Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015TJ0639

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πέμπτο πενταμελές τμήμα) της 25ης Σεπτεμβρίου 2018.
    Μαρία Ψαρά κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
    Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Δαπάνες για τις οποίες τα μέλη του Κοινοβουλίου χρησιμοποίησαν τις αποζημιώσεις τους – Άρνηση παροχής προσβάσεως – Ανύπαρκτα έγγραφα – Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕΚ) 45/2001 – Αναγκαιότητα της διαβίβασης των δεδομένων – Συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση – Μερική πρόσβαση – Υπερβολικός διοικητικός φόρτος – Υποχρέωση αιτιολογήσεως.
    Υποθέσεις T-639/15 έως T-666/15 και T-94/16.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2018:602

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

    της 25ης Σεπτεμβρίου 2018 ( *1 )

    «Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Δαπάνες για τις οποίες τα μέλη του Κοινοβουλίου χρησιμοποίησαν τις αποζημιώσεις τους – Άρνηση παροχής πρόσβασης – Ανύπαρκτα έγγραφα – Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕΚ) 45/2001 – Αναγκαιότητα της διαβίβασης των δεδομένων – Συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση – Μερική πρόσβαση – Υπερβολικός διοικητικός φόρτος – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

    Στις υποθέσεις T‑639/15 έως T‑666/15 και T‑94/16,

    Μαρία Ψαρά, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑639/15,

    Tina Kristan, κάτοικος Λιουμπλιάνας (Σλοβενία), εκπροσωπούμενη από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑640/15,

    Tanja Malle, κάτοικος Βιέννης (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑641/15,

    Wojciech Cieśla, κάτοικος Βαρσοβίας (Πολωνία), εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑642/15,

    Staffan Dahllof, εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑643/15,

    Delphine Reuter, εκπροσωπούμενη από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑644/15,

    České centrum pro investigativní žurnalistiku o.p.s., με έδρα την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία), εκπροσωπούμενο από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγον στις υποθέσεις T‑645/15 και T‑654/15,

    Χάρης Καρανίκας, κάτοικος Χαλανδρίου (Ελλάδα), εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑646/15,

    Crina Boros, εκπροσωπούμενη από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα στις υποθέσεις T‑647/15 και T‑657/15,

    Baltijas pētnieciskās žurnālistikas centrs Re:Baltica, με έδρα τη Ρίγα (Λετονία), εκπροσωπούμενο από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγον στις υποθέσεις T‑648/15, T‑663/15 και T‑665/15,

    Balazs Toth, κάτοικος Βουδαπέστης (Ουγγαρία), εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑649/15,

    Minna Knus‑Galán, κάτοικος Ελσίνκι (Φινλανδία), εκπροσωπούμενη από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑650/15,

    Atanas Tchobanov, κάτοικος Plessis-Robinson (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑651/15,

    Dirk Liedtke, κάτοικος Αμβούργου (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑652/15,

    Nils Mulvad, κάτοικος Risskov (Δανία), εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑653/15,

    Hugo van der Parre, κάτοικος Huizen (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑655/15,

    Guia Baggi, κάτοικος Φλωρεντίας (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑656/15,

    Marcos García Rey, εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑658/15,

    Mark Lee Hunter, εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑659/15,

    Kristof Clerix, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑660/15,

    Rui Araujo, κάτοικος Λισσαβώνας (Πορτογαλία), εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑661/15,

    Anuška Delić, κάτοικος Λιουμπλιάνας, εκπροσωπούμενη από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑662/15,

    Jacob Borg, κάτοικος San Ġiljan (Μάλτα), εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑664/15,

    Matilda Bačelić, κάτοικος Ζάγκρεμπ (Κροατία), εκπροσωπούμενη από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑666/15,

    Gavin Sheridan, εκπροσωπούμενος από τις N. Pirc Musar και R. Lemut Strle, δικηγόρους,

    προσφεύγων στην υπόθεση T‑94/16,

    κατά

    Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τον N. Görlitz και τις C. Burgos και M. Windisch,

    καθού,

    με αντικείμενο προσφυγές δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων του Κοινοβουλίου A(2015) 8324 C, A(2015) 8463 C, A(2015) 8627 C, A(2015) 8682 C, A(2015) 8594 C, A(2015) 8551 C, A(2015) 8732 C, A(2015) 8681 C, A(2015) 8334 C, A(2015) 8327 C, A(2015) 8344 C, της 14ης Σεπτεμβρίου 2015, A(2015) 8656 C, A(2015) 8678 C, A(2015) 8361 C, A(2015) 8663 C, A(2015) 8360 C, A(2015) 8486 C, A(2015) 8305 C, της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, A(2015) 8602 C, A(2015) 8554 C, A(2015) 8490 C, A(2015) 8659 C, A(2015) 8547 C, A(2015) 8552 C, A(2015) 8553 C, A(2015) 8661 C, A(2015) 8684 C, A(2015) 8672 C, της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, και A(2015) 13844 C, της 14ης Ιανουαρίου 2016, με τις οποίες το Κοινοβούλιο απέρριψε, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις των προσφευγόντων για την παροχή πρόσβασης σε έγγραφα του Κοινοβουλίου που περιείχαν πληροφορίες σχετικές με τις αποζημιώσεις των μελών του,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα),

    συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια), A. Dittrich, I. Ulloa Rubio και P. G. Xuereb, δικαστές,

    γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 19ης Οκτωβρίου 2017,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Οι υπό κρίση προσφυγές έχουν ως αντικείμενο αιτήματα ακύρωσης των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου A(2015) 8324 C, A(2015) 8463 C, A(2015) 8627 C, A(2015) 8682 C, A(2015) 8594 C, A(2015) 8551 C, A(2015) 8732 C, A(2015) 8681 C, A(2015) 8334 C, A(2015) 8327 C, A(2015) 8344 C, της 14ης Σεπτεμβρίου 2015, A(2015) 8656 C, A(2015) 8678 C, A(2015) 8361 C, A(2015) 8663 C, A(2015) 8360 C, A(2015) 8486 C, A(2015) 8305 C, της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, A(2015) 8602 C, A(2015) 8554 C, A(2015) 8490 C, A(2015) 8659 C, A(2015) 8547 C, A(2015) 8552 C, A(2015) 8553 C, A(2015) 8661 C, A(2015) 8684 C, A(2015) 8672 C, της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, και A(2015) 13844 C, της 14ης Ιανουαρίου 2016, με τις οποίες το Κοινοβούλιο απέρριψε, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις που είχαν υποβάλει οι προσφεύγοντες, Μαρία Ψαρά, Tina Kristan, Tanja Malle, Wojciech Cieśla, Staffan Dahllof, Delphine Reuter, České centrum pro investigativní žurnalistiku o.p.s., Χάρης Καρανίκας, Crina Boros, Baltijas pētnieciskās žurnālistikas centrs Re:Baltica, Balazs Toth, Minna Knus-Galán, Atanas Tchobanov, Dirk Liedtke, Nils Mulvad, Hugo van der Parre, Guia Baggi, Marcos García Rey, Mark Lee Hunter, Kristof Clerix, Rui Araujo, Anuška Delić, Jacob Borg, Matilda Bačelić και Gavin Sheridan, για την παροχή πρόσβασης σε έγγραφα του Κοινοβουλίου που περιείχαν πληροφορίες σχετικές με τις αποζημιώσεις των μελών του (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις).

    Ιστορικό της διαφοράς

    2

    Τον Ιουλίου του 2015, στις υποθέσεις T‑639/15 έως T‑666/15, και τον Νοέμβριο του 2015, στην υπόθεση T‑94/16, κάθε προσφεύγων υπέβαλε ενώπιον του Κοινοβουλίου αίτηση πρόσβασης σε έγγραφα δυνάμει του κανονισμού 1049/2001.

