Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52013AE0472

    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέματα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: Μια νέα ευρωπαϊκή προσέγγιση για την επιχειρηματική αποτυχία και την αφερεγγυότητα» COM(2012) 742 final και «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας» COM(2012) 744 final — 2012/0360 (COD)

    ΕΕ C 271 της 19.9.2013, p. 55–60 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    19.9.2013   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 271/55


    Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέματα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή: Μια νέα ευρωπαϊκή προσέγγιση για την επιχειρηματική αποτυχία και την αφερεγγυότητα»

    COM(2012) 742 final

    και «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας»

    COM(2012) 744 final — 2012/0360 (COD)

    2013/C 271/10

    Εισηγητής: ο κ. Pedro Augusto ALMEIDA FREIRE

    Στις 12 Δεκεμβρίου 2012, και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα:

    «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — Μια νέα ευρωπαϊκή προσέγγιση για την επιχειρηματική αποτυχία και την αφερεγγυότητα»

    COM(2012) 742 τελικό.

    Στις 15 Ιανουαρίου 2013 και στις 5 Φεβρουαρίου 2013 αντίστοιχα, και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφάσισαν να ζητήσουν τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα:

    «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας»

    COM(2012) 744 τελικό — 2012/0360 (COD).

    Το ειδικευμένο τμήμα «Εσωτερική αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του στις 29 Απριλίου 2013.

    Κατά την 490ή σύνοδο ολομέλειάς της, της 22ας και 23ης Μαΐου 2013 (συνεδρίαση της 22ας Μαΐου 2013), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 130 ψήφους υπέρ, 1 κατά και 4 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση:

    1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

    1.1   Γενικά συμπεράσματα

    1.1.1

    Η Ευρώπη διέρχεται μείζονα οικονομική και κοινωνική κρίση, οι επιπτώσεις της οποίας πλήττουν όλες τις βαθμίδες της κοινωνίας.

    1.1.2

    Η διευκόλυνση της επιβίωσης των επιχειρήσεων συγκαταλέγεται μεταξύ των μέτρων που έχει προσδιορίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την άρση του αδιεξόδου. Πράγματι, οι πτωχεύσεις έχουν συνέπειες οι οποίες εκτείνονται πέραν των αρνητικών επιπτώσεων για τις πληττόμενες επιχειρήσεις και έχουν συνολικό αντίκτυπο στην οικονομία των κρατών μελών, ιδίως στον πολίτη υπό την ιδιότητά του ως φορολογουμένου, μισθωτού και εργοδότη.

    1.1.3

    Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται τους στόχους που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, παρότι είναι της άποψης ότι η «δεύτερη ευκαιρία» που αναφέρεται στην εν λόγω ανακοίνωση θα πρέπει να δίδεται σε επιχειρηματίες που έχουν διδαχθεί από προηγούμενη αποτυχία τους και είναι σε θέση να ανακάμψουν βάσει αναθεωρημένου επιχειρηματικού σχεδίου.

    1.1.4

    Τάσσεται επίσης υπέρ της πρότασης κανονισμού, εκφράζοντας ωστόσο τη λύπη της για το γεγονός ότι στερείται φιλοδοξίας.

    1.1.5

    Πράγματι, απαιτούνται ακόμα πολλές αναλύσεις και απτά μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών, λαμβάνοντας συγχρόνως μέριμνα για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων των επιχειρηματιών και των μισθωτών εργαζομένων, την προώθηση της αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων, την παρεμπόδιση της αναζήτησης του ευνοϊκότερου εθνικού δικαίου («forum shopping») και τη βελτίωση του συντονισμού των διαδικασιών αφερεγγυότητας των ομίλων εταιρειών.

    1.2   Συστάσεις σχετικά με την ανακοίνωση

    1.2.1

    Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι τα θέματα προβληματισμού ενόψει της ουσιαστικής εναρμόνισης του δικαίου περί αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων παρουσιάζουν ενδιαφέρον, παρότι εκφράζει τη λύπη της για την έλλειψη αποτελεσματικής απάντησης στην οικονομική και κοινωνική κρίση με την οποία έρχονται αντιμέτωπες οι επιχειρήσεις και οι πολίτες της Ευρώπης.

    1.2.2

    Διάκειται πιο ευνοϊκά στην έννοια του «νέου επιχειρηματικού ξεκινήματος» (Fresh start), κατά τη βασική έννοια του αμερικανικού δικαίου αφερεγγυότητας, από ό,τι στην έννοια της «δεύτερης ευκαιρίας» που προτάσσει η Επιτροπή. Ως εκ τούτου, καλεί την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο εισαγωγής της έννοιας αυτής στο ευρωπαϊκό δίκαιο αφερεγγυότητας.

    1.2.3

    Θεωρεί επίσης ότι είναι σκόπιμη η καλύτερη προστασία των εργαζομένων και η αναγνώρισή τους ως προνομιούχων πιστωτών.

    1.2.4

    Αντικείμενο προβληματισμού πρέπει να αποτελέσει επίσης η ακατάλληλη στήριξη στις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, η δε ΕΟΚΕ υπογραμμίζει εν προκειμένω ότι η ευθύνη αυτή μπορεί να αφορά και άλλα πρόσωπα πλην των τραπεζών. Καλεί συνεπώς την Επιτροπή να εξετάσει αυτές τις παραμέτρους στην πραγματική τους έκταση.

