Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0386

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 6ης Σεπτεμβρίου 2018.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:670

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 6ης Σεπτεμβρίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑386/17

Stefano Liberato

κατά

Luminita Luisa Grigorescu

[αίτηση του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 Άρθρο 5, σημείο 2 – Άρθρο 27 – Άρθρο 35, παράγραφος 3 – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα υποχρεώσεως διατροφής – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Άρθρα 19 και 24 – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας – Εκκρεμοδικία – Παράβαση κανόνων περί εκκρεμοδικίας – Συνέπειες – Απαγόρευση έρευνας της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προελεύσεως»

1.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 19 και 24 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 ( 2 ).

2.

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Stefano Liberato και της Luminita Luisa Grigorescu, με αντικείμενο την αναγνώριση από τα ιταλικά δικαστήρια αποφάσεως των ρουμανικών δικαστηρίων, σχετικής με τον συζυγικό δεσμό, τη γονική μέριμνα και τις υποχρεώσεις διατροφής.

3.

Η υπόθεση αυτή παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει κατά πόσον η παράβαση των κανόνων περί εκκρεμοδικίας από το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο μπορεί να συνιστά λόγο μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως την οποία εκδίδει το δικαστήριο αυτό.

4.

Στο τέλος της αναλύσεως που ακολουθεί θα προτείνω, στο πνεύμα της αποφάσεως της 19ης Νοεμβρίου 2015, P ( 3 ), να κριθεί ότι το άρθρο 35, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 ( 4 ) του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 5 ), και το άρθρο 24 του κανονισμού 2201/2003 έχουν την έννοια ότι η παράβαση, από το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο, των κανόνων περί εκκρεμοδικίας του άρθρου 27 του κανονισμού 44/2001 και του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003 δεν επιτρέπεται να συνιστά λόγο μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως την οποία εκδίδει το δικαστήριο αυτό, κατ’ επίκληση της αντιθέσεως προς τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνωρίσεως.

I. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Ο κανονισμός 44/2001

5.

Το άρθρο 5, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001 ορίζει τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

[…]

2)

ως προς υποχρεώσεις διατροφής, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο δικαιούχος της διατροφής έχει την κατοικία ή την συνήθη διαμονή του ή, εφόσον πρόκειται για αγωγή παρεπόμενη δίκης σχετικά με την προσωπική κατάσταση, ενώπιον του δικαστηρίου που κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή έχει διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση της δίκης αυτής, εκτός αν η διεθνής αυτή δικαιοδοσία θεμελιώνεται μόνο στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων.»

6.

Το άρθρο 27 του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«1.   Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο, αναστέλλει αυτεπάγγελτα την διαδικασία του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

2.   Όταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου.»

7.

Το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.   Όταν συναφείς αγωγές εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί μπορεί να αναστείλει την εκδίκαση.

2.   Όταν οι αγωγές αυτές εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί δύναται επίσης, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές και ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων.

3.   Είναι συναφείς, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αγωγές που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά.»

8.

Το άρθρο 34 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απόφαση δεν αναγνωρίζεται:

1)

αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως·

[…]

3)

αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως·

4)

αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως.»

9.

Το άρθρο 35 του κανονισμού 44/2001 προβλέπει τα εξής:

«1.   Απόφαση δεν αναγνωρίζεται, επίσης, αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3, 4 και 6 του κεφαλαίου II, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72.

2.   Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του.

3.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώτης παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34 σημείο 1.»

2. Ο κανονισμός 2201/2003

10.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 11, 12, 21 και 33 του κανονισμού 2201/2003 έχουν ως εξής:

«(11)

Οι υποχρεώσεις διατροφής αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, δεδομένου ότι ρυθμίζονται ήδη από τον κανονισμό […] αριθ. 44/2001. Τα αρμόδια, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, δικαστήρια είναι γενικώς αρμόδια να επιλαμβάνονται θεμάτων υποχρεώσεων διατροφής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5 [σημείο] 2 του κανονισμού […] αριθ. 44/2001.

(12)

Οι κανόνες [διεθνούς δικαιοδοσίας] που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας. Αυτό σημαίνει ότι κατά πρώτο λόγο θα πρέπει να είναι αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις μεταβολής της διαμονής του παιδιού ή ύστερα από συμφωνία μεταξύ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας.

[…]

(21)

Η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και οι λόγοι της μη αναγνώρισης θα πρέπει να περιορίζονται στον ελάχιστο αναγκαίο βαθμό.

[…]

(33)

Ο παρών κανονισμός αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από το Χάρτη [των] Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδιαίτερα, επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 24 του Χάρτη [των] Θεμελιωδών Δικαιωμάτων […]».

11.

Το άρθρο 12 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Παρέκταση αρμοδιότητας», ορίζει στις παραγράφους του 1 και 2 τα ακόλουθα:

«1.   Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στα οποία η [διεθνής δικαιοδοσία] ασκείται βάσει του άρθρου 3, για να αποφασίσουν για μια αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου των συζύγων, είναι αρμόδια για οιοδήποτε ζήτημα σχετικά με τη γονική μέριμνα το οποίο συνδέεται με την αίτηση αυτή, εφόσον

α)

τουλάχιστον ένας από τους συζύγους ασκεί τη γονική μέριμνα του παιδιού

και

β)

η [διεθνής δικαιοδοσία] των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από τους συζύγους και από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και είναι προς το ύψιστο συμφέρον του παιδιού.

2.   Η [διεθνής δικαιοδοσία] που ασκείται κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1 παύει όταν

α)

είτε η απόφαση η οποία δέχεται την αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου ή την απορρίπτει καθίσταται τελεσίδικη·

β)

είτε, σε περίπτωση κατά την οποία μια διαδικασία σχετικά με τη γονική μέριμνα εκκρεμεί ακόμη κατά την ημερομηνία η οποία προβλέπεται στο στοιχείο αʹ, όταν μια απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα καθίσταται τελεσίδικη·

γ)

είτε, στις περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται στα στοιχεία αʹ και βʹ, όταν η διαδικασία έχει περατωθεί για άλλους λόγους.

12.

Το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Έρευνα της δικαιοδοσίας», ορίζει:

«Δικαστήριο κράτους μέλους διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως την έλλειψη δικαιοδοσίας του εφόσον επιλαμβάνεται υπόθεσης για την οποία δεν έχει δικαιοδοσία βάσει του παρόντος κανονισμού και για την οποία δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει δικαιοδοσία δυνάμει του παρόντος κανονισμού.»

13.

Το άρθρο 19 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Εκκρεμοδικία και συναφείς αγωγές», προβλέπει τα εξής:

«1.   Αν έχουν ασκηθεί αγωγές για θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου μεταξύ των αυτών διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο, αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

2.   Εάν έχουν ασκηθεί αγωγές για θέματα γονικής μέριμνας ενός παιδιού, με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο, αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

3.   Όταν διαπιστωθεί η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, κάθε δικαστήριο που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του υπέρ αυτού του δικαστηρίου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο διάδικος που άσκησε τη σχετική αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα μπορεί να ασκήσει την αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.»

14.

Το άρθρο 21 του κανονισμού 2201/2003, με τίτλο «Αναγνώριση αποφάσεων», προβλέπει, στις παραγράφους του 1 και 4:

«1.   Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία.

[…]

4.   Εάν η επίκληση της αναγνώρισης γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει σχετικά.»

15.

Το άρθρο 22 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Λόγοι μη αναγνώρισης αποφάσεων που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου», ορίζει:

«Αποφάσεις που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου δεν αναγνωρίζονται:

α)

αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης·

[…]

γ)

αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος μέλος αναγνώρισης·

[…]».

16.

Το άρθρο 23 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Λόγοι μη αναγνώρισης αποφάσεων που αφορούν τη γονική μέριμνα», προβλέπει τα εξής:

«Απόφαση που αφορά τη γονική μέριμνα δεν αναγνωρίζεται:

α)

αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης, λαμβάνοντας υπόψη το ύψιστο συμφέρον του παιδιού,

[…]

ε)

αν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με μεταγενέστερη απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα που έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος αναγνώρισης,

[…]».

17.

Το άρθρο 24 του ίδιου κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Απαγόρευση έρευνας της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προέλευσης», προβλέπει τα εξής:

«Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης δεν ερευνάται. Το κριτήριο της δημόσιας τάξης του άρθρου 22, [στοιχείο] αʹ, και του άρθρου 23, [στοιχείο] αʹ, δεν εφαρμόζεται στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων 3 έως 14.»

Β.   Το ιταλικό δίκαιο

18.

Το άρθρο 150 του ιταλικού codice civile (Αστικού Κώδικα), με τίτλο «Χωρισμός των συζύγων», ορίζει:

«Αναγνωρίζεται ότι είναι δυνατός ο χωρισμός των συζύγων.

Ο χωρισμός μπορεί να είναι δικαστικός ή συναινετικός.

Δικαίωμα να ζητήσουν από το δικαστήριο να κηρύξει τον χωρισμό ή να εγκρίνει τον συναινετικό χωρισμό έχουν μόνον οι σύζυγοι.»

19.

Το άρθρο 151 του ιταλικού Αστικού κώδικα, με τίτλο «Κήρυξη του χωρισμού από το δικαστήριο», προβλέπει:

«Ο χωρισμός μπορεί να ζητηθεί όταν αποδεικνύονται, ακόμη και ανεξάρτητα από τη βούληση ενός συζύγου ή αμφοτέρων των συζύγων, πραγματικά περιστατικά τα οποία καθιστούν αφόρητη τη συνέχιση της συμβιώσεως ή προκαλούν σημαντική βλάβη στην εκπαίδευση των τέκνων.

Κηρύσσοντας τον χωρισμό, το δικαστήριο υποδεικνύει, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις και εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα, τον υπαίτιο για τον χωρισμό σύζυγο, λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς του η οποία αντιβαίνει στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον γάμο.»