    3

    Οι αιτήσεις αυτές αφορούσαν τα «αντίγραφα φακέλων, εκθέσεων και άλλων σχετικών εγγράφων που περι[έ]γρ[α]φ[α]ν λεπτομερώς με ποιον τρόπο και σε ποιο χρονικό σημείο οι ευρωβουλευτές» κάθε κράτους μέλους «δαπάνησαν», κατά τη διάρκεια διάφορων χρονικών περιόδων μεταξύ Ιουνίου του 2011 και Ιουλίου του 2015, «τις αποζημιώσεις τους (έξοδα ταξιδίου, ημερήσιες αποζημιώσεις και αποζημιώσεις γενικών εξόδων)», έγγραφα που ανέφεραν «τα ποσά τα οποία τους [είχαν] καταβληθεί ως έξοδα βουλευτικής επικουρίας» και «το ιστορικό κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των ευρωβουλευτών που χρησιμοποιούντα[ν] ειδικά για την πληρωμή των αποζημιώσεων γενικών εξόδων» (στο εξής: ζητηθέντα έγγραφα).

    4

    Οι αιτήσεις αφορούσαν τους ευρωβουλευτές της Κύπρου στην υπόθεση T‑639/15, της Σλοβενίας στις υποθέσεις T‑640/15 και T‑662/15, της Αυστρίας στην υπόθεση T‑641/15, της Πολωνίας στην υπόθεση T‑642/15, της Σουηδίας στην υπόθεση T‑643/15, του Λουξεμβούργου στην υπόθεση T‑644/15, της Σλοβακίας στην υπόθεση T‑645/15, της Ελλάδας στην υπόθεση T‑646/15, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στην υπόθεση T‑647/15, της Λιθουανίας στην υπόθεση T‑648/15, της Ουγγαρίας στην υπόθεση T‑649/15, της Φινλανδίας στην υπόθεση T‑650/15, της Βουλγαρίας στην υπόθεση T‑651/15, της Γερμανίας στην υπόθεση T‑652/15, της Δανίας στην υπόθεση T‑653/15, της Τσεχίας στην υπόθεση T‑654/15, των Κάτω Χωρών στην υπόθεση T‑655/15, της Ιταλίας στην υπόθεση T‑656/15, της Ρουμανίας στην υπόθεση T‑657/15, της Ισπανίας στην υπόθεση T‑658/15, της Γαλλίας στην υπόθεση T‑659/15, του Βελγίου στην υπόθεση T‑660/15, της Πορτογαλίας στην υπόθεση T‑661/15, της Εσθονίας στην υπόθεση T‑663/15, της Μάλτας στην υπόθεση T‑664/15, της Λετονίας στην υπόθεση T‑665/15, της Κροατίας στην υπόθεση T‑666/15 και της Ιρλανδίας στην υπόθεση T‑94/16.

    5

    Με έγγραφα της 20ής Ιουλίου 2015, στις υποθέσεις T‑639/15 έως T‑666/15, και της 25ης Νοεμβρίου 2015, στην υπόθεση T‑94/16, ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου απέρριψε τις αιτήσεις των προσφευγόντων για πρόσβαση στα έγγραφα, αφενός, επικαλούμενος την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, βάσει της εξαίρεσης του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, και, αφετέρου, επισημαίνοντας ότι δεν είχε στη διάθεσή του το ιστορικό κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των μελών του Κοινοβουλίου.

    6

    Με επιστολές με ημερομηνία Αυγούστου του 2015, στις υποθέσεις T‑639/15 έως T‑666/15, και Δεκεμβρίου του 2015, στην υπόθεση T‑94/16, κάθε προσφεύγων υπέβαλε ενώπιον του Κοινοβουλίου επιβεβαιωτική αίτηση πρόσβασης στα ζητηθέντα έγγραφα.

    7

    Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το Κοινοβούλιο απέρριψε τις αιτήσεις αυτές, αφενός, επισημαίνοντας ότι δεν είχε στη διάθεσή του ορισμένα από τα ζητηθέντα έγγραφα και, αφετέρου, κατά τα λοιπά, επικαλούμενο τη διττή βάση που συνίστατο στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1), και στον υπερβολικό διοικητικό φόρτο που συνεπαγόταν η επεξεργασία των αιτήσεων αυτών.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    8

    Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Νοεμβρίου 2015, στις υποθέσεις T‑639/15 έως T‑666/15, και την 1η Μαρτίου 2016, στην υπόθεση T‑94/16, οι προσφεύγοντες άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

    9

    Παράλληλα με την κατάθεση των υπομνημάτων αντίκρουσης στις υποθέσεις T‑639/15 έως T‑666/15 και T‑94/16, το Κοινοβούλιο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑639/15 έως T‑666/15 και, στη συνέχεια, των υποθέσεων T‑639/15 έως T‑666/15 και T‑94/16.

    10

    Οι προσφεύγοντες των υποθέσεων T‑639/15 έως T‑666/15 ενημέρωσαν το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αντιτάσσονταν στη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑639/15 έως T‑666/15, υπό την προϋπόθεση, πάντως, να οριστεί η υπόθεση T‑662/15 ως η κύρια υπόθεση.

    11

    Στις 17 Μαρτίου 2016, οι προσφεύγοντες των υποθέσεων T‑643/15, T‑644/15, T‑647/15, T‑657/15 έως T‑659/15 και T‑94/16 υπέβαλαν, σε σχέση με το ενδεχόμενο συνεκδίκασης των υποθέσεων, αίτηση εμπιστευτικής μεταχείρισης ορισμένων στοιχείων των δικογράφων των προσφυγών τους έναντι τόσο του κοινού όσο και των προσφευγόντων στις λοιπές υποθέσεις.

    12

    Σύμφωνα με τις αιτήσεις τους, οι προσφεύγοντες των υποθέσεων T‑643/15, T‑644/15, T‑647/15, T‑657/15 έως T‑659/15 και T‑94/16 κατέθεσαν αυθημερόν μη εμπιστευτικό κείμενο των δικογράφων τους.

    13

    Στις 20 Ιουνίου 2016, ο προσφεύγων της υπόθεσης T‑94/16 ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αντιτασσόταν στη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑639/15 έως T‑666/15 και T‑94/16.

    14

    Με διατάξεις της 24ης Μαΐου και της 20ής Ιουλίου 2016, ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑639/15 έως T‑666/15 και T‑94/16 προς διευκόλυνση της έγγραφης διαδικασίας και δέχθηκε τις αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχείρισης που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες των υποθέσεων T‑643/15, T‑644/15, T‑647/15, T‑657/15 έως T‑659/15 και T‑94/16.

    15

    Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου μεταβλήθηκε, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

    16

    Κατόπιν πρότασης της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία στις υπό κρίση υποθέσεις και να τις συνεκδικάσει προς διευκόλυνση της διαδικασίας αυτής.

    17

    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Οκτωβρίου 2017.

    18

    Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

    να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    19

    Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει τις προσφυγές ως αβάσιμες·

    να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

    Σκεπτικό

    20

    Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 68 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι υπό κρίση υποθέσεις συνεκδικάζονται προς έκδοση κοινής απόφασης περατώνουσας τη δίκη.

    21

    Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν πέντε λόγους ακύρωσης.

    22

    Με τους δύο πρώτους λόγους ακύρωσης προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, καθόσον τα ζητηθέντα έγγραφα δεν περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και, εν πάση περιπτώσει, έχει αποδειχθεί η αναγκαιότητα της διαβίβασής τους όπως και η απουσία κινδύνου προσβολής των έννομων συμφερόντων των υποκειμένων των δεδομένων.

    23

    Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης προβάλλεται παράβαση της γενικής υποχρέωσης συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξέτασης καθενός από τα ζητηθέντα έγγραφα, η οποία απορρέει από τα άρθρα 2 και 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και ο παράνομος χαρακτήρας της άρνησης παροχής πρόσβασης λόγω υπερβολικού διοικητικού φόρτου.

