EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CJ0401

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Ιουνίου 2011.
Ευρωπαϊκή Δυναμική - Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Αίτηση αναιρέσεως - Παραδεκτό - Πληρεξούσιο - Κοινοπραξία - Δημόσιες συμβάσεις - Διαδικασία με διαπραγμάτευση - Υπηρεσίες παροχής συμβουλών και αναπτύξεως στον τομέα της πληροφορικής - Απόρριψη της προσφοράς - Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου - Έννομο συμφέρον - Λόγος απορρίψεως - Άδεια προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο - Υποχρέωση αιτιολογήσεως.
Υπόθεση C-401/09 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-04911

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2011:370

Υπόθεση C-401/09 P

Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Αίτηση αναιρέσεως – Παραδεκτό – Πληρεξούσιο – Κοινοπραξία – Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασία με διαπραγμάτευση – Υπηρεσίες παροχής συμβουλών και αναπτύξεως στον τομέα της πληροφορικής – Απόρριψη της προσφοράς – Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου – Έννομο συμφέρον – Λόγος αποκλεισμού – Άδεια προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Διαδικασία – Ένσταση απαραδέκτου – Υποχρέωση προβολής ενστάσεως με χωριστό δικόγραφο – Όρια

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 114)

2.        Αναίρεση – Έννομο συμφέρον – Προϋπόθεση – Αναίρεση δυνάμενη να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε – Περιεχόμενο

3.        Αναίρεση – Λόγοι – Απλή επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου – Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο – Απαράδεκτο

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

1.        Το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ουδόλως απαιτεί την προβολή των ενστάσεων απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο. Αντιθέτως, η προβολή τέτοιας ενστάσεως με χωριστό δικόγραφο είναι υποχρεωτική μόνον όταν ο διάδικος που προβάλλει την ένσταση ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του παραδεκτού χωρίς να εισέλθει στην ουσία.

Επομένως, μπορεί να προβληθεί ένσταση απαραδέκτου με το υπόμνημα αντικρούσεως και να εξετασθεί από το Γενικό Δικαστήριο, οσάκις τούτο αποφαίνεται επί της προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 43-45)

2.        Ο προσφεύγων δεν είναι δυνατό να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση αποφάσεως, η οποία θεωρείται ήδη δεδομένο ότι πρόκειται να επιβεβαιωθεί. Περαιτέρω, λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμος, οσάκις η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως για τον λόγο αυτό δεν δύναται να ικανοποιήσει τα αιτήματα του προσφεύγοντος. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει, μετά την απόρριψη λόγου ακυρώσεως, ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων, δεδομένου ότι δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τα αιτήματά του στο πλαίσιο της προσφυγής του.

(βλ. σκέψεις 49-50)

3.        Η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν ικανοποιεί την επιταγή αυτή αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς καν να περιέχει επιχειρηματολογία που να έχει ειδικά ως σκοπό να προσδιορίσει το νομικό σφάλμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, περιορίζεται να επαναλάβει τα επιχειρήματα που ήδη προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, ένας τέτοιος λόγος αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτημα απλώς και μόνον επανεξετάσεως του προβληθέντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγου ακυρώσεως, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Επιπλέον, η απλή αφηρημένη έκθεση λόγου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία δεν επιρρωννύεται από κάποια πιο συγκεκριμένη ένδειξη, δεν αρκεί για την πλήρωση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της εν λόγω αναιρέσεως. Τούτο ισχύει οσάκις ο λόγος αναιρέσεως αρκείται σε απλή αναφορά διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, χωρίς να αποδεικνύει τη δυνατότητα εφαρμογής τους εν προκειμένω και τους λόγους για τους οποίους υπάρχει παράβαση των διατάξεων αυτών.

(βλ. σκέψεις 55, 61)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 9ης Ιουνίου 2011 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Παραδεκτό – Πληρεξούσιο – Κοινοπραξία – Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασία με διαπραγμάτευση – Υπηρεσίες παροχής συμβουλών και αναπτύξεως στον τομέα της πληροφορικής – Απόρριψη της προσφοράς – Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου – Έννομο συμφέρον – Λόγος απορρίψεως – Άδεια προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση C‑401/09 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2009,

Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον N. Kορογιαννάκη, δικηγόρο,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενη από τους F. von Lindeiner και G. Gruber, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, D. Šváby, R. Silva de Lapuerta, E. Juhász (εισηγητή) και J. Malenovský, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ (στο εξής: Ευρωπαϊκή Δυναμική) ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 2ας Ιουλίου 2009, T-279/06, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΚΤ (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της για την ακύρωση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) περί μη αποδοχής της προσφοράς της στο πλαίσιο της διαδικασίας με διαπραγμάτευση με αντικείμενο υπηρεσίες παροχής συμβουλών και αναπτύξεως στον τομέα της πληροφορικής και περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως στους επιλεγέντες υποψηφίους.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 19 Ιουλίου 2005 η ΕΚΤ δημοσίευσε προκήρυξη διαγωνισμού στο συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ S 137) σχετικά με διαδικασία με διαπραγμάτευση με αντικείμενο υπηρεσίες παροχής συμβουλών και αναπτύξεως στον τομέα της πληροφορικής, κατόπιν προεπιλογής των κατάλληλων υποψηφίων. Αυτή η διαδικασία με διαπραγμάτευση είχε αντικείμενο την επιλογή δύο αναδόχων για την παροχή υπηρεσιών προς την ΕΚΤ κατ’ εκτέλεση συμβάσεων-πλαισίων.

3        Στις 29 Αυγούστου 2005, η Ευρωπαϊκή Δυναμική υπέβαλε προσφορά για λογαριασμό της κοινοπραξίας E2Bank, η οποία απαρτιζόταν από την ίδια και την εταιρία Engineering Ingegneria Informatica SpA. Η επιτροπή αναθέσεως της ΕΚΤ επέλεξε μεταξύ των 23 υποψηφίων που υπέβαλαν προσφορά, 7 υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και την κοινοπραξία αυτή.

4        Στις 22 Δεκεμβρίου 2005, η ΕΚΤ γνωστοποίησε στους επιλεγέντες υποψηφίους τη συγγραφή υποχρεώσεων και τους κάλεσε να υποβάλουν τις προσφορές τους. Η εν λόγω συγγραφή υποχρεώσεων περιλάμβανε πρόσκληση υποβολής προσφορών και πέντε παραρτήματα, μεταξύ των οποίων σχέδιο της συμβάσεως-πλαισίου.

5        Το σημείο 2.4 του παραρτήματος 3 της προσκλήσεως υποβολής προσφορών προέβλεπε υποχρέωση των υποψηφίων να λάβουν άδεια δυνάμει του γερμανικού νόμου περί διαθέσεως έκτακτου προσωπικού (Arbeitnehmerüberlassungsgesetz, στο εξής: AÜG) και επισήμαινε ότι οι υποψήφιοι όφειλαν να δηλώσουν ότι δεσμεύονται να έχουν λάβει την άδεια διαθέσεως εκτάκτου προσωπικού (Arbeitnehmerüberlassungsgenehmigung, στο εξής: προβλεπόμενη άδεια) κατά τον χρόνο υπογραφής της συμβάσεως.

6        Στην ΕΚΤ περιήλθαν εμπροθέσμως πέντε προσφορές, μεταξύ των οποίων και της κοινοπραξίας E2Bank. Η προσφορά αυτή, η οποία κρίθηκε πλήρης, περιλάμβανε μεταξύ άλλων επίσημη δέσμευση των δύο μελών της κοινοπραξίας E2Bank για απόκτηση της προβλεπόμενης άδειας προ της υπογραφής της συμβάσεως. Προς απόδειξη της δεσμεύσεως αυτής, προσκόμισαν αντίγραφο δύο αιτήσεων για την έκδοση της άδειας, οι οποίες είχαν υποβληθεί στις 3 και 6 Φεβρουαρίου 2006 ενώπιον των αρμόδιων γερμανικών αρχών.

7        Κατόπιν της αξιολογήσεως των προσφορών, η επιτροπή αναθέσεως της ΕΚΤ αποφάσισε να απευθύνει πρόσκληση για διαπραγμάτευση στους τρεις πρώτους κατά σειράν υποψηφίους. Η κοινοπραξία E2Bank είχε καταταχθεί στην τέταρτη θέση.

8        Κατόπιν διαπραγματεύσεων κατά τον μήνα Απρίλιο του 2006, η εν λόγω επιτροπή αναθέσεως αποφάσισε να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις μόνο με δύο υποψηφίους, καθώς ο τρίτος υποψήφιος, εγκατεστημένος στην Ινδία, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στην προϋπόθεση που έθετε η ΕΚΤ σχετικά με τη λήψη της προβλεπόμενης άδειας. Οι διεξαχθείσες με τους δύο επιλεγέντες υποψηφίους διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 2006.

9        Με έγγραφο της 11ης Ιουλίου 2006, η Ευρωπαϊκή Δυναμική αμφισβήτησε τη νομιμότητα της διαδικασίας αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι η υποχρέωση κατοχής της προβλεπόμενης άδειας εισήγαγε διακρίσεις εις βάρος των υποψηφίων με έδρα εκτός της Γερμανίας.

