EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0324

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 11ης Απριλίου 2019.
Ποινική δίκη κατά Ivan Gavanozov.
Αίτηση του Spetsializiran nakazatelen sad για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2014/41/ΕΕ – Ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σε ποινικές υποθέσεις – Άρθρο 5, παράγραφος 1 – Έντυπο του παραρτήματος Α – Ενότητα Ι – Έλλειψη ενδίκων μέσων στο κράτος μέλος έκδοσης.
Υπόθεση C-324/17.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:312

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 11ης Απριλίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C-324/17

Ποινική διαδικασία

κατά

Ivan Gavanozov

[αίτηση του Spetsializiran nakazatelen sad
(ποινικού δικαστηρίου ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2014/41/ΕΕ – Ευρωπαϊκή εντολή έρευνας – Διαδικασίες και διασφαλίσεις στο κράτος μέλος έκδοσης – Ουσιαστικοί λόγοι για την έκδοση της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας – Έλλειψη ενδίκων μέσων στο κράτος μέλος έκδοσης – Δικονομική αυτοτέλεια – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41 – Έννοια του “ενδιαφερόμενου μέρους” – Πρόσωπο κατά του οποίου έχει απαγγελθεί ποινική κατηγορία και μέτρα συλλογής αποδεικτικών στοιχείων αφορώντα τρίτο πρόσωπο»

I. Εισαγωγή

1.

Το άνοιγμα των συνόρων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε αναπόφευκτα ως συνέπεια τη διευκόλυνση της διασυνοριακής διάστασης της εγκληματικότητας, και μάλιστα τη δημιουργία νέων δυνατοτήτων εγκληματικότητας. Το φαινόμενο αυτό επιβάλλει την υπέρβαση των εθνικών συνόρων όσον αφορά το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου διενεργούνται οι έρευνες και, ειδικότερα, όσον αφορά τις εξουσίες διερεύνησης που διαθέτουν οι δικαστικές αρχές των κρατών μελών.

2.

Για τον λόγο αυτόν, τα κράτη μέλη κατέβαλαν προσπάθειες για την καθιέρωση δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις αποδείξεις ( 2 ).

3.

Μολονότι η αυξανόμενη δικαστικοποίηση των διαδικασιών αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των αρχών των κρατών μελών κατέστησε δυνατή την αύξηση της αποτελεσματικότητας της συνεργασίας όσον αφορά τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, εντούτοις, όπως υπογράμμισε ο νομοθέτης της Ένωσης, το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο είχε καταστεί, λόγω, μεταξύ άλλων, της συσσώρευσης ειδικών πράξεων, ταυτόχρονα υπερβολικά κατακερματισμένο και περίπλοκο ( 3 ). Σκοπός της οδηγίας 2014/41, η οποία εκδόθηκε για την αντικατάσταση των πράξεων συνεργασίας στον τομέα των αποδείξεων, είναι τόσο η απλούστευση του νομικού πλαισίου για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στις διαδικασίες έρευνας όσο και η αύξηση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών αυτών.

4.

Η οδηγία 2014/41 έχει γενικό και ιδιαίτερα ευρύ πεδίο εφαρμογής όσον αφορά τις πράξεις τις οποίες σκοπό έχει να αντικαταστήσει. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας είναι δικαστική απόφαση την οποία εκδίδει ή επικυρώνει δικαστική αρχή κράτους μέλους (στο εξής: κράτος έκδοσης) με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων σε άλλο κράτος μέλος (στο εξής: κράτος εκτέλεσης) για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων βάσει της εν λόγω οδηγίας.

5.

Επιπλέον, οι αρχές των κρατών μελών οφείλουν, κατ’ αρχήν, να εκτελούν τις ευρωπαϊκές εντολές έρευνας βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, και τούτο σύμφωνα με το πλαίσιο που θέσπισε η οδηγία 2014/41 ( 4 ).

6.

Δεδομένου ότι τα ερευνητικά μέτρα που διατάσσουν οι αρμόδιες αρχές με σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις ενδέχεται να είναι ιδιαιτέρως παρεμβατικά, καθόσον μπορεί να θίξουν το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής των προσώπων που αφορούν, η νομοθεσία της Ένωσης πρέπει επιτακτικά να βρει μια ισορροπία μεταξύ, αφενός, της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας των διαδικασιών έρευνας και, αφετέρου, της προστασίας των δικαιωμάτων των προσώπων που αφορούν τα ερευνητικά αυτά μέτρα.

7.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει για πρώτη φορά την οδηγία 2014/41, αλλά, προ πάντων, έχει τη δυνατότητα να λάβει θέση επί αυτής της λεπτής, πλην όμως πρωταρχικής σημασίας, ισορροπίας.

8.

Συγκεκριμένα, τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής και τα ένδικα μέσα που παρέχουν τη δυνατότητα αμφισβήτησης των ουσιαστικών λόγων των ερευνητικών μέτρων που μνημονεύονται στη δικαστική απόφαση περί εκδόσεως ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

9.

Στις παρούσες προτάσεις, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους, πρώτον, εκτιμώ ότι αντιβαίνει στο άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41 νομοθεσία κράτους μέλους η οποία δεν επιτρέπει σε μάρτυρα τον οποίο αφορούν ερευνητικά μέτρα, όπως κατ’ οίκον έρευνα, κατάσχεση και εξέταση, να ασκήσει ένδικο μέσο, προκειμένου να αμφισβητήσει τους ουσιαστικούς λόγους για την έκδοση των ερευνητικών αυτών μέτρων, ή να λάβει αποζημίωση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, εκτιμώ επίσης ότι αντιβαίνει στη διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η έκδοση, από εθνική αρχή, ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

10.

Δεύτερον, κατά την άποψή μου, αν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει ένδικα μέσα στο πλαίσιο παρόμοιων εθνικών διαδικασιών, ιδιώτης δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41 ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να αμφισβητήσει τους ουσιαστικούς λόγους για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

11.

Τρίτον, φρονώ ότι η έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» κατά την οδηγία 2014/41 περιλαμβάνει, αφενός, μάρτυρα τον οποίο αφορούν τα ερευνητικά μέτρα που ζητούνται με ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, εφόσον θα διενεργηθεί έρευνα και κατάσχεση στην κατοικία του και ο ίδιος θα υποβληθεί σε εξέταση, και, αφετέρου, το πρόσωπο κατά του οποίου έχει απαγγελθεί ποινική κατηγορία, όταν το μέτρο συλλογής αποδεικτικών στοιχείων που αποφασίστηκε στην κατ’ αυτού διαδικασία αφορά τρίτον.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

12.

Το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 5 ) έχει ως εξής:

«Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.»

13.

Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, «[δ]ιασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο».

14.

Το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει τα εξής:

«Στον βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στη […] Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών [ ( 6 )], η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία.»

2. Η οδηγία 2014/41

15.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 11, 12, 18, 19, 22 και 39 της οδηγίας 2014/41 έχουν ως εξής:

«(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 82, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ένωση θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, αρχή η οποία συστηματικώς χαρακτηρίζεται, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999 και εξής, ως ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας επί ποινικών υποθέσεων στην Ένωση.

[…]

(11)

Η [Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας] θα πρέπει να επιλέγεται όταν η εκτέλεση ενός ερευνητικού μέτρου δείχνει αναλογική, ενδεδειγμένη και εφαρμόσιμη σε μια υπόθεση. Η αρχή έκδοσης θα πρέπει συνεπώς να επαληθεύσει εάν τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία είναι αναγκαία και αναλογικά για τους σκοπούς της διαδικασίας, εάν το επιλεχθέν ερευνητικό μέτρο είναι αναγκαίο και αναλογικό για τη συλλογή των στοιχείων και κατά πόσον, μέσω της έκδοσης ΕΕΕ, κάποιο άλλο κράτος μέλος θα πρέπει να μετάσχει στη συλλογή των στοιχείων. […]

(12)

Όταν εκδίδει ΕΕΕ, η αρχή έκδοσης δίνει ιδιαίτερη σημασία στην εξασφάλιση του πλήρους σεβασμού των δικαιωμάτων κατά το άρθρο 48 του [Χάρτη]. Το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα της υπεράσπισης σε ποινική διαδικασία αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον Χάρτη όσον αφορά τον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης. Οποιοσδήποτε περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών από ερευνητικό μέτρο που διατάσσεται βάσει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να συμμορφώνεται πλήρως με τις απαιτήσεις του άρθρου 52 του Χάρτη σε ό,τι αφορά την αναγκαιότητα, την αναλογικότητα και τους στόχους γενικού συμφέροντος που θα πρέπει να επιδιώκει, ιδίως την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων.

