Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0390

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 5ης Ιουλίου 2018.
    Ποινική δίκη κατά Dániel Bertold Lada.
    Αίτηση του Szombathelyi Törvényszék για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ – Συνεκτίμηση, επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας, πρότερης καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος – Ειδική διαδικασία αναγνώρισης καταδικαστικής ποινικής απόφασης που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος – Νέα εξέταση και νομικός επαναχαρακτηρισμός της πρότερης απόφασης – Αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης – Άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
    Υπόθεση C-390/16.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:532

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 5ης Ιουλίου 2018 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ – Συνεκτίμηση, επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας, πρότερης καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος – Ειδική διαδικασία αναγνώρισης καταδικαστικής ποινικής απόφασης που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος – Νέα εξέταση και νομικός επαναχαρακτηρισμός της πρότερης απόφασης – Αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης – Άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ»

    Στην υπόθεση C‑390/16,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Szombathelyi Törvényszék (δικαστήριο του Szombathely, Ουγγαρία) με απόφαση της 19ης Μαΐου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Ιουλίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης κατά

    Dániel Bertold Lada,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του δεύτερου τμήματος, C. Toader, A. Prechal (εισηγήτρια) και E. Jarašiūnas, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

    γραμματέας: I. Illéssy, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2017,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και την M. M. Tátrai,

    η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Sipos και R. Troosters καθώς και από την S. Grünheid,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία των άρθρων 67 και 82 ΣΛΕΕ, του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του άρθρου 54 της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), που υπογράφηκε στις 19 Ιουνίου 1990 στο Σένγκεν (Λουξεμβούργο), και της απόφασης‑πλαισίου 2008/675/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008, για τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2008, L 220, σ. 32).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε ενώπιον ουγγρικού δικαστηρίου για την αναγνώριση ποινικής καταδίκης που είχε επιβληθεί στον Dániel Bertold Lada σε άλλο κράτος μέλος και είχε ισχύ δεδικασμένου.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 5 έως 7 και 13 της απόφασης-πλαισίου 2008/675 έχουν ως εξής:

    «(2)

    Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, το Συμβούλιο θέσπισε, στις 29 Νοεμβρίου 2000, πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων, το οποίο προβλέπει “την έκδοση μιας ή περισσότερων πράξεων που να καθιερώνουν την αρχή ότι ο δικαστής ενός κράτους μέλους πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει υπόψη τις [αμετάκλητες] ποινικές αποφάσεις που εκδίδονται στα άλλα κράτη μέλη προκειμένου να εκτιμήσει τον πρότερο βίο του παραβάτη, να κρίνει εάν είναι υπότροπος και να καθορίσει τη φύση της ποινής και τις τυχόν ειδικές ρυθμίσεις περί της έκτισής της.”

    […]

    (5)

    Θα πρέπει να επισημοποιηθεί η αρχή σύμφωνα με την οποία σε μια καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται σε ένα κράτος μέλος θα πρέπει να αποδίδονται από άλλα κράτη μέλη αποτελέσματα ισοδύναμα με εκείνα που έχουν οι καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν τα δικά τους δικαστήρια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, είτε αυτά αντιμετωπίζονται από το εθνικό δίκαιο ως πραγματικά περιστατικά είτε ως θέματα δικονομικού ή ουσιαστικού δικαίου. Ωστόσο, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν αποσκοπεί να εναρμονίσει τις συνέπειες που προβλέπουν οι διάφορες εθνικές νομοθεσίες για την ύπαρξη προτέρων καταδικαστικών αποφάσεων, και η υποχρέωση να συνεκτιμώνται πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη ισχύει μόνο στο μέτρο που οι πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις συνεκτιμώνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

    (6)

    Σε αντίθεση με άλλα μέσα, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν αποσκοπεί στην εκτέλεση σε ένα κράτος μέλος δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη, αλλά μάλλον να καταστήσει δυνατή την απόδοση συνεπειών σε πρότερη καταδικαστική απόφαση που έχει εκδώσει ένα κράτος μέλος επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας σε άλλο κράτος μέλος στο μέτρο που τέτοιες συνέπειες αποδίδονται σε πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του άλλου κράτους μέλους.

    Για το λόγο αυτό, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιβάλλει την υποχρέωση να συνεκτιμώνται τέτοιες πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, παραδείγματος χάριν, σε περίπτωση που οι αποκτηθείσες βάσει των ισχυόντων μέσων πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, σε περίπτωση που δεν θα μπορούσε να είχε εκδοθεί εθνική καταδικαστική απόφαση για την πράξη για την οποία επιβλήθηκε η προηγούμενη καταδίκη ή σε περίπτωση που η πρότερη επιβληθείσα ποινή δεν υφίσταται στο εθνικό νομικό σύστημα.

    (7)

    Τα αποτελέσματα των καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδώσει άλλα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ισοδύναμα με τα αποτελέσματα των εθνικών αποφάσεων, είτε πρόκειται για την προδικασία είτε για την ίδια την ποινική δίκη είτε για το χρόνο εκτέλεσης της κύρωσης.

