EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0037

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 22ας Νοεμβρίου 2022.
WM και Sovim SA κατά Luxembourg Business Registers.
Αιτήσεις του τribunal d'arrondissement de Luxembourg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 – Τροποποίηση του άρθρου 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της τελευταίας αυτής οδηγίας – Πρόσβαση οποιουδήποτε μέλους του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους – Κύρος – Άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής – Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-37/20 και C-601/20.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:912

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 22ας Νοεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – Οδηγία (ΕΕ) 2018/843 για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 – Τροποποίηση του άρθρου 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της τελευταίας αυτής οδηγίας – Πρόσβαση οποιουδήποτε μέλους του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους – Κύρος – Άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής – Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑37/20 και C‑601/20,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοδικείο Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο) με αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2020 και της 13ης Οκτωβρίου 2020, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 24 Ιανουαρίου 2020 και στις 13 Νοεμβρίου 2020 αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών

WM (C‑37/20),

Sovim SA (C‑601/20)

κατά

Luxembourg Business Registers,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, E. Regan, M. Safjan, P. G. Xuereb, L. S. Rossi, προέδρους τμήματος, S. Rodin, F. Biltgen, N. Piçarra, I. Jarukaitis, A. Kumin (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Οκτωβρίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο WM, εκπροσωπούμενος από την M. Jammaers, τον A. Komninos, την L. Lorang και τον V. Staudt, avocats,

η Sovim SA, εκπροσωπούμενη από τον P. Elvinger και την K. Veranneman, avocats,

η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Germeaux, C. Schiltz και T. Uri,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Augustin, τον A. Posch και την J. Schmoll,

η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Pere,

η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. T. Kaasin και τον G. Østerman Thengs,

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον J. Etienne, την O. Hrstková Šolcová και τον M. Menegatti,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Chavrier, I. Gurov και K. Pleśniak,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci, C. Giolito, L. Havas, H. Kranenborg, D. Nardi και T. Scharf καθώς και την Ε. Τσερέπα-Lacombe,

ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, εκπροσωπούμενος από την C.‑A. Marnier,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Ιανουαρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν, κατ’ ουσίαν, το κύρος του άρθρου 1, σημείο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ (ΕΕ 2018, L 156, σ. 43), στο μέτρο που η διάταξη αυτή τροποποίησε το άρθρο 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 141, σ. 73), καθώς και την ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 30, παράγραφος 9, της οδηγίας 2015/849, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2018/843 (στο εξής: τροποποιημένη οδηγία 2015/849), και, αφετέρου, του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ και στʹ, του άρθρου 25, παράγραφος 2, καθώς και των άρθρων 44 έως 50 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2021, L 74, σ. 35, στο εξής: ΓΚΠΔ).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών εκ των οποίων η μεν πρώτη μεταξύ του WM και του Luxembourg Business Registers (στο εξής: LBR) (υπόθεση C‑37/20), η δε δεύτερη μεταξύ της Sovim SA και του LBR (υπόθεση C‑601/20), σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να εμποδίσει την πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες που αφορούν, αφενός, την ιδιότητα του WM ως πραγματικού δικαιούχου αστικής εταιρίας ακινήτων και, αφετέρου, τον πραγματικό δικαιούχο της Sovim.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2015/849, η οδηγία 2018/843 και η τροποποιημένη οδηγία 2015/849

3

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 30, 31, 34, 36 και 38 της οδηγίας 2018/843:

«(4)

[…] [Ε]ίναι σαφής η ανάγκη να αυξηθεί η συνολική διαφάνεια του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος της Ένωσης. Η πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν το περιβάλλον είναι εχθρικό για τους εγκληματίες που αναζητούν καταφύγιο για τα οικονομικά τους μέσω αδιαφανών δομών. Η ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης εξαρτάται από τη διαφάνεια εταιρικών σχημάτων και άλλων νομικών οντοτήτων, εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων. Η παρούσα οδηγία έχει στόχο όχι μόνο να εντοπίζει και να διερευνά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αλλά και να την αποτρέψει στο μέλλον. Η ενίσχυση της διαφάνειας θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα.

[…]

(30)

Η δημόσια πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με τον πραγματικό δικαιούχο επιτρέπει μεγαλύτερο έλεγχο των πληροφοριών από την κοινωνία των πολιτών, συμπεριλαμβανομένου του Τύπου και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, και συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης στην ακεραιότητα των επιχειρηματικών συναλλαγών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μπορεί να συμβάλει στην καταπολέμηση της κατάχρησης των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τόσο βοηθώντας τις έρευνες όσο και μέσω αποτελεσμάτων που συνδέονται με τη φήμη, δεδομένου ότι οποιοσδήποτε θα μπορούσε να συνάψει συναλλαγές γνωρίζει την ταυτότητα των πραγματικών δικαιούχων. Διευκολύνει επίσης την έγκαιρη και αποτελεσματική διάθεση πληροφοριών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και στις αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τρίτων χωρών, οι οποίες συμμετέχουν στην καταπολέμηση αυτών των αδικημάτων. Η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές θα βοηθούσε επίσης τις έρευνες σχετικά με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συναφή βασικά αδικήματα και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

(31)

Η εμπιστοσύνη στις χρηματοπιστωτικές αγορές από τους επενδυτές και το ευρύ κοινό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη ακριβούς καθεστώτος γνωστοποίησης που παρέχει διαφάνεια στις δομές του πραγματικού δικαιούχου και του ελέγχου των εταιρειών. […] Η δυνητική ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα πρέπει να θεωρείται θετική παρενέργεια και όχι σκοπός της αύξησης της διαφάνειας, ο οποίος είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος λιγότερο πιθανού να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

[…]

(34)

Σε όλες τις περιπτώσεις, τόσο όσον αφορά τις εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες, καθώς και τα εμπιστεύματα και παρεμφερή νομικά μορφώματα, θα πρέπει να αναζητηθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του γενικού δημόσιου συμφέροντος για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και αφετέρου των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων. Το σύνολο των δεδομένων που πρέπει να τίθενται στη διάθεση του κοινού θα πρέπει να περιορίζεται, να ορίζεται σαφώς και αναλυτικά και να είναι γενικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να ελαχιστοποιείται η δυνητική βλάβη των πραγματικών δικαιούχων. Ταυτόχρονα, οι πληροφορίες που καθίστανται προσβάσιμες στο κοινό δεν θα πρέπει να διαφέρουν σημαντικά από τα δεδομένα που συλλέγονται επί του παρόντος. Για να περιοριστεί η παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής τους, γενικά, και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τους, ειδικότερα, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να αφορούν ουσιαστικά την κατάσταση των πραγματικών δικαιούχων των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων και των εμπιστευμάτων και παρεμφερών νομικών μορφωμάτων και θα πρέπει να αφορούν αυστηρά τη σφαίρα της οικονομικής δραστηριότητας στην οποία λειτουργούν οι πραγματικοί δικαιούχοι. […]

[…]

(36)

Επιπλέον, με τον στόχο της εξασφάλισης αναλογικής και ισορροπημένης προσέγγισης και της εγγύησης των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εισάγουν εξαιρέσεις από τη γνωστοποίηση μέσω των μητρώων πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο και την πρόσβαση σε αυτές, σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν οι πληροφορίες αυτές θα εξέθεταν τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν επιγραμμική εγγραφή, προκειμένου να προσδιορίζουν κάθε πρόσωπο που ζητεί πληροφορίες από το μητρώο, καθώς και την καταβολή τέλους για την πρόσβαση στις πληροφορίες του μητρώου.

[…]

(38)

Ο [ΓΚΠΔ] εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Κατά συνέπεια, τα φυσικά πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται στα εθνικά μητρώα που τους ταυτοποιούν ως πραγματικούς δικαιούχους θα πρέπει να ενημερώνονται αναλόγως. Επιπλέον, θα πρέπει να διατίθενται μόνον δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι επικαιροποιημένα και αντιστοιχούν όντως στους πραγματικούς δικαιούχους και οι δικαιούχοι θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματά τους εντός του τρέχοντος ενωσιακού νομικού πλαισίου προστασίας των δεδομένων […] και τις ισχύουσες διαδικασίες άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων. Επιπλέον, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών που περιέχονται στα μητρώα και να εξισορροπηθούν τα δικαιώματα των πραγματικών δικαιούχων, τα κράτη μέλη μπορεί να θεωρήσουν σκόπιμο να θέτουν στη διάθεση του πραγματικού δικαιούχου τις πληροφορίες σχετικά με τον αιτούντα μαζί με τη νομική βάση της αίτησης.»

4

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.»

5

Το άρθρο 3 της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

6)

ως “πραγματικός δικαιούχος” νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα, τα οποία τελικά κατέχουν ή ελέγχουν τον πελάτη και/ή το ή τα φυσικά πρόσωπα για λογαριασμό των οποίων διεξάγεται συναλλαγή ή δραστηριότητα και περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)

όσον αφορά τις εταιρείες:

i)

το φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα, τα οποία τελικά έχουν στην κυριότητά τους ή ελέγχουν νομική οντότητα, έχοντας κυριότητα αμέσως ή εμμέσως σε επαρκές ποσοστό των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου ή ιδιοκτησιακού δικαιώματος της εν λόγω οντότητας […]

[…]

ii)

εάν, αφού εξαντληθούν όλα τα δυνατά μέσα και υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν βάσιμες υποψίες, δεν προσδιοριστεί πρόσωπο βάσει του σημείου i), ή εάν υπάρχει αμφιβολία ότι το ή τα πρόσωπα που προσδιορίστηκαν είναι ο ή οι πραγματικοί δικαιούχοι, το ή τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν θέση ή θέσεις ανώτατων διοικητικών στελεχών· […]

[…]».

