Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0402

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 30ής Σεπτεμβρίου 2020.
    LM κατά Centre public d'action sociale de Seraing.
    Αίτηση του Cour du travail de Liège για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Γονέας ενήλικου τέκνου το οποίο πάσχει από σοβαρή ασθένεια – Απόφαση επιστροφής – Ένδικη προσφυγή – Αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα – Εγγυήσεις ενόψει της επιστροφής – Βασικές ανάγκες – Άρθρα 7, 19 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Υπόθεση C-402/19.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:759

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 30ής Σεπτεμβρίου 2020 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Γονέας ενήλικου τέκνου το οποίο πάσχει από σοβαρή ασθένεια – Απόφαση επιστροφής – Ένδικη προσφυγή – Αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα – Εγγυήσεις ενόψει της επιστροφής – Βασικές ανάγκες – Άρθρα 7, 19 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

    Στην υπόθεση C‑402/19,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour du travail de Liège (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Λιέγης, Βέλγιο) με απόφαση της 17ης Μαΐου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Μαΐου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

    LM

    κατά

    Centre public d’action sociale de Seraing,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, L. Bay Larsen (εισηγητή), C. Toader και N. Jääskinen, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

    γραμματέας: Α. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον P. Cottin καθώς και από τις M. Jacobs και C. Pochet,

    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. K Bulterman καθώς και από τον J. M. Hoogveld,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Cattabriga και A. Azema,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαρτίου 2020,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 5 και 13 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του LM, υπηκόου τρίτης χώρας, και του centre public d’action sociale de Seraing (δημοσίου κέντρου κοινωνικής δράσεως του Seraing, Βέλγιο) (στο εξής: CPAS), σχετικά με αποφάσεις του CPAS με τις οποίες ανακλήθηκε το ευεργέτημα της κοινωνικής αρωγής προς τον LM.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/115 προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

    […]

    3)

    “επιστροφή”: διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας –είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά:

    στη χώρα καταγωγής του/της, ή

    σε χώρα διέλευσης σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις, ή

    σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός/‑ή,

    4)

    “απόφαση επιστροφής”: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής,

    5)

    “απομάκρυνση”: εκτέλεση της υποχρέωσης επιστροφής, και συγκεκριμένα φυσική μεταφορά εκτός του κράτους μέλους,

    […]».

    4

    Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

    «Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη:

    […]

    γ)

    την κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας,

    και τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης.»

    5

    Το άρθρο 8, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη μπορούν να εκδίδουν χωριστή διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία διατάσσεται η απομάκρυνση.»

    6

    Το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Αναβολή της απομάκρυνσης», ορίζει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την απομάκρυνση:

    α)

    όταν αυτή παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης, ή

    β)

    ενόσω παρέχεται ανασταλτικό αποτέλεσμα σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2.»

    7

    Το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/115 ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας διατίθεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο το οποίο του επιτρέπει να προσφεύγει κατά των αποφάσεων που αφορούν την επιστροφή ή να ζητεί την επανεξέτασή τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή αρμόδιου οργάνου που απαρτίζεται από μέλη αμερόληπτα και απολαύοντα εχέγγυα ανεξαρτησίας.

    2.   Η αρχή ή το όργανο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έχει την εξουσία να επανεξετάζει αποφάσεις που αφορούν την επιστροφή, όπως αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας προσωρινής αναστολής της επιβολής της εφαρμογής τους, εκτός εάν ισχύει ήδη προσωρινή αναστολή δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.»

    8

    Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

    «Τα κράτη μέλη, με εξαίρεση την κατάσταση που καλύπτεται από τα άρθρα 16 και 17, μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται κατά το δυνατόν υπόψη οι ακόλουθες αρχές σε σχέση με υπηκόους τρίτων χωρών κατά το χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, το οποίο χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 7 και κατά τα χρονικά διαστήματα για τα οποία αναβάλλεται η απομάκρυνση σύμφωνα με το άρθρο 9:

    α)

    εξασφαλίζεται η οικογενειακή ενότητα με μέλη της οικογένειας που ευρίσκονται στο έδαφος του κράτους μέλους,

    β)

    παρέχονται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή,

    γ)

    παρέχεται στους ανηλίκους πρόσβαση στο βασικό εκπαιδευτικό σύστημα, ανάλογα με τη διάρκεια της διαμονής τους,

    δ)

    λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των ευάλωτων ατόμων.»