    […]

    (13)

    Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται την ποικιλία των εθνικών λύσεων και διαδικασιών που ισχύουν για τη συνεκτίμηση πρότερης καταδικαστικής απόφασης εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος. Ο αποκλεισμός της δυνατότητας επανεξέτασης πρότερης καταδικαστικής απόφασης δεν θα πρέπει να εμποδίζει κράτος μέλος να εκδώσει, εν ανάγκη, απόφαση, ώστε να αποδώσει ισοδύναμα νομικά αποτελέσματα σε μια τέτοια προηγούμενη καταδικαστική απόφαση. Ωστόσο, οι διαδικασίες που συνεπάγεται η έκδοση απόφασης δεν θα πρέπει, ενόψει του χρόνου και των διαδικασιών ή διατυπώσεων που απαιτούνται, να καθιστούν αδύνατη την απόδοση ισοδύναμων αποτελεσμάτων σε προηγούμενη καταδικαστική απόφαση εκδοθείσα σε άλλο κράτος μέλος.»

    4

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής της απόφασης-πλαισίου ορίζει τα εξής:

    «Σκοπός της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι ο καθορισμός των όρων υπό τους οποίους, επ’ ευκαιρία ποινικής διαδικασίας σε κράτος μέλος κατά ενός προσώπου, συνεκτιμώνται προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη κατά του ιδίου προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά.»

    5

    Το άρθρο 3 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου φέρει τον τίτλο «Συνεκτίμηση επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας, καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος» και προβλέπει τα εξής:

    «1.   Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε, επ’ ευκαιρία ποινικής διαδικασίας κατά ενός προσώπου, οι καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί προηγουμένως σε άλλα κράτη μέλη κατά του ιδίου προσώπου για διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, ως προς τις οποίες έχουν ληφθεί πληροφορίες βάσει των εφαρμοστέων πράξεων περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή περί ανταλλαγής πληροφοριών ποινικών μητρώων, να συνεκτιμώνται στο βαθμό που συνεκτιμώνται οι πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις και να έχουν ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα με τις πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

    2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στην προδικασία, στην ίδια την ποινική δίκη και στον χρόνο εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης, ιδίως όσον αφορά τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν […] το είδος και το επίπεδο της επαπειλούμενης ποινής καθώς και τους κανόνες που διέπουν την εκτέλεση της απόφασης.

    3.   Η συνεκτίμηση των πρότερων καταδικαστικών αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, δεν συνεπάγεται παρέμβαση στις πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, ανάκληση ή αναθεώρηση αυτών των αποφάσεων ή οποιασδήποτε απόφασης σχετικής με την εκτέλεσή τους από το κράτος μέλος στο οποίο διεξάγεται η νέα διαδικασία.

    […]»

    Το ουγγρικό δίκαιο

    6

    Το άρθρο 46 του nemzetközi bűnügyi jogsegélyről szóló 1996. évi XXXVIII. Törvény (νόμου XXXVIII του 1996 περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, στο εξής: νόμος περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις) έχει ως εξής:

    «(1)   Ο Υπουργός Δικαιοσύνης παραλαμβάνει τις κοινοποιήσεις που καθιστούν δυνατή την αναγνώριση αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως, καθώς και τις αιτήσεις που προέρχονται από την αλλοδαπή με αντικείμενο τη μεταβίβαση της εκτέλεσης ποινών στερητικών της ελευθερίας ή μέτρων επαγομένων στέρηση της ελευθερίας, […] και […] τις διαβιβάζει στο αρμόδιο δικαστήριο. […]

    […]

    (2)   Η διαδικασία αναγνώρισης των αποφάσεων που διαβιβάζει η οριζόμενη για τους σκοπούς αυτούς κεντρική αρχή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να κινείται πριν από την ημερομηνία διαγραφής της σχετικής καταδίκης από το ποινικό μητρώο, ημερομηνία η οποία μνημονεύεται στις πληροφορίες που συνοδεύουν τη δικαστική απόφαση του κράτους μέλους.

    (3)   Εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα νόμο, η ένδικη διαδικασία διέπεται από τους γενικούς κανόνες του τίτλου XXIX του νόμου XIX του 1998 περί θεσπίσεως του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας [a büntetőeljárásról szóló 1998 évi XIX. Törvény], σχετικά με τις ειδικές διαδικασίες […].»

    7

    Στον τίτλο IV, κεφάλαιο 1, του νόμου αυτού, το οποίο επιγράφεται «Αναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων», περιλαμβάνονται τα άρθρα 47 και 48.

