άλλο κράτος μέλος καθίσταται υποχρεωτική, δεδομένου ότι επιβάλλεται κύρωση στον κάτοχο μιας τέτοιας άδειας όταν, μετά την εγκατάστασή του στο κράτος μέλος υποδοχής, οδηγεί όχημα χωρίς να έχει προηγουμένως καταχωρίσει την άδειά του […], η καταχώριση αυτή πρέπει να θεωρείται ως διατύπωση […] και, κατά συνέπεια, ως αντίθετη προς το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας» (19). Το Δικαστήριο φρόντισε να διευκρινίσει ότι η φύση του προστίμου (διοικητικού ή ποινικού), που επιβάλλεται σε οδηγό ο οποίος δεν έχει καταχωρίσει την άδειά του εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, δεν έχει σημασία, δεδομένου ότι και μόνον η ύπαρξη κυρώσεως, ασχέτως της φύσεώς της, παρέχει αναγκαστικώς υποχρεωτικό χαρακτήρα στην εν λόγω καταχώριση (20).

42.      Η νομολογία αυτή μπορεί να μεταφερθεί στην ισπανική διαδικασία καταχωρίσεως. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι ο κάτοχος αδείας που εκδόθηκε από άλλο κράτος μέλος, ο οποίος δικαιολογεί μόνιμη διαμονή στην Ισπανία περισσότερο από έξι μήνες, θεωρείται ότι διαπράττει παράβαση επισύρουσα πρόστιμο όταν οδηγεί όχημα στην Ισπανία χωρίς να έχει καταχωρίσει την άδειά του (21). Η ύπαρξη μιας τέτοιας κυρώσεως παρέχει αναγκαστικώς υποχρεωτικό χαρακτήρα στην εν λόγω καταχώριση. Επομένως, η καταχώριση αυτή συνιστά διατύπωση αντίθετη προς την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών που θέτει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας.

43.      Η ευχέρεια που το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας προσφέρει στο κράτος μέλος διαμονής να υπάγει τον κάτοχο της αδείας που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος στις εθνικές του διατάξεις οι οποίες ρυθμίζουν τη διάρκεια ισχύος της άδειας, τον ιατρικό έλεγχο και τη φορολογία, και να αναγράφει στην άδεια τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διαχείρισή της, δεν μπορούν να αναιρέσουν το συμπέρασμα αυτό.

44.      Πράγματι, με την προπαρατεθείσα απόφαση, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «καίτοι είναι αληθές ότι η οδική ασφάλεια, η προστασία της οποίας αποτελεί σκοπό επιδιωκόμενο με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/439, περιλαμβάνεται μεταξύ των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει η Συνθήκη ΕΚ, [ότι] το επίμαχο μέτρο εφαρμόζεται πράγματι χωρίς διάκριση στους Ολλανδούς υπηκόους και στους υπηκόους άλλων κρατών μελών και μπορεί να διασφαλίσει την υλοποίηση του επιδιωκομένου σκοπού, εντούτοις η υποχρεωτική καταχώριση των αδειών οδηγήσεως βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού» (22).

45.      Το Δικαστήριο στηρίχθηκε ειδικότερα στις εξής σκέψεις.

46.      Πρωτίστως, έκρινε ότι η έλλειψη καταχωρίσεως στο κράτος μέλος διαμονής μιας αδείας που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος δεν εμποδίζει τις αρχές αυτού του κράτους μέλους διαμονής, στο πλαίσιο των οδικών ελέγχων, να εφαρμόζουν ορθά τις εθνικές τους διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια ισχύος των αδειών, προσθέτοντας τον σχετικό αριθμό ετών στην ημερομηνία χορηγήσεως που αναγράφεται επί της συγκεκριμένης αδείας οδηγήσεως (23).