10      Μετά την ενημέρωσή της, με έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2006 σχετικά με την απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου των δύο συμβάσεων-πλαισίων στους δύο επιλεγέντες υποψηφίους, η Ευρωπαϊκή Δυναμική με έγγραφο της 1ης Αυγούστου 2006 ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την αξιολόγηση των προσφορών, ζήτησε από την ΕΚΤ να επανεξετάσει την απόφασή της και δήλωσε την πρόθεσή της να προσφύγει ενώπιον του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής της. Η επιτροπή αναθέσεως της ΕΚΤ έκρινε ότι το έγγραφο αυτό αποτελούσε τυπική προσφυγή και την υπέβαλε στο όργανο προσφυγών της ΕΚΤ, το οποίο, με έγγραφο της 18ης Αυγούστου 2006, ενημέρωσε την Ευρωπαϊκή Δυναμική για την απόρριψη της προσφυγής αυτής.

 Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

11      Στις 9 Οκτωβρίου 2006, η Ευρωπαϊκή Δυναμική άσκησε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου προς ακύρωση των αποφάσεων της ΕΚΤ περί μη αποδοχής της προσφοράς της και αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως στους επιλεγέντες υποψηφίους. Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ευρωπαϊκή Δυναμική προέβαλε οκτώ λόγους ακυρώσεως.

12      Αφού απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η ΕΚΤ θεμελιούμενη σε προβαλλόμενη έλλειψη εννόμου συμφέροντος της νυν αναιρεσείουσας, το Πρωτοδικείο εξέτασε, πρώτον, τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε τον παράνομο χαρακτήρα της προϋποθέσεως να έχουν λάβει οι υποψήφιοι την προβλεπόμενη άδεια.

13      Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, η Ευρωπαϊκή Δυναμική προσήπτε στην ΕΚΤ ότι αυθαιρέτως προέβλεψε την απαίτηση αυτή και ότι ευνόησε τους παρέχοντες υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένοι στη Γερμανία.

14      Με το δεύτερο σκέλος του όγδοου λόγου ακυρώσεως, η Ευρωπαϊκή Δυναμική υποστήριζε ότι, κατά τον AÜG, η προβλεπόμενη άδεια χορηγείται σε αλλοδαπές επιχειρήσεις μόνο εφόσον διαθέτουν, στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένες, άδεια για τη διάθεση έκτακτου προσωπικού. Σύμφωνα, όμως, με την ελληνική νομοθεσία, τέτοια άδεια χορηγείται μόνο σε επιχειρήσεις που ασκούν αποκλειστικά δραστηριότητα διαθέσεως έκτακτου προσωπικού. Επομένως, δεν θα μπορούσε να λάβει την άδεια αυτή στην Ελλάδα και, ως εκ τούτου, να αξιοποιήσει την προβλεπόμενη άδεια.

15      Με το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού, η Ευρωπαϊκή Δυναμική υποστήριζε ότι η απαίτηση κατά την οποία οι υποψήφιοι έπρεπε να διαθέτουν την προβλεπόμενη άδεια είναι αντίθετη προς τις ρυθμίσεις της Ένωσης σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις και συνιστά, συνεπώς, προσβολή της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών κατά το άρθρο 49 ΕΚ.

16      Με το τέταρτο σκέλος του λόγου αυτού, η Ευρωπαϊκή Δυναμική υποστήριζε ότι η εν λόγω απαίτηση εισάγει διακρίσεις και συνιστά παραβίαση της αρχής της διαφάνειας.

17      Το Πρωτοδικείο επισήμανε, κατ’ αρχάς, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη ότι η ΕΚΤ, όπως και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, διαθέτει σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να ληφθεί απόφαση συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και ότι ο έλεγχός του πρέπει να περιορίζεται στο αν υφίσταται σοβαρή και πρόδηλη πλάνη.

