EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52022PC0707

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας

COM/2022/707 final

Βρυξέλλες, 8.12.2022

COM(2022) 707 final

2022/0413(CNS)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας

{SEC(2022) 438 final} - {SWD(2022) 400 final} - {SWD(2022) 401 final} - {SWD(2022) 402 final}


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Η δίκαιη φορολόγηση αποτελεί ένα από τα κύρια θεμέλια της ευρωπαϊκής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς. Συγκαταλέγεται επίσης στους βασικούς πυλώνες της δέσμευσης της Επιτροπής για «μια οικονομία στην υπηρεσία των ανθρώπων 1 ». Ένα δίκαιο σύστημα φορολόγησης πρέπει να βασίζεται σε φορολογικούς κανόνες που διασφαλίζουν ότι όλοι καταβάλλουν το μερίδιο που τους αναλογεί και παράλληλα να διευκολύνει τους φορολογούμενους, είτε είναι επιχειρήσεις είτε φυσικά πρόσωπα, να συμμορφώνονται με τους κανόνες.

Η πανδημία COVID-19 και οι συνέπειες του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας καθιστούν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη προστασίας των δημόσιων οικονομικών. Τα κράτη μέλη θα χρειαστούν επαρκή φορολογικά έσοδα προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις σημαντικές προσπάθειες που καταβάλλουν για τον περιορισμό του αρνητικού οικονομικού αντικτύπου των κρίσεων, φροντίζοντας παράλληλα για την προστασία των πιο ευάλωτων ομάδων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η διασφάλιση φορολογικής δικαιοσύνης μέσω της πρόληψης της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής καθίσταται πιο σημαντική από ποτέ. Και, για την καλύτερη πρόληψη της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής στην ΕΕ, η ενίσχυση της διοικητικής συνεργασίας και η ανταλλαγή πληροφοριών για φορολογικά θέματα είναι ζωτικής σημασίας.

Ειδικότερα, η εμφάνιση εναλλακτικών μέσων πληρωμής και επενδύσεων —όπως κρυπτοστοιχεία και ηλεκτρονικό χρήμα— απειλούν να υπονομεύσουν την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς τη φορολογική διαφάνεια τα τελευταία έτη και δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους φοροδιαφυγής. Συνεπώς, η Επιτροπή δεσμεύτηκε, στην ανακοίνωση για ένα σχέδιο δράσης για δίκαιη και απλή φορολόγηση που στηρίζει τη στρατηγική ανάκαμψης 2 , να επικαιροποιήσει την οδηγία σχετικά με τη διοικητική συνεργασία ώστε να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της σε μια εξελισσόμενη οικονομία και να ενισχυθεί το πλαίσιο διοικητικής συνεργασίας.

Προς υποστήριξη των εργασιών της Επιτροπής, το Συμβούλιο (Ecofin) ενέκρινε συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με τη δίκαιη και αποτελεσματική φορολογία στην εποχή της ανάκαμψης, τις φορολογικές προκλήσεις που συνδέονται με την ψηφιοποίηση και τη χρηστή φορολογική διακυβέρνηση εντός και εκτός της ΕΕ 3 στις 27 Νοεμβρίου 2020.

Η έκθεση του Συμβουλίου Ecofin προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για θέματα φορολογίας 4 , η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την 1η Δεκεμβρίου 2021, αναφέρει ότι «αναμένεται ότι η Επιτροπή θα υποβάλει, το 2022, νομοθετική πρόταση για περαιτέρω αναθεώρηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών για τα κρυπτοπεριουσιακά στοιχεία και τις προκαταρκτικές φορολογικές αποφάσεις (tax ruling) για εύπορα άτομα.»

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε το ψήφισμά του της 10ης Μαρτίου 2022 με συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τη δίκαιη και απλή φορολόγηση που στηρίζει τη στρατηγική ανάκαμψης 5 , όπου χαιρετίζει το σχέδιο δράσης και υποστηρίζει την ενδελεχή εφαρμογή του και καλεί συγκεκριμένα την Επιτροπή να συμπεριλάβει και άλλες κατηγορίες εισοδημάτων και στοιχείων ενεργητικού, όπως τα κρυπτοστοιχεία, στο πεδίο εφαρμογής της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών.

Η παρούσα πρόταση θα πρέπει επίσης να εξεταστεί στο πλαίσιο των παράλληλων εργασιών του ΟΟΣΑ για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με ένα πρότυπο για την ανταλλαγή πληροφοριών για φορολογικούς σκοπούς σε σχέση με τα κρυπτοστοιχεία (CARF) και την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κοινού προτύπου αναφοράς (ΚΠΑ) ώστε να καλύπτει το ηλεκτρονικό χρήμα, οι οποίες οδήγησαν σε συμφωνία τον Αύγουστο του 2022 6 και επικροτήθηκαν από την Ομάδα των 20 (G20) στη διακήρυξη των ηγετών στο Μπαλί 7 τον Νοέμβριο του 2022.

Τα τελευταία χρόνια, η ΕΕ έχει εστιάσει τις προσπάθειές της στην αντιμετώπιση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, καθώς και στην ενίσχυση της διαφάνειας. Σημαντικές βελτιώσεις έχουν πραγματοποιηθεί ιδίως στον τομέα της ανταλλαγής πληροφοριών μέσω ορισμένων τροποποιήσεων της οδηγίας σχετικά με τη διοικητική συνεργασία (ΟΔΣ) 8 . Ωστόσο, η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου 9  και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 10 επισημαίνουν ορισμένες ανεπάρκειες και την ανάγκη βελτίωσης σε αρκετούς τομείς της οδηγίας, οι οποίοι αφορούν όλες τις μορφές ανταλλαγής πληροφοριών και διοικητικής συνεργασίας. Ειδικότερα, η έλλειψη ειδικών διατάξεων που να καλύπτουν το ηλεκτρονικό χρήμα και τα ψηφιακά νομίσματα κεντρικής τράπεζας, οι διασυνοριακές φορολογικές αποφάσεις για φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία και η έλλειψη σαφήνειας των μέτρων συμμόρφωσης αναδείχθηκαν μεταξύ των πλέον προβληματικών στοιχείων του πλαισίου 11 .

Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου επισημαίνει ότι «Τα κρυπτονομίσματα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της ανταλλαγής πληροφοριών. Αν ένας φορολογούμενος διατηρεί χρήματα σε ηλεκτρονικά κρυπτονομίσματα, η πλατφόρμα ή ο άλλος ηλεκτρονικός πάροχος που παρέχει υπηρεσίες χαρτοφυλακίου για τέτοιους πελάτες δεν υποχρεούται να δηλώσει στις φορολογικές αρχές οποιαδήποτε ποσά ή κέρδη αποκτώνται. Συνεπώς, τα χρήματα που διατηρούνται σε τέτοια ηλεκτρονικά μέσα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αφορολόγητα.»

Επομένως, υπάρχει σαφής ανάγκη βελτίωσης του υφιστάμενου πλαισίου για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη διοικητική συνεργασία στην ΕΕ.

Εκτός από την αυστηροποίηση των υφιστάμενων κανόνων, η διεύρυνση της διοικητικής συνεργασίας σε νέους τομείς είναι απαραίτητη στην ΕΕ. Στόχος είναι η αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει η ολοένα αυξανόμενη χρήση κρυπτοστοιχείων για επενδυτικούς σκοπούς. Αυτό θα βοηθήσει τις φορολογικές διοικήσεις στην ΕΕ να εισπράττουν φόρους με βελτιωμένο και πιο αποτελεσματικό τρόπο και να συμβαδίζουν με τις νέες εξελίξεις, ιδίως δεδομένων των διαφορών στα φορολογικά συστήματα για τα κρυπτοστοιχεία από κράτος μέλος σε κράτος μέλος. Τα χαρακτηριστικά των κρυπτοστοιχείων καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη την ιχνηλασιμότητα και τον εντοπισμό των φορολογητέων πράξεων από τις φορολογικές διοικήσεις. Το πρόβλημα είναι εντονότερο ιδίως όταν οι συναλλαγές πραγματοποιούνται με τη χρήση παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων ή φορέων εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που βρίσκονται σε άλλη χώρα, ή όταν πραγματοποιούνται απευθείας μεταξύ φυσικών προσώπων ή οντοτήτων εγκατεστημένων σε άλλη δικαιοδοσία. Η μη υποβολή στοιχείων για εισοδήματα από επενδύσεις σε κρυπτοστοιχεία οδηγεί σε υστέρηση των φορολογικών εσόδων των κρατών μελών. Παρέχει επίσης στους χρήστες κρυπτοστοιχείων πλεονέκτημα έναντι όσων δεν επενδύουν σε κρυπτοστοιχεία. Εάν δεν αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο κανονιστικό κενό, δεν μπορεί να διασφαλιστεί ο στόχος της δίκαιης φορολόγησης. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτές οι ανησυχίες, η Επιτροπή υπέβαλε την παρούσα πρόταση, η οποία βασίζεται στο πλαίσιο αναφοράς κρυπτοστοιχείων του ΟΟΣΑ. Το εν λόγω πλαίσιο καθορίζει τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας, τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και άλλους κανόνες για τους δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Η κύρια διαφορά μεταξύ της πρότασης και του πλαισίου αναφοράς κρυπτοστοιχείων του ΟΟΣΑ είναι ότι οι φορείς παροχής υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που δραστηριοποιούνται στην αγορά της ΕΕ ρυθμίζονται από τον κανονισμό XXX.

Η καλή λειτουργία και ο συντονισμός της υποβολής στοιχείων και της ανταλλαγής πληροφοριών είναι περαιτέρω αναγκαία προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Αυτό επιτείνει την ανάγκη και τονίζει τη σημασία της θέσπισης διατάξεων που θα διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αφορούν τόσο την κατοχή όσο και τις συναλλαγές κρυπτοστοιχείων υποβάλλονται και ανταλλάσσονται μεταξύ των κρατών μελών.

Η παρούσα πρόταση προβλέπει επίσης την ενίσχυση των υφιστάμενων διατάξεων της οδηγίας ώστε να αποτυπώνονται οι εξελίξεις που παρατηρούνται στην εσωτερική αγορά και σε διεθνές επίπεδο. Θα πρέπει να οδηγήσει σε αποτελεσματική υποβολή στοιχείων και ανταλλαγή πληροφοριών, μεταξύ άλλων αντικατοπτρίζοντας τις τελευταίες προσθήκες στο κοινό πρότυπο αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της ενσωμάτωσης των διατάξεων για το ηλεκτρονικό χρήμα και τα ψηφιακά νομίσματα κεντρικής τράπεζας, παρέχοντας ένα σαφές και εναρμονισμένο πλαίσιο για μέτρα συμμόρφωσης ή επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής των διασυνοριακών αποφάσεων σε φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία.

Συνέπεια με τις ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Αντικείμενο της προτεινόμενης νομικής πράξης είναι η ευρεία πολιτική προτεραιότητα για διαφάνεια στη φορολογία, η οποία αποτελεί προαπαιτούμενο για την αποτελεσματική καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.

Η οδηγία σχετικά με τη διοικητική συνεργασία που παρέχει το πλαίσιο διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στον τομέα της φορολογίας τροποποιήθηκε αρκετές φορές με τις ακόλουθες πρωτοβουλίες:

Οδηγία 2014/107/ΕΕ του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2014 12 (ΟΔΣ2), όσον αφορά την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών μεταξύ των κρατών μελών με βάση το Κοινό Πρότυπο Αναφοράς (ΚΠΑ) του ΟΟΣΑ, το οποίο προβλέπει την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών τους οποίους κατέχουν πρόσωπα με φορολογική κατοικία στην αλλοδαπή.

Οδηγία (ΕΕ) 2015/2376 του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2015 13 (ΟΔΣ3), όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών για εκ των προτέρων διασυνοριακές φορολογικές αποφάσεις·

Οδηγία (ΕΕ) 2016/881 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2016 14 (ΟΔΣ4), όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της παροχής στοιχείων ανά χώρα μεταξύ των φορολογικών αρχών.

Οδηγία (ΕΕ) 2016/2258 του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2016 15 (ΟΔΣ5), όσον αφορά την πρόσβαση των φορολογικών αρχών σε πληροφορίες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Οδηγία (ΕΕ) 2018/822 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2018 16 (ΟΔΣ6), όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας σχετικά με δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις. και

Οδηγία (ΕΕ) 2021/514 του Συμβουλίου 17 της 22ας Μαρτίου 2021 (ΟΔΣ7), για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας όσον αφορά πωλητές σε ψηφιακές πλατφόρμες.

Συνέπεια με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Οι υφιστάμενες διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τη διοικητική συνεργασία αλληλεπιδρούν με τον γενικό κανονισμό για την προστασία δεδομένων 18 (ΓΚΠΔ) σε διάφορες περιπτώσεις όπου τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν σημασία. Ταυτόχρονα, η οδηγία περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις και εγγυήσεις για την προστασία δεδομένων. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις θα συνεχίσουν να ακολουθούν και να σέβονται τις εν λόγω εγγυήσεις. Τα σχετικά μέτρα ΤΠ και τα διαδικαστικά μέτρα διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προστατεύονται σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ. Η ανταλλαγή δεδομένων θα περνά μέσα από ένα ασφαλές ηλεκτρονικό σύστημα που κρυπτογραφεί και αποκρυπτογραφεί τα δεδομένα και, σε κάθε φορολογική διοίκηση, μόνον οι εξουσιοδοτημένοι εθνικοί υπάλληλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες. Ως από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η αποθήκευση των δεδομένων συμμορφώνεται με τα μέτρα ασφάλειας και τις προθεσμίες που απαιτούνται από τον ΓΚΠΔ.

Η Επιτροπή δραστηριοποιείται σε διάφορους τομείς πολιτικής που σχετίζονται με την αγορά κρυπτοστοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και των φορέων εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που καλύπτονται από την προτεινόμενη πρωτοβουλία. Η προτεινόμενη πρωτοβουλία δεν επηρεάζει άλλα έργα της Επιτροπής που βρίσκονται ταυτόχρονα σε εξέλιξη, καθώς στοχεύει ειδικά στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων ζητημάτων σχετικών με τη φορολογία. Η πρόταση βασίζεται στις διατάξεις του κανονισμού για την αγορά κρυπτοστοιχείων (κανονισμός XXX) και του κανονισμού για τις μεταφορές χρηματικών ποσών, ιδίως όσον αφορά τη χρήση των ορισμών που περιέχονται στις εν λόγω πράξεις της ΕΕ και τη χρήση των απαιτήσεων αδειοδότησης του πρώτου κανονισμού. Ο κανονισμός για τις μεταφορές χρηματικών ποσών διασφαλίζει ένα ορισμένο επίπεδο δέουσας επιμέλειας που διενεργείται από υπόχρεες οντότητες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, αλλά δεν προβλέπει την υποβολή στοιχείων και την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών με τα λεπτομερή στοιχεία που απαιτούνται για σκοπούς άμεσης φορολογίας.

2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

Νομική βάση

Η νομική βάση για νομοθετικές πρωτοβουλίες στον τομέα της άμεσης φορολογίας είναι το άρθρο 115 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Μολονότι δεν περιέχει ρητή αναφορά στην άμεση φορολογία, το άρθρο 115 αναφέρεται σε οδηγίες για την προσέγγιση των εθνικών δικαίων, οι οποίες έχουν άμεση επίπτωση στην εγκαθίδρυση ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Για να ικανοποιηθεί η συγκεκριμένη προϋπόθεση, είναι αναγκαίο η προτεινόμενη νομοθεσία της ΕΕ στον τομέα της άμεσης φορολογίας να αποσκοπεί στην αποκατάσταση των υφιστάμενων ασυνεπειών στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται βάσει της οδηγίας σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν στον τομέα του ΦΠΑ και άλλων έμμεσων φόρων, το άρθρο 113 της ΣΛΕΕ αναφέρεται επίσης ως νομική βάση.

Καθώς η προτεινόμενη πρωτοβουλία τροποποιεί την οδηγία, αυτό συνεπάγεται ότι η νομική βάση παραμένει η ίδια. Πράγματι, οι προτεινόμενοι κανόνες που αποσκοπούν στη βελτίωση του υφιστάμενου πλαισίου όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών και τη διοικητική συνεργασία δεν αποκλίνουν από το αντικείμενο της οδηγίας. Πιο συγκεκριμένα, οι προβλεπόμενες τροποποιήσεις θα παράσχουν σαφές και εναρμονισμένο πλαίσιο για μέτρα συμμόρφωσης, θα ενσωματώσουν διατάξεις για το ηλεκτρονικό χρήμα στο υφιστάμενο πλαίσιο και θα διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής των διασυνοριακών αποφάσεων σε φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία. Η συνεπής εφαρμογή αυτών των διατάξεων μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών.

Εκτός από το υφιστάμενο πλαίσιο, η πρόταση παρουσιάζει κανόνες για την υποβολή στοιχείων από τους δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων ως απάντηση σε προβλήματα στον τομέα της φορολογίας που προκύπτουν από τη χρήση κρυπτοστοιχείων για επενδύσεις ή ως μέσο ανταλλαγής. Οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων επιτρέπουν στους χρήστες κρυπτοστοιχείων να κάνουν χρήση των υπηρεσιών τους, ενώ ενδέχεται να μη δηλώνουν τα εισοδήματα που αποκτούν στο κράτος μέλος της κατοικίας τους. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη πλήττονται από αδήλωτα εισοδήματα και απώλεια φορολογικών εσόδων. Μια τέτοια κατάσταση δημιουργεί επίσης συνθήκες αθέμιτου φορολογικού ανταγωνισμού έναντι προσώπων ή επιχειρήσεων που δεν επενδύουν σε κρυπτοστοιχεία, γεγονός που στρεβλώνει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Προκύπτει, επομένως, ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την υιοθέτηση ενιαίας προσέγγισης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 115 της ΣΛΕΕ.

Επικουρικότητα (σε περίπτωση μη αποκλειστικής αρμοδιότητας)

Η πρόταση τηρεί πλήρως την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της ΣΛΕΕ. Αφορά τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας. Αυτό περιλαμβάνει ορισμένες αλλαγές στους κανόνες για τη βελτίωση της λειτουργίας των υφιστάμενων διατάξεων που αφορούν τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ φορολογικών διοικήσεων σε όλα τα κράτη μέλη. Η πρόταση περιλαμβάνει επίσης την επέκταση του πεδίου της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών στους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και στους φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων, με την επιβολή της υποχρέωσης σε αυτούς να δηλώνουν το εισόδημα που αποκτούν οι χρήστες κρυπτοστοιχείων.

Οι φορολογικές αρχές δεν διαθέτουν πληροφορίες για την παρακολούθηση των εσόδων που αποκτώνται με τη χρήση κρυπτοστοιχείων και των πιθανών φορολογικών συνεπειών. Με άλλα λόγια, οι φορολογικές διοικήσεις δεν έχουν στη διάθεσή τους πληροφορίες σχετικά με τα κρυπτοστοιχεία, μολονότι η αγορά κρυπτοστοιχείων έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία τα τελευταία χρόνια.

Τα περισσότερα κράτη μέλη διαθέτουν ήδη νομοθεσία ή τουλάχιστον διοικητική καθοδήγηση για τη φορολόγηση του εισοδήματος που αποκτάται μέσω επενδύσεων σε κρυπτοστοιχεία. Ωστόσο, συχνά δεν διαθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες που θα τους επέτρεπαν να το φορολογήσουν.

Η ασφάλεια δικαίου και η σαφήνεια μπορούν να διασφαλιστούν μόνο με την αντιμετώπιση των εθνικών ελλείψεων μέσω ενός ενιαίου συνόλου κανόνων που θα ισχύουν για όλα τα κράτη μέλη. Η εσωτερική αγορά έχει ανάγκη από έναν άρτιο μηχανισμό αντιμετώπισης των εν λόγω νομοθετικών κενών με ομοιόμορφο τρόπο και αποκατάστασης των υφιστάμενων στρεβλώσεων μέσω της διασφάλισης της έγκαιρης και προσήκουσας πληροφόρησης των φορολογικών αρχών. Ένα εναρμονισμένο πλαίσιο σε ολόκληρη την ΕΕ για την υποβολή στοιχείων φαίνεται απαραίτητο ενόψει της διαδεδομένης διασυνοριακής διάστασης των υπηρεσιών που παρέχονται από τους δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Δεδομένου ότι με την υποχρέωση υποβολής στοιχείων όσον αφορά το εισόδημα που αποκτάται μέσω των επενδύσεων σε κρυπτοστοιχεία επιδιώκεται ουσιαστικά η ενημέρωση των φορολογικών αρχών για την ύπαρξη διασυνοριακών συναλλαγών κρυπτοστοιχείων, είναι αναγκαίο να αναληφθεί δράση σε επίπεδο ΕΕ για την εφαρμογή μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, προκειμένου να διασφαλιστεί η υιοθέτηση ομοιόμορφης προσέγγισης όσον αφορά την αντιμετώπιση του προβλήματος που έχει διαπιστωθεί.

Ως εκ τούτου, η ΕΕ είναι σε καλύτερη θέση από ό,τι τα μεμονωμένα κράτη μέλη για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που εντοπίστηκαν και να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα και την πληρότητα του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών και διοικητικής συνεργασίας. Πρώτον, η προτεινόμενη οδηγία θα διασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων σε ολόκληρη την ΕΕ. Δεύτερον, όλοι οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που καλύπτονται θα υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις υποβολής στοιχείων. Τρίτον, η υποβολή στοιχείων θα συνοδεύεται από την ανταλλαγή πληροφοριών και, ως εκ τούτου, θα δώσει στις φορολογικές διοικήσεις τη δυνατότητα να λαμβάνουν ολοκληρωμένο σύνολο πληροφοριών σχετικά με το εισόδημα που αποκτάται μέσω επενδύσεων σε κρυπτοστοιχεία.

Αναλογικότητα

Η πρόταση συνίσταται στη βελτίωση των υφιστάμενων διατάξεων της οδηγίας σχετικά με τη διοικητική συνεργασία και επεκτείνει το πεδίο των αυτόματων ανταλλαγών σε ορισμένες συγκεκριμένες πληροφορίες που υποβάλλονται από τους δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Οι βελτιώσεις δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου της ανταλλαγής πληροφοριών και, γενικότερα, της διοικητικής συνεργασίας. Δεδομένου ότι οι στρεβλώσεις που έχουν διαπιστωθεί στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εκτείνονται συνήθως πέραν των συνόρων ενός μόνο κράτους μέλους, οι κοινοί κανόνες της ΕΕ συνιστούν το ελάχιστο απαιτούμενο μέτρο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Έτσι, οι προτεινόμενοι κανόνες συμβάλλουν στη σαφέστερη, συνεπέστερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή της οδηγίας, οδηγώντας σε καλύτερους τρόπους επίτευξης των στόχων της. Η προβλεπόμενη υποχρέωση των δηλούντων παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων να δηλώνουν το εισόδημα που αποκτούν οι χρήστες τους προσφέρει επίσης μια πρόσφορη λύση κατά της φοροδιαφυγής μέσω της χρήσης μηχανισμών για την ανταλλαγή πληροφοριών που έχουν ήδη δοκιμαστεί για την ΟΔΣ3 και την ΟΔΣ6. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η προτεινόμενη πρωτοβουλία αποτελεί αναλογική απάντηση στα κενά που διαπιστώθηκαν στην οδηγία και αποσκοπεί παράλληλα στην αντιμετώπιση του προβλήματος της φοροδιαφυγής.

Επιλογή της νομικής πράξης

Η νομική βάση της παρούσας πρότασης είναι διπλή: τα άρθρα 113 και 115 της ΣΛΕΕ που ορίζουν ρητά ότι η θέσπιση νομοθεσίας στον συγκεκριμένο τομέα είναι δυνατή μόνο με τον νομικό τύπο της οδηγίας. Δεν επιτρέπεται, επομένως, να χρησιμοποιηθεί κανένα άλλο είδος ενωσιακής νομικής πράξης για τη θέσπιση δεσμευτικών κανόνων στον τομέα της φορολογίας. Επιπλέον, η προτεινόμενη οδηγία είναι η έβδομη τροποποίηση της οδηγίας σε συνέχεια των οδηγιών 2014/107/ΕΕ, (ΕΕ) 2015/2376, (ΕΕ) 2016/881, (ΕΕ) 2016/2258, (ΕΕ) 2018/822 και (ΕΕ) 2021/514 του Συμβουλίου.

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Εκ των υστέρων αξιολογήσεις / έλεγχοι καταλληλότητας της ισχύουσας νομοθεσίας

Το 2021 το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθεί την εφαρμογή και τις επιδόσεις του συστήματος ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών που προβλέπεται στην οδηγία 2011/16/ΕΕ, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τις ανταλλασσόμενες πληροφορίες.

Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 19 αξιολόγησε την εφαρμογή των υποχρεώσεων ανταλλαγής πληροφοριών βάσει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ και των μεταγενέστερων τροποποιήσεών της, οι οποίες αποσκοπούν στην καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής μέσω της διευκόλυνσης της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τη φορολογία.

Το συμπέρασμα στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ότι, συνολικά, το σύστημα είναι καλά εδραιωμένο, αλλά χρειάζονται βελτιώσεις σε σχέση με την παρακολούθηση, τη διασφάλιση της ποιότητας των δεδομένων και τη χρήση των λαμβανόμενων πληροφοριών. Στο ψήφισμά του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναφέρει ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται είναι χαμηλής ποιότητας και ότι η παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος είναι περιορισμένη. Επισημάνθηκε επίσης ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει κοινό ενωσιακό πλαίσιο για την παρακολούθηση των επιδόσεων και των επιτευγμάτων του συστήματος και λίγα μόνο κράτη μέλη διενεργούν συστηματικά ελέγχους όσον αφορά την ποιότητα των δεδομένων που ανταλλάσσονται. Τέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τάχθηκε υπέρ της θέσπισης νέας νομοθεσίας για την ενίσχυση και την περαιτέρω βελτίωση της οδηγίας 20 , διασφαλίζοντας παράλληλα την πλήρη εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων και προτύπων, μεταξύ άλλων και στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Με βάση αυτές τις δύο εκθέσεις, η παρούσα νομοθετική πρόταση παρουσιάζει ένα σύνολο συγκεκριμένων πρωτοβουλιών για τη βελτίωση της λειτουργίας της διοικητικής συνεργασίας.

Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Στις 10 Μαρτίου 2021, η Επιτροπή ξεκίνησε δημόσια διαβούλευση για να συγκεντρώσει απόψεις σχετικά με την ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ για την ενίσχυση του πλαισίου ανταλλαγής πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας. Τέθηκαν διάφορες ερωτήσεις και οι ενδιαφερόμενοι φορείς διατύπωσαν επικουρικές παρατηρήσεις σε συνολικά 33 απαντήσεις.

Επιπλέον, στις 23 Μαρτίου 2021, η Επιτροπή διεξήγαγε στοχοθετημένη διαβούλευση με τον επιχειρηματικό τομέα, διοργανώνοντας συνάντηση με διάφορους εκπροσώπους παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και ηλεκτρονικού χρήματος και εκπροσώπους ενώσεων ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων. Υπήρξε συναίνεση μεταξύ των εκπροσώπων σχετικά με τα οφέλη της ύπαρξης τυποποιημένου νομικού πλαισίου της ΕΕ για τη συλλογή πληροφοριών από δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, σε σύγκριση με διαφορετικούς εθνικούς κανόνες υποβολής στοιχείων. Επιπλέον, οι εκπρόσωποι υποστήριξαν μια λύση παρόμοια με την ΟΔΣ2, η οποία θα επέτρεπε την υποβολή των πληροφοριών μόνο στη φορολογική διοίκηση ενός κράτους μέλους στο οποίο ο δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων έχει λάβει άδεια λειτουργίας / είναι κάτοικος / έχει καταχωριστεί.

Όσον αφορά τα κράτη μέλη, ζητήθηκε η γνώμη τους μέσω ερωτηματολογίου και ειδικών συνεδριάσεων. Στις 13 Νοεμβρίου 2020 και στις 24 Μαρτίου 2021, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διοργάνωσαν συνεδρίαση της ομάδας εργασίας IV στην οποία τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να συζητήσουν πιθανή πρόταση τροποποίησης της οδηγίας. Η συνάντηση επικεντρώθηκε στην υποβολή στοιχείων και στην ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με το εισόδημα που αποκτάται μέσω των επενδύσεων σε κρυπτοστοιχεία.

Συνολικά, καταγράφηκε ευρεία υποστήριξη για μια πιθανή πρωτοβουλία της ΕΕ για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με το εισόδημα που αποκτούν οι χρήστες κρυπτοστοιχείων μέσω των δηλούντων παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Τα περισσότερα κράτη μέλη υποστήριξαν την εναρμόνιση του πεδίου εφαρμογής με το έργο που επιτελείται σε επίπεδο ΟΟΣΑ.

Γενικά, τόσο οι δημόσιες όσο και οι στοχοθετημένες διαβουλεύσεις φαίνεται να συγκλίνουν όσον αφορά τις προκλήσεις που θα πρέπει να επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν οι νέοι κανόνες που απευθύνονται στους δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων: την έλλειψη υποβολής στοιχείων για κατοχή κρυπτοστοιχείων και συναλλαγές που αφορούν κρυπτοστοιχεία· και την ανάγκη να αποσαφηνιστεί η συμπερίληψη των προϊόντων ηλεκτρονικού χρήματος στο πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών.

Εκτίμηση επιπτώσεων

Η Επιτροπή διεξήγαγε εκτίμηση επιπτώσεων των συναφών επιλογών πολιτικής. Η εκτίμηση επιπτώσεων έλαβε τη θετική γνώμη της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου στις 12 Νοεμβρίου 2021 [SEC(2022) 438]. Η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου εξέδωσε θετική γνώμη με επιφυλάξεις, διατυπώνοντας ορισμένες συστάσεις για βελτιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη στην τελική έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων [SWD(2022) 401]. Η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου σχολίασε τις πιθανές βελτιώσεις όσον αφορά την περιγραφή του πεδίου εφαρμογής της πρωτοβουλίας και όλες τις διαθέσιμες και εφικτές επιλογές πολιτικής, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η εκτίμηση επιπτώσεων αναδιατυπώθηκε προκειμένου να καθοριστεί καλύτερα το πεδίο εφαρμογής της πρωτοβουλίας και να αναλυθούν περαιτέρω οι διάφορες επιλογές πολιτικής, με συνεκτίμηση της δυνητικής εξαίρεσης των παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων με βάση το μέγεθός τους.

Διάφορες επιλογές πολιτικής αξιολογήθηκαν συγκριτικά προς το βασικό σενάριο με βάση τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της συνοχής. Στο υψηλότερο επίπεδο ανάλυσης, απαιτείται επιλογή μεταξύ του status quo ή του βασικού σεναρίου και ενός σεναρίου στο οποίο η Επιτροπή θα ενεργεί είτε με μη ρυθμιστικό είτε με ρυθμιστικό τρόπο. Η μη ρυθμιστική δράση συνίσταται στην έκδοση σύστασης. Οι ρυθμιστικές επιλογές συνίστανται σε νομοθετική πρωτοβουλία για την τροποποίηση συγκεκριμένων στοιχείων του υφιστάμενου πλαισίου διοικητικής συνεργασίας.

Οι διάφορες επιλογές πολιτικής περιστρέφονταν γύρω από την αλληλεπίδραση των διαφόρων μορφών υποβολής στοιχείων (δηλ. ανά συναλλαγή, συγκεντρωτική ή υβριδική) και τη δυνατότητα καθορισμού ορίου με βάση το μέγεθος (κύκλο εργασιών) των επιχειρήσεων. Η προτιμώμενη επιλογή είναι εκείνη για την οποία υπάρχει υβριδική υποβολή στοιχείων, στο πλαίσιο της οποίας οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων υποβάλλουν συγκεντρωτικές πληροφορίες ανά είδος κρυπτοστοιχείου και ανά είδος συναλλαγής· μ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι οι φορολογικές αρχές μπορούν να διαχειρίζονται τον όγκο των πληροφοριών που λαμβάνονται για τη διενέργεια των αναγκαίων αναλύσεων κινδύνου. Η προτιμώμενη επιλογή δεν περιλαμβάνει κανένα όριο με βάση το μέγεθος των δηλούντων παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, καθώς ενδέχεται να δημιουργήσει κενά.

