EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007TJ0475

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2011.
Dow AgroSciences Ltd κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Φυτοπροστατευτικά προϊόντα – Δραστική ουσία trifluralin – Μη καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ – Προσφυγή ακυρώσεως – Διαδικασία αξιολογήσεως – Νέα μελέτη και συμπληρωματική μελέτη – Προθεσμίες – Έννοιες της “επικινδυνότητας” και του “κινδύνου” – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Σχέδιο εκθέσεως αναθεωρήσεως – Σχέδιο οδηγίας ή αποφάσεως – Προθεσμίες – Συνέπειες ενδεχόμενης παραβάσεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αρχή της αναλογικότητας – Απόφαση 1999/468/ΕΚ, η λεγόμενη απόφαση περί “επιτροπολογίας” – Κανονισμός (ΕΚ) 850/2004 – Άρθρο 3, παράγραφος 3 – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας.
Υπόθεση T-475/07.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 II-05937

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2011:445

Υπόθεση T-475/07

Dow AgroSciences Ltd κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Φυτοφαρμακευτικά προϊόντα – Δραστική ουσία trifluralin – Μη καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ – Προσφυγή ακυρώσεως – Διαδικασία αξιολογήσεως – Νέα μελέτη και συμπληρωματική μελέτη – Προθεσμίες – Έννοιες της “επικινδυνότητας” και του “κινδύνου” – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Σχέδιο εκθέσεως αναθεωρήσεως – Σχέδιο οδηγίας ή αποφάσεως – Προθεσμίες – Συνέπειες ενδεχόμενης παραβάσεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αρχή της αναλογικότητας – Απόφαση 1999/468/ΕΚ, η λεγόμενη απόφαση περί “επιτροπολογίας” – Κανονισμός (ΕΚ) 850/2004 – Άρθρο 3, παράγραφος 3 – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή στρεφόμενη κατά καταργηθείσας πράξεως

(Άρθρα 231 ΕΚ και 233 ΕΚ)

2.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων – Οδηγία 91/414 – Διαδικασία καταχωρίσεως των δραστικών ουσιών των εν λόγω προϊόντων στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 451/2000 της Επιτροπής, άρθρο 8· οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 2)

3.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων – Οδηγία 91/414 – Διαδικασία καταχωρίσεως των δραστικών ουσιών των εν λόγω προϊόντων στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής – Επιστημονική αβεβαιότητα ως προς το αβλαβές μιας ουσίας

(Κανονισμός 451/2000 της Επιτροπής, άρθρα 6 §§ 1, 2, 3 και 8 § 5)

4.      Προστασία της δημόσιας υγείας – Αξιολόγηση των κινδύνων – Εφαρμογή της αρχής της προλήψεως – Περιεχόμενο – Έννοιες της επικινδυνότητας και του κινδύνου

(Άρθρα 3 ΕΚ, 6 ΕΚ, 152 § 1 ΕΚ, 153 §§ 1 και 2, ΕΚ και 174 §§ 1 και 2 ΕΚ)

5.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων – Οδηγία 91/414 – Διαδικασία καταχωρίσεως των δραστικών ουσιών των εν λόγω προϊόντων στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής

(Κανονισμός 451/2000 της Επιτροπής, άρθρο 8 §§ 8 και 9)

6.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων – Οδηγία 91/414 – Διαδικασία καταχωρίσεως των δραστικών ουσιών των εν λόγω προϊόντων στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής – Όροι ασκήσεως των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή

(Απόφαση 1999/468 του Συμβουλίου, άρθρο 5 § 4)

7.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι– Ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία – Πλάνη εκτιμήσεως – Διάκριση

(Άρθρα 230 ΕΚ και 253 ΕΚ)

1.      Ο προσφεύγων μπορεί να εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση καταργηθείσας πράξεως, στο μέτρο που η κατάργησή της δεν επιφέρει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με ενδεχόμενη ακύρωσή της από το Γενικό Δικαστήριο. Ειδικότερα, η κατάργηση μιας πράξεως θεσμικού οργάνου δεν συνιστά αναγνώριση της ελλείψεως νομιμότητάς της και αναπτύσσει αποτέλεσμα ex nunc, ενώ η ακύρωσή της αναπτύσσει αποτέλεσμα ex tunc.

Επιπροσθέτως, στην περίπτωση ακυρώσεως ορισμένης πράξεως, το θεσμικό όργανο που την εξέδωσε οφείλει να λάβει όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως. Τα μέτρα αυτά αφορούν, κυρίως, την εξάλειψη των αποτελεσμάτων των παρανομιών που διαπιστώνονται με την ακυρωτική απόφαση. Έτσι, το εν λόγω όργανο ενδέχεται να υποχρεωθεί στη δέουσα επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ως προς τον προσφεύγοντα ή στην αποχή από την έκδοση πανομοιότυπης πράξεως.

(βλ. σκέψεις 68-69)

2.      Όπως προκύπτει από την πέμπτη, την έκτη και την ένατη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία 91/414 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων έχει ως σκοπό την εξάλειψη των εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο των προϊόντων αυτών και ταυτοχρόνως τη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και της υγείας των ανθρώπων και των ζώων. Στο πλαίσιο αυτό, για να είναι σε θέση η Επιτροπή να επιτύχει τον σκοπό που της έχει ανατεθεί και λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων στις οποίες οφείλει να προβαίνει, πρέπει να της αναγνωριστεί ευρεία διακριτική ευχέρεια.

Στο πλαίσιο του άρθρου 8 του κανονισμού 451/2000 για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της δεύτερης και τρίτης φάσης του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ). Συγκεκριμένα, καίτοι είναι αληθές ότι η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της περί καταχωρίσεως ή μη της επίμαχης ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 αφού λάβει τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ, από καμία διάταξη του κανονισμού 451/2000 δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να συμμορφωθεί προς το περιεχόμενο των γνωμοδοτήσεων της ΕΑΑΤ ούτε ότι, συνεπώς, δεν έχει καμία διακριτική ευχέρεια. Από το κανονιστικό πλαίσιο προκύπτει, συνεπώς, σαφώς ότι η άποψη του κράτους μέλους εισηγητή κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως δεν είναι καθοριστική.

(βλ. σκέψεις 86-87, 95)

3.      Το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000 για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της δεύτερης και τρίτης φάσης του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας, δεν θα γίνεται δεκτή η υποβολή νέων μελετών. Το κράτος μέλος εισηγητής δύναται, εντούτοις, με σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ), να ζητήσει από τους κοινοποιούντες να υποβάλουν, εντός ορισμένης προθεσμίας, περαιτέρω στοιχεία που κρίνονται αναγκαία από το κράτος μέλος εισηγητή ή την ΕΑΑΤ για την αποσαφήνιση της υποθέσεως.

Η υποβολή συμπληρωματικών δεδομένων μπορεί, συνεπώς, να έχει ως σκοπό μόνο την αποσαφήνιση στοιχείων τα οποία έχουν ήδη περιληφθεί στον πλήρη φάκελο, ο οποίος πρέπει να υποβληθεί από τους κοινοποιούντες.

Η υποβολή συμπληρωματικής μελέτης είναι δυνατή μόνον εφόσον η εν λόγω μελέτη ήταν υπό κατάρτιση κατά τον χρόνο καταθέσεως του πλήρους φακέλου, ανακοινώθηκε η επικείμενη υποβολή της κατά την κατάθεση του εν λόγω φακέλου και υποβλήθηκε τελικώς εντός έτους από την κατάθεση του φακέλου αυτού.

(βλ. σκέψεις 110-111, 113)

4.      Το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι με τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων. Η αρχή της προλήψεως αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, η οποία επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές τη λήψη κατάλληλων μέτρων, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί από τη σχετική ρύθμιση, προκειμένου να προλαμβάνουν ορισμένους ενδεχόμενους κινδύνους για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, εξασφαλίζοντας την υπεροχή των απαιτήσεων που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων αυτών επί των οικονομικών συμφερόντων.

Η αξιολόγηση της επικινδυνότητας συνιστά, για το κοινοτικό όργανο που εξετάζει τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες ενός φαινομένου, την εκτίμηση, βάσει επιστημονικής αξιολογήσεως της επικινδυνότητας, του αν οι κίνδυνοι υπερβαίνουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός από την κοινωνία. Επομένως, προκειμένου τα κοινοτικά όργανα να μπορούν να προβούν σε αξιολόγηση των κινδύνων, είναι σημαντικό, αφενός, να έχουν στη διάθεσή τους μια επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων και, αφετέρου, να καθορίσουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός από την κοινωνία.

Η επιστημονική αξιολόγηση της επικινδυνότητας είναι, κατά κοινή παραδοχή, μια επιστημονική διαδικασία για τον εντοπισμό και χαρακτηρισμό ενός κινδύνου, την αξιολόγηση της εκθέσεως στον κίνδυνο και τον χαρακτηρισμό της επικινδυνότητας, στο μέτρο που είναι εφικτό.

Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της «επικινδυνότητας» ανταποκρίνεται, επομένως, στο κατά πόσο είναι ενδεχόμενες αρνητικές επιδράσεις για το αγαθό που προστατεύει η έννομη τάξη, λόγω της αποδοχής ορισμένων μέτρων ή ορισμένων πρακτικών. Η έννοια του «κινδύνου» χρησιμοποιείται γενικώς με ευρύτερη έννοια και περιλαμβάνει κάθε προϊόν ή διαδικασία που μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου.

Ο καθορισμός του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός απόκειται, τηρουμένων των ισχυόντων κανόνων, στα κοινοτικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με την πολιτική επιλογή καθορισμού του επιπέδου προστασίας που θεωρούν κατάλληλο για την κοινωνία. Στα εν λόγω όργανα απόκειται να καθορίσουν το κρίσιμο όριο της πιθανότητας αρνητικών επιδράσεων στην υγεία του ανθρώπου και της σοβαρότητας αυτών των εν δυνάμει επιδράσεων που δεν θεωρούν πλέον αποδεκτό για την κοινωνία, σε περίπτωση υπερβάσεως του οποίου επιβάλλεται η λήψη προληπτικών μέτρων, προς το συμφέρον της προστασίας της υγείας των ανθρώπων, παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα.

Κατά τον καθορισμό του εν λόγω βαθμού επικινδυνότητας, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 152, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, να διασφαλίζουν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων. Ένα τέτοιο υψηλό επίπεδο προστασίας, για να συνάδει προς τη διάταξη αυτή, δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι το υψηλότερο δυνατό από τεχνική άποψη.

(βλ. σκέψεις 143-149)

5.      Ελλείψει διατάξεως προβλέπουσας, ρητώς ή σιωπηρώς, τις συνέπειες της παρελεύσεως διαδικαστικής προθεσμίας, όπως η προθεσμία του άρθρου 8 του κανονισμού 451/2000 για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της δεύτερης και τρίτης φάσης του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, η παρέλευση αυτή συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της πράξεως, στη διαδικασία εκδόσεως της οποίας περιλαμβάνεται η επίδικη προθεσμία, μόνον αν διαπιστώνεται ότι, ελλείψει της συγκεκριμένης παρατυπίας, η εν λόγω πράξη μπορεί να είχε διαφορετικό περιεχόμενο.

(βλ. σκέψη 203)

6.      Από το άρθρο 5, παράγραφος 4, της αποφάσεως 1999/468 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή προκύπτει ότι, εάν τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής ή ελλείψει γνωμοδοτήσεως, η Επιτροπή υποβάλλει αμελλητί στο Συμβούλιο πρόταση σχετική με τα ληπτέα μέτρα και ενημερώνει συναφώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Χρησιμοποιώντας τη λέξη «αμέσως», ο κοινοτικός νομοθέτης υποχρεώνει μεν την Επιτροπή να ενεργήσει ταχέως, αλλά παράλληλα της αφήνει ορισμένα περιθώρια ελιγμών. Στο πλαίσιο αυτό, η προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει τους διάφορους εναλλακτικούς τρόπους δράσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση προς τον βαθμό περιπλοκότητας της συγκεκριμένης υποθέσεως.

Προκειμένου να εκτιμηθεί αν η Επιτροπή ενήργησε αμελλητί, πρέπει να διακριβωθεί αν ενήργησε εντός ευλόγου χρόνου, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως και πρέπει να της αναγνωρισθεί μεγάλο περιθώριο ελιγμών για την επίτευξη συμβιβασμού.

Κατά συνέπεια και κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση κανονιστικής επιτροπής, η Επιτροπή πρέπει να έχει μεγάλο χρονικό περιθώριο ελιγμών αναλόγως της δυσκολίας, της περιπλοκότητας και του ευαίσθητου χαρακτήρα της υποθέσεως, για να επιδιώξει συμβιβασμό στο πλαίσιο της επιτροπής πριν από την υποβολή σε ψηφοφορία ενός σχεδίου για τη λήψη μέτρων.

(βλ. σκέψεις 211, 218-219, 222-223)

7.      Ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ και αυτός που αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως είναι αυτοτελείς λόγοι. Συγκεκριμένα, ενώ ο πρώτος, ο οποίος αφορά την ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολογία, εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, και αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αφορά το νόμω βάσιμο μιας αποφάσεως, εμπίπτει στην παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης, υπό την έννοια του ίδιου άρθρου 230 ΕΚ, και ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να τον εξετάσει μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα. Συνεπώς, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί διαφορετικό ζήτημα από εκείνο του βασίμου της αιτιολογίας.

(βλ. σκέψη 245)







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Φυτοπροστατευτικά προϊόντα – Δραστική ουσία trifluralin – Μη καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ – Προσφυγή ακυρώσεως – Διαδικασία αξιολογήσεως – Νέα μελέτη και συμπληρωματική μελέτη – Προθεσμίες – Έννοιες της “επικινδυνότητας” και του “κινδύνου” – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Σχέδιο εκθέσεως αναθεωρήσεως – Σχέδιο οδηγίας ή αποφάσεως – Προθεσμίες – Συνέπειες ενδεχόμενης παραβάσεως – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αρχή της αναλογικότητας – Απόφαση 1999/468/ΕΚ, η λεγόμενη απόφαση περί “επιτροπολογίας” – Κανονισμός (ΕΚ) 850/2004 – Άρθρο 3, παράγραφος 3 – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας»

Στην υπόθεση T-475/07,

Dow AgroSciences Ltd, με έδρα το Hitchin (Ηνωμένο Βασίλειο), και 20 άλλες προσφεύγουσες των οποίων οι επωνυμίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενες από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους L. Parpala και B. Doherty, επικουρούμενους από τον J. Stuyck, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως 2007/629/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και με την απόσυρση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω ουσία (ΕΕ L 255, σ. 42),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, E. Cremona και S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η trifluralin είναι δραστική ουσία που χρησιμοποιείται ως παρασιτοκτόνο επιλεκτικής ευρείας δράσεως, το οποίο ανήκει στην κατηγορία παρασιτοκτόνων του τύπου dinitroanilin. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση των αγροστωδών και των δικοτυληδόνων ζιζανίων. Η trifluralin απορροφάται από τις ρίζες και το σύστημα φυλλοποιίας και εμποδίζει την κυτταρική διαίρεση. Στη πλειονότητα των περιπτώσεων, η trifluralin καλύπτεται πλήρως από το έδαφος προκειμένου να αποφευχθεί η υποβάθμισή της από την ηλιακή ακτινοβολία.

2        Η trifluralin εντάσσεται στο δεύτερο στάδιο του προγράμματος εργασίας του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1), και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ουσιών οι οποίες υπόκεινται στις διαδικασίες που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 451/2000, της 28ης Φεβρουαρίου 2000, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της δεύτερης και τρίτης φάσης του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 (ΕΕ L 55, σ. 25).

3        Το αντιπροσωπευτικό σκεύασμα για την αξιολόγηση που πρέπει να διενεργηθεί βάσει της οδηγίας 91/414 είναι το «EF 1521» (καλούμενο επίσης «Treflan»), δηλαδή ένα γαλακτωματοποιήσιμο σκεύασμα το οποίο είναι καταχωρισμένο στην Ευρώπη με διάφορες εμπορικές επωνυμίες.

4        Η Dow AgroSciences Ltd (πρώτη προσφεύγουσα), η Makhteshim-Agan Holding BV (δεύτερη προσφεύγουσα), μέσω του διεθνούς κέντρου συντονισμού της, η Makhteshim Agan International Coordination Center (τρίτη προσφεύγουσα), η Dintec Agroquímica – Produtos Químicos Lda (τέταρτη προσφεύγουσα) και η Finchimica SpA (πέμπτη προσφεύγουσα) γνωστοποίησαν στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την πρόθεσή τους να μεριμνήσουν για την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414. Η πρώτη προσφεύγουσα προέβη στη σχετική κοινοποίηση στις 25 Αυγούστου 2000, στο όνομά της και στο όνομα και για λογαριασμό της τέταρτης και της πέμπτης προσφεύγουσας. Η δεύτερη και η τρίτη προσφεύγουσα προέβησαν σε κοινοποίηση στις 29 Αυγούστου 2000.

5        Όλες οι κοινοποιήσεις [παραρτήματα A.3 και A.4] έγιναν πριν από τις 31 Αυγούστου 2000, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 451/2000.

6        Όλες οι προσφεύγουσες που κοινοποίησαν αίτηση καταχωρίσεως παράγουν ή παρασκευάζουν την trifluralin ή φυτοπροστατευτικά προϊόντα που έχουν ως βάση την trifluralin ή είναι κάτοχοι εθνικών αδειών εμπορίας και πωλήσεως των προϊόντων αυτών σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7        Η European Union Trifluralin Taskforce (ομάδα εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την trifluralin, στο εξής: EUTTF), η οποία έχει ως σκοπό τον συντονισμό των προσπαθειών των επιχειρήσεων που προβαίνουν σε κοινοποιήσεις προς την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως της trifluralin, συστάθηκε τον Μάρτιο του 2001 με τη συμμετοχή της Agan Chemical Manufacturers Ltd και της Dintec Agroquímica – Produtos Químicos  Lda. Η δεύτερη είναι ανώνυμη εταιρεία στην οποία μετέχουν η Dow AgroSciences BV (έκτη προσφεύγουσα) και η Suroholi – Comercio Internacional e Servicios Lda.

8        Η Dow AgroSciences BV διαδέχθηκε την Dow AgroSciences Ltd ως κοινοποιούσα και η Επιτροπή έκρινε ότι πράγματι έχει την ιδιότητα αυτή.

9        Η Ελληνική Δημοκρατία ορίσθηκε ως κράτος μέλος εισηγητής, επιφορτισμένο με την αξιολόγηση της trifluralin, όπως προβλέπει το παράρτημα I, μέρος B, του κανονισμού 451/2000.

10      Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τους φακέλους τους στο κράτος μέλος εισηγητή στις 24 Απριλίου 2002.

11      Το κράτος μέλος εισηγητής υπέβαλε το σχέδιο της εκθέσεώς του αξιολογήσεως στις 11 Ιουλίου 2003. Με την εν λόγω έκθεση πρότεινε την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, υπό την επιφύλαξη ότι πληρούνταν δύο προϋποθέσεις: αφενός, ελάχιστη καθαρότητα της trifluralin τουλάχιστον ίση προς 950 γραμμάρια ανά χιλιόγραμμο και, αφετέρου, η εκ μέρους των κρατών μελών λήψη μέτρων περιορισμού των κινδύνων, κατά τη χορήγηση των αδειών, προκειμένου να προστατευθούν οι υδρόβιοι οργανισμοί.

