EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016AE5211

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες» [COM(2016) 591 final — 2016/0286 (COD)]

ΕΕ C 125 της 21.4.2017, p. 65–68 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

21.4.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 125/65


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες»

[COM(2016) 591 final — 2016/0286 (COD)]

(2017/C 125/09)

Μόνος εισηγητής:

Jorge PEGADO LIZ

Αίτηση γνωμοδότησης

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 24.10.2016

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 25.10.2016

Νομική βάση

Άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αρμόδιο ειδικευμένο τμήμα

Μεταφορές, ενέργεια, υποδομές, κοινωνία των πληροφοριών

Υιοθετήθηκε από το ειδικευμένο τμήμα

11.1.2017

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

25.1.2017

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

522

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

118/0/4

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) έχει ανέκαθεν υποστηρίξει, σε πολλές γνωμοδοτήσεις της, την ενίσχυση των αποστολών, των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (Body of European Regulators for Electronic Communications — BEREC), προκειμένου να διαθέτει την αναγκαία ικανότητα ώστε να επιτελεί μια πραγματική λειτουργία ρύθμισης του κλάδου σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

1.2.

Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μη συμφωνεί, γενικά, με την πρόθεση που υπαγορεύει την πρόταση της Επιτροπής.

1.3.

Ωστόσο, η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της που η Επιτροπή δεν προέκρινε μάλλον αυτό που αναφέρει ως τέταρτη επιλογή, την οποία απορρίπτει αδικαιολόγητα και προτιμά να διατηρήσει τον BEREC στο πεδίο της απλής συνεργασίας ή συντονισμού, έστω και ενισχυμένου.

1.4.

Η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη ότι, όπως έχει υποστηρίξει και στο παρελθόν, μόνο μια επιλογή που θα μετατρέψει τον BEREC σε πραγματική ρυθμιστική αρχή θα έχει τη δυνατότητα, με ένα πραγματικό όραμα για το μέλλον, να εξασφαλίζει την κατάλληλη ρύθμιση των νέων υπηρεσιών πληροφόρησης πανευρωπαϊκής ή παγκόσμιας κλίμακας —οι οποίες προς το παρόν παραμένουν σε μεγάλο βαθμό μη ρυθμιζόμενες ή υποκείμενες σε μάλλον ασαφή ρυθμιστικά πλαίσια (M2M, OTT και άλλα πεδία υψίστης σημασίας για την Ένωση, όπως η περιαγωγή ή οι διακρατικές αγορές)— ή των δεσμευτικών πανευρωπαϊκών διαδικασιών εκχώρησης για συγκεκριμένες ζώνες.

1.5.

Ειδικότερα, μια πτυχή που αξίζει να αναθεωρηθεί και να σταθμιστεί προσεκτικά είναι ό,τι αφορά τη σύνθεση, την οργάνωση και τη λειτουργία του τμήματος προσφυγών, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η πλήρης ανεξαρτησία και αμεροληψία του σε οποιαδήποτε περίπτωση, καθώς και ένα πραγματικό καθεστώς προσφυγών, ιδίως όταν εξετάζονται αποφάσεις που αφορούν διασυνοριακές διαφορές.

2.   Συνοπτική παρουσίαση της πρότασης

2.1.

Στην ανακοίνωσή της με θέμα «Στρατηγική για την ψηφιακή ενιαία αγορά της Ευρώπης» (1), του Μαΐου του 2015, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το μεταβαλλόμενο εμπορικό και τεχνολογικό περιβάλλον επιβάλλει την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου με την ενδυνάμωση του ρόλου του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (στο εξής BEREC). Στο ψήφισμά του «σχετικά με την πορεία προς μια νομοθετική πράξη για την ψηφιακή ενιαία αγορά» (2), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να προωθήσει την περαιτέρω ολοκλήρωση της ψηφιακής ενιαίας αγοράς, εξασφαλίζοντας ένα αποδοτικότερο θεσμικό πλαίσιο, ένα δε από τα μέσα θα ήταν η ενίσχυση του ρόλου, της ικανότητας και των εξουσιών λήψης αποφάσεων του BEREC, για να προωθηθεί η συνεπής εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, να επιτευχθεί αποτελεσματική εποπτεία της εξέλιξης της εσωτερικής αγοράς από τον BEREC και να βοηθηθεί ο BEREC να επιλύει διασυνοριακές διαφορές.

