Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0419

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 14ης Φεβρουαρίου 2008.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Κρατικές ενισχύσεις - Υποχρέωση ανακτήσεως.
    Υπόθεση C-419/06.

    Συλλογή της Νομολογίας 2008 I-00027*

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2008:89

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 14ης Φεβρουαρίου 2008 (*)

    «Παράβαση κράτους μέλους – Κρατικές ενισχύσεις – Υποχρέωση ανακτήσεως»

    Στην υπόθεση C‑419/06,

    με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η οποία ασκήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2006,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την E. Righini και τους M. Κωνσταντινίδη, Δ. Τριανταφύλλου και Ι. Χατζηγιάννη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από την A. Σαμώνη-Ράντου και τον Π. Μυλωνόπουλο, επικουρούμενους από τους δικηγόρους Β. Χριστιανό και Π. Ανέστη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), E. Juhász, J. Malenovský και T. von Danwitz, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

    γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Νοεμβρίου 2007,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς την ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας εμπροθέσμως όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταργήσει τις ενισχύσεις που κήρυξε παράνομες και ασύμβατες με την κοινή αγορά η απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την Ελλάδα υπέρ της Ολυμπιακής Αεροπορίας και των Ολυμπιακών Αερογραμμών (στο εξής: απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005) και να ανακτήσει τις εν λόγω ενισχύσεις από τους αποδέκτες τους και, εν πάση περιπτώσει, μη ενημερώνοντας την Επιτροπή για τα μέτρα αυτά, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 έως 4 της εν λόγω αποφάσεως και από τη Συνθήκη ΕΚ.

     Το ιστορικό της διαφοράς

    2        Η οικονομική κατάσταση της Ολυμπιακής Αεροπορίας και οι δημόσιες χρηματοοικονομικές συνδρομές που χορηγήθηκαν στην εταιρία αυτή έχουν γίνει από το 1992 το αντικείμενο πολλών αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με κρατικές ενισχύσεις.

     Η απόφαση 2003/372/ΕΚ

    3        Στις 11 Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2003/372/ΕΚ για ενίσχυση που χορήγησε η Ελλάδα στην Ολυμπιακή Αεροπορία (EE 2003, L 132, σ. 1), με την οποία απόφαση κήρυξε ασύμβατες με την κοινή αγορά τις ενισχύσεις αναδιαρθρώσεως της εταιρίας Ολυμπιακή Αεροπορία που εγκρίθηκαν το 1994, 1998 και 2000. Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε ιδίως στη διαπίστωση ότι δεν επιτεύχθηκαν οι περισσότεροι στόχοι του σχεδίου αναδιαρθρώσεως της εν λόγω εταιρίας και δεν τηρήθηκαν πλήρως οι όροι που συνόδευαν την απόφαση εγκρίσεως. Με την απόφαση 2003/372, η Ελληνική Δημοκρατία κλήθηκε να ανακτήσει μέρος των ενισχύσεων αναδιαρθρώσεως, δηλαδή ποσό 41 εκατομμυρίων ευρώ, καθώς και άλλα ποσά ενισχύσεως.

    4        Το άρθρο 1, στοιχείο β΄, της αποφάσεως 2003/372 ορίζει ότι θεωρείται ασύμβατη με την κοινή αγορά η ενίσχυση αναδιαρθρώσεως που η Ελληνική Δημοκρατία χορήγησε στην Ολυμπιακή Αεροπορία υπό μορφή νέων εγγυήσεων σχετικά με δάνεια για την αγορά νέων αεροσκαφών και για ορισμένες επενδύσεις.

    5        Η ασκηθείσα από την Επιτροπή προσφυγή για τη διαπίστωση παραβάσεως σχετικά με την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως κηρύχθηκε βάσιμη από το Δικαστήριο με την απόφασή του της 12ης Μαΐου 2005, C-415/03, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Συλλογή 2005, σ. I-3875). Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ιδίως το γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία μεταβίβασε τα πιο αποδοτικά στοιχεία του ενεργητικού της Ολυμπιακής Αεροπορίας, απαλλαγμένα από όλα τα χρέη, στις Ολυμπιακές Αερογραμμές, που και αυτές ανήκουν σε αυτό το κράτος μέλος και απολαύουν ειδικής προστασίας έναντι των πιστωτών, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του κοινού δικαίου και από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το εμπορικό δίκαιο. Το Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι η νομική αυτή κατασκευή καθιστούσε αδύνατη, βάσει του εθνικού δικαίου, την ανάκτηση των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί και εμπόδιζε την πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής και την είσπραξη των ενισχύσεων.

     Η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005

    6        Το 2003 έγιναν συναντήσεις μεταξύ των ελληνικών αρχών και της Επιτροπής σχετικά με το μέλλον της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Στις 12 Δεκεμβρίου 2003 ιδρύθηκε μια νέα εταιρία, υπό την επωνυμία Ολυμπιακές Αερογραμμές.