12      Όσον αφορά την οικοτοξικολογία, το σημείο 4.9 του σχεδίου της εκθέσεως αξιολογήσεως του κράτους μέλους εισηγητή ορίζει τα εξής:

«Για την ακριβή εκτίμηση του κινδύνου στον οποίο εκτίθενται οι υδρόβιοι οργανισμοί ή για τη μείωση της εκτάσεως των μη ψεκασθεισών ζωνών προστασίας, ενδέχεται ο κοινοποιών να κρίνει σκόπιμο να διενεργήσει νέες πειραματικές δοκιμές, προκειμένου να διασκεδάσει τις συγκεκριμένες ανησυχίες κράτους μέλους. Τέτοιου είδους μελέτες δεν συνιστούν προϋπόθεση για την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I [της οδηγίας 91/414].»

13      Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ) γνωστοποίησε, στις 24 Ιουλίου 2003, το σχέδιο της εκθέσεως αξιολογήσεως στα κράτη μέλη και στους κοινοποιήσαντες αίτηση καταχωρίσεως, με σκοπό τη συλλογική εξέτασή του από εμπειρογνώμονες την οποία προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000.

14      Πολλά κράτη μέλη υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις επί του σχεδίου της εκθέσεως αξιολογήσεως και δύο εξ αυτών εξέφρασαν, επ’ ευκαιρία, τις ανησυχίες τους σχετικά με την υπολειμματική δράση, τη βιοσυσσώρευση και τη μεγάλη πτητικότητα της trifluralin, εκτιμώντας ότι δεν έπρεπε να εγκριθεί η εν λόγω δραστική ουσία.

15      Κατά την πρώτη συνεδρίαση της ομάδας εργασίας «Αξιολόγηση» της ΕΑΑΤ, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2004 και στην οποία μετείχαν εκπρόσωποι των επιχειρήσεων που προέβησαν στις κοινοποιήσεις και της European Crop Protection Association (ευρωπαϊκής ενώσεως για την προστασία των καλλιεργειών), διατυπώθηκαν εκ νέου οι εν λόγω παρατηρήσεις και διαπιστώθηκε ότι ήταν αναγκαία διάφορα συμπληρωματικά στοιχεία ιδίως σχετικά με τη σταθερότητα της ουσίας κατά την απόθεσή της, τη διάρκεια ζωής της, τις μεθόδους αναλύσεως για τον καθορισμό των προσμείξεων, την τοξικότητα για τα θηλαστικά, μια μελέτη μεταβολισμού για τους ελαιούχους σπόρους και πολλές μελέτες για την περιβαλλοντική συμπεριφορά και το μέλλον της ουσίας.

16      Στις 3 Μαρτίου 2004, ο εκπρόσωπος των κοινοποιούντων απέστειλε στην ΕΑΑΤ το ακόλουθο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου:

«Επιβεβαιώνουμε τη λήψη του πίνακα αξιολογήσεως της trifluralin που μας απέστειλε το κράτος μέλος εισηγητής και καταρτίζουμε τις παρατηρήσεις μας. Θα θέλαμε, εντούτοις, τη γνώμη σας επί ενός συγκεκριμένου θέματος.

Στο δεύτερο μέρος, πρώτη στήλη, σημείο 2.4 [του πίνακα αξιολογήσεως της trifluralin] ορίζεται ότι “ο κοινοποιών οφείλει να υποβάλει δοκιμές γενοτοξικότητας […] και δοκιμές οξείας τοξικότητας κατόπιν λήψεως από το στόμα των φυτικών μεταβολιτών TR-22 και TR-28 ή εναλλακτική μελέτη μεταβολισμού των ελαιούχων σπόρων που να προσδιορίζει τους μεταβολίτες στους σπόρους”. Όπως εξηγήσαμε κατά τη συνεδρίαση αξιολογήσεως, οι ειδικοί μας στον τομέα της χημείας συνθέσεως επισήμαναν ότι θα ήταν, ως εκ τούτου, πολύ δύσκολη και χρονοβόρα η επαρκής παραγωγή TR-28 για την εκπόνηση μελετών τοξικότητας και ότι θα ήταν ευκολότερη, αποτελεσματικότερη και χρησιμότερη η εκπόνηση μελέτης μεταβολισμού των ελαιούχων σπόρων που να προσδιορίζει τους μεταβολίτες στους σπόρους, διότι τα τμήματα των εν λόγω φυτικών μερών που έχουν υποστεί επεξεργασία είναι αυτά που καταναλώνονται από τον άνθρωπο και τα ζώα. Θα μπορούσατε να μας εκθέσετε την άποψή σας σχετικά με την προθεσμία υποβολής νέας μελέτης μεταβολισμού, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για βραχυπρόθεσμη μελέτη;»

17      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 5ης Μαρτίου 2004, δόθηκε από την ΕΑΑΤ η ακόλουθη απάντηση στο ανωτέρω μήνυμα:

«Με το από 3 Μαρτίου ηλεκτρονικό μήνυμά σας, θέτετε το ζήτημα των πληροφοριών που απαιτούνται για να πραγματοποιηθούν νέες μελέτες για τους φυτικούς μεταβολίτες TR-22 και TR-28 της trifluralin.

Οι εν λόγω απαιτήσεις συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν από τα κράτη μέλη κατά την τελευταία συνεδρίαση αξιολογήσεως και προστέθηκαν στον πίνακα αξιολογήσεως μαζί με άλλες απαιτήσεις σχετικές με τα δεδομένα. Εναπόκειται πλέον σε εσάς να ανταποκριθείτε στις εν λόγω απαιτήσεις, είτε παρέχοντας τις αιτούμενες πληροφορίες είτε επιβεβαιώνοντας ότι οι αιτούμενες πληροφορίες θα παρασχεθούν.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, κατά τη συλλογική εξέταση της trifluralin από εμπειρογνώμονες, θα τηρηθούν επίσης οι προθεσμίες που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 1490/2002 [της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου 2002, για τη θέσπιση περαιτέρω λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της τρίτης φάσης του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 και για την τροποποίηση του κανονισμού 451/2000 (ΕΕ L 224, σ. 23)]. Τυχόν πληροφορίες που δεν έχουν ακόμη παρασχεθεί θα περιληφθούν στα συμπεράσματα της ΕΑΑΤ σχετικά με την αξιολόγηση των κινδύνων.»

18      Λόγω διαφωνίας ορισμένων κρατών μελών με την έκθεση του κράτους μέλους εισηγητή, αποφασίσθηκε η υποβολή ερωτήματος στο πλαίσιο των συνεδριάσεων του European Pesticides Co-ordination (ευρωπαϊκού οργάνου συντονισμού για τα παρασιτοκτόνα, στο εξής: EPCO), δηλαδή στη λειτουργική γραμματεία που απαρτίζεται από υπαλλήλους της Bundesamt für Verbraucherschutz und Lebensmittelsicherheit (ομοσπονδιακής αρχής για την προστασία των καταναλωτών και την ασφάλεια των τροφίμων) και της UK Pesticides Safety Directorate (γενικής διευθύνσεως του Ηνωμένου Βασιλείου για την ασφάλεια των παρασιτοκτόνων), η οποία έχει αναλάβει, στο πλαίσιο της ΕΑΑΤ, την πρακτική διοργάνωση των συνεδριάσεων των εμπειρογνωμόνων που είναι επιφορτισμένοι με τη συλλογική εξέταση.

19      Η αξιολόγηση από τους τεχνικούς εμπειρογνώμονες των κρατών μελών με σκοπό την αναθεώρηση του σχεδίου της εκθέσεως αξιολογήσεως και των σχετικών παρατηρήσεων επ’ αυτής διενεργήθηκε κατά το διάστημα από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο του 2004, κατά το οποίο πραγματοποιήθηκαν έξι συνεδριάσεις του EPCO, στο πλαίσιο των οποίων εξετάσθηκε η trifluralin, αλλά και άλλες ουσίες:

–        27 και 28 Απριλίου 2004: 2η συνεδρίαση του EPCO (γίγνεσθαι και συμπεριφορά στο περιβάλλον),

–        28 και 29 Απριλίου 2004: 3η συνεδρίαση του EPCO (οικοτοξικολογία),

–        10 έως 12 Μαΐου 2004: 4η συνεδρίαση του EPCO (τοξικολογία στα θηλαστικά),

–        11 και 12 Μαΐου 2004: 5η συνεδρίαση του EPCO (κατάλοιπα και μέθοδοι αναλύσεως),

–        15 και 16 Μαΐου 2004: 6η συνεδρίαση του EPCO (φυσικές και χημικές ιδιότητες),

–        22 Ιουνίου 2004: 8η συνεδρίαση του EPCO (οικοτοξικολογία).

20      Στα συμπεράσματα της συνεδριάσεως των εμπειρογνωμόνων του EPCO που διεξήχθη στις 22 Ιουνίου 2004 (σ. 93 και 94), επισημαίνονται τα εξής:

«Νέες απαιτήσεις όσον αφορά τα στοιχεία: για τη νέα αξιολόγηση της επικινδυνότητας πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι αρχικές ΥΠΣ [υπολογισθείσες περιβαλλοντικές συγκεντρώσεις] με τη ΣΧΠΑ [συγκέντρωση χωρίς παρατηρούμενο αποτέλεσμα] 0,3µg/l. Εάν ο κοινοποιών διαφωνεί με την εν λόγω θέση, πρέπει να εκπονήσει συμπληρωματικές μελέτες με διαφορετικές συνθήκες εκθέσεως, προκειμένου να καθορισθεί η κρισιμότερη περίοδος εκθέσεως.

Η επιχείρηση που προέβη στην κοινοποίηση οφείλει να υποβάλει μελέτες εκθέσεως που να περιλαμβάνουν διαφορετικές περιόδους εκθέσεως και να χρησιμοποιήσει τον λιποκέφαλο φοξίνο [pimephales promelas] ως το πιο ευαίσθητο είδος ψαριού.»

21      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 6ης Οκτωβρίου 2004 το οποίο απέστειλε στις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις, το κράτος μέλος εισηγητής επισήμανε τα εξής:

«Αποστέλλουμε συνημμένες τις απαιτήσεις στοιχείων για την οικοτοξικολογία και τα κατάλοιπα που περιλαμβάνει ο πίνακας αξιολογήσεως της trifluralin, ο οποίος καταρτίσθηκε μετά τις συνεδριάσεις του EPCO. Δεν απαιτούνται στοιχεία σχετικά με το μέλλον, τη συμπεριφορά και την τοξικολογία, το δε τμήμα της φυσικής/χημείας και των μεθόδων αναλύσεως δεν περιελήφθη διότι αναμένονται διευκρινίσεις από το EPCO επί συγκεκριμένου ερωτήματος.»

22      Στο εν λόγω μήνυμα της 6ης Οκτωβρίου 2004 επισυνάφθηκε το κείμενο των πρακτικών της συνεδριάσεως των εμπειρογνωμόνων του EPCO που εκτίθεται στη σκέψη 20 ανωτέρω.

23      Κατά τη συνεδρίαση της ομάδας εργασίας «Αξιολόγηση» που διοργανώθηκε από την ΕΑΑΤ στις 8 και 9 Νοεμβρίου 2004, στην οποία μετείχαν οι επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις, το κράτος μέλος εισηγητής επισήμανε ότι οι επιχειρήσεις αυτές παρέσχαν ορισμένα στοιχεία, εν προκειμένω τη μελέτη για τη χρόνια τοξικότητα στα ψάρια, τον Ιούλιο του 2005.

24      Κατά τη συνεδρίαση της ομάδας εργασίας «Αξιολόγηση» που διοργανώθηκε από την ΕΑΑΤ στις 8 και 9 Φεβρουαρίου 2005, στην οποία μετείχαν επίσης οι επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις, το κράτος μέλος εισηγητής επισήμανε όσον αφορά την οικοτοξικολογία τα εξής:

«[Στο εν λόγω μέρος μ]πορούν να προστεθούν δύο ακόμη απαιτήσεις στοιχείων. Έως τώρα δεν παρασχέθηκε καμία πληροφορία.»

25      Κατόπιν της ανωτέρω συνεδριάσεως, το κράτος μέλος εισηγητής πληροφόρησε τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 22ας Φεβρουαρίου 2005, ότι:

«Το σχέδιο συμπερασμάτων της ΕΑΑΤ σχετικά με την trifluralin οριστικοποιήθηκε κατόπιν εκτενών συζητήσεων που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια τριημέρου συνεδριάσεως. Τούτο εξηγείται από:

–        τις παρατηρήσεις που υπέβαλε εκπροθέσμως ένα κράτος μέλος όσον αφορά τις ιδιότητες ΥΔΒΤ [υπολειμματική δράση, βιοσυσσώρευση και τοξικότητα] και ΑΟΡ [ανθεκτικού οργανικού ρύπου] της trifluralin·

–        νέα τροποποίηση προερχόμενη από κράτος μέλος το οποίο έλαβε υπόψη τον νέο κανονισμό του Συμβουλίου περί των ΑΟΡ […]

Καίτοι δεν έγινε καμία αξιολόγηση από την ΕΑΑΤ ή από το κράτος μέλος εισηγητή ως προς τις ιδιότητες ΑΟΡ της trifluralin, κατά τη συνεδρίαση κρίθηκε ότι στα συμπεράσματα της ΕΑΑΤ έπρεπε να περιληφθεί μία παράγραφος στο σημείο αυτό προκειμένου να επικεντρωθεί η προσοχή στο ζήτημα των ΑΟΡ.

Καίτοι το ζήτημα των ΑΟΡ δεν αποτελεί κριτήριο μη καταχωρίσεως μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, από τον ανωτέρω κανονισμό προκύπτει ότι μια ουσία που χαρακτηρίζεται ως ΑΟΡ πρέπει να αποσυρθεί από την αγορά της [Ευρωπαϊκής Ένωσης].

Τούτο πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της συνεδριάσεως “Νομοθεσία” της Επιτροπής, όταν θα συζητηθεί η περίπτωση της trifluralin.

Εντούτοις, δεν έχουμε λάβει επίσημες πληροφορίες σχετικά με τα μελλοντικά στάδια και τις ημερομηνίες των εν λόγω επόμενων συνεδριάσεων».

26      Η ΕΑΑΤ εξέδωσε τη γνωμοδότησή της στις 14 Μαρτίου 2005.

27      Στη γνωμοδότηση αυτή της ΕΑΑΤ περιλαμβάνεται κατάλογος οκτώ προς ή υπό κατάρτιση μελετών, με μνεία της δοθείσας από τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις πιθανής ημερομηνίας υποβολής κάθε μελέτης, εντός του διαστήματος από τον Ιούλιο του 2005 έως τον Μάρτιο του 2006, ή με την επισήμανση ότι δεν δόθηκε από τις επιχειρήσεις καμία πρόσφορη ημερομηνία. Μεταξύ των εν λόγω μελετών συγκαταλεγόταν, ιδίως, η μελέτη με αντικείμενο τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια.

28      Η ΕΑΑΤ διευκρινίζει, με τη γνωμοδότηση αυτή, ότι δεν μπορεί να λάβει υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τους έμμονους οργανικούς ρύπους και την τροποποίηση της οδηγίας 79/117/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 7), λόγω ενάρξεως της ισχύος του σε προχωρημένο στάδιο της συλλογικής εξετάσεως, αλλά ότι οι εκτιμηθείσες επ’ ευκαιρία διαθέσιμες πληροφορίες πρέπει να παρέχουν στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη τη δυνατότητα εξετάσεως και της trifluralin υπό το πρίσμα του κανονισμού αυτού.

29      Η ΕΑΑΤ περιλαμβάνει στα συμπεράσματά της τους ακόλουθους λόγους ανησυχίας, επισημαίνοντας την αναγκαιότητα εκπονήσεως διαφόρων μελετών:

–        αυξημένη τοξικότητα για τους υδρόβιους οργανισμούς, ιδίως για τα ψάρια·

–        αυξημένος κίνδυνος βιοσυσσωρεύσεως·

–        σημαντική υπολειμματική δράση στο έδαφος·

–        κίνδυνος μεταφοράς μέσω του αέρα σε μεγάλη απόσταση λόγω της υψηλής της πτητικότητας.

30      Όσον αφορά την αυξημένη τοξικότητα για τους υδρόβιους οργανισμούς, η ΕΑΑΤ εκτιμά ότι είναι αναγκαία νέα στοιχεία και ότι η αξιολόγηση της επικινδυνότητας συναφώς μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο μετά την ανάλυση των εν λόγω στοιχείων (σ. 33 και 34 της εκθέσεως). Φρονεί, επίσης, ότι απαιτείται η λήψη κατάλληλων μέτρων περιορισμού των κινδύνων όσον αφορά τον αυξημένο κίνδυνο για τους υδρόβιους οργανισμούς (σ. 35 της εκθέσεως).

31      Η Επιτροπή, με έγγραφο της 2ας Μαΐου 2005 προς την Dow AgroSciences, κάλεσε τις προσφεύγουσες να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των συμπερασμάτων της τελικής εκθέσεως της ΕΑΑΤ εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων αφότου λάβουν το έγγραφο αυτό, στο οποίο επισήμαινε επίσης ότι, λόγω των αυστηρών προθεσμιών που διέπουν τη διαδικασία αξιολογήσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία συμπληρωματική μελέτη ή τροποποίηση των κοινοποιηθεισών χρήσεων.

32      Η Επιτροπή υπενθύμισε για άλλη μια φορά, με έγγραφο της 23ης Ιουνίου 2005 προς την Dow AgroSciences, ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη κανένα νέο στοιχείο ή νέα μελέτη και ότι οι παρατηρήσεις δεν μπορούσαν να συνεπάγονται την επανέναρξη της διαδικασίας αξιολογήσεως. Διευκρίνιζε, εξάλλου, ότι δεν επρόκειτο να απαντήσει σε τεχνικής φύσεως ερωτήσεις που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες ή να παράσχει στοιχεία σχετικά με τις θέσεις των κρατών μελών επί του θέματος αυτού.

33      Στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων (στο εξής: CPCASA) της 14ης και 15ης Ιουλίου 2005 περιελήφθη σχέδιο οδηγίας για την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, και οι προσφεύγουσες ενημερώθηκαν σχετικώς με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε το κράτος μέλος εισηγητής.

34      Στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδριάσεως της CPCASA, η οποία διεξήχθη στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου 2005, περιλαμβάνεται εκ νέου σχέδιο οδηγίας για την καταχώριση της trifluralin.

35      Σε σημείωμα της 21ης Οκτωβρίου 2005, η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Περιβάλλον» της Επιτροπής εκτιμούσε ότι ήταν αναγκαίο η trifluralin να αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως από την υποομάδα «Technical Committee on New and Existing Substances» (τεχνική επιτροπή για τις νέες και υφιστάμενες ουσίες, στο εξής: υποομάδα TC-NES) βάσει των κριτηρίων περί ανθεκτικών οργανικών ρύπων (στο εξής: κριτήρια ΑΟΡ). Η ΓΔ «Περιβάλλον» πρότεινε με το εν λόγω σημείωμα, λαμβανομένων υπόψη των σύντομων προθεσμιών που προβλέπει η οδηγία 91/414, να υποβληθεί η trifluralin το συντομότερο δυνατό σε εξέταση από ομάδα εμπειρογνωμόνων, παρότι δεν είχε εκδοθεί επισήμως η απόφαση στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Επισήμανε δε ότι μια τέτοιου είδους γνώμη θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμη για την CPCASA και την Επιτροπή κατά τη διεξαγόμενη στο πλαίσιο της οδηγίας 91/414 διαδικασία. Με το ίδιο σημείωμα, η ΓΔ «Περιβάλλον» εξέφρασε την επιθυμία να συζητηθεί το θέμα αυτό από την υποομάδα TC-NES κατά τη συνεδρίαση της 25ης και 26ης Οκτωβρίου 2005.

