EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0578

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 12ης Ιουνίου 2014.
Deltafina SpA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως — Συμπράξεις — Ιταλική αγορά προμήθειας και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού — Απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Απαλλαγή από τα πρόστιμα — Υποχρέωση συνεργασίας — Δικαιώματα άμυνας — Όρια του δικαστικού ελέγχου — Δικαίωμα για δίκαιη δίκη — Κατάθεση μαρτύρων ή διαδίκων — Εύλογη προθεσμία — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
Υπόθεση C‑578/11 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2014:1742

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Ιουνίου 2014 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Συμπράξεις — Ιταλική αγορά προμήθειας και πρώτης μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού — Απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Απαλλαγή από τα πρόστιμα — Υποχρέωση συνεργασίας — Δικαιώματα άμυνας — Όρια του δικαστικού ελέγχου — Δικαίωμα για δίκαιη δίκη — Κατάθεση μαρτύρων ή διαδίκων — Εύλογη προθεσμία — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως»

Στην υπόθεση C‑578/11 P,

με αντικείμενο αναίρεση που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 18 Νοεμβρίου 2011,

Deltafina SpA, με έδρα το Orvieto (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Bellis, F. Di Gianni και G. Coppo, avvocati,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους É. Gippini Fournier και L. Malferrari, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot και A. Arabadjiev (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Νοεμβρίου 2012,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 27ης Μαρτίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με το κύριο αίτημα του δικογράφου της, η Deltafina SpA (στο εξής: Deltafina) ζητεί από το Δικαστήριο, αφενός, να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Deltafina κατά Επιτροπής (T‑12/06, EU:T:2011:441, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), περί απορρίψεως της προσφυγής με την οποία είχε αιτηθεί την ακύρωση ή, επικουρικώς, τη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε με την απόφαση C(2005) 4012 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/C.38.281/B.2 — Ακατέργαστος καπνός — Ιταλία) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), και, αφετέρου, να ακυρώσει όχι μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον την αφορά, αλλά και το επιβληθέν με την εν λόγω απόφαση πρόστιμο, ή τουλάχιστον να το μειώσει, ενώ με το επικουρικό αίτημα η αναιρεσείουσα ζητεί να αναπεμφθεί η υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Ιστορικό της διαφοράς

2

Η Deltafina SpΑ είναι ιταλική εταιρία της οποίας οι κύριες δραστηριότητες συνίστανται στην πρώτη μεταποίηση ακατέργαστου καπνού και στη διάθεση μεταποιημένου καπνού στο εμπόριο. Είναι κατά 100 % θυγατρική της εταιρίας Universal Corp. (στο εξής: Universal) που έχει την έδρα της στο Richmond (Ηνωμένες Πολιτείες).

3

Από τις 3 έως τις 5 Οκτωβρίου 2001 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενήργησε δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), ελέγχους στις έδρες, μεταξύ άλλων, της Fédération européenne des transformateurs de tabac à Bruxelles (Βέλγιο) και των τριών βασικών ισπανικών επιχειρήσεων μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού. Η ως άνω Fédération ενημέρωσε αμέσως τα μέλη της, στα οποία περιλαμβάνεται και η Associazione professionale trasformatori tabacchi italiani (APTI), σχετικά με τους ελέγχους αυτούς.

4

Στις 19 Φεβρουαρίου 2002 η Deltafina υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση απαλλαγής από τα πρόστιμα, δυνάμει του τίτλου Α της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία). Η αίτηση απαλλαγής από τα πρόστιμα αφορούσε πιθανολογούμενη σύμπραξη μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως ακατέργαστου καπνού στην ιταλική αγορά.

5

Στις 6 Μαρτίου 2002 η Επιτροπή πληροφόρησε την Deltafina ότι η αίτησή της πληρούσε τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανακοίνωση του 2002 για τη συνεργασία και ότι, κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, θα της χορηγούσε την απαλλαγή από τα πρόστιμα την οποία είχε ζητήσει, εφόσον όμως η Deltafina πληρούσε και όλους τους όρους του σημείου 11 της ίδιας ανακοινώσεως.

6

Στις 14 Μαρτίου 2002 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των εκπροσώπων της Deltafina και της Universal προκειμένου να συζητηθούν οι λεπτομέρειες της συνεργασίας της Deltafina με την Επιτροπή (στο εξής: συνάντηση της 14ης Μαρτίου 2002).

7

Κατά την προαναφερθείσα συνάντηση, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διευκρίνισαν ότι σχεδίαζαν να πραγματοποιήσουν αιφνίδιους ελέγχους σχετικά με τη σύμπραξη που αποκάλυψε η Deltafina, ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν θα μπορούσαν εκ των πραγμάτων να πραγματοποιηθούν πριν από τις 18 Απριλίου 2002 και ότι, επομένως, ήταν απαραίτητο να παραμείνουν μυστικοί μέχρι την ως άνω ημερομηνία, προκειμένου να μη θιγεί η αποτελεσματικότητά τους (σημείο 412 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

8

Η Deltafina εξήγησε ότι θα της ήταν αδύνατο να μη γνωστοποιήσει, μέχρι την προβλεπόμενη ημερομηνία για τη διενέργεια των ελέγχων, ότι είχε υποβάλει αίτηση απαλλαγής, λόγω επικείμενων συναντήσεων των μελών της APTI, στη διάρκεια των οποίων θα της ήταν δύσκολο να τηρήσει την εμπιστευτικότητα, καθώς και λόγω της ανάγκης, αφενός, να ενημερώσει επ’ αυτού τα μεσαία στελέχη της επιχειρήσεως και, αφετέρου, να δημοσιοποιήσει την αίτηση απαλλαγής στο πλαίσιο πράξεων χρηματοδοτήσεως που αφορούσαν και τη Universal στις Ηνωμένες Πολιτείες (σημείο 413 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις δυσκολίες αυτές και κάλεσε την Deltafina, δεδομένου ότι υπήρχε κίνδυνος τυχόν γνωστοποίηση των οικείων πληροφοριών στα λοιπά μέλη της συμπράξεως να παρακωλύσει τους σχεδιαζόμενους ελέγχους, να της διαβιβάσει, εντός ακόμη συντομότερης προθεσμίας, αποδεικτικά και άλλα στοιχεία που θα της έδιναν τη δυνατότητα να προχωρήσει στους εν λόγω ελέγχους (σημεία 413 έως 417 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10

