EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008AG0003

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 3/2008, της 20ής Δεκεμβρίου 2007 , που υιοθέτησε το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ενόψει της έκδοσης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της πολιτικής των υδάτων και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ, 86/280/ΕΟΚ και 2000/60/ΕΚ

ΕΕ C 71E της 18.3.2008, p. 1–15 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 71/1


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 3/2008

που υιοθέτησε το Συμβούλιο στις 20 Δεκεμβρίου 2007

ενόψει της έκδοσης της οδηγίας 2008/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της πολιτικής των υδάτων και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ, 86/280/ΕΟΚ και 2000/60/ΕΚ

(2008/C 71 E/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χημική ρύπανση των επιφανειακών υδάτων συνιστά απειλή τόσο για το υδάτινο περιβάλλον, με επιπτώσεις όπως η οξεία και η χρόνια τοξικότητα για υδρόβιους οργανισμούς, η σώρευση στο οικοσύστημα και οι απώλειες ενδιαιτημάτων και βιοποικιλότητας, όσο και για την ανθρώπινη υγεία. Θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στον εντοπισμό των αιτιών της ρύπανσης και να αντιμετωπιστούν οι εκπομπές στην πηγή, με τον τρόπο που κρίνεται ως ο αποδοτικότερος και ο φιλικότερος προς το περιβάλλον.

(2)

Σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (3), το περιβάλλον και η υγεία καθώς και η ποιότητα ζωής αποτελούν πρωταρχικής σημασίας περιβαλλοντικές προτεραιότητες του προγράμματος αυτού, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη θέσπισης ειδικότερης νομοθεσίας στον τομέα της πολιτικής των υδάτων.

(3)

Η οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (4), καθορίζει στρατηγική κατά της ρύπανσης των υδάτων και προβλέπει νέα ειδικά μέτρα για τον έλεγχο της ρύπανσης και για τα πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος (ΠΠΠ). Η παρούσα οδηγία καθορίζει ΠΠΠ σύμφωνα με τις διατάξεις και τους στόχους της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν τα αναγκαία, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφοι 1 και 8 της οδηγίας, μέτρα για την προοδευτική μείωση της ρύπανσης από τις ουσίες προτεραιότητας και την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη των εκπομπών, των απορρίψεων και των διαρροών επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας.

(5)

Από το έτος 2000 και μετά έχουν εγκριθεί πολυάριθμες κοινοτικές πράξεις που αποτελούν μέτρα ελέγχου των εκπομπών σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ για επιμέρους ουσίες προτεραιότητας. Επιπλέον, πολυάριθμα μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής άλλων υφιστάμενων κοινοτικών νομοθετημάτων. Συνεπώς, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα μάλλον στην εφαρμογή και την αναθεώρηση των υφιστάμενων μέσων παρά στην πρόβλεψη νέων ελέγχων.

(6)

Όσον αφορά τους ελέγχους εκπομπών ουσιών προτεραιότητας από σημειακές και διάχυτες πηγές σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, φαίνεται αποδοτικότερο για τα κράτη μέλη και πιο σκόπιμο από άποψη αναλογικότητας να περιλάβουν στο πρόγραμμα των μέτρων που θα ληφθούν για τις περιοχές με λεκάνες απορροής ποταμών σύμφωνα με το άρθρο 11 της ανωτέρω οδηγίας, όπου χρειάζεται, τα ενδεδειγμένα σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ μέτρα ελέγχου, επιπροσθέτως προς την εφαρμογή της υπόλοιπης υφιστάμενης κοινοτικής νομοθεσίας.

(7)

Η απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2001, για τη θέσπιση του καταλόγου ουσιών προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής των υδάτων και για την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (5), ορίζει τον πρώτο κατάλογο 33 ουσιών ή ομάδων ουσιών στις οποίες έχει δοθεί προτεραιότητα για δράση σε κοινοτική κλίμακα. Ορισμένες από τις εν λόγω ουσίες προτεραιότητας έχουν οριστεί ως επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας, για τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόσουν τα απαιτούμενα μέτρα με σκοπό την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη των εκπομπών, των απορρίψεων και των διαρροών. Ορισμένες ουσίες επανεξετάζονται και θα πρέπει να ταξινομηθούν. H Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει να επανεξετάζει τον κατάλογο ουσιών προτεραιότητας, ιεραρχώντας τις ουσίες που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μέτρων, βάσει των συμπεφωνημένων κριτηρίων τα οποία καταδεικνύουν τον κίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον, ή μέσω αυτού, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και να υποβάλλει, εφόσον είναι σκόπιμο, προτάσεις.

(8)

Από την άποψη του κοινοτικού ενδιαφέροντος και με σκοπό την αποτελεσματικότερη ρύθμιση της προστασίας των επιφανειακών υδάτων, είναι σκόπιμο να καθοριστούν ΠΠΠ για ρύπους που έχουν καταταχθεί στις ουσίες προτεραιότητας σε κοινοτική κλίμακα και να αφεθεί στα κράτη μέλη η αρμοδιότητα του καθορισμού κανόνων για τους υπόλοιπους ρύπους σε εθνικό επίπεδο, όταν αυτό απαιτείται, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των σχετικών κοινοτικών κανόνων. Πάντως, οκτώ ρύποι οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 86/280/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1986, σχετικά με τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις ορισμένων επικίνδυνων ουσιών που υπάγονται στον κατάλογο Ι του Παραρτήματος της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ (6) και περιλαμβάνονται στην ομάδα των ουσιών για τις οποίες απαιτείται η λήψη μέτρων από τα κράτη μέλη με σκοπό τη διαμόρφωση καλής χημικής κατάστασης μέχρι το 2015, με την επιφύλαξη των άρθρων 2 και 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, δεν περιελήφθησαν στον κατάλογο ουσιών προτεραιότητας. Ωστόσο, τα κοινά πρότυπα που είχαν καθοριστεί για τους ρύπους αυτούς αποδείχθηκαν χρήσιμα και είναι σκόπιμο να διατηρηθεί η ρύθμισή τους σε κοινοτικό επίπεδο.

(9)

Κατά συνέπεια, οι διατάξεις που αφορούν τους τρέχοντες στόχους ποιότητας του περιβάλλοντος, οι οποίοι ορίζονται στην οδηγία 82/176/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1982, περί των οριακών τιμών και των ποιοτικών στόχων για τις απώλειες γύρω από το βιομηχανικό τομέα της ηλεκτρόλυσης των χλωριούχων αλάτων αλκαλίων (7), στην οδηγία 83/513/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1983, για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απώλειες καδμίου (8), στην οδηγία 84/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 1984, για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους όσον αφορά τις απορρίψεις υδραργύρου σε τομείς άλλους εκτός του τομέα της ηλεκτρόλυσης των χλωριούχων αλάτων των αλκαλίων (9), στην οδηγία 84/491/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 1984, σχετικά με τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις εξαχλωροκυκλοεξανίου (10), και στην οδηγία 86/280/ΕΟΚ, θα καταστούν περιττές και θα πρέπει να απαλειφθούν.

(10)

Το υδάτινο περιβάλλον είναι δυνατό να επιβαρύνεται από χημική ρύπανση τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, οπότε ως βάση για τον καθορισμό των ΠΠΠ θα πρέπει να χρησιμοποιούνται δεδομένα τόσο για οξείες όσο και για χρόνιες επιπτώσεις. Για να διασφαλιστεί η επαρκής προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, θα πρέπει να καθορισθούν ΠΠΠ εκφραζόμενα ως μέση ετήσια τιμή, σε επίπεδο που να παρέχει προστασία κατά της μακροπρόθεσμης έκθεσης, καθώς και οι μέγιστες επιτρεπόμενες συγκεντρώσεις για την προστασία έναντι βραχυπρόθεσμης έκθεσης.

