Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CN0344

    Υπόθεση C-344/10 P: Αναίρεση που άσκησε στις 8 Ιουλίου 2010 η Freixenet, SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 27 Απριλίου 2010 , στην υπόθεση T-109/08, Freixenet, SA κατά ΓΕΕΑ

    ΕΕ C 274 της 9.10.2010, p. 8–9 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    9.10.2010   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 274/8


    Αναίρεση που άσκησε στις 8 Ιουλίου 2010 η Freixenet, SA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) στις 27 Απριλίου 2010, στην υπόθεση T-109/08, Freixenet, SA κατά ΓΕΕΑ

    (Υπόθεση C-344/10 P)

    ()

    2010/C 274/12

    Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Freixenet, SA (εκπρόσωποι: F. de Visscher, E. Cornu και D. Moreau, δικηγόροι)

    Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

    Αιτήματα της αναιρεσείουσας

    H αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 27ης Απριλίου 2010, και να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 30ής Οκτωβρίου 2007, καθώς και να αποφασίσει ότι η αριθ. 32 532 αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος πληροί τις προϋποθέσεις δημοσιεύσεως κατά το άρθρο 40 του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 39 του κανονισμού 207/2009]·

    επικουρικώς, να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 27ης Απριλίου 2010·

    εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως προς στήριξη της αιτήσεώς της.

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, επικαλείται κατ’ ουσίαν παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, των άρθρων 73 (δεύτερη περίοδος) και 38 (παράγραφος 3) του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (1) [νυν άρθρων 75 (δεύτερη περίοδος) και 37 (παράγραφος 3) του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (2)].

    Το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως αφορά τη μη τήρηση του κανόνα περί κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας. Κατά την αναιρεσείουσα, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ, με την προσβαλλόμενη απόφαση, προέβη σε νέα εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση από τη νυν αναιρεσείουσα χωρίς να της επιτρέψει να υποβάλει παρατηρήσεις επί της νέας αυτής εκτιμήσεως. Συναφώς, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου δικαιολόγηση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών είναι ανακριβής και ανεπαρκής από απόψεως της αρχής της δικονομικής εντιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει επίσης στην αρχή των δικαιωμάτων άμυνας και στην αρχή της δικονομικής εντιμότητας, καθόσον με αυτήν κρίθηκε ότι το ΓΕΕΑ μπορεί να κοινοποιήσει στη νυν αναιρεσείουσα σειρά πραγματικών στοιχείων, επισημαίνοντας ότι προτίθεται να στηρίξει την απορριπτική απόφασή του στα στοιχεία αυτά και, εν συνεχεία, κατόπιν της λήψεως των γραπτών παρατηρήσεων της αναιρεσείουσας, να αποφασίσει να τα απορρίψει τουλάχιστον εν μέρει και να στηρίξει την απόφασή του σε διαφορετική εκτίμηση, από απόψεως πραγματικών στοιχείων και από εννοιολογικής απόψεως, χωρίς να παράσχει στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να υποβάλει οποιαδήποτε παρατήρηση.

    Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται κυρίως ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν δυνατόν να κρίνει ως επαρκώς αιτιολογημένη την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών ως προς την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', η οποία δεν διευκρινίζει καθόλου ποιά ήταν τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε, ούτε να κρίνει ότι η παραπομπή σε αποδεικτικά στοιχεία θα ήταν περιττή διότι το πρώτο τμήμα προσφυγών φέρεται να στηρίχθηκε σε «συμπεράσματα τα οποία συνάγονται από την εμπειρία στην πράξη». Επιπλέον, η αβεβαιότητα ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν το ΓΕΕΑ και το Γενικό Δικαστήριο θίγουν τόσο τα δικαιώματα άμυνας όσο και την απαίτηση περί αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 73 του προπαρατεθέντος κανονισμού 40/94.

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει παράβαση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β', του εν λόγω κανονισμού 40/94. Μολονότι η αναιρεσείουσα απέδειξε βάσει στοιχείων ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση αποτελείται από συνδυασμό ιδιαιτέρως χαρακτηριστικών στοιχείων, τα οποία το διακρίνουν ουσιωδώς από άλλα εντός της αγοράς, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε μόνον τις αόριστες και γενικές αντιρρήσεις του ΓΕΕΑ, προκειμένου να μη δεχθεί ότι το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση διαθέτει διακριτικό χαρακτήρα. Το Γενικό Δικαστήριο εφήρμοσε αυστηρότερα κριτήρια ως προς την εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος απ’ ό,τι στην περίπτωση άλλων παραδοσιακότερων σημάτων. Ως εκ τούτου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στον κανόνα της συγκεκριμένης εκτιμήσεως του διακριτικού χαρακτήρα σήματος. Αφετέρου, κρίνοντας ότι στη μεγάλη πλειονότητά τους οι καταναλωτές δεν εκλαμβάνουν την πρωτότυπη όψη του σήματος ως χρήσιμο στοιχείο για τον καθορισμό της προελεύσεως του οικείου αφρώδους οίνου, αλλά προτιμούν να συμβουλεύονται την ετικέτα, το Γενικό Δικαστήριο αποκλείει την προστασία της μορφής παρουσιάσεως της συσκευασίας προϊόντος, μολονότι η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 4 του προπαρατεθέντος κανονισμού.

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα εταιρία προβάλλει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θέτει την απαίτηση το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση να έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα δια της χρήσεως εντός εκάστου των κρατών μελών της Ενώσεως. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, αρνούμενο να αναγνωρίσει την εδραίωση διακριτικού χαρακτήρα λόγω χρήσεως σε σημαντικό ποσοστό του ενδιαφερομένου κοινού, μολονότι ταυτόχρονα δέχεται ότι το σήμα της αναιρεσείουσας έχει αποκτήσει τον χαρακτήρα αυτό τουλάχιστον στην ισπανική επικράτεια, θέτει υπερβολικά αυστηρό και ανακριβή κανόνα από απόψεως του προπαρατεθέντος κανονισμού.


    (1)  ΕΕ 1994, L 11, σ. 1.

    (2)  ΕΕ L 78, σ. 1.


    Top