Όσον αφορά τους δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, η εκτίμηση επιπτώσεων δείχνει ότι η ρυθμιστική δράση σε επίπεδο ΕΕ είναι η καταλληλότερη επιλογή για την υλοποίηση της προσδιορισθείσας πολιτικής. Το status quo ή το βασικό σενάριο αποδείχθηκε ότι είναι η λιγότερο αποτελεσματική, αποδοτική ή συνεκτική επιλογή. Σε αντίθεση με το βασικό σενάριο, ένα υποχρεωτικό κοινό πρότυπο της ΕΕ διασφαλίζει ότι όλες οι φορολογικές διοικήσεις της ΕΕ έχουν πρόσβαση στον ίδιο τύπο δεδομένων. Με άλλα λόγια, η ρυθμιστική δράση της ΕΕ δίνει σε όλες τις φορολογικές αρχές πρόσβαση επί ίσοις όροις σε πληροφορίες που συλλέγονται για προσδιορισμένο φορολογικό σκοπό. Αυτό προβλέπει επίσης την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σε επίπεδο ΕΕ βάσει κοινών προτύπων και προδιαγραφών. Αφού εφαρμοστεί, είναι το μόνο σενάριο στο οποίο οι φορολογικές αρχές του κράτους μέλους ενός χρήστη κρυπτοστοιχείων μπορούν να επαληθεύσουν ότι ο χρήστης έχει δηλώσει με ακρίβεια τα κεφαλαιακά κέρδη που αποκόμισε μέσω των επενδύσεων σε κρυπτοστοιχεία, χωρίς να χρειάζονται ειδικά, χρονοβόρα αιτήματα και ερωτήσεις. Επιπλέον, ένα υποχρεωτικό κοινό πρότυπο υποβολής στοιχείων της ΕΕ διασφαλίζει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων δεν έχουν να αντιμετωπίσουν κατακερματισμένες εθνικές λύσεις όσον αφορά τις υποχρεώσεις παροχής φορολογικών στοιχείων.

Οικονομικές επιπτώσεις

Οφέλη

Η υποχρέωση δήλωσης του εισοδήματος που έχει αποκτηθεί μέσω επενδύσεων σε κρυπτοστοιχεία και η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών θα βοηθήσει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν πλήρες σύνολο πληροφοριών προκειμένου να εισπράττουν τα οφειλόμενα φορολογικά έσοδα. Βάσει εκτιμήσεων, τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα θα μπορούσαν να ανέλθουν σε 2,4 δισ. EUR. Οι κοινοί κανόνες υποβολής στοιχείων θα συμβάλουν επίσης στη δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων κρυπτοστοιχείων. Η διαφάνεια όσον αφορά το εισόδημα που αποκτούν οι επενδυτές κρυπτοστοιχείων θα βελτιώσει τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού με πιο παραδοσιακά περιουσιακά στοιχεία.

Η ύπαρξη ενιαίου υποχρεωτικού μέσου της ΕΕ θα μπορούσε επίσης να έχει θετικό κοινωνικό αντίκτυπο και να συμβάλει στη διαμόρφωση θετικής εικόνας όσον αφορά τη φορολογική δικαιοσύνη και τη δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ των φορολογουμένων. Θεωρείται ότι όσο ευρύτερο είναι το πεδίο εφαρμογής των κανόνων τόσο πιο ισχυρή είναι η αντίληψη ότι υπάρχει φορολογική δικαιοσύνη, δεδομένου ότι υπάρχουν ζητήματα ανεπαρκούς υποβολής στοιχείων σε όλα τα είδη δραστηριοτήτων. Το ίδιο σκεπτικό ισχύει και για τα οφέλη όσον αφορά τη δίκαιη κατανομή των βαρών: όσο ευρύτερο είναι το πεδίο εφαρμογής της πρωτοβουλίας, τόσο καλύτερα μπορούν τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την αποτελεσματική είσπραξη των οφειλόμενων φόρων. Τα φορολογικά οφέλη της δράσης της ΕΕ είναι πολύ μεγαλύτερα όταν η υποχρέωση υποβολής στοιχείων έχει ευρύ πεδίο εφαρμογής.

Δαπάνες

Το εφάπαξ κόστος που προκύπτει για την εφαρμογή και την αυτόματη υποβολή στοιχείων σε επίπεδο ΕΕ εκτιμάται σε περίπου 300 εκατ. EUR για το σύνολο των δηλούντων παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και φορολογικών διοικήσεων, με επαναλαμβανόμενο κόστος περίπου 25 εκατ. EUR ετησίως. Το εφάπαξ και το επαναλαμβανόμενο κόστος οφείλεται κυρίως στην ανάπτυξη και τη λειτουργία συστημάτων ΤΠ. Οι φορολογικές διοικήσεις θα επιβαρύνονται επίσης με τα έξοδα εκτέλεσης. Για λόγους αποδοτικότητας των δαπανών, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να καταστήσουν δυνατή την ψηφιακή υποβολή στοιχείων και να διασφαλίζουν, στο μέτρο του δυνατού, τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων, μεταξύ άλλων σε επίπεδο δεδομένων, μεταξύ των δηλούντων παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και των φορολογικών διοικήσεων.

Καταλληλότητα και απλούστευση του κανονιστικού πλαισίου

Η πρόταση αποσκοπεί στην ελαχιστοποίηση της κανονιστικής επιβάρυνσης για τους δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, τους φορολογουμένους και τις φορολογικές διοικήσεις. Σύμφωνα με τον κανόνα βάσει του οποίου για κάθε θέσπιση υπάρχει μία κατάργηση, οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων θα επωφελούνται από ομοιογενείς απαιτήσεις υποβολής στοιχείων σε ολόκληρη την ΕΕ, αντί να έχουν πολλαπλά πρότυπα σε κάθε κράτος μέλος. Η προτιμώμενη πολιτική απόκριση αποτελεί αναλογική απάντηση στο πρόβλημα που έχει διαπιστωθεί, καθώς δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου των Συνθηκών περί εύρυθμα λειτουργούσας εσωτερικής αγοράς χωρίς στρεβλώσεις. Πράγματι, οι κοινοί κανόνες θα περιοριστούν στη δημιουργία του ελάχιστου αναγκαίου κοινού πλαισίου για τη δήλωση του εισοδήματος που αποκτάται μέσω επενδύσεων σε κρυπτοστοιχεία. Παραδείγματος χάρη: i) οι κανόνες διασφαλίζουν ότι δεν γίνεται διπλή υποβολή στοιχείων (δηλ. υπάρχει ένα ενιαίο σημείο υποβολής στοιχείων)· ii) η αυτόματη ανταλλαγή περιορίζεται στα σχετικά κράτη μέλη· και iii) η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα παραμείνει υπό τον κυρίαρχο έλεγχο των κρατών μελών. Επιπλέον, η εναρμόνιση δεν υπερβαίνει τη διασφάλιση της ενημέρωσης των αρμόδιων αρχών όσον αφορά το αποκτηθέν εισόδημα. Στη συνέχεια, εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν σχετικά με τον οφειλόμενο φόρο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Θεμελιώδη δικαιώματα

Η παρούσα προτεινόμενη οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζει ιδίως ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, το σύνολο των στοιχείων δεδομένων που διαβιβάζονται στις φορολογικές διοικήσεις καθορίζεται έτσι ώστε να περιλαμβάνει μόνο τα ελάχιστα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την ανίχνευση περιπτώσεων μη συμμορφούμενης υποβολής στοιχείων ή μη υποβολής στοιχείων, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον ΓΚΠΔ, ιδίως την αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων.

4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Βλ. νομοθετικό δημοσιονομικό δελτίο.

5.ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Με την πρόταση διατυπώνονται αλλαγές στις υφιστάμενες διατάξεις σχετικά με τις ανταλλαγές πληροφοριών και τη διοικητική συνεργασία. Επεκτείνεται επίσης το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας στην αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις πληροφορίες που υποβάλλουν οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Οι κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας, τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και άλλους κανόνες που ισχύουν για τους δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων βασίζονται στο πλαίσιο αναφοράς κρυπτοστοιχείων του ΟΟΣΑ.

i) Αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών

Κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου

Το άρθρο 8 παράγραφος 1 καθορίζει τις κατηγορίες εισοδήματος που υπόκεινται σε υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών. Το εισόδημα από μερίσματα εκτός θεματοφυλακής προστίθεται στις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που αποτελούν ήδη αντικείμενο ανταλλαγής πληροφοριών. Μια τροποποίηση θα υποχρεώνει επίσης τα κράτη μέλη να ανταλλάσσουν με άλλα κράτη μέλη όλες τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες για όλες τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου 21 όσον αφορά τις φορολογικές περιόδους που αρχίζουν τον Ιανουάριο του 2026 ή μεταγενέστερα, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3.

Εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις για φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία

Το άρθρο 8α θεσπίζει κανόνες για την αυτόματη ανταλλαγή των εκ των προτέρων διασυνοριακών αποφάσεων και των εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης για άλλα πρόσωπα πλην των φυσικών. Η εν λόγω διάταξη επεκτείνεται σε φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία που κατέχουν τουλάχιστον 1 000 000 EUR σε χρηματοοικονομικά ή επενδύσιμα περιουσιακά στοιχεία ή στοιχεία υπό διαχείριση, εξαιρουμένης της κύριας ιδιωτικής κατοικίας τους. Η τροποποίηση θα υποχρεώσει τα κράτη μέλη να ανταλλάξουν με άλλα κράτη μέλη πληροφορίες για τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις για φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία με ημερομηνία έκδοσης, τροποποίησης ή ανανέωσης μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2020 και 31ης Δεκεμβρίου 2025, ενώ αυτή η κοινοποίηση θα πραγματοποιηθεί υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2026.

Πληροφορίες που υποβάλλονται από δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων

Το άρθρο 8αδ ορίζει το πεδίο και τους όρους για την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών που θα υποβάλλονται από τους δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων στις αρμόδιες αρχές. Λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρώνουν οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων καθορίζονται στο παράρτημα VI, το οποίο εισάγεται με το παράρτημα III. Ως πρώτο βήμα, οι κανόνες προβλέπουν την υποχρέωση του δηλούντος παρόχου υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων να συλλέγει και να επαληθεύει τις πληροφορίες σύμφωνα με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται στην πρόταση. Δεύτερον, οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων πρέπει να αναφέρουν στην οικεία αρμόδια αρχή πληροφορίες σχετικά με τους χρήστες κρυπτοστοιχείων, δηλαδή εκείνους που χρησιμοποιούν τον πάροχο υπηρεσιών για τη διαπραγμάτευση και την ανταλλαγή των κρυπτοστοιχείων τους. Το τρίτο βήμα αφορά την κοινοποίηση των υποβληθεισών πληροφοριών από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που έχει λάβει τις πληροφορίες από τον δηλούντα πάροχο υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων στην αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί ο δηλωτέος χρήστης κρυπτοστοιχείων.

Πεδίο εφαρμογής 

Το παράρτημα V τμήμα IV παραθέτει ορισμούς που καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής των κανόνων υποβολής στοιχείων.

Ποιος φέρει το βάρος της υποβολής στοιχείων;

Οι κανόνες περιλαμβάνουν ορισμούς για το τι νοείται ως πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, φορέας εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων και δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων.

Πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων είναι κάθε νομικό πρόσωπο ή επιχείρηση που έχει ως επάγγελμα ή επιχειρηματική δραστηριότητα την παροχή μίας ή περισσότερων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων σε τρίτους σε επαγγελματική βάση και που έχει λάβει άδεια σε κράτος μέλος να παρέχει υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων σύμφωνα με τον κανονισμό XXX. Αυτός ο όρος συνδέεται με τον κανονισμό XXX για τη διατήρηση ενός συνεπούς ορισμού. Επιπλέον, οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων επιτρέπεται να ασκούν δραστηριότητες στην ΕΕ μέσω του μηχανισμού διαβατηρίου και καταχωρίζονται σε μητρώο που τηρεί η ESMA.

Φορέας εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, νομικό πρόσωπο ή επιχείρηση που έχει ως επάγγελμα ή επιχειρηματική δραστηριότητα την παροχή μίας ή περισσότερων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων σε τρίτους σε επαγγελματική βάση αλλά δεν καλύπτεται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού XXX.

Δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων είναι κάθε πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και κάθε φορέας εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που παρέχει μία ή περισσότερες υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων που επιτρέπουν στους δηλωτέους χρήστες να ολοκληρώσουν συναλλαγή ανταλλαγής.

Ο ορισμός του δηλούντος παρόχου υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων περιλαμβάνει τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων όπως ορίζονται στον κανονισμό XXX και τους φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού XXX (π.χ. φορέας εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων με «μη προσελκυσθέντες» χρήστες κρυπτοστοιχείων που είναι κάτοικοι της ΕΕ, φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που εμπορεύονται μη αντικαταστατές μάρκες κ.λπ.) και συνεπώς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας βάσει του εν λόγω κανονισμού.

Οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων λαμβάνουν άδεια δυνάμει του κανονισμού XXX στο κράτος μέλος της νομικής οντότητας και συνεπώς υποβάλλουν στοιχεία στο εν λόγω κράτος μέλος. Λαμβάνεται υπόψη ότι, για να καλυφθούν οι φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων, η πρόταση προβλέπει στο άρθρο 8αδ παράγραφος 7 υποχρεώσεις για μοναδική καταχώριση σε ένα κράτος μέλος της επιλογής τους. Η υποβολή στοιχείων θα πραγματοποιείται στο εν λόγω κράτος μέλος. Στο παράρτημα VI τμήμα V ενότητα ΣΤ καθορίζονται οι λεπτομέρειες της διαδικασίας καταχώρισης. Προκειμένου να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των προτεινόμενων κανόνων και συγκεκριμένα για την καταχώριση και την ταυτοποίηση των δηλούντων παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, το άρθρο 8αδ παράγραφος 11 εδάφιο 3 παρέχει στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για την έγκριση τυποποιημένου εντύπου. Οι εν λόγω αρμοδιότητες πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. 

Μόνον οι φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού XXX θα υποχρεούνται να καταχωρίζονται σε ένα κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 8αδ παράγραφος 12. Ένας πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που έχει ήδη λάβει άδεια εντός της ΕΕ, σύμφωνα με τον κανονισμό XXX, θα εξαιρείται από την απαίτηση μοναδικής καταχώρισης.

Δεδομένου ότι οι φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων μπορεί να μην είναι κάτοικοι της ΕΕ, η πρόταση προβλέπει την απαλλαγή από την υποχρέωση μοναδικής καταχώρισης και υποβολής στοιχείων, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, η οποία εξαρτάται από τον καθορισμό αντίστοιχων μηχανισμών υποβολής στοιχείων και ανταλλαγής πληροφοριών σε σχέση με δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης και κράτη μέλη. Ο εν λόγω μηχανισμός είναι παρόμοιος με αυτόν που περιλαμβάνεται στην οδηγία 2021/514 (ΟΔΣ7) και έχει τον ίδιο σκοπό να διασφαλίσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού και να αποτρέψει την άγρα ευνοϊκότερης δικαιοδοσίας από τους παρόχους υπηρεσιών.

Η οδηγία απαιτεί την υποβολή στοιχείων από τους φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον βαθμό που οι εν λόγω φορείς εκμετάλλευσης εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δηλωτέους χρήστες που κατοικούν στην Ένωση. Αυτό είναι απαραίτητο για την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ όλων των δηλούντων παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων και για την αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού.

Η υποχρέωση μοναδικής καταχώρισης και υποβολής στοιχείων για τους φορείς εκμετάλλευσης εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αρθεί, σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν κατάλληλες ρυθμίσεις, ώστε να διασφαλίζεται η ανταλλαγή αντίστοιχων πληροφοριών μεταξύ δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης και κρατών μελών.

Αυτές οι κατάλληλες ρυθμίσεις θα καθοριστούν από την Επιτροπή σύμφωνα με τα κριτήρια και τις διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 8αδ. Όταν κρίνονται αντίστοιχες, η υποχρέωση καταχώρισης και υποβολής στοιχείων θα αίρεται και, ελλείψει τέτοιου προσδιορισμού, εξακολουθούν να ισχύουν οι υποχρεώσεις καταχώρισης και υποβολής στοιχείων, όπως προβλέπεται στην οδηγία.

Ποιες συναλλαγές είναι δηλωτέες;

Οι δηλωτέες συναλλαγές είναι συναλλαγές ανταλλαγής και μεταβιβάσεις δηλωτέων κρυπτοστοιχείων. Τόσο οι εγχώριες όσο και οι διασυνοριακές συναλλαγές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της πρότασης και ομαδοποιούνται ανά είδος δηλωτέων κρυπτοστοιχείων.

Ποιων προσώπων οι συναλλαγές είναι δηλωτέες;

Ο χρήστης κρυπτοστοιχείων είναι φυσικό πρόσωπο ή οντότητα που είναι πελάτης δηλούντος παρόχου υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων για τους σκοπούς της διενέργειας δηλωτέων συναλλαγών. Φυσικό πρόσωπο ή οντότητα, πλην χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή δηλούντος παρόχου υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, που ενεργεί ως χρήστης κρυπτοστοιχείων προς όφελος ή για λογαριασμό άλλου φυσικού προσώπου ή οντότητας ως αντιπρόσωπος, θεματοφύλακας, εντολοδόχος, υπογράφων, σύμβουλος επενδύσεων ή ενδιάμεσος δεν λογίζεται χρήστης κρυπτοστοιχείων και το εν λόγω άλλο φυσικό πρόσωπο ή οντότητα λογίζεται χρήστης κρυπτοστοιχείων.

Όταν ένας δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων διευκολύνει τις πληρωμές σε κρυπτοστοιχεία εξ ονόματος ή για λογαριασμό εμπόρου, ο πελάτης που είναι ο αντισυμβαλλόμενος του εμπόρου πρέπει να αντιμετωπίζεται ως χρήστης κρυπτοστοιχείων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων υποχρεούται να επαληθεύει την ταυτότητα του πελάτη σύμφωνα με τους εγχώριους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Δηλωτέος χρήστης είναι ο χρήστης κρυπτοστοιχείων που κατοικεί σε κράτος μέλος και είναι δηλωτέο πρόσωπο. Εξαιρούμενα πρόσωπα είναι: α) οντότητα, η μετοχή της οποίας αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών· β) οντότητα που είναι συνδεόμενη οντότητα οντότητας που περιγράφεται στο σημείο α)· γ) κρατική οντότητα· δ) διεθνής οργανισμός· ε) κεντρική τράπεζα· ή στ) χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εκτός από επενδυτική οντότητα που περιγράφεται στο τμήμα IV ενότητα Ε παράγραφος 5 στοιχείο β).

Μόνον οι συναλλαγές δηλωτέου χρήστη υπόκεινται σε υποχρέωση υποβολής στοιχείων.

Διαδικασίες δέουσας επιμέλειας

Οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων εφαρμόζουν διαδικασίες δέουσας επιμέλειας, όπως ορίζεται στο παράρτημα VI τμήμα ΙII, προκειμένου να προσδιορίσουν τους δηλωτέους χρήστες. Οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας εφαρμόζονται σε ιδιώτες χρήστες κρυπτοστοιχείων, καθώς και σε οντότητες-χρήστες κρυπτοστοιχείων που πρέπει να ταυτοποιούνται ως δηλωτέοι χρήστες. Η ταυτοποίηση των εν λόγω δηλωτέων χρηστών πραγματοποιείται μέσω αυτοπιστοποίησης που επιτρέπει στον δηλούντα πάροχο υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων να προσδιορίσει, για παράδειγμα, την κατοικία των χρηστών κρυπτοστοιχείων. Μέσω αυτής της διαδικασίας μπορεί να συγκεντρωθεί πρόσθετη τεκμηρίωση σύμφωνα με τις σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.

Στο τμήμα III ενότητα Α καθορίζονται οι συγκεκριμένες πληροφορίες που πρέπει να συλλέγει ένας δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων σχετικά με έναν ιδιώτη χρήστη κρυπτοστοιχείων.

Στο τμήμα III ενότητα Β καθορίζονται οι συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με οντότητα-χρήστη κρυπτοστοιχείων που πρέπει να συλλέγει ένας δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων για οντότητες-χρήστες κρυπτοστοιχείων. Για να προσδιοριστεί αν η οντότητα-χρήστης κρυπτοστοιχείων είναι δηλωτέος χρήστης ή οντότητα, εκτός από εξαιρούμενο πρόσωπο, με ένα ή περισσότερα ελέγχοντα πρόσωπα που είναι δηλωτέα πρόσωπα, εφαρμόζονται αυτές οι διαδικασίες.

Στο τμήμα III ενότητα Γ καθορίζονται οι κανόνες για τις απαιτήσεις αυτοπιστοποίησης για ιδιώτες χρήστες κρυπτοστοιχείων και οντότητες-χρήστες κρυπτοστοιχείων.

Στο τμήμα III ενότητα Δ καθορίζονται οι γενικές απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας.

Υποβολή στοιχείων στην αρμόδια αρχή από τον δηλούντα πάροχο υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων

Οι πληροφορίες, όπως συλλέγονται και επαληθεύονται, πρέπει να υποβάλλονται το αργότερο έως τις 31 Ιανουαρίου του έτους που έπεται του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης κατάλληλης περιόδου υποβολής στοιχείων της δηλωτέας συναλλαγής. Η υποβολή στοιχείων πραγματοποιείται μόνο σε ένα κράτος μέλος (δηλ. μοναδική καταχώριση στο κράτος μέλος επιλογής ή στο κράτος μέλος αδειοδότησης). Ο δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων πρέπει να υποβάλλει στοιχεία στο κράτος μέλος στο οποίο έχει λάβει άδεια βάσει του κανονισμού XXX. Ο δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που δεν έχει λάβει άδεια βάσει του κανονισμού ΧΧΧ πρέπει να υποβάλλει στοιχεία στο κράτος μέλος στο οποίο έχει καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 8αδ παράγραφος 11.

Σύμφωνα με το τροποποιημένο άρθρο 25 παράγραφος 3, ο δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων πρέπει να ενημερώνει κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο ότι οι πληροφορίες που αφορούν το εν λόγω πρόσωπο θα συλλέγονται και θα αναφέρονται στις αρμόδιες αρχές, όπως απαιτείται βάσει της παρούσας προτεινόμενης οδηγίας. Ο δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων πρέπει επίσης να παρέχει όλες τις πληροφορίες που οφείλουν να παρέχουν οι υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων βάσει του ΓΚΠΔ. Ο δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων πρέπει να παρέχει σε κάθε πρόσωπο όλες τις πληροφορίες και το αργότερο πριν από την υποβολή των πληροφοριών. Αυτό τελεί υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων βάσει του ΓΚΠΔ.

Αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών

Οι πληροφορίες που υποβάλλει ο δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων πρέπει να κοινοποιούνται στις αρμόδιες φορολογικές αρχές των κρατών μελών στα οποία ο δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων έχει τη φορολογική κατοικία του ή έχει λάβει την άδειά του ή όπου έχει καταχωριστεί, εντός 2 μηνών από το τέλος του ημερολογιακού έτους το οποίο αφορούν οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων που ισχύουν για τους δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Το άρθρο 8αδ παράγραφος 3 ορίζει ποιες πληροφορίες πρέπει να υποβάλλονται στις εν λόγω αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

Ο δηλών πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων υποχρεούται να υποβάλλει τις πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους της άδειας, της φορολογικής κατοικίας ή της καταχώρισής του το αργότερο έως τις 31 Ιανουαρίου του έτους που έπεται του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης κατάλληλης περιόδου υποβολής στοιχείων της δηλωτέας συναλλαγής.

Τέτοιες έγκαιρες ανταλλαγές θα παρέχουν στις φορολογικές αρχές ένα πλήρες σύνολο πληροφοριών που θα καθιστά δυνατό τον εκ των προτέρων ετήσιο προσδιορισμό των φόρων.

Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών θα πραγματοποιείται ηλεκτρονικά μέσω του κοινού δικτύου επικοινωνιών της ΕΕ (δίκτυο CCN) με χρήση σχήματος XML που έχει αναπτύξει η Επιτροπή. Πρόκειται για το κοινό δίκτυο επικοινωνιών που χρησιμοποιείται για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της παρούσας οδηγίας.

Για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο της παρούσας πρότασης, οι πληροφορίες θα κοινοποιούνται στο κεντρικό ευρετήριο που έχει δημιουργηθεί από την Επιτροπή και ήδη χρησιμοποιείται για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις εκ των προτέρων διασυνοριακές φορολογικές αποφάσεις και τις διασυνοριακές ρυθμίσεις.

Αποτελεσματική εφαρμογή και πρόληψη της διενέργειας συναλλαγών ανταλλαγής

Εάν ένας χρήστης κρυπτοστοιχείων δεν παρέχει τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του τμήματος III μετά από δύο υπενθυμίσεις κατόπιν του αρχικού αιτήματος από τον δηλούντα πάροχο υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, αλλά όχι πριν από την παρέλευση προθεσμίας 60 ημερών, οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων πρέπει να εμποδίσουν τον χρήστη κρυπτοστοιχείων να πραγματοποιήσει συναλλαγές ανταλλαγής. (βλ. τμήμα V ενότητα A).

ii) Διοικητική συνεργασία

Κυρώσεις και άλλα μέτρα συμμόρφωσης

Άρθρο 25 στοιχείο α) Κυρώσεις και άλλα μέτρα συμμόρφωσης

Αποτελεσματικές κυρώσεις για μη συμμόρφωση σε εθνικό επίπεδο

Το άρθρο 25α σχετικά με τις κυρώσεις τροποποιείται αναφέροντας ρητά ότι τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την οδηγία και σχετικά με το άρθρο 8 παράγραφος 3α, τα άρθρα 8αα, 8αβ, 8αγ και 8αδ. Οι εν λόγω κυρώσεις και τα άλλα μέτρα συμμόρφωσης που προβλέπονται στην οδηγία πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Πρέπει να επιβάλλεται ελάχιστη χρηματική ποινή σε περίπτωση μη υποβολής στοιχείων μετά από δύο έγκυρες διοικητικές υπενθυμίσεις ή όταν οι παρεχόμενες πληροφορίες περιέχουν ελλιπή, εσφαλμένα ή ψευδή δεδομένα που αντιστοιχούν σε ποσοστό άνω του 25 % των πληροφοριών που θα πρέπει να υποβάλλονται.

iii) Λοιπές διατάξεις

Χρήση πληροφοριών

Το άρθρο 16 τροποποιείται με τη νέα παράγραφο 7, η οποία απαιτεί από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν αποτελεσματικό μηχανισμό για τη διασφάλιση της χρήσης των πληροφοριών που αποκτώνται μέσω της υποβολής στοιχείων και της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 8αδ. Το άρθρο 16 παράγραφος 2 τροποποιείται ώστε να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που υποβάλλονται και ανταλλάσσονται δυνάμει της οδηγίας σχετικά με τη διοικητική συνεργασία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς πέραν της άμεσης φορολογίας, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει συμφωνία σε επίπεδο ΕΕ για τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών για την επιβολή κυρώσεων σε διεθνές πλαίσιο. Τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν ιδίως εκείνες στις οποίες έχουν ληφθεί αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 215 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με περιοριστικά μέτρα. Πράγματι, οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ μπορεί να είναι πολύ σημαντικές για τον εντοπισμό παραβίασης ή καταστρατήγησης των περιοριστικών μέτρων. Σε αντάλλαγμα, τυχόν παραβιάσεις των κυρώσεων θα λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς, δεδομένου ότι η αποφυγή περιοριστικών μέτρων θα ισοδυναμεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, με φοροαποφυγή σε σχέση με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Δεδομένων των πιθανών συνεργειών και της στενής σύνδεσης μεταξύ των δύο τομέων, είναι επομένως σκόπιμο να επιτραπεί η περαιτέρω χρήση των δεδομένων.

Υποβολή στοιχείων

Το άρθρο 27 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από διάταξη που υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρακολουθούν και να αξιολογούν, για τη δική τους δικαιοδοσία, την αποτελεσματικότητα της διοικητικής συνεργασίας όσον αφορά την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, σύμφωνα με την οδηγία. Για τους σκοπούς της αξιολόγησης της οδηγίας, τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν ετησίως στην Επιτροπή τα αποτελέσματα της αξιολόγησής τους. Η παρούσα τροποποίηση έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της διετούς αξιολόγησης των διακριτικών για τις διασυνοριακές ρυθμίσεις στο παράρτημα IV.

·Υποβολή πληροφοριών σχετικά με τους αριθμούς φορολογικού μητρώου

Προστίθεται το άρθρο 27γ προκειμένου να συμπεριληφθεί διάταξη με την οποία ζητείται από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι ο αριθμός φορολογικού μητρώου των αναφερόμενων φυσικών προσώπων ή οντοτήτων που εκδίδεται από το κράτος μέλος κατοικίας περιλαμβάνεται στην κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, στο άρθρο 8 παράγραφος 3α, στο άρθρο 8α παράγραφος 6, στο άρθρο 8αα παράγραφος 3, στο άρθρο 8αβ παράγραφος 14, στο άρθρο 8αγ παράγραφος 2 και στο άρθρο 8αδ παράγραφος 3. Ο αριθμός φορολογικού μητρώου πρέπει να παρέχεται ακόμη και αν δεν απαιτείται ρητά από τα εν λόγω άρθρα.

·Επανεξέταση των διατάξεων της οδηγίας 2014/107/ΕΕ

Δεδομένου ότι η οδηγία 2014/107/ΕΕ του Συμβουλίου (ΟΔΣ2) εφαρμόζει εντός της ΕΕ το κοινό πρότυπο αναφοράς του ΟΟΣΑ, η παρούσα πρόταση λαμβάνει υπόψη τις τροποποιήσεις του κοινού προτύπου αναφοράς που συμφωνήθηκαν στις 26 Αυγούστου 2022 κατά τη διαδικασία επανεξέτασης του κοινού προτύπου αναφοράς. Αυτές οι τροποποιήσεις επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής του κοινού προτύπου αναφοράς ώστε να καλύπτει τα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος και τα ψηφιακά νομίσματα κεντρικής τράπεζας. Συμφωνήθηκαν πρόσθετες τροποποιήσεις για την περαιτέρω βελτίωση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των αποτελεσμάτων υποβολής στοιχείων, με σκοπό την αύξηση της χρηστικότητας των πληροφοριών του κοινού προτύπου αναφοράς για τις φορολογικές διοικήσεις και τον περιορισμό των επιβαρύνσεων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπου είναι δυνατόν.

·Υπηρεσίες ταυτοποίησης

Οι υπηρεσίες ταυτοποίησης θεσπίζονται ως απλουστευμένο και τυποποιημένο μέσο ταυτοποίησης των παρόχων υπηρεσιών και των φορολογουμένων. Αυτό επιτρέπει στα κράτη μέλη που το επιθυμούν να χρησιμοποιούν αυτόν τον μορφότυπο για την ταυτοποίηση χωρίς να επηρεάζουν με οποιονδήποτε τρόπο τη ροή και την ποιότητα των πληροφοριών που ανταλλάσσονται με άλλα κράτη μέλη που δεν χρησιμοποιούν υπηρεσίες ταυτοποίησης.