    7        Με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, η Επιτροπή κίνησε την κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημη διαδικασία εξετάσεως (ΕΕ C 192, σ. 2).

    8        Στην απόφαση εκείνη, η Επιτροπή σημείωσε ότι η Ολυμπιακή Αεροπορία, μολονότι με την απόσχιση του πτητικού κλάδου και την ενσωμάτωσή του στον νέο φορέα Ολυμπιακές Αερογραμμές έπαυσε να ασκεί πτητικές δραστηριότητες, συνεχίζει να παρέχει υπηρεσίες επίγειας εξυπηρετήσεως, συντηρήσεως και εκπαιδεύσεως και ότι στο στάδιο αυτό δεν προβλέπεται η θέση της υπό εκκαθάριση, παρά την καταστροφική οικονομική της κατάσταση.

    9        Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η νέα εταιρία Ολυμπιακές Αερογραμμές έλαβε τα στοιχεία του ενεργητικού των πτητικών κλάδων της Ολυμπιακής Αεροπορίας, αφήνοντας το σημαντικό παθητικό στην τελευταία. Επιπλέον, κανένας πιστωτής της Ολυμπιακής Αεροπορίας δεν μπορούσε να στραφεί και κατά των Ολυμπιακών Αερογραμμών.

    10      Η Ελληνική Δημοκρατία διαβίβασε παρατηρήσεις σχετικά με τη απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004 με έγγραφο της 11ης Ιουνίου 2004.

    11      Στις 11 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία προειδοποιητική επιστολή με την οποία της ζήτησε να αναστείλει κάθε μέτρο ενισχύσεως μέχρις ότου μπορέσει να ληφθεί απόφαση σχετικά με το συμβατό του με τη Συνθήκη. Το πιο πάνω κράτος μέλος απάντησε στην επιστολή αυτή στις 28 Οκτωβρίου 2004.

    12      Θεωρώντας ότι η κατάσταση παραμένει μη ικανοποιητική, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005. Στο σημείο 177 του αιτιολογικού της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή προσδιόρισε τέσσερις δέσμες μέτρων που ελήφθησαν από τις ελληνικές αρχές και θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις, δηλαδή την ίδια την αναδιάρθρωση της Ολυμπιακής Αεροπορίας, την είσπραξη επιχορηγήσεων από τις Ολυμπιακές Αερογραμμές, την παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής στην Ολυμπιακή Αεροπορία και την από την τελευταία είσπραξη άλλων χρηματικών ενισχύσεων.

    13      Το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως έχει ως εξής:

    «Άρθρο 1

    1)      Η αποδοχή από την Ολυμπιακή Αεροπορία και από την Ελλάδα της καταβολής εκ μέρους των Ολυμπιακών Αερογραμμών μισθωμάτων για την υπεκμίσθωση αεροσκαφών, το ποσό των οποίων είναι κατώτερο των καταβαλλόμενων για κύριες χρηματοδοτικές μισθώσεις με συνέπεια να υποστούν ζημιές η μεν Ολυμπιακή Αεροπορία της τάξεως των 37 εκατ. ευρώ το 2004, το δε ελληνικό Δημόσιο της τάξεως των 2,75 εκατ. ευρώ μέχρι τον Μάιο 2005, συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση προς τις Ολυμπιακές Αερογραμμές που δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη.

    2)      Η Ελλάδα χορήγησε παράνομη και ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη κρατική ενίσχυση στην Ολυμπιακή Αεροπορία, το ποσό της οποίας ανέρχεται στο ποσό κατά το οποίο υπερεκτιμήθηκε η αξία των στοιχείων ενεργητικού των Ολυμπιακών Αερογραμμών κατά το χρόνο συστάσεώς των, το ύψος του οποίου εκτιμάται προσωρινά από την Επιτροπή σε περίπου 91,5 εκατ. ευρώ.

    3)      Η χορήγηση, μεταξύ Μαΐου 2004 και Μαρτίου 2005, από το ελληνικό Δημόσιο στην Ολυμπιακή Αεροπορία ποσού συνολικού ύψους 8 εκατ. ευρώ περίπου και η επιπλέον πληρωμή από το ελληνικό Δημόσιο αντί της Ολυμπιακής Αεροπορίας ορισμένων δόσεων τραπεζικού δανείου και μισθωμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης, στο βαθμό που οι πληρωμές αυτές δεν συνιστούν απλή εκπλήρωση υποχρέωσης δυνάμει των εγγυήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, στοιχείο β΄, της απόφασης 2003/372 […], και των συναφών όρων, συνιστούν παράνομη κρατική ενίσχυση προς την Ολυμπιακή Αεροπορία που δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη.

    4)      Η συνεχής ανοχή που επέδειξε το ελληνικό Δημόσιο προς την Ολυμπιακή Αεροπορία όσον αφορά τις οφειλές φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, ύψους 354 εκατ. ευρώ περίπου, μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Δεκεμβρίου 2004, συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση προς την Ολυμπιακή Αεροπορία που δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη.

