EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0644

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan της 28ης Φεβρουαρίου 2019.
Διαδικασία που κίνησε η Eurobolt BV.
Αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Έκταση του εθνικού δικαστικού ελέγχου πράξεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 – Άρθρο 15, παράγραφος 2 – Κοινοποίηση στα κράτη μέλη, το αργότερο δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής, όλων των σχετικών πληροφοριών – Έννοια των “σχετικών πληροφοριών” – Ουσιώδης τύπος – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 723/2011 – Επέκταση του δασμού αντιντάμπινγκ ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κίνας στις εισαγωγές που αποστέλλονται από τη Μαλαισία – Κύρος.
Υπόθεση C-644/17.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:164

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GERARD HOGAN

της 28ης Φεβρουαρίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C‑644/17

Eurobolt BV

παρισταμένου του:

Staatssecretaris van Financiën

[αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden
(Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Ανίσχυρο – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Έκταση του εθνικού δικαστικού ελέγχου πράξεως της Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 1225/2009 – Άρθρο 15, παράγραφος 2 – Κανονισμός (ΕΚ) 723/2011 – Καταστρατήγηση μέτρων αντιντάμπινγκ – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διαβούλευση με τα κράτη μέλη – Έννοια των “σχετικών πληροφοριών” – Μη τήρηση προθεσμίας»

I. Εισαγωγή

1.

Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ( 2 ) (στο εξής: βασικός κανονισμός), και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και το κύρος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 723/2011 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2011, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι ( 3 ). Ειδικότερα, το κρίσιμο ζήτημα που τίθεται με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι αν η μη τήρηση ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού μπορεί να επιφέρει την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού.

2.

Η παρούσα αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Eurobolt BV και του Staatssecretaris van Financiën (Υφυπουργού Οικονομικών, Κάτω Χώρες) αφορώσας την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ σχετικά με την εισαγωγή ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Ο βασικός κανονισμός

3.

Η θέσπιση μέτρων αντιντάμπινγκ, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ρυθμιζόταν από τον βασικό κανονισμό.

4.

Πρώτον, είναι σκόπιμο να επισημανθούν τα εκτιθέμενα στην αιτιολογική σκέψη 12 του βασικού κανονισμού:

«Πρέπει να προβλεφθεί ο τρόπος με τον οποίο οι ενδιαφερόμενοι θα ενημερώνονται σχετικά με τις πληροφορίες που χρειάζονται οι αρχές, και θα πρέπει να τους παραχωρείται ευρεία δυνατότητα υποβολής κάθε συναφούς αποδεικτικού στοιχείου, καθώς και πλήρης δυνατότητα υπεράσπισης των συμφερόντων τους. Είναι επίσης επιθυμητό να καθιερωθούν ευκρινώς οι κανόνες και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας, και ειδικότερα να ορίζονται οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να αναγγέλλονται, να εκθέτουν τις απόψεις τους και να παρέχουν πληροφορίες εντός των τασσομένων προθεσμιών προκειμένου οι εν λόγω απόψεις και πληροφορίες να λαμβάνονται υπόψη. Ενδείκνυται επίσης να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας ενδιαφερόμενος μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί από άλλους ενδιαφερομένους και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του σχετικά. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρχει συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής για τη συγκέντρωση των πληροφοριών.»

5.

Είναι επίσης σκόπιμο να υπενθυμιστεί ότι η αιτιολογική σκέψη 25 του βασικού κανονισμού αναφέρει τα εξής:

«Τα στοιχεία που χορηγούνται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής έχουν συνήθως ιδιαίτερα τεχνικό χαρακτήρα και απαιτούν πολυσύνθετη οικονομική και νομική ανάλυση. Για να χορηγηθεί στα κράτη μέλη αρκετός χρόνος για να τα εξετάσουν, αυτά τα στοιχεία πρέπει να αποστέλλονται σε ενδεδειγμένο χρόνο πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης που καθορίζει ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής.»

6.

Το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταστρατήγηση», όριζε τα εξής:

«1.   Οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι· ή έναντι των εισαγωγών του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα· ή μερών αυτού, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων. Δασμοί αντιντάμπινγκ όχι υψηλότεροι από τους υπολειπόμενους δασμούς αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από εταιρίες που επωφελούνται από ατομικούς δασμούς στις χώρες που υπόκεινται στα μέτρα όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων. Με τον όρο καταστρατήγηση νοείται κάθε μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Κοινότητας ή μεταξύ ατομικών εταιριών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της Κοινότητας, η οποία απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία, για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές ή/και τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος και όταν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν, αν χρειαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2.

[…]

3.   Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Η έρευνα αρχίζει, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές υποχρεωτικά σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή, η οποία είναι δυνατό να επικουρείται από τις τελωνειακές αρχές, και πρέπει να ολοκληρώνονται εντός εννέα μηνών. Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, τότε αυτή αποφασίζεται από το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης από την Επιτροπή. Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 5, ή την ημερομηνία απαίτησης της παροχής εγγυήσεων. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι συναφείς διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών.

[…]»

7.

Το άρθρο 15 του βασικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαβουλεύσεις», όριζε τα εξής:

«1.   Οι διαβουλεύσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβουλευτικής επιτροπής, αποτελούμενης από εκπροσώπους κάθε κράτους μέλους, υπό την προεδρία εκπροσώπου της Επιτροπής. Διαβουλεύσεις διεξάγονται αμέσως, είτε μετά από αίτηση κράτους μέλους, είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής και σε κάθε περίπτωση εντός χρονικού πλαισίου το οποίο να επιτρέπει την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.   Η συμβουλευτική επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της. Ο πρόεδρος παρέχει στα κράτη μέλη, το ταχύτερο δυνατό αλλά το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίαση, όλες τις σχετικές πληροφορίες.

3.   Όταν είναι αναγκαίο, οι διαβουλεύσεις είναι δυνατό να διεξάγονται μόνο γραπτώς· στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν τις απόψεις τους ή να ζητούν τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων και προφορικώς· ο πρόεδρος φροντίζει για τη διεξαγωγή προφορικών διαβουλεύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν εντός χρονικού πλαισίου που να επιτρέπει την τήρηση των προβλεπόμενων από τον παρόντα κανονισμό προθεσμιών.

