Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52015IP0408

    Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλα μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος (2015/2066(INI))

    ΕΕ C 366 της 27.10.2017, p. 51–95 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    27.10.2017   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 366/51


    P8_TA(2015)0408

    Φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλα μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος

    Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλα μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος (2015/2066(INI))

    (2017/C 366/06)

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

    έχοντας υπόψη τα άρθρα 4 και 13 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ),

    έχοντας υπόψη τα άρθρα 107, 108, 113, 115, 116, 175 και 208 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

    έχοντας υπόψη την απόφασή του της 12ης Φεβρουαρίου 2015 για τη σύσταση, τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων, την αριθμητική σύνθεση και τη διάρκεια της θητείας της ειδικής επιτροπής σχετικά με τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλα μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος (1),

    έχοντας υπόψη τις αποκαλύψεις της Διεθνούς Σύμπραξης Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) σχετικά με τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλες επιζήμιες πρακτικές στο Λουξεμβούργο, που έχουν γίνει γνωστές ως «LuxLeaks»,

    έχοντας υπόψη τα αποτελέσματα της των συνόδων κορυφής των G7, G8, και G20 για τα διεθνή φορολογικά θέματα, και ειδικότερα της συνόδου κορυφής του Ελμάου, στις 7-8 Ιουνίου 2015, της συνόδου κορυφής του Μπρισμπέιν, στις 15-16 Νοεμβρίου 2014, της συνόδου κορυφής της Αγίας Πετρούπολης, στις 5-6 Σεπτεμβρίου 2013, της συνόδου κορυφής του Λοχ Έρνε, στις 17-18 Ιουνίου 2013, και της συνόδου κορυφής του Πίτσμπουργκ στις 24-25 Σεπτεμβρίου 2009,

    έχοντας υπόψη την έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) με τίτλο «Harmful Tax Competition: An Emerging Global Issue» (Επιζήμιος φορολογικός ανταγωνισμός. Ένα αναδυόμενο παγκόσμιο ζήτημα), του 1998,

    έχοντας υπόψη την έκθεση με τίτλο «Addressing Base Erosion and Profit Shifting (BEPS)» (Διάβρωση της βάσης, μεταφορά κερδών και αναπτυσσόμενες χώρες), του 2013, το σχέδιο δράσης του ΟΟΣΑ για την BEPS και τις μετέπειτα εκδοχές του,

    έχοντας υπόψη τα πρόσφατα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με την κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας εταιρειών (14 Μαρτίου 2013), σχετικά με τη φορολογία (22 Μαΐου 2013), σχετικά με την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών (18 Δεκεμβρίου 2014), σχετικά με τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μεταφορά των κερδών (BEPS), την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σε παγκόσμιο επίπεδο και τα επιζήμια φορολογικά μέτρα (18 Δεκεμβρίου 2014), και σχετικά με τη φοροδιαφυγή (27 Ιουνίου 2014),

    έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων (ECOFIN) και την έκθεσή του προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για τα θέματα φορολογίας, της 22ας Ιουνίου 2015,

    έχοντας υπόψη τις εξαμηνιαίες εκθέσεις της ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας» (φορολογία των επιχειρήσεων) προς το Συμβούλιο, σχετικά με τον κώδικα δεοντολογίας,

    έχοντας υπόψη την οδηγία για τη διοικητική συνεργασία (2), την οδηγία για τους τόκους και τα δικαιώματα (3), και τις πρόσφατες νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής για την τροποποίησή τους,

    έχοντας υπόψη την οδηγία 90/435/ΕOK του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (4) (οδηγία μητρικών-θυγατρικών), όπως τροποποιήθηκε τελευταία το 2015,

    έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/56/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ σχετικά με τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών (5),

    έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (6),

    έχοντας υπόψη την οδηγία 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των άμεσων φόρων και των φόρων επί των ασφαλίστρων (7),

    έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (8),

    έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, της 26ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με το έργο του κοινού φόρουμ της ΕΕ για τον καθορισμό των τιμών μεταβίβασης στον τομέα των διαδικασιών αποφυγής και επίλυσης αντιδικιών και σχετικά με τις κατευθυντήριες οδηγίες όσον αφορά τις συμφωνίες προκαθορισμένων τιμών εντός της ΕΕ (COM(2007)0071),

    έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (9),

    έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2015, με τίτλο «Ένα δικαιότερο και αποδοτικότερο σύστημα φορολόγησης των εταιρειών στην Ευρωπαϊκή Ένωση: 5 νευραλγικοί τομείς δράσης» (COM(2015)0302),

    έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τη φορολογική διαφάνεια για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής (COM(2015)0136),

    έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2012, με τίτλο «Σχέδιο δράσης για την ενίσχυση της καταπολέμησης της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής» (COM(2012)0722),

    έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2012, σχετικά με τον επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό (C(2012)8806),

    έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2012, όσον αφορά μέτρα με σκοπό να ενθαρρυνθούν οι τρίτες χώρες να εφαρμόζουν ελάχιστα πρότυπα χρηστής διακυβέρνησης στον φορολογικό τομέα (C(2012)8805),

    έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2012 σχετικά με τους συγκεκριμένους τρόπους για την ενίσχυση της καταπολέμησης της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής, επίσης και σε σχέση με τρίτες χώρες (COM(2012)0351),

    έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής για την έκδοση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με την κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας εταιρειών (ΚΕΒΦΕ) (COM(2011)0121), και τη σχετική θέση του Κοινοβουλίου, της 19ης Απριλίου 2012 (10),

    έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 25ης Οκτωβρίου 2011, με τίτλο «Μια ανανεωμένη στρατηγική ΕΕ 2011-14 για την εταιρική κοινωνική ευθύνη» (COM(2011)0681),

    έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών συνερχόμενων στα πλαίσια του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με έναν κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων (11), και τις τακτικές εκθέσεις της Ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας» (Φορολογία των επιχειρήσεων) προς το Συμβούλιο,

    έχοντας υπόψη τη σύσταση της 30ής Απριλίου 2014, που εξέδωσε η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την προστασία των καταγγελτών,

    έχοντας υπόψη την έκθεση της Simmons & Simmons, του 1999, σχετικά με τις διοικητικές πρακτικές, που αναφέρεται στην παράγραφο 26 της έκθεσης της ομάδας Κώδικας Δεοντολογίας, του 1999, την έκθεση Primarolo (SN 4901/99), και την επικαιροποίηση της έκθεσης αυτής το 2009,

    έχοντας υπόψη τις τροπολογίες που ενέκρινε το Κοινοβούλιο στις 8 Ιουλίου 2015 στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2007/36/ΕΚ όσον αφορά την ενθάρρυνση της μακροπρόθεσμης ενεργού συμμετοχής των μετόχων και της οδηγίας 2013/34/ΕΕ όσον αφορά ορισμένα στοιχεία της δήλωσης εταιρικής διακυβέρνησης (12),

    έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 8ης Ιουλίου 2015 σχετικά με τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή ως προκλήσεις για τη διακυβέρνηση, την κοινωνική προστασία και την ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες (13),

    έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Μαρτίου 2015 σχετικά με την ετήσια έκθεση για τη φορολογία (14),

    έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 11ης Μαρτίου 2015 όσον αφορά την ετήσια έκθεση για το 2013 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ –Καταπολέμηση της απάτης (15),

    έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 23ης Οκτωβρίου 2013 σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα, τη διαφθορά και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (16),

    έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και των φορολογικών παραδείσων (17),

    έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 19ης Απριλίου 2012, σχετικά με το αίτημα για συγκεκριμένες μεθόδους με σκοπό την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής (18),

    έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 8ης Μαρτίου 2011 με τίτλο «Φορολογία και ανάπτυξη — Συνεργασία με τις αναπτυσσόμενες χώρες για την προώθηση της χρηστής διακυβέρνησης στον φορολογικό τομέα» (19),

    έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 10ης Φεβρουαρίου 2010, σχετικά με την προώθηση της χρηστής διακυβέρνησης στον φορολογικό τομέα (20),

    έχοντας υπόψη τις διάφορες κοινοβουλευτικές ακροάσεις και τις εκθέσεις που ακολούθησαν για το ίδιο θέμα σε εθνικά κοινοβούλια και ιδίως στη Βουλή των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου, στη Γερουσία των ΗΠΑ και στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση,

    έχοντας υπόψη το άρθρο 52 του Κανονισμού του,

    έχοντας υπόψη την έκθεση της ειδικής επιτροπής σχετικά με τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλα μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος (Α8-0317/2015),

    LuxLeaks: γεγονότα και αριθμητικά στοιχεία

    Α.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι το σκάνδαλο LuxLeaks, που ξέσπασε στις 5 Νοεμβρίου 2014, όταν η Διεθνής Σύμπραξη Ερευνητών Δημοσιογράφων έδωσε στη δημοσιότητα περί τις 28 000 σελίδες εμπιστευτικών εγγράφων που εξέθεταν πάνω από 500 ιδιωτικές φορολογικές διευθετήσεις μεταξύ των φορολογικών αρχών του Λουξεμβούργου και περισσότερων από 300 πολυεθνικών εταιρειών στο διάστημα από το 2002 έως το 2010, αποκάλυψε την έκταση της χρήσης μυστικών συμφωνιών σχετικά με πολύπλοκες οικονομικές διαρθρώσεις σχεδιασμένες για την επίτευξη δραστικών μειώσεων της φορολογίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι σε πολλές περιπτώσεις θυγατρικές εταιρείες εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο, οι οποίες διαχειρίζονται εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε επιχειρήσεις, διατηρούν μικρή παρουσία και έχουν χαμηλή οικονομική δραστηριότητα στο Λουξεμβούργο·

    Β.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ζητήματα που σχετίζονται με τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τις πρακτικές επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού είναι γνωστά και αναλύονται σε διεθνές επίπεδο εδώ και δεκαετίες τουλάχιστον· λαμβάνοντας υπόψη ότι το LuxLeaks έφερε τα θέματα αυτά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του κοινού και των μέσων ενημέρωσης, αποκαλύπτοντας αμφισβητήσιμες φορολογικές πρακτικές που προωθούνται από λογιστικές εταιρείες σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι έρευνες της Επιτροπής και το έργο που επιτέλεσε το Κοινοβούλιο μέσω της ειδικής επιτροπής του έδειξαν ότι δεν πρόκειται για μοναδική περίπτωση και ότι αντίθετα η λήψη φορολογικών μέτρων για τη μείωση των συνολικών φορολογικών υποχρεώσεων ορισμένων εταιρειών προκειμένου να αυξηθεί τεχνητά η εθνική φορολογική βάση εις βάρος άλλων χωρών αποτελεί πρακτική διαδεδομένη στην Ευρώπη και ευρύτερα·

    Γ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι τέτοιες συμπεριφορές, που συχνά απορρέουν από την αποσύνδεση του τόπου παραγωγής της αξίας από τον τόπο στον οποίο φορολογούνται τα κέρδη, δεν περιορίζονται σε φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» αλλά περιλαμβάνουν επίσης ευρύ φάσμα επιζήμιων φορολογικών πρακτικών εκ μέρους των εθνικών φορολογικών αρχών εντός και εκτός ΕΕ·

    Δ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπαγωγή των εν λόγω πρακτικών σε δημόσιο έλεγχο αποτελεί μέρος του δημοκρατικού ελέγχου· λαμβάνοντας υπόψη ότι, λόγω του αρνητικού τους αντικτύπου στην κοινωνία συνολικά, μπορούν να διατηρούνται μόνο όσο παραμένουν απόρρητες ή γίνονται ανεκτές· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ερευνητές δημοσιογράφοι, ο μη κρατικός τομέας και η πανεπιστημιακή κοινότητα έχουν διαδραματίσει καίριο ρόλο στην αποκάλυψη κρουσμάτων φοροαποφυγής και την ενημέρωση του κοινού γι’ αυτά· λαμβάνοντας υπόψη ότι, στον βαθμό που δεν είναι δυνατόν να προληφθούν, η αποκάλυψή τους δεν θα πρέπει να εξαρτάται από το θάρρος και την αίσθηση ηθικής μεμονωμένων καταγγελτών, αλλά να εντάσσεται σε μηχανισμούς συστηματικότερης ενημέρωσης και ανταλλαγής πληροφοριών·

    Η προσέγγιση των κρατών μελών στην φορολόγηση των εταιρειών

    Ε.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος εταιρειών για τα 28 κράτη μέλη της Ένωσης ανήλθαν κατά μέσο όρο στο 2,6 % του ΑΕΠ το 2012 (21)·

    ΣΤ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τη Συνθήκη, η άμεση φορολογία αποτελεί κυρίως αρμοδιότητα των κρατών μελών· λαμβάνοντας υπόψη ότι, στον βαθμό που η ΕΕ έχει αρμοδιότητα στον τομέα της φορολογίας, η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής υπόκειται κατά κανόνα στην απαίτηση ομοφωνίας στο πλαίσιο του Συμβουλίου· λαμβάνοντας υπόψη ότι ως συνέπεια του γεγονότος αυτού δεν έχουν ληφθεί ακόμη σημαντικές αποφάσεις σε επίπεδο ΕΕ στον τομέα της φορολογίας των εταιρειών, παρά τις πρόσφατες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε σχέση με την εσωτερική αγορά και άλλους τομείς που καλύπτονται από τις Συνθήκες της ΕΕ, όπως οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, το ενιαίο νόμισμα και η οικονομική και δημοσιονομική διακυβέρνηση, και οι αρχές και η νομοθεσία για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφώνονται προς το ευρωπαϊκό δίκαιο του ανταγωνισμού και να μεριμνούν ώστε η φορολογική νομοθεσία τους να είναι συμβατή με τις αρχές της εσωτερικής αγοράς και να μην δημιουργεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κανόνας της ομοφωνίας στο πλαίσιο του Συμβουλίου παρέχει σε κάθε κράτος μέλος δικαίωμα βέτο, με αποτέλεσμα να περιορίζεται το κίνητρο για τη μετάβαση από την υπάρχουσα κατάσταση σε μια λύση βασιζόμενη περισσότερο στη συνεργασία· λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν δεν εφαρμοστεί η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 116 ΣΛΕΕ, θα απαιτηθεί τροποποίηση της Συνθήκης προκειμένου να αλλάξει η απαίτηση ομοφωνίας σε θέματα άμεσης φορολογίας·

    Ζ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα κατάσταση, όπου όλα τα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα βέτο, επιβάλλει αποφασιστική και συνεργατική δράση εκ μέρους όλων των κρατών μελών, για την αντιμετώπιση του πανευρωπαϊκού προβλήματος της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής·

    Η.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι, με ορισμένες τιμητικές εξαιρέσεις, οι εθνικοί πολιτικοί εκπρόσωποι δεν έχουν επιδείξει ως τώρα ιδιαίτερο πνεύμα συνεργασίας στην αντιμετώπιση του προβλήματος της φοροδιαφυγής, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling»·

    Θ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά τα κεφάλαια κυκλοφορούν ελεύθερα και οι μεγάλες εταιρείες υποβάλλουν ενοποιημένες εκθέσεις δραστηριοτήτων, αλλά οι φόροι εισπράττονται σε εθνικό επίπεδο από φορολογικές αρχές που ανταλλάσσουν πολύ λίγες πληροφορίες μεταξύ τους·

    Ι.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι σε μια ολοκληρωμένη εσωτερική αγορά οι επενδυτικές αποφάσεις και η επιλογή του τόπου εγκατάστασης των επιχειρήσεων δεν θα πρέπει να επηρεάζονται από τεχνητές στρεβλώσεις· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι η παγκοσμιοποίηση, η ψηφιοποίηση και η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων δημιουργούν τις συνθήκες για εντονότερο φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών και με τρίτες χώρες, με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων και επιχειρήσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι σημαντικό να παραμένουν και να προσελκύονται εταιρείες στην Ευρώπη, χωρίς όμως αυτό να γίνεται μέσω δυνητικά επιβλαβών φορολογικών καθεστώτων που στοχεύουν κατά κύριο λόγο στην ενθάρρυνση των επενδύσεων και την προσέλκυση πρόσθετης οικονομικής δραστηριότητας ως αντίδραση σε παρόμοια μέτρα που έχουν λάβει γειτονικές χώρες ή που στοχεύουν στη διόρθωση θεωρούμενων προϋπαρχουσών ανισορροπιών μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη σχετική ευημερία, το μέγεθος ή την απόκεντρη θέση τους· λαμβάνοντας υπόψη, παρεμπιπτόντως, ότι σε ορισμένες δικαιοδοσίες φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των ελκυστικών φορολογικών καθεστώτων και του υψηλού επιπέδου εθνικού πλούτου· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο βέλτιστος σχεδιασμός των φορολογικών συστημάτων εξαρτάται από πολυάριθμους παράγοντες και διαφέρει, επομένως, από χώρα σε χώρα· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο επιζήμιος φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ κρατών μελών περιορίζει τις δυνατότητες της ενιαίας αγοράς·

    ΙΑ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι, αντί να επικεντρώνονται απλώς στην προώθηση ενός ελκυστικού επιχειρηματικού κλίματος, για παράδειγμα με καλή υποδομή και εργατικό δυναμικό υψηλής ποιότητας, μεταξύ άλλων μέσω δαπανών για την αύξηση της παραγωγικότητας, και να διασφαλίζουν τη σταθερότητα και προβλεψιμότητα του φορολογικού συστήματος, τα κράτη, στο πλαίσιο του ρόλου τους ως παικτών στο παιχνίδι του φορολογικού ανταγωνισμού, χρησιμοποιούν την εθνική νομοθεσία τους σε συνδυασμό με τα δίκτυα φορολογικών συμφωνιών τους για να αυτοπροωθούνται ως τόποι επενδύσεων, ως κόμβοι για τη διοχέτευση χρηματοοικονομικών ροών ή ως δικαιοδοσίες για τη δήλωση κερδών, προσελκύοντας έτσι επιχειρηματική δραστηριότητα ή εταιρείες γραμματοκιβώτια εις βάρος των κρατών εταίρων τους, και καθιερώνοντας αθέμιτες πρακτικές στον μεταξύ τους ανταγωνισμό· λαμβάνοντας υπόψη ότι, μεμονωμένα, κάθε χώρα έχει σαφές συμφέρον να υιοθετήσει συμπεριφορά «λαθρεπιβάτη», δηλαδή να είναι η πρώτη που θα σχεδιάσει και θα εφαρμόσει ειδικά φορολογικά καθεστώτα και διατάξεις για την προσέλκυση φορολογικής βάσης, και η τελευταία που θα συμμετάσχει σε συνεργατική και συντονισμένη δράση για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής·

    ΙΒ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ κρατών μελών· λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζεται στο άρθρο 4 ΣΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν πλήρως την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας σε θέματα φορολογικού ανταγωνισμού·

    ΙΓ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα κράτη μέλη υιοθετούν διφορούμενη θέση όσον αφορά τη φοροαποφυγή, διότι παραπονούνται μεν για τη διάβρωση της εθνικής φορολογικής βάσης τους αλλά παράλληλα ευθύνονται για τον σχεδιασμό των ισχυόντων εθνικών και διεθνών φορολογικών καθεστώτων που την κατέστησαν δυνατή, ενώ εξακολουθούν να παρεμποδίζουν την ανάπτυξη των φορολογικών καθεστώτων τους προς την κατεύθυνση μιας περισσότερο συντονισμένης λύσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε ένα πλαίσιο πλήρους κινητικότητας των κεφαλαίων μέσα στην ΕΕ και με τη δεδηλωμένη πρόθεση της Επιτροπής για τη θέσπιση ένωσης κεφαλαιαγορών, η αλληλεξάρτηση και οι αμοιβαίες επιπτώσεις των εθνικών φορολογικών καθεστώτων και εσόδων πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη, δεδομένων των εκτενών θετικών και αρνητικών διασυνοριακών δευτερογενών συνεπειών των φορολογικών αποφάσεων των επιμέρους κρατών μελών, γιατί αυτό που σε μια χώρα αποτελεί φορολογικό κίνητρο είναι διάβρωση της φορολογικής βάσης για μια άλλη·

    ΙΔ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι παρατηρείται ένα παράδοξο, όπου ο ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ κρατών μελών σε φορολογικά θέματα έχει οδηγήσει σε αντιανταγωνιστικές συμπεριφορές και σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού·

    ΙΕ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η θέσπιση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ευεργετική για τις εθνικές οικονομίες, δεδομένου ότι τις κατέστησε περισσότερο ανταγωνιστικές και ελκυστικές σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, και ότι η φορολογική σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών θα έχει τελικά το ίδιο αποτέλεσμα·

    ΙΣΤ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νομοθετικοί φορείς και οι συχνά ανεπαρκώς στελεχωμένες και εξοπλισμένες φορολογικές διοικήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα πρόληψης αλλά μόνο αντίδρασης, ενίοτε με μεγάλη καθυστέρηση, στα καινοτόμα καθεστώτα φοροαποφυγής που σχεδιάζονται και προωθούνται από ορισμένους φορολογικούς συμβούλους, ιδίως από πολύ μεγάλες λογιστικές εταιρείες, δικηγόρους και ενδιάμεσες εταιρείες· λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη ότι η πείρα δείχνει πως τα όργανα της ΕΕ για την πρόληψη νέων επιζήμιων φορολογικών μέτρων (όπως η ομάδα «Κώδικας δεοντολογίας» που συγκροτήθηκε από τα κράτη μέλη το 1998, ή η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών) δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση αυτών των ανεπιθύμητων εξελίξεων, δεδομένου ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αντέδρασαν αναποτελεσματικά ή στη βάση υπερβολικά περιορισμένης εντολής, και ότι στην ΕΕ έχουν ληφθεί πολλά νέα και συχνά επιθετικά μέτρα φοροαποφυγής, όπως οι δέσμες ευρεσιτεχνίας (patent box)· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολυεθνικές εταιρείες, στην ΕΕ και παγκοσμίως, βασίζονται στην πραγματογνωσία ενός καλά οργανωμένου και εξειδικευμένου τομέα φορολογικών συμβούλων, τραπεζών και άλλων παρόχων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών για την ανάπτυξη των μηχανισμών φοροαποφυγής τους· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εν λόγω τομέας εκπροσωπείται ταυτόχρονα σε οργανισμούς που παρέχουν υπηρεσίες συμβούλου για φορολογικά θέματα σε κυβερνήσεις και δημόσιους φορείς, όπως, για παράδειγμα, η ενωσιακή πλατφόρμα για τη χρηστή διακυβέρνηση στον φορολογικό τομέα· λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν ανησυχίες αναφορικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων που μπορεί να προκύψουν από το γεγονός ότι οι ίδιες εταιρείες παρέχουν υπηρεσίες συμβούλου τόσο σε δημόσιες αρχές όσο και σε ιδιωτικές πολυεθνικές εταιρείες·

    IZ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι ο φορολογικός σχεδιασμός πρέπει να γίνεται αυστηρά μέσα στα πλαίσια του νόμου και των εφαρμοστέων συνθηκών· λαμβάνοντας, συνεπώς, υπόψη, ότι η καταλληλότερη απάντηση στον επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό είναι η καλή νομοθεσία και ο διεθνής συντονισμός με γνώμονα τα επιθυμητά αποτελέσματα·

    ΙΗ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή της νομοθεσίας έχει αποφασιστική σημασία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή αυτή είναι αρμοδιότητα των εθνικών διοικήσεων, που συχνά δεν έχουν ιδιαίτερα κίνητρα για να συνεργαστούν μεταξύ τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο· λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάσταση αυτή επιτείνει και διευρύνει τις αποκλίσεις που ήδη απορρέουν από τις διαφορές στις νομοθεσίες στην Ένωση·

    ΙΘ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η Τρόικα των θεσμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) που επιβλέπει την εκτέλεση των προγραμμάτων χρηματοοικονομικής και δημοσιονομικής προσαρμογής στα κράτη μέλη, όπως στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα, δεν επιχείρησε να αποτρέψει τις φορολογικές αμνηστίες, τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling», τα φορολογικά πλεονεκτήματα και τα καθεστώτα φοροαπαλλαγών που ήταν και παραμένουν άδικα και μεροληπτικά, και ευνοούν την αποφυγή της φορολογίας από επιχειρήσεις και ιδιώτες προκαλώντας μεγάλη απώλεια κρατικών εσόδων και αυξάνοντας την επιβάρυνση των ήδη υπερφορολογημένων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και πολιτών·

    Κ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η έρευνα και η δίωξη των φορολογικών αδικημάτων και της νομιμοποίησης χρημάτων από παράνομες δραστηριότητες, που περιλαμβάνουν συχνά χρηματοπιστωτικές πράξεις και νομικά πρόσωπα σε διάφορες δικαιοδοσίες, παρουσιάζει σοβαρές προκλήσεις· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υπάλληλοι των κρατών μελών που είναι επιφορτισμένοι με την έρευνα και την άσκηση ποινικής δίωξης κατά όσων διαπράττουν φορολογικά εγκλήματα και άλλα οικονομικά εγκλήματα συχνά δεν διαθέτουν επαρκή εκπαίδευση και εξοπλισμό·

    ΚΑ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολιτικές λιτότητας και δημοσιονομικής περιστολής τα τελευταία χρόνια έχουν περιορίσει σημαντικά την ικανότητα των φορολογικών διοικήσεων να ερευνούν φορολογικά εγκλήματα και επιζήμιες φορολογικές πρακτικές· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι περικοπές αυτές ήταν ιδιαίτερα επιζήμιες στα κράτη μέλη στα οποία εφαρμόζει προγράμματα οικονομικής βοήθειας η Τρόικα, όπου η αύξηση των κρατικών εσόδων επιτεύχθηκε εις βάρος των ήδη υπερφορολογημένων ΜΜΕ και πολιτών, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι εύποροι φοροφυγάδες επωφελήθηκαν σε πολλές περιπτώσεις από φορολογικές αμνηστίες, φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling», και άλλες φοροαπαλλαγές και ευνοϊκά καθεστώτα, όπως συνέβη στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα·

    Φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και επιζήμιες φορολογικές πρακτικές

    ΚΒ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» καλύπτουν ευρύ φάσμα πρακτικών στα κράτη μέλη, από ειδικά μέτρα πολιτικής έως σαφώς προσδιορισμένη εφαρμογή του νόμου, σε σχέση με το πιθανό πεδίο εφαρμογής και τους καλυπτόμενους τομείς, τον δεσμευτικό χαρακτήρα, τη συχνότητα χρήσης, τη δημοσιότητα, τη διάρκεια και την καταβολή τελών· λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός ορισμός των φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» σε διεθνές επίπεδο πέρα από την αναφορά της Επιτροπής σε αυτές ως κάθε συμφωνία, κοινοποίηση ή κάθε άλλο μέσο ή ενέργεια με παρόμοια αποτελέσματα, εκ μέρους ή για λογαριασμό του κράτους μέλους, όσον αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας·

    ΚΓ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι φορολογικές αποφάσεις δεν είναι εγγενώς προβληματικές, δεδομένου ότι μπορούν, σύμφωνα με τον αρχικό τους σκοπό, να παρέχουν ασφάλεια δικαίου στους φορολογούμενους και να μειώνουν τον οικονομικό κίνδυνο των έντιμων εταιρειών σε περιπτώσεις όπου η φορολογική νομοθεσία ή η συγκεκριμένη εφαρμογή της μπορεί να είναι ασαφής ή να επιδέχεται αποκλίνουσες ερμηνείες, ιδίως όσον αφορά σύνθετες πράξεις, ώστε να αποφεύγονται μελλοντικές διαφορές μεταξύ του φορολογούμενου και της φορολογικής αρχής·

    ΚΔ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρακτική των αποφάσεων αναπτύχθηκε στο πλαίσιο μιας στενότερης και συνεργατικότερης σχέσης μεταξύ των φορολογικών διοικήσεων και των φορολογουμένων, ως εργαλείο για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης πολυπλοκότητας στη φορολογική μεταχείριση ορισμένων συναλλαγών μέσα σε μια διαρκώς πιο σύνθετη, παγκοσμιοποιημένη και ψηφιοποιημένη οικονομία· λαμβάνοντας υπόψη ότι –παρά το γεγονός πως τα κράτη μέλη διαβεβαιώνουν ότι οι αποφάσεις τύπου «tax ruling» δεν είναι διακριτικής ευχέρειας αλλά αποτελούν απλώς ένα μέσο για την αποσαφήνιση της υφιστάμενης φορολογικής νομοθεσίας, ενώ παράλληλα τις κρατούν μυστικές– το έργο της ειδικής επιτροπής επιβεβαίωσε πως είναι δυνατή η έκδοση αποφάσεων τύπου «tax ruling» χωρίς νομικό πλαίσιο, με άτυπες ρυθμίσεις ή στο πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας, για την υποστήριξη διαρθρώσεων φορολογικής φύσης βασιζόμενων σε μέσα φορολογικού σχεδιασμού τα οποία χρησιμοποιούνται κατά κανόνα από πολυεθνικές εταιρείες για τη μείωση της φορολογικής συνεισφοράς τους· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό φαίνεται να αποτελεί πρόβλημα ιδίως –αν και όχι αποκλειστικά– σε σχέση με τις αποφάσεις τύπου «tax ruling» που αφορούν την τιμολόγηση των ενδοομιλικών μεταφορών (τους λεγόμενους τιμολογιακούς προδιακανονισμούς)· λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρέχοντας ασφάλεια δικαίου μόνο σε ορισμένους επιλεγμένους παράγοντες, οι αποφάσεις αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε ανισότητες μεταξύ των εταιρειών στις οποίες εκχωρούνται και των εταιρειών του ίδιου τομέα που δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές·