47.      Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι η επίμαχη καταχώριση δεν κρίνεται αναγκαία προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να έχουν τη δυνατότητα ελέγχου της τηρήσεως των εθνικών διατάξεων περί ανανεώσεως της αδείας οδηγήσεως και περί ιατρικών ελέγχων, καθόσον στον κάτοχο της αδείας οδηγήσεως απόκειται η προσκόμιση αποδείξεων περί του ότι έχει συμμορφωθεί προς τις εν λόγω διατάξεις. Κατά το Δικαστήριο, επομένως, αρκεί να ενημερώνονται οι κάτοχοι αδειών οδηγήσεως που έχουν χορηγηθεί από άλλα κράτη μέλη σχετικά με τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, όταν προβαίνουν στις αναγκαίες διαδικασίες για την εγκατάστασή τους στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και να επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη τηρήσεως των υποχρεώσεων αυτών (24).

48.      Οι σκέψεις αυτές, οι οποίες αφορούσαν την ολλανδική διαδικασία υποχρεωτικής καταχωρίσεως των αδειών, ισχύουν επίσης και αναγκαστικώς για την ισπανική διαδικασία πανομοιότυπου χαρακτήρα. Επομένως, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Ισπανική Κυβέρνηση, μια τέτοια διαδικασία καταχωρίσεως δεν είναι αναγκαία για να παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος μέλος διαμονής να κάνει χρήση της ευχέρειας που του προσφέρει το άρθρο 1, παράγραφος 3 της οδηγίας. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις αυτές της οδηγίας δεν δικαιολογούν την παραβίαση της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών που συνεπάγεται η θέσπιση της επίδικης διαδικασίας καταχωρίσεως.

49.      Κατά την άποψή μου, το ίδιο ισχύει ως προς την ευχέρεια που το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας προσφέρει στο κράτος μέλος διαμονής να εφαρμόζει στην περίπτωση του κατόχου αδείας που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος τις εθνικές του διατάξεις όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδηγήσεως και, ενδεχομένως, να προβαίνει, για τους σκοπούς αυτούς, σε αντικατάσταση της αδείας αυτής.

50.      Υπενθυμίζω ότι οι διατάξεις αυτές καλύπτουν την περίπτωση κατά την οποία προσάπτεται στον κάτοχο αδείας που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος ότι διέπραξε οδική παράβαση στο έδαφος του κράτους μέλους διαμονής και οι αρμόδιες αρχές αυτού του κράτους μέλους προτίθενται να επιβάλουν κατ’ αυτού, ως κύρωση, στερητικό ή περιοριστικό μέτρο του δικαιώματος οδηγήσεως του οποίου τα αποτελέσματα περιορίζονται στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους (25).

51.      Όπως και η Επιτροπή, φρονώ ότι η επίδικη καταχώριση βαίνει πέραν του ό,τι είναι αναγκαίο προς επίτευξη του στόχου προστασίας της οδικής ασφαλείας που επιδιώκεται με τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας.

52.      Πράγματι, η έλλειψη καταχωρίσεως στην Ισπανία μιας άδειας που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος δεν εμποδίζει τις ισπανικές αρχές να εφαρμόζουν ορθά τις εθνικές τους διατάξεις όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδηγήσεως και, ενδεχομένως, να προβαίνουν, για τους σκοπούς αυτούς, στην αντικατάσταση αυτής της άδειας.

53.      Πρώτον, υποθέτω ότι τίποτα δεν εμποδίζει την εφαρμογή τέτοιων διατάξεων όταν ο κάτοχός αυτής της αδείας διέπραξε σοβαρή οδική παράβαση στο ισπανικό έδαφος που δικαιολογεί, αφ’ εαυτής, την επιβολή μέτρου στερητικού του δικαιώματος οδηγήσεως.

54.      Δεύτερον, στην περίπτωση κατά την οποία, όπως υπογραμμίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, η επιβολή κατά του κατόχου της αδείας αυτής του ενός ή του άλλου μέτρου, στερητικού ή περιοριστικού του δικαιώματος οδηγήσεως (λόγω διαπράξεως οδικής παραβάσεως στο ισπανικό έδαφος), είναι συνάρτηση των ενδεχομένων προηγούμενων παραβάσεών του (στο ίδιο αυτό έδαφος), αρκεί, προκειμένου οι ισπανικές αρχές να εφαρμόσουν ορθά τις σχετικές εθνικές τους διατάξεις (σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας), το ότι οι αρμόδιες αρχές μνημονεύουν την ύπαρξη τέτοιων προηγούμενων παραβάσεων στην άδεια του ενδιαφερομένου (σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 3, και του παραρτήματος I, σημείο 4, της οδηγίας), ή, όπως προτείνει η Επιτροπή, να καταχωρίζουν τέτοια στοιχεία κατά τη διαπίστωση κάθε παραβάσεως.