4.   Οι διαβουλεύσεις καλύπτουν ιδίως:

α)

την ύπαρξη ντάμπινγκ και τις μεθόδους καθορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ·

β)

την ύπαρξη και έκταση της ζημίας·

γ)

την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας·

δ)

τα μέτρα τα οποία, υπό τις δεδομένες συνθήκες, προσφέρονται για την αποτροπή ή την αποκατάσταση της ζημίας που έχει προκληθεί από το ντάμπινγκ, καθώς και τις λεπτομέρειες θέσης σε εφαρμογή των μέτρων αυτών.»

Β.   Ο εκτελεστικός κανονισμός 723/2011

8.

Στις 26 Ιανουαρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 91/2009 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ( 4 ).

9.

Με τον κανονισμό (ΕΕ) 966/2010, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, αποφάσισε τη διεξαγωγή έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 91/2009, μέσω μεταφορτώσεως στη Μαλαισία ( 5 ).

10.

Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 966/2010, οι εισαγωγές στην Ευρωπαϊκή Ένωση ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονταν από τη Μαλαισία έπρεπε να καταγράφονται από τις τελωνειακές αρχές.

11.

Με τον εκτελεστικό κανονισμό 723/2011, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που είχε επιβληθεί στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα από την Κίνα επεκτάθηκε σε ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι.

III. Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης

12.

Η Eurobolt –η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης– είναι εταιρία με έδρα το ’s-Heerenberg (Κάτω Χώρες). Εμπορεύεται συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα, τους οποίους αγοράζει από την Ασία με σκοπό την πώλησή τους στην Ένωση.

13.

Αφότου με τον κανονισμό 91/2009 επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα της κλάσεως 7318 της ΣΟ καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, η αναιρεσείουσα αγόρασε όμοιους συνδετήρες από δύο προμηθευτές εγκατεστημένους στη Μαλαισία, ήτοι τις εταιρίες TZ Fasteners (στο εξής: TZ) και HBS Fasteners Manufacturing (στο εξής: HBS).

14.

Κατά την περίοδο μεταξύ 29ης Οκτωβρίου 2010 και 4ης Αυγούστου 2011 η αναιρεσείουσα υπέβαλε στις Κάτω Χώρες 32 διασαφήσεις για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία συνδετήρων από χάλυβα, που είχε αγοράσει από την HBS και την TZ. Η Μαλαισία δηλώθηκε ως χώρα καταγωγής. Σύμφωνα με τον κανονισμό 966/2010, οι τελωνειακές αρχές επέτρεψαν τη θέση των συνδετήρων αυτών σε ελεύθερη κυκλοφορία χωρίς να επιβάλουν δασμούς αντιντάμπινγκ.

15.

Μετά τη δημοσίευση του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή αποφάσισε να διεξαγάγει έρευνα. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε επισήμως στις αρχές της Κίνας και της Μαλαισίας, καθώς επίσης σε γνωστούς εισαγωγείς από τις χώρες αυτές –ένας εκ των οποίων ήταν η Eurobolt– και σε σχετικές βιομηχανίες σε ολόκληρη την Ένωση.

16.

Η HBS και η TZ αναγγέλθηκαν στην Επιτροπή σε σχέση με την εν λόγω έρευνα και υπέβαλαν τις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ. Η Eurobolt επίσης αναγγέλθηκε ως ενδιαφερόμενο μέρος.

17.

Με επιστολή της 26ης Μαΐου 2011 η Επιτροπή κοινοποίησε στην Eurobolt τα προσωρινά συμπεράσματά της από την έρευνα. Στις 13 Ιουνίου 2011, η αναιρεσείουσα απάντησε γραπτώς στην επιστολή αυτή εντός της ορισθείσας προθεσμίας. Η συμβουλευτική επιτροπή συνεδρίασε στις 15 Ιουνίου 2011.

18.

Με τον εκτελεστικό κανονισμό 723/2011 ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που είχε επιβληθεί στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα από την Κίνα επεκτάθηκε σε ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι. Ως εκ τούτου, οι συνδετήρες που αγόρασε η αναιρεσείουσα δεν ήσαν απαλλαγμένοι από τον δασμό αυτόν.

19.

Μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού αυτού, ο Inspector (προϊστάμενος της τελωνειακής αρχής, Κάτω Χώρες) πραγματοποίησε έλεγχο στην αναιρεσείουσα μετά τις εισαγωγές. Επιβλήθηκαν δασμοί αντιντάμπινγκ ύψους 587802,20 ευρώ.

20.

Αφότου η τελωνειακή υπηρεσία του Nijmegen απέρριψε την ένσταση της Eurobolt, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Η προσφυγή της απορρίφθηκε τόσο από το Rechtbank Noord-Holland (πρωτοδικείο Βόρειας Ολλανδίας, Κάτω Χώρες) όσο και από το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες). Η Eurobolt άσκησε κατόπιν αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών). Το τελευταίο είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση.

21.

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Eurobolt προέβαλε, πρώτον, ότι ο κανονισμός 723/2011 είναι ανίσχυρος με γνώμονα τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 13 του βασικού κανονισμού. Δεύτερον, η Eurobolt ισχυρίστηκε ότι διαπράχθηκε προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας εκ μέρους της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της έρευνας, διότι η συμβουλευτική επιτροπή δεν έλαβε όλες τις σχετικές πληροφορίες που είχε αποστείλει η Eurobolt στην Επιτροπή τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της εν λόγω συμβουλευτικής επιτροπής, αντιθέτως προς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

22.

Εντός αυτού του πλαισίου, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) έχει αμφιβολίες όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου, από τα εθνικά δικαστήρια, πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ιδίως υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη. Το έτερο ζήτημα που τίθεται είναι αν η απάντηση της αναιρεσείουσας επί των συμπερασμάτων της έρευνας πρέπει να θεωρηθεί «σχετική πληροφορία» κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και, αν ναι, ποιες συνέπειες απορρέουν από τον ισχυρισμό ότι η συμβουλευτική επιτροπή, αντιθέτως προς τις προβλεπόμενες διατάξεις, δεν έλαβε όλα τα έγγραφα από την Επιτροπή τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίασή της.

