EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CC0184

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Wahl της 15ης Μαΐου 2013.
United Antwerp Maritime Agencies (Unamar) NV κατά Navigation Maritime Bulgare.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hof van Cassatie - Βέλγιο.
Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές - Άρθρα 3 και 7, παράγραφος 2 - Ελευθερία επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών - Όρια - Κανόνες αμέσου εφαρμογής - Οδηγία 86/653/ΕΟΚ - Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) - Συμβάσεις πωλήσεως ή αγοράς εμπορευμάτων - Καταγγελία της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου - Εθνική ρύθμιση περί μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη προβλέπουσα προστασία υπερβαίνουσα τις ελάχιστες απαιτήσεις της οδηγίας και προβλέπουσα επίσης προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων στο πλαίσιο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.
Υπόθεση C-184/12.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:301

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 15ης Μαΐου 2013 ( 1 )

Υπόθεση C‑184/12

United Antwerp Maritime Agencies (Unamar) NV

κατά

Navigation Maritime Bulgare

[αίτηση του Hof van Cassatie (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές — Αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως — Όρια — Επίδραση των κανόνων αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum — Σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας»

I – Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 και 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 ( 2 ) (στο εξής: Σύμβαση της Ρώμης), σε συνδυασμό με την οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) ( 3 ).

2.

Εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει υποβληθεί από το Hof van Cassatie και εντάσσεται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της United Antwerp Maritime Agencies (Unamar) NV (στο εξής: Unamar), εταιρίας βελγικού δικαίου, και, αφετέρου, της Navigation Maritime Bulgare (στο εξής: NMB), εταιρίας βουλγαρικού δικαίου, με αντικείμενο την καταβολή διαφόρων αποζημιώσεων τις οποίες φέρεται να οφείλει η NMB μετά την εκ μέρους της καταγγελία της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας που συνέδεε μέχρι τον χρόνο εκείνο τις δύο εταιρίες. Στο πλαίσιο της κινηθείσας ένδικης διαδικασίας, τέθηκε, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της δυνατότητας του βελγικού δικαστηρίου να εφαρμόσει στη σύμβαση αυτή τις διατάξεις αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum, παρά την ύπαρξη ρήτρας διαιτησίας η οποία ορίζει ως αρμόδιο όργανο διαιτησίας το εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο της Σόφιας (Βουλγαρία) και προβλέπει ρητώς την υπαγωγή της συμβάσεως στο βουλγαρικό δίκαιο.

3.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει υπό ποιες προϋποθέσεις το εθνικό δικαστήριο δύναται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, να μην εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις του εφαρμοστέου, κατόπιν επιλογής των συμβαλλομένων, δικαίου ορισμένου κράτους μέλους (lex contractus) και, αντ’ αυτών, να εφαρμόσει τις διατάξεις αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο καλείται να παράσχει ενδείξεις προκειμένου να διευκρινιστεί αν ο νόμος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος, μολονότι μεταφέρει προσηκόντως ευρωπαϊκή οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη, παρέχει προστασία ευρύτερη από αυτήν που προβλέπει η οδηγία, μπορεί να επιβάλει την ευρύτερη αυτή προστασία σε περιπτώσεις στις οποίες ως lex contractus έχει συμφωνηθεί το δίκαιο άλλου κράτους μέλους της Ένωσης, το οποίο έχει επίσης μεταφέρει προσηκόντως στην εσωτερική έννομη τάξη του την εν λόγω οδηγία.

II – Το νομικό πλαίσιο

Α – Η Σύμβαση της Ρώμης

4.

Το άρθρο 3 της Συμβάσεως αυτής, με τίτλο «Ελεύθερη επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου», ορίζει τα εξής:

«1.   Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή αυτή, οι συμβαλλόμενοι μπορούν να ορίσουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασής τους.

[…]»

5.

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της εν λόγω Συμβάσεως, με τίτλο «Κανόνες [αμέσου εφαρμογής]», ορίζει ότι «[ο]ι διατάξεις της παρούσας Σύμβασης δεν μπορούν να θίξουν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο».

Β – Η οδηγία 86/653

6.

Σύμφωνα με τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία 86/653 θεσπίστηκε λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι «οι διαφορές μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών σε θέματα εμπορικής αντιπροσώπευσης επηρεάζουν αισθητά στο εσωτερικό της Κοινότητας τις συνθήκες ανταγωνισμού και άσκησης του επαγγέλματος, επηρεάζουν την προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων στις σχέσεις τους με τους αντιπροσωπευόμενους και είναι επιζήμιες για την ασφάλεια των εμπορικών πράξεων […]».

7.

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής “αντιπροσωπευόμενος”, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.»

8.

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 3.»

Β – Το βελγικό δίκαιο

9.

Ο νόμος της 13ης Απριλίου 1995 σχετικά με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ( 4 ) (στο εξής: νόμος του 1995) ορίζει, στο άρθρο 1 αυτού, ιδίως ότι «[η] σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι η σύμβαση με την οποία ο ένας από τους αντισυμβαλλομένους (εμπορικός αντιπρόσωπος) αναλαμβάνει την υποχρέωση, σε μόνιμη βάση και έναντι αμοιβής από τον άλλο αντισυμβαλλόμενο (αντιπροσωπευόμενος), να διαπραγματεύεται και, ενδεχομένως, να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες, υπό την ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή, στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου».

10.

Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου του 1995 έχει ως εξής:

«1.   Όταν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας έχει συναφθεί για αόριστο χρόνο ή για ορισμένο χρόνο με δυνατότητα πρόωρης καταγγελίας, καθένας από τους αντισυμβαλλομένους δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση τηρώντας την αντίστοιχη προθεσμία.

[…]

3.   Ο αντισυμβαλλόμενος που καταγγέλλει τη σύμβαση χωρίς να επικαλεστεί έναν από τους λόγους του άρθρου 19, πρώτο εδάφιο, ή χωρίς να τηρήσει την κατά την παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, προθεσμία, οφείλει να καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενο αποζημίωση ίση με τις τρέχουσες απολαβές που αντιστοιχούν είτε στη διάρκεια της προθεσμίας καταγγελίας είτε στο εναπομένον μέρος της προθεσμίας αυτής.»

11.

Το άρθρο 20 του νόμου του 1995 ορίζει τα εξής:

«Μετά τη λύση της συμβάσεως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπήν αποζημίωση αν έφερε νέους πελάτες στον αντιπροσωπευόμενο ή αύξησε ουσιωδώς τον όγκο των συναλλαγών με την υπάρχουσα πελατεία, εφόσον η δραστηριότητα αυτή εξακολουθεί να παρέχει ουσιαστικά οφέλη στον αντιπροσωπευόμενο.»

12.

Το άρθρο 21 του νόμου του 1995 ορίζει τα εξής:

«Εφόσον ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση του άρθρου 20 και το ποσό της αποζημιώσεως αυτής δεν καλύπτει το σύνολο της ζημίας που αυτός πραγματικά υπέστη, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δύναται, εφόσον αποδείξει την έκταση της ζημίας την οποία επικαλείται, να λάβει, πλέον της αποζημιώσεως αυτής, αποζημίωση ίση με τη διαφορά μεταξύ του ποσού της ζημίας που πραγματικά υπέστη και του ποσού της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως.»

13.

Κατά το άρθρο 27 του νόμου του 1995:

«Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων στις οποίες συμβαλλόμενο μέρος είναι το Βέλγιο, όλες οι δραστηριότητες των εμπορικών αντιπροσώπων που έχουν την κύρια εγκατάστασή τους στο Βέλγιο διέπονται από το βελγικό δίκαιο και υπάγονται στη διεθνή δικαιοδοσία των βελγικών δικαστηρίων.»

III – Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

14.

Το 2005 η Unamar και η NMB συνήψαν σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας για την εκμετάλλευση υπηρεσίας τακτικών θαλάσσιων μεταφορών με εμπορευματοκιβώτια που ανήκαν στην NMB. Στην εν λόγω σύμβαση οριζόταν ότι αυτή διέπεται από το βουλγαρικό δίκαιο και ότι κάθε διαφορά σχετική με τη σύμβαση θα υποβάλλεται σε όργανο διαιτησίας του εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου της Σόφιας.

15.

Η ισχύς της ως άνω συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας παρατάθηκε για τελευταία φορά με την από 22 Δεκεμβρίου 2008 σύμβαση, μέχρι τις 31 Μαρτίου 2009. Κατόπιν τούτου, η Unamar θεώρησε ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας λύθηκε παράτυπα και στις 25 Φεβρουαρίου 2009 άσκησε αγωγή ενώπιον του Rechtbank van koophandel te Antwerpen ζητώντας να της καταβληθούν διάφορες αποζημιώσεις κατά τον νόμο του 1995.

