EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0331

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 13ης Ιουνίου 2024.
KT κ.λπ. κατά Dirección General de la Función Pública, adscrita al Departamento de la Presidenia de la Generalitat de Catalunya και Departamento de Justicia de la Generalitat de Catalunya.
Αιτήσεις του Juzgado Contencioso-Administrativo n° 17 de Barcelona για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι – Ρήτρα 5 – Μέτρα για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και για την επιβολή σχετικών κυρώσεων.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-331/22 και C-332/22.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:496

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 13ης Ιουνίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι – Ρήτρα 5 – Μέτρα για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και για την επιβολή σχετικών κυρώσεων»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑331/22 και C‑332/22,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 17 de Barcelona (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 17 της Βαρκελώνης, Ισπανία) με αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2022 και της 6ης Μαΐου 2022, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 17 Μαΐου 2022 και στις 19 Μαΐου 2022, στο πλαίσιο των δικών

KT

κατά

Dirección General de la Función Pública, adscrita al Departamento de la Presidencia de la Generalitat de Catalunya (C‑331/22),

και

HM,

VD

κατά

Departamento de Justicia de la Generalitat de Catalunya (C‑332/22),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. G. Xuereb, προεδρεύοντα του τμήματος, A. Kumin (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Αιμιλίου

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η KT, εκπροσωπούμενη από τον B. Salellas Vilar, abogado,

–        οι HM και VD, εκπροσωπούμενες από τον J. Araúz de Robles Dávila, abogado,

–        η Dirección General de la Función Pública, adscrita al Departamento de la Presidencia de la Generalitat de Catalunya και το Departamento de Justicia de la Generalitat de Catalunya, εκπροσωπούμενα από την B. Bernad Sorjús, letrada,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Gavela Llopis,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Β. Μπαρούτα και τη M. Τασσοπούλου,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις I. Galindo Martín και D. Recchia καθώς και από τον N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών, στην υπόθεση C‑331/22, μεταξύ της KT και της Dirección General de la Función Pública, adscrita al Departamento de la Presidencia de la Generalitat de Catalunya [Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) Δημόσιας Διοίκησης, που υπάγεται στην προεδρία της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας, Ισπανία] και, στην υπόθεση C‑332/22, μεταξύ των HM και VD και του Departamento de Justicia de la Generalitat de Catalunya (Υπουργείου Δικαιοσύνης της Κυβέρνησης της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας, Ισπανία), σχετικά με τον χαρακτηρισμό της σχέσης εργασίας που συνδέει τις ενδιαφερόμενες με τον αντίστοιχο φορέα δημόσιας διοίκησης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία [και] οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. [...]»

4        Κατά τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου:

«Σκοπός της παρούσας συμφωνίας πλαισίου είναι:

[...]

β)      η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»

5        Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει στο σημείο 1 τα εξής:

«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»

6        Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία φέρει τον τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», προβλέπει:

«1.      Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2.      Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)      θεωρούνται “διαδοχικές”,

β)      χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

 Το ισπανικό δίκαιο

 Το Σύνταγμα

7        Το άρθρο 23, παράγραφος 2, του Constitución española (Ισπανικού Συντάγματος, στο εξής: Σύνταγμα) ορίζει ότι οι πολίτες «έχουν δικαίωμα πρόσβασης επί ίσοις όροις στα δημόσια καθήκοντα και τις δημόσιες θέσεις, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που ορίζει ο νόμος».

8        Το άρθρο 103, παράγραφος 3, του Συντάγματος προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι ο νόμος καθορίζει την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων και ρυθμίζει την πρόσβαση στη δημόσια διοίκηση σύμφωνα με τις αρχές της αξιοκρατίας και της ικανότητας.

 Η νομοθεσία που διέπει τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου

–       Ο εργατικός κώδικας

9        Το άρθρο 15, παράγραφος 3, του Real Decreto Legislativo 2/2015, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores (βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 2/2015 περί εγκρίσεως του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου για τον εργατικό κώδικα), της 23ης Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 255, της 24ης Οκτωβρίου 2015, σ. 100224), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κύριων δικών (στο εξής: εργατικός κώδικας), ορίζει ότι «[ο]ι κατά καταστρατήγηση του νόμου συναφθείσες συμβάσεις ορισμένου χρόνου λογίζονται ως συμβάσεις αορίστου χρόνου».

10      Το άρθρο 15, παράγραφος 5, του εργατικού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων [της παραγράφου] 1, στοιχείο αʹ, [και των παραγράφων] 2 και 3 του παρόντος άρθρου, οι εργαζόμενοι που απασχολήθηκαν, είτε συνεχώς είτε με διακοπές, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών εντός περιόδου 30 μηνών, σε θέση εργασίας όμοια ή διαφορετική στην ίδια επιχείρηση ή στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, έχοντας συνάψει τουλάχιστον δύο συμβάσεις ορισμένου χρόνου, είτε απευθείας είτε μέσω επιχειρήσεων προσωρινής απασχόλησης προσωπικού, με τους ίδιους ή διαφορετικούς όρους σύμβασης ορισμένου χρόνου, αποκτούν το καθεστώς εργαζομένων αορίστου χρόνου. [...]»

–       Ο EBEP

11      Το άρθρο 10 του texto refundido de la Ley del Estatuto Básico del Empleado Público (ενοποιημένου κειμένου του νόμου για το βασικό καθεστώς των εργαζομένων του Δημοσίου), ο οποίος εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 5/2015 por el que se aprueba el Texto Refundido de la Ley del Estatuto Básico del Empleado Público (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 5/2015 για την έγκριση του αναδιατυπωμένου κειμένου του νόμου για το βασικό καθεστώς των εργαζομένων του Δημοσίου), της 30ής Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 261, της 31ης Οκτωβρίου 2015, σ. 103105), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κύριων δικών (στο εξής: EBEP), προβλέπει τα εξής:

«1.      Έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι είναι όσοι διορίζονται με αυτή την ιδιότητα, για λόγους επιτακτικών και επειγουσών αναγκών που αιτιολογούνται ρητώς, για να ασκήσουν καθήκοντα τακτικού υπαλλήλου, σε κάποια από τις παρακάτω περιπτώσεις:

a)      όταν υπάρχουν κενές θέσεις που δεν μπορούν να καλυφθούν από τακτικούς υπαλλήλους·

b)      για την προσωρινή αντικατάσταση τακτικών υπαλλήλων·

c)      για την υλοποίηση δράσεων προσωρινού χαρακτήρα, η διάρκεια των οποίων δεν μπορεί να υπερβεί τα τρία έτη, με δυνατότητα παράτασης έως δώδεκα μήνες, με βάση τις θεσπιζόμενες για την εφαρμογή του παρόντος κώδικα δημοσιοϋπαλληλικές διατάξεις·

d)      σε περίπτωση υπερβολικού φόρτου εργασίας ή σώρευσης εργασίας για μέγιστη διάρκεια έξι μηνών εντός συνολικής περιόδου δώδεκα μηνών.

2.      Οι έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι επιλέγονται με ταχείες διαδικασίες, οι οποίες τηρούν σε κάθε περίπτωση τις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας, της καταλληλότητας και της δημοσιότητας.

3.      Πέραν των λόγων που προβλέπονται στο άρθρο 63, η σχέση εργασίας των εκτάκτων υπαλλήλων τερματίζεται όταν παύει να συντρέχει ο λόγος ο οποίος δικαιολόγησε τον διορισμό τους.

4.      Στην περίπτωση του στοιχείου a της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι κενές θέσεις που καλύπτονται από έκτακτους δημοσίους υπαλλήλους εντάσσονται στην πράξη έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων που αντιστοιχεί στο οικονομικό έτος του διορισμού τους ή, αν αυτό είναι αδύνατον, στο επόμενο οικονομικό έτος, εκτός αν αποφασιστεί η κατάργηση της θέσης.

5.      Το γενικό καθεστώς των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων ισχύει και για τους έκτακτους υπαλλήλους στο μέτρο που συνάδει με τη φύση του καθεστώτος τους [...]»

12      Το άρθρο 70 του ΕΒΕΡ ορίζει τα εξής:

«1.      Οι ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό η κάλυψη των οποίων χρηματοδοτείται από κονδύλια του προϋπολογισμού και για τις οποίες απαιτείται η πρόσληψη νέου προσωπικού καλύπτονται μέσω της πράξης έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων ή άλλου παρόμοιου μέτρου διαχείρισης της κάλυψης των αναγκών σε προσωπικό, όπερ συνεπάγεται οργάνωση των αντίστοιχων διαδικασιών πρόσληψης για τις προβλεπόμενες θέσεις εργασίας, και για επιπρόσθετες θέσεις σε ποσοστό έως και [10 %], καθώς και ο καθορισμός της μέγιστης προθεσμίας για τη δημοσίευση των προκηρύξεων. Σε κάθε περίπτωση, η πράξη έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων ή το παρόμοιο μέτρο διαχείρισης εκτελούνται εντός προθεσμίας τριών ετών η οποία δεν επιδέχεται παράταση.

2.      Η πράξη έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων ή το παρόμοιο μέτρο διαχείρισης που εγκρίνεται ετησίως από τα διευθυντικά όργανα του οικείου φορέα δημόσιας διοίκησης δημοσιεύεται στην αντίστοιχη επίσημη εφημερίδα.

[...]»

–       Ο νόμος 20/2021

13      Ο Ley 20/2021, de medidas urgentes para la reducción de la temporalidad en el empleo público (νόμος 20/2021 περί επειγόντων μέτρων για τη μείωση της προσωρινής απασχόλησης στον δημόσιο τομέα), της 28ης Δεκεμβρίου 2021 (BOE αριθ. 312, της 29ης Δεκεμβρίου 2021, σ. 165067, στο εξής: νόμος 20/2021), αντικατέστησε σιωπηρώς το Real Decreto-ley 14/2021 de medidas urgentes para la reducción de la temporalidad en el empleo público (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 14/2021 περί επειγόντων μέτρων για τη μείωση της προσωρινής απασχόλησης στον δημόσιο τομέα), της 6ης Ιουλίου 2021 (BOE αριθ. 161, της 7ης Ιουλίου 2021, σ. 80375), και τροποποίησε ορισμένες διατάξεις του EBEP.

14      Το άρθρο 2 του νόμου 20/2021, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία σταθεροποίησης της απασχόλησης των εργαζομένων ορισμένου χρόνου», προβλέπει τα εξής:

«1.      Προς τον σκοπό της σταθεροποίησης της απασχόλησης των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, και επιπλέον των διατάξεων του άρθρου 19, παράγραφος 1, σημείο 6, του Ley 3/2017 de Presupuestos Generales del Estado para el año 2017 [(νόμου 3/2017 περί του γενικού κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2017), της 27ης Ιουνίου 2017 (BOE αριθ. 153, της 28ης Ιουνίου 2017, σ. 53787),] και του άρθρου 19, παράγραφος 1, σημείο 9, του Ley 6/2018 de Presupuestos Generales del Estado para el año 2018 [(νόμου 6/2018 περί του γενικού κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2018), της 3ης Ιουλίου 2018 (BOE αριθ. 161, της 4ης Ιουλίου 2018, σ. 66621),] επιτρέπεται, δυνάμει του παρόντος νόμου, η εφαρμογή πρόσθετου συντελεστή μετατροπής των θέσεων που κατέχουν εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου σε θέσεις δημοσίων υπαλλήλων (“συντελεστής σταθεροποίησης”) [(tasa de estabilización)], ο οποίος περιλαμβάνει τις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό οργανικές θέσεις που καλύπτονται, αδιαλείπτως και για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον κατά τα τρία έτη που προηγούνται της 31ης Δεκεμβρίου 2020, ανεξαρτήτως του αν οι θέσεις αυτές περιλαμβάνονται ή όχι στους καταλόγους θέσεων εργασίας, στους πίνακες προσωπικού ή σε άλλες μορφές οργάνωσης του ανθρώπινου δυναμικού που εφαρμόζουν οι διάφοροι φορείς δημόσιας διοίκησης.