18      Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του όγδοου λόγου ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, κατ’ αρχάς, ότι η Ευρωπαϊκή Δυναμική δεν αμφισβητούσε ούτε τη νομιμότητα της ρήτρας κατά την οποία η σύμβαση πλαίσιο διεπόταν από το γερμανικό δίκαιο ούτε την υπαγωγή των διαφορών εκ της συμβατικής σχέσεως μεταξύ της ΕΚΤ και του αντισυμβαλλομένου της στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Amtsgericht/Landgericht Frankfurt am Main. Ακολούθως, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι η παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση συμβάσεως-πλαισίου απαιτούσε την κατ’ επάγγελμα διάθεση εργαζομένων στην ΕΚΤ, γεγονός που προϋπέθετε την κατοχή της προβλεπόμενης άδειας από τον αντισυμβαλλόμενο. Υπενθύμισε, επίσης, ότι κατά τη νομολογία του Bundesarbeitsgericht, το πεδίο εφαρμογής της κατά τον AÜG απαιτήσεως δεν περιορίζεται σε γραφεία ευρέσεως προσωρινής εργασίας, αλλά ισχύει επίσης και για εταιρίες του τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής οι οποίες αποσπούν το προσωπικό τους σε άλλες εταιρίες. Τέλος, ως προς το επιχείρημα ότι, κατά τη σύναψη τον μήνα Μάιο του 2006 συμβάσεως για τη διάθεση στην ΕΚΤ πραγματογνώμονα, δεν είχε απαιτηθεί οιαδήποτε άδεια, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ενδεχόμενη προηγούμενη παράβαση του AÜG εκ μέρους της ΕΚΤ δεν απέκλειε την ορθή εφαρμογή του νόμου αυτού στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας με διαπραγμάτευση.

19      Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η ΕΚΤ δεν είχε υποπέσει σε πλάνη κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του AÜG εκτιμώντας ότι η παροχή των επίμαχων υπηρεσιών προϋπέθετε υποχρεωτικώς την κατοχή της προβλεπόμενης άδειας και ότι η ΕΚΤ, προβλέποντας αυτή την απαίτηση, δεν ενήργησε αυθαιρέτως ούτε ευνόησε τους εγκατεστημένους στη Γερμανία υποψηφίους. Κατά συνέπεια, αποφάνθηκε ότι το πρώτο σκέλος του όγδοου λόγου ήταν προδήλως αβάσιμο.

20      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του όγδοου λόγου ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, δεν είναι αρμόδιο να εξετάζει αν η αλληλεπίδραση δύο εθνικών δικαίων αποτελεί στην πραγματικότητα εμπόδιο, απαγορευόμενο από το άρθρο 49 ΕΚ, στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι, για την αμφισβήτηση του συμβατού προς το κοινοτικό δίκαιο της αποφάσεως για την απόρριψη χορηγήσεως της προβλεπόμενης άδειας, η Ευρωπαϊκή Δυναμική θα μπορούσε να προσφύγει ενώπιον του εθνικού δικαστή ασκώντας προσφυγή ακυρώσεως κατά των αποφάσεων των οικείων εθνικών αρχών. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι το δεύτερο σκέλος του όγδοου λόγου ακυρώσεως ήταν προδήλως απαράδεκτο.

21      Ως προς το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού, αφού κατ’ αρχάς υπενθύμισε ότι η Ευρωπαϊκή Δυναμική δεν είχε επικαλεστεί κανόνα δικαίου βάσει του οποίου η ΕΚΤ θα μπορούσε να αποφύγει εν προκειμένω την εφαρμογή του γερμανικού δικαίου και ότι οι οργανισμοί υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι οι όροι που προβλέπονται σε έγγραφα σχετικά με δημόσιες συμβάσεις δεν ενθαρρύνουν τους εν δυνάμει υποψηφίους να παραβαίνουν την εφαρμοστέα στη δραστηριότητα που ασκούν εθνική νομοθεσία, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να προσαφθεί στην ΕΚΤ ότι εφάρμοσε διατάξεις του γερμανικού δικαίου.

22      Ακολούθως, το Πρωτοδικείο τόνισε ότι, κατά το μέρος που η Ευρωπαϊκή Δυναμική υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ δεν έπρεπε να απαιτήσει την προβλεπόμενη άδεια, η επιχείρηση αυτή στην πραγματικότητα αμφισβητεί το συμβατό του AÜG προς το άρθρο 49 ΕΚ, καθώς και προς τις οδηγίες 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ 1997, L 18, σ. 1), και 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114). Προκειμένου, όμως, να ελεγχθεί η νομιμότητα εθνικής νομοθεσίας από απόψεως κοινοτικού δικαίου, η Ευρωπαϊκή Δυναμική όφειλε να είχε ασκήσει προσφυγή ενώπιον του εθνικού δικαστή, ο οποίος θα μπορούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα.

23      Τέλος, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι η Ευρωπαϊκή Δυναμική δεν μπορούσε βασίμως να στηρίζεται στη νομολογία την οποία επικαλούνταν. Υπενθύμισε συναφώς ότι, αφενός, στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 31/87, Beentjes (Συλλογή 1988, σ. 4635), η αναθέτουσα αρχή είχε λάβει υπόψη πρόσθετο κριτήριο το οποίο δεν επέβαλε η εθνική νομοθεσία και ότι, αφετέρου, η απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-290/04, FKP Scorpio Konzertproduktionen (Συλλογή 2006, σ. I‑9461), αφορούσε προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το συμβατό διατάξεων του εθνικού προς το κοινοτικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο απέρριψε το τρίτο σκέλος του όγδοου λόγου ακυρώσεως ως εν μέρει προδήλως αβάσιμο και εν μέρει προδήλως απαράδεκτο.