6

Το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 3, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες που έχουν την εταιρική τους έδρα στην επικράτειά τους υποχρεούνται να αποκτούν και να φυλάσσουν επαρκείς, ακριβείς και τρέχουσες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους τους, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών των δικαιωμάτων που κατέχουν οι πραγματικοί δικαιούχοι. […]

[…]

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 φυλάσσονται σε κεντρικό μητρώο σε κάθε κράτος μέλος […]

[…]».

7

Το άρθρο 30, παράγραφοι 5 και 9, της οδηγίας 2015/849, όπως ήταν διατυπωμένο πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2018/843, όριζε τα εξής:

«5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο έχουν πρόσβαση σε κάθε περίπτωση:

α)

οι αρμόδιες αρχές και οι [μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών], χωρίς κανένα περιορισμό·

β)

οι υπόχρεες οντότητες, στο πλαίσιο των μέτρων δέουσας επιμέλειας για τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο II·

γ)

κάθε πρόσωπο ή οργανισμός που μπορεί να αποδείξει έννομο συμφέρον.

Τα πρόσωπα ή οι οργανισμοί που αναφέρονται στο στοιχείο γ) έχουν πρόσβαση τουλάχιστον στο όνομα, τον μήνα και το έτος γέννησης, την υπηκοότητα και τη χώρα διαμονής του πραγματικού δικαιούχου, καθώς επίσης και το είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει.

[…]

9.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά περίπτωση εξαίρεση από την πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχεία β) και γ), όταν η πρόσβαση αυτή θα εξέθετε τον πραγματικό δικαιούχο σε κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, βίας ή εκφοβισμού ή εάν ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή με άλλον τρόπο ανίκανος. […]»

8

Το άρθρο 1, σημείο 15, στοιχεία γʹ, δʹ και ζʹ, της οδηγίας 2018/843 τροποποίησε την παράγραφο 5, προσέθεσε την παράγραφο 5α και τροποποίησε την παράγραφο 9, αντιστοίχως, του άρθρου 30 της οδηγίας 2015/849. Το άρθρο 30, παράγραφοι 5, 5α και 9, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 έχει ως εξής:

«5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις πληροφορίες σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο έχουν πρόσβαση σε κάθε περίπτωση:

α)

οι αρμόδιες αρχές και οι [μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών], χωρίς κανένα περιορισμό·

β)

οι υπόχρεες οντότητες, στο πλαίσιο των μέτρων δέουσας επιμέλειας για τον πελάτη σύμφωνα με το κεφάλαιο II·

γ)

οποιοδήποτε μέλος του ευρύτερου κοινού.

Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο γ) έχουν πρόσβαση τουλάχιστον στο όνομα, τον μήνα και το έτος γέννησης, τη χώρα διαμονής και την υπηκοότητα του πραγματικού δικαιούχου, καθώς επίσης και στο είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει.

Τα κράτη μέλη μπορούν, υπό προϋποθέσεις που θα καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο, να προβλέπουν πρόσβαση σε επιπρόσθετες πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του πραγματικού δικαιούχου. Οι εν λόγω επιπρόσθετες πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον την ημερομηνία γέννησης ή στοιχεία επικοινωνίας σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας δεδομένων.

5α.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να καταστήσουν διαθέσιμες τις πληροφορίες που περιέχονται στα εθνικά μητρώα τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 3 υπό τον όρο της ηλεκτρονικής εγγραφής και τη[ς] καταβολή[ς] τέλους, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα διοικητικά έξοδα της διάθεσης των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών της συντήρησης και της ανάπτυξης του μητρώου.

[…]

9.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που θα καθοριστούν από το εθνικό δίκαιο, όταν η πρόσβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχεία β) και γ) του πρώτου εδαφίου θα εξέθετε τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ή εάν ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή άλλως νομικά ανίκανος, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν κατά περίπτωση εξαίρεση από την πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εξαιρέσεις αυτές χορηγούνται μόνον κατόπιν λεπτομερούς αξιολόγησης της εξαιρετικής φύσης των περιστάσεων. Εξασφαλίζονται τα δικαιώματα σε διοικητική επανεξέταση της απόφασης εξαίρεσης και σε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή. Τα κράτη μέλη που έχουν χορηγήσει εξαιρέσεις δημοσιοποιούν ετήσια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των εξαιρέσεων που χορηγήθηκαν και τους λόγους που δηλώθηκαν, και υποβάλλουν τα δεδομένα στην Επιτροπή.

[…]»

9

Το άρθρο 41, παράγραφος 1, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 ορίζει τα εξής:

«Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων βάσει της παρούσας οδηγίας υπόκειται στην οδηγία 95/46/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31)], όπως αυτή μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο. […]»

Ο ΓΚΠΔ

10

Το άρθρο 5 του ΓΚΠΔ, με τίτλο «Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)

υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων (“νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια”),

β)

συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς· […] (“περιορισμός του σκοπού”),

γ)

είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία (“ελαχιστοποίηση των δεδομένων”),

[…]

στ)

υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων την προστασία τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία και τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων (“ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα”)».

11

Το άρθρο 25 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστασία των δεδομένων ήδη από το σχεδιασμό και εξ ορισμού», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα ακόλουθα:

«Ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για να διασφαλίζει ότι, εξ ορισμού, υφίστανται επεξεργασία μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα για τον εκάστοτε σκοπό της επεξεργασίας. Αυτή η υποχρέωση ισχύει για το εύρος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται, τον βαθμό της επεξεργασίας τους, την περίοδο αποθήκευσης και την προσβασιμότητά τους. Ειδικότερα, τα εν λόγω μέτρα διασφαλίζουν ότι, εξ ορισμού, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν καθίστανται προσβάσιμα χωρίς την παρέμβαση του φυσικού προσώπου σε αόριστο αριθμό φυσικών προσώπων.»

12

Το άρθρο 44 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Γενικές αρχές για διαβιβάσεις», ορίζει τα εξής:

«Κάθε διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία ή προορίζονται να υποβληθούν σε επεξεργασία μετά από τη διαβίβασή τους σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό πραγματοποιείται μόνο εάν, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται στο παρόν κεφάλαιο τηρούνται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τον εκτελούντα την επεξεργασία, μεταξύ άλλων για περαιτέρω διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό σε άλλη τρίτη χώρα ή άλλο διεθνή οργανισμό. Όλες οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται με σκοπό να διασφαλίζεται ότι το επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων που εγγυάται ο παρών κανονισμός δεν υπονομεύεται.»

13

Το άρθρο 49 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις», προβλέπει τα εξής:

«1.   Σε περίπτωση απουσίας απόφασης επάρκειας δυνάμει του άρθρου 45 παράγραφος 3 ή κατάλληλων εγγυήσεων δυνάμει του άρθρου 46, περιλαμβανομένων των εταιρικών δεσμευτικών κανόνων, η διαβίβαση ή το σύνολο διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό πραγματοποιείται μόνο εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[…]

ζ)

η διαβίβαση πραγματοποιείται από μητρώο το οποίο σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους προορίζεται για την παροχή πληροφοριών στο κοινό και είναι ανοικτό για αναζήτηση πληροφοριών είτε στο ευρύ κοινό είτε σε οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να επικαλεστεί έννομο συμφέρον, αλλά μόνο εφόσον πληρούνται στην εκάστοτε περίπτωση οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης ή στο δίκαιο του κράτους μέλους για την αναζήτηση πληροφοριών.

[…]»

14

Κατά το άρθρο 94 του κανονισμού:

«1.   Η οδηγία 95/46/ΕΚ καταργείται από τις 25 Μαΐου 2018.

2.   Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό. […]»

Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

15

Το άρθρο 2 του loi du 13 janvier 2019 instituant un Registre des bénéficiaires effectifs (νόμου της 13ης Ιανουαρίου 2019 περί σύστασης μητρώου πραγματικών δικαιούχων) (Mémorial A 2019, αριθ. 15, στο εξής: νόμος της 13ης Ιανουαρίου 2019) έχει ως εξής:

«Καταρτίζεται, υπό την εποπτεία του Υπουργού Δικαιοσύνης, μητρώο καλούμενο “μητρώο πραγματικών δικαιούχων”, συντομογραφικά “ΜΠΔ”, σκοπός του οποίου είναι η τήρηση και διάθεση πληροφοριών σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους των εγγεγραμμένων οντοτήτων.»