    8

    Το άρθρο 47 ορίζει τα εξής:

    «(1)   Οι έχουσες ισχύ δεδικασμένου αποφάσεις αλλοδαπών δικαστηρίων εξομοιώνονται με τις αποφάσεις ουγγρικών δικαστηρίων, υπό την προϋπόθεση ότι τόσο η ακολουθηθείσα κατά του δράστη διαδικασία στην αλλοδαπή όσο και η επιβληθείσα ποινή ή το εφαρμοσθέν μέτρο δεν αντίκεινται στην ουγγρική έννομη τάξη.

    […]

    (3)   Σε περίπτωση αναγνώρισης από ουγγρικό δικαστήριο αλλοδαπής δικαστικής απόφασης, οι πράξεις θεωρείται ότι έχουν κριθεί από το ουγγρικό δικαστήριο με δικαστική απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου.

    […]»

    9

    Το άρθρο 48 του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:

    «1.   Κατά την έκδοση της απόφασής του, το ουγγρικό δικαστήριο δεσμεύεται από τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε το αλλοδαπό δικαστήριο.

    2.   Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το ουγγρικό δικαστήριο διαπιστώνει τις κατά το ουγγρικό δίκαιο έννομες συνέπειες της καταδίκης. Εάν η ποινή ή το επιβληθέν με την απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου μέτρο δεν συνάδουν πλήρως με το ουγγρικό δίκαιο, το ουγγρικό δικαστήριο διαπιστώνει, στην απόφασή του, ποια είναι η ποινή ή το μέτρο που πρέπει να επιβληθούν κατά το ουγγρικό δίκαιο, ούτως ώστε αυτά να αντιστοιχούν όσο το δυνατόν περισσότερο στην ποινή ή το μέτρο που επέβαλε το αλλοδαπό δικαστήριο και –σε περίπτωση αιτήσεως περί εκτελέσεως– αποφαίνεται συνακόλουθα για την εκτέλεση της ποινής ή του μέτρου.

    3.   Ο καθορισμός της ποινής ή του εφαρμοστέου μέτρου γίνεται σύμφωνα με τον ισχύοντα κατά τον χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως νόμο. Εάν από τον ισχύοντα κατά τον χρόνο καθορισμού της ποινής ή του εφαρμοστέου μέτρου ουγγρικό νόμο προκύπτει ότι η πράξη δεν είναι πλέον αξιόποινη ή ότι τιμωρείται λιγότερο αυστηρά, τυγχάνει εφαρμογής ο νέος νόμος.

    […]

    5.   Εάν η επιβληθείσα από το αλλοδαπό δικαστήριο στερητική της ελευθερίας ποινή δεν είναι συμβατή με την ουγγρική νομοθεσία όσον αφορά τον τρόπο έκτισής της ή τη διάρκειά της, το ουγγρικό δικαστήριο καθορίζει την ποινή και τη διάρκειά της σύμφωνα με την ουγγρική νομοθεσία, εντός των προβλεπομένων από τον [ουγγρικό] Ποινικό Κώδικα ορίων καθορισμού της ποινής για την αξιόποινη πράξη που στοιχειοθετείται από τα πραγματικά περιστατικά στα οποία έχει στηριχθεί η αλλοδαπή απόφαση και σύμφωνα με τα οριζόμενα για την επιμέτρηση της ποινής, λαμβανομένων επίσης υπόψη των κανόνων σχετικά με τον τρόπο έκτισης της ποινής και την υφ’ όρον απόλυση. Εάν η διάρκεια της επιβληθείσας από το αλλοδαπό δικαστήριο στερητικής της ελευθερίας ποινής είναι μικρότερη από αυτήν που θα έπρεπε να επιβληθεί σύμφωνα με την ουγγρική νομοθεσία –λαμβανομένων επίσης υπόψη των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα σχετικά με τη μείωση της ποινής–, η διάρκεια της καθοριζομένης από το ουγγρικό δικαστήριο στερητικής της ελευθερίας ποινής συμπίπτει με τη διάρκεια της επιβληθείσας από το αλλοδαπό δικαστήριο ποινής. Η καθοριζόμενη από το ουγγρικό δικαστήριο ποινή δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη διάρκεια από την ποινή που επέβαλε το αλλοδαπό δικαστήριο.

    […]

    7.   Το ουγγρικό δικαστήριο ενημερώνει την αρμόδια για την τήρηση του ποινικού μητρώου υπηρεσία για την αναγνώριση της αλλοδαπής δικαστικής απόφασης.

    […]»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    10

    Στις 8 Ιανουαρίου 2016 ο D. B. Lada, Ούγγρος υπήκοος, καταδικάστηκε από το Landesgericht Wiener Neustadt (περιφερειακό δικαστήριο του Wiener Neustadt, Αυστρία) σε στερητική της ελευθερίας ποινή δεκατεσσάρων μηνών, για απόπειρα κλοπής αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με διάρρηξη. Το δικαστήριο αυτό διέταξε την έκτιση ένδεκα μηνών από την ποινή αυτή και ανέστειλε την εκτέλεση των υπόλοιπων τριών μηνών φυλάκισης.