[…]

(18)

Όπως συμβαίνει και με άλλες νομικές πράξεις στον τομέα της αμοιβαίας αναγνώρισης, με την παρούσα οδηγία δεν μεταβάλλεται η υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ] και στον Χάρτη. Για να είναι σαφές το στοιχείο αυτό, θα πρέπει να εισαχθεί ειδική διάταξη στο κείμενο.

(19)

Η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ένωση βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και σε τεκμήριο συμμόρφωσης των άλλων κρατών μελών με το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Ωστόσο, το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό. Συνεπώς, εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση ερευνητικού μέτρου που περιέχεται στην ΕΕΕ θα είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος του ενδιαφερομένου και ότι το κράτος μέλος εκτέλεσης θα παρέβαινε τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εκτέλεση της ΕΕΕ θα πρέπει να απορρίπτεται.

[…]

(22)

Τα ένδικα μέσα που δύνανται να ασκηθούν κατά μιας ΕΕΕ θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με τα προβλεπόμενα σε εγχώρια υπόθεση κατά του εκάστοτε ερευνητικού μέτρου. Σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα άσκησης των ένδικων μέσων, μεταξύ άλλων ενημερώνοντας εγκαίρως κάθε ενδιαφερόμενο σχετικά με τις δυνατότητες και τους τρόπους αναζήτησης των ένδικων μέσων. Αν ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αντιρρήσεις σχετικά με ΕΕΕ στο κράτος εκτέλεσης οι οποίες αφορούν τους ουσιαστικούς λόγους έκδοσης της ΕΕΕ, οι πληροφορίες σχετικά με την αμφισβήτηση θα πρέπει να διαβιβάζονται στην αρχή έκδοσης και το ενδιαφερόμενο μέρος να ενημερώνεται.

[…]

(39)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 ΣΕΕ και από τον Χάρτη, ιδίως δε τον τίτλο VI, από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη η Ένωση ή όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της [ΕΣΔΑ], καθώς και από τα συντάγματα των κρατών μελών, αναλόγως του εκάστοτε πεδίου εφαρμογής. […]»

16.

Κατά. το άρθρο 1 της οδηγίας 2014/41:

«1.   Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) είναι δικαστική απόφαση την οποία εκδίδει ή επικυρώνει δικαστική αρχή κράτους μέλους […] με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων σε άλλο κράτος μέλος […] για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων βάσει της παρούσας οδηγίας.

Η ΕΕΕ μπορεί επίσης να εκδίδεται για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων ευρισκομένων ήδη στην κατοχή των αρμόδιων αρχών του κράτους εκτέλεσης.

[…]

4.   Η παρούσα οδηγία δεν μεταβάλλει την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ], συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων υπεράσπισης των προσώπων τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, και δεν θίγει τις τυχόν υποχρεώσεις που βαρύνουν τις δικαστικές αρχές ως προς το θέμα αυτό.»

17.

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι «[η] ΕΕΕ, όπως παρουσιάζεται στο έντυπο του παραρτήματος Α, συμπληρώνεται και υπογράφεται από την αρχή έκδοσης, η οποία πιστοποιεί την ακρίβεια και βεβαιώνει την ορθότητα του περιεχομένου της».

18.

Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Μια ΕΕΕ μπορεί να εκδίδεται μόνον όταν η αρχή έκδοσης κρίνει ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

η έκδοση της ΕΕΕ είναι απαραίτητη και αναλογική για τους σκοπούς της διαδικασίας του άρθρου 4, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου· και

[…]

2.   Οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 αξιολογούνται σε κάθε υπόθεση από την αρχή έκδοσης.

3.   Όταν μια αρχή εκτέλεσης έχει λόγους να πιστεύει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, μπορεί να συμβουλευθεί την αρχή έκδοσης σχετικά με τη σημασία της εκτέλεσης της ΕΕΕ. Μετά τη διαβούλευση αυτή η αρχή έκδοσης δύναται να ανακαλέσει την ΕΕΕ.»

19.

Το άρθρο 11 της οδηγίας 2014/41, στο κεφάλαιο III το οποίο επιγράφεται «Διαδικασίες και διασφαλίσεις για το κράτος εκτέλεσης», προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 1, παράγραφος 4, η αναγνώριση ή η εκτέλεση μιας ΕΕΕ μπορεί να απορριφθεί από την αρχή εκτέλεσης όταν:

[…]

στ)

υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου που αναφέρεται στην ΕΕΕ θα ήταν ασύμβατη με τις υποχρεώσεις του κράτους μέλους εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΕΕ και τον Χάρτη·

[…]

4.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία αʹ, βʹ, δʹ, εʹ και στʹ, προτού αποφασίσει να μην αναγνωρίσει ή να μην εκτελέσει, εν όλω ή εν μέρει, μια ΕΕΕ, η αρχή εκτέλεσης συμβουλεύεται την αρχή έκδοσης με κάθε πρόσφορο μέσο και, εάν χρειάζεται, ζητεί από την αρχή έκδοσης να της παράσχει αμελλητί κάθε απαραίτητη πληροφορία.

[…]»

20.

Κατά το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι για τα ερευνητικά μέτρα που προβλέπονται στην ΕΕΕ είναι διαθέσιμα ένδικα μέσα ισοδύναμα με αυτά που προβλέπονται σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.

2.   Οι ουσιαστικοί λόγοι για την έκδοση της ΕΕΕ μπορούν να προσβληθούν μόνο με ένδικο μέσο ενώπιον του κράτους έκδοσης, με την επιφύλαξη των διασφαλίσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος εκτέλεσης.

3.   Εφόσον δεν υπονομεύεται η ανάγκη διασφάλισης της εμπιστευτικότητας μιας έρευνας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19, παράγραφος 1, οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα, ώστε να εξασφαλιστεί ότι παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες άσκησης των ένδικων μέσων βάσει του εθνικού δικαίου όταν προσήκει η εφαρμογή τους και σε χρόνο κατάλληλο ώστε να είναι εφικτή η αποτελεσματική τους άσκηση.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα χρονικά όρια για την άσκηση ένδικου μέσου είναι ίδια με αυτά που προβλέπονται σε παρόμοιες εγχώριες υποθέσεις και εφαρμόζονται με τρόπο που εγγυάται τη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης των εν λόγω ένδικων μέσων από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

5.   Οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης ενημερώνουν η μία την άλλη σχετικά με τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της έκδοσης ή της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης μιας ΕΕΕ.

6.   Νομική αμφισβήτηση δεν αναστέλλει την εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου εκτός αν αυτό προβλέπεται σε παρόμοιες εγχώριες υποθέσεις.

7.   Επιτυχής αμφισβήτηση της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης μιας ΕΕΕ λαμβάνεται υπόψη από το κράτος έκδοσης σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο. Με την επιφύλαξη των εθνικών δικονομικών κανόνων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε ποινικές διαδικασίες στο κράτος έκδοσης, κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν δυνάμει μιας ΕΕΕ, γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η νομιμότητα της διαδικασίας.»

21.

Το άρθρο 24 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«1.   Εάν πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης πρέπει να εξεταστεί ως μάρτυρας ή πραγματογνώμονας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης, η αρχή έκδοσης μπορεί να εκδώσει ΕΕΕ για την εξέταση του μάρτυρα ή του πραγματογνώμονα με εικονοτηλεδιάσκεψη ή άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 5 έως 7.

[…]

2.   Εκτός από τους λόγους άρνησης της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης του άρθρου 11, είναι επίσης δυνατή η άρνηση εκτέλεσης της ΕΕΕ εάν:

α)

δεν συναινεί ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος· ή

β)

η εκτέλεση ενός τέτοιου ερευνητικού μέτρου σε συγκεκριμένη υπόθεση αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της νομοθεσίας του κράτους εκτέλεσης.

[…]»

22.

Κατά το άρθρο 34, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2014/41:

«1.   Χωρίς να θίγεται η εφαρμογή τους μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων κρατών και η προσωρινή τους εφαρμογή δυνάμει του άρθρου 35, η παρούσα οδηγία αντικαθιστά, από τις 22 Μαΐου 2017, τις αντίστοιχες διατάξεις των ακόλουθων συμβάσεων που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία:

α)

ευρωπαϊκή σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης της 20ής Απριλίου 1959 περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων και τα δύο πρόσθετα πρωτόκολλά της, καθώς και διμερείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί δυνάμει του άρθρου 26 της εν λόγω σύμβασης·

β)

σύμβαση για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν [ ( 7 )]·

γ)

σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το πρωτόκολλό της [ ( 8 )].