20.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, για την οριστική λύση των δεσμών του γάμου (διαζύγιο), η εφαρμοστέα ratione temporis διάταξη είναι το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, στοιχείο b, του legge n. 898 (Disciplina dei casi di scioglimento del matrimonio) [νόμου 898 (Ρύθμιση των περιπτώσεων λύσεως του γάμου)] ( 6 ), της 1ης Δεκεμβρίου 1970, το οποίο έχει ως εξής:

«Οποιοσδήποτε εκ των συζύγων δύναται να ζητήσει τη λύση του γάμου ή την κήρυξη της παύσεως των αστικών συνεπειών του γάμου:

[…]

2)

στις περιπτώσεις στις οποίες:

[…]

b)

κηρύχθηκε με απόφαση με ισχύ δεδικασμένου ο χωρισμός των συζύγων ή εγκρίθηκε ο συναινετικός χωρισμός ή επήλθε διάσταση, όταν η εν λόγω διάσταση ξεκίνησε τουλάχιστον δύο έτη πριν από τις 18 Δεκεμβρίου 1970. Σε όλες τις προμνησθείσες περιπτώσεις, για την υποβολή της αιτήσεως λύσεως του γάμου ή κηρύξεως της παύσεως των αστικών συνεπειών του γάμου, ο χωρισμός πρέπει να έχει διαρκέσει χωρίς διακοπή επί τουλάχιστον τρία έτη από την παράσταση των συζύγων ενώπιον του προέδρου του δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας δικαστικού χωρισμού, ακόμη και αν η κατ’ αντιμωλία διαδικασία μετατράπηκε σε συναινετική διαδικασία.»

21.

Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι η γονική μέριμνα και υποχρέωση διατροφής έναντι του παιδιού ρυθμίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, σε περίπτωση τόσο χωρισμού όσο και διαζυγίου, από τα άρθρα 337 bis έως 337 octies του αστικού κώδικα.

II. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

22.

Ο S. Liberato και η L. L. Grigorescu τέλεσαν γάμο στη Ρώμη (Ιταλία) στις 22 Οκτωβρίου 2005 και έζησαν μαζί στο κράτος μέλος αυτό έως τη γέννηση του παιδιού τους, στις 20 Φεβρουαρίου 2006. Σταδιακά η έγγαμη σχέση κλονίστηκε. Η μητέρα μετέβη με το παιδί στη Ρουμανία και έκτοτε δεν έχει επιστρέψει στην οικογενειακή εστία στην Ιταλία ( 7 ).

23.

Με αγωγή που άσκησε στις 22 Μαΐου 2007 ενώπιον του Tribunale di Teramo (πρωτοδικείου του Teramo, Ιταλία), ο S. Liberato ζήτησε την κήρυξη του δικαστικού χωρισμού του από την L. L. Grigorescu και την ανάθεση σε αυτόν της αποκλειστικής επιμέλειας του παιδιού. Η L. L. Grigorescu απάντησε στην αγωγή ζητώντας τον χωρισμό με καταλογισμό της υπαιτιότητας στον σύζυγό της, την ανάθεση σε αυτήν της αποκλειστικής επιμέλειας του παιδιού και τη συμβολή του πατέρα στη συντήρησή του.

24.

Με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2012 ( 8 ), το Tribunale di Teramo (πρωτοδικείο του Teramo) κήρυξε τον δικαστικό χωρισμό των συζύγων, καταλογίζοντας την υπαιτιότητα στην L. L. Grigorescu, και διέταξε, με χωριστή διάταξη, τη διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να αποφανθεί επί των εκατέρωθεν αιτημάτων γονικής μέριμνας.

25.

Ενώ εκκρεμούσε στην Ιταλία η υπόθεση με αντικείμενο τη γονική μέριμνα, η L. L. Grigorescu προσέφυγε, στις 30 Σεπτεμβρίου 2009, στο Judecătoria București (μονομελές πρωτοδικείο του Βουκουρεστίου, Ρουμανία) με αίτημα να εκδοθεί απόφαση διαζυγίου, να ανατεθεί στην ίδια η αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου και να υποχρεωθεί ο πατέρας να συμβάλλει στη συντήρηση του παιδιού.

26.

Στο πλαίσιο αυτής της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας εις βάρος του, ο S. Liberato προέβαλε, ως προκαταρκτικό ζήτημα, ένσταση εκκρεμοδικίας για τον λόγο ότι η διαδικασία δικαστικού χωρισμού είχε κινηθεί αρχικώς στην Ιταλία. Ωστόσο, με απόφαση της 31ης Μαΐου 2010, το Judecătoria București (μονομελές πρωτοδικείο του Βουκουρεστίου) κήρυξε τη λύση του γάμου, ανέθεσε την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού στη μητέρα και καθόρισε τον τρόπο προσωπικής επικοινωνίας του πατέρα καθώς και το ποσό της διατροφής που θα έπρεπε να καταβάλλει ο πατέρας για το παιδί.

27.

Η απόφαση αυτή απέκτησε ισχύ δεδικασμένου κατόπιν αποφάσεως του Curtea de Apel București (εφετείου του Βουκουρεστίου) της 12ης Ιουνίου 2013, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Tribunalul București (πολυμελούς πρωτοδικείου του Βουκουρεστίου) της 3ης Δεκεμβρίου 2012, με την οποία είχε απορριφθεί η έφεση που είχε ασκήσει ο S. Liberato κατά της αποφάσεως της 31ης Μαΐου 2010.

28.

Στη συνέχεια, περατώθηκε η υπόθεση χωρισμού στην Ιταλία με απόφαση της 8ης Ιουλίου 2013 του Tribunale di Teramo (πρωτοδικείου του Teramo). Το δικαστήριο αυτό ανέθεσε αποκλειστικά στον πατέρα την επιμέλεια του παιδιού και διέταξε την άμεση επιστροφή του στην Ιταλία. Το εν λόγω δικαστήριο καθόρισε επίσης τον τρόπο προσωπικής επικοινωνίας της μητέρας με το παιδί στην Ιταλία, υπό την εποπτεία των κοινωνικών υπηρεσιών και της εισαγγελικής αρχής, και επέβαλε στη μητέρα την υποχρέωση συμβολής στη συντήρηση του παιδιού.

29.

Το Tribunale di Teramo (πρωτοδικείο του Teramo) απέρριψε το παρεμπίπτον αίτημα της L. L. Grigorescu για αναγνώριση στην Ιταλία της αποφάσεως διαζυγίου που εξέδωσε το Tribunalul București (πρωτοδικείο του Βουκουρεστίου) στις 3 Δεκεμβρίου 2012, δυνάμει του κανονισμού 2201/2003. Το Tribunale di Teramo (πρωτοδικείο του Teramo) επισήμανε ότι η διαδικασία διαζυγίου στη Ρουμανία κινήθηκε το 2009, μετά την κίνηση της διαδικασίας δικαστικού χωρισμού το 2007 στην Ιταλία, και ότι το Tribunalul București (πολυμελές πρωτοδικείο του Βουκουρεστίου) παρέβη το άρθρο 19 του κανονισμού 2201/2003 μη αναστέλλοντας την ενώπιόν του διαδικασία.

30.

Κατά της ως άνω αποφάσεως η L. L. Grigorescu άσκησε έφεση ενώπιον του Corte d’Appello di L’Aquila (εφετείου της L’Aquila, Ιταλία), υποβάλλοντας, ως προκαταρκτικό ζήτημα, παρεμπίπτον αίτημα αναγνωρίσεως της αποφάσεως του Curtea de Apel București (εφετείου του Βουκουρεστίου) της 12ης Ιουνίου 2013 με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση εκκρεμοδικίας με το σκεπτικό ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν υπήρχε ταύτιση αντικειμένου στις δύο υποθέσεις σύμφωνα με το ρουμανικό δικονομικό δίκαιο ( 9 ). Με απόφαση της 31ης Μαρτίου 2014, το Corte d’Appello di L’Aquila (εφετείο της L’Aquila) μεταρρύθμισε την πρωτοδίκως εκδοθείσα απόφαση και έκανε δεκτή την ένσταση σχετικά με την ισχύ δεδικασμένου της αποφάσεως διαζυγίου η οποία εκδόθηκε από τα ρουμανικά δικαστήρια και αφορούσε επίσης την επιμέλεια του παιδιού και τη συμβολή στη συντήρησή του. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η παράβαση, από τα δικαστήρια που επιλήφθηκαν μεταγενέστερα, ήτοι τα ρουμανικά δικαστήρια, των κανόνων της εκκρεμοδικίας κατά το δίκαιο της Ένωσης δεν είναι «κρίσιμη» για τους σκοπούς της εξετάσεως των προϋποθέσεων αναγνωρίσεως των οριστικών μέτρων που αποφάσισε η Ρουμανία, ότι οι ρουμανικές αποφάσεις δεν είναι ασυμβίβαστες με τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στην Ιταλία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος, ιδίως δημοσίας τάξεως, ο οποίος να εμποδίζει την αναγνώριση της ρουμανικής αποφάσεως.

31.

Ο S. Liberato άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής του Corte d’Appello di L’Aquila (εφετείου της L’Aquila).

32.

Το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία), το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνει ότι η εκδοθείσα στη Ρουμανία απόφαση αφορά τον συζυγικό δεσμό, τη γονική μέριμνα και την υποχρέωση διατροφής. Στο πλαίσιο της κινηθείσας στην Ιταλία διαδικασίας δικαστικού χωρισμού είχαν υποβληθεί τα ίδια αιτήματα, εκτός του αιτήματος σχετικά με τον συζυγικό δεσμό, το οποίο δεν είναι ακριβώς το ίδιο, διότι στην ιταλική έννομη τάξη απαιτείται να αποδεικνύεται, πριν το διαζύγιο, ότι πληρούνται οι εκ του νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για τον δικαστικό χωρισμό των συζύγων.

33.

Το δικαστήριο αυτό εκθέτει, καταρχάς, ότι δεν συντρέχουν, βάσει του άρθρου 22, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 2201/2003, του άρθρου 23, στοιχείο εʹ, του κανονισμού αυτού ή του άρθρου 34, παράγραφος 4, του κανονισμού 44/2001, λόγοι οι οποίοι να εμποδίζουν την αναγνώριση της ρουμανικής αποφάσεως όσον αφορά το καθεστώς των συζύγων, τη γονική μέριμνα και τις υποχρεώσεις διατροφής αντιστοίχως.

34.

Κατά το εν λόγω δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί, στη συνέχεια, κατά πόσον υπήρξε παράβαση των εφαρμοστέων διατάξεων σχετικά με την εκκρεμοδικία κατά το δίκαιο της Ένωσης, ήτοι του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003 και του άρθρου 27 του κανονισμού 44/2001, από τα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου εκδόθηκε η απόφαση της οποίας ζητείται η αναγνώριση και, εφόσον η παράβαση αφορά αμφότερα τα άρθρα, εάν η παράβαση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως λόγος που εμποδίζει την αναγνώριση λόγω της πρόδηλης αντιθέσεώς της προς τη δημόσια τάξη.