    1.2.5

    Εκτιμά ότι η ποινικοποίηση του δικαίου αφερεγγυότητας είναι απευκταία, διότι ενδέχεται να αυξήσει τη «δικαστικοποίηση» των διαδικασιών αφερεγγυότητας και να παρατείνει τις προθεσμίες εξέτασης.

    1.2.6

    Φρονεί ότι η συστηματική προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων δεν συνιστά την καλύτερη λύση. Καλεί την Επιτροπή να εξετάσει την πιθανότητα δημιουργίας νέων δικαστικών αρχών, οι οποίες θα συνδέονται, για παράδειγμα, με τον τομέα της οικονομίας, και των οποίων η πολυτομεακή σύνθεση (οικονομική, χρηματοπιστωτική, νομική) θα είναι η πλέον κατάλληλη για να κατανοούν την κατάσταση και να ενεργούν άμεσα, ώστε να συνδράμουν τις επιχειρήσεις να υπερβαίνουν τις χρηματοοικονομικές δυσκολίες τους.

    1.2.7

    Τέλος, καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τις προτάσεις σχετικά με την εναρμόνιση του καθεστώτος του συνδίκου, όπως αυτές απορρέουν από το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Οκτωβρίου 2011 (1).

    1.3   Συστάσεις σχετικά με την πρόταση κανονισμού

    1.3.1

    Η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της πρότασης κανονισμού, παρά το γεγονός ότι αυτή περιορίζεται σε διαδικαστικούς κανόνες και δεν αποβλέπει στην εναρμόνιση των εφαρμοστέων εθνικών δικαίων σε περιπτώσεις αφερεγγυότητας επιχειρήσεων.

    1.3.2

    Επικροτεί την υποχρέωση που επιβάλλεται στα κράτη μέλη να βελτιώσουν τους κανόνες δημοσιότητας δημοσιεύοντας, μέσω ηλεκτρονικού μητρώου, τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις σε διασυνοριακές υποθέσεις αφερεγγυότητας και προβλέποντας τη διασύνδεση των εθνικών μητρώων αφερεγγυότητας.

    1.3.3

    Καλεί, ωστόσο, την Επιτροπή, να μεριμνήσει ώστε οι δαπάνες, το κόστος και οι προθεσμίες των μεταφράσεων να μην επιβραδύνουν τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, διότι η ταχύτητα αποτελεί εγγύηση για την επιτυχή τους έκβαση.

    1.3.4

    Υποστηρίζει την ενσωμάτωση διαδικασιών αστικού δικαίου σε περιπτώσεις υπερχρέωσης, πλην όμως, η προσθήκη αυτή δεν θα πρέπει να αποβαίνει εις βάρος των ιδιωτών οφειλετών. Πράγματι, οιαδήποτε νομοθεσία σχεδιάζεται για τις επιχειρήσεις και προορίζεται για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του εμπορίου παρέχει εξ ορισμού μικρότερο βαθμό προστασίας από ό,τι η νομοθεσία για τους καταναλωτές. Συνιστά στην Επιτροπή να επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα αυτό.

    1.3.5

    Τέλος, καλεί την Επιτροπή να μεριμνήσει ώστε κατά την προσφυγή στη διαδικασία εξουσιοδότησης για την τροποποίηση των παραρτημάτων του κανονισμού να ληφθεί υπόψη το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ και η συμβολή της συναφούς νομολογίας όσον αφορά την έννοια των «βασικών μέτρων».

    2.   Εισαγωγή

    2.1   Ο στόχος της «δέσμης μέτρων για την αφερεγγυότητα»

    2.1.1

    Οι πρωτοβουλίες που περιλαμβάνονται στην εν λόγω δέσμη νομοθετικών μέτρων εντάσσονται στο πλαίσιο της απάντησης της ΕΕ στην οικονομική και κοινωνική κρίση που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και οι πολίτες της Ευρώπης. Ο δεδηλωμένος στόχος είναι η διευκόλυνση της επιβίωσης των επιχειρήσεων και η παροχή δεύτερης ευκαιρίας στους επιχειρηματίες που έχουν περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας.

    2.1.2

    Η μέθοδος που επέλεξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνίσταται στην τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1346/2000 (2) του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000, γνωστού ως «κανονισμού περί αφερεγγυότητας», ο οποίος αφορά κατά κύριο λόγο τις διατάξεις του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου που διέπουν τις διασυνοριακές διαδικασίες αφερεγγυότητας, και την έναρξη διαβούλευσης βάσει της ανακοίνωσης με τίτλο: «Μια νέα ευρωπαϊκή προσέγγιση για την επιχειρηματική αποτυχία και την αφερεγγυότητα».

    2.1.3

    Η ΕΟΚΕ αποφάσισε να διατυπώσει τη θέση της σχετικά με τα δύο κείμενα, εκδίδοντας μία ενιαία γνωμοδότηση.

    2.2   Η πρόταση κανονισμού  (3)

    2.2.1

    Η Επιτροπή, με αφετηρία τη διαπίστωση ότι ο «κανονισμός περί αφερεγγυότητας» της 29ης Μαΐου 2000 δεν είναι πλέον επίκαιρος και παρουσιάζει πέντε μείζονα μειονεκτήματα, προτείνει την αναθεώρηση του εν λόγω κειμένου (4).