2.   Η απόφαση-πλαίσιο [2008/978] αντικαθίσταται από την παρούσα οδηγία για όλα τα κράτη μέλη που δεσμεύει η παρούσα οδηγία. Οι διατάξεις της απόφασης-πλαισίου [2003/577] αντικαθίστανται από την παρούσα οδηγία για όλα τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από αυτήν όσον αφορά τη δέσμευση αποδεικτικών στοιχείων.

Για τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την παρούσα οδηγία, οι παραπομπές στην απόφαση-πλαίσιο [2008/978] και, όσον αφορά τη δέσμευση αποδεικτικών στοιχείων, στην απόφαση-πλαίσιο [2003/577], ερμηνεύονται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

3.   Εκτός από την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις με άλλα κράτη μέλη ύστερα από τις 22 Μαΐου 2017 μόνο στο μέτρο που αυτές καθιστούν δυνατή την περαιτέρω ενίσχυση των στόχων της παρούσας οδηγίας και συμβάλλουν στην απλούστευση ή στην περαιτέρω διευκόλυνση των διαδικασιών συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων και εφόσον τηρούν το επίπεδο των διασφαλίσεων που προβλέπεται με την παρούσα οδηγία.»

23.

Το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 22 Μαΐου 2017».

Β.   Το βουλγαρικό δίκαιο

24.

Κατά το άρθρο 160, παράγραφος 1, του Nakazatelno-protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας), κατ’ οίκον έρευνα και κατάσχεση μπορούν να διενεργηθούν αν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι, σε συγκεκριμένο τόπο, θα βρεθούν ορισμένα πράγματα (έγγραφα, αντικείμενα, υπολογιστές κ.λπ.) τα οποία περιέχουν πληροφοριακά στοιχεία που ασκούν επιρροή στη διαδικασία.

25.

Δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 του κώδικα αυτού, η εξέταση μάρτυρα που δεν εξετάστηκε κατά το προκαταρκτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας διατάσσεται από δικαστήριο. Η κατ’ οίκον έρευνα και η κατάσχεση διενεργούνται κατά το δικαστικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας βάσει δικαστικής απόφασης.

26.

Οι δικαστικές αποφάσεις που διατάσσουν μέτρα συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, όπως κατ’ οίκον έρευνα, κατάσχεση και εξέταση μάρτυρα, δεν μπορούν να προσβληθούν ούτε από τους μετέχοντες στη διαδικασία ούτε από τα πρόσωπα που αφορούν τα εν λόγω μέτρα, και δεν υπόκεινται σε κανέναν έλεγχο.

27.

Ουδείς έμμεσος έλεγχος, ήτοι έλεγχος διενεργούμενος μαζί με τον έλεγχο της ποινικής απόφασης, είναι δυνατός.

28.

Πρώτον, δυνάμει του άρθρου 318 του κώδικα ποινικής δικονομίας, η ποινική απόφαση ελέγχεται μόνο κατόπιν ενδίκου μέσου του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου. Τα πρόσωπα των οποίων οι χώροι έγιναν αντικείμενο κατ’ οίκον έρευνας ή των οποίων τα αγαθά κατασχέθηκαν, αφενός, και τα πρόσωπα που εξετάστηκαν ως μάρτυρες, αφετέρου, δεν έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να ελεγχθεί, συγχρόνως με τον έλεγχο της ποινικής απόφασης, η νομιμότητα της δικαστικής απόφασης με την οποία, αντιστοίχως, διατάχθηκε η κατ’ οίκον έρευνα ή η κατάσχεση και επετράπη η εξέταση του ενδιαφερομένου ως μάρτυρα.

29.

Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 305 του κώδικα ποινικής δικονομίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 301 του ίδιου κώδικα, η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστή της ουσίας αφορά μόνο την ενοχή του κατηγορουμένου και όχι την ύπαρξη ή μη ύπαρξη λόγων που δικαιολογούσαν την έκδοση απόφασης κατ’ οίκον έρευνας, κατάσχεσης ή εξέτασης μάρτυρα. Η απόφαση που εκδίδεται σε δεύτερο βαθμό αφορά μόνο τα ζητήματα που εξετάστηκαν σε πρώτο βαθμό. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο εκτελέστηκαν τα ερευνητικά μέτρα και ιδίως την τήρηση των δικονομικών κανόνων, χωρίς να ελέγχει την επάρκεια της αιτιολογίας της απόφασης με την οποία διατάχθηκαν τα ερευνητικά μέτρα.

30.

Το άρθρο 2 του Zakon za otgovornostta na darzhavata i obshtinite za vredi (νόμου περί ευθύνης του κράτους και των δήμων για τις προκαλούμενες ζημίες) ( 9 ) προβλέπει την καταβολή αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν από ορισμένες δικαστικές πράξεις που στράφηκαν κατά του κατηγορουμένου και οι οποίες αποδείχθηκε ότι ήσαν παράνομες.

31.

Οι αποφάσεις με τις οποίες διατάσσεται κατ’ οίκον έρευνα ή κατάσχεση ή εξέταση μάρτυρα δεν στρέφονται κατά του κατηγορουμένου και δεν είναι νομικά δυνατόν να αποδειχθεί ότι είναι παράνομες. Επομένως, οι περιπτώσεις αυτές δεν καταλέγονται σε εκείνες για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση.

32.

Ο Zakon za evropeyskata zapoved za razsledvane (νόμος περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας) ( 10 ) μεταφέρει την οδηγία 2014/41 στη βουλγαρική έννομη τάξη.

33.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, μολονότι το άρθρο 18 του νόμου περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας προβλέπει ένδικα μέσα σχετικά με την εκτέλεση από τις βουλγαρικές αρχές ευρωπαϊκής εντολής έρευνας εκδοθείσας από τις δικαστικές αρχές άλλου κράτους μέλους, αντιθέτως ο νόμος αυτός δεν προβλέπει ένδικα μέσα στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης τέτοιας εντολής.

III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

34.

Οι βουλγαρικές δικαστικές αρχές προσάπτουν στον I. D. Gavanozov ότι διηύθυνε εγκληματική οργάνωση, στην οποία μετείχαν τρία άλλα πρόσωπα, με σκοπό τη διαφυγή φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ), με την κατάρτιση και χρήση ανακριβών εγγράφων και με την παράνομη έκπτωση ΦΠΑ επί των εισροών. Ειδικότερα, οι εν λόγω αρχές προσάπτουν στον I. D. Gavanozov ότι εισήγαγε στη Βουλγαρία, μέσω επιχειρήσεων-προπετασμάτων, ζάχαρη προέλευσης άλλων κρατών μελών (ενδοκοινοτική απόκτηση), συμπεριλαμβανομένης της Τσεχικής Δημοκρατίας, από την προμηθεύτρια εταιρία X, εκπροσωπούμενη από τον μάρτυρα Ψ, την οποία ζάχαρη εν συνεχεία πώλησε χωρίς έγγραφα στην εσωτερική αγορά, και τούτο χωρίς να προβεί σε υπολογισμό ή πληρωμή φόρου. Βάσει των εγγράφων που κατέχουν οι δικαστικές αρχές, ο I. D. Gavanozov εξήγαγε ζάχαρη, μέσω ενδοκοινοτικής παράδοσης, στη Ρουμανία. Το συνολικό ποσό του μη υπολογισθέντος και μη καταβληθέντος ΦΠΑ ανέρχεται σε 1128664,49 βουλγαρικά λέβα (BGN) (577085,85 ευρώ).

35.

Κατά το προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας, δεν διατάχθηκε κανένα ερευνητικό μέτρο έναντι της εταιρίας X ή του μάρτυρα Ψ με σκοπό τη συλλογή αποδείξεων.

36.

Διαπιστώθηκε, εντούτοις, ότι πραγματοποιήθηκαν προσωπικές και επαγγελματικές επικοινωνίες μεταξύ του I. D. Gavanozov και του Ψ, είτε με τη βοήθεια διερμηνέα είτε στην αγγλική γλώσσα, καθόσον τα δύο αυτά πρόσωπα δεν γνώριζαν το ένα τη μητρική γλώσσα του άλλου. Ωστόσο, προέκυψε επίσης ότι ο I. D. Gavanozov είχε υπογράψει σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας με την εταιρία Χ, της οποίας εκπρόσωπος ήταν ο μάρτυρας Ψ, η οποία σύμβαση είχε καταρτιστεί μόνο στη βουλγαρική γλώσσα.

