Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008TN0468

    Υπόθεση T-468/08: Προσφυγή της 21ης Οκτωβρίου 2008 — AES-Tisza κατά Επιτροπής

    ΕΕ C 6 της 10.1.2009, p. 37–38 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    10.1.2009   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 6/37


    Προσφυγή της 21ης Οκτωβρίου 2008 — AES-Tisza κατά Επιτροπής

    (Υπόθεση T-468/08)

    (2009/C 6/74)

    Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

    Διάδικοι

    Προσφεύγουσα: AES-Tisza Erőmű kft (AES-Tisza kft) (Tiszaújváros, Ουγγαρία) (εκπρόσωποι: T. Ottervanger και E. Henny, δικηγόροι)

    Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    Αιτήματα της προσφεύγουσας

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    Να ακυρώσει την απόφαση C 41/2005 της Επιτροπής, της 4ης Ιουνίου 2008·

    Να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

    Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C (2008)2223 τελικό, της 4ης Ιουνίου 2008, με την οποία κηρύχθηκε ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά η ενίσχυση που χορήγησαν οι ουγγρικές αρχές σε ορισμένους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας υπό τη μορφή μακροπρόθεσμων συμφωνιών για την αγορά ηλεκτρικού ρεύματος (power purchase agreements, στο εξής: PPA) που συνάφθηκαν μεταξύ της επιχείρησης ηλεκτρισμού Magyar Villamos Müvek Rt. (στο εξής: MVM), που ανήκει στο Ουγγρικό Δημόσιο, και των εν λόγω παραγωγών, σε χρόνο προγενέστερο της προσχωρήσεως της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Κρατική ενίσχυση C 41/2005 (πρώην NN 49/2005) — «Λανθάνον κόστος» στην Ουγγαρία]. Η προσφεύγουσα χαρακτηρίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση ως αποδέκτης της εικαζόμενης κρατικής ενίσχυσης, ενώ η απόφαση αυτή υποχρεώνει την Ουγγαρία να ανακτήσει εντόκως την ενίσχυση από την προσφεύγουσα.

    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, κρίνοντας ότι οι υποχρεώσεις αγοράς που περιλαμβάνονται στις ΡΡΑ μεταξύ της MVM και της προσφεύγουσας συνιστούν παράνομη κρατική ενίσχυση, υπέπεσε σε νομική πλάνη και σε πλάνη περί την εκτίμηση και επιπλέον παραβίασε θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου. Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους.

    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον υπέπεσε σε νομικές πλάνες και σε πρόδηλες πλάνες περί την εκτίμηση μην αποδεικνύοντας επαρκώς ότι το εικαζόμενο μέτρο ενίσχυσης παρέσχε επιλεκτικό πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα μέσω κρατικών πόρων.

    Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση, χαρακτηρίζοντας τις ΡΡΑ της προσφεύγουσας ως ενίσχυση και απαιτώντας την ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής, παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα διαδικαστικά δικαιώματά της μη σεβόμενη το δικαίωμά της για ακρόαση. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παραβίασε επίσης τις θεμελιώδεις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον προέβη στην εκ των υστέρων εκτίμηση των εικαζόμενων μέτρων ενίσχυσης, παρεκκλίνοντας από τον καθιερωμένο κανόνα της εκ των προτέρων εκτίμησης, χωρίς να προβάλλει βάσιμη δικαιολογία για την επιλογή αυτή. Η προσφεύγουσα, επιπλέον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ουδετερότητας και της ίσης μεταχειρίσεως.

    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλες πλάνες περί την εκτίμηση όσον αφορά την εφαρμογή των σωρευτικών κριτηρίων του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ στις ΡΡΑ της προσφεύγουσας κατά την περίοδο μετά την προσχώρηση.

    Τέταρτον, η προσφεύγουσα δηλώνει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 253 ΕΚ, ιδιαίτερα σε σχέση με τα συμπεράσματα ως προς τον χαρακτηρισμό των ΡΡΑ ως ενισχύσεως από την 1η Μαΐου 2004 και ως προς την εφαρμογή της «αντίστροφης» αγοράς.

    Πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχεία α' και γ', ΕΚ μην αναγνωρίζοντας οποιαδήποτε συμβολή των ΡΡΑ της προσφεύγουσας στη διασφάλιση των αναγκαίων επενδύσεων για μια σύγχρονη, αναβαθμισμένη μονάδα παραγωγής.

    Έκτον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέβη το καθήκον που υπέχει να προσδιορίζει επακριβώς τους κανόνες που διέπουν την ανάκτηση των ενισχύσεων, παρέλειψε να προσδιορίσει το εύρος και το χρηματικό ύψος των «υποχρεώσεων αγοράς» και στήριξε την εντολή ανάκτησης σε υποθετικά στοιχεία.

    Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε βασικές αρχές του κοινοτικού δικαίου εκδίδοντας εντολή ανάκτησης της εικαζόμενης ενίσχυσης.


    Top