    2.3   Η ανακοίνωση

    2.3.1

    Διαπιστώνει, ορθώς, ότι η πρόταση κανονισμού της 12ης Δεκεμβρίου 2012 περιορίζεται στην επικαιροποίηση του «κανονισμού περί αφερεγγυότητας» της 29ης Μαΐου 2000, δεδομένου ότι πραγματεύεται μόνο την αναγνώριση και τον συντονισμό των διαδικαστικών κανόνων που εφαρμόζονται σε εθνικές υποθέσεις αφερεγγυότητας, και τούτο χωρίς την εναρμόνιση των εθνικών δικαίων που διέπουν τις περιπτώσεις αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων.

    2.3.2

    Επιχειρεί να αντισταθμίσει αυτήν την έλλειψη προτείνοντας πεδία προβληματισμού για την ουσιαστική εναρμόνιση του δικαίου περί αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι εξετάζονται αποκλειστικά και μόνο διασυνοριακές υποθέσεις αφερεγγυότητας.

    3.   Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την ανακοίνωση

    3.1   Το σκεπτικό της νέας προσέγγισης

    3.1.1

    Βασίζεται στην ανάγκη να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στους επιχειρηματίες και να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας.

    3.1.2

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί, από την πλευρά της, ότι οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων, όπως άλλωστε και η ίδρυση επιχειρήσεων, αποτελούν μέρος του κύκλου της οικονομικής ζωής και της δυναμικής της αγοράς. Ως εκ τούτου, θα ήταν λάθος να χαρακτηριστούν υπό αυτό το πρίσμα ως δεινά που θα πρέπει να αποφεύγονται με οποιοδήποτε τίμημα.

    3.1.3

    Με το σκεπτικό αυτό, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η «δεύτερη ευκαιρία» στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή θα πρέπει να δίδεται στους επιχειρηματίες που έχουν διδαχθεί από την προηγούμενη αποτυχία τους και είναι σε θέση να ανακάμψουν βάσει αναθεωρημένου επιχειρηματικού σχεδίου.

    3.1.4

    Υπογραμμίζει επίσης ότι οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων ενδέχεται να οφείλονται σε ενδογενή αίτια, όπως η κακή διαχείριση, αλλά και σε εξωγενή αίτια οφειλόμενα σε κανονιστικές διατάξεις που είναι τόσο υπερβολικές όσο και ακατάλληλες. Εν προκειμένω, ευθύνη για τις πτωχεύσεις έχει εν μέρει και το κράτος, υπό την ιδιότητά του ως νομοθέτη, αλλά και ως αναθέτουσας αρχής στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων (5).

    3.1.5

    Η ΕΟΚΕ είναι διάκειται πιο ευνοϊκά στην έννοια του «νέου επιχειρηματικού ξεκινήματος» (Fresh start), κατά τη βασική έννοια του αμερικανικού δικαίου αφερεγγυότητας (6), από ό,τι στην έννοια της «δεύτερης ευκαιρίας» που προτάσσει η Επιτροπή. Το «νέο επιχειρηματικό ξεκίνημα» (Fresh start), έννοια κυρίως πολιτισμική και όχι νομική, προϋποθέτει ότι ο οφειλέτης απαλλάσσεται, υπό ορισμένους όρους, από την προσωπική ευθύνη των χρεών του. Κατά συνέπεια, παρακάμπτεται το στάδιο της δικαστικής απόφασης με την οποία κηρύσσεται η πτώχευση της επιχείρησης και ο οφειλέτης μπορεί να ξεκινήσει νέο επιχειρηματικό σχέδιο, χωρίς να έχει χαρακτηριστεί ως «πτωχεύσας».

    3.1.6

    Η ανακοίνωση αφήνει να εννοηθεί, αντιθέτως, ότι η «δεύτερη ευκαιρία» συνίσταται σε συνέχιση της δραστηριότητας. Πλην όμως, θα ήταν, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, αντιπαραγωγικό να διατηρούνται ως έχουν επιχειρήσεις στον οικονομικό ιστό, δίδοντάς τους «δεύτερη ευκαιρία», ενώ η εμπειρία έχει δείξει ότι το επιλεγμένο μοντέλο δεν είναι βιώσιμο.

    3.1.7

    Η εν λόγω προσέγγιση θα πλήξει την εμπιστοσύνη των πιστωτών και των προμηθευτών και, εντέλει, θα βλάψει τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των οικονομικών φορέων.

    3.2   Η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της αμερικανικής προσέγγισης του δικαίου αφερεγγυότητας και είναι μάλιστα της άποψης ότι η αξιολόγηση του «νέου επιχειρηματικού ξεκινήματος» (Fresh Start) θα πρέπει να διενεργείται πριν από την προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου.

    4.   Ειδικές παρατηρήσεις σχετικά με την ανακοίνωση

    4.1   Ο στόχος της αποτελεσματικής εναρμόνισης

    4.1.1

    Η ανομοιογένεια των εθνικών νομοθεσιών περί αφερεγγυότητας συνιστά, ιδίως για τις εταιρείες που ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες, πηγή ανταγωνιστικών μειονεκτημάτων, τα οποία ενδέχεται να εμποδίζουν την οικονομική ανάκαμψη.