37.

Για να αποσαφηνιστεί η έκταση των σχέσεων μεταξύ του I. D. Gavanozov και του Ψ, το αιτούν δικαστήριο, Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία), διέταξε τη συλλογή νέων αποδείξεων.

38.

Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο διέταξε να διενεργηθεί έρευνα και κατάσχεση στις εγκαταστάσεις της εταιρίας Χ, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η σύμβαση που προσκόμισε ο μάρτυρας Ψ βρίσκεται μεταξύ των εγγράφων της εταιρίας αυτής, καθώς και αν υπάρχουν έγγραφα που καταρτίστηκαν στο πλαίσιο της εκτέλεσης της σύμβασης αυτής. Διέταξε επίσης να διενεργηθεί έρευνα και κατάσχεση στην κατοικία του Ψ προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτός διατηρούσε εκεί έγγραφα σχετικά με την επίμαχη δραστηριότητα και να εξεταστεί ο μάρτυρας αυτός μέσω τηλεδιάσκεψης, δεδομένου ότι δεν επιθυμεί να παραστεί στη Βουλγαρία για την εξέτασή του.

39.

Δεδομένου ότι οι εγκαταστάσεις της εταιρίας X και η κατοικία του Ψ βρίσκονται στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας ζητώντας από τις τσεχικές δικαστικές αρχές να εκτελέσουν τα ως άνω ερευνητικά μέτρα.

40.

Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, στο στάδιο έκδοσης της εντολής αυτής, αντιμετώπισε δυσχέρειες όσον αφορά τη συμπλήρωση, στο τυποποιημένο έντυπο της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας το οποίο παρατίθεται στο παράρτημα A της οδηγίας 2014/41, της ενότητας Ι του εντύπου αυτού ( 11 ) η οποία αφορά τα ένδικα μέσα.

41.

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε στην απόφαση περί παραπομπής ότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα ένδικο μέσο κατά της απόφασης με την οποία διατάσσονται τα ερευνητικά αυτά μέτρα.

42.

Ανέφερε επίσης ότι, κατά την κρίση του, η βουλγαρική νομοθεσία δεν συνάδει προς το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41 και παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας επειδή τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα μέτρα συλλογής αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορούν να ασκήσουν ένδικο μέσο κατά των αποφάσεων με τις οποίες διατάσσονται τέτοια μέτρα.

43.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι συμβατές με το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41 εθνικές διατάξεις και δικαστικές αποφάσεις κατά τις οποίες οι ουσιαστικοί λόγοι για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας με αντικείμενο τη διεξαγωγή έρευνας σε διαμέρισμα και σε επαγγελματικό χώρο, καθώς και τη κατάσχεση συγκεκριμένων αντικειμένων και/ή την άδεια εξετάσεως μάρτυρα, δεν δύνανται να προσβληθούν απευθείας με ένδικο μέσο στρεφόμενο κατά της δικαστικής αποφάσεως ούτε με χωριστή αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως;

2)

Παρέχει το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/41 στο ενδιαφερόμενο μέρος απευθείας δικαίωμα προσβολής της δικαστικής αποφάσεως περί ευρωπαϊκής εντολής έρευνας ακόμη και αν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει αντίστοιχη δικονομική δυνατότητα;

3)

Είναι το πρόσωπο κατά του οποίου έχει απαγγελθεί κατηγορία, λαμβανομένου υπόψη και του άρθρου 14, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/41, ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, σε περίπτωση που το μέτρο συλλογής αποδεικτικών στοιχείων αφορά τρίτον;

4)

Είναι το πρόσωπο που κατοικεί ή χρησιμοποιεί τους χώρους στους οποίους πρόκειται να διεξαχθεί η έρευνα ή να επιβληθεί κατάσχεση ή το πρόσωπο που πρόκειται να εξεταστεί ως μάρτυρας ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 4, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, της οδηγίας 2014/41;»

IV. Ανάλυση

Α.   Επί του παραδεκτού

44.

Η Τσεχική και η Αυστριακή Κυβέρνηση προέβαλαν, ρητώς ή υπορρήτως, το απαράδεκτο των προδικαστικών ερωτημάτων για τον λόγο ότι, εφόσον η απόφαση περί παραπομπής εκδόθηκε κατά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2014/41, η ως άνω οδηγία δεν είχε ακόμη μεταφερθεί στην έννομη τάξη της Τσεχικής Δημοκρατίας ούτε της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και ότι δεν είναι δυνατή η άμεση εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

45.

Συναφώς, επισημαίνεται, ευθύς εξαρχής, ότι, δεδομένου ότι η απόφαση περί παραπομπής φέρει την ημερομηνία 23 Μαΐου 2017, είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας λήξης της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/41, η οποία στο άρθρο της 36, παράγραφος 1, ορίζεται ότι είναι η 22α Μαΐου 2017.

46.

Εν συνεχεία, η οδηγία 2014/41 μεταφέρθηκε τόσο στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας όσο και στην Τσεχική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο διαβίβασε στο Δικαστήριο, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του τελευταίου, αντίγραφο του νόμου περί μεταφοράς καθώς και συνοδευτική επιστολή. Επιπλέον, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς, η Τσεχική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 2014/41 ( 12 ).

47.

Τέλος, η ερμηνεία την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο είναι όχι μόνο χρήσιμη, αλλά και αναγκαία για το δικαστήριο αυτό.

48.

Συγκεκριμένα, τα μέτρα κατ’ οίκον έρευνας, κατάσχεσης και εξέτασης του μάρτυρα Ψ τα οποία σχεδίασε το αιτούν δικαστήριο αφορούν διαδικασία εκκρεμή στη Βουλγαρία και σκοπό έχουν να διαπιστωθεί αν ο I. D. Gavanozov διέπραξε απάτη στον τομέα του ΦΠΑ.

49.

Εξάλλου, τα προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν στο Δικαστήριο αφορούν διάταξη του δικαίου της Ένωσης και, στο μέτρο που θα παράσχουν στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συμπληρώσει την ενότητα Ι του εντύπου, ανταποκρίνονται σε αντικειμενική ανάγκη την οποία εξέφρασε το δικαστήριο αυτό.

50.

Κατά συνέπεια, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι, κατά την άποψή μου, παραδεκτά.

Β.   Επί της ουσίας

1. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

51.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει κανένα ένδικο μέσο για την αμφισβήτηση των ουσιαστικών λόγων για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας με αντικείμενο την κατ’ οίκον έρευνα, την κατάσχεση ορισμένων αντικειμένων και την οργάνωση της εξέτασης μάρτυρα.

52.

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής όσον αφορά τα ένδικα μέσα προκύπτει ότι, για τον νομοθέτη της Ένωσης, τα κράτη μέλη πρέπει υποχρεωτικώς να προβλέπουν τέτοια ένδικα μέσα.

53.

Συγκεκριμένα, από το άρθρο 13, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο «[η] διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να ανασταλεί όσο εκκρεμεί η απόφαση σχετικά με ένδικο μέσο […]», προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης σαφώς προέβλεψε την ύπαρξη ενδίκων μέσων.

54.

Επιπλέον, η απαίτηση, στο άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41, να είναι διαθέσιμα «για τα ερευνητικά μέτρα που προβλέπονται στην ΕΕΕ […] ένδικα μέσα ισοδύναμα με αυτά που προβλέπονται σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση» καθιστά προφανές, κατά την άποψή μου, ότι, αντιθέτως προς όσα προβάλλει η Τσεχική Κυβέρνηση, ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε ότι υπάρχουν διαθέσιμα ένδικα μέσα κατά των ερευνητικών μέτρων στο πλαίσιο εθνικών διαδικασιών ( 13 ) και επέβαλε στα κράτη μέλη να προβλέπουν, όσον αφορά την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, ισοδύναμα ένδικα μέσα.

55.

Επομένως, έστω και αν το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ένδικα μέσα επιπρόσθετα εκείνων που υφίστανται στο πλαίσιο παρόμοιας εθνικής διαδικασίας ( 14 ), η διάταξη αυτή τα υποχρεώνει, τουλάχιστον και συμμέτρως, να θεσπίσουν ένδικα μέσα για τα ερευνητικά μέτρα που προβλέπονται σε ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, τα οποία ένδικα μέσα πρέπει να είναι ισοδύναμα με εκείνα που είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο παρόμοιας εθνικής διαδικασίας ( 15 ).