    Άρθρο 2

    1)      Η Ελλάδα ανακτά την αναφερόμενη στο άρθρο 1 ενίσχυση από τους αποδέκτες της.

    2)      Η ανάκτηση γίνεται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό τον όρο ότι αυτές επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης. Η προς ανάκτηση ενίσχυση συμπεριλαμβάνει τόκους από την ημερομηνία που τέθηκε στη διάθεση του αποδέκτη, μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της. Οι τόκοι υπολογίζονται με το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιδότησης των περιφερειακών ενισχύσεων.

    Άρθρο 3

    Η Ελλάδα αναστέλλει αμελλητί κάθε περαιτέρω πληρωμή ενίσχυσης στην Ολυμπιακή Αεροπορία και στις Ολυμπιακές Αερογραμμές.

    Άρθρο 4

    Η Ελλάδα ενημερώνει την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με τα άρθρα 2 και 3.

    […]»

    14      Η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 15 Σεπτεμβρίου 2005. Η δίμηνη προθεσμία για να ενημερωθεί η Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που θα λαμβάνονταν κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω αποφάσεως έληξε στις 15 Νοεμβρίου 2005.

    15      Στη συνέχεια, έγιναν πολλές συναντήσεις μεταξύ της Επιτροπής και αυτού του κράτους μέλους. Οι συναντήσεις αυτές συνοδεύτηκαν με πλούσια αλληλογραφία.

    16      Με εισαγωγικό δίκης έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 25 Νοεμβρίου 2005 (υπόθεση T-415/05), η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε να ακυρωθεί η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005.

    17      Με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία ότι οι απαντήσεις που διαβιβάστηκαν δεν της επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι αυτό το κράτος μέλος ανέκτησε τις σχετικές ενισχύσεις ή ανέστειλε την καταβολή ενισχύσεων στην Ολυμπιακή Αεροπορία και/ή στις Ολυμπιακές Αερογραμμές. Με έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2006, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίστηκε ότι έχει τηρήσει όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. Αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και αυτού του κράτους μέλους συνεχίστηκε το 2006. Ωστόσο, από την αλληλογραφία αυτή δεν προέκυψαν συγκεκριμένα αποτελέσματα σχετικά με τα μέτρα εκτελέσεως της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005.

    18      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

     Επί της προσφυγής

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    19      Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005. Παρατηρεί επίσης ότι αυτό το κράτος μέλος σε κανένα σημείο δεν επικαλέστηκε απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής ούτε άλλωστε προτείνει συγκεκριμένους τρόπους εφαρμογής της.

    20      Κατά την Επιτροπή, εν προκειμένω δεν αποδεικνύεται απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται νομικές, διοικητικές ή πραγματικές περιστάσεις σχετικά με την εφαρμογή της αποφάσεως αυτής χωρίς να έχει προβεί στο παραμικρό διάβημα προς τις αποδέκτριες επιχειρήσεις προκειμένου να ανακτήσει τα ποσά ενισχύσεως που ελήφθησαν άνευ νομίμου αιτίας και χωρίς να προτείνει μέτρα κατάλληλα για να ξεπεραστούν τυχόν δυσκολίες.

    21      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ελληνική Δημοκρατία περιορίζεται να διερωτάται σχετικά με το κύρος της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 και σχετικά με τον προσδιορισμό ορισμένων ποσών των προς ανάκτηση ενισχύσεων. Ισχυρίζεται ότι όσον αφορά τον προσδιορισμό του ποσού των σχετικών ενισχύσεων δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 10 ΕΚ.

    22      Η Επιτροπή διατείνεται ότι το άρθρο 1, σημείο 1, της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 ορίζει όχι μόνον τα χαρακτηριστικά των σχετικών κρατικών ενισχύσεων, αλλά και τα προς ανάκτηση ποσά, όπως τα για την υπεκμίσθωση αεροσκαφών μισθώματα που ήσαν κατώτερα των ποσών που καταβάλλονταν για τις κύριες μισθώσεις.

    23      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, ακόμη και για τα ποσά που καθορίστηκαν προσωρινά, όπως εκείνα που αναφέρει το άρθρο 1, σημείο 2, της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 και αφορούν την υπερεκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού της Ολυμπιακής Αεροπορίας κατά τον χρόνο της συστάσεως των Ολυμπιακών Αερογραμμών, οι παρεχόμενες ενδείξεις είναι επαρκείς για να δώσουν στον αποδέκτη της αποφάσεως αυτής τη δυνατότητα να τα προσδιορίσει οριστικά ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσκολίες. Η Επιτροπή δηλώνει ότι υπολόγισε με τη βοήθεια εμπειρογνώμονα την αξία των στοιχείων του ενεργητικού της Ολυμπιακής Αεροπορίας και προσθέτει ότι έδειξε ότι είναι διατεθειμένη να συζητήσει το ακριβές ποσό της υπερεκτιμήσεως των εν λόγω στοιχείων σύμφωνα με τους διεθνώς αναγνωρισμένους λογιστικούς κανόνες. Αντιθέτως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβη σε πλήρη λογιστικό έλεγχο του ενεργητικού της Ολυμπιακής Αεροπορίας σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς, πράγμα που θα καθιστούσε δυνατό να τεθεί κατά το στάδιο της διαδικασίας προ της ασκήσεως προσφυγής το ζήτημα του καθορισμού του ακριβούς ποσού της υπερεκτιμήσεως των στοιχείων του ενεργητικού.