IV. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

23.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.α)

Πρέπει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αναιρεσείουσα μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεως θεσμικού οργάνου της Ένωσης η οποία πρέπει να εκτελεστεί από τις εθνικές αρχές, προβάλλοντας παράβαση ουσιώδους τύπου, παράβαση των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους, ή κατάχρηση εξουσίας;

1.β)

Πρέπει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που συμμετείχαν στη διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως της οποίας το κύρος αμφισβητείται σε διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστή, οφείλουν να διαβιβάσουν σε αυτόν τον δικαστή κατόπιν σχετικού αιτήματος όλες τις πληροφορίες τις οποίες έχουν στη διάθεσή τους και οι οποίες ελήφθησαν ή έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής;

1.γ)

Πρέπει το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής συνεπάγεται ότι ο δικαστής εξετάζει χωρίς περιορισμό αν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009; Συνεπάγεται ειδικότερα το εν λόγω άρθρο 47 ότι ο συγκεκριμένος δικαστής είναι αρμόδιος να αξιολογήσει ελεύθερα αν η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών ήταν πλήρης και επαρκής ώστε να δικαιολογείται η συναχθείσα έννομη συνέπεια; Συνεπάγεται ειδικότερα το εν λόγω άρθρο 47 ότι ο συγκεκριμένος δικαστής είναι αρμόδιος να αξιολογήσει ελεύθερα αν έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη πραγματικά περιστατικά τα οποία υποστηρίζεται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη, αλλά τα οποία θα μπορούσαν να αναιρέσουν την έννομη συνέπεια που συνάγεται από τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά;

2.α)

Πρέπει ο όρος “σχετικές πληροφορίες” στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει επίσης την απάντηση εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανεξάρτητου εισαγωγέα εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της κατά την εν λόγω διάταξη έρευνας, επί των συμπερασμάτων της Επιτροπής, σε περίπτωση που αυτός ο εισαγωγέας ενημερώθηκε για την εν λόγω έρευνα από την Επιτροπή, κοινοποίησε στην Επιτροπή τις πληροφορίες που του ζητήθηκαν και, αφότου του παρασχέθηκε η σχετική δυνατότητα, απάντησε εγκαίρως επί των συμπερασμάτων της Επιτροπής;

2.β)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2 [,υπό αʹ], μπορεί αυτός ο εισαγωγέας να προβάλει παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009, σε περίπτωση που η υποβληθείσα από αυτόν απάντηση δεν διαβιβάστηκε στην προβλεπόμενη σε αυτή τη διάταξη συμβουλευτική επιτροπή το αργότερο δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της εν λόγω επιτροπής;

2.γ)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2[, υπό βʹ], συνεπάγεται αυτή η παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 ότι η απόφαση είναι παράνομη και πρέπει να μείνει ανεφάρμοστη;»

24.

Η Eurobolt, η Ιταλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Κατά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι διέθετε αρκετά στοιχεία για να αποφανθεί χωρίς επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

V. Ανάλυση

Α.   Το πρώτο ερώτημα

25.

Με το πρώτο υποερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει την έκταση της αρμοδιότητας των εθνικών δικαστηρίων όταν ανακύπτει ενώπιόν τους ζήτημα κύρους πράξεως της Ένωσης. Η απάντηση στα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα θα δοθεί με το να αναλυθεί ο μηχανισμός δικαστικού ελέγχου που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία βασίζεται στο κράτος δικαίου.

1. Δικαστικός έλεγχος και κράτος δικαίου

26.

Το Δικαστήριο έχει κρίνει στην υπόθεση Les Verts ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά ένωση βασισμένη στο κράτος δικαίου υπό την έννοια ότι ούτε τα κράτη μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα διαφεύγουν τον έλεγχο της συμφωνίας των πράξεών τους με τον βασικό καταστατικό χάρτη που αποτελεί η Συνθήκη ( 6 ). Τούτο σημαίνει ότι «οι ιδιώτες έχουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν δικαστικώς τη νομιμότητα κάθε αποφάσεως ή άλλης εθνικής ρυθμίσεως σχετικής με την έναντί τους εφαρμογή μιας πράξεως της Ένωσης» ( 7 ).

27.

Προς τον σκοπό αυτόν, η Συνθήκη ΛΕΕ, στα άρθρα της 263 και 277, αφενός, και στο άρθρο της 267, αφετέρου, καθιέρωσε ένα πλήρες σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτόν στον δικαστή της Ένωσης ( 8 ).

28.

Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς το ότι ο δικαστικός έλεγχος του σεβασμού της έννομης τάξεως της Ένωσης διασφαλίζεται από το Δικαστήριο και από τα δικαστήρια των κρατών μελών. Το άρθρο 19 ΣΕΕ, στο οποίο αποτυπώνεται in concreto η αξία του κράτους δικαίου, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ρητώς αναθέτει την ευθύνη για τη διασφάλιση του σεβασμού της έννομης τάξεως της Ένωσης όχι μόνο στο Δικαστήριο αλλά και στα δικαστήρια των κρατών μελών ( 9 ).

29.

Εντός αυτού του πλαισίου, πρέπει επίσης να υπομνησθεί, πρώτον, ότι το άρθρο 19 ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη σαφώς συνδέονται μεταξύ τους. Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, αντιστοιχεί η υποχρέωση την οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ( 10 ). Δεύτερον, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως όσον αφορά το κύρος διατάξεως συνιστούν, όπως οι προσφυγές ακυρώσεως, μέσο ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης ( 11 ).

2. Ερώτημα 1, υπό αʹ

30.