16.

Στις 13 Μαρτίου 2009 η NMB άσκησε με τη σειρά της αγωγή ενώπιον του Rechtbank van koophandel te Antwerpen ζητώντας να της καταβληθούν μη αποδοθέντες ναύλοι ύψους 327207,87 ευρώ.

17.

Αφού αποφάσισε τη συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων, το Rechtbank van koophandel te Antwerpen, με απόφαση της 12ης Μαΐου 2009, απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας την οποία ήγειρε η NMB στηριζόμενη στην ύπαρξη ρήτρας διαιτησίας. Το δικαστήριο αυτό έκρινε, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι το άρθρο 27 του νόμου του 1995 αποτελεί μονομερή κανόνα συνδέσεως με άμεση εφαρμογή, οπότε τυχόν επιλογή αλλοδαπού δικαίου δεν μπορούσε να παράγει αποτελέσματα· δεύτερον, ότι ο νόμος αυτός, καίτοι δεν εμπίπτει στη βελγική διεθνή δημόσια τάξη, εντούτοις έπρεπε να εφαρμοστεί· τρίτον, ότι όσες διαφορές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού δεν επιδέχονται, ως εκ τούτου, παραπομπή στη διαιτησία, εκτός αν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας έχει ορίσει το βελγικό δίκαιο ή ισοδύναμο αλλοδαπό δίκαιο ως εφαρμοστέο και, τέλος, τέταρτον, ότι εφόσον η επίμαχη σύμβαση είχε υπαχθεί στο βουλγαρικό δίκαιο και από το δίκαιο αυτό δεν προέκυπτε ότι οι κανόνες της οδηγίας 86/653 ισχύουν επίσης για όσους εμπορικούς αντιπροσώπους έχουν συνάψει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, οι προβληθείσες από τη NMB ενστάσεις ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτές.

18.

Στις 24 Ιουνίου 2009 η NMB άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του hof van beroep te Antwerpen. Με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2010, το δικαστήριο αυτό υποχρέωσε την Unamar να καταβάλει για ναύλους το ποσό των 77207,87 ευρώ συν τόκους υπερημερίας και λοιπά έξοδα. Επιπλέον, το hof van beroep te Antwerpen έκρινε βάσιμη την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας που προέβαλε η NMB και έκρινε ότι δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία για να αποφανθεί επί του αιτήματος της Unamar περί καταβολής αποζημιώσεων. Κατά το δικαστήριο αυτό, ο νόμος του 1995 δεν είναι δημοσίας τάξεως και δεν αποτελεί μέρος της βελγικής διεθνούς δημοσίας τάξεως. Το δικαστήριο αυτό έκρινε επίσης ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 της Συμβάσεως της Ρώμης, οι ειδικές διατάξεις αμέσου εφαρμογής του νόμου αυτού δεν έπρεπε να εφαρμοστούν υποχρεωτικώς. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, το επιλεγέν από τα συμβαλλόμενα μέρη βουλγαρικό δίκαιο παρείχε και αυτό στην Unamar, ως υπεύθυνη για τις θαλάσσιες μεταφορές αντιπρόσωπο της NMB, την ελάχιστη προστασία που προβλέπει η οδηγία 86/653. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αυτονομία της βουλήσεως των αντισυμβαλλομένων θα έπρεπε να κατισχύει του δικαίου άλλου κράτους μέλους της Ένωσης, εν προκειμένω του δικαίου του Βασιλείου του Βελγίου.

19.

Στις 27 Μαΐου 2011 η Unamar άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Hof van Cassatie το οποίο ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Λαμβανομένου υπόψη ότι, στο βελγικό δίκαιο, τα επίμαχα εν προκειμένω άρθρα 18, 20 και 21 του [νόμου του 1995] χαρακτηρίζονται ως διατάξεις αμέσου εφαρμογής υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, έχουν τα άρθρα 3 και 7, παράγραφος 2, [της Συμβάσεως αυτής], αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με την οδηγία [86/653], την έννοια ότι επιτρέπουν την εφαρμογή στη σύμβαση των διατάξεων αμέσου εφαρμογής του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, οι οποίες παρέχουν ευρύτερη προστασία από την ελάχιστη προστασία που επιβάλλει η οδηγία [86/653], μολονότι εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο είναι το δίκαιο άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο επίσης ισχύει η ελάχιστη προστασία που παρέχει η προαναφερθείσα οδηγία 86/653;»

20.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η NMB, η Βελγική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν υποβλήθηκε αίτημα περί διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

IV – Νομική εκτίμηση

Α – Εισαγωγικές παρατηρήσεις

21.

Πριν εξετάσω το προδικαστικό ερώτημα επί της ουσίας, επιθυμώ να προβώ σε ορισμένες επισημάνσεις που είναι κατά τη γνώμη μου αναγκαίες για την οριοθέτηση του αντικειμένου της αναλύσεως και για την άρση πιθανών αμφιβολιών ως προς το περιεχόμενο της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

22.

Ειδικότερα, επισημαίνω ότι, ενώ στην κύρια δίκη έχει τεθεί όχι μόνο το ζήτημα του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου αλλά και το ζήτημα αν τα βελγικά δικαστήρια έχουν πράγματι διεθνή δικαιοδοσία για να επιληφθούν της διαφοράς μεταξύ της Unamar και της NMB, στο Δικαστήριο έχει υποβληθεί μόνο το ζήτημα του καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου δυνάμει της Συμβάσεως της Ρώμης. Ο περιορισμός αυτός του αντικειμένου του προδικαστικού ερωτήματος μπορεί εκ πρώτης όψεως να εκπλήσσει ( 5 ), δεν καθιστά όμως άνευ σημασίας την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ( 6 ), δεδομένου ότι το ζήτημα του καθορισμού, δυνάμει της Συμβάσεως της Ρώμης, του εφαρμοστέου δικαίου στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μεταξύ της Unamar και της NMB βρίσκεται στο επίκεντρο της διαφοράς της κύριας δίκης.

23.

Εν προκειμένω, το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου και το ζήτημα του κύρους της ρήτρας διαιτησίας που ορίζει ως όργανο διαιτησίας το εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο της Σόφιας είναι στενά συνυφασμένα. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο αναφέρθηκε στη Σύμβαση για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, που υπεγράφη στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958 ( 7 ), το άρθρο II, παράγραφος 3, της οποίας ορίζει ότι «[τ]ο δικαστήριο ενός εκ των συμβαλλομένων κρατών, επιληφθέν αγωγής επί θέματος για το οποίο τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνία διαιτησίας, παραπέμπει τα μέρη στη διαιτησία, κατόπιν αιτήσεως ενός εξ αυτών, εκτός αν διαπιστώσει ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρη, ανενεργής ή μη επιδεκτική εφαρμογής» ( 8 ). Το αιτούν δικαστήριο συνήγαγε από τη διάταξη αυτή ότι η μη εφαρμογή έγκυρης σύμφωνα με ορισμένο αλλοδαπό δίκαιο ρήτρας διαιτησίας μπορεί να αποφασιστεί βάσει κανόνα του δικαίου του forum από τον οποίο μπορεί να συναχθεί ότι η ένδικη διαφορά δεν επιδέχεται παραπομπή σε διαιτησία. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει πάντως ότι, όπως προκύπτει από το ιστορικό θεσπίσεως του νόμου του 1995, τα άρθρα 18, 20 και 21 του εν λόγω νόμου πρέπει να θεωρούνται ως διατάξεις αμέσου εφαρμογής. Επομένως, όπως προκύπτει από τη συλλογιστική του αιτούντος δικαστηρίου, υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ του καθορισμού του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου και της δυνατότητας του δικαστηρίου να μην εφαρμόσει τη ρήτρα διαιτησίας, θεμελιώνοντας με τον τρόπο αυτό τη διεθνή δικαιοδοσία του.

Β – Απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα

24.

Το Δικαστήριο καλείται κατ’ ουσίαν να κρίνει αν ο εθνικός νόμος κράτους μέλους της Ένωσης, ο οποίος μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη ορισμένη οδηγία της Ένωσης παρέχοντας συγχρόνως τη δυνατότητα διασφαλίσεως ευρύτερης προστασίας από αυτήν που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, μπορεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, να επιβάλει την ευρύτερη αυτή προστασία ακόμη και όταν lex contractus είναι το δίκαιο άλλου κράτους μέλους της Ένωσης, το οποίο έχει επίσης μεταφέρει προσηκόντως στην εσωτερική έννομη τάξη του την οδηγία αυτή.