    24      Όσον αφορά την ενίσχυση την οποία αναφέρει το άρθρο 1, σημείο 3, της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ελληνική Δημοκρατία έχει αναγνωρίσει ότι το ποσό των 8 εκατομμυρίων ευρώ που καταβλήθηκε από αυτό το κράτος μέλος, υπό την ιδιότητά του ως εγγυητή, για λογαριασμό της Ολυμπιακής Αεροπορίας καθώς και άλλες πληρωμές που έγιναν για την ίδια αιτία και για ποσό 48,7 εκατομμυρίων ευρώ αποτελούν οφειλή της Ολυμπιακής Αεροπορίας έναντι του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία πρέπει να εξοφληθεί εντόκως. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι εγγυητικές πληρωμές της Ελληνικής Δημοκρατίας είτε απορρέουν από κατάπτωση εγγυήσεων που προηγουμένως είχαν κηρυχθεί ασύμβατες με την κοινή αγορά είτε έγιναν κατ’ απόκλιση από τις εγγυήσεις αυτές, οπότε αποτελούν νέες παράνομες ενισχύσεις.

    25      Η Επιτροπή προσθέτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν ανακοίνωσε κανένα νέο στοιχείο που να καθιστά δυνατό να εξακριβωθεί αν οι από αυτό το κράτος μέλος εγγυητικές πληρωμές απορρέουν από κατάπτωση των αρχικών εγγυήσεων. Συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει ενημερώσει την Επιτροπή για τους ακριβείς όρους των εγγυητικών συμβάσεων ούτε για την πάροδο των αντίστοιχων προθεσμιών ούτε για προηγούμενες οχλήσεις από τη δανείστρια τράπεζα ούτε για την ημερομηνία καταβολής των σχετικών ποσών.

    26      Όσον αφορά τη συνεχή ανοχή αυτού του κράτους μέλους έναντι της Ολυμπιακής Αεροπορίας σχετικά με τη μη καταβολή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, που το άρθρο 1, σημείο 4, της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 εκτιμά περί τα 354 εκατομμύρια ευρώ, η Επιτροπή εκθέτει ότι, κατά τις δηλώσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα περί ων πρόκειται ποσά έχουν καταλογιστεί στην Ολυμπιακή Αεροπορία. Άλλωστε, εφόσον οι Ολυμπιακές Αερογραμμές πρέπει αναμφισβήτητα να θεωρηθούν διάδοχος της Ολυμπιακής Αεροπορίας, στην Ελληνική Δημοκρατία απόκειται να ανακτήσει εντόκως από τους αποδέκτες κρατικών ενισχύσεων τα ποσά που αντιστοιχούν στις ενισχύσεις αυτές.

    27      Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει κινήσει τη διαδικασία εκτελέσεως της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 λαμβάνοντας σειρά μέτρων για να συμμορφωθεί με αυτήν όσον αφορά τις τέσσερις κατηγορίες ενισχύσεων του άρθρου 1 της εν λόγω αποφάσεως. Δηλώνει ότι επιπλέον έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για να μειωθεί όσο είναι δυνατόν ο κίνδυνος να ασκηθούν ή υποβληθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων από τους αποδέκτες των σχετικών ενισχύσεων προσφυγές, αιτήσεις αναστολής ή άλλα ένδικα μέσα ικανά να προκαλέσουν καθυστερήσεις όσον αφορά την εφαρμογή της εν λόγω αποφάσεως.

    28      Η Ελληνική Δημοκρατία σημειώνει ότι, μετά την έκδοση της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, οι εθνικές αρχές και η Επιτροπή εξέτασαν τις νομικές επιπτώσεις της. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν παρέσχε την αναγκαία συνδρομή για τον προσδιορισμό των σχετικών ποσών.

    29      Όσο για τις ενισχύσεις που αφορά το άρθρο 1, σημεία 1 και 2, της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, η Ελληνική Δημοκρατία εξηγεί ότι το εθνικό δίκαιο απαιτεί ως βάση κάθε διαδικασίας εισπράξεως την ύπαρξη βέβαιων και αριθμητικώς προσδιορισμένων οφειλών. Κατά τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, η βεβαίωση του ποσού της κρατικής ενισχύσεως, προσαυξημένου με τόκους, αποτελεί τον αναγκαίο εκτελεστό τίτλο για την ανάκτηση του αντίστοιχου ποσού. Η διαδικασία βεβαιώσεως είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαδικασία εκτελέσεως.

