Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CN0206

    Υπόθεση C-206/10: Προσφυγή της 30ής Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

    ΕΕ C 179 της 3.7.2010, p. 22–23 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    3.7.2010   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 179/22


    Προσφυγή της 30ής Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

    (Υπόθεση C-206/10)

    (2010/C 179/37)

    Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

    Διάδικοι

    Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωπος: V. Kreuschitz)

    Καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

    Αιτήματα της προσφεύγουσας

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να διαπιστώσει, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξαρτώντας, δυνάμει της νομοθεσίας των ομόσπονδων κρατιδίων, τη χορήγηση παροχών προς τυφλούς και αναπήρους, καθώς και σε κωφούς, (επίδομα ή τυφλότητας ή επίδομα κρατιδίου λόγω τυφλότητας, οικονομική ενίσχυση τυφλότητας ή οικονομική ενίσχυση κρατιδίου λόγω τυφλότητας, επίδομα ειδικής φροντίδας και ενίσχυση για τυφλούς και κωφούς, επίδομα τυφλών και κωφών κ.ο.κ.), αναφορικά με άτομα υπαγόμενα στην αρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, από την προϋπόθεση να έχουν οι δικαιούχοι την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στο συγκεκριμένο κρατίδιο, παρέβη, βάσει εθνικής νομοθεσίας, τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1968 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (1) και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με τον τίτλο ΙΙΙ, κεφάλαιο Ι, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (2),

    να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

    Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

    Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι το ασυμβίβαστο προς τους κανονισμούς (ΕΟΚ) 1408/71 και (ΕΟΚ) 1612/68 των νομοθεσιών των γερμανικών κρατιδίων, οι οποίες εξαρτούν τη χορήγηση παροχών σε τυφλούς και αναπήρους από την προϋπόθεση να έχουν οι δικαιούχοι την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στο συγκεκριμένο κρατίδιο

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 αποβλέπει, στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας, στο συντονισμό των εθνικών διατάξεων κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 42 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 48 ΣΛΕΕ). Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2β, του κανονισμού, αυτός δεν εφαρμόζεται στις διατάξεις της νομοθεσίας κράτους μέλους σχετικά με τις αποκαλούμενες ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά, που αναφέρονται στο τμήμα ΙΙΙ του παραρτήματος ΙΙ, των οποίων η εφαρμογή περιορίζεται σε ένα μέρος του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Οι επίμαχες γερμανικές παροχές κατατάσσονται ως ειδικές παροχές στο τμήμα ΙΙΙ του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού.

    Ανεξαρτήτως τούτου, η Επιτροπή φρονεί ότι η απλή κατάταξη παροχής στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 δεν επαρκεί, ούτως ώστε να αφαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού μία παροχή ως «ειδική παροχή χωρίς συνεισφορά». Το άρθρο 4, παράγραφος 2β του κανονισμού πρέπει, ως ρύθμιση εισάγουσα εξαίρεση, να ερμηνεύεται στενά: μπορεί να ισχύει μόνον για εκείνες τις παροχές, οι οποίες πληρούν σωρευτικώς τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στη διάταξη. Περιλαμβάνονται επομένως μόνον παροχές, οι οποίες είναι τόσο ειδικές παροχές, όσο και παροχές χωρίς συνεισφορά, αναφέρονται στο τμήμα ΙΙΙ του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού και εισάγονται μέσω νομοθεσιών, των οποίων η εφαρμογή περιορίζεται σε ένα μέρος του εδάφους ενός κράτους μέλους.

    Οι επίμαχες παροχές δυνάμει της νομοθεσίας των ομόσπονδων κρατιδίων δεν πληρούν όμως όλες αυτές τις προϋποθέσεις: ειδικότερα, δεν πρέπει, για τους ακόλουθους λόγους, να χαρακτηρισθούν ως «ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά», αλλά ως «παροχές ασθενείας».