16

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους των εγγεγραμμένων οντοτήτων πρέπει να καταχωρίζονται και να τηρούνται στο μητρώο πραγματικών δικαιούχων:

το επώνυμο·

το/τα όνομα/ονόματα·

η/οι υπηκοότητα/-ες·

η ημέρα γέννησης·

ο μήνας γέννησης·

το έτος γέννησης·

ο τόπος γέννησης·

η χώρα διαμονής·

η ακριβής διεύθυνση κατοικίας ή η ακριβής επαγγελματική διεύθυνση […]

[…]

10°

για τους εγγεγραμμένους στο εθνικό μητρώο φυσικών προσώπων: ο αριθμός ταυτοποίησης […]·

11°

για τους κατοίκους αλλοδαπής που δεν είναι εγγεγραμμένοι στο εθνικό μητρώο φυσικών προσώπων: αλλοδαπός αριθμός ταυτοποίησης·

12°

το είδος των δικαιωμάτων που κατέχει ο πραγματικός δικαιούχος·

13°

η έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει ο πραγματικός δικαιούχος.»

17

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι εθνικές αρχές έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που μνημονεύονται στο άρθρο 3.»

18

Το άρθρο 12 του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:

«Οποιοσδήποτε μπορεί να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σημεία 1° έως 8°, 12° και 13°.»

19

Το άρθρο 15, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου της 13ης Ιανουαρίου 2019 ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)   Στις εξαιρετικές περιπτώσεις που μνημονεύονται κατωτέρω, μια εγγεγραμμένη οντότητα ή ένας πραγματικός δικαιούχος μπορεί να ζητήσει κατά περίπτωση, με δεόντως αιτιολογημένη αίτηση προς τον υπεύθυνο διαχείρισης, να περιοριστεί η πρόσβαση στις πληροφορίες του άρθρου 3 μόνο στις εθνικές αρχές, στα πιστωτικά ιδρύματα και στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα καθώς και στους δικαστικούς επιμελητές και στους συμβολαιογράφους που ενεργούν ως δημόσιοι λειτουργοί, όταν η πρόσβαση αυτή θα εξέθετε τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο, στον κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ή όταν ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή άλλως νομικά ανίκανος.

(2)   Ο υπεύθυνος διαχείρισης περιορίζει προσωρινά την πρόσβαση στις πληροφορίες του άρθρου 3 μόνο στις εθνικές αρχές από την παραλαβή της αίτησης μέχρι την κοινοποίηση της απόφασής του και, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, για δεκαπέντε επιπλέον ημέρες. Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά απορριπτικής απόφασης, ο περιορισμός της πρόσβασης στις πληροφορίες διατηρείται έως ότου καταστεί απρόσβλητη η απορριπτική απόφαση.»

Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

Η υπόθεση C‑37/20

20

Η YO, αστική εταιρία ακινήτων, υπέβαλε ενώπιον του LBR αίτηση βάσει του άρθρου 15 του νόμου της 13ης Ιανουαρίου 2019, με την οποία ζήτησε να περιοριστεί η πρόσβαση στις πληροφορίες του ΜΠΔ σχετικά με τον WM, τον πραγματικό δικαιούχο της, μόνο στις οντότητες που μνημονεύονται στην ως άνω διάταξη, για τον λόγο ότι η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες αυτές θα εξέθετε τον WM και την οικογένειά του σε δυσανάλογο κίνδυνο και σε κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ο οποίος θα ήταν σοβαρός, πραγματικός και ενεστώς. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2019.

21

Στις 5 Δεκεμβρίου 2019, ο WM άσκησε προσφυγή ενώπιον του tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοδικείου Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι, ως διευθυντικό στέλεχος και πραγματικός δικαιούχος της YO και ορισμένων εμπορικών εταιριών, πρέπει να μεταβαίνει συχνά σε χώρες με ασταθή πολιτικά καθεστώτα οι οποίες είναι εκτεθειμένες στη σοβαρή εγκληματικότητα του κοινού ποινικού δικαίου, με αποτέλεσμα να διατρέχει σημαντικό κίνδυνο απαγωγής, παράνομης κατακράτησης, βίας, ακόμη και θανάτου.

22

Το LBR αντικρούει την ως άνω επιχειρηματολογία και εκτιμά ότι η κατάσταση του WM δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 15 του νόμου της 13ης Ιανουαρίου 2019, δεδομένου ότι ο WM δεν μπορεί να επικαλεστεί ούτε «εξαιρετικές περιπτώσεις» ούτε κάποιον από τους κινδύνους που μνημονεύονται στο άρθρο αυτό.

23

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στις έννοιες των «εξαιρετικών περιπτώσεων», του «κινδύνου» και του «δυσανάλογου» κινδύνου, κατά το άρθρο 30, παράγραφος 9, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849.

24

Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοδικείο Λουξεμβούργου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Όσον αφορά την έννοια των “εξαιρετικών περιπτώσεων”

α)

Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 30, παράγραφος 9, της [τροποποιημένης οδηγίας 2015/849], στο μέτρο που η διάταξη αυτή εξαρτά τον περιορισμό της πρόσβασης στις πληροφορίες σχετικά με τους [πραγματικούς] δικαιούχους από “εξαιρετικές περιπτώσεις που θα καθοριστούν από το εθνικό δίκαιο”, επιτρέπεται να οριστεί στο εθνικό δίκαιο ότι η έννοια των “εξαιρετικών περιπτώσεων” ισοδυναμεί αποκλειστικά με “δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού”, έννοιες οι οποίες ήδη αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του περιορισμού της πρόσβασης κατά τη διατύπωση του άρθρου 30, παράγραφος 9, [της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849];

β)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο [πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ], και στην περίπτωση που η εθνική ρύθμιση περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο έχει ορίσει την έννοια των “εξαιρετικών περιπτώσεων” μόνο με παραπομπή στις απρόσφορες έννοιες “δυσανάλογο[ς] κίνδυνο[ς] εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού”, πρέπει το άρθρο 30, παράγραφος 9, [της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849] να ερμηνευθεί ως επιτρέπον στον εθνικό δικαστή να αγνοήσει την προϋπόθεση των “εξαιρετικών περιπτώσεων” ή οφείλει ο τελευταίος να καλύψει την παράλειψη του εθνικού νομοθέτη προσδιορίζοντας το περιεχόμενο της έννοιας των “εξαιρετικών περιπτώσεων” μέσω νομολογιακής διάπλασης; Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεδομένου ότι πρόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 9, [της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849], για προϋπόθεση της οποίας το περιεχόμενο καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο, είναι δυνατόν το [Δικαστήριο] να καθοδηγήσει τον εθνικό δικαστή κατά την εκτέλεση του έργου του; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο τελευταίο αυτό ερώτημα, ποιες είναι οι κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να καθοδηγήσουν τον εθνικό δικαστή κατά τον προσδιορισμό του περιεχομένου της έννοιας των “εξαιρετικών περιπτώσεων”;

2)

Όσον αφορά την έννοια του “κινδύνου”

α)

Πρέπει το άρθρο 30, παράγραφος 9, της [τροποποιημένης οδηγίας 2015/849], στο μέτρο που εξαρτά τον περιορισμό της πρόσβασης στις πληροφορίες σχετικά με τους [πραγματικούς] δικαιούχους “à un risque disproportionné, à un risque de fraude, d’enlèvement, de chantage, d’extorsion, de harcèlement, de violence ou d’intimidation” [“από δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού”, κατά την απόδοση στην ελληνική γλώσσα], να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναφέρεται σε οκτώ συνολικά περιπτώσεις, εκ των οποίων η πρώτη αντιστοιχεί σε γενικό κίνδυνο που τελεί υπό την προϋπόθεση της δυσαναλογίας και οι επτά επόμενες αντιστοιχούν σε ειδικούς κινδύνους που δεν τελούν υπό την προϋπόθεση της δυσαναλογίας, ή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αναφέρεται σε επτά συνολικά περιπτώσεις η καθεμία εκ των οποίων αντιστοιχεί σε ειδικό κίνδυνο που τελεί υπό την προϋπόθεση της δυσαναλογίας;

β)

Πρέπει το άρθρο 30, παράγραφος 9, της [τροποποιημένης οδηγίας 2015/849], στο μέτρο που εξαρτά τον περιορισμό της πρόσβασης στις πληροφορίες σχετικά με τους [πραγματικούς] δικαιούχους από “κίνδυνο”, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιορίζει την εκτίμηση αναφορικά με την ύπαρξη και την έκταση του εν λόγω κινδύνου αποκλειστικά στους δεσμούς του [πραγματικού] δικαιούχου με τη νομική οντότητα ως προς την οποία αυτός ζητεί ειδικά τον περιορισμό της πρόσβασης στην πληροφορία σχετικά με την ιδιότητά του ως [πραγματικού] δικαιούχου ή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δεσμοί του [πραγματικού] δικαιούχου και με άλλες νομικές οντότητες; Αν πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δεσμοί με άλλες νομικές οντότητες, πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η ιδιότητα του [πραγματικού] δικαιούχου σε σχέση με άλλες νομικές οντότητες ή πρέπει να ληφθεί υπόψη οποιοσδήποτε δεσμός με άλλες νομικές οντότητες; Αν πρέπει να ληφθεί υπόψη οποιοσδήποτε δεσμός με άλλες νομικές οντότητες, επηρεάζεται από τη φύση του δεσμού αυτού η εκτίμηση αναφορικά με την ύπαρξη και την έκταση του κινδύνου;