Από το ανωτέρω πλαίσιο και, προ πάντων, από τον παραλληλισμό μεταξύ της προσφυγής ακυρώσεως και της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ σιωπά επί του ζητήματος αυτού, οι λόγοι δικαστικού ελέγχου που διαλαμβάνονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προβληθεί το ανίσχυρο της επίδικης πράξεως της Ένωσης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου το τελευταίο να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο ( 12 ).

31.

Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται δυνάμει του άρθρου [267 ΣΛΕΕ] επί του κύρους των πράξεων των οργάνων της [Ένωσης] δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό σχετικά με τους λόγους, βάσει των οποίων θα μπορούσε να προσβληθεί το κύρος των πράξεων αυτών» ( 13 ). Βάσει αυτής της νομολογίας, δύναται ακόμη και να υποστηριχθεί ότι η προδικαστική απόφαση επί του κύρους πράξεων της Ένωσης δεν περιορίζεται στους λόγους που προβλέπονται για την προσφυγή ακυρώσεως ( 14 ).

3. Ερώτημα 1, υπό βʹ

32.

Το δεύτερο υποερώτημα αφορά τη συνεργασία μεταξύ του εθνικού δικαστή και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης όταν αυτά εμπλέκονται σε ένδικες διαφορές. Πράγματι, με το προδικαστικό ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 47 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που συμμετείχαν στη διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως της οποίας το κύρος αμφισβητείται σε δίκη ενώπιον εθνικού δικαστηρίου οφείλουν να διαβιβάσουν σε αυτό το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού αιτήματος, όλες τις πληροφορίες τις οποίες έχουν στη διάθεσή τους και οι οποίες ελήφθησαν ή έπρεπε να ληφθούν υπόψη από αυτά κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής.

33.

Όπως προεκτέθηκε, το άρθρο 19 ΣΕΕ ρητώς αναθέτει την ευθύνη για τη διασφάλιση του δικαστικού ελέγχου του σεβασμού της έννομης τάξεως της Ένωσης στο Δικαστήριο και στα δικαστήρια των κρατών μελών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το άρθρο 19 ΣΕΕ επιβεβαιώνει ότι τα εθνικά δικαστήρια είναι τα πρώτα που εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης ( 15 ).

34.

Προς τον σκοπό αυτόν, ενώ τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να κρίνουν τα ίδια ότι πράξεις της Ένωσης είναι ανίσχυρες ( 16 ), τα δικαστήρια αυτά μπορούν να εξετάσουν το κύρος πράξεως της Ένωσης. Αν κρίνουν ότι οι λόγοι ανισχύρου που προβλήθηκαν από τους διαδίκους είναι αβάσιμοι, μπορούν να τους απορρίψουν, αποφαινόμενα ότι η πράξη είναι εξ ολοκλήρου ισχυρή. Αντιθέτως, αν τα δικαστήρια αυτά κρίνουν ότι ένας ή περισσότεροι λόγοι ανισχύρου που προβλήθηκαν από τους διαδίκους ή, ενδεχομένως, εξετάστηκαν αυτεπαγγέλτως είναι βάσιμοι, πρέπει να αναστείλουν την ενώπιόν τους διαδικασία και να υποβάλουν στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως όσον αφορά το κύρος της πράξεως ( 17 ).

35.

Εντός αυτού του πλαισίου, δεδομένου ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, προκειμένου να διασφαλίσουν την εφαρμογή και αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, πρέπει επίσης να έχουν στη διάθεσή τους όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να διεξαγάγουν προκαταρκτικό έλεγχο νομιμότητας και να εκτιμήσουν την αναγκαιότητα υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

36.

Κατά συνέπεια, αν εθνικό δικαστήριο χρειάζεται πληροφοριακά στοιχεία που μόνον τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δύνανται να παράσχουν, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ επιβάλλει κατ’ αρχήν στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να ανακοινώσουν αμελλητί τα στοιχεία αυτά εφόσον τούτο τους έχει ζητηθεί από το εθνικό δικαστήριο, εκτός αν η άρνηση ανακοινώσεως των στοιχείων αυτών δικαιολογείται από την επιτακτική ανάγκη να αποφευχθούν προσκόμματα στη λειτουργία και ανεξαρτησία της Ένωσης ή να διαφυλαχθούν τα συμφέροντά της ( 18 ).

37.

Τούτο ισχύει ιδίως διότι ο εν λόγω κανόνας εδράζεται στο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά ένωση βασισμένη στο κράτος δικαίου υπό την έννοια ότι ούτε τα κράτη μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα μπορούν να διαφύγουν τον έλεγχο της συμφωνίας των πράξεών τους με τη Συνθήκη ( 19 ), και ως εκ τούτου «τα θεσμικά όργανα της [Ένωσης] υπέχουν υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας με τις δικαστικές αρχές των κρατών μελών που είναι επιφορτισμένες με τη μέριμνα της εφαρμογής και της τηρήσεως του […] δικαίου [της Ένωσης] εντός της εθνικής έννομης τάξεως» ( 20 ).

38.

Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι «υπέρ των πράξεων των οργάνων της Ένωσης υφίσταται, κατ’ αρχήν, τεκμήριο νομιμότητας, οι πράξεις δε αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας» ( 21 ). Από το τεκμήριο αυτό προκύπτει ότι στην αναιρεσείουσα η οποία προβάλλει έλλειψη νομιμότητας εναπόκειται να αποδείξει, κατ’ αρχάς, ότι είναι πιθανή η βασιμότητα του ισχυρισμού της και να παράσχει όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της.

4. Ερώτημα 1, υπό γʹ

39.

Το τρίτο υποερώτημα αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου. Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις όσον αφορά την αξιολόγηση της ορθότητας των πραγματικών περιστατικών, αλλά και τη δυνατότητα αξιολογήσεως της πληρότητας και της επάρκειας των διαπιστωμένων πραγματικών περιστατικών.

40.

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, και ειδικότερα σε σχέση με τα μέτρα εμπορικής άμυνας, ευρεία διακριτική ευχέρεια, λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που καλούνται να εξετάζουν. Επομένως, ο δικαστικός έλεγχος της διακριτικής αυτής ευχέρειας πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίστηκαν με ακρίβεια, αν εμφιλοχώρησε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή αν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας ( 22 ).