55.      Τέλος, ακόμη και στην περίπτωση όπου οι προηγούμενες παραβάσεις του κατόχου της εν λόγω αδείας αντιστοιχούν σε περιστατικά διαπραχθέντα σε άλλο κράτος μέλος πριν την εγκατάσταση αυτού του κατόχου στην Ισπανία, και όπου η ισπανική νομοθεσία προβλέπει στην ειδική αυτή περίπτωση σοβαρότερες επαπειλούμενες κυρώσεις (26), δεν αποκλείεται οι ισπανικές αρχές να είναι σε θέση να γνωρίζουν την ύπαρξη τέτοιων προηγούμενων παραβάσεων εφόσον τα στοιχεία αυτά μπορούν να αναγράφονται στην άδεια του ενδιαφερομένου από το κράτος μέλος εκδόσεως ή από το κράτος μέλος της προηγούμενης διαμονής (κατ’ εφαρμογήν των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 3, και του παραρτήματος I, σημείο 4, της οδηγίας). Εν πάση περιπτώσει, η ενδεχόμενη έλλειψη αναγραφής τέτοιων προηγούμενων παραβάσεων (αν υπάρχουν) στην εν λόγω άδεια δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή λόγο για τη θέσπιση της επίδικης διαδικασίας υποχρεωτικής και συστηματικής καταχωρίσεως των αδειών που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος (27).

56.      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ισπανική διαδικασία υποχρεωτικής και συστηματικής καταχωρίσεως των αδειών που εκδίδει άλλο κράτος μέλος είναι αντίθετη προς την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως που θέτει το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας. Επομένως, ο πρώτος λόγος της προσφυγής είναι βάσιμος.

 Β –       Επί της δεύτερης αιτιάσεως σχετικά με την υποχρεωτική αντικατάσταση ορισμένων αδειών που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος με ισπανική άδεια

57.      Με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο της Ισπανίας ότι παρέβη τις διατάξεις του παραρτήματος I, σημείο 4, της οδηγίας επειδή επέβαλε, με το άρθρο 25, παράγραφος 2, της κανονιστικής ρυθμίσεως για τους οδηγούς, την υποχρεωτική αντικατάσταση μιας αδείας που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος με ισπανική άδεια όταν δεν υπάρχει πλέον θέση για την αναγραφή των στοιχείων που είναι απαραίτητα για τη διαχείριση της αδείας (χρονοδιάγραμμα σχετικά με τους τακτικούς ιατρικούς ελέγχους).

58.      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ευχέρεια που παρέχεται στο κράτος μέλος διαμονής, με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας, να αναγράφει στην άδεια που εκδίδει άλλο κράτος μέλος τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διαχείριση της άδειας εξαρτάται ρητά, κατά το παράρτημα I, σημείο 4 της οδηγίας, από την ύπαρξη στην άδεια αυτή του απαιτούμενου προς τούτο χώρου.

59.      Επομένως, το να απαιτείται η αντικατάσταση της άδειας αυτής εφόσον ο απαιτούμενος προς τούτο χώρος δεν υπάρχει ισοδυναμεί με διεύρυνση του περιεχομένου μιας τέτοιας ευχέρειας, κατά παράβαση του γράμματος του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας.

60.      Αντίθετα προς ό,τι διατείνεται η Ισπανική Κυβέρνηση, μια τέτοια υποχρέωση αντικαταστάσεως της αδείας είναι κατ’ ανάγκην αντίθετη προς τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, εφόσον ο τελευταίος θέλησε να περιορίσει την αντικατάσταση της άδειας σε πολύ περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων, που απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 (εκούσια αντικατάσταση) και 2 (υποχρεωτική αντικατάσταση στο πλαίσιο εφαρμογής μέτρου περιοριστικού του δικαιώματος οδηγήσεως), της οδηγίας. Οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου 8, παράγραφος 2, οι οποίες προβλέπουν τη μόνη περίπτωση υποχρεωτικής αντικαταστάσεως της άδειας, δεν καλύπτουν ασφαλώς την περίπτωση κατά την οποία ο απαιτούμενος χώρος για την αναγραφή στην άδεια των στοιχείων που είναι απαραίτητα για τη διαχείρισή της ελλείπει.