γ)

Πρέπει το άρθρο 30, παράγραφος 9, της [τροποποιημένης οδηγίας 2015/849], στο μέτρο που εξαρτά τον περιορισμό της πρόσβασης στις πληροφορίες σχετικά με τους [πραγματικούς] δικαιούχους από “κίνδυνο”, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει το ευεργέτημα της προστασίας που απορρέει από τον περιορισμό της πρόσβασης όταν στις εν λόγω πληροφορίες, ή σε άλλα στοιχεία που προβάλλει ο [πραγματικός] δικαιούχος για να αποδείξει την ύπαρξη και την έκταση του “κινδύνου” που διατρέχει, μπορούν εύκολα να έχουν πρόσβαση οι τρίτοι μέσω άλλων διαύλων πληροφόρησης;

3)

Όσον αφορά την έννοια του “δυσανάλογου” κινδύνου

Ποια αντικρουόμενα συμφέροντα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εφαρμογή του άρθρου 30, παράγραφος 9, της [τροποποιημένης οδηγίας 2015/849], στο μέτρο που η διάταξη αυτή εξαρτά από “δυσανάλογο” κίνδυνο τον περιορισμό της πρόσβασης στις πληροφορίες σχετικά με [πραγματικό] δικαιούχο;»

Η υπόθεση C‑601/20

25

Η Sovim υπέβαλε ενώπιον του LBR αίτηση βάσει του άρθρου 15 του νόμου της 13ης Ιανουαρίου 2019, με την οποία ζήτησε να περιοριστεί η πρόσβαση στις πληροφορίες του ΜΠΔ σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο της μόνο στις οντότητες που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή. Η αίτηση απορρίφθηκε με απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2020.

26

Στις 24 Φεβρουαρίου 2020 η Sovim άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

27

Η ως άνω εταιρία ζητεί, κυρίως, να μην εφαρμοστεί το άρθρο 12 του νόμου της 13ης Ιανουαρίου 2019 –κατά το οποίο «οποιοσδήποτε» μπορεί να έχει πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες περιλαμβανόμενες στο ΜΠΔ– και/ή το άρθρο 15 του νόμου αυτού και να μην καταστούν προσβάσιμες στο κοινό οι πληροφορίες που παρέσχε η εταιρία δυνάμει του άρθρου 3 του εν λόγω νόμου.

28

Συναφώς, η Sovim υποστηρίζει, πρώτον, ότι η παροχή στο κοινό πρόσβασης στα στοιχεία ταυτότητας και στα προσωπικά δεδομένα του πραγματικού της δικαιούχου προσβάλλει το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής καθώς και το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία κατοχυρώνονται αντιστοίχως στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

29

Συγκεκριμένα, κατά την άποψη της εταιρίας αυτής, η τροποποιημένη οδηγία 2015/849, βάσει της οποίας θεσπίστηκε ο νόμος της 13ης Ιανουαρίου 2019 στη λουξεμβουργιανή έννομη τάξη, αποσκοπεί στον προσδιορισμό των πραγματικών δικαιούχων εταιριών οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς και στη διαφύλαξη της ασφάλειας των εμπορικών σχέσεων και της εμπιστοσύνης στις αγορές. Δεν αποδεικνύεται όμως με ποιον τρόπο η πρόσβαση του κοινού, χωρίς τον παραμικρό έλεγχο, στα δεδομένα που περιέχονται στο ΜΠΔ καθιστά δυνατή την επίτευξη των σκοπών αυτών.

30

Δεύτερον, η Sovim υποστηρίζει ότι η πρόσβαση του κοινού στα προσωπικά δεδομένα που περιέχονται στο ΜΠΔ συνιστά παράβαση πλειόνων διατάξεων του ΓΚΠΔ, ιδίως ορισμένων θεμελιωδών αρχών που καθιερώνονται στο άρθρο του 5, παράγραφος 1.

31

Επικουρικώς, η Sovim ζητεί από το αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει ότι υφίσταται, εν προκειμένω, δυσανάλογος κίνδυνος κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του νόμου της 13ης Ιανουαρίου 2019 και, κατά συνέπεια, να υποχρεώσει το LBR να περιορίσει την πρόσβαση στις πληροφορίες που μνημονεύονται στο άρθρο 3 του νόμου αυτού.

32

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, του νόμου της 13ης Ιανουαρίου 2019 προβλέπει ότι το LBR οφείλει να προβαίνει σε κατά περίπτωση ανάλυση της συνδρομής εξαιρετικών περιπτώσεων που δικαιολογούν τον περιορισμό της πρόσβασης στο ΜΠΔ. Μολονότι, στο πλαίσιο του νόμου αυτού, έχουν ήδη υποβληθεί στο Δικαστήριο διάφορα ερωτήματα στην υπόθεση C‑37/20, σχετικά με την ερμηνεία των εννοιών των «εξαιρετικών περιπτώσεων», του «κινδύνου» και του «δυσανάλογου» κινδύνου, η συγκεκριμένη διαδικασία εγείρει και άλλα ζητήματα, ιδίως το ζήτημα αν η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού σε ορισμένα από τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στο ΜΠΔ είναι συμβατή με τον Χάρτη και τον ΓΚΠΔ.

33

Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal d’arrondissement de Luxembourg (πρωτοδικείο Λουξεμβούργου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι ισχυρό το άρθρο 1, σημείο 15, στοιχείο γʹ, της [οδηγίας 2018/843], το οποίο τροποποιεί το άρθρο 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, της [οδηγίας 2015/849] καθόσον επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθιστούν τις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους προσβάσιμες, σε κάθε περίπτωση, σε οποιοδήποτε μέλος του ευρύτερου κοινού χωρίς δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος,

υπό το πρίσμα του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη […], ερμηνευόμενο σύμφωνα με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που εκτίθενται ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 30 και 31 της οδηγίας 2018/843, οι οποίοι αφορούν, ειδικότερα, την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και

υπό το πρίσμα του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Χάρτη, καθόσον το δικαίωμα αυτό αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να διασφαλίσει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπο σύννομο, θεμιτό και διαφανή σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων, τον περιορισμό των σκοπών συλλογής και επεξεργασίας και την ελαχιστοποίηση των δεδομένων;

2)

α)

Έχει το άρθρο 1, σημείο 15, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2018/843 την έννοια ότι οι μνημονευόμενες στη διάταξη αυτή εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν εξαιρέσεις από την πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος των πληροφοριών σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους όταν η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού θα εξέθετε τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού, μπορούν να διαπιστώνονται μόνον αν αποδεικνύεται ότι συντρέχει δυσανάλογος κίνδυνος εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ο οποίος είναι εξαιρετικού χαρακτήρα, επηρεάζει όντως τον συγκεκριμένο πραγματικό δικαιούχο και είναι σοβαρός, πραγματικός και ενεστώς;

β)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, είναι το άρθρο 1, σημείο 15, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2018/843 –ερμηνευόμενο κατά τον ανωτέρω τρόπο– ισχυρό υπό το πρίσμα του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη και του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Χάρτη;

3)

α)

Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του [ΓΚΠΔ], το οποίο επιβάλλει την επεξεργασία των δεδομένων κατά τρόπο σύννομο, θεμιτό και διαφανή σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων, την έννοια ότι δεν αντιτίθεται

στη δυνατότητα να έχει πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ενός πραγματικού δικαιούχου τα οποία είναι καταχωρισμένα σε μητρώο πραγματικών δικαιούχων, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 της οδηγίας 2015/849 όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 1, σημείο 15, της οδηγίας 2018/843, κάθε μέλος του ευρύτερου κοινού χωρίς έλεγχο ή εκ μέρους του δικαιολόγηση και χωρίς το υποκείμενο των δεδομένων (πραγματικός δικαιούχος) να έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει ποιος είχε πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, ούτε

στην εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας ενός τέτοιου μητρώου πραγματικών δικαιούχων παροχή σε απεριόριστο και μη δυνάμενο να προσδιοριστεί αριθμό προσώπων πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των πραγματικών δικαιούχων;

β)

Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του [ΓΚΠΔ], το οποίο επιβάλλει τον περιορισμό των αποδεκτών σκοπών, την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ενός πραγματικού δικαιούχου τα οποία είναι καταχωρισμένα σε μητρώο πραγματικών δικαιούχων, συσταθέν σύμφωνα με το άρθρο 30 της [τροποποιημένης οδηγίας 2015/849], χωρίς ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων αυτών να μπορεί να εξασφαλίσει ότι τα δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τον σκοπό για τον οποίο έχουν συλλεγεί, ήτοι, κατ’ ουσίαν, για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, σκοπό για τη διασφάλιση της τήρησης του οποίου δεν είναι υπεύθυνο το ευρύτερο κοινό;

γ)

Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του [ΓΚΠΔ], το οποίο επιβάλλει την ελαχιστοποίηση των δεδομένων, την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να έχει το ευρύτερο κοινό, μέσω μητρώου πραγματικών δικαιούχων που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 της [τροποποιημένης οδηγίας 2015/849], πρόσβαση όχι μόνο στο όνομα, τον μήνα και το έτος γέννησης, την υπηκοότητα και τη χώρα διαμονής του πραγματικού δικαιούχου καθώς και στο είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που αυτός κατέχει, αλλά επίσης και στην ημέρα και στον τόπο γέννησής του;