56.

Εκτιμώ ότι αυτή η ερμηνεία της οδηγίας 2014/41 δικαιολογείται ακόμη περισσότερο από την περίσταση ότι, στο πλαίσιο ποινικής έρευνας, τα ερευνητικά μέτρα, τα οποία διατάσσουν οι αρμόδιες αρχές για τον θεμιτό σκοπό της συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, ενδέχεται να είναι παρεμβατικά και να θίγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων που αφορούν, τα οποία κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, στον Χάρτη. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των ποινικών κυρώσεων, η διαδικασία η οποία συνεπάγεται τέτοιες κυρώσεις πρέπει, στο σύνολό της, κατ’ ανάγκην να περιβάλλεται από ειδικές διασφαλίσεις για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων που εμπλέκονται στη διαδικασία ( 16 ).

57.

Κατά συνέπεια, η ανάγκη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου με σκοπό την από τα εθνικά δικαστήρια διασφάλιση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων ( 17 ), η οποία έχει υπογραμμιστεί επανειλημμένως ( 18 ), καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, η δε δυνατότητα αμφισβήτησης των ουσιαστικών λόγων για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας αποκτά, επομένως, όλως ιδιαίτερη σημασία.

58.

Τέλος, η ερμηνεία αυτή δεν κλονίζεται από την περίσταση ότι τα μέτρα συλλογής αποδεικτικών στοιχείων αφορούν τρίτον ο οποίος έχει την ιδιότητα μάρτυρα.

59.

Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/41, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν περιόρισε την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων στα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που αποτελούν αντικείμενο ποινικής διαδικασίας.

60.

Εξάλλου, μολονότι ορισμένες διατάξεις της οδηγίας αυτής, όπως εκείνες του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δίνουν έμφαση στα δικαιώματα «του υπόπτου ή κατηγορουμένου», άλλες διατάξεις της ίδιας οδηγίας, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του άρθρου 13, παράγραφος 2, καθώς και των άρθρων 14 και 22, παραπέμπουν στην έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους».

61.

Επιπλέον, το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2014/41, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 19, και το άρθρο 14 της ίδιας οδηγίας προβλέπουν ότι οι διασφαλίσεις που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης, όσον αφορά ένδικα μέσα ή λόγους μη εκτέλεσης ή μη αναγνώρισης, υφίστανται υπέρ του «ενδιαφερόμενου μέρους», και όχι υπέρ του «υπόπτου» ή του «κατηγορουμένου».

62.

Εκτιμώ, πάντως, ότι η χρήση διαφορετικών εκφράσεων πόρρω απέχει από το να είναι άνευ σημασίας, και τούτο πολύ περισσότερο επειδή, στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/41, τα ερευνητικά μέτρα που αναφέρει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας μπορούν να αφορούν τόσο τον «ύποπτο» ή τον «κατηγορούμενο» όσο και τρίτους και, επομένως, να θίγουν τα δικαιώματά τους.

63.

Στο πλαίσιο της έρευνας στην υπόθεση της κύριας δίκης κατά του Ι. D. Gavanozov, ο Ψ είναι μάρτυρας, πλην όμως τον αφορούν τα σχεδιαζόμενα ερευνητικά μέτρα, τα οποία αποσκοπούν στη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων εις βάρος του I. D. Gavanozov. Συγκεκριμένα, η έρευνα και η κατάσχεση θα πραγματοποιηθούν στην κατοικία του και ο ίδιος θα εξεταστεί ως μάρτυρας.

64.

Ως εκ τούτου, η έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» κατά την οδηγία 2014/41 αφορά επίσης μάρτυρα, όπως ο Ψ, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο ερευνητικών μέτρων που ζητούνται με ευρωπαϊκή εντολή έρευνας.

65.

Πάντως, από την έκθεση του εθνικού δικαίου και από τις επανειλημμένες καταδίκες της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι οποίες υπενθυμίζονται στην απόφαση περί παραπομπής ( 19 ), προκύπτει ότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα ένδικο μέσο που να παρέχει σε μάρτυρα τη δυνατότητα να αμφισβητήσει στο πλαίσιο εθνικών διαδικασιών τους ουσιαστικούς λόγους ερευνητικών μέτρων, όπως η κατ’ οίκον έρευνα και η κατάσχεση, ούτε να λάβει, με αποτελεσματικό τρόπο, οποιαδήποτε αντιστάθμιση στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης ( 20 ).

66.

Επιπλέον, κατά τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο ( 21 ), η μεταφορά της οδηγίας 2014/41 στο βουλγαρικό δίκαιο δεν καθιέρωσε τη δυνατότητα μάρτυρα, όπως ο Ψ, τον οποίο αφορούν κατ’ οίκον έρευνα, κατάσχεση και εξέταση, να αμφισβητήσει τους ουσιαστικούς λόγους για τα ερευνητικά αυτά μέτρα.

67.

Κατά την άποψή μου, από το σύνολο των εκτιμήσεων αυτών πρέπει να συναχθούν δύο συμπεράσματα.

68.

Πρώτον, συνάγεται ότι η βουλγαρική ρύθμιση δεν συνάδει προς το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41.

69.

Δεύτερον, αντιβαίνει στη διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η δυνατότητα εθνικής αρχής, εν προκειμένω της βουλγαρικής, να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας.

70.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η οδηγία 2014/41 προβλέπει διασφαλίσεις ( 22 ), όπως ένδικο μέσο για την αμφισβήτηση των ουσιαστικών λόγων να διαταχθούν τα ερευνητικά μέτρα που αφορά η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, ελλείψει τέτοιων διασφαλίσεων ο μηχανισμός της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί.

71.

Η θέση αυτή απορρέει, πρώτον, από την ερμηνεία της ενότητας Ι.

72.

Παρά τις αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της ενότητας Ι ( 23 ), εκτιμώ ότι αυτή, ερμηνευόμενη με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της οδηγίας 2014/41 ( 24 ), επιβάλλει, δυνάμει του σημείου της 1, στην αρχή έκδοσης να αναφέρει στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που αποτελεί αντικείμενο του εντύπου το οποίο παρατίθεται στο παράρτημα A της οδηγίας αυτής, και, βάσει του σημείου της 2, να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τα ένδικα μέσα, καθώς και τις δυνατότητες νομικής συνδρομής στο κράτος έκδοσης.

73.

Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι η χρησιμότητα, για το κράτος εκτέλεσης, της πληροφορίας ότι ένδικο μέσο κατά ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, κατά την έννοια οποιασδήποτε ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, έχει ήδη ασκηθεί στο κράτος έκδοσης κάθε άλλο παρά πρόδηλη είναι.

74.

Αντιθέτως, στην περίπτωση ερευνητικού μέτρου το οποίο δεν απαιτεί εχεμύθεια ( 25 ), ενδεχόμενη άσκηση ενδίκου μέσου κατά της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας συνιστά σημαντική πληροφορία για το κράτος εκτέλεσης, στο μέτρο που η ευδοκίμηση ενός τέτοιου ενδίκου μέσου θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση το ερευνητικό αυτό μέτρο.

75.

Αφετέρου, η ενότητα Ι, σημείο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/41, συνεπάγεται ότι οι αρχές του κράτους εκτέλεσης πρέπει να μπορούν να ενημερώνουν το πρόσωπο, που αφορούν τα ερευνητικά μέτρα, σχετικά με τη δυνατότητα αμφισβήτησης των ουσιαστικών λόγων για τους οποίους το κράτος έκδοσης εξέδωσε ευρωπαϊκή εντολή έρευνας και, εν ανάγκη, να παρέχουν στο πρόσωπο αυτό πληροφορίες σχετικά με τη νομική και γλωσσική συνδρομή της οποίας μπορεί να τύχει στο κράτος αυτό ( 26 ).

76.

Κατά τα λοιπά, η ανάγκη παροχής, στην ενότητα Ι, σημείο 2, των πληροφοριών σχετικά με τα ένδικα μέσα στο κράτος έκδοσης εγγυάται επίσης την αποτελεσματικότητα των λόγων μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης των ευρωπαϊκών εντολών έρευνας και, ειδικότερα, του λόγου που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής.

77.