·Χρήση ανταλλαγής πληροφοριών για άλλους σκοπούς

Γενικά, η οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα χρήσης των πληροφοριών που ανταλλάσσονται για άλλους σκοπούς πέραν της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, στον βαθμό που το κράτος μέλος αποστολής έχει δηλώσει τον σκοπό που επιτρέπεται για τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών σε κατάλογο. Η πρόταση καταργεί την ανάγκη διαβούλευσης με το κράτος μέλος αποστολής στις περιπτώσεις στις οποίες η χρήση των πληροφοριών καλύπτεται από κατάλογο που καταρτίζει το κράτος μέλος αποστολής.

Επιπλέον, η πρόταση διευκρινίζει επαρκώς ότι οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μεταξύ των κρατών μελών μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση, τη διαχείριση και την επιβολή των τελωνειακών δασμών, καθώς και για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

·Ημερομηνία εφαρμογής της οδηγίας

Η οδηγία σχετικά με τη διοικητική συνεργασία πρόκειται να εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου 2026. Στην οδηγία προβλέπονται δύο εξαιρέσεις. Οι διατάξεις σχετικά με την υπηρεσία ταυτοποίησης εφαρμόζονται από τον Ιανουάριο του 2025. Οι διατάξεις σχετικά με την επαλήθευση του αριθμού φορολογικού μητρώου δεν θα εφαρμοστούν πριν από τον Ιανουάριο του 2027.

 

2022/0413 (CNS)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 113 και 115,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 22 ,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 23 ,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)Η φορολογική απάτη, η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή αποτελούν σημαντική πρόκληση για την Ένωση και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ανταλλαγή πληροφοριών έχει κομβική σημασία για την καταπολέμηση αυτών των πρακτικών.

(2)Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει τονίσει την πολιτική σημασία της δίκαιης φορολόγησης και της καταπολέμησης της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, μεταξύ άλλων μέσω μεγαλύτερης διοικητικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών.

(3)Την 1η Δεκεμβρίου 2021 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε έκθεση του Συμβουλίου (Ecofin) με την οποία ζητούσε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει το 2022 νομοθετική πρόταση που θα περιείχε περαιτέρω αναθεωρήσεις της οδηγίας 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου 24 , σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για κρυπτοστοιχεία και τις φορολογικές αποφάσεις για εύπορα άτομα 25 .

(4)Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο δημοσίευσε έκθεση που εξετάζει το νομικό πλαίσιο και την εφαρμογή της οδηγίας. Η εν λόγω έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το συνολικό πλαίσιο της οδηγίας 2011/16/ΕΕ είναι άρτιο, αλλά ότι ορισμένες διατάξεις πρέπει να ενισχυθούν προκειμένου να διασφαλιστούν η πλήρης αξιοποίηση του δυναμικού της ανταλλαγής πληροφοριών και η μέτρηση της αποτελεσματικότητας της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών. Επιπλέον, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας θα πρέπει να διευρυνθεί ώστε να καλύπτει πρόσθετες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και εισοδήματος, όπως τα κρυπτοστοιχεία.

(5)Η αγορά κρυπτοστοιχείων έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία και έχει αυξήσει σημαντικά και γρήγορα την κεφαλαιοποίησή της κατά την τελευταία δεκαετία. Τα κρυπτοστοιχεία αποτελούν την ψηφιακή αναπαράσταση αξίας ή δικαιώματος που μπορεί να μεταβιβαστεί και να αποθηκευτεί ηλεκτρονικά, με χρήση τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού ή παρόμοιας τεχνολογίας.

(6)Τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει κανόνες και κατευθυντήριες γραμμές, μολονότι διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών, για τη φορολόγηση των εισοδημάτων που προέρχονται από συναλλαγές κρυπτοστοιχείων. Ωστόσο, ο αποκεντρωμένος χαρακτήρας των κρυπτοστοιχείων καθιστά δύσκολη για τις φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών τη διασφάλιση της φορολογικής συμμόρφωσης.

(7)Ο κανονισμός XXX για τις αγορές κρυπτοστοιχείων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 26 (στο εξής: κανονισμός XXX) επέκτεινε το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης σε ζητήματα κρυπτοστοιχείων που έως τότε δεν είχαν ρυθμιστεί από πράξεις της Ένωσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, καθώς και στους παρόχους υπηρεσιών σε σχέση με τα εν λόγω κρυπτοστοιχεία (στο εξής: πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων). Ο κανονισμός ΧΧΧ περιέχει τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Η παρούσα οδηγία λαμβάνει επίσης υπόψη την απαίτηση αδειοδότησης για τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων βάσει του κανονισμού XXX, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο διοικητικός φόρτος για τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Ο εγγενής διασυνοριακός χαρακτήρας των κρυπτοστοιχείων απαιτεί ισχυρή διεθνή διοικητική συνεργασία για τη διασφάλιση αποτελεσματικής ρύθμισης.

(8)Το πλαίσιο της Ένωσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες / της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΚΞΧ/ΧΤ) επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των υπόχρεων οντοτήτων που υπόκεινται στους κανόνες ΚΞΧ/ΧΤ στους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που ρυθμίζονται από τον κανονισμό XXX. Επιπλέον, ο κανονισμός XXX 27 επεκτείνει την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών με πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή και τον δικαιούχο σε παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, ώστε να διασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα των μεταφορών κρυπτοστοιχείων με σκοπό την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(9)Σε διεθνές επίπεδο, το πλαίσιο αναφοράς κρυπτοστοιχείων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) 28 αποσκοπεί στην καθιέρωση μεγαλύτερης φορολογικής διαφάνειας για τα κρυπτοστοιχεία και την υποβολή σχετικών στοιχείων. Οι ενωσιακοί κανόνες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το πλαίσιο που έχει αναπτύξει ο ΟΟΣΑ προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της ανταλλαγής πληροφοριών και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος.

(10)Η οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου 29 θεσπίζει υποχρεώσεις για τους χρηματοοικονομικούς διαμεσολαβητές να υποβάλλουν πληροφορίες επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών στις φορολογικές διοικήσεις, οι οποίες στη συνέχεια υποχρεούνται να ανταλλάσσουν τις εν λόγω πληροφορίες με άλλα σχετικά κράτη μέλη. Ωστόσο, για τα περισσότερα κρυπτοστοιχεία δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή στοιχείων βάσει της εν λόγω οδηγίας, διότι δεν αποτελούν χρήματα που τηρούνται σε λογαριασμούς θεματοφυλακής ούτε σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων καθώς και οι φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων δεν καλύπτονται από τον υφιστάμενο ορισμό των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ.

(11)Για να αντιμετωπιστούν οι νέες προκλήσεις που προκύπτουν από την αυξανόμενη χρήση εναλλακτικών μέσων πληρωμής και επενδύσεων, τα οποία ενέχουν νέους κινδύνους φοροδιαφυγής και δεν καλύπτονται ακόμη από την οδηγία 2011/16/ΕΕ, οι κανόνες για την υποβολή στοιχείων και την ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να καλύπτουν τα κρυπτοστοιχεία και τους χρήστες τους.

(12)Για να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η υποβολή στοιχείων θα πρέπει να είναι αποτελεσματική, απλή και σαφώς καθορισμένη. Ο εντοπισμός φορολογητέων πράξεων που προκύπτουν κατά την επένδυση σε κρυπτοστοιχεία είναι δύσκολος. Οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων είναι οι πλέον κατάλληλοι να συλλέγουν και να επαληθεύουν τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τους χρήστες τους. Ο διοικητικός φόρτος θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί για τον κλάδο, ώστε να είναι σε θέση να αναπτύξει πλήρως το δυναμικό του εντός της Ένωσης.

(13)Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών είναι ζωτικής σημασίας για την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών σε αυτές ώστε να είναι σε θέση να υπολογίζουν ορθά τα ποσά των οφειλόμενων φόρων εισοδήματος. Η υποχρέωση υποβολής στοιχείων θα πρέπει να καλύπτει τόσο τις διασυνοριακές όσο και τις εγχώριες συναλλαγές, προκειμένου να διασφαλίζονται η αποτελεσματικότητα των κανόνων υποβολής στοιχείων, η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και η τήρηση της αρχής της μη διακριτικής μεταχείρισης.

(14)Η οδηγία εφαρμόζεται σε παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που ρυθμίζονται από τον κανονισμό ΧΧΧ και έχουν λάβει άδεια δυνάμει αυτού, καθώς και σε φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που δεν έχουν λάβει άδεια. Τόσο οι πάροχοι όσο και οι φορείς αναφέρονται ως δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, καθώς υποχρεούνται να υποβάλλουν στοιχεία δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Το τι συνιστά κρυπτοστοιχείο είναι πολύ ευρεία έννοια και περιλαμβάνει τα κρυπτοστοιχεία που έχουν εκδοθεί με αποκεντρωμένο τρόπο, καθώς και τα σταθερά κρυπτονομίσματα και ορισμένες μη αντικαταστατές μάρκες (στο εξής: NFT). Τα κρυπτοστοιχεία που χρησιμοποιούνται για σκοπούς πληρωμών ή επενδύσεων είναι δηλωτέα βάσει της παρούσας οδηγίας. Συνεπώς, οι δηλούντες πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων θα πρέπει να εξετάζουν κατά περίπτωση αν τα κρυπτοστοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς πληρωμών και επενδύσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στον κανονισμό XXX, ιδίως σε σχέση με περιορισμένο δίκτυο και ορισμένα ψηφιακά κέρματα αγοράς υπηρεσιών.

(15)Για να μπορούν οι φορολογικές διοικήσεις να αναλύουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν και να τις χρησιμοποιούν σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, για παράδειγμα, για την αντιστοίχιση των πληροφοριών και την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των κεφαλαιακών κερδών, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν η υποβολή στοιχείων και η ανταλλαγή πληροφοριών που υποδιαιρούνται σε σχέση με κάθε κρυπτοστοιχείο αναφορικά με το οποίο ο χρήστης κρυπτοστοιχείων πραγματοποίησε συναλλαγές.

(16)Προκειμένου να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τη θέσπιση των πρακτικών ρυθμίσεων που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που υποβάλλονται από δηλούντες παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, συμπεριλαμβανομένου τυποποιημένου εντύπου για την ανταλλαγή πληροφοριών. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 30 .

(17)Οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που καλύπτονται από τον κανονισμό XXX μπορούν να ασκούν τη δραστηριότητά τους στην Ένωση μέσω του μηχανισμού διαβατηρίου μόλις λάβουν την άδειά τους σε κράτος μέλος. Γι’ αυτούς τους σκοπούς, η ESMA τηρεί μητρώο με τους αδειοδοτημένους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Επιπλέον, η ESMA τηρεί επίσης μαύρη λίστα με τους φορείς εκμετάλλευσης που ασκούν υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων για τις οποίες απαιτείται άδεια σύμφωνα με τον κανονισμό XXX.

(18)Οι φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, αλλά υποχρεούνται να υποβάλλουν πληροφορίες σχετικά με τους χρήστες κρυπτοστοιχείων που κατοικούν στην ΕΕ σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, θα πρέπει να υποχρεούνται να καταχωρίζονται και να υποβάλλουν στοιχεία σε ένα μόνο κράτος μέλος με σκοπό τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων που υπέχουν.

(19)Προκειμένου να ενισχυθεί η διοικητική συνεργασία σ’ αυτόν τον τομέα με δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης, οι φορείς εκμετάλλευσης κρυπτοστοιχείων που βρίσκονται σε δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης και παρέχουν υπηρεσίες σε χρήστες κρυπτοστοιχείων της ΕΕ, όπως σε παρόχους υπηρεσιών NFT ή φορείς εκμετάλλευσης που παρέχουν υπηρεσίες σε βάση αντίστροφης προσέλκυσης, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν πληροφορίες μόνο σχετικά με χρήστες κρυπτοστοιχείων που κατοικούν στην Ένωση στις φορολογικές αρχές δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης, στον βαθμό που οι υποβαλλόμενες πληροφορίες αντιστοιχούν στις πληροφορίες που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και εφόσον υπάρχει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης και κράτους μέλους. Οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που έχουν λάβει άδεια δυνάμει του κανονισμού XXX θα μπορούσαν να εξαιρούνται από την υποβολή των εν λόγω πληροφοριών στα κράτη μέλη στα οποία κατέχουν την άδεια, εάν η αντίστοιχη υποβολή στοιχείων πραγματοποιείται σε δικαιοδοσία εκτός Ένωσης και εφόσον υπάρχει ισχύουσα ειδική συμφωνία αρμόδιων αρχών. Η εγκεκριμένη δικαιοδοσία εκτός Ένωσης με τη σειρά της θα κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στις φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών στα οποία κατοικούν οι χρήστες κρυπτοστοιχείων. Όποτε κρίνεται σκόπιμο, ο εν λόγω μηχανισμός θα πρέπει να ενεργοποιείται ώστε να αποτρέπονται η υποβολή και η διαβίβαση αντίστοιχων πληροφοριών περισσότερες από μία φορές.

(20)Προκειμένου να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για να καθορίζει αν οι πληροφορίες που απαιτείται να ανταλλάσσονται βάσει συμφωνίας των αρμόδιων αρχών κράτους μέλους με δικαιοδοσία εκτός Ένωσης αντιστοιχούν στις οριζόμενες στην παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ειδικότερα, η Επιτροπή θα πρέπει να καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, αν οι πληροφορίες που απαιτείται να ανταλλάσσονται βάσει συμφωνίας των αρμόδιων αρχών κράτους μέλους με δικαιοδοσία εκτός Ένωσης αντιστοιχούν στις οριζόμενες στην εν λόγω οδηγία. Επειδή η σύναψη συμφωνιών με δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της άμεσης φορολογίας εξακολουθεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, η δράση της Επιτροπής θα μπορούσε επίσης να ενεργοποιηθεί κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους. Για τον σκοπό αυτόν, είναι αναγκαίο, κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, να μπορεί επίσης να προσδιορίζεται η αντιστοιχία πριν από την προβλεπόμενη σύναψη τέτοιας συμφωνίας. Όταν η ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών βασίζεται σε πολυμερή συμφωνία αρμόδιων αρχών, η απόφαση σχετικά με την αντιστοιχία θα πρέπει να λαμβάνεται σε σχέση με το σύνολο του σχετικού πλαισίου που καλύπτεται από την εν λόγω συμφωνία αρμόδιων αρχών. Ωστόσο, θα πρέπει να παραμείνει δυνατή η λήψη απόφασης για την αντιστοιχία, κατά περίπτωση, σχετικά με διμερή συμφωνία αρμόδιων αρχών.

(21)Στον βαθμό που το διεθνές πρότυπο για την υποβολή στοιχείων και την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών για τα κρυπτοστοιχεία, το πλαίσιο αναφοράς κρυπτοστοιχείων του ΟΟΣΑ, είναι ελάχιστο πρότυπο ή ισοδύναμο το οποίο καθορίζει ελάχιστο πεδίο εφαρμογής και περιεχόμενο της εφαρμογής τους από τις δικαιοδοσίες, δεν θα πρέπει να απαιτείται ο προσδιορισμός της αντιστοιχίας της παρούσας οδηγίας και του πλαισίου αναφοράς κρυπτοστοιχείων του ΟΟΣΑ από την Επιτροπή, μέσω εκτελεστικής πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει ισχύουσα ειδική συμφωνία αρμόδιων αρχών μεταξύ των δικαιοδοσιών εκτός Ένωσης και όλων των κρατών μελών.

(22)Μολονότι η Ομάδα των 20 (G20) ενέκρινε το πλαίσιο αναφοράς κρυπτοστοιχείων του ΟΟΣΑ και συνέστησε την εφαρμογή του, δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση σχετικά με το αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ελάχιστο πρότυπο ή ισοδύναμο. Εν αναμονή της απόφασης αυτής, η πρόταση περιλαμβάνει δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για τον καθορισμό της αντιστοιχίας.

(23)Η παρούσα οδηγία δεν υποκαθιστά ευρύτερες υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό ΧΧΧ.

(24)Προκειμένου να ενισχυθεί η σύγκλιση και να προωθηθεί η συνεπής εποπτεία όσον αφορά τον κανονισμό XXX, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται με άλλες εθνικές αρμόδιες αρχές ή ιδρύματα και να ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες.

(25)Η απαλλαγή από την υποχρέωση καταχώρισης και υποβολής στοιχείων, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, η οποία εξαρτάται από τον προσδιορισμό αντίστοιχων μηχανισμών υποβολής στοιχείων και ανταλλαγής σε σχέση με δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης και κράτη μέλη, θα πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζεται μόνο στον τομέα της φορολογίας, ιδίως για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και δεν θα πρέπει να νοείται ως βάση για την αναγνώριση της αντιστοιχίας σε άλλους τομείς του δικαίου της ΕΕ.

(26)Έχει ζωτική σημασία να ενισχυθούν οι διατάξεις της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται ή να ανταλλάσσονται, ώστε να προσαρμόζονται στις νέες εξελίξεις των διαφόρων αγορών και, κατά συνέπεια, να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι διαπιστωθείσες συμπεριφορές φορολογικής απάτης, φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής. Οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις που παρατηρούνται στην εσωτερική αγορά και σε διεθνές επίπεδο, ώστε να οδηγούν σε αποτελεσματική υποβολή στοιχείων και ανταλλαγή πληροφοριών. Συνεπώς, η οδηγία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις τελευταίες προσθήκες στο κοινό πρότυπο αναφοράς του ΟΟΣΑ, την ενσωμάτωση των διατάξεων για το ηλεκτρονικό χρήμα και τα ψηφιακά νομίσματα κεντρικής τράπεζας, ένα σαφές και εναρμονισμένο πλαίσιο για μέτρα συμμόρφωσης και την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των διασυνοριακών αποφάσεων σε φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία.

(27)Τα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος, όπως ορίζονται στην οδηγία 2009/110/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 31 χρησιμοποιούνται συχνά στην Ένωση και ο όγκος των συναλλαγών και η συνδυασμένη αξία τους αυξάνονται σταθερά. Ωστόσο, τα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος δεν καλύπτονται ρητά από την οδηγία 2011/16/ΕΕ. Τα κράτη μέλη υιοθετούν διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά το ηλεκτρονικό χρήμα. Συνεπώς, τα συναφή προϊόντα δεν καλύπτονται πάντοτε από τις υφιστάμενες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου της οδηγίας 2011/16/ΕΕ. Επομένως, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες που να διασφαλίζουν ότι οι υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων ισχύουν για το ηλεκτρονικό χρήμα και τα ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος δυνάμει του κανονισμού XXX.

(28)Προκειμένου να καλυφθούν τα κενά που επιτρέπουν τη φοροδιαφυγή, τη φοροαποφυγή και τη φορολογική απάτη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τα εισοδήματα που προέρχονται από μερίσματα εκτός θεματοφυλακής. Κατά συνέπεια, το εισόδημα από μερίσματα εκτός θεματοφυλακής θα πρέπει να περιλαμβάνεται στις κατηγορίες εισοδήματος που υπόκεινται σε υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών.

(29)Ο αριθμός φορολογικού μητρώου (στο εξής: ΑΦΜ) είναι απαραίτητος προκειμένου τα κράτη μέλη να αντιστοιχίζουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν με τα δεδομένα που υπάρχουν στις εθνικές βάσεις δεδομένων. Αυξάνει την ικανότητα των κρατών μελών να εντοπίζουν τους σχετικούς φορολογούμενους και να προσδιορίζουν ορθά τους σχετικούς φόρους. Συνεπώς, είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να απαιτούν την αναγραφή του ΑΦΜ στο πλαίσιο ανταλλαγών που σχετίζονται με χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς, εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης, εκθέσεις ανά χώρα, δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις και πληροφορίες σχετικά με πωλητές σε ψηφιακές πλατφόρμες.

(30)Η απουσία ανταλλαγής αποφάσεων που αφορούν φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία σημαίνει ότι οι φορολογικές διοικήσεις ενδέχεται να μην είναι ενήμερες για τις εν λόγω αποφάσεις. Αυτή η κατάσταση ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργήσει ευκαιρίες για φορολογική απάτη, φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή. Επομένως, η αυτόματη ανταλλαγή των εκ των προτέρων διασυνοριακών αποφάσεων και των εκ των προτέρων συμφωνιών ενδοομιλικής τιμολόγησης θα πρέπει να επεκτείνεται σε περιπτώσεις όπου μια εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση αφορά φορολογικές υποθέσεις φυσικών προσώπων με μεγάλη περιουσία.

(31)Προκειμένου να αξιοποιηθούν τα οφέλη της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής εκ των προτέρων διασυνοριακών αποφάσεων για φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία, θα πρέπει να επεκταθεί στις εν λόγω εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις με ημερομηνία έκδοσης, τροποποίησης ή ανανέωσης μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2020 και της 31ης Δεκεμβρίου 2025 και οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2026.

(32)Ορισμένα κράτη μέλη προβλέπεται να θεσπίσουν υπηρεσίες ταυτοποίησης ως απλουστευμένο και τυποποιημένο μέσο ταυτοποίησης των παρόχων υπηρεσιών και των φορολογουμένων. Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τον εν λόγω μορφότυπο για την ταυτοποίηση θα πρέπει να έχουν τη σχετική δυνατότητα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επηρεάζεται η ροή και η ποιότητα των πληροφοριών άλλων κρατών μελών που δεν χρησιμοποιούν τις εν λόγω υπηρεσίες ταυτοποίησης.

(33)Είναι σημαντικό, καταρχήν, οι πληροφορίες που κοινοποιούνται βάσει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ να χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση, τη διαχείριση και την επιβολή φόρων που καλύπτονται από το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Παρότι δεν είχαν μέχρι στιγμής αποκλειστεί, έχουν προκύψει αβεβαιότητες ως προς τη χρήση των πληροφοριών λόγω ασάφειας του πλαισίου. Δεδομένων των διασυνδέσεων μεταξύ φορολογικής απάτης, φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής και καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και των συνεργειών όσον αφορά την επιβολή, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μεταξύ των κρατών μελών μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση, τη διαχείριση και την επιβολή τελωνειακών δασμών, καθώς και για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(34)Η οδηγία 2011/16/ΕΕ προβλέπει τη δυνατότητα χρήσης των πληροφοριών που ανταλλάσσονται για άλλους σκοπούς πέραν της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, στον βαθμό που το κράτος μέλος αποστολής έχει δηλώσει τον σκοπό που επιτρέπεται για τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών σε κατάλογο. Ωστόσο, η διαδικασία για την εν λόγω χρήση είναι περίπλοκη, καθώς πρέπει να ζητείται η γνώμη του κράτους μέλους αποστολής ώστε το κράτος μέλος παραλαβής να μπορεί να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες για άλλους σκοπούς. Η κατάργηση της απαίτησης για την εν λόγω διαβούλευση αναμένεται να μειώσει τον διοικητικό φόρτο και να επιτρέψει την ταχεία ανάληψη δράσης από τις φορολογικές αρχές όταν χρειάζεται. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να απαιτείται διαβούλευση με το κράτος μέλος αποστολής όταν η σκοπούμενη χρήση των πληροφοριών καλύπτεται από κατάλογο που έχει καταρτιστεί εκ των προτέρων από το κράτος μέλος αποστολής.

(35)Λαμβανομένου υπόψη του όγκου και της φύσης των πληροφοριών που συλλέγονται και ανταλλάσσονται βάσει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε, μπορεί να είναι χρήσιμες και σε άλλους τομείς εκτός της φορολογίας. Ενώ η χρήση αυτών των πληροφοριών σε άλλους τομείς θα πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να περιορίζεται στους τομείς που εγκρίθηκαν από το κράτος μέλος αποστολής σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, είναι αναγκαίο να επιτρέπεται η ευρύτερη χρήση των πληροφοριών σε περιπτώσεις που παρουσιάζουν ιδιαίτερα και σοβαρά χαρακτηριστικά και όπου έχει συμφωνηθεί σε επίπεδο Ένωσης να αναληφθεί δράση. Τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν ιδίως εκείνες στις οποίες έχουν ληφθεί αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 215 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με περιοριστικά μέτρα. Πράγματι, οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει της οδηγίας 2011/16/ΕΕ μπορεί να είναι πολύ σημαντικές για τον εντοπισμό παραβίασης ή καταστρατήγησης των περιοριστικών μέτρων. Σε αντάλλαγμα, τυχόν παραβιάσεις των κυρώσεων θα λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς, δεδομένου ότι η αποφυγή περιοριστικών μέτρων θα ισοδυναμεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, με φοροαποφυγή σε σχέση με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Δεδομένων των πιθανών συνεργειών και της στενής σύνδεσης μεταξύ των δύο τομέων, είναι επομένως σκόπιμο να επιτραπεί η περαιτέρω χρήση των δεδομένων.

(36)Προκειμένου να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικότερα οι πόροι, να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και να αποφευχθεί η ανάγκη για κάθε κράτος μέλος να προβεί σε ανάλογες αλλαγές των συστημάτων του για την αποθήκευση πληροφοριών, θα πρέπει να δημιουργηθεί κεντρικό ευρετήριο προσβάσιμο σε όλα τα κράτη μέλη και μόνο για στατιστικούς λόγους στην Επιτροπή, στο οποίο τα κράτη μέλη θα μπορούν να αναφορτώνουν και να αποθηκεύουν τις υποβληθείσες πληροφορίες αντί να τις ανταλλάσσουν μέσω ασφαλών ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Οι πρακτικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για τη δημιουργία του εν λόγω κεντρικού ευρετηρίου θα πρέπει να εγκριθούν από την Επιτροπή.

(37)Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν σωστό αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ), η Επιτροπή αναπτύσσει και παρέχει στα κράτη μέλη ένα εργαλείο που επιτρέπει την ηλεκτρονική και αυτοματοποιημένη επαλήθευση της ορθότητας του ΑΦΜ που τους έχει παρασχεθεί από τον φορολογούμενο ή τον δηλούντα. Το εν λόγω εργαλείο ΤΠ θα πρέπει να συμβάλει στην αύξηση των συντελεστών αντιστοίχισης για τις φορολογικές διοικήσεις και εν γένει στη βελτίωση της ποιότητας των ανταλλασσόμενων πληροφοριών.

(38)Η ελάχιστη περίοδος διατήρησης των αρχείων των πληροφοριών που λαμβάνονται μέσω ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με την οδηγία 2011/16/ΕΕ δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την αναγκαία, αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη των 5 ετών. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να διατηρούν πληροφορίες για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας.

(39)Προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με την οδηγία 2011/16/ΕΕ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις και άλλα μέτρα συμμόρφωσης που θα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να εφαρμόζει τους εν λόγω κανόνες σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο και τις διατάξεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(40)Για να εξασφαλιστεί επαρκές επίπεδο αποτελεσματικότητας σε όλα τα κράτη μέλη, θα πρέπει να καθοριστούν ελάχιστα επίπεδα κυρώσεων σε σχέση με δύο συμπεριφορές που θεωρούνται σοβαρές: συγκεκριμένα, μη υποβολή στοιχείων μετά από δύο διοικητικές υπενθυμίσεις και όταν οι παρεχόμενες πληροφορίες περιέχουν ελλιπή, εσφαλμένα ή ψευδή δεδομένα, γεγονός που επηρεάζει ουσιωδώς την ακεραιότητα και την αξιοπιστία των υποβληθεισών πληροφοριών. Τα ελλιπή, εσφαλμένα ή ψευδή δεδομένα επηρεάζουν ουσιωδώς την ακεραιότητα και την αξιοπιστία των υποβληθεισών πληροφοριών όταν αντιπροσωπεύουν ποσοστό άνω του 25 % του συνόλου των δεδομένων που ο φορολογούμενος ή η αναφέρουσα οντότητα θα έπρεπε να έχει υποβάλει ορθά σύμφωνα με τις απαιτούμενες πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα VI τμήμα II ενότητα Β. Αυτά τα ελάχιστα ποσά κυρώσεων δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να επιβάλλουν αυστηρότερες κυρώσεις γι’ αυτά τα δύο είδη παραβάσεων. Τα κράτη μέλη εξακολουθούν να πρέπει να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις για άλλα είδη παραβάσεων.

(41)Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη πιθανές αλλαγές στις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί τις κυρώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία κάθε 5 έτη.

(42)Για λόγους εναρμόνισης του χρονοδιαγράμματος μεταξύ της αξιολόγησης της εφαρμογής της οδηγίας 2011/16/ΕΕ και της διετούς αξιολόγησης της καταλληλότητας των διακριτικών του παραρτήματος IV, οι διαδικασίες εναρμονίζονται και θα πραγματοποιούνται κάθε 5 έτη μετά την 1η Ιανουαρίου 2023.

(43)Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 32 .

(44)Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνει, ιδίως, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. H παρούσα οδηγία επιδιώκει να εξασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της επιχειρηματικής ελευθερίας.

(45)Δεδομένου ότι ο στόχος της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, δηλαδή η αποδοτική διοικητική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπο συμβατό με την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά, λόγω της απαιτούμενης ομοιομορφίας και αποτελεσματικότητας, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων.

(46)Επομένως, η οδηγία 2011/16/ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2011/16/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)το σημείο 9) τροποποιείται ως εξής:

i)το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 1 και των άρθρων 8α έως 8αδ, η συστηματική κοινοποίηση σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς προηγούμενο αίτημα, προκαθορισμένων πληροφοριών ανά καθορισμένα εκ των προτέρων τακτά διαστήματα. Για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 1, η παραπομπή σε διαθέσιμες πληροφορίες σημαίνει τις πληροφορίες των φορολογικών αρχείων του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες, οι οποίες μπορούν να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διαδικασίες συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών του εν λόγω κράτους μέλους·»·

ii)το στοιχείο γ) της πρώτης παραγράφου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ) για τους σκοπούς των διατάξεων της παρούσας οδηγίας πλην του άρθρου 8 παράγραφοι 1 και 3α και των άρθρων 8α έως 8αδ, η συστηματική κοινοποίηση προκαθορισμένων πληροφοριών που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, στοιχεία α) και β) του παρόντος σημείου.»·

iii)το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στο πλαίσιο του άρθρου 8 παράγραφος 3α, του άρθρου 8 παράγραφος 7α, του άρθρου 21 παράγραφος 2 και του παραρτήματος IV, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα I. Στο πλαίσιο του άρθρου 25 παράγραφοι 3 και 4, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα I ή VI. Στο πλαίσιο του άρθρου 8αα και του παραρτήματος ΙΙΙ, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα IΙΙ. Στο πλαίσιο του άρθρου 8αγ και του παραρτήματος V, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα V. Στο πλαίσιο του άρθρου 8αδ και του παραρτήματος VΙ, κάθε όρος γραμμένος με κεφαλαία αρχικά έχει την έννοια που του αποδίδεται στους αντίστοιχους ορισμούς που καθορίζονται στο παράρτημα VΙ.»·

β)προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«28. “φυσικό πρόσωπο με μεγάλη περιουσία”: φυσικό πρόσωπο που κατέχει συνολικά τουλάχιστον 1 000 000 EUR σε χρηματοοικονομικά ή επενδύσιμα περιουσιακά στοιχεία ή στοιχεία υπό διαχείριση, εξαιρουμένης της κύριας ιδιωτικής κατοικίας του. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένα άτομο θεωρείται φυσικό πρόσωπο με μεγάλη περιουσία όταν το εν λόγω ελάχιστο όριο πληρούται ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους για το οποίο πραγματοποιείται η ανταλλαγή.

29. “μέτρα συμμόρφωσης”: κάθε μη νομισματικό μέτρο που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα κράτος μέλος για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων.