δ)

Πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του [ΓΚΠΔ], το οποίο επιβάλλει να πραγματοποιείται η επεξεργασία δεδομένων κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτόν την ακεραιότητα και την εμπιστευτικότητα των εν λόγω δεδομένων, αντιτίθεται στην πρόσβαση χωρίς περιορισμούς και άνευ όρων, καθώς και χωρίς δέσμευση εμπιστευτικότητας, στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των πραγματικών δικαιούχων τα οποία είναι διαθέσιμα στο μητρώο πραγματικών δικαιούχων που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 της [τροποποιημένης οδηγίας 2015/849];

ε)

Έχει το άρθρο 25, παράγραφος 2, του [ΓΚΠΔ], το οποίο διασφαλίζει την προστασία των δεδομένων εξ ορισμού και δυνάμει του οποίου, μεταξύ άλλων, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εξ ορισμού, δεν επιτρέπεται να καθίστανται προσβάσιμα σε αόριστο αριθμό φυσικών προσώπων χωρίς την παρέμβαση του ενδιαφερόμενου φυσικού προσώπου, την έννοια ότι δεν αντιτίθεται

στο ενδεχόμενο ένα μητρώο πραγματικών δικαιούχων που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 της [τροποποιημένης οδηγίας 2015/849] να μην απαιτεί την εγγραφή στον ιστότοπό του των προσώπων εκείνων τα οποία, ως μέλη του ευρύτερου κοινού, συμβουλεύονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ενός πραγματικού δικαιούχου, ούτε

στο ενδεχόμενο να μην κοινοποιείται στον πραγματικό δικαιούχο καμία πληροφορία σχετικά με τυχόν αναζήτηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του εν λόγω πραγματικού δικαιούχου τα οποία είναι καταχωρισμένα σε τέτοιο μητρώο, ούτε

στο ενδεχόμενο να μην υφίσταται κανένας περιορισμός ως προς την έκταση και τη δυνατότητα πρόσβασης στα επίμαχα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με τον σκοπό της επεξεργασίας τους;

στ)

Έχουν τα άρθρα 44 έως 50 του [ΓΚΠΔ], τα οποία εξαρτούν από αυστηρές προϋποθέσεις τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα, την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε ρύθμιση κατά την οποία τα δεδομένα πραγματικού δικαιούχου τα οποία είναι καταχωρισμένα σε μητρώο πραγματικών δικαιούχων συσταθέν σύμφωνα με το άρθρο 30 της [τροποποιημένης οδηγίας 2015/849] είναι προσβάσιμα, σε κάθε περίπτωση, σε οποιοδήποτε μέλος του ευρύτερου κοινού χωρίς δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος και χωρίς περιορισμούς ως προς τον τόπο στον οποίο βρίσκεται το κοινό αυτό;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑601/20

34

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑601/20, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, διευκρινίσεις ως προς το κύρος του άρθρου 1, σημείο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2018/843 υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, καθόσον η εν λόγω διάταξη της οδηγίας τροποποίησε το άρθρο 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, υπό την έννοια ότι το εν λόγω άρθρο προβλέπει, κατόπιν της προαναφερθείσας τροποποίησης, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων που έχουν την εταιρική τους έδρα στην επικράτειά τους έχει πρόσβαση, σε κάθε περίπτωση, οποιοδήποτε μέλος του ευρύτερου κοινού.

Επί της επέμβασης στα κατοχυρούμενα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα η οποία απορρέει από την πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους

35

Το άρθρο 7 του Χάρτη εγγυάται σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του, ενώ το άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη παρέχει ρητώς σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

36

Όπως προκύπτει από το άρθρο 30, παράγραφοι 1 και 3, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι εταιρικές και άλλες νομικές οντότητες που έχουν την εταιρική τους έδρα στην επικράτειά τους υποχρεούνται να αποκτούν και να τηρούν επαρκείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους τους και ότι οι πληροφορίες αυτές τηρούνται σε κεντρικό μητρώο σε κάθε κράτος μέλος. Κατά το άρθρο 3, σημείο 6, της οδηγίας, ως πραγματικός δικαιούχος νοείται το φυσικό πρόσωπο ή τα φυσικά πρόσωπα τα οποία τελικά κατέχουν ή ελέγχουν τον πελάτη και/ή το ή τα φυσικά πρόσωπα για λογαριασμό των οποίων διεξάγεται συναλλαγή ή δραστηριότητα.

37

Το άρθρο 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους έχει πρόσβαση σε κάθε περίπτωση «οποιοδήποτε μέλος του ευρύτερου κοινού», ενώ το δεύτερο εδάφιο διευκρινίζει ότι τα πρόσωπα που μνημονεύονται στο εν λόγω στοιχείο «έχουν πρόσβαση τουλάχιστον στο όνομα, τον μήνα και το έτος γέννησης, τη χώρα διαμονής και την υπηκοότητα του πραγματικού δικαιούχου, καθώς επίσης και στο είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει». Το άρθρο 30, παράγραφος 5, προσθέτει, στο τρίτο εδάφιό του, ότι «τα κράτη μέλη μπορούν, υπό προϋποθέσεις που θα καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο, να προβλέπουν πρόσβαση σε επιπρόσθετες πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του πραγματικού δικαιούχου», οι οποίες «περιλαμβάνουν τουλάχιστον την ημερομηνία γέννησης ή στοιχεία επικοινωνίας σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας δεδομένων».

38

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καθόσον τα δεδομένα τα οποία αφορά το άρθρο 30, παράγραφος 5, περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή, ήτοι τους πραγματικούς δικαιούχους των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων που έχουν την έδρα τους στην επικράτεια των κρατών μελών, η πρόσβαση οποιουδήποτε μέλους του ευρύτερου κοινού στα εν λόγω δεδομένα θίγει το θεμελιώδες δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), χωρίς να ασκεί επιρροή, στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι τα δεδομένα ενδέχεται να αφορούν επαγγελματικές δραστηριότητες (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 59). Επιπλέον, η εν λόγω διάθεση των δεδομένων στο ευρύτερο κοινό συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία εμπίπτει στο άρθρο 8 του Χάρτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 52 και 60).

39

Τονίζεται επίσης ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διάθεση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτους συνιστά επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης χρήσης των πληροφοριών που γνωστοποιούνται. Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει αν οι σχετικές με την ιδιωτική ζωή γνωστοποιούμενες πληροφορίες είναι ή όχι ευαίσθητου χαρακτήρα ή αν οι ενδιαφερόμενοι υπέστησαν ή όχι τυχόν δυσμενείς συνέπειες λόγω της επέμβασης αυτής (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Ως εκ τούτου, η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 5, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849, συνιστά επέμβαση στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

41

Όσον αφορά τη σοβαρότητα της εν λόγω επέμβασης, πρέπει να επισημανθεί ότι οι πληροφορίες που τίθενται στη διάθεση του ευρύτερου κοινού, στο μέτρο που αφορούν την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου καθώς και το είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που αυτός κατέχει σε εταιρικές ή άλλες νομικές οντότητες, ενδέχεται να καταστήσουν δυνατή τη διαμόρφωση ενός προφίλ σχετικού με ορισμένα προσωπικά δεδομένα ταυτοποίησης, μεγαλύτερης ή μικρότερης έκτασης, αναλόγως των ρυθμίσεων του εθνικού δικαίου, με την οικονομική κατάσταση του ενδιαφερομένου καθώς και με τους συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς, χώρες και επιχειρήσεις όπου αυτός έχει επενδύσει.

42

Επιπροσθέτως, εγγενές στοιχείο της διάθεσης των εν λόγω πληροφοριών στο ευρύτερο κοινό είναι ότι έχει πρόσβαση σε αυτές δυνητικά απεριόριστος αριθμός προσώπων, οπότε μια τέτοια επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενδέχεται να καταστήσει επίσης δυνατή την ελεύθερη πρόσβαση, στις ως άνω πληροφορίες, προσώπων τα οποία, για λόγους άσχετους προς τον σκοπό που επιδιώκει το μέτρο αυτό, επιχειρούν να ενημερωθούν ιδίως για την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση ενός πραγματικού δικαιούχου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Vyriausioji tarnybinės etikos komisija, C‑184/20, EU:C:2022:601, σκέψεις 102 και 103). Τούτο είναι ακόμη ευκολότερο όταν, όπως συμβαίνει στο Λουξεμβούργο, τα επίμαχα δεδομένα είναι προσβάσιμα μέσω Διαδικτύου.

43

Επιπλέον, οι δυνητικές επιπτώσεις για τα υποκείμενα των δεδομένων οι οποίες απορρέουν από ενδεχόμενη καταχρηστική χρήση των προσωπικών τους δεδομένων επιτείνονται από το γεγονός ότι, αφ’ ης στιγμής τίθενται στη διάθεση του ευρύτερου κοινού, τα δεδομένα αυτά δεν είναι μόνο ελεύθερα προσβάσιμα, αλλά μπορούν επίσης να αποθηκευθούν και να διαδοθούν, και, σε περίπτωση τέτοιας διαδοχικής επεξεργασίας, καθίσταται ακόμη δυσκολότερο, αν όχι ανέφικτο, για τα υποκείμενα των δεδομένων να αμυνθούν αποτελεσματικά έναντι των καταχρήσεων.