(11)

Δυνάμει των κανόνων του τμήματος 1.3.4 του Παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, κατά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τα ΠΠΠ, συμπεριλαμβανομένων και όσων εκφράζονται ως μέγιστες επιτρεπόμενες συγκεντρώσεις, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν στατιστικές μεθόδους, όπως υπολογισμό του εκατοστημορίου για την αντιμετώπιση των ακραίων τιμών (ακραίων αποκλίσεων από τη μέση τιμή) και των εσφαλμένων ενδείξεων προκειμένου να διασφαλίζεται αποδεκτό επίπεδο εμπιστοσύνης και ακρίβειας. Για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα σύγκρισης της παρακολούθησης μεταξύ κρατών μελών, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί η θέσπιση λεπτομερών κανόνων για τις στατιστικές αυτές μεθόδους με τη διαδικασία της επιτροπολογίας.

(12)

Ο καθορισμός τιμών ΠΠΠ σε κοινοτικό επίπεδο για τις περισσότερες ουσίες θα πρέπει, στο παρόν στάδιο, να περιορίζεται στα επιφανειακά ύδατα. Ωστόσο, όσον αφορά το εξαχλωροβενζόλιο, το εξαχλωροβουταδιένιο και τον υδράργυρο, δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί η προστασία έναντι έμμεσων επιδράσεων και δευτερογενούς δηλητηρίασης σε κοινοτικό επίπεδο από ΠΠΠ αποκλειστικά και μόνο για τα επιφανειακά ύδατα. Συνεπώς είναι σκόπιμο να οριστούν ΠΠΠ για ζώντες οργανισμούς σε κοινοτικό επίπεδο για τις προαναφερόμενες τρεις ουσίες. Για να διαθέτουν τα κράτη μέλη κάποια ευελιξία στη στρατηγική τους για την παρακολούθηση, θα πρέπει να τους δοθεί η δυνατότητα είτε να παρακολουθούν και να εφαρμόζουν τα σχετικά ΠΠΠ για τους ζώντες οργανισμούς είτε να ορίζουν αυστηρότερα ΠΠΠ για τα επιφανειακά ύδατα, τα οποία θα παρέχουν ισοδύναμο επίπεδο προστασίας.

(13)

Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να ορίζουν ΠΠΠ για ιζήματα και/ή ζώντες οργανισμούς σε εθνική κλίμακα και να εφαρμόζουν τα εν λόγω ΠΠΠ αντί των ΠΠΠ για το νερό που προβλέπει η παρούσα οδηγία. Αυτά τα ΠΠΠ θα πρέπει να ορίζονται μέσω διαφανούς διαδικασίας που θα περιλαμβάνει σχετικές κοινοποιήσεις προς την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη, ώστε να εξασφαλίζεται επίπεδο προστασίας ανάλογο προς τα ΠΠΠ που αναγνωρίζονται για τα ύδατα σε κοινοτική κλίμακα. Η Επιτροπή θα πρέπει να συνοψίζει τις ανωτέρω κοινοποιήσεις στις εκθέσεις της για την εφαρμογή της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Επιπλέον, δεδομένου ότι τα ιζήματα και οι ζώντες οργανισμοί παραμένουν σημαντικές πηγές για την παρακολούθηση ορισμένων ουσιών εκ μέρους των κρατών μελών και την εκτίμηση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και τάσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν θα αυξηθούν σημαντικά τα υφιστάμενα επίπεδα μόλυνσης σε ζώντες οργανισμούς και ιζήματα.

(14)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν την οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης (11) και να διαχειρίζονται τις επιφανειακές υδάτινες μάζες που χρησιμοποιούνται για την απόληψη πόσιμου ύδατος σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Κατά συνέπεια, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των ως άνω απαιτήσεων, λόγω των οποίων ενδέχεται να απαιτούνται αυστηρότερα πρότυπα.

(15)

Στην περικείμενη περιοχή απορρίψεων από σημειακές πηγές, οι συγκεντρώσεις ρύπων είναι γενικώς υψηλότερες σε σχέση με τις συγκεντρώσεις ρύπων σε ύδατα. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα δημιουργίας ζωνών ανάμιξης, εφόσον δεν επηρεάζεται η συμμόρφωση της υπόλοιπης επιφάνειας των εν λόγω επιφανειακών υδάτων με τα σχετικά ΠΠΠ. Η έκταση της ζώνης ανάμιξης θα πρέπει να περιορίζεται στην περικείμενη ζώνη του σημείου απόρριψης και να είναι ανάλογη προς αυτή.

(16)

Είναι αναγκαίος ο έλεγχος της συμμόρφωσης προς τους στόχους για την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη και τη μείωση, όπως προβλέπει το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και μάλιστα κατά τρόπο διαφανή, ιδίως όσον αφορά την εξέταση σημαντικών εκπομπών, απορρίψεων και διαρροών λόγω ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Επιπλέον, το χρονοδιάγραμμα για την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη και τη μείωση επιβάλλεται να συναρτάται προς συγκεκριμένα απογραφικά δεδομένα. Ακόμη, θα πρέπει να είναι δυνατή η εκτίμηση της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 4 παράγραφοι 4 έως 7 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Απαιτείται επίσης η πρόβλεψη κατάλληλου εργαλείου για την ποσοτικοποίηση διαρροών ουσιών οι οποίες συμβαίνουν κατά τρόπο φυσικό ή προκύπτουν από φυσικές διεργασίες, περίπτωση κατά την οποία είναι αδύνατη η πλήρης παύση ή σταδιακή εξάλειψη απ' όλες τις δυνητικές πηγές. Για την αντιμετώπιση των προαναφερόμενων αναγκών, κάθε κράτος μέλος πρέπει να καθιερώσει κατάλογο απογραφής των εκπομπών, των απορρίψεων και των διαρροών για κάθε περιοχή με λεκάνη απορροής ποταμού στο έδαφός του ή για τμήματα τέτοιων περιοχών.

(17)

Για την αποφυγή της άσκοπης επανάληψης εργασιών κατά την κατάρτιση αυτών των καταλόγων και τη διασφάλιση της συνέπειάς τους προς άλλα υφιστάμενα εργαλεία στον τομέα της προστασίας των επιφανειακών υδάτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που συλλέγονται με βάση την οδηγία 2000/60/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, για τη σύσταση ευρωπαϊκού μητρώου έκλυσης και μεταφοράς ρύπων (12).

(18)

Για να αντικατοπτρίζονται καλύτερα οι ανάγκες τους, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγουν κατάλληλη περίοδο αναφοράς ενός έτους για τη μέτρηση των βασικών καταχωρίσεων στον κατάλογο. Πάντως, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι διαρροές λόγω της χρησιμοποίησης φυτοφαρμάκων είναι δυνατό να διαφέρουν σημαντικά από έτος σε έτος λόγω των διαφορετικών ρυθμών χρησιμοποίησης, π.χ. λόγω διαφορετικών κλιματικών συνθηκών. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα επιλογής τριετούς περιόδου αναφοράς για ορισμένες ουσίες που καλύπτονται από την οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (13).

(19)

Για τη βελτιστοποίηση της χρήσης του καταλόγου ενδείκνυται να ορίζεται προθεσμία εντός της οποίας η Επιτροπή ελέγχει κατά πόσο σημειώνεται πρόοδος με τις εκπομπές, απορρίψεις και διαρροές ώστε να αντιστοιχούν στους στόχους του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

(20)

Πολλά κράτη μέλη θίγονται από φαινόμενα ρύπανσης της οποίας η πηγή ευρίσκεται εκτός της εθνικής δικαιοδοσίας τους. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να καταστεί σαφές ότι ένα κράτος μέλος δεν παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την παρούσα οδηγία, συνεπεία υπέρβασης ενός ΠΠΠ οφειλόμενης σε μια τέτοια διασυνοριακή ρύπανση, εφόσον τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και εφόσον έχει αξιοποιήσει καταλλήλως τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

(21)

Με βάση τις εκθέσεις των κρατών μελών, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάζει την ανάγκη για ειδικά συμπληρωματικά μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο και, εφόσον ενδείκνυται, να υποβάλλει σχετικές προτάσεις.

