Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0422

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Νοεμβρίου 2023.
Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Toruniu κατά TE.
Αίτηση του Sąd Najwyższy για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Κοινωνική ασφάλιση – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 – Άρθρα 5, 6 και 16 – Πιστοποιητικό A 1 – Ανακρίβεια των διαλαμβανόμενων στοιχείων – Αυτεπάγγελτη ανάκληση – Υποχρέωση του φορέα έκδοσης να κινήσει διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής με τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους υποδοχής – Δεν υφίσταται.
Υπόθεση C-422/22.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:869

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Νοεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Κοινωνική ασφάλιση – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 – Άρθρα 5, 6 και 16 – Πιστοποιητικό A 1 – Ανακρίβεια των διαλαμβανόμενων στοιχείων – Αυτεπάγγελτη ανάκληση – Υποχρέωση του φορέα έκδοσης να κινήσει διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής με τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους υποδοχής – Δεν υφίσταται»

Στην υπόθεση C‑422/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία) με απόφαση της 27ης Απριλίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιουνίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Toruniu

κατά

TE,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl, J. Passer και M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        το Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Toruniu, εκπροσωπούμενο από την J. Jaźwiec-Blecharczyk, radca prawny,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον S. Baeyens και την L. Van den Broeck,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard και την A. Daniel,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Brauhoff και τον D. Martin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 6 και 16 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012 (ΕΕ 2012, L 149, σ. 4) (στο εξής: κανονισμός 987/2009).

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Zakład Ubezpieczeń Społecznych Oddział w Toruniu (ιδρύματος κοινωνικών ασφαλίσεων, τοπικό γραφείο Toruń, Πολωνία, στο εξής: ZUS) και του TE σχετικά με την απόφαση του ZUS να ανακαλέσει το πιστοποιητικό A 1 που αφορούσε τον ΤΕ και βεβαίωνε την υπαγωγή του στην πολωνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης για την περίοδο από τις 22 Αυγούστου 2016 έως τις 21 Αυγούστου 2017.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 883/2004

3        Ο επιγραφόμενος «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας» τίτλος II του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012 (στο εξής: κανονισμός 883/2004), περιλαμβάνει τα άρθρα 11 έως 16.

4        Το άρθρο 11 του κανονισμού 883/2004 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

[…]

3.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

α)      το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

[…]».

5        Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άσκηση δραστηριοτήτων σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται:

α)      στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, εάν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του σε αυτό·

β)      στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων των δραστηριοτήτων του, εάν δεν κατοικεί σε ένα από τα κράτη μέλη στα οποία ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του.»

6        Κατά το άρθρο 72, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, η Διοικητική Επιτροπή για τον Συντονισμό των Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης (στο εξής: διοικητική επιτροπή) χειρίζεται, μεταξύ άλλων, όλα τα διοικητικά θέματα και τα θέματα ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού 883/2004 ή του κανονισμού 987/2009.

7        Το άρθρο 76 του κανονισμού 883/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία», ορίζει τα εξής:

«[…]

4.      Οι φορείς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό έχουν υποχρέωση αμοιβαίας ενημέρωσης και συνεργασίας, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

[…]

6.      Σε περίπτωση δυσκολιών ερμηνείας ή εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, που ενδέχεται να διακυβεύσουν τα δικαιώματα ενός προσώπου που καλύπτεται από αυτόν, ο φορέας του αρμόδιου κράτους μέλους ή του κράτους μέλους κατοικίας του εν λόγω προσώπου έρχεται σε επαφή με το φορέα ή τους φορείς του άλλου κράτους μέλους ή των άλλων κρατών μελών. Εφόσον δεν υπάρξει λύση εντός ευλόγου διαστήματος, οι οικείες αρχές μπορούν να ζητούν την παρέμβαση της διοικητικής επιτροπής.

[…]»

 Ο κανονισμός 987/2009

8        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 22 του κανονισμού 987/2009 έχουν ως εξής:

«(2)      Η αποτελεσματικότερη και η στενότερη συνεργασία μεταξύ των φορέων κοινωνικής ασφάλειας αποτελεί παράγοντα ουσιώδους σημασίας για να μπορούν τα πρόσωπα που καλύπτονται από τον [κανονισμό 883/2004] να ασκούν τα δικαιώματά τους το συντομότερο δυνατόν και με τους καλύτερους δυνατούς όρους.

[…]

(22)      Η ενημέρωση των ενδιαφερόμενων προσώπων για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους αποτελεί ουσιώδη συνιστώσα μιας σχέσης εμπιστοσύνης με τις αρμόδιες αρχές και τους φορείς των κρατών μελών. […]»

9        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009:

«Οι φορείς παρέχουν ή ανταλλάσσουν αμελλητί όλα τα δεδομένα που χρειάζονται για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των προσώπων για τα οποία ισχύει ο [κανονισμός 883/2004]. Η κοινοποίηση των δεδομένων αυτών μεταξύ των κρατών μελών γίνεται απευθείας από τους ίδιους τους φορείς ή εμμέσως μέσω των οργανισμών σύνδεσης.»