44

Συνεπώς, η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849, συνιστά σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Vyriausioji tarnybinės etikos komisija, C‑184/20, EU:C:2022:601, σκέψη 105).

Επί της δικαιολόγησης της επέμβασης που απορρέει από την πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους

45

Τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία τους εντός της κοινωνίας (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46

Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενό τους. Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος του Χάρτη, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται στα εν λόγω δικαιώματα και ελευθερίες μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Συναφώς, το άρθρο 8, παράγραφος 2, του Χάρτη διευκρινίζει ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει, μεταξύ άλλων, να γίνεται «για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από το νόμο».

– Επί της τήρησης της αρχής της νομιμότητας

47

Όσον αφορά την απαίτηση κατά την οποία κάθε περιορισμός στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο, η απαίτηση αυτή συνεπάγεται ότι η πράξη που επιτρέπει την επέμβαση στα εν λόγω δικαιώματα πρέπει να καθορίζει η ίδια την έκταση του περιορισμού της άσκησης του αντίστοιχου δικαιώματος, διευκρινιζομένου, αφενός, ότι η ως άνω απαίτηση δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο επίμαχος περιορισμός να διατυπώνεται με αρκούντως ευρείς όρους ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται σε διαφορετικές περιπτώσεις καθώς και στις μεταβολές των καταστάσεων και, αφετέρου, ότι το Δικαστήριο δύναται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να προσδιορίσει μέσω ερμηνείας το συγκεκριμένο περιεχόμενο του περιορισμού με γνώμονα τόσο τους ίδιους τους όρους της επίμαχης ρύθμισης της Ένωσης όσο και την όλη οικονομία της και τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει, όπως έχουν ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο περιορισμός στην άσκηση των κατοχυρούμενων στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων ο οποίος απορρέει από την πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους προβλέπεται από νομοθετική πράξη της Ένωσης, ήτοι από την τροποποιημένη οδηγία 2015/849. Επιπλέον, το άρθρο 30 της οδηγίας προβλέπει στις παραγράφους 1 και 5, αφενός, την πρόσβαση του ευρύτερου κοινού σε δεδομένα σχετικά με την ταυτοποίηση των πραγματικών δικαιούχων και τα δικαιώματα που αυτοί κατέχουν, διευκρινίζοντας ότι τα εν λόγω δεδομένα πρέπει να είναι επαρκή, ακριβή και επίκαιρα και απαριθμώντας ρητώς ορισμένα από τα δεδομένα τα οποία πρέπει να είναι προσβάσιμα σε κάθε μέλος του ευρύτερου κοινού. Αφετέρου, το άρθρο 30 θέτει στην παράγραφο 9 τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις από την πρόσβαση αυτή.

49

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχει τηρηθεί η αρχή της νομιμότητας.

– Επί του σεβασμού του βασικού περιεχομένου των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη

50

Όσον αφορά τον σεβασμό του βασικού περιεχομένου των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, επισημαίνεται ότι οι πληροφορίες τις οποίες αναφέρει ρητώς το άρθρο 30, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 μπορούν να καταταγούν σε δύο διακριτές κατηγορίες δεδομένων, εκ των οποίων η πρώτη περιλαμβάνει δεδομένα σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου (όνομα, μήνα και έτος γέννησης καθώς και υπηκοότητα) και η δεύτερη δεδομένα οικονομικής φύσεως (είδος και έκταση των δικαιωμάτων που κατέχει ο πραγματικός δικαιούχος).

51

Επιπλέον, μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 30, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 δεν περιέχει, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξης «τουλάχιστον», εξαντλητική απαρίθμηση των δεδομένων που πρέπει να είναι προσβάσιμα σε κάθε μέλος του ευρύτερου κοινού και ότι το άρθρο 30, παράγραφος 5, αναφέρει επίσης, στο τρίτο εδάφιό του, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν πρόσβαση σε επιπρόσθετες πληροφορίες, γεγονός παραμένει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 1, μόνον «επαρκείς» πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους και τα δικαιώματα που αυτοί κατέχουν μπορούν να αποκτώνται, να τηρούνται και, ως εκ τούτου, να καθίστανται δυνητικά προσβάσιμες στο κοινό, όπερ αποκλείει ιδίως τις πληροφορίες που δεν συνδέονται προσηκόντως με τους σκοπούς της οδηγίας.

52

Δεν προκύπτει, όμως, ότι η διάθεση στο ευρύτερο κοινό των πληροφοριών που έχουν τέτοια προσήκουσα σύνδεση θα έθιγε καθ’ οιονδήποτε τρόπο το βασικό περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

53

Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται επίσης ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 προβλέπει ρητώς ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει της εν λόγω οδηγίας υπόκειται στην οδηγία 95/46 και, ως εκ τούτου, στον ΓΚΠΔ, του οποίου το άρθρο 94, παράγραφος 2, διευκρινίζει ότι οι παραπομπές στην τελευταία αυτή οδηγία θεωρούνται ως παραπομπές στον εν λόγω κανονισμό. Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι κάθε συλλογή, τήρηση και διάθεση πληροφοριών βάσει της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 πρέπει να ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις που απορρέουν από τον ΓΚΠΔ.

54

Υπό τις συνθήκες αυτές, η επέμβαση που συνεπάγεται η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849, δεν θίγει το βασικό περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

– Επί του σκοπού γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση

55

Η τροποποιημένη οδηγία 2015/849 αποσκοπεί, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου της 1, παράγραφος 1, στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2018/843 διευκρινίζει ότι η επιδίωξη του σκοπού αυτού μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνον αν το περιβάλλον είναι εχθρικό για τους εγκληματίες και ότι η ενίσχυση της συνολικής διαφάνειας του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος της Ένωσης θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα.

56

Όσον αφορά, ειδικότερα, τον σκοπό που επιδιώκει η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, την οποία καθιέρωσε το άρθρο 1, σημείο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2018/843, η αιτιολογική σκέψη 30 της εν λόγω οδηγίας αναφέρει ότι η πρόσβαση αυτή, καταρχάς, «επιτρέπει μεγαλύτερο έλεγχο των πληροφοριών από την κοινωνία των πολιτών, συμπεριλαμβανομένου του Τύπου και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, και συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης στην ακεραιότητα των επιχειρηματικών συναλλαγών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος». Περαιτέρω, η εν λόγω πρόσβαση «μπορεί να συμβάλει στην καταπολέμηση της κατάχρησης των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων και νομικών μορφωμάτων για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τόσο βοηθώντας τις έρευνες όσο και μέσω αποτελεσμάτων που συνδέονται με τη φήμη, δεδομένου ότι οποιοσδήποτε θα μπορούσε να συνάψει συναλλαγές γνωρίζει την ταυτότητα των πραγματικών δικαιούχων». Τέλος, η ως άνω πρόσβαση «διευκολύνει επίσης την έγκαιρη και αποτελεσματική διάθεση πληροφοριών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και στις αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τρίτων χωρών, οι οποίες συμμετέχουν στην καταπολέμηση αυτών των αδικημάτων» και «θα βοηθούσε επίσης τις έρευνες σχετικά με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, συναφή βασικά αδικήματα και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας».

57

Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2018/843 διευκρινίζει ότι «[η] δυνητική ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα πρέπει να θεωρείται θετική παρενέργεια και όχι σκοπός της αύξησης της διαφάνειας, ο οποίος είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος λιγότερο πιθανού να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας».

58

Επομένως, προβλέποντας την πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, ο νομοθέτης της Ένωσης αποσκοπεί στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, δημιουργώντας, μέσω ενισχυμένης διαφάνειας, ένα περιβάλλον που είναι λιγότερο πιθανό να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς αυτούς.

59

Ο ως άνω σκοπός του νομοθέτη συνιστά σκοπό γενικού συμφέροντος δυνάμενο να δικαιολογήσει ακόμη και σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60

Επιπλέον, καθόσον το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρεται ρητώς, στο πλαίσιο αυτό, στην αρχή της διαφάνειας, όπως αυτή απορρέει από τα άρθρα 1 και 10 ΣΕΕ καθώς και από το άρθρο 15 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι η εν λόγω αρχή, όπως υπογραμμίζει το ίδιο το θεσμικό αυτό όργανο, εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και, παράλληλα, εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοίκησης έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 68 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61

Πλην όμως, μολονότι, συναφώς, η εν λόγω αρχή συγκεκριμενοποιείται πρωτίστως με απαιτήσεις θεσμικής και διαδικαστικής διαφάνειας που αφορούν τις δραστηριότητες δημοσίας φύσεως, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης δημοσίων πόρων, δεν υφίσταται τέτοιος σύνδεσμος με τους δημόσιους φορείς όταν, όπως εν προκειμένω, το επίμαχο μέτρο αποσκοπεί στο να καταστήσει προσβάσιμα στο ευρύτερο κοινό τα δεδομένα σχετικά με την ταυτότητα ιδιωτών πραγματικών δικαιούχων καθώς και το είδος και την έκταση των δικαιωμάτων που αυτοί κατέχουν σε εταιρικές ή άλλες νομικές οντότητες.