2.2.

Η υπό εξέταση πρόταση πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με την πρόταση οδηγίας για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (3), βάσει της οποίας ανατίθενται στον BEREC πρόσθετα καθήκοντα, με στόχο να μπορεί να εξασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου και να προωθήσει την ανάπτυξη της αγοράς των ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε ολόκληρη την Ένωση. Επιπλέον, ο BEREC θα συμβάλλει στην προώθηση της πρόσβασης και της αξιοποίησης πολύ υψηλής χωρητικότητας συνδεσιμότητας δεδομένων, του ανταγωνισμού στην παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και στην προώθηση των συμφερόντων των πολιτών της Ένωσης.

2.3.

Κύριος στόχος, λοιπόν, της πρότασης είναι να ενισχύσει τον θεσμικό ρόλο του BEREC και να βελτιώσει τη δομή διακυβέρνησής του, μετατρέποντας ταυτόχρονα τον BEREC και την υπηρεσία του BEREC σε ενιαίο αυτόνομο οργανισμό με ευρύτερη εντολή, ώστε να είναι ικανός να ασκεί τα μελλοντικά του καθήκοντα, έτσι ώστε να συνεχιστεί το έργο που έχει επιτελέσει ο BEREC και η ανταλλαγή γνώσεων με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ), με βάση την εναρμόνιση της δομής, καθώς και της διακυβέρνησής του, της λειτουργίας, του προγραμματισμού και της λογοδοσίας, με την κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς, της 19ης Ιουλίου 2012 («κοινή προσέγγιση») (4). Ενσωματώνονται, επίσης, στον κανονισμό BEREC τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στον BEREC βάσει του πρόσφατα εκδοθέντα κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120 για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο και την κατάργηση των πρόσθετων τελών περιαγωγής (5). Ωστόσο, δεν περιλαμβάνεται η αναθεώρηση της οδηγίας σχετικά με την ιδιωτική ζωή και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (6), για την οποία η Επιτροπή έχει δηλώσει ότι θα υποβάλει πρόταση στα τέλη του 2016.

2.4.

Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η Επιτροπή εξέτασε τέσσερις επιλογές: την πρώτη επιλογή: καμία αλλαγή· τη δεύτερη επιλογή: απλώς αναβαθμισμένος συμβουλευτικός ρόλος και ενισχυμένες αρμοδιότητες· την τρίτη επιλογή, την οποία και προέκρινε: διατήρηση του συμβουλευτικού ρόλου με ορισμένες προκανονιστικές εξουσίες και καλύτερη διαδικασία αναθεώρησης της αγοράς και εκχώρηση δικαιωμάτων χρήσης του ραδιοφάσματος, η οποία και αναπτύσσεται λεπτομερώς, και την τέταρτη επιλογή, την οποία απορρίπτει εκ προοιμίου: τη σύσταση πραγματικής ρυθμιστικής αρχής της ΕΕ, ως ενισχυμένου οργανισμού με τους αναγκαίους πόρους για να εξυπηρετήσει μεταβίβαση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών και εκτελεστικών εξουσιών, με δεσμευτικές εξουσίες σε τομείς στους οποίους είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

2.5.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η νομική ανάπτυξη της προκριθείσας επιλογής, η οποία εξετάζεται παρακάτω.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1.

Η ΕΟΚΕ έχει ανέκαθεν υποστηρίξει, σε πολλές γνωμοδοτήσεις της (7), την ενίσχυση των αποστολών, των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών του BEREC, προκειμένου να διαθέτει την αναγκαία ικανότητα ώστε να επιτελεί μια πραγματική λειτουργία ρύθμισης του κλάδου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μη συμφωνεί, γενικά, με την πρόθεση που υπαγορεύει την πρόταση της Επιτροπής.