Με την επιφύλαξη της πρώτης μεταβατικής διάταξης, οι θέσεις τις οποίες αφορούν οι διαδικασίες σταθεροποίησης της απασχόλησης του άρθρου 19, παράγραφος 1, σημείο 6, του νόμου 3/2017 περί του γενικού κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2017 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, σημείο 9, του νόμου 6/2018 περί του γενικού κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2018 εντάσσονται στη διαδικασία σταθεροποίησης της απασχόλησης του προηγούμενου εδαφίου, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν περιληφθεί στις αντίστοιχες πράξεις έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων σταθεροποίησης στον δημόσιο τομέα και δεν έχουν προκηρυχθεί κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, ή ότι, καίτοι οι θέσεις αυτές προκηρύχθηκαν, δεν πληρώθηκαν κατά το πέρας της διαδικασίας επιλογής.

2.      Οι πράξεις έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων που θέτουν σε εφαρμογή τις διαδικασίες σταθεροποίησης της παραγράφου 1, καθώς και η νέα διαδικασία σταθεροποίησης, υιοθετούνται και δημοσιεύονται στις σχετικές επίσημες εφημερίδες πριν από την 1η Ιουνίου 2022 και συντονίζονται από τους αρμόδιους φορείς της δημόσιας διοίκησης.

Οι προκηρύξεις για τις διαδικασίες επιλογής με σκοπό την κάλυψη των θέσεων που περιλαμβάνονται στις πράξεις έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων δημοσιεύονται πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2022.

Οι εν λόγω διαδικασίες επιλογής ολοκληρώνονται πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2024.

3.      Το ποσοστό κάλυψης των θέσεων από εργαζομένους ορισμένου χρόνου πρέπει να είναι κατώτερο του [8 %] των οργανικών θέσεων.

4.      Η εφαρμογή αυτών των διαδικασιών επιλογής, οι οποίες διασφαλίζουν σε όλες τις περιπτώσεις την τήρηση των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ισότητας, της αξιοκρατίας, της ικανότητας και της δημοσιότητας, δύναται να αποτελέσει αντικείμενο διαβουλεύσεων σε κάθε εδαφική περιφέρεια της γενικής διοίκησης του κράτους, των αυτόνομων κοινοτήτων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, μπορούν δε να ληφθούν και μέτρα στο πλαίσιο της Comisión de Coordinación del Empleo Público [(Επιτροπής συντονισμού των εργαζομένων του Δημοσίου, Ισπανία)] προκειμένου να καταστεί δυνατός ο συντονισμός της εφαρμογής των διαδικασιών αυτών μεταξύ των διαφόρων φορέων της δημόσιας διοίκησης.

Με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων της κανονιστικής ρύθμισης περί δημοσίων υπαλλήλων που αφορά στον οικείο φορέα διοίκησης ή της ειδικής κανονιστικής ρύθμισης, ως σύστημα επιλογής καθιερώνεται ο διαγωνισμός βάσει τίτλων και εξετάσεων, στο πλαίσιο του οποίου [40 %] της συνολικής βαθμολογίας αποδίδεται στο στάδιο της επιλογής βάσει τίτλων, κατά το οποίο η προϋπηρεσία στο σώμα, στην κλάση, στην κατηγορία ή στην ισοδύναμη κατάταξη λαμβάνεται κατά κύριο λόγο υπόψη, εξυπακουομένου ότι οι δοκιμασίες του σταδίου επιλογής βάσει εξετάσεων είναι δυνατό να μη συνεπάγονται αποκλεισμό, στο πλαίσιο της συλλογικής διαβούλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 37, παράγραφος 1, στοιχείο c, του [EBEP].

Οι μηχανισμοί εσωτερικής κινητικότητας ή προαγωγής που προηγούνται της κάλυψης των θέσεων είναι συμβατοί με τις διαδικασίες σταθεροποίησης, εφόσον αυτό προβλέπεται από την ειδική τομεακή κανονιστική ρύθμιση ή την κανονιστική ρύθμιση κάθε φορέα διοίκησης.

5.      Στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών πρέπει κατ’ ανάγκη να προσφέρονται οργανικές θέσεις που κατέχονται από προσωπικό ορισμένου χρόνου και η ολοκλήρωσή τους δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνεπάγεται αύξηση των δαπανών ή του προσωπικού.

6.      Οι έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι ή οι συμβασιούχοι υπάλληλοι ορισμένου χρόνου των οποίων η σύμβαση καταγγέλλεται από τη Διοίκηση, ενόσω υπηρετούν υπό την ιδιότητα αυτή, λόγω μη επιτυχούς συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής σταθεροποίησης δικαιούνται χρηματική αποζημίωση ίση προς 20 ημέρες πάγιων αποδοχών ανά έτος υπηρεσίας, οι δε μικρότερες του έτους περίοδοι υπολογίζονται κατ’ αναλογίαν των συμπληρωθέντων μηνών, με ανώτατο όριο τους δώδεκα μήνες.

Για τους συμβασιούχους υπαλλήλους ορισμένου χρόνου, η αποζημίωση αυτή αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ, αφενός, ενός ανώτατου ορίου 20 ημερών πάγιων αποδοχών ανά έτος υπηρεσίας, με ανώτατο όριο τους τους δώδεκα μήνες, και, αφετέρου, της αποζημίωσης την οποία μπορεί να αξιώσει ο εργαζόμενος λόγω καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ οι μικρότερες του έτους περίοδοι υπολογίζονται κατ’ αναλογίαν προς τους συμπληρωθέντες μήνες. Στην περίπτωση που η εν λόγω αποζημίωση χορηγείται δικαστικώς, τα ποσά συμψηφίζονται.

Η μη συμμετοχή του υποψηφίου ή της υποψηφίας στη διαδικασία επιλογής σταθεροποίησης δεν παρέχει σε καμία περίπτωση δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης.

7.      Για να καταστεί δυνατή η παρακολούθηση της προσφοράς, οι δημόσιες αρχές πιστοποιούν στο Υπουργείο Οικονομικών και Δημόσιας Διοίκησης, μέσω του Υφυπουργού Προϋπολογισμού και Δαπανών, τον διαπιστωμένο αριθμό των οργανικών θέσεων που κατέχονται για ορισμένο χρόνο σε καθέναν από τους σχετικούς τομείς.»

15      Σύμφωνα με την έκτη πρόσθετη διάταξη του νόμου 20/2021:

«Κατ’ εξαίρεση και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 61, παράγραφοι 6 και 7, του [EBEP], οι φορείς δημόσιας διοίκησης δημοσιεύουν προκηρύξεις διαγωνισμών βάσει τίτλων για τις θέσεις οι οποίες πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, και καλύπτονταν αδιαλείπτως για ορισμένο χρόνο, πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Οι εν λόγω διαδικασίες επιλογής, οι οποίες οργανώνονται άπαξ, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαβούλευσης σε κάθε εδαφική περιφέρεια της κρατικής διοίκησης, των αυτόνομων κοινοτήτων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και διεξάγονται, εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τις προθεσμίες που προβλέπει ο παρών νόμος.»

16      Η όγδοη πρόσθετη διάταξη του νόμου 20/2021 ορίζει τα εξής:

«Οι διαδικασίες σταθεροποίησης στις οποίες αναφέρεται η έκτη πρόσθετη διάταξη περιλαμβάνουν επίσης στις προσκλήσεις για υποβολή υποψηφιοτήτων τις κενές οργανικές θέσεις που κατέχονταν για ορισμένο χρόνο από προσωπικό με σχέση εργασίας αυτού του είδους πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016.»

–       Ο νόμος 40/2015

17      Το άρθρο 87, παράγραφος 5, του Ley 40/2015, de Régimen Jurídico del Sector Público (νόμου 40/2015 περί του νομικού καθεστώτος του δημόσιου τομέα), της 1ης Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 236, της 2ας Οκτωβρίου 2015, σ. 89411), όπως τροποποιήθηκε με τον Ley 11/2020, Presupuestos Generales del Estado para el 2021 (νόμο 11/2020, περί του γενικού κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2021), της 30ής Δεκεμβρίου 2020 (BOE αριθ. 341, της 31ης Δεκεμβρίου 202, σ. 125958) (στο εξής: νόμος 40/2015), επιτρέπει στους ιδιωτικούς υπάλληλους επιχειρήσεων και φορέων ιδιωτικού δικαίου που περιέρχονται στον δημόσιο τομέα να ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τους δημοσίους υπάλληλους, τούτο δε υπό την ιδιότητα των εργαζομένων σε θέση αποκαλούμενη «προς κατάργηση» (a extinguir).

 Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Υπόθεση C331/22

18      Στις 5 Μαΐου 2005 η KT διορίστηκε ως έκτακτη δημόσια υπάλληλος σε θέση στελέχους στη διοίκηση της Generalitat de Catalunya (Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας, Ισπανία). Έκτοτε, διορίστηκε προσωρινώς σε διάφορες θέσεις στον εν λόγω φορέα δημόσιας διοίκησης, ο δε τελευταίος προσωρινός διορισμός χρονολογείται από τις 5 Αυγούστου 2015. Ο τελευταίος αυτός διορισμός της ΚΤ πραγματοποιήθηκε κατόπιν διαδικασίας επιλογής διεξαχθείσας, μεταξύ άλλων, τηρουμένων των αρχών της αξιοκρατίας, της ικανότητας και της ισότητας, που προβλέπονται στο άρθρο 103, παράγραφος 3, του Συντάγματος.

19      Μετά την έναρξη της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑331/22, η καθής της κύριας δίκης ανακοίνωσε την οργάνωση δημόσιας διαδικασίας επιλογής προκειμένου να καλύψει, μεταξύ άλλων, τη θέση που κατείχε η KT. Η ΚΤ ζήτησε, ως εκ τούτου, τη λήψη προσωρινού μέτρου προκειμένου να μην περιληφθεί η θέση αυτή στη διαδικασία επιλογής. Η αίτησή της έγινε δεκτή από το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 17 de Barcelona (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 17 της Βαρκελώνης, Ισπανία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπό εξέταση υπόθεση.

20      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης προέβαλε ότι, δεδομένου ότι κατείχε κενή θέση από τον χρόνο ανάληψης των καθηκόντων της και ότι η θέση αυτή δεν είχε περιληφθεί σε πράξη έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων, θα έπρεπε, προκειμένου να θεραπευθεί η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών προσωρινών διορισμών στην περίπτωσή της, να της αναγνωριστεί η ιδιότητα του μη μόνιμου εργαζομένου αορίστου χρόνου («indefinido no fijo») ή, επικουρικώς, να ληφθεί μέτρο που να συνεπάγεται τη διατήρηση της θέσης εργασίας της.

21      Η καθής της κύριας δίκης φρονεί, αντιθέτως, ότι, κατά πάγια νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), δεν είναι δυνατή η μετατροπή της προσωρινής σχέσης εργασίας εκτάκτου δημοσίου υπάλληλου σε μόνιμη σχέση εργασίας. Επιπλέον, αρνείται την ύπαρξη κατάχρησης. Τέλος, υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, ο νόμος 20/2021, ο οποίος προβλέπει αποτελεσματικά μέτρα για τη μείωση της καταχρηστικής χρησιμοποίησης της προσωρινής απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, επιτρέπει την τακτοποίηση της κατάστασης των εκτάκτων δημοσίων υπαλλήλων.