24      Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος του λόγου αυτού, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, καθόσον ο όρος κατά τον οποίο οι υποψήφιοι έπρεπε να διαθέτουν την προβλεπόμενη άδεια περιλαμβανόταν σαφώς σε πλήθος εγγράφων σχετικών με τη διαδικασία διαπραγματεύσεως και η Ευρωπαϊκή Δυναμική δεν είχε αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της επίδικης απαιτήσεως, η απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2003, C-421/01, Traunfellner (Συλλογή 2003, σ. I‑11941), η οποία αφορά την αρχή της διαφάνειας και την υποχρέωση αναφοράς των ελάχιστων όρων στη συγγραφή υποχρεώσεων, ήταν παντελώς αλυσιτελής για την επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς.

25      Ως προς τις αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C‑470/99, Universale-Bau κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I‑11617), και της 9ης Φεβρουαρίου 2006, C‑226/04 και C-228/04, La Cascina κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑1347), το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι, κατά την πρώτη από τις αποφάσεις αυτές, η διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως πρέπει να τηρεί, σε όλα τα στάδιά της, και ιδίως κατά το στάδιο της επιλογής των υποψηφίων σε κλειστή διαδικασία, τόσο την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των εν δυνάμει υποψηφίων όσο και την αρχή της διαφάνειας. Επισήμανε ότι η δεύτερη των αποφάσεων αυτών αφορά προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το συμβατό διατάξεων του εθνικού δικαίου προς το κοινοτικό δίκαιο, ιδίως όσον αφορά τις αρχές περί μη διακρίσεως και περί διαφάνειας.

26      Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Ευρωπαϊκή Δυναμική δεν μπορούσε βασίμως να υποστηρίζει ότι δεν είχε ενημερωθεί επαρκώς σχετικά με την επίδικη απαίτηση και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να επικαλεστεί λυσιτελώς παραβίαση της αρχής της διαφάνειας. Όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής περί απαγορεύσεως των διακρίσεων, υπογράμμισε ότι η εν λόγω απαίτηση αφορούσε όλους τους υποψηφίους. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο απέρριψε το τέταρτο σκέλος του όγδοου λόγου ακυρώσεως ως εν μέρει προδήλως αβάσιμο και εν μέρει προδήλως απαράδεκτο.

27      Συνεπώς, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον όγδοο λόγο ακυρώσεως ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτο και εν μέρει προδήλως αβάσιμο.

28      Το Πρωτοδικείο απέρριψε τους πρώτους επτά λόγους ακυρώσεως ως προδήλως απαράδεκτους.

29      Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε, αφενός, ότι η Ευρωπαϊκή Δυναμική δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι το αναγκαίο κριτήριο που προέβλεπαν τα έγγραφα σχετικά με την επίμαχη διαδικασία με διαπραγμάτευση, κατά το οποίο οι υποψήφιοι όφειλαν να διαθέτουν την προβλεπόμενη άδεια, ήταν παράνομο και, αφετέρου, ότι η εταιρία αυτή είχε ρητώς αναγνωρίσει με τα υπομνήματά της ότι δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να λάβει την προβλεπόμενη άδεια στη Γερμανία. Έτσι, κατά το Πρωτοδικείο, η Ευρωπαϊκή Δυναμική δεν μπορούσε να αντλήσει κανένα όφελος από το γεγονός ότι ένας ή περισσότεροι από τους πρώτους επτά λόγους θα μπορούσαν ενδεχομένως να κριθούν βάσιμοι. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν οι αποφάσεις για την απόρριψη της προσφοράς της και την ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως σε άλλους υποψηφίους έπρεπε να ακυρωθούν για τους συγκεκριμένους λόγους, γεγονός παρέμενε ότι η Ευρωπαϊκή Δυναμική δεν κατόρθωσε να αποδείξει τον παράνομο χαρακτήρα του προβληθέντος από την ΕΚΤ λόγου απορρίψεως και, ως εκ τούτου, η ΕΚΤ μπορούσε να αντικαταστήσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις μόνο με νέα απόφαση απορριπτική της προσφοράς της Ευρωπαϊκής Δυναμικής για τον λόγο αυτό απορρίψεως.