    24

    Με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον δεν επετράπη ούτε η μερική πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα.

    25

    Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο ακύρωσης προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001.

    26

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, με την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 1049/2001, σκοπός του κανονισμού αυτού είναι να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική αποτελεσματικότητα στο δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων (απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 61) και ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 1049/2001, «[κ]ατ’ αρχήν, θα πρέπει να δοθεί στο κοινό πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων».

    27

    Επομένως, το κατοχυρούμενο με τον κανονισμό 1049/2001 δικαίωμα πρόσβασης του κοινού αφορά μόνο τα έγγραφα τα οποία έχουν πράγματι στη διάθεσή τους τα θεσμικά όργανα, καθόσον το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να επεκταθεί στα έγγραφα που δεν βρίσκονται στην κατοχή των οργάνων ή που δεν υπάρχουν (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Strack κατά Επιτροπής, C‑127/13 P, EU:C:2014:2250, σκέψεις 38 και 46).

    28

    Εν προκειμένω, μεταξύ των ζητηθέντων από τους προσφεύγοντες εγγράφων συγκαταλέγονται όχι μόνο έγγραφα σχετικά με τις ημερήσιες αποζημιώσεις, τις αποζημιώσεις για έξοδα ταξιδίου και τις αποζημιώσεις βουλευτικής επικουρίας των μελών του Κοινοβουλίου, αλλά και τα έγγραφα που περιγράφουν λεπτομερώς με ποιον τρόπο και σε ποιο χρονικό σημείο οι ευρωβουλευτές κάθε κράτους μέλους δαπάνησαν, κατά τη διάρκεια διάφορων χρονικών περιόδων, τις αποζημιώσεις τους γενικών εξόδων καθώς και τα αντίγραφα του ιστορικού κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των μελών του Κοινοβουλίου οι οποίοι χρησιμοποιούνταν ειδικά για τους σκοπούς των αποζημιώσεων γενικών εξόδων.

    29

    Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα έγγραφα που περιγράφουν λεπτομερώς με ποιον τρόπο και σε ποιο χρονικό σημείο οι ευρωβουλευτές κάθε κράτους μέλους δαπάνησαν, κατά τη διάρκεια διάφορων χρονικών περιόδων, τις αποζημιώσεις τους γενικών εξόδων, δεν αμφισβητείται ότι, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 25 και 26 της απόφασης του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τα μέτρα εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΕ 2009, C 159, σ. 1), τα μέλη του Κοινοβουλίου λαμβάνουν, σε μηνιαία βάση, πάγια αποζημίωση, το ποσό της οποίας είναι άλλωστε γνωστό στο κοινό, κατόπιν μίας και μόνης αίτησης υποβαλλόμενης κατά την έναρξη της θητείας τους.

    30

    Ως εκ τούτου, δεδομένου του πάγιου χαρακτήρα των αποζημιώσεων γενικών εξόδων, το Κοινοβούλιο δεν έχει στη διάθεσή του κανένα έγγραφο που να περιγράφει λεπτομερώς το πώς και το πότε έγινε εκ μέρους των μελών του χρήση των εν λόγω αποζημιώσεων.

    31

    Συνεπώς, ορθώς επισήμανε το Κοινοβούλιο, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και βάσει του άρθρου 25 της απόφασης του Προεδρείου του Κοινοβουλίου η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 28 ανωτέρω, ότι δεν είχε στη διάθεσή του στοιχεία σχετικά με τις πραγματικές δαπάνες που πραγματοποίησαν τα μέλη του Κοινοβουλίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις γενικών εξόδων και ότι δεν ήταν, επομένως, σε θέση να γνωστοποιήσει τα σχετικά έγγραφα που ζητήθηκαν.

    32

    Όσον αφορά το ιστορικό κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των μελών του Κοινοβουλίου οι οποίοι χρησιμοποιούνταν ειδικά για τις αποζημιώσεις γενικών εξόδων, το Κοινοβούλιο εξήγησε με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις ότι δεν είχε στην κατοχή του τέτοιου είδους έγγραφα.

    33

    Σύμφωνα με το τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τεκμαίρεται η ανυπαρξία εγγράφου στο οποίο ζητήθηκε πρόσβαση όταν το εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο δηλώνει ότι το έγγραφο δεν υπάρχει. Πρόκειται, πάντως, για μαχητό τεκμήριο το οποίο ο αιτών την πρόσβαση μπορεί να ανατρέψει με κάθε μέσο, βάσει λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2002, British American Tobacco (Investments) κατά Επιτροπής, T‑311/00, EU:T:2002:167, σκέψη 35].

    34

    Εν προκειμένω, ωστόσο, οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν στοιχεία ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ανυπαρξία των επίμαχων εγγράφων. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν απλώς ότι τους ήταν δύσκολο να πιστέψουν ότι το Κοινοβούλιο δεν είχε στη διάθεσή του τα έγγραφα αυτά, αφ’ ης στιγμής είχε δηλώσει ότι οι μηχανισμοί ελέγχου που διέθετε, ως προς τη χρήση των αποζημιώσεων των μελών του, ήταν επαρκείς. Η εν λόγω δήλωση, όμως, ουδόλως αναφέρει ότι το Κοινοβούλιο είχε στην κατοχή του το ιστορικό κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των μελών του οι οποίοι χρησιμοποιούνταν ειδικά για τους σκοπούς των αποζημιώσεων γενικών εξόδων.

    35

    Συνεπώς, ορθώς το Κοινοβούλιο απέρριψε, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, τις αιτήσεις των προσφευγόντων σχετικά, αφενός, με τα έγγραφα που αφορούσαν τις δαπάνες για τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν οι αποζημιώσεις γενικών εξόδων και, αφετέρου, με το ιστορικό κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των μελών του Κοινοβουλίου οι οποίοι χρησιμοποιούνταν ειδικά για τους σκοπούς των εν λόγω αποζημιώσεων.

    36

    Τα επιχειρήματα των προσφευγόντων δεν μπορούν να κλονίσουν την εκτίμηση αυτή.

    37

    Επιβάλλεται, συγκεκριμένα, η διαπίστωση ότι, με τα δικόγραφά τους, οι προσφεύγοντες απλώς τονίζουν ότι τα μέλη του Κοινοβουλίου λαμβάνουν αναμφίβολα αποζημίωση γενικών εξόδων για την κάλυψη εξόδων που περιλαμβάνουν τη μίσθωση γραφείου εκλογικής περιφέρειας καθώς και τους λογαριασμούς τηλεφώνου, εξοπλισμού πληροφορικής και ειδών τρέχουσας κατανάλωσης, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

    38

    Δεν αμφισβητείται, πάντως, ότι για τα εν λόγω κονδύλια δαπανών χορηγείται πάγια αποζημίωση, μη εξαρτώμενη από την υποβολή δικαιολογητικών ως προς τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες, τούτο δε δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από τις αμφιβολίες των προσφευγόντων περί του αν το Κοινοβούλιο έχει στην κατοχή του τα σχετικά έγγραφα που ζητήθηκαν, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες δεν επιχείρησαν καν να επικαλεστούν κανόνα περί του αντιθέτου.

    39

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τα επιχειρήματά τους, οι προσφεύγοντες δεν επιδιώκουν τόσο να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων όσο, κατ’ ουσίαν, να καταγγείλουν τις ελλείψεις και την αναποτελεσματικότητα των υφιστάμενων μηχανισμών ελέγχου, πράγμα το οποίο δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών.