30. “χρήση πληροφοριών”: η αξιολόγηση των δεδομένων που αποκτώνται μέσω της υποβολής στοιχείων ή της ανταλλαγής πληροφοριών δυνάμει των άρθρων 8 έως 8αδ εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

31. “εισόδημα από μερίσματα εκτός θεματοφυλακής”: εισόδημα από μερίσματα που δεν καταβάλλονται ούτε εισπράττονται σε λογαριασμό θεματοφυλακής.

32. “προϊόντα ασφάλειας ζωής που δεν καλύπτονται από άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα παρόμοια μέτρα”: Ασφαλιστήρια Συμβόλαια, εκτός από τα Ασφαλιστήρια Συμβόλαια με Αξία Εξαγοράς που υπόκεινται σε υποβολή στοιχείων βάσει της οδηγίας 2014/107/ΕΕ, όπου οι παροχές δυνάμει των συμβολαίων είναι πληρωτέες σε περίπτωση θανάτου του λήπτη της ασφάλισης.

33. “κράτος μέλος καταγωγής/προέλευσης”: το κράτος μέλος καταγωγής/προέλευσης όπως ορίζεται στον κανονισμό XXX.

34. “διεύθυνση κατανεμημένου καθολικού”: διεύθυνση κατανεμημένου καθολικού όπως ορίζεται στον κανονισμό XXX.»

2)το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή τυχόν άλλου κράτους μέλους, με αυτόματη ανταλλαγή, όλες τις πληροφορίες σχετικά με άτομα που κατοικούν στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, όσον αφορά τις ακόλουθες συγκεκριμένες κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου όπως αυτές ορίζονται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που κοινοποιεί τις πληροφορίες:

α)εισόδημα από απασχόληση·

β)αμοιβές διοικητικών στελεχών·

γ)προϊόντα ασφάλειας ζωής που δεν καλύπτονται από άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα παρόμοια μέτρα·

δ)συντάξεις·

ε)κυριότητα ακίνητης περιουσίας και εισόδημα από αυτήν·

στ)δικαιώματα εκμετάλλευσης·

ζ)εισόδημα από μερίσματα εκτός θεματοφυλακής.»

ii)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τις φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2026 ή μεταγενέστερα, στην κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν τον ΑΦΜ των κατοίκων που έχει εκδοθεί από το κράτος μέλος κατοικίας.»

β)στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη κοινοποιούν, με αυτόματη ανταλλαγή, στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου κράτους μέλους πληροφορίες σχετικά με όλες τις κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, σε σχέση με κατοίκους του εν λόγω άλλου κράτους μέλους. Οι εν λόγω πληροφορίες αφορούν φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2026 ή μεταγενέστερα.»·

γ)η παράγραφος 7α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες και οι λογαριασμοί που πρέπει να αντιμετωπίζονται, αντίστοιχα, ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που παρατίθενται στο τμήμα VIII ενότητα B παράγραφος 1 στοιχείο γ) και ενότητα Γ παράγραφος 17 στοιχείο ζ) του παραρτήματος I και ιδιαίτερα ότι το καθεστώς ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ως Μη Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή το καθεστώς ενός λογαριασμού ως Εξαιρούμενου Λογαριασμού δεν παρακωλύει την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας.»·

3)το άρθρο 8α τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους στο οποίο εκδίδεται, τροποποιείται ή ανανεώνεται μετά την 31η Δεκεμβρίου 2023 μια εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση για φυσικό πρόσωπο με μεγάλη περιουσία, κοινοποιεί, με αυτόματη ανταλλαγή, συναφείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 21.»·

β)η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους κοινοποιεί επίσης, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 21, στις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών καθώς και στην Επιτροπή, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, πληροφορίες σχετικά με τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης που εκδόθηκαν, τροποποιήθηκαν ή ανανεώθηκαν εντός περιόδου με ημερομηνία έναρξης 5 έτη πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017, καθώς και σχετικά με τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις για φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία που εκδόθηκαν, τροποποιήθηκαν ή ανανεώθηκαν εντός περιόδου με ημερομηνία έναρξης 5 έτη πριν από την 1η Ιανουαρίου 2026.»·

ii)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε περίπτωση έκδοσης, τροποποίησης ή ανανέωσης εκ των προτέρων διασυνοριακών αποφάσεων για φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2020 και 31ης Δεκεμβρίου 2025, αυτή η κοινοποίηση πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2026.»·

γ)η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν ισχύουν σε περίπτωση που η εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση αφορά και περιλαμβάνει αποκλειστικά τις φορολογικές υποθέσεις ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων, εκτός εάν τουλάχιστον ένα από αυτά τα φυσικά πρόσωπα είναι φυσικό πρόσωπο με μεγάλη περιουσία.»·

δ)η παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

i)το σημείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α) τα στοιχεία αναγνώρισης του προσώπου, πλην φυσικού προσώπου που δεν είναι φυσικό πρόσωπο με μεγάλη περιουσία, και, κατά περίπτωση, της ομάδας προσώπων στην οποία ανήκει·»·

ii)το στοιχείο ια) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ια) τα στοιχεία αναγνώρισης τυχόν προσώπου, πλην φυσικού προσώπου που δεν είναι φυσικό πρόσωπο με μεγάλη περιουσία, στα άλλα κράτη μέλη που είναι πιθανό να θίγεται από την εκ των προτέρων διασυνοριακή απόφαση ή την εκ των προτέρων συμφωνία ενδοομιλικής τιμολόγησης, αναφέροντας το κράτος μέλος με το οποίο συνδέονται τα θιγόμενα πρόσωπα·»·

4)στο άρθρο 8αβ παράγραφος 14, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ) σύνοψη του περιεχομένου της δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης, μεταξύ άλλων, αναφορά της ονομασίας με την οποία είναι ευρέως γνωστή, εφόσον υπάρχει, και περιγραφή των σχετικών ρυθμίσεων και κάθε άλλη πληροφορία που θα μπορούσε να βοηθήσει την αρμόδια αρχή στην εκτίμηση του δυνητικού φορολογικού κινδύνου, χωρίς να αποκαλύπτεται τυχόν εμπορικό, βιομηχανικό ή επαγγελματικό απόρρητο, ή εμπορική διαδικασία ή πληροφορία της οποίας η γνωστοποίηση θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη·»·

5)στο άρθρο 8αγ παράγραφος 2 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ιγ):

«ιγ) όταν ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας βασίζεται σε άμεση επιβεβαίωση της ταυτότητας και της κατοικίας του «Πωλητή» μέσω «υπηρεσίας ταυτοποίησης» που διατίθεται από κράτος μέλος ή την Ένωση για την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας του Πωλητή, του ονόματος, του αναγνωριστικού κωδικού της υπηρεσίας ταυτοποίησης και του κράτους μέλους έκδοσης· στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι αναγκαία η κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία γ) έως ζ).»·

6)προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 8αδ
Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που υποβάλλονται από Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να απαιτεί από τους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να διενεργούν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας και να πληρούν τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων που ορίζονται στα τμήματα II και III του παραρτήματος VI. Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει επίσης την αποτελεσματική εφαρμογή και την τήρηση των εν λόγω μέτρων σύμφωνα με το τμήμα V του παραρτήματος VI.

2. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου πραγματοποιείται η υποβολή στοιχείων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου κοινοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου στις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών, σύμφωνα με τις πρακτικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 21.

3. Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους κοινοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Χρήστη Κρυπτοστοιχείων:

α)το όνομα, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/-η μέλος/-η κατοικίας, τον/τους ΑΦΜ και, στην περίπτωση φυσικού προσώπου, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Χρήστη και, στην περίπτωση Οντότητας για την οποία, μετά την εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται στο τμήμα III του παραρτήματος VI, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, την ονομασία, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/-η μέλος/-η κατοικίας και τον/τους ΑΦΜ της Οντότητας, το όνομα, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/-η μέλος/-η κατοικίας, τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Προσώπου, καθώς και τους ρόλους δυνάμει των οποίων κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο είναι Ελέγχον Πρόσωπο της Οντότητας·

β)το όνομα, τη διεύθυνση, τον ΑΦΜ και, εάν υπάρχει, τον ατομικό αριθμό ταυτοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 7 και τον παγκόσμιο αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας, σε σχέση με τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων·

γ)για κάθε Δηλωτέο Κρυπτοστοιχείο για το οποίο ο Δηλωτέος Χρήστης Κρυπτοστοιχείων έχει πραγματοποιήσει Δηλωτέες Συναλλαγές κατά τη διάρκεια του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης κατάλληλης περιόδου υποβολής στοιχείων, κατά περίπτωση:

α)την πλήρη ονομασία του Δηλωτέου Κρυπτοστοιχείου·

β)το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με αποκτήσεις έναντι παραστατικού νομίσματος·

γ)το συνολικό ακαθάριστο ποσό που εισπράχθηκε, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με εκποιήσεις έναντι παραστατικού νομίσματος·

δ)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με αποκτήσεις έναντι άλλων Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων·

ε)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με εκποιήσεις έναντι άλλων Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων·

στ)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών Πληρωμών Λιανικής·

ζ)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών, και υποδιαιρούμενα ανά τύπο μεταφοράς, εφόσον είναι γνωστός στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όσον αφορά μεταφορές στον Δηλωτέο Χρήστη που δεν καλύπτεται από τα στοιχεία β) και δ)·

η)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών, και υποδιαιρούμενα ανά τύπο μεταφοράς, εφόσον είναι γνωστός στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όσον αφορά μεταφορές από τον Δηλωτέο Χρήστη που δεν καλύπτεται από τα στοιχεία γ), ε) και στ)· και

θ)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, καθώς και τον αριθμό μονάδων αξίας μεταφορών που πραγματοποιεί ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε διευθύνσεις κατανεμημένου καθολικού, όπως ορίζονται στον κανονισμό ΧΧΧ, που δεν είναι γνωστό ότι συνδέονται με πάροχο υπηρεσιών εικονικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Για τους σκοπούς των στοιχείων β) και γ) του παρόντος σημείου, το ποσό που καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε αναφέρεται στο παραστατικό νόμισμα στο οποίο καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε. Σε περίπτωση που τα ποσά καταβλήθηκαν ή εισπράχθηκαν σε πολλαπλά παραστατικά νομίσματα, τα ποσά αναφέρονται σε ενιαίο νόμισμα, μετατρεπόμενα κατά τον χρόνο κάθε Δηλωτέας Συναλλαγής κατά τρόπο που εφαρμόζεται με συνέπεια από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων μπορεί να εφαρμόζει οποιαδήποτε μέθοδο μετατροπής κατά τον χρόνο των συναλλαγών για τη μετατροπή των εν λόγω ποσών σε ένα ενιαίο παραστατικό νόμισμα που καθορίζεται από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

Για τους σκοπούς των στοιχείων δ) έως η) του παρόντος σημείου, η πραγματική εμπορική αξία καθορίζεται και αναφέρεται σε ενιαίο παραστατικό νόμισμα, αποτιμώμενη κατά τον χρόνο κάθε Δηλωτέας Συναλλαγής κατά τρόπο που εφαρμόζεται με συνέπεια από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

Στις υποβληθείσες πληροφορίες πρέπει να διευκρινίζεται το παραστατικό νόμισμα στο οποίο εκφράζεται κάθε ποσό.

4. Προς διευκόλυνση της ανταλλαγής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις απαραίτητες πρακτικές ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την τυποποίηση της κοινοποίησης των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, στο πλαίσιο της διαδικασίας για την κατάρτιση του τυποποιημένου εντύπου που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 5.

5. Η κοινοποίηση βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται με χρήση του τυποποιημένου ηλεκτρονικού μορφότυπου που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 5 εντός 2 μηνών από τη λήξη του ημερολογιακού έτους που αφορούν οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων που ισχύουν για τους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων. Οι πρώτες πληροφορίες κοινοποιούνται για το σχετικό ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδο υποβολής στοιχείων από την 1η Ιανουαρίου 2027.

6. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, δεν είναι απαραίτητο να υποβάλλονται οι πληροφορίες σε σχέση με χρήστη κρυπτοστοιχείων όταν ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων έχει λάβει επαρκείς διαβεβαιώσεις ότι άλλος Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων πληροί όλες τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων του παρόντος άρθρου σε σχέση με τον εν λόγω χρήστη κρυπτοστοιχείων.

7. Για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τους απαραίτητους κανόνες που προβλέπουν την υποχρέωση των Φορέων Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων να καταχωρίζονται εντός της Ένωσης. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταχώρισης χορηγεί ατομικό αριθμό αναγνώρισης στον εν λόγω Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι Φορείς Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων μπορούν να επιλέξουν να καταχωριστούν στην αρμόδια αρχή ενός μόνο κράτους μέλους σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο παράρτημα VI τμήμα V ενότητα ΣΤ.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να ορίσουν ότι ένας Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων, του οποίου η καταχώριση έχει ανακληθεί σύμφωνα με το τμήμα V ενότητα ΣΤ παράγραφος 7 του παραρτήματος VI, μπορεί να λάβει άδεια να καταχωριστεί εκ νέου μόνον εάν παράσχει στις αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους απόδειξη της συμμόρφωσης με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 25α και κατάλληλη διαβεβαίωση όσον αφορά τη δέσμευσή του να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων εντός της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εκκρεμών ανεκπλήρωτων απαιτήσεων υποβολής στοιχείων.

8. Η παράγραφος 7 δεν εφαρμόζεται στους Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του τμήματος IV ενότητα Β παράγραφος 1 του παραρτήματος VI.

9. Μέσω εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή καθορίζει τις πρακτικές και τις τεχνικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για την καταχώριση και την ταυτοποίηση των Φορέων Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

10. Η Επιτροπή δημιουργεί, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2026, κεντρικό μητρώο στο οποίο καταγράφονται οι πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το τμήμα V ενότητα ΣΤ παράγραφος 2 του παραρτήματος VI. Το εν λόγω κεντρικό μητρώο είναι διαθέσιμο στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών. Η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ότι επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό των υπευθύνων επεξεργασίας και συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 που ισχύουν για τους εκτελούντες την επεξεργασία. Η επεξεργασία διέπεται από σύμβαση κατά την έννοια του άρθρου 28 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του άρθρου 29 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

11. Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος οποιουδήποτε κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, καθορίζει αν οι πληροφορίες που απαιτείται να ανταλλάσσονται αυτόματα βάσει συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης αντιστοιχούν στις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα VI τμήμα ΙΙ ενότητα Β, κατά την έννοια του τμήματος IV ενότητα ΣΤ παράγραφος 5 του παραρτήματος VI. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.

Το κράτος μέλος που ζητεί το μέτρο του πρώτου εδαφίου αποστέλλει αιτιολογημένο αίτημα στην Επιτροπή.

Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν έχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτίμηση του αιτήματος, έρχεται σε επαφή με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εντός 2 μηνών από την παραλαβή του αιτήματος και προσδιορίζει ποιες πρόσθετες πληροφορίες απαιτούνται. Αφού η Επιτροπή συγκεντρώσει όλες τις πληροφορίες που κρίνει απαραίτητες, ενημερώνει εντός ενός μηνός το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα και υποβάλλει τις σχετικές πληροφορίες στην επιτροπή του άρθρου 26 παράγραφος 2.

Όταν ενεργεί με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μόνο σε σχέση με συμφωνία αρμόδιων αρχών με δικαιοδοσία εκτός Ένωσης, η οποία απαιτεί την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με φυσικό πρόσωπο ή Οντότητα που είναι πελάτης Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων για τους σκοπούς της διενέργειας Δηλωτέων Συναλλαγών, και η οποία έχει συναφθεί από κράτος μέλος.

Κατά τον καθορισμό τού αν οι πληροφορίες είναι αντίστοιχες, κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, έναντι δηλωτέων συναλλαγών, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη τον βαθμό στον οποίο το καθεστώς επί του οποίου βασίζονται οι πληροφορίες αυτές αντιστοιχεί στο καθεστώς που καθορίζεται στο παράρτημα VI, ιδίως όσον αφορά:

i)τους ορισμούς του Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, του Δηλωτέου Χρήστη, της Δηλωτέας Συναλλαγής·

ii)τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για τον σκοπό της ταυτοποίησης των Δηλωτέων Χρηστών·

iii)τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων·

iv)τους κανόνες και τις διοικητικές διαδικασίες που πρέπει να διαθέτουν οι δικαιοδοσίες εκτός Ένωσης προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που ορίζονται σε αυτό το καθεστώς, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.

Η διαδικασία που ορίζεται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται επίσης για να καθοριστεί ότι οι πληροφορίες δεν είναι πλέον αντίστοιχες κατά την έννοια του τμήματος IV ενότητα ΣΤ παράγραφος 5 του παραρτήματος VI.

12. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου, όταν ένα διεθνές πρότυπο για την υποβολή στοιχείων και την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με κρυπτοστοιχεία καθορίζεται ως ελάχιστο ή ισοδύναμο πρότυπο, δεν απαιτείται πλέον καμία απόφαση της Επιτροπής, μέσω εκτελεστικών πράξεων, σχετικά με τις πληροφορίες που απαιτείται να ανταλλάσσονται αυτόματα κατ’ εφαρμογή αυτού του προτύπου και της συμφωνίας αρμόδιων αρχών μεταξύ του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης. Οι εν λόγω πληροφορίες θεωρείται ότι αντιστοιχούν στις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών μεταξύ των αρμόδιων αρχών όλων των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και της δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης. Οι αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος άρθρου και του παραρτήματος VI της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται πλέον γι’ αυτούς τους σκοπούς.»·

7)το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μεταξύ κρατών μελών υπό οιαδήποτε μορφή δυνάμει της παρούσας οδηγίας καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του υπηρεσιακού απορρήτου και χαίρουν της προστασίας που παρέχεται σε παρόμοιες πληροφορίες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους που τις έλαβε. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση, την εφαρμογή και την επιβολή της εθνικής νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2, καθώς και τον ΦΠΑ, άλλους έμμεσους φόρους, τελωνειακούς δασμούς και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.»·

β)οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Με την άδεια της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που κοινοποιεί πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και μόνο στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής που παραλαμβάνει τις πληροφορίες, οι πληροφορίες και τα έγγραφα που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία μπορούν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές όλων των άλλων κρατών μελών κατάλογο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του με τις πληροφορίες και τα έγγραφα που μπορούν να χρησιμοποιούνται, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η αρμόδια αρχή που λαμβάνει πληροφορίες μπορεί να χρησιμοποιεί τις ληφθείσες πληροφορίες και έγγραφα χωρίς την άδεια που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο για οποιονδήποτε από τους σκοπούς που αναφέρονται στον κατάλογο του κοινοποιούντος κράτους μέλους.

Ο κατάλογος των πληροφοριών και των εγγράφων που μπορούν να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς πέραν εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και ο οποίος αναφέρεται στην παράγραφο 2 δημοσιοποιείται από την αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους.

Η αρμόδια αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες μπορεί επίσης να χρησιμοποιεί αυτές τις πληροφορίες χωρίς την άδεια που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο για κάθε σκοπό που καλύπτεται από πράξη βασιζόμενη στο άρθρο 215 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τις κοινοποιεί γι’ αυτόν τον σκοπό στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για τα περιοριστικά μέτρα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

3. Όταν η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους θεωρεί ότι οι πληροφορίες τις οποίες έλαβε από την αρμόδια αρχή ενός άλλου κράτους μέλους ενδέχεται να είναι χρήσιμες για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην αρμόδια αρχή τρίτου κράτους μέλους, επιτρέπεται να τις διαβιβάζει σε αυτή την τελευταία, υπό την προϋπόθεση ότι η διαβίβαση αυτή συνάδει προς τους κανόνες και τις διαδικασίες της παρούσας οδηγίας. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης των πληροφοριών για την πρόθεσή της να διαβιβάσει τις πληροφορίες σε τρίτο κράτος μέλος. Το κράτος μέλος προέλευσης των πληροφοριών δύναται να αντιταχθεί στη διαβίβαση εντός 15 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία παρέλαβε τη σχετική κοινοποίηση από το κράτος μέλος που επιθυμεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες.»·

γ)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 7:

«7. Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους θεσπίζει αποτελεσματικό μηχανισμό για να διασφαλίζει την αξιολόγηση των δεδομένων που αποκτώνται μέσω της υποβολής στοιχείων ή της ανταλλαγής πληροφοριών δυνάμει των άρθρων 8 έως 8αδ εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.»·

8)στο άρθρο 20, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Η Επιτροπή, ενεργώντας εξ ονόματος των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό τυποποιημένων ηλεκτρονικών εντύπων, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης δυνάμει του άρθρου 8α πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017·

β) για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις δυνάμει του άρθρου 8αβ πριν από τις 30 Ιουνίου 2019·

γ) για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα Δηλωτέα Κρυπτοστοιχεία δυνάμει του άρθρου 8αδ πριν από την 1η Ιανουαρίου 2026.

Τα εν λόγω τυποποιημένα έντυπα περιλαμβάνουν μόνο τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 8α παράγραφος 6, στο άρθρο 8αβ παράγραφος 14 και στο άρθρο 8αδ παράγραφος 3 για την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και τα άλλα σχετικά πεδία που συνδέονται με αυτά τα στοιχεία και απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων των άρθρων 8α, 8αβ και 8αδ αντίστοιχα.

Οι γλωσσικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να κοινοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8α, στο άρθρο 8αβ και στο άρθρο 8αδ σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης. Ωστόσο, οι εν λόγω γλωσσικές ρυθμίσεις είναι δυνατό να προβλέπουν ότι τα βασικά στοιχεία αυτών των πληροφοριών αποστέλλονται επίσης και σε άλλη επίσημη γλώσσα της Ένωσης.».

9)το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5α:

«5α. Η Επιτροπή, ενεργώντας για λογαριασμό των κρατών μελών, έως την 31η Δεκεμβρίου 2025, εξασφαλίζει την ανάπτυξη και την υλικοτεχνική υποστήριξη ασφαλούς κεντρικού ευρετηρίου για τα κράτη μέλη, το οποίο θα αφορά τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, και στο οποίο θα καταγράφονται οι προς κοινοποίηση πληροφορίες στο πλαίσιο του άρθρου 8αδ παράγραφοι 2 και 3, ώστε να πραγματοποιείται η προβλεπόμενη στις εν λόγω παραγράφους αυτόματη ανταλλαγή.

Οι αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που καταγράφονται στο εν λόγω ευρετήριο. Η Επιτροπή έχει επίσης πρόσβαση στις πληροφορίες που καταγράφονται στο εν λόγω ευρετήριο για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις της δυνάμει της παρούσας οδηγίας, με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 8α παράγραφος 8, στο άρθρο 8αβ παράγραφος 17 και στο άρθρο 8αδ παράγραφος 8. Οι αναγκαίες πρακτικές ρυθμίσεις εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2.

Έως ότου τεθεί σε λειτουργία το ανωτέρω ασφαλές κεντρικό ευρετήριο, η αυτόματη ανταλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 8α παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 8αβ παράγραφοι 13, 14 και 16 και στο άρθρο 8αδ παράγραφοι 2, 3 και 8 διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τις ισχύουσες πρακτικές ρυθμίσεις.»·

β)προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 8:

«8. Η Επιτροπή, ενεργώντας για λογαριασμό των κρατών μελών, αναπτύσσει και παρέχει στα κράτη μέλη ένα εργαλείο που επιτρέπει την ηλεκτρονική και αυτοματοποιημένη επαλήθευση της ορθότητας του ΑΦΜ που παρέχεται από αναφέρουσα οντότητα ή φορολογούμενο με σκοπό την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών.»·

10)στο άρθρο 22, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι 3 και 4:

«3. Τα κράτη μέλη διατηρούν τα αρχεία των πληροφοριών που λαμβάνουν μέσω αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 8αδ για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το αναγκαίο, αλλά σε κάθε περίπτωση όχι μικρότερο των 5 ετών από την ημερομηνία παραλαβής τους για την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας.

4. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αναφέρουσα οντότητα μπορεί να λαμβάνει επιβεβαίωση με ηλεκτρονικά μέσα της εγκυρότητας των στοιχείων ΑΦΜ κάθε φορολογουμένου που υπόκειται στην ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 8αδ. Η επιβεβαίωση των στοιχείων ΑΦΜ μπορεί να ζητηθεί μόνο για τον σκοπό της επικύρωσης της ορθότητας των δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, στο άρθρο 8 παράγραφος 3α, στο άρθρο 8α παράγραφος 6, στο άρθρο 8αα παράγραφος 3, στο άρθρο 8αβ παράγραφος 14, στο άρθρο 8αγ παράγραφος 2 και στο άρθρο 8αδ παράγραφος 3 στοιχείο γ).»·

11)στο άρθρο 23, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή μια ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρεται στα άρθρα 8 έως 8αδ, καθώς και των πρακτικών αποτελεσμάτων τα οποία επιτεύχθησαν. Η Επιτροπή εγκρίνει, με εκτελεστικές πράξεις, τη μορφή και τις προϋποθέσεις κοινοποίησης της εν λόγω ετήσιας αξιολόγησης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2.»·

12)το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

α)η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, οι ενδιάμεσοι, οι Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, οι Δηλούντες Πάροχοι Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θεωρούνται υπεύθυνοι επεξεργασίας δεδομένων, ενεργώντας μεμονωμένα ή από κοινού. Κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θεωρείται ότι επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό των υπευθύνων επεξεργασίας και συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 που ισχύουν για τους εκτελούντες την επεξεργασία. Η επεξεργασία διέπεται από σύμβαση κατά την έννοια του άρθρου 28 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του άρθρου 29 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.»·

β)στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Παρά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ή ο ενδιάμεσος ή ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας ή ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, κατά περίπτωση, που υπάγεται στη δικαιοδοσία του:

α)ενημερώνει κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο ότι οι πληροφορίες που αφορούν το εν λόγω φυσικό πρόσωπο θα συλλέγονται και θα διαβιβάζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία· και

β)παρέχει σε κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο όλες τις πληροφορίες που το εν λόγω πρόσωπο δικαιούται να λάβει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας των δεδομένων ώστε το εν λόγω φυσικό πρόσωπο να έχει επαρκή χρόνο να ασκήσει τα δικαιώματα προστασίας των δεδομένων του/της και, σε κάθε περίπτωση, πριν από την υποβολή των πληροφοριών.»·

13)το άρθρο 25α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 25α
Κυρώσεις και άλλα μέτρα συμμόρφωσης

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και όσον αφορά το άρθρο 8 παράγραφος 3α και τα άρθρα 8αα έως 8αδ, και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή και την επιβολή τους. Οι κυρώσεις και τα μέτρα συμμόρφωσης που προβλέπονται είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας, κυρώσεις και μέτρα συμμόρφωσης μπορούν να επιβληθούν σε νομικά πρόσωπα καθώς και στα μέλη του διοικητικού οργάνου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, είναι υπεύθυνα για τη μη συμμόρφωση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη για τη μη συμμόρφωση με τις εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν την παρούσα οδηγία από οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί ατομικά ή ως μέλος οργάνου του εν λόγω νομικού προσώπου και κατέχει διευθυντική θέση εντός του νομικού προσώπου. Οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις υποδεικνύει τη διευθυντική θέση εντός του νομικού προσώπου:

α)εξουσία εκπροσώπησης του νομικού προσώπου·

β)εξουσία λήψης αποφάσεων εξ ονόματος του νομικού προσώπου·

γ)εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

3. Σε περίπτωση μη υποβολής στοιχείων μετά από 2 διοικητικές υπενθυμίσεις ή όταν οι παρεχόμενες πληροφορίες περιέχουν ελλιπή, εσφαλμένα ή ψευδή δεδομένα που αντιστοιχούν σε ποσοστό άνω του 25 % των πληροφοριών που θα έπρεπε να έχουν υποβληθεί σύμφωνα με τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα VI τμήμα II ενότητα Β, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες ελάχιστες χρηματικές ποινές:

α)σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται για τη συμμόρφωση με το άρθρο 8 παράγραφος 3α, η ελάχιστη χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 50 000 EUR, όταν ο ετήσιος κύκλος εργασιών του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος είναι μικρότερος από 6 εκατ. EUR, και 150 000 EUR όταν ο κύκλος εργασιών είναι τουλάχιστον 6 εκατ. EUR·

β)σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται για τη συμμόρφωση με το άρθρο 8αα, η ελάχιστη χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 500 000 EUR·

γ)σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται για τη συμμόρφωση με το άρθρο 8αβ, η ελάχιστη χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 50 000 EUR, όταν ο ετήσιος κύκλος εργασιών του ενδιάμεσου ή του σχετικού φορολογουμένου είναι μικρότερος από 6 εκατ. EUR, και 150 000 EUR όταν ο κύκλος εργασιών είναι τουλάχιστον 6 εκατ. EUR· η ελάχιστη χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 20 000 EUR όταν ο ενδιάμεσος ή ο σχετικός φορολογούμενος είναι φυσικό πρόσωπο·

δ)σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται για τη συμμόρφωση με το άρθρο 8αγ, η ελάχιστη χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 50 000 EUR, όταν ο ετήσιος κύκλος εργασιών του Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας είναι μικρότερος από 6 εκατ. EUR, και 150 000 EUR όταν ο κύκλος εργασιών είναι τουλάχιστον 6 εκατ. EUR· η ελάχιστη χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 20 000 EUR όταν ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας είναι φυσικό πρόσωπο·

ε)σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται για τη συμμόρφωση με το άρθρο 8αδ, η ελάχιστη χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 50 000 EUR, όταν ο ετήσιος κύκλος εργασιών του Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων είναι μικρότερος από 6 εκατ. EUR, και 150 000 EUR όταν ο κύκλος εργασιών είναι τουλάχιστον 6 εκατ. EUR· η ελάχιστη χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 20 000 EUR όταν ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων είναι φυσικό πρόσωπο.

Η Επιτροπή αξιολογεί την καταλληλότητα των ποσών που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο στοιχείο δ) στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 1.

Τα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ εφαρμόζουν την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

Οι ελάχιστες χρηματικές ποινές που προσδιορίζονται στο εδάφιο 3) επιβάλλονται με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να καθορίζουν διαφορετικές κυρώσεις ή άλλα μέτρα συμμόρφωσης για οποιεσδήποτε άλλες παραβάσεις των εθνικών διατάξεων πέραν εκείνων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

4. Τα κράτη μέλη αναφέρουν αν οι κυρώσεις που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία εφαρμόζονται σε μεμονωμένες περιπτώσεις παράβασης ή σε σωρευτική βάση. Οι ελάχιστες ποινές που ορίζονται στο εδάφιο 3) εφαρμόζονται σωρευτικά.

5. Τα κράτη μέλη καθορίζουν κυρώσεις για ψευδή αυτοπιστοποίηση, όπως αναφέρεται στο παράρτημα I τμήμα I και στο παράρτημα VI τμήμα III της παρούσας οδηγίας.