Στις 22 Μαρτίου 2002 έλαβε χώρα τηλεφωνική συνομιλία (στο εξής: τηλεφωνική συνομιλία της 22ας Μαρτίου 2002) μεταξύ των εκπροσώπων της Deltafina και του αρμόδιου για τον φάκελο υπαλλήλου της Επιτροπής, όπου συζητήθηκαν διάφορα ζητήματα σχετικά με τη συνεργασία της Deltafina με την Επιτροπή (σημεία 418 έως 420 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και σκέψεις 10, 157 και 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

11

Στις 4 Απριλίου 2002, στο πλαίσιο συναντήσεως στα γραφεία της APTI, ο πρόεδρος της Deltafina αποκάλυψε στους παρισταμένους ότι η εταιρία συνεργαζόταν με την Επιτροπή (στο εξής: αποκάλυψη της 4ης Απριλίου 2002). Την ίδια ημέρα η Dimon Italia Srl (στο εξής: Dimon Italia) και η Transcatab SpA (στο εξής: Transcatab), των οποίων οι εκπρόσωποι ήσαν παρόντες στην ως άνω συνάντηση, υπέβαλαν αίτηση δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, χωρίς να γίνει μνεία στις δηλώσεις του προέδρου της Deltafina κατά την επίμαχη συνάντηση της APTI (σημεία 421 έως 426, 454 και 455 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12

Στις 18 και 19 Απριλίου 2002 η Επιτροπή διενήργησε δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού 17 ελέγχους στις εγκαταστάσεις της Dimon Italia και της Transcatab, καθώς και στις εγκαταστάσεις της Trestina Azienda Tabacchi SpA και της Romana Tabacchi SpΑ (σημείο 428 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13

Στις 29 Μαΐου 2002 και στις 11 Ιουλίου 2002 πραγματοποιήθηκαν δύο ακόμη συναντήσεις μεταξύ των εκπροσώπων της Deltafina και των υπηρεσιών της Επιτροπής, στο πλαίσιο των οποίων ούτε η Deltafina ούτε η Επιτροπή έθεσαν το ζήτημα της εμπιστευτικότητας της αιτήσεως απαλλαγής της εταιρίας από τα πρόστιμα, ενώ η Deltafina ουδόλως αναφέρθηκε στο γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της συναντήσεως που έγινε στα γραφεία της APTI στις 4 Απριλίου 2002, αποκάλυψε στην Dimon Italia και στην Transcatab ότι είχε υποβάλει αίτηση απαλλαγής (σημεία 420 και 429 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14

Στις 25 Φεβρουαρίου 2004 η Επιτροπή απέστειλε ανακοίνωση αιτιάσεων σε διάφορες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων οι Deltafina, Universal, Dimon Italia και Transcatab.

15

Στις 22 Ιουνίου 2004 πραγματοποιήθηκε ακρόαση με τη συμμετοχή και της Deltafina. Στη διάρκειά της, ένας εκπρόσωπος της Dimon Italia επέστησε την προσοχή της Επιτροπής σε δύο έγγραφα τα οποία είχαν περιληφθεί στον φάκελο κατόπιν των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν στις εγκαταστάσεις της Dimon Italia και συνίσταντο σε χειρόγραφες σημειώσεις όπου συνοψίζονταν οι δηλώσεις του προέδρου της Deltafina κατά τη συνάντηση της APTI της 4ης Απριλίου 2002.

16

Στις 21 Δεκεμβρίου 2004 η Επιτροπή εξέδωσε προσάρτημα στην ανακοίνωση αιτιάσεων της 25ης Φεβρουαρίου 2004, με το οποίο ενημέρωσε την Deltafina και τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις σχετικά με την πρόθεσή της να μη χορηγήσει στην Deltafina απαλλαγή από τα πρόστιμα εξαιτίας της παραβάσεως, εκ μέρους της εταιρίας αυτής, της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπεται στο σημείο 11, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία.

17

Στις 20 Οκτωβρίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με το άρθρο 1 της οποίας διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η Deltafina και η Universal είχαν παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ από τις 29 Σεπτεμβρίου1995 έως τις 19 Φεβρουαρίου 2002, μετέχοντας σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές στην αγορά του ακατέργαστου καπνού στην Ιταλία. Με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επιβλήθηκε στις Deltafina και Universal, από κοινού και εις ολόκληρον, πρόστιμο 30 εκατομμυρίων ευρώ για την παράβαση για την οποία γινόταν λόγος στο ως άνω άρθρο 1 της ίδιας αποφάσεως.

18

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση τη συνεργασία την οποία παρείχε στην πράξη η Deltafina, μειώνοντας το πρόστιμο της συγκεκριμένης εταιρίας κατά 50 %. Ειδικότερα, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η Deltafina είχε εξ αρχής συνεισφέρει στην έρευνά της, χωρίς να αμφισβητήσει ουδέποτε τα πραγματικά περιστατικά.