61.      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση της προσφυγής είναι βάσιμη.

 Γ –       Επί της τρίτης αιτιάσεως σχετικά με τις προϋποθέσεις ανανεώσεως ή παρατάσεως των αδειών που εκδόθηκαν στην Ισπανία πριν τη μεταφορά της οδηγίας στο ισπανικό δίκαιο

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

62.      Με την τρίτη αυτή αιτίαση η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο της Ισπανίας ότι παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας διότι, με την έβδομη μεταβατική διάταξη της κανονιστικής ρυθμίσεως για τους οδηγούς, προβλέπει ότι ο κάτοχος ισπανικής αδείας, η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με την προγενέστερη εθνική νομοθεσία, δικαιούται παρατάσεως της διάρκειας της αδείας του εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις ως προς τη σωματική και τη διανοητική ικανότητα που απαιτούσε η εν λόγω προγενέστερη εθνική νομοθεσία, έστω και αν δεν πληροί τις προϋποθέσεις φυσικής και διανοητικής ικανότητας που απαιτεί τώρα η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση σύμφωνα με την οδηγία.

63.      Η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει το απαράδεκτο της αιτιάσεως αυτής επειδή η Επιτροπή την προέβαλε για πρώτη φορά με το δικόγραφο της προσφυγής. Επί της ουσίας, η κυβέρνηση αυτή προβάλλει ότι, σύμφωνα με το εσωτερικό της δίκαιο, μια κανονιστική διάταξη η οποία δεν αναγνωρίζει τα κεκτημένα δικαιώματα βάσει κανόνα που επέχει θέση νόμου φέρει το στίγμα της ελλείψεως νομιμότητας, οπότε αποκλείεται η κανονιστική ρύθμιση για τους οδηγούς να μην αναγνωρίζει στον κάτοχο αδείας, ο οποίος πληροί τις ιατρικές προϋποθέσεις που προέβλεπε η προγενέστερη εθνική νομοθεσία, την παράταση της αδείας του.

2.      Εκτίμηση

64.      Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Ισπανική Κυβέρνηση, η τρίτη αυτή αιτίαση διατυπώθηκε σαφώς από την Επιτροπή στο προηγηθέν της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, τόσο με το έγγραφο οχλήσεως όσο και με την αιτιολογημένη γνώμη (28), πράγμα εξάλλου που έδωσε λαβή για τις σχετικές παρατηρήσεις εκ μέρους των ισπανικών αρχών (29). Επομένως, δεν μπορεί η αιτίαση αυτή να κριθεί απαράδεκτη.

65.      Επί της ουσίας, φρονώ ότι η αιτίαση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή.

66.      Πράγματι, από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το παράρτημα III στο οποίο παραπέμπει, προκύπτει ότι η αρχική έκδοση μιας αδείας οδηγήσεως, καθώς και η ενδεχόμενη παράτασή της, εξαρτώνται από την εκπλήρωση ορισμένων ελάχιστων προδιαγραφών σχετικά με τη σωματική και τη διανοητική ικανότητα οδηγήσεως οχήματος με κινητήρα. Οι ελάχιστες αυτές προδιαγραφές έχουν εφαρμογή ως προς όλους εκείνους οι οποίοι επιθυμούν να τους χορηγηθεί άδεια ή να ανανεωθεί η άδειά τους, περιλαμβανομένων και των κατόχων αδειών που εκδόθηκαν πριν την έναρξη ισχύος της οδηγίας οι οποίοι επιθυμούν να ανανεωθεί η άδειά τους μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής.