Αν όμως δεν προβλέπονται ένδικα μέσα στο κράτος έκδοσης, δεν μπορεί να συμπληρωθεί το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα A της εν λόγω οδηγίας, δεν μπορεί να γνωστοποιηθεί το πλήρες πλαίσιο της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας ( 27 ) και η εντολή αυτή δεν μπορεί ούτε να εκδοθεί ούτε, πολύ περισσότερο, να ευδοκιμήσει.

78.

Δεύτερον, η βουλγαρική ρύθμιση και το έλλειμμα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αυτή συνεπάγεται εμποδίζουν την εφαρμογή του μηχανισμού αμοιβαίας αναγνώρισης που βρίσκεται στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

79.

Η αμοιβαία αναγνώριση βασίζεται στην παραδοχή της ύπαρξης αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών η οποία νοείται ως «βεβαιότητα ότι όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες έχουν πρόσβαση σε ένα δικαστικό σύστημα υψηλής ποιότητας» ( 28 ). Ως εκ τούτου, απαιτεί από τα κράτη μέλη να δέχονται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα άλλα κράτη μέλη σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι αναγνωρισμένα από το δίκαιο της Ένωσης ( 29 ) και συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη «είναι δυνατό να υποχρεωθούν […] να θεωρήσουν δεδομένο τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα λοιπά κράτη μέλη» ( 30 ).

80.

Επισημαίνεται, εντούτοις, ότι η χρήση από το Δικαστήριο της φράσης «είναι δυνατό» δεν συνεπάγεται καμία υποχρέωση και ότι στην αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2014/41 επισημαίνεται ο μαχητός χαρακτήρας του τεκμηρίου αυτού ( 31 ).

81.

Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των επανειλημμένων διαπιστώσεων παράβασης των άρθρων 3, 8 και 13 της ΕΣΔΑ από τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, της μη τροποποίησης των διατάξεων του κώδικα ποινικής δικονομίας, της περίστασης ότι το ίδιο το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες όσον αφορά τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τη βουλγαρική ρύθμιση και της μη θέσπισης ενδίκου μέσου κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2014/41 στην εσωτερική έννομη τάξη, εκτιμώ ότι είναι πρόδηλο ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων από το συγκεκριμένο κράτος μέλος στον τομέα αυτόν δεν τεκμαίρεται.

82.

Συγκεκριμένα, η αδυναμία τρίτου τον οποίο αφορούν ερευνητικά μέτρα, όπως κατ’ οίκον έρευνες ή κατασχέσεις, τα οποία εγγενώς θίγουν το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, να αμφισβητήσει, στη Βουλγαρία, τους ουσιαστικούς λόγους για τη λήψη των μέτρων αυτών συνιστά, όπως έκρινε επανειλημμένως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πρόδηλη έλλειψη αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ( 32 ).

83.

Αν δεν τεκμαίρεται ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων από κράτος μέλος, δεν μπορεί να απαιτηθεί αμοιβαία εμπιστοσύνη από τα άλλα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα η αμοιβαία αναγνώριση να μην μπορεί να εφαρμοστεί και να ωφελήσει το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

84.

Επιπλέον, σε μια τέτοια κατάσταση, η δυνατότητα, την οποία επισήμανε η Ουγγρική Κυβέρνηση, του κράτους εκτέλεσης να επικαλεστεί το άρθρο 11 της οδηγίας 2014/41 δεν επαρκεί.

85.

Πέραν του ότι η επίκληση των λόγων μη εκτέλεσης ή μη αναγνώρισης συνιστά εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά ( 33 ), από την αρχή της εκτέλεσης των ευρωπαϊκών εντολών έρευνας που απορρέει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/41, η επίκληση του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής επιβάλλει, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 19 της εν λόγω οδηγίας, εκτίμηση κατά περίπτωση, προκειμένου να ανατραπεί το τεκμήριο σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

86.

Φρονώ, πάντως, ότι μολονότι η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των ενδίκων μέσων μπορεί να δικαιολογεί, κατά περίπτωση, την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2014/41, η έλλειψη κάθε δυνατότητας άσκησης ενδίκου μέσου θα μπορούσε, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, να οδηγήσει σε συστηματική χρήση της διάταξης αυτής κλονίζοντας την πρακτική χρησιμότητα της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

87.

Εξάλλου, σε περιστάσεις όπως οι επικρατούσες στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, η εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2014/41 ενέχει σημαντικό κίνδυνο μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης, με διαφορετικά μέτρα και σταθμά, μεταξύ των κρατών μελών και, τελικώς, συνεπάγεται πολύ μεγάλη ευθύνη για τις αρμόδιες αρχές εκτέλεσης οι οποίες ενδέχεται να παραβούν τις διατάξεις της ΕΣΔΑ ( 34 ).

88.

Τέλος, η ερμηνεία της οδηγίας 2014/41 την οποία προτείνω συνάδει με την αναγκαία αποτελεσματικότητα του μηχανισμού της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

89.

Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης της Ένωσης περιέβαλε την εφαρμογή της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας με διασφαλίσεις με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων που αφορούν τα ερευνητικά μέτρα. Επομένως, αν κράτος μέλος επιλέξει να μην μεταφέρει συναφώς την οδηγία 2014/41, να μην θεσπίσει τις διασφαλίσεις αυτές και, κατά συνέπεια, να μην σεβαστεί την ισορροπία, που απορρέει από την οδηγία αυτή, μεταξύ του παρεμβατικού χαρακτήρα των ερευνητικών μέτρων και της δυνατότητας αμφισβήτησής τους, δεν μπορεί να επωφεληθεί του μηχανισμού της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

90.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των παρατηρήσεων αυτών, εκτιμώ ότι, αφενός, η βουλγαρική ρύθμιση αντιβαίνει στο άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41 και, αφετέρου, η έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας από βουλγαρική αρχή αντιβαίνει στο άρθρο αυτό, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

2. Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

91.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/41 ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να αμφισβητήσει τους ουσιαστικούς λόγους για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, όταν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει ένδικα μέσα για τον σκοπό αυτόν.

92.

Με αφετηρία την παραδοχή ότι στα κράτη μέλη υπάρχουν ένδικα μέσα τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα αμφισβήτησης των ουσιαστικών λόγων που οδήγησαν στην έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, εκτιμώ ότι, μέσω του άρθρου 14, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης είναι να αποφευχθούν η αμφισβήτηση των λόγων αυτών στο κράτος εκτέλεσης και ο έλεγχός τους από δικαστήριο του κράτους αυτού ( 35 ).

93.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 14, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας δεν δημιουργεί, αυτό καθ’ εαυτό, στο κράτος έκδοσης, πολύ περισσότερο στο κράτος εκτέλεσης, ένδικο μέσο το οποίο παρέχει τη δυνατότητα αμφισβήτησης των ουσιαστικών λόγων για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

94.

Παρά ταύτα, δυνάμει του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2014/41, η ύπαρξη τέτοιου ενδίκου μέσου συνιστά, στο σύστημα της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, υποχρέωση των κρατών μελών.

95.

Η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί, όμως, να μείνει νεκρό γράμμα για τον λόγο ότι η οδηγία αυτή μεταφέρθηκε πλημμελώς στην εσωτερική έννομη τάξη.

96.

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις οδηγίας είναι, από απόψεως του περιεχομένου τους, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται κατά του κράτους μέλους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, είτε όταν αυτό το κράτος μέλος παρέλειψε να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη είτε όταν την μετέφερε πλημμελώς στην εσωτερική έννομη τάξη ( 36 ).

97.

Επομένως, στην περίπτωση που το κράτος έκδοσης δεν προέβλεψε κανένα ένδικο μέσο για την αμφισβήτηση των ουσιαστικών λόγων για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, πλην όμως θέσπισε ένδικα μέσα για την αμφισβήτηση των ουσιαστικών λόγων σε παρόμοιες εθνικές διαδικασίες, δεν αποκλείεται να μπορεί το πρόσωπο το οποίο αφορούν τα ερευνητικά μέτρα να επικαλεστεί την ισοδυναμία την οποία απαιτεί το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41.

98.

Εντούτοις, αν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα ένδικο μέσο στο πλαίσιο παρόμοιων εθνικών διαδικασιών ερευνών, το άμεσο αποτέλεσμα της διάταξης αυτής δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη δημιουργία, ex nihilo, ενδίκου μέσου κατά ευρωπαϊκού ερευνητικού μέτρου.

99.