    11

    Το εν λόγω δικαστήριο εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση, παρόντος του κατηγορουμένου, ο οποίος τελούσε υπό προσωρινή κράτηση. Ο κατηγορούμενος παρέστη μετά συνηγόρου και μπόρεσε να εκφρασθεί στη μητρική του γλώσσα, με τη βοήθεια διερμηνέα.

    12

    Το ίδιο δικαστήριο διαβίβασε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ουγγαρίας, μεταξύ άλλων, τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε σε βάρος του D. B. Lada.

    13

    Το Υπουργείο Δικαιοσύνης διαβίβασε τα έγγραφα, τα οποία είχαν συνταχθεί στη γερμανική γλώσσα, στο Szombathelyi Törvényszék (δικαστήριο του Szombathely, Ουγγαρία), ήτοι στο αιτούν δικαστήριο, που ήταν το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για να εφαρμόσει, με βάση το άρθρο 46 του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, την ειδική διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπών αποφάσεων.

    14

    Το δικαστήριο αυτό εξέτασε τα διαβιβασθέντα έγγραφα και διέταξε τη μετάφρασή τους στην ουγγρική γλώσσα. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, διόρισε αυτεπαγγέλτως συνήγορο για τον κατηγορούμενο D. B. Lada και διαπίστωσε ότι η καταδικαστική απόφαση που είχε εκδοθεί σε βάρος του εν λόγω κατηγορουμένου από το αυστριακό δικαστήριο δεν είχε καταχωρισθεί στο ουγγρικό ποινικό μητρώο, είχε όμως καταχωρισθεί στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS). Διαπίστωσε, επίσης, ότι ο κατηγορούμενος εξέτιε την ποινή φυλακίσεως.

    15

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι κατά την έναρξη μιας τέτοιας ειδικής διαδικασίας αναγνώρισης πρέπει να εξετάζεται αν στο πλαίσιο της αλλοδαπής διαδικασίας έγιναν σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρήθηκαν οι θεμελιώδεις διατάξεις της ουγγρικής ποινικής δικονομίας.

    16

    Εν συνεχεία, η επίμαχη ειδική διαδικασία προβλέπει ότι το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να είναι σε θέση να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα που αναπτύσσει στην Ουγγαρία δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί στην αλλοδαπή, εν προκειμένω η απόφαση του Landesgericht Wiener Neustadt (περιφερειακού δικαστηρίου του Wiener Neustadt), πρέπει να εκτιμήσει το ποινικό αδίκημα που διέπραξε ο καταδικασθείς υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων του ουγγρικού ποινικού κώδικα που ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών και, εφόσον χρειάζεται, να προβεί στον σχετικό επαναχαρακτηρισμό, στηριζόμενο στα πραγματικά περιστατικά που έλαβε υπόψη το αλλοδαπό δικαστήριο.

    17

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι σε υπόθεση όπως αυτή που εκκρεμεί ενώπιόν του απαιτείται επίσης, ενδεχομένως, να αναδιατυπωθεί το διατακτικό της αλλοδαπής δικαστικής απόφασης –περιλαμβανομένου του είδους και του επιπέδου της ποινής– βάσει του ουγγρικού ποινικού κώδικα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επιβάλλεται ποινή αυστηρότερη από την επιβληθείσα με την αλλοδαπή απόφαση.

    18

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ουγγρική ειδική διαδικασία αναγνώρισης των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων απαιτεί συνεπώς στην πράξη, αφενός, επαναχαρακτηρισμό των πράξεων που έχουν ήδη κριθεί από τα αλλοδαπά δικαστήρια και παρατίθενται στις αποφάσεις τους και, αφετέρου, προσαρμογή των ποινών που επιβλήθηκαν από τα αλλοδαπά δικαστήρια βάσει του εφαρμοστέου ουγγρικού δικαίου. Εξ αυτού συνάγει ότι η εν λόγω ειδική διαδικασία αναγνώρισης φαίνεται να λειτουργεί σαν να συνεπάγεται νέα ποινική διαδικασία σε βάρος του κατηγορουμένου για τις ίδιες πράξεις.

    19

    Μετά το πέρας της εν λόγω ειδικής διαδικασίας αναγνώρισης οι καταδίκες που έχουν επιβληθεί από τα αλλοδαπά δικαστήρια προστίθενται στο ουγγρικό ποινικό μητρώο του οικείου προσώπου, προκειμένου να μπορούν να συνεκτιμηθούν επ’ ευκαιρία τυχόν μελλοντικής ποινικής διαδικασίας που θα κινηθεί στην Ουγγαρία για άλλες πράξεις σε βάρος του ίδιου προσώπου. Οι κατά τα ανωτέρω αναγνωρισθείσες αποφάσεις μπορούν, λόγου χάρη, να δικαιολογήσουν στο μέλλον τον χαρακτηρισμό του εν λόγω προσώπου ως υποτρόπου.

    20

    Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μια ειδική διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων, όπως η προβλεπόμενη στα άρθρα 46 έως 48 του νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως υπό το πρίσμα της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και υπό το πρίσμα της αρχής ne bis in idem, όπως αυτές κατοχυρώνονται από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.