10      Το άρθρο 3 του κανονισμού 987/2009 έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερόμενων προσώπων οι πληροφορίες που απαιτούνται για να ενημερώνονται σχετικά με τις αλλαγές που επιφέρουν ο [κανονισμός 883/2004] και ο [παρών κανονισμός] και για να μπορούν, συνεπώς, να ασκούν τα δικαιώματά τους. Τα κράτη μέλη μεριμνούν επίσης ώστε οι παρεχόμενες υπηρεσίες να είναι εύχρηστες.

2.      Τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο [κανονισμός 883/2004] υποχρεούνται να διαβιβάζουν στο σχετικό φορέα κάθε πληροφορία, έγγραφο ή δικαιολογητικό που απαιτείται για τον προσδιορισμό της κατάστασης των ίδιων ή της οικογένειάς τους, για τον προσδιορισμό και τη διατήρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους, καθώς και για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας και των υποχρεώσεών τους βάσει της νομοθεσίας αυτής.

[…]

4.      Εφόσον είναι αναγκαίο για την εφαρμογή του [κανονισμού 883/2004] και του [παρόντος κανονισμού], οι σχετικοί φορείς διαβιβάζουν τις πληροφορίες και χορηγούν τα έγγραφα στους ενδιαφερομένους αμελλητί και οπωσδήποτε εντός των προθεσμιών που ορίζει η νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους.

[…]»

11      Το άρθρο 5 του κανονισμού 987/2009, το οποίο επιγράφεται «Νομική αξία των εγγράφων και των δικαιολογητικών που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα έγγραφα που εκδίδονται από το φορέα κράτους μέλους και τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς της εφαρμογής του [κανονισμού 883/2004] και του [παρόντος κανονισμού], καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα, ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν ανακαλούνται ή δεν κηρύσσονται άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν.

2.      Σε περίπτωση αμφιβολίας περί την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων θεμελιώνονται τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό, ο φορέας του κράτους μέλους που λαμβάνει το έγγραφο απευθύνεται στο φορέα που το εξέδωσε για να του ζητήσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάκληση του εν λόγω εγγράφου. Ο εκδίδων φορέας επανεξετάζει τους λόγους έκδοσης του εγγράφου και, ανάλογα με την περίπτωση, το ανακαλεί.

3.      Σύμφωνα με την παράγραφο 2, όταν υπάρχει αμφιβολία για τις πληροφορίες που έχουν παράσχει οι ενδιαφερόμενοι, την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή αποδεικτικού στοιχείου ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων βασίζονται [τα στοιχεία] που περιέχει, ο φορέας του τόπου διαμονής ή κατοικίας, κατ’ αίτηση του αρμόδιου φορέα, προβαίνει στην αναγκαία επαλήθευση αυτών των πληροφοριών ή εγγράφων, εφόσον είναι δυνατή η διενέργειά της.

4.      Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων, το θέμα μπορεί να τεθεί ενώπιον της διοικητικής επιτροπής από τις αρμόδιες αρχές, αφού παρέλθει ένας μήνας από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος του φορέα που έλαβε το έγγραφο. Η διοικητική επιτροπή επιχειρεί να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος.»

12      Το άρθρο 6 του κανονισμού 987/2009, το οποίο επιγράφεται «Προσωρινή εφαρμογή νομοθεσίας και προσωρινή καταβολή παροχών», έχει ως εξής:

«1.      Εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά στον [παρόντα κανονισμό], σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των φορέων ή των αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, ο ενδιαφερόμενος υπόκειται προσωρινά στη νομοθεσία ενός από αυτά τα κράτη μέλη, […]

[…]

2.      Σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των φορέων ή των αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών για το θέμα του προσδιορισμού του φορέα που οφείλει να χορηγήσει τις παροχές σε χρήμα ή σε είδος, ο ενδιαφερόμενος ο οποίος θα μπορούσε να απαιτήσει παροχές, αν δεν υπάρχει αμφισβήτηση, λαμβάνει προσωρινά τις παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει ο φορέας του τόπου κατοικίας του ή, αν ο εν λόγω ενδιαφερόμενος δεν κατοικεί στο έδαφος ενός από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τις παροχές που προβλέπονται από τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει ο φορέας στον οποίο υποβλήθηκε αρχικά η αίτηση.

3.      Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων ή αρχών, το θέμα μπορεί να τεθεί ενώπιον της διοικητικής επιτροπής από τις αρμόδιες αρχές, αφού παρέλθει ένας μήνας από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε η διάσταση απόψεων, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2. Η διοικητική επιτροπή επιδιώκει να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος.