(22)

Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ουσιών που είναι έμμονες, βιοσυσσωρεύσιμες και τοξικές, καθώς και ουσιών εξίσου προβληματικών, ιδίως πολύ έμμονων και πολύ βιοσυσσωρεύσιμων, όπως αναφέρεται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ, καθορίζονται στο Έγγραφο Τεχνικών Οδηγιών για την Εκτίμηση Επικινδυνότητας με σκοπό τη στήριξη της οδηγίας 93/67/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό των αρχών εκτίμησης των κινδύνων που διατρέχει ο άνθρωπος και το περιβάλλον από τις ουσίες που γνωστοποιούνται σύμφωνα με την οδηγία 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου (14), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1994, για τον καθορισμό των αρχών αξιολόγησης των κινδύνων για τον άνθρωπο και το περιβάλλον από τις υπάρχουσες ουσίες, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου (15) και της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (16). Για να εξασφαλιστεί η συνοχή των κοινοτικών νομοθετημάτων, τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να εφαρμόζονται, κατ' αποκλειστικότητα, στις υπό επανεξέταση ουσίες σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ, το δε Παράρτημα X της οδηγίας 2000/60/ΕΚ θα πρέπει να αντικατασταθεί δεόντως.

(23)

Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται με τις οδηγίες που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΧ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ έχουν ενσωματωθεί ήδη στην οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (17) και στην οδηγία 2000/60/ΕΚ και διασφαλίζεται τουλάχιστον το αυτό επίπεδο προστασίας, εφόσον τα ΠΠΠ διατηρούνται ή αναθεωρούνται. Για να εξασφαλιστεί συνεκτική προσέγγιση όσον αφορά τη χημική ρύπανση των επιφανειακών υδάτων καθώς και την απλούστευση και τη διευκρίνιση της υφιστάμενης κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα αυτό, είναι σκόπιμη η κατάργηση σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ και με ισχύ από τις 22 Δεκεμβρίου 2012, των οδηγιών 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ και 86/280/ΕΟΚ.

(24)

Έχουν ληφθεί υπόψη οι συστάσεις που αναφέρονται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ και, ειδικότερα, οι συστάσεις της Επιστημονικής Επιτροπής για την Τοξικότητα, την Οικοτοξικότητα και το Περιβάλλον.

(25)

Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (18), τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να συντάξουν και να δημοσιοποιήσουν, για δική τους χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες στους οποίους θα εμφαίνεται, όσο το δυνατόν αναλυτικότερα, ο συσχετισμός μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο.

(26)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η επίτευξη καλής χημικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων με τη θέσπιση ΠΠΠ για τις ουσίες προτεραιότητας και ορισμένους άλλους ρύπους, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, ως εκ τούτου, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, ώστε να εξασφαλίζεται ενιαίο επίπεδο προστασίας των επιφανειακών υδάτων εντός της Κοινότητας, η Κοινότητα δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως εκτίθεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των στόχων αυτών.

(27)

Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εγκριθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (19).

(28)

Θα πρέπει ιδίως να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να τροποποιεί το σημείο 3 του Μέρους Β του Παραρτήματος Ι. Δεδομένου ότι το μέτρο αυτό είναι γενικής εμβέλειας και αποσκοπεί στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας ή/και στη συμπλήρωσή της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να ληφθεί σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, την οποία προβλέπει το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Με στόχο την επίτευξη καλής χημικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων και σύμφωνα με τις διατάξεις και τους στόχους του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, η παρούσα οδηγία καθορίζει πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος (ΠΠΠ) για ουσίες προτεραιότητας και ορισμένους άλλους ρύπους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ορισμοί της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Άρθρο 3

Πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 1 της παρούσας οδηγίας και το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στα συστήματα επιφανειακών υδάτων τα ΠΠΠ τα οποία ορίζονται στο Παράρτημα Ι Μέρος Α της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα ΠΠΠ στα συστήματα επιφανειακών υδάτων σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο Παράρτημα Ι Μέρος Β.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιλέγουν να εφαρμόζουν ΠΠΠ για τα ιζήματα και /ή τους ζώντες οργανισμούς αντί των προτύπων που ορίζονται στο Μέρος Α του Παραρτήματος Ι, σε ορισμένες κατηγορίες επιφανειακών υδάτων. Τα κράτη μέλη που προβαίνουν σε αυτή την επιλογή:

α)

εφαρμόζουν, για τον υδράργυρο και τις ενώσεις του, ΠΠΠ 20 μg/kg, και/ή για το εξαχλωροβενζένιο ΠΠΠ 10 μg/kg, και/ή για το εξαχλωροβουταδιένιο ΠΠΠ 55 μg/kg, στους ιστούς θηρευομένων ιχθύων (υγρό βάρος), επιλέγοντας τον πλέον πρόσφορο δείκτη μεταξύ ιχθύων, μαλακίων, οστρακοδέρμων και άλλων ζώντων οργανισμών·

β)

ορίζουν και εφαρμόζουν ΠΠΠ πλην των μνημονευομένων στο σημείο α) για τα ιζήματα και/ή τους ζώντες οργανισμούς για συγκεκριμένες ουσίες. Τα εν λόγω ΠΠΠ παρέχουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας με τα ΠΠΠ για τα ύδατα, τα οποία παρατίθενται στο Μέρος Α του Παραρτήματος Ι·

γ)

καθορίζουν, για τις ουσίες που αναφέρονται στα σημεία α) και β), τη συχνότητα παρακολούθησης στους ζώντες οργανισμούς και/ή τα ιζήματα. Ωστόσο, η παρακολούθηση γίνεται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, εκτός εάν οι τεχνικές γνώσεις και οι κρίσεις των εμπειρογνωμόνων δικαιολογούν κάποια άλλη περιοδικότητα· και

δ)

κοινοποιούν στην Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη, μέσω της επιτροπής του άρθρου 21 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, κατάλογο των ουσιών για τις οποίες ορίσθηκαν ΠΠΠ σύμφωνα με το σημείο β), τους λόγους και τη βάση για τη χρήση της προσέγγισης αυτής, τα εναλλακτικά ΠΠΠ που έχουν ορισθεί, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων και της μεθοδολογίας με την οποία επετεύχθησαν, τις κατηγορίες επιφανειακών υδάτων στις οποίες θα εφαρμόζονται, και την προγραμματιζόμενη συχνότητα παρακολούθησης, μαζί με την αιτιολόγηση της συχνότητας αυτής.

Στις εκθέσεις που δημοσιεύει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 18 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, περιλαμβάνεται σύνοψη των κοινοποιήσεων δυνάμει του στοιχείου δ) ανωτέρω και της σημείωσης viii) του Παραρτήματος Ι, Μέρος Α.