    ΚΕ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι ούτε ο ΟΟΣΑ ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν ζητήσει να τεθεί τέρμα στην πρακτική των φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» αυτή καθαυτή·

    ΚΣΤ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προηγμένες φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» δεν πρέπει να επηρεάζουν με κανέναν τρόπο τη φορολογική μεταχείριση των συναλλαγών, ούτε να ευνοούν τον έναν φορολογούμενο εις βάρος του άλλου, αλλά να έχουν, υπό τις ίδιες συνθήκες, το ίδιο αποτέλεσμα με την εκ των υστέρων εφαρμογή των κειμένων φορολογικών διατάξεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ως εκ τούτου, η παρούσα έκθεση δεν επικεντρώνεται αυστηρά στις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» αλλά περιλαμβάνει, σύμφωνα με την εντολή που έχει δοθεί στην ειδική επιτροπή (TAXE), κάθε φορολογικό μέτρο παρόμοιας φύσης ή αποτελέσματος, υπό τον γενικό όρο «επιζήμιες φορολογικές πρακτικές», δηλαδή τα μέτρα που αποσκοπούν στην προσέλκυση ξένων επιχειρήσεων ή συναλλαγών εις βάρος άλλων φορολογικών δικαιοδοσιών, στις οποίες θα έπρεπε κανονικά να φορολογηθούν οι συναλλαγές αυτές, καθώς και τα μεροληπτικά μέτρα υπέρ ορισμένων μόνο εταιρειών, που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό·

    ΚΖ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι επιζήμιες φορολογικές πρακτικές μπορεί, σε έναν βαθμό, να συνδέονται με μία ή περισσότερες από τις εξής ανεπιθύμητες συνέπειες: έλλειψη διαφάνειας, αυθαίρετες διακρίσεις, στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και άνισοι όροι ανταγωνισμού εντός και εκτός της εσωτερικής αγοράς, αντίκτυπος στην ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς και στην αμεροληψία, τη σταθερότητα και τη νομιμότητα του φορολογικού συστήματος, μεγαλύτερη φορολογία σε λιγότερο κινητικούς οικονομικούς παράγοντες, αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων, αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ κρατών, διάβρωση της φορολογικής βάσης, κοινωνική δυσφορία, δυσπιστία και δημοκρατικό έλλειμμα·

    ΚΗ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί πως, μολονότι οι ΜΜΕ εξακολουθούν να είναι η κινητήρια δύναμη της οικονομίας και της απασχόλησης στην Ευρώπη, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις διαδραματίζουν επίσης βασικό ρόλο στη δημιουργία επενδύσεων, οικονομικής ανάπτυξης και θέσεων εργασίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι η καταβολή του φόρου που τους αναλογεί στις χώρες όπου έχουν πραγματική οικονομική δραστηριότητα και δημιουργούν αξία εξακολουθεί να αποτελεί βασική συνεισφορά των εταιρειών αυτών στην ευημερία και τη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών·

    Το έργο της ειδικής επιτροπής

    ΚΘ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρμόδια ειδική επιτροπή, που συστάθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015, διεξήγαγε 14 συνεδριάσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων κλήθηκαν σε ακρόαση ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Jean-Claude Juncker, η Επίτροπος αρμόδια για τον Ανταγωνισμό, Margrethe Vestager, και ο Επίτροπος αρμόδιος για Οικονομικές και Δημοσιονομικές Υποθέσεις, Φορολογία και Τελωνεία, Pierre Moscovici, ο ασκών την προεδρία του Συμβουλίου, Pierre Gramegna, οι Υπουργοί οικονομικών της Γαλλίας, Michel Sapin, της Γερμανίας, Wolfgang Schäuble, της Ιταλίας, Pier Carlo Padoan, και της Ισπανίας, Luis de Guindos, εκπρόσωποι του ΟΟΣΑ, καθώς επίσης καταγγέλτες, ερευνητές δημοσιογράφοι, ειδικοί, πανεπιστημιακοί, εκπρόσωποι πολυεθνικών εταιρειών, επαγγελματικές ενώσεις, συνδικαλιστικοί φορείς, μη κυβερνητικές οργανώσεις και βουλευτές εθνικών κοινοβουλίων της ΕΕ (βλ. παράρτημα 1)· λαμβάνοντας υπόψη ότι αντιπροσωπείες της επιτροπής TAXE επισκέφτηκαν την Ελβετία για να εξετάσουν συγκεκριμένες πτυχές της διάστασης τρίτων χωρών της εντολής της, καθώς και τα ακόλουθα κράτη μέλη, στο πλαίσιο διερευνητικών αποστολών: Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ιρλανδία, Κάτω Χώρες και Ηνωμένο Βασίλειο· λαμβάνοντας υπόψη ότι οργανώθηκαν επίσης συναντήσεις με εκπροσώπους των κυβερνήσεων του Γιβραλτάρ και των Βερμούδων· λαμβάνοντας υπόψη ότι όλες αυτές οι δραστηριότητες, παρότι οδήγησαν σε ποικίλες και πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τα φορολογικά συστήματα και τις φορολογικές πρακτικές στην ΕΕ, δεν αποσαφήνισαν όλα τα σχετικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των αντιφάσεων στις οποίες υπέπεσε ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Jean-Claude Juncker, όσον αφορά την επί μακρόν απόρρητη σελίδα της έκθεσης Krecké·

    Λ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες από τις εργασίες της Επιτροπής παρεμποδίστηκαν από το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη καθώς και το Συμβούλιο δεν απάντησαν σε εύθετο χρόνο (βλ. παράρτημα 2) και, τελικά, δεν προσκόμισαν όλα τα έγγραφα που τους ζητήθηκαν ή έστειλαν απλώς τυπικές απαντήσεις που αναφέρονταν μόνο ακροθιγώς στην ουσία των αιτημάτων που είχαν υποβληθεί· λαμβάνοντας υπόψη ότι από τις 17 πολυεθνικές εταιρείες που προσκλήθηκαν, μόνο τέσσερις συμφώνησαν να εμφανιστούν ενώπιον της επιτροπής τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2015, έπειτα από την πρώτη πρόσκληση· λαμβάνοντας υπόψη ότι άλλες 11 πολυεθνικές εταιρείες συμφώνησαν να εμφανιστούν ενώπιον της επιτροπής μόνο αφότου ψηφίστηκε η έκθεση στην επιτροπή TAXE και έπειτα από επανειλημμένες προσκλήσεις, με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η σύγκληση νέας έκτακτης συνεδρίασης λίγο πριν από την ψηφοφορία στην ολομέλεια (βλ. παράρτημα 3)· λαμβάνοντας υπόψη ότι ούτε η Επιτροπή συνεργάστηκε πλήρως, και δεν έστειλε όλα τα έγγραφα συνεδριάσεων και τις σημειώσεις των άτυπων συναντήσεων της ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας», δεχόμενη μόνο, λόγω της αδιαλλαξίας ορισμένων κρατών μελών, μια περιορισμένη διαδικασία διαβούλευσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι η θητεία της επιτροπής χρειάστηκε, συνεπώς, να παραταθεί·

    ΛΑ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες έρευνες της Επιτροπής, οι οποίες αφορούν κρατικές ενισχύσεις σε σχέση με ρυθμίσεις μεταβιβαστικής τιμολόγησης επικυρωμένες με φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλα μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος που επηρεάζουν το φορολογητέο κέρδος το οποίο δηλώνεται για ορισμένες θυγατρικές πολυεθνικών εταιρειών, ήταν ακόμη σε εξέλιξη κατά τον χρόνο που εκπονήθηκε/εγκρίθηκε η παρούσα έκθεση·

    Επισκόπηση των πρακτικών φορολογίας εταιρειών στα κράτη μέλη

    1.

    υπενθυμίζει ότι τα μοντέλα φορολογίας εταιρειών που υπάρχουν στις βιομηχανικές χώρες σχεδιάστηκαν το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, σε μια περίοδο κατά την οποία η διασυνοριακή δραστηριότητα ήταν περιορισμένη· επισημαίνει ότι η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιοποίηση της οικονομίας έχουν μεταβάλει ριζικά την παγκόσμια αλυσίδα αξίας και τον τρόπο λειτουργίας των αγορών, και ότι οι περισσότερες μεγάλες εταιρείες έχουν πλέον διακρατική δομή που επιβάλλει την υπέρβαση των εθνικών φορολογικών κανόνων· τονίζει ότι οι εθνικοί και οι διεθνείς κανόνες στον τομέα της φορολογίας δεν έχουν συμβαδίσει με την εξέλιξη του επιχειρηματικού περιβάλλοντος·

    2.

    τονίζει την ανάγκη να διαμορφωθεί μια ισόρροπη και δίκαιη φορολογική πολιτική, ως αναπόσπαστο μέρος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στα κράτη μέλη·

    3.

    επισημαίνει ότι, ενώ η συμμόρφωση προς τα διάφορα φορολογικά συστήματα καθίσταται διαρκώς πολυπλοκότερη για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται διασυνοριακά, η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιοποίηση τις έχουν διευκολύνει να οργανώσουν τις δραστηριότητές τους μέσω υπεράκτιων χρηματοπιστωτικών κέντρων και να δημιουργήσουν σύνθετες δομές προκειμένου να μειώσουν τη συνολική φορολογική τους συνεισφορά· εκφράζει ανησυχία για το γεγονός ότι, λόγω της οικονομικής κρίσης και κρίσης χρέους και της δημοσιονομικής εξυγίανσης, τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν μειώσει σημαντικά το προσωπικό των φορολογικών τους διοικήσεων· τονίζει ότι οι εθνικές φορολογικές διοικήσεις θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς πόρους, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου δυναμικού, προκειμένου να δρουν αποτελεσματικά για την πρόληψη και τον εντοπισμό, και την καταπολέμηση του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού, της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, που προκαλούν σημαντική διάβρωση της φορολογικής τους βάσης, και να εξασφαλίζουν την καλύτερη και δικαιότερη είσπραξη των φόρων και την αξιοπιστία του φορολογικού συστήματος· επισημαίνει ότι μελέτες έχουν δείξει πως το ειδικευμένο προσωπικό στις φορολογικές διοικήσεις αποφέρει για το δημόσιο σημαντικά περισσότερα έσοδα από τις σχετικές δαπάνες, δεδομένου ότι η αποτελεσματικότητα των φορολογικών διοικήσεων έχει άμεσο θετικό αντίκτυπο στα φορολογικά έσοδα·

    4.

    τονίζει τη διαφορά μεταξύ, αφενός, των επιζήμιων πρακτικών ορισμένων φορολογικών και εθνικών διοικήσεων που επιτρέπουν στις πολυεθνικές εταιρείες να μεταφέρουν τα κέρδη τους προκειμένου να αποφύγουν τη φορολόγηση στον τόπο όπου επιτεύχθηκαν τα κέρδη και, αφετέρου, του ανταγωνισμού των κυβερνήσεων για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) ή τη διατήρηση των οικονομικών δραστηριοτήτων στο εσωτερικό της χώρας τους με πλήρη τήρηση της νομοθεσίας της ΕΕ·

    5.

    υπογραμμίζει ότι η Συνθήκη, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίζουν τους δικούς τους συντελεστές φορολογίας εταιρειών και τη φορολογική τους βάση μέχρι να συμφωνηθούν μέτρα για ενίσχυση της φορολογικής σύγκλισης σύμφωνα με τη Συνθήκη· τονίζει, ωστόσο, επίσης, ότι η υπέρμετρη πολυπλοκότητα των κανόνων των εθνικών φορολογικών συστημάτων, σε συνδυασμό με τις διαφορές μεταξύ των συστημάτων αυτών, δημιουργεί κενά τα οποία οι πολυεθνικές εταιρείες εκμεταλλεύονται για επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό, με αποτέλεσμα τη διάβρωση της φορολογικής βάσης, τη μεταφορά κερδών, έναν ανταγωνισμό προς τα κάτω και, τελικά, μη ικανοποιητικό οικονομικό αποτέλεσμα· υπογραμμίζει το γεγονός ότι αυτού του είδους η φοροαποφυγή έχει συνολικά αρνητικό αποτέλεσμα για τους εθνικούς προϋπολογισμούς, δεδομένου ότι οι αυξήσεις των φορολογικών εσόδων που προκύπτουν από επιζήμιες πρακτικές σε ένα κράτος μέλος (χάρη σε παρεκκλίσεις, ειδικές εκπτώσεις ή κενά) δεν αντισταθμίζουν τις μειώσεις των φορολογικών εσόδων στα άλλα κράτη μέλη· επισημαίνει ότι μόνο μια πιο συντονισμένη, κοινή προσέγγιση από τα κράτη μέλη, που θα οδηγεί σε ένα κοινό πλαίσιο μέσα στο οποίο τα κράτη μέλη θα καθορίζουν τους φορολογικούς συντελεστές τους, μπορεί να συμβάλει στην αποφυγή περαιτέρω διάβρωσης της φορολογικής βάσης, και του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού προς τα κάτω όσον αφορά τους φορολογικούς συντελεστές·

    6.

    υπενθυμίζει ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν τυπικά υψηλότερους φόρους εταιρειών από άλλα, όμως στην πραγματικότητα, λόγω εκπτώσεων και κενών που ευνοούν τον εγχώριο επιχειρηματικό κλάδο, έχουν αισθητά χαμηλότερους συντελεστές, γεγονός που καθιστά τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή χαμηλότερο από ό,τι σε κράτη μέλη που έχουν τυπικά χαμηλό συντελεστή·

    7.

    επισημαίνει το γεγονός ότι η χαμηλότερη φορολογία των εταιρειών σε ορισμένα κράτη μέλη μπορεί να αποφέρει σχετικά υψηλότερα φορολογικά έσοδα σε σύγκριση με αυτά που αποφέρουν οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές·

    8.

    επισημαίνει ότι, σύμφωνα την Επιτροπή (22), οι συντελεστές φόρου εταιρικού εισοδήματος που προβλέπονται από τον νόμο στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες, από 35 % σε 23 %, μεταξύ 1995 και 2014· τονίζει ότι η μείωση αυτή των φορολογικών συντελεστών συνοδεύεται από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης για τον περιορισμό των απωλειών εσόδων, και ότι τα σχετικά σταθερά έσοδα από τη φορολογία εταιρειών στο ίδιο χρονικό πλαίσιο μπορούν επίσης να εξηγηθούν από μια σημαντική τάση «ενοποίησης», δηλ. τη στροφή από ορισμένες νομικές μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως η (αποκλειστική) κυριότητα, σε εταιρικό καθεστώς, με αποτέλεσμα μια αντίστοιχη στροφή από την προσωπική στην εταιρική φορολογική βάση·

    9.

    επισημαίνει ότι τα περισσότερα κράτη μέλη δαπανούν μεγάλα ποσά σε φορολογικά κίνητρα που προορίζονται να προσφέρουν στις ΜΜΕ ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αλλά, σύμφωνα με την Επιτροπή (23), οι απόπειρες αυτές υπονομεύονται από τις επιπτώσεις του διεθνούς φορολογικού σχεδιασμού σε τρία από τα τέσσερα κράτη μέλη που περιελήφθησαν σε πρόσφατη μελέτη· επισημαίνει ότι οι επιπτώσεις αυτές θέτουν τις ΜΜΕ σε μειονεκτική ανταγωνιστική θέση, παρά το μεγάλο κόστος που συνεπάγονται οι φορολογικές δαπάνες για τη στήριξή τους, και ότι τα αποτελέσματα αυτά υπονομεύουν τις προθέσεις των εθνικών φορέων χάραξης πολιτικής·

    10.

    επισημαίνει το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία και των πραγματικών φορολογικών συντελεστών, ιδίως για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, το οποίο αντικατοπτρίζει τουλάχιστον εν μέρει διάφορες παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις από το γενικό φορολογικό καθεστώς, είτε σκόπιμες από την πλευρά του νομοθέτη, για την επίτευξη ειδικών στόχων, είτε ως αποτέλεσμα επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού, δηλαδή οφειλόμενων στη δημιουργία αμιγώς επίπλαστων καταστάσεων για φορολογικούς λόγους και μόνο·

    11.

    τονίζει ότι, οι αναντιστοιχίες μεταξύ των φορολογικών συστημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο συμβάλλουν στη σημαντική διάβρωση της φορολογικής βάσης και στη φοροδιαφυγή, αλλά δεν αρκεί η ανάληψη δράσης αποκλειστικά σε επίπεδο ΕΕ για να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα αυτά·

    12.

    επισημαίνει την ευρεία ποικιλομορφία των 28 φορολογικών συστημάτων στην ΕΕ, τόσο ως προς τον καθορισμό της φορολογικής βάσης όσο και σε σχέση με το επίπεδο του φορολογικού συντελεστή, η οποία είναι ακόμη μεγαλύτερη αν ληφθούν υπόψη εκείνες οι ειδικές δικαιοδοσίες με αυτόνομα φορολογικά συστήματα που είναι συνδεδεμένες με κράτη μέλη της ΕΕ (υπερπόντια εδάφη και κτήσεις του Βρετανικού Στέμματος)· εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι βασικές έννοιες και στοιχεία, όπως π.χ. η ισορροπία μεταξύ φορολογίας στην πηγή και με βάση τον τόπο κατοικίας, η μόνιμη εγκατάσταση και οι φορολογητέες οντότητες, η οικονομική ουσία και οι αντικαταχρηστικοί κανόνες, ο ορισμός τόκων και δικαιωμάτων, η μεταχείριση άυλων στοιχείων, η μεταχείριση του χρέους και του ιδίου κεφαλαίου, πολλώ δε μάλλον τι μπορεί ή δεν μπορεί να εκπέσει από τη φορολογική βάση, δεν υπόκεινται αυτή τη στιγμή σε κοινό ορισμό ή σε κατευθυντήριες γραμμές στην ΕΕ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συντονισμός των φορολογικών συστημάτων των κρατών μελών· τονίζει ότι είναι αναγκαίο να εναρμονιστούν αυτοί οι ορισμοί·

    13.

    τονίζει ότι τα εθνικά προτιμησιακά καθεστώτα και οι αναντιστοιχίες μεταξύ των διάφορων φορολογικών συστημάτων στην ενιαία αγορά προσφέρουν ευκαιρίες για φοροαποφυγή· επισημαίνει ότι οι ανεπιθύμητες αυτές επιπτώσεις επιδεινώνονται περαιτέρω από την αλληλεπίδραση με πολλές διμερείς φορολογικές συνθήκες μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, που δεν περιλαμβάνουν επαρκείς διατάξεις για την αντιμετώπιση των καταχρήσεων·

    14.

    επισημαίνει ότι το ασυντόνιστο αυτό φορολογικό πλαίσιο στην ΕΕ πάσχει επίσης από καταφανή έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών· τονίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν κατ’ ανάγκη υπόψη τον αντίκτυπο που έχουν τα φορολογικά μέτρα τους σε άλλα κράτη μέλη, και τούτο όχι μόνο όταν σχεδιάζουν τα φορολογικά τους μέτρα αλλά και όταν ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων αυτών, με αποτέλεσμα να ασκούν στην πράξη μια εγωκεντρική πολιτική στα φορολογικά θέματα, αντίθετη προς τα ίδια τα θεμέλια του ευρωπαϊκού εγχειρήματος· επισημαίνει ότι μια αυτόματη, συστηματική και αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών θα επέτρεπε να ληφθεί υπόψη η φορολογική μεταχείριση συγκεκριμένων ροών εσόδων ή συναλλαγών σε άλλα κράτη μέλη· τονίζει ότι αυτό συμβάλλει επίσης στη δημιουργία μιας απαράδεκτης κατάστασης, όπου τα κέρδη που έχουν οι πολυεθνικές εταιρείες σε ένα κράτος μέλος συχνά φορολογούνται με πολύ χαμηλούς συντελεστές ή δεν φορολογούνται καθόλου στην ΕΕ·

    15.

    πιστεύει ότι η φορολογική πολιτική και η πολιτική ανταγωνισμού θα πρέπει να θεωρούνται ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στην εσωτερική αγορά, και καλεί την Επιτροπή να επανεξετάσει και να ενισχύσει τα διαθέσιμα μέσα και πόρους για την πολιτική ανταγωνισμού και τις κρατικές ενισχύσεις·

    16.

    τονίζει ότι η ως τώρα σύγκλιση μεταξύ των εθνικών φορολογικών συστημάτων στην ΕΕ είναι πολύ περιορισμένη, παρά την πρωτοφανή εμβάθυνση της διαδικασίας ολοκλήρωσης της ΕΕ τα τελευταία 30 χρόνια, ιδίως σε σχέση με την ενιαία αγορά και την οικονομική και νομισματική ένωση· εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι ο συντονισμός των εθνικών φορολογικών συστημάτων υπολείπεται κατά πολύ σε σύγκριση με τις προσπάθειες συντονισμού σε άλλους τομείς σε επίπεδο ΕΕ, ιδίως στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, παρά το γεγονός ότι, πέρα από τη σημασία που έχει η λήψη μέτρων στην πλευρά των δαπανών, σημαντικό μέρος του μίγματος πολιτικών για την εξασφάλιση δημοσιονομικής εξυγίανσης αφορά την πλευρά των εσόδων· πιστεύει ότι η πτυχή αυτή θα έπρεπε να έχει αναφερθεί στην έκθεση των πέντε προέδρων με τίτλο «Ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης», του Ιουνίου του 2015·

    17.

    τονίζει ότι η έλλειψη πολιτικής βούλησης για την επίτευξη σύγκλισης μεταξύ των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών ωθεί τα κράτη μέλη στην επιλογή μιας διμερούς προσέγγισης, ενώ μια κοινή προσέγγιση θα ήταν αποτελεσματικότερη· υπενθυμίζει η δημοσιονομική σύγκλιση μπορεί να επιδιωχθεί και μέσω της ενισχυμένης συνεργασίας· εκφράζει, στο πλαίσιο αυτό, την επιθυμία ορισμένων κρατών μελών να θεσπίσουν φόρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών·

    Τα μέσα επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού και ο αντίκτυπός τους

    18.

    τονίζει ότι η φοροαποφυγή από ορισμένες πολυεθνικές εταιρείες μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα σχεδόν μηδενικούς πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές για τα κέρδη που έχουν σε ευρωπαϊκές δικαιοδοσίες, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι οι εν λόγω πολυεθνικές εταιρείες επωφελούνται από διάφορα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες στον τόπο όπου δραστηριοποιούνται, αλλά δεν καταβάλλουν το δίκαιο μερίδιό τους, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη διάβρωση της εθνικής φορολογικής βάσης και στην αύξηση των ανισοτήτων· τονίζει επίσης ότι μόνον οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν διασυνοριακές δραστηριότητες έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν τα κέρδη τους, πράγμα που θέτει σε μειονεκτική θέση τους ανταγωνιστές που δραστηριοποιούνται μόνο σε μια χώρα·

    19.

    επισημαίνει με μεγάλη ανησυχία ότι η εταιρική φοροαποφυγή έχει άμεσο αντίκτυπο στους εθνικούς προϋπολογισμούς και στην κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων και μεταξύ των οικονομικών παραγόντων (προς όφελος των περισσότερο κινητικών παραγόντων όπως το κεφάλαιο με τη μορφή ΑΞΕ)· εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι, πέρα από τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και τους άνισους όρους ανταγωνισμού, προκαλείται έτσι μια εξαιρετικά ανησυχητική κατάσταση όπου, σε ένα πλαίσιο έντονων προσπαθειών για οικονομική εξυγίανση και διαρθρωτική μεταρρύθμιση, ορισμένοι από τους φορολογούμενους με τη μεγαλύτερη ικανότητα πληρωμής συμβάλλουν σημαντικά λιγότερο από εκείνους που έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση και κρίση χρέους, όπως οι απλοί πολίτες και οι επιχειρήσεις που δεν χρησιμοποιούν επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό, οι οποίες συχνά ανήκουν στην κατηγορία των ΜΜΕ και δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστούν τις πολυεθνικές εταιρείες, λόγω αυτού του συγκριτικού φορολογικού μειονεκτήματος· τονίζει ότι η κατάσταση αυτή ενέχει τον κίνδυνο καλλιέργειας κλίματος δυσπιστίας στη δημοκρατία και υπονόμευσης της γενικής φορολογικής συμμόρφωσης, ιδίως στις χώρες στις οποίες εφαρμόζονται προγράμματα προσαρμογής· εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι οι καταγγέλτες, οι οποίοι παρέχουν στις εθνικές αρχές, προς το δημόσιο συμφέρον, ζωτικές πληροφορίες σχετικά με ανάρμοστη συμπεριφορά, αξιόποινες πράξεις, απάτη ή παράνομες δραστηριότητες ή πρακτικές, μπορούν να διωχθούν νομικά ή να υποστούν προσωπικές ή οικονομικές συνέπειες· επισημαίνει με μεγάλη ανησυχία ότι ακόμη και δημοσιογράφοι που αποκαλύπτουν παράνομες ή αθέμιτες πρακτικές έχουν κατά καιρούς υποστεί παρόμοιες συνέπειες·

    20.

    επισημαίνει ότι σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το ΔΝΤ (24), η οποία καλύπτει 51 χώρες, η μεταφορά κερδών μεταξύ φορολογικών δικαιοδοσιών οδηγεί σε μέση απώλεια εσόδων που ανέρχεται περίπου στο 5 % των τρεχόντων εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος εταιρειών –ποσοστό που αγγίζει ωστόσο το 13 % στις χώρες που δεν είναι μέλη του ΟΟΣΑ· επισημαίνει επίσης ότι, κατά την Επιτροπή, από τα οικονομετρικά στοιχεία προκύπτει πως η ευαισθησία των ΑΞΕ στη φορολόγηση των εταιρειών έχει αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου· υπογραμμίζει το γεγονός ότι, σύμφωνα με μια μελέτη, κάθε χρόνο χάνεται περίπου ένα τρισεκατομμύριο ευρώ δυνητικών φορολογικών εσόδων λόγω του συνδυασμένου αποτελέσματος της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής, συμπεριλαμβανομένης της παραοικονομίας, και της φοροαποφυγής στην ΕΕ (25), και ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι ετήσιες ζημίες στους εθνικούς προϋπολογισμούς είναι της τάξης των 50-70 δισεκατομμυρίων ευρώ ως αποτέλεσμα της φοροδιαφυγής, αν και στην πραγματικότητα μπορεί αυτές οι απώλειες εσόδων να ανέρχονται σε περίπου 160-190 δισεκατομμύρια ευρώ για όλη την ΕΕ, αν ληφθούν επίσης υπόψη οι ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις, οι ανεπάρκειες στην είσπραξη και άλλες συναφείς δραστηριότητες (26)· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το εμπόριο και την ανάπτυξη υπολόγισε πως οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν κάθε χρόνο απώλεια εσόδων περίπου 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων λόγω φοροδιαφυγής από πολυεθνικές εταιρείες· τονίζει ότι τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να εξεταστούν με προσοχή και μπορεί να υποτιμούν τις πραγματικές ζημίες για τους εθνικούς προϋπολογισμούς, δεδομένων της περιορισμένης διαφάνειας και των διαφορετικών λογιστικών και εννοιολογικών πλαισίων στον κόσμο, που επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα συγκρίσιμων και ουσιαστικών στοιχείων και την αξιοπιστία των εκτιμήσεων·

    21.