[…]»

13      Το άρθρο 15 του κανονισμού αυτού προβλέπει τη διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και δʹ, του άρθρου 11, παράγραφος 4, και του άρθρου 12 του κανονισμού 883/2004.

14      Το άρθρο 16 του κανονισμού 987/2009, με τίτλο «Διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 13 του [κανονισμού 883/2004]», ορίζει τα εξής:

«1.      Το πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ενημερώνει σχετικά το φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί.

2.      Ο οριζόμενος φορέας του κράτους μέλους κατοικίας προσδιορίζει αμελλητί τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στον ενδιαφερόμενο, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 13 του [κανονισμού 883/2004] και του άρθρου 14 του [παρόντος κανονισμού]. Ο αρχικός προσδιορισμός αυτός είναι προσωρινός. Ο φορέας ενημερώνει για τον προσωρινό προσδιορισμό τους φορείς που έχουν ορισθεί από κάθε κράτος μέλος στο οποίο ασκείται μια δραστηριότητα.

3.      Ο προσωρινός προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, καθίσταται οριστικός εντός δύο μηνών από τη στιγμή κατά την οποία ενημερώθηκαν για τον προσωρινό προσδιορισμό οι φορείς που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή των σχετικών κρατών μελών, σύμφωνα με την παράγραφο 2, εκτός αν η νομοθεσία έχει ήδη προσδιορισθεί οριστικά βάσει της παραγράφου 4, ή τουλάχιστον ένας από τους σχετικούς φορείς ενημερώσει, έως το τέλος της δίμηνης προθεσμίας, το φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους κατοικίας ότι δεν μπορεί ακόμα να δεχθεί τον προσδιορισμό ή ότι έχει διαφορετική άποψη εν προκειμένω.

4.      Εάν υπάρχει αβεβαιότητα για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, λόγω της οποίας πρέπει να πραγματοποιηθούν επαφές μεταξύ των φορέων ή των αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων από τους φορείς που έχουν ορίσει οι αρμόδιες αρχές των σχετικών κρατών μελών ή αιτήματος των ίδιων των αρμόδιων αρχών, η νομοθεσία που εφαρμόζεται για τον ενδιαφερόμενο προσδιορίζεται με κοινή συμφωνία, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 13 του [κανονισμού 883/2004] και τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 14 του [παρόντος κανονισμού].

Εάν υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των σχετικών φορέων ή αρμόδιων αρχών, οι οργανισμοί αυτοί επιδιώκουν την επίτευξη συμφωνίας σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται ανωτέρω και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 6 του [παρόντος κανονισμού].

[…]»

15      Το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009 έχει ως εξής:

«Μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εργοδότη, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα δυνάμει διατάξεως του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], βεβαιώνει ότι αυτή η νομοθεσία είναι εφαρμοστέα και αναφέρει, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, έως ποια ημερομηνία και υπό ποιους όρους.»

16      Το άρθρο 20 του κανονισμού 987/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία μεταξύ φορέων», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Οι σχετικοί φορείς κοινοποιούν στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου είναι εφαρμοστέα σε ένα πρόσωπο δυνάμει του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία η νομοθεσία αυτή τίθεται σε ισχύ και για τον υπολογισμό των εισφορών που βαρύνουν αυτό το πρόσωπο και τον ή τους εργοδότες του δυνάμει αυτής της νομοθεσίας.

2.      Ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου καθίσταται εφαρμοστέα σε ένα πρόσωπο δυνάμει του τίτλου ΙΙ του [κανονισμού 883/2004], καθιστά τις πληροφορίες σχετικά με την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της νομοθεσίας αυτής διαθέσιμες στο φορέα που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή του τελευταίου κράτους μέλους, στη νομοθεσία του οποίου είχε υπαχθεί το εν λόγω πρόσωπο.»

17      Το άρθρο 60 του κανονισμού 987/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 67 και 68 του [κανονισμού 883/2004]», προβλέπει στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Όταν υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των ενδιαφερομένων φορέων σχετικά με την κατά προτεραιότητα εφαρμοστέα νομοθεσία, εφαρμόζεται το άρθρο 6 παράγραφοι 2 έως 5 του [παρόντος κανονισμού]. Προς τούτο, ο φορέας του τόπου κατοικίας που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του [παρόντος κανονισμού] είναι ο φορέας του τόπου κατοικίας του ή των τέκνων.»

