EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006IE1369

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών και οικονομική διακυβέρνηση — Προϋποθέσεις για τον καλύτερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών στην Ευρώπη

ΕΕ C 324 της 30.12.2006, p. 49–56 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

30.12.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 324/49


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών και οικονομική διακυβέρνηση — Προϋποθέσεις για τον καλύτερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών στην Ευρώπη»

(2006/C 324/21)

Στις 19 Ιανουαρίου 2006, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του Κανονισμού, να καταρτίσει γνωμοδότηση με θέμα: «Γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών και οικονομική διακυβέρνηση — Προϋποθέσεις για τον καλύτερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών στην Ευρώπη»

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 7 Σεπτεμβρίου 2006 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. NYBERG.

Κατά την 430ή σύνοδο ολομέλειας της 26ης Οκτωβρίου 2006, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 86 ψήφους υπέρ, 9 κατά και 10 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση:

Περίληψη και συστάσεις

Η ΕΟΚΕ προτίμησε να μην σχολιάσει στη γνωμοδότηση του παρόντος έτους τους τριετείς οικονομικούς προσανατολισμούς, αλλά να εξετάσει τις επίσημες βάσεις τους. Οι βάσεις της κοινοτικής πολιτικής σχετικά με ζητήματα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής είναι, όσον αφορά το κοινοτικό νόμισμα, η Συνθήκη του Μάαστριχτ και, όσον αφορά τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, καθώς και οι διατάξεις της Συνθήκης. Στόχος είναι η εξεύρεση κανόνων που θα έχουν όσο το δυνατόν θετικότερες συνέπειες για τους γενικούς στόχους της σταθερότητας των τιμών, της ανάπτυξης και της απασχόλησης.

Για να αποφευχθεί η υπερβολική κυριαρχία του ενός τομέα δράσης της οικονομικής πολιτικής πάνω στον άλλο, η ΕΚΤ και το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων (Ecofin) πρέπει να ξεκινούν από τους ίδιους πολιτικούς στόχους. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχουν τα μέλη της Ομάδας του Ευρώ και η ΕΚΤ στο Συμβούλιο Ecofin την ίδια προσέγγιση.

Η γνωμοδότηση έχει χωρισθεί σε κεφάλαια με βάση τα διάφορα θέματα — δημοσιονομική πολιτική, Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οικονομικοί προσανατολισμοί, διαμόρφωση μισθών και σχέση πληθωρισμού και ανάπτυξης. Διαλέξαμε να παρουσιασθούν οι συστάσεις μας με βάση το τι αναμένεται από το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων (Ecofin), την ΕΚΤ, την Επιτροπή, καθώς και από τους κοινωνικούς εταίρους.

ΕΚΤ

Ο στόχος της σταθερότητας των τιμών πρέπει να αναπροσαρμόζεται και να επιδιώκει ένα συμμετρικό στόχο, π.χ. ένα 2 %, +/- μίας ποσοστιαίας μονάδας. Ένας τέτοιος στόχος με μία μέση τιμή καθιστά ευκολότερο το να κρίνει κανείς πόσο έχει προσεγγισθεί ο στόχος και αυτό έχει σημασία προκειμένου να δοθεί στην ΕΚΤ η δυνατότητα να αντιδρά σε διακυμάνσεις των τιμών που επέρχονται λόγω της μείωσης ή της αύξησης της ζήτησης.

Για μια πολιτική που εστιάζεται περισσότερο στη σχέση των μέτρων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, το μέτρο που πρέπει να χρησιμοποιείται όσον αφορά τον πληθωρισμό είναι ο δομικός πληθωρισμός, επειδή δεν περικλείει τις μεταβολές των τιμών που δεν μπορεί να επηρεάσει η ΕΚΤ και που μπορεί να είναι τυχαίες. Το μέτρο αυτό δείχνει περισσότερο τις τάσεις που υπάρχουν για τις μεταβολές των τιμών. Επιπλέον, στις εκτιμήσεις της για τις μεταβολές των τιμών, η ΕΚΤ οφείλει να εξετάζει εάν αυτές εξαρτώνται από φορολογικές απαλλαγές.