30      Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι ο προσφεύγων δεν είναι δυνατόν να έχει κανένα έννομο συμφέρον για την ακύρωση αποφάσεως η οποία θεωρείται ήδη δεδομένο ότι πρόκειται να επιβεβαιωθεί. Διαπίστωσε ως εκ τούτου ότι η Ευρωπαϊκή Δυναμική, κατόπιν της απορρίψεως του όγδοου λόγου της προσφυγής της, δεν είχε έννομο συμφέρον να επικαλεστεί άλλους λόγους προς ακύρωση των αποφάσεων περί απορρίψεως της προσφοράς της και αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως σε άλλους υποψηφίους. Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, επίσης, ότι λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος, όταν, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως για τον λόγο αυτό δεν δύναται να ικανοποιήσει τα αιτήματα του προσφεύγοντος.

31      Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη.

 Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

32      Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Δυναμική, ενεργώντας για λογαριασμό της κοινοπραξίας E2Bank, ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

–        να ακυρώσει τις πράξεις με τις οποίες η ΕΚΤ απέκλεισε την κοινοπραξία E2Bank από τη διαδικασία και ανέθεσε τη σύμβαση σε άλλον υποψήφιο· και

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων της ενώπιον του Πρωτοδικείου δίκης.

33      Η ΕΚΤ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

34      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη στο μέτρο που ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της κοινοπραξίας E2Bank χωρίς να καταρτισθεί πληρεξούσιο προς τούτο. Επισημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Δυναμική είχε ασκήσει την προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου στο όνομα και για λογαριασμό της κοινοπραξίας αυτής και ότι είχε επισυνάψει στην προσφυγή αυτή πληρεξούσιο υπογεγραμμένο από εκπρόσωπο της Engineering Ingegneria Informatica SpA, της εταιρίας που συμμετείχε στην εν λόγω κοινοπραξία, πλην όμως το αντικείμενο αυτού του πληρεξουσίου περιοριζόταν στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και δεν παρείχε εντολή στον πληρεξούσιο να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου.

35      Η Ευρωπαϊκή Δυναμική υποστηρίζει ότι η τελευταία παράγραφος του πληρεξουσίου αυτού δεν περιορίζεται στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου αλλά περιλαμβάνει την εξάντληση όλων των ενδεχόμενων νομικών μέσων.

36      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι, ασφαλώς, δυνάμει της πρώτης παραγράφου του εν λόγω πληρεξουσίου, η Ευρωπαϊκή Δυναμική εξουσιοδοτείται να προβεί σε όλες τις αναγκαίες νομικές πράξεις για λογαριασμό της κοινοπραξίας E2Bank ενώπιον του Πρωτοδικείου.

37      Η δεύτερη, όμως, παράγραφος του ίδιου πληρεξουσίου διευκρινίζει ότι θα παραμείνει εν ισχύ καθόλο το αναγκαίο διάστημα ωσότου ολοκληρωθούν όλες οι νομικές διαδικασίες, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις.

38      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το επίμαχο πληρεξούσιο πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτει και την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου.

39      Ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

40      Προς θεμελίωση της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Δυναμική προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά παράβαση του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου]

41      Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Δυναμική υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 114 του Κανονισμού του Διαδικασίας, κρίνοντας παραδεκτή την ένσταση απαραδέκτου της ΕΚΤ, μολονότι δεν προβλήθηκε με χωριστό δικόγραφο.

42      Η ΕΚΤ εκτιμά ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του νυν Γενικού Δικαστηρίου επιβάλλει να προβάλλεται ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο μόνον όταν ζητείται από το νυν Γενικό Δικαστήριο να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως.

43      Συναφώς, επιβάλλεται προκαταρκτικώς η διαπίστωση ότι το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ουδόλως απαιτεί την προβολή των ενστάσεων απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο.

44      Αντιθέτως, η προβολή τέτοιας ενστάσεως με χωριστό δικόγραφο είναι υποχρεωτική μόνον όταν ο διάδικος που προβάλλει την ένσταση ζητεί από το δικαστήριο να αποφανθεί επί του παραδεκτού χωρίς να εισέλθει στην ουσία.

45      Επομένως, μπορεί να προβληθεί ένσταση απαραδέκτου με το υπόμνημα αντικρούσεως και να εξετασθεί, από το νυν Γενικό Δικαστήριο, οσάκις τούτο αποφαίνεται επί της προσφυγής.

46      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αφορά εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων περί εννόμου συμφέροντος

47      Με τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Δυναμική υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να είχε εξετάσει τους επτά πρώτους λόγους ακυρώσεως ακόμα και μετά την απόρριψη του όγδοου λόγου και ότι εσφαλμένως έκρινε ότι δεν υπήρχε πλέον έννομο συμφέρον της νυν αναιρεσείουσας. Εκτιμά ότι η έννοια του εννόμου συμφέροντος πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς όπως προκύπτει τόσο από τη νομολογία του Δικαστηρίου όσο και από τις διατάξεις της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ L 395, σ. 33).