    Το βελγικό δίκαιο

    9

    Το άρθρο 57, παράγραφος 2, του loi organique du 8 juillet 1976 des centres publics d’action sociale (οργανικού νόμου της 8ης Ιουλίου 1976, περί των δημόσιων κέντρων κοινωνικής δράσης), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, προέβλεπε τα εξής:

    «Κατά παρέκκλιση από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου, η αποστολή του δημόσιου κέντρου κοινωνικής δράσης περιορίζεται:

    στην παροχή επείγουσας ιατρικής βοήθειας σε αλλοδαπό που διαμένει παράνομα εντός του Βασιλείου·

    […]».

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    10

    Στις 20 Αυγούστου 2012 ο LM υπέβαλε, για λογαριασμό του ίδιου και της R, τότε ανήλικης θυγατέρας του, αιτήσεις χορηγήσεως άδειας διαμονής για ιατρικούς λόγους, με την αιτιολογία ότι η θυγατέρα του πάσχει από διάφορες σοβαρές ασθένειες.

    11

    Οι αιτήσεις αυτές κρίθηκαν παραδεκτές στις 6 Μαρτίου 2013 και ο LM κατέστη δικαιούχος κοινωνικής αρωγής, με επιβάρυνση του CPAS.

    12

    Η αρμόδια αρχή εξέδωσε και ακολούθως ανακάλεσε τρεις αποφάσεις με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αιτήσεις άδειας διαμονής που είχε υποβάλει ο LM. Στις 8 Φεβρουαρίου 2016, εκδόθηκε μια τέταρτη απόφαση που απέρριψε τις αιτήσεις αυτές. Η απόφαση αυτή συνοδευόταν από διαταγή εγκατάλειψης της βελγικής επικράτειας.

    13

    Στις 25 Μαρτίου 2016, ο LM άσκησε προσφυγή ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβουλίου επίλυσης διαφορών αλλοδαπών, Βέλγιο) κατά της εν λόγω αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκαν οι αιτήσεις του και κατά της διαταγής προς εγκατάλειψη της επικράτειας, με αίτημα την ακύρωση και την αναστολή εκτελέσεώς τους.

    14

    Το CPAS ανακάλεσε το ευεργέτημα της κοινωνικής αρωγής του LM από τις 26 Μαρτίου 2016, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης που είχε οριστεί με τη διαταγή εγκατάλειψης της βελγικής επικράτειας. Αντιθέτως, το CPAS χορήγησε στον LM επείγουσα ιατρική βοήθεια από τις 22 Μαρτίου 2016.

    15

    Κατόπιν διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων που κίνησε ο LM ενώπιον του tribunal du travail de Liège (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών Λιέγης, Βέλγιο), ο ενδιαφερόμενος αποκαταστάθηκε στα δικαιώματά του κοινωνικής αρωγής.

    16

    Με δύο αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2017, το CPAS ανακάλεσε τα εν λόγω δικαιώματα κοινωνικής αρωγής από τις 11 Απριλίου 2017, ημερομηνία κατά την οποία ενηλικιώθηκε η κόρη του LM.

    17

    Ο LM άσκησε προσφυγή κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του tribunal du travail de Liège (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών Λιέγης). Με απόφαση της 16ης Απριλίου 2018, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η ανάκληση των δικαιωμάτων κοινωνικής αρωγής ήταν νόμιμη από την ημερομηνία ενηλικίωσης της R.

    18

    Στις 22 Μαΐου 2018, ο LM άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του cour du travail de Liège (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών Λιέγης, Βέλγιο).

    19

    Το δικαστήριο αυτό διαπιστώνει ότι η προβλεπόμενη επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της R σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της φαίνεται να αντιστοιχεί καθ’ όλα στο επίπεδο σοβαρότητας που απαιτείται για να θεωρηθεί ότι η απομάκρυνσή της θα την εξέθετε σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Επιπλέον, επισημαίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης της υγείας της R, η παρουσία του πατέρα της στο πλευρό της παραμένει εξίσου απαραίτητη όπως όταν ήταν ανήλικη.