36      Κατά τη συνεδρίαση της CPCASA της 17ης και 18ης Νοεμβρίου 2005, επισημάνθηκε ότι ο φάκελος είχε διαβιβασθεί στην υποομάδα TC-NES.

37      Η EUTTF, με έγγραφο της 6ης Ιανουαρίου 2006, δήλωσε ότι γνωρίζει ότι διενεργείται εξέταση βάσει των κριτηρίων ΑΟΡ, και υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με την εν λόγω αξιολόγηση στην υποομάδα TC-NES.

38      Στις 19 Ιανουαρίου 2006, οι προσφεύγουσες απέστειλαν έγγραφο στην Επιτροπή για να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της αξιολογήσεως της trifluralin βάσει των κριτηρίων ΑΟΡ στο πλαίσιο της αξιολογήσεως που προβλέπει η οδηγία 91/414.

39      Με έγγραφο εργασίας που συνέταξε η ΓΔ «Περιβάλλον», της 3ης Φεβρουαρίου 2006, διευκρινίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Διαπιστώθηκε ότι η trifluralin θα μπορούσε να αποτελέσει ΑΟΡ και, κατόπιν αιτήσεως των αρμοδίων βάσει της οδηγίας 91/414 αρχών, η υποομάδα […] TC-NES εξέτασε τον φάκελο υπό το πρίσμα των κριτηρίων επιλογής των ΑΟΡ […]

Η υποομάδα […] κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η trifluralin πληροί τα κριτήρια επιλογής που καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό της ως ΑΟΡ. Εντούτοις, το συμπέρασμα αυτό συνήχθη χωρίς να προβλέπεται ότι, όπως προκύπτει από ορισμένες παρατηρήσεις, ενδέχεται να είναι αναγκαία πιο εμπεριστατωμένη έρευνα προκειμένου να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με το ζήτημα αν η υπολειμματική δράση είναι πρόσφορο κριτήριο για να θεωρηθεί ότι το διακύβευμα εν προκειμένω αφορά ολόκληρο τον πλανήτη.

Η περίπτωση της trifluralin είναι η πρώτη που εξετάζεται υπό το καθεστώς της οδηγίας 91/414 και, κατά τη συνεδρίασή της, η καθ’ ύλην αρμόδια ομάδα εργασίας «Νομοθεσία» δεν μπόρεσε να συμφωνήσει σχετικά με τον τρόπο ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 850/2004 στην εν λόγω περίπτωση. Ως εκ τούτου, η ομάδα εργασίας αποφάσισε να ζητήσει τη γνώμη των αρμοδίων αρχών του κανονισμού 850/2004 επί του ζητήματος αυτού.

[…]

Συμπέρασμα

Η trifluralin αποτελεί παράδειγμα υφιστάμενης δραστικής ουσίας η οποία χρησιμοποιείται σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα τα οποία φέρουν τα χαρακτηριστικά ΑΟΡ. Ως εκ τούτου, για την εξέταση της ενδεχόμενης καταχωρίσεως της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και για τη χορήγηση εθνικής άδειας για φυτοπροστατευτικό προϊόν το οποίο περιέχει την trifluralin πρέπει να εφαρμοσθεί το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 850/2004.

Το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 850/2004, το οποίο αφορά τα υφιστάμενα χημικά προϊόντα και παρασιτοκτόνα, παρέχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στις αρμόδιες αρχές που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο των συστημάτων αξιολογήσεως και εγκρίσεως. Όσον αφορά ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν το οποίο εφαρμόζεται σκοπίμως σε γεωργικά προϊόντα και το οποίο, συνεπώς, διαχέεται στη φύση, η έκθεση μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς μόνον με την απαγόρευση της χρήσεως ενός τέτοιου φυτοπροστατευτικού προϊόντος. Εντούτοις, από τον κανονισμό ή από τη διεθνή σύμβαση της Στοκχόλμης [περί ΑΟΡ, η οποία υπογράφηκε στις 22 Μαΐου 2001] δεν μπορεί να συναχθεί ευθέως η υποχρέωση αποκλεισμού κάθε μορφής εκθέσεως. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στις αρχές που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο του οικείου συστήματος αξιολογήσεως και εγκρίσεως να αποφασίζουν ανά περίπτωση τι μπορεί να θεωρηθεί ως “κατάλληλο μέτρο ελέγχου” μιας ουσίας που μάλλον συνιστά ΑΟΡ.

Ζητήθηκε από τις αρμόδιες αρχές σε θέματα ΑΟΡ να συζητήσουν το ζήτημα αυτό με τους ομολόγους τους που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της οδηγίας 91/414 πριν από τη συνεδρίαση, να εκφράσουν τις απόψεις τους επί των ανωτέρω ζητημάτων και, ενδεχομένως, να συντάξουν από κοινού μια γνώμη σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού η οποία να μπορεί να διαβιβασθεί στις αρμόδιες αρχές της οδηγίας 91/414.»

40      Η Επιτροπή απάντησε, με έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2006, στο έγγραφο των προσφευγουσών της 19ης Ιανουαρίου 2006, αφενός, επισημαίνοντας ότι η ΕΑΑΤ ανέλαβε μόνη της την ευθύνη του περιεχομένου της εκθέσεώς της και, αφετέρου, υπενθυμίζοντας τη λειτουργική αυτοτέλεια της ΕΑΑΤ σε σχέση με την Επιτροπή.

41      Στις 17 Μαΐου 2006, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν στο κράτος μέλος εισηγητή μελέτη με αντικείμενο τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια, η οποία εκπονήθηκε τον Μάρτιο του 2005 από ανεξάρτητο εργαστήριο και η οποία συνοδευόταν από ενημέρωση της αξιολογήσεως της χρόνιας επικινδυνότητας. Η εν λόγω μελέτη υποβλήθηκε επίσης στις 12 Ιουνίου 2006 στην Επιτροπή, η οποία την κοινοποίησε στα κράτη μέλη περιλαμβάνοντάς την στην ιστοσελίδα της η οποία φέρει τον τίτλο «Circa».

42      Από σχέδιο πρακτικών της συνεδριάσεως της CPCASA της 22ας και 23ης Μαΐου 2006, στην ημερήσια διάταξη της οποίας περιλαμβανόταν η εξέταση σχεδίου αποφάσεως για τη μη καταχώριση αυτή τη φορά της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν εκπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη η μελέτη για τη χρόνια τοξικότητα που είχαν υποβάλει οι προσφεύγουσες.

43      Κατά τη συνεδρίαση της CPCASA της 13ης και 14ης Ιουλίου 2006, η Επιτροπή υπέβαλε εκ νέου σχέδιο αποφάσεως για τη μη καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Στο πρακτικό της εν λόγω συνεδριάσεως επισημαίνεται εντούτοις ότι:

«Διανεμήθηκαν παρατηρήσεις και μια εκπρόθεσμη μελέτη σχετικά με τη χρόνια επικινδυνότητα [της trifluralin] για τα ψάρια. […] Καθόσον δεν έχει περατωθεί η εσωτερική συζήτηση, δεν μπορεί να ψηφισθεί ακόμη καμία πρόταση.»

44      Στο πρακτικό της συνεδριάσεως της CPCASA της 28ης και 29ης Σεπτεμβρίου 2006, στην ημερήσια διάταξη της οποίας περιλαμβανόταν και πάλι το νομικό ζήτημα της trifluralin, επισημαίνονται τα ακόλουθα:

«Ορισμένα κράτη μέλη ζητούν την ταχεία περάτωση της υποθέσεως. Η Επιτροπή εξηγεί ότι δεν μπορεί να γίνει ψηφοφορία διότι δεν κατέστη δυνατό να περατωθεί η εσωτερική διαδικασία εγκρίσεως.»

45      Η υπόθεση περιελήφθη εκ νέου στην ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων της CPCASA της 23ης και 24ης Νοεμβρίου 2006 και της 22ας και 23ης Ιανουαρίου 2007, χωρίς να διεξαχθεί ψηφοφορία.

46      Στο πρακτικό της συνεδριάσεως της 23ης και 24ης Νοεμβρίου 2006 επισημαίνονται τα εξής:

«Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια αποτέλεσε αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ της επιχειρήσεως που προέβη στην κοινοποίηση, του κράτους μέλους εισηγητή και της ΕΑΑΤ καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, γεγονός από το οποίο συνάγεται μάλλον ότι δεν είναι δυνατό να ληφθεί απόφαση επί της εν λόγω μελέτης χωρίς τη συλλογική εξέταση του θέματος από εμπειρογνώμονες. Η Επιτροπή εκφράζει, επίσης, τις ανησυχίες της όσον αφορά τη συνεκτίμηση στοιχείων τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο συλλογικής εξετάσεως ή στοιχείων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε εθνικό επίπεδο. Υπενθυμίζει την αρχή του συστήματος, κατά την οποία η Επιτροπή στηρίζει τις αποφάσεις της στις επιστημονικές αποδείξεις που προσκομίζει η ΕΑΑΤ. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα ήταν όχι μόνον παράνομη, αλλά και θα έπληττε την εκκρεμή εν προκειμένω διαδικασία εξετάσεως.

[Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] δηλώνει ότι, δυνάμει της οδηγίας 91/414, οφείλει να λάβει υπόψη τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές γνώσεις κατά την εξέταση των αιτήσεων χορηγήσεως αδειών. Οι εν λόγω επιστημονικές γνώσεις δεν μπορούν να αγνοηθούν όταν πρέπει παραλλήλως να καθορισθεί η θέση του κράτους μέλους επί του ζητήματος της καταχωρίσεως της επίμαχης δραστικής ουσίας στο παράρτημα I.»

47      Στις 16 Μαρτίου 2007, η CPCASA εξέδωσε γνωμοδότηση υπέρ της μη καταχωρίσεως της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

48      Εντούτοις, όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνεδριάσεως, πολλά κράτη μέλη υπέβαλαν επ’ ευκαιρία παρατηρήσεις, συμπεριλαμβανομένου του κράτους μέλους εισηγητή, το οποίο με δήλωσή του στα πρακτικά επισήμαινε ότι είχε την πρόθεση να ψηφίσει υπέρ της προτάσεως περί μη καταχωρίσεως της trifluralin, προκειμένου να παράσχει στις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις τη δυνατότητα να επωφεληθούν της περιόδου των 18 μηνών για την τυπική υποβολή της μελέτης με αντικείμενο τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια και προκειμένου το εν λόγω κράτος μέλος εισηγητής να είναι σε θέση να αξιολογήσει επισήμως την εν λόγω μελέτη.

49      Στις 20 Σεπτεμβρίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση περί μη καταχωρίσεως της ουσίας trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και περί ανακλήσεως των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την εν λόγω ουσία (ΕΕ L 255, σ. 42, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

50      Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως εξής:

«(4) Η έκθεση αξιολόγησης εξετάστηκε από τα κράτη μέλη και την ΕΑΑΤ στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας “Αξιολόγηση” και υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 14 Μαρτίου 2005 με τη μορφή συμπερασμάτων της ΕΑΑΤ για την επιστημονική επανεξέταση της αξιολόγησης του κινδύνου από φυτοπροστατευτικά προϊόντα όσον αφορά τη δραστική ουσία trifluralin. Η εν λόγω έκθεση επανεξετάστηκε από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή στο πλαίσιο της [CPCASA] και οριστικοποιήθηκε στις 16 Μαρτίου 2007 με τη μορφή έκθεσης αναθεώρησης της Επιτροπής για την ουσία trifluralin.

(5) Κατά την αξιολόγηση της δραστικής αυτής ουσίας εντοπίστηκαν και άλλες αιτίες ανησυχίας. Η trifluralin έχει υψηλή τοξικότητα για υδρόβιους οργανισμούς, ιδίως τα ψάρια. Έχει επίσης υψηλή υπολειμματική δράση στο έδαφος και δεν βιοδιασπάται εύκολα. Επιπλέον, παρουσιάζει σωρευτική τάση. Συγκεκριμένα, υπερβαίνει σημαντικά τον μέγιστο συντελεστή βιοσυγκέντρωσης (ΣΒΣ) που ορίζει η οδηγία 91/414 […] για υδρόβιους οργανισμούς, δείχνοντας τάση βιοσυσσώρευσης σε αυτούς τους οργανισμούς. Λόγω της υψηλής πτητικότητάς της δεν μπορεί να αποκλειστεί η μεταφορά μέσω του αέρα και, παρά την ταχεία φωτοχημική αποδόμηση, τα προγράμματα παρακολούθησης έδειξαν μετανάστευση σε τόπους μακριά από τον τόπο εφαρμογής. Αυτοί οι λόγοι οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η trifluralin δεν ικανοποιεί τα κριτήρια καταχώρισης στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 […]

(6) Η Επιτροπή κάλεσε τον κοινοποιούντα να υποβάλει τα σχόλιά του σχετικά με τα αποτελέσματα της αναθεώρησης και σχετικά με την πρόθεσή του ή μη να στηρίξει την ουσία. Ο κοινοποιών υπέβαλε τα σχόλιά του, τα οποία εξετάστηκαν προσεκτικά. Ωστόσο, παρά τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν από τον κοινοποιούντα, οι παραπάνω ανησυχίες παραμένουν και οι διενεργηθείσες αξιολογήσεις με βάση τα στοιχεία που υποβλήθηκαν και αξιολογήθηκαν κατά τις συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων της ΕΑΑΤ δεν απέδειξαν ότι είναι δυνατόν, υπό τις προτεινόμενες συνθήκες χρήσης, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την ουσία trifluralin να ικανοποιούν γενικά τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 91/414 […]

(7) Επομένως, η ουσία trifluralin δεν πρέπει να καταχωριστεί στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 […]

[…]

Άρθρο 1

Η ουσία trifluralin δεν καταχωρίζεται ως δραστική ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 […]

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)      οι εγκρίσεις για φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν trifluralin αποσύρονται από τις 20 Μαρτίου 2008·

β)      από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης δεν χορηγούνται ούτε ανανεώνονται εγκρίσεις για φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν trifluralin.

Άρθρο 3

Τυχόν περίοδος χάριτος την οποία παραχωρούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 6, της οδηγίας 91/414 […] είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και εκπνέει το αργότερο στις 20 Μαρτίου 2009.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.»

51      Στις 11 Απριλίου 2008, οι προσφεύγουσες γνωστοποίησαν στην Επιτροπή την πρόθεσή τους να υποβάλουν νέα αίτηση για καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 33/2008 της Επιτροπής, της 17ης Ιανουαρίου 2008, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της οδηγίας 91/414 όσον αφορά την καθιέρωση συνήθους και ταχείας διαδικασίας εκτίμησης των δραστικών ουσιών που συμπεριλαμβάνονταν στο πρόγραμμα εργασίας του άρθρου 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, αλλά δεν έχουν περιληφθεί στο παράρτημα I (ΕΕ L 15, σ. 5).

52      Η προσβαλλόμενη απόφαση καταργήθηκε με το άρθρο 2 της αποφάσεως 2010/355/ΕΕ της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 2010, σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 (ΕΕ L 160, σ. 30).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

53      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 21 Δεκεμβρίου 2007, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και την αναγνώριση του παρανόμου χαρακτήρα του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 850/2004.

54      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Μαρτίου 2008, οι εταιρείες Dow AgroSciences Ltd, Dow AgroSciences LLC, Dow AgroSciences, Dow AgroSciences Export, Dow AgroSciences BV, Dow AgroSciences Hungary kft, Dow AgroSciences Italia Srl, Dow AgroSciences Polska sp. z.o.o., Dow AgroSciences Iberica SA, Dow AgroSciences s.r.o., Dow AgroSciences Danmark A/S, Dow AgroSciences GmbH, Dintec Agroquímica – Produtos Químicos Lda και Finchimica Spa υπέβαλαν, δυνάμει του άρθρου 242 ΕΚ, αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουνίου 2008.

55      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιουλίου 2010, η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο ότι είχε εκδώσει την απόφαση 2010/355, με την οποία είχε αποφασίσει, κατόπιν τηρήσεως της διαδικασίας που προβλέπει ο κανονισμός 33/2008, αφενός, να μην καταχωρίσει την trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και, αφετέρου, να καταργήσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

56      Το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στους διαδίκους, στις 3 Σεπτεμβρίου 2010, γραπτή ερώτηση σχετικά με τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την κατάργηση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

57      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Σεπτεμβρίου 2009, η Dow AgroSciences Ltd και η Dintec Agroquímica – Produtos Químicos Lda άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως 2010/355, η οποία αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως T‑446/10.

58      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή ζήτησε την κατάργηση της δίκης στην υπό κρίση υπόθεση, στο μέτρο που, κατά τη γνώμη της, η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω της καταργήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

59      Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημερομηνία, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι εξακολουθούν να έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και ζήτησαν να τους επιτραπεί να προσαρμόσουν τα αιτήματά τους προκειμένου να συμπεριλάβουν το αίτημά τους περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2010/355.

60      Οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των αιτημάτων τους και επί των αιτημάτων των αντιδίκων τους με έγγραφα της 15ης Οκτωβρίου 2010.

61      Με έγγραφο της Γραμματείας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο απεστάλη στους διαδίκους στις 9 Νοεμβρίου 2010, τους γνωστοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των προσφευγουσών να τους παρασχεθεί η δυνατότητα προσαρμογής των αιτημάτων τους προκειμένου να συμπεριληφθεί σ’ αυτά το αίτημά τους περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2010/355, διότι το Γενικό Δικαστήριο αντελήφθη ότι είχε, στο μεταξύ, ασκηθεί από την AgroSciences Ltd και την Dintec Agroquímica – Produtos Químicos Lda προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως.

62      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        να αναγνωρίσει τον παράνομο χαρακτήρα και το ανεφάρμοστο στην περίπτωσή τους του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 850/2004 όσον αφορά την εξέταση της trifluralin·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν, πλέον τόκων με επιτόκιο 8 %.

63      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει άνευ αντικειμένου το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως των προσφευγουσών ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να απορρίψει την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 850/2004·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

64      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι προσφεύγουσες έπαυσαν να έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι η εν λόγω απόφαση καταργήθηκε με την απόφαση 2010/355.

65      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ορθότητα της ανωτέρω επιχειρηματολογίας.

66      Κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. Επιπροσθέτως, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος προς ικανοποίηση των αιτημάτων του πρέπει να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1963, 14/63, Forges de Clabecq κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1015, και της 7ης Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4333, σκέψη 42).

67      Πράγματι, κατά πάγια επίσης νομολογία, η έκδοση αποφάσεως επί προσφυγής ακυρώσεως παρέλκει στην περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων έπαυσε να έχει συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως λόγω γεγονότος που επήλθε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 2005, T‑28/02, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4119, σκέψεις 36 και 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να στερείται πλέον εννόμων συνεπειών η ενδεχόμενη ακύρωση της πράξεως (βλ., συναφώς, διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Μαρτίου 1997, T‑25/96, Arbeitsgemeinschaft Deutscher Luftfahrt-Unternehmen και Hapag-Lloyd κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑363, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

68      Εντούτοις, ο προσφεύγων μπορεί να εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση καταργηθείσας πράξεως, στο μέτρο που η κατάργησή της δεν επιφέρει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με ενδεχόμενη ακύρωσή της από το Γενικό Δικαστήριο. Ειδικότερα, η κατάργηση μιας πράξεως θεσμικού οργάνου δεν συνιστά αναγνώριση της ελλείψεως νομιμότητάς της και αναπτύσσει αποτέλεσμα ex nunc, ενώ η ακύρωσή της αναπτύσσει αποτέλεσμα ex tunc (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 1960, 16/59 έως 18/59, Geitling κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής ΕΚΑΧ, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 605, και του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1995, T‑481/93 και T‑484/93, Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2941, σκέψεις 46 έως 48).