22      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης κίνησε τη δίκη στην υπόθεση C‑331/22 σε χρόνο κατά τον οποίο το εθνικό δίκαιο δεν προέβλεπε έννομες συνέπειες σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης της προσωρινής απασχόλησης στον δημόσιο τομέα. Τούτου δοθέντος, ο νόμος 20/2021, ορισμένες διατάξεις του οποίου έχουν εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπό εξέταση υπόθεση, θεσπίζει μέτρα για τον περιορισμό τέτοιων καταχρήσεων. Παρά ταύτα, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του νόμου αυτού με τη συμφωνία-πλαίσιο.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 17 de Barcelona (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 17 της Βαρκελώνης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Ο [νόμος 20/2021] προβλέπει ως μόνο μέτρο κύρωσης την προκήρυξη διαγωνισμών σε συνδυασμό με την καταβολή αποζημίωσης μόνο στους εργαζομένους που υπήρξαν θύματα της κατάχρησης [που συνίσταται στη χρησιμοποίηση προσωρινής απασχόλησης], οι οποίοι δεν επιτυγχάνουν στους εν λόγω διαγωνισμούς. Αντιβαίνει ο νόμος αυτός στη ρήτρα 5 της [συμφωνίας-πλαισίου] κατά το μέρος που δεν επιβάλλει κυρώσεις για την κατάχρηση της οποίας υπήρξαν θύματα οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα με προσωρινή απασχόληση οι οποίοι πέτυχαν στους εν λόγω διαγωνισμούς, λαμβανομένου υπόψη ότι η επιβολή κύρωσης είναι πάντοτε απαραίτητη και η επιτυχία στον διαγωνισμό δεν συνιστά μέτρο κύρωσης που πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας [1999/70], όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη διάταξη της 2ας Ιουνίου 2021, SUSH και CGT Sanidad de Madrid (C‑103/19, EU:C:2021:460);

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα και αν ο νόμος 20/2021 δεν προβλέπει άλλα αποτελεσματικά μέτρα κύρωσης για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή την καταχρηστική παράταση σύμβασης προσωρινής απασχόλησης, συνιστά η παράλειψη νομοθετικής πρόβλεψης περί μετατροπής σε σύμβαση αορίστου χρόνου των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή της καταχρηστικώς παραταθείσας σύμβασης προσωρινής απασχόλησης παράβαση της ρήτρας 5 της [συμφωνίας-πλαισίου], όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2020[, Câmara Municipal de Gondomar (C‑135/20, EU:C:2020:760)];

3)      Το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) διαμόρφωσε με τις αποφάσεις του αριθ. 1425/2018 και αριθ. 1426/2018, της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, νομολογία, την οποία επιβεβαίωσε με την απόφαση αριθ. 1534/2021, της 20ής Δεκεμβρίου 2021, κατά την οποία το μέτρο που πρέπει να λαμβάνεται σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης της προσωρινής απασχόλησης μπορεί να είναι μόνο η διατήρηση του εργαζομένου του δημόσιου τομέα που έχει υποστεί την κατάχρηση στη θέση του, σε συνθήκες εργασιακής επισφάλειας, έως ότου η εργοδότρια διοικητική υπηρεσία διαπιστώσει ότι υφίσταται διαρθρωτική ανάγκη και προκηρύξει τους αντίστοιχους διαγωνισμούς –στους οποίους μπορούν να μετάσχουν υποψήφιοι οι οποίοι δεν υπέστησαν την εν λόγω κατάχρηση της προσωρινής απασχόλησης– για την κάλυψη της θέσης από εργαζόμενο αορίστου χρόνου του δημόσιου τομέα ή από μόνιμο δημόσιο υπάλληλο. Αντιβαίνει η προμνησθείσα νομολογία στη ρήτρα 5 της [συμφωνίας-πλαισίου] δεδομένου ότι η προκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού και η επιτυχία στον εν λόγω διαγωνισμό δεν συνιστούν μέτρο κύρωσης που πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας [1999/70], όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη διάταξη της 2ας Ιουνίου 2021, SUSH και CGT Sanidad de Madrid (C‑103/19, EU:C:2021:460);

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα και αν η νομολογία του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) δεν προβλέπει άλλα αποτελεσματικά μέτρα κύρωσης για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή την καταχρηστική παράταση σύμβασης προσωρινής απασχόλησης, συνιστά το γεγονός ότι η νομολογία δεν δέχεται τη μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή της καταχρηστικώς παραταθείσας σύμβασης προσωρινής απασχόλησης παράβαση της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου που προσαρτάται στην οδηγία [1999/70], όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο με τη διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2020[, Câmara Municipal de Gondomar (C‑135/20, EU:C:2020:760)];

5)      Εάν η νομοθεσία που εκδόθηκε για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της ρήτρας 5 της [συμφωνίας-πλαισίου] συνιστά παράβαση του δικαίου [της Ένωσης], κατά το μέρος που δεν θεσπίζει κανένα συγκεκριμένο μέτρο κύρωσης το οποίο να διασφαλίζει την επίτευξη των σκοπών της εν λόγω [ενωσιακής] ρύθμισης και να θέτει τέλος στην εργασιακή επισφάλεια των εργαζομένων του δημόσιου τομέα, οφείλουν τα εθνικά δικαστήρια να διατάσσουν τη μετατροπή της καταχρηστικής σχέσης προσωρινής απασχόλησης σε μόνιμη σχέση εργασίας διαφορετική εκείνης του τακτικού δημοσίου υπαλλήλου, πλην όμως παρέχουσα σταθερότητα απασχόλησης στον εργαζόμενο που έχει υποστεί την κατάχρηση, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μη επιβολής κυρώσεων για την εν λόγω κατάχρηση και υπονόμευσης των σκοπών της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, μολονότι η εν λόγω μετατροπή δεν προβλέπεται από την εσωτερική νομοθεσία, υπό την προϋπόθεση ότι της εν λόγω σχέσης προσωρινής απασχόλησης προηγήθηκε δημόσιος διαγωνισμός και ότι τηρήθηκαν οι αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ικανότητας;»

 Η υπόθεση C332/22

24      H HM εργάζεται ως έκτακτη δημόσια υπάλληλος στο καταλανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης από τις 14 Δεκεμβρίου 1984. Η προϋπηρεσία της στον φορέα αυτό υπερέβαινε τα 37 έτη κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑332/22. Η σχέση εργασίας διαμορφώθηκε κατόπιν διαφόρων διορισμών και σύναψης διαφόρων συμβάσεων. H HM κατέχει για περισσότερα από 8 έτη την κενή θέση υπαλλήλου δικονομικής και διοικητικής διεκπεραίωσης στο Juzgado de lo Penal n° 3 de Vilanova i la Geltrú (περιφερειακό ποινικό δικαστήριο αριθ. 3 του Vilanova i la Geltrú, Ισπανία).

25      H VD εργάζεται ως έκτακτη δημόσια υπάλληλος στο καταλανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης από τις 15 Μαΐου 1991. Μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της 31ης Μαΐου 2012, διορίστηκε σε διάφορα δικαστικά όργανα της Βαρκελώνης. Στις 20 Ιουνίου 2012 διορίστηκε ως έκτακτη δημόσια υπάλληλος στο Cuerpo de tramitación Procesal y Administrativa (υπηρεσία επιφορτισμένη με τη δικονομική και διοικητική διεκπεραίωση, Ισπανία) στο Juzgado Penal n° 3 de Barcelona (περιφερειακό ποινικό δικαστήριο αριθ. 3 της Βαρκελώνης, Ισπανία). Η VD κατέχει την εν λόγω κενή θέση από την τελευταία αυτή ημερομηνία, δηλαδή για περισσότερα από 9 έτη.

26      Ενώπιον του Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 17 de Barcelona (περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου αριθ. 17 της Βαρκελώνης), το οποίο, όπως και στην υπόθεση C‑331/22, είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑332/22, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης επισημαίνουν ότι, καθ’ όλα τα έτη υπηρεσίας τους στο καταλανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, ασκούσαν καθήκοντα πανομοιότυπα με εκείνα των δημοσίων υπαλλήλων που τελούσαν σε συγκρίσιμη κατάσταση και, ως εκ τούτου, κάλυπταν ανάγκες που δεν είναι προσωρινές, επείγουσες και έκτακτες, αλλά συνήθεις, διαρκείς και πάγιες. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται, κατά την άποψή τους, να διαπιστωθεί ότι ο οικείος φορέας δημόσιας διοίκησης χρησιμοποιεί καταχρηστικά τις διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις ορισμένου χρόνου, όπερ δεν συνάδει με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου. Κατά τις προσφεύγουσες της κύριας δίκης, δεδομένου ότι το ισπανικό δίκαιο δεν προβλέπει, για τον δημόσιο τομέα, μέτρο που να καθιστά δυνατή την επιβολή κυρώσεων για την κατάχρηση αυτή, η κύρωση που πρέπει να επιβληθεί στον τομέα αυτόν θα πρέπει να είναι η μετατροπή της σχέσης εργασίας τους σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, τούτο δε με την απόκτηση της ιδιότητας του δημοσίου υπαλλήλου ή, επικουρικώς, με τη μετατροπή της καταχρηστικής σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου παρόμοια με εκείνη των δημοσίων υπαλλήλων. Έτι επικουρικότερον, οι προσφεύγουσες ζητούν από τον οικείο φορέα να τους αναγνωρίσει το δικαίωμα να παραμείνουν στις θέσεις στις οποίες απασχολούνται σήμερα, ως μόνιμοι κάτοχοι των θέσεων αυτών. Τέλος, ζητούν την καταβολή ποσού 18 000 ευρώ ή άλλου κατάλληλου ποσού, ως κύρωση για την κατάχρηση της οποίας υπήρξαν θύματα λόγω της χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

27      Αντιθέτως, η καθής της κύριας δίκης, αφενός, ισχυρίζεται ότι δεν συντρέχει κατάχρηση, στο μέτρο που δημοσιεύονταν σχεδόν κάθε έτος προσκλήσεις για την υποβολή υποψηφιοτήτων για τις θέσεις που κατείχαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης. Αφετέρου, παραπέμπει στον νόμο 20/2021, ο οποίος επιτρέπει την τακτοποίηση της κατάστασης των προσφευγουσών της κύριας δίκης.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Contencioso-Administrativo n° 17 de Barcelona (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 17 της Βαρκελώνης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποτελούν μέτρα συνάδοντα προς τις απαιτήσεις επιβολής κυρώσεων της ρήτρας 5 της [συμφωνίας-πλαισίου] τα μέτρα που επιβλήθηκαν με τις αποφάσεις του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) 1425/2018 και 1426/2018, της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, νομολογία η οποία ισχύει ακόμη σήμερα (30 Νοεμβρίου 2021), σύμφωνα με τα οποία ο εργαζόμενος του δημοσίου τομέα που υπήρξε θύμα κατάχρησης παραμένει στην ίδια κατάσταση καταχρηστικής εργασιακής επισφάλειας έως ότου η εργοδότρια διοικητική αρχή κρίνει ότι υφίσταται διαρθρωτική ανάγκη και προκηρύξει τις προσήκουσες διαδικασίες επιλογής για την πλήρωση της θέσης από εργαζόμενους αορίστου χρόνου του δημοσίου τομέα ή μονίμους δημοσίους υπαλλήλους;

Ή, αντιθέτως, πρόκειται για μέτρα που δεν μπορούν να εκληφθούν ως αποτρεπτικές κυρώσεις κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου ούτε ως μέτρα που διασφαλίζουν την τήρηση των σκοπών της, καθόσον διαιωνίζουν την επισφάλεια και την έλλειψη προστασίας έως ότου η εργοδότρια διοικητική αρχή αποφασίσει κατά το δοκούν να προκηρύξει διαδικασία επιλογής για την πλήρωση της οικείας θέσης από εργαζόμενο αορίστου χρόνου του δημοσίου τομέα, διαδικασία της οποίας η έκβαση είναι αβέβαιη, δεδομένου ότι στις διαδικασίες μπορούν να μετάσχουν και υποψήφιοι που δεν έχουν υπάρξει θύματα τέτοιας κατάχρησης;