25.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο, τόσο το Βασίλειο του Βελγίου όσο και η Δημοκρατία της Βουλγαρίας έχουν προβεί σε προσήκουσα μεταφορά της οδηγίας 86/653. Σε αντίθεση με όσα εκτέθηκαν αναφορικά με τον νόμο του 1995, παρασχέθηκαν ελάχιστα στοιχεία ως προς το περιεχόμενο των μέτρων μεταφοράς στη Βουλγαρία ( 9 ). Εντούτοις, φρονώ ότι οι παρεμβαίνοντες συμφωνούν ότι η προστασία που παρέχει η βελγική νομοθεσία είναι ευρύτερη από την προστασία που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, όχι μόνο διότι το πεδίο εφαρμογής της βελγικής νομοθεσίας είναι ευρύτερο, αλλά και επειδή αυτή ορίζει ότι, σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει σωρευτικά δικαίωμα αποζημιώσεως και αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη.

26.

Πρέπει, επομένως, να διευκρινιστεί υπό ποιες προϋποθέσεις οι διατάξεις του βουλγαρικού δικαίου, το οποίο αποτελεί τη lex contractus, μπορούν, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, να μείνουν ανεφάρμοστες και, αντ’ αυτών, να εφαρμοστούν οι διατάξεις αμέσου εφαρμογής του νόμου του 1995.

27.

Προς τον σκοπό αυτό, κρίνω σκόπιμο να προβώ, καταρχάς, σε ορισμένες διευκρινίσεις ως προς την έκταση εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, υπό το πρίσμα των πορισμάτων που πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να συναχθούν από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Θα εξετάσω, εν συνεχεία, αν και σε ποιο βαθμό η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών που έχουν θεσπισθεί δυνάμει του παραγώγου δικαίου της Ένωσης μπορεί να έχει αντίκτυπο στην εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

1. Η έκταση εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης υπό το πρίσμα των πορισμάτων της νομολογίας

28.

Είναι ανάγκη να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι, στην περίπτωση κατά την οποία, όπως έχει συμβεί στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι συμβαλλόμενοι έχουν επιλέξει την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου δικαίου στη σύμβασή τους σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Ρώμης θα πρέπει, καταρχήν, να εφαρμόζεται το επιλεγέν δίκαιο σύμφωνα με την αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως των αντισυμβαλλομένων την οποία κατοχυρώνει το άρθρο αυτό.

29.

Εντούτοις, στο πλαίσιο του μηχανισμού για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, τον οποίο προβλέπει η Σύμβαση της Ρώμης, η αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως των συμβαλλομένων μπορεί να περιοριστεί κατά δύο τρόπους: αφενός, με τη θέσπιση ειδικών κανόνων δικαίου για ορισμένες συμβάσεις στις οποίες παρίσταται ανάγκη προστασίας του ασθενεστέρου εκ των συμβαλλομένων (καταναλωτικές συμβάσεις ή συμβάσεις εργασίας) –στοιχείο που δεν συντρέχει εν προκειμένω– και, αφετέρου, λόγω της επιδράσεως, βάσει αρχών που είναι γενικώς αναγνωρισμένες στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο αλλά και στο δίκαιο των κρατών μελών, ορισμένων ειδικών ρυθμίσεων. Στις ρυθμίσεις αυτές συγκαταλέγονται, σύμφωνα με τον τίτλο ( 10 ) του άρθρου 7 της Συμβάσεως της Ρώμης, οι κανόνες αμέσου εφαρμογής. Η εφαρμογή των κανόνων αυτών διαφέρει αναλόγως του αν πρόκειται για διατάξεις αμέσου εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου με το οποίο συνδέεται στενά η οικεία έννομη σχέση (παράγραφος 1) ή, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, για διατάξεις αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum (παράγραφος 2).

30.

Όσον αφορά τους κανόνες αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum, επισημαίνω ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, μολονότι συνεπάγεται, με βάση το λειτουργικό κριτήριο, ότι ο κανόνας αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum κατισχύει έναντι οποιασδήποτε άλλης διατάξεως ( 11 ), εντούτοις δεν δίνει τον ορισμό της έννοιας «κανόνας αμέσου εφαρμογής». Η διάταξη αυτή απλώς επισημαίνει, χωρίς άλλες προϋποθέσεις, ότι δεν είναι δυνατό να θιγεί η εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου του forum «που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο». Η ερμηνευτική έκθεση Giuliano και Lagarde δεν παρέχει συναφώς περισσότερες ενδείξεις ( 12 ).

31.

Κατά τη γνώμη μου, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, σύμφωνα με τις γενικώς αναγνωρισμένες αρχές του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι εθνικές αρχές διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να αποφασίζουν σε ποιους τομείς και για ποιους λόγους μία διάταξη του δικαίου του forum πρέπει να χαρακτηρίζεται ως κανόνας αμέσου εφαρμογής, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η μη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του δικαίου που έχουν επιλέξει οι συμβαλλόμενοι. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης αφαιρεί, καταρχήν, από τα δικαστήρια κάθε δυνατότητα εκτιμήσεως ως προς τη σκοπιμότητα της εφαρμογής των κανόνων αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum, εφόσον η επίμαχη σύμβαση, έστω και αν υπόκειται σε άλλο δίκαιο, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής που έχουν καθορίσει οι κανόνες αμέσου εφαρμογής ( 13 ).

32.

Η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από τον ορισμό της έννοιας «κανόνες αμέσου εφαρμογής» τον οποίο έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Arblade κ.λπ. ( 14 ) ή με την απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου ( 15 ), ορισμό ο οποίος σε μεγάλο βαθμό υιοθετήθηκε από το άρθρο 9 του κανονισμού Ρώμη I το οποίο έχει τίτλο «Υπερισχύουσες διατάξεις [αμέσου εφαρμογής]» ( 16 ), διάταξη η οποία αντιστοιχεί ουσιαστικά στο άρθρο 7 της Συμβάσεως της Ρώμης.

33.

Υπενθυμίζω ότι στην υπόθεση Arblade κ.λπ. το Δικαστήριο έκρινε ότι με την έννοια «κανόνες δημοσίας τάξεως και ασφαλείας» πρέπει να νοούνται «οι εθνικές διατάξεις η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας για τη διαφύλαξη της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργανώσεως του συγκεκριμένου κράτους μέλους, ούτως ώστε να επιβάλλεται η τήρησή τους από όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται επί του εδάφους του κράτους μέλους αυτού ή σε κάθε έννομη σχέση που εντοπίζεται εντός του κράτους αυτού» ( 17 ). Στο ίδιο πνεύμα, επισημαίνω ότι, στην προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, το Δικαστήριο, εξετάζοντας την εξαίρεση δημοσίας τάξεως ως παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, επανέλαβε τον κατά την προαναφερθείσα απόφαση Arblade κ.λπ. ορισμό της έννοιας «κανόνες δημοσίας τάξεως και ασφαλείας» ( 18 ).

34.

Αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο, με τις προαναφερθείσες αποφάσεις, είχε την πρόθεση να συναγάγει αυτοτελή έννοια των κανόνων αμέσου εφαρμογής σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης, στοιχείο το οποίο, παρά τις αμφιβολίες που διατυπώθηκαν ( 19 ), επιβεβαιώνεται, κατά τη γνώμη μου, από τον ορισμό της έννοιας «υπερισχύουσες διατάξεις [αμέσου εφαρμογής]» κατά τον κανονισμό Ρώμη Ι, γεγονός πάντως είναι ότι ο χαρακτηρισμός ορισμένης εθνικής διατάξεως ως κανόνα αμέσου εφαρμογής πρέπει να διενεργείται κατά περίπτωση και με γνώμονα τους λόγους γενικού συμφέροντος που έχουν υπαγορεύσει τη θέσπιση της διατάξεως αυτής.

35.