69      Επιπροσθέτως, στην περίπτωση ακυρώσεως ορισμένης πράξεως, το θεσμικό όργανο που την εξέδωσε οφείλει να λάβει όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως. Τα μέτρα αυτά αφορούν, κυρίως, την εξάλειψη των αποτελεσμάτων των παρανομιών που διαπιστώνονται με την ακυρωτική απόφαση. Έτσι, το εν λόγω όργανο ενδέχεται να υποχρεωθεί στη δέουσα επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ως προς τον προσφεύγοντα ή στην αποχή από την έκδοση πανομοιότυπης πράξεως (βλ. απόφαση Exporteurs in Levende Varkens κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση καταργήθηκε και δεν ανακλήθηκε από την Επιτροπή. Ως εκ τούτου, εξακολουθεί να παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των προσφευγουσών κατά το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος της έως την κατάργησή της. Η ακύρωσή της μπορεί, συνεπώς, να επιφέρει αυτή καθαυτή συνέπειες στη νομική κατάσταση των προσφευγουσών, με αποτέλεσμα αυτές να διατηρούν το έννομο συμφέρον τους να ζητήσουν την ακύρωσή της.

71      Το αίτημα περί καταργήσεως της δίκης που υπέβαλε η Επιτροπή πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Επί της ουσίας

72      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έξι λόγους ακυρώσεως και την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 850/2004.

73      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στην έκθεση της ΕΑΑΤ, την οποία προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000, και εκδόθηκε κατά παράβαση των εφαρμοστέων διαδικαστικών κανόνων.

74      Προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε επανειλημμένως σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

75      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνάδει προς την εφαρμοστέα νομοθετική διαδικασία και αντιβαίνει στα άρθρα 5 ΕΚ και 7 ΕΚ, στο άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000 και στο άρθρο 5 της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23, η λεγόμενη απόφαση περί «επιτροπολογίας»).

76      Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορά τη μη τήρηση των διαδικαστικών προθεσμιών του άρθρου 8, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού 451/2000.

77      Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορά την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

78      Τέλος, ο έκτος λόγος ακυρώσεως αφορά την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, καθώς και από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στην έκθεση της ΕΑΑΤ, εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000, και κατά παράβαση των εφαρμοστέων διαδικαστικών κανόνων

79      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή οφείλει να ακολουθήσει τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ. Κατά την άποψή τους, η ΕΑΑΤ, όπως και το κράτος μέλος εισηγητής, συνέστησε, εν προκειμένω, την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, στο μέτρο που οι κίνδυνοι που ενείχε η εν λόγω ουσία ήταν αποδεκτοί, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων. Η Επιτροπή, προτείνοντας τη μη καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, δεν στήριξε, συνεπώς, την πρότασή της στη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ και παρέβη, ως εκ τούτου, το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000.

80      Εξάλλου, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή κίνησε εκ νέου τη διαδικασία αξιολογήσεως για να εξετάσει την trifluralin βάσει των κριτηρίων ΑΟΡ που προβλέπει ο κανονισμός 850/2004. Στο μέτρο που δεν υπήρχε καμία νομική βάση για μια τέτοιου είδους ενέργεια στο πλαίσιο της αξιολογήσεως που προβλέπει η οδηγία 91/414, η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να διατάξει την εν λόγω επανέναρξη της διαδικασίας αξιολογήσεως και αναμίχθηκε, ως εκ τούτου, κατά τις προσφεύγουσες, στην αξιολόγηση της ΕΑΑΤ. Συνεπώς, η Επιτροπή υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας.

81      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

82      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 22, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕΑΑΤ) και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31, σ. 1), προβλέπει ότι η ΕΑΑΤ παρέχει γνωμοδοτήσεις που θα αποτελούν την επιστημονική βάση για την κατάρτιση και την έγκριση κοινοτικών μέτρων στους τομείς που εμπίπτουν στην αποστολή της. Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 23, στοιχείο γ΄, του ανωτέρω κανονισμού, η ΕΑΑΤ παρέχει επιστημονική και τεχνική υποστήριξη στην Επιτροπή στους τομείς που εμπίπτουν στην αποστολή της και, όποτε της ζητείται, στην ερμηνεία και εξέταση γνωμοδοτήσεων περί αξιολογήσεως της επικινδυνότητας.

83      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000, η ΕΑΑΤ προβαίνει σε εκτίμηση του σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως του κράτους μέλους εισηγητή και διαβιβάζει στην Επιτροπή γνωμοδότηση σχετικά με το ενδεχόμενο να πληροί η δραστική ουσία τις σχετικές με την ασφάλεια απαιτήσεις της οδηγίας 91/414, εντός έτους από την παραλαβή του υποβληθέντος σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως από το κράτος μέλος εισηγητή. Εφόσον είναι αναγκαίο, η ΕΑΑΤ γνωμοδοτεί, επίσης, σχετικά με τις διαθέσιμες επιλογές που κρίνεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις ασφάλειας.

84      Τέλος, το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000 προβλέπει ότι, το αργότερο έξι μήνες από την παραλαβή της γνωμοδοτήσεως της ΕΑΑΤ που προβλέπει το άρθρο 7, η Επιτροπή υποβάλλει σχέδιο εκθέσεως αναθεωρήσεως και, βάσει της τελικής εκθέσεως αναθεωρήσεως, υποβάλλει στην επιτροπή είτε σχέδιο οδηγίας για την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας είτε σχέδιο αποφάσεως, που απευθύνεται στα κράτη μέλη, για την ανάκληση των αδειών φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη δραστική ουσία, επισημαίνοντας τους λόγους της μη καταχωρίσεώς της. Η οδηγία ή η απόφαση της Επιτροπής εκδίδεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία που θεσπίζει η απόφαση περί επιτροπολογίας.

85      Κατά συνέπεια, η άρνηση εγκρίσεως της διαθέσεως στο εμπόριο πρέπει να βασίζεται στην εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της επικινδυνότητας για τη δημόσια υγεία βάσει των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και των πλέον πρόσφατων αποτελεσμάτων της διεθνούς έρευνας (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C-95/01, Greenham και Abel, Συλλογή 2004, σ. I‑1333, σκέψη 50).

86      Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την πέμπτη, την έκτη και την ένατη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία 91/414 έχει ως σκοπό την εξάλειψη των εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων και ταυτοχρόνως τη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και της υγείας των ανθρώπων και των ζώων. Στο πλαίσιο αυτό, για να είναι σε θέση η Επιτροπή να επιτύχει τον σκοπό που της έχει ανατεθεί και λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων στις οποίες οφείλει να προβαίνει, πρέπει να της αναγνωριστεί ευρεία διακριτική ευχέρεια (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2007, C‑326/05 P, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑6557, σκέψεις 74 και 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

87      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 8 του κανονισμού 451/2000, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ. Συγκεκριμένα, καίτοι είναι αληθές ότι η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της περί καταχωρίσεως ή μη της επίμαχης ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 αφού λάβει τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από καμία διάταξη του κανονισμού 451/2000 δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να συμμορφωθεί προς το περιεχόμενο των γνωμοδοτήσεων της ΕΑΑΤ ούτε ότι, συνεπώς, δεν έχει καμία διακριτική ευχέρεια (διατάξεις του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 2008, T‑312/06, FMC Chemical κατά ΕΑΑΤ, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 52 έως 54, T‑397/06, Dow AgroSciences κατά ΕΑΑΤ, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 49, και T‑311/06, FMC Chemical και Arysta Lifesciences κατά ΕΑΑΤ, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 52).

88      Η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ δεν είναι δεσμευτική για την Επιτροπή, οπότε εσφαλμένως οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να μη δεχθεί τη γνώμη αυτή της ΕΑΑΤ χωρίς να παραβεί το άρθρο 8 του κανονισμού 451/2000.

89      Επιπροσθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα συμπεράσματα της ΕΑΑΤ ουδόλως προκύπτει ότι η εν λόγω αρχή συνέστησε ρητώς, εν προκειμένω, να καταχωρισθεί η trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες.

90      Συγκεκριμένα, η ΕΑΑΤ, με τη γνωμοδότησή της, αξιολογεί την επικινδυνότητα της trifluralin, βάσει των διαθέσιμων επιστημονικών γνώσεων κατά τον χρόνο της εν λόγω εκτιμήσεως, και επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, την ύπαρξη ορισμένων αμφιβολιών όσον αφορά την ασφάλεια της ουσίας οι οποίες δεν διασκεδάσθηκαν.

91      Η ΕΑΑΤ εξετάζει ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000, ορισμένους πιθανούς μηχανισμούς διαχειρίσεως της επικινδυνότητας που κατέστη εμφανής κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να εγκρίνει την ουσία.

92      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η ΕΑΑΤ εξετάζει τέτοιου είδους δυνατότητες διαχειρίσεως της επικινδυνότητας δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως σύσταση περί καταχωρίσεως της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

93      Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών επί του ζητήματος αυτού.

94      Δεύτερον, κατά το άρθρο 8 του κανονισμού 451/2000, το κράτος μέλος εισηγητής αξιολογεί τις δραστικές ουσίες για τις οποίες ένας τουλάχιστον φάκελος κρίθηκε πλήρης, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, του εν λόγω κανονισμού, και υποβάλλει σχετική έκθεση. Με την έκθεσή του, προτείνει στην Επιτροπή είτε την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας, επισημαίνοντας τις προϋποθέσεις της εν λόγω καταχωρίσεως, είτε τη μη καταχώριση της δραστικής ουσίας, επισημαίνοντας τους λόγους της μη καταχωρίσεως. Η ΕΑΑΤ εξετάζει το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως και διαβιβάζει στην Επιτροπή γνωμοδότηση ως προς το αν η δραστική ουσία ανταποκρίνεται στις σχετικές με την ασφάλεια απαιτήσεις της οδηγίας 91/414. Η Επιτροπή, βάσει της τελικής εκθέσεως αναθεωρήσεως, υποβάλλει τότε στην αρμόδια επιτροπή είτε σχέδιο οδηγίας για την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 είτε σχέδιο αποφάσεως για την ανάκληση των αδειών για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν τη δραστική ουσία και, ως εκ τούτου, για τη μη καταχώριση της ουσίας αυτής στο εν λόγω παράρτημα.

95      Από το κανονιστικό πλαίσιο προκύπτει, συνεπώς, σαφώς ότι η άποψη του κράτους μέλους εισηγητή κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως δεν είναι καθοριστική (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑75/06, Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2081, σκέψη 164).

96      Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν λυσιτελώς να επικαλεστούν τις πληροφορίες που τους δόθηκαν από το κράτος μέλος εισηγητή σχετικά με την πιθανή περάτωση της διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 95, σκέψη 164).

97      Τρίτον, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει σαφώς ότι ελήφθη υπόψη η γνωμοδότηση αυτή κατά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή αυτή η επιχειρηματολογία.

98      Τέλος, τέταρτον, πρέπει να επισημανθεί, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από το γεγονός ότι η αξιολόγηση της ουσίας έγινε βάσει των κριτηρίων ΑΟΡ που προβλέπει ο κανονισμός 850/2004, ότι η εν λόγω αιτίαση συνδέεται με το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως. Γι’ αυτό η ανωτέρω αιτίαση θα εξετασθεί στο πλαίσιο αυτό.

99      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορούν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διότι, αφενός, η Επιτροπή αθέτησε την υποχρέωσή της να λάβει υπόψη όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία και, ειδικότερα, μια μελέτη που ζητήθηκε να υποβάλουν οι επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις και, αφετέρου, όφειλε να παρατείνει τις ισχύουσες προθεσμίες προκειμένου να έχει στη διάθεσή της τις εν λόγω συμπληρωματικές πληροφορίες

100    Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το κράτος μέλος εισηγητής και η ΕΑΑΤ τους ζήτησαν να υποβάλουν μελέτη με αντικείμενο τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια. Παραπέμπουν, συναφώς, στους πίνακες των πρακτικών της συνεδριάσεως της ΕΑΑΤ, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιουνίου 2004, και στο ηλεκτρονικό μήνυμα του κράτους μέλους εισηγητή, της 6ης Οκτωβρίου 2004, με το οποίο τους κοινοποιήθηκαν οι εν λόγω πίνακες. Κατά τις προσφεύγουσες, η επιβεβαίωση της υποβολής του εν λόγω αιτήματος προς τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις περιέχεται, επίσης, στις σελίδες 30 και 33 της γνωμοδοτήσεως της ΕΑΑΤ.

101    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι υπέβαλαν στην Επιτροπή την αιτηθείσα μελέτη μόλις αυτή κατέστη διαθέσιμη και αμφισβητούν οποιαδήποτε σχετική εκ μέρους τους αμέλεια. Κατά την άποψή τους, εναπέκειτο, συνεπώς, στην Επιτροπή να εξετάσει τα νέα δεδομένα που της υποβλήθηκαν, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000. Η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω μελέτη υποβλήθηκε εκπροθέσμως και εκτίμησε ότι δεν μπορούσε συνεπώς να τη λάβει υπόψη, ενημέρωσε δε συναφώς τα μέλη της CPCSA.

102    Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή παρέλειψε, επομένως, να λάβει υπόψη τις πλέον πρόσφατες διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις και τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, κατά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414. Η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε, κατά συνέπεια, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Από τα ανωτέρω προκύπτει, επίσης, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

103    Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι ήταν αδύνατο να ανταποκριθούν στο αίτημα περί υποβολής νέας μελέτης από τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις, εντός των προβλεπομένων για τη διαδικασία αξιολογήσεως προθεσμιών. Εντούτοις, κατά τις προσφεύγουσες, καθόσον οι εν λόγω προθεσμίες δεν τηρήθηκαν ούτε από την ΕΑΑΤ ούτε από την Επιτροπή στο πλαίσιο της αξιολογήσεως της trifluralin, εναπέκειτο στην Επιτροπή να ορίσει νέες προθεσμίες, ώστε να λάβει υπόψη τη μελέτη, αντί να προβάλει προσχηματικά τη φερόμενη εκπρόθεσμη υποβολή της. Διατείνονται, αφενός, ότι η δυνατότητα παρατάσεως των εν λόγω προθεσμιών ήταν, κατ’ ουσίαν, αποδεκτή από τη νομολογία, κατά την οποία η άρνηση παρατάσεως των προθεσμιών μπορεί να εξομοιωθεί με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (απόφαση Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 86), και, αφετέρου, ότι η δυνατότητα αυτή χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο αξιολογήσεως άλλων φυτοϋγειονομικών ουσιών. Παραπέμπουν συναφώς στην απόφαση 2008/353/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2008, με την οποία επιτρέπεται στα κράτη μέλη να παρατείνουν τη διάρκεια των προσωρινών αδειών κυκλοφορίας που έχουν χορηγηθεί για τις νέες δραστικές ουσίες cyflufenamid, FEN 560 και flonicamid (ΕΕ L 117, σ. 45).

104    Κατά τις προσφεύγουσες, η λυσιτέλεια της μελέτης για την αξιολόγηση της trifluralin είναι σαφώς αποδεδειγμένη διότι το κράτος μέλος εισηγητής που την εξέτασε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συμπληρωματικά δεδομένα που περιείχε διασκέδαζαν τις ανησυχίες που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως.

105    Επιπροσθέτως, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η Επιτροπή όφειλε, επίσης, να παρατείνει τις προθεσμίες, καθόσον είχε αναθέσει στην υποομάδα TC-NES να εξετάσει τη δραστική ουσία βάσει των κριτηρίων ΑΟΡ, προκειμένου να παράσχει στις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις τη δυνατότητα να διασκεδάσουν τις ανησυχίες που θα εκφράζονταν ενδεχομένως κατά την εν λόγω εξέταση και να υποβάλουν, εν ανάγκη, στοιχεία και μελέτες λυσιτελή για την εξέταση αυτή.

106    Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η Επιτροπή αθέτησε, συνεπώς, την υποχρέωσή της να παράσχει επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις, ώστε να τους εξασφαλίσει τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις και να αμυνθούν υπό την ιδιότητά τους ως επιχειρήσεων που προέβησαν στις κοινοποιήσεις.

107    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

108    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 451/2000 προβλέπει ότι οι κοινοποιούντες οφείλουν να υποβάλλουν στην ορισθείσα αρχή του κράτους μέλους εισηγητή, για κάθε δεδομένη δραστική ουσία, πλήρη φάκελο περιέχοντα αυτούσιες τις μεμονωμένες εκθέσεις των δοκιμών και μελετών για το σύνολο των πληροφοριών που ορίζει η παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, ή των πρωτοκόλλων και δεσμεύσεων που προβλέπει η παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, στην περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες βρίσκονται στο στάδιο της εκτελέσεως.

109    Οι πληροφορίες που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 451/2000 είναι οι εξής:

–        για κάθε σημείο του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας, τις περιλήψεις και τα αποτελέσματα των μελετών και δοκιμών, καθώς και το όνομα του προσώπου ή ιδρύματος που διενήργησε τις δοκιμές·

–        τις ίδιες πληροφορίες για κάθε σημείο του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας που λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση των κριτηρίων του άρθρου 5 της οδηγίας ως προς ένα ή περισσότερα σκευάσματα που είναι αντιπροσωπευτικά για τις χρήσεις που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄·

–        όσον αφορά μελέτες που δεν έχουν ακόμη πλήρως ολοκληρωθεί, την απόδειξη ότι οι μελέτες αυτές έχουν παραγγελθεί το αργότερο τρεις μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, με την ανειλημμένη υποχρέωση ότι θα έχουν υποβληθεί το αργότερο εντός του δωδεκαμήνου που έπεται της προθεσμίας για την υποβολή των φακέλων που προβλέπει το άρθρο 6 στο κράτος μέλος εισηγητή.

110    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000 προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη του άρθρου 7 της οδηγίας 91/414, δεν θα γίνεται δεκτή η υποβολή νέων μελετών. Το κράτος μέλος εισηγητής δύναται, εντούτοις, με σύμφωνη γνώμη της ΕΑΑΤ, να ζητήσει από τους κοινοποιούντες να υποβάλουν, εντός ορισμένης προθεσμίας, περαιτέρω στοιχεία που κρίνονται αναγκαία από το κράτος μέλος εισηγητή ή την ΕΑΑΤ για την αποσαφήνιση της υποθέσεως.

111    Η υποβολή συμπληρωματικών δεδομένων μπορεί, συνεπώς, να έχει ως σκοπό μόνο την αποσαφήνιση στοιχείων τα οποία έχουν ήδη περιληφθεί στον πλήρη φάκελο, ο οποίος πρέπει να υποβληθεί από τους κοινοποιούντες.

112    Η υποβολή νέων μελετών, η οποία αποκλείεται, δεν μπορεί, επομένως, να εξομοιωθεί, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, με την υποβολή συμπληρωματικών στοιχείων, η οποία είναι αντιθέτως δυνατή.

113    Η υποβολή συμπληρωματικής μελέτης είναι δυνατή μόνον εφόσον η εν λόγω μελέτη ήταν υπό κατάρτιση κατά τον χρόνο καταθέσεως του πλήρους φακέλου, ανακοινώθηκε η επικείμενη υποβολή της κατά την κατάθεση του εν λόγω φακέλου και υποβλήθηκε τελικώς εντός έτους από την κατάθεση του φακέλου αυτού.