2)      Όταν εθνικό δικαστήριο, σε εκπλήρωση της υποχρέωσής του να επιβάλλει, σε κάθε περίπτωση, κυρώσεις κατά της διαπιστούμενης κατάχρησης (κύρωση “επιβεβλημένη” και “άμεση”), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας δεν είναι ικανή να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας [1999/70] χωρίς contra legem ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου, ακριβώς διότι στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους δεν έχει θεσπιστεί κάποιο μέτρο κύρωσης προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή η ρήτρα 5 της [συμφωνίας-πλαισίου] στον δημόσιο τομέα, οφείλει το δικαστήριο αυτό να εφαρμόσει τις εκτιμήσεις της απόφασης της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger (C‑414/16, EU:C:2018:257), ή της απόφασης της 15ης Απριλίου 2008, Ιmpact (C‑268/06, EU:C:2008:223), κατά τρόπον ώστε, δυνάμει των άρθρων 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(στο εξής: Χάρτης)], να μείνουν ανεφάρμοστες οι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου που εμποδίζουν τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της οδηγίας [1999/70], ακόμη και αν οι διατάξεις αυτές έχουν συνταγματική ισχύ;

Κατά συνέπεια, πρέπει η καταχρηστική σχέση ορισμένου χρόνου να μετατραπεί σε σχέση αορίστου χρόνου, πανομοιότυπη ή παρεμφερή με αυτήν των συγκρίσιμων μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, διασφαλίζοντας τη σταθερή απασχόληση του θύματος της κατάχρησης, προκειμένου να αποτραπούν η ατιμωρησία της κατάχρησης και η υπονόμευση των σκοπών και της πρακτικής αποτελεσματικότητας της εν λόγω ρήτρας 5 της [συμφωνίας-πλαισίου], ακόμη και αν η μετατροπή αυτή απαγορεύεται από την εσωτερική νομοθεσία και τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ή θα μπορούσε να αντιβαίνει προς το [Σύνταγμα];

3)      Με τις αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto (C‑331/17, EU:C:2018:859), και της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania (C‑282/19, EU:C:2022:3), το Δικαστήριο έκρινε ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που εξαιρεί συγκεκριμένους εργαζομένους του δημοσίου τομέα από την εφαρμογή των κανόνων που αποσκοπούν στην επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν στην εσωτερική έννομη τάξη δεν υφίσταται κανένα άλλο αποτελεσματικό μέτρο κύρωσης για την καταχρηστική αυτή χρησιμοποίηση, στη δε ισπανική νομοθεσία δεν προβλέπεται κανένα μέτρο κύρωσης για τις καταχρήσεις στον δημόσιο τομέα που να μπορεί να τύχει εφαρμογής στο προσωπικό το οποίο προσελήφθη στο πλαίσιο διαδοχικών σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

Υπό τις συνθήκες αυτές, καθιστά η εφαρμογή της νομολογίας αυτής του Δικαστηρίου και της ενωσιακής αρχής της ισοδυναμίας υποχρεωτική τη μετατροπή των εργαζομένων του δημοσίου τομέα που έχουν υπάρξει θύματα κατάχρησης σε εργαζομένους αορίστου χρόνου του δημοσίου τομέα ή μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, κατά τρόπον ώστε οι πρώτοι να υπόκεινται στους ίδιους λόγους λύσης της σχέσης εργασίας και της υπηρεσιακής σχέσης που ισχύουν για τους τελευταίους, στον βαθμό που, όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα, το άρθρο 15 του Εργατικού Κώδικα επιβάλλει τη μετατροπή των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων που παρέχουν αδιαλείπτως υπηρεσίες στον ίδιο εργοδότη για περισσότερο από 24 μήνες εντός περιόδου 30 μηνών σε αορίστου χρόνου, καθώς και στον βαθμό που το άρθρο 8[7], παράγραφος [5], του νόμου 40/2015, επιτρέπει, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου, στους εργαζόμενους επιχειρήσεων και οντοτήτων που περιέρχονται στον δημόσιο τομέα να εκτελούν τα ίδια καθήκοντα με τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους υπό καθεστώς μονιμότητας, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι αυτοί να υπόκεινται στους ίδιους λόγους λύσης της σχέσης εργασίας που ισχύουν για τους τελευταίους;

4)      Οι προϋποθέσεις λύσης της σχέσης εργασίας και οι προϋποθέσεις λύσης της σύμβασης εργασίας αποτελούν, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik (C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψεις 27 και 29), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψεις 30 και 31), μέρος των “συνθηκών απασχόλησης” κατά τη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου.

Στο πλαίσιο αυτό, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο [τρίτο προδικαστικό] ερώτημα, αποτελεί η σταθεροποίηση της κατάστασης των εργαζομένων ορισμένου χρόνου του δημοσίου τομέα που έχουν υπάρξει θύματα κατάχρησης, με την εφαρμογή των ίδιων λόγων λύσης της υπηρεσιακής σχέσης και απόλυσης που ισχύουν για τους συγκρίσιμους με αυτούς μονίμους δημοσίους υπαλλήλους ή εργαζομένους αορίστου χρόνου, χωρίς να αποκτούν τις ιδιότητες αυτές, μέτρο υποχρεωτικής εφαρμογής από τις εθνικές αρχές δυνάμει των ρητρών 4 και 5 της [συμφωνίας-πλαισίου] και της αρχής της σύμφωνης ερμηνείας, στον βαθμό που, αφενός, η εθνική νομοθεσία απαγορεύει μόνον την απόκτηση του καθεστώτος του μονίμου υπαλλήλου ή του εργαζομένου αορίστου χρόνου από όσους δεν πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και, αφετέρου, η σταθεροποίηση της κατάστασης του προσωπικού αυτού υπό τους προαναφερθέντες όρους δεν έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση των ιδιοτήτων αυτών;

5)      Το άρθρο 15 του εργατικού κώδικα θεσπίζει ανώτατη διάρκεια δύο ετών για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, όπερ σημαίνει ότι, μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής, η καλυπτόμενη ανάγκη δεν είναι πλέον προσωρινή ούτε έκτακτη, αλλά συνήθης και διαρκής, υποχρεώνοντας τους εργοδότες στον ιδιωτικό τομέα να μετατρέψουν τη σχέση ορισμένου χρόνου σε αορίστου, καθώς και στον βαθμό κατά τον οποίον, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα, το άρθρο 10 του ΕΒΕΡ επιβάλλει την ένταξη των κενών θέσεων οι οποίες καλύπτονται από έκτακτους υπαλλήλους ή συμβασιούχους υπαλλήλους ορισμένου χρόνου στην πράξη έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων του έτους διορισμού και, εφόσον κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, σε αυτήν του επόμενου έτους, ήτοι εντός μέγιστης προθεσμίας 2 ετών, προκειμένου η θέση να καλυφθεί από εργαζόμενο αορίστου χρόνου ή μόνιμο δημόσιο υπάλληλο.

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η καταχρηστική πρακτική της χρησιμοποίησης διαδοχικών σχέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα λαμβάνει χώρα ήδη από τη στιγμή κατά την οποία η εργοδότρια διοικητική αρχή δεν καλύπτει τη θέση στην οποία υπηρετεί ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου του δημοσίου τομέα με εργαζόμενο αορίστου χρόνου του δημοσίου τομέα ή με μόνιμο δημόσιο υπάλληλο εντός των προθεσμιών που προβλέπει η εθνική νομοθεσία, ήτοι με την ένταξη της θέσης αυτής σε πράξη έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων εντός μέγιστης προθεσμίας δύο ετών από τον διορισμό του έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου ορισμένου χρόνου, με συνέπεια την υποχρέωση λύσης της οικείας σχέσης εργασίας κατ’ εκτέλεση της εν λόγω πράξης έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων εντός της μέγιστης προθεσμίας τριών ετών που προβλέπει το άρθρο 70 του ΕΒΕΡ;

6)      Αντιβαίνει ο [νόμος 20/2021] στις ενωσιακές αρχές της νομιμότητας και της μη αναδρομικότητας των ποινικών διατάξεων, οι οποίες κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 49 του [Χάρτη], κατά το μέρος που, σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προβλέπει ως κύρωση τη διεξαγωγή διαδικασιών επιλογής ακόμη και αν οι πράξεις και παραλείψεις που στοιχειοθετούν την παράβαση –και, ως εκ τούτου, την κατάχρηση– και την καταγγελία της έλαβαν χώρα και ολοκληρώθηκαν –έτη– πριν από τη δημοσίευση του νόμου 20/2021;

7)      Αντιβαίνει ο νόμος 20/2021, κατά το μέρος που προβλέπει, ως μέτρο κύρωσης, την προκήρυξη διαδικασιών επιλογής, τη δε αποζημίωση μόνον υπέρ των θυμάτων κατάχρησης που δεν επιτυγχάνουν στη διαδικασία αυτή επιλογής, στη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου και στην οδηγία [1999/70], καθόσον αφήνει ατιμώρητες τις καταχρήσεις σε σχέση με εργαζομένους ορισμένου χρόνου του δημοσίου τομέα που έχουν επιτύχει στην εν λόγω διαδικασία επιλογής, παρά το γεγονός ότι η κύρωση είναι πάντοτε επιβεβλημένη και η επιτυχία στην εν λόγω διαδικασία επιλογής δεν αποτελεί μέτρο κύρωσης που πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη διάταξή του της 2ας Ιουνίου 2021, SUSH και CGT Sanidad de Madrid (C‑103/19, EU:C:2021:460);

Ή με άλλα λόγια, αντιβαίνει ο νόμος 20/2021, κατά το μέρος που αναγνωρίζει αποζημίωση μόνο στον εργαζόμενο θύμα κατάχρησης που δεν επιτυγχάνει στη διαδικασία επιλογής, αποκλείοντας από το δικαίωμα αυτό τους εργαζομένους θύματα κατάχρησης που απέκτησαν μεταγενέστερα την ιδιότητα του εργαζομένου αορίστου χρόνου μέσω των εν λόγω διαδικασιών επιλογής, στην οδηγία [1999/70] και, ιδίως, στη διάταξη του Δικαστηρίου της 2ας Ιουνίου 2021, SUSH και CGT Sanidad de Madrid (C‑103/19, EU:C:2021:460), σκέψη 45, κατά την οποία, καίτοι η διεξαγωγή διαδικασιών επιλογής στις οποίες μπορούν να μετάσχουν οι εργαζόμενοι του Δημοσίου που έχουν απασχοληθεί καταχρηστικώς στο πλαίσιο διαδοχικών σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιτρέπει στους τελευταίους να διεκδικήσουν μόνιμη και σταθερή θέση και, κατά συνέπεια, πρόσβαση στο καθεστώς του μονίμου δημοσίου υπαλλήλου, τούτο, εντούτοις, δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα μέτρα ώστε να πατάσσεται δεόντως η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων και σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου;

8)      Αντιβαίνει ο νόμος 20/2021, κατά το μέρος που προβλέπει ότι οι διαδικασίες επιλογής οι οποίες αποσκοπούν στον περιορισμό της προσωρινής απασχόλησης στον δημόσιο τομέα πρέπει να διεξαχθούν εντός προθεσμίας τριών ετών, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024, καθώς και κατά το μέρος που θεσπίζει ως κύρωση την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα της κατάχρησης κατά τον χρόνο λύσης της υπηρεσιακής σχέσης ή απόλυσης, στη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, υπό το πρίσμα της διάταξης του Δικαστηρίου της 9ης Φεβρουαρίου 2017, Rodrigo Sanz (C‑44[3]/16, EU:C:2017:109), ή των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2016, Pérez López (C‑16/15, EU:C:2016:679), και της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras (C‑619/17, EU:C:2018:936), διότι κατ’ ουσίαν διαιωνίζει ή παρατείνει την παραμονή του εργαζομένου θύματος της κατάχρησης στην κατάσταση αυτή κατάχρησης, έλλειψης προστασίας και εργασιακής επισφάλειας, υπονομεύοντας την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 1999/70 έως ότου τελικά ο εργαζόμενος αυτός απολυθεί και μπορέσει να λάβει την προαναφερθείσα αποζημίωση;