    4.1.2

    Αποτελεί κίνητρο για «forum shopping», με τελικό αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της εσωτερικής αγοράς.

    4.1.3

    Για τον λόγο αυτόν, η ΕΟΚΕ συντάσσεται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (7) το οποίο είχε απευθύνει έκκληση για εναρμόνιση ορισμένων τομέων του πτωχευτικού δικαίου.

    4.1.4

    Ζητεί επίσης από την Επιτροπή να υποβάλει, βάσει του άρθρου 50, του άρθρου 81 παράγραφος 2 ή του άρθρου 114 της ΣΛΕΕ, μία ή περισσότερες νομοθετικές προτάσεις για τη χάραξη ενός πραγματικού ευρωπαϊκού πλαισίου για την αφερεγγυότητα των επιχειρήσεων, χωρίς να περιορίζεται σε απλές διαδικαστικές διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

    4.1.5

    Πράγματι, οι υποθέσεις αφερεγγυότητας έχουν συνέπειες οι οποίες εκτείνονται πέραν των αρνητικών επιπτώσεων για τις πληττόμενες επιχειρήσεις, έχουν συνολικό αντίκτυπο στην οικονομία των κρατών μελών, και ειδικότερα στον πολίτη υπό την ιδιότητά του ως φορολογουμένου, μισθωτού εργαζόμενου και εργοδότη.

    4.2   Προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών

    4.2.1

    Αρχικά, οι συλλογικές διαδικασίες αφερεγγυότητας εξυπηρετούσαν αποκλειστικά την ικανοποίηση των πιστωτών, αλλά σταδιακά εξελίχθηκαν, με αποτέλεσμα να αποσκοπούν στη βιωσιμότητα της επιχείρησης, τη διατήρηση των θέσεων εργασίας και την εκκαθάριση των υποχρεώσεων. Πιο πρόσφατα, η νομοθετική τάση στην Ευρώπη συνίσταται στην πρόληψη των προβλημάτων της επιχείρησης πριν από την παύση πληρωμών.

    4.2.2

    Η έναρξη συλλογικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη αποτελεί εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός για τον πιστωτή, ο οποίος δεν γνωρίζει εάν θα μπορέσει να εισπράξει τα οφειλόμενα ποσά. Η πρώτη απογοήτευση οφείλεται στο ότι, συχνά, η έναρξη συλλογικής διαδικασίας απαγορεύει τη δίωξη του οφειλέτη για οιαδήποτε απαίτηση έχει προκύψει πριν από τη δικαστική απόφαση έναρξης της διαδικασίας και αναστέλλει τις τρέχουσες διώξεις. Κατά συνέπεια, κάθε πιστωτής οφείλει να αναγγείλει τις απαιτήσεις του εντός της νόμιμης προθεσμίας (8).

    4.2.3

    Η δεύτερη απογοήτευση του πιστωτή προκύπτει σε περίπτωση ανεπάρκειας περιουσιακών στοιχείων· στην πράξη, προτείνεται συχνά κατά τη διάρκεια της συλλογικής διαδικασίας να επιλέξουν είτε την άμεση πληρωμή τους, εφόσον παραιτηθούν από ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό των απαιτήσεών τους, είτε την ανακατανομή του χρέους για ένα δεδομένο χρονικό διάστημα.

    4.2.4

    Κατά συνέπεια, η ιδανική λύση για τον πιστωτή είναι η πρόληψη οιασδήποτε κατάστασης αφερεγγυότητας, για παράδειγμα με την εξασφάλιση ορισμένων πράξεων κατά τη σύναψη της σύμβασης, την απαίτηση παροχής εγγυήσεων μέσω τρίτων (9) ή την απαίτηση εγγυήσεων, ενέγγυων ή ενυπόθηκων εξασφαλίσεων επί των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης (10).

    4.3   Καλύτερη αντιμετώπιση της κατάστασης των μισθωτών εργαζομένων κατά τις διαδικασίες αφερεγγυότητας

    4.3.1

    Οι μισθωτοί εργαζόμενοι βρίσκονται στο στόχαστρο σε περίπτωση πτώχευσης της επιχείρησης στην οποία απασχολούνται. Δεν προηγείται πάντα διακανονισμός για την καταβολή των μισθών τους πριν από την υποβολή της αίτησης κήρυξης πτώχευσης και η προσωπική οικονομική τους κατάσταση είναι δυσχερής κατά τη διάρκεια αυτής της προβληματικής περιόδου.

    4.3.2

    Η έναρξη συλλογικής διαδικασίας συνεπάγεται συχνά την εκλογή εκπροσώπου των εργαζομένων, η αποστολή του οποίου συνίσταται στον έλεγχο των πληροφοριών σχετικά με τις μισθολογικές απαιτήσεις. Εκτός από τους συνήθεις φορείς εκπροσώπησης των εργαζομένων στο εσωτερικό μιας επιχείρησης, λειτουργεί και ως σύνδεσμος ενημέρωσης μεταξύ του προσωπικού, του δικαστηρίου και των συμμετεχόντων στη διαδικασία.