35.

Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η εκκρεμοδικία κατά το δίκαιο της Ένωσης αποτελεί έκφραση της θεμελιώδους αρχής του συστήματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας, στο οποίο βασίζεται η κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων εντός των κρατών μελών. Η εκκρεμοδικία στηρίζεται σε τρεις αρχές, ήτοι την αυτοτέλεια της έννοιας αυτής, την απαγόρευση ελέγχου από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που επιλήφθηκε πρώτο και τη χρονική προτεραιότητα υπέρ του δικαστηρίου που επιλήφθηκε πρώτο, η οποία δεσμεύει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο.

36.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ένσταση εκκρεμοδικίας την οποία προέβαλλε ο S. Liberato σε κάθε στάδιο της διαδικασίας στη Ρουμανία, και ιδίως ενώπιον του Curtea de Apel București (εφετείου του Βουκουρεστίου), απορρίφθηκε βάσει της απόλυτης ταυτίσεως αιτίας, αντικειμένου και διαδίκων, κατ’ εφαρμογήν, αφενός, του ρουμανικού δικονομικού κανόνα της εκκρεμοδικίας και, αφετέρου, της έννοιας της «εκκρεμοδικίας» κατά το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003. Εξ αυτού, το εν λόγω δικαστήριο συνάγει ότι τα ρουμανικά δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, το οποίο εντάσσει στο ίδιο πλαίσιο τις αγωγές διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακυρώσεως γάμου και δεν απαιτεί συνεπώς ταύτιση αιτίας και αντικειμένου.

37.

Όσον αφορά την κρίση επί της υποχρεώσεως διατροφής του παιδιού, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την κρίση επί της γονικής μέριμνας, από την οποία δεν μπορεί να διαχωριστεί ούτε λογικά ούτε νομικά, δεδομένου ότι εξαρτάται από αυτήν. Εκτιμά ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 28 του κανονισμού 44/2001, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 3, του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής ( 10 ), μολονότι η διάταξη αυτή δεν τυγχάνει άμεσης εφαρμογής εν προκειμένω ( 11 ).

38.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η τελεσίδικη ρουμανική απόφαση, της οποίας ζητήθηκε η αναγνώριση, εκδόθηκε από δικαστήριο το οποίο δεν είχε εξουσία να αποφανθεί επί της διαφοράς, διότι επιλήφθηκε δεύτερο.

39.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η παράβαση αυτή δεν αφορά μόνο την εφαρμογή κριτηρίου απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας μεταξύ δύο κρατών μελών, αλλά επίσης, λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας της εκκρεμοδικίας στο σύστημα αυτόματης αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων των κρατών μελών, την υλοποίηση αρχής της δικονομικής δημόσιας τάξεως της Ένωσης, συνιστάμενης στη νόμιμη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων εντός της Ένωσης. Η αρχή της χρονικής προτεραιότητας, στην οποία θεμελιώνεται ο δικονομικός κανόνας της εκκρεμοδικίας, κατέχει κεντρική θέση στο δικονομικό δίκαιο της Ένωσης, καθόσον αποτρέπει δικαστικές πρωτοβουλίες που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό να παρακωλύσουν την περάτωση της δίκης απλώς λόγω διαφωνίας με τις επί της ουσίας κρίσεις του δικαστηρίου που επιλήφθηκε πρώτο και του οποίου η διεθνής δικαιοδοσία έχει γίνει αναμφισβήτητα δεκτή.

40.

Το δικαστήριο αυτό υπογραμμίζει επίσης ότι το άρθρο 24 του κανονισμού 2201/2003, κατά το οποίο απαγορεύεται η έρευνα της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προελεύσεως, παραπέμπει μόνο στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων 3 έως 14 του κανονισμού αυτού, και όχι στον κανόνα του άρθρου 19 του ίδιου κανονισμού.

41.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Επιδρά η παράβαση των κανόνων περί εκκρεμοδικίας, οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2201/2003, μόνο στον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας, με επακόλουθη εφαρμογή του άρθρου 24 του κανονισμού αυτού, ή μπορεί αντιθέτως η εν λόγω παράβαση να εμποδίζει την αναγνώριση, στο κράτος μέλος του οποίου το δικαστήριο επιλήφθηκε πρώτο, της αποφάσεως που εκδόθηκε στο κράτος μέλος του οποίου το δικαστήριο επιλήφθηκε δεύτερο, για λόγους δικονομικής δημόσιας τάξεως, λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 24 αυτό παραπέμπει μόνο στους κανόνες που καθορίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία και περιέχονται στα άρθρα 3 έως 14 του κανονισμού 2201/2003 και όχι στο άρθρο 19 αυτού;

2)

Αντιβαίνει ερμηνεία του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003, κατά την οποία αυτό νοείται μόνο ως κανόνας καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας, στην έννοια της “εκκρεμοδικίας” κατά το δίκαιο της Ένωσης καθώς και στη λειτουργία και στον σκοπό της ρυθμίσεως, η οποία αποβλέπει στον καθορισμό συνόλου κανόνων δικονομικής δημόσιας τάξεως, από τους οποίους δεν χωρεί παρέκκλιση, για τη διασφάλιση της δημιουργίας κοινού χώρου χαρακτηριζόμενου από την αμοιβαία εμπιστοσύνη και την καλόπιστη δικονομική συμπεριφορά μεταξύ των κρατών μελών, εντός του οποίου μπορεί να λειτουργεί η αυτόματη αναγνώριση και η ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων;»

III. Ανάλυση

42.

Για τον προσδιορισμό των συνεπειών της μη τηρήσεως των κανόνων περί εκκρεμοδικίας, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει να αποσαφηνιστούν, εξαρχής, όλες οι διατάξεις που χρήζουν ερμηνείας, καθώς και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του μηχανισμού της εκκρεμοδικίας.

Α.   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1. Επί της αναδιατυπώσεως των προδικαστικών ερωτημάτων

43.

Σημειωτέον ότι το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει τα ερωτήματά του υπό το πρίσμα μόνον του κανονισμού 2201/2003, ενώ από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά μόνον τη γονική μέριμνα αλλά και τις υποχρεώσεις διατροφής, οι οποίες δεν καλύπτονται από τον συγκεκριμένο κανονισμό ( 12 ).

44.

Κατά συνέπεια, πρέπει να αναδιατυπωθούν τα υποβληθέντα ερωτήματα ώστε να γίνει αναφορά στο άρθρο 5, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001, ο οποίος έχει εφαρμογή δεδομένου ότι οι αγωγές ασκήθηκαν πριν από τις 18 Ιουνίου 2011 ( 13 ).

45.

Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι, με τα δύο αυτά ερωτήματα, τα οποία ενδείκνυται να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 35, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 και το άρθρο 24 του κανονισμού 2201/2003 είναι δυνατό να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να μπορεί η παράβαση των κανόνων περί εκκρεμοδικίας που προβλέπονται στο άρθρο 27 του κανονισμού 44/2001 και στο άρθρο 19 του κανονισμού 2201/2003 από το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο, να συνιστά λόγο μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, στηριζόμενο σε αντίθεση προς τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνωρίσεως, η οποία περιλαμβάνει δικονομικούς κανόνες που θεωρούνται ουσιώδεις στην έννομη τάξη της Ένωσης.

2. Επί της ταυτότητας του μηχανισμού που προβλέπεται από τους κανονισμούς 44/2001 και 2201/2003 σε περίπτωση εκκρεμοδικίας

46.

Οι δύο αυτοί κανονισμοί επιβάλλουν στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο να διαπιστώσει την εκ μέρους του έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση εκκρεμοδικίας ( 14 ). Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι «το άρθρο 19 του κανονισμού 2201/2003[ ( 15 )] έχει διατύπωση παραπλήσια εκείνης του άρθρου 27 του κανονισμού 44/2001, ο οποίος αντικατέστησε το άρθρο 21 της Συμβάσεως[ ( 16 )], και δημιουργεί έναν μηχανισμό ισοδύναμο προς εκείνον τον οποίο προβλέπουν τα δύο τελευταία αυτά άρθρα προς ρύθμιση των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας. Πρέπει κατά συνέπεια να ληφθούν υπόψη οι σχετικές με τα άρθρα αυτά παρατηρήσεις του Δικαστηρίου» ( 17 ).

3. Επί του μηχανισμού που θεσπίστηκε για τις περιπτώσεις εκκρεμοδικίας και του σκοπού του

47.

Όπως έχει ήδη τονίσει το Δικαστήριο, όσον αφορά τον κανονισμό 2201/2003, «ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε έναν σαφή και αποτελεσματικό μηχανισμό για την επίλυση περιπτώσεων εκκρεμοδικίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001, απόφαση Cartier parfums-lunettes και Axa Corporate Solutions assurances, C‑1/13, EU:C:2014:109, σκέψη 40)» ( 18 ).

48.

Βάσει του μηχανισμού αυτού, ο οποίος «στηρίζεται στη χρονική σειρά με την οποία τα δικαστήρια επιλαμβάνονται των οικείων αγωγών» ( 19 ), το δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο πρέπει να αναστείλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία, μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επιλήφθηκε πρώτο.

49.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, «για να […] διαπιστωθεί η δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου υπό την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού [2201/2003], αρκεί το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο να μην έχει κρίνει αυτεπαγγέλτως εαυτό αναρμόδιο και κανένας από τους διαδίκους να μην έχει αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία αυτή πριν ή έως το χρονικό σημείο της ενέργειας με την οποία ο εναγόμενος λαμβάνει θέση επί της υποθέσεως και η οποία λογίζεται από το εθνικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας επί της ουσίας ενώπιον του δικαστηρίου αυτού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Cartier parfums-lunettes και Axa Corporate Solutions assurances, C‑1/13, EU:C:2014:1009, σκέψη 44)» ( 20 ).

50.