114    Ως εκ τούτου, μετά την κατάθεση του πλήρους φακέλου είναι επιτρεπτό μόνον το αίτημα υποβολής συμπληρωματικών στοιχείων και τούτο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000, το οποίο προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από το κράτος μέλος εισηγητή με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΑΑΤ και ότι στο αίτημα αυτό πρέπει να ορίζεται η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να γνωστοποιηθούν τα εν λόγω στοιχεία.

115    Πρέπει να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, δεν συντρέχει καμία από τις εν λόγω προϋποθέσεις.

116    Ασφαλώς, δεν αμφισβητείται ότι η αναγκαιότητα συμπληρωματικών μελετών σχετικά με τη χρόνια τοξικότητα της δραστικής ουσίας για τα ψάρια επισημάνθηκε από τους εμπειρογνώμονες της EPCO, κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου 2004, όπως υπομνήσθηκε στη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ («[η] επιχείρηση που προέβη στην κοινοποίηση οφείλει να υποβάλει μελέτες εκθέσεως που να περιλαμβάνουν διαφορετικές περιόδους εκθέσεως και να χρησιμοποιήσει τον λιποκέφαλο φοξίνο ως το πιο ευαίσθητο είδος ψαριού»), και ότι οι εν λόγω πληροφορίες γνωστοποιήθηκαν από το κράτος μέλος εισηγητή στις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις με το ηλεκτρονικό μήνυμά του της 6ης Οκτωβρίου 2004.

117    Από το εν λόγω μήνυμα δεν συνάγεται, εντούτοις, ότι ζητήθηκε από τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις να υποβάλουν συμπληρωματικά στοιχεία, κατά την έννοια του κανονισμού 451/2000, όπως αυτές υποστηρίζουν.

118    Πρώτον, η EPCO, το κράτος μέλος εισηγητής και η ΕΑΑΤ επισημαίνουν την αναγκαιότητα να έχουν στη διάθεσή τους συμπληρωματικές μελέτες. Από τα πρακτικά του EPCO, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε το κράτος μέλος εισηγητής και τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ συνάγεται ότι πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί το επιχείρημα ότι ζητήθηκε από τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις να υποβάλουν συμπληρωματικά στοιχεία για την αποσαφήνιση της υποθέσεως.

119    Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι οι ίδιες οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα πονήματα που διαβιβάσθηκαν στις 17 Μαΐου 2006 από τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις συνιστούν μελέτη.

120    Δεύτερον, ακόμη και αν η αναγκαιότητα συμπληρωματικών μελετών θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αίτημα υποβολής συμπληρωματικών στοιχείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τον φάκελο δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η ΕΑΑΤ ήταν σύμφωνη με την υποβολή ενός τέτοιου αιτήματος. Πρέπει να επισημανθεί, συναφώς, ότι, ως εκ τούτου, ο EPCO, που είναι ομάδα εμπειρογνωμόνων η οποία διενεργεί συγκεκριμένη αξιολόγηση με σκοπό τη σύνταξη της γνωμοδοτήσεως της ΕΑΑΤ, είναι ανεξάρτητος από την ΕΑΑΤ και δεν μπορεί, επομένως, να τη δεσμεύσει χωρίς τη ρητή συναίνεσή της.

121    Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, δεν προβλέφθηκε καμία προθεσμία για την υποβολή των μελετών για τις οποίες έκανε λόγο ο EPCO, και ακολούθως το κράτος μέλος εισηγητής.

122    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η εν λόγω μη πρόβλεψη προθεσμίας αποτελεί πρόσθετη ένδειξη υπέρ της εκτιμήσεως ότι δεν υπήρξε αίτημα υποβολής συμπληρωματικών στοιχείων.

123    Συγκεκριμένα, αν εκ περιδρομής δεν είχε ορισθεί καμία προθεσμία για την υποβολή συμπληρωματικών στοιχείων, οι επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις θα μπορούσαν να παρατείνουν στο διηνεκές τη διαδικασία συλλογικής εξετάσεως και να καθυστερήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο αδικαιολόγητα την έκδοση της γνωμοδοτήσεως της ΕΑΑΤ.

124    Ως εκ τούτου, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι ζητήθηκε από τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις να υποβάλουν συμπληρωματικά στοιχεία σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

125    Από τα πραγματικά περιστατικά που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη όσων υποστηρίζουν προκύπτει μάλλον, αντιθέτως, ότι ο EPCO και το κράτος μέλος εισηγητής, ακολούθως δε η ΕΑΑΤ, διαπίστωσαν και επισήμαναν στις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις ότι ήταν ακόμη αναγκαίες νέες μελέτες προκειμένου να εκτιμηθεί αν η ουσία ήταν ασφαλής, έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι οι εν λόγω μελέτες δεν μπορούσαν πλέον να υποβληθούν στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας.

126    Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της 15ης και 16ης Μαρτίου 2007 της ομάδας εργασίας «Νομοθεσία» της CPCASA, στα οποία καταχωρίστηκε δήλωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, η οποία ήταν το κράτος μέλος εισηγητής, ότι είχε την πρόθεση να ψηφίσει υπέρ της προτάσεως περί μη καταχωρίσεως της trifluralin, προκειμένου να παράσχει στις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις τη δυνατότητα να επωφεληθούν της περιόδου των 18 μηνών για την τυπική υποβολή της μελέτης για τα ψάρια και προκειμένου το εν λόγω κράτος μέλος εισηγητής να είναι σε θέση να αξιολογήσει επισήμως την εν λόγω μελέτη.

127    Τέλος, τέταρτον, πρέπει να επισημανθεί, ως εκ περισσού, ότι ουδέποτε υποστηρίχθηκε από τις προσφεύγουσες ότι η μελέτη που διαβιβάσθηκε στο κράτος μέλος εισηγητή στις 17 Μαΐου 2006 είχε υποβληθεί από τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 451/2000, κατά την κατάθεση του πλήρους φακέλου.

128    Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν ζητήθηκε να υποβληθεί από τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις καμία νέα μελέτη.

129    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι αρνήθηκε να λάβει υπόψη τη μελέτη που υπέβαλαν τον Μάιο του 2006 οι επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις.

130    Η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης θα εξετασθεί στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως.

131    Το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί, καθόσον η Επιτροπή δεν υπέπεσε ούτε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

132    Όσον αφορά την αιτίαση που προβάλλουν οι προσφεύγουσες με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, κατά την οποία οι οικείες προθεσμίες έπρεπε να παραταθούν προκειμένου να ληφθεί υπόψη η αιτηθείσα μελέτη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι ουσία αβάσιμη, καθόσον δεν ζητήθηκε να υποβληθεί από τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις καμία μελέτη.

133    Επιπροσθέτως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη συνεδρίαση της ομάδας εργασίας «Αξιολόγηση» της ΕΑΑΤ, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2004, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ήταν αναγκαία διάφορα στοιχεία και μελέτες, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και μια μελέτη μεταβολισμού για τους ελαιούχους σπόρους. Η μελέτη αυτή είναι διαφορετική από τη μελέτη που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες τον Μάιο του 2006. Στις 3 Μαρτίου 2004, εκπρόσωπος της επιχειρήσεως που προέβη στην κοινοποίηση απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην ΕΑΑΤ, με το οποίο ζητούσε, μεταξύ άλλων, να διευκρινισθεί η προθεσμία υποβολής της μελέτης αυτής. Στις 5 Μαρτίου 2004, η ΕΑΑΤ απάντησε στο ανωτέρω μήνυμα επισημαίνοντας, αφενός, ότι εναπέκειτο στην επιχείρηση που προέβη στην κοινοποίηση να υποβάλει τη μελέτη αυτή ή να προσδιορίσει πότε θα μπορούσε αυτή να υποβληθεί και, αφετέρου, ότι η συλλογική εξέταση θα γινόταν εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 1490/2002 της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου 2002, για τη θέσπιση περαιτέρω λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της τρίτης φάσης του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 451/2000 (ΕΕ L 224, σ. 23).

134    Κατά συνέπεια, από το εν λόγω χρονικό σημείο, οι προσφεύγουσες ενημερώθηκαν σαφώς ότι δεν μπορούσε να τους χορηγηθεί καμία συμπληρωματική προθεσμία για τη συμπλήρωση του φακέλου τους και επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν απέδειξαν ότι τους δόθηκαν ρητώς συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου όσον αφορά τη μελέτη με αντικείμενο τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια.

135    Καθόσον η Επιτροπή δεν υπέπεσε ούτε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αρνούμενη να παρατείνει τις διαδικαστικές προθεσμίες προκειμένου να λάβει υπόψη τη μελέτη που αφορούσε τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια, πρέπει να απορριφθεί και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

136    Η αιτίαση που αντλείται από το ότι η Επιτροπή όφειλε να παρατείνει τις προθεσμίες, διότι υπέβαλε την trifluralin σε αξιολόγηση βάσει των κριτηρίων ΑΟΡ, εξετάζεται στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

137    Η αιτίαση που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας εξετάζεται στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν στηρίζονταν σε κανένα επιστημονικό στοιχείο

138    Κατά τις προσφεύγουσες, η διαπίστωση της αυξημένης χρόνιας τοξικότητας της trifluralin για τους υδρόβιους οργανισμούς στην οποία κατέληξε η Επιτροπή, η οποία περιλαμβάνεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι άνευ σημασίας στο πλαίσιο της αξιολογήσεως της επικινδυνότητας βάσει της οδηγίας 91/414. Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη τους, αυτό που έχει σημασία είναι η αξιολόγηση της επικινδυνότητας προκειμένου να καθορισθεί αν, ανεξαρτήτως του διαπιστωθέντος συγκεκριμένου κινδύνου, η εν λόγω επικινδυνότητα είναι αποδεκτή για συγκεκριμένη χρήση. Η μελέτη χρόνιας τοξικότητας που υπέβαλαν καθιστούσε σαφές ότι η επικινδυνότητα ήταν αποδεκτή, όπως παραδέχθηκε και το κράτος μέλος εισηγητής.

139    Η ΕΑΑΤ κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, εκτιμώντας ότι η trifluralin πληρούσε τους όρους ασφάλειας που θέτει η οδηγία 91/414, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων. Η ΕΑΑΤ έκρινε συγκεκριμένα ότι ήταν δυνατή η διαχείριση της επικινδυνότητας χρόνιας τοξικότητας για τα ψάρια, διά του καθορισμού των καταλλήλων προϋποθέσεων χρήσεως, και ότι η εντοπισθείσα επικινδυνότητα δεν αποκλείει την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Η ΕΑΑΤ και ο εισηγητής είχαν επίσης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν αποδεκτή η επικινδυνότητα της trifluralin όσον αφορά την υπολειμματική δράση της στο έδαφος, την τάση συσσωρεύσεως και τη μεταφορά της μέσω του αέρα.

140    Εξάλλου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει εγκρίνει για άλλα δέκα έτη προϊόντα με βάση την trifluralin τα οποία εμπορεύονται οι προσφεύγουσες, απορρίπτοντας συνεπώς την ύπαρξη μη αποδεκτής επικινδυνότητάς της.

141    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι διαπιστώσεις που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζονται, συνεπώς, στους κινδύνους και όχι στην επικινδυνότητα, γεγονός το οποίο συνιστά σημαντικό μεθοδολογικό σφάλμα. Η Επιτροπή υπέπεσε, κατά συνέπεια, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στο μέτρο που δεν υπάρχει καμία επιστημονική βάση προς στήριξη των διαπιστώσεών της.

142    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

143    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι με τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων. Η εν λόγω προστασία της δημόσιας υγείας έχει υπέρτερη σπουδαιότητα σε σχέση με οικονομικής φύσεως θεωρήσεις, με αποτέλεσμα να μπορεί να δικαιολογήσει αρνητικές οικονομικές συνέπειες, έστω και πολύ σημαντικές για ορισμένους επιχειρηματίες (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Ιουνίου 2005, T‑158/03, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2425, σκέψη 134).

144    Η αρχή της προλήψεως αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απορρέουσα από το άρθρο 3, στοιχείο ο΄, ΕΚ, το άρθρο 6 ΕΚ, το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 153, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ και το άρθρο 174, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, η οποία επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές τη λήψη κατάλληλων μέτρων, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί από τη σχετική ρύθμιση, προκειμένου να προλαμβάνουν ορισμένους ενδεχόμενους κινδύνους για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, εξασφαλίζοντας την υπεροχή των απαιτήσεων που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων αυτών επί των οικονομικών συμφερόντων (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Νοεμβρίου 2002, T‑74/00, T‑76/00, T‑83/00 έως T‑85/00, T‑132/00, T‑137/00 και T‑141/00, Artegodan κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑4945, σκέψεις 183 και 184, και της 21ης Οκτωβρίου 2003, T‑392/02, Solvay Pharmaceuticals κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑4555, σκέψη 133, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

145    Η αξιολόγηση της επικινδυνότητας συνιστά, για το κοινοτικό όργανο που εξετάζει τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες ενός φαινομένου, την εκτίμηση, βάσει επιστημονικής αξιολογήσεως της επικινδυνότητας, του αν οι κίνδυνοι υπερβαίνουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός από την κοινωνία. Επομένως, προκειμένου τα κοινοτικά όργανα να μπορούν να προβούν σε αξιολόγηση των κινδύνων, είναι σημαντικό, αφενός, να έχουν στη διάθεσή τους μια επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων και, αφετέρου, να καθορίσουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός από την κοινωνία (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑13/99, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3305, σκέψη 145, και T‑70/99, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3495, σκέψη 162).

146    Η επιστημονική αξιολόγηση της επικινδυνότητας είναι, κατά κοινή παραδοχή, μια επιστημονική διαδικασία για τον εντοπισμό και χαρακτηρισμό ενός κινδύνου, την αξιολόγηση της εκθέσεως στον κίνδυνο και τον χαρακτηρισμό της επικινδυνότητας, στο μέτρο που είναι εφικτό (αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 145, σκέψη 156, και Alpharma κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 145, σκέψη 169).

147    Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της «επικινδυνότητας» ανταποκρίνεται, επομένως, στο κατά πόσο είναι ενδεχόμενες αρνητικές επιδράσεις για το αγαθό που προστατεύει η έννομη τάξη, λόγω της αποδοχής ορισμένων μέτρων ή ορισμένων πρακτικών. Η έννοια του «κινδύνου» χρησιμοποιείται γενικώς με ευρύτερη έννοια και περιλαμβάνει κάθε προϊόν ή διαδικασία που μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα στη σκέψη 145 απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 147).

148    Ο καθορισμός του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός απόκειται, τηρουμένων των ισχυόντων κανόνων, στα κοινοτικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με την πολιτική επιλογή καθορισμού του επιπέδου προστασίας που θεωρούν κατάλληλο για την κοινωνία. Στα εν λόγω όργανα απόκειται να καθορίσουν το κρίσιμο όριο της πιθανότητας αρνητικών επιδράσεων στην υγεία του ανθρώπου και της σοβαρότητας αυτών των εν δυνάμει επιδράσεων που δεν θεωρούν πλέον αποδεκτό για την κοινωνία, σε περίπτωση υπερβάσεως του οποίου επιβάλλεται η λήψη προληπτικών μέτρων, προς το συμφέρον της προστασίας της υγείας των ανθρώπων, παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2000, C‑473/98, Toolex, Συλλογή 2000, σ. I‑5681, σκέψη 45, και απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 145, σκέψεις 150 και 151).

149    Κατά τον καθορισμό του εν λόγω βαθμού επικινδυνότητας, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 152, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, να διασφαλίζουν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων. Ένα τέτοιο υψηλό επίπεδο προστασίας, για να συνάδει προς τη διάταξη αυτή, δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι το υψηλότερο δυνατό από τεχνική άποψη (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1998, C‑284/95, Safety Hi-Tech, Συλλογή 1998, σ. I‑4301, σκέψη 49).

150    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την πέμπτη, την έκτη και την ένατη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία 91/414 έχει ως σκοπό την εξάλειψη των εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων και ταυτοχρόνως τη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και της υγείας των ανθρώπων και των ζώων. Στο πλαίσιο αυτό, για να είναι σε θέση η Επιτροπή να επιτύχει τον σκοπό που της έχει ανατεθεί και λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων στις οποίες οφείλει να προβαίνει, πρέπει να της αναγνωριστεί ευρεία διακριτική ευχέρεια (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2007, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 86, σκέψεις 74 και 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

151    Αυτή η ευρεία διακριτική ευχέρεια και οι εν λόγω περίπλοκες εκτιμήσεις συνεπάγονται ότι ο δικαστικός έλεγχος της βασιμότητας των εκτιμήσεων της Επιτροπής περιορίζεται στην εξέταση του αν, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, τα κοινοτικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα όργανα αυτά υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑236/01, Monsanto Agricoltura Italia κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑8105, σκέψη 135, και της 15ης Οκτωβρίου 2009, C‑425/08, Enviro Tech (Europe), Συλλογή 2009, σ. I‑10035, σκέψη 47].

152    Όσον αφορά την εκτίμηση του κοινοτικού δικαστή περί της συνδρομής πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, προς απόδειξη του ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών περιστατικών, ικανή να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων πρέπει να είναι επαρκή για να ανατρέψουν τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεις τις οποίες περιλαμβάνει η απόφαση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T–380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II–2169, σκέψη 59, και της 1ης Ιουλίου 2004, T‑308/00, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1933, σκέψη 138). Υπό την επιφύλαξη της εν λόγω εξετάσεως της βασιμότητας, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον εκδότη της αποφάσεως στην εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών στοιχείων [απόφαση Enviro Tech (Europe), προπαρατεθείσα στη σκέψη 151, σκέψη 47].

153    Τα ανωτέρω όρια του δικαστικού ελέγχου δεν επηρεάζουν, εντούτοις, το καθήκον του δικαστή να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, καθώς και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή 2007, σ. I‑9947, σκέψη 57, και της 6ης Νοεμβρίου 2008, C‑405/07 P, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑8301, σκέψη 55).

154    Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη στις διοικητικές διαδικασίες έχει θεμελιώδη σημασία. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι στις ως άνω εγγυήσεις συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα ουσιώδη στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C‑269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14, της 7ης Μαΐου 1992, C-258/90 και C-259/90, Pesquerias De Bermeo και Naviera Laida κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑2901, σκέψη 26, προπαρατεθείσα στη σκέψη 153 Ισπανία κατά Lenzing, σκέψη 58, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 153 Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 56).

155    Εν προκειμένω, πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι με τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ γίνεται ανάλυση της επικινδυνότητας για διάφορα είδη ζώων και μακροοργανισμών (τμήμα 5: επικινδυνότητα για τα χερσαία σπονδυλωτά, για τους υδρόβιους οργανισμούς, για τις μέλισσες, για τα άλλα είδη αρθροπόδων, για τους γαιοσκώληκες, για τους μη στοχευόμενους από την ουσία μακροοργανισμούς του εδάφους, για τους μη στοχευόμενους από την ουσία μικροοργανισμούς του εδάφους, για τους λοιπούς μη στοχευόμενους από την ουσία οργανισμούς και για τις βιολογικές μεθόδους επεξεργασίας λυμάτων), επισημαίνεται ότι η trifluralin απορροφάται σε μεγάλο βαθμό από το έδαφος και πρέπει να χαρακτηρισθεί ως ακίνητη, ότι δεν βιοδιασπάται εύκολα, ότι η υψηλή πτητικότητά της καθιστά δυνατή την παρουσία της ουσίας στον αέρα και τη μεταφορά της μέσω του αέρα, και εμφαίνει την υψηλή επικινδυνότητά της για τους υδρόβιους οργανισμούς (βλ. σ. 3 της περιλήψεως της γνωμοδοτήσεως και, ιδίως, επί της τελευταίας προβληματικής, το τμήμα 5.4 και το συμπέρασμα της γνωμοδοτήσεως). Τέλος, η ΕΑΑΤ προτείνει μέτρα για τη διαχείριση της εντοπισθείσας επικινδυνότητας, σε περίπτωση εκδόσεως αποφάσεως για την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 (τμήμα της γνωμοδοτήσεως που φέρει τον τίτλο «Συστάσεις»).