 Το πολωνικό δίκαιο

18      Το άρθρο 83a, παράγραφος 1, του ustawa o systemie ubezpieczeń społecznych (νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης), της 13ης Οκτωβρίου 1998 (Dz. U. του 1998, αριθ. 137, θέση 887), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (Dz. U. του 2021, θέση 430), ορίζει τα εξής:

«Δικαίωμα ή υποχρέωση που έχει θεμελιωθεί με οριστική απόφαση του [ZUS] προσδιορίζεται εκ νέου κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου ή αυτεπαγγέλτως, εάν, αφού καταστεί οριστική η απόφαση, προσκομιστούν νέα αποδεικτικά στοιχεία ή αποκαλυφθούν περιστάσεις που υφίσταντο πριν από την έκδοση της απόφασης και τα στοιχεία ή οι περιστάσεις αυτές επηρεάζουν το εν λόγω δικαίωμα ή την εν λόγω υποχρέωση.»

19      Το άρθρο 47714a του kodeks postępowania cywilnego (κώδικα πολιτικής δικονομίας) προβλέπει τα εξής:

«Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν εξαφανίζει δικαστική απόφαση και ακυρώνει την προηγηθείσα αυτής απόφαση του συνταξιοδοτικού φορέα, μπορεί να αναπέμψει την υπόθεση απευθείας στον συνταξιοδοτικό φορέα προς επανεξέταση.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20      Ο TE, επιχειρηματίας εγγεγραμμένος στο πολωνικό εμπορικό μητρώο ο οποίος ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα και του οποίου τα εισοδήματα από τη δραστηριότητα αυτή φορολογούνται στην Πολωνία, συνήψε στις 11 Αυγούστου 2016 με εταιρία εγκατεστημένη στη Βαρσοβία (Πολωνία) σύμβαση βάσει της οποίας όφειλε να παράσχει ορισμένες υπηρεσίες στη Γαλλία, στο πλαίσιο συγκεκριμένου έργου, από τις 22 Αυγούστου 2016 και έως την περάτωση του έργου.

21      Επί τη βάσει της σύμβασης αυτής, το ZUS εξέδωσε πιστοποιητικό A 1, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, το οποίο βεβαίωνε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, ότι ο TE υπαγόταν στην πολωνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης για την περίοδο από τις 22 Αυγούστου 2016 έως τις 21 Αυγούστου 2017 (στο εξής: επίμαχη περίοδος).

22      Κατόπιν αυτεπάγγελτης επανεξέτασης, το ZUS διαπίστωσε ότι κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου ο TE ασκούσε τη δραστηριότητά του σε ένα μόνο κράτος μέλος, ήτοι στη Γαλλική Δημοκρατία. Επομένως, με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2017 (στο εξής: επίδικη απόφαση), το ZUS αφενός ανακάλεσε το πιστοποιητικό A 1 και αφετέρου διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, ο TE δεν υπαγόταν στην πολωνική νομοθεσία κατά την εν λόγω περίοδο. Εκτιμώντας ότι η κρίσιμη διάταξη για τον καθορισμό της εφαρμοστέας στην περίπτωση του ΤΕ νομοθεσίας δεν ήταν το άρθρο 13 του κανονισμού 883/2004, αλλά το άρθρο 11 του κανονισμού αυτού, το ZUS εξέδωσε την ανωτέρω απόφαση χωρίς να έχει προηγουμένως ακολουθήσει τη διαδικασία του άρθρου 16 του κανονισμού 987/2009 προκειμένου να υπάρξει συντονισμός με τον αρμόδιο γαλλικό φορέα όσον αφορά τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας στην περίπτωση του ΤΕ.

23      Ο TE άσκησε προσφυγή ενώπιον του Sąd Okręgowy w Toruniu (πρωτοδικείου του Toruń, Πολωνία) κατά της επίδικης απόφασης. Το δικαστήριο αυτό έκρινε, αφενός, ότι κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου ο TE δεν εργαζόταν σε ένα μόνο κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004 και, αφετέρου, ότι το ZUS δεν είχε εξαντλήσει τη διαδικασία συντονισμού που προβλέπεται στα άρθρα 6, 15 και 16 του κανονισμού 987/2009, μολονότι η διαδικασία αυτή ήταν υποχρεωτική για τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας το εν λόγω δικαστήριο ζήτησε από το ZUS να κινήσει τη διαδικασία συντονισμού με τον αρμόδιο γαλλικό φορέα, πλην όμως το ZUS αρνήθηκε να το πράξει, θεωρώντας ότι δεν δικαιολογούνταν η κίνηση της διαδικασίας αυτής. Προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέλθει ο TE σε μια κατάσταση όπου δεν θα καλυπτόταν από κανένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το Sąd Okręgowy w Toruniu (πρωτοδικείο του Toruń) έκρινε ότι κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου ο TE υπαγόταν στην πολωνική νομοθεσία και ότι, ως εκ τούτου, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης πιστοποιητικό Α 1 εξακολουθούσε να ισχύει.

24      Με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2020, το Sąd Apelacyjny w Gdańsku (εφετείο του Gdansk, Πολωνία) απέρριψε την έφεση που άσκησε το ZUS κατά της απόφασης του Sąd Okręgowy w Toruniu (πρωτοδικείου του Toruń), επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση.