Ειδικότερα, όπως έκρινε το Δικαστήριο, «[α]ναλόγως με τις δυνατότητες που προβλέπει το εθνικό του δίκαιο, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο δύναται, οσάκις ταυτίζονται οι διάδικοι στις δύο διαφορές, να ζητήσει από τον διάδικο που προβάλλει ένσταση εκκρεμοδικίας πληροφορίες σχετικά με το υποστατό της προβαλλόμενης διαφοράς και το περιεχόμενο της προσφυγής. Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο κανονισμός 2201/2003 βασίζεται στη συνεργασία και την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των δικαστηρίων, το δικαστήριο αυτό μπορεί να ενημερώσει το δικαστήριο που επελήφθη πρώτο σχετικά με την ενώπιόν του κατάθεση προσφυγής, να επιστήσει την προσοχή του στο ενδεχόμενο εκκρεμοδικίας, να το καλέσει να του κοινοποιήσει τις πληροφορίες σχετικά με την ενώπιον αυτού εκκρεμή προσφυγή και να λάβει θέση ως προς τη δικαιοδοσία του κατά τον κανονισμό 2201/2003, ή να του κοινοποιήσει κάθε απόφαση που ελήφθη σχετικώς. Τέλος, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο θα μπορεί να απευθυνθεί στην κεντρική αρχή του κράτους μέλους του» ( 21 ).

51.

Ο επιτακτικός χαρακτήρας των κανόνων εκκρεμοδικίας που θεσπίζονται στο άρθρο 19 του κανονισμού 2201/2003 ( 22 ) δικαιολογείται από τον σκοπό τους. Το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι «οι κανόνες αυτοί αποσκοπούν στην αποφυγή παραλλήλων διαδικασιών εκκρεμών ενώπιον των δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών και της εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτές» ( 23 ).

52.

Οι προαναφερθέντες κανόνες συμβάλλουν στην εφαρμογή της αρχής της αυτοδίκαιης αναγνωρίσεως των εκδιδόμενων στα κράτη μέλη δικαστικών αποφάσεων, η οποία στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

4. Επί των προϋποθέσεων της εκκρεμοδικίας και της εφαρμογής τους στην υπόθεση της κύριας δίκης

53.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι έννοιες που χρησιμοποιούνται προκειμένου να καθοριστεί η κατάσταση εκκρεμοδικίας, ιδίως στους κανονισμούς 44/2001 και 2201/2003, πρέπει να θεωρούνται ως αυτοτελείς.

54.

Συγκεκριμένα, σε υποθέσεις γονικής μέριμνας, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ρητώς την αρχή αυτή στηριζόμενο στους επιδιωκόμενους από τον κανονισμό 2201/2003 σκοπούς «και [στο γεγονός] ότι το άρθρο [19, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού], αντί να αναφέρεται στον όρο “εκκρεμοδικία”, όπως χρησιμοποιείται στις διάφορες εθνικές έννομες τάξεις των κρατών μελών, προβλέπει πολλές ουσιαστικές προϋποθέσεις ως στοιχεία ενός ορισμού» ( 24 ).

55.

Σε αγωγές σχετικές με τον συζυγικό δεσμό, προκύπτει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 αυτού, ότι η μόνη προϋπόθεση που πρέπει να εξετάζεται προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται παράλληλη διαδικασία αφορά τους διαδίκους. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να το επισημάνει ρητώς στην υπόθεση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Α ( 25 ). Έκρινε επομένως ότι «μπορεί να υφίσταται εκκρεμοδικία όταν δύο δικαστήρια διαφορετικών κρατών μελών επιλαμβάνονται […] το μεν ένα διαδικασίας δικαστικού χωρισμού, το δε άλλο διαδικασίας διαζυγίου, ή όταν αμφότερα επιλαμβάνονται αγωγής διαζυγίου» ( 26 ).

56.

Αν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σχετικά με τον συζυγικό δεσμό, υποβληθούν αιτήματα που αφορούν τη γονική μέριμνα, εφαρμόζονται οι σχετικοί με τη λύση του γάμου κανόνες εκκρεμοδικίας ( 27 ).

57.

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις διαφορές περί διατροφής εφόσον πρόκειται για αγωγή «παρεπόμενη δίκης σχετικά με την προσωπική κατάσταση», σύμφωνα με το άρθρο 5, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001.

58.

Μετά την έκδοση του διαζυγίου, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003, απαιτείται να πληρούται η προϋπόθεση ταυτίσεως αντικειμένου και αιτίας στις διαφορές γονικής μέριμνας, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ( 28 ). Όσον αφορά το αίτημα σχετικά με την υποχρέωση διατροφής, οι κανόνες περί εκκρεμοδικίας που θεσπίζονται στο άρθρο 27 του κανονισμού 44/2001, οι οποίοι έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, απαιτούν τον έλεγχο της ταυτίσεως αντικειμένου, αιτίας και διαδίκων.

59.

Επιπλέον, παρατηρείται ότι η προτεραιότητα που δίνεται στο δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο εξακολουθεί να υφίσταται εφόσον το δικαστήριο αυτό δεν έχει κρίνει εαυτό αναρμόδιο, κατόπιν του ελέγχου στον οποίο προβαίνει υποχρεωτικά σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού 2201/2003 ( 29 ), σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ( 30 ).

60.

Συνεπώς, στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τον χρόνο κατά τον οποίο επιλήφθηκε της υποθέσεως το ρουμανικό δικαστήριο, ο προβλεπόμενος σε περίπτωση εκκρεμοδικίας μηχανισμός έπρεπε να τεθεί σε λειτουργία από το δικαστήριο αυτό τόσο για την απόφαση λύσεως του γάμου όσο και για τις συνέπειές της που αφορούν το παιδί, το οποίο διέμενε στη Ρουμανία, ως αποτέλεσμα της παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του ιταλικού δικαστηρίου ( 31 ).

61.

Ωστόσο, από την απόφαση του Curtea de Apel București (εφετείου του Βουκουρεστίου) της 12ης Ιουνίου 2013 προκύπτει ότι το ρουμανικό δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το δίκαιο της Ένωσης ( 32 ) απορρίπτοντας την προβληθείσα από τον S. Liberato ένσταση εκκρεμοδικίας, η οποία στηριζόταν στις αγωγές σχετικά με τον συζυγικό δεσμό. Συγκεκριμένα, το εν λόγω δικαστήριο παρέπεμψε καταρχάς στο ρουμανικό εθνικό δίκαιο το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας και της ισχύος του δεδικασμένου για να εκτιμήσει στη συνέχεια ότι «[π]ροκύπτει με σαφήνεια από τη διατύπωση του άρθρου 19 [του κανονισμού 2201/2003] το οποίο απαριθμεί διακριτά τις τρεις περιπτώσεις εκκρεμοδικίας, ήτοι “αν έχουν ασκηθεί αγωγές για θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου μεταξύ των αυτών διαδίκων”, ότι στις δύο παράλληλες αγωγές πρέπει να ταυτίζεται αποκλειστικά ένα από τα τρία αντικείμενα και όχι δύο διακριτά αντικείμενα μεταξύ εκείνων τα οποία απαριθμούνται ρητά και περιοριστικά στο κείμενο. […] [Ε]ν προκειμένω, οι δύο αγωγές έχουν έκαστη διαφορετικό αντικείμενο, ήτοι τον χωρισμό στην Ιταλία και το διαζύγιο στη Ρουμανία, όπερ αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003. Ορθά το κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο έκρινε ότι το ρουμανικό σύστημα δεν αναγνωρίζει τον θεσμό του χωρισμού. Ως εκ τούτου, είναι πρόδηλο ότι δεν δύναται να υπάρξει “ταύτιση” με τέτοια αγωγή ασκηθείσα ενώπιον του δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους. Ακόμη και αν ο θεσμός αναγνωριζόταν, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υφίσταται ταύτιση μεταξύ διαζυγίου και χωρισμού».

62.

Εξάλλου, παρατηρείται ότι η ένσταση εκκρεμοδικίας την οποία προέβαλλε ο S. Liberato σε όλα τα στάδια της διαδικασίας στηριζόταν στην παρέκταση αυτή της διεθνούς δικαιοδοσίας που συνδεόταν με την αγωγή περί δικαστικού χωρισμού, και όχι στους κανόνες που έχουν εφαρμογή σε διαφορές γονικής μέριμνας ή διατροφής.

63.

Σημειωτέον, πάντως, ότι μετά την έκδοση της αποφάσεως σχετικά με τον συζυγικό δεσμό στις 19 Ιανουαρίου 2012 από το ιταλικό δικαστήριο ( 33 ), το ζήτημα της εκκρεμοδικίας είναι σημαντικά δυσχερέστερο να αναλυθεί ( 34 ). Συγκεκριμένα, εξακολούθησε να τίθεται όσον αφορά τη γονική μέριμνα μόνο λόγω της διαπιστώσεως από το δικαστήριο αυτό της διεθνούς δικαιοδοσίας του. Η δικαιοδοσία του αυτή μπορεί μόνο να απορρέει, κατά τη γνώμη μου, από την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003 ( 35 ), το οποίο πρέπει, φρονώ, να συνδυαστεί με την έρευνα του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού βάσει του οποίου δικαιολογείται, με τη συναίνεση της μητέρας, η παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έναρξη της διαδικασίας ( 36 ).

64.

Εφόσον οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να δικαιολογείται η διεθνής δικαιοδοσία του ιταλικού δικαστηρίου να αποφανθεί, παρεμπιπτόντως, επί της αναγνωρίσεως της ρουμανικής αποφάσεως που έθεσε τέλος στην εκκρεμοδικία, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να βεβαιωθεί ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις έχουν ελεγχθεί ( 37 ).

65.

Με γνώμονα όλες τις ανωτέρω σκέψεις στρέφομαι τώρα να εξετάσω ποιες συνέπειες πρέπει να έχει η μη τήρηση των κανόνων περί εκκρεμοδικίας, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης.

Β.   Οι συνέπειες της μη τηρήσεως των κανόνων περί εκκρεμοδικίας

66.

Πρέπει εξαρχής να επισημανθούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο, ενώπιον του οποίου εξακολουθούν να εκκρεμούν τα ίδια αιτήματα μεταξύ των ίδιων διαδίκων ( 38 ), πρέπει να αποφανθεί επί παρεμπίπτοντος αιτήματος αναγνωρίσεως της τελεσίδικης αποφάσεως που εκδόθηκε από το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο.

67.