    4.3.3

    Τα ποσά που οφείλονται στους εργαζόμενους πριν από την έναρξη της συλλογικής διαδικασίας πρέπει να εγγράφονται στις υποχρεώσεις της επιχείρησης. Ωστόσο, αυτό το μέτρο γενικού χαρακτήρα μετριάζεται στην πραγματικότητα κατά πολύ λόγω των αποκλίσεων μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών και πρακτικών. Επομένως, η έλλειψη εναρμόνισης σχετικά με την κατάταξη των πιστωτών καθιστά το ζήτημα των συλλογικών διαδικασιών υπερβολικά αβέβαιο για τους εργαζόμενους.

    4.3.4

    Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι είναι σκόπιμη η καλύτερη προστασία των μισθωτών εργαζομένων και η αναγνώρισή τους ως προνομιούχων πιστωτών, φρονεί δε εν προκειμένω ότι θα ήταν χρήσιμη η εναρμόνιση της προστασίας τους.

    4.4   Πρόληψη της ακατάλληλης στήριξης προβληματικών επιχειρήσεων

    4.4.1

    Οι εμπορικές πρακτικές ορισμένων χρηματοπιστωτικών οργανισμών μπορεί και οδηγήσουν στην στήριξη επιχειρήσεων των οποίων η κατάσταση έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Δημιουργούν έτσι μια φαινομενική φερεγγυότητα που βλάπτει τον υγιή ανταγωνισμό στην αγορά και αμαυρώνει ην εικόνα του τραπεζικού τομέα.

    4.4.2

    Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι η ευθύνη για την παροχή καταχρηστικής στήριξης μπορεί να αφορά και άλλα πρόσωπα πλην των τραπεζών συμπεριλαμβανομένου και του κράτους, Επίσης: ορισμένα εθνικά δικαστήρια εκτιμούν ότι ορισμένοι προμηθευτές ή πελάτες της επιχείρησης ενδέχεται επίσης να φέρουν ευθύνη, διότι, λόγω της στάσης τους, παρέχουν καταχρηστική στήριξη στη δραστηριότητα μιας επιχείρησης, η οποία γνωρίζουν ότι είναι ανεπανόρθωτα επισφαλής.

    4.4.3

    Οι ανωτέρω παράμετροι θα πρέπει να ληφθούν εξίσου υπόψη, στην πραγματική τους έκταση, ενόψει της εναρμόνισης του δικαίου αφερεγγυότητας.

    4.5   Η ειδική περίπτωση των δόλιων πτωχεύσεων

    4.5.1

    Στην πλειονότητά τους, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων οφείλονται σε αντικειμενικούς λόγους και δεν αφορούν τυχόν δόλια συμπεριφορά των διαχειριστών τους.

    4.5.2

    Εντούτοις, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το φαινόμενο των δόλιων πτωχεύσεων. Σχετική αναφορά κάνει άλλωστε και η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της (11), προτείνοντας να γίνεται διάκριση μεταξύ των έντιμων και των ανέντιμων πτωχεύσεων. Κατά την άποψή της, η ηθελημένη ή ανεύθυνη μη συμμόρφωση προς τις νομικές υποχρεώσεις του οφειλέτη υπόκειται σε αστικές, ακόμα δε και σε ποινικές κυρώσεις. Σε αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να επισπεύδεται η διαδικασία εκκαθάρισης για έντιμες πτωχεύσεις.

    4.5.3

    Από την πλευρά της, η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη ότι ενδείκνυται η εναρμόνιση της περιόδου πτωχευτικής αποκατάστασης, καθώς και η ευλόγως σύντομη διάρκειά της, ιδίως προς όφελος των εργαζομένων, αλλά διατηρεί επιφυλάξεις ως προς τη διάκριση των διαδικασιών εκκαθάρισης σε συνάρτηση με την εντιμότητα των διαχειριστών, διότι το κριτήριο αυτό αναμένεται να αυξήσει τη "δικαστικοποίηση" των διαδικασιών αφερεγγυότητας, προσδίδοντάς τους ποινικό χαρακτήρα και παρατείνοντας τις προθεσμίες εξέτασης.

    4.5.4

    Η εν λόγω ποινικοποίηση του πτωχευτικού δικαίου είναι απευκταία. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, η εκτίμηση του δόλιου χαρακτήρα της πτώχευσης πρέπει να διενεργείται στο πλαίσιο διαδικασίας χωριστής από τη διαδικασία αφερεγγυότητας.

    5.   Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την πρόταση κανονισμού

    5.1

    Η ΕΟΚΕ επικροτεί την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού με τη συμπερίληψη των υβριδικών διαδικασιών, των προ-πτωχευτικών διαδικασιών, των διαδικασιών απαλλαγής από χρέη, καθώς και των διαδικασιών σχετικά με τα φυσικά πρόσωπα.

    5.2

    Επικροτεί επίσης τη διευκρίνιση των όρων ανατροπής του τεκμηρίου ότι το κέντρο των κύριων συμφερόντων (ΚΚΣ) βρίσκεται στον τόπο της καταστατικής έδρας.

    5.3

    Εξίσου θετική είναι και η βελτίωση του διαδικαστικού πλαισίου για τον καθορισμό του πεδίου παρέμβασης των αρμόδιων δικαστηρίων, τα οποία έχουν δικαιοδοσία για αγωγές που απορρέουν άμεσα από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και έχουν στενή σχέση με αυτές, όπως οι αγωγές διάρρηξης.