6. Κατά την επιβολή κυρώσεων και άλλων μέτρων συμμόρφωσης, οι αρμόδιες αρχές, κατά περίπτωση, συνεργάζονται στενά μεταξύ τους και με άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και συντονίζουν τις ενέργειές τους, κατά περίπτωση, κατά την εξέταση διασυνοριακών υποθέσεων.»·

14)στο άρθρο 27, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Τα κράτη μέλη παρακολουθούν και αξιολογούν, σε σχέση με τη δικαιοδοσία τους, την αποτελεσματικότητα της διοικητικής συνεργασίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και κοινοποιούν τα αποτελέσματα της αξιολόγησής τους στην Επιτροπή μία φορά ανά έτος.»·

15)προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 27γ:

«Άρθρο 27γ
Αναφορά ΑΦΜ

Για τις φορολογικές περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2026 ή μεταγενέστερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ΑΦΜ των αναφερόμενων προσώπων ή οντοτήτων που εκδίδεται από το κράτος μέλος κατοικίας περιλαμβάνεται στην κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 3α, στο άρθρο 8α παράγραφος 6, στο άρθρο 8αα παράγραφος 3, στο άρθρο 8αβ παράγραφος 14, στο άρθρο 8αγ παράγραφος 2 και στο άρθρο 8αδ παράγραφος 3. Ο ΑΦΜ παρέχεται ακόμη και όταν δεν απαιτείται ρητά από τα εν λόγω άρθρα.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι ο ΑΦΜ των αναφερόμενων προσώπων ή οντοτήτων αναφέρεται υποχρεωτικά από την αναφέρουσα οντότητα, μολονότι δεν απαιτείται από το παράρτημα I, το παράρτημα III, το παράρτημα V ή το παράρτημα VI.»·

16)το παράρτημα I τροποποιείται όπως ορίζεται στο παράρτημα I της παρούσας οδηγίας·

17)το παράρτημα V τροποποιείται όπως ορίζεται στο παράρτημα II της παρούσας οδηγίας·

18)προστίθεται παράρτημα VI, το περιεχόμενο του οποίου παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙI της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2025, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2026.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη εκδίδουν και δημοσιεύουν, έως την 1η Ιανουαρίου 2024, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με το άρθρο 1 σημείο 5) της παρούσας οδηγίας. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2025.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

3.Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη εκδίδουν και δημοσιεύουν, έως την 31η Δεκεμβρίου 2027, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με το άρθρο 1 σημείο 10) της παρούσας οδηγίας. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιανουαρίου 2028.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

4.Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

   Για το Συμβούλιο

   O Πρόεδρος

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ 

1.1.Τίτλος της πρότασης/πρωτοβουλίας

Οδηγία (ΕΕ) 2022/ΧΧ του Συμβουλίου, της ΧΧ Μαρτίου 2023, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας

1.2.Σχετικοί τομείς πολιτικής 

Φορολογική πολιτική.

1.3.Η πρόταση/πρωτοβουλία αφορά: 

X νέα δράση 

 νέα δράση έπειτα από δοκιμαστικό σχέδιο / προπαρασκευαστική ενέργεια 33  

 την παράταση υφιστάμενης δράσης 

 συγχώνευση ή αναπροσανατολισμό μίας ή περισσότερων δράσεων προς άλλη/νέα δράση

1.4.Στόχοι

1.4.1.Γενικοί στόχοι

Σκοπός της πρότασης είναι η διασφάλιση της δίκαιης και αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς μέσω της αύξησης της συνολικής φορολογικής διαφάνειας στον τομέα των κρυπτοστοιχείων, προς όφελος των φορολογικών αρχών, καθώς και των χρηστών και των παρόχων υπηρεσιών. Η παρούσα πρωτοβουλία αποσκοπεί επίσης στη διασφάλιση των φορολογικών εσόδων των κρατών μελών μέσω της επέκτασης και της αποσαφήνισης των διατάξεων σχετικά με τη διοικητική συνεργασία. Οι προτεινόμενοι κανόνες αναμένεται να βελτιώσουν ειδικότερα την ικανότητα των κρατών μελών να εντοπίζουν και να καταπολεμούν τη φορολογική απάτη, τη φοροδιαφυγή και τη φοροαποφυγή. Αναμένεται επίσης να συμβάλλουν στην αποτροπή της μη συμμόρφωσης.

1.4.2.Ειδικοί στόχοι

Ειδικός στόχος

Σκοπός της πρότασης είναι η αύξηση των σχετικών πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους οι φορολογικές διοικήσεις για την αποτελεσματικότερη εκτέλεση των καθηκόντων τους και την ενίσχυση της γενικής συμμόρφωσης με τις διατάξεις της οδηγίας 2011/16/ΕΕ (στο εξής: ΟΔΣ).

Η πρωτοβουλία θα εξασφαλίσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού σε ολόκληρη την Ένωση, δεδομένου ότι η ΟΔΣ θα απαιτεί από τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων (στο εξής: CASP) να υποβάλλουν σχετικές πληροφορίες στα κράτη μέλη σχετικά με τις συναλλαγές με κρυπτονομίσματα.

Η πρόταση θα βελτιώσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα μέσω των υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γεγονός που θα μειώσει τον κίνδυνο φοροδιαφυγής. Υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι φορολογούμενοι γνωρίζουν ότι υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να συλληφθούν για φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή όταν εφαρμόζονται μέτρα αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών.

1.4.3.Αναμενόμενα αποτελέσματα και επιπτώσεις

Να προσδιοριστούν τα αποτελέσματα που θα πρέπει να έχει η πρόταση/πρωτοβουλία όσον αφορά τους στοχοθετημένους δικαιούχους / τις στοχοθετημένες ομάδες.

Η βελτίωση της υφιστάμενης διάταξης θα πρέπει να έχει θετικό αντίκτυπο στην αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία. Η αντιμετώπιση των υφιστάμενων ανεπαρκειών με ομοιόμορφο τρόπο θα εξασφαλίσει ασφάλεια δικαίου και σαφήνεια.

Σκοπός της υποχρέωσης υποβολής στοιχείων όσον αφορά το εισόδημα που αποκτούν οι χρήστες κρυπτοστοιχείων είναι κυρίως να ενημερώνονται οι φορολογικές αρχές και να τους δίνεται η δυνατότητα να αξιολογούν τον οφειλόμενο φόρο με βάση ορθές και πλήρεις πληροφορίες. Η παρούσα πρόταση θα περιλαμβάνει υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων και διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για τους CASP που συνεπάγονται κόστος συμμόρφωσης· ωστόσο, αυτό το κόστος θα αντισταθμιστεί από την αυστηρότερη επιβολή ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην αγορά και από τα οφέλη που θα προκύψουν από την αυξημένη ασφάλεια δικαίου για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά. Οι CASP όχι μόνο θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πιο σταθερή αγορά, αλλά και οι χρήστες θα αντιληφθούν ότι πρόκειται για δικαιότερη και ασφαλέστερη αγορά.

1.4.4.Δείκτες επιδόσεων

Να προσδιοριστούν οι δείκτες για την παρακολούθηση της προόδου και των επιτευγμάτων.

Ειδικοί στόχοι

Δείκτες

Εργαλεία μέτρησης

Βελτίωση της ικανότητας των κρατών μελών να εντοπίζουν και να καταπολεμούν τη διασυνοριακή φοροδιαφυγή

Αριθμός ελέγχων που διενεργήθηκαν βάσει των δεδομένων που συγκεντρώνουν οι φορολογικές διοικήσεις μέσω της πρωτοβουλίας (μόνο αυτά ή και αυτά τα δεδομένα)

Ετήσια αξιολόγηση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών (πηγή: φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών)

Βελτίωση της είσπραξης φορολογικών εσόδων από τα κράτη μέλη

Πρόσθετα φορολογικά έσοδα που εξασφαλίστηκαν χάρη στην πρωτοβουλία, υπολογιζόμενα ως αύξηση της φορολογικής βάσης και/ή ως αύξηση του προσδιορισμένου φόρου

Ετήσια αξιολόγηση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών (πηγή: φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών)

Βελτίωση του αποτρεπτικού αποτελέσματος μέσω των υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων και του επακόλουθου κινδύνου εντοπισμού.

Ποιοτική αξιολόγηση του ποσοστού συμμόρφωσης των χρηστών κρυπτοστοιχείων.

Ετήσια αξιολόγηση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών (πηγή: φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών)

1.5.Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας 

1.5.1.Βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη κάλυψη αναγκών, συμπεριλαμβανομένου λεπτομερούς χρονοδιαγράμματος για τη σταδιακή υλοποίηση της πρωτοβουλίας

Οι CASP θα πρέπει να υποβάλλουν πληροφορίες για φορολογικούς σκοπούς όταν έχουν χρήστες με φορολογική κατοικία στην ΕΕ. Γι’ αυτόν τον σκοπό, οι CASP θα πρέπει να καταχωρίζονται σε κεντρικό μητρώο. Εξαίρεση από την καταχώριση χορηγείται στους CASP που έχουν λάβει άδεια βάσει του κανονισμού για τις αγορές κρυπτοστοιχείων. Αφού ο CASP παράσχει τις πληροφορίες που ζητούνται για την καταχώριση σε ένα κράτος μέλος, οι φορολογικές αρχές αναφέρουν τις πληροφορίες σχετικά με τον εν λόγω CASP σε κεντρικό μητρώο στο οποίο έχουν πρόσβαση όλα τα κράτη μέλη.

Για τους σκοπούς της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της παρούσας πρότασης με άλλα κράτη μέλη μέσω κεντρικού ευρετηρίου προσβάσιμου από όλα τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή θα έχει το καθήκον να παρέχει στα κράτη μέλη το κεντρικό ευρετήριο και παραμένει ο εκτελών την επεξεργασία δεδομένων με περιορισμένη πρόσβαση. Γενικά, η πρόταση θα χρησιμοποιήσει τις πρακτικές ρυθμίσεις που χρησιμοποιούνται επί του παρόντος στο πλαίσιο της ΟΔΣ.

Όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα για τη δημιουργία του κεντρικού ευρετηρίου, όπως η ΟΔΣ3 και η ΟΔΣ6, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα χρειαστούν κάποιο διάστημα από την έγκριση της πρότασης για να μπορέσουν να θέσουν σε εφαρμογή τα συστήματα που θα επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών.

1.5.2.Προστιθέμενη αξία της ενωσιακής παρέμβασης (που μπορεί να προκύπτει από διάφορους παράγοντες, π.χ. οφέλη από τον συντονισμό, ασφάλεια δικαίου, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα ή συμπληρωματικότητα). Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, «προστιθέμενη αξία της ενωσιακής παρέμβασης» είναι η αξία που απορρέει από την ενωσιακή παρέμβαση και η οποία προστίθεται στην αξία που θα είχε δημιουργηθεί αν τα κράτη μέλη ενεργούσαν μεμονωμένα.

Οι δράσεις των κρατών μελών δεν δίνουν μια αποδοτική και αποτελεσματική λύση σε προβλήματα που είναι κατ’ ουσία διακρατικά. Η προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕ φαίνεται προτιμότερη για να αποφευχθεί ένα συνονθύλευμα απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που εφαρμόζονται μονομερώς από ορισμένα ή από όλα τα κράτη μέλη. Η δράση σε επίπεδο ΕΕ διασφαλίζει τη συνοχή, μειώνει τον διοικητικό φόρτο για τις αναφέρουσες οντότητες και τις φορολογικές αρχές και είναι πιο ισχυρή σε σχέση με ενδεχόμενα κενά λόγω του ευμετάβλητου χαρακτήρα των σχετικών περιουσιακών στοιχείων.

1.5.3.Διδάγματα από ανάλογες εμπειρίες του παρελθόντος

Η παρούσα πρωτοβουλία θα εφαρμόσει ένα νέο πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών για τα κρυπτοστοιχεία. Η πρωτοβουλία αποσκοπεί επίσης γενικά στη βελτίωση και την ενίσχυση της ΟΔΣ. Από παρόμοιες εμπειρίες στο παρελθόν, η παρούσα πρωτοβουλία θα προσφέρει μεγαλύτερη διαφάνεια στην αγορά κρυπτοστοιχείων της ΕΕ από φορολογική άποψη όσον αφορά την επίτευξη ενός δικαιότερου και ισότιμου φορολογικού συστήματος. Οι φορολογικές αρχές των κρατών μελών θα έχουν στη διάθεσή τους ένα νέο εργαλείο για την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής και, τελικά, για την αύξηση της αποτελεσματικότητας των δημοσιονομικών τους πλαισίων.

1.5.4.Συμβατότητα με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο και ενδεχόμενες συνέργειες με άλλα κατάλληλα μέσα

Όπως αναφέρεται στο σχέδιο δράσης για δίκαιη και απλή φορολόγηση που στηρίζει τη στρατηγική ανάκαμψης (που δημοσιεύθηκε στις 15 Ιουλίου 2020), η Επιτροπή δεσμεύτηκε να υποβάλει νομοθετική πρόταση για τον καθορισμό ενωσιακών κανόνων για την αύξηση της δημοσιονομικής διαφάνειας στην αγορά κρυπτοστοιχείων. Η πρόταση θα χρησιμοποιήσει τις διαδικασίες, τις ρυθμίσεις και τα εργαλεία ΤΠ που έχουν ήδη θεσπιστεί ή βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης στο πλαίσιο της ΟΔΣ.

1.5.5.Αξιολόγηση των διαφόρων διαθέσιμων επιλογών χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των δυνατοτήτων ανακατανομής

Οι δαπάνες υλοποίησης της πρωτοβουλίας θα χρηματοδοτηθούν από τον προϋπολογισμό της ΕΕ όσον αφορά μόνο τα κεντρικά στοιχεία του συστήματος αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών. Διαφορετικά, εναπόκειται στα κράτη μέλη να εφαρμόσουν τα προβλεπόμενα μέτρα.

1.6.Διάρκεια και δημοσιονομικές επιπτώσεις της πρότασης/πρωτοβουλίας

 περιορισμένη διάρκεια

   με ισχύ από [ΗΗ/MM]ΕΕΕΕ έως [ΗΗ/MM]ΕΕΕΕ

   Δημοσιονομικές επιπτώσεις από το ΕΕΕΕ έως το ΕΕΕΕ για πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων και από το ΕΕΕΕ έως το ΕΕΕΕ για πιστώσεις πληρωμών.

X απεριόριστη διάρκεια

Περίοδος σταδιακής εφαρμογής από το ΕΕΕΕ έως το ΕΕΕΕ,

και στη συνέχεια πλήρης εφαρμογή.

1.7.Προβλεπόμενοι τρόποι διαχείρισης 34   

X Άμεση διαχείριση από την Επιτροπή

από τις υπηρεσίες της, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού της στις αντιπροσωπείες της Ένωσης

   από τους εκτελεστικούς οργανισμούς

 Επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη

 Έμμεση διαχείριση με ανάθεση καθηκόντων εκτέλεσης του προϋπολογισμού:

σε τρίτες χώρες ή οργανισμούς που αυτές έχουν ορίσει

σε διεθνείς οργανισμούς και στις οργανώσεις τους (να προσδιοριστούν)

στην ΕΤΕπ και στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων

στους οργανισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 70 και 71 του δημοσιονομικού κανονισμού

σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου

σε οργανισμούς που διέπονται από ιδιωτικό δίκαιο και έχουν αποστολή δημόσιας υπηρεσίας, στον βαθμό που παρέχουν επαρκείς οικονομικές εγγυήσεις

σε οργανισμούς που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο κράτους μέλους, στους οποίους έχει ανατεθεί η εκτέλεση σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και οι οποίοι παρέχουν επαρκείς οικονομικές εγγυήσεις

σε πρόσωπα επιφορτισμένα με την εκτέλεση συγκεκριμένων δράσεων στην ΚΕΠΠΑ βάσει του τίτλου V της ΣΕΕ και τα οποία προσδιορίζονται στην αντίστοιχη βασική πράξη.

Αν αναφέρονται περισσότεροι του ενός τρόποι διαχείρισης, να διευκρινιστούν στο τμήμα «Παρατηρήσεις».

Παρατηρήσεις

Η παρούσα πρόταση βασίζεται στο υφιστάμενο πλαίσιο και στα υφιστάμενα συστήματα αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών με τη χρήση κεντρικού ευρετηρίου για τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις (ΟΔΣ3) και τις δηλωτέες διασυνοριακές φορολογικές ρυθμίσεις (ΟΔΣ6) που αναπτύχθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 21 της οδηγίας 2011/16/ΕΕ στο πλαίσιο των εν λόγω προηγούμενων τροποποιήσεων της ΟΔΣ. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, επεξεργάζεται τυποποιημένα ηλεκτρονικά έντυπα και μορφότυπους για την ανταλλαγή πληροφοριών μέσω εκτελεστικών μέτρων. Όσον αφορά το δίκτυο CCN το οποίο θα επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του εν λόγω δικτύου και τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν να αναπτύξουν την κατάλληλη εγχώρια υποδομή που θα επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μέσω του δικτύου CCN.

2.ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ 

2.1.Κανόνες παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων 

Να προσδιοριστούν η συχνότητα και οι όροι.

Η Επιτροπή θα αξιολογήσει τη λειτουργία της παρέμβασης σε σχέση με τους κύριους στόχους πολιτικής. Η παρακολούθηση και η αξιολόγηση θα πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα άλλα στοιχεία της διοικητικής συνεργασίας.

Τα κράτη μέλη θα υποβάλλουν σε ετήσια βάση στην Επιτροπή στοιχεία για τις πληροφορίες που περιγράφονται στον πίνακα ανωτέρω σχετικά με τους δείκτες επιδόσεων που θα χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με την πρόταση.

Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν:

— να κοινοποιούν στην Επιτροπή ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της

αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών στην οδηγία που αναφέρεται στα άρθρα 8, 8α, 8αα, 8αβ, 8αγ και στο προτεινόμενο άρθρο 8αδ·

— να υποβάλλουν κατάλογο στατιστικών στοιχείων, ο οποίος συντάσσεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 2 (μέτρα εφαρμογής), για την αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας·

— να κοινοποιούν στην Επιτροπή ετησίως τα αποτελέσματα της οικείας αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της διοικητικής συνεργασίας. Στο άρθρο 27 η Επιτροπή δεσμεύτηκε να υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας ανά πενταετία, αρχίζοντας από την 1η Ιανουαρίου 2013. Τα

αποτελέσματα της παρούσας πρότασης (η οποία τροποποιεί την ΟΔΣ) θα συμπεριληφθούν στην έκθεση προς το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο που θα εκδοθεί έως την 1η Ιανουαρίου 2028.

2.2.Συστήματα διαχείρισης και ελέγχου 

2.2.1.Αιτιολόγηση των τρόπων διαχείρισης, των μηχανισμών εκτέλεσης της χρηματοδότησης, των όρων πληρωμής και της προτεινόμενης στρατηγικής ελέγχου

Η υλοποίηση της πρωτοβουλίας θα βασίζεται στις αρμόδιες αρχές (φορολογικές διοικήσεις) των κρατών μελών. Οι αρμόδιες αρχές θα είναι υπεύθυνες για τη χρηματοδότηση των δικών τους εθνικών συστημάτων και των αναγκαίων προσαρμογών για τις ανταλλαγές που πρέπει να πραγματοποιούνται με το κεντρικό ευρετήριο, το οποίο θα δημιουργηθεί για τους σκοπούς της πρότασης.

Η Επιτροπή θα δημιουργήσει την υποδομή, συμπεριλαμβανομένου του κεντρικού ευρετηρίου, που θα καταστήσει εφικτές τις ανταλλαγές που πρέπει να πραγματοποιούνται μεταξύ των φορολογικών αρχών των κρατών μελών. Έχουν δημιουργηθεί συστήματα ΤΠ για την ΟΔΣ, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την παρούσα πρωτοβουλία. Η Επιτροπή θα χρηματοδοτήσει τα συστήματα που απαιτούνται για την πραγματοποίηση των ανταλλαγών, συμπεριλαμβανομένου του κεντρικού ευρετηρίου, το οποίο θα υπόκειται στα κύρια στοιχεία ελέγχου που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις, την τεχνική επαλήθευση των συμβάσεων, την εκ των προτέρων επαλήθευση δεσμεύσεων και την εκ των προτέρων επαλήθευση πληρωμών.

2.2.2.Πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου που έχουν δημιουργηθεί για τον μετριασμό τους

Η προτεινόμενη παρέμβαση θα βασίζεται σε ένα σύστημα δήλωσης, το οποίο ενέχει τον κίνδυνο μη δήλωσης ή ψευδούς δήλωσης από τους CASP που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής. Τα κράτη μέλη θα υποχρεούνται να υποβάλλουν τα σχετικά στατιστικά στοιχεία στην Επιτροπή σε ετήσια βάση.

Για την αντιμετώπιση του κινδύνου μη συμμόρφωσης των CASP, η πρόταση περιλαμβάνει νέο πλαίσιο συμμόρφωσης. Οι εθνικές φορολογικές αρχές θα είναι υπεύθυνες για την επιβολή κυρώσεων και γενικότερα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με την ΟΔΣ8. Οι κυρώσεις καθορίζονται σε επαρκώς υψηλό επίπεδο ώστε να λειτουργούν αποτρεπτικά. Επιπλέον, οι εθνικές φορολογικές διοικήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να διενεργούν ελέγχους για τον εντοπισμό και την αποτροπή περιπτώσεων μη συμμόρφωσης.

Για την παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής της πρότασης, η Επιτροπή θα έχει περιορισμένη πρόσβαση στο κεντρικό ευρετήριο όπου τα κράτη μέλη θα ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις συναλλαγές των χρηστών με κρυπτοστοιχεία που αναφέρονται βάσει της πρότασης, καθώς και στατιστικά στοιχεία.

Το πρόγραμμα Fiscalis θα στηρίζει το σύστημα εσωτερικού ελέγχου, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2021, μέσω της χορήγησης κονδυλίων για τα ακόλουθα:

— κοινές δράσεις (π.χ. με τη μορφή ομάδων έργου),

— ανάπτυξη των τεχνικών προδιαγραφών, συμπεριλαμβανομένου του σχήματος XML.

Τα κύρια στοιχεία της στρατηγικής ελέγχου είναι τα ακόλουθα:

Δημόσιες συμβάσεις

Οι διαδικασίες ελέγχου για την ανάθεση συμβάσεων που προσδιορίζονται στον δημοσιονομικό κανονισμό: κάθε σύμβαση συνάπτεται με εφαρμογή της καθιερωμένης διαδικασίας επαλήθευσης από τις υπηρεσίες της Επιτροπής για την πληρωμή, λαμβανομένων υπόψη των συμβατικών υποχρεώσεων και της χρηστής δημοσιονομικής και γενικής διαχείρισης. Προβλέπονται μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης (έλεγχοι, εκθέσεις κ.λπ.) σε όλες τις συμβάσεις οι οποίες συνάπτονται μεταξύ της Επιτροπής και των δικαιούχων. Συντάσσεται λεπτομερής συγγραφή των υποχρεώσεων, οι οποίες αποτελούν τη βάση της ειδικής σύμβασης. Η διαδικασία αποδοχής εφαρμόζει αυστηρά τη μέθοδο TEMPO της ΓΔ TAXUD: τα παραδοτέα εξετάζονται, τροποποιούνται, εφόσον απαιτείται, και τελικά γίνονται ρητώς αποδεκτά (ή απορρίπτονται). Κανένα τιμολόγιο δεν πληρώνεται χωρίς «επιστολή αποδοχής».

Τεχνική επαλήθευση της ανάθεσης συμβάσεων

Η ΓΔ TAXUD διενεργεί ελέγχους των παραδοτέων και επιβλέπει τις εργασίες και τις υπηρεσίες που εκτελούνται από αναδόχους. Διενεργεί επίσης ελέγχους ποιότητας και ασφάλειας στους αναδόχους σε τακτική βάση. Οι έλεγχοι ποιότητας επαληθεύουν τη συμμόρφωση των πραγματικών διεργασιών των αναδόχων προς τους κανόνες και τις διαδικασίες που καθορίζονται στα σχέδια ποιότητας που υπέβαλαν. Οι έλεγχοι ασφάλειας επικεντρώνονται στις συγκεκριμένες διεργασίες, διαδικασίες και οργάνωση.

Επιπλέον των ως άνω ελέγχων, η ΓΔ TAXUD διενεργεί τους παραδοσιακούς οικονομικούς ελέγχους:

Εκ των προτέρων επαλήθευση δεσμεύσεων

Όλες οι δεσμεύσεις στη ΓΔ TAXUD επαληθεύονται από τον προϊστάμενο της διοικητικής μονάδας Οικονομικών και Ανθρωπίνων Πόρων. Επομένως, το 100 % των δεσμευμένων ποσών καλύπτεται από την εκ των προτέρων επαλήθευση. Αυτή η διαδικασία διασφαλίζει σε υψηλό επίπεδο τη νομιμότητα και κανονικότητα των συναλλαγών.

Εκ των προτέρων επαλήθευση πληρωμών

Το 100 % των πληρωμών επαληθεύεται εκ των προτέρων. Επιπλέον, τουλάχιστον μία πληρωμή (από όλες τις κατηγορίες δαπανών) εβδομαδιαίως επιλέγεται τυχαία για πρόσθετη εκ των προτέρων επαλήθευση, η οποία διενεργείται από τον προϊστάμενο της διοικητικής μονάδας Οικονομικών και Ανθρωπίνων Πόρων. Δεν υφίσταται στόχος σχετικά με την κάλυψη, καθώς ο σκοπός αυτής της επαλήθευσης είναι ο «τυχαίος» έλεγχος πληρωμών προκειμένου να επαληθευτεί ότι όλες οι πληρωμές έγιναν σύμφωνα με τις απαιτήσεις. Οι λοιπές πληρωμές διεκπεραιώνονται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες σε ημερήσια βάση.

Δηλώσεις των δευτερευόντων διατακτών

Όλοι οι δευτερεύοντες διατάκτες υπογράφουν δηλώσεις για τη στήριξη της Ετήσιας Έκθεσης Δραστηριοτήτων για το εκάστοτε έτος. Αυτές οι δηλώσεις καλύπτουν τις εργασίες στο πλαίσιο του προγράμματος. Οι δευτερεύοντες διατάκτες δηλώνουν ότι οι εργασίες σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής οικονομικής διαχείρισης, ότι τα συστήματα που εφαρμόζονται για τη διαχείριση και τον έλεγχο παρείχαν επαρκή διασφάλιση σχετικά με τη νομιμότητα και κανονικότητα των συναλλαγών, ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτές τις εργασίες έχουν προσδιοριστεί δεόντως και ότι εφαρμόσθηκαν ενέργειες άμβλυνσης.

2.2.3.Εκτίμηση και αιτιολόγηση της οικονομικής αποδοτικότητας των ελέγχων (λόγος του κόστους του ελέγχου προς την αξία των σχετικών κονδυλίων που αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης) και αξιολόγηση του εκτιμώμενου επιπέδου κινδύνου σφάλματος (κατά την πληρωμή και κατά το κλείσιμο) 

Οι έλεγχοι που έχουν θεσπισθεί επιτρέπουν στη ΓΔ TAXUD να εξασφαλίζει επαρκή βεβαιότητα σχετικά με την ποιότητα και την κανονικότητα των δαπανών και να μειώνει τον κίνδυνο μη συμμόρφωσης. Τα ανωτέρω μέτρα της στρατηγικής ελέγχου μειώνουν τους δυνητικούς κινδύνους κάτω από τον στόχο του 2 % και εκτείνονται σε όλους τους δικαιούχους. Τυχόν πρόσθετα μέτρα για περαιτέρω μείωση των κινδύνων θα έχουν ως αποτέλεσμα δυσανάλογα υψηλό κόστος και, ως εκ τούτου, δεν προβλέπονται. Το συνολικό κόστος υλοποίησης της ως άνω στρατηγικής ελέγχου — για όλες τις δαπάνες στο πλαίσιο του προγράμματος Fiscalis 2027, περιορίζεται στο 1,6 % του συνόλου των πληρωμών. Αναμένεται να παραμείνει στο ίδιο ποσοστό για την πρωτοβουλία αυτή. Η στρατηγική ελέγχου του προγράμματος περιορίζει τον κίνδυνο της μη συμμόρφωσης σε ουσιαστικά μηδενικό επίπεδο και εξακολουθεί να είναι ανάλογη με τους ενεχόμενους κινδύνους.

2.3.Μέτρα για την πρόληψη περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας 

Να προσδιοριστούν τα ισχύοντα ή τα προβλεπόμενα μέτρα πρόληψης και προστασίας, π.χ. στη στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης.

Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) δύναται να διενεργεί έρευνες που περιλαμβάνουν επιτόπιους ελέγχους και επιθεωρήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 35 και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου 36 , με στόχο τη διαπίστωση τυχόν απάτης, διαφθοράς ή άλλης παράνομης δραστηριότητας, συνδεόμενης με συμφωνία επιχορήγησης ή απόφαση επιχορήγησης ή με σύμβαση χρηματοδότησης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η οποία θίγει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

3.ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ 

3.1.Τομείς του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμές δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται 

·Υφιστάμενες γραμμές του προϋπολογισμού

Κατά σειρά τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμών του προϋπολογισμού

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Γραμμή του προϋπολογισμού

Είδος δαπάνης

Συμμετοχή

Αριθμός: 03 04 0100

ΔΠ/ΜΔΠ 37 .

χωρών ΕΖΕΣ 38

υποψηφίων για ένταξη χωρών 39

τρίτων χωρών

κατά την έννοια του άρθρου 21 παράγραφος 2 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού

1 – Ενιαία αγορά, καινοτομία και ψηφιακή οικονομία

Βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων

ΔΠ

ΟΧΙ

ΟΧΙ

ΟΧΙ

ΟΧΙ

·Νέες γραμμές του προϋπολογισμού, των οποίων έχει ζητηθεί η δημιουργία

Κατά σειρά τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμών του προϋπολογισμού

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Γραμμή του προϋπολογισμού

Είδος 
δαπάνης

Συμμετοχή

Αριθμός  

ΔΠ/ΜΔΠ

χωρών ΕΖΕΣ

υποψηφίων για ένταξη χωρών

τρίτων χωρών

κατά την έννοια του άρθρου 21 παράγραφος 2 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού

[XX.ΕΕ.ΕΕ.ΕΕ]

ΝΑΙ/ΟΧΙ

ΝΑΙ/ΟΧΙ

ΝΑΙ/ΟΧΙ

ΝΑΙ/ΟΧΙ

3.2.Εκτιμώμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις της πρότασης στις πιστώσεις 

3.2.1.Συνοπτική παρουσίαση των εκτιμώμενων επιπτώσεων στις επιχειρησιακές πιστώσεις 

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Αριθμός

1

Ενιαία αγορά, καινοτομία και ψηφιακή οικονομία

ΓΔ: TAXUD

2023

2024

2025

2026

2027

2028

ΣΥΝΟΛΟ

• Επιχειρησιακές πιστώσεις

Γραμμή του προϋπολογισμού 40  14.030100

Αναλήψεις υποχρεώσεων

(1α)

0,400

0,870

0,450

0,270

0,170

0,170

2,330

Πληρωμές

(2α)

0,400

0,870

0,450

0,270

0,170

2,160 

Γραμμή του προϋπολογισμού

Αναλήψεις υποχρεώσεων

(1β)

Πληρωμές

(2β)

Πιστώσεις διοικητικού χαρακτήρα χρηματοδοτούμενες από το κονδύλιο ειδικών προγραμμάτων 41  

Γραμμή του προϋπολογισμού

(3)

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων 
για τη ΓΔ TAXUD

Αναλήψεις υποχρεώσεων

=1α+1β +3

0,400

0,870

0,450

0,270

0,170

0,170

2,330

Πληρωμές

=2α+2β

+3

0,400

0,870

0,450

0,270

0,170

2,160



Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

7

«Διοικητικές δαπάνες»

Αυτό το τμήμα πρέπει να συμπληρωθεί με «στοιχεία διοικητικού χαρακτήρα του προϋπολογισμού» τα οποία θα εισαχθούν, καταρχάς, στο παράρτημα του νομοθετικού δημοσιονομικού δελτίου (παράρτημα V του εσωτερικού κανονισμού), που αναφορτώνεται στο DECIDE για διυπηρεσιακή διαβούλευση.

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

2023

2024

2025

2026

2027

ΣΥΝΟΛΟ

ΠΔΠ 2021-2027

ΓΔ: TAXUD

• Ανθρώπινοι πόροι

0,118

0,157

0,157

0,063

0,016

0,511

• Άλλες διοικητικές δαπάνες

0,004

0,004

0,002

0,002

0,001

0,013

ΣΥΝΟΛΟ ΓΔ TAXUD

0,122

0,161

0,159

0,065

0,017

0,524

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων 
του ΤΟΜΕΑ 7 
του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

(Σύνολο αναλήψεων υποχρεώσεων = Σύνολο πληρωμών)

0,122

0,161

0,159

0,065

0,017

0,524

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

2023

2024

2025

2026

2027

ΣΥΝΟΛΟ

ΠΔΠ 2021-2027

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων  
των ΤΟΜΕΩΝ 1 έως 7 
του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Αναλήψεις υποχρεώσεων

0,522

1,031

0,609

0,335

0,187

2,684

Πληρωμές

0,122

0,561

1,029

0,515

0,287

2,514

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων  
των ΤΟΜΕΩΝ 1 έως 7 
του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 

3.2.2.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις επιχειρησιακές πιστώσεις

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

Πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Να προσδιοριστούν οι στόχοι και τα αποτελέσματα

2023

2024

2025

2026

2027

2028

ΣΥΝΟΛΟ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Είδος 42

Μέσο κόστος

Αριθ.