Συνεπώς, για τον λόγο αυτόν και μόνον, η απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Mercredi ( 39 ), όπου κρίθηκε ότι, σε περίπτωση εκκρεμοδικίας, απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα παιδιού η οποία εκδίδεται από δικαστήριο που επιλαμβάνεται δεύτερο, κατά παράβαση της υποχρεώσεως αναστολής της διαδικασίας ( 40 ), «δεν επηρεάζει» την απόφαση που πρέπει να εκδώσει το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο ( 41 ), δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην υπόθεση της κύριας δίκης, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισήμανε στη σκέψη 67 της αποφάσεως της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Mercredi ( 42 ), ότι η επίμαχη απόφαση που εκδόθηκε από το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο δεν είχε καταστεί αμετάκλητη. Επιπλέον, η αβεβαιότητα σχετικά με τη διαμονή του παιδιού και ο αλληλένδετος χαρακτήρας της διαδικασίας με σκοπό την επιστροφή του παιδιού δικαιολογούν επίσης την ιδιαίτερη λύση που δόθηκε στην υπόθεση εκείνη.

68.

Κατά συνέπεια, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το ζήτημα της παραβάσεως των κανόνων περί εκκρεμοδικίας πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των λόγων μη αναγνωρίσεως που προβλέπονται από τους κανονισμούς 2201/2003 και 44/2001.

69.

Στο πλαίσιο της εκκρεμούς διαδικασίας η οποία δεν αφορά πλέον τον χωρισμό ( 43 ), το αιτούν δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι, μεταξύ των προβλεπόμενων τον κανονισμό 2201/2003 λόγων μη αναγνωρίσεως, μόνο το κριτήριο της πρόδηλης αντιθέσεως προς τη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως της αποφάσεως που εκδόθηκε σχετικά με τη γονική μέριμνα ( 44 ), το οποίο περιλαμβάνεται στο άρθρο 23, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003, πρέπει να αναλυθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 24 του κανονισμού αυτού. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό αποκλείει την εφαρμογή του κριτηρίου της δημόσιας τάξεως στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας των άρθρων 3 έως 14 του εν λόγω κανονισμού.

70.

Το Δικαστήριο έχει ήδη εξετάσει το ζήτημα αυτό στην απόφαση Ρ.

71.

Η διαφορά των επίμαχων περιστάσεων στην υπόθεση εκείνη ( 45 ) σε σχέση με τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης είναι κατά την άποψή μου άνευ σημασίας δεδομένου ότι η απόφαση του Δικαστηρίου, αφενός, αφορά τη σχέση των κανόνων που διέπουν τη διεθνή δικαιοδοσία ή τον συντονισμό των παράλληλων διαδικασιών με τους κανόνες που επιτρέπουν την άρνηση αναγνωρίσεως αποφάσεων εκδιδόμενων σε κράτος μέλος και, αφετέρου, βασίζεται σε γενικές αρχές οι οποίες έχουν ληφθεί σχεδόν αυτούσιες από την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Diageo Brands ( 46 ).

72.

Στην απόφαση Ρ, το Δικαστήριο τόνισε τη βούλησή του να υιοθετήσει μια περιοριστική ερμηνεία των λόγων αρνήσεως της αναγνωρίσεως αποφάσεως, παραπέμποντας σε εκείνη που έγινε δεκτή σε περίπτωση εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, όπερ δικαιολογεί το συμπέρασμα, το οποίο αρμόζει εν προκειμένω λόγω της υπάρξεως δύο εφαρμοστέων κανονισμών, ότι η προαναφερθείσα απόφαση πρέπει να αποτελέσει τη βάση για την απάντηση στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.

73.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε, αφενός, ότι, «ο κανονισμός [2201/2003], κατά την αιτιολογική του σκέψη 21, στηρίζεται στην αντίληψη ότι η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ότι οι λόγοι της μη αναγνωρίσεως θα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο αναγκαίο» ( 47 ) και, αφετέρου, ότι «[σ]το πλαίσιο του συστήματος αυτού, το άρθρο 23 του κανονισμού 2201/2003, το οποίο ορίζει τους λόγους μη αναγνωρίσεως αποφάσεων που αφορούν τη γονική μέριμνα, πρέπει να ερμηνεύεται στενά επειδή συνιστά εμπόδιο για την επίτευξη ενός από τους βασικούς σκοπούς του εν λόγω κανονισμού» ( 48 ).

74.

Οι ως άνω σκοποί και αρχές υπαγόρευσαν την επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει, στο άρθρο 24 του κανονισμού 2201/2003, την απαγόρευση κάθε έρευνας της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του κράτους μέλους προελεύσεως ( 49 ) και να «διευκρινί[σ]ει μάλιστα ρητώς ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 23, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού για τη διενέργεια τέτοιας έρευνας» ( 50 ), με αναφορά στα άρθρα 3 έως 14 του κανονισμού ( 51 ). Το σύνολο των κανόνων αυτών, από τους οποίους δεν χωρεί άμεση ή έμμεση παρέκκλιση, απορρέει επίσης από την ενοποίηση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας και από το τεκμήριο νομιμότητας του ελέγχου τους από κάθε δικαστήριο όταν επιλαμβάνεται υποθέσεως.

75.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, το Δικαστήριο επεξέτεινε με την απόφαση P την απαγόρευση εφαρμογής του κριτηρίου της αντιθέσεως προς τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνωρίσεως, ώστε να καλύψει και το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 ( 52 ).

76.

Πάντως, καίτοι το άρθρο 19 του κανονισμού αυτού ανήκει, όπως και το άρθρο 15, στο κεφάλαιο ΙΙ του ως άνω κανονισμού, με τίτλο «Δικαιοδοσία», δεν συμπληρώνει τις ειδικές διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας που έχουν περιληφθεί στα τμήματα 1 και 2, δεδομένου ότι βρίσκεται στο τμήμα 3 που αφορά τις «[κ]οινές διατάξεις».

77.

Παρά ταύτα, φρονώ ότι η λύση που προκρίθηκε στην απόφαση P πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία. Συγκεκριμένα, όταν το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο, αποφαινόμενο επί παρεμπίπτοντος αιτήματος αναγνωρίσεως, εξετάζει αν οι κανόνες περί εκκρεμοδικίας έχουν εφαρμοστεί ορθώς από το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο και, ως εκ τούτου, τους λόγους για τους οποίους δεν έκρινε εαυτό αναρμόδιο, το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο ελέγχει τον εκ μέρους του δεύτερου επιληφθέντος δικαστηρίου έλεγχο της διεθνούς δικαιοδοσίας του. Το άρθρο 24 του κανονισμού 2201/2003, όμως, του το απαγορεύει.

78.

Επιπλέον, λόγω των προϋποθέσεων εφαρμογής των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, όπως εκτέθηκαν ανωτέρω, ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να περιορίζεται στην εξακρίβωση των ημερομηνιών ασκήσεως της αγωγής. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση της σοβαρότητας της μη τηρήσεως των κανόνων αυτών κατά το στάδιο της αναγνωρίσεως της αποφάσεως μπορεί να αποδειχθεί εξίσου προβληματική. Συγκεκριμένα, είναι δυνατόν να νοηθεί, ειδικά σε διαφορές γονικής μέριμνας και σε περίπτωση παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας, μετά το πέρας της επικοινωνίας μεταξύ των δικαστηρίων, το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο να κρίνει εαυτό αναρμόδιο ιδίως λόγω των κριτηρίων διεθνούς δικαιοδοσίας, ήτοι της εγγύτητας με τον τόπο κατοικίας του παιδιού και του υπέρτερου συμφέροντός του ( 53 ).

79.

Εξάλλου, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση P, «το δικαστήριο του κράτους αναγνωρίσεως δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγνώριση αποφάσεως προερχόμενης από άλλο κράτος μέλος απλώς και μόνο για τον λόγο ότι εκτιμά ότι με την απόφαση αυτή εφαρμόστηκε εσφαλμένως το εθνικό δίκαιο ή το δίκαιο της Ένωσης, διότι άλλως θα διακυβευόταν ο σκοπός του κανονισμού 2201/2003» ( 54 ). Συνεπώς, φρονώ ότι δεν είναι εύλογο να αντιμετωπίζεται η μη άρση της συγκρούσεως δικαιοδοσίας ( 55 ) σε περίπτωση παράλληλων διαδικασιών αυστηρότερα από ό,τι η μη εξακρίβωση της διεθνούς δικαιοδοσίας ( 56 ) ή τα σφάλματα που διαπράχθηκαν κατά την εξακρίβωση αυτή, τα οποία εκφεύγουν κάθε ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 του κανονισμού 2201/2003 και πολλών άλλων ευρωπαϊκών κανονισμών.

80.

Από το σύνολο των στοιχείων αυτών συνάγεται ότι, παρά την έλλειψη ρητής αναφοράς του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003 στο άρθρο 24 του ίδιου κανονισμού, αυτό πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απαγόρευση έρευνας της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου προελεύσεως την οποία θεσπίζει εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων περί εκκρεμοδικίας ( 57 ).

81.

Όσον αφορά τα αιτήματα διατροφής, επισημαίνεται ότι ουδεμία δυσχέρεια ανακύπτει λόγω της διατυπώσεως του άρθρου 35, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 ( 58 ).

82.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 35, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001 και το άρθρο 24 του κανονισμού 2201/2003 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η παράβαση, από το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο, των κανόνων περί εκκρεμοδικίας του άρθρου 27 του κανονισμού 44/2001 και του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003 δεν επιτρέπεται να συνιστά λόγο μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως την οποία εκδίδει το δικαστήριο αυτό, κατ’ επίκληση της αντιθέσεως προς τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνωρίσεως.

83.

Χάριν πληρότητας, πρέπει να διευκρινίσω ότι, αν έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το κριτήριο της δημόσιας τάξεως έχει εφαρμογή, η απόφαση P καθορίζει, και στην περίπτωση αυτή, τα όρια που πρέπει να επιβεβαιωθούν ( 59 ).

84.

Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή στηρίζεται σε αρχές επανειλημμένως διατυπωμένες κατά την ερμηνεία των λόγων μη αναγνωρίσεως που προβλέπονται σε πολλούς κανονισμούς οι οποίοι διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων ( 60 ), καθώς και στην απαίτηση του νομοθέτη της Ένωσης να λαμβάνεται υπόψη «το ύψιστο συμφέρον του παιδιού» ( 61 ), σε περίπτωση αρνήσεως αναγνωρίσεως αποφάσεως που εκδόθηκε επί υποθέσεως σχετικής με γονική μέριμνα, έχοντας κατά νου το ενδεχόμενο να τροποποιούνται διαρκώς οι αποφάσεις που αφορούν το παιδί.