    20

    Υπό τις συνθήκες αυτές το cour du travail de Liège (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Λιέγης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Αντιβαίνει το άρθρο 57, [παράγραφος] 2, πρώτο εδάφιο, σημείο 1, του βελγικού loi organique du 8 juillet 1976 des centres publics d’action sociale (οργανικού νόμου της 8ης Ιουλίου 1976 περί δημόσιων κέντρων κοινωνικής δράσης) στα άρθρα 5 και 13 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, [παράγραφος] 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με το άρθρο 14, [παράγραφος] 1, [στοιχείο] βʹ, της οδηγίας αυτής και τα άρθρα 7 και 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων […], όπως ερμηνεύθηκαν με την απόφαση [της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453)]:

    πρώτον, καθόσον στερεί από αλλοδαπό υπήκοο τρίτου κράτους παρανόμως διαμένοντα στο έδαφος κράτους μέλους την κάλυψη, στο μέτρο του δυνατού, των βασικών αναγκών του κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της προσφυγής περί ακυρώσεως και αναστολής εκτελέσεως που άσκησε, ιδίω ονόματι και υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου του τέκνου του, το οποίο τότε ήταν ακόμη ανήλικο, κατά απόφασης με την οποία διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν το έδαφος του κράτους μέλους,

    καίτοι, δεύτερον, αφενός, το εν λόγω, ενήλικο πλέον, τέκνο πάσχει από σοβαρή ασθένεια και η εκτέλεση της απόφασης αυτής μπορεί να το εκθέσει σε σημαντικό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του και, αφετέρου, η παρουσία του γονέα αυτού στο πλευρό του ενήλικου τέκνου του κρίνεται αναγκαία από τους ιατρούς λόγω της ευπάθειας που οφείλεται στην κατάσταση της υγείας του (υποτροπιάζουσες δρεπανοκυτταρικές κρίσεις και αναγκαιότητα χειρουργικής επέμβασης για την αποφυγή παράλυσης);»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    Επί του παραδεκτού

    21

    Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, κατά το μέρος που αφορά τη συμβατότητα κανόνα του βελγικού δικαίου με διάφορες διατάξεις της οδηγίας 2008/115 και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), δεδομένου ότι, κατ’ αυτήν, δεν υφίσταται κανένας σύνδεσμος μεταξύ της κατάστασης του LM και του δικαίου της Ένωσης.

    22

    Η εν λόγω κυβέρνηση εκτιμά, ως εκ τούτου, ότι ο LM δεν μπορεί να αξιώσει το ευεργέτημα της κοινωνικής αρωγής. Συγκεκριμένα, δεν υπόκειται σε απομάκρυνση και δεν εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 14 της οδηγίας αυτής, καθόσον, αφενός, η προθεσμία που του ορίσθηκε για να αναχωρήσει οικειοθελώς έχει λήξει και, αφετέρου, δεν διανύει χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει αναβληθεί η απομάκρυνση.

    23

    Επιπλέον, δεδομένου ότι ο LM δεν πάσχει από σοβαρή ασθένεια, η ενδεχόμενη απομάκρυνσή του δεν μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας, ερμηνευομένου υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη. Επομένως, η κατάστασή του δεν είναι συγκρίσιμη με εκείνη της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453).

    24

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ σύστημα συνεργασίας στηρίζεται σε σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας δυνάμει του άρθρου αυτού, η ερμηνεία των εθνικών διατάξεων επαφίεται στα εθνικά δικαστήρια και όχι στο Δικαστήριο, το οποίο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της συμβατότητας των κανόνων του εσωτερικού δικαίου με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία άπτονται του δικαίου της Ένωσης και τα οποία δίδουν στο δεύτερο τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμβατότητα των κανόνων του εθνικού δικαίου με τη ρύθμιση της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1981, Frans-Nederlandse Maatschappij voor Biologische Producten, 272/80, EU:C:1981:312, σκέψη 9, και της 30ής Απριλίου 2020, CTT – Correios de Portugal, C‑661/18, EU:C:2020:335, σκέψη 28).