    21

    Λόγω της ομοιότητας των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο με το ερώτημα της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C‑25/15, EU:C:2016:423), η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στο αιτούν δικαστήριο με επιστολή της 14ης Σεπτεμβρίου 2016. Με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2009, L 93, σ. 23) και η απόφαση του Συμβουλίου 2009/316/ΔΕΥ, της 6ης Απριλίου 2009, σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS) κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 της απόφασης-πλαισίου 2009/315 (ΕΕ 2009, L 93, σ. 33), έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή εθνικής ρύθμισης που θεσπίζει ειδική διαδικασία αναγνώρισης, από δικαστήριο κράτους μέλους, αμετάκλητης απόφασης δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους με την οποία ο κατηγορούμενος καταδικάζεται για τέλεση αξιόποινης πράξης.

    22

    Με επιστολή που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Οκτωβρίου 2016, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να εμμείνει στην αίτησή του για έκδοση προδικαστικής απόφασης, διευκρινίζοντας ότι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C‑25/15, EU:C:2016:423), αφορούσαν μόνο τα έξοδα μετάφρασης και διερμηνείας απόφασης που είχε εκδοθεί από αυστριακό δικαστήριο με τα οποία επιβαρύνθηκε, κατά τη διάρκεια της ουγγρικής διαδικασίας αναγνώρισης της απόφασης αυτής στην Ουγγαρία, το πρόσωπο που είχε καταδικαστεί στην Αυστρία, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μητρική του γλώσσα στο πλαίσιο αυτής της ειδικής διαδικασίας αναγνώρισης.

    23

    Το Szombathelyi Törvényszék (δικαστήριο του Szombathely) επισημαίνει, επίσης, ότι, μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του Δικαστηρίου, τα ουγγρικά δικαστήρια ακολούθησαν διάφορες πρακτικές. Συγκεκριμένα, ορισμένα εξ αυτών εξακολούθησαν να εφαρμόζουν την εν λόγω ειδική διαδικασία αναγνώρισης, ενώ άλλα έθεσαν στο αρχείο τις σχετικές υποθέσεις ή τελούν εν αναμονή τροποποίησης της νομοθεσίας που διέπει την ειδική διαδικασία αναγνώρισης.

    24

    Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, με την απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C‑25/15, EU:C:2016:423), το Δικαστήριο δεν απεφάνθη επί της απόφασης-πλαισίου 2008/675, η οποία είναι όμως κρίσιμη για τη διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιόν του, διότι στην Ουγγαρία, όταν κινείται ποινική διαδικασία κατά ενός προσώπου, η συνεκτίμηση των προηγούμενων καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη κατά του ίδιου προσώπου για διαφορετικές πράξεις προϋποθέτει την προηγούμενη αναγνώριση των αλλοδαπών καταδικαστικών αποφάσεων στο εσωτερικό δίκαιο, χωρίς την οποία οι αποφάσεις αυτές δεν αναπτύσσουν έννομα αποτελέσματα.

    25

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Szombathelyi Törvényszék (δικαστήριο του Szombathely) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα άρθρα 67 και 82 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη διεξαγωγή ποινικής ή άλλης διαδικασίας, οι οποίες διέπονται από την εθνική νομοθεσία και έχουν ως αντικείμενο την “αναγνώριση” ή τροποποίηση σε ορισμένο κράτος μέλος αλλοδαπής δικαστικής απόφασης –με αποτέλεσμα η αλλοδαπή απόφαση να εξομοιώνεται με απόφαση εκδοθείσα από εθνικό δικαστήριο– σε σχέση με κατηγορούμενο που έχει καταδικαστεί αμετακλήτως με έχουσα ισχύ δεδικασμένου απόφαση εκδοθείσα από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

    2)

    Συνάδει με την αρχή ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν –υπό το πρίσμα της απόφασης‑πλαισίου 2008/675–, διαδικασία διεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 46 έως 48 του [νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις] “για την αναγνώριση” στην Ουγγαρία αλλοδαπών αποφάσεων που εκδίδονται κατόπιν ποινικής διαδικασίας διεξαχθείσας σε άλλο κράτος μέλος και αμετακλήτως περατωθείσας (όσον αφορά το ίδιο πρόσωπο και την αυτή αξιόποινη πράξη), η οποία διαδικασία δεν σκοπεί, στην πραγματικότητα, στην εκτέλεση των αποφάσεων αυτών, αλλά στη δημιουργία της βάσεως ώστε οι τελευταίες να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο μελλοντικών ποινικών διαδικασιών;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    26

    Με το πρώτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η απόφαση-πλαίσιο 2008/675, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 82 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι αποκλείει να εξαρτάται από ειδική διαδικασία προηγούμενης αναγνώρισης από τα δικαστήρια κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η συνεκτίμηση στο εν λόγω κράτος μέλος, στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας κατά ενός προσώπου, αμετάκλητης ποινικής καταδικαστικής απόφασης που έχει εκδοθεί στο παρελθόν από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους σε βάρος του ίδιου προσώπου για διαφορετικές πράξεις.

