Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CN0102

    Υπόθεση C-102/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Judecătoria Focșani (Ρουμανία) στις 24 Φεβρουαρίου 2010 — Frăsina Bejan κατά Tudorel Mușat

    ΕΕ C 113 της 1.5.2010, p. 30–31 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    1.5.2010   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 113/30


    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Judecătoria Focșani (Ρουμανία) στις 24 Φεβρουαρίου 2010 — Frăsina Bejan κατά Tudorel Mușat

    (Υπόθεση C-102/10)

    2010/C 113/47

    Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική

    Αιτούν δικαστήριο

    Judecătoria Focșani

    Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

    Ενάγουσα: Frăsina Bejan

    Εναγόμενος: Tudorel Mușat

    Προδικαστικά ερωτήματα

    1)

    Αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 169 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρου 153 ΕΚ) οι διατάξεις του άρθρου 401 του νόμου 136/1995 (1) και των άρθρων 1 έως 6, ιδίως των άρθρων 3 και 6, της πράξεως 3111/2004 της επιτροπής εποπτείας των ασφαλίσεων (Comisia de Supraveghere a Asigurărilor (2)), σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, του νόμου 136/1995;

    2)

    Εφόσον το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους προβλέπει ότι το πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία δεν δικαιούται αποζημιώσεως βάσει της συμβάσεως ασφαλίσεως της προκύπτουσας από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων αστικής ευθύνης στις ακόλουθες περιπτώσεις: το ατύχημα προκλήθηκε εκ προθέσεως, το ατύχημα προκλήθηκε κατά τον χρόνο τελέσεως πράξεων τις οποίες οι αφορώσες την κυκλοφορία στις δημόσιες οδούς νομικές διατάξεις κολάζουν ως εκ προθέσεως τελούμενες παραβάσεις, το ατύχημα προκλήθηκε κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο δράστης της εκ προθέσεως παραβάσεως επιδιώκει να διαφύγει των διώξεων, το ευθυνόμενο για τις ζημίες πρόσωπο οδηγούσε το όχημα χωρίς τη συναίνεση του ασφαλισμένου, λογίζονται οι ανωτέρω διατάξεις ως υπερβολικά περιοριστικές για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου (περί κοινωνικής προστασίας, ήτοι το γεγονός ότι πρέπει να κατοχυρώνεται στον ζημιωθέντα ότι δεν θα στερηθεί αποζημιώσεως για καταστροφή της περιουσίας του), υπερβαίνοντας ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξή του;

    3)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο υπό 2 ερώτημα, περιάγει ο επιβαλλόμενος περιορισμός τον ζημιωθέντα σε κατάσταση δυσμενέστερη εκείνης των πολιτών άλλων κρατών μελών της ΕΕ οι οποίοι δεν δικαιούνται αποζημιώσεως μόνο στις καταστάσεις όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτη, δεύτερη και τρίτη παύλα, της δεύτερης οδηγίας 84/5/ΕΟΚ (3) (δεύτερη οδηγία), για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων;

    4)

    Περιορίζουν την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών, όπως αυτές καθιερώνονται στα άρθρα 49 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 43 ΕΚ) και 56 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 49 ΕΚ), σε συνδυασμό με την οδηγία 92/49/ΕΟΚ (4) (τρίτη οδηγία) για την πρωτασφάλιση, οι προβλεπόμενες από την εθνική νομοθεσία σε παρόμοιες καταστάσεις εξαιρέσεις ως προς τον καλυπτόμενο από την ασφάλιση κίνδυνο;

    5)

    Σε περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους της ΕΕ προβλέπει ότι το θύμα τροχαίου ατυχήματος έχει τη δυνατότητα να αξιώσει από τον υπεύθυνο την απόδοση των οφειλομένων στην επιδιόρθωση ή, κατά περίπτωση, στην αντικατάσταση του οχήματος δαπανών, καθώς και τυχόν άλλων εξόδων, η απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση αποζημιώσεως του ζημιωθέντος κατόπιν τροχαίου ατυχήματος σε αρχικό στάδιο (ευθύς μετά την πρόκληση του ατυχήματος), ο οποίος ασφαλιστής έχει ακολούθως, ανάλογα με τον τρόπο επιλύσεως της διαφοράς και, ειδικότερα, ανάλογα με τον προσδιορισμό του υπεύθυνου για τη ζημία προσώπου, δικαίωμα αναγωγής προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχεία και αποτελεσματική ικανοποίηση των αιτημάτων περί αποζημιώσεως και να αποφευχθεί κατά το μέτρο του δυνατού δαπανηρή ένδικη διαδικασία, η οποία θα ήταν δυνατό να περιαγάγει τα μέρη σε αδυναμία να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας 2003/8/ΕΚ (5) και οι συστάσεις [του Συμβουλίου της Ευρώπης] R (81) 7 και (93) 1, η εν λόγω απαλλαγή μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική, αντικείμενη στις ίδιες τις αιτιολογικές σκέψεις όλων των οδηγιών σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων;

    6)

    Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο υπό 5 ερώτημα, αντίκειται μια τέτοια απάντηση στις διατάξεις της εικοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως (προοίμιο) της οδηγίας 2005/14/ΕΚ (6) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων;

    7)