41.

Tο Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά τον εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων, ότι, «συνεπώς, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων έγινε επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα» ( 23 ).

42.

Όπως προεκτέθηκε, ενώ τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να κρίνουν τα ίδια ότι πράξεις των οργάνων της Ένωσης είναι ανίσχυρες, τα δικαστήρια αυτά μπορούν να εξετάζουν το κύρος πράξεως της Ένωσης. Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται λόγος να μην έχει εφαρμογή στα δικαστήρια αυτά η νομολογία που μνημονεύθηκε στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων.

43.

Από τη σκοπιά αυτή, ο εθνικός δικαστής πρέπει αναμφιβόλως να έχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η βαλλόμενη απόφαση προσδιορίστηκαν με ακρίβεια, αλλά και αν το αρμόδιο θεσμικό όργανο έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά.

44.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο εθνικός δικαστής δεν υποκαθιστά με τη δική του αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών την αξιολόγηση του θεσμικού οργάνου στο οποίο η Συνθήκη έχει αναθέσει την εν λόγω αποστολή· απλώς ελέγχει αν η πράξη εκδόθηκε με βάση ορθές και επαρκείς πληροφορίες που καθιστούν δυνατή τη σχετική αξιολόγηση. Φρονώ ότι τούτο συνάδει με τον ρόλο ενός δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να ελέγξει το κύρος μιας πράξεως.

45.

Αντιθέτως, αφότου προσδιοριστούν και εξακριβωθούν τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, δεδομένου ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν, όσον αφορά τα μέτρα εμπορικής άμυνας, ευρεία διακριτική ευχέρεια, ο δικαστής που ελέγχει τη νομιμότητα δύναται να αξιολογήσει μόνον αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών αυτών περιστατικών ή όσον αφορά την παράλειψη άλλων πραγματικών περιστατικών. Η αξιολόγηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων (δυνάμει του βασικού κανονισμού) υπόκειται στον ίδιο περιορισμό.

Β.   Το δεύτερο ερώτημα

46.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, αν ο εκτελεστικός κανονισμός 723/2011 είναι ανίσχυρος, με γνώμονα τη διάταξη του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, καθόσον οι παρατηρήσεις που η Eurobolt υπέβαλε σε απάντηση των συμπερασμάτων της Επιτροπής ( 24 ) –αν αυτές πρέπει να θεωρηθούν «σχετική πληροφορία» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής– δεν διαβιβάστηκαν στη συμβουλευτική επιτροπή το αργότερο 10 εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίασή της.

1. Ερώτημα 2, υπό αʹ

47.

Ο βασικός κανονισμός δεν ορίζει την έννοια των «σχετικών πληροφοριών». Εντούτοις, από το σύστημα που εισήγαγε ο βασικός κανονισμός, προκύπτει ότι ο όρος «όλες οι σχετικές πληροφορίες» στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού περιλαμβάνει την απάντηση ανεξάρτητου εισαγωγέα των εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας που διεξάγει η Επιτροπή.

48.

Πράγματι, οι δασμοί αντιντάμπινγκ και η επέκτασή τους σε περίπτωση καταστρατηγήσεως επιβάλλονται από το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, μετά από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή. Η πρόταση της Επιτροπής βασίζεται στα πορίσματα έρευνας στην οποία οι απόψεις και οι πληροφορίες που παρείχαν τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά το άρθρο 5, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού. Το άρθρο 6, παράγραφος 7, του εν λόγω κανονισμού προσθέτει ότι οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους, οι χρήστες και οι οργανώσεις καταναλωτών, που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 10, δύνανται, κατ’ αρχήν, να εξετάζουν όλα τα πληροφορικά στοιχεία που έχουν διατεθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη που μετέχουν στην έρευνα. Κατά την εν λόγω διάταξη, «τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με τα εν λόγω στοιχεία, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη καθόσον είναι επαρκώς τεκμηριωμένες» ( 25 ). Τέλος, το άρθρο 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι «η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς· […] πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο έναν μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε πρότασης για τη λήψη οριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 9 […]», και το άρθρο 20, παράγραφος 5, επισημαίνει ότι τυχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μερών μετά την τελική αποκάλυψη των στοιχείων λαμβάνονται υπόψη αν παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών.

49.

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 12 του βασικού κανονισμού, η οποία τόνιζε τη σημασία των δικαιωμάτων άμυνας και τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να εκθέσουν τις απόψεις τους και να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

50.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, είναι σαφές ότι οι πληροφορίες, οι παρατηρήσεις και οι απόψεις που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή κατά την έρευνα, καθώς και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν σε απάντηση των συμπερασμάτων της Επιτροπής σχετικά με την έρευνα, συνιστούν, κατ’ ανάγκη, «σχετικές πληροφορίες» για τη συμβουλευτική επιτροπή, προκειμένου η τελευταία να μπορέσει να εκφέρει γνώμη επί της προτάσεως της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι οι πληροφορίες που η Eurobolt παρέσχε με την από 13 Ιουνίου 2011 επιστολή της συνιστούσαν «σχετικές πληροφορίες» προς τον σκοπό αυτόν.

2. Ερώτημα 2, υπό βʹ και υπό γʹ

51.

Δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν σε απάντηση των συμπερασμάτων της Επιτροπής σχετικά με την έρευνα, συνιστούν «σχετικές πληροφορίες» κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, τίθεται το ζήτημα αν έχει συνέπειες και, σε καταφατική περίπτωση, ποιες συνέπειες έχει το γεγονός ότι η συμβουλευτική επιτροπή δεν ενημερώθηκε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

α) Σημασία των διαδικαστικών εγγυήσεων

52.

Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι στις περιπτώσεις στις οποίες θεσμικό όργανο της Ένωσης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια –πράγμα που, όπως έχει επισημανθεί, συμβαίνει στην περίπτωση μέτρων εμπορικής άμυνας όπως τα μέτρα αντιντάμπινγκ ( 26 ) –, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων έχει θεμελιώδη σημασία ( 27 ).