85.

Κατά συνέπεια, πρέπει να εμπεδωθεί ότι «[τ]ο άρθρο 23, στοιχείο αʹ, του κανονισμού [2201/2003], έχει την έννοια ότι, εάν δεν συντρέχει, λαμβανομένου υπόψη του ύψιστου συμφέροντος του παιδιού, είτε πρόδηλη παράβαση κανόνα δικαίου που θεωρείται ουσιώδης στην έννομη τάξη ορισμένου κράτους μέλους είτε πρόδηλη προσβολή δικαιώματος που αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες σε αυτή την έννομη τάξη, η εν λόγω διάταξη δεν επιτρέπει στο δικαστήριο του ως άνω κράτους μέλους, το οποίο κρίνει ότι έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της επιμέλειας παιδιού, να αρνηθεί την αναγνώριση αποφάσεως δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους το οποίο αποφάνθηκε επί της επιμέλειας του παιδιού αυτού» ( 62 ).

86.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η παράβαση των κανόνων περί εκκρεμοδικίας παραβιάζει, λόγω της λειτουργίας τους στο σύστημα αυτόματης αναγνωρίσεως των αποφάσεων εντός της Ένωσης, μια αρχή δικονομικής δημόσιας τάξεως που εγγυάται την ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων.

87.

Ωστόσο, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός, διότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι αντίστοιχης σημασίας με εκείνους τους οποίους εξέτασε το Δικαστήριο για να κρίνει ότι η αναγνώριση της αποφάσεως θα προσέβαλλε τη δικονομική δημόσια τάξη της Ένωσης ( 63 ). Μια τέτοια εκτίμηση πρέπει να συνάδει με τις προπαρατεθείσες αρχές, ήτοι τον περιορισμό των λόγων μη αναγνωρίσεως που προβλέπονται στο άρθρο 23 του κανονισμού 2201/2003, τον εξαιρετικό χαρακτήρα της εφαρμογής της ρήτρας δημοσίας τάξεως και την απαγόρευση στο δικαστήριο του κράτους μέλους αναγνωρίσεως να αρνηθεί την αναγνώριση αποφάσεως προερχόμενης από άλλο κράτος μέλος απλώς και μόνο για τον λόγο ότι εκτιμά ότι με την απόφαση αυτή εφαρμόστηκε εσφαλμένως το δίκαιο της Ένωσης.

88.

Έχω πλήρη επίγνωση του αντίκτυπου της αναλύσεώς μου στο γνωστό πλαίσιο της χειραγωγήσεως των κανόνων περί εκκρεμοδικίας, η οποία ενισχύεται από το ευρύ φάσμα βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που παρέχει ο κανονισμός 2201/2003, ειδικά στην περίπτωση που επιλαμβάνεται δικαστήριο κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου δεν επιτρέπει να υποβληθεί αμέσως αγωγή διαζυγίου ( 64 ).

89.

Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι, λόγω του ευρύτατου πεδίου εφαρμογής της λύσεως, η οποία δεν μπορεί να περιοριστεί στους εφαρμοστέους στις διαφορές οικογενειακού δικαίου κανονισμούς, οι πυλώνες της αρχής της αυτοδίκαιης αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων διατρέχουν τον κίνδυνο να κλονιστούν σοβαρά από την έλλειψη κυρώσεως ενός κανόνα αναγκαστικού δικαίου που περιλαμβάνεται σε πολλούς ευρωπαϊκούς κανονισμούς.

90.

Ωστόσο, η επιφύλαξη αυτή δεν ευσταθεί δεδομένου ότι οι κανονισμοί αυτοί στηρίζονται ακριβώς στη συνεργασία καθώς και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών και ότι η ίδια λογική με αυτήν που διέπει την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κάθε κράτος μέλος πρέπει να γίνει δεκτή ( 65 ).

91.

Συνεπώς, καταρχήν, είναι αδιανόητο οι περιπτώσεις μη τηρήσεως των κανόνων περί εκκρεμοδικίας να πολλαπλασιάζονται, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον, εν αντιθέσει προς το ρουμανικό δικαστήριο στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα δικαστήρια των κρατών μελών γνωρίζουν από το 2015 την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 και θα έχουν στη διάθεσή τους στο μέλλον, χάρη στην υπόθεση της κύριας δίκης, τη συμπληρωματική ερμηνεία του Δικαστηρίου σχετικά με τις προϋποθέσεις και τους τρόπους εφαρμογής των κανόνων περί εκκρεμοδικίας στις οικογενειακές διαφορές ( 66 ).

92.

Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί η δυνατότητα που παρέχεται στα δικαστήρια να προλαμβάνουν τις εγγενείς δυσχέρειες των συγκρούσεων διαδικασιών μέσω της συνεργασίας και του διαλόγου μεταξύ των δικαστηρίων, όπως περιγράφηκαν ανωτέρω ( 67 ), με γνώμονα επίσης τις διατάξεις του άρθρου 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012 καθώς και των άρθρων 17 των κανονισμών 2016/1103 και 2016/1104 ( 68 ).

93.

Υποστηρίζω επίσης ότι, σε διαφορές γονικής μέριμνας, λαμβανομένου υπόψη του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού το οποίο πρέπει να υπηρετεί κάθε λύση ( 69 ), η πρόληψη των δυσχερειών αναγνωρίσεως των αποφάσεων είναι υποχρεωτική. Συναφώς, στην υπόθεση της κύριας δίκης, θα ήταν σκόπιμο να δοθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα να αποφανθεί νωρίτερα ( 70 ) επί των προϋποθέσεων της εκκρεμοδικίας. Η κίνηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 διαδικασίας θα μπορούσε επίσης να εξεταστεί ύστερα από αίτηση ενός των διαδίκων, ή με πρωτοβουλία ενός εκ των δικαστηρίων ( 71 ).

94.

Εξάλλου, αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η παράβαση των κανόνων περί εκκρεμοδικίας προέκυπτε από άγνοια των εφαρμοστέων κανονισμών και της νομολογίας του Δικαστηρίου ή αν είχε ως αποτέλεσμα την προσβολή υπέρτερων δικονομικών δικαιωμάτων όπως αυτά, παραδείγματος χάριν, που διασφαλίζουν την προβολή των επιχειρημάτων του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το παιδί ( 72 ), καθώς και την τήρηση της εύλογης διάρκειας της δίκης, θα ήταν δικαιολογημένη η επίκληση λόγου μη αναγνωρίσεως αντλούμενου από τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνωρίσεως που περιλαμβάνει τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης.

95.

Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η σκοπιμότητα προσφυγής λόγω παραβάσεως μπορεί να εξεταστεί από την Επιτροπή ( 73 ), σε περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής του εθνικού δικαίου ή του δικαίου της Ένωσης και ανεπάρκειας του συστήματος ενδίκων μέσων που προβλέπεται σε κάθε κράτος μέλος, συμπληρούμενου με τον κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ μηχανισμό υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων, ο οποίος πρέπει να τίθεται σε εφαρμογή προκειμένου να αποτρέπεται εξ υπαρχής προσβολή της δημόσιας τάξεως ( 74 ).

IV. Πρόταση

96.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) ως εξής:

Το άρθρο 35, παράγραφος, 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, έχουν την έννοια ότι η παράβαση, από το δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο, των κανόνων περί εκκρεμοδικίας του άρθρου 27 του κανονισμού 44/2001 και του άρθρου 19 του κανονισμού 2201/2003 δεν επιτρέπεται να συνιστά λόγο μη αναγνωρίσεως της αποφάσεως την οποία εκδίδει το δικαστήριο αυτό, κατ’ επίκληση της αντιθέσεως προς τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνωρίσεως.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2003, L 338, σ. 1.

( 3 ) C‑455/15 PPU, στο εξής: απόφαση P, EU:C:2015:763.

( 4 ) Όσον αφορά την ανάγκη αναφοράς του κανονισμού αυτού, βλ. σημεία 43 και 44 των παρουσών προτάσεων.

( 5 ) ΕΕ 2001, L 12, σ. 1.

( 6 ) GURI αριθ. 306, της 3ης Δεκεμβρίου 1970, σ. 8046.

( 7 ) Διευκρινίζεται, στην τελεσίδικη απόφαση αριθ. 1072 του Curtea de Apel București (εφετείου του Βουκουρεστίου, Ρουμανία), 3ο τμήμα αστικών οικογενειακών υποθέσεων και ανηλίκων, της 12ης Ιουνίου 2013, η οποία επισυνάφθηκε στην απόφαση περί παραπομπής και προσκομίστηκε από τον S. Liberato, ότι «[τ]ο δικαστήριο έκρινε ότι οι διάδικοι τέλεσαν γάμο στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 2005 και έζησαν εναλλάξ στη Ρουμανία και στην Ιταλία μέχρι τον Οκτώβριο του 2006. Έκτοτε, οι διάδικοι τελούσαν σε διάσταση, καθόσον η αντίδικος κατ’ αναίρεση και το ανήλικο τέκνο από τον γάμο διέμεναν αποκλειστικά στη Ρουμανία. Επομένως, από το 2006, η αντίδικος κατ’ αναίρεση διέμενε αποκλειστικά στη Ρουμανία, όπου ήταν ο μόνος τόπος κατοικίας της». Από τη διατύπωση της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι ο νόμιμος χαρακτήρας της μετακινήσεως ή της μη επιστροφής του παιδιού δεν αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας.

( 8 ) Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η απόφαση αυτή έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

( 9 ) Σχετικά με τις λεπτομέρειες της αιτιολογίας, βλέπε σημείο 61 των παρουσών προτάσεων.

( 10 ) ΕΕ 2009, L 7, σ. 1.

( 11 ) Κατά το άρθρο 76, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 4/2009, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται από τις 18 Ιουνίου 2011.

( 12 ) Η πρόταση αυτή αναδιατυπώσεως του ερωτήματος πρέπει να συνδυαστεί με την αναδιατύπωση στην οποία προέβη το Δικαστήριο στην απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017, W και V (C‑499/15, EU:C:2017:118, σκέψεις 44 έως 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 13 ) Το Tribunale di Teramo (πρωτοδικείο του Teramo) επιλήφθηκε στις 22 Μαΐου 2007 του κύριου αιτήματος, παρέπεμψε την εξέταση των παρεπόμενων αιτημάτων με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2012 και έκρινε επ’ αυτών με απόφαση της 8ης Ιουλίου 2013 που δεν τελεσιδίκησε.