    Είναι εν προκειμένω ο αποκλεισμός της ενάγουσας από την αποζημίωση με βάση τη σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων τέτοιας φύσεως ώστε να την περιάγει σε κατάσταση δυσμενούς διακρίσεως έναντι άλλων προσώπων τα οποία αποζημιώνονται ακόμη και αν ο υπεύθυνος της ζημίας παραμένει άγνωστος ή δεν υπήρξε ασφαλισμένος, λαμβανομένου υπόψη ότι η ενάγουσα συνήψε και υποχρεωτικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο, καλύπτον την αστική ευθύνη που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων, και προαιρετικό για καθόλου ευκαταφρόνητα ποσά και ότι τα αγαθά της ουδεμιάς τυγχάνουν προστασίας;

    8)

    Είναι ο εθνικός δικαστής αποκλειστικά αρμόδιος να αποφανθεί αν οργανισμός, όπως εν προκειμένω η ασφαλιστική εταιρία, πληροί τα κριτήρια τα οποία επιτρέπουν την έναντι αυτού επίκληση των επαγομένων άμεσα αποτελέσματα διατάξεων οδηγίας και, σε καταφατική περίπτωση, ποια είναι τα εφαρμοστέα υπό την έννοια αυτή κριτήρια;

    9)

    Είναι η μη μεταφορά εκ μέρους κράτους μέλους της ΕΕ στην εσωτερική έννομη τάξη του της οδηγίας 2005/14/ΕΚ (μολονότι η προθεσμία μεταφοράς της έληξε στις 11 Ιουνίου 2007), ειδικότερα δε των όσων διαλαμβάνουν οι αιτιολογικές σκέψεις είκοσι έως είκοσι δύο αυτής, τέτοιας φύσεως ώστε να ζημιώνει την ενάγουσα λόγω της προσβολής θεμελιώδους δικαιώματός της, ήτοι του σεβασμού των αγαθών της, μολονότι η ισχύουσα οδηγία 2009/103/ΕΚ (7) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου κατήργησε τις οδηγίες 72/166/ΕΟΚ, 84/5/ΕΟΚ, 90/232/ΕΟΚ, 2000/26/ΕΚ και 2005/14/ΕΚ (πρώτη έως και τέταρτη οδηγίες σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων), αν ληφθεί υπόψη ότι οι προαναφερθείσες κανονιστικές διατάξεις επαναλαμβάνονται στο σύνολό τους με τη νέα οδηγία ΕΚ, η οποία παρέχει μεγαλύτερη προστασία από εκείνη των καταργηθεισών διατάξεων όσον αφορά το δικαίωμα του προσώπου που υπέστη ζημία λόγω τροχαίου ατυχήματος;

    10)

    Δύναται ο εθνικός δικαστής να προτάξει αυτεπαγγέλτως την παραβίαση κοινοτικής διατάξεως και να ακυρώσει ρήτρα αποκλεισμού του καλυπτόμενου από την ασφάλιση κινδύνου σε περίπτωση κατά την οποία το ζημιούμενο πρόσωπο-καταναλωτής δεν είχε ενημερωθεί σχετικά με τις περιπτώσεις αποκλεισμού (καταστάσεις όπου δεν ενεργοποιείται η ασφάλιση, σε αντίθεση προς τις διατάξεις της οδηγίας 2005/14/ΕΚ), καθώς και σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρία επέβαλε και επιπρόσθετους αποκλεισμούς πέραν των προβλεπόμενων βάσει του νόμου-πλαισίου περί ασφαλίσεων, ήτοι του νόμου 136/1995, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος δεν επικαλέστηκε ενώπιον του δικαστή την εν λόγω ακυρότητα, και μολονότι η εθνική νομοθεσία μετέφερε τις διατάξεις της οδηγίας 93/13/ΕΚ (8) στην εσωτερική έννομη τάξη με τον νόμο 193/2000 (9);


    (1)  Νόμος 136/1995 σχετικά με τις ασφαλίσεις και αντασφαλίσεις στη Ρουμανία (Monitorul Oficial αριθ. 303 της 30.12.1995).

    (2)  Πράξη αριθ. 3111/2004 της επιτροπής εποπτείας των ασφαλίσεων (Monitorul Oficial αριθ. 1243 της 23.12.2004).

    (3)  Δεύτερη οδηγία του Συμβουλίου, της 30ής Δεκεμβρίου 1983, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ L 8 της 11.1.1984, σ. 17).

    (4)  Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ L 228, σ. 1).

    (5)  Οδηγία 2002/8/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, για βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη επί διασυνοριακών διαφορών μέσω της θέσπισης στοιχειωδών κοινών κανόνων σχετικά με το ευεργέτημα πενίας στις διαφορές αυτές (ΕΕ L 26, σ. 41).

    (6)  Οδηγία 2005/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τροποποίηση των οδηγιών 72/166/ΕΟΚ, 84/5/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ και 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων (ΕΕ L 149, σ. 14).

    (7)  Οδηγία 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (ΕΕ L 263, σ. 11).

    (8)  Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29).

    (9)  Νόμος 193/2000 περί των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτουν οι επαγγελματίες έμποροι με τους καταναλωτές (Monitorul Oficial, μέρος I, αριθ. 560 της 10.11.2000), όπως συμπληρώθηκε με τον νόμο 363/2007 περί καταπολεμήσεως των ανορθόδοξων πρακτικών των επαγγελματιών εμπόρων έναντι των καταναλωτών και περί εναρμονίσεως της κανονιστικής ρυθμίσεως προς την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί προστασίας των καταναλωτών (Monitorul Oficial, μέρος Ι, αριθ. 899 της 28.12.2007).


    Top