3.2.

Ωστόσο, η ΕΟΚΕ προσανατολίζεται προς μια λύση που πλησιάζει περισσότερο προς την τέταρτη επιλογή της Επιτροπής, καθώς φρονεί ότι δεν αρκούν απλές επιφανειακές τροποποιήσεις του καθεστώτος του BEREC για να τον μετατρέψουν σε μια πραγματική ρυθμιστική αρχή.

3.3.

Το εκφράζει ρητώς, για παράδειγμα, στη γνωμοδότησή της TEN/534: «Η ΕΟΚΕ είναι της άποψης ότι οι προτεινόμενες αλλαγές ως προς το καθεστώς του BEREC (λ.χ. πρόβλεψη θέσης προέδρου πλήρους απασχόλησης στο ρυθμιστικό συμβούλιο) ενδέχεται να αποδειχθούν ανεπαρκείς δεδομένων των ζητημάτων ανταγωνιστικότητας και της ανάγκης παροχής επενδυτικών κινήτρων, ιδίως όσον αφορά τις ευρυζωνικές τηλεπικοινωνίες και τα δίκτυα NGN/NGA.» (σημείο 4.7.1).

3.4.

Πράγματι, για την εκτέλεση καθηκόντων για τα οποία η έλλειψη κατάλληλης νομοθεσίας είναι ήδη αισθητή —όπως είναι οι νέες υπηρεσίες πληροφόρησης πανευρωπαϊκής ή παγκόσμιας κλίμακας, προς το παρόν σε μεγάλο βαθμό μη ρυθμιζόμενες ή υποκείμενες σε ασαφή ρυθμιστικά πλαίσια (Μ2Μ, ΟΤΤ και άλλα πεδία υψίστης σημασίας για την Ένωση, όπως η περιαγωγή ή οι διακρατικές αγορές), ή οι δεσμευτικές πανευρωπαϊκές διαδικασίες εκχώρησης για συγκεκριμένες ζώνες που συνδέονται με τις νέες αρμοδιότητες που ανατίθενται στον BEREC—, δεν φαίνεται αποδεκτό να παραμείνει η παρέμβαση του BEREC στο επίπεδο της απλής συνεργασίας ή συντονισμού, ακόμη και ενισχυμένου· τούτο μάλιστα αφορά όχι μόνο την υπό εξέταση πρόταση αλλά, ακόμη περισσότερο, και την πρόταση σχετικά με τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών.

3.5.

Εκείνο δε που η υπό εξέταση πρόταση ασφαλώς δεν αντιπροσωπεύει είναι ένα όραμα για το μέλλον με κατεύθυνση προς μεγαλύτερη ενοποίηση της ψηφιακής ενιαίας αγοράς, εφόσον εξακολουθεί να επιτρέπει τον κατακερματισμό των ρυθμίσεων μέσω των εθνικών ΕΡΑ.

3.6.

Αυτό ίσως εξηγεί τα μάλλον απογοητευτικά αποτελέσματα της αξιολόγησης του BEREC, όπως αυτά παρουσιάζονται στην πρόταση, από άποψη καταλληλότητας, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας, ακόμη και όσον αφορά την προστιθέμενη αξία του συγκεκριμένου μοντέλου, το οποίο ωστόσο η Επιτροπή εξακολουθεί να υποστηρίζει.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1.

Σε γενικές γραμμές, οι διατάξεις που αφορούν τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων, την οργάνωση και τη λειτουργία ακολουθούν το ενιαίο πρότυπο για τους ανάλογους οργανισμούς, όπως προσδιορίζεται στην κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς, και δεν μπορεί να τους προσαφθεί τίποτε το ιδιαίτερο.

4.2.