Κατά τη γνώμη μου, η σχετική εκτίμηση πρέπει, σε μεγάλο βαθμό, να βασίζεται στη βούληση του εθνικού νομοθέτη να προσδώσει στις οικείες εθνικές διατάξεις χαρακτήρα κανόνων αμέσου εφαρμογής: πρόκειται για κανόνες που θεσπίζει το κράτος με δηλωμένο ή μη σκοπό τη διαφύλαξη των συμφερόντων που το ίδιο κρίνει ουσιώδη. Τα κράτη μέλη, δηλαδή, διατηρούν την αρμοδιότητα να καθορίζουν επακριβώς πότε θίγεται το δημόσιο συμφέρον υπό ευρεία έννοια ( 20 ), ώστε να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός ορισμένων κανόνων ως κανόνων αμέσου εφαρμογής. Το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να χαρακτηρίσει ορισμένη εθνική διάταξη ως κανόνα αμέσου εφαρμογής, πρέπει να λάβει υπόψη τόσο το γράμμα της όσο και την εν γένει οικονομία της πράξεως της οποίας η διάταξη αυτή αποτελεί μέρος ( 21 ).

36.

Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, η δυνατότητα των εθνικών αρχών να μην εφαρμόσουν τη lex contractus και, αντ’ αυτής να εφαρμόσουν τη lex fori, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, δεν είναι απεριόριστη.

37.

Πράγματι, κρίνω απολύτως αναγκαίο να υπενθυμίσω ότι η επίκληση των κανόνων αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, δεν μπορεί να συνεπάγεται την άρση της υποχρεώσεως των κρατών μελών να μεριμνούν για την τήρηση των διατάξεων της Συνθήκης, διότι άλλως θα διακυβευόταν η υπεροχή και η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ( 22 ). Ειδικότερα, οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να μετατρέπονται σε αδικαιολόγητα εμπόδια στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες.

2. Εξέταση των συνεπειών που μπορεί να έχει η επιδιωκόμενη με την οδηγία 86/653 εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών στη δυνατότητα εφαρμογής, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, των κανόνων αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum

38.

Όπως επισήμανα στο προηγούμενο τμήμα, οι εθνικές αρχές, με την επιφύλαξη της τηρήσεως της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να καθορίσουν για ποιους λόγους και σε ποιους τομείς επιθυμούν να προσδώσουν σε ορισμένους κανόνες τον χαρακτήρα κανόνων αμέσου εφαρμογής, ώστε, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, τα δικαστήρια του forum να μπορούν να εφαρμόζουν τους κανόνες αυτούς όποιο και αν είναι το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο.

39.

Ωστόσο, τίθεται το ζήτημα αν η εναρμόνιση των σχετικών εθνικών νομοθεσιών δυνάμει ορισμένης οδηγίας της Ένωσης μπορεί να έχει αντίκτυπο στην αποτελεσματικότητα των κανόνων αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum σε σχέση με το δίκαιο άλλων κρατών μελών, όταν πρόκειται, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, για διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που έχουν εκδοθεί με σκοπό τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη.

40.

Έχω την άποψη ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ζήτημα αυτό ενδέχεται να διαφέρει αναλόγως του αν η οικεία εναρμόνιση διασφαλίζει ελάχιστη προστασία ή αν έχει εξαντλητικό χαρακτήρα.

41.

Στην περίπτωση στην οποία η επιχειρούμενη με την οδηγία εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών καθιερώνει ελάχιστη προστασία, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν σε ισχύ ή να θεσπίσουν αυστηρότερες διατάξεις στον οικείο τομέα ( 23 ). Οι εθνικές αρχές είναι, δηλαδή, σε θέση, με βάση το περιθώριο εκτιμήσεως που τους έχει καταλειφθεί, να διευρύνουν τόσο το πεδίο εφαρμογής όσο και το επίπεδο προστασίας που κατοχυρώνει η εν λόγω οδηγία, προκειμένου να διασφαλίσουν τα συμφέροντα που κρίνουν ουσιώδους σημασίας. Στην περίπτωση αυτή, ενδέχεται να υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ των εθνικών διατάξεων που έχουν εκδοθεί με σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας της Ένωσης στην εσωτερική έννομη τάξη. Κατά τη γνώμη μου, δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μπορούν οι εθνικές διατάξεις, με τις οποίες διευρύνεται τόσο το πεδίο εφαρμογής όσο και το επίπεδο της κατοχυρούμενης με την οδηγία ελάχιστης προστασίας, να χαρακτηριστούν ως κανόνες αμέσου εφαρμογής και, ως εκ τούτου, να μπορούν, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, να κατισχύουν των διατάξεων του δικαίου που έχουν επιλέξει οι αντισυμβαλλόμενοι, ακόμη και αν το δίκαιο αυτό είναι το δίκαιο ενός κράτους μέλους στο οποίο έχει μεταφερθεί προσηκόντως η οικεία οδηγία. Ειδικότερα, υπενθυμίζω ότι η Σύμβαση της Ρώμης καταλείπει καταρχήν, και με την επιφύλαξη της τηρήσεως της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη προκειμένου να καθορίζουν ποιες διατάξεις του εσωτερικού τους δικαίου πρέπει να χαρακτηρίζονται ως κανόνες αμέσου εφαρμογής.

42.

Αντιθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία η οδηγία προβλέπει την πλήρη εναρμόνιση των οικείων εθνικών νομοθεσιών, είναι αναγκαία η έκδοση εθνικών διατάξεων που θα κατοχυρώνουν αν όχι το ίδιο ακριβώς, τουλάχιστον ισοδύναμο πεδίο εφαρμογής και επίπεδο προστασίας. Μία τέτοιας εκτάσεως εναρμόνιση συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς της, την υποχρέωση εξετάσεως των υποβαλλόμενων στα δικαστήρια περιπτώσεων με αποκλειστικό γνώμονα τα κριτήρια που έχει ορίσει ο νομοθέτης της Ένωσης ( 24 ). Στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπε, επομένως, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μπορούν οι κανόνες αμέσου εφαρμογής ορισμένου κράτους μέλους να αποκλείουν, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου άλλου κράτους μέλους.

43.

Επιπλέον, βάσει των αναγνωρισμένων στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο αρχών, μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο ότι η προστατευτική λειτουργία των κανόνων αμέσου εφαρμογής καλύπτεται, σε τελική ανάλυση, από την εξαντλητική εναρμόνιση που έχει προβλέψει η οδηγία της Ένωσης. Πράγματι, όπως υπογράμμισα παραπάνω, η δυνατότητα των αρμόδιων εθνικών αρχών να εφαρμόζουν, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης σε συνδυασμό ιδίως με την προαναφερθείσα απόφαση Arblade κ.λπ., και με τον ορισμό που περιλαμβάνεται, με την ίδια διατύπωση, στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη I, τους κανόνες του δικαίου του forum εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τη βούληση του εθνικού νομοθέτη να προστατεύσει τα συμφέροντα που θεωρεί σημαντικά. Στην περίπτωση, όμως, εθνικών νομοθετημάτων που μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη οδηγία προβλέπουσα πλήρη εναρμόνιση, τα συμφέροντα των οποίων επιδιώκεται η προστασία καλύπτονται τρόπον τινά από τη συντελούμενη με τα μέτρα αυτά εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών. Επομένως, σε τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί καταρχήν να μην εφαρμόζεται η lex contractus και, αντ’ αυτής, να εφαρμόζεται το δίκαιο του forum.

44.

Πάντως, όπως θα εκθέσω παρακάτω, η οδηγία 86/653 προβλέπει την ελάχιστη εναρμόνιση ( 25 ) των εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών και αποκλείει, μεταξύ άλλων, από το πεδίο εφαρμογής της τους ανεξάρτητους εμπορικούς αντιπροσώπους που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, ενώ παρέχει στους αντιπροσώπους ελάχιστη απλώς προστασία σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας (α). Εξ αυτού προκύπτει ότι, στην περίπτωση που οι εθνικές διατάξεις του κράτους μέλους του forum, με τις οποίες η εν λόγω οδηγία έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη, υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής της και το επίπεδο ελάχιστης προστασίας που αυτή έχει προβλέψει –περίπτωση που κατά τη γνώμη μου αντιστοιχεί στην επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση–, οι διατάξεις αυτές μπορούν να εφαρμόζονται αντί των διατάξεων του δικαίου άλλου κράτους μέλους, το οποίο έχουν επιλέξει οι συμβαλλόμενοι με τη σύμβασή τους (β).

α) Η οδηγία 86/653 προβλέπει ελάχιστη εναρμόνιση που, πρώτον, αποκλείει, μεταξύ άλλων, από το πεδίο εφαρμογής της τους εμπορικούς αντιπροσώπους που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών και, δεύτερον, προβλέπει την ελάχιστη προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας

45.