9)      Αντιβαίνει ο νόμος 20/2021 στην αρχή της ισοδυναμίας κατά το μέρος που, κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας [1999/70], παρέχει λιγότερα δικαιώματα από αυτά που απορρέουν από το εθνικό δίκαιο; Τούτο δε διότι:

–        ο νόμος 11/2020, κατά το μέρος που τροποποιεί το άρθρο 87, παράγραφος [5], του νόμου 40/2015, επιτρέπει, κατ’ εφαρμογήν του εσωτερικού δικαίου, στους εργαζομένους ιδιωτικών επιχειρήσεων που περιέρχονται στον δημόσιο τομέα να ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, ως εργαζόμενοι σε “προς κατάργηση” θέση (“a extinguir”), και να υπόκεινται στους ίδιους λόγους λύσης της σχέσης εργασίας, ακόμη και αν δεν έχουν επιτύχει στη διαδικασία επιλογής, ενώ ο νόμος 20/2021 δεν επιτρέπει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, στους εργαζομένους του δημοσίου τομέα που έχουν επιλεγεί κατόπιν διαδικασιών επιλογής οι οποίες διέπονται από τις αρχές της ισότητας, της δημοσιότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού να συνεχίσουν να ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους και να υπόκεινται στους ίδιους λόγους λύσης της σχέσης εργασίας·

–        το άρθρο 15 του εργατικού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με [το Real Decreto Legislativo] 1/1995, [por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1995, περί εγκρίσεως του ενοποιημένου κειμένου του νόμου για τον εργατικό κώδικα), της 24ης Μαρτίου 1995 (BOE αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654)], ήτοι πριν από την έκδοση της οδηγίας [1999/70], επιτρέπει –κατ’ εφαρμογήν του εσωτερικού δικαίου– τη μετατροπή των σχέσεων εργασίας των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα που έχουν εργαστεί για διάστημα άνω των 2 ετών στον ίδιο εργοδότη σε σχέσεις αορίστου χρόνου, ενώ, κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας, οι εργαζόμενοι του δημοσίου τομέα που υπήρξαν θύματα κατάχρησης λαμβάνουν αποζημίωση ίση μόνο με τις αποδοχές 20 ημερών ανά έτος υπηρεσίας με όριο τους 12 μηνιαίους μισθούς, χωρίς στην περίπτωση τους να είναι δυνατή η μετατροπή των συμβάσεων·

–        τα άρθρα 32 επ. του νόμου [40/2015] κατοχυρώνουν την αρχή της πλήρους αποζημίωσης, η οποία υποχρεώνει τη Διοίκηση να αποζημιώνει πλήρως τους ζημιούμενους από τη δράση της, πλην όμως, στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η αποζημίωση υπέρ των θυμάτων κατάχρησης είναι εκ των προτέρων περιορισμένη τόσο ως προς το ύψος της –αποδοχές 20 ημερών ανά έτος υπηρεσίας– όσο και ως προς τη διάρκεια –12 μηνιαίοι μισθοί.

10)      Αντιβαίνει ο νόμος 20/2021, κατά το μέρος που θεσπίζει ως μόνο πραγματικό μέτρο κύρωσης την καταβολή αποζημίωσης ίσης με τις αποδοχές 20 ημερών ανά έτος υπηρεσίας υπέρ των θυμάτων κατάχρησης που δεν επιτυγχάνουν στη διαδικασία επιλογής, στη νομολογία που διαμόρφωσε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 7ης Μαρτίου 2018, Santoro (C‑494/16, EU:C:2018:166), κατά την οποία, για την πλήρωση, στον δημόσιο τομέα, των απαιτήσεων της οδηγίας, δεν αρκεί η καταβολή αποζημίωσης, αλλά η τελευταία πρέπει να συνοδεύεται από πρόσθετα, αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά μέτρα κύρωσης;

11)      Αντιβαίνει ο νόμος 20/2021, κατά το μέρος που προβλέπει ότι στα θύματα κατάχρησης που δεν επιτυγχάνουν σε διαδικασία επιλογής καταβάλλεται αποζημίωση ίση με τις αποδοχές 20 ημερών ανά έτος υπηρεσίας, με όριο τους 12 μηνιαίους μισθούς, στις ενωσιακές αρχές της επαρκούς και πλήρους αποζημίωσης και της αναλογικότητας, καθόσον αποκλείει το διαφυγόν κέρδος και άλλες αιτίες αποζημίωσης ή αποκατάστασης, όπως, παραδείγματος χάριν, αυτές που προκύπτουν από την απώλεια ευκαιρίας (έννοια που απαντά στην απόφαση [της 7ης Μαρτίου 2018, Santoro (C‑494/16, EU:C:2018:166)])· από την αδυναμία απόκτησης της ιδιότητας του υπαλλήλου αορίστου χρόνου λόγω μη προκήρυξης διαδικασιών επιλογής εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στην εσωτερική νομοθεσία ή λόγω μη προαγωγής· από την ηθική βλάβη που προκύπτει από την έλλειψη προστασίας λόγω οποιασδήποτε κατάστασης εργασιακής επισφάλειας· από τη λύση της σχέσης εργασίας του θύματος κατάχρησης του οποίου η ηλικία και το φύλο (παραδείγματος χάριν, γυναίκες άνω των 50 ετών) δεν του επιτρέπουν την είσοδο σε εναλλακτική αγορά εργασίας· ή από τη μείωση των συντάξεων γήρατος;

12)      Αντιβαίνει ο νόμος 20/2021, κατά το μέρος που θέτει ως ανώτατο όριο αποζημίωσης τις αποδοχές 20 ημερών ανά έτος υπηρεσίας και τους 12 μηνιαίους μισθούς, στη νομοθεσία της Ένωσης, υπό το πρίσμα των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 2ας Αυγούστου 1993, Marshall (C‑271/91, EU:C:1993:335), και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Arjona Camacho (C‑407/14, EU:C:2015:831), σύμφωνα με τις οποίες το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει τον εκ προτέρων καθορισμό ανώτατου ορίου αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εργαζόμενος συνεπεία της απόλυσής του;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

29      Με απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2023, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑331/22 και C‑332/22 προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

30      Πρώτον, οι καθών των κύριων δικών και η Ισπανική Κυβέρνηση θεωρούν ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, διότι, με τις αιτήσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τα μέτρα κυρώσεων που προβλέπει ο νόμος 20/2021 και να αποφανθεί επί της συμβατότητας των μέτρων αυτών με τη συμφωνία-πλαίσιο. Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, με τις εν λόγω αιτήσεις ζητείται από το Δικαστήριο να εκδώσει γνωμοδότηση γενικής ισχύος σχετικά με την έννοια του «έκτακτου δημόσιου υπαλλήλου», όπως αυτή προβλέπεται στο ισπανικό δίκαιο.

31      Δεύτερον, οι καθών των κύριων δικών και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, κατά το μέρος που αφορούν μέτρα που περιλαμβάνονται στον νόμο 20/2021 ή απορρέουν από τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), βαίνουν πέραν του αντικειμένου των διαφορών των κύριων δικών και, ως εκ τούτου, εγείρουν πρόβλημα υποθετικής φύσεως.

32      Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι οι προσφεύγουσες των κύριων δικών ζητούν μόνον τον επαναχαρακτηρισμό της σχέσης τους προσωρινής απασχόλησης ως σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς τα αιτήματα αυτά να στηρίζονται στα ως άνω μέτρα ή στην προμνημονευθείσα νομολογία. Ως εκ τούτου, για παράδειγμα, κατά πρώτον, η αποζημίωση λόγω λύσης της σχέσης εργασίας σε περίπτωση αποτυχίας στη διαδικασία επιλογής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 2 του νόμου 20/2021, κατά δεύτερον, η συμμετοχή στην εν λόγω διαδικασία επιλογής ως μέσο για την απόκτηση μόνιμης θέσης εργασίας ή, κατά τρίτον, το μέτρο της διατήρησης του εργαζομένου στη θέση εργασίας μέχρι την προκήρυξη και την ολοκλήρωση της αντίστοιχης διαδικασίας επιλογής, το οποίο καθιερώθηκε με τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), συνιστούν μέτρα τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών και, επομένως, δεν ασκούν καμία επιρροή στην επίλυση των συγκεκριμένων διαφορών.

33      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το σύστημα συνεργασίας που εγκαθιδρύει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ στηρίζεται σε σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο διαδικασίας η οποία κινείται δυνάμει του άρθρου αυτού, η ερμηνεία των εθνικών διατάξεων επαφίεται στα εθνικά δικαστήρια και όχι στο Δικαστήριο, το οποίο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της συμβατότητας των κανόνων του εσωτερικού δικαίου με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία άπτονται του δικαίου της Ένωσης και τα οποία παρέχουν στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει το συμβατό των κανόνων του εθνικού δικαίου με τη ρύθμιση της Ένωσης (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, στο πλαίσιο της θεσπισθείσας από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca – MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο δύναται να μην αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί [βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca – MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

36      Εν προκειμένω, μολονότι είναι αληθές ότι από το γράμμα των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της συμβατότητας διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που έχει καθιερώσει η εθνική νομολογία, με το δίκαιο της Ένωσης, τίποτα δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο παρέχοντάς του τα ερμηνευτικά στοιχεία που άπτονται του δικαίου της Ένωσης και τα οποία θα του παράσχουν τη δυνατότητα να αποφανθεί το ίδιο επί της συμβατότητας του εσωτερικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Επιπλέον, από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το αιτούν δικαστήριο θα κληθεί, στο πλαίσιο της επίλυσης των διαφορών των κύριων δικών, να προσδιορίσει τα εθνικά μέτρα που καθιστούν δυνατή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία 1999/70, την επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

38      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο, δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών ούτε ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν τα εθνικά μέτρα τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 32 της παρούσας απόφασης ως μέτρα επιβολής κυρώσεων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας 1999/70, για την καταχρηστική χρησιμοποίηση των οικείων σχέσεων προσωρινής απασχόλησης, εγείρουν πρόβλημα υποθετικής φύσεως.

39      Πάντως, με το έκτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑332/22, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι αρχές της νομιμότητας και της μη αναδρομικότητας των ποινικών διατάξεων, οι οποίες κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 49 του Χάρτη, αντιτίθενται στην αναδρομική εφαρμογή εθνικής ρύθμισης, όπως ο νόμος 20/2021, καθόσον αυτή προβλέπει, με σκοπό τη μείωση του ποσοστού της προσωρινής απασχόλησης, μέτρα για τους εργαζομένους που υπήρξαν θύματα καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου τα οποία είναι λιγότερο ευνοϊκά σε σύγκριση με την προϊσχύσασα εθνική ρύθμιση.

40      Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι οι αρχές της νομιμότητας και της μη αναδρομικότητας των ποινικών διατάξεων δεν έχουν εφαρμογή όταν οι οικείες εθνικές διατάξεις δεν είναι τέτοιας φύσεως, αλλά προβλέπουν, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, έκτακτα μέτρα για τη μείωση του ποσοστού απασχόλησης ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα και, προς τούτο, επιβάλλουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στον οικείο φορέα δημόσιας διοίκησης την υποχρέωση προκήρυξης διαδικασιών επιλογής ή καταβολής αποζημίωσης στους εργαζομένους που προσλαμβάνονται για ορισμένο χρόνο με διαδοχικές συμβάσεις.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο του έκτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑332/22 δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης, το ερώτημα αυτό πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

42      Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει, αφενός, ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως και, αφετέρου, ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτές, εξαιρουμένου του έκτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑332/22.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C332/22

43      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑332/22, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα καθίσταται καταχρηστική όταν ο οικείος φορέας δημόσιας διοίκησης δεν τηρεί τις προθεσμίες τις οποίες προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο για την πλήρωση της θέσης που κατέχει ο ενδιαφερόμενος προσωρινώς απασχολούμενος, λόγω του ότι, μετά την παρέλευση των προθεσμιών αυτών, οι συγκεκριμένες διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν καλύπτουν προσωρινές, αλλά πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εν λόγω φορέα.