( 14 ) Παρατηρείται ότι η υποχρέωση τηρήσεως της χρονικής σειράς με την οποία τα δικαστήρια επιλαμβάνονται των οικείων αγωγών προβλέπεται επίσης στον κανονισμό 4/2009, στο άρθρο 12, το οποίο είναι αυστηρότερο από το άρθρο 19 του κανονισμού 2201/2003 καθόσον απαιτεί τριπλή ταύτιση αιτίας, αντικειμένου και διαδίκων. Το ίδιο ισχύει για τα άρθρα 17 των τριών άλλων κανονισμών, ήτοι του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου (ΕΕ 2012, L 201, σ. 107), του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1103 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων (ΕΕ 2016, L 183, σ. 1), και του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1104 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των καταχωρισμένων συντρόφων (ΕΕ 2016, L 183, σ. 30). Στους δύο τελευταίους αυτούς κανονισμούς, διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση αναστολής της διαδικασίας λόγω εκκρεμοδικίας, «εφόσον ζητηθεί από δικαστήριο που έχει επιληφθεί διαφοράς, οποιοδήποτε άλλο επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να ενημερώσει χωρίς καθυστέρηση το πρώτο δικαστήριο για την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη της υποθέσεως». Το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1), έχει παρόμοια διατύπωση. Σημειώνεται ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 33 του κανονισμού αυτού μηχανισμός για την περίπτωση εκκρεμοδικίας ενώπιον δικαστηρίου τρίτου κράτους, ο οποίος συνιστά σημαντική καινοτομία, δεν είναι συγκρίσιμος.

( 15 ) Ο κανονισμός αυτός κατήργησε τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (ΕΕ 2000, L 160, σ. 19). Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προέβλεπε τις προϋποθέσεις παρεκκλίσεως από την τριπλή ταύτιση αντικειμένου, αιτίας και διαδίκων μόνο για το διαζύγιο.

( 16 ) Σύμβαση των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1998, C 27, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις προσχωρήσεως των νέων κρατών μελών στη Σύμβαση αυτή.

( 17 ) Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, A (C‑489/14, EU:C:2015:654, σκέψη 27).

( 18 ) Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, A (C‑489/14, EU:C:2015:654, σκέψη 29).

( 19 ) Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, A (C‑489/14, EU:C:2015:654, σκέψη 30).

( 20 ) Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, A (C‑489/14, EU:C:2015:654, σκέψη 34). Η ερμηνεία αυτή, εμπνεόμενη από εκείνη του άρθρου 27 του κανονισμού 44/2001, ισχύει επίσης για την εφαρμογή του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/2003. Η λύση αυτή καθιστά δυνατή την επίλυση των υποθέσεων στις οποίες το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ρητώς επί της δικαιοδοσίας του.

( 21 ) Βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Purrucker (C‑296/10, EU:C:2010:665, σκέψη 81). Συναφώς, το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις (RJECC) διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην απλοποίηση και την επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας σε περίπτωση εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων περί εκκρεμοδικίας ή του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003.

( 22 ) Το ίδιο ισχύει για το άρθρο 27 του κανονισμού 44/2001, εν αντιθέσει προς τις εφαρμοστέες σε περίπτωση συνάφειας διατάξεις (άρθρο 28 του κανονισμού αυτού). Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κανονισμός 2201/2003, όπως ακριβώς και ο προηγούμενος κανονισμός 1347/2000, δεν περιλαμβάνει ειδικό κανόνα σχετικά με τη συνάφεια.

( 23 ) Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, A (C‑489/14, EU:C:2015:654, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 24 ) Βλ., απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Purrucker (C‑296/10, EU:C:2010:665, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 25 ) C‑489/14, EU:C:2015:654. Πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε δύο και πλέον έτη μετά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης τελεσίδικη απόφαση του ρουμανικού δικαστηρίου. Εντούτοις, κατά τον χρόνο εκείνο, ο αυτοτελής χαρακτήρας της έννοιας της «εκκρεμοδικίας» είχε ήδη τονιστεί σε πολλές αποφάσεις του Δικαστηρίου.

( 26 ) Σκέψη 33 της αποφάσεως εκείνης. Οι περιπτώσεις αυτές χαρακτηρίζονται επίσης ως «οιονεί εκκρεμοδικία» ή «μη γνήσια εκκρεμοδικία». Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται από την A. Borrás στην εισηγητική έκθεση της καταρτισθείσας βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σύμβασης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές (ΕΕ 1998, C 221, σ. 27, ιδίως σημείο 54). Η εξήγηση αυτή αφορά το άρθρο 11 του κανονισμού 1347/2000, το οποίο επαναλαμβάνεται κατ’ ουσίαν στο άρθρο 19 του κανονισμού 2201/2003 υπό απλοποιημένη μορφή και απαιτεί απλώς οι αγωγές διαζυγίου, ακυρώσεως γάμου ή δικαστικού χωρισμού να έχουν ασκηθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων, χωρίς να έχει σημασία η δικονομική τους θέση.

( 27 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, Gaudemet-Tallon, H., «Divorce – Divorce prononcé en France – Introduction – Compétence des tribunaux français – Particularités de l’instance», JurisClasseur – Droit international, LexisNexis, Παρίσι, Μάρτιος 2017, τεύχος 547-10, ιδίως σημείο 135.

( 28 ) Βλ., όσον αφορά την ερμηνεία των εννοιών αυτών, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Purrucker (C‑296/10, EU:C:2010:665, σκέψεις 67 και 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, εν είδει παραδείγματος, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Mercredi (C‑497/10 PPU, EU:C:2010:829, σκέψεις 68 και 69).

( 29 ) Το ίδιο ισχύει όταν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003, κατόπιν πρωτοβουλίας του ενός ή του άλλου δικαστηρίου, προκρίνεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που είναι καταλληλότερο να εκδικάσει την υπόθεση.

( 30 ) Βλ., όσον αφορά τη σημασία του ελέγχου αυτού σε διαφορές γονικής μέριμνας και της αιτιολογήσεως των αποφάσεων επί του σημείου αυτού, αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2010, Purrucker (C‑256/09, EU:C:2010:437, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και της 15ης Φεβρουαρίου 2017, W και V (C‑499/15, EU:C:2017:118, σκέψεις 51 και 54). Ως προς την υποχρέωση της διενέργειας του ελέγχου σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, είναι σκόπιμη η συσχέτιση με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, L (C‑656/13, EU:C:2014:2364, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και με την υπόθεση iq (C‑478/17), η οποία εκκρεμεί επί του παρόντος, και η οποία αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003. Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Wathelet στην υπόθεση αυτή (C‑478/17, EU:C:2018:552).

( 31 ) Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, η παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας προϋποθέτει τη μη αμφισβήτηση από τη μητέρα της διεθνούς δικαιοδοσίας του ιταλικού δικαστηρίου (βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων) και τον έλεγχο, εκ μέρους του τελευταίου, ότι η διεθνής δικαιοδοσία του συνάδει προς το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2014, E. (C‑436/13, EU:C:2014:2246, σκέψη 44)]. Βλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Ιανουαρίου 2018, PM (C‑604/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:10, σκέψεις 27 έως 29), και απόφαση 19ης Απριλίου 2018, Saponaro και Xylina (C‑565/16, EU:C:2018:265, σκέψεις 23, 24 και 33 έως 35 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 32 ) Βλ. υποσημειώσεις 25 και 26 των παρουσών προτάσεων.

( 33 ) Δεν προκύπτει ότι οι συνέπειες της αποφάσεως κηρύξεως του δικαστικού χωρισμού αποτέλεσαν αντικείμενο αντιδικίας, ενώ, μετά την ημερομηνία αυτή, δύο αποφάσεις εκδόθηκαν στη Ρουμανία, ήτοι η απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2012 και η απόφαση της 12ης Ιουνίου 2013, με τις οποίες απορρίφθηκε η ασκηθείσα από τον S. Liberato αίτηση αναιρέσεως.

( 34 ) Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003, η παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας παύει όταν η απόφαση σχετικά με τον δικαστικό χωρισμό καθίσταται τελεσίδικη. Εξάλλου, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, HR (C‑512/17, EU:C:2018:513, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, «ο νομοθέτης της Ένωσης εκτιμά ότι τα πλησιέστερα στον τόπο συνήθους διαμονής του παιδιού δικαστήρια είναι, γενικώς, καταλληλότερα να κρίνουν ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν προς διασφάλιση του συμφέροντός του».

( 35 ) Το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ρητώς επί της εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Βλ, υπό την ίδια έννοια, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Wathelet στην υπόθεση iq (C‑478/17, EU:C:2018:552, σημείο 45). Η ερμηνεία αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί στο σχόλιο των Pataut, É., και Gallant, E., «Article 12: Prorogation of jurisdiction», στο Magnus, U., και Mankowski, P., European Commentaries on Private International Law, Brussels IIbis Regulation, τόμος IV, Sellier European Law Publishers, Otto Schmidt, Κολωνία, 2017, σημείο 41 (σ. 160). Τέτοια περίπτωση αυτή δεν αναγνωρίζεται ως δυνατή από την Joubert, N., «Autorité parentale – Conflits de juridictions», JurisClasseur – Droit international, LexisNexis, Παρίσι, Μάρτιος 2009, τεύχος 549-20, ιδίως σημείο 44.

( 36 ) Η ανάλυση αυτή πρέπει να συσχετιστεί με εκείνη που εκτίθεται στις αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2014, E. (C‑436/13, EU:C:2014:2246, σκέψεις 45 έως 47 και 49), καθώς και της 15ης Φεβρουαρίου 2017, W και V (C‑499/15, EU:C:2017:118, σκέψεις 51 και 52).

( 37 ) Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να προκύπτει σαφώς από την απόφαση που εξέδωσε το τελευταίο ιταλικό δικαστήριο ότι το δικαστήριο αυτό εκδικάζει την υπόθεση μετά από έλεγχο, υπό το πρίσμα του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, της παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας που έγινε δεκτή μετά την άσκηση της αγωγής το 2007 ενώπιον του πρώτου ιταλικού δικαστηρίου.