    επισημαίνει ότι οι στρατηγικές φορολογικού σχεδιασμού μπορούν να βασίζονται στη διάρθρωση των εταιρειών, σε χρηματοδοτικές διευθετήσεις για τα υποκαταστήματά τους ή σε μεταβιβαστική τιμολόγηση που δεν ανταποκρίνεται σε δραστηριότητες πραγματικής οικονομίας, επιτρέποντας την τεχνητή μεταφορά κερδών μεταξύ δικαιοδοσιών με στόχο τη μείωση της συνολικής φορολογικής συνεισφοράς των εταιρειών· επισημαίνει με μεγάλη ανησυχία το γεγονός ότι αυξάνεται ο αριθμός των εταιρειών «γραμματοκιβωτίων» που χρησιμοποιούνται στην ΕΕ, οι οποίες είναι εταιρίες μόνο κατ’ όνομα και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για σκοπούς φοροδιαφυγής· επισημαίνει το χαρακτηριστικό παράδειγμα της McDonalds, της οποίας οι φορολογικές πρακτικές, σύμφωνα με έκθεση που συνέταξε ένας συνασπισμός συνδικαλιστικών οργανώσεων, έχουν κοστίσει στις ευρωπαϊκές χώρες πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ σε διαφυγόντες φόρους μεταξύ 2009 και 2013 (27)·

    22.

    θεωρεί ότι τα εθνικά προτιμησιακά καθεστώτα και το χαμηλό επίπεδο συντονισμού ή σύγκλισης μεταξύ των φορολογικών συστημάτων των κρατών μελών, παρά τις πραγματικές οικονομικές διασυνδέσεις και αλληλεπιδράσεις τους στην εσωτερική αγορά, προκαλούν ορισμένες αναντιστοιχίες που επιτρέπουν τον επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό, τις διπλές φοροελαφρύνσεις και τις διπλές φοροαπαλλαγές, για παράδειγμα με μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες πρακτικές: καταχρηστική μεταβιβαστική τιμολόγηση, εντοπισμός ελαφρύνσεων σε δικαιοδοσίες με υψηλή φορολογία, μεταβίβαση κεφαλαίων προερχόμενων από δάνεια μέσω εταιρειών «οχημάτων», μεταβίβαση του κινδύνου, υβριδικά χρηματοοικονομικά προϊόντα, εκμετάλλευση αναντιστοιχιών, αναζήτηση ευνοϊκότερου φορολογικού καθεστώτος, συμφωνίες για δικαιώματα εκμετάλλευσης, εκτεταμένες εξαιρέσεις οφελών από ευρεσιτεχνίες, αναζήτηση ευνοϊκότερης φορολογικής σύμβασης, και πραγματοποίηση πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων σε δικαιοδοσίες με χαμηλή φορολογία·

    23.

    τονίζει ότι, κατά τις διερευνητικές αποστολές της σε πέντε κράτη μέλη και στην Ελβετία, η ειδική επιτροπή παρατήρησε ότι ορισμένα εθνικά φορολογικά μέτρα, που συχνά χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό από τις πολυεθνικές εταιρείες, συνιστούν δυνητικά επιζήμιες φορολογικές πρακτικές, ιδίως δε τα ακόλουθα, που θα πρέπει να θεωρούνται μέρος μόνο του συνόλου:

    καταχρηστική χρήση φορολογικών αποφάσεων ή συμφωνιών διακανονισμού με σκοπό την υπέρβαση της απλής αποσαφήνισης της ισχύουσας νομοθεσίας και την επίτευξη ευνοϊκότερης φορολογικής μεταχείρισης,

    αποκλίνοντες ορισμοί της μόνιμης εγκατάστασης και της φορολογικής κατοικίας,

    ελάχιστη ή καμία συνεκτίμηση της οικονομικής ουσίας, που επιτρέπει τη δημιουργία οντοτήτων ειδικού σκοπού (π.χ. εταιρείες «γραμματοκιβώτια», εταιρείες βιτρίνες …) με ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση,

    έκπτωση για πλασματικούς φόρους (που επιτρέπει στις εταιρείες να αφαιρούν από το φορολογητέο εισόδημά τους έναν πλασματικό τόκο που υπολογίζεται με βάση το καθαρό ενεργητικό τους),

    πρακτικές φορολογικών αποφάσεων (ruling) για πλεονάζοντα κέρδη (βάσει των οποίων μια εταιρία μπορεί να ζητήσει γραπτή επιβεβαίωση από τις φορολογικές αρχές ότι το φορολογητέο εισόδημά της δεν περιλαμβάνει τα κέρδη τα οποία δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί σε μία «αυτοτελή» κατάσταση),

    ασαφείς ή ασυντόνιστες διατάξεις για τη μεταβιβαστική τιμολόγηση,

    ορισμένα προτιμησιακά καθεστώτα, ιδίως σε σχέση με τα άυλα στοιχεία (δέσμες (box) ευρεσιτεχνίας, γνώσης ή πνευματικής ιδιοκτησίας),

    απαλλαγή από την παρακράτηση φόρου στην πηγή για τόκους, μερίσματα και δικαιώματα μέσω διμερών φορολογικών συμβάσεων, και/ή όπως καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία,

    διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τους νομικούς χαρακτηρισμούς (υβριδικές οντότητες ή υβριδικά δάνεια, όπου οι δαπάνες τόκων μετατρέπονται σε απαλλασσόμενα μερίσματα),

    στην περίπτωση της Ελβετίας, ειδικά φορολογικά καθεστώτα σε επίπεδο καντονιού, για εταιρείες που ελέγχονται από την αλλοδαπή, τα οποία δεν χορηγούνται σε εταιρείες ελεγχόμενες σε εθνικό επίπεδο (τα λεγόμενα καθεστώτα οριοθέτησης)·

    έλλειψη ουσιαστικών γενικών ή ειδικών αντικαταχρηστικών κανόνων ή αδυναμία επιβολής ή ερμηνείας τους,

    και δομές που μπορούν να αποκρύψουν τον πραγματικό δικαιούχο των περιουσιακών στοιχείων και μπορεί να μην υπάγονται σε καθεστώς ανταλλαγής πληροφοριών, όπως είναι τα καταπιστεύματα (trust) και οι λεγόμενοι ελεύθεροι λιμένες (freeport)·

    24.

    επισημαίνει ότι, κατά την Επιτροπή (28), το 72 % της μεταφοράς κερδών στην ΕΕ γίνεται μέσω των διαύλων της μεταβιβαστικής τιμολόγησης και του τόπου της διανοητικής ιδιοκτησίας·

    25.

    τονίζει ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί σε ορισμένα κράτη μέλη ειδικά καθεστώτα μείωσης της φορολογίας εταιρειών για την προσέλκυση άυλων περιουσιακών στοιχείων εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, όπως για τα έσοδα από δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας· επισημαίνει την ποικιλία που παρατηρείται όσον αφορά τις μειώσεις φορολογικών συντελεστών και τις εκπτώσεις φόρου, όπως επίσης στο πεδίο εφαρμογής των προτεινόμενων καθεστώτων (δέσμες καινοτομίας (innovation box), δέσμες διανοητικής ιδιοκτησίας (intellectual property box), δέσμες γνώσης (knowledge box), δέσμες ευρεσιτεχνίας (patent box), κλπ.)· τονίζει ότι σε ορισμένα κράτη μέλη οι φορολογούμενοι δεν χρειάζεται να παράγουν διανοητική ιδιοκτησία οι ίδιοι και/ή μέσα στη χώρα προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε φορολογικά πλεονεκτήματα, αλλά απλώς να την αποκτούν μέσω εταιρειών που έχουν την έδρα τους εντός της δικαιοδοσίας· τονίζει, συνεπώς, ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα για Ε&Α πρέπει πάντα να συνδέονται με τις πραγματικές δαπάνες στη συγκεκριμένη δικαιοδοσία (προσέγγιση βάσει αιτιώδους συνδέσμου)·

    26.

    τονίζει, επιπλέον, ότι το κόστος έρευνας και ανάπτυξης μπορεί ήδη να εκπέσει από τον φόρο στο πλαίσιο των εθνικών φορολογικών συστημάτων ακόμη και χωρίς δέσμες ευρεσιτεχνίας, και ότι συνεπώς οι δέσμες ευρεσιτεχνίας συμβάλλουν στη φοροαποφυγή κατά τρόπο αντίθετο προς το σύστημα·

    27.

    θεωρεί ότι τα καθεστώτα αυτά αποτελούν παραδείγματα επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ κρατών, γιατί ενώ η σχέση και ο αντίκτυπός τους στην πραγματική οικονομία είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ανύπαρκτα, έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των φορολογικών εσόδων άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων κρατών μελών· επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της επανεξέτασης των φορολογικών κινήτρων για Ε&Α η Επιτροπή (29) διαπιστώνει πως «οι δέσμες ευρεσιτεχνίας φαίνεται ότι μάλλον μετατοπίζουν εταιρικά έσοδα παρά ενθαρρύνουν την καινοτομία»·

    28.

    τονίζει ότι, σε ένα οικονομικό περιβάλλον στο οποίο επικρατούν τα άυλα περιουσιακά στοιχεία, η μεταβιβαστική τιμολόγηση επηρεάζεται συχνά από την έλλειψη συγκρίσιμων συναλλαγών και μεγεθών αναφοράς, γεγονός που δημιουργεί σημαντικά προβλήματα σε σχέση με την ορθή εφαρμογή της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού, σύμφωνα με την οποία η τιμολόγηση των συναλλαγών μεταξύ οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιριών θα πρέπει να αποτιμάται με τον ίδιο τρόπο όπως μεταξύ ανεξάρτητων οντοτήτων·

    29.

    επισημαίνει ότι οι υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές για τη μεταβιβαστική τιμολόγηση παρέχουν στις πολυεθνικές εταιρείες σημαντική διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή και την εφαρμογή των μεθόδων αξιολόγησης· τονίζει ότι οι πολυεθνικές εταιρείες εκμεταλλεύονται την έλλειψη αποτελεσματικού κοινού προτύπου μεταβιβαστικής τιμολόγησης και τις διάφορες προβλεπόμενες παρεκκλίσεις, εξαιρέσεις και εναλλακτικές λύσεις, αντίθετα προς το πνεύμα των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, προκειμένου να καθορίζουν τα φορολογητέα κέρδη τους ανά δικαιοδοσία με τρόπο ώστε να μειώνουν τη συνολική φορολογική οφειλή τους μέσω, για παράδειγμα, της καταχρηστικής εφαρμογής της μεθόδου cost-plus (μέθοδος υπολογισμού του κόστους παραγωγής και μεταπώλησης), του αυθαίρετου καθορισμού περιθωρίων κέρδους ή της αμφιλεγόμενης εξαίρεσης ορισμένων δαπανών από τους υπολογισμούς τους· τονίζει ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της μεταβιβαστικής τιμολόγησης σε επίπεδο ΕΕ είναι μέσω της ενοποίησης της κοινής φορολογικής βάσης, που καταργεί την ανάγκη για τη συγκεκριμένη πρακτική·

    30.

    υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι φάκελοι μεταβιβαστικής τιμολόγησης που υποβάλλουν οι πολυεθνικές εταιρείες ή οι εκπρόσωποί τους δεν μπορούν να παρακολουθούνται επαρκώς από τις φορολογικές αρχές, που συχνά δεν είναι επαρκώς εξοπλισμένες και στελεχωμένες ώστε να εξετάζουν με κριτικό πνεύμα και διεξοδικά τις εν λόγω αναλύσεις και τα αποτελέσματα ή τον αντίκτυπό τους·

    31.

    εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι, σε ένα οικονομικό πλαίσιο όπου το 60 % των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών είναι ενδοομιλικές (30), οι κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή αυτής της αμιγώς οικονομικής έννοιας είναι κατακερματισμένες σε εθνικό επίπεδο με αποτέλεσμα να υπάρχουν ασυνέπειες μεταξύ των κρατών μελών και να προκύπτουν νομικές διαφορές·

    32.

    υπογραμμίζει, επιπλέον, το γεγονός ότι, παρά τον σημαντικό αριθμό νομικών διαφορών στην ΕΕ, που προκύπτουν από διαφορετικές ερμηνείες των ίδιων αρχών μεταβιβαστικής τιμολόγησης, δεν υπάρχει αποτελεσματικός μηχανισμός επίλυσης διαφορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο· επισημαίνει ότι η διευθέτηση των υποθέσεων μεταβιβαστικής τιμολόγησης που παραπέμπονται στη σύμβαση περί διαδικασίας διαιτησίας της ΕΕ μπορεί να διαρκέσει έως και οκτώ έτη, γεγονός που επιτείνει την έλλειψη ασφάλειας δικαίου για τις επιχειρήσεις και τις φορολογικές διοικήσεις·

    33.

    τονίζει τον καθοριστικό ρόλο των μεγάλων λογιστικών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των «τεσσάρων μεγάλων», στον σχεδιασμό και το εμπόριο αποφάσεων τύπου «tax ruling» και καθεστώτων φοροαποφυγής που εκμεταλλεύονται αναντιστοιχίες μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών· τονίζει ότι οι εταιρείες αυτές, οι οποίες φαίνεται να αντλούν σημαντικό μέρος των εσόδων τους από τις φορολογικές υπηρεσίες, να κυριαρχούν στις αγορές υπηρεσιών λογιστικού ελέγχου των περισσότερων κρατών μελών και να επικρατούν στις φοροτεχνικές υπηρεσίες σε παγκόσμιο επίπεδο, συνιστούν ένα στενό ολιγοπώλιο· θεωρεί ότι αν η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, θα θιγεί αναπόφευκτα η λειτουργία της ενιαίας αγοράς στους τομείς δραστηριότητας των «τεσσάρων μεγάλων»· εφιστά την προσοχή στη σύγκρουση συμφερόντων που προκύπτει από την παράλληλη διεξαγωγή, μέσα στις ίδιες επιχειρήσεις, δραστηριοτήτων φοροτεχνικών υπηρεσιών και υπηρεσιών συμβούλου που απευθύνονται σε φορολογικές διοικήσεις, αφενός, και σε υπηρεσίες φορολογικού σχεδιασμού πολυεθνικών εταιρειών, αφετέρου, οι οποίες εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών· θεωρεί ότι οι βέλτιστες πρακτικές στο θέμα αυτό πρέπει να προωθούνται, και ότι οι υφιστάμενοι κώδικες δεοντολογίας θα πρέπει να βελτιωθούν· αμφισβητεί, ωστόσο, την αποτελεσματικότητα των κωδίκων εταιρικής συμπεριφοράς και των πολιτικών εταιρικής κοινωνικής ευθύνης για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος· υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» έχουν καταστεί, τόσο στην ΕΕ όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, κοινή επιχειρηματική πρακτική, όχι μόνο για την επίτευξη ασφάλειας δικαίου ή την εξασφάλιση ευνοϊκών φορολογικών συμφωνιών, αλλά και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι νομοθετικές διατάξεις δεν αφήνουν περιθώρια ερμηνείας· εκφράζει την ανησυχία του για τις εκτιμήσεις του κλάδου της παροχής υπηρεσιών φοροτεχνικού συμβούλου, ότι αρκεί να υπάρχει πιθανότητα 50 % να είναι νόμιμο ένα καθεστώς φορολογικού σχεδιασμού, προκειμένου το καθεστώς αυτό να προταθεί στους πελάτες (31)·

    34.

    καλεί τις φορολογικές αρχές να βελτιώσουν και να διαφοροποιήσουν τις πηγές τεχνογνωσίας τους και να βελτιώσουν ουσιαστικά τη διαδικασία της αξιολόγησης αντικτύπου, προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι μη αναμενόμενων επιπτώσεων των νέων φορολογικών μέτρων· υπενθυμίζει στα κράτη μέλη, ότι στη δημιουργία φορολογικών κενών, τον καταχρηστικό χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος και τη χαμηλή αξιοπιστία της φορολογικής πολιτικής δεν συμβάλλουν μόνο οι διαφορές μεταξύ των φορολογικών συστημάτων, αλλά επίσης η υπερβολική πολυπλοκότητα του εθνικού φορολογικού συστήματος καθώς και η χαμηλή σταθερότητα, με πολύ συχνές αλλαγές· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι ο φορολογικός κατακερματισμός συνιστά εμπόδιο για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης Κεφαλαιαγορών·

    Κατάσταση των πραγμάτων και αξιολόγηση της δράσης σε ενωσιακό, σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο

    35.

    αναγνωρίζει ότι, μετά την οικονομική κρίση και, επιπλέον, το σκάνδαλο LuxLeaks, η αντιμετώπιση του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού των πολυεθνικών εταιρειών βρίσκεται ψηλά στην πολιτική ατζέντα των κρατών μελών, της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και της G20, αλλά εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι μέχρι σήμερα, με εξαίρεση το υποστηριζόμενο από την G20 σχέδιο του ΟΟΣΑ για την BEPS, το οποίο μόλις ολοκληρώθηκε και δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα από κανένα κράτος, δεν έχει σημειωθεί ιδιαίτερη πρόοδος σε πρακτικό επίπεδο·

    36.

    επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, ότι πολλά κράτη μέλη έχουν λάβει ή προτίθενται να θεσπίσουν μέτρα για την αντιμετώπιση της φοροαποφυγής, ιδίως όσον αφορά τον περιορισμό της δυνατότητας για έκπτωση των τόκων, τους αντικαταχρηστικούς κανόνες, τον καλύτερο ορισμό της έννοιας της μόνιμης εγκατάστασης (συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης δοκιμασιών οικονομικής ουσίας προκειμένου να προσδιορίζεται αποτελεσματικότερα η φορολογητέα παρουσία των εταιρειών), την ενδεχόμενη εξαίρεση των μη συμμορφούμενων εταιρειών από τους δημόσιους διαγωνισμούς, ή τη δημοσίευση μηχανισμών φορολογικού σχεδιασμού που μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας του φορολογικού συστήματος και στη μείωση του χρονικού διαστήματος μεταξύ της θέσπισης των ειδικών καθεστώτων και της έγκρισης των διορθωτικών μέτρων, μεταξύ άλλων σε νομοθετικό επίπεδο·

    37.

    εκφράζει, ωστόσο, την ανησυχία του για το γεγονός ότι ελλείψει μιας συνεργατικής προσέγγισης, τα μονομερή μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη κατά της διάβρωσης της φορολογικής βάσης μπορεί να συμβάλουν στην αύξηση της πολυπλοκότητας, στη δημιουργία νέων αναντιστοιχιών και, κατά συνέπεια, στον πολλαπλασιασμό των ευκαιριών φοροαποφυγής στην εσωτερική αγορά· τονίζει ότι η ενδεχόμενη αποκλίνουσα εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, διεθνών ή ενωσιακών κατευθυντήριων γραμμών μπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσμα·

    38.

    εκφράζει την επιδοκιμασία του για τις διάφορες πρωτοβουλίες και νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής κατά τα τελευταία 20 έτη, περιλαμβανομένης της πλέον πρόσφατης, που αποσκοπεί στον μεγαλύτερο συντονισμό των συστημάτων φορολογίας επιχειρήσεων των κρατών μελών, με σκοπό την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, την αντιμετώπιση των ζητημάτων διπλής φορολογίας ή διπλής φοροαπαλλαγής και τη διατήρηση του δικαιώματος των κρατών μελών να φορολογούν αποτελεσματικά· εκφράζει ωστόσο την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι, μέχρι στιγμής, λίγες μόνο από αυτές έχουν εγκριθεί από το Συμβούλιο, λόγω της απαίτησης ομοφωνίας και του γεγονότος ότι ορισμένα κράτη μέλη είναι πεπεισμένα πως μπορούν να αποκομίσουν μεγαλύτερο ίδιο όφελος από τα κενά που αφήνει ένα ασυντόνιστο φορολογικό σύστημα, σε σχέση με το συλλογικό όφελος που θα αποκόμιζαν σε ένα συντονισμένο σύστημα·

    39.

    χαιρετίζει τη δημοσίευση της νέας δέσμης δημοσιονομικών πολιτικών, και ζητεί από την Επιτροπή να επιδιώξει την εξασφάλιση ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος βασιζόμενου στην αρχή της φορολόγησης στο κράτος μέλος όπου δημιουργούνται τα κέρδη, προκειμένου να αποφεύγονται η στρέβλωση της εσωτερικής αγοράς και ο αθέμιτος ανταγωνισμός·

    40.

    τονίζει ότι η ομάδα «Κώδικας δεοντολογίας» για τη φορολογία των επιχειρήσεων (η «Ομάδα»), που συστάθηκε το 1998 από τα κράτη μέλη, κατέστησε δυνατή στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000 την εξάλειψη των πιο επιζήμιων μεμονωμένων φορολογικών πρακτικών εκείνης της εποχής ακολουθώντας μια διττή προσέγγιση μη δεσμευτικής νομοθεσίας, με την «κατάργηση» υφιστάμενων φορολογικών μέτρων που συνιστούσαν επιζήμιο φορολογικό ανταγωνισμό και την αποφυγή της θέσπισης παρόμοιων μέτρων στο μέλλον («αποφυγή»)·

    41.

    εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι οι εργασίες της Ομάδας φαίνεται να έχουν χάσει τη δυναμική τους· επισημαίνει ότι ορισμένα από τα πάνω από 100 μέτρα που έχουν ανακληθεί ως αποτέλεσμα της δραστηριότητάς της έχουν αντικατασταθεί στα κράτη μέλη από φορολογικά μέτρα με παρόμοια επιζήμια αποτελέσματα· επισημαίνει ότι ορισμένες φορολογικές αρχές αντέδρασαν στις συστάσεις της Ομάδας με τη δημιουργία νέων δομών οι οποίες έχουν τα ίδια επιζήμια αποτελέσματα με εκείνα που είχε αντιμετωπίσει η Ομάδα· εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι δεν σημείωσαν επιτυχία προηγούμενες προσπάθειες για την ενίσχυση της διακυβέρνησης και της εντολής της, και για την προσαρμογή και διεύρυνση των μεθόδων εργασίας και των κριτηρίων που καθορίζονται στον κώδικα, με στόχο την καταπολέμηση των νέων μορφών επιζήμιων φορολογικών πρακτικών στο τρέχον οικονομικό περιβάλλον· υποστηρίζει τις πιο πρόσφατες προτάσεις της Επιτροπής για το θέμα αυτό, που εκτίθενται στο σχέδιο δράσης της, της 17ης Ιουνίου 2015, για δίκαιη και αποτελεσματική φορολόγηση των εταιρειών στην ΕΕ·

    42.

    εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι, παρά τους φιλόδοξους στόχους που έχουν διακηρυχθεί από το 1997, συνεχίζεται ο φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών μελών, που δεν απορρέει τόσο από τις διαφορές στους φορολογικούς συντελεστές όσο από την ανομοιογένεια των εθνικών κανόνων για τον καθορισμό του τι συνιστά φορολογητέα κέρδη, η οποία καθίσταται εμφανής εδώ και δεκαετίες από τις διαφορές μεταξύ των ονομαστικών και των πραγματικών συντελεστών φορολογίας εταιρειών που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη·

    43.

    εκφράζει επίσης την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι οι αρχικές συμφωνίες σχετικά με το καθεστώς και τις διευθετήσεις διακυβέρνησης της Ομάδας άφηναν υπερβολικά περιθώρια πολιτικής διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού για την επίτευξη «ευρείας συναίνεσης» (δηλαδή στην ουσία σχεδόν ομοφωνίας, με τη δυνατότητα έκφρασης διαφωνίας σε υποσημειώσεις) όσον αφορά την αξιολόγηση των επιζήμιων πρακτικών, πλήττοντας έτσι την αξιοπιστία και την πληρότητα του έργου της και οδηγώντας ενίοτε στο φαινόμενο, σκόπιμα να μη δημοσιεύονται εκθέσεις και να μη δίνεται συνέχεια σε αυτές, όπως στην περίπτωση της έκθεσης Simmons & Simmons, του 1999, σχετικά με τις διοικητικές πρακτικές· θεωρεί λυπηρό, ότι η κατάργηση των υφιστάμενων μέτρων έγινε με καθυστερήσεις για λόγους πολιτικής, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις επιτράπηκε η προσθήκη νέων δικαιούχων μετά τη λήξη της προθεσμίας, γεγονός που σχετίζεται επίσης με τους πολύ χαλαρούς μηχανισμούς λογοδοσίας και εποπτείας της Ομάδας·

    44.

    τονίζει, ειδικότερα, ότι η κατά περίπτωση προσέγγιση στον Κώδικα, είχε μεν ως αποτέλεσμα να ανταγωνίζονται σήμερα τα κράτη μέλη περισσότερο με γενικά μέτρα, αλλά δεν αντιμετωπίζει τις συστημικές αδυναμίες ενός κατακερματισμένου πλαισίου φορολογίας των εταιρειών στην ΕΕ, που απαιτεί μια πιο ουσιαστική αναθεώρηση·

    45.

    επισημαίνει επίσης τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί με τη δημιουργία της πλατφόρμας για τη χρηστή διακυβέρνηση στον φορολογικό τομέα, η οποία φέρνει τους διάφορους ενδιαφερόμενους φορείς γύρω από το ίδιο τραπέζι με στόχο τη δημιουργία συναίνεσης στο ζήτημα της φοροαποφυγής, ιδίως σε διεθνές πλαίσιο, και του κοινού φόρουμ για τη μεταβιβαστική τιμολόγηση, που εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα τεχνικά θέματα συνδεόμενα με τη μεταβιβαστική τιμολόγηση· τονίζει ότι, μέχρι σήμερα, οι φορείς αυτοί έχουν συμβάλει στην πραγματοποίηση περιορισμένων διορθώσεων στο πλαίσιο της φορολογίας των εταιρειών· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές που έχει εκδώσει μέχρι στιγμής το κοινό φόρουμ για τη μεταβιβαστική τιμολόγηση δεν ήταν επαρκείς για την αντιμετώπιση του προβλήματος της φοροαποφυγής· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η σύνθεση του κοινού φόρουμ για τη μεταβιβαστική τιμολόγηση εξακολουθεί να είναι άνιση, παρά την πρόσφατη ανανέωση των μελών του· εκφράζει επίσης την αντίθεσή του για το γεγονός ότι στο έργο της κατάρτισης κατευθυντήριων γραμμών για τη μεταβιβαστική τιμολόγηση συμμετέχουν φοροτεχνικοί εμπειρογνώμονες οι οποίοι μπορεί παράλληλα να συμβουλεύουν τους πελάτες τους σχετικά με στρατηγικές επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού βασιζόμενες σε μεταβιβαστική τιμολόγηση, και να βρίσκονται, συνεπώς, σε θέση σύγκρουσης συμφερόντων·

    46.

    τονίζει ότι η νομοθεσία της ΕΕ (οδηγίες περί μητρικών-θυγατρικών εταιρειών, τόκων και δικαιωμάτων, συγχωνεύσεων, και διοικητικής συνεργασίας), μολονότι καλύπτει περιορισμένες πτυχές που συνδέονται με τη φορολογία των εταιρειών, μπόρεσε να αντιμετωπίσει συγκεκριμένα ζητήματα που αντιμετώπιζαν τα κράτη μέλη και οι εταιρείες που λειτουργούν σε διάφορες χώρες· υπογραμμίζει το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά, που είχαν σχεδιαστεί αρχικά για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας, έχουν ορισμένες αντιπαραγωγικές παρενέργειες όσον αφορά τη φοροαποφυγή και οδηγούν ενίοτε σε διπλή φοροαπαλλαγή· εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόσφατη έγκριση από το Συμβούλιο των τροποποιήσεων της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες, που θα τεθούν σε ισχύ στο τέλος του 2015 και γίνονται για να περιληφθεί μια γενική αντικαταχρηστική ρήτρα και να αρθούν οι αναντιστοιχίες όσον αφορά τα υβριδικά δάνεια, προσδοκώντας ότι αυτό θα συμβάλει στην εξάλειψη ορισμένων ευκαιριών φοροαποφυγής στην ΕΕ·

    47.

    υπενθυμίζει τις διατάξεις της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία που αποσκοπούν στην υλοποίηση της ανταλλαγής όλων των σχετικών οικονομικών πληροφοριών· θεωρεί ότι η αυτόματη, άμεση και διεξοδική ανταλλαγή δεδομένων και η αποτελεσματική επεξεργασία των φορολογικών πληροφοριών θα έχουν ισχυρό αποτρεπτικό αποτέλεσμα κατά της φοροδιαφυγής και της καθιέρωσης επιζήμιων φορολογικών πρακτικών και θα επιτρέψουν στα κράτη μέλη και την Επιτροπή να διαθέτουν όλες τις σχετικές πληροφορίες για να αντιδρούν σε αυτές·

    48.

    εκφράζει την αποδοκιμασία του για το γεγονός ότι το ισχύον νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με φορολογικά μέτρα δεν είναι αποτελεσματικό, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, οι υφιστάμενες απαιτήσεις για την αυτόματη ή μετά από αίτηση ανταλλαγή πληροφοριών δεν τηρούνται· εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι ουσιαστικά κανένα κράτος μέλος δεν ανταλλάσσει πληροφορίες που ενδέχεται να είναι σημαντικές για κράτη εταίρους του στην ΕΕ· εκφράζει την αποδοκιμασία του για την έλλειψη συντονισμού μεταξύ της Επιτροπής και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών·

    49.