    25

    Επομένως, μολονότι κατά το γράμμα του προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της συμβατότητας διατάξεως του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί κάλλιστα να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, παρέχοντάς του τα ερμηνευτικά στοιχεία που άπτονται του δικαίου της Ένωσης και τα οποία θα του παράσχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμβατότητα του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, στον βαθμό που το ερώτημα αυτό αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφανθεί (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, CTT – Correios de Portugal, C‑661/18, EU:C:2020:335, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    26

    Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι με το υποβληθέν ερώτημα ζητείται, μεταξύ άλλων, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 έχει εφαρμογή σε υπήκοο τρίτης χώρας, όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, ακόμη και αν δεν πάσχει από σοβαρή ασθένεια. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση της επιχειρηματολογίας της Βελγικής Κυβέρνησης, κατά την οποία η κατάσταση του LM στερείται οποιουδήποτε συνδέσμου με το δίκαιο της Ένωσης, συνδέεται άρρηκτα με την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί επισύρει το απαράδεκτο του ερωτήματος αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 17ης Ιανουαρίου 2019, KPMG Baltics, C‑639/17, EU:C:2019:31, σκέψη 11, και της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Iccrea Banca, C‑414/18, EU:C:2019:1036, σκέψη 30).

    27

    Επομένως, το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

    Επί της ουσίας

    28

    Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 5, 13 και 14 της οδηγίας 2008/115, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 7, του άρθρου 19 παράγραφος 2, καθώς και των άρθρων 21 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν προβλέπει την κάλυψη, στο μέτρο του δυνατού, των βασικών αναγκών υπηκόου τρίτης χώρας όταν:

    ο τελευταίος άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως επιστροφής που εκδόθηκε σε βάρος του,

    το ενήλικο τέκνο του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας πάσχει από σοβαρή ασθένεια,

    η παρουσία του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας στο πλευρό του ενήλικου τέκνου είναι απαραίτητη για το τέκνο αυτό, και

    για λογαριασμό του εν λόγω ενήλικου τέκνου ασκήθηκε προσφυγή κατά της εις βάρος του ληφθείσας αποφάσεως επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας θα μπορούσε να εκθέσει το τέκνο αυτό σε σημαντικό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του.

    29

    Το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 προβλέπει ορισμένες εγγυήσεις ενόψει της επιστροφής, μεταξύ άλλων για τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία έχει αναβληθεί η απομάκρυνση σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 55).

    30

    Μολονότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι βελγικές αρχές δεν αποφάσισαν τυπικώς να αναβάλουν την απομάκρυνση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η υποχρέωση αναβολής της απομάκρυνσης την οποία προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ένα κράτος μέλος υποχρεούται να αναστείλει την εκτέλεση αποφάσεως επιστροφής κατόπιν της ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 57).

    31

    Επομένως, οι εγγυήσεις ενόψει της επιστροφής που διαλαμβάνονται στο άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 πρέπει να διασφαλίζονται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται να παρέχει σε υπήκοο τρίτης χώρας προσφυγή με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά αποφάσεως επιστροφής που έχει εκδοθεί σε βάρος του (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 53 και 58).

    32

    Συνεπώς, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, πρέπει να κριθεί αν ο πατέρας σοβαρά πάσχοντος ενήλικου τέκνου, του οποίου η παρουσία στο πλευρό του εν λόγω ενήλικου τέκνου είναι απαραίτητη για το τέκνο αυτό, πρέπει να έχει το δικαίωμα να ασκήσει, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, τέτοια προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα.

    33

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/115, ο υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει να διαθέτει αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα κατά της αποφάσεως επιστροφής που λαμβάνεται σε βάρος του, αλλά και ότι η προσφυγή αυτή δεν έχει κατ’ ανάγκην ανασταλτικό αποτέλεσμα (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 43 και 44).

    34

    Εντούτοις, τα χαρακτηριστικά της εν λόγω προσφυγής πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και σύμφωνα με την αρχή της μη επαναπροωθήσεως, η οποία κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 19 παράγραφος 2, του Χάρτη και στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 45 και 46, και της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψεις 52 και 53).