19

Όσον αφορά την αίτηση της Deltafina για απαλλαγή από τα πρόστιμα, η Επιτροπή έκρινε ότι η υποχρέωση συνεργασίας, κατά την έννοια του σημείου 11, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, περιλαμβάνει την υποχρέωση αποχής από οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην έρευνα και/ή στη διαπίστωση της παραβάσεως. Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι η υποχρέωση αυτή αποκλείει κάθε είδους δημοσιοποίηση της αιτήσεως απαλλαγής για όσον χρόνο η Επιτροπή δεν έχει ακόμη πραγματοποιήσει ελέγχους και οι οικείες επιχειρήσεις αγνοούν ότι επίκειται η διενέργειά τους. Πράγματι, μια τέτοια δημοσιοποίηση θα μπορούσε να θίξει ανεπανόρθωτα τις προσπάθειες του θεσμικού οργάνου να πραγματοποιήσει αποτελεσματικούς ελέγχους και, επομένως, να στοιχειοθετήσει την παράβαση (σημεία 432 και 433 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20

Η Επιτροπή διευκρίνισε περαιτέρω ότι ναι μεν υπάρχει μια «εγγενής σύγκρουση» μεταξύ της ως άνω υποχρεώσεως και της προβλεπομένης στο σημείο 11, στοιχείο βʹ, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία υποχρεώσεως του αιτούντος να θέσει τέρμα στην ανάμιξή του στην παράβαση το αργότερο κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του για απαλλαγή, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι ο αιτών μπορεί να ενημερώσει αυτοβούλως τα λοιπά μέλη της συμπράξεως ότι έχει υποβάλει αίτηση απαλλαγής (σημείο 434 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21

Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Deltafina δεν είχε εκπληρώσει τη σχετική υποχρέωσή της, δεδομένου ότι, ενώ γνώριζε ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να διενεργήσει ελέγχους από τις 18 έως τις 20 Απριλίου 2002, ενημέρωσε αυτοβούλως, μέσω του προέδρου της, τους βασικούς ανταγωνιστές της για την εκ μέρους της υποβολή αιτήσεως απαλλαγής, προτού πραγματοποιηθούν οι έλεγχοι αυτοί (σημεία 441 έως 444 και 460 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22

Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι τόσο από τις συζητήσεις που έγιναν κατά τη συνάντηση της 14ης Μαρτίου 2002 όσο και από τη μετέπειτα συμπεριφορά της μπορούσε να συναχθεί, χωρίς κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι ουδέποτε αποδέχθηκε ότι η Deltafina θα γνωστοποιούσε αναπόφευκτα την αίτηση απαλλαγής στους ανταγωνιστές της και ότι, ως εκ τούτου, δεν θα ήταν πλέον δυνατό να πραγματοποιηθούν οι εν λόγω έλεγχοι. Κατά την Επιτροπή, είχε καταστεί απολύτως σαφές ότι ήταν απαραίτητο να τηρηθεί η εμπιστευτικότητα για τουλάχιστον έναν ακόμη μήνα, προκειμένου να προετοιμαστούν αυτοί οι έλεγχοι (σημεία 445 έως 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23

Η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι όντως αναγνώρισε τόσο ότι θα ήταν πρακτικά δύσκολο στην Deltafina να κρατήσει μυστική την αίτηση απαλλαγής όσο και ότι θα ήταν σχεδόν απίθανο να πραγματοποιηθούν οι σχεδιαζόμενοι έλεγχοι, αν η Deltafina αναγκαζόταν να γνωστοποιήσει την αίτηση απαλλαγής στους ανταγωνιστές της. Υπογράμμισε όμως ότι, εφόσον ο πρόεδρος της Deltafina δεν ενήργησε υπό την πίεση οποιασδήποτε επιτακτικής απειλής, η αποκάλυψη της 4ης Απριλίου 2002 έγινε αυτοβούλως και κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας (σημεία 450 έως 453 και 459 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24

Το θεσμικό όργανο έκρινε, κατόπιν τούτου, ότι η ως άνω συμπεριφορά επ’ ουδενί μπορούσε να δικαιολογηθεί (σημεία 454 έως 459 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25

Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι το γεγονός ότι η Deltafina δεν την ενημέρωσε συγκεκριμένα για την αποκάλυψη της 4ης Απριλίου 2002 αφήνει να εννοηθεί ότι η Deltafina θεωρούσε ότι η Επιτροπή κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ενέκρινε τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε (σημείο 449 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26

Έτσι, η Επιτροπή κατέληξε ότι «για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, [...] η Deltafina, γνωστοποιώντας αυτοβούλως κατά τη συνάντηση της APTI της 4ης Απριλίου 2002 ότι είχε υποβάλει αίτηση απαλλαγής, παρέβη την υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπείχε από το σημείο 11, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία» (σημείο 460 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως).

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

27

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιανουαρίου 2006, η Deltafina άσκησε προσφυγή με κύριο αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και επικουρικό αίτημα τη μείωση του επιβληθέντος με αυτήν προστίμου.

28

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Deltafina προέβαλε επτά λόγους, τους τέσσερις στο πλαίσιο του κύριου αιτήματός της για ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον της επιβλήθηκε με αυτήν πρόστιμο, και τους υπόλοιπους τρεις στο πλαίσιο του επικουρικού αιτήματός για μείωση του ως άνω προστίμου.

29

Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους που προέβαλε η Deltafina, πλην του έκτου τον οποίο είχε ήδη αποσύρει η ίδια.

Αιτήματα των διαδίκων

30

Η Deltafina ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει εν όλω ή εν μέρει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που την αφορά, καθώς και να ακυρώσει ή να μειώσει το πρόστιμο το οποίο της επιβλήθηκε·

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

να καταδικάσει την Deltafina στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

32

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η Deltafina προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Οι λόγοι αυτοί ενδείκνυται νε εξεταστούν με την εξής σειρά: κατ’ αρχάς, ο πρώτος και ο δεύτερος από κοινού, εν συνεχεία, ο τέταρτος και, τέλος, ο τρίτος.

