Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CN0442

    Υπόθεση C-442/08: Προσφυγή της 6ης Οκτωβρίου 2008 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

    ΕΕ C 6 της 10.1.2009, p. 10–11 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    10.1.2009   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 6/10


    Προσφυγή της 6ης Οκτωβρίου 2008 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

    (Υπόθεση C-442/08)

    (2009/C 6/17)

    Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

    Διάδικοι

    Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: A. Caeiros και B. Kotschy)

    Καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

    Αιτήματα της προσφεύγουσας

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2, 6, 9, 10 και 11 του Κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (1) ή του Κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (2), καθόσον αυτή

    άφησε να παραγραφούν τελωνειακές αξιώσεις, παρά τη λήψη δελτίου αμοιβαίας συνδρομής, και κατέβαλε εκπροθέσμως τους αντιστοίχως οφειλόμενους ίδιους πόρους·

    αρνήθηκε να καταβάλει τους επαυξηθέντες τόκους υπερημερίας·

    να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

    Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

    Από το 1994 εισήχθησαν από την Ουγγαρία στη Γερμανία οχήματα με κινητήρα στο πλαίσιο της προτιμησιακής δασμολογικής μεταχείρισης που θεσπίστηκε με την Ευρωπαϊκή Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ουγγαρίας. Με δελτίο αμοιβαίας συνδρομής της 26ης Ιουνίου 1998, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (στο εξής: ΕΥΚΑ) ενημέρωσε τα κράτη μέλη ότι αφού προέβησαν στους εκ των υστέρων ελέγχους τους, οι ουγγρικές αρχές ακύρωσαν τα πιστοποιητικά καταγωγής για 58 006 οχήματα (εκ των οποίων 19 123 για τη Γερμανία). Με έγγραφο, το οποίο επιδόθηκε στις 13 Ιουλίου 1998 στις γερμανικές αρχές στα αγγλικά, και στις 18 Αυγούστου 1998 στα γερμανικά, η ΕΥΚΑ διαβίβασε τα σχετικά με το εν λόγω δελτίο αμοιβαίας συνδρομής έγγραφα και στοιχεία, μεταξύ άλλων και το έγγραφο της 26ης Μαΐου 1998, με το οποίο οι ουγγρικές αρχές είχαν ενημερώσει την ΕΥΚΑ για τα αποτελέσματα των εκ των υστέρων ελέγχων και είχαν αναφέρει ότι ο Ούγγρος κατασκευαστής είχε ασκήσει προσφυγή κατά των αποφάσεών τους ενώπιον ουγγρικού δικαστηρίου. Με νέο δελτίο αμοιβαίας συνδρομής, της 27ης Οκτωβρίου 1999, η ΕΥΚΑ ενημέρωσε τα κράτη μέλη για τα αποτελέσματα της δικαστικής αυτής διαδικασίας. Η επανεξέταση των πιστοποιητικών καταγωγής, η οποία κατέστη αναγκαία κατόπιν της αποφάσεως του ουγγρικού δικαστηρίου, είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της ακυρώσεως των πιστοποιητικών καταγωγής για 30 771 οχήματα.

    Από τα αποτελέσματα μιας αποστολής ελέγχου των ιδίων πόρων, την οποία διεξήγαγε η Επιτροπή στη Γερμανία και από τις πληροφορίες των γερμανικών αρχών, αποδείχθηκε ότι οι τελευταίες είχαν αφήσει να παραγραφούν δασμοί ύψους 408 735,53 ευρώ επί της εισαγωγής οχημάτων για τα οποία η ακύρωση των πιστοποιητικών καταγωγής είχε διατηρηθεί, ακόμη και μετά την επανεξέταση που διεξήχθη μετά την έκδοση της αποφάσεως του ουγγρικού δικαστηρίου. Οι γερμανικές αρχές κατέβαλαν, ασφαλώς, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, τους ιδίους πόρους που οφείλονταν βάσει των εν λόγω παραγραφεισών τελωνειακών απαιτήσεων, στις 31 Οκτωβρίου 2005, ήτοι, μετά τη λήξη της προβλεπόμενης από τον κανονισμό 1552/89 (ή από τον κανονισμό 1150/2000) προθεσμίας, εντούτοις, αρνήθηκαν να πληρώσουν τους τόκους υπερημερίας που οφείλονταν λόγω της εκπρόθεσμης αυτής καταβολής των ιδίων πόρων.

    Η Επιτροπή στηρίζει την παρούσα προσφυγή σε δύο κύριους λόγους, αφενός, στην εκπρόθεσμη καταβολή των ιδίων πόρων και, αφετέρου, στην άρνηση πληρωμής των συναφών τόκων υπερημερίας. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, από τις 18 Αυγούστου 1998, το αργότερο (ημερομηνία της ανακοινώσεως του τελευταίου γλωσσικού κειμένου των εγγράφων και στοιχείων που είχαν σχέση με το δελτίο αμοιβαίας συνδρομής της 26ης Ιουνίου 1998), όλα τα κράτη μέλη ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν τους οφειλέτες τελωνειακών δασμών, καθώς και τα οφειλόμενα ποσά, και όφειλαν επομένως, το αργότερο από την ημερομηνία αυτή, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εισπράξουν εκ των υστέρων τα ποσά των οικείων δασμών, καθώς και για να διαπιστώσουν τους αντίστοιχους ίδιους πόρους και να τους καταβάλουν. Λαμβάνοντας υπόψη εύλογη προθεσμία τριών μηνών για τη θέση σε εφαρμογή των μέτρων αυτών, η Επιτροπή έκρινε ότι τα κράτη μέλη που παρέμειναν αδρανή όφειλαν να αναλάβουν το βάρος των παραγραφέντων ποσών δασμών από τις 18 Νοεμβρίου 1998.