44      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου είναι, μεταξύ άλλων, η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

45      Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου επιδιώκει την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού και συγκεκριμένα τη δημιουργία ορισμένου πλαισίου για τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη, προς τον σκοπό της αποτροπής της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, την υποχρέωση να θεσπίσουν, κατά τρόπο αποτελεσματικό και δεσμευτικό, ένα τουλάχιστον μέτρο εξ αυτών που απαριθμεί, εφόσον το εθνικό τους δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Τα τρία συνολικώς μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της εν λόγω ρήτρας αφορούν, αντιστοίχως, την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca – MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

47      Συναφώς, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, καθώς έχουν την ευχέρεια είτε να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της συμφωνίας-πλαισίου είτε, ακόμη, να αρκεστούν σε υφιστάμενα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες συγκεκριμένων τομέων και/ή κατηγοριών εργαζομένων [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca – MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

48      Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιτάσσει στα κράτη μέλη την επίτευξη γενικού σκοπού, δηλαδή της αποτροπής τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα για την επίτευξή του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα αντιβαίνουν προς τον σκοπό και δεν θα περιορίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου [απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca – MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

49      Εντούτοις, η ρήτρα 5 της συμφωνίας‑πλαισίου, όπως προκύπτει από το γράμμα της καθώς και από πάγια νομολογία, έχει εφαρμογή μόνον όταν υπάρχουν διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και, επομένως, η πρώτη ή η μοναδική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου [βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca – MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

50      Εν προκειμένω, από τη διάταξη περί παραπομπής στην υπόθεση C‑332/22 προκύπτει ότι οι σχέσεις εργασίας που συνδέουν τις προσφεύγουσες της κύριας δίκης με τον οικείο φορέα δημόσιας διοίκησης συντελέστηκαν με διαδοχικούς διορισμούς και/ή τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει εφαρμογή στις καταστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης.

51      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η προσωρινή αναπλήρωση εργαζομένου για την κάλυψη προσωρινών αναγκών σε προσωπικό του οικείου εργοδότη μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποτελεί «αντικειμενικό λόγο» κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Συναφώς, πρώτον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να ανανεώνονται προς τον σκοπό της πάγιας και διαρκούς άσκησης καθηκόντων των επίμαχων υπηρεσιών τα οποία εμπίπτουν στη συνήθη δραστηριότητα του οικείου προσωπικού (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Πράγματι, η ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη αναγκών οι οποίες δεν είναι στην πραγματικότητα προσωρινές, αλλά πάγιες και διαρκείς, δεν δικαιολογείται βάσει της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, διότι μια τέτοια χρήση των συμβάσεων ή των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου θα ήταν ευθέως αντίθετη προς την παραδοχή επί της οποίας βασίζεται η συμφωνία-πλαίσιο, ότι δηλαδή οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας, έστω και αν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Επομένως, προκειμένου να τηρηθεί η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να διαπιστώνεται συγκεκριμένα ότι η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αποσκοπεί στην κάλυψη προσωρινών αναγκών και ότι διάταξη της εθνικής νομοθεσίας όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν χρησιμοποιείται, στην πραγματικότητα, για να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη σε προσωπικό (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνικό μέτρο το οποίο προβλέπει την οργάνωση διαδικασιών επιλογής, εντός των προβλεπόμενων προς τούτο προθεσμιών, για την οριστική πλήρωση των θέσεων που καλύπτονται προσωρινά από εργαζομένους με σχέση ορισμένου χρόνου, μπορεί να αποτρέψει τη διαιώνιση του καθεστώτος αβεβαιότητας στο οποίο βρίσκονται οι ως άνω εργαζόμενοι, επειδή διασφαλίζει την ταχεία και οριστική πλήρωση των θέσεων που αυτοί καλύπτουν (βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Επομένως, η οργάνωση τέτοιων διαδικασιών εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών μπορεί κατ’ αρχήν να αποτρέψει την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για το χρονικό διάστημα έως την οριστική πλήρωση των θέσεων αυτών (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι εθνική νομοθεσία που προβλέπει μεν την οργάνωση διαδικασιών επιλογής για την οριστική πλήρωση των θέσεων που καλύπτονται προσωρινά από εργαζομένους με σχέση ορισμένου χρόνου καθώς και συγκεκριμένες προς τούτο προθεσμίες, αλλά δεν διασφαλίζει ότι οι διαδικασίες αυτές όντως οργανώνονται, δεν παρίσταται πρόσφορη για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης από τον εκάστοτε εργοδότη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, δεδομένου ότι τούτο αποτελεί έργο των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να κρίνουν κατά πόσον οι διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής ρύθμισης ανταποκρίνονται στις επιταγές της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου (βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής, καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, συνιστούν κατάλληλο μέτρο για την αποτροπή της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Πάντως, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, δύναται να παράσχει διευκρινίσεις ώστε να καθοδηγήσει τα αιτούντα δικαστήρια στο πλαίσιο της εκτίμησής τους (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ισπανική νομοθεσία προβλέπει κανόνες βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας καθίσταται καταχρηστική όταν η διάρκεια των εν λόγω συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τα δύο έτη, διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι εν λόγω συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας καλύπτουν όχι προσωρινές, αλλά, τουναντίον, πάγιες και διαρκείς ανάγκες του οικείου εργοδότη. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τους εργαζομένους του δημόσιου τομέα, το άρθρο 10, παράγραφος 4, του EBEP προβλέπει ότι οι κενές θέσεις που καλύπτονται από έκτακτους δημοσίους υπάλληλους περιλαμβάνονται στην πράξη έγκρισης προγραμματισμού προσλήψεων προκειμένου να πληρωθούν από δημόσιο υπάλληλο εντός μέγιστης προθεσμίας δύο ετών από τον διορισμό του οικείου εκτάκτου υπαλλήλου. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 70 του EBEP, η διοικητική αρχή οφείλει να λύσει τις ίδιες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε εκτέλεση της εν λόγω πράξης προγραμματισμού εντός προθεσμίας τριών ετών κατ’ ανώτατο όριο.

62      Υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν προκύπτει ότι εθνική διάταξη όπως το άρθρο 10 του EBEP επιτρέπει τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γενικώς και αφηρημένα, αλλά μόνο για την κάλυψη, κατ’ ουσίαν, προσωρινών αναγκών.

63      Επιπλέον, από την απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑332/22 προκύπτει ότι οι εθνικές διατάξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 61 της παρούσας απόφασης περιλαμβάνουν επίσης τα μέτρα που μνημονεύονται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, ήτοι, πρώτον, ένα όριο όσον αφορά τη μέγιστη συνολική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, δεύτερον, τον μέγιστο αριθμό ανανεώσεων των εν λόγω συμβάσεων ή σχέσεων, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

64      Παρά ταύτα, από τη διάταξη περί παραπομπής στην υπόθεση C‑332/22 προκύπτει επίσης ότι οι διαδοχικοί διορισμοί των προσφευγουσών της κύριας δίκης στην υπόθεση αυτή και/ή η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων με αυτές δεν κάλυπταν προσωρινές απλώς ανάγκες της Καταλανικής Διοίκησης της Δικαιοσύνης, αλλά αποσκοπούσαν στην κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της εν λόγω διοικητικής αρχής σε προσωπικό. Πράγματι, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία άσκησης των προσφυγών τους, οι εν λόγω προσφεύγουσες είχαν απασχοληθεί στον συγκεκριμένο φορέα επί περισσότερα από 37 ή 17 συναπτά έτη και ότι εκτελούσαν καθήκοντα που εμπίπτουν στη συνήθη δραστηριότητα του μόνιμου προσωπικού. Επισημαίνεται επιπλέον ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 61 της παρούσας απόφασης, θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποίησης των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου σε περίπτωση μη τήρησης, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, της εκ του νόμου υποχρέωσης για πλήρωση των θέσεων που καλύπτονται προσωρινώς από τους έκτακτους δημοσίους υπαλλήλους. Λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών στοιχείων που εκτίθενται στην εν λόγω διάταξη περί παραπομπής, ο κίνδυνος αυτός πραγματοποιήθηκε εν προκειμένω.

65      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑332/22 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα καθίσταται καταχρηστική όταν ο οικείος φορέας δημόσιας διοίκησης δεν τηρεί τις προθεσμίες τις οποίες προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο για την πλήρωση της θέσης που κατέχει ο ενδιαφερόμενος προσωρινώς απασχολούμενος, δεδομένου ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι εν λόγω διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν καλύπτουν προσωρινές, αλλά πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα.

 Επί του πρώτου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C331/22, καθώς και επί του πρώτου, του έβδομου, του όγδοου, του ένατου, του δέκατου, του ενδέκατου και του δωδέκατου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C332/22

66      Με το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑331/22, καθώς και με το πρώτο, το έβδομο, το όγδοο, το ένατο, το δέκατο, το ενδέκατο και το δωδέκατο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑332/22, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού και δεύτερα κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των αρχών της ισοδυναμίας και της αναλογικότητας, καθώς και της πλήρους αποκατάστασης της προκληθείσας ζημίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία και σε εθνική ρύθμιση που προβλέπουν ως μέτρα κύρωσης για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αντιστοίχως, τη διατήρηση του ενδιαφερόμενου εργαζομένου στη θέση του μέχρι την οργάνωση και ολοκλήρωση διαδικασιών επιλογής από την εργοδότρια διοικητική αρχή, καθώς και την οργάνωση τέτοιων διαδικασιών και την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης, με διττό ανώτατο όριο, μόνον υπέρ του ενδιαφερόμενου εργαζομένου που δεν επιτυγχάνει στις εν λόγω διαδικασίες επιλογής.

67      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν προβλέπει συγκεκριμένες κυρώσεις οσάκις διαπιστώνονται καταχρηστικές πρακτικές. Σε μια τέτοια περίπτωση, απόκειται στις εθνικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνο σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Εφόσον δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση της Ένωσης, οι λεπτομέρειες εφαρμογής των ως άνω κανόνων εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών αυτών, πλην όμως δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρεμφερείς καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, στην περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής μέτρου το οποίο να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία των εργαζομένων, ώστε να επιβάλλονται δεόντως κυρώσεις για την κατάχρηση αυτή και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παράβασης του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, κατά το γράμμα του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη οφείλουν να «λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η [ως άνω] οδηγία» (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 58 της παρούσας απόφασης, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας της εθνικής ρύθμισης και της εθνικής νομολογίας, δεδομένου ότι τούτο αποτελεί έργο των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να κρίνουν αν η εν λόγω εθνική ρύθμιση και η εν λόγω εθνική νομολογία ανταποκρίνονται στις επιταγές της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής, καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή της εθνικής ρύθμισης και της εθνικής νομολογίας που είναι επίμαχες στην κύρια δίκη, συνιστούν κατάλληλα μέτρα για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, δύναται, κατά περίπτωση, να παράσχει διευκρινίσεις ώστε να καθοδηγήσει τα αιτούντα δικαστήρια κατά την εκτίμησή τους.

73      Εν προκειμένω, από τις διατάξεις περί παραπομπής προκύπτει, πρώτον, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), σε περιπτώσεις καταχρηστικής χρησιμοποίησης της προσωρινής απασχόλησης εργαζομένων του δημοσίου τομέα, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί αποτελεσματικό μέτρο σχετικής κύρωσης η διατήρηση του εργαζόμενου του δημοσίου τομέα ο οποίος υπέστη την κατάχρηση στη θέση του μέχρις ότου η εργοδότρια διοικητική αρχή, κατ’ αρχάς, αποφασίσει ότι υφίσταται διαρθρωτική ανάγκη και, ως εκ τούτου, οργανώσει την αντίστοιχη διαδικασία επιλογής, στην οποία μπορούν να μετάσχουν και οι υποψήφιοι που δεν υπέστησαν τέτοια κατάχρηση, με σκοπό την πλήρωση της επίμαχης θέσης κατά μόνιμο τρόπο και, εν συνεχεία, ολοκληρώσει τη διαδικασία αυτή.