    35

    Από τις ανωτέρω σκέψεις το Δικαστήριο έχει συναγάγει ότι η προσφυγή που ασκείται κατά αποφάσεως επιστροφής, προκειμένου να διασφαλίζει, όσον αφορά τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας, την τήρηση των απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως και από το άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να έχει αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα, καθόσον η εκτέλεση της αποφάσεως αυτής ενδέχεται, ιδίως, να εκθέσει τον εν λόγω υπήκοο σε πραγματικό κίνδυνο μεταχειρίσεως αντίθετης προς το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi, C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 56).

    36

    Τούτο συμβαίνει, ειδικότερα, όταν η εκτέλεση αποφάσεως επιστροφής ενδέχεται να εκθέσει υπήκοο τρίτης χώρας που πάσχει από σοβαρή ασθένεια σε σημαντικό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της υγείας του (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 53).

    37

    Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο γονέας ενός τέτοιου υπηκόου τρίτης χώρας δεν εκτίθεται άμεσα, λόγω της ιδιότητάς του αυτής και μόνον, σε κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη σε περίπτωση εκτελέσεως της αποφάσεως επιστροφής.

    38

    Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η υποχρέωση να διασφαλίζεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος πάσχει από σοβαρή ασθένεια, έχει στη διάθεσή του προσφυγή με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά της αποφάσεως επιστροφής που έχει ληφθεί σε βάρος του αποσκοπεί, εν τέλει, να διασφαλίσει ότι η απόφαση αυτή δεν θα εκτελεσθεί πριν εξεταστεί από αρμόδια αρχή η επιχειρηματολογία που προβάλλεται προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής, στο μέτρο που η εκτέλεση θα συνεπαγόταν επιστροφή σε τρίτη χώρα στην οποία ο εν λόγω υπήκοος κινδυνεύει να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 49 και 50).

    39

    Επομένως, η υποχρέωση αυτή έχει ως σκοπό να παράσχει στο συγκεκριμένο πρόσωπο τη δυνατότητα να παραμείνει προσωρινά στο έδαφος του κράτους μέλους το οποίο έχει εκδώσει απόφαση επιστροφής σε βάρος του.

    40

    Όταν όμως το πρόσωπο αυτό εξαρτάται, λόγω της κατάστασης της υγείας του, εξολοκλήρου από τον γονέα, του οποίου η παρουσία στο πλευρό του είναι απαραίτητη, η εκτέλεση αποφάσεως επιστροφής που έχει ληφθεί σε βάρος του γονέα αυτού, καθόσον θα συνεπαγόταν την άμεση αναχώρησή του προς τρίτη χώρα, θα ενείχε τον κίνδυνο να εμποδίσει, στην πράξη, το εν λόγω πρόσωπο να παραμείνει προσωρινά στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

    41

    Ως εκ τούτου, το να επιτραπεί η εκτέλεση μιας τέτοιας αποφάσεως επιστροφής πριν εξεταστεί από αρμόδια αρχή η επιχειρηματολογία που αντλείται από την κατάσταση του τέκνου αυτού, συνεπάγεται τον κίνδυνο να στερηθεί το εν λόγω τέκνο, στην πράξη, την προστασία που πρέπει να του παρέχεται δυνάμει των άρθρων 5 και 13 της οδηγίας 2008/115, ερμηνευομένων υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 2, και του άρθρου 47 του Χάρτη. Επομένως, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της προστασίας αυτής, πρέπει να αναγνωρίζεται στον γονέα του εν λόγω τέκνου, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών, το δικαίωμα προσφυγής με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά της ληφθείσας εις βάρος του αποφάσεως επιστροφής.

    42

    Το γεγονός ότι το τέκνο είχε ενηλικιωθεί κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί επιστροφής του γονέα του ή ότι ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν ασκεί συναφώς επιρροή, εφόσον αποδεικνύεται ότι, παρά το γεγονός ότι το τέκνο αυτό είναι ενήλικο, η εξάρτησή του από τον γονέα του εξακολουθεί να υφίσταται.