    αποδοκιμάζει το γεγονός ότι σπάνια ανταλλάσσονται αυθόρμητα φορολογικές πληροφορίες μεταξύ των κρατών μελών· εκφράζει την ικανοποίησή του για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών, η οποία δεν βασίζεται πλέον στην αμοιβαιότητα· εφιστά την προσοχή στα διαρθρωτικά σχεδιαστικά προβλήματα ενός συστήματος το οποίο βασίζεται στη διακριτική ευχέρεια ως προς το τι είναι κοινοποιήσιμο και τι όχι, και συνοδεύεται από χαλαρά συστήματα παρακολούθησης που δυσχεραίνουν σημαντικά τον εντοπισμό παραβιάσεων των απαιτήσεων για ανταλλαγή πληροφοριών·

    50.

    εκφράζει την ικανοποίησή του για την προσήλωση της Επιτροπής στην προώθηση της αυτόματης ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών ως του μελλοντικού ευρωπαϊκού και διεθνούς προτύπου διαφάνειας· την καλεί, ως πρώτο βήμα, να ανταποκριθεί στο καθήκον της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών και να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την πλήρη συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο και την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, που παγιώνεται στις Συνθήκες· επικροτεί την πρόταση της ομάδας εμπειρογνωμόνων για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών, να εξεταστούν δυνατότητες στήριξης των αναπτυσσόμενων χωρών όσον αφορά την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών, με την παροχή μη αμοιβαίων συμφωνιών ανταλλαγής·

    51.

    επισημαίνει ότι οι κανόνες και οι κυρώσεις για τις κρατικές ενισχύσεις είναι χρήσιμα ως μέσο αντιμετώπισης καταχρηστικών και στρεβλωτικών επιζήμιων φορολογικών πρακτικών, και μπορούν να έχουν σημαντικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα·

    52.

    εκφράζει την ικανοποίησή του για τη δέσμη μέτρων φορολογικής διαφάνειας, της Επιτροπής, του Μαρτίου του 2015, που αφορά την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling», καθώς και το σχέδιο δράσης για ένα δίκαιο και αποτελεσματικό σύστημα φορολογίας των εταιρειών στην ΕΕ, του Ιουνίου του 2015· τονίζει, ωστόσο, ότι τα κείμενα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν παρά μόνο ως πρώτα βήματα στη σωστή κατεύθυνση, και ότι απαιτείται επειγόντως ένα συνεκτικό πλαίσιο νομοθετικών διατάξεων και διοικητικού συντονισμού, προς όφελος και των ΜΜΕ και των πολυεθνικών εταιρειών που συμβάλλουν στη δημιουργία πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης και πληρώνουν τους φόρους που τους αναλογούν στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς·

    53.

    εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόσφατη συμφωνία σχετικά με το σχέδιο δράσης του ΟΟΣΑ για την BEPS, το οποίο, μετά από διαδοχικές εκκλήσεις για δράση στο πλαίσιο των διασκέψεων κορυφής της G7 και της G20, επιχειρεί να αντιμετωπίσει τα επιμέρους προβλήματα που επηρεάζουν τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος φορολόγησης των εταιρειών, προωθώντας παγκόσμια και συστηματική δράση για την αντιμετώπισή τους· εκφράζει την απογοήτευσή του για την καθυστερημένη και άνιση συμμετοχή των αναπτυσσόμενων χωρών στη διαδικασία του ΟΟΣΑ για την BEPS, στην οποία θα έπρεπε να συμμετέχουν ισότιμα· εκφράζει επίσης την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι ορισμένα αποτελέσματα του σχεδίου δράσης για την BEPS δεν προχωρούν ακόμη περισσότερο σε τομείς όπως τα επιζήμια φορολογικά καθεστώτα, η ψηφιακή οικονομία και η διαφάνεια·

    54.

    επισημαίνει ότι, μετά από συστηματική ανάλυση των αδύνατων σημείων του διεθνούς φορολογικού συστήματος, το σχέδιο δράσης για την BEPS επικεντρώθηκε σε 15 σημεία δράσης, από τα οποία τα επτά εγκρίθηκαν από την G20 τον Νοέμβριο του 2014, και τα υπόλοιπα ήταν έτοιμα τον Οκτώβριο του 2015· τονίζει ότι, σε ένα εξελισσόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον, οι δράσεις αυτές επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν θέματα διαφάνειας, π.χ. με την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών για την υποβολή εκθέσεων ανά χώρα, την έλλειψη ουσίας σε ορισμένες ρυθμίσεις για τη φοροαποφυγή, και μεγαλύτερη συνοχή με τους διεθνείς κανόνες·

    55.

    προειδοποιεί, ωστόσο, για συμβιβαστικές λύσεις που θα ήταν ενδεχομένως ανεπαρκείς σε σχέση με τις αρχικές φιλοδοξίες ή θα οδηγούσαν σε αποκλίνουσες ερμηνείες σε εθνικό επίπεδο· τονίζει, επιπλέον, ότι, ως τώρα δεν υπάρχει αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του ΟΟΣΑ στις χώρες που τις έχουν εγκρίνει, και ότι ακόμη και οι καλύτερα σχεδιασμένες λύσεις δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικές αν δεν παρακολουθούνται και εφαρμόζονται κατάλληλα·

    56.

    υπογραμμίζει τον συμπληρωματικό χαρακτήρα της δραστηριότητας της ΕΕ και του ΟΟΣΑ στον συγκεκριμένο τομέα· θεωρεί ότι, δεδομένου του βαθμού ολοκλήρωσής της, η ΕΕ πρέπει να προχωρήσει πέρα από τις προτάσεις για την BEPS όσον αφορά τον συντονισμό και τη σύγκλιση, προκειμένου να αποφεύγεται κάθε μορφής επιβλαβής φορολογικός ανταγωνισμός στην εσωτερική αγορά· είναι πεπεισμένο ότι η ΕΕ μπορεί να εφαρμόσει αποτελεσματικότερα μέσα για την εξασφάλιση θεμιτού φορολογικού ανταγωνισμού και τη διασφάλιση του δικαιώματος των κρατών μελών να φορολογούν αποτελεσματικά τα κέρδη που παράγονται στην επικράτειά τους, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι αυτό δεν θα έχει αρνητικές συνέπειες για την ανταγωνιστικότητά της·

    Οι έρευνες της Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις: επισκόπηση και αποτελέσματα

    57.

    τονίζει ότι στην εσωτερική αγορά οι νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, που δεν χρησιμοποιούν επιθετικές φορολογικές πρακτικές βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τις πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες είναι σε θέση να μεταφέρουν τα κέρδη τους ή να εφαρμόζουν άλλες μορφές επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού μέσω διαφόρων αποφάσεων και πράξεων που διατίθενται μόνο σε αυτές λόγω του μεγέθους τους και της ικανότητάς τους να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα σε διεθνή κλίμακα· επισημαίνει με ανησυχία ότι, με όλες τις άλλες παραμέτρους σταθερές, η προκύπτουσα μείωση των φορολογικών υποχρεώσεων συνεπάγεται για τις πολυεθνικές εταιρείες υψηλότερα κέρδη μετά τους φόρους και για τον λόγο αυτό δημιουργεί άνισους όρους ανταγωνισμού με τους ανταγωνιστές τους στην ενιαία αγορά που δεν μπορούν να εφαρμόσουν επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό και διατηρούν τη σύνδεση μεταξύ του τόπου όπου επιτυγχάνουν το κέρδος και του τόπου φορολογίας τους· επισημαίνει ότι αυτή η στρέβλωση των ίσων όρων ανταγωνισμού υπέρ των πολυεθνικών έρχεται σε αντίθεση με τη θεμελιώδη αρχή της ενιαίας αγοράς·

    58.

    τονίζει ότι ο ΟΟΣΑ (32) επισημαίνει τη χρήση, από ορισμένες πολυεθνικές εταιρείες, στρατηγικών που τους επιτρέπουν να καταβάλλουν μόλις 5 % εταιρικό φόρο, ενώ μικρότερες επιχειρήσεις πληρώνουν μέχρι και 30 %, και εκφράζει βαθειά ανησυχία για το γεγονός ότι, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες (33), η φορολογική συμμετοχή των διασυνοριακών επιχειρήσεων είναι κατά μέσο όρο έως και 30 % χαμηλότερη από εκείνη των εγχώριων εταιριών που λειτουργούν σε μία μόνο χώρα· θεωρεί απαράδεκτο το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα αυτών των στρατηγικών, ορισμένες πολυεθνικές εταιρείες μπορεί να καταβάλλουν πολύ χαμηλό πραγματικό συντελεστή εταιρικού φόρου ενώ ορισμένες ΜΜΕ πρέπει να καταβάλλουν το πλήρες μερίδιο φόρου τους·

    59.

    υπογραμμίζει ότι αυτή η στρέβλωση αποφάσεων οικονομικών φορέων που λαμβάνονται με βάση την αναμενόμενη απόδοση μετά από φόρους, οδηγεί σε μη βέλτιστη κατανομή των πόρων στην ΕΕ και τείνει να μειώσει το επίπεδο του ανταγωνισμού, βλάπτοντας έτσι την ανάπτυξη και την απασχόληση·

    60.

    υπογραμμίζει το γεγονός ότι ορισμένες επιζήμιες φορολογικές πρακτικές μπορεί να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των φορολογικών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, ιδίως στο μέτρο που μπορούν, κατά τον ίδιο τρόπο, να προσφέρουν «επιλεκτικό» πλεονέκτημα και να οδηγούν σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά· επισημαίνει ότι, κατά το παρελθόν, οι διαδικασίες για τις κρατικές ενισχύσεις και για την ομάδα του κώδικα δεοντολογίας αλληλοϋποστηρίχτηκαν, ιδίως το 1999 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000· τονίζει ότι η επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ έχει προσθέσει νομική πίεση συμπληρωματικά προς τη διαδικασία λήψης μη δεσμευτικών αποφάσεων στην Ομάδα, γεγονός που αντισταθμίζει εν μέρει την έλλειψη κάθε άλλου αποτελεσματικού μέσου για την αντιμετώπιση του προβλήματος της φοροαποφυγής σε επίπεδο ΕΕ·

    61.

    αναγνωρίζει τις σημαντικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα τα τελευταία 20 έτη όσον αφορά το πλαίσιο ανάλυσης της Επιτροπής για κρατικές ενισχύσεις σε σχέση με τη φορολογία, οι οποίες κατέστησαν δυνατή την επίτευξη μεγαλύτερης σαφήνειας στον ορισμό και την ανάλυση των κρατικών ενισχύσεων μέσω φορολογικών μέτρων, καθώς και τη συστηματικότερη δράση κατά των μέτρων αυτών· επισημαίνει, ιδιαίτερα, τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, του 1998, σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που συνδέονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων, τη σχετική έκθεση του 2004, και τις διάφορες σημαντικές αποφάσεις της νομολογίας στη δεκαετία του 2000· εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκσυγχρονισμού των κρατικών ενισχύσεων που προωθεί η Επιτροπή, προβλεπόταν για το 2014 η έναρξη δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με τη χάραξη κατευθυντήριων γραμμών με στόχο την αποσαφήνιση της έννοιας των κρατικών ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, που περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις φορολογικού χαρακτήρα και, ιδίως, τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling»·

    62.

    επισημαίνει ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες παγιώνεται σε διαρκώς μεγαλύτερο βαθμό η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων στα φορολογικά μέτρα των κρατών μελών, με πιο πρόσφατη την υπόθεση του Γιβραλτάρ το 2011 (34)·

    63.

    επισημαίνει ότι το Δικαστήριο της ΕΕ τόνισε την αρχή της «oυσίας υπεράνω τoυ τύπoυ» και ότι, συνεπώς, ο οικονομικός αντίκτυπος ενός μέτρου συνιστά το κριτήριο αναφοράς για την αξιολόγησή του·

    64.

    επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, ότι το Δικαστήριο της ΕΕ συνήγαγε από την απαγόρευση χορήγησης κρατικών ενισχύσεων εκτεταμένες απαιτήσεις όσον αφορά τη νομοθετική αρμοδιότητα των κρατών μελών σε φορολογικά θέματα·

    65.

    επισημαίνει ότι η έννοια της φύσης και της οικονομίας του εθνικού συστήματος αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση του αν τα άμεσα ή έμμεσα φορολογικά μέτρα έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα ή όχι και αν είναι, επομένως, συμβατά με την εσωτερική αγορά, και ότι οποιαδήποτε κρατική ενίσχυση θα πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με την προϋπάρχουσα ισορροπία· τονίζει πως, δεδομένου ότι κριτήριο της ΕΕ για την αξιολόγηση πιθανών στρεβλώσεων είναι το εθνικό σύστημα αναφοράς (35), δεν μπορούν να καλύπτονται από τους ισχύοντες κανόνες ανταγωνισμού όλες οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και όλες οι επιζήμιες φορολογικές πρακτικές στην εσωτερική αγορά· επισημαίνει, συνεπώς, ότι η πλήρης εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν θα μπορούσε από μόνη της να επιτρέψει την επίλυση του προβλήματος της εταιρικής φοροαποφυγής στην ΕΕ·

    66.

    επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έλαβε η αρμόδια ειδική επιτροπή του (36) από την Επιτροπή, από το 1991 έχουν εξεταστεί επίσημα από την Επιτροπή μόνο 65 υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα, από τις οποίες οι επτά ήταν φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και μόνο 10 προέρχονταν από επίσημες κοινοποιήσεις από κράτη μέλη·

    67.

    τονίζει ότι η Επιτροπή χειρίστηκε μόνο μικρό αριθμό υποθέσεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000, και ότι οι πρόσφατες διαδικασίες για κρατικές ενισχύσεις περιλαμβάνουν:

    την έναρξη, τον Ιούνιο του 2013, έρευνας για τις πρακτικές κατάρτισης φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» σε επτά κράτη μέλη, που επεκτάθηκε σε όλα τα κράτη μέλη τον Δεκέμβριο του 2014,

    την έναρξη, τον Οκτώβριο του 2013, μιας έρευνας σχετικά με το κατά πόσον το καθεστώς φορολόγησης εταιρειών του Γιβραλτάρ ευνοεί ορισμένες εταιρείες, η οποία τον Οκτώβριο του 2014 επεκτάθηκε ώστε να εξεταστούν επίσης οι φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» στη συγκεκριμένη επικράτεια,

    παράλληλα, την έναρξη χωριστής έρευνας για τα φορολογικά καθεστώτα που εφαρμόζονται στη διανοητική ιδιοκτησία («δέσμες ευρεσιτεχνίας»),

    την έναρξη, τον Ιούνιο του 2014, επίσημων ερευνών για τρεις υποθέσεις: για την Apple στην Ιρλανδία, για την Fiat Finance and Trade στο Λουξεμβούργο, και για την Starbucks στις Κάτω Χώρες, που ολοκληρώθηκαν στον Οκτώβριο του 2015, και, στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του 2014, για την Amazon στο Λουξεμβούργο,

    την έναρξη, τον Φεβρουάριο του 2015, επίσημης έρευνας για φορολογικό καθεστώς πλεοναζόντων κερδών στο Βέλγιο (σύστημα αποφάσεων «ruling» για τα πλεονάζοντα κέρδη)·

    68.

    τονίζει ότι οι εν εξελίξει και οι ολοκληρωθείσες έρευνες της Επιτροπής και οι υποθέσεις που αποκαλύφθηκαν με το LuxLeaks δείχνουν ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν τηρούν τη νομική τους υποχρέωση (37) να κοινοποιούν στην Επιτροπή όλες τις υποθέσεις ενδεχόμενης κρατικής ενίσχυσης·

    69.

    τονίζει ότι οι έρευνες αυτές αποκαλύπτουν μόνο ένα πολύ μικρό δείγμα ορισμένων από τις τυπικές πρακτικές, οι οποίες επηρεάζουν το φορολογητέο κέρδος που αποδίδεται σε ορισμένες θυγατρικές πολυεθνικών εταιρειών μέσω μεταβιβαστικής τιμολόγησης· επισημαίνει με ανησυχία ότι οι υπάρχοντες πόροι των αρμόδιων υπηρεσιών της Επιτροπής μπορεί να περιορίζουν την ικανότητά της να διεκπεραιώνει σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό περιπτώσεων και να διεξάγει συστηματικούς ελέγχους προκειμένου να εξακριβώνει αν περαιτέρω πρακτικές, άλλες από εκείνες που βασίζονται στη μεταβιβαστική τιμολόγηση, στον τομέα της φορολογίας των εταιρειών θα μπορούσαν να αντιβαίνουν στη νομοθεσία για τις κρατικές ενισχύσεις·

    70.

    υποστηρίζει ένθερμα την Επιτροπή στην προσέγγισή της, η οποία συνίσταται στην αφιέρωση του απαιτούμενου χρόνου για τη διεξοδική μελέτη των τρεχουσών υποθέσεων με τη δέουσα επιμέλεια· πιστεύει ότι τα αποτελέσματα των ερευνών θα συμβάλουν στη χάραξη ακριβέστερων και αποτελεσματικότερων κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις φορολογικού χαρακτήρα και τη μεταβιβαστική τιμολόγηση, και θα υποχρεώσουν τα κράτη μέλη να προσαρμόσουν τις πρακτικές τους ανάλογα· καλεί, ωστόσο, την Επιτροπή να ολοκληρώσει αυτές τις τρέχουσες έρευνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στον φορολογικό τομέα το συντομότερο δυνατόν, χωρίς να θιγεί η ποιότητα και η αξιοπιστία τους, και αναμένει τα αποτελέσματά τους με μεγάλο ενδιαφέρον· ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλλει τακτικά εκθέσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις έρευνες αυτές· καλεί την Επιτροπή να απαιτήσει την ανάκτηση και του τελευταίου ευρώ σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί η παράνομη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στο πλαίσιο των τρεχουσών ερευνών·

    71.

    τονίζει ότι οι τρέχουσες έρευνες θα μπορούσαν να οδηγήσουν, σε περίπτωση παράβασης των κανόνων της ΕΕ, στην ανάκτηση, από το κράτος μέλος που ενέκρινε το σχετικό φορολογικό μέτρο, του ποσού που αντιστοιχεί στην παράνομη κρατική ενίσχυση προς τις δικαιούχες επιχειρήσεις· τονίζει ότι, αν και το γεγονός αυτό ενδέχεται να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στη φήμη του συγκεκριμένου κράτους μέλους, συνιστά εκ των πραγμάτων επιβράβευση της μη συμμόρφωσης και δεν πρόκειται, σε περιπτώσεις αμφιβολίας, να αποθαρρύνει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν πρακτικές παράνομης κρατικής ενίσχυσης και να εκχωρούν καταχρηστικά φορολογικά πλεονεκτήματα, αλλά, αντιθέτως, τα απαλλάσσει από την ευθύνη τους να συμμορφώνονται προς τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις και δεν μετριάζει την οικονομική ζημία για τους προϋπολογισμούς των θιγόμενων κρατών μελών· γενικότερα, θεωρεί ότι οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις θα πρέπει να προβλέπουν κυρώσεις που να συνιστούν αποτελεσματικό αποτρεπτικό μέσο κατά της παράνομης κρατικής ενίσχυσης·

    72.

    επισημαίνει επίσης ότι σε περίπτωση καταχρηστικής μεταβιβαστικής τιμολόγησης μεταξύ διασυνοριακών θυγατρικών υπάρχει επίσης η δυνατότητα προσαρμογής των φορολογικών εσόδων όχι μόνο του κράτος μέλους όπου έλαβε χώρα η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση (ανάκτηση ενισχύσεων), αλλά και των άλλων κρατών στα οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή (εκ των υστέρων προσαρμογή της μεταβιβαστικής τιμολόγησης και, συνεπώς, των φορολογητέων εσόδων)· τονίζει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε διπλή φορολόγηση·

    73.

    υπενθυμίζει ότι οι φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» θα πρέπει να αποσκοπούν στην παροχή ασφάλειας δικαίου και στη δημιουργία θεμιτών προσδοκιών για τους δικαιούχους τους· τονίζει ότι, εφόσον οι εθνικές φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» μπορούν να προσβληθούν με βάση τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις σε επίπεδο ΕΕ, υπάρχει κίνδυνος μαζικών κοινοποιήσεων μεμονωμένων αιτήσεων για τέτοιες αποφάσεις από τα κράτη μέλη, για την εκ των προτέρων έγκρισή τους από την Επιτροπή προκειμένου να αποφευχθεί η νομική αβεβαιότητα για τις φορολογικές διοικήσεις και τις επιχειρήσεις· υπογραμμίζει ότι η αύξηση της ικανότητας της Επιτροπής και η βελτίωση των διαδικασιών για τη διαβίβαση πληροφοριών είναι τα κατάλληλα μέσα για τον χειρισμό μιας αυξημένης ροής κοινοποιήσεων και για την ενισχυμένη διαφάνεια που απαιτείται από τα κράτη μέλη στον φορολογικό τομέα·

    Τρίτες χώρες

    74.

    εκφράζει ανησυχία για το γεγονός ότι οι δευτερογενείς επιπτώσεις των επιζήμιων φορολογικών πρακτικών εκ μέρους ορισμένων πολυεθνικών εταιρειών φαίνεται να είναι πολύ σοβαρότερες στις αναπτυσσόμενες χώρες (38) από ό,τι στις αναπτυγμένες χώρες, δεδομένου ότι οι πρώτες αντλούν μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους από τη φορολογία των εταιρειών και έχουν ασθενέστερα συστήματα δημόσιων οικονομικών, κανονιστικά πλαίσια και διοικητική ικανότητα για την εξασφάλιση της φορολογικής συμμόρφωσης και την αντιμετώπιση αυτών των επιζήμιων φορολογικών πρακτικών· επισημαίνει ότι το ΔΝΤ (39) αναφέρει πως οι αναπτυσσόμενες χώρες χάνουν από τον επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό τριπλάσια έσοδα, σε σχετικές τιμές, σε σύγκριση με τις αναπτυγμένες χώρες· τονίζει ότι το άρθρο 208 της Συνθήκης της Λισαβόνας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη στις πολιτικές τους τη στήριξη της ανάπτυξης στις αναπτυσσόμενες χώρες· επισημαίνει ότι η διεξαγωγή εκ των υστέρων αναλύσεων των δευτερογενών επιπτώσεων των φορολογικών πρακτικών των κρατών μελών, τα αποτελέσματα των οποίων θα δημοσιοποιούνται, θα βοηθήσει στον προσανατολισμό της χάραξης πολιτικής, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι πρακτικές αυτές δεν προκαλούν διάβρωση της φορολογικής βάσης άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών·

    75.

    τονίζει ότι, ταυτόχρονα, οι λίγοι «νικητές» του παγκόσμιου φορολογικού ανταγωνισμού, που είναι οι χώρες με πολύ ελκυστικές πολιτικές φορολογίας εταιρειών εντός και εκτός ΕΕ, εμφανίζουν ορισμένα βασικά οικονομικά μεγέθη δυσανάλογα προς το μέγεθός τους και την πραγματική τους οικονομική δραστηριότητα, ιδίως σε σχέση, για παράδειγμα, με τον αριθμό των εκεί εγκατεστημένων εταιριών ανά κάτοικο, το ποσό των εγγραφόμενων ξένων κερδών, τις άμεσες ξένες επενδύσεις ή τις εξερχόμενες χρηματοοικονομικές ροές σε σύγκριση με το ΑΕΠ, κ.λπ.· επισημαίνει ότι αυτό καταδεικνύει τον τεχνητό χαρακτήρα της φορολογικής τους βάσης και των εισερχόμενων χρηματοοικονομικών ροών, καθώς και την αποσύνδεση που επιτρέπουν τα τρέχοντα φορολογικά συστήματα, μεταξύ του τόπου όπου παράγεται η αξία και του τόπου όπου επιβάλλεται η φορολογία·

    76.

    τονίζει ότι ο φορολογικός ανταγωνισμός δεν περιορίζεται βεβαίως στα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ή συνδεδεμένων εδαφών τους, και ότι οι περισσότερες από τις εξεταζόμενες πρακτικές έχουν διεθνή διάσταση, με τη μεταφορά κερδών σε δικαιοδοσίες με χαμηλή ή μηδενική φορολογία ή με καθεστώς απορρήτου, στις οποίες συχνά δεν λαμβάνει χώρα καμία αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα· εκφράζει την αποδοκιμασία του για την έλλειψη συντονισμένης στάσης των κρατών μελών έναντι όλων αυτών των δικαιοδοσιών, όχι μόνο από την άποψη της κοινής δράσης ή της αντίδρασης στις επιζήμιες πρακτικές, αλλά και, παρά τις προσπάθειες της Επιτροπής, όσον αφορά την ταυτοποίησή τους και τα σχετικά κριτήρια· υποστηρίζει, συνεπώς, ένθερμα την πρόταση της Επιτροπής, του 2012, η οποία, επιπλέον της διαφάνειας και της ανταλλαγής πληροφοριών, περιλαμβάνει ουσιαστικά κριτήρια για την εξασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού, καθώς και την πρόσφατη δημοσίευση, στη φορολογική δέσμη της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2015, καταλόγου μη συνεργάσιμων φορολογικών δικαιοδοσιών, που καταρτίστηκε με μια προσέγγιση «κοινού παρονομαστή», βάσει καταλόγων που υπάρχουν σε εθνικό επίπεδο· τονίζει ότι η κατάρτιση ενός τέτοιου καταλόγου αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη κατάλληλης δράσης κατά των συγκεκριμένων δικαιοδοσιών· πιστεύει ότι ο κατάλογος αυτός θα πρέπει να σηματοδοτεί την έναρξη μιας επαναληπτικής διαδικασίας που θα οδηγήσει σε έναν αυστηρό και αντικειμενικό ορισμό των «φορολογικών παραδείσων» και μπορεί στη συνέχεια να χρησιμοποιηθεί για την ενημέρωση μελλοντικών καταλόγων, καταρτισμένων με βάση σαφή κριτήρια τα οποία θα πρέπει να είναι γνωστά εκ των προτέρων· παροτρύνει την Επιτροπή να αξιολογεί κατά πόσον οι ευρωπαϊκές δικαιοδοσίες συμμορφώνονται με αυτά τα κριτήρια·

    77.

    υπογραμμίζει ότι το έργο του ΟΟΣΑ στον συγκεκριμένο τομέα έχει αποφέρει ορισμένα σημαντικά αποτελέσματα όσον αφορά τη διαφάνεια και την ανταλλαγή πληροφοριών· χαιρετίζει, ιδίως, την υπογραφή, από σχεδόν 100 χώρες, τον Ιούνιο του 2015, της πολυμερούς σύμβασης του ΟΟΣΑ σχετικά με τη διοικητική συνδρομή σε φορολογικά θέματα (η «κοινή σύμβαση»), που προβλέπει τη διοικητική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών στην αξιολόγηση και την είσπραξη των φόρων, ιδίως με στόχο την καταπολέμηση της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής·

    78.

    τονίζει, ωστόσο, ότι το έργο του ΟΟΣΑ για τον προηγούμενό του κατάλογο μη συνεργάσιμων φορολογικών παραδείσων βασίστηκε σε μια πολιτική διαδικασία η οποία οδήγησε σε αυθαίρετους συμβιβασμούς ήδη κατά τον καθορισμό των κριτηρίων καταχώρησης, όπως η απαίτηση για τη σύναψη φορολογικών συμφωνιών με 12 άλλες χώρες, με αποτέλεσμα να μην περιληφθεί καμιά δικαιοδοσία ως μη συνεργάσιμος φορολογικός παράδεισος· υπογραμμίζει ότι η τρέχουσα προσέγγιση εξακολουθεί να βασίζεται σε κριτήρια που αφορούν τη φορολογική διαφάνεια και την ανταλλαγή πληροφοριών, και δεν είναι αρκετά διεξοδικά ώστε να αντιμετωπίζουν τον επιζήμιο χαρακτήρα ορισμένων φορολογικών πρακτικών· επισημαίνει ότι, ανεξάρτητα από τα πλεονεκτήματα της προσέγγισης του ΟΟΣΑ, το γεγονός αυτό περιορίζει την καταλληλότητά της για τον εντοπισμό των φορολογικών δικαιοδοσιών που αποτελούν τους πυλώνες των πρακτικών φοροαποφυγής και του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο· τονίζει, ειδικότερα, ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν αναφέρεται σε ποιοτικούς δείκτες που θα επέτρεπαν την αντικειμενική εκτίμηση της συμμόρφωσης προς τις πρακτικές της χρηστής διακυβέρνησης ούτε εξετάζει ποσοτικά δεδομένα όπως τα λογιστικά κέρδη, οι εισερχόμενες και εξερχόμενες χρηματοοικονομικές ροές και η (απο)σύνδεσή τους από την οικονομική πραγματικότητα σε μια συγκεκριμένη δικαιοδοσία·

    79.