    Ως προς τον πρώτο λόγο της Επιτροπής, ήτοι την εκπρόθεσμη καταβολή των ιδίων πόρων, από τις συναφείς διατάξεις του κανονισμού 1552/1989 (ή του κανονισμού 1150/2000), καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να διαπιστώνουν τους ιδίους πόρους, αυτό δε ανεξάρτητα από το αν η λογιστική καταγραφή του ποσού των δασμών έχει πραγματοποιηθεί ή όχι, ή αν το εν λόγω ποσό έχει μπορέσει να εισπραχθεί εκ των υστέρων ή όχι από τον οφειλέτη. Κατ' αρχήν, από τη δημιουργία τελωνειακής οφειλής προκύπτει επίσης αξίωση των Κοινοτήτων για την καταβολή των αντίστοιχων παραδοσιακών ιδίων πόρων, ακόμη και αν η λογιστική καταγραφή του ποσού των δασμών ή η εκ των υστέρων εξόφλησή του από τον οφειλέτη δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Ο χρόνος κατά τον οποίον πρέπει να διαπιστωθούν οι ίδιοι πόροι εξαρτάται από τον χρόνο κατά τον οποίον οι εθνικές τελωνειακές αρχές είναι σε θέση να υπολογίσουν το ποσό των ιδίων πόρων που απορρέει από τελωνειακό χρέος και να καθορίσουν τον οφειλέτη των δασμών.

    Όταν τα εμπορεύματα έχουν εισαχθεί με πιστοποιητικά καταγωγής που ακυρώθηκαν κατόπιν ελέγχου εκ των υστέρων, η στάση που πρέπει να υιοθετήσουν οι τελωνειακές υπηρεσίες των κρατών μελών δεν μπορεί να καθοριστεί σύμφωνα με το δίκαιο του ενδιαφερομένου τρίτου κράτους. Δεδομένου ότι το πρωτόκολλο αριθ. 4 της Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ουγγαρίας επίσης δεν περιέχει διάταξη υπό την έννοια αυτή, πρέπει να αναζητηθεί σε άλλες πηγές του κοινοτικού δικαίου το τι πρέπει να κάνουν τα κράτη μέλη κατόπιν της ανακοινώσεως αποτελεσμάτων ελέγχου εκ των υστέρων που θέτουν υπό αμφισβήτηση την προέλευση των εμπορευμάτων. Έτσι, το άρθρο 78, παράγραφος 3, του κανονισμού 2913/92 προβλέπει ότι οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους. Ο κανονισμός αυτός επιβάλλει επίσης στα κράτη μέλη, μετά τη δημιουργία τελωνειακής οφειλής, να προβαίνουν το συντομότερο δυνατό στην είσπραξή της, και μάλιστα τόσο κατά το πρώτο μέρος της διαδικασίας αυτής, το οποίο αποτελείται από την λογιστική καταγραφή του ποσού των δασμών, όσο και κατά την φάση της εισπράξεώς του από τον οφειλέτη.

    Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 244 του κανονισμού 2913/92 η άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεως ληφθείσας από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών δεν επιφέρει την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλομένης απόφασης, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων. Ενδεχομένη αναστολή εκτελέσεως εξαρτάται εν γένει από την κατάθεση εγγυήσεως. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, όταν η δημιουργία της τελωνειακής οφειλής οφείλεται στην ακυρότητα των πιστοποιητικών καταγωγής κατόπιν ελέγχου εκ των υστέρων, η ύπαρξη προσφυγής δεν μπορεί να εμποδίσει την είσπραξη (εκ των υστέρων) των ποσών των δασμών. Δεδομένου ότι τα εμπορεύματα έχουν ήδη εισαχθεί στην Κοινότητα και ότι η δικαστική διαδικασία μπορεί να διαρκέσει για χρόνια, αυτή η αναστολή εκτελέσεως θα μπορούσε να δυσχεράνει σημαντικά την είσπραξη της τελωνειακής οφειλής, σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής.

    Τέλος, ως προς τον δεύτερο λόγο της προσφυγής της Επιτροπής, ήτοι την άρνηση πληρωμής των τόκων υπερημερίας, από το άρθρο 11 του κανονισμού 1552/1989 ή του κανονισμού 1150/2000, καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να καταβάλουν τους τόκους υπερημερίας, ακόμη και σε περίπτωση που δεν έγινε η διαπίστωση των ιδίων πόρων. Εν προκειμένω, το επίμαχο ποσό των ιδίων πόρων έπρεπε να έχει καταβληθεί το αργότερο δύο μήνες μετά την 18η Νοεμβρίου 1998, την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τις 19 του εν λόγω μήνα (δηλαδή, στις 20 Ιανουαρίου 1999). Εντούτοις, επειδή οι γερμανικές αρχές το έπραξαν μόλις στις 31 Οκτωβρίου 2005, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είναι υπερήμερη και οφείλει, επομένως, να καταβάλει τόκους υπερημερίας.


    (1)  ΕΕ. L 155, σ. 1.

    (2)  ΕΕ L 130, σ. 1.


    Top