3.   Παρακολουθώντας την κατάσταση των υδάτων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη φροντίζουν για την ανάλυση των μακροπρόθεσμων τάσεων των συγκεντρώσεων των ουσιών προτεραιότητας που εκτίθενται στο Μέρος Α του Παραρτήματος Ι και οι οποίες τείνουν να συγκεντρώνονται σε ιζήματα και/ή ζώντες οργανισμούς (με ιδιαίτερη έμφαση στις ουσίες αριθ. 2, 5, 6, 7, 12, 15, 16, 17, 18, 20, 21, 26, 28 και 30). Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, λαμβάνουν μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι οι συγκεντρώσεις αυτές δεν αυξάνουν σημαντικά σε ιζήματα και/ή οικείους ζώντες οργανισμούς.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τη συχνότητα παρακολούθησης σε ιζήματα και/ή ζώντες οργανισμούς ούτως ώστε να υπάρχουν επαρκή δεδομένα για μια αξιόπιστη ανάλυση μακροπρόθεσμων τάσεων. Ως κατευθυντήρια γραμμή, η παρακολούθηση θα πρέπει να γίνεται κάθε τριετία, εκτός εάν οι τεχνικές γνώσεις και οι κρίσεις των εμπειρογνωμόνων δικαιολογούν κάποια άλλη περιοδικότητα.

4.   Η Επιτροπή εξετάζει την τεχνική και επιστημονική πρόοδο, περιλαμβανομένης της σύνταξης εκτιμήσεων επικινδυνότητας όπως αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και τις πληροφορίες από την καταγραφή των ουσιών που καθίστανται δημόσια διαθέσιμες σύμφωνα με το άρθρο 119 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 και, εφόσον είναι αναγκαίο, προτείνει την αναθεώρηση των ΠΠΠ που περιέχονται στο Μέρος Α του Παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης και βάσει του χρονοδιαγράμματος του άρθρου 16 παράγραφος 4 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

5.   Το σημείο 3 του Μέρους Β του Παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας τροποποιείται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, την οποία προβλέπει το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Άρθρο 4

Ζώνες ανάμειξης

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ζώνες ανάμειξης παρακείμενες σε σημεία απόρριψης. Συγκεντρώσεις ενός ή περισσότερων ρύπων εντός των εν λόγω ζωνών ανάμειξης είναι δυνατό να υπερβαίνουν τα σχετικά ΠΠΠ, εφόσον δεν επηρεάζεται η συμμόρφωση της υπόλοιπης επιφάνειας των υδάτων αυτών προς τα εν λόγω πρότυπα.

2.   Τα κράτη μέλη που ορίζουν ζώνες ανάμειξης προσκομίζουν περιγραφή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών οι οποίες εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό των εν λόγω ζωνών στα σχέδιά τους περί διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμών σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

3.   Τα κράτη μέλη που ορίζουν ζώνες ανάμειξης διασφαλίζουν ότι η έκταση των ζωνών αυτών:

α)

περιορίζεται στο χώρο που γειτνιάζει με το σημείο απόρριψης·

β)

είναι αναλογική, σε σχέση με τις συγκεντρώσεις ρύπων στο σημείο απόρριψης και τις συνθήκες εκπομπών ρύπων που περιέχονται στις προγενέστερες ρυθμίσεις, όπως οι εγκρίσεις και οι άδειες, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και σε οποιαδήποτε σχετική κοινοτική νομοθεσία, σύμφωνα με την εφαρμογή των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών και του άρθρου 10 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, ειδικότερα μετά την αναθεώρηση των εν λόγω προγενέστερων ρυθμίσεων.

Άρθρο 5

Κατάλογος εκπομπών, απορρίψεων και διαρροών

1.   Κάνοντας χρήση των πληροφοριών που συλλέγονται σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 8 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 166/2006, τα κράτη μέλη καταρτίζουν κατάλογο εκπομπών, απορρίψεων και διαρροών για όλες τις ουσίες προτεραιότητας και όλους τους ρύπους που εκτίθενται στο Μέρος Α του Παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας, όσον αφορά κάθε περιφέρεια λεκάνης απορροής ποταμού ή μέρος της περιφέρειας αυτής εντός του εδάφους τους.

2.   Η περίοδος αναφοράς για την εκτίμηση των τιμών ρύπων που πρέπει να καταχωρίζονται στους καταλόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι ένα έτος μεταξύ των ετών 2008 και 2010.

Ωστόσο, για ουσίες προτεραιότητας ή ρύπους που καλύπτονται από την οδηγία 91/414/ΕΟΚ, οι καταχωρίσεις είναι δυνατό να υπολογίζονται ως η μέση τιμή των ετών 2008, 2009 και 2010.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους καταλόγους που έχουν εκπονηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, περιλαμβανομένων και των αντίστοιχων περιόδων αναφοράς, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

4.   Τα κράτη μέλη επικαιροποιούν τους καταλόγους τους κατά την επανεξέταση των αναλύσεων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Η περίοδος αναφοράς για τον καθορισμό τιμών στους επικαιροποιημένους καταλόγους είναι το έτος που προηγείται εκείνου κατά το οποίο πρέπει να ολοκληρωθεί η εν λόγω ανάλυση. Για ουσίες προτεραιότητας ή ρύπους καλυπτόμενους από την οδηγία 91/414/ΕΟΚ, οι καταχωρίσεις είναι δυνατό να υπολογίζονται ως η μέση τιμή των τριών ετών που προηγούνται της ολοκλήρωσης της εν λόγω ανάλυσης.

Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τους επικαιροποιημένους καταλόγους στα επικαιροποιημένα σχέδια διαχείρισής τους για κάθε λεκάνη απορροής ποταμού, όπως ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 7 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

5.   Η Επιτροπή επαληθεύει, έως το 2025, αν, για τις εν λόγω εκπομπές, απορρίψεις και διαρροές, όπως αντικατοπτρίζονται στον κατάλογο, έχει σημειωθεί πρόοδος ως προς τη συμμόρφωση με τους στόχους μείωσης ή παύσης που ορίζει το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ με την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφοι 4 και 5, της εν λόγω οδηγίας.

Άρθρο 6

Διασυνοριακή ρύπανση

1.   Ένα κράτος μέλος δεν παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την παρούσα οδηγία κατόπιν υπέρβασης ενός ΠΠΠ, εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι:

α)

η υπέρβαση οφειλόταν σε πηγή ρύπανσης εκτός της εθνικής δικαιοδοσίας του·

β)

αδυνατούσε, λόγω της διασυνοριακής αυτής ρύπανσης, να λάβει αποτελεσματικά μέτρα συμμορφούμενο με το σχετικό ΠΠΠ, καθώς· και ότι

γ)

εφάρμοσε τους μηχανισμούς συντονισμού που προβλέπει το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/60/EK και, κατά περίπτωση, αξιοποίησε τις προβλέψεις του άρθρου 4, παράγραφοι 4, 5 και 6, της ίδιας οδηγίας για τα υδατικά συστήματα τα οποία επλήγησαν από τη διασυνοριακή ρύπανση.

2.   Τα κράτη μέλη κάνουν χρήση του μηχανισμού του άρθρου 12 της οδηγίας 2000/60/EK, παρέχοντας στην Επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες, στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και σύνοψη των μέτρων που ελήφθησαν κατά της διασυνοριακής ρύπανσης στο σχετικό σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, σύμφωνα με τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων του άρθρου 15 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Άρθρο 7

Επανεξέταση

Βάσει των εκθέσεων των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων που προβλέπει το άρθρο 12 της οδηγίας 2000/60/EK και, ειδικότερα, εκείνων που αφορούν τη διασυνοριακή ρύπανση, η Επιτροπή επανεξετάζει την ανάγκη επιβολής πρόσθετων επιμέρους μέτρων σε ευρωπαϊκή κλίμακα, όπως οι έλεγχοι εκπομπών. Υποβάλλει τα συμπεράσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στο πλαίσιο της έκθεσης που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, η οποία συνοδεύεται, ενδεχομένως, από σχετικές προτάσεις.

Άρθρο 8

Τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ

Το Παράρτημα X της οδηγίας 2000/60/ΕΚ αντικαθίσταται από το κείμενο του Παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 9

Τροποποίηση των οδηγιών 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ και 86/280/ΕΟΚ

1.   Το Παράρτημα II των οδηγιών 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ και 84/491/ΕΟΚ απαλείφεται αντιστοίχως.