Επί του πρώτου και του δεύτερου λόγου

Επιχειρήματα των διαδίκων

33

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Deltafina προσάπτει κατ’ αρχάς στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να αποφανθεί επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο αυτή είχε υποστηρίξει ότι, κατόπιν της συναντήσεως της 14ης Μαρτίου 2002, μπορούσε ευλόγως να συναγάγει το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή την είχε απαλλάξει από την υποχρέωση τηρήσεως της εμπιστευτικότητας και ότι, ως εκ τούτου, δεν παρέβη, προβαίνοντας στην αποκάλυψη της 4ης Απριλίου 2002, την υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπείχε.

34

Εν συνεχεία, η Deltafina επισημαίνει ότι η μοναδική παράβαση της υποχρεώσεως συνεργασίας η οποία της καταλογίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε την αποκάλυψη της 4ης Απριλίου 2002. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι συνέτρεχε παράβαση της υποχρεώσεως συνεργασίας λόγω της παραλείψεως της Deltafina να ενημερώσει εκ των υστέρων την Επιτροπή για την αποκάλυψη αυτή, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας και υπερέβη την εξουσία του, η οποία περιοριζόταν στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

35

Τέλος, η Deltafina υποστηρίζει ότι στη σκέψη 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε μια δική του κρίση ως προς το περιεχόμενο της υποχρεώσεως συνεργασίας την οποία υπείχε η εν λόγω εταιρία, αντί να εξετάσει τα όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ της ίδιας και της Επιτροπής κατά τη συνάντηση της 14ης Μαρτίου 2002. Για να προσδιορίσει όμως τι ακριβώς συνεπαγόταν αυτή η υποχρέωση, το Γενικό Δικαστήριο θα όφειλε να λάβει υπόψη τους συμφωνηθέντες κανόνες συνεργασίας.

36

Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε κακώς ως δεδομένο ότι η παράλειψη της Deltafina να ενημερώσει την Επιτροπή για την αποκάλυψη στην οποία είχε προβεί σχετικά με την αίτηση απαλλαγής στοιχειοθετούσε, εν πάση περιπτώσει, παράβαση της υποχρεώσεως συνεργασίας, ενώ ο χαρακτηρισμός των πραγματικών αυτών περιστατικών εξαρτάται από τους συμφωνηθέντες κανόνες της εν λόγω συνεργασίας. Η Επιτροπή όμως θα μπορούσε κάλλιστα, όπως επιβεβαιώνεται από το σημείο 12, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων στις περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17), να της έχει επιτρέψει να αποκαλύψει ότι υπέβαλε αίτηση απαλλαγής.

37

Εν προκειμένω, κατά την Deltafina, στη διάρκεια της συναντήσεως της 14ης Μαρτίου 2002 της δόθηκε όντως άδεια να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Συγκεκριμένα, βάσει τόσο των πρακτικών της ως άνω συναντήσεως, τα οποία είχαν συνταχθεί επιτόπου, όσο και της μετέπειτα συμπεριφοράς των ενδιαφερομένων μερών, το Γενικό Δικαστήριο θα όφειλε να διαπιστώσει ότι η Deltafina και η Επιτροπή είχαν συμφωνήσει ότι η σχετική αποκάλυψη ήταν αναπόφευκτη και ότι γι’ αυτόν τον λόγο ήταν ακόμη επιτακτικότερη η υποχρέωση της εταιρίας να παράσχει το ταχύτερο άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

38

Η Deltafina επισημαίνει ότι από τα πρακτικά της συναντήσεως της 14ης Μαρτίου 2002 προκύπτει ότι δεν τέθηκε καν το ζήτημα αν η αποκάλυψη αυτή έπρεπε να γίνει «αυτοβούλως και με δική της πρωτοβουλία» ή «παρά τη θέλησή της και αναγκαστικά», και θεωρεί ότι, ως εκ τούτου, η σχετική κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, στο μέτρο που ελήφθη υπόψη ο τρόπος με τον οποίο έγινε η αποκάλυψη, στηρίζεται σε μια απαράδεκτη εκ των υστέρων ανασύνθεση των πραγματικών περιστατικών. Εν πάση περιπτώσει, οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας στην οποία φέρονται να κατέληξαν τα ενδιαφερόμενα μέρη επί των κανόνων της συνεργασίας πρέπει, κατά την Deltafina,να αποβαίνει προς όφελός της.

39

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Deltafina υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τα άρθρα 65 και 68 του Κανονισμού Διαδικασίας του καθόσον επέτρεψε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τις προφορικές καταθέσεις του δικηγόρου της, R, και του V. E., αρμόδιου για τον φάκελο υπαλλήλου της Επιτροπής, ως παρισταμένων στη συνάντηση της 14ης Μαρτίου 2002 και, επομένως, ως μαρτύρων, χωρίς να εκδοθεί προηγουμένως διάταξη προκειμένου να καθοριστούν τα προς απόδειξη πραγματικά περιστατικά, χωρίς αυτοί να δώσουν όρκο και χωρίς να συνταχθούν πρακτικά των καταθέσεών τους.

40

Κατά την Deltafina, στη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στη μαρτυρική κατάθεση του V. E. για να καταλήξει στη διαπίστωση ότι αυτός δεν είχε κατανοήσει ότι η Deltafina είχε την πρόθεση να προβεί στην αποκάλυψη της 4ης Απριλίου 2002 και ότι, εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος δεν είχε συναινέσει στην εν λόγω αποκάλυψη. Το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να συγκρίνει τη μαρτυρική αυτή κατάθεση με την αντίστοιχη του J., ο οποίος δεν κλητεύθηκε για να καταθέσει ως μάρτυρας, προσέβαλε το δικαίωμα της Deltafina για δίκαιη δίκη.