25      Το ZUS άσκησε αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης ενώπιον του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι, δεδομένου ότι η ανάκληση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης πιστοποιητικού Α 1 προϋπέθετε την προηγούμενη εξάντληση της διαδικασίας συντονισμού που προβλέπει ο κανονισμός 987/2009, η επίδικη απόφαση ενείχε πλημμέλεια η οποία μπορούσε να θεραπευθεί μόνο στο πλαίσιο της κινηθείσας ενώπιον του ίδιου του ZUS διαδικασίας. Επομένως, κατά την άποψη του ZUS, οι δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από το Sąd Okręgowy w Toruniu (πρωτοδικείο του Toruń) και το Sąd Apelacyjny w Gdańsku (εφετείο του Gdansk) ενέχουν πλάνη για τον λόγο ότι τα δικαστήρια αυτά θα έπρεπε, αντί να αποφανθούν επί της εφαρμοστέας στην περίπτωση του ΤΕ νομοθεσίας, να έχουν αναπέμψει την υπόθεση στο ZUS ώστε το τελευταίο να επανεξετάσει το πιστοποιητικό Α 1 σε συνεργασία με τον αρμόδιο γαλλικό φορέα.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ο φορέας [κράτους μέλους] ο οποίος εξέδωσε πιστοποιητικό Α 1 και προτίθεται να ακυρώσει, να ανακαλέσει ή να κηρύξει ανίσχυρο το εκδοθέν πιστοποιητικό, αυτεπάγγελτα, ήτοι χωρίς αίτηση του αρμοδίου φορέα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, την υποχρέωση διεξαγωγής διαδικασίας συνδιαλλαγής με τον αρμόδιο φορέα του άλλου κράτους μέλους κατ’ αναλογία προς τους κανόνες που ισχύουν βάσει των άρθρων 6 και 16 του [κανονισμού 987/2009];

2)      Πρέπει η διαδικασία συνδιαλλαγής να διεξάγεται πριν το εκδοθέν πιστοποιητικό ακυρωθεί, ανακληθεί ή κηρυχθεί ανίσχυρο, ή μήπως η ακύρωση, ανάκληση ή κήρυξη του πιστοποιητικού ως ανίσχυρου έχει [δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009] προκαταρκτικό και προσωρινό χαρακτήρα και καθίσταται οριστική σε περίπτωση που ο οικείος φορέας του [άλλου κράτους μέλους] δεν εκφράσει επιφυλάξεις ή διαφορετική γνώμη συναφώς;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

27      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι τα άρθρα 6 και 16 του κανονισμού 987/2009, τα οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στα ερωτήματά του και τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, την προσωρινή εφαρμογή νομοθεσίας και την προσωρινή καταβολή παροχών, καθώς και τη διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 883/2004, επαναλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν, τις διατάξεις του άρθρου 76, παράγραφος 6, του τελευταίου αυτού κανονισμού, το οποίο προβλέπει τη διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής μεταξύ των αρμόδιων φορέων των οικείων κρατών μελών (στο εξής: διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής).

28      Εξάλλου, η μόνη διάταξη του δικαίου της Ένωσης που αναφέρεται στην ανάκληση των πιστοποιητικών A 1 είναι το άρθρο 5 του κανονισμού 987/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νομική αξία των εγγράφων και των δικαιολογητικών που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος».

29      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το πιστοποιητικό A 1 αντιστοιχεί σε τυποποιημένο έντυπο το οποίο χορηγείται, σύμφωνα με τον τίτλο II του κανονισμού 987/2009, από τον φορέα που ορίζεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης είναι εφαρμοστέα, προκειμένου να βεβαιωθεί, κατά τα οριζόμενα, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η υπαγωγή των εργαζομένων που εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις του τίτλου II του κανονισμού 883/2004 στη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2023, DRV Intertrans και Verbraeken J. en Zonen, C‑410/21 και C‑661/21, EU:C:2023:138, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 προβλέπει ότι τα έγγραφα τα οποία εκδίδονται από τον φορέα κράτους μέλους και τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανονισμών 883/2004 και 987/2009, καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα, ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν ανακαλούνται ή δεν κηρύσσονται άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν.

31      Οι παράγραφοι 2 και 4 του άρθρου 5 του κανονισμού 987/2009 καθορίζουν τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής για την επίλυση των διαφορών μεταξύ του φορέα του κράτους μέλους που λαμβάνει τα έγγραφα και τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 και του φορέα που εξέδωσε τα έγγραφα αυτά. Ειδικότερα, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 5 διευκρινίζουν τις ενέργειες στις οποίες καλούνται να προβούν οι εν λόγω φορείς σε περίπτωση αμφιβολίας όσον αφορά το κύρος τέτοιων εγγράφων και δικαιολογητικών ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων θεμελιώνονται τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτά, υποχρεώνουν δε τον φορέα έκδοσης να επανεξετάζει αν ορθώς χορηγήθηκαν τα έγγραφα και, κατά περίπτωση, να τα ανακαλεί. Η παράγραφος 4 του άρθρου 5 ορίζει ότι, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων, το θέμα μπορεί να τεθεί από τις αρμόδιες αρχές ενώπιον της διοικητικής επιτροπής, η οποία επιχειρεί να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος.