    40

    Επομένως, πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθούν όλοι οι προβαλλόμενοι με τις προσφυγές λόγοι ακύρωσης ως αλυσιτελείς, καθόσον αφορούν, αφενός, τα έγγραφα σχετικά με τις δαπάνες για τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν οι αποζημιώσεις γενικών εξόδων και, αφετέρου, το ιστορικό κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των μελών του Κοινοβουλίου οι οποίοι χρησιμοποιούνταν ειδικά για τις εν λόγω αποζημιώσεις, και να περιοριστεί η εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης μόνο στις αιτήσεις πρόσβασης των προσφευγόντων οι οποίες αφορούν τις ημερήσιες αποζημιώσεις, τις αποζημιώσεις για έξοδα ταξιδίου και τις αποζημιώσεις βουλευτικής επικουρίας.

    Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, καθόσον η τελευταία αυτή διάταξη δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω

    41

    Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, οι προσφεύγοντες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, των οποίων, εξάλλου, αμφισβητούν κατ’ ουσίαν τη νομιμότητα. Ο λόγος αυτός περιλαμβάνει, επομένως, δύο σκέλη.

    42

    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι παράνομες, καθόσον, κατ’ ουσίαν, ο κανονισμός 45/2001 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, διότι τα επίμαχα δεδομένα δεν εμπίπτουν στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά στη δημόσια σφαίρα των μελών του Κοινοβουλίου, αφ’ ης στιγμής τα ζητηθέντα έγγραφα αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως εκλεγμένων αντιπροσώπων.

    43

    Με άλλα λόγια, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων δεν θα έθιγε την ιδιωτική ζωή και την ακεραιότητα του ατόμου, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, αυτά δεν αφορούν την ιδιωτική ζωή των μελών του Κοινοβουλίου.

    44

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο του οποίου η γνωστοποίηση θα έθιγε την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, η δε διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    45

    Από τη νομοθεσία αυτή, ιδίως από το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31), και από το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 45/2001, προκύπτει ότι ως «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοείται κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί.

    46

    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όλα τα ζητηθέντα έγγραφα περιέχουν πληροφορίες που αφορούν φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή.

    47

    Τούτο ισχύει για τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή του το Κοινοβούλιο σχετικά με τις αποζημιώσεις για έξοδα ταξιδίου και τις ημερήσιες αποζημιώσεις, έγγραφα τα οποία προσδιορίζουν κατ’ ανάγκη κάθε ενδιαφερόμενο μέλος του Κοινοβουλίου, προς τον σκοπό, αν μη τι άλλο, πληρωμής των αποζημιώσεων αυτών.

    48

    Το ίδιο ισχύει και για τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή του το Κοινοβούλιο σχετικά με τα έξοδα βουλευτικής επικουρίας, έγγραφα τα οποία προσδιορίζουν κατ’ ανάγκη κάθε ενδιαφερόμενο μέλος του Κοινοβουλίου και τους αντίστοιχους δικαιούχους των αποζημιώσεων αυτών, επίσης προς τον σκοπό, αν μη τι άλλο, πληρωμής των αποζημιώσεων αυτών.

    49

    Η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων δεν μπορεί να κλονίσει την εκτίμηση αυτή.

    50

    Καταρχάς, η υποστηριζόμενη από τους προσφεύγοντες διάκριση των επίμαχων δεδομένων αναλόγως του αν εμπίπτουν στην ιδιωτική σφαίρα ή στη δημόσια σφαίρα προκύπτει προδήλως από σύγχυση μεταξύ των όσων εμπίπτουν στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και των όσων εμπίπτουν στην ιδιωτική ζωή, μολονότι οι έννοιες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 45/2001, και των δεδομένων της ιδιωτικής ζωής δεν είναι ταυτόσημες (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth και PAN Europe κατά EFSA, C‑615/13 P, EU:C:2015:489, σκέψη 32).

    51

    Περαιτέρω, ούτε το ζήτημα αν υφίσταται ο κίνδυνος προσβολής των έννομων συμφερόντων των μελών του Κοινοβουλίου μπορεί να επηρεάσει τον χαρακτηρισμό των επίμαχων δεδομένων ως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς το ζήτημα αυτό εμπίπτει στην ανάλυση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου ακύρωσης, το οποίο θα εξεταστεί με τη σκέψη 96 κατωτέρω.

    52

    Τέλος, το γεγονός ότι ορισμένα δεδομένα σχετικά με τα εμπλεκόμενα πρόσωπα συνδέονται στενά με δημόσια δεδομένα που αφορούν τα πρόσωπα αυτά, ιδίως καθόσον τα εν λόγω δεδομένα παρατίθενται στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου, καθώς πρόκειται, ειδικότερα, περί ονομάτων μελών του Κοινοβουλίου, ουδόλως συνεπάγεται ότι τα δεδομένα αυτά έπαυσαν να συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 45/2001 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth και PAN Europe κατά EFSA, C‑615/13 P, EU:C:2015:489, σκέψη 31).

    53

    Με άλλα λόγια, ο χαρακτηρισμός των επίμαχων δεδομένων ως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορεί να αποκλειστεί απλώς και μόνο επειδή τα δεδομένα αυτά συνδέονται με άλλα τα οποία είναι δημόσια, τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η γνωστοποίησή τους θα έθιγε τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων.

    54

    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακύρωσης, οι προσφεύγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 υπό το πρίσμα του άρθρου 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46.

    55

    Κατά τους προσφεύγοντες, η απαίτηση προηγούμενης απόδειξης της αναγκαιότητας της διαβίβασης των ζητηθέντων δεδομένων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, ανεξαρτήτως του νόμιμου χαρακτήρα του συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων, ενισχύει την προστασία των προσωπικών δεδομένων κατά παράβαση του άρθρου 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46.

    56

    Η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό της, το οποίο αμφισβητείται από το Κοινοβούλιο, πρέπει να απορριφθεί.

    57

    Συγκεκριμένα, η νομιμότητα του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 δεν μπορεί να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46, αφ’ ης στιγμής οι δύο αυτές διατάξεις, οι οποίες, εξάλλου, αποτελούν αμφότερες μέρος του παράγωγου δικαίου, έχουν διαφορετικά πεδία εφαρμογής και καμία δεν προβλέπει, επομένως, την υπεροχή της μίας έναντι της άλλης.

    58

    Ως εκ τούτου, η νομιμότητα του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο υπό το πρίσμα διάταξης του πρωτογενούς δικαίου.

    59

    Επιβάλλεται, εν προκειμένω, η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες ουδόλως αναφέρθηκαν, με τα δικόγραφά τους, σε τέτοιου είδους διάταξη.

    60

    Εν πάση περιπτώσει, η προστασία των προσωπικών δεδομένων την οποία εγγυάται το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 και εκείνη την οποία εγγυάται το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46 έχουν, στο αντίστοιχο πεδίο εφαρμογής τους, ανάλογο περιεχόμενο.

    61

    Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, όσον αφορά την αναγκαιότητα της διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων

    62

    Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, οι προσφεύγοντες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, καθόσον το Κοινοβούλιο απέρριψε τις αιτήσεις πρόσβασης στα ζητηθέντα έγγραφα ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις γνωστοποίησής τους.

    63

    Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την έδρα του εντός κράτους μέλους έχει δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης με την επιφύλαξη των αρχών και των προϋποθέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 294 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C‑365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    64

    Σύμφωνα με την αιτιολογική του σκέψη 1, ο κανονισμός 1049/2001 συγκεκριμενοποιεί τη βούληση που εκφράζεται στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο προστέθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, να πραγματοποιηθεί ένα νέο βήμα στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες. Όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1049/2001, το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων συνδέεται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα των οργάνων αυτών (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, T‑115/13, EU:T:2015:497, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    65

    Υπενθυμίζεται επίσης ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 αποτελεί ιδιαίτερη διάταξη η οποία επιτάσσει η τυχόν προσβολή της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου να εξετάζεται και να εκτιμάται πάντοτε κατά τη σχετική με την προστασία των προσωπικών δεδομένων νομοθεσία της Ένωσης, ιδίως δε κατά τον κανονισμό 45/2001. Η διάταξη αυτή καθιερώνει, ως εκ τούτου, ειδικό καθεστώς ενισχυμένης προστασίας των προσώπων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι δυνατόν, κατά περίπτωση, να γνωστοποιηθούν στο κοινό (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager, C‑28/08 P, EU:C:2010:378, σκέψεις 59 και 60).