Ας σημειωθεί, ωστόσο, σχετικά με το τμήμα προσφυγών, ότι η «αμεροληψία και η ανεξαρτησία των μελών [του] πρέπει να συνεχίσει να εξασφαλίζεται, βάσει διαφανών και αντικειμενικά επαληθεύσιμων κριτηρίων που θα ορίσουν οι οργανισμοί» και ιδίως ότι «η επιλογή των μελών των τμημάτων προσφυγών μεταξύ του προσωπικού του οργανισμού και/ή του διοικητικού συμβουλίου του οργανισμού πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και δεν θα πρέπει να θέτει υπό αμφισβήτηση τις ανωτέρω αρχές της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας» (σημείο 21 της ως άνω κοινής δήλωσης).

4.3.

Σε σύγκριση με ό,τι ισχύει για άλλα ανάλογα όργανα, όπως το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) (8), το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών (9), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας (10) και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (11), για να αναφέρουμε μόνον αυτά, η ΕΟΚΕ δεν μπορεί να μην απορήσει με τη λακωνικότητα των διατάξεων που ορίζουν το νομικό πλαίσιο του τμήματος προσφυγών (άρθρα 11 έως 14 της πρότασης).

4.4.

Πράγματι, η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι όλοι οι κανονισμοί που αφορούν κανόνες οργάνωσης και διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών των εν λόγω οργανισμών προβλέπουν λεπτομερώς τις εφαρμοστέες στα τμήματα προσφυγών διαδικασίες και ότι οι αποφάσεις που αυτά εκδίδουν επιδέχονται προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ, οι αποφάσεις του οποίου επιδέχονται με τη σειρά τους προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ επί ζητημάτων δικαίου.

4.5.

Όμως, παρότι στις περισσότερες περιστάσεις οι αρμοδιότητές του είναι καθαρά συμβουλευτικές, υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις όπου, από τον συνδυασμό διατάξεων της πρότασης οδηγίας με διατάξεις της υπό εξέταση πρότασης, ο BEREC καταλήγει να διαθέτει εξουσία λήψης αποφάσεων που παράγουν αποτελέσματα έναντι τρίτων, όπως στην περίπτωση ορισμένων αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 εδάφια β) έως δ), ήτοι όσον αφορά τα εξής:

τον καθορισμό διακρατικών αγορών,

τα υποδείγματα συνοπτικής παρουσίασης σύμβασης,

το οικονομικό μοντέλο, το οποίο θα επικουρεί την Επιτροπή κατά τον καθορισμό των μέγιστων τελών τερματισμού στην Ένωση,

τις γνώμες σχετικά με την επίλυση διασυνοριακών διαφορών,

τα σχέδια εθνικών μέτρων που σχετίζονται με τις διαδικασίες για τη ρύθμιση της αγοράς,

τα σχέδια εθνικών μέτρων που σχετίζονται με τις διαδικασίες αξιολόγησης του ραδιοφάσματος από ομότιμους κριτές,

τα σχέδια αποφάσεων και συστάσεων σχετικά με την εναρμόνιση.

4.6.

Ενδεικτική είναι η περίπτωση διασυνοριακών διαφορών, όπου «κάθε μέρος μπορεί να παραπέμψει τη διαφορά στην οικεία εθνική ρυθμιστική αρχή ή στις οικείες εθνικές ρυθμιστικές αρχές», οι οποίες οφείλουν «για τη συνεκτική επίλυση της διαφοράς [να] κοινοποιούν τη διαφορά στον BEREC, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 3». Στην περίπτωση αυτή, «ο BEREC εκδίδει γνώμη με την οποία επισημαίνει στην οικεία εθνική ρυθμιστική αρχή ή στις οικείες εθνικές ρυθμιστικές αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την επίλυση της διαφοράς ή να μην προβούν σε ενέργειες, στο συντομότερο δυνατό χρονικό πλαίσιο και, σε κάθε περίπτωση, εντός τεσσάρων μηνών, πλην εξαιρετικών περιστάσεων».

4.7.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η προσφυγή έναντι της απόφασης αυτής ενώπιον ενός τμήματος προσφυγών όπως αυτό που προβλέπεται στην πρόταση δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσφέρει εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας.