41

Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία της Deltafina.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

42

Όσον αφορά το παραδεκτό του συνοψισθέντος στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως επιχειρήματος, το οποίο η Επιτροπή αμφισβητεί, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Deltafina δεν ζητεί από το Δικαστήριο να προχωρήσει σε εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, αλλά να διαπιστώσει πλημμέλεια στην αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι παραδεκτό.

43

Όσον αφορά το παραδεκτό του επιχειρήματος που συνοψίστηκε στις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι η Deltafina προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον προσδιορισμό του περιεχομένου της υποχρεώσεως συνεργασίας την οποία υπείχε η εταιρία. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό είναι επίσης παραδεκτό.

44

Αντιθέτως, όπως ορθώς ισχυρίζεται και η Επιτροπή, με το επιχείρημα το οποίο συνοψίστηκε στις σκέψεις 37 και 38 της παρούσας αποφάσεως, η Deltafina βάλλει κατά μιας κρίσεως του Γενικού Δικαστηρίου περί τα πραγματικά περιστατικά, χωρίς να επικαλεστεί παραμόρφωση των οικείων αποδεικτικών στοιχείων. Όμως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια τέτοια εξέταση εκφεύγει των ορίων της αρμοδιότητάς του, οπότε το σχετικό επιχείρημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο.

45

Επί της ουσίας, τονίζεται ότι με το επιχείρημα που συνοψίστηκε στις σκέψεις 33 και 34 της παρούσας αποφάσεως η Deltafina προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ότι παρέλειψε να αποφανθεί επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο αυτή είχε υποστηρίξει ότι η Επιτροπή την απάλλαξε από την υποχρέωση τηρήσεως της εμπιστευτικότητας και, αφετέρου, ότι προχώρησε σε παράνομη αντικατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπερβαίνοντας έτσι την εξουσία του.

46

Ως προς το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογίας της Deltafina, παρατηρείται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ήταν αδύνατον η Επιτροπή να επέτρεψε στην Deltafina να προβεί με δική της πρωτοβουλία στην αποκάλυψη της 4ης Απριλίου 2002, δεδομένου ότι η εταιρία δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι είχε εκ των προτέρων ενημερώσει δεόντως την Επιτροπή για τις προθέσεις της.

47

Το Γενικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη αυτό κυρίως το στοιχείο, επιβεβαίωσε με τη σκέψη 173 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η Deltafina είχε παραβεί την υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπείχε.

48

Συναφώς, από τα σημεία 441, 450 και 460 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, η περίπτωση μιας επιχειρήσεως που μετείχε σε σύμπραξη και αποκαλύπτει αυτοβούλως και με δική της πρωτοβουλία στα λοιπά μέλη της συμπράξεως ότι συνεργάζεται με την Επιτροπή, ενώ μάλιστα είχε προγραμματιστεί να διενεργηθούν επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των τελευταίων αυτών επιχειρήσεων, διαφέρει από την περίπτωση όπου οι εν λόγω επιχειρήσεις ανακαλύπτουν τη συνεργασία λόγω των πρακτικών δυσχερειών τις οποίες αντιμετωπίζει η συνεργαζόμενη επιχείρηση να την κρατήσει μυστική.

49

Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, μια τέτοια αποκάλυψη, όταν γίνεται αυτοβούλως και κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, στοιχειοθετεί αυτή καθ’ εαυτήν παράβαση της υποχρεώσεως συνεργασίας, εκτός αν αποδειχθεί, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το θεσμικό όργανο είχε επιτρέψει ρητώς και εκ των προτέρων να αποκαλυφθούν οι οικείες πληροφορίες.

50

Εν προκειμένω όμως το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση και επιβεβαίωσε, κατόπιν τούτου, με τις σκέψεις 160 και 173 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τη διαπίστωση στην οποία είχε προβεί η Επιτροπή με το σημείο 460 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή η Deltafina παρέβη την υποχρέωση συνεργασίας.

51

Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Deltafina, η κρίση αυτή δεν είναι εσφαλμένη.

52

Ειδικότερα, η Deltafina ουδέποτε αμφισβήτησε τη σχετική με τα πραγματικά περιστατικά διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή δεν είχε επιτρέψει ρητώς και εκ των προτέρων την αποκάλυψη στην οποία η εταιρία προέβη με δική της πρωτοβουλία κατά τη συνάντηση της 4ης Απριλίου 2002. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απορρίψει ρητώς το επιχείρημα της Deltafina περί υπάρξεως συμφωνίας ως προς τον αναπόφευκτο χαρακτήρα της δημοσιοποιήσεως της συνεργασίας της.

53

Πράγματι, η αποκάλυψη της 4ης Απριλίου 2002, εφόσον έγινε με πρωτοβουλία της εταιρίας, δεν ήταν αναπόφευκτη. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή αποδέχθηκε το ενδεχόμενο να αναγκαστεί η Deltafina να δημοσιοποιήσει τη συνεργασία τους παρά τη θέλησή της, η αποδοχή αυτή δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αποκάλυψη στην οποία προέβη η τελευταία με δική της πρωτοβουλία, ούτε, επομένως, να αναιρέσει τη διαπίστωση ότι η εταιρία παρέβη την υποχρέωση συνεργασίας. Κατά συνέπεια, το ως άνω επιχείρημα ήταν αλυσιτελές.

54

Ως προς το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας που προβλήθηκε προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ήτοι ως προς το επιχείρημα περί παράνομης αντικαταστάσεως της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 143 έως 145 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προχώρησε με τις συγκεκριμένες σκέψεις σε μια συνολική ανάλυση της υποχρεώσεως συνεργασίας την οποία υπέχει κάθε επιχείρηση που ζητεί να τύχει, κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, οριστικής απαλλαγής. Αυτή η υποχρέωση πλήρους, μόνιμης και ταχείας συνεργασίας, η οποία προβλέπεται στο σημείο 11, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως του 2002 για τη συνεργασία, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το καθήκον ενδελεχούς ενημερώσεως της Επιτροπής σχετικά με όλες τις περιστάσεις που έχουν σημασία για την έρευνά της.