Για το λόγο αυτόν θα πρέπει να επανεξετασθεί η απαίτηση για σταθερότητα των τιμών στις χώρες που ζητούν να προσχωρήσουν στη ζώνη του ευρώ. Τυπικά απαιτείται τροποποίηση της Συνθήκης. Εάν όμως ληφθεί υπόψη ότι παρόμοια μεταβολή δεν προβλέπεται ούτε καν στη Συνταγματική Συνθήκη, ενδείκνυται η υιοθέτηση ελαστικής ερμηνείας της Συνθήκης, έτσι ώστε η επίτευξη του στόχου αυτού να εξαρτάται από το σκοπό που εμπερικλείεται στην απαίτηση αυτή και όχι από την κατάσταση σε μια δεδομένη στιγμή. Θα ήταν περισσότερο σκόπιμο να τεθεί για τις χώρες αυτές ο ίδιος στόχος όπως και για τα μέλη της ευρωζώνης.

Η σταθερότητα και η εμπιστοσύνη στην νομισματική πολιτική δεν βασίζονται μόνο στη διατήρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω του 2 %. Η σταθερότητα δεν θα υπονομευόταν από ένα σχετικά υψηλότερο ποσοστό ως μέτρο για τη σταθερότητα των τιμών. Αντίθετα, πιο καθοριστική είναι η γνώση ότι υπάρχει θέληση και δυνατότητα διατήρησης του πληθωρισμού υπό έλεγχο και, ως εκ τούτου, επίτευξης του στόχου.

Η ΕΚΤ θα έπρεπε να δημοσιεύει τα πρακτικά των συνεδριάσεών της.

Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων (Ecofin)

Ο κίνδυνος μιας προκυκλικής πολιτικής είναι περιορισμένος, για όσο διάστημα η πλήρης χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού δεν ακόμα αρχίσει να ασκεί πληθωριστικές πιέσεις. Η ανεργία εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλή και υπάρχει μεγάλο περιθώριο για αύξηση του ποσοστού απασχόλησης. Όταν η οικονομική κατάσταση είναι καλή, η βασική φροντίδα της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι ο σχεδιασμός πριν από την εμφάνιση των μελλοντικών οικονομικών προβλημάτων λόγω της δημογραφικής εξέλιξης. Σε καιρούς θετικής οικονομικής ανάπτυξης, οι γενικοί στόχοι της ΕΕ για τον προϋπολογισμό και το χρέος του δημοσίου δεν είναι ικανοποιητικοί. Τα κράτη μέλη, τα οποία έχουν ήδη επιτύχει τους στόχους αυτούς, δεν πρέπει να επαναπαύονται στις δάφνες τους.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι τα κριτήρια του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους πρέπει να διατηρηθούν, αλλά η συζήτηση θα πρέπει να προχωρήσει με την εξέταση των πραγματικών στόχων των οικονομικών πολιτικών.

Οι τριετείς γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών θα πρέπει να επικεντρώνονται στον ορισμό ελάχιστου συντελεστή για την οικονομική ανάπτυξη, τη μείωση της ανεργίας, καθώς και την επίτευξη των στόχων που ορίσθηκαν στη στρατηγική της Λισαβόνας όσον αφορά στην απασχόληση. Θα πρέπει να ορίζονται εθνικοί στόχοι, που δεν θα πρέπει όμως να είναι κατώτεροι από τους στόχους για ολόκληρη την ΕΕ.

Οι υπουργοί Οικονομικών πρέπει να είναι συνεπείς και να μην ενεργούν διαφορετικά στη χώρα τους, από ό,τι διακηρύσσουν στις Βρυξέλλες.

Κοινωνικοί εταίροι/Διαδικασία της Κολωνίας

Στο διάστημα μεταξύ των συναντήσεων στα πλαίσια της Διαδικασίας της Κολωνίας, μπορεί να διεξάγονται κοινές μελέτες για οικονομικές σχέσεις, για το αποτέλεσμα διαφόρων πολιτικών μέτρων και άλλα παρόμοια ζητήματα.

Η Διαδικασία της Κολωνίας μπορεί να διαθέτει επαρκές πολιτικό κύρος, ώστε να υποχρεώνει όλους τους συμμετέχοντες να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τα οικονομικά στατιστικά στοιχεία.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει πριν από κάθε συνεδρίαση να εγκρίνει ψήφισμα για την οικονομική κατάσταση και για την ενδεικνυόμενη πολιτική.