    66

    Επομένως, όταν αίτηση στηριζόμενη στον κανονισμό 1049/2001 αποσκοπεί στην πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι διατάξεις του κανονισμού 45/2001 έχουν πλήρη εφαρμογή (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager, C‑28/08 P, EU:C:2010:378, σκέψη 63).

    67

    Εν προκειμένω, από την εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης προκύπτει ότι όλα τα ζητηθέντα έγγραφα περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να έχουν πλήρη εφαρμογή οι διατάξεις του κανονισμού 45/2001.

    68

    Πάντως, έχει ήδη κριθεί ότι οι αποκλίσεις από την προστασία των προσωπικών δεδομένων πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 77).

    69

    Επίσης, στο πλαίσιο αποφάσεων με τις οποίες θεσμικό όργανο απορρίπτει αίτηση πρόσβασης σε πληροφορίες που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω πληροφορίες καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, η οποία αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, τα δεδομένα αυτά μπορούν να διαβιβαστούν μόνο εάν ο αποδέκτης τους αποδείξει την αναγκαιότητα της διαβίβασης και εάν δεν συντρέχουν λόγοι να υποτεθεί ότι η διαβίβαση αυτή μπορεί να θίξει τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων, βάσει του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, τα οποία τα θεσμικά όργανα οφείλουν να σέβονται όταν επιλαμβάνονται αίτησης πρόσβασης σε έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager, C‑28/08 P, EU:C:2010:378, σκέψη 63).

    70

    Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 προκύπτει ότι το άρθρο αυτό εξαρτά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τη συνδρομή δύο σωρευτικών προϋποθέσεων (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth και PAN Europe κατά EFSA, C‑615/13 P, EU:C:2015:489, σκέψη 46).

    71

    Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται καταρχάς στον αιτούντα τη διαβίβαση να αποδείξει την αναγκαιότητά της. Εφόσον αυτή αποδειχθεί, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να εξετάσει αν υφίσταται κάποιος λόγος βάσει του οποίου θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η εν λόγω διαβίβαση δύναται να θίξει τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth και PAN Europe κατά EFSA, C‑615/13 P, EU:C:2015:489, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    72

    Ειδικότερα, το άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 επιβάλλει στο θεσμικό όργανο στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση την υποχρέωση να προβαίνει, σε πρώτο στάδιο, στην εκτίμηση του αναγκαίου και, επομένως, μη δυσανάλογου χαρακτήρα της διαβίβασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από τον αιτούντα σκοπού, λαμβανομένου υπόψη ότι, για να πληρούται η κατ’ άρθρο 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 προϋπόθεση περί αναγκαιότητας, η οποία ερμηνεύεται στενά, θα πρέπει ο αιτών να αποδείξει ότι η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αφενός, είναι το προσφορότερο από όλα τα πιθανά μέτρα προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος από τον αιτούντα σκοπός και, αφετέρου, τελεί σε αναλογία με τον σκοπό αυτόν, πράγμα το οποίο υποχρεώνει τον αιτούντα να παραθέσει προς τούτο ρητούς και θεμιτούς δικαιολογητικούς λόγους (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, T‑115/13, EU:T:2015:497, σκέψεις 54 και 59).

    73

    Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες, για να αποδείξουν την αναγκαιότητα της διαβίβασης των επίμαχων δεδομένων, ανέφεραν, βεβαίως, διάφορους σκοπούς τους οποίους επιδίωκαν με τις αιτήσεις τους για πρόσβαση στα έγγραφα, συγκεκριμένα δε, κατ’ ουσίαν, αφενός, την παροχή της δυνατότητας στο κοινό να ελέγξει τον πρόσφορο χαρακτήρα των δαπανών που πραγματοποίησαν τα μέλη του Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της άσκησης της εντολής τους και, αφετέρου, τη διασφάλιση του δικαιώματος του κοινού στην πληροφόρηση και τη διαφάνεια.

    74

    Συναφώς, πρέπει εκ προοιμίου να γίνει δεκτό ότι, λόγω της υπερβολικά ευρείας και γενικής διατύπωσής τους, οι εν λόγω σκοποί δεν δύνανται, αυτοί καθεαυτούς, να αποδείξουν την αναγκαιότητα της διαβίβασης των επίμαχων προσωπικών δεδομένων.

    75

    Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Κοινοβούλιο ότι δεν συνήγαγε από τους σκοπούς αυτούς, οι οποίοι ήταν διατυπωμένοι με τόσο ευρείες και γενικές εκτιμήσεις, ότι αποδεικνυόταν εμμέσως η αναγκαιότητα της διαβίβασης των εν λόγω προσωπικών δεδομένων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 2011, Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, T‑82/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:688, σκέψη 34, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Secolux κατά Κοινοβουλίου, T‑363/14, EU:T:2016:521, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    76

    Τυχόν αντίθετη κρίση θα υποχρέωνε, καταρχήν, το θεσμικό όργανο να συναγάγει από γενικές εκτιμήσεις που αφορούν το συμφέρον του κοινού προς γνωστοποίηση των προσωπικών δεδομένων ότι αποδεικνύεται εμμέσως η αναγκαιότητα της διαβίβασης των δεδομένων αυτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2011, Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, T‑82/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:688, σκέψη 35).

    77

    Πρώτον, οι προσφεύγοντες δεν αποδεικνύουν, όσον αφορά τον πρώτο σκοπό που επικαλούνται, με ποιον τρόπο η διαβίβαση των επίμαχων προσωπικών δεδομένων θα ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση επαρκούς ελέγχου των δαπανών που πραγματοποίησαν τα μέλη του Κοινοβουλίου προκειμένου να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, ιδίως δε για την αντιστάθμιση των προβαλλόμενων ανεπαρκειών των υφιστάμενων μηχανισμών ελέγχου των εν λόγω δαπανών.

    78

    Επομένως, τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες προς στήριξη της αναγκαιότητας της εν λόγω διαβίβασης δεν είναι πειστικά.

    79

    Καταρχάς, οι αναφορές στις δημοσιογραφικές έρευνες για τις δαπάνες των βουλευτών του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας είναι άνευ σημασίας υπό το πρίσμα του σκοπού των προσφευγόντων να εξασφαλιστεί ο δημόσιος έλεγχος των δαπανών των μελών του Κοινοβουλίου.

    80

    Εξάλλου, η αναφορά στην εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ακύρωση, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου (T‑471/08, EU:T:2011:252), της απόφασης του Κοινοβουλίου περί απόρριψης της αίτησης δημοσιογράφου για πρόσβαση στην υπ’ αριθ. 6/02 έκθεση της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου του Κοινοβουλίου, της 9ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την αποζημίωση βουλευτικής επικουρίας, δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση.

    81

    Συγκεκριμένα, αφενός, η επίδικη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου (T‑471/08, EU:T:2011:252), αίτηση πρόσβασης αφορούσε έκθεση εσωτερικού ελέγχου του Κοινοβουλίου, και όχι το σύνολο των εγγράφων σχετικά με τις λεπτομέρειες της χρήσης, από τα μέλη του Κοινοβουλίου, των διάφορων αποζημιώσεων που τους χορηγούνται.

    82

    Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 έως 85 της απόφασης της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου (T‑471/08, EU:T:2011:252), οι λόγοι απόρριψης της εν λόγω αίτησης πρόσβασης δεν στηρίζονταν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, που αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αλλά στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, και του άρθρου 4, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, που αφορούν, αντιστοίχως, την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου και την προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του θεσμικού οργάνου. Συνεπώς, ο προσφεύγων δεν ήταν υποχρεωμένος, όπως εν προκειμένω, να αποδείξει την αναγκαιότητα της πρόσβασης στα ζητηθέντα έγγραφα υπό το πρίσμα των σκοπών που επιδίωκε.