55

Επιπλέον, από τα σημεία 429, 449 και 459 της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η επιχείρηση δεν είχε παράσχει, ως όφειλε, ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά, ιδίως, με τις περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η συνάντηση της 4ης Απριλίου 2002.

56

Έτσι, στις σκέψεις 152 έως 162 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο απάντησε απλώς και μόνο στο επιχείρημα το οποίο είχε προβάλει ενώπιόν του η Deltafina, όπως αυτό εκτίθεται στη σκέψη 151 της ίδιας αποφάσεως. Κατά συνέπεια, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο επ’ ουδενί προέβη σε αντικατάσταση αιτιολογίας, το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας της Deltafina πρέπει να απορριφθεί.

57

Εξάλλου, στο μέτρο που η Deltafina υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμά της για δίκαιη δίκη καθόσον, αφενός, επέτρεψε, στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και κατά παράβαση των άρθρων 65 και 68 του Κανονισμού Διαδικασίας του, τις προφορικές καταθέσεις του δικηγόρου της Deltafina και του αρμόδιου για τον φάκελο υπαλλήλου της Επιτροπής και, αφετέρου, στηρίχθηκε, με τη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε μία από τις μαρτυρικές αυτές καταθέσεις χωρίς να τη συγκρίνει με την αντίστοιχη του J., ο οποίος μάλιστα δεν κλητεύθηκε καν ως μάρτυρας, επιβάλλονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις.

58

Κατ’ αρχάς, δεν αμφισβητείται ότι το Γενικό Δικαστήριο άκουσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τους R. και V. E. ως παρισταμένους στη συνάντηση της 14ης Μαρτίου 2002 και τον V. E. ως έναν εκ των συνομιλητών στην τηλεφωνική συζήτηση της 22ας Μαρτίου 2002. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι οι ενδιαφερόμενοι ερωτήθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με την άποψή τους επί του περιεχομένου της συναντήσεως και της τηλεφωνικής συνομιλίας αντιστοίχως, ότι οι σχετικές ερωτήσεις τέθηκαν εκτός του δικονομικού πλαισίου του άρθρου 68 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και ότι η Deltafina ουδεμία αντίρρηση προέβαλε συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

59

Σημειωτέον, αφενός, ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, το γεγονός ότι η Deltafina ουδεμία αντίρρηση προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν καθιστά τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως απαράδεκτο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, Corus UK κατά Επιτροπής, C‑199/99 P, EU:C:2003:531, σκέψεις 32 και 35).

60

Αφετέρου, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, υφίσταται ομολογουμένως μια τρέχουσα και θεμιτή πρακτική του Γενικού Δικαστηρίου να θέτει ερωτήσεις, σχετικές με τεχνικά ζητήματα ή με πολύπλοκα πραγματικά περιστατικά, σε εκπροσώπους των διαδίκων, όταν αυτοί γνωρίζουν συναφώς κρίσιμες λεπτομέρειες.

61

Εντούτοις, εν προκειμένω, όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 116 και 117 των προτάσεών της, οι ερωτήσεις τις οποίες απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο στους R. και V. E. αφορούσαν ιδίως αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά για τα οποία οι διάδικοι ερίζουν. Επιπλέον, δεν επρόκειτο για τεχνικά ή περίπλοκα ζητήματα, ούτε θα μπορούσε, εξάλλου, να υποτεθεί ότι ο λόγος για τον οποίο οι ερωτήσεις τέθηκαν στους R. και V. E. ήταν οι ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις που διέθεταν τα συγκεκριμένα άτομα.

62

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορθώς η Deltafina προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, θέτοντας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ερωτήσεις στον δικηγόρο της και στον αρμόδιο για τον φάκελο υπάλληλο της Επιτροπής, σχετικά με την άποψή τους επί των όσων συμφωνήθηκαν κατά τη συνάντηση της 14ης Μαρτίου 2002 και κατά την τηλεφωνική συνομιλία της 22ας Μαρτίου 2002, υπερέβη τα όρια της προαναφερθείσας πρακτικής του, δεδομένου ότι οι ερωτήσεις του αφορούσαν πραγματικά περιστατικά τα οποία θα έπρεπε, εφόσον παρίστατο ανάγκη, να αποδειχθούν με μαρτυρικές καταθέσεις, κατ’ εφαρμογήν της διαδικασίας του άρθρου 68 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

63

Εντούτοις, αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Deltafina, αυτή η δικονομική πλημμέλεια δεν στοιχειοθετεί προσβολή του δικαιώματός της για δίκαιη δίκη.

64

Πράγματι, όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή και αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η Deltafina, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε μεν υπόψη, στη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις δηλώσεις του αρμόδιου για τον φάκελο υπαλλήλου της Επιτροπής, αλλά μόνο στο πλαίσιο μιας συλλογιστικής την οποία ανέπτυξε ως εκ περισσού, δεδομένου ότι το σκεπτικό του στηρίχθηκε πρωτίστως στα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που εξέτασε στις σκέψεις 153 έως 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι, πιο συγκεκριμένα, στα πρακτικά της συναντήσεως της 14ης Μαρτίου 2002 και της τηλεφωνικής συνομιλίας της 22ας Μαρτίου 2002.

65

Όπως σημείωσε σχετικώς και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 120 των προτάσεών της, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε κάλλιστα να θεμελιώσει το συμπέρασμά του αποκλειστικώς σε αυτά τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.