2.   Οι επικεφαλίδες Β των τμημάτων I έως XI του Παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 86/280/ΕΟΚ απαλείφονται.

Άρθρο 10

Κατάργηση των οδηγιών 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ και 86/280/ΕΟΚ

1.   Οι οδηγίες 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ και 86/280/ΕΟΚ καταργούνται από τις 22 Δεκεμβρίου 2012.

2.   Πριν από τις 22 Δεκεμβρίου 2012, τα κράτη μέλη μπορούν να εκτελούν την παρακολούθηση και τη σύνταξη εκθέσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5, 8 και 15 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, αντί των οδηγιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 11

Μεταφορά

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία έως τις … (20).

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 12

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 97, 28.4.2007, σ. 3.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Μαΐου 2007 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2007 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ L 242, 10.9.2002, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 327, 22.12.2000, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ (ΕΕ L 331, 15.12.2001, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 331, 15.12.2001, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 181, 4.7.1986, σ. 16. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την οδηγία 91/692/ΕΟΚ (ΕΕ L 377, 31.12.1991, σ. 48).

(7)  ΕΕ L 81, 27.3.1982, σ. 29. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/692/ΕΟΚ.

(8)  ΕΕ L 291, 24.10.1983, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/692/ΕΟΚ.

(9)  ΕΕ L 74, 17.3.1984, σ. 49. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/692/ΕΟΚ.

(10)  ΕΕ L 274, 17.10.1984, σ. 11. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/692/ΕΟΚ.

(11)  ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 32. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την Πράξη Προσχώρησης του 2005.

(12)  ΕΕ L 33, 4.2.2006, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 230, 19.8.1991, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την οδηγία 2007/50/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 202, 3.8.2007, σ. 15).

(14)  ΕΕ L 227, 8.9.1993, σ. 9.

(15)  ΕΕ L 161, 29.6.1994, σ. 3.

(16)  ΕΕ L 123, 24.4.1998, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 257, 10.10.1996, σ. 26.

(18)  ΕΕ C 321, 31.12.2003, σ. 1.

(19)  ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200, 22.7.2006, σ. 11).

(20)  18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος για ουσίες προτεραιότητας και ορισμένους άλλους ρύπους

ΜΕΡΟΣ A: ΠΡΟΤΥΠΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (ΠΠΠ)

ΕΜΤ: ετήσια μέση τιμή

MΕΣ: μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση

Μονάδα: [μg/l]

Αριθ.

Ονομασία ουσίας

Αριθμός CAS (1)

ΕΜΤ-ΠΠΠ (2)

Επιφανειακά ύδατα ενδοχώρας (3)

ΕΜΤ-ΠΠΠ (2)

Λοιπά επιφανειακά ύδατα

ΜΕΣ-ΠΠΠ (4)

Επιφανειακά ύδατα ενδοχώρας (3)

ΜΕΣ-ΠΠΠ (4)

Λοιπά επιφανειακά ύδατα

(1)

(2)

(3)

(4)

(5)

(6)

(7)

(1)

Alachlor

15972-60-8

0,3

0,3

0,7

0,7

(2)

Ανθρακένιο

120-12-7

0,1

0,1

0,4

0,4

(3)

Ατραζίνη

1912-24-9

0,6

0,6

2,0

2,0

(4)

Βενζόλιο

71-43-2

10

8

50

50

(5)

Βρωμιούχος διφαινυλαιθέρας (5)

32534-81-9

0,0005

0,0002

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(6)

Κάδμιο και ενώσεις του

(Ανάλογα με τις κατηγορίες σκληρότητας ύδατος) (6)

7440-43-9

≤ 0,08 (Κατηγορία 1)

0,08 (Κατηγορία 2)

0,09 (Κατηγορία 3)

0,15 (Κατηγορία 4)

0,25 (Κατηγορία 5)

0,2

≤ 0,45 (Κατηγορία 1)

0,45 (Κατηγορία 2)

0,6 (Κατηγορία 3)

0,9 (Κατηγορία 4)

1,5 (Κατηγορία 5)

 

(6α)

Ανθρακο-τετραχλωρίδιο (7)

56-23-5

12

12

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(7)

C10-13 Χλωροαλκάνια

85535-84-8

0,4

0,4

1,4

1,4

(8)

Chlorfenvinphos

470-90-6

0,1

0,1

0,3

0,3

(9)

Chlorpyrifos (Chlorpyrifos-ethyl)

2921-88-2

0,03

0,03

0,1

0,1

(9α)

Φυτοφάρμακα κυκλοδιενίου:

Aldrin (7)

Dieldrin (7)

Endrin (7)

Isodrin (7)

309-00-2

60-57-1

72-20-8

465-73-6

Σ = 0,01

Σ = 0,005

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(9β)

DDT ολικό (8)  (7)

Δεν εφαρμόζεται

0,025

0,025

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

para-para-DDT (7)

50-29-3

0,01

0,01

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(10)

1,2-Διχλωροαιθάνιο

107-06-2

10

10

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(11)

Διχλωρομεθάνιο

75-09-2

20

20

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(12)

Φθαλικό δι(2-αιθυλεξίλιο)-(ΦΔΕΕ-DEHP)

117-81-7

1,3

1,3

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(13)

Diuron

330-54-1

0,2

0,2

1,8

1,8

(14)

Ενδοσουλφάνιο

115-29-7

0,005

0,0005

0,01

0,004

(15)

Φθορανθένιο

206-44-0

0,1

0,1

1

1

(16)

Εξαχλωροβενζόλιο

118-74-1

0,01 (9)

0,01 (9)

0,05

0,05

(17)

Εξαχλωροβουταδιένιο

87-68-3

0,1 (9)

0,1 (9)

0,6

0,6

(18)

Εξαχλωροκυκλοεξάνιο

608-73-1

0,02

0,002

0,04

0,02

(19)

Isoproturon

34123-59-6

0,3

0,3

1,0

1,0

(20)

Μόλυβδος και ενώσεις του

7439-92-1

7,2

7,2

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(21)

Υδράργυρος και ενώσεις του

7439-97-6

0,05 (9)

0,05 (9)

0,07

0,07

(22)

Ναφθαλίνιο

91-20-3

2,4

1,2

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(23)

Νικέλιο και ενώσεις του

7440-02-0

20

20

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(24)

Εννεϋλοφαινόλη

(4-(παρα) εννεϋλοφαινόλη)

104-40-5

0,3

0,3

2,0

2,0

(25)

Οκτυλοφαινόλη

(4-(1,1',3,3'-τετραμεθυλβουτυλική)-φαινόλη)

140-66-9

0,1

0,01

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(26)

Πενταχλωροβενζόλιο

608-93-5

0,007

0,0007

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(27)

Πενταχλωροφαινόλη

87-86-5

0,4

0,4

1

1

(28)

Πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες (ΠΑΥ — PAH) (10)

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

Βενζο(α)πυρένιο

50-32-8

0,05

0,05

0,1

0,1

Βενζο(β)φθορανθένιο

205-99-2

Σ = 0,03

Σ = 0,03

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

Βενζο(κ)φθορανθένιο

207-08-9

Βενζο(ζ,η,θ)-περιλένιο

191-24-2

Σ = 0,002

Σ = 0,002

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

Ινδενο(1,2,3-γδ)πυρένιο

193-39-5

(29)

Σιμαζίνη

122-34-9

1

1

4

4

(29α)

Tetrachloroethylene (7)

127-18-4

10

10

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(29β)

Trichloroethylene (7)

79-01-6

10

10

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(30)

Ενώσεις τριβουτυλτίνης (Κατιόν τριβουτυλτίνης)

36643-28-4

0,0002

0,0002

0,0015

0,0015

(31)

Τριχλωροβενζόλια (όλα ισομερή)

12002-48-1

0,4

0,4

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(32)

Τριχλωρομεθάνιο

67-66-3

2,5

2,5

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

(33)

Τριφθοραλίνη

1582-09-8

0,03

0,03

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

ΜΕΡΟΣ B: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΠΠΠ ΠΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ Α

1.