    83

    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι, με την παραπομπή αυτή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου (T‑471/08, EU:T:2011:252), οι προσφεύγοντες επιθυμούν να καταδείξουν την αναγκαιότητα της πρόσβασης στα ζητηθέντα έγγραφα προς τον σκοπό εξασφάλισης επαρκούς ελέγχου των δαπανών των μελών του Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι η ακύρωση της απόφασης του Κοινοβουλίου στην εν λόγω υπόθεση οδήγησε, κατά την άποψή τους, σε ενίσχυση των κανόνων για τη χρήση της αποζημίωσης βουλευτικής επικουρίας, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ της επίμαχης στην ανωτέρω υπόθεση έκθεσης ελέγχου και των επίμαχων στις υπό κρίση προσφυγές εγγράφων, ακόμη και εάν θεωρηθεί αποδεδειγμένο το ότι η δημοσίευση της εν λόγω έκθεσης είχε το προβαλλόμενο από τους προσφεύγοντες αποτέλεσμα, το γεγονός αυτό και μόνο δεν μπορεί να αποδείξει την αναγκαιότητα διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων που περιέχονται στα ζητηθέντα έγγραφα.

    84

    Περαιτέρω, μολονότι οι προσφεύγοντες αναφέρθηκαν, με τις επιβεβαιωτικές τους αιτήσεις πρόσβασης, σε «πολλές, επιβεβαιωμένες ή προβαλλόμενες, περιπτώσεις απάτης που διέπραξαν τα μέλη του Κοινοβουλίου κατά τα προηγούμενα έτη», η αναφορά αυτή, η οποία έχει ιδιαίτερα αφηρημένο και γενικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα της διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων των ευρωβουλευτών τα οποία αφορά καθεμία από τις αιτήσεις των προσφευγόντων ούτε, κατά ελάσσονα λόγο, το ότι η διαβίβαση αυτή συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.

    85

    Εν πάση περιπτώσει, παρατηρείται ότι οι προσφεύγοντες αναφέρουν απλώς το παράδειγμα ενός μόνο Βούλγαρου ευρωβουλευτή.

    86

    Το παράδειγμα αυτό, όμως, δεν αρκεί, από μόνο του, για να δικαιολογηθεί η διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων όλων των μελών του Κοινοβουλίου.

    87

    Τέλος, μολονότι οι προσφεύγοντες κάνουν βεβαίως λόγο, στο δικόγραφο των προσφυγών τους, για υποψίες έναντι μελών του Κοινοβουλίου σχετικές με εικονική απασχόληση, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία αυτά δεν προσκομίστηκαν στο Κοινοβούλιο στο πλαίσιο των επιβεβαιωτικών τους αιτήσεων πρόσβασης.

    88

    Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι εναπόκειται στον αιτούντα τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να αποδείξει την αναγκαιότητά της. Εφόσον αυτή αποδειχθεί, το οικείο θεσμικό όργανο οφείλει να εξετάσει αν υφίσταται κάποιος λόγος βάσει του οποίου θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η εν λόγω διαβίβαση δύναται να θίξει τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν προέβαλαν πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων κανένα επιχείρημα που να αφορά υποψίες έναντι των μελών του Κοινοβουλίου σχετικές με εικονική απασχόληση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2016, Secolux κατά Επιτροπής, T‑363/14, EU:T:2016:521, σκέψεις 36 και 37).

    89

    Συνεπώς, τα στοιχεία που αφορούν υποψίες έναντι των μελών του Κοινοβουλίου σχετικές με εικονική απασχόληση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για τη δικαιολόγηση της διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων των μελών αυτών.

    90

    Δεύτερον, όσον αφορά τον δεύτερο σκοπό που επιδιώκουν οι προσφεύγοντες, η βούληση διεξαγωγής δημόσιας συζήτησης δεν αρκεί για να αποδειχθεί η αναγκαιότητα της διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων, στο μέτρο κατά το οποίο ένα τέτοιο επιχείρημα συνδέεται μόνο με τον σκοπό της αίτησης πρόσβασης στα έγγραφα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, T‑115/13, EU:T:2015:497, σκέψη 84).

    91

    Δεν αναγνωρίζεται αυτομάτως υπεροχή του σκοπού της διαφάνειας έναντι του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 85).

    92

    Τρίτον και τελευταίον, επισημαίνεται ότι, μολονότι, κατά τους προσφεύγοντες, από την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Dennekamp κατά Κοινοβουλίου (T‑115/13, EU:T:2015:497), προκύπτει η δυνατότητα θεμελίωσης της αναγκαιότητας διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων σε γενικό σκοπό, όπως το δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση όσον αφορά τη συμπεριφορά των μελών του Κοινοβουλίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, από τη σκέψη 81 της εν λόγω απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δύναται να εξακριβώσει την αναγκαιότητα της γνωστοποίησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001, μόνον εφόσον οι προσφεύγοντες αποδείξουν ότι η αίτηση γνωστοποίησης των δεδομένων αυτών, αφενός, είναι πρόσφορη και, αφετέρου, τελεί σε αναλογία με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

    93

    Οι προσφεύγοντες, όμως, δεν παρέθεσαν, ούτε με τις αρχικές ούτε με τις επιβεβαιωτικές τους αιτήσεις πρόσβασης, ρητούς και θεμιτούς δικαιολογητικούς λόγους προκειμένου να αποδείξουν ότι η διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ήταν το προσφορότερο από τα πιθανά μέτρα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η χρήση των δημοσίως διαθέσιμων δεδομένων και εγγράφων, για την επίτευξη του σκοπού που επιδίωκαν και ότι η εν λόγω διαβίβαση τελούσε σε αναλογία με τον σκοπό αυτόν.

    94

    Η παραπομπή, στο πλαίσιο των επιβεβαιωτικών αιτήσεων πρόσβασης, στην απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth και Pan Europe κατά EFSA (C‑615/13 P, EU:C:2015:489), δεν μπορεί, επίσης, να ληφθεί υπόψη, στο μέτρο κατά το οποίο, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 65 της εν λόγω απόφασης, ότι η αναγκαιότητα της γνωστοποίησης των προσωπικών δεδομένων είχε αποδειχθεί με συγκεκριμένα στοιχεία, όπως, ιδίως, οι δεσμοί της πλειονότητας των πραγματογνωμόνων που μετείχαν σε ομάδες εργασίας της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) με ομάδες πίεσης.

    95

    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι, και αυτή τη φορά, οι προσφεύγοντες, με τα επιχειρήματά τους, δεν επιδιώκουν τόσο να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων όσο, κατ’ ουσίαν, να καταγγείλουν τις ελλείψεις και την αναποτελεσματικότητα των υφιστάμενων μηχανισμών ελέγχου, πράγμα το οποίο δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών.

    96

    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν την αναγκαιότητα της διαβίβασης των ζητηθέντων εγγράφων.

    97

    Αφ’ ης στιγμής οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 45/2001 είναι σωρευτικές (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth και PAN Europe κατά EFSA, C‑615/13 P, EU:C:2015:489, σκέψη 46), δεν χρειάζεται να εξεταστεί αν συντρέχουν λόγοι να υποτεθεί ότι η διαβίβαση των ζητηθέντων εγγράφων μπορούσε να θίξει τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων.

    98

    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της γενικής υποχρέωσης συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξέτασης κάθε ζητηθέντος εγγράφου, υποχρέωσης η οποία απορρέει από τα άρθρα 2 και 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, και ο παράνομος χαρακτήρας της άρνησης παροχής πρόσβασης λόγω υπερβολικού διοικητικού φόρτου

    99

    Ο τρίτος λόγος ακύρωσης που προβάλλουν οι προσφεύγοντες αποτελείται από δύο σκέλη, τα οποία πρέπει να εκτιμηθούν χωριστά.

    Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακύρωσης

    100

    Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακύρωσης, οι προσφεύγοντες προβάλλουν παράβαση της γενικής υποχρέωσης συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξέτασης κάθε ζητηθέντος εγγράφου, υποχρέωσης η οποία απορρέει από τα άρθρα 2 και 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

    101

    Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, έστω και εάν δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση εξατομικευμένης εξέτασης κάθε εγγράφου, η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να υπάρχει εν προκειμένω, διότι, προδήλως, τα ζητηθέντα έγγραφα δεν εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία εγγράφων καθόσον είναι προφανές ότι ποικίλλουν ως προς το περιεχόμενό τους.

    102

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για να δικαιολογηθεί η άρνηση παροχής πρόσβασης σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η γνωστοποίηση, δεν αρκεί, καταρχήν, το έγγραφο αυτό να αφορά δραστηριότητα μνημονευόμενη στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 49, και της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 76).

    103

    Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία αίτησης πρόσβασης σε έγγραφα πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Επομένως, αφενός, το γεγονός και μόνο ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον που προστατεύεται από εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής. Αφετέρου, ο κίνδυνος προσβολής του προστατευόμενου συμφέροντος πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και να μην είναι καθαρά υποθετικός. Κατά συνέπεια, η εξέταση στην οποία πρέπει να προβαίνει το θεσμικό όργανο προκειμένου να εφαρμόσει μια εξαίρεση πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπο συγκεκριμένο και να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης (βλ. απόφαση της 13ης Απριλίου 2005, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, T‑2/03, EU:T:2005:125, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    104

    Η συγκεκριμένη αυτή εξέταση πρέπει, εξάλλου, να πραγματοποιείται για κάθε έγγραφο το οποίο αφορά η αίτηση. Πράγματι, από τον κανονισμό 1049/2001 προκύπτει ότι όλες οι εξαιρέσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 4 του κανονισμού αυτού πρέπει, κατά το άρθρο αυτό, να εφαρμόζονται σε ένα έγγραφο (απόφαση της 13ης Απριλίου 2005, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, T‑2/03, EU:T:2005:125, σκέψη 70).

    105

    Πάντως, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι επιτρέπεται στα θεσμικά όργανα, προκειμένου να εξηγήσουν πώς η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα μπορεί να θίξει το συμφέρον που προστατεύεται με εξαίρεση προβλεπόμενη στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, να στηρίζονται σε γενικά τεκμήρια τα οποία εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι, για αιτήσεις γνωστοποίησης που αφορούν έγγραφα της ίδιας φύσης, ενδέχεται να ισχύουν παρόμοιες εκτιμήσεις γενικού χαρακτήρα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, EU:C:2008:374, σκέψη 50· της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, C‑139/07 P, EU:C:2010:376, σκέψη 54, και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C‑365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 65).

    106

    Εν προκειμένω, το Κοινοβούλιο έκρινε, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι τα ζητηθέντα έγγραφα, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν τιμολόγια ξενοδοχείου, τίτλοι μεταφοράς, συμβάσεις εργασίας ή δελτία μισθοδοσίας, ενέπιπταν όλα στις ίδιες κατηγορίες. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ποικιλία των εγγράφων αποκλείει το ενδεχόμενο να εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία.

    107

    Προς απόρριψη του επιχειρήματος αυτού, αφενός, αρκεί να επισημανθεί ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, καθώς το Κοινοβούλιο δεν έκρινε, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι όλα τα έγγραφα ενέπιπταν σε μία ενιαία κατηγορία, αλλά ότι ενέπιπταν σε διάφορες κατηγορίες.

    108

    Ειδικότερα, παραδείγματος χάριν, για τους σκοπούς της εφαρμογής της εξαίρεσης του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, το Κοινοβούλιο έκρινε ότι όλοι οι τίτλοι μεταφοράς ενέπιπταν στην κατηγορία των τίτλων μεταφοράς, ότι όλα τα τιμολόγια ξενοδοχείου ενέπιπταν στην κατηγορία των τιμολογίων ξενοδοχείου, ότι όλες οι συμβάσεις εργασίας ενέπιπταν στην κατηγορία των συμβάσεων εργασίας ή, ακόμη, ότι όλα τα φύλλα μισθοδοσίας ενέπιπταν στην κατηγορία των φύλλων μισθοδοσίας.

    109

    Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο δεν παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση κάθε ζητηθέντος εγγράφου σε σχέση με μία μόνο κατηγορία, αλλά σε σχέση με τις διάφορες κατηγορίες εγγράφων τις οποίες είχε απομονώσει.

    110

    Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι τα έγγραφα που εμπίπτουν στις διάφορες αυτές κατηγορίες περιέχουν προσωπικά δεδομένα, αν μη τι άλλο τα ονόματα των μελών του Κοινοβουλίου τα οποία αφορά κάθε επίμαχο έγγραφο.

    111

    Στο μέτρο κατά το οποίο οι αιτήσεις των προσφευγόντων αφορούν όλα τα έγγραφα που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό του τρόπου και του χρόνου κατά τον οποίο τα μέλη του Κοινοβουλίου που μνημονεύονται σε καθεμία από τις αιτήσεις αυτές δαπάνησαν τις διάφορες αποζημιώσεις που απαριθμούνται στις εν λόγω αιτήσεις, οι αιτήσεις αυτές απαιτούν κατ’ ανάγκη τα ζητηθέντα έγγραφα να περιέχουν στοιχεία που καθιστούν δυνατό τον ονομαστικό προσδιορισμό καθενός από τα μέλη αυτά.

    112

    Τούτο ισχύει για τις ημερήσιες αποζημιώσεις, τα έξοδα ταξιδίου και τις αποζημιώσεις βουλευτικής επικουρίας, προς τον σκοπό, αν μη τι άλλο, καταβολής τους στους ενδιαφερομένους.

    113

    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Κοινοβούλιο ότι δεν προέβη σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση κάθε ζητηθέντος εγγράφου υπό το πρίσμα της εξαίρεσης του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001.

    114

    Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακύρωσης

    115

    Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακύρωσης, οι προσφεύγοντες προβάλλουν τον παράνομο χαρακτήρα της άρνησης παροχής πρόσβασης στα ζητηθέντα έγγραφα λόγω υπερβολικού διοικητικού φόρτου.

    116

    Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το Κοινοβούλιο απέρριψε τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις πρόσβασης, καθόσον, αφενός, και ορθώς, όπως τούτο προκύπτει από την εξέταση του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακύρωσης, όλα τα εν λόγω έγγραφα περιείχαν προσωπικά δεδομένα, την αναγκαιότητα διαβίβασης των οποίων δεν είχαν αποδείξει οι προσφεύγοντες, και, αφετέρου, η γνωστοποίηση όλων των εγγράφων που ζητήθηκαν με το σύνολο των αιτήσεων συνεπαγόταν υπερβολικό διοικητικό φόρτο.

    117

    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ως προς τα ζητηθέντα έγγραφα που βρίσκονταν στην κατοχή του Κοινοβουλίου, η άρνηση παροχής πρόσβασης στηρίχθηκε σε δύο αυτοτελείς και εναλλακτικές δικαιολογητικές βάσεις, με αποτέλεσμα η μία από αυτές να είναι κατ’ ανάγκη επάλληλη σε σχέση με την άλλη.