    υπογραμμίζει, επιπλέον, το γεγονός ότι οι κατάλογοι αυτοί μπορούν να χρησιμοποιούνται σε εθνικό επίπεδο για την εφαρμογή των εθνικών κανόνων προστασίας και κατά της φοροαποφυγής έναντι τρίτων χωρών (όπως είναι ο περιορισμός των πλεονεκτημάτων, η εφαρμογή δοκιμής κύριου σκοπού, οι κανόνες για τις ελεγχόμενες ξένες εταιρείες, κ.λπ.), και ότι οι περιορισμοί των εν λόγω καταλόγων μπορούν, επομένως, να περιορίσουν επίσης το πεδίο εφαρμογής και την αποτελεσματικότητα των εθνικών μέτρων για την αντιμετώπιση των επιζήμιων φορολογικών πρακτικών·

    80.

    είναι πεπεισμένο ότι η εξασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και η προστασία των φορολογικών βάσεων των κρατών μελών εξαρτώνται κατά πολύ από την αντιμετώπιση του πιο αδύναμου κρίκου όσον αφορά τις αλληλεπιδράσεις με δικαιοδοσίες με χαμηλή ή μηδενική φορολογία ή με καθεστώς απορρήτου, δεδομένου ότι οι φορολογικοί συντελεστές αποτελούν αρμοδιότητα των κρατών μελών, αφού η ύπαρξη μιας φορολογικής πύλης προς τρίτες χώρες (π.χ. χωρίς παρακράτηση φόρου), ανεξαρτήτως των φορολογικών τους πρακτικών, αυξάνει σημαντικά τις ευκαιρίες φοροαποφυγής στην ΕΕ·

    81.

    τονίζει ότι μια συντονισμένη προσέγγιση των κρατών μελών έναντι τόσο των αναπτυσσόμενων όσο και των ανεπτυγμένων χωρών θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ πιο αποτελεσματική για την καταπολέμηση των επιζήμιων φορολογικών πρακτικών και την προώθηση μεγαλύτερης αμοιβαιότητας στα φορολογικά θέματα·

    82.

    τονίζει ότι, κατόπιν των πιέσεων τόσο από την ΕΕ όσο και από την G20 σχετικά με το ζήτημα της φορολογικής διαφάνειας, και στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης και κρίσης χρέους, ορισμένες τρίτες χώρες υπέγραψαν τελικά συμφωνίες ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών (ΤΙΕΑ) με την ΕΕ, οι οποίες αναμένεται να βελτιώσουν τη συνεργασία με τις χώρες αυτές· επισημαίνει ότι, στην περίπτωση της Ελβετίας, υπογράφηκε συμφωνία τον Μάιο του 2015, μετά από μακρά «μεταβατική» περίοδο κατά την οποία αυτός ο σημαντικός εμπορικός εταίρος της ΕΕ είχε προνομιακή πρόσβαση στην ενιαία αγορά, αλλά, ταυτόχρονα, δεν συνεργαζόταν σε άλλους τομείς, και ιδίως στη φορολογία·

    83.

    επισημαίνει ότι, παρά τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις, παραμένει αργή η πρόοδος στην υπογραφή παρόμοιων συμφωνιών συνεργασίας με τον Άγιο Μαρίνο, το Μονακό, το Λιχτενστάιν και την Ανδόρα· εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν διαθέτει εντολή να διαπραγματευτεί συμφωνίες αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών με υπερπόντια εδάφη που καλύπτονται σήμερα από την οδηγία της ΕΕ για τη φορολόγηση των αποταμιεύσεων·

    84.

    επισημαίνει με ανησυχία ότι πολλές αναπτυσσόμενες χώρες βρίσκονται σε ιδιαίτερα επισφαλή θέση όσον αφορά τις δραστηριότητες φοροαποφυγής εκ μέρους πολυεθνικών εταιρειών, και ότι η κύρια αιτία της απώλειας εσόδων για τους εθνικούς προϋπολογισμούς των αναπτυσσόμενων χωρών έγκειται στις πρακτικές μεταβιβαστικής τιμολόγησης των πολυεθνικών εταιρειών (40)· υπογραμμίζει, ακόμα, ότι οι χώρες αυτές βρίσκονται σε εξαιρετικά αδύναμη διαπραγματευτική θέση σε σχέση με ορισμένες πολυεθνικές ή με ξένους άμεσους επενδυτές οι οποίοι αναζητούν χώρες που προσφέρουν φορολογικές επιδοτήσεις και εξαιρέσεις· καταγγέλλει το γεγονός ότι οι ετήσιες απώλειες φορολογικών εσόδων από τους εθνικούς προϋπολογισμούς εκτιμάται σε περίπου 91 (41) έως 125 δισεκατομμύρια ευρώ (42)·

    85.

    υπενθυμίζει στα κράτη μέλη ότι δεσμεύονται βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας από την αρχή της συνοχής της πολιτικής για την ανάπτυξη και πρέπει να μεριμνούν ώστε οι φορολογικές πολιτικές τους να μην υπονομεύουν τους στόχους της ΕΕ για την ανάπτυξη· παροτρύνει τα κράτη μέλη της ΕΕ να διεξαγάγουν ανάλυση δευτερογενών συνεπειών σχετικά με τις φορολογικές πολιτικές τους και τον αντίκτυπό τους στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως προτείνεται από το ΔΝΤ·

    Συμπεράσματα και συστάσεις

    86.

    συμπεραίνει τα ακόλουθα, με βάση την εντολή που έχει αναθέσει στην ειδική επιτροπή του, και παρά τους διάφορους περιορισμούς και τα εμπόδια που προέκυψαν κατά τις διερευνητικές αποστολές, όπως επίσης από άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ορισμένα κράτη μέλη, και πολυεθνικές εταιρείες:

    με την επιφύλαξη της έκβασης των ερευνών για τις κρατικές ενισχύσεις, που διεξάγει η Επιτροπή, από τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν προκύπτει ότι, σε πολλές περιπτώσεις, τα κράτη μέλη δεν συμμορφώθηκαν προς το άρθρο 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι εξέδωσαν φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλα μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος που ευνοούσαν συγκεκριμένες επιχειρήσεις και προκαλούσαν, συνεπώς, στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά,

    ορισμένα κράτη μέλη δεν εφάρμοσαν πλήρως το άρθρο 108 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι δεν κοινοποίησαν επίσημα στην Επιτροπή όλα τα σχέδιά τους για τη χορήγηση φορολογικών ενισχύσεων, κατά παράβαση και των αντίστοιχων διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου· τονίζει ότι η Επιτροπή δεν ήταν, συνεπώς, σε θέση να εξετάζει διαρκώς όλα τα καθεστώτα ενισχύσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ, διότι δεν είχε πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες, τουλάχιστον πριν από το 2010, δηλαδή την περίοδο που δεν καλύπτεται από τις τρέχουσες έρευνές της,

    τα κράτη μέλη δεν συμμορφώθηκαν προς τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στις οδηγίες 77/799/ΕΟΚ και 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου, δεδομένου ότι δεν αντάλλασσαν αυτόματα και εξακολουθούν να μην ανταλλάσσουν φορολογικές πληροφορίες, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπήρχαν βάσιμοι λόγοι για να το πράξουν, παρά τα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας που αφήνουν οι οδηγίες αυτές όσον αφορά τη συνεκτίμηση του ενδεχομένου απώλειας φορολογικών εσόδων σε άλλα κράτη μέλη, ή εξοικονόμησης φόρων από εικονικές ενδοομιλικές μεταφορές κερδών,

    ορισμένα κράτη μέλη δεν συμμορφώθηκαν προς την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ, δεδομένου ότι δεν έλαβαν όλα τα ενδεδειγμένα γενικά ή ειδικά μέτρα, για να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους,

    δεν ήταν δυνατή η ανάλυση των επιμέρους υποθέσεων παραβίασης του κοινοτικού δικαίου σε σχέση με τις ανωτέρω παραγράφους, λόγω της μη παροχής λεπτομερών πληροφοριών από κράτη μέλη, από το Συμβούλιο και από την Επιτροπή,

    τέλος, η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε τον ρόλο της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 ΣΕΕ, δεδομένου ότι δεν ενήργησε στη συγκεκριμένη περίπτωση και δεν έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωσή τους προς τις υποχρεώσεις τους, και ιδίως εκείνες που ορίζονται στις οδηγίες 77/799/ΕΟΚ και 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου, παρά τις ενδείξεις περί του αντιθέτου· η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις της δυνάμει του άρθρου 108 της Συνθήκης της Λισαβόνας για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου ότι δεν κίνησε έρευνες για τις κρατικές ενισχύσεις στο παρελθόν·

    87.

    καταδικάζει το γεγονός ότι διάφορα ζητηθέντα φορολογικά έγγραφα των συνεδριάσεων της ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας» δεν έχουν κοινοποιηθεί καθόλου ή έχουν μόνο εν μέρει γνωστοποιηθεί στην επιτροπή TAXE, παρά το γεγονός ότι ορισμένα από αυτά έχουν ήδη χορηγηθεί σε μεμονωμένους πολίτες οι οποίοι τα ζήτησαν μέσω της διαδικασίας πρόσβασης σε έγγραφα, με αποτέλεσμα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να είναι λιγότερο ενημερωμένο σχετικά με τη θέση των κρατών μελών σε φορολογικά θέματα από ό,τι οι ευρωπαίοι πολίτες· εκφράζει, επιπλέον, τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει δημοσιοποιήσει ποσοστό μικρότερο από το 5 % του συνολικού αριθμού των εγγράφων που ζητήθηκαν, τα οποία εκτιμάται ότι ήταν περίπου 5 500· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν συνεργάζονται με την επιτροπή TAXE, εμποδίζοντάς την, με τον τρόπο αυτόν, να εκπληρώσει την εντολή της·

    88.

    δεδομένης της τρέχουσας έλλειψης εξουσιών κοινοβουλευτικής έρευνας, καλεί επειγόντως το Συμβούλιο και την Επιτροπή να συναινέσουν στην εκκρεμή πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις λεπτομερείς διατάξεις που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (43), προκειμένου να του εκχωρήσουν τις ουσιαστικές εξουσίες διεξαγωγής ερευνών που χρειάζεται για να ασκεί το δικαίωμα κοινοβουλευτικής εξέτασης των πραγμάτων·

    89.

    καλεί την Επιτροπή να εξετάσει κατά πόσο οι ανωτέρω παραβάσεις μπορούν ακόμη να παραπεμφθούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο·

    90.

    καλεί τα κράτη μέλη να τηρούν την αρχή της φορολόγησης των κερδών στον τόπο όπου δημιουργούνται·

    91.

    ζητεί από τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, που μοιράζονται την πολιτική ευθύνη για την τρέχουσα κατάσταση, να θέσουν τέρμα στον επιζήμιο φορολογικό ανταγωνισμό και να συνεργαστούν πλήρως προκειμένου να εξαλειφθούν οι αναντιστοιχίες –και να αποφύγουν τη δημιουργία περαιτέρω αναντιστοιχιών– μεταξύ των φορολογικών συστημάτων και των επιζήμιων φορολογικών μέτρων που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μαζική φοροαποφυγή από πολυεθνικές εταιρείες και διάβρωση της φορολογικής βάσης στην εσωτερική αγορά· καλεί, εν προκειμένω, τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τυχόν σχετικές αλλαγές στη νομοθεσία τους για τη φορολογία των εταιρειών που θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο στους πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές τους ή στα φορολογικά έσοδα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους· τονίζει ότι τα κράτη μέλη που διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη διευκόλυνση της φοροαποφυγής θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη και να ηγηθούν των προσπαθειών για τη βελτίωση της φορολογικής συνεργασίας στην ΕΕ·

    92.

    καλεί τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων να αναλάβουν νέες σαφείς πολιτικές δεσμεύσεις όσον αφορά την ανάληψη επείγουσας δράσης για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής, η οποία δεν μπορεί πλέον να γίνει ανεκτή, αν μη τι άλλο λόγω του αντικτύπου της στους εθνικούς προϋπολογισμούς, που ήδη υπόκεινται σε μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, και στη συμμετοχή των άλλων φορολογουμένων στη φορολογική επιβάρυνση, ιδίως των ΜΜΕ και των πολιτών· τονίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι προτίθεται να ανταποκριθεί πλήρως στο ρόλο του και να εφαρμόσει αποτελεσματικότερο πολιτικό έλεγχο, σε στενή συνεργασία με τα εθνικά κοινοβούλια·

    93.

    καλεί την Επιτροπή να ανταποκριθεί στο καθήκον που έχει ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, και να μεριμνά για την πλήρη τήρηση του ενωσιακού δικαίου και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών· καλεί την Επιτροπή να αναλάβει εν προκειμένω περαιτέρω νομικές ενέργειες σύμφωνα με τις εξουσίες που της ανατίθενται από τη Συνθήκη· καλεί, συνεπώς, την Επιτροπή να ενισχύσει την εσωτερική της ικανότητα, πιθανώς με τη δημιουργία ειδικού τμήματος φορολογικών θεμάτων στις υπηρεσίες της, τόσο για την αντιμετώπιση της αυξημένης ροής κοινοποιήσεων σχετικά με κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού, όσο και για να ανταποκριθεί στις ενισχυμένες αρμοδιότητές της σε σχέση με τον συντονισμό των νέων μέτρων φορολογικής διαφάνειας·

    94.

    καλεί τα κράτη μέλη να διαβιβάζουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να μπορεί να ανταποκρίνεται απρόσκοπτα στον ρόλο της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών·

    95.

    καλεί την Επιτροπή να προωθήσει ορθές πρακτικές σχετικά με τη μεταβιβαστική τιμολόγηση και την τιμολόγηση των δανείων, και με τα τέλη χρηματοδότησης στις ενδοομιλικές συναλλαγές, προκειμένου να τα ευθυγραμμίσει με τις επικρατούσες τιμές αγοράς·

    96.

    υπογραμμίζει το γεγονός ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν την πλήρη αρμοδιότητα για τον καθορισμό των εθνικών τους συντελεστών φορολογίας εταιρειών· επιμένει, ωστόσο, ότι ο καθορισμός της φορολογίας μέσα στην ΕΕ και έναντι τρίτων χωρών θα πρέπει να γίνεται σε ένα σαφές πλαίσιο κανόνων, ώστε να εξασφαλίζεται ο θεμιτός ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά· καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν πρωτίστως ένα περιβάλλον φιλικό προς τις επιχειρήσεις, χαρακτηριζόμενο, μεταξύ άλλων, από οικονομική, χρηματοπιστωτική και πολιτική σταθερότητα, ασφάλεια δικαίου και απλότητα των φορολογικών κανόνων· καλεί την Επιτροπή να εξετάζει διεξοδικότερα, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, τα θέματα φορολογίας των εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των επιζήμιων φορολογικών πρακτικών και του αντικτύπου τους, δεδομένου του καθοριστικού ρόλο τους για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, και να περιλάβει στη διαδικασία μακροοικονομικών ανισορροπιών σχετικούς δείκτες, συμπεριλαμβανομένων εκτιμήσεων του φορολογικού χάσματος που δημιουργείται λόγω της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής·

    97.

    καλεί τα κράτη μέλη, ιδίως εκείνα που λαμβάνουν οικονομική βοήθεια, να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να καταπολεμήσουν τη φορολογική απάτη και να επιβάλουν μέτρα κατά του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού·

    98.

    στο πλαίσιο αυτό, καλεί την Επιτροπή να επιτύχει κατάλληλη ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής και οικονομικής σύγκλισης, και την καλεί να μεριμνήσει ώστε οι σχετικές ενέργειες να υποστηρίζουν την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και την απασχόληση·

    99.

    θεωρεί ότι, μεταξύ άλλων, η πλήρης, διαφανής και ουσιαστική ανταλλαγή πληροφοριών και μια υποχρεωτική κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας εταιρειών αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την επίτευξη ενός φορολογικού συστήματος σε επίπεδο ΕΕ που τηρεί και προασπίζεται τις βασικές αρχές της εσωτερικής αγοράς·

    100.

    καλεί τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, δεδομένης της πολυπλοκότητας του θέματος, να εφαρμόσουν διάφορες δέσμες συμπληρωματικών ενεργειών για να βελτιωθεί η σημερινή κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να μειωθεί η πολυπλοκότητα για όλους τους ενδιαφερομένους και να ελαχιστοποιηθεί το κόστος συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις και τις φορολογικές διοικήσεις· τονίζει, επομένως, ότι η απλούστευση των φορολογικών συστημάτων θα πρέπει να είναι το πρώτο βήμα στην προσπάθεια για εξασφάλιση σαφήνειας όχι μόνο για τα κράτη μέλη αλλά και για τους πολίτες, οι οποίοι είναι σήμερα αποκλεισμένοι από την ανταλλαγή πληροφοριών·

    101.

    καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει περαιτέρω σε εμπειρική βάση τη δυνατότητα να περιοριστεί η έκπτωση των δικαιωμάτων που καταβάλλονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις από τις βασικές πληρωμές φόρου εισοδήματος εταιρειών, ως μέσο για την αποτροπή της ενδοομιλικής μεταφοράς κερδών·

    102.

    τονίζει το γεγονός ότι, παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις, μόνο τέσσερις πολυεθνικές εταιρείες (44) συμφώνησαν αρχικά να εμφανιστούν ενώπιον της επιτροπής για να συζητήσουν θέματα διεθνούς φορολογικού σχεδιασμού, από τις 17 συνολικά· θεωρεί ότι η αρχική άρνηση των 13 από αυτές –ορισμένες με υψηλή δημόσια προβολή– να συνεργαστούν με μια κοινοβουλευτική επιτροπή είναι απαράδεκτη και εξαιρετικά επιζήμια για την αξιοπρέπεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των πολιτών που αυτό εκπροσωπεί· σημειώνει, ωστόσο, ότι 11 πολυεθνικές εταιρείες (45) συμφώνησαν τελικά να εμφανιστούν ενώπιον της επιτροπής μόνο αφότου είχε ψηφιστεί η έκθεση στην επιτροπή TAXE και λίγο πριν από την ψηφοφορία στην ολομέλεια, ενώ δύο πολυεθνικές εταιρείες (46) επέμειναν στην άρνησή τους· συνιστά, επομένως, να εξετάσουν τα αρμόδια όργανά του την ανάκληση του δικαιώματος εισόδου αυτών των εταιρειών στους χώρους του Κοινοβουλίου, και να εξεταστούν σοβαρά η δημιουργία σαφούς πλαισίου και η αναβάθμιση των καθηκόντων που καθορίζονται στον κώδικα δεοντολογίας για τις οργανώσεις που περιλαμβάνονται στο μητρώο διαφάνειας (47), σε ό,τι αφορά τη συνεργασία με τις επιτροπές και τα άλλα πολιτικά όργανα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

    103.

    ζητεί τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με τον ρόλο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην υποβοήθηση επιζήμιων φορολογικών πρακτικών·

    Συνεργασία και συντονισμός στο θέμα των εκ των προτέρων φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling»

    104.

    εκφράζει την απογοήτευσή του για το περιεχόμενο της πολιτικής συμφωνίας της 6ης Οκτωβρίου 2015 στο πλαίσιο του Συμβουλίου, η οποία υπολείπεται της νομοθετικής πρότασης της Επιτροπής, του Μαρτίου του 2015, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας· τονίζει ότι η οδηγία αυτή προβλέπει, πέρα από ένα κοινό πλαίσιο για την καταχώριση και την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με αποφάσεις τύπου «tax ruling», διατάξεις που επιτρέπουν στην Επιτροπή να παρακολουθεί αποτελεσματικά την εφαρμογή της από τα κράτη μέλη και να διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά· τονίζει ότι η υιοθέτηση της θέσης του Συμβουλίου δεν θα επιτρέψει την αξιοποίηση όλων των πλεονεκτημάτων της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών για φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling», ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή της, και καλεί στο πλαίσιο αυτό το Συμβούλιο να δεχτεί την πρόταση της Επιτροπής και να λάβει δεόντως υπόψη τη σχετική γνώμη του Κοινοβουλίου, ειδικότερα όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (να καλύπτει όλες τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» κι όχι μόνο τις διασυνοριακές), την περίοδο αναδρομικής ισχύος (να ανταλλαγούν όλες οι φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» που βρίσκονται ακόμα σε ισχύ) και τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να έχει πρόσβαση στις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling»·

    105.

    καλεί τα κράτη μέλη να υποστηρίζουν, σε όλα τα διεθνή φόρουμ, την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών (ΑΑΠ) μεταξύ των φορολογικών διοικήσεων ως το νέο παγκόσμιο πρότυπο· καλεί, ειδικότερα, την Επιτροπή, τον ΟΟΣΑ και την G20 να την προωθήσουν με τα πλέον κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας διαδικασίας χωρίς αποκλεισμούς· επιμένει στη λήψη συγκεκριμένων μέτρων προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η ΑΑΠ θα αποκτήσει πραγματικά παγκόσμιο χαρακτήρα και θα είναι, επομένως, αποτελεσματική, και ότι παράλληλα θα τηρούνται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, με την υποστήριξη των προσπαθειών που καταβάλλουν οι αναπτυσσόμενες χώρες για να αναπτύξουν τις ικανότητές τους για πλήρη συμμετοχή στην ΑΑΠ· επισημαίνει ότι, στο εσωτερικό της ΕΕ, η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών θα μπορούσε να γίνεται μέσω ενός κεντρικού μητρώου σε επίπεδο ΕΕ, προσβάσιμου από την Επιτροπή και τις αρμόδιες εθνικές αρχές·

    106.

    καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν υπόψη ότι οποιαδήποτε φορολογική απόφαση τύπου «tax ruling» θα πρέπει, ιδίως όταν περιλαμβάνει μεταβιβαστική τιμολόγηση, να λαμβάνεται σε συνεργασία με όλες τις εμπλεκόμενες χώρες, ότι οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να ανταλλάσσονται αυτόματα, πλήρως και χωρίς καθυστέρηση, και ότι οι ενέργειες σε εθνικό επίπεδο για τη μείωση της φοροαποφυγής και της διάβρωσης της φορολογικής βάσης στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των ελέγχων, θα πρέπει να πραγματοποιούνται από κοινού, με κατάλληλη συνεκτίμηση της πείρας που αποκτήθηκε από το πρόγραμμα Fiscalis 2020· επαναλαμβάνει την άποψή του ότι τα βασικά στοιχεία όλων των αποφάσεων τύπου «tax ruling» που έχουν αντίκτυπο σε άλλα κράτη μέλη θα πρέπει όχι μόνο να ανταλλάσσονται μεταξύ των φορολογικών διοικήσεων και της Επιτροπής, αλλά και να παρουσιάζονται στις εκθέσεις ανά χώρα που υποβάλλουν οι πολυεθνικές εταιρείες·

    107.

    υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι αντίκτυπο σε άλλα κράτη μέλη μπορεί να έχουν όχι μόνο οι διασυνοριακές αλλά και οι εθνικές φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling», και ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, την επέκταση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών σε όλες τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» που έχουν εκδοθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό της κυβέρνησης ή της φορολογικής διοίκησης κράτους μέλους, ή εδαφικής ή διοικητικής υποδιαίρεσής του, και θα βρίσκονται ακόμα σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας· επιμένει σταθερά στον καθοριστικό ρόλο της συμμετοχής της Επιτροπής στη διαδικασία συλλογής και ανάλυσης δεδομένων σχετικά με φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling»·

    108.

    ζητεί, επιπλέον, τη θέσπιση πλαισίου για τον ουσιαστικό έλεγχο της εφαρμογής της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, τη συλλογή και δημοσίευση στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις ανταλλασσόμενες πληροφορίες, και, ειδικότερα, την κατάρτιση, από την Επιτροπή, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2016, ενός ασφαλούς κεντρικoύ καταλόγου για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των συμμετεχουσών φορολογικών αρχών· υπενθυμίζει ότι η καθιέρωση ενός συστήματος αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών για φορολογικές συμφωνίες τύπου «tax ruling» θα έχει ως αποτέλεσμα τη συλλογή τεράστιας ποσότητας πληροφοριών, που μπορεί να δυσχεράνει τον εντοπισμό των πραγματικά προβληματικών περιπτώσεων· τονίζει ότι η κατάσταση αυτή, επιπλέον της ύπαρξης 28 κρατών μελών με διαφορετικές γλώσσες και διοικητικές πρακτικές, επιβάλλει τον προβληματισμό εκ μέρους της Επιτροπής και των κρατών μελών σχετικά με έξυπνους τρόπους, μεταξύ άλλων με τη χρήση μέσων πληροφορικής, για τη διαχείριση της ποσότητας και της ποικιλομορφίας των συλλεγόμενων δεδομένων, προκειμένου η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στην Ένωση να μπορεί να είναι πραγματικά αποτελεσματική και χρήσιμη·

    109.

    καλεί την Επιτροπή να μελετήσει τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία, πιο μακροπρόθεσμα, ενός πανευρωπαϊκού συστήματος συμψηφισμού, μέσω του οποίου οι φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» θα ελέγχονται συστηματικά από την Επιτροπή, ώστε να αυξηθεί το επίπεδο βεβαιότητας, συνοχής, ομοιομορφίας και διαφάνειας του συστήματος, και να ελέγχεται αν οι αποφάσεις αυτές είναι επιζήμιες για άλλα κράτη μέλη·

    110.

    τονίζει ότι, προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια για τους πολίτες, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύει ετήσια έκθεση στην οποία να συνοψίζονται οι κυριότερες υποθέσεις που περιλαμβάνονται στον ασφαλή κεντρικό κατάλογο, και ότι, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις της οδηγίας για την αμοιβαία συνδρομή σχετικά με την τήρηση του απορρήτου·

    111.

    καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τη σκοπιμότητα της δημιουργίας ενός κοινού πλαισίου σε επίπεδο ΕΕ για φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling», το οποίο να περιλαμβάνει κοινά κριτήρια, και ειδικότερα:

    την απαίτηση καθορισμού τους με βάση μια ολοκληρωμένη ανάλυση δευτερογενών επιπτώσεων, η οποία να περιλαμβάνει τις επιπτώσεις των φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» στις φορολογικές βάσεις άλλων χωρών, με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών και κρατών,

    τη δημόσια κοινοποίησή τους, είτε πλήρως είτε σε απλουστευμένη μορφή, αλλά με πλήρη σεβασμό των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας,

    την υποχρέωση δημοσίευσης των κριτηρίων για τη χορήγηση, την άρνηση χορήγησης και την ανάκληση φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling»,

    την ίση μεταχείριση και τη διαθεσιμότητα για όλους τους φορολογούμενους,

    την απουσία διακριτικής ευχέρειας και την πλήρη συμμόρφωση προς τις σχετικές φορολογικές διατάξεις·

    112.

    ζητεί από την Επιτροπή να καθορίσει κοινές ενωσιακές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού του ΟΟΣΑ, με στόχο την εναρμόνιση των πρακτικών των κρατών μελών της ΕΕ όσον αφορά τον καθορισμό της μεταβιβαστικής τιμολόγησης κατά τρόπο ώστε, κατά την κατάρτιση συμφωνιών μεταβιβαστικής τιμολόγησης, οι εθνικές διοικήσεις να διαθέτουν τα εργαλεία για να συγκρίνουν παρόμοιες επιχειρήσεις και όχι μόνο παρόμοιες συναλλαγές·

    113.

    πιστεύει ότι για ένα δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα απαιτείται επαρκές επίπεδο διαφάνειας και εμπιστευτικότητας· είναι πεπεισμένο, κατά συνέπεια, ότι οι φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών και, κατά περίπτωση, της Επιτροπής θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες όσον αφορά τους τελικούς δικαιούχους κάθε νομικού οχήματος και/ή φορολογικής απόφασης τύπου «tax ruling»·

    114.

    καλεί την Επιτροπή να κάνει χρήση, μεταξύ άλλων, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η οποία περιλαμβάνει τα «φορολογικά εγκλήματα» στον ευρύ ορισμό της «εγκληματικής δραστηριότητας», προκειμένου να προσδιορίζει τους τελικούς δικαιούχους ορισμένων ειδικών νομικών οχημάτων·

    115.

    καλεί την Επιτροπή να θέσει σε εφαρμογή, εσωτερικά, κεντρικό δημόσιο μητρώο, προσβάσιμο στο κοινό, για όλες τις νόμιμες εξαιρέσεις, απαλλαγές, μειώσεις και πιστώσεις φόρων στον τομέα της φορολογίας των εταιρειών, μαζί με ποσοτική αξιολόγηση του δημοσιονομικού αντικτύπου για κάθε κράτος μέλος·

    Κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας των εταιρειών (ΚΕΒΦΕ)

    116.