67.      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έβδομη μεταβατική διάταξη της κανονιστικής ρυθμίσεως για τους οδηγούς τείνει να απαλλάξει τους κατόχους αδειών οι οποίες εκδόθηκαν πριν την έναρξη ισχύος της οδηγίας, οι οποίοι επιθυμούν να παρατείνουν την άδειά τους μετά την έναρξη ισχύος της οδηγία αυτής, της υποχρεώσεως, που θέτει το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής, να πληρούν τις ελάχιστες ιατρικές προδιαγραφές που ορίζει το παράρτημα III της οδηγίας.

68.      Για να απαντήσω στο επιχείρημα της Ισπανικής Κυβερνήσεως, προσθέτω ότι, κατά πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις της εσωτερικής του έννομης τάξης, ακόμη και συνταγματικής φύσεως, για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο (30).

69.      Επομένως, η τρίτη αιτίαση είναι βάσιμη.

V –    Πρόταση

70.      Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)         να αναγνωρίσει ότι:

–        το Βασίλειο της Ισπανίας, θεσπίζοντας κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει την υποχρεωτική και συστηματική καταχώριση αδείας οδηγήσεως που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος όταν ο κάτοχος της αδείας αυτής εγκαθιστά την κανονική του διαμονή στην Ισπανία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδήγησης,

–        το Βασίλειο της Ισπανίας, θεσπίζοντας κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει την υποχρεωτική αντικατάσταση της αδείας οδηγήσεως που εξέδωσε άλλο κράτος μέλος με ισπανική άδεια οδηγήσεως όταν δεν υπάρχει πλέον χώρος για την αναγραφή σ’ αυτήν των στοιχείων που είναι απαραίτητα για τη διαχείρισή της, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το παράρτημα I, σημείο 4, της οδηγίας 91/439,

–        το Βασίλειο της Ισπανίας, θεσπίζοντας κανονιστική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι ο κάτοχος ισπανικής άδειας οδηγήσεως, που εκδόθηκε σύμφωνα με την προγενέστερη εθνική νομοθεσία, δικαιούται να παρατείνει τη διάρκεια της αδείας του όταν πληροί τις προϋποθέσεις σωματικής και διανοητικής ικανότητας που απαιτεί η εν λόγω προγενέστερη εθνική νομοθεσία, έστω και αν δεν πληροί τις προϋποθέσεις σωματικής και διανοητικής ικανότητας που απαιτεί τώρα η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 91/439·

2)         να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά του έξοδα καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και

3)         να κρίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας καθώς και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών θα φέρουν τα δικά τους έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2  – ΕΕ L 237, σ. 1 (στο εξής: η οδηγία).


3  – Στο εξής: οι άδειες.


4  – Οδηγία του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1980, περί καθιερώσεως κοινοτικής αδείας οδηγήσεως (ΕΕ L 375, σ. 1).


5  – Άρθρο 6 της οδηγίας.


6  – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ της οδηγίας.


7  – Όπ.π.


8  – Το παράρτημα III της οδηγίας απαριθμεί σειρά ελαχίστων προδιαγραφών σχετικά με τη σωματική και τη διανοητική ικανότητα για την οδήγηση οχήματος με κινητήρα.


9  – Άρθρο 1, παράγραφος 3.


10  – Η διευκρίνιση αυτή επαναλαμβάνεται στο παράρτημα Ia, σημείο 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 96/47/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996 (ΕΕ L 235, σ. 1), που τέθηκε σε ισχύ στις 18 Σεπτεμβρίου 1996. Αυτό το παράρτημα Iα προσφέρει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εκδίδουν τις άδειες σύμφωνα με διαφορετικό πρότυπο από το σύνηθες πρότυπο σε χαρτί που προβλέπει το παράρτημα I της οδηγίας. Το δεύτερο αυτό πρότυπο αδειών εμφανίζεται υπό τη μορφή μιας πλαστικής κάρτας, όπως εκείνη που χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, για τις πιστωτικές κάρτες.


11  – BOE αριθ. 135, της 6ης Ιουνίου 1997, σ. 17348.