    118

    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, με τους οποίους αμφισβητείτο η νομιμότητα της πρώτης αιτιολογίας της απόφασης του Κοινοβουλίου, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακύρωσης, το οποίο αφορά τη δεύτερη από τις αιτιολογίες αυτές που είναι κατ’ ανάγκη επάλληλη σε σχέση με την πρώτη, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

    119

    Για τους ίδιους λόγους, δεν μπορεί να προσαφθεί λυσιτελώς στο Κοινοβούλιο ότι δεν συνεννοήθηκε ανεπισήμως με τους αιτούντες προκειμένου να βρεθεί εύλογη λύση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001. Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων αυτών, αφ’ ης στιγμής, εν προκειμένω, το Κοινοβούλιο διαπίστωσε, ορθώς, ότι τα ζητηθέντα έγγραφα ενέπιπταν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, όπως τούτο προκύπτει από την εξέταση του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακύρωσης.

    120

    Κατά συνέπεια, πρέπει επίσης να απορριφθούν το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακύρωσης, καθόσον είναι αλυσιτελές, και, ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακύρωσης στο σύνολό του.

    Επί του τέταρτου λόγου ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001

    121

    Με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης, οι προσφεύγοντες προβάλλουν παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον δεν επετράπη ούτε η μερική πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα.

    122

    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το Κοινοβούλιο δεν προέβη σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εκτίμηση του περιεχομένου των ζητηθέντων εγγράφων, ενώ θα έπρεπε, τουλάχιστον, να γνωστοποιήσει τα ζητηθέντα έγγραφα που δεν καλύπτονταν από κάποια εξαίρεση και ενώ η γνωστοποίηση, έστω εν μέρει, των εν λόγω εγγράφων θα εξυπηρετούσε τον σκοπό που επιδίωκαν με τις αιτήσεις τους πρόσβασης.

    123

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, το Κοινοβούλιο έκρινε ότι η απόκρυψη, στα ζητηθέντα έγγραφα, όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θα καθιστούσε δυνατή την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονταν στο πλαίσιο των αιτήσεων πρόσβασης και συνεπαγόταν υπερβολικό διοικητικό φόρτο.

    124

    Τα επιχειρήματα των προσφευγόντων δεν μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων ως προς το σημείο αυτό.

    125

    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την εξέταση των προβαλλόμενων με τις προσφυγές λόγων ακύρωσης και των επιβεβαιωτικών αιτήσεων των προσφευγόντων, οι τελευταίοι επιθυμούν να αποκτήσουν πρόσβαση στα έγγραφα σχετικά με τις ατομικές δαπάνες των μελών του Κοινοβουλίου που μνημονεύονται σε καθεμία από τις αιτήσεις αυτές προκειμένου να μπορέσουν να ελέγξουν τον πρόσφορο χαρακτήρα των δαπανών αυτών όσον αφορά καθένα από τα εν λόγω μέλη.

    126

    Είναι, όμως, προφανές ότι η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων κατόπιν αφαίρεσης από αυτά όλων των προσωπικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων ιδίως εκείνων που αφορούν τα ονόματα των εμπλεκόμενων μελών του Κοινοβουλίου, θα καθιστούσε, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκοπών, άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, δεδομένου ότι τέτοιου είδους πρόσβαση δεν θα παρείχε στους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τις κατ’ ιδίαν δαπάνες των μελών του Κοινοβουλίου, καθώς θα ήταν αδύνατο να συνδεθούν τα ζητηθέντα έγγραφα με τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται.

    127

    Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι η απόκρυψη, στα ζητηθέντα έγγραφα, όλων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνεπαγόταν υπερβολικό διοικητικό φόρτο λόγω του όγκου των ζητηθέντων εγγράφων (βλ. απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Strack κατά Επιτροπής, C‑127/13 P, EU:C:2014:2250, σκέψεις 36 και 37).

    128

    Επισημαίνεται, συγκεκριμένα, ότι το Κοινοβούλιο εκτίμησε, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι ο αριθμός των λογιστικών και οικονομικών εγγράφων που αφορούσαν τις επιστροφές εξόδων ταξιδίου και τις ημερήσιες αποζημιώσεις των μελών του Κοινοβουλίου ήταν μεγαλύτερος των 220000 ανά έτος, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά φυλάσσονται από το Κοινοβούλιο μόνο για διοικητικούς και οικονομικούς σκοπούς, ορισμένα δε εξ αυτών μόνο σε έντυπη μορφή, πράγμα το οποίο δεν αμφισβήτησαν οι προσφεύγοντες με τα δικόγραφά τους.

    129

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο αναφέρθηκε, χωρίς να αντιλέξουν επί του σημείου αυτού οι προσφεύγοντες, σε μέσο όρο 5500 σελίδων ανά μέλος του Κοινοβουλίου κατά τη διάρκεια των υπό εξέταση περιόδων, δηλαδή 33000 σελίδες για τα έξι μέλη της Κύπρου, περισσότερες από 500000 σελίδες για τα 96 μέλη της Γερμανίας και περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια έγγραφα για το σύνολο των αιτήσεων.

    130

    Επομένως, ο όγκος του συνόλου των ζητηθέντων εγγράφων ήταν προδήλως εξαιρετικά μεγάλος, πράγμα το οποίο συνιστούσε επίσης περίσταση που δικαιολογούσε την άρνηση παροχής μερικής πρόσβασης στα εν λόγω έγγραφα.

    131

    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του πέμπτου λόγου ακύρωσης, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001

    132

    Με τον πέμπτο λόγο ακύρωσης, οι προσφεύγοντες προβάλλουν παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον το Κοινοβούλιο δεν εξέτασε όλα τα επιχειρήματά τους.

    133

    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες προσάπτουν αποκλειστικά στο Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακύρωσης, ότι δεν απάντησε, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, στο σύνολο των επιχειρημάτων που είχαν προβάλει στο πλαίσιο των επιβεβαιωτικών τους αιτήσεων πρόσβασης.

    134

    Κατά τη νομολογία, όμως, η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν συνεπάγεται ότι το εμπλεκόμενο θεσμικό όργανο οφείλει να απαντήσει σε καθένα από τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που προηγείται της έκδοσης της προσβαλλόμενης τελικής απόφασης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1972, Cassella κατά Επιτροπής, 55/69, EU:C:1972:76, σκέψη 22, και της 24ης Ιανουαρίου 1992, La Cinq κατά Επιτροπής, T‑44/90, EU:T:1992:5, σκέψη 41).

    135

    Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    136

    Εν πάση περιπτώσει, από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι η απαιτούμενη αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερόμενους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63, και της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, EU:C:2007:75, σκέψη 80).

    137

    Εν προκειμένω, η αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων παρέχει τη δυνατότητα στους προσφεύγοντες να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του, όπως τούτο προκύπτει από την εξέταση του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακύρωσης.

    138

    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ο πέμπτος λόγος ακύρωσης και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    139

    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    140

    Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Κοινοβουλίου.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Ενώνει τις υποθέσεις T‑639/15 έως T‑666/15 και T‑94/16 προς έκδοση κοινής απόφασης.

     

    2)

    Απορρίπτει τις προσφυγές.

     

    3)

    Καταδικάζει τη Μαρία Ψαρά, την Tina Kristan, την Tanja Malle, τον Wojciech Cieśla, τον Staffan Dahllof, την Delphine Reuter, το České centrum pro investigativní žurnalistiku o.p.s., τον Χάρη Καρανίκα, την Crina Boros, το Baltijas pētnieciskās žurnālistikas centrs Re:Baltica, τον Balazs Toth, τη Minna Knus-Galán, τον Atanas Tchobanov, τον Dirk Liedtke, τον Nils Mulvad, τον Hugo van der Parre, την Guia Baggi, τον Marcos García Rey, τον Mark Lee Hunter, τον Kristof Clerix, τον Rui Araujo, την Anuška Delić, τον Jacob Borg, τη Matilda Bačelić και τον Gavin Sheridan στα δικαστικά έξοδα.

     

    Γρατσίας

    Labucka

    Dittrich

    Ulloa Rubio

    Xuereb

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 25 Σεπτεμβρίου 2018.

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top