66

Ειδικότερα, ως προς, αφενός, την απουσία από τα σχετικά έγγραφα οποιουδήποτε στοιχείου από το οποίο να προκύπτει ότι η μεν Deltafina ενημέρωσε ρητώς την Επιτροπή για την πρόθεσή της να αποκαλύψει αυτοβούλως τη μεταξύ τους συνεργασία, η δε Επιτροπή συναίνεσε ρητώς στην αποκάλυψη αυτή και, αφετέρου, τη σημασία που θα είχε μια τέτοια συναίνεση τόσο για την Deltafina όσο και για τη χρησιμότητα των σχεδιαζόμενων ελέγχων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε όντως να κρίνει, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, ότι η απουσία ρητής ενημερώσεως και συναινέσεως αποδεικνυόταν επαρκώς κατά νόμον από τα ως άνω έγγραφα.

67

Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο είναι μόνο αρμόδιο να κρίνει αν συντρέχει ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει αναφορικά με τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται. Το ζήτημα της αποδεικτικής ισχύος των στοιχείων της δικογραφίας εμπίπτει στην κυριαρχική του εκτίμηση επί των πραγματικών περιστατικών, η οποία εκφεύγει του ελέγχου τον οποίο ασκεί το Δικαστήριο κατ’ αναίρεση, εκτός αν συντρέχει περίπτωση παραμορφώσεως των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων ή αν η ανακρίβεια των διαπιστώσεων του τελευταίου σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία (απόφαση Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 163 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)

68

Έτσι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι η Deltafina ουδεμία αίτηση εξετάσεως μαρτύρων υπέβαλε και ουδεμία παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε υπόψη το Γενικό Δικαστήριο επικαλείται, το τελευταίο έκρινε απλώς ότι δεν ήταν επιβεβλημένη η εξέταση ούτε των R. και J. ούτε του V. E. ως μαρτύρων.

69

Επομένως, αφενός, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και, αφετέρου, η συλλογιστική την οποία ανέπτυξε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 153 έως 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν ενέχει οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

70

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αμφότεροι απορριπτέοι.

Επί του τέταρτου λόγου

Επιχειρήματα των διαδίκων

71

Η Deltafina ζητεί από το Δικαστήριο να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε, προς αντιστάθμιση της παραβιάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία συνίσταται, κατά την αναιρεσείουσα, στο γεγονός ότι το θεσμικό όργανο μείωσε το πρόστιμό της στον ίδιο βαθμό που μείωσε και το αντίστοιχο της Dimon Italia.

72

Κατά την Deltafina, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το αίτημα αυτό, το οποίο προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση πρωτοδίκως, αποτελούσε νέο λόγο, μη στηριζόμενο σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, και ήταν, ως εκ τούτου, απαράδεκτο. Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα της Deltafina βασίζονται σε μια νομολογία η οποία, καθόσον ανάγεται στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Nintendo και Nintendo of Europe κατά Επιτροπής (T‑13/03, EU:T:2009:131), είναι μεταγενέστερη της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση.

73

Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία της Deltafina.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

74

Όπως προκύπτει τόσο από το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου όσο και από το άρθρο 127, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία (διάταξη Arbos κατά Επιτροπής, C‑615/12 P, EU:C:2013:742, σκέψη 35).

75

Εν προκειμένω, η Deltafina δεν προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως στηριζόταν σε νομικό στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διαδικασία. Πράγματι, όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 127 των προτάσεών της, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία επικαλέστηκε η Deltafina είναι μια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, και τόσο το Δικαστήριο όσο και το Γενικό Δικαστήριο διασφαλίζουν, κατά πάγια νομολογία, την τήρησή της, σε σχέση, μεταξύ άλλων, και με τα πρόστιμα που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβιάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού.

76

Επομένως, μια απόφαση, όπως αυτή που επικαλείται η Deltafina, με την οποία ο δικαστής της Ένωσης αποσαφήνισε τις υποχρεώσεις της Επιτροπής στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως νέο νομικό στοιχείο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη προβολή νέου λόγου.

77

Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος.

Επί του τρίτου λόγου

Επιχειρήματα των διαδίκων

78

Η Deltafina επισημαίνει ότι η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διήρκεσε πέντε έτη και οκτώ μήνες και διευκρινίζει περαιτέρω ότι παρήλθαν σαράντα τρεις μήνες από το πέρας της έγγραφης διαδικασίας έως την απόφαση περί ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η διάρκεια της δίκης υπήρξε υπερβολική και ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει ή να μειώσει σημαντικά, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, το επιβληθέν πρόστιμο, προς αντιστάθμιση της προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος της Deltafina για έκδοση αποφάσεως σε εύλογο χρόνο, όπως αυτό κατοχυρώνεται στα άρθρα 41, παράγραφος 1, και 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

79

Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία της Deltafina.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

80

Υπενθυμίζεται ότι η υπέρβαση του εύλογου χρόνου εκδικάσεως μιας υποθέσεως, ως δικονομική πλημμέλεια η οποία στοιχειοθετεί προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος, πρέπει να συνεπάγεται δυνατότητα του ενδιαφερομένου να ασκήσει στην πράξη ένδικο βοήθημα που να μπορεί να του εξασφαλίσει κατάλληλη επανόρθωση (απόφαση Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, C‑40/12 P, EU:C:2013:768, σκέψη 80).