    30      Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι, για τον προσδιορισμό του ποσού των ενισχύσεων τις οποίες αφορά το άρθρο 1, σημείο 1, της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, οι τιμές των σχετικών υπεκμισθώσεων έπρεπε να συγκριθούν με τις τιμές που ίσχυαν στην αγορά και όχι με τα ποσά των αρχικών μισθώσεων. Προσθέτει συναφώς ότι η πραγματική διαφορά μεταξύ των μισθωμάτων που οι Ολυμπιακές Αερογραμμές κατέβαλαν και αυτών που θα είχαν καταβάλει αν είχαν μισθώσει με τις τιμές που ίσχυαν στην αγορά δεν θα ξεπερνούσε σε καμία περίπτωση το ποσό των 2,64 εκατομμυρίων δολαρίων Ηνωμένων Πολιτειών για το σύνολο της σχετικής περιόδου.

    31      Όσον αφορά τη διαπίστωση, που περιέχεται στο άρθρο 1, σημείο 2, της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, ότι υπερεκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού της Ολυμπιακής Αεροπορίας οδήγησε στην καταβολή, υπέρ της εταιρίας αυτής, ενισχύσεως εκτιμωμένης σε 91,5 εκατομμύρια ευρώ, η Ελληνική Δημοκρατία σημειώνει ότι η εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού της Ολυμπιακής Αεροπορίας που μεταβιβάστηκαν στις Ολυμπιακές Αερογραμμές έγινε λαμβανομένων υπόψη των τιμών που είχαν στην αγορά τα σχετικά στοιχεία του ενεργητικού. Στο σημείο αυτό, εκθέσεις διεθνών ελεγκτικών οίκων αντικρούουν τον ισχυρισμό της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν παρέσχε τη συνδρομή της για την εκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού της Ολυμπιακής Αεροπορίας που μεταβιβάστηκαν στις Ολυμπιακές Αερογραμμές.

    32      Όσο για την είσπραξη των ποσών τα οποία αναφέρει το άρθρο 1, σημείο 3, της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει ότι το ποσό περί τα 8 εκατομμύρια ευρώ αποτελεί οφειλή της Ολυμπιακής Αεροπορίας προς αυτό το κράτος μέλος. Για το ποσό αυτό, έχουν κινηθεί διαδικασίες εισπράξεως, ανεξάρτητα από το ζήτημα σε ποιο μέτρο όντως πρόκειται για κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη υπερήμερης οφειλής δεν αποτελεί οπωσδήποτε κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ.

    33      Όσον αφορά τις άλλες πληρωμές οι οποίες έγιναν λόγω καταπτώσεως εγγυήσεων, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι οι εγγυητικές πληρωμές για δόσεις τραπεζικών δανείων και για μισθώματα αεροσκαφών, λόγω υπερημερίας της Ολυμπιακής Αεροπορίας, συνολικού ποσού περί τα 48 εκατομμύρια ευρώ αποτελούν χρέη και όχι κρατικές ενισχύσεις. Συγκεκριμένα, τα χρέη αυτά απορρέουν από την πληρωμή, με επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών, ποσών που οφείλονταν λόγω εγγυήσεων υπέρ ορισμένων πιστωτών της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Μετά τις πληρωμές αυτές, η Ελληνική Δημοκρατία προέβη στις αναγκαίες ενέργειες για να εξοφληθεί εντόκως από την Ολυμπιακή Αεροπορία κάθε ένα από τα χρέη αυτά. Εν πάση περιπτώσει, τα μισθώματα που καταβλήθηκαν για τα αεροσκάφη αντιστοιχούν στις τιμές που ίσχυαν στην αγορά, οπότε δεν υπήρξε καμία κρατική ενίσχυση.

    34      Η Ελληνική Δημοκρατία εξηγεί ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, η πληρωμή ενός ποσού από το Δημόσιο ως εγγυητή δημιουργεί οφειλή εις βάρος του πρωτοφειλέτη. Κατά συνέπεια, το Ελληνικό Δημόσιο στράφηκε αναγωγικώς κατά της Ολυμπιακής Αεροπορίας για να του αποδοθούν εντόκως τα ποσά που είχε καταβάλει. Έτσι, τέθηκε σε εφαρμογή η ισχύουσα για την είσπραξη οφειλών προς το Δημόσιο διαδικασία του κοινού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, εκδόθηκαν οι βεβαιώσεις οφειλών και ατομικές ειδοποιήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων.

    35      Όσο για την εξέλιξη της διαδικασίας εισπράξεως των ποσών τα οποία αφορά το άρθρο 1, σημείο 4, της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι έλαβε όλα τα μέτρα για να συμμορφωθεί με την προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη υποχρέωση, προβαίνοντας ειδικά στον προσδιορισμό των σχετικών ποσών. Ο μόνος οφειλέτης των εν λόγω ποσών είναι η Ολυμπιακή Αεροπορία και η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει την ανάκτηση των ποσών αυτών και εις βάρος των Ολυμπιακών Αερογραμμών.