32      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 5, 6 και 16 του κανονισμού 987/2009 έχουν την έννοια ότι φορέας έκδοσης πιστοποιητικού A 1 ο οποίος, κατόπιν αυτεπάγγελτης επανεξέτασης των στοιχείων βάσει των οποίων εκδόθηκε το πιστοποιητικό, διαπιστώνει ότι τα στοιχεία αυτά είναι ανακριβή μπορεί να ανακαλέσει το πιστοποιητικό χωρίς να κινήσει προηγουμένως τη διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής με τους αρμόδιους φορείς των οικείων κρατών μελών προκειμένου να προσδιοριστεί η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

33      Πρώτον, διευκρινίζεται ότι το πιστοποιητικό A 1 μπορεί να ανακληθεί αυτεπαγγέλτως από τον φορέα έκδοσης, δηλαδή χωρίς να έχει υποβληθεί σε αυτόν αίτημα επανεξέτασης και ανάκλησης από τον αρμόδιο φορέα άλλου κράτους μέλους.

34      Πράγματι, αφενός, δεδομένου ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009 αναφέρεται στα πιστοποιητικά A 1 που «ανακαλούνται», χωρίς να διευκρινίζει ή να περιορίζει τις περιπτώσεις μιας τέτοιας ανάκλησης, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή αφορά κάθε περίπτωση ανάκλησης των εν λόγω πιστοποιητικών.

35      Αφετέρου, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο δεσμευτικός χαρακτήρας των πιστοποιητικών A 1 έναντι των φορέων των άλλων κρατών μελών πέραν του κράτους μέλους έκδοσης στηρίζεται στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και η οποία συνδέεται επίσης με την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Βάσει των αρχών αυτών, ο φορέας έκδοσης οφείλει να προβαίνει σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η χορήγηση των πιστοποιητικών και σε επιμελή εξέταση της εφαρμογής του δικού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης προκειμένου να εξασφαλίσει την ακρίβεια των στοιχείων που διαλαμβάνονται στα εν λόγω πιστοποιητικά και, επομένως, την ορθή εφαρμογή του κανονισμού 883/2004, οι δε φορείς των άλλων κρατών μελών έχουν νόμιμη προσδοκία ότι ο φορέας έκδοσης θα συμμορφωθεί με την υποχρέωση αυτή (πρβλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ., C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψεις 37, 40 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Επομένως, καθόσον οι λεπτομέρειες που αφορούν τις δραστηριότητες του οικείου εργαζομένου ενδέχεται να μεταβληθούν σε σχέση με την κατάσταση που ελήφθη υπόψη κατά την έκδοση του πιστοποιητικού A 1 και τα στοιχεία που αποτέλεσαν τη βάση για την αρχική διαπίστωση της κατάστασης αυτής ενδέχεται εκ των υστέρων να αποδειχθούν ανακριβή, οι αρχές της καλόπιστης συνεργασίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης συνεπάγονται την υποχρέωση του φορέα έκδοσης να ελέγχει καθ’ όλη τη διάρκεια της άσκησης της δραστηριότητας βάσει της οποίας εκδόθηκε το πιστοποιητικό την ακρίβεια των διαλαμβανόμενων σε αυτό στοιχείων και να το ανακαλεί εάν, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική κατάσταση του οικείου εργαζομένου, διαπιστώσει ότι το πιστοποιητικό δεν είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 883/2004.

37      Δεύτερον, μολονότι, βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού 987/2009, η απόφαση του φορέα έκδοσης να ανακαλέσει ένα πιστοποιητικό A 1, κατόπιν αιτήματος επανεξέτασης και ανάκλησης υποβληθέντος από τον αρμόδιο φορέα άλλου κράτους μέλους, πρέπει να λαμβάνεται στο πλαίσιο της διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής μεταξύ των οικείων φορέων, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 5, το άρθρο αυτό δεν περιέχει, εντούτοις, καμία διάταξη σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες που πρέπει να τηρεί φορέας έκδοσης ο οποίος επιθυμεί να ανακαλέσει αυτεπαγγέλτως ένα πιστοποιητικό A 1.

38      Ειδικότερα, σε μια τέτοια περίπτωση, το άρθρο 5 του κανονισμού 987/2009 δεν προβλέπει υποχρέωση του φορέα έκδοσης να λάβει την απόφαση ανάκλησης τηρώντας την εν λόγω διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής.