    43

    Επιπλέον, δεδομένου ότι η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι προσφυγή με ανασταλτικό αποτέλεσμα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να διασφαλίζεται μόνον κατά αποφάσεως περί απομάκρυνσης και όχι κατά αποφάσεως περί επιστροφής, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η δικαστική προστασία που παρέχεται σε υπήκοο τρίτης χώρας σε βάρος του οποίου έχει ληφθεί απόφαση επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας ενδέχεται να τον εκθέσει σε πραγματικό κίνδυνο μεταχειρίσεως αντίθετης προς το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, θα ήταν ανεπαρκής αν ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας δεν διέθετε, ήδη από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής, δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα.

    44

    Πράγματι, αφενός, από το άρθρο 3, σημεία 3 έως 5, της οδηγίας 2008/115 προκύπτει ότι, εξ ορισμού, η απόφαση επιστροφής επιβάλλει ή ανακοινώνει την υποχρέωση του υπηκόου τρίτης χώρας τον οποίο αφορά, να επιστρέψει σε τρίτη χώρα, ενώ ως «απομάκρυνση» νοείται η φυσική μεταφορά του υπηκόου τρίτης χώρας εκτός του οικείου κράτους μέλους.

    45

    Ως εκ τούτου, ακόμη και σε κράτος μέλος στο οποίο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μετά την απόφαση επιστροφής εκδίδεται χωριστή πράξη διατάσσουσα την απομάκρυνση, η απόφαση επιστροφής έχει, αφ’ εαυτής, ως αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται να έχει ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας τη δυνατότητα να παραμείνει προσωρινά στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους εν αναμονή της εξετάσεως της επιχειρηματολογίας που προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της εν λόγω αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η επίτευξη του σκοπού που εκτίθεται στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως επιβάλλει να διασφαλίζεται η αναστολή της αποφάσεως επιστροφής, η οποία δεν μπορεί νομίμως να αναπληρωθεί από την αναστολή της αποφάσεως απομάκρυνσης που μπορεί να εκδοθεί στη συνέχεια.

    46

    Αφετέρου, η συσχέτιση στην οποία ρητώς προέβη ο νομοθέτης της Ένωσης μεταξύ του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του άρθρου 13, παράγραφος 2, και του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 καταδεικνύει ότι η τελευταία αυτή διάταξη έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό να παράσχει ορισμένες ελάχιστες εγγυήσεις στους υπηκόους τρίτων χωρών καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η εκτέλεση της υποχρεώσεως επιστροφής που τους έχει επιβληθεί πρέπει οπωσδήποτε να αναβληθεί.

    47

    Η προτεινόμενη όμως από τη Βελγική Κυβέρνηση λύση θα επέτρεπε, αντιθέτως, στα κράτη μέλη να παρέχουν τέτοιες εγγυήσεις μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, πέραν της αποφάσεως επιστροφής, έχει εκδοθεί και απόφαση απομάκρυνσης. Κατά τον τρόπο αυτόν, οι αρμόδιες αρχές θα μπορούσαν να αναβάλλουν, κατά διακριτική ευχέρεια, την παροχή των εγγυήσεων αυτών παραλείποντας να εκδώσουν απόφαση απομάκρυνσης.

    48

    Το Δικαστήριο έχει, εξάλλου, διευκρινίσει, στη σκέψη 56 της αποφάσεως της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi (C‑181/16, EU:C:2018:465), ότι η υποχρέωση να προβλέπεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, προσφυγή με αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά αποφάσεως επιστροφής επιβάλλεται, κατά μείζονα λόγο, στην περίπτωση ενδεχόμενης απόφασης απομάκρυνσης, κρίνοντας, επομένως, ότι η υποχρέωση αυτή δεν περιορίζεται στο τελευταίο αυτό είδος αποφάσεως.

    49

    Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα της Βελγικής Κυβέρνησης ότι η βελγική νομοθεσία η οποία διέπει τις προσφυγές που ασκούνται κατά των αποφάσεων επιστροφής είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της συμβατότητας των κανόνων του εσωτερικού δικαίου με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

    50

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στον υπήκοο τρίτης χώρας, γονέα ενήλικου τέκνου εξαρτώμενου από αυτόν, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε απόφαση επιστροφής η εκτέλεση της οποίας θα μπορούσε να εκθέσει το ενήλικο αυτό τέκνο σε σημαντικό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, πρέπει να παρέχονται οι εγγυήσεις ενόψει της επιστροφής που προβλέπονται στο άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115.