    36      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η εφαρμογή του άρθρου 1, σημείο 4, της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, όπως ζητείται από την Επιτροπή, θα παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί ακόμη πιο γρήγορα η ανάκτηση των σχετικών ενισχύσεων θα ήταν η λύση και εκκαθάριση της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Πάντως, το να τεθεί υπό εκκαθάριση η τελευταία για να επιταχυνθεί η ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων θα παραβίαζε την εν λόγω αρχή και θα προσέβαλλε το δικαίωμα της Ολυμπιακής Αεροπορίας να τύχει δικαστικής προστασίας.

    37      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίστηκε ότι επιστράφηκε εντόκως το ποσό του συνόλου των σχετικών ενισχύσεων και ότι, κατά συνέπεια, η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 εφαρμόστηκε εντός εύλογης προθεσμίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν τίθεται ζήτημα παραβάσεως των υποχρεώσεων που η Ελληνική Δημοκρατία έχει από την απόφαση αυτή.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

     Επί του αντικειμένου της διαφοράς

    38      Κατ’ αρχάς δεν αμφισβητείται ότι, όταν έληξε η προθεσμία που η Επιτροπή έταξε για να ενημερωθεί για τα μέτρα που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 2 και 3 της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε τηρήσει τις διάφορες υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής, καθόσον το εν λόγω κράτος μέλος ανέφερε ορισμένα διαβήματα για να κινηθούν οι διαδικασίες ανακτήσεως των ενισχύσεων τις οποίες αφορά το άρθρο 1 της πιο πάνω αποφάσεως, χωρίς οι φερόμενες ενέργειες να έχουν παραγάγει συγκεκριμένα αποτελέσματα όσον αφορά την πραγματική επιστροφή των εν λόγω ενισχύσεων. Δεν αμφισβητείται ούτε ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν είχαν τηρηθεί όταν ασκήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.

    39      Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία δεν επικαλέστηκε απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, ενώ η αδυναμία αυτή είναι ο μόνος αμυντικός ισχυρισμός που μπορεί να προβληθεί από κράτος μέλος κατά προσφυγής την οποία η Επιτροπή άσκησε βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ για τη διαπίστωση παραβάσεώς του (βλ. αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 94/87, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1989, σ. 175, σκέψη 8, και της 18ης Οκτωβρίου 2007, C-441/06, Επιτροπή κατά Γαλλίας, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27 και παρατιθέμενη νομολογία).

    40      Στο σημείο αυτό, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προϋπόθεση σχετικά με την απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως δεν πληρούται όταν η καθής κυβέρνηση περιορίζεται να αναφέρει στην Επιτροπή νομικές, πολιτικές ή πρακτικές δυσκολίες που έχει η εφαρμογή της αποφάσεως, χωρίς να έχει αποδυθεί σε πραγματικό διάβημα προς τις σχετικές επιχειρήσεις προκειμένου να ανακτήσει την ενίσχυση και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εφαρμογής της αποφάσεως αυτής που θα καθιστούσαν δυνατό να ξεπεραστούν οι δυσκολίες αυτές (βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Γερμανίας, προαναφερθείσα, σκέψη 10· της 29ης Ιανουαρίου 1998, C-280/95, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. I-259, σκέψη 14, και της 2ας Ιουλίου 2002, C-499/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2002, σ. I-6031, σκέψη 25).

    41      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αντιδικία ενώπιον του Δικαστηρίου αφορά στην ουσία τη νομική βαρύτητα ορισμένων στοιχείων που προβλήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία και το ζήτημα αν τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι δεν παραβιάστηκαν οι υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλει η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005.

     Επί της επιχειρηματολογίας που η Ελληνική Δημοκρατία ανέπτυξε σχετικά με το βάσιμο της προσφυγής

    42      Για να αμφισβητήσει την παράβαση που της προσάπτεται, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν υπέδειξε αξιόπιστη μέθοδο υπολογισμού που να καθιστά δυνατό να προσδιοριστούν τα ποσά των προς ανάκτηση ενισχύσεων. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ως επί το πλείστον, τα ποσά αυτά, δηλαδή εκείνα που αφορούν τις πληρωμές λόγω υπεκμισθώσεως αεροσκαφών, την υπερεκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού της Ολυμπιακής Αεροπορίας που μεταβιβάστηκαν στις Ολυμπιακές Αερογραμμές, την παροχή ταμειακών διευκολύνσεων σχετικά με ορισμένα χρέη καθώς και τη μη είσπραξη φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, έχουν καθοριστεί στις διάφορες διατάξεις του άρθρου 1 της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005.