39      Δεδομένου ότι δεν προβλέπεται ειδικώς τέτοια διαδικαστική υποχρέωση στην περίπτωση που ο φορέας έκδοσης επιθυμεί να ανακαλέσει αυτεπαγγέλτως ένα πιστοποιητικό Α 1, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαδικασία του άρθρου 5, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 987/2009 δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αυτεπάγγελτη ανάκληση πιστοποιητικού A 1 από φορέα έκδοσης ο οποίος διαπιστώνει ότι τα στοιχεία βάσει των οποίων χορηγήθηκε το πιστοποιητικό είναι ανακριβή.

40      Η ανωτέρω ερμηνεία, η οποία προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 5 του κανονισμού 987/2009, συνάδει εξάλλου με τη φύση, τον σκοπό και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής.

41      Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 76, παράγραφος 6, του κανονισμού 883/2004, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 72, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, η διαδικασία αυτή συνιστά μέσο που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης με σκοπό την επίλυση των διαφορών μεταξύ των αρμόδιων φορέων των οικείων κρατών μελών όσον αφορά ιδίως την ερμηνεία ή την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού.

42      Επομένως, η προσφυγή στη διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής απορρέει από την ύπαρξη διάστασης απόψεων μεταξύ των αρμόδιων φορέων δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται από τις διατάξεις του κανονισμού 987/2009 που προβλέπουν την προσφυγή στη διαδικασία αυτή.

43      Συγκεκριμένα, τα άρθρα 5 και 6 του ως άνω κανονισμού προβλέπουν την προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία, αντιστοίχως, όταν ο φορέας που λαμβάνει πιστοποιητικό Α 1 αμφιβάλλει για το κύρος ή την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων εκδόθηκε το πιστοποιητικό και, κατά συνέπεια, ζητεί από τον φορέα έκδοσης να το ανακαλέσει, καθώς και όταν οι φορείς ή οι αρχές περισσοτέρων κρατών μελών έχουν διαφορετικές απόψεις ως προς τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας ή του φορέα που οφείλει να χορηγήσει τις σχετικές παροχές.

44      Τα δε άρθρα 16 και 60 του κανονισμού 987/2009, τα οποία καθορίζουν τις διαδικασίες για την εφαρμογή των άρθρων 13 και 68 του κανονισμού 883/2004, προβλέπουν την προσφυγή στην ίδια διαδικασία, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής που καθορίζονται στο άρθρο 6 του κανονισμού 987/2009, σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των οικείων φορέων ως προς την εφαρμοστέα νομοθεσία.

45      Πλην όμως, η αυτεπάγγελτη ανάκληση πιστοποιητικού A 1 από τον φορέα έκδοσης δεν απορρέει από την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ του φορέα έκδοσης και του φορέα άλλου κράτους μέλους ο οποίος αμφισβητεί την ακρίβεια του πιστοποιητικού, αλλά από το γεγονός ότι ο φορέας έκδοσης διαπιστώνει, μετά τους ελέγχους στους οποίους οφείλει να προβεί προκειμένου να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις αρχές της καλόπιστης συνεργασίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης –όπως οι υποχρεώσεις αυτές εκτίθενται στις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας απόφασης–, ότι τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο πιστοποιητικό δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

46      Τέλος, η ερμηνεία που εκτίθεται στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης δεν θίγει ούτε τα δικαιώματα που αντλεί από τον κανονισμό 883/2004 ο εργαζόμενος τον οποίο αφορά το υπό ανάκληση πιστοποιητικό A 1 ούτε τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός.

47      Πράγματι, αφενός, υπενθυμίζεται ότι εκδίδοντας ένα τέτοιο πιστοποιητικό, ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους δηλώνει απλώς και μόνον ότι ο οικείος εργαζόμενος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Μαρτίου 2000, Banks κ.λπ., C‑178/97, EU:C:2000:169, σκέψη 53).

48      Επομένως, εφόσον το πιστοποιητικό A 1 δεν αποτελεί πράξη που θεμελιώνει δικαιώματα, αλλά πράξη αναγνωριστικού χαρακτήρα, η ανάκλησή του δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια τέτοιων δικαιωμάτων.

49      Αφετέρου, μετά την ανάκληση του πιστοποιητικού A 1, η εφαρμοστέα στην περίπτωση του εργαζομένου νομοθεσία θα καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 883/2004, με προσφυγή ενδεχομένως στη διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής εφόσον έχει εφαρμογή το άρθρο 6 του κανονισμού 987/2009.