( 38 ) Προς υπόμνηση, η ταύτιση των διαδίκων απαιτείται για το αίτημα περί διατροφής. Όσον αφορά το αίτημα που αφορά τον συζυγικό δεσμό, το ιταλικό δικαστήριο εξέδωσε τελεσίδικη απόφαση.

( 39 ) C‑497/10 PPU, EU:C:2010:829.

( 40 ) Βλ. σκέψεις 68 και 69 της αποφάσεως αυτής.

( 41 ) Βλ. σκέψη 70 της εν λόγω αποφάσεως.

( 42 ) C‑497/10 PPU, EU:C:2010:829.

( 43 ) Επί της μη υπάρξεως ασυμβίβαστου μεταξύ αποφάσεως διαζυγίου και αποφάσεως δικαστικού χωρισμού, βλ. εισηγητική έκθεση του A. Borrás που παρατίθεται στην υποσημείωση 26, ιδίως σημείο 71.

( 44 ) Το ίδιο ισχύει στις διαφορές σχετικά με την υποχρέωση διατροφής. Εφαρμόζονται το άρθρο 34, σημείο 1, και το άρθρο 35, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001.

( 45 ) Η επίμαχη απόφαση είχε εκδοθεί από το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο. Η διαφορά αφορούσε τον τόπο διαμονής του παιδιού και, ως εκ τούτου, τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού και την αιτίαση ότι είχε αποφανθεί κατά παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003.

( 46 ) C‑681/13, EU:C:2015:471 (σκέψεις 40 έως 42 και 44).

( 47 ) Σκέψη 35 της αποφάσεως P.

( 48 ) Σκέψη 36 της αποφάσεως Ρ. Πολύ πρόσφατα, το Δικαστήριο υπενθύμισε στην απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017, W και V (C‑499/15, EU:C:2017:118, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο για τη δημιουργία πραγματικά ενιαίου δικαστικού χώρου», διατύπωση η οποία απορρέει από την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 2201/2003.

( 49 ) Η απαγόρευση αυτή περιλαμβάνεται στην πλειονότητα των κανονισμών καθόσον είναι συμφυής με την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Βλ., ιδίως, άρθρο 45, παράγραφος 3, του κανονισμού 1215/2012 καθώς και άρθρα 39 των κανονισμών 2016/1103 και 2016/1104. Πρόκειται για θεμελιώδη αρχή για το Δικαστήριο, βλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2000, Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164, σκέψη 31).

( 50 ) Βλ. σκέψη 42 της αποφάσεως P.

( 51 ) Η παραπομπή αυτή διαφοροποιεί τη διατύπωση του εν λόγω άρθρου από εκείνη του άρθρου 35, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001, το οποίο ορίζει γενικώς ότι: «[…] [δ]εν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34 σημείο 1».

( 52 ) Βλ. σκέψη 45 της αποφάσεως P.

( 53 ) Βλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2018, HR (C‑512/17, EU:C:2018:513, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 54 ) Βλ. σκέψη 46 της αποφάσεως P, στην οποία υπενθυμίζεται πάγιος κανόνας που αντλείται από την απαγόρευση αναθεωρήσεως αποφάσεως (βλ., ιδίως, άρθρο 36 και άρθρο 45, παράγραφος 2, του κανονισμού 44/2001 καθώς και άρθρο 26 του κανονισμού 2201/2003).

( 55 ) Έκφραση που χρησιμοποιήθηκε στις αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Hadadi (C‑168/08, EU:C:2009:474, σκέψη 56), και της 9ης Οκτωβρίου 2014, C (C‑376/14 PPU, EU:C:2014:2268, σκέψη 37).

( 56 ) Βλ., ενδεικτικά, απόφαση P και απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2017, W et V (C‑499/15, EU:C:2017:118). Βλ., επίσης, παρατηρήσεις της Joubert, N., «La résidence de l’enfant du divorce face à la demande de modification de la décision relative à la garde et aux aliments», Revue critique de droit international privé, Dalloz, Παρίσι, 2018, σ. 138 έως 142, ιδίως σημείο 9 (σ. 140 και 141).

( 57 ) Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του ζητήματος αυτού, όπως και εκείνου της αποφάσεως P, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η προσθήκη μιας προτάσεως σχετικά με το εν λόγω άρθρο 24 με την ευκαιρία της αναδιατυπώσεως του κανονισμού 2201/2003. Παρατηρείται ότι καμία τροποποίηση σχετικά με τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας δεν προτάθηκε κατά το αρχικό σχέδιο, ήτοι την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, και για τη διεθνή απαγωγή παιδιών [COM(2016) 411 τελικό], ή στο νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 2018 σχετικά με την πρόταση αυτή, διαθέσιμο στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//TEXT+TA+P8-TA‑2018-0017 + 0+DOC+XML+V0//FR. Σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις των συζητήσεων στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί του σχεδίου αυτού, βλ. Bulletin Quotidien Europe αριθ. 12033, Agence Europe, 5 Ιουνίου 2018, σ. 2.

( 58 ) Βλ. υποσημείωση 51 των παρουσών προτάσεων.

( 59 ) Βλ. σκέψεις 35 έως 39 της αποφάσεως αυτής και απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Diageo Brands (C‑681/13, EU:C:2015:471), η οποία μνημονεύεται στις σκέψεις 37 και 39 της αποφάσεως P, γεγονός από το οποίο προκύπτει ότι μπορεί να εφαρμοστεί η ίδια λύση στις διαφορές περί διατροφής, η οποία διέπεται από τον κανονισμό 44/2001.

( 60 ) Βλ., όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001, ως πρόσφατο παράδειγμα, απόφαση της 25ης Μαΐου 2016, Meroni (C‑559/14, EU:C:2016:349, σκέψεις 38 έως 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 61 ) Βλ. σκέψη 39 της αποφάσεως P. Βλ., επίσης, σημείο 93 των παρουσών προτάσεων.

( 62 ) Βλ. σκέψη 53 της αποφάσεως P.

( 63 ) Βλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164), και της 2ας Απριλίου 2009, Gambazzi (C‑394/07, EU:C:2009:219), σε συνδυασμό με απόφαση της 25ης Μαΐου 2016, Meroni (C‑559/14, EU:C:2016:349).

( 64 ) Βλ., ενδεικτικά, παρελκυστικές τακτικές που επωφελούνται από την εξομοίωση του χωρισμού με διαζύγιο και από την καθυστέρηση της εκδικάσεως της αγωγής διαζυγίου λόγω του κανόνα της εκκρεμοδικίας, Bonomi, A., «La compétence internationale en matière de divorce, quelques suggestions pour une (improbable) révision du règlement Bruxelles II bis», Revue critique de droit international privé, Dalloz, Παρίσι, 2017, σ. 511 έως 534, ιδίως σ. 528 έως 530 (στοιχείο a) καθώς και την παραπομπή, στην υποσημείωση 80, στο σχόλιο του Mankowski, P., «Article 19: Lis pendens and dependent actions», σε Magnus, U., και Mankowski, P., όπ.π., σημείο 37 (σ. 249 και 250).

( 65 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Diageo Brands (C‑681/13, EU:C:2015:471, σκέψη 40).

( 66 ) Η ερμηνεία αυτή πρέπει να συνδυάζεται με τις αποφάσεις που έχει ήδη εκδώσει το Δικαστήριο σχετικά με τον κανονισμό 4/2009 ο οποίος έχει εφαρμογή σε διαφορές περί υποχρεώσεως διατροφής από τις 18 Ιουνίου 2011.

( 67 ) Βλ. σημείο 50 των παρουσών προτάσεων.

( 68 ) Βλ., σχετικά, τις πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις της Niboyet, M.-L., και του Geouffre de la Pradelle, G., Droit international privé, 6η έκδοση, Librairie générale de droit et de jurisprudence, Collection «Manuels», Παρίσι, 2017, σημεία 621 και 622 (σ. 424 έως 426).

( 69 ) Βλ., ενδεικτικά, όσον αφορά τα όρια στην αναστολή διαδικασίας λόγω εκκρεμοδικίας που έχει καθορίσει το Δικαστήριο σε περίπτωση μη απαντήσεως από το δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Purrucker (C‑296/10, EU:C:2010:665, σκέψεις 82 έως 84). Βλ., επίσης, στο σχέδιο του Συμβουλίου για την αναδιατύπωση του κανονισμού 2201/2003, παρατιθέμενο στην υποσημείωση 57 των παρουσών προτάσεων, μια εντονότερη επιβεβαίωση της αρχής αυτής.

( 70 ) Παρατηρείται ότι, εν προκειμένω, όσον αφορά τα αιτήματα περί γονικής μέριμνας και διατροφής, που αφορούν παιδί που γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 2006 και διαμένει στη Ρουμανία από τον Οκτώβριο του 2006, η διαδικασία εκκρεμεί στην Ιταλία επί έντεκα έτη (μετά την αγωγή τον Μάιο του 2007, η πρώτη επί της ουσίας απόφαση εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2013 μετά από παραπομπή τον Ιανουάριο του 2012) και ότι η διαφορά αφορά την αναγνώριση της εκδοθείσας στη Ρουμανία αποφάσεως, τελεσίδικης από πενταετίας (12 Ιουνίου 2013).

( 71 ) Βλ., μεταξύ άλλων, ως υπενθύμιση των γενικών αρχών σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, D. (C‑428/15, EU:C:2016:819, σκέψη 43).

( 72 ) Βλ. σκέψη 44 της αποφάσεως της 28ης Μαρτίου 2000, Krombach (C‑7/98, EU:C:2000:164), κατά την οποία «η ρήτρα της δημοσίας τάξεως είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί στις εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εγγυήσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους προελεύσεως και από την ίδια τη Σύμβαση [της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως έχει τροποποιηθεί με τις μεταγενέστερες συμβάσεις για την προσχώρηση νέων κρατών μελών στην ως άνω Σύμβαση,] δεν επαρκούν για να προστατεύσουν τον εναγόμενο από την κατάφωρη προσβολή του δικαιώματός του υπερασπίσεως ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως, όπως το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950]», και απόφαση της 25ης Μαΐου 2016, Meroni (C‑559/14, EU:C:2016:349, σκέψεις 44 έως 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 73 ) Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Diageo Brands (C‑681/13, EU:C:2015:471, σκέψη 55).

( 74 ) Βλ. απόφαση της 25ης Μαΐου 2016, Meroni (C‑559/14, EU:C:2016:349, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Top