Κόστος

Αριθ.

Κόστος

Αριθ.

Κόστος

Αριθ.

Κόστος

Αριθ.

Κόστος

Αριθ.

Κόστος

Συνολικός αριθ.

Συνολικό κόστος

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ αριθ. 1 43

Προδιαγραφές

0,400

0,400

0,800

Ανάπτυξη

0,450

0,350

0,100

0,900

Συντήρηση

0,050

0,050

0,050

0,150

Υποστήριξη

0,020

0,060

0,060

0,060

0,200

Εκπαίδευση

0,020

0,020

Διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής (υποδομή, φιλοξενία, άδειες κ.λπ.)

0,020

0,060

0,060

0,060

0,060

0,260

Μερικό σύνολο για τον ειδικό στόχο αριθ. 1

0,400

0,870

0,450

0,270

0,170

0,170

2,330

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ αριθ. 2 ...

— Αποτέλεσμα

Μερικό σύνολο για τον ειδικό στόχο αριθ. 2

ΣΥΝΟΛΑ

0,400

0,870

0,450

0,270

0,170

0,170

2,330

3.2.3.Συνοπτική παρουσίαση των εκτιμώμενων επιπτώσεων στις διοικητικές πιστώσεις 

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα, όπως εξηγείται κατωτέρω:

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Έτος 
2023

Έτος 
2024

Έτος 
2025

Έτος 
2026

Έτος 
2027

ΣΥΝΟΛΟ

ΤΟΜΕΑΣ 7 
του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

0,118

0,157

0,157

0,063

0,016

0,511

Ανθρώπινοι πόροι

0,004

0,004

0,002

0,002

0,001

0,013

Άλλες διοικητικές δαπάνες

0,122

0,161

0,159

0,065

0,017

0,524

Μερικό σύνολο του ΤΟΜΕΑ 7 
του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

ΣΥΝΟΛΟ

0,122

0,161

0,159

0,065

0,017

0,524

Εκτός του ΤΟΜΕΑ 7 44  
του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Ανθρώπινοι πόροι

Άλλες δαπάνες διοικητικού χαρακτήρα

Μερικό σύνολο εκτός του ΤΟΜΕΑ 7 
του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

ΣΥΝΟΛΟ

0,122

0,161

0,159

0,065

0,017

0,524

Οι απαιτούμενες πιστώσεις για ανθρώπινους πόρους και άλλες δαπάνες διοικητικού χαρακτήρα θα καλυφθούν από τις πιστώσεις της ΓΔ που έχουν ήδη διατεθεί για τη διαχείριση της δράσης και/ή έχουν ανακατανεμηθεί στο εσωτερικό της ΓΔ και οι οποίες θα συμπληρωθούν, κατά περίπτωση, με πρόσθετα κονδύλια που ενδέχεται να χορηγηθούν στην αρμόδια για τη διαχείριση ΓΔ στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας κατανομής και λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων δημοσιονομικών περιορισμών.

3.2.3.1.Εκτιμώμενες ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

2023

2024

2025

2026

2027

Σύνολο

• Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού (θέσεις μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων)

20 01 02 01 (στην έδρα και στις αντιπροσωπείες της Επιτροπής)

0,75

1

1

0,4

0,1

3,25

20 01 02 03 (αντιπροσωπείες της ΕΕ)

01 01 01 01 (έμμεση έρευνα)

01 01 01 11 (άμεση έρευνα)

Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού (να προσδιοριστούν)

Εξωτερικό προσωπικό (σε μονάδα ισοδυνάμου πλήρους απασχόλησης: ΙΠΑ) 45

20 02 01 (AC, END, INT από το συνολικό κονδύλιο)

20 02 03 (AC, AL, END, INT και JPD στις αντιπροσωπείες της ΕΕ)

XX 01 xx yy zz 46

— στην έδρα

— στις αντιπροσωπείες της ΕΕ

01 01 01 02 (AC, END, INT — έμμεση έρευνα)

01 01 01 12 (AC, END, INT — άμεση έρευνα)

Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού (να προσδιοριστούν)

ΣΥΝΟΛΟ

0,75

1

1

0,4

0,1

3,25

Εκτίμηση η οποία πρέπει να εκφράζεται σε μονάδες ισοδυνάμων πλήρους απασχόλησης

XX είναι ο σχετικός τομέας πολιτικής ή ο σχετικός τίτλος του προϋπολογισμού.

Οι ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους θα καλυφθούν από το προσωπικό της ΓΔ που έχει ήδη διατεθεί για τη διαχείριση της δράσης και/ή έχει ανακατανεμηθεί στο εσωτερικό της ΓΔ και το οποίο θα συμπληρωθεί, εάν χρειαστεί, από πρόσθετους πόρους που μπορεί να διατεθούν στην αρμόδια για τη διαχείριση ΓΔ στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας κατανομής και λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων δημοσιονομικών περιορισμών.

Περιγραφή των προς εκτέλεση καθηκόντων:

Μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι

Προετοιμασία συνεδριάσεων και αλληλογραφία με τα κράτη μέλη· εργασίες σε έντυπα, μορφότυπους ΤΠ και στο κεντρικό ευρετήριο·

ανάθεση της εκτέλεσης εργασιών σχετικά με το σύστημα ΤΠ σε εξωτερικούς συνεργάτες.

Εξωτερικό προσωπικό

Ά.A.

3.2.4.Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 

Η πρόταση/πρωτοβουλία:

   μπορεί να χρηματοδοτηθεί εξ ολοκλήρου με ανακατανομή εντός του οικείου τομέα του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (ΠΔΠ).

Να εξηγηθεί ο απαιτούμενος αναπρογραμματισμός και να προσδιοριστούν οι σχετικές γραμμές του προϋπολογισμού και τα αντίστοιχα ποσά. Να υποβληθεί πίνακας Excel σε περίπτωση σημαντικού αναπρογραμματισμού.

   συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση του αδιάθετου περιθωρίου στο πλαίσιο του αντίστοιχου τομέα του ΠΔΠ και/ή τη χρήση ειδικών μηχανισμών, όπως ορίζεται στον κανονισμό για το ΠΔΠ.

Να εξηγηθούν οι απαιτούμενες ενέργειες και να προσδιοριστούν οι σχετικοί τομείς και οι σχετικές γραμμές του προϋπολογισμού, τα αντίστοιχα ποσά και οι μηχανισμοί που προτείνεται να χρησιμοποιηθούν.

   συνεπάγεται την αναθεώρηση του ΠΔΠ.

Να εξηγηθούν οι απαιτούμενες ενέργειες και να προσδιοριστούν οι σχετικοί τομείς και οι σχετικές γραμμές του προϋπολογισμού, καθώς και τα αντίστοιχα ποσά.

3.2.5.Συμμετοχή τρίτων στη χρηματοδότηση 

Η πρόταση/πρωτοβουλία:

   δεν προβλέπει συγχρηματοδότηση από τρίτους

   προβλέπει τη συγχρηματοδότηση από τρίτους που εκτιμάται παρακάτω:

Πιστώσεις σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Έτος 
N 47

Έτος 
N+1

Έτος 
N+2

Έτος 
N+3

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να εμφανίζεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

Σύνολο

Προσδιορισμός του φορέα συγχρηματοδότησης 

ΣΥΝΟΛΟ συγχρηματοδοτούμενων πιστώσεων

 

3.3.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στα έσοδα 

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις στα έσοδα.

   Η πρόταση/πρωτοβουλία έχει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις που περιγράφονται κατωτέρω:

στους ιδίους πόρους

στα λοιπά έσοδα

Να αναφερθεί αν τα έσοδα προορίζονται για γραμμές δαπανών

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Γραμμή εσόδων του προϋπολογισμού:

Διαθέσιμες πιστώσεις για το τρέχον οικονομικό έτος

Επιπτώσεις της πρότασης/πρωτοβουλίας 48

Έτος 
N

Έτος 
N+1

Έτος 
N+2

Έτος 
N+3

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να εμφανίζεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

Άρθρο ………….

Ως προς τα έσοδα «για ειδικό προορισμό», να προσδιοριστούν οι γραμμές δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται.

Άλλες παρατηρήσεις (π.χ. μέθοδος/τύπος για τον υπολογισμό των επιπτώσεων στα έσοδα ή τυχόν άλλες πληροφορίες).

(1)    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πολιτικές Κατευθύνσεις για την επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2019-2024, Μια Ένωση που επιδιώκει περισσότερα https://op.europa.eu/el/publication-detail/-/publication/62e534f4-62c1-11ea-b735-01aa75ed71a1
(2)    COM(2020) 312 final.
(3)    Έγγραφο 13350/20 FISC 226.
(4)    Έγγραφο 14651/21 FISC 227.
(5)    ΕΕ C 347 της 9.9.2022, σ. 211.
(6)    https://www.oecd.org/tax/exchange-of-tax-information/oecd-presents-new-transparency-framework-for-crypto-assets-to-g20.htm
(7)    http://www.g20.utoronto.ca/2022/G20%20Bali%20Leaders-%20Declaration,%2015-16%20November%202022.pdf
(8)    Οδηγία 2011/16/EE του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ.
(9)    Ειδική έκθεση αριθ. 03/2021: Ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών στην ΕΕ: άρτιο σύστημα, αλλά η εφαρμογή του παρουσιάζει αδυναμίες.
(10)    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. (2021). Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2021 σχετικά με την εφαρμογή των απαιτήσεων της ΕΕ για την ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών: πρόοδος, διδάγματα που αντλήθηκαν και εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, τα οποία ανακτήθηκαν από: https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/TA-9-2021-0392_EL.pdf
(11)    Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. (2021). Ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών στην ΕΕ: άρτιο σύστημα, αλλά η εφαρμογή του παρουσιάζει αδυναμίες. Οι ανταλλαγές πληροφοριών έχουν αυξηθεί, αλλά ορισμένες πληροφορίες εξακολουθούν να μην υποβάλλονται. Σελίδες 33-34, που ανακτήθηκαν από: https://www.eca.europa.eu/Lists/ECADocuments/SR21_03/SR_Exchange_tax_inform_El.pdf
(12)    Οδηγία 2014/107/ΕΕ του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2014, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον φορολογικό τομέα (ΕΕ L 359 της 16.12.2014, σ. 1).
(13)    Οδηγία (ΕΕ) 2015/2376 του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας (ΕΕ L 332 της 18.12.2015, σ. 1).
(14)    Οδηγία (ΕΕ) 2016/881 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2016, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας (ΕΕ L 146 της 3.6.2016, σ. 8).
(15)    Οδηγία (ΕΕ) 2016/2258 του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2016, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την πρόσβαση των φορολογικών αρχών σε πληροφορίες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 342 της 16.12.2016, σ. 1).
(16)    Οδηγία (ΕΕ) 2018/822 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας σχετικά με δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις (ΕΕ L 139 της 5.6.2018, σ. 1).
(17)    Οδηγία (ΕΕ) 2021/514 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2021, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας (ΕΕ L 104 της 25.3.2021, σ. 1).
(18)    Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).
(19)    https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/A-9-2021-0193_EL.pdf
(20)    Για παράδειγμα, συμπερίληψη νέων κατηγοριών εισοδήματος και κεφαλαίου, αποφάσεις για φυσικά πρόσωπα με μεγάλη περιουσία, ηλεκτρονικό χρήμα και κρυπτοστοιχεία, διατάξεις σχετικά με τη χρήση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται κ.λπ.
(21)    Εισόδημα από απασχόληση, αμοιβές διοικητικών στελεχών, προϊόντα ασφάλειας ζωής που δεν καλύπτονται από άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και άλλα παρόμοια μέτρα, συντάξεις, κυριότητα ακίνητης περιουσίας και εισόδημα από αυτή και δικαιώματα εκμετάλλευσης.
(22)    Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(23)    Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(24)    Οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ L 64 της 11.3.2011, σ. 1).
(25)    Έγγραφο 14651/21, FISC 227, Έκθεση Ecofin προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για θέματα φορολογίας.
(26)    https://www.oecd.org/tax/exchange-of-tax-information/crypto-asset-reporting-framework-and-amendments-to-the-common-reporting-standard.pdf
(27)    Οδηγία 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ L 64 της 11.3.2011, σ. 1).
(28)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
(29)    Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).
(30)    Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).
(31)    Όπως αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) του δημοσιονομικού κανονισμού.
(32)    Οι λεπτομέρειες σχετικά με τους τρόπους διαχείρισης και οι παραπομπές στον δημοσιονομικό κανονισμό είναι διαθέσιμες στον ιστότοπο BudgWeb: https://myintracomm.ec.europa.eu/budgweb/EN/man/budgmanag/Pages/budgmanag.aspx  
(33)    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1).
(34)    Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).
(35)    ΔΠ = Διαχωριζόμενες πιστώσεις / ΜΔΠ = Μη διαχωριζόμενες πιστώσεις.
(36)    ΕΖΕΣ: Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών.
(37)    Υποψήφιες χώρες και, κατά περίπτωση, δυνάμει υποψήφια μέλη των Δυτικών Βαλκανίων.
(38)    Σύμφωνα με την επίσημη ονοματολογία του προϋπολογισμού.
(39)    Τεχνική και/ή διοικητική βοήθεια και δαπάνες στήριξης της εφαρμογής προγραμμάτων και/ή δράσεων της ΕΕ (πρώην γραμμές «BA»), έμμεση έρευνα, άμεση έρευνα.
(40)    Τα αποτελέσματα είναι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που θα παρασχεθούν (π.χ.: αριθμός ανταλλαγών φοιτητών που θα χρηματοδοτηθούν, αριθμός χλμ. οδών που θα κατασκευαστούν κ.λπ.).
(41)    Όπως περιγράφεται στο σημείο 1.4.2. «Ειδικοί στόχοι…».
(42)    Τεχνική και/ή διοικητική βοήθεια και δαπάνες στήριξης της εφαρμογής προγραμμάτων και/ή δράσεων της ΕΕ (πρώην γραμμές «BA»), έμμεση έρευνα, άμεση έρευνα.
(43)    AC = Συμβασιούχος υπάλληλος· AL = Τοπικός υπάλληλος· END = Αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας· INT = Προσωρινό προσωπικό· JPD = Νέος επαγγελματίας σε αντιπροσωπεία της ΕΕ.
(44)    Επιμέρους ανώτατο όριο εξωτερικού προσωπικού που καλύπτεται από επιχειρησιακές πιστώσεις (πρώην γραμμές «BA»).
(45)    Το έτος N είναι το έτος έναρξης εφαρμογής της πρότασης/πρωτοβουλίας. Να αντικατασταθεί το «N» με το αναμενόμενο πρώτο έτος εφαρμογής (για παράδειγμα: 2021). Το ίδιο και για τα επόμενα έτη.
(46)    Όσον αφορά τους παραδοσιακούς ιδίους πόρους (δασμούς, εισφορές ζάχαρης), τα αναγραφόμενα ποσά πρέπει να είναι καθαρά ποσά, δηλ. τα ακαθάριστα ποσά μετά την αφαίρεση του 20 % για έξοδα είσπραξης.
Top

Βρυξέλλες, 8.12.2022

COM(2022) 707 final

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

της

Πρότασης οδηγίας του Συμβουλίου

για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας

{SEC(2022) 438 final} - {SWD(2022) 400 final} - {SWD(2022) 401 final} - {SWD(2022) 402 final}


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Το παράρτημα Ι τροποποιείται ως εξής:

1) το τμήμα I τροποποιείται ως εξής:

α)η ενότητα A τροποποιείται ως εξής:

«i)η εισαγωγική παράγραφος και τα υποσημεία 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

Α. Υποκείμενο στις ενότητες Γ έως Ζ, κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποβάλλει στοιχεία στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του.

1)Υποβάλλονται οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό του εν λόγω Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος:

α)το όνομα, η διεύθυνση, το/τα κράτος/-η μέλος/-η κατοικίας, ο/οι ΑΦΜ και η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης (στην περίπτωση φυσικού προσώπου) κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει παράσχει έγκυρη αυτοπιστοποίηση·

β)στην περίπτωση οντότητας η οποία είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και για την οποία, κατόπιν εφαρμογής των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας κατά τα τμήματα V, VI και VII, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, η ονομασία, η διεύθυνση, το/τα κράτος/-η μέλος/-η κατοικίας, ο/οι ΑΦΜ της Οντότητας και το όνομα, η διεύθυνση, το/τα κράτος/-η μέλος/η κατοικίας, ο/οι ΑΦΜ και η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης κάθε Δηλωτέου Προσώπου, καθώς και οι ρόλοι δυνάμει των οποίων κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο είναι Ελέγχον Πρόσωπο της Οντότητας και αν έχει παρασχεθεί έγκυρη αυτοπιστοποίηση για κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο·

γ)αν ο λογαριασμός είναι κοινός, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των δικαιούχων του κοινού λογαριασμού·

2)ο αριθμός λογαριασμού (ή λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού), το είδος λογαριασμού και αν ο λογαριασμός είναι Προϋπάρχων Λογαριασμός ή Νέος Λογαριασμός·»·

ii)προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο 6α:

«6α. στην περίπτωση συμμετοχικού δικαιώματος που κατέχεται σε Επενδυτική Οντότητα που είναι νομικό μόρφωμα, οι ρόλοι δυνάμει των οποίων το Δηλωτέο Πρόσωπο είναι κάτοχος συμμετοχικού δικαιώματος· και»·

β)η ενότητα Γ τροποποιείται ως εξής:

«Γ. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην ενότητα A παράγραφος 1, όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό που συνιστά Προϋπάρχοντα Λογαριασμό, ο/οι ΑΦΜ ή η ημερομηνία γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθούν εάν δεν υπάρχουν στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος και εάν δεν απαιτείται άλλως η απόκτησή τους από το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας ή οιασδήποτε ενωσιακής νομικής πράξης. Ωστόσο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να αποκτήσει τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία γέννησης όσον αφορά Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς έως τα τέλη του δεύτερου ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο οι Προϋπάρχοντες Λογαριασμοί ταυτοποιήθηκαν ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί και οποτεδήποτε απαιτείται η επικαιροποίηση των πληροφοριών σε σχέση με τον Προϋπάρχοντα Λογαριασμό σύμφωνα με τις εγχώριες διαδικασίες AML/KYC.»·

γ)προστίθεται η ακόλουθη ενότητα ΣΤ:

«ΣΤ. Κατά παρέκκλιση από την ενότητα A παράγραφος 5 στοιχείο β) και εκτός εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα επιλέξει διαφορετικά όσον αφορά οποιαδήποτε σαφώς προσδιορισμένη ομάδα λογαριασμών, τα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου δεν απαιτείται να δηλώνονται στον βαθμό που τα εν λόγω ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά του εν λόγω χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου δηλώνονται από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 8αδ.»·

2)στο τμήμα VI παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β) Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιοριστούν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες AML/KYC, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διαδικασίες συνάδουν με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν υποχρεούται εκ του νόμου να εφαρμόζει διαδικασίες AML/KYC που συνάδουν με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, εφαρμόζει ουσιαστικά παρόμοιες διαδικασίες για τους σκοπούς του προσδιορισμού των Ελεγχόντων Προσώπων.»·

3)στο τμήμα VII προστίθεται η ακόλουθη ενότητα:

«AA: Προσωρινή έλλειψη αυτοπιστοποίησης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ένα Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν μπορεί να εξασφαλίσει εγκαίρως αυτοπιστοποίηση σε σχέση με Νέο Λογαριασμό ώστε να εκπληρώσει τις οικείες υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων αναφορικά με την περίοδο υποβολής στοιχείων κατά την οποία ανοίχθηκε ο λογαριασμός, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εφαρμόζει τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς, έως ότου αποκτηθεί και επικυρωθεί η εν λόγω αυτοπιστοποίηση.»·

4)το τμήμα VIII τροποποιείται ως εξής:

α)η ενότητα Α παράγραφοι 5, 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.    Ως “Ίδρυμα Καταθέσεων” νοείται κάθε Οντότητα η οποία:

α)δέχεται καταθέσεις στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρεμφερών δραστηριοτήτων· ή

β)κατέχει ηλεκτρονικό χρήμα, ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος ή ψηφιακά νομίσματα κεντρικής τράπεζας προς όφελος των πελατών.

6.    Ως “Επενδυτική Οντότητα” νοείται κάθε Οντότητα:

α)η οποία ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες ή πράξεις για λογαριασμό ή εξ ονόματος πελάτη:

i)διαπραγμάτευση σε μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, πιστοποιητικά καταθέσεων, παράγωγα κ.λπ.)· συνάλλαγμα· μέσα σε συνάλλαγμα, επιτόκια και δείκτες· κινητές αξίες· ή συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων·

ii)ατομική και συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίου· ή

iii)άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, χρημάτων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων εξ ονόματος τρίτων· ή

β)το ακαθάριστο εισόδημα της οποίας προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων, εάν την Οντότητα διαχειρίζεται άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων, Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία ή Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο α).

Μια Οντότητα θεωρείται ότι ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις εργασίες που περιγράφονται στην ενότητα Α παράγραφος 6 στοιχείο α) ή το ακαθάριστο εισόδημά της προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων για τους σκοπούς της ενότητας A παράγραφος 6 στοιχείο β), εάν το ακαθάριστο εισόδημά της από τις σχετικές εργασίες ισούται ή υπερβαίνει το 50 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους του προσδιορισμού· ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα. Για τους σκοπούς της ενότητας Α παράγραφος 6 στοιχείο α) σημείο iii), ο όρος “άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, χρημάτων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων εξ ονόματος τρίτων” δεν περιλαμβάνει την παροχή υπηρεσιών που υλοποιούν συναλλαγές ανταλλαγής εκ μέρους ή για λογαριασμό πελατών. Στον όρο “Επενδυτική Οντότητα” δεν περιλαμβάνονται Οντότητες που αποτελούν ενεργές ΜΧΟ σύμφωνα με τα κριτήρια της ενότητας Δ παράγραφος 8 στοιχεία δ) έως ζ).

Η παρούσα παράγραφος ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την παρεμφερή διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του “χρηματοπιστωτικού ιδρύματος” στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

7.    Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” περιλαμβάνονται οι τίτλοι (όπως μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών· εταιρικά δικαιώματα ή δικαιώματα επικαρπίας σε ευρείας συμμετοχής ή εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά προσωπικές εταιρείες ή καταπιστεύματα· γραμμάτια, ομολογίες, μη εγγυημένα ομόλογα ή άλλα αποδεικτικά οφειλής), εταιρικά δικαιώματα, εμπορεύματα, συμβάσεις ανταλλαγής (όπως συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων, συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων διαφορετικής βάσης, συμβάσεις ανώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις κατώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με δείκτες μετοχών και παρεμφερείς συμφωνίες), ασφαλιστήρια συμβόλαια ή συμβόλαια προσόδων, ή κάθε δικαίωμα (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, των προθεσμιακών συμβάσεων ή συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης) επί τίτλου, Δηλωτέου Κρυπτοστοιχείου, εταιρικού δικαιώματος, εμπορεύματος, σύμβασης ανταλλαγής, ασφαλιστήριου συμβολαίου ή συμβολαίου προσόδων. Στον όρο “Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο” δεν περιλαμβάνονται μη συνδεόμενα με οφειλή άμεσα δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας.»·

β)στην ενότητα Α προστίθενται τα εξής εδάφια:

«9.    Ως “ηλεκτρονικό χρήμα” νοείται το ηλεκτρονικό χρήμα όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/110/ΕΚ. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο όρος “ηλεκτρονικό χρήμα” δεν περιλαμβάνει προϊόν που δημιουργείται με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της μεταφοράς χρηματικών ποσών από έναν πελάτη σε άλλο πρόσωπο σύμφωνα με τις οδηγίες του πελάτη. Ένα προϊόν δεν δημιουργείται με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της μεταφοράς χρηματικών ποσών εάν, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της μεταβιβάζουσας οντότητας, τα κεφάλαια που συνδέονται με το εν λόγω προϊόν διατηρούνται για διάστημα μεγαλύτερο των 60 ημερών από τη λήψη των οδηγιών για τη διευκόλυνση της μεταφοράς ή, εάν δεν ληφθούν οδηγίες, τα κεφάλαια που συνδέονται με το εν λόγω προϊόν διατηρούνται για διάστημα μεγαλύτερο των 60 ημερών από τη λήψη τους.

10.    Ο όρος “ψηφιακό κέρμα ηλεκτρονικού χρήματος” σημαίνει ψηφιακό κέρμα ηλεκτρονικού χρήματος όπως ορίζεται στον κανονισμό XXX.

11.    Ως “παραστατικό νόμισμα” νοείται το επίσημο νόμισμα μιας δικαιοδοσίας, το οποίο εκδίδεται από δικαιοδοσία ή από ορισθείσα κεντρική τράπεζα ή νομισματική αρχή μιας δικαιοδοσίας, όπως αντιπροσωπεύεται από τραπεζογραμμάτια ή κέρματα ή από χρήμα σε διάφορες ψηφιακές μορφές, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών αποθεμάτων, του χρήματος εμπορικών τραπεζών, των προϊόντων ηλεκτρονικού χρήματος και των ψηφιακών νομισμάτων κεντρικής τράπεζας.

12.    Ως “ψηφιακό νόμισμα κεντρικής τράπεζας” νοείται κάθε ψηφιακό παραστατικό νόμισμα που εκδίδεται από κεντρική τράπεζα ή άλλη νομισματική αρχή.

13.    Ως “Κρυπτοστοιχεία” νοούνται τα κρυπτοστοιχεία όπως ορίζονται στον κανονισμό XXX.

14.    Ως “Δηλωτέο Κρυπτοστοιχείο” νοείται κάθε κρυπτοστοιχείο εκτός από ψηφιακό νόμισμα κεντρικής τράπεζας, ηλεκτρονικό χρήμα, ψηφιακό κέρμα ηλεκτρονικού χρήματος ή κρυπτοστοιχείο για το οποίο ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων έχει προσδιορίσει επαρκώς ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς πληρωμής ή επένδυσης.

15.    Ως “συναλλαγή ανταλλαγής” νοείται:

α)ανταλλαγή μεταξύ Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων και παραστατικών νομισμάτων·

β)ανταλλαγή μεταξύ μίας ή περισσότερων μορφών Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων.»·

γ)η ενότητα Β παράγραφος 1 στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.    Ως “Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα” νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι:

α)κρατική οντότητα, διεθνής οργανισμός ή κεντρική τράπεζα, όχι όμως: 

i)όσον αφορά πληρωμή προκύπτουσα από υποχρέωση που έχει αναληφθεί σε σχέση με εμπορική χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ανήκουσα σε είδος δραστηριότητας που ασκείται από καθορισμένη ασφαλιστική εταιρεία, ίδρυμα θεματοφυλακής ή ίδρυμα καταθέσεων· ή

ii)όσον αφορά τη δραστηριότητα διατήρησης ψηφιακών νομισμάτων κεντρικής τράπεζας για Δικαιούχους Λογαριασμών που δεν είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κρατικές οντότητες, διεθνείς οργανισμοί ή κεντρικές τράπεζες.»·

δ)η ενότητα Γ παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.    Ως “καταθετικός λογαριασμός” νοείται κάθε εμπορικός, τρεχούμενος, αποταμιευτικός ή προθεσμιακός λογαριασμός ή λογαριασμός βεβαιούμενος από πιστοποιητικό καταθέσεων, πιστοποιητικό αποταμίευσης, πιστοποιητικό επενδύσεων, πιστοποιητικό οφειλής ή άλλο παρόμοιο μέσο που τηρείται σε Ίδρυμα Καταθέσεων. Στον καταθετικό λογαριασμό περιλαμβάνονται επίσης:

α)κάθε ποσό που τηρείται σε ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει συμβολαίου εγγυημένης απόδοσης ή παρόμοιας συμφωνίας για την καταβολή ή την πίστωση τόκου επί του ποσού αυτού·

β)λογαριασμός ή θεωρητικός λογαριασμός που αντιπροσωπεύει το σύνολο του ηλεκτρονικού χρήματος ή των ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που τηρούνται προς όφελος πελάτη· και

γ)λογαριασμός που τηρεί ένα ή περισσότερα ψηφιακά νομίσματα κεντρικής τράπεζας προς όφελος πελάτη.»·

ε)η ενότητα Γ παράγραφοι 9 και 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.    Ως “προϋπάρχων λογαριασμός” νοείται:

α)χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ή, εάν ο λογαριασμός λογίζεται χρηματοοικονομικός λογαριασμός αποκλειστικά δυνάμει των τροποποιήσεων της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, από την 1η Ιανουαρίου 2024·

β)κάθε χρηματοοικονομικός λογαριασμός δικαιούχου, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία ανοίχθηκε, εάν:

i)ο δικαιούχος τηρεί στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα (ή σε συνδεόμενη οντότητα εντός του ίδιου κράτους μέλους με το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα) χρηματοοικονομικό λογαριασμό που είναι προϋπάρχων λογαριασμός κατά την ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο α)·

ii)το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα (και, κατά περίπτωση, η συνδεόμενη οντότητα εντός του ιδίου κράτους μέλους με το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα) θεωρεί τους δύο προαναφερόμενους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς —και κάθε άλλο χρηματοοικονομικό λογαριασμό του δικαιούχου του λογαριασμού που θεωρείται προϋπάρχων λογαριασμός κατά το στοιχείο β)— ενιαίο χρηματοοικονομικό λογαριασμό για τους σκοπούς της τήρησης των απαιτήσεων γνώσης που ορίζονται στο τμήμα VII ενότητα Α και για τους σκοπούς του προσδιορισμού του υπολοίπου ή της αξίας οποιουδήποτε από τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς αυτούς, όταν εφαρμόζει οποιοδήποτε από τα όρια για τους λογαριασμούς·

iii)για χρηματοοικονομικό λογαριασμό που υπόκειται σε διαδικασίες ΑΜL/KYC, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα επιτρέπεται να εκπληρώσει για τον συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό λογαριασμό τα προβλεπόμενα στις διαδικασίες αυτές, στηριζόμενο στις διαδικασίες ΑΜL/KYC που έχουν εκτελεστεί για τον προϋπάρχοντα λογαριασμό που περιγράφεται στην ενότητα Γ παράγραφος 9 στοιχείο α)· και

iv)το άνοιγμα του χρηματοοικονομικού λογαριασμού δεν απαιτεί την παροχή νέων, πρόσθετων ή τροποποιημένων πληροφοριών πελάτη από τον δικαιούχο του λογαριασμού, εκτός εάν απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

10.    Ως “νέος λογαριασμός” νοείται χρηματοοικονομικός λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και έχει ανοιχθεί την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 ή, εάν ο λογαριασμός λογίζεται χρηματοοικονομικός λογαριασμός αποκλειστικά δυνάμει των τροποποιήσεων της οδηγίας 2011/16/ΕΕ, κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2024.»·

στ)στην παράγραφο 17 στοιχείο ε), προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«v)ίδρυση ή αύξηση κεφαλαίου εταιρείας, εφόσον ο λογαριασμός πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

ο λογαριασμός χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την κατάθεση κεφαλαίου που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την ίδρυση ή την αύξηση κεφαλαίου μιας εταιρείας, όπως προβλέπεται από τον νόμο·

τυχόν ποσά που τηρούνται στον λογαριασμό δεσμεύονται έως ότου το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λάβει ανεξάρτητη επιβεβαίωση σχετικά με την ίδρυση ή την αύξηση κεφαλαίου·

ο λογαριασμός κλείνει ή μετατρέπεται σε λογαριασμό στο όνομα της εταιρείας μετά την ίδρυση ή την αύξηση κεφαλαίου·

τυχόν επιστροφές που προκύπτουν από αποτυχημένη ίδρυση ή αύξηση κεφαλαίου, μετά την αφαίρεση των αμοιβών του παρόχου υπηρεσιών και παρόμοιων αμοιβών, καταβάλλονται αποκλειστικά στα πρόσωπα που εισέφεραν τα ποσά· και

δεν έχουν παρέλθει 12 μήνες από τη δημιουργία του λογαριασμού.»·

ζ)στην ενότητα Γ παράγραφος 17, προστίθεται το εξής στοιχείο εε):

«εε)    Καταθετικός λογαριασμός που αντιπροσωπεύει το σύνολο του ηλεκτρονικού χρήματος και των ψηφιακών κερμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που τηρούνται προς όφελος πελάτη, εάν ο κυλιόμενος μέσος όρος 90 ημερών του αθροιστικού υπολοίπου ή της αξίας του λογαριασμού στο τέλος ημέρας κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε περιόδου 90 συνεχόμενων ημερών δεν υπερέβη τα 10 000 USD σε οποιαδήποτε ημέρα κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ή άλλης αντίστοιχης περιόδου υποβολής στοιχείων.»·

η)η ενότητα Δ παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.    Ως “Δηλωτέο Πρόσωπο” νοείται πρόσωπο κράτους μέλους εκτός από τα ακόλουθα: i) οντότητα οι τίτλοι κεφαλαίου της οποίας αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών· ii) οντότητα που είναι συνδεόμενη οντότητα οντότητας που περιγράφεται στο σημείο i)· iii) κρατικές οντότητες· iv) διεθνείς οργανισμοί· v) κεντρικές τράπεζες· ή vi) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.»·

θ)στην ενότητα Ε, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 7:

«7.    Ως “υπηρεσία ταυτοποίησης” νοείται ηλεκτρονική διαδικασία που διατίθεται δωρεάν από κράτος μέλος σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας Δικαιούχου Λογαριασμού ή Ελέγχοντος Προσώπου.»·

5)στο τμήμα ΙΧ προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα αρχεία που αναφέρονται στο σημείο 2) του παρόντος εδαφίου παραμένουν διαθέσιμα όχι περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο αλλά σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερο από 5 έτη για την επίτευξη των σκοπών της παρούσας οδηγίας·»·

6)προστίθεται το ακόλουθο τμήμα XI:

«Τμήμα XI

Μεταβατικά μέτρα

Σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 1 στοιχείο β) και την ενότητα Α παράγραφος 6α του τμήματος Ι, όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό που τηρείται από Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα από την 1η Ιανουαρίου 2024 και για τις περιόδους υποβολής στοιχείων που λήγουν έως το δεύτερο ημερολογιακό έτος μετά την εν λόγω ημερομηνία, οι πληροφορίες σχετικά με τους ρόλους δυνάμει των οποίων κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο είναι Ελέγχον Πρόσωπο ή κάτοχος συμμετοχικών δικαιωμάτων της Οντότητας απαιτείται να υποβάλλονται μόνον εάν οι εν λόγω πληροφορίες είναι διαθέσιμες στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.».