156    Από τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ προκύπτει, συνεπώς, ότι στηρίζεται προδήλως σε αξιολόγηση της επικινδυνότητας της trifluralin και όχι μόνον των κινδύνων που αυτή συνεπάγεται.

157    Εξάλλου, η γνωμοδότηση αποδυναμώνει και τα επιχειρήματα των προσφευγουσών περί αποδεκτής επικινδυνότητας της trifluralin σε σχέση με την υπολειμματική δράση της στο έδαφος και την τάση συσσωρεύσεως και μεταφοράς της μέσω του αέρα.

158    Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η ΕΑΑΤ εξέτασε, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000, ορισμένους μηχανισμούς διαχειρίσεως της επικινδυνότητας που κατέστη εμφανής κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως, σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφάσιζε να εγκρίνει την ουσία, ουδόλως συνεπάγεται ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ΕΑΑΤ συνέστησε την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 (βλ. σκέψεις 91 και 92 ανωτέρω). Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ δεν είναι δεσμευτική για την Επιτροπή (βλ. σκέψεις 87 και 88 ανωτέρω) και ότι αναγνωρίζεται στην Επιτροπή ευρεία διακριτική ευχέρεια για να είναι σε θέση να επιτύχει τον σκοπό που της έχει ανατεθεί και λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων στις οποίες οφείλει να προβαίνει (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να αποφανθεί ότι η μη καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 δικαιολογούνταν από την εν λόγω επικινδυνότητα, παρά τις δυνατότητες περιορισμού των κινδύνων που εκθέτει η ΕΑΑΤ.

159    Επιβάλλεται, εξάλλου, η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην επικινδυνότητα που εντόπισε η ΕΑΑΤ. Πρέπει, ειδικότερα, να υπομνησθεί ότι η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«(5) Κατά την αξιολόγηση της δραστικής αυτής ουσίας εντοπίστηκαν και άλλες αιτίες ανησυχίας. Η trifluralin έχει υψηλή τοξικότητα για υδρόβιους οργανισμούς, ιδίως τα ψάρια. Έχει επίσης υψηλή υπολειμματική δράση στο έδαφος και δεν βιοδιασπάται εύκολα. Επιπλέον, παρουσιάζει σωρευτική τάση. Συγκεκριμένα, υπερβαίνει σημαντικά τον μέγιστο συντελεστή βιοσυγκέντρωσης (ΣΒΣ) που ορίζει η οδηγία 91/414 […] για υδρόβιους οργανισμούς, δείχνοντας τάση βιοσυσσώρευσης σε αυτούς τους οργανισμούς. Λόγω της υψηλής πτητικότητάς της δεν μπορεί να αποκλειστεί η μεταφορά μέσω του αέρα και, παρά την ταχεία φωτοχημική αποδόμηση, τα προγράμματα παρακολούθησης έδειξαν μετανάστευση σε τόπους μακριά από τον τόπο εφαρμογής. Αυτοί οι λόγοι οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η trifluralin δεν ικανοποιεί τα κριτήρια καταχώρισης στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414[…].»

160    Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται, συνεπώς, σε ανάλυση της επικινδυνότητας, δηλαδή του κατά πόσο είναι ενδεχόμενες αρνητικές επιδράσεις για το αγαθό που προστατεύει η έννομη τάξη από την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, και όχι μόνο σε ανάλυση των κινδύνων που συνεπάγεται η trifluralin.

161    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών, με την οποία απλώς υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση στους κινδύνους και όχι στην επικινδυνότητα, χωρίς να προσκομίζουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας αυτής.

162    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν λυσιτελώς να προβάλουν ότι η μελέτη που υπέβαλαν σχετικά με τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική αξιολόγηση της επικινδυνότητας από εκείνη στην οποία προέβη η Επιτροπή, αν η Επιτροπή είχε δεχθεί να τη λάβει υπόψη.

163    Ειδικότερα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πλην της εκπρόθεσμης κοινοποιήσεώς της στην Επιτροπή, η εν λόγω μελέτη ουδόλως περιείχε απαντήσεις όσον αφορά τους λοιπούς κινδύνους που είχαν εντοπισθεί και, ιδίως, την υπολειμματική δράση της trifluralin στο έδαφος, το γεγονός ότι δεν βιοδιασπάται εύκολα, την τάση συσσωρεύσεώς της και τον κίνδυνο μεταφοράς της μέσω του αέρα.

164    Τρίτον, όσον αφορά την έγκριση εκ μέρους των γερμανικών αρχών, καίτοι αυτή στηρίζεται στα ίδια κριτήρια και στα ίδια στοιχεία εκτιμήσεως, δεν μπορεί να προδικάσει την απόφαση των κοινοτικών αρχών. Είναι, συναφώς, λυσιτελής η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, κατά την οποία η συλλογική εξέταση χαρακτηρίζει την αξιολόγηση που πραγματοποιείται σε κοινοτικό επίπεδο, ενώ τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της αξιολογήσεως που πραγματοποιείται σε εθνικό επίπεδο.

165    Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση της επικινδυνότητας της trifluralin.

166    Συνεπώς το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

1.     Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 850/2004, αφενός, και του τετάρτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αφετέρου, που αφορά ότι η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να αξιολογήσει την trifluralin βάσει του κανονισμού 850/2004 και υπέπεσε, επιπροσθέτως, σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή των κριτηρίων που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός

167    Προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που προβάλλουν όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 850/2004, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η διάταξη αυτή τροποποίησε τα δικαιώματά τους και προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη την οποία μπορούσαν να επικαλεσθούν έναντι της Επιτροπής. Διατείνονται ότι ήταν, κατ’ ουσίαν, παράνομη η εκ μέρους της Επιτροπής αναδρομική εφαρμογή του κανονισμού αυτού και η υπαγωγή της τρέχουσας εξετάσεως της trifluralin στα κριτήρια ΑΟΡ που ορίζει το παράρτημα Δ της διεθνούς συμβάσεως της Στοκχόλμης.

168    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή στηρίχθηκε αδικαιολογήτως στον κανονισμό 850/2004 ή στα κριτήρια του παραρτήματος Δ της διεθνούς συμβάσεως της Στοκχόλμης για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, αποκλείοντας τα κριτήρια που προβλέπει η οδηγία 91/414 και εφαρμόζοντας μια διαδικασία η οποία δεν είχε ακόμη θεσπισθεί τυπικώς.

169    Προσθέτουν ότι ο κίνδυνος μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση, κριτήριο προβλεπόμενο στο πλαίσιο της εξετάσεως ΑΟΡ δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο στο πλαίσιο της αξιολογήσεως που προβλέπει η οδηγία 91/414.

170    Οι προσφεύγουσες διατείνονται, εξάλλου, ότι η Επιτροπή κίνησε εκ νέου τη διαδικασία αξιολογήσεως για την ανάλυση της trifluralin βάσει των κριτηρίων ΑΟΡ και ότι, στο μέτρο που δεν υπήρχε καμία νομική βάση για μια τέτοιου είδους ενέργεια στο πλαίσιο της αξιολογήσεως που προβλέπει η οδηγία 91/414, η Επιτροπή δεν είχε την εν λόγω αρμοδιότητα και υπέπεσε, συνεπώς, σε κατάχρηση εξουσίας.

171    Με το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν επικουρικώς οι προσφεύγουσες, υποστηρίζουν ότι, σε περίπτωση που ήταν εφαρμοστέος ο κανονισμός 850/2004, η Επιτροπή αγνόησε για άλλη μια φορά τη διάκριση μεταξύ των εννοιών του «κινδύνου» και της «επικινδυνότητας». Η υποομάδα TC-NES ολοκλήρωσε κατ’ ουσίαν την εξέτασή της μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η trifluralin πληρούσε τα κριτήρια ΑΟΡ. Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή προέβη απλώς σε εξέταση των κινδύνων που συνεπάγεται η trifluralin, χωρίς να προβεί σε αξιολόγηση της επικινδυνότητας.

172    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αθετώντας την υποχρέωσή της να αξιολογήσει αν οι υποτιθέμενοι κίνδυνοι, βάσει των φερόμενων χαρακτηριστικών ΑΟΡ της trifluralin, συνεπάγονταν μη αποδεκτή επικινδυνότητα, δηλαδή παραλείποντας να διακρίνει μεταξύ επικινδυνότητας και κινδύνων, η Επιτροπή παρέβη επίσης την οδηγία 91/414 και την κοινοτική νομολογία. Ως εκ τούτου, κατά την άποψή τους, η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε θεμελιώδες μεθοδολογικό σφάλμα και, συνεπώς, πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

173    Τέλος, οι προσφεύγουσες διατείνονται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή όφειλε να παρατείνει τις προθεσμίες προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να διασκεδάσουν τις ανησυχίες της υποομάδας TC-NES και ότι, μη ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας.

174    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

175    Πρέπει να επισημανθεί ότι ο κανονισμός 850/2004 θεσπίζει έναν μηχανισμό αξιολογήσεως ανεξάρτητο από τον μηχανισμό που προβλέπουν η οδηγία 91/414 και ο κανονισμός 451/2000.

176    Ασφαλώς, δεν αμφισβητείται από την Επιτροπή ότι έγινε αξιολόγηση –τουλάχιστον συνοπτική– της trifluralin βάσει των κριτηρίων ΑΟΡ.

177    Εντούτοις, από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της CPCASA της 26ης και 27ης Ιανουαρίου 2006 καθώς και της 3ης και 4ης Απριλίου 2006 προκύπτει ότι η εξέταση αυτή δεν έγινε στο πλαίσιο της αξιολογήσεως της trifluralin βάσει της οδηγίας 91/414, αλλά στο πλαίσιο παράλληλης αξιολογήσεως η οποία, κατά την εκτίμηση ιδίως της Επιτροπής, δεν έπρεπε να επηρεάσει την τρέχουσα διαδικασία.

178    Επιπροσθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στην αξιολόγηση της ουσίας βάσει των κριτηρίων του κανονισμού 850/2004, αλλά αποκλειστικώς στην αξιολόγησή της βάσει των κριτηρίων της οδηγίας 91/414, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

179    Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των προσφευγουσών κατά το οποίο τα κριτήρια της υπολειμματικής δράσεως στο έδαφος, της βιοδιασπασιμότητας της ουσίας, της βιοσυσσωρεύσεως και της μεταφοράς της ουσίας μέσω του αέρα, τα οποία εκθέτει η αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποδεικνύουν στην πραγματικότητα ότι η ουσία δεν εγκρίθηκε λόγω των χαρακτηριστικών της ως ΑΟΡ.

180    Eιδικότερα, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 91/414, για να καταχωριστεί μια δραστική ουσία στο παράρτημα I πρέπει να ληφθούν ιδίως υπόψη, στις περιπτώσεις που απαιτείται, μια εκτίμηση της τύχης της και της διασκορπίσεώς της στο περιβάλλον.

181    Επιπροσθέτως, το παράρτημα II, μέρος A, σημείο 7, της οδηγίας 91/414 αφορά συγκεκριμένα την τύχη και τη συμπεριφορά της ουσίας στο περιβάλλον και πραγματεύεται την τύχη και τη συμπεριφορά της στο έδαφος, στο νερό και στον αέρα καθώς και τη βιοσυσσώρευση και τη βιοδιασπασιμότητα της ουσίας.

182    Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της ουσίας βάσει των εν λόγω κριτηρίων είναι επιβεβλημένη προκειμένου να καταστεί δυνατή η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας.

183    Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κατά την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στην αξιολόγηση της trifluralin βάσει του κανονισμού 850/2004.

184    Κατόπιν των ανωτέρω, η αιτίαση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 850/2004, ακόμη και αν θεωρηθεί βάσιμη, είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί.

185    Το ίδιο ισχύει και για το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής να αξιολογήσει την trifluralin βάσει του κανονισμού 850/2004, το οποίο πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

186    Για τον ίδιο λόγο πρέπει να απορριφθούν η αιτίαση που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή των κριτηρίων αξιολογήσεως του κανονισμού 850/2004 και η αιτίαση που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο αυτό, διότι η συγκεκριμένη αξιολόγηση δεν αποτελεί τη βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

2.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθετική διαδικασία και παρέβη κατ’ αυτόν τον τρόπο τα άρθρα 5 ΕΚ και 7 ΕΚ, καθώς και το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000 και το άρθρο 5 της αποφάσεως περί επιτροπολογίας

187    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει την έκθεση της ΕΑΑΤ στην CPCASA, συνοδευόμενη από σχέδιο οδηγίας για την καταχώριση της ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 ή σχέδιο αποφάσεως περί αποσύρσεως από την αγορά, εντός εξαμήνου από την παραλαβή της εκθέσεως, δηλαδή, εν προκειμένω, έως τις 13 Σεπτεμβρίου 2005. Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η Επιτροπή δεν έχει συναφώς καμία διακριτική ευχέρεια.

188    Η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να υποβάλει σχέδιο οδηγίας ή αποφάσεως εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

189    Εξάλλου, η Επιτροπή δεν υπέβαλε προς ψηφοφορία την πρότασή της οδηγίας ούτε κατά τη συνεδρίαση της CPCASA της 14ης και 15ης Ιουλίου 2005 ούτε κατά τη συνεδρίαση της CPCASA της 22ας και 23ης Σεπτεμβρίου 2005. Συνέχισε δε να ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο επανειλημμένως τον Ιούλιο, Σεπτέμβριο και Νοέμβριο του 2006, και τον Ιανουάριο του 2007.

190    Οι προσφεύγουσες εκτιμούν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν τήρησε, συνεπώς, τη διαδικασία που προβλέπει η απόφαση περί επιτροπολογίας. Εάν η CPCASA δεν συμφωνούσε με την πρόταση της Επιτροπής, η Επιτροπή όντως όφειλε να υποβάλει πρόταση στο Συμβούλιο. Ενεργώντας με τον συγκεκριμένο τρόπο, παρεμπόδισε το Συμβούλιο να ασκήσει το νομοθετικό έργο του και υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, παραβαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα άρθρα 5 ΕΚ και 7 ΕΚ καθώς και το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000.

191    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

192    Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000, το αργότερο έξι μήνες από την παραλαβή της γνωμοδοτήσεως της ΕΑΑΤ, η Επιτροπή υποβάλλει σχέδιο εκθέσεως αναθεωρήσεως. Με βάση την τελική διατύπωση της εκθέσεως αναθεωρήσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο οδηγίας για την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας, καθορίζοντας ενδεχομένως τους όρους, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας, για την εν λόγω καταχώριση, ή σχέδιο αποφάσεως που απευθύνεται στα κράτη μέλη, περί ανακλήσεως των αδειών φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη δραστική ουσία, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, και, κατά συνέπεια, περί μη καταχωρίσεως της εν λόγω δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής, εκθέτοντας τους λόγους της μη καταχωρίσεως.

193    Το άρθρο 8, παράγραφος 9, του κανονισμού 451/2000 προβλέπει ότι, σε περίπτωση υποβολής εκ μέρους της Επιτροπής σχεδίου οδηγίας ή σχεδίου αποφάσεως σύμφωνα με την παράγραφο 8, υποβάλλονται ταυτοχρόνως τα συμπεράσματα της εξετάσεως της επιτροπής, με τη μορφή τελικής εκθέσεως αναθεωρήσεως, μνεία της οποίας γίνεται στα συνοπτικά πρακτικά της συνεδριάσεως.

194    Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι το άρθρο 8 του κανονισμού 451/2000 διακρίνει δύο στάδια: το στάδιο υποβολής σχεδίου εκθέσεως αναθεωρήσεως –το οποίο πρέπει να επέλθει το αργότερο έξι μήνες μετά την παραλαβή της γνωμοδοτήσεις της ΕΑΑΤ– και το στάδιο υποβολής σχεδίου οδηγίας ή αποφάσεως βάσει του τελικού σχεδίου της εκθέσεως αναθεωρήσεως, το οποίο δεν υπόκειται στην εν λόγω προθεσμία.

195    Δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη της απόψεως ότι η Επιτροπή όφειλε να υποβάλει ταυτοχρόνως, κατά την πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής, το σχέδιο εκθέσεως αναθεωρήσεως και το σχέδιο αποφάσεως ή οδηγίας.

196    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ εκδόθηκε στις 14 Μαρτίου 2005.

197    Δεν αμφισβητείται ότι η πρώτη ανταλλαγή απόψεων έγινε στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας «Νομοθεσία» της CPCASA, κατά τη συνεδρίαση της 14ης και 15ης Ιουλίου 2005, επί ενός προσχεδίου προτάσεως οδηγίας της Επιτροπής, για την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

198    Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι το προσχέδιο προτάσεως οδηγίας (το οποίο έφερε τον ίδιο αριθμό αναφοράς με το έγγραφο της 21ης Ιουνίου 2005) και ένα προσχέδιο εκθέσεως αναθεωρήσεως της 15ης Σεπτεμβρίου 2005 –τα οποία προφανώς συντάχθηκαν από την Επιτροπή εντός της προθεσμίας των έξι μηνών που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφοι 8 και 9, του κανονισμού 451/2000– περιλαμβάνονταν στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως της ομάδας εργασίας «Νομοθεσία» κατά τη συνεδρίαση της CPCASA στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου 2005.

199    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν τήρησε την προθεσμία των έξι μηνών για την υποβολή του σχεδίου εκθέσεως αναθεωρήσεως και ότι, κατά την εν λόγω συνεδρίαση της ομάδας εργασίας «Νομοθεσία», υποβλήθηκε μόνον το παράρτημα του εγγράφου αυτού, το οποίο περιελάμβανε τον κατάλογο των μελετών που ελήφθησαν υπόψη κατά την αξιολόγηση. Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, εντούτοις, ότι το κύριο μέρος του σχεδίου εκθέσεως αναθεωρήσεως που η Επιτροπή κοινοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο ως παράρτημα των απαντήσεων στις ερωτήσεις που της είχε θέσει, τροποποιήθηκε μετά την εν λόγω συνεδρίαση, γεγονός το οποίο αφήνει να εννοηθεί ότι το εν λόγω σχέδιο είχε, επίσης, υποβληθεί τότε στην εν λόγω ομάδα εργασίας.

200    Εντούτοις, ακόμη και αν γίνει δεκτό, ακολουθώντας την άποψη της Επιτροπής, ότι είχε παρέλθει η προθεσμία των έξι μηνών όταν η Επιτροπή υπέβαλε το σχέδιό της εκθέσεως αναθεωρήσεως, πρέπει, εντούτοις, να γίνει δεκτό ότι η παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας –η οποία δεν συνεπάγεται καμία κύρωση βάσει του κανονισμού 451/2000– δεν ασκεί καμία επιρροή στο περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

201    Πρώτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η προβλεπόμενη από την απόφαση περί επιτροπολογίας διαδικασία άρχισε με την ανταλλαγή απόψεων στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας «Νομοθεσία» στις 14 και 15 Ιουλίου 2005.