50      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 883/2004 αποτελούν ένα ολοκληρωμένο και ομοιόμορφο σύστημα κανόνων σύγκρουσης νόμων που δεν αποσκοπεί μόνον στην αποφυγή της ταυτόχρονης εφαρμογής πολλών εθνικών νομοθεσιών και των εντεύθεν δυνάμενων να προκύψουν περιπλοκών, αλλά και στην αποτροπή του ενδεχομένου τα υπαγόμενα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού πρόσωπα να στερούνται προστασίας σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης λόγω έλλειψης οποιασδήποτε εφαρμοστέας νομοθεσίας (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst, C‑631/17, EU:C:2019:381, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 6 του κανονισμού 987/2009 προβλέπει την προσωρινή εφαρμογή νομοθεσίας και την προσωρινή καταβολή παροχών σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των φορέων δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών όσον αφορά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας ή του φορέα που οφείλει να χορηγήσει τις παροχές.

52      Συνεπώς, η εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει ο κανονισμός 883/2004 με σκοπό τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, κατόπιν της αυτεπάγγελτης ανάκλησης πιστοποιητικού A 1 από τον φορέα έκδοσης, διασφαλίζει όχι μόνον ότι ο εργαζόμενος προστατεύεται ανά πάσα στιγμή, ακόμη και σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ των οικείων φορέων ως προς την εφαρμοστέα νομοθεσία, αλλά και ότι ο εργαζόμενος υπάγεται ανά πάσα στιγμή, ακόμη και σε περίπτωση τέτοιας διαφοράς, σε μία μόνον εθνική νομοθεσία.

53      Τρίτον και τελευταίον, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 76, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2004 και από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 22 του κανονισμού 987/2009, για την ομαλή λειτουργία του συστήματος που καθιερώνει ο κανονισμός 883/2004 απαιτείται αποτελεσματική και στενή συνεργασία τόσο μεταξύ των αρμόδιων φορέων των διαφόρων κρατών μελών όσο και μεταξύ των φορέων αυτών και των προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Η συνεργασία αυτή είναι αναγκαία προκειμένου να προσδιοριστούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ενδιαφερομένων και να μπορέσουν οι τελευταίοι να ασκήσουν τα δικαιώματά τους το συντομότερο δυνατόν και με τους καλύτερους δυνατούς όρους.

54      Η εν λόγω συνεργασία επιβάλλει στο σύνολο των ως άνω φορέων και προσώπων να ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των προσώπων αυτών, πράγμα που προκύπτει από τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού 987/2009, τα οποία οριοθετούν το πεδίο εφαρμογής και τη διαδικασία των ανταλλαγών μεταξύ φορέων καθώς και μεταξύ φορέων και ενδιαφερομένων, και από το άρθρο 20 του κανονισμού, το οποίο αναφέρεται ειδικότερα στο καθήκον συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων φορέων των διαφόρων κρατών μελών.

55      Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 53 των προτάσεών του, μολονότι ο φορέας έκδοσης που επιθυμεί να ανακαλέσει αυτεπαγγέλτως ένα πιστοποιητικό A 1, για τον λόγο ότι τα διαλαμβανόμενα σε αυτό στοιχεία είναι ανακριβή, δεν οφείλει να κινήσει προηγουμένως τη διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής με τους αρμόδιους φορείς των οικείων κρατών μελών, οι διατάξεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 53 και 54 της παρούσας απόφασης επιβάλλουν εντούτοις στον ως άνω φορέα την υποχρέωση, αφού ανακαλέσει το πιστοποιητικό, να ενημερώσει σχετικά, το συντομότερο δυνατόν, τόσο τους αρμόδιους φορείς όσο και τον ενδιαφερόμενο και να τους κοινοποιήσει όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου.

56      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 5, 6 και 16 του κανονισμού 987/2009 έχουν την έννοια ότι φορέας έκδοσης πιστοποιητικού A 1 ο οποίος, κατόπιν αυτεπάγγελτης επανεξέτασης των στοιχείων βάσει των οποίων εκδόθηκε το πιστοποιητικό, διαπιστώνει ότι τα στοιχεία αυτά είναι ανακριβή μπορεί να ανακαλέσει το πιστοποιητικό χωρίς να κινήσει προηγουμένως τη διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής με τους αρμόδιους φορείς των οικείων κρατών μελών προκειμένου να προσδιοριστεί η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

 Επί των δικαστικών εξόδων

57      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 5, 6 και 16 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012,

έχουν την έννοια ότι:

φορέας έκδοσης πιστοποιητικού A 1 ο οποίος, κατόπιν αυτεπάγγελτης επανεξέτασης των στοιχείων βάσει των οποίων εκδόθηκε το πιστοποιητικό, διαπιστώνει ότι τα στοιχεία αυτά είναι ανακριβή μπορεί να ανακαλέσει το πιστοποιητικό χωρίς να κινήσει προηγουμένως τη διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής –η οποία προβλέπεται στο άρθρο 76, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012– με τους αρμόδιους φορείς των οικείων κρατών μελών προκειμένου να προσδιοριστεί η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.

Top