81

Στο μέτρο που η Deltafina ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και, επικουρικώς, τη μείωση του επιβληθέντος προστίμου, υπογραμμίζεται ότι, όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο, ελλείψει ενδείξεων ότι η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου επηρέασε την επίλυση της διαφοράς, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν επιτρέπεται να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της πρωτόδικης αποφάσεως (απόφαση Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, EU:C:2013:768, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82

Η νομολογιακή αυτή αρχή στηρίζεται στο σκεπτικό ότι, αν η υπέρβαση του εύλογου χρόνου εκδικάσεως ήταν άνευ σημασίας για την έκβαση της διαφοράς, η αναίρεση της πρωτόδικης αποφάσεως δεν θα συνιστούσε μέσο επανορθώσεως της μη τηρήσεως, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (απόφαση Gascogne Sack Deutschland/Commission, EU:C:2013:768, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

83

Εν προκειμένω, η Deltafina ουδεμία ένδειξη παρείχε στο Δικαστήριο ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης επηρέασε όντως την επίλυση της διαφοράς της οποίας αυτό είχε επιληφθεί.

84

Επιπλέον, δεδομένης της απαιτήσεως να τηρούνται οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης για τον ανταγωνισμό, το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιτρέπει στον αναιρεσείοντα, απλώς και μόνο λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, να θέτει υπό αμφισβήτηση τη βασιμότητα ή το ύψος του προστίμου, ενώ έχουν απορριφθεί όλοι οι λόγοι αναιρέσεως που στρέφονταν κατά των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το ποσό του προστίμου και τις ενέργειες σε σχέση με τις οποίες αυτό επιβλήθηκε ως κύρωση (απόφαση Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, EU:C:2013:768, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85

Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η Deltafina, ο τρίτος λόγος δεν είναι δυνατό να καταλήξει σε αναίρεση, ούτε καν μερική, της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

86

Στο μέτρο που η Deltafina ζητεί την ακύρωση ή τη μείωση του επιβληθέντος προστίμου ώστε να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές επιπτώσεις τις οποίες είχε για την ίδια η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παράβαση της υποχρεώσεώς του να εκδικάζει εντός εύλογου χρόνου τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, μπορεί να γεννά αξίωση αποζημιώσεως και ότι, επομένως, ως κύρωση για την εν λόγω παράβαση πρέπει να αναγνωρίζεται δικαίωμα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι μια τέτοια αγωγή συνιστά αποτελεσματικό μέσο επανορθώσεως (απόφαση Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, EU:C:2013:768, σκέψεις 87 και 89).

87

Κατά συνέπεια, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο είναι συναφώς αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να αποφανθεί επί παρόμοιου αιτήματος αποζημιώσεως, με διαφορετικό όμως δικαστικό σχηματισμό απ’ ό,τι στην ένδικη διαδικασία που αποτελεί πλέον αντικείμενο αγωγής λόγω της διάρκειάς της, οπότε το σχετικό αίτημα αποζημιώσεως δεν επιτρέπεται να προβληθεί απευθείας κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου (απόφαση Gascogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής, EU:C:2013:768, σκέψεις 90 και 96).

88

Επ’ αυτού πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως στηριζομένης σε παράβαση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη λόγω μη τηρήσεως των απαιτήσεων που συνδέονται με την εύλογη διάρκεια της δίκης, δεδομένου ότι η μη τήρηση των απαιτήσεων αυτών συνιστά αρκούντως κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες (βλ., ιδίως, απόφαση Επιτροπή κατά CEVA και Pfizer, C-198/03 P, EU:C:2005:445, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν πράγματι συντρέχει τέτοια παράβαση, να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, όπως την περιπλοκότητα της διαφοράς και τη συμπεριφορά των διαδίκων, τη θεμελιώδη επιταγή της ασφάλειας δικαίου της οποίας πρέπει να απολαύουν οι επιχειρηματίες και τον σκοπό της διασφαλίσεως ανόθευτου ανταγωνισμού στην αγορά, κριτήρια που απορρέουν και από τις σκέψεις 91 έως 95 της αποφάσεως Gasgogne Sack Deutschland κατά Επιτροπής (EU:C:2013:768).

89

Το Γενικό Δικαστήριο οφείλει επίσης να εκτιμήσει αν ο ενδιαφερόμενος υπέστη πράγματι, όπως ισχυρίζεται, ζημία και αν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας του και της υπερβολικής διάρκειας της ένδικης διαδικασίας, ενώ πρέπει ακόμη να λάβει υπόψη τις γενικές αρχές του δικαίου οι οποίες εφαρμόζονται στις έννομες τάξεις των κρατών μελών ως προς την εκδίκαση αγωγών λόγω παρόμοιων παραβάσεων.

90

Με αυτά τα δεδομένα, εφόσον είναι πρόδηλο εν προκειμένω, χωρίς μάλιστα να απαιτείται από τους διαδίκους να προσκομίσουν οποιοδήποτε στοιχείο, ότι συντρέχει περίπτωση αρκούντως κατάφωρης παραβάσεως από το Γενικό Δικαστήριο της υποχρεώσεώς του να εκδικάσει την υπόθεση σε εύλογο χρόνο, το Δικαστήριο μπορεί να προβεί στη σχετική διαπίστωση.

91

Πράγματι, ο χρόνος που διήρκεσε η ένδικη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ήτοι 5 έτη και 8 μήνες, στον οποίο συνέτεινε ιδίως το διάστημα 3 ετών και 7 μηνών από το πέρας της έγγραφης έως την έναρξη της προφορικής διαδικασίας, δεν δικαιολογείται ούτε από τον συγκεκριμένο βαθμό περιπλοκότητας της διαφοράς, ούτε από γεγονός ότι έξι εκ των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως άσκησαν κατά αυτής προσφυγή ακυρώσεως, ούτε από το αίτημα της Deltafina να προσκομιστεί, κατά τη διάρκεια της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ένα έγγραφο που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή.

92

Εντούτοις, για τους λόγους που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 81 έως 87 της παρούσας αποφάσεως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης απορριπτέος.

93

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

94

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, αν υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

95

Δεδομένου ότι η Deltafina ηττήθηκε και η Επιτροπή είχε προβάλει τέτοιο αίτημα, η αναιρεσείουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την Deltafina SpA στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top