48      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι έλλειψη εννόμου συμφέροντος πρέπει να διαπιστώνεται οσάκις η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν δύναται να ικανοποιήσει τα αιτήματα του προσφεύγοντος. Εκτιμά ότι, αφής στιγμής απορρίφθηκε ο όγδοος λόγους προσφυγής, ορθώς το Πρωτοδικείο απέρριψε τους επτά πρώτους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η Ευρωπαϊκή Δυναμική ενώπιόν του, δεδομένου ότι, ακόμη και αν αυτοί ήταν βάσιμοι, η σύμβαση δεν θα μπορούσε να ανατεθεί στην κοινοπραξία E2Bank, διότι δεν διέθετε την προβλεπόμενη άδεια ούτε μπορούσε εν πάση περιπτώσει να την λάβει.

49      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι ορθώς το Πρωτοδικείο, στηριζόμενο στη νομολογία του Δικαστηρίου, επισήμανε, αφενός, ότι ο προσφεύγων δεν είναι δυνατό να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση αποφάσεως, η οποία θεωρείται ήδη δεδομένο ότι πρόκειται να επιβεβαιωθεί (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 20ής Μαΐου 1987, 432/85, Σουνά κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 2229, σκέψη 20) και, αφετέρου, ότι λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμος, οσάκις η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως για τον λόγο αυτό δεν δύναται να ικανοποιήσει τα αιτήματα του προσφεύγοντος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1973, 37/72, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 503, σκέψεις 2 έως 8).

50      Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε, μετά την απόρριψη του όγδοου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Ευρωπαϊκή Δυναμική, ότι παρείλκε η εξέταση των λοιπών επτά λόγων ακυρώσεως, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν τα αιτήματα της νυν αναιρεσείουσας στο πλαίσιο της προσφυγής της.

51      Ως προς το επιχείρημα της Ευρωπαϊκής Δυναμικής κατά το οποίο διατηρούσε εν πάση περιπτώσει έννομο συμφέρον για την εξέταση των επτά πρώτων λόγων προσφυγής, εφόσον θα μπορούσε να λάβει την προβλεπόμενη άδεια, ενδεχομένως συνιστώντας θυγατρική εγκατεστημένη στη Γερμανία, επισημαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Δυναμική δεν επικαλέστηκε τέτοιο ενδεχόμενο ενώπιον του Πρωτοδικείου. Αν της επιτρεπόταν να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου επιχείρημα το οποίο δεν είχε προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου, θα σήμαινε ότι θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Πρωτοδικείο. Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε σε σχέση με τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως (βλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C-514/07 P, C-528/07 P και C-532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 126 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το επιχείρημα αυτό, είναι, επομένως, απαράδεκτο.

52      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως που αφορά τον μη αναγκαστικό χαρακτήρα της προβλεπόμενης άδειας

53      Με τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Δυναμική υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως έκρινε ότι η κατοχή από τους υποψηφίους της προβλεπόμενης άδειας ήταν υποχρεωτική. Προσθέτει ότι το γερμανικό δίκαιο δεν απαιτούσε εν προκειμένω τέτοια άδεια και ότι είχε συνάψει και άλλες συμβάσεις με την ΕΚΤ χωρίς να διαθέτει την άδεια αυτή. Προβάλλει, επίσης, ότι το γεγονός ότι η ΕΚΤ απαίτησε την άδεια αυτή αντιτίθεται στο δίκαιο της Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις, καθώς και στο άρθρο 49 ΕΚ.

54      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι δεν προέβλεψε η ίδια την υποχρέωση των υποψηφίων να διαθέτουν την προβλεπόμενη άδεια, αλλά ότι η κατοχή της άδειας αυτής συνιστά αναγκαστικού χαρακτήρα προϋπόθεση κατά το γερμανικό δίκαιο.

55      Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως του νυν Γενικού Δικαστηρίου της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C-425/07 P, ΑΕΠΙ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I-3205, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Δεν ικανοποιεί την επιταγή αυτή αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς καν να περιέχει επιχειρηματολογία που να έχει ειδικά ως σκοπό να προσδιορίσει το νομικό σφάλμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, περιορίζεται να επαναλάβει τα επιχειρήματα που ήδη προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, ένας τέτοιος λόγος αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτημα απλώς και μόνον επανεξετάσεως του προβληθέντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγου ακυρώσεως, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, C-131/03 P, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-7795, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 52 έως 94 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως και 12 έως 27 τη παρούσας αποφάσεως, εξέτασε ενδελεχώς τον φερόμενο παράνομο χαρακτήρα της απαιτήσεως για κατοχή από τους υποψηφίους της προβλεπόμενης άδειας.