    51

    Βάσει των εγγυήσεων αυτών, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, της οδηγίας αυτής, να μεριμνούν ώστε να εξασφαλίζεται, στο μέτρο του δυνατού, η οικογενειακή ενότητα με μέλη της οικογένειας που βρίσκονται στο έδαφος του κράτους μέλους, να παρέχεται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη καθώς και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή και να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των ευάλωτων ατόμων.

    52

    Η τήρηση των αρχών αυτών προϋποθέτει ότι καλύπτονται οι βασικές ανάγκες υπηκόου τρίτης χώρας, όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, διαφορετικά, όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο και όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 93 των προτάσεών του, ο προσφεύγων αυτός δεν θα είναι σε θέση να παραμείνει με το ενήλικο τέκνο του και να του παράσχει τη στήριξη που χρειάζεται κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπεται στο τέκνο να παραμένει προσωρινά στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 60).

    53

    Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται, ωστόσο, μόνον εάν ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας δεν διαθέτει τα μέσα για να καλύψει ο ίδιος τις ανάγκες του (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 59).

    54

    Επιπλέον, στα κράτη μέλη απόκειται να καθορίσουν τη μορφή που πρέπει να προσλαμβάνει η κάλυψη των βασικών αναγκών του οικείου υπηκόου τρίτης χώρας (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 61). Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η εν λόγω κάλυψη των βασικών αναγκών να λάβει τη μορφή κοινωνικής αρωγής που παρέχεται απευθείας στο ενήλικο τέκνο, εφόσον αυτή είναι προσαρμοσμένη και επαρκής για να διασφαλίσει την ως άνω κάλυψη των βασικών αναγκών καθώς και για να δώσει στον γονέα του τέκνου αυτού τη δυνατότητα να του παράσχει την αναγκαία στήριξη, πράγμα που θα πρέπει, ενδεχομένως, να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο.

    55

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 5, 13 και 14 της οδηγίας 2008/115, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 7, του άρθρου 19, παράγραφος 2, καθώς και των άρθρων 21 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν προβλέπει την κάλυψη, στο μέτρο του δυνατού, των βασικών αναγκών υπηκόου τρίτης χώρας όταν:

    ο τελευταίος άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως επιστροφής που εκδόθηκε σε βάρος του·

    το ενήλικο τέκνο του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας πάσχει από σοβαρή ασθένεια·

    η παρουσία του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας στο πλευρό του ενήλικου τέκνου είναι απαραίτητη για το τέκνο αυτό·

    για λογαριασμό του εν λόγω ενήλικου τέκνου ασκήθηκε προσφυγή κατά της εις βάρος του ληφθείσας αποφάσεως επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας θα μπορούσε να εκθέσει το τέκνο αυτό σε σημαντικό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, και

    ο ως άνω υπήκοος τρίτης χώρας δεν διαθέτει τα μέσα για να καλύψει ο ίδιος τις ανάγκες του.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    56

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Τα άρθρα 5, 13 και 14 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 7, του άρθρου 19, παράγραφος 2, καθώς και των άρθρων 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν προβλέπει την κάλυψη, στο μέτρο του δυνατού, των βασικών αναγκών υπηκόου τρίτης χώρας όταν:

     

    ο τελευταίος άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως επιστροφής που εκδόθηκε σε βάρος του·

    το ενήλικο τέκνο του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας πάσχει από σοβαρή ασθένεια·

    η παρουσία του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας στο πλευρό του ενήλικου τέκνου είναι απαραίτητη για το τέκνο αυτό ·

    για λογαριασμό του εν λόγω ενήλικου τέκνου ασκήθηκε προσφυγή κατά της εις βάρος του ληφθείσας αποφάσεως επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας θα μπορούσε να εκθέσει το τέκνο αυτό σε σημαντικό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, και

    ο ως άνω υπήκοος τρίτης χώρας δεν διαθέτει τα μέσα για να καλύψει ο ίδιος τις ανάγκες του.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top