    27

    Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2008/675, σκοπός της απόφασης αυτής είναι να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους οι προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε κράτος μέλος σε βάρος ενός προσώπου συνεκτιμώνται επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας που κινείται σε άλλο κράτος μέλος κατά του ίδιου προσώπου για διαφορετικές πράξεις (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov,C‑171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 25).

    28

    Προς τον σκοπό αυτό, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 5, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, οι προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη, ως προς τις οποίες έχουν ληφθεί πληροφορίες βάσει των εφαρμοστέων πράξεων περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής ή περί ανταλλαγής πληροφοριών ποινικών μητρώων, αφενός, να συνεκτιμώνται στον ίδιο βαθμό που, βάσει του εθνικού δικαίου, συνεκτιμώνται και οι προγενέστερες ημεδαπές καταδικαστικές αποφάσεις και, αφετέρου, να αποκτούν ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα με τα αποτελέσματα που έχουν, σύμφωνα με το δίκαιο αυτό, οι προγενέστερες ημεδαπές καταδικαστικές αποφάσεις, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για υλικές συνέπειες ή για συνέπειες του δικονομικού ή του ουσιαστικού δικαίου (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov,C‑171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 26).

    29

    Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω απόφασης-πλαισίου διευκρινίζει ότι η υποχρέωση αυτή εφαρμόζεται κατά την προδικασία, κατά την ίδια την ποινική δίκη και κατά το στάδιο της εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης, ιδίως όσον αφορά τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν τον χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης, το είδος και το επίπεδο της επαπειλούμενης ποινής, καθώς και τους κανόνες που διέπουν την εκτέλεση της απόφασης. Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 7 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου διευκρινίζεται ότι το ημεδαπό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει υπόψη τις καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στα άλλα κράτη μέλη προκειμένου, μεταξύ άλλων, να προσδιορίσει τους τυχόν όρους έκτισης της ποινής και ότι τα αποτελέσματα των καταδικαστικών αυτών αποφάσεων πρέπει να είναι ισοδύναμα με τα αποτελέσματα που έχουν οι ημεδαπές αποφάσεις σε καθένα από τα ως άνω στάδια της διαδικασίας (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov, C‑171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 27).

    30

    Από τα ανωτέρω προκύπτει, μεταξύ, άλλων, ότι η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο αφορά, κατ’ αρχήν, καταστάσεις στις οποίες κινείται νέα ποινική διαδικασία σε βάρος προσώπου το οποίο έχει καταδικαστεί στο παρελθόν σε άλλο κράτος μέλος. Η έννοια αυτή της «νέας ποινικής διαδικασίας» καταλαμβάνει την προδικασία, την ίδια την ποινική δίκη και την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης.

    31

    Στην υπόθεση της κύριας δίκης, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που υπεβλήθη στο Δικαστήριο, δεν έχει, όμως, κινηθεί νέα ποινική διαδικασία σε βάρος του D. B. Lada, υπό την έννοια της προηγούμενης σκέψης, επ’ ευκαιρία της οποίας ο αρμόδιος εθνικός δικαστής θα αντιμετώπιζε το ζήτημα συνεκτίμησης της απόφασης του αυστριακού δικαστηρίου.

    32

    Ωστόσο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 73 των προτάσεών του, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι για τις ουγγρικές αρχές η ειδική διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπής δικαστικής απόφασης, που προβλέπεται στα άρθρα 46 έως 48 του νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, αποτελεί το προηγούμενο και αναγκαίο στάδιο για να συνεκτιμηθεί, στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας σε βάρος ενός προσώπου στην Ουγγαρία, προηγούμενη καταδικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους σε βάρος του ίδιου προσώπου για διαφορετικές πράξεις. Συνεπώς, δεδομένου ότι η επίμαχη ειδική διαδικασία αναγνώρισης είναι αναγκαία για τη συνεκτίμηση αλλοδαπών ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος ενός προσώπου σε περίπτωση κίνησης νέας ποινικής διαδικασίας κατά του ίδιου προσώπου, αυτή η ειδική διαδικασία αναγνώρισης παρίσταται άρρηκτα συνδεδεμένη με την εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου 2008/675.

    33

    Συνεπώς, για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, απαιτείται η ερμηνεία της απόφασης-πλαισίου 2008/675, ώστε να εξακριβωθεί κατά πόσον ειδική διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπής δικαστικής απόφασης, όπως η επίμαχη διαδικασία της κύριας δίκης, στερεί από την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.

    34

    Από την απόφαση περί παραπομπής και από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι τα άρθρα 46 έως 48 του νόμου περί της διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις καθιερώνουν ειδική διαδικασία προηγούμενης αναγνώρισης, από τα αρμόδια ουγγρικά δικαστήρια, των αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από αλλοδαπά δικαστήρια, με σκοπό την εξομοίωση της απόφασης περί αναγνώρισης των εν λόγω καταδικαστικών αποφάσεων με καταδικαστική απόφαση εκδοθείσα από ουγγρικό δικαστήριο.