57      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι επικρίσεις της Ευρωπαϊκής Δυναμικής στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου αναιρέσεως δεν αφορούν συγκεκριμένα στοιχεία του σκεπτικού του Πρωτοδικείου στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη σχετικά με την απόρριψη του όγδοου προβληθέντος ενώπιόν του λόγου. Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, ο οποίος, όπως ανέφερε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 57 των προτάσεών του, επαναλαμβάνει κατ’ ουσία τον συγκεκριμένο όγδοο λόγο, η Ευρωπαϊκή Δυναμική επαναλαμβάνει ουσιαστικώς τις επικρίσεις που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου κατά της αποφάσεως της ΕΚΤ, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα έγγραφα σχετικά με την επίμαχη σύμβαση, να επιβάλει εν προκειμένω στους υποψηφίους την υποχρέωση κατοχής της προβλεπόμενης άδειας.

58      Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

59      Με τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Δυναμική υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν εφήρμοσε εκείνες τις διατάξεις που θα το οδηγούσαν στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι, εν πάση περιπτώσει, η ΕΚΤ δεν προέβαλε βάσιμους δικαιολογητικούς λόγους ούτε επαρκή στοιχεία προς θεμελίωση της αποφάσεως αυτής. Παραπέμποντας με την κεφαλίδα του λόγου αυτού στα άρθρα 253 ΕΚ, 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1), 100, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), και 149, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 357, σ. 1), διαφαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Δυναμική προβάλλει, περαιτέρω, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη παρέβη τις συγκεκριμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

60      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και, επικουρικώς, αβάσιμος.

61      Πρώτον, ως προς τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επικαλείται η Ευρωπαϊκή Δυναμική στο πλαίσιο του υπό εξέταση λόγου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αναιρεσείουσα αρκείται σε απλή αναφορά τους, χωρίς να αποδείξει τη δυνατότητα εφαρμογής τους εν προκειμένω και τους λόγους για τους οποίους η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη παρέβη τις διατάξεις αυτές. Πλην όμως από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η απλή αφηρημένη έκθεση λόγου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία δεν επιρρωννύεται από κάποια πιο συγκεκριμένη ένδειξη, δεν αρκεί για την πλήρωση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως της εν λόγω αναιρέσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις της 29ης Νοεμβρίου 2007, C-107/07 P, Weber κατά Επιτροπής, σκέψεις 24 και 25, καθώς και της 10ης Φεβρουαρίου 2009, C-290/08 P, Correia de Matos κατά Επιτροπής, σκέψεις 18 και 19).

62      Δεύτερον, ως προς τα λοιπά επιχειρήματα της Ευρωπαϊκής Δυναμικής ως προς το ότι το Πρωτοδικείο δεν απάντησε στο επιχείρημά της κατά το οποίο η απλή παράθεση της βαθμολογίας σχετικά με την αξιολόγηση των προσφορών δεν αρκούσε για την αιτιολόγηση της αποφάσεως της ΕΚΤ περί αναθέσεως της συμβάσεως στους επιλεγέντες υποψηφίους, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το Πρωτοδικείο περιόρισε την εκτίμησή του στον λόγο σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της απαιτήσεως κατά την οποία οι υποψήφιοι έπρεπε να διαθέτουν την προβλεπόμενη άδεια. Κατόπιν της απορρίψεως του λόγου αυτού, ορθώς, όπως προκύπτει από τη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απέρριψε τους λοιπούς επτά λόγους προσφυγής, και δη τον πέμπτο και τον έκτο που αφορούν, αφενός, παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της χρηστής διοικήσεως, καθώς και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, αφετέρου, πλάνη κατά την εκτίμηση της προσφοράς της νυν αναιρεσείουσας, ως προδήλως απαράδεκτους, χωρίς να εισέλθει στην ουσία των προβαλλομένων από τη νυν αναιρεσείουσα επιχειρημάτων.

63      Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

64      Δεδομένου ότι κανείς από τους προβληθέντες από την Ευρωπαϊκή Δυναμική λόγους αναιρέσεως δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

65      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ ζήτησε την καταδίκη της Ευρωπαϊκής Δυναμικής και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Δυναμική – Προηγμένα Συστήματα Τηλεπικοινωνιών Πληροφορικής και Τηλεματικής ΑΕ στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top