74      Δεύτερον, για τους εργαζομένους που διορίστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου 20/2021, όπως οι προσφεύγουσες των κύριων δικών, από τις διατάξεις περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 2 του νόμου αυτού προβλέπει δύο μέτρα κύρωσης σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ήτοι, αφενός, την οργάνωση διαδικασιών επιλογής, στις οποίες μπορούν να μετάσχουν και οι υποψήφιοι που δεν υπέστησαν τέτοια κατάχρηση και, αφετέρου, την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης ίσης με αποδοχές 20 ημερών ανά έτος υπηρεσίας με ανώτατο όριο τους 12 μηνιαίους μισθούς, εφόσον ο εργαζόμενος δεν επέτυχε στη διαδικασία επιλογής που οργανώθηκε για την πλήρωση της θέσης την οποία μέχρι τότε κατείχε.

75      Όσον αφορά την οργάνωση διαδικασιών επιλογής ως μέτρο κύρωσης σύμφωνα με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, όπως το εφαρμοζόμενο από την ισπανική νομολογία ή το προβλεπόμενο στο άρθρο 2 του νόμου 20/2021, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, μολονότι η οργάνωση διαδικασιών επιλογής παρέχει στους εργαζομένους που απασχολήθηκαν καταχρηστικώς με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου τη δυνατότητα να διεκδικήσουν πρόσβαση σε σταθερή απασχόληση, δεδομένου ότι αυτοί έχουν, κατ’ αρχήν, δικαίωμα συμμετοχής στις εν λόγω διαδικασίες, εντούτοις η περίσταση αυτή δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα μέτρα για την επιβολή προσήκουσας κύρωσης σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων και σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Πράγματι, δυνατότητα συμμετοχής σε τέτοιες διαδικασίες, των οποίων εξάλλου η έκβαση είναι αβέβαιη, έχουν, κατά κανόνα, και υποψήφιοι οι οποίοι δεν υπήρξαν θύματα τέτοιας κατάχρησης (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 100).

76      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η οργάνωση τέτοιων διαδικασιών δεν εξαρτάται καθόλου από εκτιμήσεις σχετικές με την καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν παρίσταται πρόσφορη για την επιβολή προσήκουσας κύρωσης σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και για την εξάλειψη των συνεπειών της παράβασης του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, δεν φαίνεται να καθιστά δυνατή την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 101).

77      Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που απορρέουν από την παρατιθέμενη στις σκέψεις 75 και 76 της παρούσας απόφασης νομολογία, οι οποίες φαίνεται να έχουν εφαρμογή, λαμβανομένων υπόψη των υπομνησθέντων στις σκέψεις 73 και 74 της παρούσας απόφασης στοιχείων της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, η οργάνωση διαδικασιών επιλογής όπως η προβλεπόμενη από την εθνική νομολογία ή από το άρθρο 2 του νόμου 20/2021, υπό την επιφύλαξη της εξακρίβωσης στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν παρίσταται πρόσφορη για την επιβολή προσήκουσας κύρωσης σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, ως εκ τούτου, για την εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης.

78      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι οι περιστάσεις που εκτίθενται στη διάταξη περί παραπομπής στην υπόθεση C‑332/22, δηλαδή ότι οι διαδικασίες επιλογής του άρθρου 2 του νόμου 20/2021 πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, ήτοι πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2024, και ότι οι διαδικασίες αυτές λαμβάνουν υπόψη τα προσόντα του ενδιαφερόμενου εργαζομένου, ουδόλως αναιρούν τη σημασία της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 75 και 76 της παρούσας απόφασης.

79      Όσον αφορά την κατά το άρθρο 2 του νόμου 20/2021 χορήγηση αποζημίωσης ως μέτρο κύρωσης σύμφωνα με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, από τις διατάξεις περί παραπομπής προκύπτει ότι η αποζημίωση οφείλεται κατά την καταγγελία των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου λόγω της κάλυψης της οικείας θέσης από πρόσωπο διαφορετικό από τον εργαζόμενο ο οποίος απασχολούνταν στην εν λόγω θέση, πράγμα που σημαίνει είτε ότι ο εργαζόμενος αυτός μετέσχε στη διαδικασία επιλογής και απέτυχε είτε ότι δεν μετέσχε στη διαδικασία αυτή.

80      Το Δικαστήριο έχει κρίνει όμως ότι η καταβολή αποζημίωσης λόγω λύσης της σύμβασης δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή της κατάχρησης που προκύπτει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Πράγματι, η καταβολή αυτή φαίνεται να είναι ανεξάρτητη από οποιαδήποτε εκτίμηση σχετικά με τον νόμιμο ή καταχρηστικό χαρακτήρα της χρησιμοποίησης συμβάσεων ορισμένου χρόνου (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, εφόσον αποζημίωση, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 του νόμου 20/2021, καθορίζει διττό ανώτατο όριο, ήτοι τον περιορισμό σε 20 ημέρες αποδοχών ανά έτος υπηρεσίας, με ανώτατο όριο τους δώδεκα μισθούς συνολικά, η αποζημίωση αυτή δεν καθιστά δυνατή ούτε την αναλογική και αποτελεσματική αποκατάσταση σε περιπτώσεις κατάχρησης που υπερβαίνουν ορισμένη διάρκεια ετών ούτε προσήκουσα και πλήρη αποκατάσταση των ζημιών που απορρέουν από τέτοιες καταχρήσεις.

82      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ούτε η αρχή της πλήρους αποκατάστασης της προκληθείσας ζημίας ούτε η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλουν την καταβολή αποζημίωσης τιμωρητικού χαρακτήρα (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F.A. Bonporti, C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83      Πράγματι, οι αρχές αυτές επιβάλλουν στα κράτη μέλη να προβλέπουν προσήκουσα αποκατάσταση της ζημίας, η οποία να υπερβαίνει την αμιγώς συμβολική αποζημίωση, χωρίς ωστόσο και να βαίνει πέραν των ορίων της πλήρους αποκατάστασης (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F.A. Bonporti, C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι χρηματική αποζημίωση, με διττό ανώτατο όριο, μόνον υπέρ του ενδιαφερόμενου εργαζομένου που δεν επιτυγχάνει στις διαδικασίες επιλογής δεν φαίνεται να αποτελεί μέτρο πρόσφορο για την επιβολή προσήκουσας κύρωσης σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και για την εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης και, κατά συνέπεια, δεν φαίνεται να αποτελεί, αφ’ εαυτού, αναλογικό και αρκούντως αποτελεσματικό και αποτρεπτικό μέτρο για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 67 της παρούσας απόφασης (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Στο πλαίσιο του πρώτου και του ένατου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑332/22, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τόσο η νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) όσο και η χορήγηση της αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 του νόμου 20/2021 αντιβαίνουν στην ενωσιακή αρχή της ισοδυναμίας διότι, κατά πρώτον, το ισπανικό δίκαιο προβλέπει ότι, όταν ένας δημόσιος εμπορικός φορέας ή κρατικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μετατρέπεται σε δημόσιο φορέα, το προσωπικό του, δηλαδή οι εργαζόμενοι που υπόκεινται στο ιδιωτικό δίκαιο κατ’ εφαρμογήν του εσωτερικού δικαίου, μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα που ασκούν οι δημόσιοι υπάλληλοι, χωρίς να έχει την ιδιότητα αυτή, και, κατά συνέπεια, μπορεί να παραμείνει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στον δημόσιο τομέα. Κατά δεύτερον, το άρθρο 15 του εργατικού κώδικα, ακόμη και πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 1999/70, προέβλεπε ήδη τη μετατροπή σε εργαζομένους αορίστου χρόνου των εργαζομένων ορισμένου χρόνου που απασχολούνταν από τον ίδιο εργοδότη για διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών. Κατά τρίτον, καίτοι ο νόμος 20/2021 προβλέπει περιοριστικό σύστημα αποζημίωσης, κατ’ εφαρμογήν της εθνικής νομοθεσίας περί του νομικού καθεστώτος του δημόσιου τομέα, οι φορείς δημόσιας διοίκησης υποχρεούνται σε πλήρη αποκατάσταση των ζημιών που οφείλονται στις ενέργειές τους. Εξάλλου, ο Código Civil (αστικός κώδικας) προβλέπει το ίδιο σύστημα αποζημίωσης για την αστική ευθύνη μεταξύ ιδιωτών.

86      Συναφώς, επισημαίνεται ότι από την αρχή της ισοδυναμίας προκύπτει ότι τα πρόσωπα που ασκούν τα δικαιώματα που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης δεν πρέπει να περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με εκείνους που ασκούν δικαιώματα αμιγώς εσωτερικής φύσεως (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Santoro, C‑494/16, EU:C:2018:166, σκέψη 39).

87      Πλην όμως, για να έχει εφαρμογή η αρχή αυτή, πρέπει επιπλέον τα δικαιώματα που θεσπίζει ο εθνικός νομοθέτης στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 στο εσωτερικό δίκαιο να είναι συγκρίσιμα, ιδίως από την άποψη του αντικειμένου και της αιτίας τους, με τα δικαιώματα που προβλέπονται στο εσωτερικό δίκαιο [πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca – MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 70, και διάταξη της 18ης Ιανουαρίου 2011, Βερκίζη-Νικολακάκη, C‑272/10, EU:C:2011:19, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

88      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση κατά την οποία τόσο τα μέτρα που θεσπίζει ο εθνικός νομοθέτης, στο πλαίσιο της οδηγίας 1999/70, για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου από τους εργοδότες του δημόσιου τομέα όσο και τα μέτρα που λαμβάνει ο εθνικός νομοθέτης για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων αυτού του είδους από τους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, η αρχή της ισοδυναμίας δεν έχει εφαρμογή. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, όλα τα επίμαχα μέτρα έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα που παρέχονται από την έννομη τάξη της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca – MIUR κ.λπ. (Πανεπιστημιακοί ερευνητές), C‑326/19, EU:C:2021:438, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

89      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι αυτή καθεαυτήν η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους κράτους μέλους διαφορετική αντιμετώπιση της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αναλόγως του αν οι εν λόγω συμβάσεις ή σχέσεις συνήφθησαν με εργοδότη ο οποίος ανήκει στον ιδιωτικό τομέα ή με εργοδότη ο οποίος υπάγεται στον δημόσιο τομέα (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Santoro, C‑494/16, EU:C:2018:166, σκέψεις 33 και 42).

90      Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση των δικαιωμάτων που απονέμονται από τις εθνικές διατάξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 85 της παρούσας απόφασης, να εξακριβώσει αν έχει εφαρμογή και, ενδεχομένως, αν τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας.

91      Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο πρώτο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑331/22, καθώς και στο πρώτο, το έβδομο, το όγδοο, το ένατο, το δέκατο, το ενδέκατο και το δωδέκατο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑332/22, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των αρχών της αναλογικότητας και της πλήρους αποκατάστασης της προκληθείσας ζημίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία και σε εθνική ρύθμιση που προβλέπουν ως μέτρα κύρωσης για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αντιστοίχως, τη διατήρηση του ενδιαφερόμενου εργαζομένου στη θέση του μέχρι την οργάνωση και την ολοκλήρωση διαδικασιών επιλογής από την εργοδότρια διοικητική αρχή, καθώς και την οργάνωση τέτοιων διαδικασιών και την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης, με διττό ανώτατο όριο, μόνον υπέρ του ενδιαφερόμενου εργαζομένου που δεν επιτυγχάνει στις εν λόγω διαδικασίες επιλογής, όταν τα μέτρα αυτά δεν είναι σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας ούτε αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου.