62

Συνεπώς, η αρχή της διαφάνειας, όπως απορρέει από τα άρθρα 1 και 10 ΣΕΕ καθώς και από το άρθρο 15 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθαυτήν, ως σκοπός γενικού συμφέροντος ικανός να δικαιολογήσει την επέμβαση στα κατοχυρούμενα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα η οποία απορρέει από την πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους.

– Επί του κατάλληλου, αναγκαίου και αναλογικού χαρακτήρα της επίμαχης επέμβασης

63

Κατά πάγια νομολογία, η αναλογικότητα μέτρων τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα την επέμβαση στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη επιτάσσει την τήρηση των απαιτήσεων της καταλληλότητας και της αναγκαιότητας καθώς και της απαίτησης που αφορά τον αναλογικό χαρακτήρα των μέτρων αυτών σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 93).

64

Ειδικότερα, οι παρεκκλίσεις από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι περιορισμοί της προστασίας αυτής δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου, εξυπακουομένου ότι, εφόσον υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων για την επίτευξη των επιδιωκόμενων θεμιτών σκοπών, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές. Επιπλέον, δεν μπορεί να επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο σκοπός αυτός πρέπει να συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα που αφορά το μέτρο, μέσω ισόρροπης στάθμισης μεταξύ, αφενός, του σκοπού γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, των εν λόγω δικαιωμάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι προκαλούμενες από το μέτρο δυσχέρειες δεν είναι υπέρμετρες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Επομένως, κατά την εκτίμηση της δυνατότητας δικαιολόγησης ενός περιορισμού των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα της επέμβασης την οποία συνεπάγεται ένας τέτοιος περιορισμός και να ελέγχεται αν η σημασία του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται με τον περιορισμό τελεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Απριλίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑401/19, EU:C:2022:297, σκέψη 65, καθώς και της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψεις 115 και 116 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65

Εξάλλου, για να πληροί την απαίτηση περί αναλογικότητας, η επίμαχη ρύθμιση η οποία συνεπάγεται την επέμβαση πρέπει επίσης να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες που να διέπουν το περιεχόμενο και την εφαρμογή των προβλεπόμενων από αυτήν μέτρων και να επιβάλλουν ελάχιστες απαιτήσεις, ούτως ώστε τα υποκείμενα των δεδομένων να διαθέτουν επαρκείς εγγυήσεις για την αποτελεσματική προστασία των προσωπικού χαρακτήρα δεδομένων τους από κινδύνους κατάχρησης. Η ρύθμιση πρέπει, ειδικότερα, να ορίζει υπό ποιες περιστάσεις και υπό ποιους όρους μπορεί να ληφθεί μέτρο το οποίο προβλέπει την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, προκειμένου να διασφαλίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι η επέμβαση θα περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθμό. Η ανάγκη να παρέχονται τέτοιες εγγυήσεις είναι κατά μείζονα λόγο σημαντική όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καθίστανται προσβάσιμα στο ευρύτερο κοινό, και επομένως σε δυνητικά απεριόριστο αριθμό ατόμων, και ενδέχεται να οδηγήσουν στην αποκάλυψη ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με τα υποκείμενα των δεδομένων (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains, C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66

Σύμφωνα με την ως άνω νομολογία, πρέπει να εξακριβωθεί, πρώτον, αν η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, δεύτερον, αν η απορρέουσα από την πρόσβαση αυτή επέμβαση στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο, υπό την έννοια ότι ο σκοπός δεν θα μπορούσε ευλόγως να επιτευχθεί κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό με άλλα μέσα τα οποία θίγουν λιγότερο τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, και, τρίτον, αν η επέμβαση δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον ως άνω σκοπό, εκτίμηση η οποία απαιτεί ιδίως να γίνει στάθμιση μεταξύ της σημασίας του σκοπού και της σοβαρότητας της επέμβασης.

67

Πρώτον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους είναι ικανή να συμβάλει στην επίτευξη του σκοπού γενικού συμφέροντος ο οποίος επισημάνθηκε στη σκέψη 58 της παρούσας απόφασης, ήτοι στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, διότι ο δημόσιος χαρακτήρας της πρόσβασης και η συνακόλουθη αυξημένη διαφάνεια συμβάλλουν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που είναι λιγότερο πιθανό να χρησιμοποιηθεί για τη νομιμοποίηση τέτοιων εσόδων ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

68

Δεύτερον, προκειμένου να καταδείξουν τον απολύτως αναγκαίο χαρακτήρα της επέμβασης που απορρέει από την πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, το Συμβούλιο και η Επιτροπή παραπέμπουν στην εκτίμηση επιπτώσεων που συνοδεύει την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/101/ΕΚ [COM(2016) 450 final], πρόταση στην οποία στηρίχθηκε η οδηγία 2018/843. Κατά τα ως άνω θεσμικά όργανα, ενώ το άρθρο 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με την οδηγία 2018/843, εξαρτούσε την πρόσβαση κάθε προσώπου στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους από την προϋπόθεση να είναι το πρόσωπο αυτό σε θέση να αποδείξει «έννομο συμφέρον», με την εν λόγω εκτίμηση επιπτώσεων διαπιστώθηκε ότι η έλλειψη ενιαίου ορισμού της έννοιας του «έννομου συμφέροντος» προκαλούσε πρακτικές δυσκολίες, οπότε κρίθηκε ότι η κατάλληλη λύση ήταν η κατάργηση της προϋπόθεσης αυτής.

69

Επιπλέον, με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπογραμμίζουν, παραπέμποντας μεταξύ άλλων στην αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2018/843, ότι η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, όπως προβλέπεται από την τροποποιημένη οδηγία 2015/849, λειτουργεί αποτρεπτικά, οδηγεί σε μεγαλύτερο έλεγχο και διευκολύνει τη διενέργεια των ερευνών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διεξάγουν οι αρχές τρίτων χωρών, και ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν με άλλο τρόπο.

70

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή κλήθηκε να διευκρινίσει αν είχε λάβει υπόψη τη δυνατότητα να προτείνει ενιαίο ορισμό της έννοιας του «έννομου συμφέροντος», προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο η υποχρέωση κάθε προσώπου ή οργανισμού προς απόδειξη «έννομου συμφέροντος» –όπως προβλεπόταν αρχικά από την οδηγία 2015/849– να οδηγήσει, λόγω αποκλίσεων ως προς τον ορισμό της έννοιας αυτής στα κράτη μέλη, σε υπερβολικούς περιορισμούς της πρόσβασης στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους.

71

Απαντώντας στην ως άνω ερώτηση, η Επιτροπή επισήμανε ότι το κριτήριο του «έννομου συμφέροντος» ήταν έννοια που δύσκολα μπορούσε να οριστεί νομικά και ότι, μολονότι εξέτασε τη δυνατότητα να προτείνει ενιαίο ορισμό του κριτηρίου αυτού, εν τέλει δεν το έπραξε, διότι, ακόμη και αν είχε δοθεί ο σχετικός ορισμός, η εφαρμογή του κριτηρίου θα εξακολουθούσε να είναι δύσκολη και θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυθαίρετες αποφάσεις.

72

Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενδεχόμενη ύπαρξη δυσκολιών ως προς τον ακριβή καθορισμό των περιπτώσεων και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες το κοινό δύναται να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκ μέρους του νομοθέτη της Ένωσης πρόβλεψη της πρόσβασης του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες αυτές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 84).

73

Επιπλέον, ούτε τα προβαλλόμενα αποτελέσματα ή η παραπομπή, στο πλαίσιο αυτό, στις εξηγήσεις που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2018/843 μπορούν να αποδείξουν τον απολύτως αναγκαίο χαρακτήρα της επίμαχης επέμβασης.

74

Συγκεκριμένα, καθόσον η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους καθιστά δυνατό τον αυξημένο έλεγχο των πληροφοριών από την κοινωνία των πολιτών και καθόσον γίνεται, συναφώς, ρητή μνεία του Τύπου και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, πρέπει να επισημανθεί ότι τόσο ο Τύπος όσο και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που συνδέονται με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έχουν έννομο συμφέρον να αποκτούν πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους. Το ίδιο ισχύει και για τα –επίσης μνημονευόμενα στην ως άνω αιτιολογική σκέψη– πρόσωπα τα οποία επιθυμούν να γνωρίζουν την ταυτότητα των πραγματικών δικαιούχων εταιρικών ή άλλων νομικών οντοτήτων διότι ενδέχεται να συνάψουν συναλλαγές με αυτές ή, ακόμη, για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις αρχές που εμπλέκονται στην καταπολέμηση αδικημάτων σχετικών με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, στο μέτρο που οι τελευταίες αυτές οντότητες δεν έχουν ήδη πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849.

75

Κατά τα λοιπά, ενώ διευκρινίζεται, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους «μπορεί να συμβάλει» στην καταπολέμηση της κατάχρησης των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων και «θα βοηθούσε επίσης» τις ποινικές έρευνες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε οι εκτιμήσεις αυτές είναι ικανές να αποδείξουν ότι το εν λόγω μέτρο είναι απολύτως αναγκαίο για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

76

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η επέμβαση στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, η οποία απορρέει από την πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο.