Όπως προκύπτει τόσο από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως όσο και από τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας στη διαφορά της κύριας δίκης έχει συναφθεί μεταξύ της Unamar και της NMB και αφορά πράξεις θαλάσσιων μεταφορών με εμπορευματοκιβώτια ιδιοκτησίας της NMB, δηλαδή αποσκοπεί στην παροχή υπηρεσιών. Όπως επίσης προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε λόγω της καταγγελίας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας που είχαν συνάψει οι δύο εταιρίες και κατόπιν της αγωγής που άσκησε η Unamar ζητώντας να της καταβληθούν οι κατά τον νομό του 1995 αποζημιώσεις.

46.

Πάντως, όσον αφορά, πρώτον, το εύρος του τομέα δραστηριοτήτων το οποίο καλύπτεται από την προστασία που παρέχει η οδηγία 86/653 στους εμπορικούς αντιπροσώπους, επισημαίνω ότι η Βελγική Κυβέρνηση, χωρίς να αμφισβητεί ευθέως ότι η εν λόγω οδηγία έχει εφαρμογή στην επίδικη διαφορά, η οποία αφορά σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας με αντικείμενο την εκμετάλλευση υπηρεσίας θαλασσίων μεταφορών, διευκρίνισε ότι το πεδίο εφαρμογής του νόμου του 1995 είναι ευρύτερο από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 86/653, δεδομένου ότι η εν λόγω οδηγία, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτής, αφορά μόνο τις δραστηριότητες μεσολαβήσεως για την πώληση ή για την αγορά εμπορευμάτων.

47.

Ομοίως, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο Βέλγος νομοθέτης επέλεξε να εφαρμόσει το κατά την εν λόγω οδηγία σύστημα προστασίας των ανεξάρτητων εμπορικών αντιπροσώπων όχι μόνο στους ανεξάρτητους μεσολαβητές, στους οποίους έχει ανατεθεί η «πώληση ή [η] αγορά εμπορευμάτων» (άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653), αλλά και στους ανεξάρτητους εμπορικούς αντιπροσώπους, στους οποίους έχει ανατεθεί η διαπραγμάτευση και, ενδεχομένως, η σύναψη εμπορικών συμφωνιών (άρθρο 1 του νόμου του 1995), όρος που μπορεί να περικλείει και την παροχή υπηρεσιών. Η Επιτροπή διευκρινίζει πάντως ότι, κατά τα φαινόμενα, η βουλγαρική νομοθεσία δεν εφαρμόζεται στην παροχή υπηρεσιών. Ωστόσο, η Επιτροπή έχει την άποψη ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί συναχθεί οριστικό συμπέρασμα ως προς τη φύση της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως, οπότε βασίστηκε στην παραδοχή ότι η σύμβαση αυτή αφορούσε πρωταρχικώς τη διαπραγμάτευση της αγοραπωλησίας εμπορευμάτων.

48.

Από πλευράς μου, φρονώ ότι ο νόμος του 1995 δεν περιορίζεται απλώς στη μεταφορά της οδηγίας 86/653 στην εσωτερική έννομη τάξη. Από τη συγκριτική εξέταση των διατάξεων του νόμου καθίσταται, κατά τη γνώμη μου, σαφές ότι η βούληση του Βέλγου νομοθέτη ήταν να διευρύνει την παρεχόμενη με την οδηγία αυτή προστασία στο σύνολο των ανεξάρτητων εμπορικών αντιπροσώπων, συμπεριλαμβανομένων όσων μετέχουν σε πράξεις που αφορούν την παροχή υπηρεσιών ( 26 ). Η βούληση να διευρυνθεί το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της παρεχόμενης με την οδηγία 86/653 προστασίας εξηγείται προφανώς από την πρόθεση του Βέλγου νομοθέτη, πέραν της μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, να διαμορφώσει ένα σχετικώς πλήρες πλέγμα ρυθμίσεων για τους ανεξάρτητους εμπορικούς αντιπροσώπους, στο πρότυπο, ιδίως, της οικείας Συμβάσεως της Benelux και των κανόνων που εφαρμόζονταν μέχρι τότε στους έμμισθους εμπορικούς αντιπροσώπους ( 27 ).

49.

Κατά τη γνώμη μου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η οδηγία 86/653 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το πεδίο εφαρμογής της δεν καλύπτει τους μεσολαβητές στους οποίους έχει ανατεθεί η διαπραγμάτευση συμβάσεων υπηρεσιών. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653 οριοθετεί επακριβώς την έννοια του εμπορικού αντιπροσώπου περιορίζοντάς την σε σαφώς καθοριζόμενες περιπτώσεις ( 28 ) Πράγματι, η διάταξη αυτή αναγνωρίζει την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου σε όποιον αναλαμβάνει σε μόνιμη βάση, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, είτε τη διαπραγμάτευση για λογαριασμό άλλου προσώπου της πωλήσεως ή της αγοράς εμπορευμάτων είτε τη διαπραγμάτευση και σύναψη των πράξεων αυτών στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Επομένως, η εν λόγω οδηγία δεν καλύπτει τους ανεξάρτητους μεσολαβητές στους οποίους έχει ανατεθεί η διαπραγμάτευση συμβάσεων υπηρεσιών. Επιπλέον, όπως επίσης έχει αναφέρει το Δικαστήριο ( 29 ), επισημαίνω ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 86/653 επίσης κάνουν λόγο για «εμπορεύματα» με τα οποία έχουν σχέση οι συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας.

50.

Η ερμηνεία αυτή, η οποία απορρέει από το γράμμα της οδηγίας 86/653, επιβεβαιώνεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την έκδοσή της. Πράγματι, η αρχική πρόταση της Επιτροπής στον τομέα αυτό ( 30 ) κάλυπτε όλες τις «εμπορικές πράξεις», δηλαδή αυτές που αφορούσαν τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες (βλ. τα άρθρα 2, 7, παράγραφοι 1 και 2, 8 και 10, παράγραφος 2, της προτάσεως αυτής). Όπως σαφώς προκύπτει από τη σύγκριση μεταξύ της εν λόγω προτάσεως οδηγίας και του κειμένου της οδηγίας 86/653, όπως αυτό τελικώς ψηφίστηκε από το Συμβούλιο, επήλθαν ουσιώδεις τροποποιήσεις ώστε οι δραστηριότητες των καλυπτόμενων εμπορικών αντιπροσώπων να περιοριστούν στις πράξεις πωλήσεως και αγοράς εμπορευμάτων, ενώ απαλείφθηκε, μεταξύ άλλων, οποιαδήποτε αναφορά σε υπηρεσίες ( 31 ).

51.

Η διεύρυνση, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας –εν προκειμένω, του νόμου του 1995–, του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 86/653 στους εμπορικούς αντιπροσώπους που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών έχει, κατά τη γνώμη μου, μία σημαντική συνέπεια. Η εθνική διάταξη, στον βαθμό που διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας στον τομέα των υπηρεσιών, δεν μπορεί πλέον να λογίζεται ως απλό μέτρο μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, αλλά μετατρέπεται σε αμιγώς εθνικό κανόνα δικαίου ( 32 ). Μόνον εφόσον το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας συμπίπτει με το πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας, μπορεί η δεύτερη να ερμηνευθεί ως μέτρο μεταφοράς της πρώτης στην εσωτερική έννομη τάξη.

52.

Δεύτερον, όσον αφορά το επίπεδο της προστασίας που παρέχεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεώς του με τον αντιπροσωπευόμενο, το άρθρο 17 της οδηγίας 86/653 επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν μηχανισμό αποζημιώσεως του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λύση της συμβάσεως. Η διάταξη αυτή παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ του συστήματος της αποζημιώσεως πελατείας και του συστήματος της αποκαταστάσεως της προκληθείσας ζημίας. Ο μηχανισμός αυτός έχει μοναδικό σκοπό να διασφαλίσει τη χορήγηση μιας ελάχιστης αποζημιώσεως στον εμπορικό αντιπρόσωπο, ενώ δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέψουν, με τις αντίστοιχες νομοθεσίες τους, πρόσθετες αποζημιώσεις. Μολονότι το Βασίλειο του Βελγίου, όπως και η πλειονότητα των κρατών μελών ( 33 ), προτίμησε, κατά τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 86/653, το σύστημα της αποζημιώσεως πελατείας ή της «αποζημιώσεως λόγω απομακρύνσεως» (indemnité d’éviction) κατά την ορολογία των άρθρων 20 έως 23 του νόμου του 1995, εντούτοις το άρθρο 21 του νόμου αυτού δεν αποκλείει τη δυνατότητα καταβολής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, πρόσθετης αποζημιώσεως στον εμπορικό αντιπρόσωπο, όταν η προβλεπόμενη κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δεν καλύπτει εξ ολοκλήρου την προκληθείσα ζημία.