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Το παράρτημα V τροποποιείται ως εξής:

1)στο τμήμα Ι ενότητα Γ προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«10. “υπηρεσία ταυτοποίησης”: ηλεκτρονική διαδικασία που διατίθεται δωρεάν από κράτος μέλος σε Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας Πωλητή.»·

2)στο τμήμα II η ενότητα Β παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Παρά τα οριζόμενα στην ενότητα Β παράγραφοι 1 και 2, ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν υποχρεούται να συλλέγει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην ενότητα Β παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) και στην ενότητα Β παράγραφος 2 στοιχεία β) έως στ) όταν βασίζεται σε άμεση επιβεβαίωση της ταυτότητας και της κατοικίας του Πωλητή μέσω υπηρεσίας ταυτοποίησης που διατίθεται από κράτος μέλος ή την Ένωση για την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας του Πωλητή. Σε περίπτωση που ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας βασίστηκε σε υπηρεσία ταυτοποίησης για να εξακριβώσει την ταυτότητα και τη φορολογική κατοικία ενός Δηλωτέου Πωλητή, θα απαιτούνται το όνομα, ο αναγνωριστικός κωδικός υπηρεσίας ταυτοποίησης και το κράτος μέλος έκδοσης·»·

3)στο τμήμα IV, η εισαγωγική διατύπωση της ενότητας ΣΤ παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Το κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισης προβαίνει στη διαγραφή από το κεντρικό μητρώο ενός Δηλούντος Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, στις ακόλουθες περιπτώσεις:»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ, ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΗΛΟΥΝΤΕΣ ΠΑΡΟΧΟΥΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΥΠΤΟΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας, οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και άλλοι κανόνες που πρέπει να εφαρμόζουν οι Δηλούντες Πάροχοι Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων προκειμένου τα κράτη μέλη να μπορούν να κοινοποιούν, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8αδ της παρούσας οδηγίας.

Επίσης, στο παρόν παράρτημα ορίζονται οι κανόνες και οι διοικητικές διαδικασίες που πρέπει να διαθέτουν τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που ορίζονται σε αυτό, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.

ΤΜΗΜΑ I

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΗΛΟΥΝΤΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΥΠΤΟΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Α. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όπως ορίζεται στο τμήμα IV ενότητα Β παράγραφος 3, υπόκειται στις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και III σε ένα κράτος μέλος, εάν είναι:

1.οντότητα που έχει λάβει άδεια δυνάμει του κανονισμού XXX·

2.οντότητα ή φυσικό πρόσωπο με φορολογική κατοικία σε κράτος μέλος·

3.οντότητα που α) έχει συσταθεί ή οργανωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και β) είτε έχει νομική προσωπικότητα σε κράτος μέλος είτε έχει υποχρέωση να υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις ή δηλώσεις φορολογικών πληροφοριών στις φορολογικές αρχές κράτους μέλους όσον αφορά το εισόδημα της οντότητας·

4.οντότητα που τελεί υπό τη διαχείριση κράτους μέλους· ή

5.οντότητα ή φυσικό πρόσωπο που έχει συνήθη τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας σε κράτος μέλος και δεν είναι Εγκεκριμένος Μη Ενωσιακός Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων· ή

6.οντότητα ή φυσικό πρόσωπο με φορολογική κατοικία σε δικαιοδοσία εκτός της Ένωσης.

Β. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων υπόκειται στις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και III σε κράτος μέλος σύμφωνα με την ενότητα Α όσον αφορά τις Δηλωτέες Συναλλαγές που πραγματοποιούνται μέσω υποκαταστήματος εγκατεστημένου σε κράτος μέλος.

Γ. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι οντότητα δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και III σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφοι 3, 4 ή 5, εάν αυτές οι απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος λόγω του ότι έχει τη φορολογική του κατοικία στο εν λόγω κράτος μέλος.

Δ. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι οντότητα δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και III σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 4 ή 5, εάν αυτές οι απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, επειδή πρόκειται για οντότητα η οποία α) έχει συσταθεί ή οργανωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους και β) είτε έχει νομική προσωπικότητα στο άλλο κράτος μέλος είτε έχει υποχρέωση να υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις ή δηλώσεις φορολογικών πληροφοριών στις φορολογικές αρχές του άλλου κράτους μέλους όσον αφορά το εισόδημα της οντότητας.

Ε. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι οντότητα δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και III σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 5, εάν αυτές οι απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος λόγω του ότι η διαχείρισή του ασκείται στο εν λόγω κράτος μέλος.

ΣΤ. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι οντότητα δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και III σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 6, εάν αυτές οι απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε οποιαδήποτε άλλη εγκεκριμένη δικαιοδοσία εκτός Ένωσης λόγω του ότι η διαχείρισή του ασκείται στην εν λόγω εγκεκριμένη δικαιοδοσία εκτός Ένωσης.

Ζ. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι φυσικό πρόσωπο δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και III σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 5, εάν αυτές οι απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος λόγω του ότι έχει τη φορολογική του κατοικία στο εν λόγω κράτος μέλος.

Η. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι φυσικό πρόσωπο δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και III σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 6, εάν αυτές οι απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε οποιαδήποτε άλλη εγκεκριμένη δικαιοδοσία εκτός Ένωσης λόγω του ότι έχει τη φορολογική του κατοικία στην εν λόγω εγκεκριμένη δικαιοδοσία εκτός Ένωσης.

Θ. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και III σε κράτος μέλος όσον αφορά τις Δηλωτέες Συναλλαγές που πραγματοποιεί μέσω υποκαταστήματος σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, εάν αυτές οι απαιτήσεις εκπληρώνονται από το εν λόγω υποκατάστημα στο εν λόγω κράτος μέλος.

Ι. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και III σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφοι 2, 3, 4, 5 ή 6, εάν έχει υποβάλει κοινοποίηση σε κράτος μέλος στον μορφότυπο που καθορίζεται από το κράτος μέλος, με την οποία επιβεβαιώνει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σύμφωνα με τους κανόνες οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους κατ’ εφαρμογή κριτηρίων που είναι ουσιαστικά παρόμοια με τα κριτήρια της ενότητας Α παράγραφοι 2, 3, 4, 5 ή 6, αντίστοιχα.

ΙΑ. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν υποχρεούται να εκπληρώσει τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και υποβολής στοιχείων που προβλέπονται στα τμήματα II και III σε κράτος μέλος στο οποίο υπόκειται σύμφωνα με την ενότητα Α παράγραφος 1, εάν έχει υποβάλει κοινοποίηση σε κράτος μέλος στον μορφότυπο που καθορίζεται από το κράτος μέλος, με την οποία επιβεβαιώνει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις εκπληρώνονται από τον εν λόγω Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σύμφωνα με τους κανόνες Ισχύουσας Ειδικής Συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών κατ’ εφαρμογή απόφασης αντιστοιχίας βάσει του άρθρου 8αδ παράγραφος 11.

ΤΜΗΜΑ II

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Α. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του τμήματος I ενότητα Α υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους της άδειας, της φορολογικής κατοικίας ή της καταχώρισής του τις πληροφορίες που ορίζονται στην ενότητα Β του παρόντος τμήματος το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου του έτους που έπεται του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης κατάλληλης περιόδου υποβολής στοιχείων της Δηλωτέας Συναλλαγής.

Β. Για κάθε σχετικό ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδο υποβολής στοιχείων, και με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των Δηλούντων Παρόχων Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που προβλέπονται στο τμήμα I και των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας του τμήματος ΙΙΙ, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τους οικείους χρήστες κρυπτοστοιχείων που είναι Δηλωτέοι Χρήστες ή έχουν Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα:

1.το όνομα, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/-η μέλος/-η κατοικίας, τον/τους ΑΦΜ και, στην περίπτωση φυσικού προσώπου, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Χρήστη και, στην περίπτωση οντότητας για την οποία, μετά την εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται στο τμήμα III, διαπιστώνεται ότι διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, την ονομασία, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/-η μέλος/-η κατοικίας και τον/τους ΑΦΜ της οντότητας, το όνομα, τη διεύθυνση, το/τα κράτος/-η μέλος/-η κατοικίας, τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Προσώπου, καθώς και τους ρόλους δυνάμει των οποίων κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο είναι Ελέγχον Πρόσωπο της οντότητας·

2.το όνομα, τη διεύθυνση, τον ΑΦΜ και, εάν υπάρχει, τον ατομικό αριθμό ταυτοποίησης και τον παγκόσμιο αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας, σε σχέση με τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων·

3.για κάθε Δηλωτέο Κρυπτοστοιχείο για το οποίο έχει πραγματοποιήσει Δηλωτέες Συναλλαγές κατά τη διάρκεια του σχετικού ημερολογιακού έτους ή άλλης κατάλληλης περιόδου υποβολής στοιχείων, κατά περίπτωση:

α)την πλήρη ονομασία του είδους του Δηλωτέου Κρυπτοστοιχείου·

β)το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με αποκτήσεις έναντι παραστατικού νομίσματος·

γ)το συνολικό ακαθάριστο ποσό που εισπράχθηκε, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με εκποιήσεις έναντι παραστατικού νομίσματος·

δ)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με αποκτήσεις έναντι άλλων Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων·

ε)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών σε σχέση με εκποιήσεις έναντι άλλων Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων·

στ)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών Πληρωμών Λιανικής·

ζ)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών, και υποδιαιρούμενα ανά τύπο μεταφοράς, εφόσον είναι γνωστός στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όσον αφορά μεταφορές στον Δηλωτέο Χρήστη που δεν καλύπτονται από την ενότητα Α παράγραφος 3 στοιχεία β) και δ)·

η)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, τον συνολικό αριθμό μονάδων και τον αριθμό των Δηλωτέων Συναλλαγών, και υποδιαιρούμενα ανά τύπο μεταφοράς, εφόσον είναι γνωστός στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όσον αφορά μεταφορές από τον Δηλωτέο Χρήστη που δεν καλύπτονται από την ενότητα Α παράγραφος 3 στοιχεία γ), ε) και στ)· και

θ)τη συνολική πραγματική εμπορική αξία, καθώς και τον συνολικό αριθμό μονάδων μεταφορών που πραγματοποιεί ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε διευθύνσεις κατανεμημένου καθολικού που δεν είναι γνωστό ότι συνδέονται με πάροχο υπηρεσιών εικονικών περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Για τους σκοπούς της ενότητας Β παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), το ποσό που καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε αναφέρεται στο παραστατικό νόμισμα στο οποίο καταβλήθηκε ή εισπράχθηκε. Σε περίπτωση που τα ποσά καταβλήθηκαν ή εισπράχθηκαν σε πολλαπλά παραστατικά νομίσματα, τα ποσά αναφέρονται σε ενιαίο νόμισμα, μετατρεπόμενα κατά τον χρόνο κάθε Δηλωτέας Συναλλαγής κατά τρόπο που εφαρμόζεται με συνέπεια από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

Για τους σκοπούς της ενότητας Β παράγραφος 3 στοιχεία δ) έως θ), η πραγματική εμπορική αξία καθορίζεται και αναφέρεται σε ενιαίο νόμισμα, αποτιμώμενη κατά τον χρόνο κάθε Δηλωτέας Συναλλαγής κατά τρόπο που εφαρμόζεται με συνέπεια από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

Στις υποβληθείσες πληροφορίες διευκρινίζεται το παραστατικό νόμισμα στο οποίο εκφράζεται κάθε ποσό.

Γ. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 υποβάλλονται έως την 31η Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους το οποίο αφορούν οι πληροφορίες. Οι πρώτες πληροφορίες υποβάλλονται για το σχετικό ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδο υποβολής στοιχείων από την 1η Ιανουαρίου 2026.

Δ. Παρά τα οριζόμενα στην ενότητα Γ του παρόντος τμήματος, ένας Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του τμήματος I ενότητα Α παράγραφος 6 δεν υποχρεούται να υποβάλλει τα στοιχεία που ορίζονται στην ενότητα Β του παρόντος τμήματος όσον αφορά Εγκεκριμένες Δηλωτέες Συναλλαγές που καλύπτονται από Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών, η οποία ήδη προβλέπει την αυτόματη ανταλλαγή αντίστοιχων πληροφοριών με κράτος μέλος σχετικά με Δηλωτέους Χρήστες που κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος.

ΤΜΗΜΑ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Ο χρήστης κρυπτοστοιχείων αντιμετωπίζεται ως Δηλωτέος Χρήστης από την ημερομηνία κατά την οποία ταυτοποιείται ως τέτοιος σύμφωνα με τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται στο παρόν τμήμα.

A. Διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για ιδιώτες χρήστες κρυπτοστοιχείων

Οι ακόλουθες διαδικασίες εφαρμόζονται προκειμένου να καθοριστεί αν ο ιδιώτης χρήστης κρυπτοστοιχείων είναι Δηλωτέος Χρήστης.

1.Κατά τη θέσπιση της σχέσης με τον ιδιώτη χρήστη κρυπτοστοιχείων ή σε σχέση με προϋπάρχοντες ιδιώτες χρήστες κρυπτοστοιχείων εντός 12 μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων λαμβάνει αυτοπιστοποίηση που επιτρέπει στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να προσδιορίσει τη φορολογική κατοικία του ιδιώτη χρήστη κρυπτοστοιχείων και να επιβεβαιώσει τον εύλογο χαρακτήρα της εν λόγω αυτοπιστοποίησης με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνει ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εγγράφων που έχουν συλλεχθεί σύμφωνα με τις σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.

2.Εάν κάποια στιγμή υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με ιδιώτη χρήστη κρυπτοστοιχείων η οποία έχει ως αποτέλεσμα ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει ισχύουσα αυτοπιστοποίηση ή εύλογη εξήγηση και, κατά περίπτωση, δικαιολογητικά έγγραφα για την εγκυρότητα της αρχικής αυτοπιστοποίησης.

Β. Διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για οντότητες-χρήστες κρυπτοστοιχείων

Για να προσδιοριστεί αν η οντότητα-χρήστης κρυπτοστοιχείων είναι Δηλωτέος Χρήστης ή Οντότητα, εκτός από Εξαιρούμενο Πρόσωπο ή Ενεργή Οντότητα, με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διαδικασίες.

1.Προσδιορισμός του αν η οντότητα-χρήστης κρυπτοστοιχείων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

α)Κατά τον καθορισμό της σχέσης με την οντότητα-χρήστη κρυπτοστοιχείων ή σε σχέση με προϋπάρχουσες οντότητες-χρήστες κρυπτοστοιχείων εντός 12 μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων λαμβάνει αυτοπιστοποίηση που επιτρέπει στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να προσδιορίσει τη φορολογική κατοικία της οντότητας-χρήστη κρυπτοστοιχείων και να επιβεβαιώσει τον εύλογο χαρακτήρα της εν λόγω αυτοπιστοποίησης με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνει ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εγγράφων που συλλέγονται σύμφωνα με τις σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας. Εάν η οντότητα-χρήστης κρυπτοστοιχείων πιστοποιεί ότι δεν έχει φορολογική κατοικία, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων μπορεί να βασιστεί στον τόπο άσκησης της πραγματικής διοίκησης ή στη διεύθυνση του κεντρικού γραφείου για τον προσδιορισμό της κατοικίας της οντότητας-χρήστη κρυπτοστοιχείων.

β)Εάν από την αυτοπιστοποίηση προκύπτει ότι η οντότητα-χρήστης κρυπτοστοιχείων είναι κάτοικος κράτους μέλους, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων αντιμετωπίζει την οντότητα-χρήστη κρυπτοστοιχείων ως Δηλωτέο Χρήστη, εκτός εάν εύλογα προσδιορίσει, βάσει της αυτοπιστοποίησης ή των πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι η οντότητα-χρήστης κρυπτοστοιχείων είναι Εξαιρούμενο Πρόσωπο.

2.Προσδιορισμός του αν η Οντότητα διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα. Όσον αφορά οντότητα-χρήστη κρυπτοστοιχείων, εκτός από Εξαιρούμενο Πρόσωπο, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων προσδιορίζει αν διαθέτει ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, εκτός εάν διαπιστώσει ότι η οντότητα-χρήστης κρυπτοστοιχείων είναι Ενεργή Οντότητα, βάσει αυτοπιστοποίησης από την οντότητα-χρήστη κρυπτοστοιχείων.

α)Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων της οντότητας-χρήστη κρυπτοστοιχείων. Προκειμένου να προσδιοριστούν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα της οντότητας-χρήστη κρυπτοστοιχείων, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων μπορεί να βασίζεται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διαδικασίες συνάδουν με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849. Εάν ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν υποχρεούται εκ του νόμου να εφαρμόζει σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που συνάδουν με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, εφαρμόζει ουσιαστικά παρόμοιες διαδικασίες για τον σκοπό του προσδιορισμού των Ελεγχόντων Προσώπων.

β)Προσδιορισμός του αν ένα Ελέγχον Πρόσωπο οντότητας-χρήστη κρυπτοστοιχείων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Για να καθοριστεί αν ένα Ελέγχον Πρόσωπο είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων στηρίζεται στην αυτοπιστοποίηση από την οντότητα-χρήστη κρυπτοστοιχείων ή στο Ελέγχον Πρόσωπο που επιτρέπει στον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να προσδιορίσει τη φορολογική κατοικία του Ελέγχοντος Προσώπου και να επιβεβαιώσει τον εύλογο χαρακτήρα της εν λόγω αυτοπιστοποίησης με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνει ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εγγράφων που συλλέγονται σύμφωνα με τις σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας.

3.Εάν κάποια στιγμή υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με οντότητα-χρήστη κρυπτοστοιχείων ή τα οικεία Ελέγχοντα Πρόσωπα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει ισχύουσα αυτοπιστοποίηση ή εύλογη εξήγηση και, κατά περίπτωση, δικαιολογητικά έγγραφα για την εγκυρότητα της αρχικής αυτοπιστοποίησης.

Γ. Απαιτήσεις για την εγκυρότητα των αυτοπιστοποιήσεων

1.Η αυτοπιστοποίηση που παρέχεται από ιδιώτη χρήστη κρυπτοστοιχείων ή Ελέγχον Πρόσωπο είναι έγκυρη μόνον εφόσον έχει υπογραφεί ή επιβεβαιωθεί με άλλο τρόπο από τον ιδιώτη χρήστη κρυπτοστοιχείων ή το Ελέγχον Πρόσωπο, έχει ημερομηνία το αργότερο κατά την ημερομηνία παραλαβής και περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τον ιδιώτη χρήστη κρυπτοστοιχείων ή το Ελέγχον Πρόσωπο:

α)όνομα και επώνυμο·

β)διεύθυνση κατοικίας·

γ)κράτος/-η μέλος/-η φορολογικής κατοικίας·

δ)για κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο, τον ΑΦΜ για κάθε κράτος μέλος·

ε)ημερομηνία γέννησης.

2.Η αυτοπιστοποίηση που παρέχεται από οντότητα-χρήστη κρυπτοστοιχείων ή Ελέγχον Πρόσωπο είναι έγκυρη μόνον εφόσον έχει υπογραφεί ή επιβεβαιωθεί με άλλο τρόπο από την οντότητα-χρήστη κρυπτοστοιχείων, έχει ημερομηνία το αργότερο κατά την ημερομηνία παραλαβής και περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά την οντότητα-χρήστη κρυπτοστοιχείων:

α)επωνυμία·

β)διεύθυνση·

γ)κράτος/-η μέλος/-η φορολογικής κατοικίας·

δ)για κάθε Δηλωτέο Πρόσωπο, τον ΑΦΜ για κάθε κράτος μέλος·

ε)στην περίπτωση οντότητας-χρήστη κρυπτοστοιχείων εκτός Ενεργής Οντότητας ή Εξαιρούμενου Προσώπου, τις πληροφορίες που περιγράφονται στην ενότητα Γ παράγραφος 1 σχετικά με κάθε Ελέγχον Πρόσωπο της οντότητας-χρήστη κρυπτοστοιχείων, καθώς και τους ρόλους δυνάμει των οποίων κάθε Δηλωτέος Χρήστης είναι Ελέγχον Πρόσωπο της Οντότητας, εάν δεν έχει ήδη προσδιοριστεί με βάση τις σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας·

στ)κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια που πληροί για να αντιμετωπιστεί ως Ενεργή Οντότητα ή Εξαιρούμενο Πρόσωπο.

3.Με την επιφύλαξη της ενότητας Γ παράγραφοι 1 και 2, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν υποχρεούται να συλλέγει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην ενότητα Γ παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε) και στην ενότητα Γ παράγραφος 2 στοιχεία β) έως στ), όταν βασίζεται στην αυτοπιστοποίηση του χρήστη κρυπτοστοιχείων μέσω υπηρεσίας ταυτοποίησης που διατίθεται από κράτος μέλος ή την Ένωση για την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας του χρήστη κρυπτοστοιχείων· σε περίπτωση που ο Δηλών Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας βασίστηκε σε υπηρεσία ταυτοποίησης για να εξακριβώσει την ταυτότητα και τη φορολογική κατοικία Δηλωτέου Χρήστη Κρυπτοστοιχείων, θα απαιτούνται το όνομα, ο αναγνωριστικός κωδικός υπηρεσίας ταυτοποίησης και το κράτος μέλος έκδοσης.

Δ. Γενικές απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας

1.Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που είναι επίσης Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας μπορεί να βασίζεται στις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ολοκληρώνονται σύμφωνα με τα τμήματα IV και VI του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας για τους σκοπούς των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με το παρόν τμήμα. Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων μπορεί επίσης να βασίζεται σε αυτοπιστοποίηση που έχει ήδη συλλεχθεί για άλλους φορολογικούς σκοπούς, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω αυτοπιστοποίηση πληροί τις απαιτήσεις της ενότητας Γ του παρόντος τμήματος.

2.Ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων μπορεί να βασίζεται σε τρίτο μέρος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στο παρόν τμήμα III, αλλά οι υποχρεώσεις αυτές εξακολουθούν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

ΤΜΗΜΑ IV

ΟΡΙΣΜΟΙ

Οι ακόλουθοι ορισμοί έχουν την έννοια που ορίζεται κάτωθι:

A. Δηλωτέο Κρυπτοστοιχείο

1.Ως «Κρυπτοστοιχείο» νοείται το κρυπτοστοιχείο όπως ορίζεται στον κανονισμό XXX.

2.Ως «ψηφιακό νόμισμα κεντρικής τράπεζας» νοείται κάθε ψηφιακό παραστατικό νόμισμα που εκδίδεται από κεντρική τράπεζα ή άλλη νομισματική αρχή.

3.Ως «κεντρική τράπεζα» νοείται κάθε ίδρυμα το οποίο, είτε διά νόμου είτε με την έγκριση της κυβέρνησης, αποτελεί, εκτός από την κυβέρνηση της δικαιοδοσίας αυτή καθεαυτή, την κύρια αρχή έκδοσης μέσων προοριζόμενων να κυκλοφορήσουν ως νόμισμα. Στα ιδρύματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται όργανα διακριτά από την κυβέρνηση της δικαιοδοσίας, είτε βρίσκονται υπό την πλήρη ή μερική κυριότητα της δικαιοδοσίας είτε όχι.

4.Ως «Δηλωτέο Κρυπτοστοιχείο» νοείται κάθε κρυπτοστοιχείο εκτός από ψηφιακό νόμισμα κεντρικής τράπεζας, ηλεκτρονικό χρήμα, ψηφιακό κέρμα ηλεκτρονικού χρήματος ή κρυπτοστοιχείο για το οποίο ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων έχει προσδιορίσει επαρκώς ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς πληρωμής ή επένδυσης.

5.Ως «ηλεκτρονικό χρήμα» νοείται το ηλεκτρονικό χρήμα όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/110/ΕΚ. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο όρος «ηλεκτρονικό χρήμα» δεν περιλαμβάνει προϊόν που δημιουργείται με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της μεταφοράς χρηματικών ποσών από έναν πελάτη σε άλλο πρόσωπο σύμφωνα με τις οδηγίες του πελάτη. Ένα προϊόν δεν δημιουργείται με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της μεταφοράς χρηματικών ποσών εάν, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της μεταβιβάζουσας οντότητας, τα κεφάλαια που συνδέονται με το εν λόγω προϊόν διατηρούνται για διάστημα μεγαλύτερο των 60 ημερών από τη λήψη των οδηγιών για τη διευκόλυνση της μεταφοράς ή, εάν δεν ληφθούν οδηγίες, τα κεφάλαια που συνδέονται με το εν λόγω προϊόν διατηρούνται για διάστημα μεγαλύτερο των 60 ημερών από τη λήψη τους.

6.Ως «ψηφιακό κέρμα ηλεκτρονικού χρήματος» νοείται το ψηφιακό κέρμα ηλεκτρονικού χρήματος όπως ορίζεται στον κανονισμό XXX.

7.Ως «τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού» νοείται τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού ή DLT όπως ορίζεται στον κανονισμό XXX.

Β. Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων

1.Ως «Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων» νοείται ο Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων όπως ορίζεται στον κανονισμό XXX.

2.Ως «Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων» νοείται ο πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων που δεν είναι Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

3.Ως «Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων» νοείται κάθε Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων και κάθε Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων που παρέχει μία ή περισσότερες υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων που επιτρέπουν στους Δηλωτέους Χρήστες να ολοκληρώσουν συναλλαγή ανταλλαγής και δεν είναι Εγκεκριμένος Μη Ενωσιακός Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

4.Ως «Υπηρεσίες Κρυπτοστοιχείων» νοούνται υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων όπως ορίζονται στον κανονισμό XXX, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης κρυπτοστοιχείων και του δανεισμού κρυπτοστοιχείων.

Γ. Δηλωτέα Συναλλαγή

1.Ως «Δηλωτέα Συναλλαγή» νοείται κάθε

α)συναλλαγή ανταλλαγής, και

β)μεταβίβαση δηλωτέων κρυπτοστοιχείων.

2.Ως «συναλλαγή ανταλλαγής» νοείται οποιαδήποτε:

α)ανταλλαγή μεταξύ δηλωτέων κρυπτοστοιχείων και παραστατικών νομισμάτων· και

β)ανταλλαγή μεταξύ ενός ή περισσότερων Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων.

3.Ως «Εγκεκριμένη Δηλωτέα Συναλλαγή» νοείται το σύνολο των Δηλωτέων Συναλλαγών που καλύπτονται από την αυτόματη ανταλλαγή σύμφωνα με την Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών.

4.Ως «Δηλωτέα Συναλλαγή Πληρωμών Λιανικής» νοείται η μεταβίβαση δηλωτέων κρυπτοστοιχείων έναντι αγαθών ή υπηρεσιών, αξίας άνω των 50 000 EUR.

5.Ως «Μεταβίβαση» νοείται η συναλλαγή με την οποία μεταφέρεται δηλωτέο κρυπτοστοιχείο από ή προς τη διεύθυνση ή λογαριασμό κρυπτοστοιχείων ενός χρήστη κρυπτοστοιχείων, πλην εκείνου που τηρείται από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων για λογαριασμό του ίδιου χρήστη κρυπτοστοιχείων, περίπτωση κατά την οποία, βάσει των γνώσεων που έχει στη διάθεσή του ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά τον χρόνο της συναλλαγής, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν μπορεί να προσδιορίσει ότι η συναλλαγή είναι συναλλαγή ανταλλαγής.

6.Ως «παραστατικό νόμισμα» νοείται το επίσημο νόμισμα μιας δικαιοδοσίας, το οποίο εκδίδεται από δικαιοδοσία ή από ορισθείσα κεντρική τράπεζα ή νομισματική αρχή μιας δικαιοδοσίας, όπως αντιπροσωπεύεται από τραπεζογραμμάτια ή κέρματα ή από χρήμα σε διάφορες ψηφιακές μορφές, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών αποθεμάτων ή ψηφιακών νομισμάτων κεντρικής τράπεζας. Ο όρος περιλαμβάνει επίσης το χρήμα εμπορικών τραπεζών και τα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος (περιλαμβάνονται ηλεκτρονικό χρήμα και ψηφιακά κέρματα ηλεκτρονικού χρήματος).

Δ. Δηλωτέος Χρήστης

1.Ως «Δηλωτέος Χρήστης» νοείται ο χρήστης κρυπτοστοιχείων που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο κάτοικος κράτους μέλους.