77

Τρίτον, όσον αφορά τα στοιχεία που προβάλλονται προς απόδειξη του αναλογικού χαρακτήρα της επίμαχης επέμβασης, καθόσον, ιδίως, η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους –την οποία προβλέπει το άρθρο 30, παράγραφος 5, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849– στηρίζεται σε ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, των επίμαχων θεμελιωδών δικαιωμάτων και καθόσον υφίστανται επαρκείς εγγυήσεις έναντι των κινδύνων κατάχρησης, πρέπει να προστεθούν τα ακόλουθα.

78

Καταρχάς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 34 της οδηγίας 2018/843, ο νομοθέτης της Ένωσης φρόντισε να διευκρινίσει ότι το σύνολο των δεδομένων που τίθενται στη διάθεση του κοινού πρέπει να περιορίζεται, να ορίζεται σαφώς και αναλυτικά και να είναι γενικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να ελαχιστοποιείται η δυνητική βλάβη των πραγματικών δικαιούχων. Σε αυτό το πλαίσιο, βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 5, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849, το κοινό έχει πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για να εξακριβωθεί η ταυτότητα των πραγματικών δικαιούχων καθώς και το είδος και η έκταση των δικαιωμάτων τους.

79

Περαιτέρω, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπογραμμίζουν ότι μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση από την αρχή της πρόσβασης του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, καθώς το άρθρο 30, παράγραφος 9, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 ορίζει ότι, σε «εξαιρετικές περιπτώσεις», «τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν κατά περίπτωση εξαίρεση από την πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος των πληροφοριών σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο» όταν η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες αυτές «θα εξέθετε τον πραγματικό δικαιούχο σε δυσανάλογο κίνδυνο εξαπάτησης, απαγωγής, εκβιασμού, εκβίασης, παρενόχλησης, βίας ή εκφοβισμού ή εάν ο πραγματικός δικαιούχος είναι ανήλικος ή άλλως νομικά ανίκανος».

80

Τέλος, τόσο το Κοινοβούλιο όσο και η Επιτροπή παρατηρούν ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 30, παράγραφος 5α, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2018/843, τα κράτη μέλη μπορούν να καταστήσουν τις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους διαθέσιμες υπό τον όρο της ηλεκτρονικής εγγραφής, προκειμένου να είναι σε θέση να γνωρίζουν την ταυτότητα του προσώπου που ζητεί τις εν λόγω πληροφορίες. Επιπλέον, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 38 της τελευταίας αυτής οδηγίας, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν στη διάθεση των πραγματικών δικαιούχων πληροφορίες σχετικά με τον αιτούντα καθώς και τη νομική βάση της αίτησής του.

81

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 30, παράγραφος 5, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 προβλέπει, στο δεύτερο εδάφιό του, ότι οποιοδήποτε μέλος του ευρύτερου κοινού δύναται να έχει πρόσβαση «τουλάχιστον» στα δεδομένα που μνημονεύονται στην εν λόγω διάταξη και προσθέτει, στο τρίτο εδάφιό του, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν πρόσβαση σε «επιπρόσθετες πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του πραγματικού δικαιούχου», οι δε πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν «τουλάχιστον» την ημερομηνία γέννησης ή τα στοιχεία επικοινωνίας του οικείου πραγματικού δικαιούχου.

82

Από τη χρήση, όμως, της λέξης «τουλάχιστον» προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν τη διάθεση στο κοινό δεδομένων τα οποία δεν είναι επαρκώς καθορισμένα ή προσδιορίσιμα. Συνεπώς, οι ουσιαστικοί κανόνες που διέπουν την επέμβαση στα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη δεν πληρούν την απαίτηση περί σαφήνειας και ακρίβειας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 65 της παρούσας απόφασης [βλ., κατ’ αναλογίαν, γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 160].

83

Εξάλλου, όσον αφορά τη στάθμιση της σοβαρότητας της εν λόγω επέμβασης, η οποία επισημάνθηκε στις σκέψεις 41 έως 44 της παρούσας απόφασης, με τη σημασία του σκοπού γενικού συμφέροντος που συνίσταται στην πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του, ο σκοπός αυτός είναι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 59 της παρούσας απόφασης, ικανός να δικαιολογήσει ακόμη και σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, γεγονός παραμένει ότι, αφενός, η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αποτελεί πρωτίστως έργο των δημόσιων αρχών καθώς και των οντοτήτων, όπως τα πιστωτικά ιδρύματα ή τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, οι οποίες λόγω των δραστηριοτήτων τους υπόκεινται σε ειδικές υποχρεώσεις στον συγκεκριμένο τομέα.

84

Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε το άρθρο 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849 προβλέπει ότι στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους πρέπει να έχουν πρόσβαση σε κάθε περίπτωση οι αρμόδιες αρχές και οι μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών, χωρίς κανέναν περιορισμό, καθώς και οι υπόχρεες οντότητες, στο πλαίσιο των μέτρων δέουσας επιμέλειας για τον πελάτη.

85

Αφετέρου, σε σύγκριση με ένα καθεστώς όπως εκείνο του άρθρου 30, παράγραφος 5, της οδηγίας 2015/849 όπως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2018/843, το οποίο προέβλεπε, πέραν της πρόσβασης των αρμόδιων αρχών και ορισμένων οντοτήτων, την πρόσβαση κάθε προσώπου ή οργανισμού που μπορούσε να αποδείξει έννομο συμφέρον, το εισαχθέν με την τελευταία αυτή οδηγία καθεστώς, το οποίο προβλέπει την πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, συνιστά πολύ σοβαρότερη επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, χωρίς η σοβαρότερη αυτή επέμβαση να αντισταθμίζεται από τα οφέλη που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προκύψουν από το δεύτερο καθεστώς σε σύγκριση με το πρώτο όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Vyriausioji tarnybinės etikos komisija, C‑184/20, EU:C:2022:601, σκέψη 112).

86

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προαιρετικές διατάξεις του άρθρου 30, παράγραφοι 5α και 9, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849, οι οποίες παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα, αντιστοίχως, να καθιστούν τις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους διαθέσιμες υπό τον όρο της ηλεκτρονικής εγγραφής και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να προβλέπουν εξαιρέσεις από την πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις εν λόγω πληροφορίες, δεν είναι, αυτές καθαυτές, ικανές να αποδείξουν ούτε ότι έχει γίνει ισόρροπη στάθμιση μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη ούτε ότι υφίστανται υπέρ των υποκειμένων των δεδομένων επαρκείς εγγυήσεις για την αποτελεσματική προστασία των προσωπικών τους δεδομένων από τους κινδύνους κατάχρησης.

87

Κατά τα λοιπά, δεν ασκεί επιρροή, στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Manni (C‑398/15, EU:C:2017:197), σχετικά με την υποχρεωτική δημοσιότητα η οποία αφορά τις εταιρίες, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων εκπροσώπων τους, και η οποία προβλέπεται στην πρώτη οδηγία 68/151/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1968, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 80), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2003/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003 (ΕΕ 2003, L 221, σ. 13). Πράγματι, η υποχρεωτική δημοσιότητα την οποία προβλέπει η οδηγία αυτή, αφενός, και η πρόσβαση του ευρύτερου κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους την οποία προβλέπει η τροποποιημένη οδηγία 2015/849, αφετέρου, διαφέρουν τόσο ως προς τους αντίστοιχους σκοπούς τους όσο και ως προς το εύρος τους σε ό,τι αφορά τα καλυπτόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

88

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑601/20 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, σημείο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2018/843 είναι ανίσχυρο καθόσον τροποποίησε το άρθρο 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2015/849, υπό την έννοια ότι το εν λόγω άρθρο προβλέπει, κατόπιν της προαναφερθείσας τροποποίησης, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων που έχουν την εταιρική τους έδρα στην επικράτειά τους έχει πρόσβαση, σε κάθε περίπτωση, οποιοδήποτε μέλος του ευρύτερου κοινού.

Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑601/20 καθώς και επί των προδικαστικών ερωτημάτων στην υπόθεση C‑37/20

89

Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑601/20 και τα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C‑37/20 στηρίζονται στην παραδοχή ότι το άρθρο 30, παράγραφος 5, της τροποποιημένης οδηγίας 2015/849, καθόσον προβλέπει την πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους, είναι ισχυρό.

90

Κατόπιν, όμως, της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑601/20, παρέλκει η εξέταση των εν λόγω ερωτημάτων.

91

Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της απάντησης αυτής, παρέλκει επίσης να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑601/20.

Επί των δικαστικών εξόδων

92

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 1, σημείο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ, είναι ανίσχυρο καθόσον τροποποίησε το άρθρο 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής, υπό την έννοια ότι το εν λόγω άρθρο 30, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, προβλέπει, κατόπιν της προαναφερθείσας τροποποίησης, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι στις πληροφορίες σχετικά με τους πραγματικούς δικαιούχους των εταιρικών και άλλων νομικών οντοτήτων που έχουν την εταιρική τους έδρα στην επικράτειά τους έχει πρόσβαση, σε κάθε περίπτωση, οποιοδήποτε μέλος του ευρύτερου κοινού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top