    Αφενός, οι επίμαχες παροχές των κρατιδίων χορηγούνται βάσει μιας από τον νόμο καθοριζομένης καταστάσεως, χωρίς έλεγχο των προσωπικών αναγκών. Χρησιμεύουν ως αντιστάθμισμα για τις πρόσθετες δαπάνες που σχετίζονται με την αναπηρία και αποβλέπουν στη βελτίωση της κατάστασης της υγείας και των συνθηκών διαβίωσης των ατόμων με αναπηρίες. Ως εκ τούτου, αποσκοπούν, ουσιαστικά, να συμπληρώσουν τις παροχές ασθένειας. Το γεγονός ότι τα δυνάμει της ομοσπονδιακής νομοθεσίας χορηγούμενα επιδόματα ειδικής μέριμνας συνυπολογίζονται στις παροχές των κρατιδίων για τυφλούς και αναπήρους, αποδεικνύει επιπλέον, ότι αμφότερες οι παροχές καλύπτουν τον ίδιο κίνδυνο –ήτοι τον κίνδυνο πρόσθετων δαπανών που σχετίζονται με την ασθένεια– και δεν πρόκειται περί «συμπληρωματικής, αναπληρωματικής ή επικουρικής κάλυψης έναντι των κινδύνων».

    Αφετέρου, η κατάταξη μίας συγκεκριμένης παροχής βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας κράτους μέλους δεν καθορίζει κατά πόσο η παροχή αυτή πρέπει να θεωρείται ως παροχή κοινωνικής ασφάλισης, κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71.

    Επιπλέον, από ουσιαστικής απόψεως, η συγκεκριμένη νομοθεσία των κρατιδίων δεν συνιστά πρόσθετο πλεονέκτημα, το οποίο ισχύει σε περιφερειακή μόνον κλίμακα. Αντιθέτως, η παροχή αυτή εντάσσεται στο σύστημα κάλυψης του κινδύνου πρόσθετων δαπανών σε περίπτωση ασθένειας, το οποίο εγκαθιδρύθηκε σε ολόκληρη τη Γερμανία και, μέσω της αμοιβαίας αναγνώρισης, συνδέεται στενά με το ομοσπονδιακό δίκαιο.

    Εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι οι επίμαχες παροχές των κρατιδίων πρέπει να χαρακτηρισθούν ως παροχές ασθενείας και όχι ως ειδικές παροχές. Η κατάταξη των παροχών αυτών στο τμήμα ΙΙΙ του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 είναι επομένως απαράδεκτη, καθότι οι εν λόγω παροχές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

    Η προϋπόθεση κατοικίας που επιβάλλει η γερμανική νομοθεσία προσκρούει επίσης στον κανονισμό (ΕΟΚ) 1612/68, καθότι παρακωλύει τη λήψη των παροχών αυτών εκ μέρους των μεθοριακών εργαζομένων και των μελών της οικογένειάς τους.

    Το Δικαστήριο ρητώς επιβεβαίωσε ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά τη χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος από την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος του έχει την κατοικία του στο έδαφος αυτού του κράτους. Το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου ισχύει για όλα τα κοινωνικά πλεονεκτήματα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68.

    Η έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος» είναι πολύ ευρεία: περιλαμβάνει όχι μόνον τα πλεονεκτήματα, που συνδέονται με σύμβαση εργασίας, αλλά όλα τα πλεονεκτήματα, τα οποία κράτος μέλος παρέχει στους πολίτες του και επομένως και στους εργαζόμενους. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το γεγονός ότι η χορήγηση των επίμαχων παροχών δεν εξαρτάται ούτε από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, ούτε από τα οικονομικά μέσα του ενδιαφερόμενου ή της οικογένειάς του και, επομένως, πραγματοποιείται μόνον βάσει του κριτηρίου της κατοικίας στο συγκεκριμένο κρατίδιο, δεν δικαιολογεί τον μη συνυπολογισμό των συνεπειών εις βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι εργάζονται στη Γερμανία και κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος. Επομένως, ουδείς επαρκής λόγος συντρέχει, ούτως ώστε να μην καταταγούν οι παροχές αυτές στα κοινωνικά πλεονεκτήματα, κατά την έννοια του κανονισμού 1612/68.

    Οι απασχολούμενοι στη Γερμανία μεθοριακοί εργαζόμενοι και τα μέλη της οικογένειάς τους πρέπει επομένως να δικαιούνται τις παροχές, που κατά τη νομοθεσία των κρατιδίων χορηγούνται στους αναπήρους και του τυφλούς, ακόμα και εάν δεν κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος. Η προϋπόθεση να έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στο συγκεκριμένο κρατίδιο προσκρούει επομένως στον κανονισμό 1612/68.


    (1)  ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001 σ. 33

    (2)  ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001 σ. 73


    Top