    επικροτεί το σχέδιο δράσης που προτάθηκε από την Επιτροπή στις 17 Ιουνίου 2015, για την αντιμετώπιση της φοροαποφυγής και την προώθηση της δίκαιης και αποτελεσματικής φορολόγησης των εταιρειών στην ΕΕ· καλεί την Επιτροπή να επιταχύνει την υποβολή των νομοθετικών τροποποιήσεων για την άμεση καθιέρωση σε επίπεδο ΕΕ μιας υποχρεωτικής κοινής ενοποιημένης βάσης φορολογίας των εταιρειών (ΚΒΦΕ), η οποία δεν θα αντιμετωπίσει μόνο το ζήτημα των προτιμησιακών καθεστώτων και των αναντιστοιχιών μεταξύ των εθνικών φορολογικών συστημάτων, αλλά και τα περισσότερα από τα προβλήματα που οδήγησαν σε συρρίκνωση της φορολογικής βάσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ιδίως τα ζητήματα μεταβιβαστικής τιμολόγησης)· καλεί την Επιτροπή να επαναλάβει αμέσως τις εργασίες που είχαν αρχίσει το 2011 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την καθιέρωση της ΚΕΦΒΕ, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του Κοινοβουλίου και τις νέες παραμέτρους που προέκυψαν στο μεταξύ, και συμπεριλαμβάνοντας τα τελευταία συμπεράσματα των εργασιών του ΟΟΣΑ, ιδίως σε σχέση με τα πρότυπα που περιλαμβάνονται στο σχέδιο δράσης για τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μεταφορά κερδών (BEPS), προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποβολή ενός ενοποιημένου κειμένου μέσα στο 2016·

    117.

    καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει στις προτάσεις της ρυθμίσεις για την αποσαφήνιση του ορισμού των επενδύσεων Ε&Α και της μόνιμης εγκατάστασης σύμφωνα με την οικονομική ουσία, ώστε να καλυφθεί και η ψηφιακή οικονομία· επισημαίνει τη σημασία των επενδύσεων Ε&Α και την ανάγκη να διευκολύνουν και όχι να παρεμποδίζουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας, προσφέροντας στην αναδυόμενη οικονομία της ΕΕ στον συγκεκριμένο τομέα ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων παραγόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού· τονίζει ότι, σύμφωνα με τα υφιστάμενα στοιχεία, τα φορολογικά καθεστώτα που ευνοούν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, δεν συμβάλλουν στην τόνωση της καινοτομίας και μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντική διάβρωση της φορολογικής βάσης μέσω της μεταφοράς κερδών· τονίζει, ταυτόχρονα, ότι η κατάχρηση ή η εκμετάλλευση των συστημάτων αυτών πρέπει να ελαχιστοποιηθεί μέσω συντονισμένης δράσης των κρατών μελών και κοινών προτύπων και ορισμών σχετικά με το τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως προώθηση της Ε&Α και τι όχι· τονίζει ότι η λεγόμενη «τροποποιημένη προσέγγιση βάσει αιτιώδους συνδέσμου» για τις δέσμες ευρεσιτεχνίας, η οποία συνιστάται από την πρωτοβουλία BEPS, δεν αρκεί για να περιοριστούν επαρκώς τα προβλήματα που σχετίζονται με τις δέσμες ευρεσιτεχνίας·

    118.

    τονίζει ότι, προκειμένου να αποκατασταθεί η σχέση μεταξύ φορολογίας και οικονομικής ουσίας και να εξασφαλιστεί ότι οι φόροι θα καταβάλλονται στις χώρες όπου λαμβάνει χώρα η πραγματική οικονομική δραστηριότητα και η δημιουργία αξίας, καθώς και για να διορθωθούν οι υφιστάμενες αναντιστοιχίες, ο «τύπος επιμερισμού» θα πρέπει να επιτρέπει τη διάκριση μεταξύ των τομέων, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά τους, ιδίως όσον αφορά τις ψηφιακές επιχειρήσεις, δεδομένου ότι η ψηφιακή οικονομία δυσχεραίνει τις φορολογικές αρχές στον προσδιορισμό του τόπου δημιουργίας της αξίας· καλεί την Επιτροπή να λάβει προσεκτικά υπόψη τη θέση του Κοινοβουλίου για την ΚΕΦΒΕ και να υιοθετήσει έναν τύπο επιμερισμού που να αντικατοπτρίζει τις πραγματικές οικονομικές δραστηριότητες των εταιρειών· καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει το έργο της σχετικά με συγκεκριμένες επιλογές για τη διαμόρφωση αυτής της κλείδας κατανομής, προκειμένου ιδίως να προβλέπεται, για κάθε τομέα, ο αντίκτυπος στα έσοδα κάθε κράτους μέλους, ανάλογα με τη δομή της οικονομίας του· τονίζει, επιπλέον, ότι η ΚΕΒΦΕ είναι ένα χρήσιμο μέσο για την καταπολέμηση της BEPS και τη δημιουργία ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιηθεί ή όχι ένα μέρος των φορολογικών εσόδων ως νέος ίδιος πόρος για τον προϋπολογισμό της ΕΕ·

    119.

    υποστηρίζει σθεναρά τη δημιουργία μιας πλήρους, υποχρεωτικής ΚΕΒΦΕ το συντομότερο δυνατόν· αναγνωρίζει ότι η προσέγγιση της Επιτροπής να προτείνει μια απλή ΚΒΦΕ (χωρίς ενοποίηση) συνιστά ένα πρώτο βήμα στο σχέδιο δράσης της του Ιουνίου του 2015, αλλά επισημαίνει ότι αυτό θα αφήνει ανοικτά πολλά θέματα, ιδίως για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ενιαία αγορά, δεδομένου ότι μια ΚΒΦΕ δεν προβλέπει αντιστάθμιση των ζημιών μέσω ενοποίησης, ούτε αντιμετωπίζει τη γραφειοκρατία και την αβεβαιότητα που συνδέονται με τη μεταβιβαστική τιμολόγηση, η οποία αποτελεί επίσης ένα από τα κύρια μέσα φοροαποφυγής που χρησιμοποιούν οι πολυεθνικές εταιρείες, ούτε θέτει ουσιαστικά τέλος στη μετατόπιση της φορολογικής βάσης στο εσωτερικό της Ένωσης· καλεί, συνεπώς, την Επιτροπή να θέσει σαφή και σύντομη προθεσμία για την ενσωμάτωση του στοιχείου «ενοποίηση» στην πρωτοβουλία για την ΚΕΒΦΕ· ζητεί από την Επιτροπή να μην προβεί σε συμπληρωματική εκτίμηση του αντίκτυπου του συγκεκριμένου μέτρου, το οποίο βρίσκεται στην ατζέντα της ΕΕ εδώ και δεκαετίες, έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένων προπαρασκευαστικών εργασιών, εκκρεμεί δε ακόμα στο Συμβούλιο από το 2011 που υποβλήθηκε επίσημα·

    120.

    ζητεί από την Επιτροπή, εν αναμονή της θέσπισης πλήρους ΚΕΒΦΕ και της πλήρους εφαρμογής της σε επίπεδο ΕΕ, να λάβει άμεσα μέτρα προκειμένου να εξασφαλιστεί αποτελεσματική φορολόγηση, να περιορίσει τη μετατόπιση κερδών (κυρίως μέσω μεταβιβαστικής τιμολόγησης), να προετοιμάσει, εν αναμονή της ενοποίησης, ένα προσωρινό καθεστώς διασυνοριακής αντιστάθμισης κερδών και ζημιών, το οποίο θα πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα και να προσφέρει επαρκείς εγγυήσεις ότι δεν θα υπάρχει πλέον δυνατότητα για επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό, και να περιλάβει κατάλληλους και αποτελεσματικούς αντικαταχρηστικούς κανόνες σε όλες τις σχετικές οδηγίες· καλεί την Επιτροπή να ελέγξει τις υφιστάμενες οδηγίες και τα σχέδια οδηγιών στον τομέα του φορολογικού και εταιρικού δικαίου, ως προς την καταλληλότητά τους για την επιβολή αποτελεσματικής φορολογίας· καλεί το Συμβούλιο να προετοιμαστεί για την ταχεία έγκριση των διατάξεων αυτών· τονίζει ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ένας από τους στόχους του, δηλαδή η μείωση της γραφειοκρατίας, η καθιέρωση μιας κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης θα πρέπει να συνοδεύεται από την εφαρμογή κοινών κανόνων λογιστικής και από κατάλληλη εναρμόνιση των διοικητικών πρακτικών σε φορολογικά θέματα·

    121.

    καλεί την Επιτροπή να θεσπίσει σαφή νομοθεσία για τον ορισμό της οικονομικής ουσίας, της δημιουργίας αξίας και της μόνιμης εγκατάστασης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί, ιδίως, το ζήτημα των εταιρειών «γραμματοκιβωτίων», και να αναπτύξει κριτήρια και νομοθετικά μέτρα σε επίπεδο ΕΕ για τη μεταχείριση της Ε&Α, συμβατά μεταξύ άλλων με το σχετικό έργο του ΟΟΣΑ, δεδομένου ότι αυτή τη στιγμή τα κράτη μέλη μεταρρυθμίζουν αντίστοιχα τη στρατηγική τους, συχνά σωρευτικά με τις επιδοτήσεις· τονίζει ότι η νομοθεσία αυτή θα πρέπει να ορίζει σαφώς ότι πρέπει να υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ των προτιμησιακών καθεστώτων που εκχωρούνται από τη φορολογική διοίκηση, και των σχετικών δραστηριοτήτων Ε&Α· καλεί την Επιτροπή να αναθεωρήσει την νομοθεσία της ΕΕ σχετικά με τις ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρείες και την εφαρμογή της, όπως επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ στην υπόθεση Cadbury Schweppes (C-196/04), προκειμένου να εξασφαλίζεται η πλήρης χρήση των ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών πέρα από αμιγώς επίπλαστες καταστάσεις, έτσι ώστε να αποφεύγονται περιπτώσεις διπλής φοροαπαλλαγής· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για την εναρμόνιση των κανόνων περί ελεγχόμενων αλλοδαπών εταιρειών στην ΕΕ·

    122.

    καλεί επίσης την Επιτροπή, ελλείψει γενικώς αποδεκτού ορισμού, να διεξαγάγει περαιτέρω αναλύσεις και μελέτες για τον καθορισμό του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού και των επιζήμιων φορολογικών πρακτικών, ιδίως δε των καταχρήσεων των συμβάσεων διπλής φορολόγησης και των ασυμφωνιών στις ρυθμίσεις για τα υβριδικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχουν για την κοινωνία, να εξασφαλίσει την παρακολούθησή τους, και να προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον αντίκτυπο της φοροαποφυγής στην ΕΕ και στις αναπτυσσόμενες χώρες· καλεί την Επιτροπή να ορίσει επίσης μια μεθοδολογία για τη μέτρηση του φορολογικού χάσματος που προκύπτει από τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή –όπως ανήγγειλε στην πρότασή της του Μαρτίου του 2015– και να εξασφαλίσει την τακτική διεξαγωγή της μέτρησης αυτής προκειμένου να παρακολουθείται η πρόοδος και να σχεδιάζονται κατάλληλες πολιτικές αποκρίσεις· καλεί την Επιτροπή να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να προσδιορίσει το ακριβές καθεστώς όλων των «εξαρτημένων δικαιοδοσιών» των κρατών μελών και ποια επιρροή θα μπορούσε να ασκηθεί για να αλλάξουν τις πρακτικές τους προκειμένου να αποφευχθεί η διάβρωση της φορολογικής βάσης στην ΕΕ·

    123.

    υπενθυμίζει ότι, πέρα από την απάτη στη φορολόγηση των εταιρειών, εκτεταμένη είναι και η απάτη στον τομέα του ΦΠΑ για διασυνοριακές πράξεις, ενός φόρου θεμελιώδους σημασίας για όλα τα εθνικά δημόσια ταμεία· καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει μέτρα για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης του συντονισμού των εθνικών φορολογικών υπηρεσιών στον συγκεκριμένο τομέα·

    Κώδικας δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων

    124.

    ζητεί την επείγουσα μεταρρύθμιση του κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων και της ομάδας που είναι υπεύθυνη για την επιβολή του, δεδομένου ότι από την ως τώρα πείρα φαίνεται να είναι αμφιβόλου αξίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα πραγματικά εμπόδια που δεν επιτρέπουν την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επιζήμιων φορολογικών πρακτικών και να διευκολυνθούν ο συντονισμός και η συνεργασία σε θέματα φορολογικής πολιτικής·

    125.

    καλεί τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν, σε πνεύμα καλής συνεργασίας, τις προτάσεις που περιλαμβάνονται στο σχέδιο δράσης της Επιτροπής της 17ης Ιουνίου 2015, για δίκαιη και αποτελεσματική φορολόγηση των εταιρειών στην ΕΕ· πιστεύει ότι η νομιμοποίηση της Ομάδας θα ωφεληθεί από την αύξηση της διαφάνειας και της λογοδοσίας· υποστηρίζει, συνεπώς, ότι η εντολή και η διακυβέρνηση της Ομάδας πρέπει να αναμορφωθούν, μεταξύ άλλων με τον διορισμό μόνιμου προέδρου, πολιτικά υπόλογου, και με τη βελτίωση των μεθόδων εργασίας της, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως ενός μηχανισμού επιβολής, της τακτικής συμμετοχής στην Ομάδα υπουργών Οικονομικών ή ανώτερων υπαλλήλων προκειμένου να ενισχυθεί το κύρος της, και της βελτίωσης της ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο της Ομάδας, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ζητημάτων της BEPS· ζητεί επίσης την επικαιροποίηση και τη διεύρυνση των κριτηρίων που καθορίζονται στον κώδικα, ώστε να καλυφθούν οι νέες μορφές επιζήμιων φορολογικών πρακτικών, μεταξύ άλλων σε τρίτες χώρες· καλεί τον πρόεδρο της Ομάδας και το Συμβούλιο να υποβάλλουν τακτικά εκθέσεις για τις δραστηριότητες της Ομάδας στην αρμόδια επιτροπή του και να ανταλλάσσουν απόψεις με αυτήν, ιδίως σε ό, τι αφορά την παρουσίαση των εξαμηνιαίων εκθέσεων προς το ECOFIN·

    126.

    γενικότερα, καλεί το Συμβούλιο να υποστηρίξει την προώθηση ουσιαστικού δημοκρατικού ελέγχου για διασυνοριακά φορολογικά θέματα σε επίπεδο ΕΕ, στα πρότυπα όσων εφαρμόζονται ήδη σε άλλους τομείς στους οποίους έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα τα κράτη μέλη ή άλλοι ανεξάρτητοι οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το εποπτικό συμβούλιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού· καλεί το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη να εξετάσουν τη δυνατότητα σύστασης μιας ομάδας υψηλού επιπέδου για τη φορολογική πολιτική, όπως προτάθηκε και από τον Πρόεδρο της Επιτροπής· τονίζει ότι αυτή η «επιτροπή φορολογικών θεμάτων» θα λογοδοτεί στο Κοινοβούλιο, θα απαρτίζεται από μέλη από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, στα πρότυπα της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, καθώς και από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα ασκεί γενικότερη εποπτεία της νομοθετικής και της μη νομοθετικής φορολογικής πολιτικής, και θα αναφέρεται στο ECOFIN· ζητεί να εκχωρηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαίωμα πρωτοβουλίας για να καταγγέλλει στην Ομάδα «Κώδικας δεοντολογίας» κάθε εθνικό μέτρο που κρίνει ότι πληροί τα κριτήρια επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού που περιλαμβάνονται στον κώδικα δεοντολογίας·

    127.

    ζητεί από την Επιτροπή να προβεί σε δεύτερη επικαιροποίηση της έκθεσης της Simmons&Simmons, του 1999, σχετικά με τις διοικητικές πρακτικές, που αναφέρεται στην παράγραφο 26 της έκθεσης της Ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας», του 1999, και της έκθεσης Primarolo (SN 4901/99)·

    128.

    καλεί το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της τήρησης των Συνθηκών και του σεβασμού της αρμοδιότητας των κρατών μελών για θέματα άμεσης φορολογίας, να βελτιώσουν τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την παρακολούθηση των εργασιών της Ομάδας, και καλεί την Επιτροπή να δρομολογήσει τη θέσπιση νομοθετικού πλαισίου, σύμφωνα με την κοινοτική μέθοδο· θεωρεί σημαντικό, να παρέχονται και στο ευρύτερο κοινό περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το έργο της Ομάδας·

    129.

    καλεί την Επιτροπή να εφαρμόσει πλήρως τις συστάσεις του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή όσον αφορά τη σύνθεση των ομάδων εμπειρογνωμόνων και να υιοθετήσει έναν χάρτη πορείας με στόχο να εξασφαλιστεί ή ισόρροπη στελέχωση των ομάδων εμπειρογνωμόνων· επιμένει ότι, στο πλαίσιο του στόχου αυτού, θα πρέπει να ξεκινήσει αμέσως η μεταρρύθμιση της υφιστάμενης δομής και σύνθεσης των ομάδων· τονίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν θα οδηγήσουν σε έλλειψη διαθέσιμης τεχνικής πραγματογνωσίας στη νομοθετική διαδικασία, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να προταθούν κατόπιν δημόσιων διαβουλεύσεων ή δημόσιων ακροάσεων εμπειρογνωμόνων, ανοικτών στους εκπροσώπους όλων των συμφερόντων· καλεί την Επιτροπή να εγκρίνει έναν σαφή ορισμό της σύγκρουσης συμφερόντων καθώς και ισχυρές πολιτικές για την αποφυγή της συμμετοχής ως ενεργών μελών σε ομάδες εμπειρογνωμόνων ή συμβουλευτικούς φορείς, παραγόντων που ενδέχεται να βρίσκονται σε σύγκρουση συμφερόντων και εκπροσώπων οργανισμών που έχουν καταδικαστεί για φοροδιαφυγή ή οποιοδήποτε άλλο ποινικό αδίκημα·

    Κρατικές ενισχύσεις

    130.

    χαιρετίζει και υποστηρίζει ένθερμα τον καθοριστικό ρόλο της Επιτροπής ως αρμόδιας αρχής ανταγωνισμού στο πλαίσιο των διεξαγόμενων ερευνών για υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων σε σχέση με φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling»· θεωρεί ανάρμοστη την επαναλαμβανόμενη πρακτική του απορρήτου, την οποία ακολουθούν διάφορα κράτη μέλη, στην περίπτωση έργων που έχουν λάβει κρατικές ενισχύσεις· καλεί την Επιτροπή να κάνει πλήρη χρήση των εξουσιών της δυνάμει των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ, για την αντιμετώπιση των επιζήμιων φορολογικών πρακτικών, και να επιβάλλει κυρώσεις στα κράτη μέλη και τις εταιρείες που διαπιστώνεται ότι ενέχονται σε τέτοιες πρακτικές· τονίζει την ανάγκη να διατεθούν στην Επιτροπή περισσότεροι πόροι –τόσο οικονομικοί όσο και ανθρώπινοι– για να ενισχυθεί η ικανότητά της να αναλαμβάνει όλες τις αναγκαίες έρευνες για κρατικές ενισχύσεις φορολογικού χαρακτήρα· τονίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφώνονται πλήρως με τις έρευνες και τις αιτήσεις παροχής πληροφοριών από την Επιτροπή·

    131.

    καλεί την Επιτροπή να υιοθετήσει νέες κατευθυντήριες γραμμές, το αργότερο έως το 2017, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της για τον εκσυγχρονισμό των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις (SAM), στις οποίες να αποσαφηνίζονται οι έννοιες των κρατικών ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα και της «ορθής» μεταβιβαστικής τιμολόγησης, προκειμένου να αρθεί η ανασφάλεια δικαίου τόσο για τους συμμορφούμενους φορολογούμενους όσο και για τις φορολογικές διοικήσεις, και να δημιουργηθεί ένα αντίστοιχο πλαίσιο για τις φορολογικές πρακτικές των κρατών μελών χωρίς να αποθαρρύνεται η θεμιτή χρήση φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling»· αμφισβητεί τη χρησιμότητα της σύμβασης διαιτησίας, η οποία είναι ανεπαρκής για τη ρύθμιση των διαφορών, ιδίως σε σχέση με θέματα μεταβιβαστικής τιμολόγησης· θεωρεί ότι το συγκεκριμένο μέσο πρέπει να αναμορφωθεί και να καταστεί αποτελεσματικότερο, ή να αντικατασταθεί από έναν ενωσιακό μηχανισμό επίλυσης διαφορών με αποτελεσματικότερες διαδικασίες αμοιβαίας συμφωνίας·

    132.

    καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει και να επεκτείνει τις έρευνές της σε άλλες πολυεθνικές εταιρείες που ενέχονται στο σκάνδαλο LuxLeaks, καθώς και για μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος, όπως η μεταβιβαστική τιμολόγηση·

    133.

    καλεί την Επιτροπή, σύμφωνα με την ευρύτερη ευθύνη που ανατίθεται στα κράτη μέλη με τους SAM, να εξετάσει το ενδεχόμενο δημιουργίας δικτύου εθνικών φορολογικών διοικήσεων για την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και τη συνεπέστερη συμβολή στην πρόληψη της καθιέρωσης φορολογικών μέτρων που ενδεχομένως συνιστούν παράνομη κρατική ενίσχυση· καλεί την Επιτροπή να ενισχύσει τις στρατηγικές συνέργειες μεταξύ των δραστηριοτήτων της (αναμορφωμένης) Ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας» και της επιβολής, από την Επιτροπή, των κανόνων ανταγωνισμού στον τομέα των ενισχύσεων φορολογικού χαρακτήρα·

    134.

    επισημαίνει ότι στόχος των κανόνων που εφαρμόζονται σήμερα για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων είναι η αντιμετώπιση αντιανταγωνιστικών πρακτικών με την αφαίρεση αδικαιολόγητων πλεονεκτημάτων που είχαν εκχωρηθεί σε εταιρείες· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει τη δυνατότητα τροποποίησης των ισχυόντων κανόνων, προκειμένου να επιτρέπεται, τα ποσά που ανακτώνται σε συνέχεια παραβιάσεων των κανόνων της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων να επιστρέφονται στα κράτη μέλη που έχουν υποστεί διάβρωση της φορολογικής τους βάσης και όχι στο κράτος μέλος που χορήγησε την παράνομη κρατική ενίσχυση φορολογικού χαρακτήρα, όπως συμβαίνει σήμερα, ή να διατίθενται στον προϋπολογισμό της ΕΕ· καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει τους υφιστάμενους κανόνες, για να εξασφαλίσει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων κατά των οικείων χωρών και εταιρειών σε περίπτωση παράβασης των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων·

    Διαφάνεια

    135.

    θεωρεί ότι η Ένωση έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει υποδειγματικά και να αναλάβει ηγετική θέση σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά τη φορολογική διαφάνεια·

    136.

    υπογραμμίζει τη ζωτική σημασία της διαφάνειας για την αύξηση της δημόσιας λογοδοσίας των πολυεθνικών εταιρειών και την υποστήριξη των φορολογικών διοικήσεων στις έρευνές τους· τονίζει ότι μπορεί να έχει ισχυρό αποτρεπτικό αποτέλεσμα και να μεταβάλλει συμπεριφορές, τόσο μέσω του κινδύνου φήμης για τις μη συμμορφούμενες επιχειρήσεις όσο και με την παροχή πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες μπορούν στη συνέχεια να λαμβάνουν κατάλληλα διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλουν κυρώσεις· υπογραμμίζει ότι η ανάγκη για διαφάνεια θα πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με την ανάγκη για προστασία των ευαίσθητων εμπορικών συμφερόντων και τήρηση των κανόνων προστασίας των δεδομένων·

    137.

    θεωρεί ότι η αυξημένη διαφάνεια στις δραστηριότητες των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της δυνατότητας των φορολογικών διοικήσεων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την BEPS· επαναλαμβάνει εν προκειμένω τη θέση του ότι οι πολυεθνικές εταιρείες σε όλους τους κλάδους θα πρέπει να δημοσιοποιούν με σαφή και κατανοητό τρόπο στις οικονομικές καταστάσεις τους, ανά κράτος μέλος και τρίτη χώρα όπου διαθέτουν υποκαταστήματα, ένα φάσμα συγκεντρωτικών πληροφοριών, μεταξύ άλλων τα αποτελέσματα προ φόρων, τους φόρους επί των αποτελεσμάτων, τον αριθμό των εργαζομένων, τα στοιχεία ενεργητικού που κατέχουν, και βασικές πληροφορίες σχετικά με τις αποφάσεις τύπου «tax ruling» (υποβολή εκθέσεων ανά χώρα)· υπογραμμίζει ότι είναι σημαντικό να καθίστανται οι πληροφορίες αυτές διαθέσιμες στο κοινό, ενδεχομένως μέσω ενός κεντρικού μητρώου της ΕΕ· τονίζει, επιπλέον, ότι οι ΜΜΕ και οι εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης που δεν είναι πολυεθνικές εταιρείες θα πρέπει να εξαιρούνται από την εν λόγω υποχρέωση· καλεί το Συμβούλιο να υιοθετήσει, έως το τέλος του 2015, τη θέση του Κοινοβουλίου όπως ψηφίστηκε στο πλαίσιο της οδηγίας για τα δικαιώματα των μετόχων τον Ιούλιο του 2015· τονίζει ότι οι απαιτήσεις διαφάνειας πρέπει να σχεδιάζονται και να υλοποιούνται κατά τρόπο ώστε να μην θέτουν τις επιχειρήσεις της ΕΕ σε μειονεκτική ανταγωνιστική θέση·

    138.

    ζητεί επίσης από τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ένα σύστημα υποβολής εκτενέστερων εκθέσεων ανά χώρα, που να είναι διαθέσιμο στις φορολογικές αρχές, με βάση πρότυπο του ΟΟΣΑ, το οποίο να καλύπτει επίσης λεπτομερέστερες πληροφορίες, όπως επιστροφές φόρου και ενδοομιλικές συναλλαγές· τονίζει ότι η παροχή φορολογικών στοιχείων από τις επιχειρήσεις σε άλλες φορολογικές διοικήσεις πρέπει να συνοδεύεται από βελτίωση του πλαισίου για την επίλυση διαφορών, προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα δικαιώματα κάθε συμβαλλόμενου μέρους και να αποφεύγονται τυχόν αρνητικές παρενέργειες· τονίζει ότι στην περίπτωση των φορολογικών διοικήσεων τρίτων χωρών, οι πληροφορίες θα πρέπει να διαβιβάζονται μόνον στις αρχές χωρών που διαθέτουν ρυθμίσεις ισοδύναμες με εκείνες που προβλέπει η σύμβαση περί διαδικασίας διαιτησίας της ΕΕ· ζητεί επίσης την ανάπτυξη εναρμονισμένων λογιστικών προτύπων που θα επιτρέπουν, ειδικότερα, λεπτομερέστερη δημοσιοποίηση στοιχείων για τα δικαιώματα εκμετάλλευσης·

    139.

    ζητεί από την Επιτροπή να υποστηρίξει τη θέση αυτή, σύμφωνα με τις προηγούμενες αξιολογήσεις και θέσεις της, και να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την επέκταση της εφαρμογής της σε όλες τις πολυεθνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά, καλεί δε τον ΟΟΣΑ να υποστηρίξει την επέκτασή της σε παγκόσμιο επίπεδο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι θα ισχύουν παρόμοιες υποχρεώσεις για όλες τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε διασυνοριακές δραστηριότητες· υπογραμμίζει το γεγονός ότι η δράση που αποσκοπεί στη βελτίωση της διαφάνειας, αν και αναγκαία, δεν αποτελεί επαρκές μέσο για την αντιμετώπιση του ζητήματος σε βάθος, και ότι τα εθνικά, ενωσιακά και διεθνή φορολογικά συστήματα χρειάζονται επίσης σημαντική μεταρρύθμιση·

    140.

    τονίζει ότι η τρέχουσα αδιαφάνεια στο διεθνές φορολογικό σύστημα επιτρέπει στις πολυεθνικές εταιρείες να αποφεύγουν τους φόρους, να παρακάμπτουν την εθνική φορολογική νομοθεσία και να μεταφέρουν τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν την πλήρη πρόσβαση των αρμόδιων αρχών στα κεντρικά μητρώα πραγματικών δικαιούχων τόσο για εταιρείες και όσο και για καταπιστεύματα, σύμφωνα με την τέταρτη οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· καλεί τα κράτη μέλη να μεταφέρουν σύντομα την τέταρτη οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, εξασφαλίζοντας ευρεία και απλουστευμένη πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται στα κεντρικά μητρώα πραγματικών δικαιούχων· επαναλαμβάνει τη θέση του ότι τα μητρώα αυτά θα πρέπει να είναι δημόσια·

    141.