    43      Πρέπει να προστεθεί ότι το γεγονός ότι τα ποσά που αναφέρουν οι εν λόγω διατάξεις συνοδεύονται, αφενός, με τη λέξη «περίπου» και, αφετέρου, όσον αφορά την υπερεκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού της Ολυμπιακής Αεροπορίας που μεταβιβάστηκαν στις Ολυμπιακές Αερογραμμές, με τη μνεία ότι, στο σημείο αυτό, πρόκειται για προσωρινή εκτίμηση δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 στερείται της ακρίβειας που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της.

    44      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ουδεμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου απαιτεί από την Επιτροπή, όταν η τελευταία διατάσσει την επιστροφή ενισχύσεως που κηρύχθηκε ασύμβατη με την κοινή αγορά, να καθορίσει το ακριβές ποσό της επιστρεπτέας ενισχύσεως. Εν προκειμένω είναι αρκετό η απόφαση της Επιτροπής να περιέχει ενδείξεις που δίνουν στον αποδέκτη της τη δυνατότητα να καθορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσκολίες, το ποσό αυτό (βλ. αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-480/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-8717, σκέψη 25, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, προαναφερθείσα, σκέψη 39).

    45      Όσον αφορά ειδικότερα την υπερεκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού της Ολυμπιακής Αεροπορίας που μεταβιβάστηκαν στις Ολυμπιακές Αερογραμμές, τα σημεία 113 έως 126 και 198 έως 202 του αιτιολογικού της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 περιέχουν πολλές ενδείξεις οι οποίες συνοδεύονται με αριθμητικούς πίνακες και καθιστούν δυνατό να εξακριβωθούν οι παράμετροι που η Επιτροπή χρησιμοποίησε κατά τους σχετικούς υπολογισμούς.

    46      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή θεμιτά αρκέστηκε να επιβάλει την υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ενισχύσεων και να αφήσει στις εθνικές αρχές τη φροντίδα να υπολογίσουν το ακριβές ποσό των προς ανάκτηση ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, στην Ελληνική Δημοκρατία εναπόκειτο να αποδείξει ότι, παρά τα αριθμητικά στοιχεία που παρασχέθηκαν κατά τα πιο πάνω, δεν μπορούσε να δώσει συνέχεια στην απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 ούτε να ανακτήσει τα ποσά που αφορά η απόφαση αυτή (βλ. αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2001, C-378/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2001, σ. I-5107, σκέψεις 50 και 51, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, προαναφερθείσα, σκέψη 40). Πάντως, τέτοια απόδειξη δεν προσκομίστηκε από αυτό το κράτος μέλος.

    47      Όσο για τη δεύτερη πτυχή του σημείου 3 του άρθρου 1 της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, πτυχή που έχει ως αντικείμενο την από το Ελληνικό Δημόσιο πληρωμή ορισμένων δόσεων τραπεζικών δανείων και μισθωμάτων χρηματοδοτικής μισθώσεως, είναι αλήθεια ότι η διάταξη αυτή δεν αναφέρει το ποσό της επιστρεπτέας ενισχύσεως.

    48      Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το διατακτικό μιας αποφάσεως περί κρατικών ενισχύσεων είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την αιτιολογία της, οπότε η απόφαση αυτή πρέπει, όταν παρίσταται ανάγκη, να ερμηνεύεται με γνώμονα το αιτιολογικό που οδήγησε στην έκδοσή της (βλ. αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1997, C-355/95 P, TWD κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-2549, σκέψη 21, και Επιτροπή κατά Ελλάδας, προαναφερθείσα, σκέψη 41), ο αποδέκτης μιας τέτοιας αποφάσεως καλείται να προσδιορίσει τα προς ανάκτηση ποσά μετά από ανάγνωση του διατακτικού της αποφάσεως της Επιτροπής σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της.

    49      Στην παρούσα υπόθεση, ο τρόπος υπολογισμού των προς ανάκτηση ποσών έγινε το αντικείμενο, αφενός, εμπεριστατωμένων αναλύσεων από τις 16 Μαρτίου 2004, ημερομηνία κινήσεως από την Επιτροπή της προβλεπόμενης από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, και, αφετέρου, συζητήσεων μεταξύ της Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά την έκδοση της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005. Άλλωστε, ο τρόπος αυτός εξηγείται στα σημεία 135 έως 141 και 239 έως 241 του αιτιολογικού της εν λόγω αποφάσεως.

    50      Εξ αυτών προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία διέθετε όλα τα στοιχεία που ήσαν αναγκαία για να ανακτήσει τις ενισχύσεις που αναφέρουν οι διάφορες διατάξεις της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα αυτού του κράτους μέλους ότι η Επιτροπή, κατά παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ, δεν έδωσε αρκούντως αξιόπιστες παραμέτρους για να προσδιοριστεί το ποσό των επιστρεπτέων ενισχύσεων.

    51      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει, δεύτερον, διάφορους ισχυρισμούς σχετικά με το βάσιμο της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 ως προς την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων, ιδίως δε όσον αφορά το άρθρο 1, σημεία 2 και 3, της αποφάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί αυτοί σκοπό έχουν να τεθεί υπό αμφισβήτηση το κύρος της εν λόγω αποφάσεως.