β) Οι εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη οι οποίες διευρύνουν το πεδίο και/ή το επίπεδο προστασίας που προβλέπει η οδηγία αυτή μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνες αμέσου εφαρμογής

53.

Στην περίπτωση που οι κανόνες του δικαίου του forum διευρύνουν όχι μόνο το πεδίο εφαρμογής, αλλά και το επίπεδο της προστασίας που παρέχεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο δυνάμει της οδηγίας 86/653, όπως προφανώς συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, εκτιμώ ότι το δικαστήριο μπορεί καταρχήν, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, να εφαρμόσει τους κανόνες αυτούς αντί του αλλοδαπού δικαίου το οποίο έχουν επιλέξει οι συμβαλλόμενοι με τη σύμβασή τους.

54.

Μολονότι το δικαστήριο του forum είναι σε τελική ανάλυση το μόνο αρμόδιο να καθορίσει ποιες διατάξεις του εθνικού του δικαίου πρέπει να χαρακτηριστούν ως κανόνες αμέσου εφαρμογής, βασιζόμενο στην εν γένει οικονομία και στο γράμμα της πράξεως της οποίας αποτελούν μέρος, εντούτοις έχω την άποψη ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής των κανόνων αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum πληρούνται σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης.

55.

Πρώτον, όσον αφορά την εκτίμηση του χαρακτήρα ορισμένου κανόνα δικαίου ως κανόνα αμέσου εφαρμογής, υπενθυμίζω ότι η εκτίμηση αυτή θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα το γράμμα του εν λόγω κανόνα και την εν γένει οικονομία της πράξεως της οποίας αποτελεί μέρος ( 34 ). Ειδικότερα, το δικαστήριο μπορεί να χαρακτηρίσει ορισμένη διάταξη ως κανόνα αμέσου εφαρμογής βασιζόμενο στη βούληση του νομοθέτη ( 35 ) καθώς και στο περιεχόμενου του οικείου νομοθετήματος ( 36 ).

56.

Πάντως, όπως προκύπτει από το άρθρο 27 του νόμου του 1995, ο Βέλγος νομοθέτης, πέραν της μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων της οδηγίας 86/653, τις οποίες, υπενθυμίζω, το Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει ως κανόνες αμέσου εφαρμογής ( 37 ), όρισε ρητώς ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη της εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων στις οποίες συμβαλλόμενο μέρος είναι το Βέλγιο, όλες οι δραστηριότητες των εμπορικών αντιπροσώπων που έχουν την κύρια εγκατάστασή τους στο Βέλγιο διέπονται από το βελγικό δίκαιο και υπάγονται στη δικαιοδοσία των βελγικών δικαστηρίων». Επιπλέον, όλες οι διατάξεις του νόμου του 1995 μπορούν να ερμηνευθούν ως έκφραση της βουλήσεως του Βέλγου νομοθέτη να διαφυλάξει ένα σημαντικό συμφέρον.

57.

Δεύτερον, σε περίπτωση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία οι κανόνες του δικαίου του forum διευρύνουν το προβλεπόμενο από την οδηγία 86/653 πεδίο εφαρμογής και επίπεδο προστασίας των ανεξάρτητων εμπορικών αντιπροσώπων, φρονώ ότι είναι δυσχερές να εντοπίσω κάποιον περιορισμό ή κάποιο εμπόδιο στα απορρέοντα από τις Συνθήκες δικαιώματα και ελευθερίες που θα μπορούσε να συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως των κρατών μελών να τηρούν τις διατάξεις της Συνθήκης. Όσον αφορά, ειδικότερα, την αποζημίωση που προβλέπεται σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, επισημαίνω ότι το Δικαστήριο, μολονότι έχει υπογραμμίσει ότι το καθιερούμενο με το άρθρο 17 της οδηγίας 86/653 καθεστώς έχει χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου, εντούτοις έχει επισημάνει ότι το καθεστώς αυτό προβλέπει απλώς ελάχιστη προστασία. Επομένως, μολονότι οι σχετικές εθνικές νομοθεσίες δεν μπορούν να θεσπίζουν κανόνες που να συνεπάγονται την παροχή στους εμπορικούς αντιπροσώπους αποζημιώσεως μικρότερης από αυτήν που προβλέπει το εν λόγω άρθρο, εντούτοις δεν θα έπρεπε να απαγορεύεται η πρόβλεψη, από τις εν λόγω εθνικές νομοθεσίες, μεγαλύτερης αποζημιώσεως ( 38 ). Ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο έχει καταρχήν τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις διατάξεις αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum αντί των διατάξεων του δικαίου άλλου κράτους μέλους το οποίο έχουν επιλέξει οι συμβαλλόμενοι με τη σύμβασή τους.

58.

Κατά την αντίληψή μου, από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ότι, εφόσον τα κράτη μέλη έχουν αποφασίσει να θεσπίσουν εθνικές διατάξεις με ευρύτερο πεδίο εφαρμογής και ευρύτερο επίπεδο προστασίας απ’ ό,τι η οδηγία 86/653, όπως προφανώς συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι δυνατό, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Ρώμης, να εφαρμοστούν, αντί του αλλοδαπού δικαίου, οι κανόνες αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum.

59.

Επιπροσθέτως, το συμπέρασμα αυτό συνάδει, κατά τη γνώμη μου, με τη λύση που δόθηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση Ingmar. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η υπόθεση αυτή αφορούσε ένδικη διαφορά στην οποία οι αντισυμβαλλόμενοι είχαν ρητώς επιλέξει να υπαγάγουν τη συναφθείσα μεταξύ τους σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας στο δίκαιο τρίτης χώρας και όχι στον εθνικό νόμο περί μεταφοράς της οδηγίας 86/653 στην εσωτερική έννομη τάξη ( 39 ). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η παρέκκλιση από την αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως, η οποία αποτελεί τον κανόνα στις συμβατικές σχέσεις, είχε ως δικαιολογητικό της έρεισμα την ανάγκη υπαγωγής της συμβάσεως στις προστατευτικές για τον εμπορικό αντιπρόσωπο διατάξεις που απορρέουν από την εν λόγω οδηγία. Πράγματι, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ήταν ουσιώδες «για την κοινοτική έννομη τάξη ένας αντιπροσωπευόμενος εγκατεστημένος εντός τρίτης χώρας, του οποίου ο εμπορικός αντιπρόσωπος ασκεί τη δραστηριότητά του εντός της Κοινότητας, να μην μπορεί να παρακάμπτει τις διατάξεις αυτές μέσω απλώς μιας ρήτρας […] επιλογής […] εφαρμοστέου δικαίου. Η λειτουργία που επιτελούν οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλει πράγματι την εφαρμογή τους οσάκις [η έννομη σχέση συνδέεται στενά] με την Κοινότητα, ιδίως [σε περίπτωση κατά την οποία] ο εμπορικός αντιπρόσωπος ασκεί τη δραστηριότητά του [εντός] κράτους μέλους, ανεξάρτητα από το δίκαιο στο οποίο τα μέρη θέλησαν να [υπαγάγουν] τη σύμβαση» ( 40 ).

60.

Όπως επισήμαναν η Επιτροπή και η NMB με τις παρατηρήσεις τους, μολονότι τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία ανέκυψε η διαφορά στην προαναφερθείσα υπόθεση αφορούσαν πολύ διαφορετική περίπτωση και, συγκεκριμένα, την περίπτωση στην οποία τα συμβαλλόμενα στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μέρη είχαν ορίσει ως εφαρμοστέο το δίκαιο τρίτης χώρας στην οποία δεν ισχύει, εξ ορισμού, το καθεστώς προστασίας του εμπορικού αντιπροσώπου κατά την οδηγία 86/653, γεγονός πάντως είναι ότι το επίμαχο στην υπόθεση εκείνη ζήτημα εντασσόταν στο πλαίσιο έντονης διχογνωμίας όσον αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ένας κανόνας δικαίου για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κανόνας αμέσου εφαρμογής κατά την έννοια του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ( 41 ). Για να επιλύσει το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο, κατά την εξέταση των σκοπών και του γράμματος της επίμαχης πράξεως, στηρίχθηκε τόσο στη διαπίστωση ότι οι κρίσιμες διατάξεις εμφανίζονταν ως αναγκαίες για την υλοποίηση των σκοπών της Συνθήκης ( 42 ) όσο και στο γεγονός ότι η πράξη αυτή αποσκοπούσε στην προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου ( 43 ). Από τα ανωτέρω μπορεί να συναχθεί κατ’ αναλογία ότι για τον χαρακτηρισμό μιας διατάξεως ως κανόνα αμέσου εφαρμογής, μπορεί να ληφθεί υπόψη ο προστατευτικός σκοπός συγκεκριμένου κανόνα δικαίου υπό το πρίσμα όχι μόνο των συμφερόντων αμιγώς δημόσιου χαρακτήρα αλλά και της ανάγκης να συνεκτιμηθεί η ειδική κατάσταση ορισμένης ομάδας προσώπων.