    5.4

    Το γεγονός ότι η δευτερεύουσα διαδικασία δεν απαιτείται πλέον να είναι διαδικασία εκκαθάρισης και ότι μπορεί να απορριφθεί η αίτηση έναρξής της αν αυτό δεν είναι απαραίτητο για την προστασία των συμφερόντων των τοπικών πιστωτών, συμβάλλει επίσης στη βελτίωση του κανονισμού, όπως και η επέκταση της συνεργασίας μεταξύ κύριας και δευτερεύουσας διαδικασίας.

    5.5

    Η υποχρέωση των κρατών μελών να βελτιώσουν τους κανόνες δημοσιότητας, δημοσιεύοντας τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις σε διασυνοριακές υποθέσεις αφερεγγυότητας σε ηλεκτρονικό μητρώο προσπελάσιμο από το κοινό, και η πρόβλεψη της διασύνδεσης των εθνικών μητρώων αφερεγγυότητας αποτελούν ενδιαφέρουσες προτάσεις.

    5.6

    Η ΕΟΚΕ διατηρεί, ωστόσο, επιφυλάξεις όσον αφορά τις δαπάνες, το κόστος και τις προθεσμίες των μεταφράσεων και υπενθυμίζει ότι η ταχύτητα αποτελεί εγγύηση για την επιτυχή έκβαση της διαδικασίας.

    5.7

    Τέλος, εκφράζει την ικανοποίησή της για την υποχρέωση των δικαστηρίων και των συνδίκων να συνεργάζονται στο πλαίσιο των διαδικασιών αφερεγγυότητας που αφορούν τα μέλη του ίδιου ομίλου εταιρειών, διότι παρέχει στους συνδίκους τα μέσα να επιτελούν αποδοτικότερα το έργο τους.

    6.   Ειδικές παρατηρήσεις σχετικά με την πρόταση κανονισμού

    6.1

    Η ΕΟΚΕ εκφράζει τον προβληματισμό της σχετικά με τον συντονισμό μεταξύ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1215/2012 (12), ο οποίος θεσπίστηκε προς αντικατάσταση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων και τα αποτελέσματα των δικαστικών αποφάσεων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος είναι γνωστός και ως «κανονισμός Βρυξελλών Ι». Διερωτάται εάν η αιτιολογική σκέψη 6 που περιλαμβάνεται στην πρόταση «κανονισμού περί αφερεγγυότητας» διευκρινίζει επαρκώς το κριτήριο της κατανομής των αρμοδιοτήτων που απορρέει από τη νομολογία Gourdain (13). Πράγματι, η συγκεκριμένη νομολογία φαίνεται να παρέχει περιοριστική ερμηνεία, ενώ ορισμένες αγωγές που ασκούνται δυνάμει του «κανονισμού Βρυξέλλες Ι» είναι καθοριστικής σημασίας για τη διαδικασία αφερεγγυότητας. Για παράδειγμα, η προσθήκη ή μη ρήτρας επιφύλαξης επίσης κυριότητας αποτελεί στοιχείο αποφασιστικής σημασίας για τον καθορισμό της έκτασης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Η πρόκληση εν προκειμένω είναι σημαντική σε συνάρτηση με τον δεδηλωμένο στόχο της διάσωσης των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα, δεδομένου ότι η αναδιάρθρωση των περιουσιακών στοιχείων συνιστά αποφασιστικό παράγοντα για την επιτυχή ανάκαμψη των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες.

    6.2

    Όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ των συνδίκων, η Επιτροπή θα μπορούσε να είχε προτείνει την τροποποίηση του άρθρου 31, προάγοντας περισσότερο την υιοθέτηση κοινής δήλωσης προθέσεων μεταξύ των συνδίκων. Πράγματι, η διαφοροποίηση του καθεστώτος των συνδίκων στα κράτη μέλη αποτελεί φραγμό στην επαγγελματική τους συνεργασία.

    6.3

    Όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των συνδίκων και των δικαστηρίων, οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να αφορούν κατά προτεραιότητα την απογραφή, το παθητικό του οφειλέτη, την υποβολή και την επαλήθευση των απαιτήσεων, καθώς και τον συντονισμένο συλλογικό διακανονισμό των χρεών προς τους πιστωτές που περιλαμβάνονται στα υπό διαπραγμάτευση σχέδια.

    6.4

    Τέλος, η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο προσφυγής στη διαδικασία εξουσιοδότησης για την τροποποίηση των παραρτημάτων του κανονισμού, παρότι το ζητούμενο φαίνεται να είναι βασικά μέτρα, όπως η έννοια της συλλογικής διαδικασίας ή ο κατάλογος των προσώπων που ενεργούν με την ιδιότητα του συνδίκου.

    7.   Ειδικές παρατηρήσεις όσον αφορά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου αφερεγγυότητας

    7.1

    Κρίνεται αναγκαία η εναρμόνιση των κριτηρίων αφερεγγυότητας. Πράγματι, σε ορισμένα κράτη μέλη η διαδικασία αφερεγγυότητας προβλέπεται μόνον εφόσον ο οφειλέτης αποδειχθεί αφερέγγυος, ενώ σε άλλα κράτη μέλη θεωρείται επαρκές κριτήριο η «πιθανότητα» αφερεγγυότητας «στο εγγύς μέλλον».

    7.2

    Οι αποκλίσεις αυτές ευνοούν την πρακτική του «forum shopping» και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξαλειφθούν.