Η περίσταση αυτή, μολονότι δικαιολογεί, έτι περαιτέρω, το να μην δύναται βουλγαρική αρχή να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας όταν δεν υπάρχει καμία δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου, θα πρέπει να οδηγήσει στην άσκηση από την Επιτροπή προσφυγής επί παραβάσει, λόγω πλημμελούς μεταφοράς της οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη.

100.

Επομένως, εκτιμώ ότι ιδιώτης δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41 ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να αμφισβητήσει τους ουσιαστικούς λόγους για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, όταν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει ένδικα μέσα στο πλαίσιο παρόμοιων εθνικών διαδικασιών.

3. Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

101.

Με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το πρόσωπο κατά του οποίου έχει απαγγελθεί ποινική κατηγορία είναι «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια της οδηγίας 2014/41, όταν τα μέτρα συλλογής αποδεικτικών στοιχείων αφορούν τρίτον και όταν ο τρίτος αυτός, εν προκειμένω το πρόσωπο που κατοικεί ή χρησιμοποιεί ακίνητο στο οποίο θα διενεργηθούν η κατ’ οίκον έρευνα και η κατάσχεση ή το πρόσωπο το οποίο θα εξεταστεί ως μάρτυρας, είναι επίσης «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.

102.

Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο δεύτερο ερώτημα, το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/41 θα συνιστά τη βάση η οποία θα θέτει ένδικο μέσο στη διάθεση των ενδιαφερόμενων μερών, λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, εκ πρώτης όψεως η απάντηση στα δύο αυτά προδικαστικά ερωτήματα φαίνεται να παρέλκει.

103.

Εντούτοις, η ερμηνεία της έννοιας του «ενδιαφερόμενου μέρους» κατά την οδηγία 2014/41 είναι, κατά την άποψή μου, χρήσιμη, ώστε το αιτούν δικαστήριο να μπορέσει να καθορίσει τις απαιτήσεις του νομοθετήματος αυτού.

104.

Συναφώς, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή, η οδηγία αυτή δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα την εναρμόνιση του νομικού πλαισίου των ερευνητικών μέτρων και των σχετικών ενδίκων μέσων εντός των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η ρύθμιση των ενδίκων αυτών μέσων εμπίπτει στη δικονομική αυτοτέλεια κάθε κράτους μέλους.

105.

Συναφώς, δεδομένου όμως ότι η εν λόγω οδηγία προβλέπει διασφαλίσεις υπέρ των προσώπων που αφορούν τα ερευνητικά μέτρα, η έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» πρέπει να είναι αντικείμενο αυτοτελούς ερμηνείας βάσει της οδηγίας 2014/41.

106.

Ως προς το πρόσωπο το οποίο αφορούν τα ερευνητικά μέτρα, το οποίο όμως έχει την ιδιότητα του τρίτου στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι από τα σημεία 58 έως 64 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι το πρόσωπο αυτό εμπίπτει στην έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» κατά το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41.

107.

Όσον αφορά το πρόσωπο κατά του οποίου έχει απαγγελθεί ποινική κατηγορία, το οποίο όμως δεν αφορούν τα μέτρα συλλογής αποδείξεων που αναφέρει η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να θίξουν τα συμφέροντά του στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας, καθόσον, για παράδειγμα, τα στοιχεία που συνελέγησαν μπορούν να συνιστούν απόδειξη εις βάρος του, το πρόσωπο αυτό είναι επίσης «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.

V. Πρόταση

108.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που έθεσε το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνουν σε αυτό ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η βουλγαρική ρύθμιση, η οποία δεν προβλέπει καμία δυνατότητα αμφισβήτησης των ουσιαστικών λόγων ερευνητικού μέτρου που ζητείται με ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, καθώς και η έκδοση, από αρχή αυτού του κράτους μέλους, ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

2)

Ιδιώτης δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41 ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να αμφισβητήσει τους ουσιαστικούς λόγους για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, όταν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει ένδικα μέσα στο πλαίσιο παρόμοιων εθνικών διαδικασιών.

3)

Η έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» κατά την οδηγία 2014/41 περιλαμβάνει μάρτυρα τον οποίο αφορούν ερευνητικά μέτρα τα οποία ζητούνται με ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, καθώς και το πρόσωπο κατά του οποίου έχει απαγγελθεί ποινική κατηγορία, αλλά το οποίο δεν αφορούν τα ερευνητικά μέτρα που ζητούνται με ευρωπαϊκή εντολή έρευνας.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Αρχικά, με την πράξη του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, για την κατάρτιση, σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της Σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2000, C 197, σ. 1), και το Πρωτόκολλο σχετικά με τη Σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο καταρτίστηκε από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2001, C 326, σ. 2), και, εν συνεχεία, με την απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 196, σ. 45), και την απόφαση-πλαίσιο 2008/978/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων προς λήψη αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων για χρήση σε ποινικές διαδικασίες (ΕΕ 2008, L 350, σ. 72).

( 3 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ 2014, L 130, σ. 1).

( 4 ) Σε συνέχεια των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, καθώς και της έκδοσης, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, του «Προγράμματος της Στοκχόλμης – Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες» (ΕΕ 2010, C 115, σ. 1), και σύμφωνα με το άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η οδηγία 2014/41 στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης Κατά την αιτιολογική της σκέψη 38, σκοπός του εν λόγω νομοθετήματος είναι η αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται για την απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων και, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη πρέπει να εκτελούν ευρωπαϊκή εντολή έρευνας βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.

( 5 ) Στο εξής: Χάρτης.

( 6 ) Υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, στο εξής: ΕΣΔΑ.

( 7 ) Σύμβαση της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν (Λουξεμβούργο) στις 19 Ιουνίου 1990 (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19).

( 8 ) Βλ. υποσημείωση 2 των παρουσών προτάσεων.

( 9 ) DV αριθ. 60, της 5ης Αυγούστου 1988.

( 10 ) DV αριθ. 16, της 20ής Φεβρουαρίου 2018.

( 11 ) Στο εξής: ενότητα Ι.

( 12 ) Οι λεπτομέρειες των μέτρων αυτών είναι διαθέσιμες στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/NIM/?uri=celex%3A32014L0041.

( 13 ) Νομίζω ότι την άποψη αυτή συμμερίζονται η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

( 14 ) Επισημαίνεται, πάντως, ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να προβλέψουν πρόσθετα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

( 15 ) Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2014/41, η οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δύναται να διευκρινίσει το περιεχόμενο της οδηγίας αυτής (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O., C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 42). Επομένως, κατά την άποψή μου, η εν λόγω οδηγία, μολονότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ένδικα μέσα ισοδύναμα εκείνων που προβλέπονται για παρόμοια εσωτερικά μέτρα, δεν θίγει, κατ’ αρχήν και με την επιφύλαξη του σεβασμού της αρχής της αποτελεσματικότητας, την αρμοδιότητα των κρατών μελών να θεσπίσουν τέτοια ένδικα μέσα για τα ερευνητικά μέτρα που θίγουν θεμελιώδες δικαίωμα.

( 16 ) Βλ. Hagueneau-Moizard, C., Gazin, F., και Leblois-Happe, J., Les fondements du droit pénal européen, Larcier, Βρυξέλλες, 2015, σ. 55.

( 17 ) Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το Δικαστήριο, ειδικά στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται η διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και της δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό [βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), C-216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

( 18 ) Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 12 καθώς και άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/41. Η απαίτηση αυτή πρέπει να διαφοροποιείται από την υποχρέωση που υπέχει η Ένωση να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα όταν ασκεί την ποινική δικαιοδοσία που της αναθέτει η Συνθήκη.

( 19 ) Στην απόφαση περί παραπομπής, μετά την έκθεση του εθνικού δικαίου, διευκρινίζεται ότι, κατόπιν των αποφάσεων του ΕΔΔΑ της 26ης Ιουλίου 2007, Peev κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2007:0726JUD006420901), και της 22ας Μαΐου 2008, Iliya Stefanov κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2008:0522JUD006575501), η Δημοκρατία της Βουλγαρίας δεσμεύθηκε να τροποποιήσει το εθνικό δίκαιο ώστε να καταστήσει δυνατό τον εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο της δικαστικής απόφασης που διατάσσει την κατ’ οίκον έρευνα και την κατάσχεση, κατόπιν αιτήσεως των προσώπων που αφορά η εν λόγω έρευνα και κατάσχεση. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι αυτές οι τροποποιήσεις του βουλγαρικού δικαίου δεν έχουν ακόμη επέλθει.