12  – Με το δικόγραφο της προσφυγής της (βλ. υποσημείωση στη σ. 9), η Επιτροπή παραπέμπει ως προς το σημείο αυτό στο άρθρο 67 του νόμου περί της κυκλοφορίας, της κυκλοφορίας των οχημάτων με κινητήρα και της οδικής ασφάλειας (Ley sobre Tráfico, Circulation de vehiculos a motor y Seguridad Vial) που προβλέπει πρόστιμο από 94 έως 1 503 ευρώ. Η ενδεχόμενη επιβολή προστίμου επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από την Ισπανική Κυβέρνηση.


13  – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1996, C-58/94, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1996, σ. I-2169, σκέψεις 20 έως 22)· της 19ης Νοεμβρίου 1998, C-150/94, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. I-7235, σκέψη 36), και της 9ης Οκτωβρίου 2001, C-377/98, Κάτω Χώρες κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 2001, σ. I-7079, σκέψεις 7 έως 11).


14  – C-155/91 (Συλλογή 1993, σ. I-939).


15  – Όπ.π. (σκέψη 24).


16  – Σημείο 13 των προτάσεων.


17  – Αποφάσεις της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C-193/94, Σκαναβή και Χρυσανθακόπουλος (Συλλογή 1996, σ. I-929, σκέψη 26)· της 29ης Οκτωβρίου 1998, C-230/97, Awoyemi (Συλλογή 1998, σ. I-6781, σκέψη 41), και της 10ης Ιουλίου 2003, C-246/00, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 2003, σ. Ι-7485, σκέψη 60), καθώς και διατάξεις της 11ης Δεκεμβρίου 2003, C-408/02, Silva Carvalho (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 20) και της 29ης Ιανουαρίου 2004, C-253/01, Krüger (Συλλογή 2003, σ. Ι-1191, σκέψη 25).


18  – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Σκαναβή και Χρυσανθακόπουλος (σκέψη 26)· Awoyemi (σκέψη 42), και Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 61), καθώς και προπαρατεθείσες διατάξεις Silva Carvalho (σκέψη 20) και Krüger (σκέψη 25).


19  – Σκέψη 62.


20  – Απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψεις 64 και 65).


21  – Σημείο 12 των προτάσεων.


22  – Σκέψη 67.


23  – Προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 68), βλ., επίσης, προπαρατεθείσα διάταξη Krüger (σκέψη 27).


24  – Προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (σκέψη 69). Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Krüger (σκέψη 28).


25  – Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Kapper (C-476/01), που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου (σημείο 68).


26  – Δεν θα εξετάσω την περίπτωση των αδειών με μόρια εφόσον, μέχρι σήμερα, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν υιοθέτησε ένα τέτοιο σύστημα.


27  – Διευκρινίζω ότι το ζήτημα της ενδεχόμενης απουσίας πληροφορήσεως εκ μέρους του κράτους μέλους διαμονής των ενδεχομένων προηγούμενων παραβάσεων του οδηγού που διέπραξε σε άλλο κράτος μέλος δεν θα πρέπει σχεδόν να τίθεται πλέον στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση, καταρτισθείσα βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τις αποφάσεις έκπτωσης από το δικαίωμα οδήγησης (ΕΕ 1998, C 216, σ. 2), θα τεθεί σε ισχύ. Πράγματι, τα άρθρα 3 και 8 της συμβάσεως αυτής προβλέπουν ότι το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκαν ορισμένες οδικές παραβάσεις και για τις οποίες εκδόθηκαν οριστικές αποφάσεις περί εκπτώσεως από το δικαίωμα οδηγήσεως, κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τις αποφάσεις αυτές, προς εκτέλεση, στο κράτος μέλος διαμονής των ενδιαφερόμενων οδηγών. Η σύμβαση αυτή δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ μέχρι σήμερα, επειδή δεν συγκέντρωσε προς τούτο το σύνολο των αναγκαίων επικυρώσεων.


28  – Σημείο 4 του εγγράφου οχλήσεως και της αιτιολογημένης γνώμης (παραρτήματα 2 και 4 της προσφυγής).


29  – Σημείο 5 της απαντήσεως των ισπανικών αρχών στο έγγραφο οχλήσεως (παράρτημα 3 της προσφυγής).


30  – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Ιουλίου 1998, C-323/97, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1998, σ. I-4281).

Top