Στήλες 4 και 5 του πίνακα: Για κάθε δεδομένη επιφάνεια υδάτινης μάζας, η εφαρμογή του ΕΜΤ-ΠΠΠ σημαίνει ότι, για οποιοδήποτε αντιπροσωπευτικό σημείο παρακολούθησης εντός της υδάτινης μάζας, ο αριθμητικός μέσος των μετρούμενων συγκεντρώσεων σε διάφορους χρόνους κατά τη διάρκεια του έτους δεν υπερβαίνει το πρότυπο.

Ο υπολογισμός του αριθμητικού μέσου και η εφαρμοζόμενη αναλυτική μέθοδος πρέπει να συμφωνούν με την απόφαση …/… της Επιτροπής, της …, για τον καθορισμό τεχνικών προδιαγραφών για τη χημική παρακολούθηση και την ποιότητα των αναλυτικών αποτελεσμάτων σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), καθώς και ο τρόπος εφαρμογής ΠΠΠ εάν δεν υφίσταται κατάλληλη αναλυτική μέθοδος που να συμμορφώνεται με τα κριτήρια ελάχιστων επιδόσεων.

2.

Στήλες 6 και 7 του πίνακα: Για κάθε δεδομένη επιφάνεια υδάτινης μάζας, η εφαρμογή του ΜΕΣ-ΠΠΠ σημαίνει ότι η μετρηθείσα συγκέντρωση σε οποιοδήποτε αντιπροσωπευτικό σημείο παρακολούθησης εντός της υδάτινης μάζας δεν υπερβαίνει το πρότυπο.

Ωστόσο, δυνάμει του τμήματος 1.3.4 του Παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν στατιστικές μεθόδους, όπως ο υπολογισμός του εκατοστημορίου, με στόχο να διασφαλίζεται αποδεκτό επίπεδο εμπιστοσύνης και ακρίβειας για τον προσδιορισμό της συμμόρφωσης προς τα ΜΕΣ-ΠΠΠ. Εάν το πράξουν, οι στατιστικές αυτές μέθοδοι συμμορφώνονται προς τους λεπτομερείς κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

3.

Με εξαίρεση το κάδμιο, το μόλυβδο, τον υδράργυρο και το νικέλιο (αποκαλούμενα εφεξής «μέταλλα»), τα ΠΠΠ που ορίζονται στο παρόν Παράρτημα εκφράζονται ως ολικές συγκεντρώσεις στο συνολικό δείγμα ύδατος. Στην περίπτωση μετάλλων, το ΠΠΠ αναφέρεται στην εν διαλύσει συγκέντρωση, δηλαδή την εν διαλύσει φάση δείγματος ύδατος που λαμβάνεται με διήθηση μέσω ηθμού 0,45 μm ή κάθε ισοδύναμη προεπεξεργασία.

Τα κράτη μέλη μπορούν, κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης σε σχέση με τα ΠΠΠ, να λαμβάνουν υπόψη:

α)

τις φυσικές συγκεντρώσεις μετάλλων σε μη εκτεθειμένο περιβάλλον και τις ενώσεις τους, εάν εμποδίζουν τη συμμόρφωση προς την αξία ΠΠΠ· και

β)

τη σκληρότητα, το pH ή άλλες παραμέτρους ποιότητας ύδατος που επηρεάζουν τη βιοδιαθεσιμότητα των μετάλλων.


(1)  CAS: Chemical Abstracts Service (Παροχή υπηρεσιών για χημικές ουσίες).

(2)  Η παράμετρος αυτή είναι το ΠΠΠ εκφραζόμενο ως ετήσια μέση τιμή (ΕΜΤ-ΠΠΠ). Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει για την ολική συγκέντρωση όλων των ισομερών.

(3)  Τα επιφανειακά ύδατα ενδοχώρας καλύπτουν τους ποταμούς και τις λίμνες και τα συναφή τεχνητά ή ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα.

(4)  Η παράμετρος αυτή είναι το πρότυπο ποιότητας περιβάλλοντος εκφραζόμενο ως μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση (ΜΕΣ-ΠΠΠ). Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες για το ΜΕΣ-ΠΠΠ σημειώνεται «δεν εφαρμόζεται», οι τιμές ΕΜΤ-ΠΠΠ θεωρούνται ότι προστατεύουν έναντι βραχυπρόθεσμων αιχμών ρύπανσης σε συνεχείς απορρίψεις, καθώς είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με τις τιμές που προκύπτουν με βάση την οξεία τοξικότητα.

(5)  Για την ομάδα ουσιών προτεραιότητας που καλύπτεται από βρωμιούχους διφαινυλαιθέρες (αριθ. 5) και αναφέρεται στην απόφαση αριθ. 2455/2001/EΚ, καθορίζεται ΠΠΠ μόνο για τις συγγενείς ουσίες 28, 47, 99, 100, 153 και 154.

(6)  Για το κάδμιο και τις ενώσεις του (αριθ. 6) οι τιμές ΠΠΠ κυμαίνονται ανάλογα με τη σκληρότητα του ύδατος όπως ορίζεται στις 5 κατηγορίες κατάταξης (Κατηγορία 1: < 40 mg CaCO3/l, Κατηγορία 2: 40 έως < 50 mg CaCO3/l, Κατηγορία 3: 50 έως < 100 mg CaCO3/l, Κατηγορία 4: 100 έως < 200 mg CaCO3/l και Κατηγορία 5: ≥ 200 mg CaCO3/l).

(7)  Η ουσία αυτή δεν είναι ουσία προτεραιότητας αλλά ένας από τους άλλους ρύπους για τους οποίους τα ΠΠΠ είναι ίδια με τα πρότυπα που καθορίζονται στο δίκαιο που ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(8)  Το ολικό DDT περιλαμβάνει το άθροισμα των ισομερών 1,1,1-τριχλωρο-2,2 δις (p-χλωροφαινυλο) αιθάνιο (αριθμός CAS 50-29-3)· αριθμός ΕΕ 200-024-3) 1,1,1-τριχλωρο-2 (ο-χλωροφαινυλο)-2-(p-χλωροφαινυλο) αιθάνιο (αριθμός CAS 789-02-6· αριθμός ΕΕ 212-332-5, 1,1-διχλωρο-2,2 δις (p-χλωροφαινυλο) αιθυλένιο (αριθμός CAS 72-55-9· αριθμός ΕΕ 200-784-6 και 1,1-διχλωρο-2,2 δις (Ι-χλωροφαινυλο) αιθάνιο (αριθμός CAS 72-54-8, αριθμός ΕΕ 200-783-0).

(9)  Εάν τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν ΠΠΠ για τους ζώντες οργανισμούς εισάγουν αυστηρότερα ΠΠΠ για τα ύδατα, ούτως ώστε να επιτύχουν το ίδιο επίπεδο προστασίας με εκείνο που επιτυγχάνουν τα ΠΠΠ για τους ζώντες οργανισμούς του άρθρου 3, παράγραφος 2. Γνωστοποιούν στην Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη, μέσω της επιτροπής του άρθρου 21 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, τους λόγους και τη βάση για τη χρήση της προσέγγισης αυτής, τα εναλλακτικά ΠΠΠ για τα ύδατα που έχουν ορισθεί, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων και της μεθοδολογίας με την οποία επετεύχθησαν, και τις κατηγορίες επιφανειακών υδάτων στις οποίες θα εφαρμόζονται.