202    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η τεχνητή διάκριση την οποία επιχειρεί η Επιτροπή μεταξύ της CPCASA και της ομάδας εργασίας «Νομοθεσία» είναι αλυσιτελής όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων που αφορούν την επιτροπολογία και τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφοι 8 και 9, του κανονισμού 451/2000, καθόσον, κατ’ ομολογίαν της Επιτροπής, η επιτροπή και η ομάδα εργασίας απαρτίζονται από τα ίδια πρόσωπα.

203    Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ελλείψει διατάξεως προβλέπουσας, ρητώς ή σιωπηρώς, τις συνέπειες της παρελεύσεως διαδικαστικής προθεσμίας όπως εν προκειμένω, η παρέλευση αυτή συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της πράξεως, στη διαδικασία εκδόσεως της οποίας περιλαμβάνεται η επίδικη προθεσμία, μόνον αν διαπιστώνεται ότι, ελλείψει της προβαλλομένης αυτής παρατυπίας, η εν λόγω πράξη μπορεί να είχε διαφορετικό περιεχόμενο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Μαρτίου 2009, T-299/05, Shanghai Excell M&E Enterprise και Shanghai Adeptech Precision κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. II‑565, σκέψη 138, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

204    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν, συναφώς, ότι, αν η προσβαλλόμενη απόφαση είχε εκδοθεί εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, θα είχε αποφασισθεί η καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 στο μέτρο που η ΕΑΑΤ συνιστούσε να καταχωρισθεί.

205    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ δεν συνιστούσε να καταχωρισθεί η trifluralin στο παράρτημα I (βλ. σκέψεις 89 και 92 ανωτέρω). Συνεπώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η απόφαση που θα είχε εκδοθεί θα ήταν οπωσδήποτε ευνοϊκή για τις προσφεύγουσες.

206    Περαιτέρω, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή πρότεινε αρχικώς την εν λόγω καταχώριση. Το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως τροποποιήθηκε κατ’ ουσίαν μόλις κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στο πλαίσιο της επιτροπής, όπως άλλωστε παραδέχονται και οι ίδιες οι προσφεύγουσες.

207    Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ελήφθη με βάση τα κριτήρια ΑΟΡ, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες (βλ. σκέψεις 175 έως 185 ανωτέρω).

208    Επιβάλλεται, κατά συνέπεια, η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι η τήρηση της εξάμηνης προθεσμίας για την υποβολή του σχεδίου εκθέσεως αναθεωρήσεως θα μπορούσε να μεταβάλει το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

209    Πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί η επιχειρηματολογία τους επί του ζητήματος αυτού.

210    Δεύτερον, καθόσον το σχέδιο εκθέσεως αναθεωρήσεως είναι η μόνη πράξη η οποία έπρεπε να υποβληθεί από την Επιτροπή εντός της εξάμηνης προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι και η πρόταση οδηγίας έπρεπε να υποβληθεί εντός του εν λόγω εξαμήνου πρέπει, επίσης, να απορριφθεί.

211    Τρίτον, από το άρθρο 5, παράγραφος 4, της αποφάσεως περί επιτροπολογίας προκύπτει ότι, εάν τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της επιτροπής ή ελλείψει γνωμοδοτήσεως, η Επιτροπή υποβάλλει αμελλητί στο Συμβούλιο πρόταση σχετική με τα ληπτέα μέτρα και ενημερώνει συναφώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

212    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου καθώς και από τα αποσπάσματα των πρακτικών διαφόρων συνεδριάσεων προκύπτει ότι το μέλλον της trifluralin συζητήθηκε στις συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας «Νομοθεσία» της CPCASA, που πραγματοποιήθηκαν στις 14 και 15 Ιουλίου, στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου και στις 17 και 18 Νοεμβρίου 2005, στις 26 και 27 Ιανουαρίου, στις 3 και 4 Απριλίου, στις 22 και 23 Μαΐου, στις 13 και 14 Ιουλίου, στις 25 και 26 Σεπτεμβρίου και στις 23 και 24 Νοεμβρίου 2006, και, τέλος, στις 22 και 23 Ιανουαρίου και στις 15 και 16 Μαρτίου 2007, πριν από την ψήφιση της προτάσεως –με πλειοψηφία 23 κρατών μελών– στις 16 Μαρτίου 2007.

213    Η πρόταση αποφάσεως περί μη καταχωρίσεως υποβλήθηκε, συνεπώς, μόνο μία φορά σε ψηφοφορία, στις 16 Μαρτίου 2007, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, στο τέλος της οποίας η πρόταση ψηφίσθηκε με την αναγκαία για την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως ειδική πλειοψηφία.

214    Δεν μπορεί, συνεπώς, να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 5, παράγραφος 4, της αποφάσεως περί επιτροπολογίας, λόγω του ότι δεν υπέβαλε αμελλητί στο Συμβούλιο πρόταση για τα ληπτέα μέτρα.

215    Ειδικότερα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιτροπή δεν εξέδωσε γνωμοδότηση αντίθετη προς τα προτεινόμενα μέτρα αλλά ούτε και βρισκόταν σε αδυναμία να εξασφαλίσει ειδική πλειοψηφία υπέρ ή κατά των προτεινόμενων μέτρων.

216    Μόνο στις εν λόγω δύο περιπτώσεις εναπόκειται στην Επιτροπή να υποβάλει αμελλητί στο Συμβούλιο πρόταση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

217    Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί αν μπορεί κανείς να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν υπέβαλε την πρόταση για τη λήψη του μέτρου σε ψηφοφορία επί χρονικό διάστημα 20 μηνών, όπως συνέβη εν προκειμένω.

218    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-151/98 P, Pharos κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I‑8157), επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2377/90 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, για τη θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων κτηνιατρικών φαρμάκων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 224, σ. 1), δεν προσδιορίζει επακριβώς την προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει στο Συμβούλιο πρόταση για τα ληπτέα μέτρα και ότι, αντιθέτως, χρησιμοποιώντας τη λέξη «αμέσως», ο κοινοτικός νομοθέτης υποχρεώνει μεν την Επιτροπή να ενεργήσει ταχέως, αλλά παράλληλα της αφήνει ορισμένα περιθώρια ελιγμών (σκέψη 25 της προπαρατεθείσας αποφάσεως).

219    Περαιτέρω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει τους διάφορους εναλλακτικούς τρόπους δράσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση προς τον βαθμό περιπλοκότητας της συγκεκριμένης υποθέσεως. Στην υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Pharos κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στη σκέψη 218), η επικινδυνότητα της χρησιμοποιήσεως της επίμαχης ουσίας επισημάνθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της κανονιστικής επιτροπής, όπου τέσσερις αντιπροσωπείες αντιτάχθηκαν στο σχέδιο της Επιτροπής και έξι απέσχαν από την ψηφοφορία. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά το Δικαστήριο, το ενδεκάμηνο εντός του οποίου η Επιτροπή, αρχικώς, επανεξέτασε την υπόθεση επί έξι μήνες και στη συνέχεια ζήτησε την έκδοση δεύτερης επιστημονικής γνωμοδοτήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολικώς μακρό χρονικό διάστημα (απόφαση Pharos κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 218, σκέψεις 30 έως 32).

220    Εξάλλου, με την απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Νοεμβρίου 1997, C-244/95, Moskof (Συλλογή 1997, σ. I-6441) κρίθηκε –σε σχέση με την τήρηση της διαδικασίας επιτροπής διαχειρίσεως και όχι κανονιστικής επιτροπής– ότι το γεγονός ότι αναζητήθηκαν δυνατότητες συμβιβασμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως σιωπηρή απόσυρση του αρχικού κειμένου, το οποίο είχε ήδη εγκριθεί απ’ όλες τις άλλες αντιπροσωπείες. Διαφορετική απόφαση θα ισοδυναμούσε με δυσχέρανση κάθε αναζητήσεως συμβιβασμού προκειμένου να επιλύονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ειδικώς ορισμένες αντιπροσωπείες, οπότε η Επιτροπή δεν θα τολμά να αναλάβει τον κίνδυνο να μην υιοθετήσει αμέσως ένα εγκεκριμένο κείμενο. Μια τέτοια λύση θα έβλαπτε περισσότερο την ομαλή εξέλιξη των διαδικασιών των επιτροπών διαχειρίσεως από το να γίνεται ανεκτή η πάροδος, μεταξύ της ψηφίσεως ενός κειμένου από την επιτροπή διαχειρίσεως και της εκδόσεώς του ως κανονισμού από την Επιτροπή, μιας εύλογης προθεσμίας, αναγκαίας για την εξέταση των δυνατοτήτων συμβιβασμού που επιτρέπουν την κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο επίλυση των προβλημάτων που θέτουν ορισμένες αντιπροσωπείες (απόφαση Moskof, προπαρατεθείσα, σκέψη 40).

221    Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, κατόπιν αρνητικής ψηφοφορίας ή όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί ειδική πλειοψηφία υπέρ ή κατά του προτεινόμενου μέτρου, η Επιτροπή μπορεί, πριν να απευθυνθεί στο Συμβούλιο, να επιδιώξει συμβιβασμό στο πλαίσιο της επιτροπής και διαθέτει προς τούτο ορισμένη προθεσμία, αναλόγως της δυσκολίας, της περιπλοκότητας και του ευαίσθητου χαρακτήρα της οικείας υποθέσεως.

222    Με άλλα λόγια, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η Επιτροπή ενήργησε αμελλητί, πρέπει να διακριβωθεί αν ενήργησε εντός ευλόγου χρόνου, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως και πρέπει να της αναγνωρισθεί μεγάλο περιθώριο ελιγμών για την επίτευξη συμβιβασμού.

223    Κατά συνέπεια και κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση κανονιστικής επιτροπής, η Επιτροπή πρέπει να έχει μεγάλο χρονικό περιθώριο ελιγμών αναλόγως της δυσκολίας, της περιπλοκότητας και του ευαίσθητου χαρακτήρα της υποθέσεως, για να επιδιώξει συμβιβασμό στο πλαίσιο της επιτροπής πριν από την υποβολή σε ψηφοφορία ενός σχεδίου για τη λήψη μέτρων.

224    Εν προκειμένω πρόκειται προδήλως για τέτοια περίπτωση, διότι το μέλλον της trifluralin συζητήθηκε τακτικά στις συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας «Νομοθεσία» της CPCASA που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Ιουλίου του 2005 και Μαρτίου του 2007 (βλ. σκέψη 212 ανωτέρω).

225    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή παρέβη τους διαδικαστικούς κανόνες που ορίζει η απόφαση περί επιτροπολογίας. Συνεπώς, ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

3.     Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά μη τήρηση των εφαρμοστέων διαδικαστικών προθεσμιών, κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού  451/2000

226    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η οδηγία 91/414 θεσπίζει ορισμένες διαδικαστικές προθεσμίες στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως. Οι εν λόγω προθεσμίες ισχύουν, μεταξύ άλλων, για την ΕΑΑΤ και την Επιτροπή. Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι δεν τηρήθηκαν πολλές από τις ανωτέρω προθεσμίες, γεγονός το οποίο, εξάλλου, δεν αμφισβητεί η Επιτροπή.

227    Ειδικότερα, η ΕΑΑΤ, διαβιβάζοντας τη γνωμοδότησή της στην Επιτροπή στις 14 Μαρτίου 2005, δεν τήρησε την προθεσμία που είχε για την έκδοση της γνωμοδοτήσεώς της, η οποία έληγε εν προκειμένω στις 10 Ιουλίου 2004. Η Επιτροπή, με τη σειρά της, υπέβαλε την πρόταση οδηγίας σε ψηφοφορία μόλις στα μέσα Μαρτίου 2007. Το σχέδιο προτάσεως για την καταχώριση ή μη της επίμαχης ουσίας έπρεπε κανονικά να υποβληθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών από την παραλαβή της γνωμοδοτήσεως της ΕΑΑΤ, δηλαδή εν προκειμένω έως τις 13 Σεπτεμβρίου 2005, και η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μόλις στις 20 Σεπτεμβρίου 2007, δηλαδή μετά την πάροδο πλέον των δύο ετών από την παραλαβή της γνωμοδοτήσεως της ΕΑΑΤ.

228    Τούτο συνιστά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού 451/2000, δηλαδή παράβαση ουσιώδους τύπου, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίχθηκε στις υφιστάμενες κατά τον χρόνο της αξιολογήσεως επιστημονικές γνώσεις. Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ έπρεπε να εκδοθεί έως τις 10 Ιουλίου 2004. Το ζήτημα των ΑΟΡ, το οποίο υπήρξε τελικώς καθοριστικό για την άρνηση καταχωρίσεως, όπως υποστηρίζουν, τέθηκε για πρώτη φορά κατά την τελευταία συνεδρίαση αξιολογήσεως τον Φεβρουάριο του 2005, δηλαδή επτά μήνες αργότερα. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση θα ήταν διαφορετική αν η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ είχε εκδοθεί εμπροθέσμως.

229    Οι προσφεύγουσες διατείνονται, επίσης, κατ’ ουσίαν ότι τίποτα δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να τους χορηγήσει συμπληρωματικές προθεσμίες, καθόσον η ίδια και η ΕΑΑΤ δεν τήρησαν τις προθεσμίες εντός των οποίων όφειλαν να ενεργήσουν.

230    Η Επιτροπή αμφισβητεί τους λόγους αυτούς.

231    Πρώτον, καθόσον το σχέδιο εκθέσεως αναθεωρήσεως είναι η μόνη πράξη η οποία έπρεπε να υποβληθεί από την Επιτροπή εντός της εξάμηνης προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι η πρόταση οδηγίας έπρεπε επίσης να υποβληθεί εντός του εν λόγω εξαμήνου πρέπει να απορριφθεί (βλ. σκέψη 210 ανωτέρω).

232    Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η ΕΑΑΤ δεν τήρησε την προθεσμία εντός της οποίας όφειλε να υποβάλει την έκθεσή της.

233    Πρέπει, εξάλλου, να υπομνησθεί ότι οι έννομες συνέπειες της παρελεύσεως της εν λόγω διαδικαστικής προθεσμίας δεν προβλέπονται ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς από την ισχύουσα ρύθμιση.

234    Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί αν είναι βάσιμα τα επιχειρήματα των προσφευγουσών κατά τα οποία, ελλείψει της εν λόγω παρατυπίας, η επίμαχη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο, στο μέτρο που η αξιολόγηση της ουσίας βάσει του κανονισμού 850/2004 δεν θα είχε ληφθεί υπόψη αν η γνωμοδότηση είχε εκδοθεί εμπροθέσμως (βλ. σκέψη 228 ανωτέρω).

235    Αφενός, από τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ προκύπτει ρητώς (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω) ότι η αξιολόγηση της δραστικής ουσίας βάσει των κριτηρίων ΑΟΡ δεν ελήφθη υπόψη από την ΕΑΑΤ.

236    Αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στην αξιολόγηση της ουσίας βάσει των κριτηρίων ΑΟΡ (βλ. σκέψη 183 ανωτέρω).

237    Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες ουδόλως καταδεικνύουν ότι το περιεχόμενο της αποφάσεως θα ήταν διαφορετικό αν είχε εκδοθεί εμπροθέσμως η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ. Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως

238    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η επικινδυνότητα της trifluralin όσον αφορά τη χρόνια τοξικότητα είναι μη αποδεκτή. Συγκεκριμένα, η απλή διαπίστωση της υψηλής τοξικότητας της trifluralin για τους υδρόβιους οργανισμούς συνιστά, ενδεχομένως, διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου, κατά τις προσφεύγουσες, αλλά θα έπρεπε ακολούθως να συνοδεύεται από αξιολόγηση της επικινδυνότητας.

239    Η Επιτροπή δεν εξήγησε ούτε γιατί δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της συμπληρωματικής μελέτης με αντικείμενο τη χρόνια τοξικότητα στα ψάρια, καίτοι το κράτος μέλος εισηγητής, αφού εξέτασε τα στοιχεία αυτά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστατο μη αποδεκτή επικινδυνότητα χρόνιας τοξικότητας.

240    Εξάλλου, καθόσον το κράτος μέλος εισηγητής και η ΕΑΑΤ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι από τις κοινοποιηθείσες χρήσεις της trifluralin δεν ανέκυπτε κανένας κίνδυνος για την υγεία των ανθρώπων, εναπέκειτο στην Επιτροπή να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν δέχθηκε τα συμπεράσματα αυτά, πράγμα το οποίο παρέλειψε, κατά τις προσφεύγουσες.

241    Οι προσφεύγουσες διατείνονται, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αναφορά στον κανονισμό 850/2004 ή στα κριτήρια ΑΟΡ και στην εξέταση που πραγματοποίησε η υποομάδα TC-NES, μολονότι, κατά την άποψή τους, τα αποδεικτικά στοιχεία που εκτίθενται με την προσβαλλόμενη απόφαση αφήνουν να εννοηθεί ότι αυτά τα θέματα οδήγησαν την Επιτροπή να αλλάξει άποψη και να προτείνει την έκδοση αποφάσεως περί μη καταχωρίσεως.

242    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν, επίσης, στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε πώς είναι δυνατόν η αναδρομική εφαρμογή του κανονισμού 850/2004 να είναι δικαιολογημένη ή να μην προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προσφευγουσών.

243    Τέλος, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε αρχικώς προτείνει την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό να γίνουν γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους άλλαξε γνώμη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

244    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

245    Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά τη νομολογία, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ και αυτός που αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως είναι αυτοτελείς λόγοι. Συγκεκριμένα, ενώ ο πρώτος, ο οποίος αφορά την ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολογία, εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, και αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αφορά το νόμω βάσιμο μιας αποφάσεως, εμπίπτει στην παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης, υπό την έννοια του ίδιου άρθρου 230 ΕΚ, και ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να τον εξετάσει μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα. Συνεπώς, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί διαφορετικό ζήτημα από εκείνο του βασίμου της αιτιολογίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 67, και της 29ης Απριλίου 2004, C-159/01, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑4461, σκέψη 65· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Ιανουαρίου 2004, T‑158/99, Thermenhotel Stoiser Franz κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1, σκέψη 97, και της 4ης Μαρτίου 2009, T-445/05, Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑289, σκέψη 66).

246    Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την προσβαλλομένη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση για όλα τα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιόν της οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία στο πλαίσιο της οικονομίας της αποφάσεως (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 245 απόφαση Associazione italiana del risparmio gestito και Fineco Asset Management κατά Επιτροπής, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

247    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η ΕΑΑΤ εξέδωσε γνωμοδότηση με την οποία, κατ’ ουσίαν, εξέθετε τις διαπιστώσεις αλλά και τις αμφιβολίες της όσον αφορά την ασφάλεια της trifluralin, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων, κατά τον χρόνο της συλλογικής εξετάσεως, επιστημονικών γνώσεων.

248    Τίθεται, συνεπώς, το ζήτημα αν υφίσταται επαρκής αντιστοιχία μεταξύ, αφενός, του περιεχομένου της γνωμοδοτήσεως της ΕΑΑΤ και, αφετέρου, του περιεχομένου και της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

249    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει τους επιστημονικούς λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή, σε συμφωνία με την CPCASA, να αποφανθεί ότι δεν έπρεπε να καταχωριστεί η επίμαχη ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

250    Η εν λόγω αιτιολογία καθιστά, επίσης, δυνατό να γίνει κατανοητό για ποιο λόγο η Επιτροπή, δεδομένης της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, απέκλεισε το εξετασθέν από την ΕΑΑΤ ενδεχόμενο καταχωρίσεως της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, εφόσον πληρούνταν ορισμένες προϋποθέσεις.