53.

Ειδικότερα, το άρθρο 15 του βασικού κανονισμού αποσκοπεί στη διασφάλιση της ομαλής οργανώσεως ενός εκ των υποχρεωτικών σταδίων της διαδικασίας για την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ, ήτοι της διαβουλεύσεως με τη συμβουλευτική επιτροπή. Η διάταξη αυτή περιλαμβάνει, συνεπώς, αρκετές διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως την απαίτηση κοινοποιήσεως όλων των σχετικών πληροφοριών «το συντομότερο δυνατόν, αλλά το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίαση».

54.

Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το ότι το άρθρο 15 του βασικού κανονισμού δύναται –τουλάχιστον κατ’ αρχήν– να προβληθεί ως λόγος ακυρώσεως ή ως λόγος προδικαστικής παραπομπής επί ζητήματος κύρους.

β) Συνέπειες της παραβάσεως του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού

55.

Υπενθυμίζεται ότι η συμβουλευτική επιτροπή απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών και έχει ως πρόεδρο εκπρόσωπο της Επιτροπής ( 28 ). Τέτοιες επιτροπές δεν είναι ασυνήθιστες στις διαδικασίες εκδόσεως νομοθετικών πράξεων της Ένωσης.

56.

Πράγματι, κατά την ισχύουσα νέα νομοθεσία, η συμβουλευτική επιτροπή απλώς έχει αντικατασταθεί από επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή ( 29 ).

57.

Στο πλαίσιο του κανονισμού 182/2011, επισημαίνω ότι, όταν ο νομοθέτης απαιτεί να διαβιβάζονται πληροφορίες στους εκπροσώπους των κρατών μελών εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι μια τέτοιου είδους προθεσμία σκοπεί στη διασφάλιση της πληροφορήσεως των κυβερνήσεων των κρατών μελών, μέσω του μέλους τους στην επιτροπή διαχειρίσεως, σχετικά με τις προτάσεις της Επιτροπής ( 30 ). Μια τέτοιου είδους προθεσμία σκοπεί επίσης να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη έχουν τον αναγκαίο χρόνο για τη μελέτη των εγγράφων, τα οποία μπορεί να είναι ιδιαιτέρως περίπλοκα και να απαιτούν πολυάριθμες επαφές και συζητήσεις μεταξύ διαφόρων διοικητικών αρχών, ή εσωτερικές και εξωτερικές διαβουλεύσεις ( 31 ).

58.

Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, επιδιώκει ακριβώς αυτόν τον σκοπό, δεδομένου ότι η αιτιολογική σκέψη 25 ρητώς επισημαίνει ότι «τα στοιχεία που χορηγούνται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής έχουν συνήθως ιδιαίτερα τεχνικό χαρακτήρα και απαιτούν πολυσύνθετη οικονομική και νομική ανάλυση» και συνεχίζει αναφέροντας ότι, «για να χορηγηθεί στα κράτη μέλη αρκετός χρόνος για να τα εξετάσουν, αυτά τα στοιχεία πρέπει να αποστέλλονται σε ενδεδειγμένο χρόνο πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης που καθορίζει ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής».

59.

Μολονότι στο αγγλικό κείμενο της αιτιολογικής σκέψεως γίνεται χρήση της δυνητικής εγκλίσεως, στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού γίνεται χρήση της οριστικής. Επιπλέον, ο νομοθέτης έθεσε αυστηρή προθεσμία με την προσθήκη των λέξεων «το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών» μετά την έκφραση «το ταχύτερο δυνατό». Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο σε άλλη υπόθεση, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διατύπωση αυτή καθιστά την εν λόγω προθεσμία αποκλειστική» ( 32 ).

60.

Η ερμηνεία αυτή συνάδει επίσης με έναν από τους κύριους σκοπούς του βασικού κανονισμού, ο οποίος, κατά την αιτιολογική σκέψη 12, είναι να καθιερωθούν ευκρινώς οι κανόνες και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας και ειδικότερα να οριστούν οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να αναγγέλλονται, να εκθέτουν τις απόψεις τους και να παρέχουν πληροφορίες εντός των τασσομένων προθεσμιών προκειμένου οι εν λόγω απόψεις και πληροφορίες να λαμβάνονται υπόψη.

61.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, θεωρώ ότι οφείλω να εφαρμόσω τη λύση που το Δικαστήριο υιοθέτησε στην προαναφερθείσα απόφαση Tilly-Sabco κατά Επιτροπής και να συναγάγω ότι οι απαιτήσεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού «εμπίπτουν στους ουσιώδεις τύπους της νομιμότητας της διαδικασίας, των οποίων η μη τήρηση συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας πράξεως» ( 33 ).

62.

Ωστόσο, η προβληθείσα σε εκείνη την προηγούμενη υπόθεση παράβαση δεν ήταν η εκπρόθεσμη διαβίβαση πληροφοριών, αλλά αντιθέτως η εκπρόθεσμη κοινοποίηση του ίδιου του σχεδίου της εκτελεστικής πράξεως.

63.

Θα μπορούσε εντούτοις να επισημανθεί ότι η αρχή επί της οποίας στηρίζεται το σκεπτικό της αποφάσεως Tilly-Sabco δεν αφορά τη φύση του διαβιβασθέντος εγγράφου, αλλά τον σκοπό της προθεσμίας από τη διαβίβαση του σχεδίου εκτελεστικής πράξεως και του σχεδίου ημερησίας διατάξεως. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία αυτή «αποσκοπεί στην παροχή δυνατότητας νηφάλιας εξετάσεως, πριν από κάθε συνεδρίαση, του σχεδίου εκτελεστικής πράξεως από τα μέλη της επιτροπής διαχειρίσεως» ( 34 ). Η απαίτηση αυτή αποτελεί, κατά το Δικαστήριο, έναν από τους ουσιώδεις τύπους της νομιμότητας της διαδικασίας των οποίων η μη τήρηση συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας πράξεως ( 35 ).

64.