(10)  Για την ομάδα ουσιών προτεραιότητας πολυαρωματικών υδρογονανθράκων (ΠΑΥ — PAH) (αριθ. 28), εφαρμόζεται κάθε μεμονωμένο ΠΠΠ, π.χ. το ΠΠΠ για το βενζο(α)πυρένιο, το ΠΠΠ για το άθροισμα βενζο(β)φθορανθένιο και βενζο(κ)φθορανθένιο, και το ΠΠΠ για το άθροισμα βενζο(ζ,η,θ)περυλένιο και ινδενο(1,2,3-γδ)πυρένιο.

(11)  ΕΕ L …


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Το Παράρτημα Χ της οδηγίας 2000/60/ΕΚ αντικαθίσταται ως εξής:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

Καταλογοσ ουσιων προτεραιοτητασ στον τομεα τησ πολιτικησ των υδατων

Αριθμός

Αριθμός CAS (1)

Αριθμός ΕΕ (2)

Ονομασία ουσίας προτεραιότητας (3)

Χαρακτηρισμός ως επικίνδυνης ουσίας προτεραιότητας

(1)

15972-60-8

240-110-8

Alachlor

 

(2)

120-12-7

204-371-1

Ανθρακένιο

X

(3)

1912-24-9

217-617-8

Ατραζίνη

 

(4)

71-43-2

200-753-7

Βενζόλιο

 

(5)

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

Βρωμιούχος διφαινυλαιθέρας (4)

X (5)

 

32534-81-9

Δεν εφαρμόζεται

Πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας (συγγενείς ουσίες 28, 47, 99, 100, 153 και 154) (3)

 

(6)

7440-43-9

231-152-8

Κάδμιο και ενώσεις του

X

(7)

85535-84-8

287-476-5

Χλωροαλκάνια, C10-13  (4)

X

(8)

470-90-6

207-432-0

Chlorfenvinphos

 

(9)

2921-88-2

220-864-4

Chlorpyrifos

(Chlorpyrifos-ethyl)

 

(10)

107-06-2

203-458-1

1,2-Διχλωροαιθάνιο

 

(11)

75-09-2

200-838-9

Διχλωρομεθάνιο

 

(12)

117-81-7

204-211-0

Φθαλικό δι(2-αιθυλεξυλιο) (ΦΔΑΕ — DEHP)

 

(13)

330-54-1

206-354-4

Diuron

 

(14)

115-29-7

204-079-4

Ενδοσουλφάνιο

X

(15)

206-44-0

205-912-4

Φθορανθένιο (6)

 

(16)

118-74-1

204-273-9

Εξαχλωροβενζόλιο

X

(17)

87-68-3

201-765-5

Εξαχλωροβουταδιένιο

X

(18)

608-73-1

210-158-9

Εξαχλωροκυκλοεξάνιο

X

(19)

34123-59-6

251-835-4

Isoproturon

 

(20)

7439-92-1

231-100-4

Μόλυβδος και ενώσεις του

 

(21)

7439-97-6

231-106-7

Υδράργυρος και ενώσεις του

X

(22)

91-20-3

202-049-5

Ναφθαλίνιο

 

(23)

7440-02-0

231-111-14

Νικέλιο και ενώσεις του

 

(24)

25154-52-3

246-672-0

Εννεϋλοφαινόλη

X

 

104-40-5

203-199-4

(4-εννεϋλοφαινόλη) (3)

X

(25)

1806-26-4

217-302-5

Οκτυλοφαινόλη

 

 

140-66-9

Δεν εφαρμόζεται

(4-(1,1',3,3'-τετραμεθυλβουτυλική)-φαινόλη) (3)

 

(26)

608-93-5

210-172-5

Πενταχλωροβενζόλιο

X

(27)

87-86-5

231-152-8

Πενταχλωροφαινόλη

 

(28)

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

Πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες

X

 

50-32-8

200-028-5

(Βενζο(α)πυρένιο)

X

 

205-99-2

205-911-9

(Βενζο(β)φθορανθένιο)

X

 

191-24-2

205-883-8

(Βενζο(ζ,η,θ)περυλένιο)

X

 

207-08-9

205-916-6

(Βενζο(κ)φθορανθένιο)

X

 

193-39-5

205-893-2

(Ινδενο(1,2,3-γδ)πυρένιο)

X

(29)

122-34-9

204-535-2

Σιμαζίνη

 

(30)

Δεν εφαρμόζεται

Δεν εφαρμόζεται

Ενώσεις τριβουτυλτίνης

X

 

36643-28-4

Δεν εφαρμόζεται

Κατιόν τριβουτυλτίνης

X

(31)

12002-48-1

234-413-4

Tριχλωροβενζόλια

 

(32)

67-66-3

200-663-8

Τριχλωρομεθάνιο (χλωροφόρμιο)

 

(33)

1582-09-8

216-428-8

Τριφθοραλίνη

 


(1)  CAS: Chemical Abstracts Service (Παροχή Υπηρεσιών για Χημικές Ουσίες).

(2)  Αριθμός ΕΕ: Ευρωπαϊκός Κατάλογος Υφισταμένων Χημικών Ουσιών (EINECS) ή Ευρωπαϊκός Κατάλογος Κοινοποιημένων Χημικών Ουσιών (ELINCS).

(3)  Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν επιλεγεί ομάδες ουσιών, ως ενδεικτικές παράμετροι παρατίθενται τυπικές μεμονωμένες αντιπροσωπευτικές τιμές (σε αγκύλες και χωρίς αριθμό). Για αυτές τις ομάδες ουσιών, η ενδεικτική παράμετρος πρέπει να προσδιορίζεται μέσω της αναλυτικής μεθόδου.

(4)  Αυτές οι ομάδες ουσιών κανονικά περιλαμβάνουν πλήθος μεμονωμένων ενώσεων. Επί του παρόντος, δεν είναι δυνατόν να δοθούν οι κατάλληλες ενδεικτικές παράμετροι.

(5)  Μόνον ο πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας (αριθμός CAS 32534-81-9).

(6)  Το φθορανθένιο αναφέρεται στον κατάλογο ως δείκτης άλλων, περισσότερο επικίνδυνων πολυαρωματικών υδρογονανθράκων.»


ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Επιτροπή ενέκρινε την πρόταση της για οδηγία σχετικά με πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της υδατικής πολιτικής και σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ τον Ιούλιο του 2006.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση τον Μάιο του 2007.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έδωσε τη γνώμη της τον Απρίλιο του 2007 (1). Η Επιτροπή των Περιφερειών δεν έδωσε τη γνώμη της.

Το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή θέση του στις 20 Δεκεμβρίου 2007.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΣ

Η προτεινόμενη οδηγία καθορίζει πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος (ΠΠΠ) για ουσίες προτεραιότητας και ορισμένους άλλους ρύπους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα).

ΙΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

1.   Γενικά

Η κοινή θέση ενσωματώνει πολλές από τις τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, είτε επί λέξει, είτε εν μέρει είτε ως προς το πνεύμα τους. Ωστόσο, δεν αντανακλά την πλειοψηφία των τροπολογιών, διότι το Συμβούλιο συμφωνεί με την Επιτροπή ότι αυτές είναι περιττές και/ή μη επιθυμητές.

Η κοινή θέση περιλαμβάνει επίσης ορισμένες αλλαγές εκτός εκείνων που προβλέπονται στη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση. Τα ακόλουθα τμήματα περιγράφουν τις ουσιαστικές αλλαγές. Επιπροσθέτως, υπάρχουν ορισμένες αλλαγές στη διατύπωση προκειμένου να αποσαφηνιστεί το κείμενο ή να εξασφαλιστεί η γενική συνοχή της οδηγίας.