V – Πρόταση

61.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω να δοθεί η εξής απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα του Hof van Cassatie:

«Τα άρθρα 3 και 7, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε για υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980, σε συνδυασμό με την οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν την εφαρμογή επί συμβάσεως σε εμπορικής αντιπροσωπείας των κανόνων αμέσου εφαρμογής του forum, οι οποίοι παρέχουν στον εμπορικό αντιπρόσωπο ευρύτερη προστασία από την προστασία που επιβάλλει η ως άνω οδηγία, λόγω της ιδιαίτερης βαρύτητας που προσδίδει το κράτος μέλος αυτό στις εν λόγω διατάξεις, έστω και αν εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο είναι το δίκαιο άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο παρέχει την ελάχιστη προστασία που απορρέει από την εν λόγω οδηγία.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 1984, L 146, σ. 7 [κωδικοποιημένη έκδοση: ΕΕ 2005, C 334, σ. 1]. Κατά το άρθρο 1 του πρώτου πρωτοκόλλου της 19ης Δεκεμβρίου 1988 για την ερμηνεία της Σύμβασης του 1980 από το Δικαστήριο (ΕΕ 1998, C 27, σ. 47), το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2004, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως με αντικείμενο την ερμηνεία των διατάξεων της εν λόγω Συμβάσεως. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου αυτού, το Hof van Cassatie (Βέλγιο) έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί, στο πλαίσιο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, επί ζητήματος που ανακύπτει σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού και αφορά την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων. Όσον αφορά το χρονικό πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της Ρώμης, αρκεί η υπόμνηση ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (ΕΕ L 177, σ. 6, στο εξής: κανονισμός Ρώμη Ι), ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση της Ρώμης, έχει εφαρμογή μόνο επί των συμβάσεων που έχουν συναφθεί μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009 (βλ. το άρθρο 28 του κανονισμού αυτού). Όπως, όμως, προκύπτει σαφώς από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση συνήφθη κατά τη διάρκεια του έτους 2005, η δε ισχύς της παρατάθηκε, για τελευταία φορά, στις 22 Δεκεμβρίου 2008.

( 3 ) ΕΕ L 382, σ. 17.

( 4 ) Moniteur belge (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βελγίου) της 2ας Ιουνίου 1995, σ. 15621.

( 5 ) Πράγματι, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου, το ζήτημα αν τα βελγικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν της διαφοράς της κύριας δίκης αποτέλεσε το αντικείμενο έντονης αντιπαραθέσεως μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης. Πιο συγκεκριμένα, αμφισβητήθηκε το κύρος και η ισχύς της ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβανόταν στην επίμαχη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας.

( 6 ) Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2012, C-500/10, Belvedere Costruzioni, σκέψη 16, και C-599/10, SAG ELV Slovensko κ.λπ., σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 7 ) Recueil des traités des Nations unies, τόμος 330, σ. 3.

( 8 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 9 ) Τα στοιχεία που παρασχέθηκαν με τις παρατηρήσεις δεν αφορούν αυτές ακριβώς τις διατάξεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτω, η μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη συντελέστηκε με πράξη εκδοθείσα και δημοσιευθείσα κατά τη διάρκεια του 2006, η δε έναρξη ισχύος της πράξεως αυτής ορίστηκε για την 1η Ιανουαρίου 2007.

( 10 ) Η έννοια «κανόνες [αμέσου εφαρμογής]» (lois de police), η οποία καθιστά δυνατό τον καθορισμό των διατάξεων αμέσου εφαρμογής τόσο του αλλοδαπού δικαίου όσο και του δικαίου του forum, εμφανίζεται μόνο στον τίτλο του άρθρου 7 της Συμβάσεως της Ρώμης χωρίς να επαναλαμβάνεται αυτούσια στο κείμενο της εν λόγω διατάξεως.

( 11 ) Κατά το γράμμα του άρθρου 7 της Συμβάσεως της Ρώμης, η εφαρμογή των κανόνων αμέσου εφαρμογής του δικαίου του forum, σε αντίθεση με τους κανόνες αμέσου εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου, δεν υπόκεινται εκ πρώτης όψεως σε προϋποθέσεις. Πράγματι, όσον αφορά τους κανόνες αμέσου εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ως άνω Συμβάσεως προβλέπει ότι οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται μόνον υπό αυστηρώς καθορισμένες προϋποθέσεις. Κατά τη διάταξη αυτή, «είναι δυνατό να δοθεί ισχύς στις διατάξεις [αμέσου εφαρμογής] άλλης χώρας με την οποία η περίπτωση παρουσιάζει στενό σύνδεσμο, αν και στο μέτρο που, σύμφωνα με το δίκαιο της τελευταίας αυτής χώρας, οι διατάξεις αυτές είναι εφαρμοστέες οποιοδήποτε δίκαιο κι αν διέπει τη σύμβαση. Για να αποφασισθεί αν θα δοθεί ισχύς σ’ αυτές τις διατάξεις [αμέσου εφαρμογής], θα ληφθεί υπόψη η φύση και ο σκοπός τους καθώς και οι συνέπειες της εφαρμογής ή μη εφαρμογής τους».

( 12 ) Στην έκθεση που αφορά τη Σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, την οποία συνέταξαν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μιλάνο Mario Giuliano και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Παρισίων Ι Paul Lagarde (ΕΕ 1987, C 199, σ. 1, ιδίως σ. 27 και 28), επισημαίνεται απλώς ότι «[ο] λόγος της θεσπίσεως της παραγράφου αυτής συνδέεται με την επιθυμία ορισμένων αντιπροσωπειών να διαφυλάξουν τους κανόνες (ιδίως τους κανόνες στον τομέα των συμπράξεων, του ανταγωνισμού, των περιοριστικών του ανταγωνισμού πρακτικών, της προστασίας του καταναλωτή, ορισμένους κανόνες στον τομέα των μεταφορών) του δικαίου της χώρας του δικάζοντος δικαστή, οι οποίοι διέπουν υποχρεωτικώς την οικεία περίπτωση οποιοδήποτε κι αν είναι το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Επομένως, η παράγραφος αυτή απλώς υπογραμμίζει τις συνέπειες των κανόνων αμέσου εφαρμογής (lois d’application immédiate, leggi di applicazione necessaria, κ.λπ.) από διαφορετική οπτική γωνία σε σχέση με την παράγραφο 1».

( 13 ) Βλ. Lagarde, P., «Convention de Rome», Répertoire de droit communautaire, Dalloz, σημείο 106.

( 14 ) Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1999, C-369/96 και C-376/96 (Συλλογή 1999, σ. I-8453).

( 15 ) Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2008, C-319/06 (Συλλογή 2008, σ. I-4323).

( 16 ) Όπως προκύπτει από την πρόταση κανονισμού την οποία παρουσίασε η Επιτροπή στις 15 Δεκεμβρίου 2005 [COM(2005) 650 τελικό], ο ορισμός της έννοιας «κανόνες αμέσου εφαρμογής» ο οποίος τελικώς επελέγη στο άρθρο 9 του κανονισμού Ρώμη Ι αντλείται πράγματι από την προαναφερθείσα νομολογία Arblade κ.λπ. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, «[ο]ι υπερισχύουσες διατάξεις [αμέσου εφαρμογής] είναι κανόνες η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας από μια χώρα για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων της, όπως π.χ. της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσής της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό».

( 17 ) Προαναφερθείσα απόφαση Arblade κ.λπ. (σκέψη 30).

( 18 ) Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (σκέψη 29).

( 19 ) Συγκεκριμένα, έχει βάσιμα υποστηριχθεί ότι το Δικαστήριο είχε την πρόθεση να εκθέσει, καταρχάς (βλ. σκέψη 30 της αποφάσεως), το σημασιολογικό περιεχόμενο της έννοιας «κανόνες δημοσίας τάξεως και ασφαλείας» αποκλειστικώς όσον αφορά την εκτίμηση περί της υπάρξεως των κανόνων αυτών κατά την έννοια του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του βελγικού αστικού κώδικα [βλ., μεταξύ άλλων, Kuipers, J.-J. και Migliorini, S., «Qu’est-ce que sont les lois de police ? une querelle franco-allemande après la communautarisation de la Convention de Rome», European Review of Private Law, 2-2011, σ. 199].