Στην υπό κρίση υπόθεση, ο ίδιος ο νομοθέτης επιμένει ότι είναι σημαντικό να δοθεί επαρκής χρόνος, προκειμένου να εξεταστούν όχι μόνον η πρόταση της Επιτροπής αλλά και οι σχετικές πληροφορίες. Πράγματι, όπως επισήμανα ανωτέρω, η αιτιολογική σκέψη 25 του βασικού κανονισμού αναφέρει ότι τα στοιχεία που χορηγούνται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής συχνά έχουν ιδιαίτερα τεχνικό χαρακτήρα και απαιτούν πολυσύνθετη οικονομική και νομική ανάλυση. Εξ αυτού του λόγου, «για να χορηγηθεί στα κράτη μέλη αρκετός χρόνος για να τα εξετάσουν, αυτά τα στοιχεία πρέπει να αποστέλλονται σε ενδεδειγμένο χρόνο πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης που καθορίζει ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής».

65.

Εντός αυτού του πλαισίου το άρθρο 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής παρέχει στα κράτη μέλη, το ταχύτερο δυνατό, όλες τις σχετικές πληροφορίες, και προβλέπει μια αυστηρή προθεσμία με τη χρήση των λέξεων «αλλά το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών πριν από τη συνεδρίαση».

66.

Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη του γράμματος και του σκοπού του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, φρονώ ότι, σε περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω διατάξεως, πρέπει να δοθεί η ίδια λύση που το Δικαστήριο εφάρμοσε στην υπόθεση Tilly-Sabco κατά Επιτροπής. Η προθεσμία που προβλέπει η εν λόγω διάταξη συνιστά ουσιώδη τύπο της νομιμότητας της διαδικασίας, του οποίου η μη τήρηση συνεπάγεται την ακυρότητα της οικείας πράξεως.

67.

Θα έλθω τώρα στο ζήτημα αν πράγματι υπήρξε παράβαση τέτοιου ουσιώδους τύπου στην υπό κρίση υπόθεση.

Γ.   Παρατηρήσεις επί του κύρους του εκτελεστικού κανονισμού 723/2011

68.

Στην υπό κρίση υπόθεση, γίνεται δεκτό ότι η συμβουλευτική επιτροπή δεν παρέλαβε όλες τις σχετικές πληροφορίες 10 εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίασή της, αντιθέτως προς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, το συμπέρασμα ότι υπήρξε παράβαση είναι αναπόφευκτο.

69.

Η συνέπεια της μη τηρήσεως της εν λόγω προθεσμίας είναι ότι η πράξη που εκδόθηκε στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας είναι άκυρη. Στην υπό κρίση υπόθεση, τούτο σημαίνει επίσης ότι ο κανονισμός 723/2011 είναι ανίσχυρος.

70.

Είναι αληθές ότι το αιτούν δικαστήριο δεν αμφισβητεί, κατά τρόπο άμεσο, το κύρος του κανονισμού 723/2011. Εντούτοις, από τη φρασεολογία του ερωτήματος 2, υπό βʹ και υπό γʹ, είναι σαφές ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις ως προς τις συνέπειες της μη τηρήσεως των απαιτήσεων του άρθρου 15, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι η εν λόγω παράλειψη έχει ως άμεση συνέπεια στην υπό κρίση υπόθεση ότι ο εκτελεστικός κανονισμός είναι ανίσχυρος, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού –το οποίο, εν πάση περιπτώσει, συνάγεται εμμέσως από τα τεθέντα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου– προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στην παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

71.

Περαιτέρω, όπως έχω επισημάνει, τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να κρίνουν τα ίδια ότι πράξεις των οργάνων της Ένωσης είναι ανίσχυρες ( 36 ). Εντός του συγκεκριμένου πλαισίου και λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προδικαστικών ερωτημάτων που έθεσε το αιτούν δικαστήριο και του γεγονότος ότι είναι γενικώς επιθυμητό να αποφεύγεται η υποβολή δεύτερης αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι ο κανονισμός 723/2011 είναι ανίσχυρος.

VI. Πρόταση

72.

Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών) ως εξής:

1.α)

Το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι λόγοι δικαστικού ελέγχου που διαλαμβάνονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προβληθεί το ανίσχυρο της επίδικης πράξεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου το τελευταίο να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο.

1.β)

Στην αναιρεσείουσα η οποία προβάλλει έλλειψη νομιμότητας εναπόκειται να αποδείξει, κατ’ αρχάς, ότι είναι πιθανή η βασιμότητα του ισχυρισμού της και να παράσχει όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της. Ωστόσο, αν εθνικό δικαστήριο χρειάζεται πληροφοριακά στοιχεία που μόνον τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δύνανται να παράσχουν, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να ανακοινώσουν αμελλητί τα στοιχεία αυτά εφόσον τούτο τους έχει ζητηθεί από το εθνικό δικαστήριο, εκτός αν η άρνηση ανακοινώσεως των στοιχείων αυτών δικαιολογείται από την επιτακτική ανάγκη να αποφευχθούν προσκόμματα στη λειτουργία και ανεξαρτησία της Ένωσης ή να διαφυλαχθούν τα συμφέροντά της.

1.γ)

Κατά τη διαδικασία ελέγχου νομιμότητας το εθνικό δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η βαλλόμενη απόφαση προσδιορίστηκαν με ακρίβεια, καθώς και αν το αρμόδιο θεσμικό όργανο έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά. Κατά τη διαδικασία ελέγχου νομιμότητας το εθνικό δικαστήριο έχει επίσης τη δυνατότητα να ελέγξει αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των προϋποθέσεων του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

2.α)

Ο όρος «όλες οι σχετικές πληροφορίες» στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη σε απάντηση των συμπερασμάτων της Επιτροπής σχετικά με την έρευνα.

2.β)

Οι απαιτήσεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009 συνιστούν ουσιώδη τύπο της νομιμότητας της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, εισαγωγέας δύναται να προβάλει παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009 αν η υποβληθείσα από αυτόν απάντηση δεν διαβιβάστηκε στη συμβουλευτική επιτροπή τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση.

2.γ)

Η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 προθεσμίας καθιστά την επίμαχη πράξη άκυρη.