2.   Αντικείμενο και ορισμοί (άρθρα 1 και 2)

Το άρθρο 1 είναι εν μέρει συνεπές με την τροπολογία 20, διότι καθορίζει ΠΠΠ με στόχο την επίτευξη καλής χημικής κατάστασης σύμφωνα με τις διατάξεις και τους στόχους της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα. Η κοινή θέση περιλαμβάνει ένα νέο άρθρο 2 με το οποίο καθίσταται σαφές ότι εφαρμόζονται οι ορισμοί της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα.

3.   Πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος (άρθρο 3 και Παράρτημα Ι)

Το άρθρο 3 είναι εν μέρει συνεπές με τις τροπολογίες 21 και 66 διότι η παράγραφος 1 αυτού διευκρινίζει τους δεσμούς με την οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα. Το άρθρο αυτό είναι επίσης εν μέρει συνεπές με την τροπολογία 26, δεδομένου ότι η νέα παράγραφος 2 θα παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα διεξαγωγής παρακολούθησης των ζώντων οργανισμών ή των ιζημάτων υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

Το άρθρο 3 παράγραφος 3 αποσαφηνίζει ότι, επιπροσθέτως της εφαρμογής των ΠΠΠ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να πραγματοποιούν ανάλυση των μακροπρόθεσμων τάσεων των ουσιών προτεραιότητας που τείνουν να συγκεντρώνονται σε ιζήματα και/ή σε ζώντες οργανισμούς.

Το άρθρο 3 παράγραφος 4 ενσωματώνει αναφορά στον κανονισμό REACH και συνεπώς είναι απολύτως συνεπές με την τροπολογία 29.

Το άρθρο 3 παράγραφος 5 προβλέπει τη χρήση της διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής με έλεγχο, δεδομένου ότι οι αλλαγές στους λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την παρακολούθηση των μετάλλων θα συνιστούσαν τροπολογία στο διατακτικό της οδηγίας.

Το Παράρτημα Ι Μέρος Α είναι συνεπές με τον στόχο των τροπολογιών 50 και 51 στο μέτρο που συνδυάζει τον πίνακα όπου καθορίζονται τα ΠΠΠ για άλλους ρύπους με τον πίνακα για τις ουσίες προτεραιότητας. Ωστόσο, αποσαφηνίζει ότι ο συνδυασμός των πινάκων δεν οδηγεί σε επαναταξινόμηση των άλλων ρύπων ως ουσιών προτεραιότητας, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή των ταξινομήσεων τις οποίες συμφώνησαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μέσω της απόφασης αριθ. 2455/2001/ΕΚ.

Το Παράρτημα Ι Μέρος Β είναι εν μέρει συνεπές με το στόχο της τροπολογίας 30 και είναι γενικά συνεπές με το στόχο της τροπολογίας 52, υπό την έννοια ότι διευρύνει το πεδίο εφαρμογής ώστε να ληφθούν υπόψη οι συγκεντρώσεις μετάλλων και ότι οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να τροποποιηθούν μέσω της επιτροπολογίας. Επίσης περιλαμβάνει την αποσαφήνιση των αναλυτικών και στατιστικών μεθόδων που εφαρμόζονται.

4.   Ζώνες ανάμειξης (άρθρο 4)

Το άρθρο 4 είναι εν μέρει συνεπές με τον στόχο των τροπολογιών 35 και 36, καθώς αποσαφηνίζει ότι η έκταση των ζωνών ανάμειξης πρέπει να είναι αναλογική και να επανεξετάζεται τακτικά. Η κοινή θέση χρησιμοποιεί τον βραχύτερο και σαφέστερο όρο «ζώνες ανάμειξης» αντί του όρου «μεταβατική χώροι υπέρβασης».

Η κοινή θέση δεν προβλέπει τη χρήση της επιτροπολογίας. Αντί τούτου, η Επιτροπή θα καθορίζει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου.

5.   Κατάλογος εκπομπών, απορρίψεων και διαρροών (άρθρο 5)

Το άρθρο 5 ενσωματώνει εν μέρει την τροπολογία 40. Το Συμβούλιο δεν μπορεί να δεχθεί τις άλλες τροπολογίες όσον αφορά τον κατάλογο, εκτιμώντας ότι ενδέχεται να δημιουργήσουν υπέρμετρο πρόσθετο διοικητικό φόρτο για τα κράτη μέλη, να μην είναι συνεπείς με την οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα, ή να είναι περιττές.

Και στο σημείο αυτό, η κοινή θέση δεν προβλέπει τη χρήση της επιτροπολογίας. Αντί τούτου, η Επιτροπή θα καθορίζει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου.

6.   Διασυνοριακή ρύπανση (άρθρο 6)

Η κοινή θέση περιλαμβάνει ένα νέο άρθρο για την αποσαφήνιση των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τη διασυνοριακή ρύπανση. Τούτο είναι εν μέρει συνεπές με τις τροπολογίες 24 και 47.

7.   Επανεξέταση (άρθρο 7)

Στο νέο άρθρο 7 απαιτείται από την Επιτροπή να επανεξετάζει την ανάγκη επιβολής πρόσθετων επιμέρους μέτρων σε κοινοτική κλίμακα. Τούτο είναι εν μέρει ή κατ' αρχήν συνεπές με τις τροπολογίες 20, 32, 33 και 45.

8.   Παράρτημα ΙΙ — Τροποποιήσεις στο Παράρτημα Χ της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα

Το Συμβούλιο δεν μπορεί να δεχθεί τις τροπολογίες 53 έως 63 και 70, με τις οποίες προβλέπεται η ταξινόμηση πολλών ουσιών προτεραιότητας και άλλων ρύπων ως επικίνδυνων ουσιών προτεραιότητας. Επίσης δεν μπορεί να δεχθεί την τροπολογία 65, με την οποία θα προστίθεται στην οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα κατάλογος ουσιών υποκείμενων σε επανεξέταση για χαρακτηρισμό ως πιθανών ουσιών προτεραιότητας ή ως επικίνδυνων ουσιών προτεραιότητας. Το άρθρο 16 της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα προβλέπει ήδη την τακτική επανεξέταση του Παραρτήματος Χ. Το Συμβούλιο συμφωνεί με την Επιτροπή ότι η επανεξέταση αυτή θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε επιστημονικές εκτιμήσεις.

Επί του παρόντος επανεξετάζεται ο κατάλογος των ουσιών προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων και των περιθωρίων για την εισαγωγή πρόσθετων ουσιών, καθώς και τα κριτήρια για την απόδοση προτεραιότητας, δυνάμει της κοινής στρατηγικής για την εφαρμογή της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα, με την προοπτική να υποβάλει η Επιτροπή τις δέουσες προτάσεις τροποποίησης του καταλόγου, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα επανεξέτασης που καθορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα.

9.   Διάφορα

Επιπροσθέτως, η κοινή θέση:

ενσωματώνει κείμενο σχετικά με πίνακες συσχετισμού το οποίο είναι συνεπές με την παράγραφο 34 της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας,

περιλαμβάνει συνακόλουθες αλλαγές στο αιτιολογικό και ενσωματώνει τις τροπολογίες 1, 4, 7 (εν μέρει), 14 (κατ' αρχήν) και 73 (εν μέρει).

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο πιστεύει ότι η κοινή θέση αντιπροσωπεύει μια ισορροπημένη δέσμη με την οποία θα γίνονται σεβαστές οι διατάξεις και οι στόχοι της οδηγίας-πλαισίου για τα ύδατα. Προσβλέπει δε σε εποικοδομητικές συζητήσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με στόχο την έγκαιρη έκδοση της οδηγίας.


(1)  ΕΕ C 97, 28.4.2007, σ. 3.


Top