    7.3

    Η εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με την αναγγελία των απαιτήσεων υπαγορεύεται επίσης από την επιτακτική ανάγκη της ασφάλειας δικαίου.

    8.   Ενσωμάτωση των αστικών διαδικασιών υπερχρέωσης

    8.1

    Η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της συγκεκριμένης πρότασης της Επιτροπής με τη μορφή νέας αιτιολογικής σκέψης 9 (14).

    8.2

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10 του «κανονισμού περί αφερεγγυότητας» της 29ης Μαΐου 2000 παρέχουν προς τον σκοπό αυτόν το κατάλληλο έρεισμα (15).

    8.3

    Εντούτοις, η εν λόγω προσθήκη δεν θα πρέπει να αποβαίνει εις βάρος των ιδιωτών οφειλετών. Πράγματι, οιαδήποτε νομοθεσία σχεδιάζεται για τις επιχειρήσεις και προορίζεται για την ικανοποίηση των εμπορικών απαιτήσεων παρέχει εξ ορισμού μικρότερο βαθμό προστασίας από ό,τι η νομοθεσία για τους καταναλωτές. Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ συνιστά στην Επιτροπή να επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα αυτό.

    8.4

    Καλεί επίσης την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο εναρμόνισης της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας των ιδιωτών, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των καταναλωτών.

    9.   Εναρμόνιση του καθεστώτος και των προσόντων των συνδίκων

    9.1

    Οι εθνικές αποκλίσεις όσον αφορά το καθεστώς και τα προσόντα των συνδίκων επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, διότι περιπλέκουν τις διασυνοριακές διαδικασίες αφερεγγυότητας (16).

    9.2

    Προς το συμφέρον των επιχειρήσεων και χάριν της οικονομικής ανάκαμψης, είναι σκόπιμο να διασφαλιστεί άμεσα η εναρμόνιση των γενικών πτυχών σχετικά με τις απαιτήσεις για τα προσόντα και το έργο του συνδίκου. Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ συντάσσεται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (17) για τη διατύπωση συστάσεων σχετικά με τα ακόλουθα θέματα προβληματισμού:

    ο σύνδικος πρέπει να έχει λάβει άδεια από μια αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους ή να έχει διοριστεί από αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους, να απολαύει καλής φήμης και να διαθέτει το κατάλληλο επίπεδο εκπαίδευσης που απαιτείται για την άσκηση των καθηκόντων του·

    πρέπει να διαθέτει ικανότητα και προσόντα προκειμένου να αξιολογεί την κατάσταση του οφειλέτη και να αναλαμβάνει καθήκοντα διαχείρισης της εταιρείας·

    πρέπει, ως εναλλακτική δυνατότητα προς τη μεταβίβαση των απαιτήσεων, να μπορεί να ανακτήσει, με κατάλληλες διαδικασίες και κατά προτεραιότητα, τα ποσά που οφείλονται στην επιχείρηση πριν από την ικανοποίηση των πιστωτών·

    πρέπει να είναι ανεξάρτητος από πιστωτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη στη διαδικασία αφερεγγυότητας·

    σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, πρέπει να παραιτείται από τα καθήκοντά του.

    9.3

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα πρέπει να προχωρήσει πέρα από τις διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 31 της πρότασης κανονισμού, το οποίο περιορίζεται στην επικύρωση της πρακτικής, και να αναφερθεί στη συνεργασία μεταξύ του συνδίκου της κύριας διαδικασίας και του συνδίκου της δευτερεύουσας διαδικασίας.

    10.   Θέσπιση διαδικασιών εξωδικαστικών συμβιβασμών για την αποτελεσματική στήριξη και πλαισίωση των επιχειρήσεων

    10.1

    Η προώθηση των διαδικασιών με διαπραγμάτευση αναμένεται να παράσχει τη δυνατότητα αύξησης της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας των σχεδίων αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων.

    10.2

    Η μέση διάρκειά τους και το ποσοστό επιτυχίας που διαπιστώνεται εν γένει στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνηγορούν υπέρ της υιοθέτησης της εν λόγω προσέγγισης.

    10.3

    Επιπλέον, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η συστηματική προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων δεν συνιστά απαραιτήτως την καλύτερη λύση.

    Τάσσεται συνεπώς υπέρ της ιδέας περί δημιουργίας νέων δικαστικών αρχών, οι οποίες θα συνδέονται, για παράδειγμα, με τον τομέα της οικονομίας, και των οποίων η πολυτομεακή σύνθεση (οικονομική, χρηματοπιστωτική, νομική) θα είναι η πλέον κατάλληλη ώστε να ενεργούν άμεσα, προκειμένου να συνδράμουν τις επιχειρήσεις να υπερβούν τις χρηματοοικονομικές δυσκολίες τους.

    10.4

    Το καθεστώς αυτό εφαρμόζεται ήδη σε αρκετές χώρες και η χρήση του θα μπορούσε να επεκταθεί σε όλα τα κράτη μέλη.

    10.5

    Τέλος, θα ήταν χρήσιμο η Επιτροπή να δημοσιεύει σε περιοδική βάση στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις υποθέσεις αφερεγγυότητας που έχουν υπαχθεί στον «κανονισμό περί αφερεγγυότητας», ούτως ώστε να είναι εφικτή η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος που θεσπίζει ο κανονισμός.