( 20 ) Ασφαλώς, η δυνατότητα αμφισβήτησης των ουσιαστικών λόγων των ερευνητικών μέτρων σε ποινικές υποθέσεις διαφέρει από τη δυνατότητα να ζητηθεί αποζημίωση για ζημία που προκλήθηκε από τέτοια μέτρα. Εντούτοις, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι η δυνατότητα να ληφθεί αποζημίωση στην περίπτωση που έρευνα ή κατάσχεση αποφασίστηκε ή εκτελέστηκε παρανόμως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ. Όσον αφορά την ανάλυση του βουλγαρικού δικαίου, ο ρόλος και η σημασία της αγωγής αποζημίωσης δεν πρέπει να υποτιμώνται, δεδομένου ότι, όπως υπογράμμισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ελλείψει ενδίκου μέσου παρέχοντος τη δυνατότητα αμφισβήτησης της νομιμότητας των γενομένων ερευνών και κατασχέσεων, η δυνατότητα να ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης έχει πρωταρχική σημασία [αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22ας Μαΐου 2008, Iliya Stefanov κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2008:0522JUD006575501, § 59), και της 19ης Ιανουαρίου 2017, Posevini κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2017:0119JUD006363814, § 84)].

( 21 ) Συγκεκριμένα, με επιστολή του, το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε το Δικαστήριο για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής και ρητώς ανέφερε, συναφώς, ότι, μολονότι το άρθρο 18 του νόμου περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας προβλέπει ένδικο μέσο σχετικά με την εκτέλεση από τις βουλγαρικές αρχές ευρωπαϊκής εντολής έρευνας εκδοθείσας από τις δικαστικές αρχές άλλου κράτους μέλους, ο νόμος αυτός δεν προβλέπει ένδικα μέσα στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης τέτοιας εντολής.

( 22 ) Η δυνατότητα αμφισβήτησης των ουσιαστικών λόγων για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, δυνατότητα η οποία προβλέπεται στο άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41, και, ευρύτερα, οι διασφαλίσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή δεν είναι οι μόνες διασφαλίσεις τις οποίες θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι, εξ ορισμού, η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας είναι δικαστική απόφαση εκδοθείσα ή επικυρωθείσα από δικαστική αρχή κράτους μέλους συνιστά από μόνο του διασφάλιση. Εξάλλου, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων υπεράσπισης, ύποπτος ή κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας. Επιπλέον, μολονότι το άρθρο 1, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας υπενθυμίζει ότι αυτή δεν μεταβάλλει την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, διάφορες υποχρεώσεις τόσο του κράτους έκδοσης όσο και του κράτους εκτέλεσης έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/41 διευκρινίζει ότι ευρωπαϊκή εντολή έρευνας μπορεί να εκδοθεί μόνον αν είναι απαραίτητη και αναλογική για τους σκοπούς της διαδικασίας στην οποία μπορεί να παρεμβληθεί μια τέτοια απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου. Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, όταν η αρχή εκτέλεσης έχει λόγους να πιστεύει ότι η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται, μπορεί να διαβουλευθεί με την αρχή έκδοσης σχετικά με τη σημασία της εκτέλεσης της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας. Μετά τη διαβούλευση αυτή, η αρχή έκδοσης δύναται να ανακαλέσει την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας. Τέλος, δυνάμει του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας, το κράτος εκτέλεσης δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση ή την εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας για διάφορους λόγους, μεταξύ άλλων επειδή αυτή αντίκειται στην αρχή non bis in idem ή συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων αυτού του κράτους στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

( 23 ) Στην απόδοση της ενότητας Ι στη γαλλική γλώσσα διευκρινίζονται τα εξής: «Veuillez indiquer si un recours a déjà été formé contre l’émission d’une décision d’enquête européenne […]». Ομοίως, η απόδοση στην αγγλική γλώσσα έχει ως εξής: «Please indicate if a legal remedy has already been sought against the issuing of an EIO […]». Αντιθέτως, από την απόδοση της ενότητας Ι στην ισπανική γλώσσα προκύπτει ότι «Sírvase indicar si ya se ha interpuesto algún recurso contra la emisión de la OEI […]». Η υπογράμμιση δική μου.

( 24 ) Βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2015, Léger (C-528/13, EU:C:2015:288, σκέψη 35).

( 25 ) Εν αντιθέσει, για παράδειγμα, προς τα μέτρα κατάσχεσης ή κατ’ οίκον έρευνας, τα οποία απαιτούν, για να είναι αποτελεσματικά, να είναι αιφνιδιαστικά και πρέπει να μένουν εμπιστευτικά πριν εκτελεστούν.

( 26 ) Αυτή η υποχρέωση ενημέρωσης από τα κράτη μέλη διατυπώνεται επίσης στην αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2014/41.

( 27 ) Συναφώς, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41, η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, όπως παρουσιάζεται στο έντυπο του παραρτήματος Α, συμπληρώνεται και υπογράφεται από την αρχή έκδοσης, η οποία πιστοποιεί την ακρίβεια και βεβαιώνει την ορθότητα του περιεχομένου της. Επιπλέον, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει την αρχή έκδοσης πάραυτα, και με οποιοδήποτε μέσο, αν είναι αδύνατον για αυτήν να λάβει απόφαση σχετικά με την αναγνώριση ή την εκτέλεση διότι το έντυπο του παραρτήματος Α είναι ελλιπές ή προδήλως εσφαλμένο. Επομένως, το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα A της εν λόγω οδηγίας επισημοποιεί την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας και οι πληροφορίες που απαιτείται να αναγράφονται σε αυτό έχουν σκοπό να διαφωτίσουν το κράτος εκτέλεσης όσον αφορά τα ζητούμενα ερευνητικά μέτρα, την έρευνα στην οποία εντάσσονται και το νομικό τους περιβάλλον.

( 28 ) Βλ. πρόγραμμα της Χάγης: ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2005, C 53, σ. 1) (μέρος III, σημείο 3.2). Βλ., επίσης, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C-216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 29 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C-216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 30 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C-216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 31 ) Άλλες πράξεις οι οποίες εκδόθηκαν πρόσφατα στο πλαίσιο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης αναφέρουν ένα τεκμήριο σεβασμού, από τα κράτη μέλη, των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως, μεταξύ άλλων, η αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1805 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων δέσμευσης και δήμευσης (ΕΕ 2018, L 303, σ. 1).

( 32 ) Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 15ης Οκτωβρίου 2013, Gutsanovi κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2013:1015JUD003452910, § 67 και §§ 208 έως 212)· της 16ης Φεβρουαρίου 2016, Govedarski κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2016:0216JUD003495712, §§ 38 έως 40 και §§ 72 έως 75)· της 31ης Μαρτίου 2016, Stoyanov κ.λπ. κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2016:0331JUD005538810, §§ 114 έως 116), και της 9ης Ιουνίου 2016, Popovi κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2016:0609JUD003965111, §§ 49, 89 και 93). Συναφώς, υπενθυμίζεται, σε κάθε περίπτωση, ότι, όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη βασίζεται στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ. Πάντως, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, η έννοια και η εμβέλεια των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει ο Χάρτης είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η Σύμβαση αυτή και η περίσταση, η οποία μνημονεύεται στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη, ότι η προστασία, στο δίκαιο της Ένωσης, είναι ευρύτερη δεδομένου ότι εγγυάται δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστή, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

( 33 ) Βλ., κατ’ αναλογία, νομολογία σχετική με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και, ειδικότερα, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, AY (Ένταλμα σύλληψης – Μάρτυρας) (C-268/17, EU:C:2018:602, σκέψη 52), και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C-216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 41).

( 34 ) Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης του ΕΔΔΑ της 21ης Ιανουαρίου 2011, M. S. S. κατά Βελγίου και Ελλάδας (CE:ECHR:2011:0121JUD003069609, §§ 358, 360 και 367), τέτοιος κίνδυνος καταδίκης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κάθε άλλο παρά αβέβαιος είναι και ότι αυτός προβλέφθηκε και ελήφθη σοβαρά υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2014/41.

( 35 ) Βλ. αιτιολογική έκθεση της πρωτοβουλίας του Βασιλείου του Βελγίου, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και του Βασιλείου της Σουηδίας για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (έγγραφο αριθ. 9288/10, add 1, της 3ης Ιουνίου 2010, διαθέσιμο στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST-9288-2010-ADD-1/el/pdf) (σ. 14).

( 36 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, Ayubi (C-713/17, EU:C:2018:929, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Top