    35

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, αυτή η διαδικασία απαιτεί εξέταση της αλλοδαπής καταδικαστικής απόφασης, προκειμένου να ελεγχθεί, καταρχάς, μεταξύ άλλων, ότι στο πλαίσιο της αλλοδαπής διαδικασίας έγιναν σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Στη συνέχεια, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας απόφασης, το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει, εφόσον απαιτείται, να προβεί σε επαναχαρακτηρισμό του αδικήματος βάσει του ουγγρικού ποινικού κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, και να τροποποιήσει το είδος ή το επίπεδο της ποινής ή του μέτρου που επιβλήθηκε από το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους, αν η ποινή ή το μέτρο δεν είναι πλήρως συμβατά με τα προβλεπόμενα από το ουγγρικό δίκαιο.

    36

    Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 75 των προτάσεών του, η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 συμβάλλει στην προώθηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης εντός του ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης, καθώς ενθαρρύνει την ύπαρξη μιας δικαστικής κουλτούρας στο πλαίσιο της οποίας κατ’ αρχήν συνεκτιμώνται οι προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος.

    37

    Επιβάλλεται επ’ αυτού η παρατήρηση ότι ειδική διαδικασία αναγνώρισης που προβλέπεται από κράτος μέλος, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει, όσον αφορά προηγούμενη καταδικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, την υποχρέωση να ελέγχεται αν το δικαστήριο αυτό σεβάστηκε τα θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου, είναι ικανή, εφόσον δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να θίξει την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, ως εκ τούτου, έναν από τους στόχους της οδηγίας-πλαισίου 2008/675 [βλ., υπ’ αυτή την έννοια, γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψη 191, και απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 78].

    38

    Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 2 της απόφασης-πλαισίου, η απόφαση-πλαίσιο σκοπεί να εφαρμόσει την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών σε ποινικές υποθέσεις, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, που αντικατέστησε το άρθρο 31 ΣΕΕ, βάσει του οποίου εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση-πλαίσιο. Η αρχή αυτή δεν επιτρέπει να εξαρτάται η συνεκτίμηση, στο πλαίσιο της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, προγενέστερης καταδικαστικής απόφασης εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος από την προηγούμενη διεξαγωγή εθνικής διαδικασίας αναγνώρισης ούτε να υπόκειται, στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω απόφαση σε επανεξέταση (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov, C‑171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    39

    Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2008/675 απαγορεύει ρητώς επανεξέταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με αποτέλεσμα οι προγενέστερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στα άλλα κράτη μέλη να πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όπως ακριβώς δημοσιεύθηκαν (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov, C‑171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 37).

    40

    Ωστόσο, έστω και αν η απόφαση-πλαίσιο 2008/675 αποκλείει επανεξέταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επαναχαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης και σε τροποποίηση της ποινής που επιβλήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή η απόφαση-πλαίσιο δεν εμποδίζει τη δυνατότητα του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η νέα ποινική διαδικασία να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στο άλλο κράτος μέλος, με μοναδικό σκοπό να προσδιοριστεί αν μπορούν οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις να αναπτύξουν έννομα αποτελέσματα ισοδύναμα με αυτά που αναπτύσσουν προηγούμενες ημεδαπές καταδικαστικές αποφάσεις κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου.

    41

    Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από την αιτιολογική σκέψη 13 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, κατά την οποία ο αποκλεισμός της δυνατότητας επανεξέτασης πρότερης καταδικαστικής απόφασης δεν θα πρέπει να εμποδίζει κράτος μέλος να εκδώσει, εν ανάγκη, απόφαση, ώστε να αποδώσει ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα σε μια τέτοια προηγούμενη καταδικαστική απόφαση.

    42

    Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 της εν λόγω απόφασης-πλαισίου, η απόφαση-πλαίσιο «δεν αποσκοπεί να εναρμονίσει τις συνέπειες που προβλέπουν οι διάφορες εθνικές νομοθεσίες για την ύπαρξη προτέρων καταδικαστικών αποφάσεων, και η υποχρέωση να συνεκτιμώνται πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη μέλη ισχύει μόνο στο μέτρο που οι πρότερες εθνικές καταδικαστικές αποφάσεις συνεκτιμώνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο».

    43

    Η αιτιολογική σκέψη 6 της ίδιας απόφασης-πλαισίου αναφέρει, επ’ αυτού, ότι, για τον λόγο αυτό, η απόφαση-πλαίσιο «δεν επιβάλλει την υποχρέωση να συνεκτιμώνται τέτοιες πρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, παραδείγματος χάριν, σε περίπτωση που οι αποκτηθείσες βάσει των ισχυόντων μέσων πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, σε περίπτωση που δεν θα μπορούσε να είχε εκδοθεί εθνική καταδικαστική απόφαση για την πράξη για την οποία επιβλήθηκε η προηγούμενη καταδίκη ή σε περίπτωση που η πρότερη επιβληθείσα ποινή δεν υφίσταται στο εθνικό νομικό σύστημα».