    52      Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο προσφυγής που η Επιτροπή άσκησε βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ για τη διαπίστωση παραβάσεως, το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης μιας αποφάσεως περί κρατικών ενισχύσεων δεν δύναται να δικαιολογήσει τη μη εκτέλεση της αποφάσεως αυτής βάσει της φερόμενης ελλείψεως νομιμότητάς της. Στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας, δηλαδή της διαδικασίας τής κατά το άρθρο 230 ΕΚ προσφυγής ακυρώσεως, πρέπει να γίνει οποιαδήποτε αμφισβήτηση της νομιμότητας μιας τέτοιας κοινοτικής πράξεως. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο γενόμενος στην απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 χαρακτηρισμός, ως κρατικών ενισχύσεων, των μέτρων που αναφέρει η απόφαση αυτή.

    53      Τρίτον, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι είναι δυσανάλογη η υποχρέωση ανακτήσεως των σχετικών ενισχύσεων. Πρέπει να υπομνησθεί ότι η μέσω ανακτήσεως κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως είναι η λογική συνέπεια της διαπιστώσεως της ελλείψεως νομιμότητάς της (βλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-959, σκέψη 66· της 14ης Ιανουαρίου 1997, C-169/95, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-135, σκέψη 47, και της 29ης Απριλίου 2004, C-277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3925, σκέψη 76) και ότι η υποχρέωση του κράτους μέλους να καταργήσει μια ενίσχυση που θεωρείται από την Επιτροπή ασύμβατη με την κοινή αγορά σκοπό έχει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (βλ. αποφάσεις της 13ης Ιουνίου 2002, C-382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-5163, σκέψη 89, και Γερμανία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 74).

    54      Συγκεκριμένα, με την επιστροφή αυτή, ο αποδέκτης χάνει το πλεονέκτημα που είχε στην αγορά σε σχέση με ανταγωνιστές του και τα πράγματα επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την καταβολή της ενισχύσεως (βλ. αποφάσεις της 4ης Απριλίου 1995, C-350/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. I-699, σκέψη 22, και Γερμανία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 75).

    55      Επομένως, η με σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση ανάκτηση μιας παράνομα χορηγημένης ενισχύσεως κατ’ αρχήν δεν μπορεί να θεωρηθεί μέτρο δυσανάλογο με τους σκοπούς των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψη 68 και παρατιθέμενη νομολογία).

    56      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα που προέβαλε εν προκειμένω η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    57      Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα το οποίο διατυπώθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και με το οποίο προβλήθηκε ότι η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 εφαρμόστηκε εντός εύλογης προθεσμίας, αρκεί η υπόμνηση ότι η υποχρέωση την οποία επιβάλλει το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως αφορά την αμελλητί ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως με μέτρα που καθιστούν δυνατή την άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.

    58      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η τελευταία έννοια και η χρονική ισχύς της υποχρεώσεως ανακτήσεως των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα έχουν διευκρινιστεί από το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1), κατά το οποίο η ανάκτηση γίνεται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου του σχετικού κράτους μέλους, αρκεί οι τελευταίες να καθιστούν δυνατή την άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής.

    59      Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 49 της αποφάσεως της 5ης Οκτωβρίου 2006, C‑232/05, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2006, σ. I-10071), ότι η εφαρμογή των εθνικών διαδικασιών στον σχετικό τομέα εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι οι διαδικασίες αυτές καθιστούν δυνατή την άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής, προϋπόθεση η οποία αντικατοπτρίζει τις επιταγές της αρχής της αποτελεσματικότητας την οποία έχει διατυπώσει η νομολογία του Δικαστηρίου, προσθέτοντας, στη σκέψη 50 της αποφάσεως εκείνης, ότι σε περίπτωση παράνομης ενισχύσεως ασύμβατης με την κοινή αγορά πρέπει να αποκατασταθεί ο πραγματικός ανταγωνισμός και ότι, προς τούτο, η ενίσχυση πρέπει να ανακτηθεί αμελλητί.

    60      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν εφάρμοσε τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2005. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 εκτελέστηκε εντός εύλογης προθεσμίας.

    61      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας εμπροθέσμως όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταργήσει τις ενισχύσεις που η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 κήρυξε παράνομες και ασύμβατες με την κοινή αγορά και να ανακτήσει τις εν λόγω ενισχύσεις από τους αποδέκτες τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 έως 4 της αποφάσεως αυτής.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    62      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας εμπροθέσμως όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταργήσει τις ενισχύσεις που κήρυξε παράνομες και ασύμβατες με την κοινή αγορά η απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την Ελλάδα υπέρ της Ολυμπιακής Αεροπορίας και των Ολυμπιακών Αερογραμμών και να ανακτήσει τις εν λόγω ενισχύσεις από τους αποδέκτες τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 έως 4 της αποφάσεως αυτής.

    2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Top