4.8.

Το γεγονός ότι προβλέπεται πάντοτε η δυνατότητα προσφυγής σε δικαστήριο δεν ακυρώνει το γεγονός ότι η διαδικασία σε διοικητικό επίπεδο δεν φαίνεται να προσφέρει προσφυγή ενώπιον ενός πραγματικά ανεξάρτητου φορέα.

4.9.

Η ΕΟΚΕ ευελπιστεί ότι το ζήτημα αυτό θα επανεξεταστεί δεόντως κατά την τελική διατύπωση της πρότασης.

Βρυξέλλες, 25 Ιανουαρίου 2017.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Γιώργος ΝΤΑΣΗΣ


(1)  ΕΕ C 13 της 15.1.2016, σ. 176.

(2)  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Ιανουαρίου 2016 σχετικά με την πορεία προς μια νομοθετική πράξη για την ψηφιακή ενιαία αγορά [TA(2016)0009].

(3)  COM(2016) 590 final, σχετικά με το οποίο η ΕΟΚΕ εξέδωσε τη γνωμοδότηση TEN/612 με θέμα «Ευρωπαϊκός Κώδικας Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών» (βλέπε σελίδα … της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 2012 για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015 (ΕΕ L 310 της 26.11.2015, σ. 1, σχετικά με την πρόταση του οποίου η ΕΟΚΕ είχε υιοθετήσει τη γνωμοδότηση TEN/534 (ΕΕ C 177 της 11.6.2014, σ. 64).

(6)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37), ένα θέμα που έχει ήδη αναλυθεί στη γνωμοδότηση TEN/612 με θέμα «Ευρωπαϊκός Κώδικας Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών» (βλέπε σελίδα … της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(7)  Παρατίθενται ορισμένα παραδείγματα:

γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα την πρόταση αναθεώρησης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 531/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2012 [COM(2016) 399 final] (ΕΕ C 34 της 2.2.2017, σ. 162, σημείο 4.7),

γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με τις προτάσεις της Επιτροπής για νέα μέτρα στην ευρωπαϊκή ψηφιακή ενιαία αγορά [COM(2013) 627 final και COM(2013) 634 final] (ΕΕ C 177 της 11.6.2014, σ. 64, σημείο 4.7.1),

γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την προαγωγή της από κοινού (μεριζόμενης) χρήσης πόρων ραδιοφάσματος στην εσωτερική αγορά [COM(2012) 478 final] (ΕΕ C 133 της 9.5.2013, σ. 22, σημείο 4.10),

γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με μια εσωτερική ψηφιακή αγορά χωρίς αποκλεισμούς (ΕΕ C 161 της 6.6.2013, σ. 8, σημείο 3.1.1.1),

γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ για την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το ανοιχτό διαδίκτυο και τη δικτυακή ουδετερότητα στην Ευρώπη [COM(2011) 222 final] (ΕΕ C 24 της 28.1.2012, σ. 139, σημείο 2.4.1),

γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ για την πρόταση απόφασης σχετικά με την καθιέρωση του πρώτου προγράμματος πολιτικής για το ραδιοφάσμα [COM(2010) 471 final] και την ανακοίνωση της Επιτροπής με θέμα «Ευρωπαϊκά δίκτυα ευρυζωνικότητας: επένδυση στην ψηφιακά τροφοδοτούμενη ανάπτυξη» [COM(2010) 472 final] (ΕΕ C 107 της 6.4.2011, σ. 53, σημεία 2.13 και 2.14).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/96 της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 1996 (ΕΕ L 28 της 6.2.1996), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2082/2004 της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ L 360 της 7.12.2004).

(9)  Άρθρα 67 κ.ε. του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994 (ΕΕ L 227 της 1.9.1994, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (EΚ) αριθ. 1592/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2002 (ΕΕ L 240 της 7.9.2002, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (EΚ) αριθ. 771/2008 της Επιτροπής, της 1ης Αυγούστου 2008 (ΕΕ L 206 της 2.8.2008, σ. 5).


Top