3.

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 723/2011 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2011, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι, είναι ανίσχυρος.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, και διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22.

( 3 ) ΕΕ 2011, L 194, σ. 6.

( 4 ) ΕΕ 2009, L 29, σ. 1

( 5 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2010, για την έναρξη έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 91/2009 του Συμβουλίου στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, από εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από την Μαλαισία, ανεξάρτητα από το εάν δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας και για την υποβολή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή (ΕΕ 2010, L 282, σ. 29).

( 6 ) Απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου (294/83, EU:C:1986:166, σκέψη 23).

( 7 ) Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 31). Βλ., επίσης, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 94).

( 8 ) Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft (C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 66).

( 9 ) Βλ., σχετικώς, γνωμοδότηση 1/09 (Συμφωνία περί δημιουργίας ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως των διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) της 8ης Μαρτίου 2011 (EU:C:2011:123, σκέψη 66) και αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 90), και της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 32).

( 10 ) Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund (C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 44), και της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko (C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 30).

( 11 ) Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost (314/85, EU:C:1987:452, σκέψη 16), και της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 12 ) Βλ. Craig, P., και De Búrca, G., EU Law Text, Cases and Materials, 6η έκδοση, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2015, σ. 544· Pertek, J., Coopération entre juge nationaux et Cour de justice de l’UE. Le renvoi préjudiciel, Bruylant, Βρυξέλλες, 2013, αριθ. 518.

( 13 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 1998, Racke (C‑162/96, EU:C:1998:293, σκέψη 26).

( 14 ) Βλ., σχετικώς, Lenaerts, K., Maselis, I., Gutman, K., EU Procedural Law, Oxford University Press, 2014, σ. 360.

( 15 ) Βλ., σχετικώς, Blumann, Cl., «L’organisation des juridictions de l’Union au lendemain du traité de Lisbonne», σε Mahieu, St., (επιμ.), Contentieux de l’Union européenne, questions choisies, Larcier, coll. Europe(s), Βρυξέλλες, 2014, σ. 17 έως 41, ιδίως, σ. 25 και 27· Hofmann, H. Ch., «Article 47 – Specific Provisions (Meaning)», στο Peers, St., Hervey, T., Kenner, J., και Ward, A. (επιμ.), The EU Charter of Fundamental Rights – A commentary, Hart Publishing, 2014, σ. 1197 έως 1275, ειδικότερα, αριθ. 47.50.

( 16 ) Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost (314/85, EU:C:1987:452, σκέψη 20).

( 17 ) Βλ., σχετικώς, απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, IATA και ELFAA (C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 30).

( 18 ) Βλ., σχετικώς, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2002, First και Franex (C‑275/00, EU:C:2002:711, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 19 ) Βλ., σχετικώς, διάταξη της 13ης Ιουλίου 1990, C‑2/88, Zwartveld κ.λπ. (C‑2/88-IMM, EU:C:1990:315, σκέψη 16).

( 20 ) Διάταξη της 13ης Ιουλίου 1990, C‑2/88, Zwartveld κ.λπ. (C‑2/88-IMM, EU:C:1990:315, σκέψη 18).

( 21 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 52).

( 22 ) Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP (C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 63), της 14ης Δεκεμβρίου 2017, EBMA κατά Giant (China) (C‑61/16 P, EU:C:2017:968, σκέψη 68), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Simon, Evers & Co. (C‑21/13, EU:C:2014:2154, σκέψη 29).

( 23 ) Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2017, EBMA κατά Giant (China) (C‑61/16 P, EU:C:2017:968, σκέψη 69, η υπογράμμιση δική μου).

( 24 ) Στην υπό κρίση υπόθεση, τούτο αφορά τα προσωρινά συμπεράσματα της Επιτροπής με τίτλο «Γενικό πληροφοριακό έγγραφο R 515» («Διαδικασία κατά της καταστρατηγήσεως στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι – Πρόταση για την επέκταση των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στη Μαλαισία»).

( 25 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 26 ) Βλ. σημείο 40 των παρουσών προτάσεων.

( 27 ) Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 69), και της 11ης Δεκεμβρίου 2018, Weiss κ.λπ. (C‑493/17, EU:C:2018:1000, σκέψη 30).

( 28 ) Βλ. άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

( 29 ) ΕΕ 2011, L 55, σ. 13. Βλ. άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21).

( 30 ) Βλ., σχετικώς, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Tilly-Sabco κατά Επιτροπής (C‑183/16 P, EU:C:2017:704, σκέψη 103).

( 31 ) Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1998, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑263/95, EU:C:1998:47, σκέψη 31), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Tilly-Sabco κατά Επιτροπής (C‑183/16 P, EU:C:2017:704, σκέψη 103).

( 32 ) Απόφαση της 29ης Ιουλίου 2010, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑54/09 P, EU:C:2010:451, σκέψη 46).

( 33 ) Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Tilly-Sabco κατά Επιτροπής (C‑183/16 P, EU:C:2017:704, σκέψη 114). Βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1998, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑263/95, EU:C:1998:47, σκέψη 32).

( 34 ) Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Tilly-Sabco κατά Επιτροπής (C‑183/16 P, EU:C:2017:704, σκέψη 102). Θα μπορούσε να προστεθεί ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή και ειδικότερα ότι τα μέλη της επιτροπής διαχειρίσεως δεν διαμαρτυρήθηκαν για τον τρόπο δράσεως της Επιτροπής, ότι οι κανόνες διαβουλεύσεως με μια επιτροπή αποσκοπούν στη διασφάλιση της τηρήσεως των προνομίων των μελών της και όχι στην προστασία των δικαιωμάτων των οικονομικών φορέων και ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι, αν δεν συνέτρεχε η προβαλλόμενη παράβαση, το αποτέλεσμα της διαδικασίας θα ήταν διαφορετικό, δεν κρίθηκαν λυσιτελή από το Δικαστήριο.

( 35 ) Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Tilly-Sabco κατά Επιτροπής (C‑183/16 P, EU:C:2017:704, σκέψη 114).

( 36 ) Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost (314/85, EU:C:1987:452, σκέψη 20).

Top