    αναγνωρίζει το έργο που έχει αναληφθεί από την Επιτροπή, για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού αριθμού φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ)· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση για έναν ευρωπαϊκό αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) με βάση το σχέδιο για την καθιέρωση ευρωπαϊκού ΑΦΜ που περιλαμβάνεται στο σχέδιο δράσης της Επιτροπής για την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής, του 2012 (δράση 22)· υπενθυμίζει ότι οι ΑΦΜ θεωρείται ότι αποτελούν το καταλληλότερο μέσο ταυτοποίησης των φορολογουμένων και ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, την επιτάχυνση του συγκεκριμένου σχεδίου· καλεί, εν προκειμένω, την Επιτροπή, να δραστηριοποιηθεί για τη δημιουργία ενός παρόμοιου αριθμού ταυτοποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως ο παγκόσμιος ταυτοποιητής νομικής οντότητας (LEI) της Επιτροπής Ρυθμιστικής Εποπτείας·

    142.

    τονίζει, ακόμη, ότι η διαφάνεια είναι επίσης σημαντική στις διεξαγόμενες έρευνες για κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling»·

    143.

    καλεί την Επιτροπή να εξετάσει δυνατότητες να εφαρμοστούν στο εσωτερικό της ΕΕ διατάξεις παρόμοιες με εκείνες που προβλέπονται στον κανόνα του κρατικού οργανισμού λογιστικών προτύπων των ΗΠΑ (GASB) (48), που επιβάλλουν στις γενικές και τις τοπικές κυβερνήσεις να αναφέρουν πόσα έσοδα χάνουν από φορολογικές ελαφρύνσεις που παραχωρούνται σε εταιρείες για λόγους οικονομικής ανάπτυξης·

    Προστασία των καταγγελτών

    144.

    καλεί την Επιτροπή να προτείνει, το αργότερο έως τα τέλη Ιουνίου 2016, νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ για την αποτελεσματική προστασία των καταγγελτών και τα σχετικά μέτρα· τονίζει ότι δεν είναι αποδεκτό, οι πολίτες ή οι δημοσιογράφοι να κινδυνεύουν να υποστούν νομική δίωξη αντί να προστατεύονται νομικά όταν, ενεργώντας προς το δημόσιο συμφέρον, αποκαλύπτουν πληροφορίες ή κάνουν καταγγελίες για υποψίες παράτυπης συμπεριφοράς, παραπτωμάτων, απάτης ή παράνομης δραστηριότητας, ιδίως σε υποθέσεις φοροαποφυγής, φοροδιαφυγής και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή οποιασδήποτε άλλης συμπεριφοράς που παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ, όπως την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας·

    145.

    καλεί την Επιτροπή να εξετάσει μια σειρά από εργαλεία για την εξασφάλιση της εν λόγω προστασίας έναντι αδικαιολόγητων νομικών διώξεων, οικονομικών κυρώσεων ή διακρίσεων, με παράλληλη εξασφάλιση της προστασίας της εμπιστευτικότητας και του εμπορικού απορρήτου· εφιστά την προσοχή, στο πλαίσιο αυτό, στο παράδειγμα του νόμου Dodd-Frank των ΗΠΑ, που και ανταμείβει τους καταγγέλλοντες για την παροχή νέων στοιχείων στις αρχές και τους προστατεύει από ποινικές διώξεις και απόλυση, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η ανταμοιβή αυτή δεν θα πρέπει να αποτελεί κίνητρο για τη δημοσίευση ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών· προτείνει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ευρωπαϊκού οργανισμού, αρμόδιου για τη συλλογή των πληροφοριών αυτών και τη διεξαγωγή ερευνών, καθώς και ενός πανευρωπαϊκού κοινού ταμείου για τους καταγγέλτες, προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή κατάλληλης οικονομικής στήριξης στους καταγγέλτες, που θα χρηματοδοτούνται από ένα τέλος ανάλογο προς τα ανακτώμενα ποσά ή τα επιβαλλόμενα πρόστιμα· θεωρεί ότι θα πρέπει επίσης να παρέχεται προστασία στους καταγγέλτες στις περιπτώσεις που ενημερώνουν το κοινό όταν δεν υπάρχει αντίδραση εκ μέρους των αρχών σε εθνικό ή σε ενωσιακό επίπεδο μέσα σε ένα μήνα από τη σχετική καταγγελία προς αυτές·

    Εταιρική κοινωνική ευθύνη

    146.

    πιστεύει ότι η εφαρμογή υπεύθυνης φορολογικής στρατηγικής πρέπει να θεωρείται πυλώνας της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ), ιδιαίτερα σύμφωνα με τον επικαιροποιημένο ορισμό της ΕΚΕ ως «ευθύνης των επιχειρήσεων για τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία» (49)· εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις δεν το περιλαμβάνουν στην έκθεσή τους περί ΕΚΕ· υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός είναι ασύμβατος με την ΕΚΕ· καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συμπεριλάβει το στοιχείο αυτό και να ορίσει κατάλληλα το περιεχόμενό του σε μια επικαιροποιημένη στρατηγική της ΕΕ για την εταιρική κοινωνική ευθύνη·

    Η διάσταση των τρίτων χωρών

    ΟΟΣΑ

    147.

    υποστηρίζει το σχέδιο δράσης του ΟΟΣΑ για την BEPS, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι είναι το αποτέλεσμα συμβιβασμού που δεν αρκεί για την αντιμετώπιση της κλίμακας του προβλήματος της φοροαποφυγής και ότι οι προτάσεις αυτές θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για περαιτέρω δράση σε επίπεδο ΕΕ και σε παγκόσμιο επίπεδο· καλεί τον ΟΟΣΑ, τα κράτη μέλη του και όλες τις άλλες ενδιαφερόμενες χώρες να δημιουργήσουν ένα ισχυρό εργαλείο παρακολούθησης για την αξιολόγηση της προόδου όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, τη συγκέντρωση στοιχείων για την αποτελεσματικότητά τους και την ενδεχόμενη λήψη διορθωτικών μέτρων·

    148.

    συνιστά την ενίσχυση των θεσμικών δεσμών και της συνεργασίας μεταξύ του ΟΟΣΑ και της Επιτροπής, προκειμένου να συνεχίσει να εξασφαλίζει τη συμβατότητα των δύο διαδικασιών και την αποφυγή διπλών προτύπων· καλεί τα κράτη μέλη να μεταφέρουν άμεσα στο εθνικό τους δίκαιο το σύνολο της νομοθεσίας της ΕΕ που βασίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ, ώστε να καταστεί η ΕΕ πρωτοπόρος όσον αφορά την εφαρμογή των συστάσεων του ΟΟΣΑ· τονίζει, ωστόσο, ότι η προσέγγιση του ΟΟΣΑ εξακολουθεί να βασίζεται σε μη δεσμευτική νομοθεσία, και ότι η εφαρμογή της πρέπει να συμπληρωθεί με ένα κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ για την αντιμετώπιση των αναγκών της ενιαίας αγοράς, π.χ. με τη μορφή οδηγίας για την καταπολέμηση της BEPS, που να υπερβαίνει τα όρια της πρωτοβουλίας του ΟΟΣΑ για την BEPS, σε τομείς που δεν καλύπτονται επαρκώς·

    Φορολογικοί παράδεισοι

    149.

    ζητεί μια κοινή προσέγγιση της ΕΕ στο θέμα των φορολογικών παραδείσων· καλεί, ειδικότερα, την Επιτροπή να συνεχίσει τις εργασίες της για την ανάπτυξη και την υιοθέτηση ενός σαφούς ορισμού και μιας κοινής δέσμης κριτηρίων προσδιορισμού των φορολογικών παραδείσων, ανεξάρτητα από το πού βρίσκονται, και κατάλληλων κυρώσεων για τις χώρες που συνεργάζονται με αυτούς, στη βάση της σύστασης του Δεκεμβρίου του 2012 σχετικά με μέτρα για την ενθάρρυνση τρίτων χωρών να εφαρμόζουν ελάχιστα πρότυπα χρηστής διακυβέρνησης στον φορολογικό τομέα (δηλ. πέρα από την ανταλλαγή πληροφοριών και τη διαφάνεια, με τη συμπερίληψη του θεμιτού φορολογικού ανταγωνισμού και της ουσιαστικής φορολόγησης), και για τις επιχειρήσεις που τους χρησιμοποιούν για λόγους επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού, καθώς και για τον ορισμό κατάλληλων κοινών μέτρων για τις συγκεκριμένες δικαιοδοσίες· παραπέμπει στο προαναφερθέν ψήφισμά του της 21ης Μαΐου 2013 σχετικά με την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, της φοροδιαφυγής και των φορολογικών παραδείσων, για έναν μη εξαντλητικό κατάλογο ενδεχόμενων τέτοιων μέτρων (50)· επαναλαμβάνει ότι πραγματικά ευρωπαϊκοί κατάλογοι με τακτική ενημέρωση και βασισμένοι σε ένα ευρύ φάσμα διαφανών, αξιόπιστων, αντικειμενικά επαληθεύσιμων και κοινά αποδεκτών δεικτών θα αποτελούσαν αποτελεσματικότερο μέσο για την προώθηση της χρηστής φορολογικής διακυβέρνησης και της αλλαγής φορολογικής συμπεριφοράς έναντι και εντός των δικαιοδοσιών αυτών·

    150.

    καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει στην ευρωπαϊκή μαύρη λίστα τα εδάφη που χορηγούν φορολογικά πλεονεκτήματα σε οντότητες χωρίς να απαιτούν σημαντική οικονομική δραστηριότητα στη χώρα, έχουν πολύ χαμηλή πραγματική φορολογία και δεν εγγυώνται την αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών με άλλες δικαιοδοσίες·

    151.

    τονίζει, ιδίως, την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι οι εξερχόμενες οικονομικές ροές θα φορολογούνται τουλάχιστον μία φορά, για παράδειγμα με την επιβολή παρακράτησης φόρου στην πηγή ή με ισοδύναμα μέτρα, προκειμένου τα κέρδη να μην εξέρχονται από την ΕΕ αφορολόγητα, και καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση για τον σκοπό αυτό, για παράδειγμα μέσω της αναθεώρησης των οδηγιών για τις μητρικές και θυγατρικές εταιρείες, καθώς και για τους τόκους και τα δικαιώματα· επιμένει ότι θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή ένα σύστημα που να εξασφαλίζει ότι θα πρέπει να υποβάλλεται στις εθνικές φορολογικές αρχές και να κοινοποιείται στην Επιτροπή σχετική βεβαίωση που να πιστοποιεί την πράξη αυτή, προστατεύοντας έτσι την ενιαία αγορά και διατηρώντας τη σύνδεση μεταξύ του τόπου όπου δημιουργούνται και του τόπου όπου φορολογούνται η οικονομική αξία και τα κέρδη· τονίζει ότι ο σχεδιασμός του συστήματος αυτού θα πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά, προκειμένου να αποφεύγονται η διπλή φορολόγηση και οι αντιδικίες· καλεί την Επιτροπή, ενώ υποστηρίζει την προώθηση από τον ΟΟΣΑ μιας πολυμερούς προσέγγισης στα φορολογικά θέματα με στόχο τον εξορθολογισμό των διεθνών φορολογικών ρυθμίσεων και την εξασφάλιση της φορολόγησης των κερδών στον τόπο όπου παράγεται η αξία, να ενισχύσει τον ρόλο της ΕΕ στη διεθνή σκηνή με την υιοθέτηση ενιαίας στάσης, και να εργαστεί για την ανάπτυξη ενός κοινού πλαισίου της ΕΕ για τις διμερείς συμβάσεις για φορολογικά θέματα και για τη σταδιακή αντικατάσταση του τεράστιου αριθμού διμερών φορολογικών συμβάσεων από συνθήκες μεταξύ ΕΕ και τρίτων δικαιοδοσιών· τονίζει ότι αυτό θα αποτελούσε τον πλέον άμεσο τρόπο για την αντιμετώπιση των πρακτικών αναζήτησης ευνοϊκότερων συμβάσεων· ζητεί, στο μεταξύ, από τα κράτη μέλη να εισαγάγουν αμέσως αντικαταχρηστικές ρήτρες στις φορολογικές τους συμβάσεις, σύμφωνα με τις προτάσεις BEPS·

    152.

    θεωρεί ότι η κατάρτιση συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών χρειάζεται να συνοδεύεται από ενισχυμένη φορολογική συνεργασία, για την πρόληψη της φοροαποφυγής από επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται στις ίδιες αγορές, και την εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού· ζητεί, επομένως, από την Επιτροπή να περιλαμβάνει σε όλες τις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών της ΕΕ φορολογικές διατάξεις που να δεσμεύουν τις χώρες εταίρους να εφαρμόζουν χρηστή φορολογική διακυβέρνηση και να εξασφαλίζουν την αμοιβαιότητα σε φορολογικά θέματα· τονίζει ότι το έργο που επιτέλεσε η πλατφόρμα για τη χρηστή διακυβέρνηση στον φορολογικό τομέα αποτελεί μια καλή βάση για την εφαρμογή της ιδέας αυτής· υπογραμμίζει το γεγονός ότι το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει και για τις συμφωνίες συνεργασίας της ΕΕ·

    153.

    καλεί τα όργανα της ΕΕ να μην συνεργάζονται με τις δικαιοδοσίες που κρίνεται ότι δεν είναι συνεργάσιμες σε φορολογικά θέματα, ούτε με εταιρείες που έχουν καταδικαστεί για φορολογική απάτη, φοροδιαφυγή ή επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό· ζητεί από τα θεσμικά όργανα, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ) να πάψουν να συνεργάζονται, μέσω των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών τους, με μη συνεργάσιμες φορολογικές δικαιοδοσίες· καλεί επιπλέον τα όργανα της ΕΕ να δεσμευτούν να μη χορηγούν ενωσιακή χρηματοδότηση σε εταιρείες που έχουν καταδικαστεί για φορολογική απάτη, φοροδιαφυγή ή επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό·

    154.

    καλεί την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της για να ενθαρρύνει μια πιο συντονισμένη προσέγγιση έναντι των αναπτυσσόμενων χωρών, προκειμένου να προαγάγει την αμοιβαιότητα στα φορολογικά θέματα, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μετά την έναρξη ισχύος της πράξης φορολογικής συμμόρφωσης ξένων λογαριασμών (Foreign Account Tax Compliance Act)· καλεί επίσης την Επιτροπή, στο πλαίσιο της συμφωνίας της 27ης Μαΐου 2015 μεταξύ της ΕΕ και της Ελβετίας για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών, να παρακολουθεί προσεκτικά, με στόχο την προστασία της ενιαίας αγοράς, τη συμφωνηθείσα σταδιακή κατάργηση ορισμένων επιζήμιων φορολογικών πρακτικών στην Ελβετία, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για την BEPS, και να μεριμνά ώστε να μην ληφθούν νέα επιζήμια φορολογικά μέτρα στο μέλλον· καλεί την Επιτροπή, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που διεξάγει με την Ελβετία, να προτείνει να εισαχθούν στο ελβετικό δίκαιο κανόνες για τις ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρείες· επιμένει πως η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει ότι η Ελβετία θα ακολουθήσει την προσέγγιση της ΕΕ στον φορολογικό τομέα, και να ενημερώσει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

    155.

    υπενθυμίζει ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει μια πολυμερή προσέγγιση στην αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών, μέσω της Σύμβασης περί διοικητικής συνδρομής σε φορολογικά θέματα, και της αναθεώρησης των σχετικών οδηγιών της ΕΕ το 2014 (51)· τονίζει ότι οι δύο αυτές πρωτοβουλίες αποτελούν βασικά στοιχεία για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και του τραπεζικού απορρήτου, δεδομένου ότι συνεπάγονται την υποχρέωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να υποβάλλουν στις φορολογικές διοικήσεις ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών σχετικά με τους κατοίκους μιας χώρας οι οποίοι έχουν εισοδήματα προερχόμενα από περιουσιακά στοιχεία που διατηρούνται σε άλλη·

    Αναπτυσσόμενες χώρες

    156.

    υπογραμμίζει ότι στον σχεδιασμό των δράσεων και πολιτικών για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή, σε εθνικό, σε ενωσιακό και σε διεθνές επίπεδο, στην κατάσταση των αναπτυσσόμενων χωρών και, ειδικότερα, των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, που πλήττονται περισσότερο από τη φοροαποφυγή, και που έχουν συνήθως πολύ στενές φορολογικές βάσεις και χαμηλό λόγο φόρων προς ΑΕΠ· τονίζει ότι αυτές οι δράσεις και πολιτικές θα πρέπει να συμβάλλουν στη δημιουργία δημοσίων εσόδων ανάλογων με την προστιθέμενη αξία που παράγεται στο έδαφός τους, ώστε να χρηματοδοτούν κατάλληλα τις αναπτυξιακές στρατηγικές τους, την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της Χιλιετίας και το θεματολόγιο για την ανάπτυξη μετά το 2015· επικροτεί, στο πλαίσιο αυτό, το έργο της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για τη διεθνή συνεργασία σε φορολογικά θέματα· καλεί την Επιτροπή να υποστηρίξει τα συμφέροντα των αναπτυσσόμενων χωρών στις υφιστάμενες διεθνείς πρωτοβουλίες και να περιλαμβάνει εκπροσώπους αναπτυσσόμενων χωρών στην πλατφόρμα της για τη χρηστή διακυβέρνηση στον φορολογικό τομέα·

    157.

    καλεί την ΕΕ και τα μέλη του σχεδίου BEPS του ΟΟΣΑ να διασφαλίσουν ότι το νέο «Παγκόσμιο Πρότυπο για την Αυτόματη Ανταλλαγή Πληροφοριών» που ανέπτυξε ο ΟΟΣΑ θα περιλαμβάνει μια μεταβατική περίοδο για τις αναπτυσσόμενες χώρες που δεν πληρούν αυτή τη στιγμή τις απαιτήσεις της αμοιβαίας αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, λόγω έλλειψης διοικητικής ικανότητας·

    158.

    καλεί την Επιτροπή να προτείνει περαιτέρω μέτρα για την ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας στις αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως σε φορολογικά θέματα, ώστε να είναι δυνατή η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών με τις διοικήσεις των χωρών αυτών· ζητεί τη δημιουργία μιας πλατφόρμας για τις αναπτυσσόμενες χώρες, με την εφαρμογή δοκιμαστικών σχεδίων για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών· καλεί τις αναπτυσσόμενες χώρες να προωθήσουν περιφερειακές συμφωνίες ή άλλες μορφές συνεργασίας σε φορολογικά θέματα, προκειμένου να βελτιώσουν τη διαπραγματευτική τους θέση έναντι των ξένων άμεσων επενδυτών και των πολυεθνικών εταιρειών και να αντιμετωπίσουν ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος·

    159.

    καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν, ότι οι οργανισμοί τους για την αναπτυξιακή βοήθεια λαμβάνουν επαρκή τεχνική πραγματογνωσία για την αντιμετώπιση των φορολογικών ζητημάτων στις αναπτυξιακές πολιτικές τους, ιδίως από τα υπουργεία οικονομικών και τις φορολογικές διοικήσεις·

    160.

    παραπέμπει στο ψήφισμά του της 8ης Ιουλίου 2015 σχετικά με τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή ως προκλήσεις για τη διακυβέρνηση, την κοινωνική προστασία και την ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες· ενθαρρύνει όλες τις χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, να ενταχθούν σε μια διαδικασία χωρίς αποκλεισμούς και να συμβάλουν στη φορολογική ατζέντα των G20/ΟΟΣΑ, στην αντιμετώπιση της BEPS, στην προαγωγή της διεθνούς φορολογικής διαφάνειας και στην ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών, για παράδειγμα μέσω της ανάπτυξης ενός ενιαίου κοινού προτύπου αναφοράς στην αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών ή με τη δημοσιοποίηση της πραγματικής κυριότητας· καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη να υποστηρίξουν την ενίσχυση του ρόλου του ΟΗΕ στον μελλοντικό διεθνή διάλογο για θέματα φορολογίας, για παράδειγμα υποστηρίζοντας τη δημιουργία ενός παγκόσμιου οργανισμού για φορολογικά θέματα, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών·

    Φοροτεχνικοί σύμβουλοι

    161.

    επισημαίνει την προβληματική και αμφιλεγόμενη αλληλεπικάλυψη, μέσα στις ίδιες επιχειρήσεις, δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών φοροτεχνικού συμβούλου, λογιστικού ελέγχου και συμβουλευτικών υπηρεσιών για την εξυπηρέτηση των φορολογικών διοικήσεων, π.χ. στον σχεδιασμό φορολογικών συστημάτων ή τη βελτίωση της είσπραξης των φόρων, αφενός, αλλά και, αφετέρου, για την παροχή υπηρεσιών φορολογικού σχεδιασμού σε πολυεθνικές εταιρείες, που μπορεί να εκμεταλλεύονται αδυναμίες των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών·

    162.

    επισημαίνει την ύπαρξη ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου, το οποίο περιλαμβάνει την πλέον πρόσφατη δέσμη μεταρρυθμίσεων της αγοράς λογιστικού ελέγχου, που ενέκρινε το Κοινοβούλιο στις 3 Απριλίου 2014 (52)· καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις θα τεθούν σε εφαρμογή στα κράτη μέλη μέσα στο ενδεδειγμένο χρονικό πλαίσιο και σύμφωνα με τους επιδιωκόμενους στόχους·

    163.

    καλεί την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις κατευθυντήριων γραμμών για τον κλάδο των υπηρεσιών φοροτεχνικού συμβούλου, καθώς και για τη θέσπιση ενωσιακού καθεστώτος ασυμβίβαστου για τους φοροτεχνικούς συμβούλους και, όπου είναι σκόπιμο, για τις τράπεζες, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο που θα εξασφαλίζει αποτελεσματικά την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των υπηρεσιών προς τον δημόσιο και προς τον ιδιωτικό τομέα·

    164.

    καλεί, ακόμα, την Επιτροπή να κινήσει έρευνα προκειμένου να αξιολογήσει τον βαθμό συγκέντρωσης στον κλάδο, καθώς και τις ενδεχόμενες επακόλουθες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού· συνιστά να εξεταστεί επίσης ειδικότερα στην έρευνα αυτή, αν ο συνδυασμός των δραστηριοτήτων φοροτεχνικού συμβούλου και λογιστικού ελέγχου μέσα στις ίδιες επιχειρήσεις μπορεί να οδηγεί σε συγκρούσεις συμφερόντων, και να προτείνει μέτρα αναλόγως, μεταξύ άλλων με την καθιέρωση μηχανισμών για την τήρηση του διαχωρισμού των σχετικών τμημάτων μέσα στις εταιρείες συμβούλων·

    165.

    ζητεί από την Επιτροπή να εκτιμήσει επειγόντως την πιθανότητα θέσπισης νομοθετικού πλαισίου που να προβλέπει επαρκείς κυρώσεις για τις επιχειρήσεις, τις τράπεζες, τις εταιρείες λογιστικής και τους χρηματοοικονομικούς συμβούλους που αποδεικνύεται ότι ενέχονται στην εφαρμογή ή την προώθηση παράνομης φοροαποφυγής και επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού· τονίζει ότι οι κυρώσεις αυτές πρέπει να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα και μπορεί να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πρόστιμα, αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, απαγόρευση κάθε συμβουλευτικού ρόλου στα θεσμικά όργανα της ΕΕ και, σε περιπτώσεις ακραίων και καθ’ υποτροπή παραβάσεων, ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης·

    Περαιτέρω δράση σε εθνικό επίπεδο

    166.

    ενθαρρύνει την ανάληψη περαιτέρω δράσης σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση της φοροαποφυγής, μέσα στα πλαίσια της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, δεδομένου ότι οι ασυντόνιστες αντιδράσεις μπορεί να δημιουργήσουν περαιτέρω αναντιστοιχίες και ευκαιρίες για φοροαποφυγή· τονίζει ότι το καλύτερο μέσο για την καταπολέμηση της διάβρωσης της φορολογικής βάσης είναι η συνεργασία, και όχι η μονομερής θέσπιση προτιμησιακών καθεστώτων για την προσέλκυση επενδύσεων·

    167.

    καλεί την Επιτροπή να θεσπίσει κατευθυντήριες γραμμές για τις φορολογικές αμνηστίες που χορηγούνται από τα κράτη μέλη με στόχο να προσδιοριστούν οι περιστάσεις υπό τις οποίες θα θεωρείται ότι οι εν λόγω αμνηστίες παραβιάζουν τις διατάξεις των συνθηκών της ΕΕ που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων και περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς και την κοινή προσέγγιση της ΕΕ για την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων· υπενθυμίζει ότι οι πρακτικές αυτές πρέπει να χρησιμοποιούνται με εξαιρετική σύνεση, προκειμένου να μην παρέχουν κίνητρα στους φοροαποφεύγοντες για να περιμένουν την επόμενη αμνηστία·

    168.

    καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ένα σύστημα παρακράτησης φόρων στην πηγή για τα δικαιώματα, ώστε να εξασφαλιστεί η φορολόγηση και των δικαιωμάτων που καταβάλλονται σε τρίτες χώρες και δεν καλύπτονται από διμερείς φορολογικές συμφωνίες·

    169.

    καλεί κάθε κράτος μέλος να διεξάγει, όπου είναι αναγκαίο με την τεχνική υποστήριξη της Επιτροπής, αξιολογήσεις αντικτύπου που να καλύπτουν τις δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλες χώρες, πριν θεσπίσει φορολογικά μέτρα με ενδεχόμενο αντίκτυπο στο εξωτερικό· ζητεί την ενεργό συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων στην εξέταση του ζητήματος της φοροαποφυγής, δεδομένου ότι κανένα φορολογικό καθεστώς και καμιά φορολογική μεταχείριση δεν πρέπει να διαφεύγει την κατάλληλη αξιολόγηση και τον δημοκρατικό έλεγχο από το νομοθετικό σώμα·

    170.

    καλεί επιτακτικά τα κράτη μέλη να σταματήσουν τις περικοπές στους πόρους των φορολογικών υπηρεσιών τους και να επανεξετάσουν την κατάσταση, να αυξήσουν τις επενδύσεις και να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των φορολογικών διοικήσεών τους, όπως επίσης να εξασφαλίσουν την αποδοτική ανακατανομή του προσωπικού και την αναβάθμιση των τεχνολογικών μέσων και της πραγματογνωσίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν η ανάπτυξη και ο αντίκτυπος των επιζήμιων φορολογικών πρακτικών, που καθίστανται διαρκώς πιο σύνθετες· καλεί την Επιτροπή να προσφέρει τεχνική υποστήριξη στις προσπάθειες αυτές, ιδίως στο πλαίσιο του προγράμματος Fiscalis 2020· καλεί επίσης τα κράτη μέλη να προωθήσουν απλά, αποτελεσματικά και διαφανή φορολογικά καθεστώτα, προς όφελος των κρατών μελών, των πολιτών και των επιχειρήσεων·

    171.

    υπενθυμίζει ότι οι δημόσιες συμβάσεις αναλογούν στο 16 % του ΑΕΠ της ΕΕ· ζητεί να αξιολογηθεί η δυνατότητα να περιληφθούν στις προκηρύξεις δημοσίων συμβάσεων κριτήρια σε σχέση με τη φορολόγηση, τη διαφάνεια ή τη συνεργασία, κατά την προσεχή τροποποίηση της οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις· καλεί τα κράτη μέλη να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αποκλείουν από τη συμμετοχή σε δημόσιες συμβάσεις τις εταιρείες που αποδεδειγμένα ενέχονται σε επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό και συστήματα φοροαποφυγής·

    172.

    τονίζει, τέλος, ότι ο κανόνας της ομοφωνίας στο Συμβούλιο, δίνοντας σε κάθε κράτος μέλος δικαίωμα βέτο μειώνει τα κίνητρα για την εγκατάλειψη του ισχύοντος καθεστώτος και τη στροφή προς μια συνεργατικότερη λύση· καλεί την Επιτροπή να μην αποφεύγει να εφαρμόζει, όπου απαιτείται, το άρθρο 116 ΣΛΕΕ, που ορίζει τα ακόλουθα: «Αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η υφισταμένη διαφορά μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών νοθεύει τους όρους ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς και επομένως προκαλεί στρέβλωση που πρέπει να εξαλειφθεί, διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Αν οι διαβουλεύσεις δεν οδηγήσουν στην εξάλειψη της εν λόγω στρεβλώσεως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, εκδίδουν τις, προς τον σκοπό αυτόν, αναγκαίες οδηγίες (…)»·

    173.