( 20 ) Το συμφέρον αυτό δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να περιοριστεί στο αμιγώς κρατικό συμφέρον αλλά μπορεί να καλύπτει οποιονδήποτε κανόνα θεμελιώδους σημασίας για τη διαφύλαξη της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργανώσεως. Επισημαίνω, συναφώς, ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2000, C-381/98, Ingmar (Συλλογή 2000, σ. I-9305, σκέψη 23), συνήγαγε ότι οι εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 86/653 έχουν χαρακτήρα κανόνων αμέσου εφαρμογής, βασιζόμενο στους σκοπούς των διατάξεων της οδηγίας «να εξαλείψουν τους περιορισμούς της ασκήσεως του επαγγέλματος του εμπορικού αντιπροσώπου, να καταστήσουν ομοιόμορφους τους όρους του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Κοινότητας και να αυξήσουν την ασφάλεια των εμπορικών πράξεων».

( 21 ) Βλ., κατ’ αναλογία, το σημείο 73 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Ph. Léger στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Ingmar.

( 22 ) Προαναφερθείσα απόφαση Arblade κ.λπ. (σκέψη 31).

( 23 ) Βλ., μεταξύ άλλων, σχετικώς την απόφαση της 1ης Μαρτίου 2012, C‑467/10, Akyüz (σκέψη 53).

( 24 ) Βλ., ειδικότερα, αποφάσεις της 8ης Απριλίου 2003, C-44/01, Pippig Augenoptik (Συλλογή 2003, σ. I-3095, σκέψη 44), και της 18ης Νοεμβρίου 2010, C-159/09, Lidl (Συλλογή 2010, σ. I-11761, σκέψη 22).

( 25 ) Η εκτίμηση του βαθμού εναρμονίσεως που προβλέπει ορισμένη οδηγία πρέπει να βασίζεται στο γράμμα καθώς και στο νόημα και στον σκοπό των κρίσιμων διατάξεών της (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2002, C-52/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2002, σ. I-3827, σκέψη 16, και της 14ης Ιουλίου 2005, C-192/04, Lagardère Active Broadcast, Συλλογή 2005, σ. I-7199, σκέψη 46).

( 26 ) Παρόμοια διαπίστωση έγινε και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, C-3/04, Poseidon Chartering (Συλλογή 2006, σ. I-2505), που αφορούσε τη μεταφορά στο ολλανδικό δίκαιο της ίδιας οδηγίας (σκέψεις 6 και 12 της αποφάσεως, καθώς και σημεία 5, 11 και 12 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση αυτή). Ανάλογη επέκταση της προστασίας έχει προβλεφθεί και στις νομοθεσίες πολλών άλλων κρατών μελών, ιδίως στη βελγική, στη γερμανική, στην ισπανική, στη γαλλική, στην ιταλική, στην αυστριακή, στη λουξεμβουργιανή, στην ολλανδική και στην πορτογαλική νομοθεσία. Αντιθέτως, στη δανική, στην ελληνική, στην ιρλανδική, στη φινλανδική, στη σουηδική και στη βρετανική νομοθεσία, το αντικείμενο της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας περιοριζόταν αρχικώς στην πώληση και στην αγορά εμπορευμάτων (βλ. την εξέταση των νομοθεσιών αυτών σε Steinmann, T., Kenel, P., και Billotte, I., «Le contrat d’agence commerciale en Europe», LGDJ, 2005, ιδίως σ. 22 έως 54).

( 27 ) Βλ., μεταξύ άλλων, Verbraeken, C., και Schoutheete, A., «La loi du 13 avril 1995 relative au contrat d’agence commerciale», Journal des tribunaux, no 5764 (1995), σ. 461-469. Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι ο νομοθέτης, προβλέποντας ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος διαπραγματεύεται ή συνάπτει «εμπορικές συμφωνίες», «χρησιμοποίησε ηθελημένα έναν γενικόλογο όρο […] ώστε να δώσει στον νόμο το ευρύτερο δυνατό πεδίο εφαρμογής και να διατηρήσει την παραλληλία με το νομικό καθεστώς των μισθωτών εμπορικών αντιπροσώπων [βλ., μεταξύ άλλων, πρακτικά του Κοινοβουλίου, τακτική σύνοδος, 1994-1995, 1750-2, σ. 2 και 3]. Μολονότι η οδηγία αφορούσε μόνο την πώληση και την αγορά εμπορευμάτων, ο νόμος έχει επίσης εφαρμογή στην πώληση, στην αγορά και στη μίσθωση ακινήτων, στην παροχή υπηρεσιών και σε ορισμένες συμβάσεις έργου». Σημειωτέον ότι το πεδίο εφαρμογής του νόμου του 1995 διευρύνθηκε περαιτέρω το 1999 (καλύπτοντας τον τομέα των ασφαλίσεων, τον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, και τον τομέα των ελεγχόμενων αγορών κινητών αξιών) και το 2005 (με σκοπό την προστασία των υποψηφίων και των μελών των οργάνων ισομερούς εταιρικής εκπροσωπήσεως).

( 28 ) Βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 10ης Φεβρουαρίου 2004, C-85/03, Μαυρωνά (Συλλογή 2004, σ. I-1573, σκέψη 15).

( 29 ) Βλ. διάταξη της 6ης Μαρτίου 2003, C‑449/01, Abbey Life Assurance (σκέψεις 4 και 14).

( 30 ) ΕΕ 1977, C 13, σ. 2.

( 31 ) Βλ. προαναφερθείσα διάταξη Abbey Life Assurance (σκέψη 15).

( 32 ) Βλ., επ’ αυτού, Bergé, J.-S., «Au-delà du droit communautaire, le droit national», Revue des contrats, 2006, σ. 873 έως 878. Ο συγγραφέας, βασιζόμενος στην προαναφερθείσα απόφαση Poseidon Chartering και εκφράζοντας τον προβληματισμό του όσον αφορά τη νομική φύση του εθνικού κανόνα δικαίου που διευρύνει το πεδίο εφαρμογής ορισμένης οδηγίας της Ένωσης, εκτιμά ότι ο εθνικός κανόνας δικαίου ο οποίος ενσωματώνει έναν κανόνα του δικαίου της Ένωσης χωρίς να περιορίζεται από το πεδίο εφαρμογής του τελευταίου παραμένει αμιγώς εθνικός κανόνας δικαίου. Επομένως, ο εν λόγω κανόνας δικαίου δεν μπορεί να συγκρίνεται με τους κλασικούς κανόνες μεταφοράς, οι οποίοι είναι δισυπόστατοι: εθνικοί, από απόψεως μορφής, και κοινοτικοί, από απόψεως αντικειμένου. Ως εκ τούτου, μόνον εφόσον συντρέχει περίπτωση στην οποία επιβάλλεται η εφαρμογή της οδηγίας, θα πρέπει η εθνική νομοθεσία να θεωρηθεί ως εθνικό μέτρο μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη.

( 33 ) Βλ. Steinmann, T., Kenel, P. και Billotte, I., όπ.π., σ. 566 έως 611.

( 34 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 35.

( 35 ) Όσον αφορά τον νόμο του 1995, η βούληση αυτή εκφράστηκε σαφώς κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες. Ειδικότερα, παρατηρήθηκε ότι «[η] ομάδα εργασίας συνάγει το συμπέρασμα ότι όλες οι διατάξεις έχουν τον χαρακτήρα κανόνων αμέσου εφαρμογής, με την εξαίρεση όσων προβλέπουν ρητώς τη δυνατότητα παρεκκλίσεων» (βλ. πρακτικά του Κοινοβουλίου, Γερουσία, 355-3, έκτακτη σύνοδος 1991-1992,14).

( 36 ) Βλ., ειδικότερα, τα άρθρα 18, 20 και 21 του νόμου του 1995.

( 37 ) Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Ingmar (σκέψεις 20 έως 25), και απόφαση της 23ης Μαρτίου 2006, C-465/04, Honyvem Informazioni Commerciali (Συλλογή 2006, σ. I-2879, σκέψη 22).

( 38 ) Βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσα απόφαση Honyvem Informazioni Commerciali (σκέψη 28).

( 39 ) Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Ingmar (σκέψη 10).

( 40 ) Όπ.π. (σκέψη 25).

( 41 ) Όπ.π. (ιδίως σκέψεις 16 έως 19).

( 42 ) Όπ.π. (σκέψεις 23 έως 25).

( 43 ) Όπ.π. (σκέψη 20).

Top