 Επί του δεύτερου, του τέταρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C331/22, καθώς και επί του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C332/22

92      Με το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑331/22, καθώς και με το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑332/22, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού και τρίτα κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι ρήτρες 4 και 5 της συμφωνίας-πλαισίου, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των άρθρων 21 και 47 του Χάρτη και της αρχής της ισοδυναμίας, έχουν την έννοια ότι, ελλείψει κατάλληλων μέτρων προβλεπόμενων από το εθνικό δίκαιο για την αποτροπή της κατάχρησης που προκύπτει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, ενδεχομένως, για την επιβολή κυρώσεων για την ως άνω κατάχρηση, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρήτρας 5, οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θα πρέπει να μετατρέπονται σε σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου πανομοιότυπη ή παρόμοια με εκείνη που συνδέει τους δημοσίους υπαλλήλους με τη Διοίκηση, τούτο δε ακόμη και αν η μετατροπή αυτή αντιβαίνει σε εθνικές διατάξεις και στην εθνική νομολογία.

93      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι το αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών αφορά την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και την επιβολή σχετικών κυρώσεων, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο των αποφάσεων αυτών δεν μπορεί να συναχθεί ότι η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, στην οποία αναφέρεται η ρήτρα 4 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

94      Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης, η ερμηνεία την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο της εν λόγω ρήτρας 4 καθώς και του άρθρου 21 του Χάρτη, διατάξεων που αφορούν αμφότερες την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να προβεί το Δικαστήριο σε τέτοια ερμηνεία.

95      Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τη μετατροπή σε σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ούτε, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 67 της παρούσας απόφασης, προβλέπει συγκεκριμένες κυρώσεις σε περίπτωση διαπίστωσης καταχρήσεων [πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

96      Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από τη ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, στο πλαίσιο των μέτρων για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, να μετατρέπουν αυτές τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι η σταθερότητα της απασχόλησης που παρέχουν οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν το κύριο στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F.A. Bonporti, C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψη 39).

97      Επομένως, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να λαμβάνουν αναλογικά, αποτελεσματικά και αποτρεπτικά μέτρα για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου, τα οποία μπορούν να προβλέπουν, προς τον σκοπό αυτόν, τη μετατροπή των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Εντούτοις, όταν έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής μέτρου, ώστε να επιβάλλονται προσήκουσες κυρώσεις για την κατάχρηση αυτή και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβίασης της συμφωνίας-πλαισίου [βλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

98      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, προκειμένου μια εθνική ρύθμιση, η οποία απαγορεύει, μόνο στον δημόσιο τομέα, τη μετατροπή μιας σειράς συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, να μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τη συμφωνία‑πλαίσιο, η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους πρέπει να προβλέπει, στον συγκεκριμένο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, ενδεχομένως, προς επιβολή κυρώσεων [πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Ministero della Giustizia κ.λπ. (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C‑236/20, EU:C:2022:263, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

99      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ρύθμιση που προβλέπει κανόνα αναγκαστικού δικαίου κατά τον οποίο, σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, οι εν λόγω συμβάσεις και σχέσεις εργασίας μετατρέπονται σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου είναι δυνατόν να περιέχει μέτρο το οποίο πράγματι επιβάλλει κυρώσεις για την εν λόγω καταχρηστική χρησιμοποίηση και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται ότι συνάδει με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F.A. Bonporti, C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

100    Εν προκειμένω, κατά το αιτούν δικαστήριο, η ρήτρα 5 της οδηγίας 1999/70 δεν μεταφέρθηκε ορθώς στην ισπανική έννομη τάξη, δεδομένου ότι δεν προβλέπει κανένα αποτελεσματικό μέτρο κύρωσης για την κατάχρηση που προκύπτει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι από το άρθρο 23 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του EBEP, προκύπτει ότι την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου αποκτούν μόνον τα πρόσωπα που επιτυγχάνουν στη διαδικασία επιλογής που διεξάγεται για την απόκτηση της εν λόγω ιδιότητας, διαδικασία η οποία τηρεί τις αρχές της ισότητας, της δημοσιότητας, της αξιοκρατίας, της ικανότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Επομένως, η μετατροπή των επίμαχων στις κύριες δίκες διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου η οποία συνεπάγεται την απόκτηση της ιδιότητας του δημοσίου υπαλλήλου, ως μέτρο κύρωσης για την καταχρηστική χρησιμοποίηση αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, είναι δυνατόν να αντιβαίνει, μεταξύ άλλων, στο Σύνταγμα. Εξάλλου, κατά το αιτούν δικαστήριο, μια τέτοια μετατροπή θα ήταν επίσης αντίθετη προς τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

101    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου δεν είναι, από την άποψη του περιεχομένου της, ανεπιφύλακτη και αρκούντως ακριβής, ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να την επικαλούνται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Πράγματι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, εναπόκειται στην εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών να εφαρμόζουν, προς αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στην εν λόγω ρήτρα, ή ακόμη και ήδη ισχύοντα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες συγκεκριμένων τομέων και/ή κατηγοριών εργαζομένων. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επαρκώς το ελάχιστο όριο προστασίας που θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να διασφαλίζεται δυνάμει της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου [απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, Μ.V. κ.λπ. (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα), C‑760/18, EU:C:2021:113, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

102    Από πάγια νομολογία προκύπτει δε ότι, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού υπό το πρίσμα του κειμένου και του σκοπού της σχετικής οδηγίας, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή και προκειμένου, κατά συνέπεια, να συμμορφώνονται προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Αυτή η υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας αφορά το σύνολο των διατάξεων του εθνικού δικαίου, τόσο προγενέστερων όσο και μεταγενέστερων της οικείας οδηγίας [απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, Μ.V. κ.λπ. (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα), C‑760/18, EU:C:2021:113, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

103    Η υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι πράγματι συμφυής προς το σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης όταν αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί [απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, M.V. κ.λπ. (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα), C‑760/18, EU:C:2021:113, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

104    Βεβαίως, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αναφέρεται στο περιεχόμενο μιας οδηγίας όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου έχει ως όρια τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου [απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, M.V. κ.λπ. (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα), C‑760/18, EU:C:2021:113, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

105    Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει εντούτοις στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατόν εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή [απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, Μ.V. κ.λπ. (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα), C‑760/18, EU:C:2021:113, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

106    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, δεδομένου ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία άλλωστε αναγνωρίζεται από το άρθρο 47 του Χάρτη, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια, εφόσον δεν έχει θεσπισθεί μέτρο το οποίο να μεταφέρει ορθώς την οδηγία 1999/70 στο ισπανικό δίκαιο, να διασφαλίζουν τη νομική προστασία που παρέχουν στους πολίτες οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και να εγγυώνται την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών (πρβλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres, C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

107    Εναπόκειται, επομένως, στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, κατά το μέτρο του δυνατού και εφόσον έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά τρόπον ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την καταχρηστική αυτή χρησιμοποίηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων συνταγματικής ισχύος, μπορούν, ενδεχομένως, να ερμηνευθούν κατά τρόπο σύμφωνο προς τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας 1999/70 και να καταλήξει σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, M.V. κ.λπ. (Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα), C‑760/18, EU:C:2021:113, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

108    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απαίτηση περί σύμφωνης ερμηνείας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να τροποποιούν, αν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς μιας οδηγίας. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν ορθή ιδίως η κρίση εθνικού δικαστηρίου ότι αδυνατεί να ερμηνεύσει εθνική διάταξη σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί παγίως κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario, C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει, πρώτον, ότι, σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η οικεία εσωτερική έννομη τάξη δεν προβλέπει, στον δημόσιο τομέα, αποτελεσματικό μέτρο για την αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, ενδεχομένως, για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών, η μετατροπή αυτών των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου μπορεί να συνιστά τέτοιου είδους μέτρο.

110    Δεύτερον, εφόσον, σε μια τέτοια περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι η πάγια νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) είναι αντίθετη προς μια τέτοια μετατροπή, τότε θα πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστη την εν λόγω νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) εάν αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος η οποία δεν συνάδει με τους σκοπούς της οδηγίας 1999/70, και δη της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου.

111    Τρίτον, μια τέτοια μετατροπή μπορεί να αποτελέσει μέτρο πρόσφορο για την επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν συνεπάγεται contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

112    Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι συνιστά τέτοιο μέτρο κύρωσης, σύμφωνα με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, η μετατροπή των επίμαχων στις κύριες δίκες διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, στο πλαίσιο της οποίας οι προσφεύγουσες των κύριων δικών υπόκεινται στους ίδιους λόγους καταγγελίας και απόλυσης με εκείνους που ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους χωρίς, ωστόσο, να αποκτούν αυτή καθεαυτήν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το εν λόγω μέτρο κύρωσης δεν συνεπάγεται contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

113    Στο πλαίσιο του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος στην υπόθεση C‑332/22, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αρχή της ισοδυναμίας του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει να αναγνωρίζεται στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου του δημοσίου τομέα, οι οποίοι έχουν υπάρξει θύματα κατάχρησης λόγω της σύναψης των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η ιδιότητα των δημοσίων υπαλλήλων ή των εργαζομένων αορίστου χρόνου, στο μέτρο που, μεταξύ άλλων, το άρθρο 15 του εργατικού κώδικα επιβάλλει αντίστοιχη λύση στον ιδιωτικό τομέα.

114    Συναφώς, επισημαίνεται ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση των δικαιωμάτων που απονέμουν οι εθνικές διατάξεις, να εξακριβώσει, βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 86 έως 89 της παρούσας απόφασης, αν έχει εφαρμογή και, ενδεχομένως, αν τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας.

115    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο, στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑331/22 καθώς και στο δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑332/22 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, ελλείψει κατάλληλων μέτρων προβλεπόμενων από το εθνικό δίκαιο για την αποτροπή της κατάχρησης που προκύπτει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, ενδεχομένως, για την επιβολή κυρώσεων για την ως άνω κατάχρηση, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρήτρας 5, η μετατροπή αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου δύναται να συνιστά τέτοιο μέτρο, εφόσον η μετατροπή αυτή δεν συνεπάγεται contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

116    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα καθίσταται καταχρηστική όταν ο οικείος φορέας δημόσιας διοίκησης δεν τηρεί τις προθεσμίες τις οποίες προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο για την πλήρωση της θέσης που κατέχει ο ενδιαφερόμενος προσωρινώς απασχολούμενος, δεδομένου ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι εν λόγω διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν καλύπτουν προσωρινές, αλλά πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα.

2)      Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των αρχών της αναλογικότητας και της πλήρους αποκατάστασης της προκληθείσας ζημίας,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική νομολογία και σε εθνική ρύθμιση που προβλέπουν ως μέτρα κύρωσης για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αντιστοίχως, τη διατήρηση του ενδιαφερόμενου εργαζομένου στη θέση του μέχρι την οργάνωση και την ολοκλήρωση των διαδικασιών επιλογής από την εργοδότρια διοικητική αρχή, καθώς και την οργάνωση τέτοιων διαδικασιών και την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης, με διττό ανώτατο όριο, μόνον υπέρ του ενδιαφερόμενου εργαζομένου που δεν επιτυγχάνει στις διαδικασίες επιλογής, όταν τα μέτρα αυτά δεν είναι σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας ούτε αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου.

3)      Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

ελλείψει κατάλληλων μέτρων προβλεπόμενων από το εθνικό δίκαιο για την αποτροπή της κατάχρησης που προκύπτει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, ενδεχομένως, για την επιβολή κυρώσεων για την ως άνω κατάχρηση, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω ρήτρας 5, η μετατροπή αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου δύναται να συνιστά τέτοιο μέτρο, εφόσον η μετατροπή αυτή δεν συνεπάγεται contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top