    Βρυξέλλες, 22 Μαΐου 2013.

    Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

    Henri MALOSSE


    (1)  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15.11.2011 – 2011/2006 (INI).

    (2)  ΕΕ L 160 της 30.6.2000, σ. 1 και ΕΕ C 75 της 15.3.2000, σ. 1.

    (3)  COM(2012) 744 τελικό της 12.12.2012.

    (4)  

    υπερβολικά περιορισμένο πεδίο εφαρμογής·

    συνέχιση του προβλήματος του «forum shopping» λόγω μη συνεκτικής εφαρμογής της έννοιας του «κέντρου των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη»·

    απουσία συντονισμού μεταξύ κύριας και δευτερεύουσας διαδικασίας αφερεγγυότητας·

    ανεπαρκής δημοσιότητα των διαδικασιών αφερεγγυότητας·

    νομικό κενό όσον αφορά την αφερεγγυότητα των πολυεθνικών ομίλων·

    η Επιτροπή χρησιμοποιεί ως βάση τις 134 απαντήσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο δημόσιας διαβούλευσης που ξεκίνησε στις 29 Μαρτίου 2012, τα συμπεράσματα μελέτης συγκριτικού δικαίου που εκπονήθηκε από τα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και της Βιέννης, καθώς και μια ανάλυση επιπτώσεων όπου αξιολογούνται διαφορετικά σενάρια σχετικά με τις επιλογές μεταρρύθμισης, προκειμένου να προτείνει την κάλυψη των ανωτέρω πέντε κενών, στο πλαίσιο πρότασης «κανονισμού του Συμβουλίου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας».

    (5)  Για παράδειγμα, διατάξεις σχετικές με την ασφάλεια ή το περιβάλλον, οι οποίες παρότι είναι θεμιτές ως προς το πνεύμα τους, ενδέχεται όμως να έχουν δυσμενή αντίκτυπο στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Οι προθεσμίες πληρωμής που εφαρμόζονται στην πράξη από τον αγοραστή του δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων, συντείνουν επίσης στις δυσκολίες με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες οι επιχειρήσεις.

    (6)  Thomas H. Jackson, «The Fresh-Start Policy in Bankruptcy Law», Νομική Επιθεώρηση Harv. L. Rev., τεύχος 98, 1985, σ. 1393. Charles Jordan Tabb, «The Scope of the Fresh Start in Bankruptcy: Collateral Conversions and the Dischargeability Debate», Νομική Επιθεώρηση Geo. Wash. L. Rev., τεύχος 59, 1990, σ. 56.

    (7)  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15.11.2011 – 2011/2006 (INI).

    (8)  Οι απαιτήσεις που θα πρέπει να δηλωθούν δεν είναι μόνο οι ληξιπρόθεσμες ή εκείνες που πρόκειται να λήξουν πριν από τη έκδοση δικαστικής απόφασης αλλά και εκείνες που θα δημιουργηθούν μεταγενέστερα, εφόσον αντιστοιχούν σε παροχές πριν από την ημερομηνία της δικαστικής απόφασης έναρξης της διαδικασίας ή αναγκαίες για τη συνέχιση της διαδικασίας.

    (9)  Μέσω τράπεζας ή μέσω του διαχειριστή.

    (10)  Ακίνητα, φήμη και πελατεία, εμπορικά σήματα κ.λπ.

    (11)  Σημείο 3.1: Δεύτερη ευκαιρία για τους επιχειρηματίες στις έντιμες πτωχεύσεις. COM(2012) 742 τελικό.

    (12)  Η εφαρμογή του κανονισμού μετατέθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2015, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη μέλη να προσαρμόσουν τους οικείους διαδικαστικούς κανόνες, λόγω της κατάργησης της κήρυξης εκτελεστότητας.

    (13)  ΔΕΚ, απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 1979 στην υπόθεση Gourdain κατά Nadler.

    (14)  Αιτιολογική σκέψη 9: «Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στις διαδικασίες αφερεγγυότητας […], ανεξάρτητα από το αν ο οφειλέτης είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έμπορος ή ιδιώτης».

    (15)  Επιπλέον, στις νομοθεσίες ορισμένων κρατών μελών προβλέπονται ήδη σχετικές διατάξεις. Στο Βέλγιο, η διαδικασία συλλογικού διακανονισμού των χρεών αφορά επίσης τις εφαρμοστέες διαδικασίες για τους καταναλωτές (νόμος της 5ης Ιουλίου 1988). Στη Γερμανία δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των εφαρμοστέων διαδικασιών για τους εμπόρους και των εφαρμοστέων διαδικασιών για τους ιδιώτες (νόμος της 5ης Οκτωβρίου 1994).

    (16)  Στην πραγματικότητα, ο σύνδικος μπορεί να είναι ένας υπάλληλος ή ένας ιδιώτης αναγνωρισμένος από το κράτος, τον οποίο ορίζει το δικαστήριο αλλά αμοίβεται από τους πιστωτές.

    (17)  Έκθεση της 11ης Οκτωβρίου 2011 με συστάσεις προς τη Επιτροπή σχετικά με τις διαδικασίες αφερεγγυότητας στο πλαίσιο του εταιρικού δικαίου της ΕΕ (2011/2006(INI)).


    Top