    44

    Συνεπώς, έστω και αν αυτή η απόφαση-πλαίσιο δεν εμποδίζει κράτος μέλος να εκδώσει, εν ανάγκη, απόφαση ώστε να προσδώσει ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα σε προηγούμενη καταδικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, εντούτοις η έκδοση μιας τέτοιας απόφασης δεν πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να συνεπάγεται τη διεξαγωγή ειδικής εθνικής διαδικασίας προηγούμενης αναγνώρισης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Beshkov, C‑171/16, EU:C:2017:710, σκέψη 38).

    45

    Εξάλλου, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 86 των προτάσεών του, η έκδοση απόφασης προκειμένου να αποδοθούν ισοδύναμα έννομα αποτελέσματα σε προηγούμενη καταδικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, όπως η προβλεπόμενη στην αιτιολογική σκέψη 13 της απόφασης-πλαισίου 2008/675, απαιτεί να πραγματοποιείται εξέταση κατά περίπτωση, υπό το πρίσμα συγκεκριμένης κατάστασης. Η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εφαρμογή ειδικής διαδικασίας αναγνώρισης για τις καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος η οποία, αφενός, είναι αναγκαία για να συνεκτιμηθούν οι εν λόγω καταδικαστικές αποφάσεις στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας και, αφετέρου, μπορεί να οδηγήσει σε επαναχαρακτηρισμό του ποινικού αδικήματος που διαπράχθηκε καθώς και της επιβληθείσας ποινής.

    46

    Περαιτέρω, με την απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Balogh (C‑25/15, EU:C:2016:423, σκέψεις 53 και 55), το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 και η απόφαση 2009/316 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως που θεσπίζει ειδική διαδικασία αναγνώρισης των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων, όπως η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 46 έως 48 του ουγγρικού νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι μια τέτοια διαδικασία πριν από την εγγραφή των εν λόγω καταδικαστικών αποφάσεων στο ποινικό μητρώο, η οποία εξάλλου προϋποθέτει τη διαβίβαση και τη μετάφραση των αποφάσεων αυτών, δύναται να επιβραδύνει σε σημαντικό βαθμό την εν λόγω εγγραφή, να καταστήσει πολυπλοκότερη την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, να καταργήσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του αυτόματου μηχανισμού μετάφρασης τον οποίο προβλέπει η απόφαση 2009/316 και, επομένως, να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την απόφαση-πλαίσιο 2009/315 και την ως άνω απόφαση σκοπών.

    47

    Επισημαίνεται, επ’ αυτού, ότι η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 και η απόφαση 2008/675 είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Πράγματι, είναι σημαντικό οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να συνεργάζονται με επιμέλεια και με ομοιόμορφο τρόπο για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με τις καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις, προκειμένου να αποτρέπεται ο κίνδυνος οι εθνικές δικαστικές αρχές που επιλαμβάνονται νέας ποινικής διαδικασίας σε βάρος προσώπου το οποίο έχει ήδη καταδικαστεί με αποφάσεις δικαστηρίων άλλων κρατών μελών για άλλες πράξεις να εκδώσουν απόφαση χωρίς να είναι σε θέση να λάβουν υπόψη τις εν λόγω προηγούμενες καταδικαστικές αποφάσεις. Συνεπώς, εθνικές διαδικασίες ικανές να θίξουν αυτή την επιμελή ανταλλαγή πληροφοριών αντίκεινται τόσο στην απόφαση-πλαίσιο 2009/315, σε συνδυασμό με την απόφαση 2009/316, όσο και στην απόφαση-πλαίσιο 2008/675.

    48

    Κατά συνέπεια, η απόφαση-πλαίσιο 2008/675, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 82 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι αποκλείει να εξαρτάται από ειδική διαδικασία προηγούμενης αναγνώρισης από τα δικαστήρια κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η συνεκτίμηση στο εν λόγω κράτος μέλος, στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας κατά ενός προσώπου, αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής απόφασης που έχει εκδοθεί στο παρελθόν από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους σε βάρος του ίδιου προσώπου για διαφορετικές πράξεις.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    49

    Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    50

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Η απόφαση‑πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008, για τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 82 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι αποκλείει να εξαρτάται από ειδική διαδικασία προηγούμενης αναγνώρισης από τα δικαστήρια κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η συνεκτίμηση στο εν λόγω κράτος μέλος, στο πλαίσιο νέας ποινικής διαδικασίας κατά ενός προσώπου, αμετάκλητης καταδικαστικής ποινικής απόφασης που έχει εκδοθεί στο παρελθόν από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους σε βάρος του ίδιου προσώπου για διαφορετικές πράξεις.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.

    Top