    δεσμεύεται να συνεχίσει το έργο που άρχισε η ειδική επιτροπή του, αντιμετωπίζονται τα εμπόδια που δεν επέτρεψαν στην ειδική επιτροπή να ανταποκριθεί πλήρως στην εντολή της, και να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει κατάλληλη επακολούθηση των συστάσεών της· αναθέτει στις αρμόδιες αρχές του να προσδιορίσουν τη βέλτιστη θεσμική διευθέτηση για την επίτευξη αυτού του στόχου·

    174.

    επαναλαμβάνει το αίτημά του για πρόσβαση σε όλα τα σχετικά έγγραφα της ΕΕ· καλεί τον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το αίτημα αυτό στην Επιτροπή και το Συμβούλιο, και καθιστά σαφές ότι το Κοινοβούλιο είναι αποφασισμένο να χρησιμοποιήσει όλα τα δυνατά μέσα που έχει στη διάθεσή του για την επίτευξη του στόχου αυτού·

    175.

    καλεί την αρμόδια επιτροπή του να δώσει συνέχεια σε αυτές τις συστάσεις στην επικείμενη νομοθετική έκθεση πρωτοβουλίας της σχετικά με το θέμα·

    176.

    καλεί την επιτροπή του που είναι αρμόδια για τα θεσμικά θέματα να δώσει συνέχεια σε αυτές τις συστάσεις, ιδίως όσον αφορά την εισαγωγή δεσμευτικών ρητρών συνεργασίας στον κώδικα δεοντολογίας για τις οργανώσεις που περιλαμβάνονται στο μητρώο διαφάνειας, και την τροποποίηση των κανόνων που αφορούν την πρόσβαση σε έγγραφα μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, με σκοπό την καλύτερη ευθυγράμμισή τους με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που καθορίζεται στη Συνθήκη·

    o

    ο o

    177.

    αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στα κράτη μέλη, στα εθνικά κοινοβούλια, στην G20 και στον ΟΟΣΑ.


    (1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2015)0039.

    (2)  Οδηγία 2011/16/EE του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ L 64 της 11.3.2011, σ. 1), περί της αμοιβαίας συνδρομής των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών στον τομέα των αμέσων φόρων.

    (3)  Οδηγία 2003/49/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για την καθιέρωση κοινού συστήματος φορολόγησης των τόκων και των δικαιωμάτων που καταβάλλονται μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 157 της 26.6.2003, σ. 49).

    (4)  ΕΕ L 225 της 20.8.1990, σ. 6.

    (5)  ΕΕ L 158 της 27.5.2014, σ. 196.

    (6)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

    (7)  ΕΕ L 336 της 27.12.1977, σ. 15.

    (8)  ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73.

    (9)  ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3.

    (10)  ΕΕ C 258 Ε της 7.9.2013, σ. 134.

    (11)  ΕΕ C 2 της 6.1.1998, σ. 2.

    (12)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2015)0257.

    (13)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2015)0265.

    (14)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2015)0089.

    (15)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2015)0062.

    (16)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2013)0444.

    (17)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2013)0205.

    (18)  ΕΕ C 258 Ε της 7.9.2013, σ. 53.

    (19)  ΕΕ C 199 E της 7.7.2012, σ. 37.

    (20)  ΕΕ C 341 Ε της 16.12.2010, σ. 29.

    (21)  «Taxation trends in the European Union», έκδοση 2014, Eurostat.

    (22)  «Taxation trends in the European Union», Eurostat statistical books, έκδοση 2014.

    (23)  European Commission (2015), «SME taxation in Europe — an empirical study of applied corporate income taxation for SMEs compared to large enterprises».

    (24)  Έγγραφα πολιτικής του ΔΝΤ «Spillovers in international corporate taxation», 9 Μαΐου 2014, και «Base Erosion, Profit Shifting and Developing Countries», 29 Μαΐου 2015.

    (25)  Έκθεση, της 10ης Φεβρουαρίου 2012, του Richard Murphy από την FCA, με τίτλο «Closing the European Tax Gap».

    (26)  «European added value of legislative report on bringing Transparency, coordination and convergence to corporate tax policies in the European Union», Δρ. Benjamin Ferrett, Daniel Gravino και Silvia Merler, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

    (27)  «Unhappy meal — €1 Billion in Tax Avoidance on the Menu at McDonald’s», EPSU et al., February 2015.

    (28)  Υπηρεσιακό έγγραφο εργασίας της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2015, σχετικά με την εταιρική φορολογία εισοδήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (SWD(2015)0121).

    (29)  A study on R&D Tax incentives, Taxation paper No 52-2014, European Commission.

    (30)  «Transfer pricing: Keeping it at arm’s length», OECD Observer 230, January 2002 (corrected 2008).

    (31)  Βουλή των Κοινοτήτων, προφορική κατάθεση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιων Λογαριασμών, 31 Ιανουαρίου 2013.

    (32)  OECD Press release, «OECD urges stronger international co-operation on corporate tax», 12.2.2013.

    (33)  SME taxation in Europe — An empirical study of applied corporate income taxation for SMEs compared to large enterprises — European Commission, May 2015, and P.Egger, W. Eggert and H. Winner (2010), «Saving taxes through foreign plant ownership», Journal of International Economics 81, σ. 99-108.

    (34)  C-106/09 P και C-107/09 P, Επιτροπή κατά κυβέρνησης του Γιβραλτάρ και Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011.

    (35)  Αν τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη αφορούν το σύνολο του φορολογικού συστήματος, πρόκειται για προσαρμογές της γενικής φορολογικής πολιτικής και όχι για κρατικές ενισχύσεις.

    (36)  Σημείωμα της Επιτρόπου Vestager προς την επιτροπή TAXE, της 29ης Απριλίου 2015.

    (37)  Όπως καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όσον αφορά την υποχρέωσή τους να συνεργάζονται και να παρέχουν όλα τα απαραίτητα έγγραφα.

    (38)  IMF policy paper, «Spillovers in international corporate taxation», 9 Μαΐου 2014.

    (39)  IMF working paper «Base erosion, profit shifting and developing countries», Μάιος 2015.

    (40)  Μελέτη με τίτλο «Tax revenue mobilisation in developing countries: issues and challenges», Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Απρίλιος 2014.

    (41)  World Investment Report 2015, United Nations Conference on Trade and Development.

    (42)  Christian Aid report, 2008.

    (43)  ΕΕ C 264 Ε της 13.9.2013, σ. 41.

    (44)  Airbus, BNP Paribas, SSE plc, Total S.A.

    (45)  Amazon, Anheuser-Busch InBev, Barclays Bank Group, Coca-Cola Company, Facebook, Google, HSBC Bank plc, IKEA, McDonald’s Corporation, Philip Morris, Walt Disney Company.

    (46)  Fiat Chrysler Automobiles, Walmart.

    (47)  Κώδικας δεοντολογίας που ορίζεται στο παράρτημα 3 της διοργανικής συμφωνίας του 2014 σχετικά με το μητρώο διαφάνειας.

    (48)  «Tracking corporate tax breaks: a welcome new form of transparency emerges in the US», Tax Justice Network.

    (49)  Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών –Μια ανανεωμένη στρατηγική ΕΕ 2011-14 για την εταιρική κοινωνική ευθύνη (COM(2011)0681), σ. 6.

    (50)  Εδώ περιλαμβάνονται, ενδεικτικά: η αναστολή ή η καταγγελία υφισταμένων συμβάσεων διπλής φορολογίας με δικαιοδοσίες που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα· η απαγόρευση της πρόσβασης σε δημόσιες συμβάσεις της ΕΕ για αγαθά και υπηρεσίες, και η άρνηση χορήγησης κρατικής ενίσχυσης σε εταιρείες οι οποίες εδρεύουν σε δικαιοδοσίες που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα· η απαγόρευση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τους οικονομικούς συμβούλους της ΕΕ να εγκαθιστούν ή να διατηρούν θυγατρικές και υποκαταστήματα σε δικαιοδοσίες που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα, και η εξέταση του ενδεχομένου ανάκλησης των αδειών ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και οικονομικών συμβούλων που διατηρούν υποκαταστήματα και συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται σε δικαιοδοσίες που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα· η επιβολή ειδικού τέλους σε όλες τις συναλλαγές προς ή από δικαιοδοσίες που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα· η εξέταση ενός φάσματος επιλογών για τη μη αναγνώριση, στην ΕΕ, του νομικού καθεστώτος των εταιρειών οι οποίες εγκαθίστανται σε δικαιοδοσίες που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα· η επιβολή δασμολογικών φραγμών στις εμπορικές συναλλαγές με χώρες που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα.

    (51)  Η οδηγία της ΕΕ για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις και η οδηγία για τη διοικητική συνεργασία.

    (52)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2014)0283 και P7_TA(2014)0284.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

    ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΓΙΝΑΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

    (ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ)

    Ημερο μηνία

    Ομιλητές

    30.3.2015

    Pierre Moscovici, Επίτροπος αρμόδιος για Οικονομικές και Δημοσιονομικές Υποθέσεις, Φορολογία και Τελωνεία

    16.4.2015

    Serge Colin, πρόεδρος της UFE (Union of Finance Personnel — ένωση υπαλλήλων δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών)

    Fernand Müller, πρόεδρος της φορολογικής επιτροπής της UFE

    Paulo Ralha, πρόεδρος της ένωσης εφοριακών της Πορτογαλίας

    François Goris (πρόεδρος UNSP-NUOD) εκ μέρους της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας ανεξάρτητων συνδικαλιστικών οργανώσεων (CESI)

    Nadja Salson, ευρωπαϊκή ομοσπονδία συνδικαλιστικών οργανώσεων του δημόσιου τομέα

    Henk Koller, πρόεδρος της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας φοροτεχνικών (CFE)

    Olivier Boutellis-Taft, γενικός διευθυντής της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας ελεγκτικολογιστών (FEE)

    Ravi Bhatiani, διευθύντρια νομικών υποθέσεων της Independent Retail Europe

    5.5.2015

    Margrethe Vestager, Επίτροπος αρμόδια για τον Ανταγωνισμό

    Wolfgang Nolz, πρόεδρος της ομάδας «Κώδικας δεοντολογίας»

    Jane McCormick, ανώτερη σύμβουλος φορολογίας, επικεφαλής EMA Tax, KPMG

    Chris Sanger, σύμβουλος, επικεφαλής του παγκόσμιου τμήματος φορολογικής πολιτικής, Ernst&Young

    Stef van Weeghel, PwC, επικεφαλής του παγκόσμιου τμήματος φορολογικής πολιτικής

    Bill Dodwell, επικεφαλής του τμήματος φορολογικής πολιτικής, Deloitte UK

    11.5.2015

    Δημόσια ακρόαση σχετικά με τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και τις επιζήμιες φορολογικές πρακτικές

    Stephanie Gibaud, καταγγέλτρια και πρώην υπάλληλος της UBS

    Lutz Otte, καταγγέλτης και πρώην πάροχος υπηρεσιών πληροφορικής στην Julius Baer

    Kristof Clerix, διεθνής κοινοπραξία ερευνητών δημοσιογράφων (ICIJ)

    Edouard Perrin, μέλος της ICIJ

    Richard Brooks, μέλος της ICIJ

    Lars Bové, μέλος της ICIJ

    Xavier Counasse, δημοσιογράφος της εφημερίδας «Le Soir»

    Dominique Berlin, Collège européen de Paris, Πανεπιστήμιο Panthéon-Assas (Paris 2)

    Gabriel Zucman, επίκουρος καθηγητής, London School of Economics and Political Sciences

    Achim Doerfer, νομικός στον τομέα της φορολογίας, συγγραφέας και φιλόσοφος του δικαίου

    12.5.2015

    Αντιπροσωπεία στο Βέλγιο

    Jacques Malherbe, Πανεπιστήμιο Louvain (UCL)

    Axel Haelterman, Πανεπιστήμιο Leuven (KUL)

    Werner Heyvaert, εμπειρογνώμονας σε φορολογικά θέματα, Jones Day

    Wim Wuyts, προϊστάμενος τμήματος φορολογίας –πρόεδρος της φορολογικής επιτροπής, FEB-VBO, και Hilde Wampers, αντιπρόεδρος υπεύθυνη για φορολογικές υποθέσεις, Group Finance FEB-VBO

    Christophe Quintard, (εμπειρογνώμονας του FGTB, πρώην φορολογικός ελεγκτής)

    Eric Van Rompuy (προέδρος) και άλλα μέλη της Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου

    Steven Van den Berghe, επικεφαλής της υπηρεσίας «tax ruling»

    Johan Van Overtveld — Υπουργός Οικονομικών (συνεδρίαση της 17ης Ιουνίου 2015)

    18.5.2015

    Αντιπροσωπεία στο Λουξεμβούργο

    Wim Piot, υπεύθυνος φορολογικών υποθέσεων, PwC, Λουξεμβούργο

    Nicolas Mackel, γενικός διευθυντής, Luxembourg for Finance

    Christine Dahm, διευθύντρια, και Mike Mathias, μέλος του Cercle de Coopération des ONG du développement (δίκτυο συνεργασίας των ΜΚΟ του τομέα της ανάπτυξης)

    Eugène Berger (πρόεδρος) και άλλα μέλη της επιτροπής οικονομικών του Κοινοβουλίου

    Pierre Gramegna, Υπουργός Οικονομικών

    Pascale Toussing, διευθύντρια φορολογικών υποθέσεων, Υπουργείο Οικονομικών, και μέλη της φορολογικής διοίκησης

    22.5.2015

    Αντιπροσωπεία στη Βέρνη, Ελβετία

    Markus R. Neuhaus, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της PwC Ελβετίας, μέλος του γραφείου του παγκόσμιου προέδρου της PwC

    Frank Marty, μέλος του διοικητικού συμβουλίου, προϊστάμενος οικονομικών υπηρεσιών και φόρων, Economie Suisse

    François Baur, μόνιμος αντιπρόσωπος στις Βρυξέλλες, επικεφαλής ευρωπαϊκών υποθέσεων, Economie Suisse

    Martin Zogg, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής, προϊστάμενος του τμήματος εγχώριας και διεθνούς φορολογίας, Swiss Holdings

    Urs Kapalle, διευθυντής του τμήματος οικονομικής πολιτικής και φορολογίας, Ελβετική Ένωση Τραπεζών

    Mark Herkenrath, Alliance Sud, μέλος της Global Alliance for Tax Justice

    Olivier Longchamp, Declaration of Berne (DoB)

    Jacques de Watteville, Υφυπουργός Διεθνών Οικονομικών Θεμάτων (SIF)

    Πρέσβης κ. Christoph Schelling, προϊστάμενος της μονάδας φορολογικής πολιτικής

    Adrian Hug, διευθυντής της Ελβετικής Ομοσπονδιακής Φορολογικής Διοίκησης

    Ruedi Noser, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου, πρόεδρος της επιτροπής οικονομικών υποθέσεων και φορολογίας

    Urs Schwaller, μέλος της Άνω Βουλής (Ständerat)

    Ulrich Trautmann, επικεφαλής του τομέα εμπορικών και οικονομικών υποθέσεων, αντιπροσωπεία της ΕΕ στην Ελβετία και το Λιχτενστάιν

    Marco Salvi, ανώτερος ερευνητής, Avenir Suisse

    27.5.2015

    Συνάντηση με την Κυβέρνηση της ΑΜ του Γιβραλτάρ (συντονιστές της TAXE)

    Fabian Picardo, Πρόεδρος της Κυβέρνησης

    Joseph Garcia, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης

    28.5.2015

    Αντιπροσωπεία στο Δουβλίνο, Ιρλανδία

    Martin Lambe, γενικός διευθυντής, Ιρλανδικό Φορολογικό Ινστιτούτο

    Michael Noonan, Υπουργός Οικονομικών

    Niall Cody, πρόεδρος του τμήματος εσόδων

    Liam Twomy (πρόεδρος) και άλλα μέλη της επιτροπής οικονομικών του Κοινοβουλίου (Oireachtas) + μικτή επιτροπή ευρωπαϊκών υποθέσεων, κοινοβουλίου-γερουσίας

    Frank Barry, Trinity College, Δουβλίνο (TCD)

    Seamus Coffey, University College Cork (UCC)

    Feargal O’Rourke, υπεύθυνος φορολογικών υποθέσεων, PwC

    Conor O’Brien, υπεύθυνος φορολογικών υποθέσεων, KPMG

    Jim Clarken, γενικός διευθυντής, Oxfam Ireland

    Micheál Collins, Nevin Economic Research Institute (NERI).

    29.5.2015

    Αντιπροσωπεία στη Χάγη, Κάτω Χώρες

    Sjoera Dikkers, βουλευτής, και άλλα μέλη της επιτροπής οικονομικών του Κοινοβουλίου των Κάτω Χωρών

    Bartjan Zoetmulder, ολλανδικός σύνδεσμος φοροτεχνικών

    Hans van den Hurk, Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ

    Indra Römgens, SOMO, ανεξάρτητος, μη κερδοσκοπικός οργανισμός έρευνας και δικτύωσης

    Francis Weyzig, Oxfam

    Pieterbas Plasman, προϊστάμενος υπηρεσίας «tax ruling»

    Eric Wiebes, Υφυπουργός Φορολογικών Υποθέσεων των Κάτω Χωρών

    1.6.2015

    Δημόσια ακρόαση σχετικά με τη διεθνή διάσταση των φορολογικών αποφάσεων τύπου «tax ruling» και άλλων μέτρων

    Γερουσιαστής Mario Monti, πρώην Επίτροπος αρμόδιος για θέματα ανταγωνισμού και για τα τελωνεία, τη φορολογία και την εσωτερική αγορά

    Tove Maria Ryding, υπεύθυνη πολιτικής και υποστήριξης, Ευρωπαϊκό δίκτυο για το χρέος και την ανάπτυξη (EURODAD)

    Antoine Deltour, καταγγέλτης, πρώην οικονομικός ελεγκτής στην PwC, Λουξεμβούργο

    17.6.2015

    Διακοινοβουλευτική συνεδρίαση με θέμα «Επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός και δημοκρατικός έλεγχος: Ο ρόλος των κοινοβουλίων»

    37 βουλευτές από 18 εθνικά κοινοβούλια:

    AT, BE, CY, CZ, FR, DE, GR, HU, IE, IT, LT, LU, MT, PL, PT, RO, ES, SV

    Heinz Zourek, Γενικός Διευθυντής της ΓΔ TAXUD

    Pascal Saint-Amans, Διευθυντής του κέντρου του ΟΟΣΑ για τη φορολογική πολιτική και διαχείριση

    18.6.2015

    Αντιπροσωπεία στο Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο

    David Gauke, βουλευτής, υφυπουργός οικονομικών,

    Jim Harra, γενικός διευθυντής, εφορία επιχειρήσεων, Βασιλική Υπηρεσία Εσόδων και Τελωνείων

    Fergus Harradence, υποδιευθυντής, ομάδα εταιρικής φορολογίας, ομάδα φορολογίας επιχειρήσεων και διεθνούς φορολογίας, Υπουργείο Οικονομικών

    Andrew Dawson, επικεφαλής της ομάδας φορολογικών συμβάσεων, επικεφαλής διαπραγματευτής για βρετανικές φορολογικές συνθήκες

    Maura Parsons, υποδιευθύντρια, υπεύθυνη για θέματα μεταβιβαστικής τιμολόγησης διεθνών συναλλαγών και πρόεδρος του συμβουλίου μεταβιβαστικής τιμολόγησης, Βασιλική Υπηρεσία Εσόδων και Τελωνείων

    Meg Hillier (πρόεδρος), Margaret Hodge (πρώην πρόεδρος) και Guto Bebb, μέλος της επιτροπής δημοσίων λογαριασμών της Βουλής των Κοινοτήτων

    Prem Sikka, καθηγητής λογιστικής, Essex Business School, Πανεπιστήμιο του Essex

    Frank Haskew, επικεφαλής του τμήματος φορολογίας του ICAEW (ινστιτούτο ορκωτών λογιστών Αγγλίας και Ουαλίας)· και Ian Young, σύμβουλος διεθνούς φορολογίας

    Will Morris, πρόεδρος της επιτροπής φορολογίας και της φορολογικής επιτροπής BIAC, συνομοσπονδία βρετανικών βιομηχανιών (CBI)

    Richard Collier, ανώτερος σύμβουλος φορολογίας στην PwC

    Joseph Stead, Christian Aid

    Meesha Nehru, διευθύντρια προγράμματος, Fair Tax Mark

    23.6.2015

    Ανταλλαγή απόψεων με πολυεθνικές εταιρείες

    Nathalie Mognetti, υπεύθυνη φορολογικών υποθέσεων, Total S.A.

    Martin McEwen, υπεύθυνος φορολογικών υποθέσεων, SSE plc

    Christian Comolet-Tirman, διευθυντής, τμήμα φορολογικών υποθέσεων, BNP Paribas Group

    25.6.2015

    Συνάντηση με εκπρόσωπο της κυβέρνησης των Βερμούδων (συντονιστές της TAXE)

    Everard Bob Richards, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομικών

    Alastair Sutton, νομικός σύμβουλος της κυβέρνησης των Βερμούδων για ζητήματα ΕΕ

    2.7.2015

    Richard Murphy, Tax Research LLP και ιδρυτικό μέλος του Δικτύου Φορολογικής Δικαιοσύνης

    Guillaume de la Villeguérin, αντιπρόεδρος, φορολογικός και τελωνειακός τομέας, Airbus

    17.9.2015

    Jean-Claude Juncker, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    Pierre Moscovici, Επίτροπος αρμόδιος για Οικονομικές και Δημοσιονομικές Υποθέσεις, Φορολογία και Τελωνεία

    Margrethe Vestager, Επίτροπος αρμόδια για τον Ανταγωνισμό

    22.9.2015

    Pierre Gramegna, πρόεδρος του συμβουλίου ECOFIN, Υπουργός Οικονομικών, Λουξεμβούργο

    Δρ Wolfgang Schäuble, Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών, Γερμανία

    Luis de Guindos, Υπουργός Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας, Ισπανία

    Michel Sapin, Υπουργός Οικονομικών και Δημόσιων Λογαριασμών, Γαλλία

    Pier Carlo Padoan, Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Ιταλία

    16.11.2015

    Ανταλλαγή απόψεων με πολυεθνικές εταιρείες

    Monique Meche, αντιπρόεδρος, παγκόσμιο τμήμα δημόσιας πολιτικής, Amazon

    Malte Lohan, διευθυντής παγκόσμιου τμήματος εταιρικών σχέσεων, Anheuser-Busch InBev SA

    Mark Hubbard, επικεφαλής παγκόσμιου τμήματος φορολογικών υποθέσεων, Barclays Bank Group

    Delphine Reyre, διευθύντρια τμήματος δημόσιας πολιτικής για τη Νότια Ευρώπη, Facebook

    Iain McKinnon, επικεφαλής τμήματος φορολογικών υποθέσεων ομίλου, HSBC

    Krister Mattsson, επικεφαλής τμήματος εταιρικής χρηματοδότησης, ασφαλίσεων, φορολογικών υποθέσεων και ταμειακών διαθεσίμων, IKEA Group

    Irene Yates, αντιπρόεδρος, τμήμα εταιρικής φορολογίας, McDonald’s Europe

    Werner Schuster, αντιπρόεδρος τμήματος φορολογικών υποθέσεων, Philip Morris International

    Nicklas Lundblad, ανώτερος διευθυντής, τμήμα δημόσιας πολιτικής και σχέσεων με τις κυβερνήσεις, Google

    John Stowell, ανώτερος αντιπρόεδρος, τμήμα εταιρικής φορολογίας, The Walt Disney Company

    Robert Jordan, αντιπρόεδρος, γενικός σύμβουλος σε θέματα φορολογίας, Coca-Cola Company


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

    ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΑΝΑ ΧΩΡΑ/ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ

    (κατάσταση στις 16 Νοεμβρίου 2015)

    Χώρα

    Απάντηση

    Πρώτο αίτημα στις 23.4.2015 — Προθεσμία 31.5.2015

    Σουηδία

    29.5.2015

    Τζέρζι

    29.5.2015

    Γκέρνζι

    31.5.2015

    Λουξεμβούργο

    1.6.2015

    Φινλανδία

    2.6.2015

    Σλοβακία

    3.6.2015

    Ιρλανδία

    5.6.2015

    Κάτω Χώρες

    8.6.2015

    Ηνωμένο Βασίλειο

    8.6.2015

    Γαλλία

    10.6.2015

    Τσεχική Δημοκρατία

    11.6.2015

    Λετονία

    16.6.2015

    Βέλγιο

    16.6.2015

    Μάλτα

    18.6.2015

    Πρώτη υπενθύμιση στις 29.6.2015 — Προθεσμία 9.7.2015

    Πορτογαλία

    30.6.2015

    Πολωνία

    2.7.2015

    Λιθουανία

    3.7.2015

    Ουγγαρία

    7.7.2015

    Κροατία

    8.7.2015

    Εσθονία

    10.7.2015

    Ελλάδα

    10.7.2015

    Ισπανία

    10.7.2015

    Γιβραλτάρ

    13.8.2015

    Δανία

    26.8.2015

    Γερμανία

    2.9.2015

    Ρουμανία

    3.9.2015

    Ιταλία

    17.9.2015

    Τελευταία υπενθύμιση στις 21.9.2015

    Αυστρία

    21.9.2015

    Κύπρος

    22.9.2015

    Βουλγαρία

    28.9.2015

    Σλοβενία

    28.9.2015


    ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

    Απάντηση

    Επιτροπή

    29.4.2015

    3.6.2015

    31.8.2015

    23.10.2015

    9.11.2015

    Συμβούλιο

    29.5.2015

    15.6.2015

    27.7.2015


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

    ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΠΟΥ ΚΛΗΘΗΚΑΝ ΝΑ ΠΑΡΑΣΤΟΥΝ

    ΣΕ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    Ονομασία

    Πρόσκληση/Εκπρόσωποι

    Κατάσταση στις 16 Νοεμβρίου 2015

    Airbus

    Guillaume de La Villeguérin,

    Αντιπρόεδρος, φορολογικός και τελωνειακός τομέας

    Συμμετείχε — 2.7.2015

    BNP Paribas

    Christian Comolet-Tirman,

    Διευθυντής, φορολογικές υποθέσεις

    Συμμετείχε — 23.6.2015

    SSE plc

    Martin McEwen, υπεύθυνος φορολογικών υποθέσεων

    Συμμετείχε — 23.6.2015

    Total S.A.

    Nathalie Mognetti,

    Yπεύθυνη φορολογικών υποθέσεων

    Συμμετείχε — 23.6.2015

    Amazon

    Monique Meche, αντιπρόεδρος, παγκόσμιο τμήμα δημόσιας πολιτικής

    Συμμετείχε — 16.11.2015

    Anheuser-Busch InBev

    Malte Lohan, διευθυντής παγκόσμιου τμήματος εταιρικών σχέσεων

    Συμμετείχε — 16.11.2015

    Barclays Bank Group

    Mark Hubbard, επικεφαλής παγκόσμιου τμήματος φορολογικών υποθέσεων

    Συμμετείχε — 16.11.2015

    Coca-Cola Company

    Robert Jordan, αντιπρόεδρος, γενικός σύμβουλος σε θέματα φορολογίας

    Συμμετείχε — 16.11.2015

    Facebook

    Delphine Reyre, διευθύντρια του τμήματος δημόσιας πολιτικής για τη Νότια Ευρώπη

    Συμμετείχε — 16.11.2015

    Google

    Nicklas Lundblad, ανώτερος διευθυντής, τμήμα δημόσιας πολιτικής και σχέσεων με τις κυβερνήσεις

    Συμμετείχε — 16.11.2015

    HSBC Bank plc

    Iain McKinnon, επικεφαλής του τμήματος φορολογικών υποθέσεων ομίλου

    Συμμετείχε — 16.11.2015

    IKEA Group

    Krister Mattsson, επικεφαλής του τμήματος εταιρικής χρηματοδότησης, ασφαλίσεων, φορολογικών υποθέσεων και ταμειακών διαθεσίμων

    Συμμετείχε — 16.11.2015

    McDonald’s Europe

    Irene Yates, αντιπρόεδρος, τμήμα εταιρικής φορολογίας

    Συμμετείχε — 16.11.2015

    Philip Morris

    International

    Werner Schuster, αντιπρόεδρος τμήματος φορολογικών υποθέσεων

    Συμμετείχε — 16.11.2015

    The Walt Disney Company

    John Stowell, ανώτερος αντιπρόεδρος, τμήμα εταιρικής φορολογίας

    Συμμετείχε — 16.11.2015

    Fiat Chrysler Automobiles

    Sergio Marchionne,

    Διευθύνων Σύμβουλος

    Αρνήθηκε, λόγω υπό εξέλιξη έρευνας

    Walmart

    Shelley Broader,

    Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, περιοχή EMEA

    Αρνήθηκε


    Top