2.Ως «χρήστης κρυπτοστοιχείων» νοείται φυσικό πρόσωπο ή οντότητα που είναι πελάτης Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων για τους σκοπούς της διενέργειας Δηλωτέων Συναλλαγών. Φυσικό πρόσωπο ή Οντότητα, πλην Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, που ενεργεί ως χρήστης κρυπτοστοιχείων προς όφελος ή για λογαριασμό άλλου φυσικού προσώπου ή Οντότητας ως αντιπρόσωπος, θεματοφύλακας, εντολοδόχος, υπογράφων, σύμβουλος επενδύσεων ή ενδιάμεσος δεν λογίζεται χρήστης κρυπτοστοιχείων και το εν λόγω άλλο φυσικό πρόσωπο ή Οντότητα λογίζεται χρήστης κρυπτοστοιχείων. Όταν ένας Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων παρέχει υπηρεσία που εκτελεί Δηλωτέες Συναλλαγές Πληρωμών Λιανικής για λογαριασμό ή εξ ονόματος εμπόρου, ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων αντιμετωπίζει επίσης τον πελάτη που είναι ο αντισυμβαλλόμενος του εμπόρου για τις εν λόγω Δηλωτέες Συναλλαγές Πληρωμών Λιανικής ως χρήστη κρυπτοστοιχείων σε σχέση με τις εν λόγω Δηλωτέες Συναλλαγές Πληρωμών Λιανικής, υπό την προϋπόθεση ότι ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων υποχρεούται να επαληθεύσει την ταυτότητα του εν λόγω πελάτη στο πλαίσιο της Δηλωτέας Συναλλαγής Πληρωμών Λιανικής σύμφωνα με τους εγχώριους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

3.Ως «ιδιώτης χρήστης κρυπτοστοιχείων» νοείται χρήστης κρυπτοστοιχείων που είναι φυσικό πρόσωπο.

4.Ως «προϋπάρχων ιδιώτης χρήστης κρυπτοστοιχείων» νοείται ιδιώτης χρήστης κρυπτοστοιχείων που έχει συνάψει σχέση με τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά την 31η Δεκεμβρίου 2025.

5.Ως «οντότητα-χρήστης κρυπτοστοιχείων» νοείται χρήστης κρυπτοστοιχείων που είναι οντότητα.

6.Ως «προϋπάρχουσα οντότητα-χρήστης κρυπτοστοιχείων» νοείται οντότητα-χρήστης κρυπτοστοιχείων που έχει συνάψει σχέση με τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων κατά την 31η Δεκεμβρίου 2025.

7.Ως «Δηλωτέο Πρόσωπο» νοείται πρόσωπο κράτους μέλους εκτός από Εξαιρούμενο Πρόσωπο.

8.Ως «πρόσωπο κράτους μέλους» σχετικά με κάθε κράτος μέλος νοείται οντότητα ή φυσικό πρόσωπο με κατοικία σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω άλλου κράτους μέλους ή κληρονομία θανόντος, ο οποίος ήταν κάτοικος οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους. Για τον σκοπό αυτόν, οντότητες όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα, τα οποία δεν έχουν κατοικία για φορολογικούς σκοπούς λογίζονται ως κάτοικοι στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησής τους.

9.Ως «ελέγχοντα πρόσωπα» νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί οντότητας. Στην περίπτωση του καταπιστεύματος, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται ο ή οι καταπιστευματοπάροχοι, ο ή οι καταπιστευματοδόχοι, ο ή οι προστάτες (εφόσον υπάρχουν), ο ή οι δικαιούχοι ή οι τάξεις των δικαιούχων και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ασκούν τον τελικό πραγματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος· σε περίπτωση νομικού μορφώματος που δεν είναι καταπίστευμα, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται τα πρόσωπα που βρίσκονται σε ισοδύναμες ή παρόμοιες θέσεις. Ο όρος «ελέγχοντα πρόσωπα» ερμηνεύεται κατά τρόπο συνεπή προς τον όρο «πραγματικός δικαιούχος» όπως ορίζεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων.

10.Ως «ενεργή οντότητα» νοείται οποιαδήποτε οντότητα πληροί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)το ποσοστό του παθητικού εισοδήματος για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή άλλη κατάλληλη περίοδο υποβολής στοιχείων είναι μικρότερο του 50 % του ακαθάριστου εισοδήματος της Οντότητας και το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων που παράγουν παθητικό εισόδημα ή διακρατούνται για την παραγωγή παθητικού εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή άλλη αντίστοιχη περίοδο υποβολής στοιχείων είναι μικρότερο του 50 % των περιουσιακών στοιχείων της Οντότητας·

β)κατ’ ουσίαν, όλες οι δραστηριότητες της Οντότητας συνίστανται στην κατοχή (εν όλω ή εν μέρει) των εν κυκλοφορία τίτλων κεφαλαίου μίας ή περισσότερων θυγατρικών με δραστηριότητες σε επιχειρηματικούς κλάδους ή τομείς διάφορους από αυτούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή στην παροχή χρηματοδότησης και υπηρεσιών προς αυτήν ή αυτές· στην κατηγορία αυτή δεν δύναται να υπαχθεί οντότητα η οποία λειτουργεί (ή εμφανίζεται) ως επενδυτικό κεφάλαιο, όπως για παράδειγμα ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο, εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου ή κεφάλαιο εξαγορών μέσω μόχλευσης, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός επενδύσεων σκοπός του οποίου είναι να αποκτήσει ή να χρηματοδοτήσει εταιρείες και να διατηρεί στη συνέχεια δικαιώματα στις εταιρείες αυτές ως τίτλους κεφαλαίου για επενδυτικούς σκοπούς·

γ)η Οντότητα δεν έχει ακόμη επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν έχει προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας, αλλά επενδύει κεφάλαιο σε περιουσιακά στοιχεία με σκοπό την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας διάφορης από αυτήν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στην Οντότητα μετά την πάροδο 24 μηνών από την ημερομηνία αρχικής σύστασης της Οντότητας·

δ)η Οντότητα δεν υπήρξε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά τα τελευταία πέντε έτη και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία ρευστοποίησης των περιουσιακών της στοιχείων ή η Οντότητα αναδιοργανώνεται με σκοπό να εξακολουθήσει να δραστηριοποιείται ή να δραστηριοποιηθεί εκ νέου σε επιχειρηματικό τομέα άλλον από αυτόν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

ε)η Οντότητα ασκεί κυρίως δραστηριότητες χρηματοδότησης και αντιστάθμισης κινδύνου με ή για συνδεόμενες οντότητες που δεν είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και δεν παρέχει υπηρεσίες χρηματοδότησης ή αντιστάθμισης κινδύνου σε οντότητα που δεν είναι συνδεόμενη οντότητα, εφόσον ο όμιλος οποιασδήποτε τέτοιας συνδεόμενης οντότητας δραστηριοποιείται κυρίως σε χώρο άλλον από αυτόν των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων· ή

στ)η Οντότητα πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)έχει συσταθεί και λειτουργεί εντός της δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της αποκλειστικά για θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς· ή έχει συσταθεί και λειτουργεί εντός της δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της και αποτελεί επαγγελματική οργάνωση, σύνδεσμο επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωση εργαζομένων, οργάνωση αγροτικών ή οπωροκηπευτικών εκμεταλλεύσεων, ένωση πολιτών ή οργάνωση που λειτουργεί αποκλειστικά για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας·

ii)απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος στη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της·

iii)δεν διαθέτει μετόχους ή μέλη που έχουν δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί των εσόδων ή των περιουσιακών της στοιχείων·

iv)η ισχύουσα νομοθεσία της δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η Οντότητα ή τα συστατικά έγγραφα της Οντότητας δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε διανομή εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων της Οντότητας σε φυσικό πρόσωπο ή μη φιλανθρωπική Οντότητα ή τη χρήση των εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων προς όφελός τους, εκτός αν η διανομή ή χρήση αυτή γίνεται στο πλαίσιο της άσκησης των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της Οντότητας ή ως πληρωμή εύλογης αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών ή ως πληρωμή τιμήματος για την πραγματική εμπορική αξία ιδιοκτησίας που αγόρασε η Οντότητα· και

v)η ισχύουσα νομοθεσία της δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η Οντότητα ή τα συστατικά έγγραφα της Οντότητας απαιτούν, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή διάλυσης, να διανέμονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Οντότητας σε κρατική οντότητα ή σε άλλη μη κερδοσκοπική οργάνωση ή να περιέρχονται στην κυβέρνηση της δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η Οντότητα ή σε άλλη διοικητική υποδιαίρεση.

Ε. Εξαιρούμενο Πρόσωπο

1.Ως «Εξαιρούμενο Πρόσωπο» νοείται α) Οντότητα, οι τίτλοι κεφαλαίου της οποίας αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών· β) Οντότητα που είναι συνδεόμενη οντότητα Οντότητας που περιγράφεται στο στοιχείο α)· γ) κρατική οντότητα· δ) διεθνής οργανισμός· ε) κεντρική τράπεζα· ή στ) Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός από Επενδυτική Οντότητα που περιγράφεται στο τμήμα IV ενότητα Ε παράγραφος 5 στοιχείο β).

2.Ως «Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Ίδρυμα Καταθέσεων, Επενδυτική Οντότητα ή Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία.

3.Ως «Ίδρυμα Θεματοφυλακής» νοείται κάθε Οντότητα που αναπτύσσει δραστηριότητα της οποίας ουσιώδης πτυχή είναι η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων. Η φύλαξη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό τρίτων συνιστά ουσιώδη πτυχή της δραστηριότητας οντότητας εάν το ακαθάριστο εισόδημα της Οντότητας από τη φύλαξη χρηματοοικονομικών στοιχείων και από συναφείς χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ισούται ή υπερβαίνει το 20 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου (ή την τελευταία ημέρα μη ημερολογιακής ετήσιας λογιστικής περιόδου) πριν από το έτος του προσδιορισμού· ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.

4.Ως «Ίδρυμα Καταθέσεων» νοείται κάθε Οντότητα η οποία:

α)δέχεται καταθέσεις στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρεμφερών δραστηριοτήτων· ή

β)κατέχει καθορισμένα προϊόντα ηλεκτρονικού χρήματος ή ψηφιακά νομίσματα κεντρικής τράπεζας προς όφελος των πελατών.

5.Ως «Επενδυτική Οντότητα» νοείται κάθε Οντότητα:

α)η οποία ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες ή πράξεις για λογαριασμό ή εξ ονόματος πελάτη:

i)διαπραγμάτευση σε μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, πιστοποιητικά καταθέσεων, παράγωγα κ.λπ.)· συνάλλαγμα· μέσα σε συνάλλαγμα, επιτόκια και δείκτες· κινητές αξίες· ή συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων·

ii)ατομική και συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίου· ή

iii)άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή χρημάτων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων εξ ονόματος τρίτων· ή

β)το ακαθάριστο εισόδημα της οποίας προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων, εάν την Οντότητα διαχειρίζεται άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων, Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία ή Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην ενότητα Ε παράγραφος 5 στοιχείο α).

Μια Οντότητα θεωρείται ότι ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις εργασίες που περιγράφονται στην ενότητα Ε παράγραφος 5 στοιχείο α) ή το ακαθάριστο εισόδημά της προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων για τους σκοπούς της ενότητας Ε παράγραφος 5 στοιχείο β), εάν το ακαθάριστο εισόδημά της από τις σχετικές εργασίες ισούται ή υπερβαίνει το 50 % του ακαθάριστου εισοδήματός της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: i) την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους του προσδιορισμού· ή ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα. Για τους σκοπούς της ενότητας Ε παράγραφος 5 στοιχείο α) σημείο iii), ο όρος «άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, χρημάτων ή Δηλωτέων Κρυπτοστοιχείων εξ ονόματος τρίτων» δεν περιλαμβάνει την παροχή υπηρεσιών που υλοποιούν συναλλαγές ανταλλαγής εκ μέρους ή για λογαριασμό πελατών. Στον όρο «Επενδυτική Οντότητα» δεν περιλαμβάνονται Οντότητες που αποτελούν ενεργές οντότητες σύμφωνα με τα κριτήρια της ενότητας Δ παράγραφος 11 στοιχεία β) έως ε).

Η παρούσα παράγραφος ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την παρεμφερή διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του «χρηματοπιστωτικού ιδρύματος» στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849.

6.Ως «Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία» νοείται κάθε Οντότητα η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία (ή η εταιρεία συμμετοχών που ελέγχει ασφαλιστική εταιρεία) που προσφέρει Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων ή υποχρεούται να καταβάλλει πληρωμές δυνάμει τέτοιου είδους συμβολαίων.

7.Ως «κρατική οντότητα» νοείται η κυβέρνηση δικαιοδοσίας, κάθε πολιτική υποδιαίρεση δικαιοδοσίας (που, για την αποφυγή αμφιβολιών, καλύπτει ως όρος τα κράτη, τις επαρχίες, τις περιφέρειες και τους δήμους) ή κάθε υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα δικαιοδοσίας ή ενός ή περισσοτέρων εκ των προαναφερόμενων. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα συνιστώντα μέρη, οι ελεγχόμενες οντότητες και οι πολιτικές υποδιαιρέσεις δικαιοδοσιών.

α)Ως «συνιστών μέρος» δικαιοδοσίας νοείται κάθε πρόσωπο, οργανισμός, υπηρεσία, γραφείο, ταμείο, όργανο ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας, που αποτελεί διοικούσα αρχή δικαιοδοσίας. Τα καθαρά έσοδα της διοικούσας αρχής πιστώνονται στον λογαριασμό της ή σε άλλους λογαριασμούς της δικαιοδοσίας και κανένα μερίδιό τους δεν πρέπει να καταλήγει προς όφελος ιδιώτη. Στον όρο «συνιστών μέρος» δεν περιλαμβάνονται φυσικά πρόσωπα ασκούντα εξουσία ή κατέχοντα επίσημες ή διοικητικές θέσεις τα οποία ενεργούν ως ιδιώτες ή υπό την προσωπική τους ιδιότητα.

β)Ως «ελεγχόμενη οντότητα» νοείται κάθε οντότητα που είναι διακριτή ως προς τη μορφή της από τη δικαιοδοσία ή συνιστά άλλως διακριτή νομική οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι:

i)η οντότητα τελεί υπό την πλήρη κυριότητα και τον πλήρη έλεγχο μίας ή περισσότερων κρατικών οντοτήτων είτε άμεσα είτε μέσω μίας ή περισσότερων ελεγχόμενων οντοτήτων· 

ii)τα καθαρά έσοδα της οντότητας πιστώνονται στον λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς ενός ή περισσότερων κρατικών οντοτήτων και κανένα μερίδιο του εισοδήματός της δεν καταλήγει προς όφελος ιδιώτη, και

iii)με τη διάλυσή της, τα περιουσιακά στοιχεία της Οντότητας περιέρχονται σε μία ή περισσότερες κρατικές οντότητες.

γ)Το εισόδημα δεν θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν τα πρόσωπα αυτά είναι οι προβλεπόμενοι δικαιούχοι κρατικού προγράμματος και οι δραστηριότητες του προγράμματος εκτελούνται υπέρ της κοινής ωφέλειας του γενικού πληθυσμού ή αφορούν τη διαχείριση ορισμένης πτυχής της διακυβέρνησης. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, το εισόδημα θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν προκύπτει από τη χρήση κρατικής οντότητας για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως, παραδείγματος χάριν, εμπορικών τραπεζικών δραστηριοτήτων, μέσω των οποίων παρέχονται χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε ιδιώτες.

8.Ως «διεθνής οργανισμός» νοείται κάθε διεθνής οργανισμός ή υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα αυτού. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται κάθε διακυβερνητικός οργανισμός (συμπεριλαμβανομένων των υπερεθνικών) α) που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις· β) που έχει συνάψει συμφωνία έδρας ή παρεμφερή επί της ουσίας συμφωνία με τη δικαιοδοσία· και γ) του οποίου το εισόδημα δεν καταλήγει προς όφελος ιδιωτών.

9.Στον όρο «Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο» περιλαμβάνονται οι τίτλοι (όπως μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών· εταιρικά δικαιώματα ή δικαιώματα επικαρπίας σε ευρείας συμμετοχής ή εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά προσωπικές εταιρείες ή καταπιστεύματα· γραμμάτια, ομολογίες, μη εγγυημένα ομόλογα ή άλλα αποδεικτικά οφειλής), εταιρικά δικαιώματα, εμπορεύματα, συμβάσεις ανταλλαγής (όπως συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων, συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων διαφορετικής βάσης, συμβάσεις ανώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις κατώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με δείκτες μετοχών και παρεμφερείς συμφωνίες), ασφαλιστήρια συμβόλαια ή συμβόλαια προσόδων, ή κάθε δικαίωμα (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, των προθεσμιακών συμβάσεων ή συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης) επί τίτλου, Δηλωτέου Κρυπτοστοιχείου, εταιρικού δικαιώματος, εμπορεύματος, σύμβασης ανταλλαγής, ασφαλιστήριου συμβολαίου ή συμβολαίου προσόδων. Στον όρο «Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο» δεν περιλαμβάνονται μη συνδεόμενα με οφειλή άμεσα δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας.

10.Ως «συμμετοχικό δικαίωμα» νοείται, στην περίπτωση προσωπικής εταιρείας που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, δικαίωμα είτε επί του κεφαλαίου είτε επί των κερδών της εταιρείας. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, συμμετοχικό δικαίωμα θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο λογίζεται καταπιστευματοπάροχος ή δικαιούχος του συνόλου ή μέρους του καταπιστεύματος ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο έχει τον τελικό πραγματικό έλεγχο του καταπιστεύματος. Το Δηλωτέο Πρόσωπο λογίζεται δικαιούχος καταπιστεύματος εάν έχει το δικαίωμα να λαμβάνει άμεσα ή έμμεσα (επί παραδείγματι, μέσω εντολοδόχου) υποχρεωτική διανομή ή μπορεί να λαμβάνει, άμεσα ή έμμεσα, προαιρετική διανομή από το καταπίστευμα.

11. Ως «Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο» νοείται κάθε συμβόλαιο (πλην των Συμβολαίων Προσόδων) βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει ποσό όταν επέλθει καθορισμένο περιστατικό που αφορά θάνατο, ασθένεια, ατύχημα, ζημιά ή κίνδυνο σχετιζόμενο με ακίνητη περιουσία.

12.Ως «Συμβόλαιο Προσόδων» νοείται κάθε συμβόλαιο βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για χρονική περίοδο που καθορίζεται εν όλω ή εν μέρει σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων. Στον όρο περιλαμβάνεται επίσης το συμβόλαιο που θεωρείται συμβόλαιο προσόδων σύμφωνα με τους νόμους, τους κανονισμούς ή τις πρακτικές της δικαιοδοσίας όπου συνάπτεται το συμβόλαιο και βάσει των οποίων ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για μια σειρά ετών.

13.Ως «Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς» νοείται κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο (πλην συμβολαίου αντασφάλισης ζημιών μεταξύ δύο ασφαλιστικών εταιρειών) που έχει αξία εξαγοράς.

14.Ως «αξία εξαγοράς» νοείται το μεγαλύτερο από τα δύο ακόλουθα ποσά: i) το ποσό που δικαιούται να λάβει ο λήπτης της ασφάλισης σε περίπτωση εξαγοράς ή λύσης του συμβολαίου (χωρίς αφαίρεση τυχόν ποινής εξαγοράς ή δανείου ληφθέντος δυνάμει του ασφαλιστήριου συμβολαίου) και ii) το ποσό που μπορεί να δανείζεται ο λήπτης της ασφάλισης δυνάμει του συμβολαίου ή σε σχέση με το συμβόλαιο αυτό. Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος «αξία εξαγοράς» δεν περιλαμβάνει τα ποσά που είναι καταβλητέα δυνάμει ασφαλιστήριου συμβολαίου:

α)αποκλειστικά λόγω θανάτου του φυσικού προσώπου που ήταν ασφαλισμένο με συμβόλαιο ασφάλισης ζωής·

β)ως παροχή λόγω προσωπικής βλάβης ή ασθένειας ή άλλη παροχή που χορηγείται ως αποζημίωση για οικονομική ζημία προκαλούμενη με την επέλευση του περιστατικού που καλύπτεται από την ασφάλιση·

γ)ως επιστροφή καταβληθέντων ασφαλίστρων (μείον το κόστος των ασφαλιστικών τελών, είτε έχουν όντως επιβληθεί είτε όχι) δυνάμει ασφαλιστήριου συμβολαίου (πλην συνδεδεμένου με επενδύσεις συμβολαίου ασφάλισης ζωής ή προσόδων) λόγω ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου, μείωσης της έκθεσης σε κινδύνους κατά την περίοδο ισχύος του συμβολαίου, ή διόρθωσης καταχώρισης ή παρόμοιου σφάλματος σε σχέση με τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για το συμβόλαιο·

δ)ως μέρισμα υπέρ του λήπτη της ασφάλισης (πλην του μερίσματος λύσης) εφόσον το μέρισμα σχετίζεται με ασφαλιστήριο συμβόλαιο δυνάμει του οποίου καταβλητέες είναι μόνον οι παροχές που περιγράφονται στην ενότητα Ε παράγραφος 14 στοιχείο β)· ή

ε)ως επιστροφή προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή ποσού κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων στο πλαίσιο ασφαλιστήριου συμβολαίου για το οποίο το ασφάλιστρο καταβάλλεται τουλάχιστον ετησίως, εάν το ποσό του προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή του κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων ποσού δεν υπερβαίνει το επόμενο ετήσιο ασφάλιστρο που θα πρέπει να καταβληθεί δυνάμει του συμβολαίου.

ΣΤ. Διάφορα

1.Ως «σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας» νοούνται οι σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ενός Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία (ΕΕ) 2018/843 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, ή παρόμοιες απαιτήσεις στις οποίες υπόκειται ο εν λόγω Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων.

2.Ως «οντότητα» νοείται νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, όπως κεφαλαιουχική εταιρεία, προσωπική εταιρεία, καταπίστευμα ή ίδρυμα.

3.Μια οντότητα είναι «συνδεόμενη οντότητα» άλλης οντότητας αν οποιαδήποτε εκ των δύο οντοτήτων ελέγχει την άλλη ή οι δύο οντότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο. Για τον σκοπό αυτόν, ο έλεγχος περιλαμβάνει την άμεση ή έμμεση κυριότητα ποσοστού μεγαλύτερου του 50 % των δικαιωμάτων ψήφου και αξίας της οντότητας.

4.Ως «υποκατάστημα» νοείται μονάδα, επιχείρηση ή γραφείο Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων που λογίζεται υποκατάστημα σύμφωνα με το κανονιστικό καθεστώς μιας δικαιοδοσίας ή που άλλως ρυθμίζεται από τη νομοθεσία μιας δικαιοδοσίας χωριστά από άλλα γραφεία, μονάδες ή υποκαταστήματα του Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων. Όλες οι μονάδες, οι επιχειρήσεις ή τα γραφεία ενός Δηλούντος Παρόχου Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σε μια ενιαία δικαιοδοσία λογίζονται ενιαίο υποκατάστημα.

5.Ως «Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών» νοείται η συμφωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών ενός κράτους μέλους και μιας δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης, με την οποία απαιτείται η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών αντίστοιχων με εκείνες που προσδιορίζονται στην ενότητα Β του τμήματος II του παρόντος παραρτήματος, όπως επιβεβαιώνεται με εκτελεστική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 8αδ παράγραφος 11.

6.Ως «Εγκεκριμένος Μη Ενωσιακός Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων» νοείται ο Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων για τον οποίο όλες οι Δηλωτέες Συναλλαγές είναι επίσης Εγκεκριμένες Δηλωτέες Συναλλαγές και έχει τη φορολογική κατοικία του σε Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης ή, σε περίπτωση που ο εν λόγω Δηλών Πάροχος Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν έχει φορολογική κατοικία σε Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης, πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία Εγκεκριμένης Δικαιοδοσίας εκτός Ένωσης· ή

β)έχει τον τόπο της διοίκησής του (περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης) σε Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης.

7.Ως «Εγκεκριμένη Δικαιοδοσία εκτός Ένωσης» νοείται μη ενωσιακή δικαιοδοσία που εφαρμόζει Ισχύουσα Ειδική Συμφωνία Αρμόδιων Αρχών με τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών, που χαρακτηρίζονται ως δηλωτέες δικαιοδοσίες σε κατάλογο που δημοσιεύεται από την εκτός Ένωσης δικαιοδοσία.

8.Ως «ΑΦΜ» νοείται ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ή λειτουργικό ισοδύναμο αν δεν υπάρχει αριθμός φορολογικού μητρώου). Ο ΑΦΜ είναι κάθε αριθμός ή κωδικός που χρησιμοποιεί η αρμόδια αρχή για την ταυτοποίηση φορολογουμένου.

9.Ως «υπηρεσία ταυτοποίησης» νοείται η ηλεκτρονική διαδικασία που διατίθεται δωρεάν από κράτος μέλος σε Δηλούντα Φορέα Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητας και της φορολογικής κατοικίας χρήστη κρυπτοστοιχείων.

ΤΜΗΜΑ V

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Α. Κανόνες για την επιβολή των απαιτήσεων συλλογής και επαλήθευσης που ορίζονται στο τμήμα III.

1.Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να απαιτούν από τους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να επιβάλλουν τις απαιτήσεις συλλογής και επαλήθευσης δυνάμει του τμήματος ΙΙΙ αναφορικά με τους οικείους χρήστες κρυπτοστοιχείων.

2.Σε περίπτωση που χρήστης κρυπτοστοιχείων δεν παρέχει τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του τμήματος ΙII μετά από δύο υπενθυμίσεις κατόπιν του αρχικού αιτήματος από τον Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, αλλά όχι πριν από την παρέλευση προθεσμίας 60 ημερών, οι Δηλούντες Πάροχοι Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων δεν επιτρέπουν στον χρήστη κρυπτοστοιχείων να πραγματοποιήσει συναλλαγές ανταλλαγής.

Β. Κανόνες που επιβάλλουν στους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων την υποχρέωση να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τυχόν πληροφορίες στις οποίες βασίζονται για την τήρηση των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων και των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας, καθώς και κατάλληλα μέτρα για την πρόσβαση στα αρχεία αυτά.

1.Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να υποχρεώνουν τους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων να τηρούν αρχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν και τυχόν πληροφορίες στις οποίες στηρίζονται για την τήρηση των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων και των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που προβλέπονται στα τμήματα ΙΙ και ΙΙΙ. Τα εν λόγω αρχεία παραμένουν διαθέσιμα για επαρκώς μεγάλο χρονικό διάστημα και σε κάθε περίπτωση για τουλάχιστον 5 έτη, αλλά όχι πάνω από 10 έτη από τη λήξη της περιόδου υποβολής στοιχείων στην οποία αναφέρονται.

2.Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, περιλαμβανομένης της δυνατότητας έκδοσης εντολής στους Δηλούντες Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων για την υποβολή στοιχείων, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποβολή όλων των απαραίτητων στοιχείων στην αρμόδια αρχή ώστε να μπορέσει η τελευταία να συμμορφωθεί με την υποχρέωση κοινοποίησης στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 8αδ παράγραφος 3.

Γ. Διοικητικές διαδικασίες για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των Δηλούντων Παρόχων Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διοικητικές διαδικασίες για να εξακριβώνουν αν οι Δηλούντες Πάροχοι Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα τμήματα II και III.

Δ. Διοικητικές διαδικασίες για επακόλουθες ενέργειες έναντι Δηλούντων Παρόχων Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, όταν υποβάλλονται ελλιπή ή ανακριβή στοιχεία

Τα κράτη μέλη καθορίζουν διαδικασίες για επακόλουθες ενέργειες έναντι των Δηλούντων Παρόχων Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων, σε περίπτωση που τα υποβληθέντα στοιχεία είναι ελλιπή ή ανακριβή.

Ε. Διοικητική διαδικασία για τη χορήγηση άδειας σε Δηλούντα Πάροχο Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων

Το κράτος μέλος καταγωγής που χορηγεί άδεια σε Παρόχους Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων σύμφωνα με τον κανονισμό XXX κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή κατάλογο όλων των αδειοδοτημένων Παρόχων Υπηρεσιών Κρυπτοστοιχείων τακτικά και το αργότερο πριν από την 31η Δεκεμβρίου.

ΣΤ. Διοικητική διαδικασία για μία μόνο καταχώριση Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων

Ένας Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του τμήματος IV ενότητα Β παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος καταχωρίζεται από την αρμόδια αρχή οποιουδήποτε κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 8αδ παράγραφος 7.

1.Πριν από την έναρξη κάθε οικονομικού έτους, ο Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων κοινοποιεί στο κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισής του τα ακόλουθα στοιχεία:

α)όνομα·

β)ταχυδρομική διεύθυνση·

γ)ηλεκτρονικές διευθύνσεις και ιστοσελίδες·

δ)κάθε ΑΦΜ που έχει χορηγηθεί στους Φορείς Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων·

ε)κράτη μέλη των οποίων είναι κάτοικοι οι Δηλωτέοι Χρήστες Κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του τμήματος ΙΙΙ ενότητες Α και Β.

2.Ο Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων γνωστοποιεί στο κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισής του τυχόν αλλαγές στα στοιχεία που παρέχονται με βάση την ενότητα ΣΤ παράγραφος 1.

3.Το κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισης χορηγεί ατομικό αριθμό ταυτοποίησης στον Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων και τον γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών με ηλεκτρονικά μέσα.

4.Το κράτος μέλος της μοναδικής καταχώρισης είναι σε θέση να διαγράψει έναν Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων από το κεντρικό μητρώο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)ο Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων γνωστοποιεί στο εν λόγω κράτος μέλος ότι δεν διαθέτει πλέον Δηλωτέους Χρήστες Κρυπτοστοιχείων στην Ένωση·

β)ελλείψει της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο α), υπάρχει λόγος να θεωρείται ότι η δραστηριότητα ενός Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων έχει διακοπεί·

γ)ο Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο τμήμα IV ενότητα Β παράγραφος 2· το κράτος μέλος ανακάλεσε την καταχώριση στην αρμόδια αρχή του σύμφωνα με την ενότητα ΣΤ παράγραφος 7.

5.Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή σχετικά με κάθε Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων κατά την έννοια του τμήματος IV ενότητα Β παράγραφος 2, ο οποίος έχει χρήστες κρυπτοστοιχείων που κατοικούν στην Ένωση, ενώ δεν έχει καταχωριστεί σύμφωνα με την παράγραφο αυτή. Σε περίπτωση που Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση καταχώρισης ή η καταχώρισή του έχει ανακληθεί σύμφωνα με την ενότητα ΣΤ παράγραφος 7 του παρόντος τμήματος, τα κράτη μέλη λαμβάνουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 25α, αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά μέτρα για να επιβάλλουν την τήρηση της συμμόρφωσης εντός της δικαιοδοσίας τους. Η επιλογή των μέτρων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη επιδιώκουν επίσης να συντονίζουν τις ενέργειές τους με στόχο την επιβολή της συμμόρφωσης, μεταξύ άλλων και για να εμποδίζουν Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων να λειτουργεί εντός της Ένωσης ως έσχατη λύση.

6.Σε περίπτωση που Φορέας Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση υποβολής στοιχείων σύμφωνα με το τμήμα II ενότητα Β του παρόντος παραρτήματος μετά από δύο υπενθυμίσεις από το κράτος μέλος μοναδικής καταχώρισης, το κράτος μέλος λαμβάνει, με την επιφύλαξη του άρθρου 25α, τα αναγκαία μέτρα για να ανακαλέσει την καταχώριση του Φορέα Εκμετάλλευσης Κρυπτοστοιχείων που είχε γίνει σύμφωνα με το άρθρο 8αδ παράγραφος 7. Η καταχώριση ανακαλείται το αργότερο μετά την παρέλευση 90 ημερών, αλλά όχι πριν από την παρέλευση 30 ημερών από τη δεύτερη υπενθύμιση.

Top