251    Επιπροσθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ήταν επαρκής ώστε να μπορεί το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του και να εξετάσει τους λόγους που προέβαλαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της προσφυγής τους.

252    Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας.

253    Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως.

254    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν αβασίμως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται μόνο σε εκτίμηση των κινδύνων και όχι της επικινδυνότητας της trifluralin (βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, βλ. σκέψη 159 ανωτέρω).

255    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν λυσιτελώς να προβάλουν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν στο πλαίσιο της μελέτης με αντικείμενο τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια, βάσει της οποίας το κράτος μέλος εισηγητής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστατο μη αποδεκτή επικινδυνότητα χρόνιας τοξικότητας. Συγκεκριμένα, δεν ζητήθηκε από τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις να υποβάλουν τέτοια μελέτη (βλ. σκέψη 128 ανωτέρω) η οποία και δεν μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να υποβληθεί μετά την κατάθεση του πλήρους φακέλου που όφειλαν να υποβάλουν σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 451/2000. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, μετά τη συνεδρίαση της 15ης και 16ης Μαρτίου 2007 της ομάδας εργασίας «Νομοθεσία» της CPCASA, η Ελληνική Δημοκρατία, που ήταν το κράτος μέλος εισηγητής, ζήτησε να περιληφθεί δήλωση στα πρακτικά ότι είχε να ψηφίσει υπέρ της προτάσεως περί μη καταχωρίσεως της trifluralin, προκειμένου να παράσχει στις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις τη δυνατότητα να επωφεληθούν της περιόδου των 18 μηνών για την τυπική υποβολή της μελέτης που αφορούσε τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια και προκειμένου να έχει η ίδια τη δυνατότητα, ως κράτος μέλος εισηγητής, να αξιολογήσει επισήμως τη μελέτη αυτή.

256    Τρίτον, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε αξιολόγηση της trifluralin βάσει του κανονισμού 850/2004, αλλά αποκλειστικώς και μόνο σε αξιολόγησή της βάσει των κριτηρίων της οδηγίας 91/414, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 178 ανωτέρω), οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προσάψουν στην Επιτροπή ότι δεν εξήγησε για ποιο λόγο η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε μια τέτοια αξιολόγηση.

257    Τέταρτον, είναι αληθές ότι οι συζητήσεις στο πλαίσιο της CPCASA, και, ειδικότερα, της ομάδας εργασίας «Νομοθεσία» άρχισαν με πρωτοβουλία της Επιτροπής, η οποία υπέβαλε πρόταση οδηγίας για την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Εντούτοις, μια τέτοια πρόταση μπορεί εξ ορισμού να τροποποιηθεί κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που γίνονται στο πλαίσιο της CPCASA (βλ. σκέψη 221 ανωτέρω). Εν προκειμένω, από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι δυνατό να κατανοηθούν οι επιστημονικοί λόγοι που δικαιολόγησαν την έκδοσή της. Δεν μπορεί, αντιθέτως, να απαιτηθεί η εν λόγω αιτιολογία να εκθέτει όλες τις πτυχές των συζητήσεων που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της CPCASA.

258    Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά προσβολή θεμελιωδών αρχών του κοινοτικού δικαίου και επί της αιτιάσεως που αφορά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία προβλήθηκε προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

–       Επί του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της μη αναδρομικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και επί της αιτιάσεως περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία προβλήθηκε προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

259    Πρώτον, κατά τις προσφεύγουσες, το γεγονός ότι το κράτος μέλος εισηγητής και η ΕΑΑΤ τους ζήτησαν να υποβάλουν συμπληρωματική μελέτη τους δημιούργησε ευλόγως την πεποίθηση ότι η μελέτη αυτή θα αξιολογούνταν και θα λαμβανόταν υπόψη κατά την αξιολόγηση της trifluralin. Η Επιτροπή εκτίμησε, εντούτοις, ότι η εν λόγω μελέτη υποβλήθηκε εκπροθέσμως και έκρινε και γνωστοποίησε στα μέλη της CPCSA ότι δεν μπορούσε, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη, προσβάλλοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους.

260    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τις πλέον πρόσφατες διαθέσιμες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, παραβιάζοντας τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

261    Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ευλόγως τους δημιουργήθηκε η πεποίθηση, βάσει των οικείων διατάξεων του κανονισμού 451/2000, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα στηριζόταν στη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ, η οποία συνέστησε, κατά τη γνώμη τους, να καταχωρισθεί η ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Κατά την άποψη των προσφευγουσών, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίχθηκε στο εν λόγω συμπέρασμα προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους.

262    Τέταρτον, η Επιτροπή εφάρμοσε αναδρομικώς τον κανονισμό 850/2004 και τροποποίησε, συνεπώς, τις εφαρμοστέες διατάξεις κατά τη διάρκεια της αξιολογήσεως. Οι προσφεύγουσες δεν είχαν, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα να προσδιορίσουν τα δικαιώματά τους κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ή να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση των δικαιωμάτων αυτών. Η Επιτροπή προσέβαλε, επίσης, τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λόγω της συγκεκριμένης ελλείψεως σαφήνειας και προβλεψιμότητας.

263    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

264    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, επιβάλλει, μεταξύ άλλων, οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 2008, C‑158/07, Förster, Συλλογή 2008, σ. I‑8507, σκέψη 67, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

265    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, κάθε ιδιώτης ευρισκόμενος σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση του δημιούργησε, παρέχοντάς του σαφείς διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2004, C-37/02 και C-38/02, Di Lenardo και Dilexport, Συλλογή 2004, σ. I-6911, σκέψη 70· απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, T‑203/96, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-4239, σκέψη 74· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 95, σκέψη 153). Τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και προέρχονται από έγκυρες και αξιόπιστες πηγές (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Μαΐου 2000, C‑82/98 P, Kögler κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 2000, σ. I-3855, σκέψη 33). Αντιθέτως, ο ιδιώτης δεν δύναται να προβάλει προσβολή αυτής της αρχής, αν η διοίκηση δεν του έχει παράσχει σαφείς διαβεβαιώσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 2005, C‑506/03, Γερμανία κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 58, και της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 147). Επιπροσθέτως, μόνον οι διαβεβαιώσεις που συνάδουν προς τους εφαρμοστέους κανόνες μπορούν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2005, Branco κατά Επιτροπής, T‑347/03, Συλλογή 2005, σ. II‑2555, σκέψη 102· της 23ης Φεβρουαρίου 2006, T-282/02, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑319, σκέψη 77, και της 19ης Νοεμβρίου 2009, Denka International κατά Επιτροπής, T‑334/07, Συλλογή 2009, σ. II‑4205, σκέψη 132).

266    Πρώτον, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί αν οι προσφεύγουσες μπορούσαν να έχουν λάβει, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, σαφείς διαβεβαιώσεις ότι μπορούσαν να υποβάλουν μελέτη κατόπιν αιτήσεως του κράτους μέλους εισηγητή ή της ΕΑΑΤ, τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εκ μέρους τους εμπιστοσύνη, καθόσον το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 451/2000 προβλέπει ρητώς ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτές νέες μελέτες μετά την έναρξη της αξιολογήσεως της δραστικής ουσίας εκ μέρους της ΕΑΑΤ και καθόσον μόνον οι διαβεβαιώσεις που συνάδουν προς τους εφαρμοστέους κανόνες μπορούν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

267    Δεύτερον, στο μέτρο που δεν ζητήθηκε από τις επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις να υποβάλουν καμία συμπληρωματική μελέτη, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τη μελέτη που αυτές υπέβαλαν εκπροθέσμως, με αντικείμενο τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια.

268    Τρίτον, καθόσον από καμία διάταξη του κανονισμού 451/2000 δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να συμμορφωθεί προς το περιεχόμενο των γνωμοδοτήσεων της ΕΑΑΤ ούτε ότι, συνεπώς, δεν έχει καμία διακριτική ευχέρεια (βλ. σκέψεις 87 και 88 ανωτέρω), οι προσφεύγουσες δεν μπορούν λυσιτελώς να προβάλουν προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους λόγω του ότι ο ανωτέρω κανονισμός τους δημιούργησε την πεποίθηση ότι η Επιτροπή όφειλε απαραιτήτως να συμμορφωθεί προς τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ, η οποία συνέστησε να καταχωρισθεί η ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, πράγμα το οποίο είναι άλλωστε ανακριβές (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω).

269    Τέταρτον, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίχθηκε στην αξιολόγηση της trifluralin βάσει του κανονισμού 850/2004, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν λυσιτελώς παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου λόγω αναδρομικής εφαρμογής του κανονισμού αυτού στο πλαίσιο αξιολογήσεως της ουσίας βάσει της οδηγίας 91/414. Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημά τους κατά το οποίο προσβλήθηκε, επίσης, για τον ίδιο λόγο η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους.

270    Ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και η αιτίαση που αφορά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία προβλήθηκε προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως

271    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, αν η Επιτροπή εφάρμοζε ορθώς τον κανονισμό 850/2004, όφειλε να τους παράσχει επαρκή δυνατότητα να προασπίσουν τα δικαιώματά τους, παρατείνοντας τις ισχύουσες προθεσμίες και παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις για να διασφαλίσουν την άμυνά τους.

272    Η Επιτροπή προσέβαλε συνεπώς το δικαίωμά τους ακροάσεως, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

273    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

274    Καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε αξιολόγηση της trifluralin βάσει του κανονισμού 850/2004, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών είναι αλυσιτελής και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

275    Κατ’ αρχάς, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η πλήρης απαγόρευση της trifluralin είναι δυσανάλογο μέτρο, καθόσον η ΕΑΑΤ έκρινε, κατά τη γνώμη τους, ότι είναι δυνατή η διαχείριση των κινδύνων που ενέχει η trifluralin με την πρόβλεψη των κατάλληλων προϋποθέσεων χρήσεως.

276    Ακολούθως, διατείνονται ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά τρόπο δυσανάλογο διότι δεν έλαβε υπόψη τη μελέτη με αντικείμενο τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια και δεν παρέτεινε τις ισχύουσες προθεσμίες, προκειμένου να μπορεί αυτή να ληφθεί δεόντως υπόψη.

277    Τέλος, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως συνέπεια τον περιορισμό της προσφοράς των διαθέσιμων ζιζανιοκτόνων, γεγονός το οποίο έχει ως επακόλουθο σοβαρές επιπτώσεις στην καταπολέμηση των ζιζανίων και των ασθενειών. Οι προσφεύγουσες διαβλέπουν τον κίνδυνο μειώσεως της εσοδείας, συνακόλουθης μειώσεως της παραγωγής τροφίμων, προσφυγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εισαγωγές και, τέλος, ανόδου των τιμών. Η προσβαλλόμενη απόφαση, εκτιμώμενη στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας ελλείψεως τροφίμων, είναι επίσης, συναφώς, δυσανάλογη.

278    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

279    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, που αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, απαιτεί οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό μέτρο και ότι τα προβλήματα που δημιουργεί δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Νοεμβρίου 1987, 137/85, Maizena κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 4587, σκέψη 15· αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 145, σκέψη 411, και Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 95, σκέψη 223).

280    Πρέπει να υπομνησθεί ότι επιβάλλεται να αναγνωρισθεί στην Επιτροπή ευρεία διακριτική ευχέρεια, όταν αποφασίζει, στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως μιας ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, τη λήψη μέτρων διαχειρίσεως της επικινδυνότητας. Ειδικότερα, κάτι τέτοιο ενέχει, μεταξύ άλλων, πολιτικές επιλογές και περίπλοκες εκ μέρους της εκτιμήσεις (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω). Η νομιμότητα μέτρου θεσπιζομένου στον τομέα αυτό μπορεί να επηρεαστεί μόνον όταν το μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το αρμόδιο όργανο σκοπού (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, C-189/01, Jippes κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I–5689, σκέψη 82, και προπαρατεθείσες στη σκέψη 145 αποφάσεις Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, σκέψη 412, και Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψεις 177 έως 180).

281    Εν προκειμένω, καθόσον δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ΕΑΑΤ με τη γνωμοδότησή της της συνιστούσε να καταχωρισθεί η trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι ουσία αβάσιμη η αιτίαση που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη της θέσεώς τους περί δυσανάλογου χαρακτήρα της πλήρους απαγορεύσεως της trifluralin.

282    Είναι αληθές ότι η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ περιέχει συστάσεις με σκοπό να καταστεί δυνατή η διαχείριση της επικινδυνότητας που κατέστη εμφανής κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως, σε περίπτωση που η Επιτροπή πρότεινε την καταχώριση της trifluralin.

283    Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι εν λόγω συστάσεις υποβλήθηκαν από την ΕΑΑΤ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 7, του κανονισμού 451/2000, ώστε να μην είναι δυνατό να συναχθεί ότι η ΕΑΑΤ συνέστησε να καταχωρισθεί η trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια προκειμένου να είναι σε θέση να επιτύχει τον σκοπό που της έχει ανατεθεί με την οδηγία 91/414, λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων στις οποίες πρέπει να προβαίνει στον τομέα αυτό (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω και παρατιθέμενη νομολογία, και σκέψεις 92 και 93 ανωτέρω).

284    Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, με τα υπομνήματά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αντικρουσθεί η θέση της ως προς το σημείο αυτό, ότι δεν τέθηκε ζήτημα περιορισμένης καταχωρίσεως της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 λόγω της αδυναμίας διατηρήσεως της δραστικής ουσίας υπό έλεγχο με τη λήψη απλών μέτρων περιορισμού της επικινδυνότητας, ιδίως ενόψει του κινδύνου μεταφοράς της μέσω του αέρα σε μεγάλη απόσταση και λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως πολλών ακόμη στοιχείων σχετικών με την ασφάλεια της επίμαχης ουσίας.

285    Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν πρότεινε την καταχώριση της trifluralin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, δεχόμενη την καταχώρισή της με τους όρους που έθεσε η ΕΑΑΤ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προδήλως δυνανάλογο.

286    Εξάλλου, η Επιτροπή δεν όφειλε ούτε να λάβει υπόψη τη μελέτη σχετικά με τη χρόνια τοξικότητα για τα ψάρια ούτε να παρατείνει τις προθεσμίες προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εν λόγω μελέτη (βλ. σκέψεις 128 και 132 ανωτέρω). Ο προβαλλόμενος δυσανάλογος χαρακτήρας της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί, συνεπώς, να είναι αποτέλεσμα του ότι δεν ελήφθη υπόψη η μελέτη αυτή ή του ότι δεν παρατάθηκαν οι προθεσμίες προκειμένου αυτή να ληφθεί υπόψη.

287    Επιπροσθέτως, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των επιχειρημάτων τους κατά τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση έχει τις διάφορες ολέθριες συνέπειες που εκθέτουν προκειμένου να αποδείξουν τον δυσανάλογο χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

288    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ΕΑΑΤ, με τη γνωμοδότησή της, εντόπισε ορισμένους κινδύνους που ενέχει η trifluralin.

289    Δεδομένης της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που πρέπει να αναγνωρισθεί ότι έχει η Επιτροπή, προκειμένου να είναι σε θέση να επιτύχει τον σκοπό που της έχει ανατεθεί με την οδηγία 91/414, και λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων στις οποίες πρέπει να προβαίνει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι προδήλως δυσανάλογη.

290    Ως εκ τούτου, το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως είναι όλως αβάσιμο και πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

291    Εν κατακλείδι, πρέπει να απορριφθούν ο έκτος και ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως και, στη συνέχεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

292    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Dow AgroSciences Ltd και οι 20 άλλες προσφεύγουσες των οποίων οι επωνυμίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα φέρουν, πλην των δικαστικών εξόδων τους, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2011.

(υπογραφές)



Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του αντικειμένου της διαφοράς

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται στην έκθεση της ΕΑΑΤ, εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000, και κατά παράβαση των εφαρμοστέων διαδικαστικών κανόνων

Επί του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορούν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως διότι, αφενός, η Επιτροπή αθέτησε την υποχρέωσή της να λάβει υπόψη όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία και, ειδικότερα, μια μελέτη που ζητήθηκε να υποβάλουν οι επιχειρήσεις που προέβησαν στις κοινοποιήσεις και, αφετέρου, όφειλε να παρατείνει τις ισχύουσες προθεσμίες προκειμένου να έχει στη διάθεσή της τις εν λόγω συμπληρωματικές πληροφορίες

Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν στηρίζονταν σε κανένα επιστημονικό στοιχείο

1.  Επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 850/2004, αφενός, και του τετάρτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αφετέρου, που αφορά ότι η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να αξιολογήσει την trifluralin βάσει του κανονισμού 850/2004 και υπέπεσε, επιπροσθέτως, σε πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή των κριτηρίων που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός

2.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθετική διαδικασία και παρέβη κατ’ αυτόν τον τρόπο τα άρθρα 5 ΕΚ και 7 ΕΚ, καθώς και το άρθρο 8, παράγραφος 8, του κανονισμού 451/2000 και το άρθρο 5 της αποφάσεως περί επιτροπολογίας

3.  Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά μη τήρηση των εφαρμοστέων διαδικαστικών προθεσμιών, κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 7 και 8, του κανονισμού  451/2000

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά προσβολή θεμελιωδών αρχών του κοινοτικού δικαίου και επί της αιτιάσεως που αφορά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία προβλήθηκε προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

– Επί του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της μη αναδρομικότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και επί της αιτιάσεως περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία προβλήθηκε προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

– Επί του δευτέρου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως

– Επί του τρίτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επί των δικαστικών εξόδων



Παράρτημα

Dow AgroSciences Ltd, με έδρα το Hitchin (Ηνωμένο Βασίλειο),

Makhteshim-Agan Holding BV, με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες),

Makhteshim Agan International Coordination Center, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

Dintec Agroquímica – Produtos Químicos, Lda, με έδρα το Funchal (Πορτογαλία),

Finchimica SpA, με έδρα το Manerbio (Ιταλία),

Dow AgroSciences BV, με έδρα το Ρότερνταμ,

Dow AgroSciences Hungary kft, με έδρα τη Βουδαπέστη (Ουγγαρία),

Dow AgroSciences Italia Srl, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία),

Dow AgroSciences Polska sp. z o.o., με έδρα τη Βαρσοβία (Πολωνία),

Dow AgroSciences Iberica, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

Dow AgroSciences s.r.o., με έδρα την Πράγα (Τσεχική Δημοκρατία),

Dow AgroSciences LLC, με έδρα την Ινδιανάπολη, Ιντιάνα (Ηνωμένες Πολιτείες),

Dow AgroSciences GmbH, με έδρα το Stade (Γερμανία),

Dow AgroSciences Export, με έδρα το Mougins (Γαλλία),

Dow AgroSciences, με έδρα το Mougins,

Dow AgroSciences Danmark A/S, με έδρα το Lyngby-Taarbæk (Δανία),

Makhteshim-Agan, Poland sp. z o.o., με έδρα τη Βαρσοβία,

Makhteshim-Agan (UK) Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

Makhteshim-Agan France, με έδρα τη Sèvres (Γαλλία),

Makhteshim-Agan Italia Srl, με έδρα το Bergamo (Ιταλία),

Alfa Agricultural Supplies SA, με έδρα το Χαλάνδρι (Ελλάδα).


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top