Τόσο το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων όσο και η Ομάδα Ευρώ θα πρέπει να δίνουν το παρών, ώστε να εκπροσωπούν τόσο το περιβάλλον των υπουργείων Οικονομικών, όσο και τους ίδιους τους υπουργούς Οικονομικών, οι οποίοι είναι άμεσα υπεύθυνοι για την δημοσιονομική πολιτική, που θα πρέπει να συνδυάζεται με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.

Επιτροπή

Για τον δομικό πληθωρισμό πρέπει να πραγματοποιηθούν περαιτέρω έρευνες. Μία λεπτομερής μελέτη των συγκεκριμένων πολιτικών μέτρων, η οποία διεξήχθη σε χώρες με καλή αναλογία — χαμηλού πληθωρισμού σε σχέση με το ρυθμό ανάπτυξής — θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για μελλοντική συγκριτική αξιολόγηση.

Πιθανόν να έχουν ενδιαφέρον έρευνες όπως π.χ. κατά πόσον οι μεταβολές της παραγωγικότητας ήταν η αιτία της ανομοιόμορφης ανάπτυξης; Κατά πόσον οι διαφορές όσον αφορά την αύξηση της παραγωγικότητας εξαρτώνται από τις επενδύσεις και τις καινοτομίες; Εξάλλου, ποιες άλλες μέθοδοι υπάρχουν για την αύξηση της παραγωγικότητας; Για το λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ επιθυμεί να προτρέψει την Επιτροπή να ερευνήσει τη σχέση μεταξύ των γενικών στόχων για την ανάπτυξη και την απασχόληση, π.χ. με βάση την αύξηση της παραγωγικότητας και του πληθωρισμού.

Συνοπτικά

Ο καλύτερος συντονισμός της νομισματικής με τη δημοσιονομική πολιτική, όταν υπάρχουν σταθερότητα τιμών, ανάπτυξη και απασχόληση, αποτελεί σημαντικό στόχο για όλους τους φορείς λήψης αποφάσεων στο χώρο της οικονομικής πολιτικής: ΕΚΤ, Επιτροπή, Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων, κοινωνικοί εταίροι και κράτη μέλη. Όταν όλοι οι φορείς έχουν ως βάση στις προτάσεις τους για τη λήψη μέτρων και τους τρείς στόχους, τότε είναι υποχρεωμένοι να λαμβάνουν υπόψη όλες οι συνέπειες των προτάσεων τους, ώστε να χαράσσεται μια πιο ομοιογενής πολιτική για να αποφέρει συνολικά ένα καλύτερο αποτέλεσμα.

1.   Εισαγωγή

1.1

Οι προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών της ΕΕ (Broad Economic Policy Guidelines) θα αφορούν στο εξής περίοδο τριών ετών. Οι γενικοί προσανατολισμοί του παρόντος έτους περιλαμβάνουν μόνο μικρές αναπροσαρμογές των εγκεκριμένων γενικών προσανατολισμών για το 2005.

1.2

Η ΕΟΚΕ αποφάσισε για τον λόγο αυτόν να μην ασχοληθεί στη γνωμοδότηση του παρόντος έτους, με τις αλλαγές αυτές, σχετικά με τις οικονομικές πολιτικές, αλλά αντ' αυτού να ασχοληθεί με τις επίσημες βάσεις των γενικών προσανατολισμών. Μια τέτοια έρευνα δεν μπορεί να περιορίζεται στους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών, αλλά θα πρέπει επίσης να εξετάζει τη νομισματική πολιτική και τη σχέση της με τη δημοσιονομική πολιτική.

1.3

Οι βάσεις της κοινοτικής πολιτικής είναι, σχετικά με τα θέματα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, η Συνθήκη του Μάαστριχτ όσον αφορά το ενιαίο νόμισμα, και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης όσον αφορά τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών, καθώς και οι διατάξεις της Συνθήκης. Λόγω των καινοτομιών που εισήχθησαν το 2005, η εξέταση των εν λόγω προσανατολισμών διεξάγεται στα πλαίσια της ετήσιας «διαδικασίας της Λισαβόνας».

1.4

Σκοπός είναι να εξετασθούν οι αλληλεπιδράσεις των διατάξεων αυτών και οι συνέπειές τους στα πρακτικά πολιτικά μέτρα σε επίπεδο ΕΕ, αλλά και σε επίπεδο επιμέρους κρατών μελών. Η έρευνα για να είναι ολοκληρωμένη θα πρέπει να εξετάσει και τη διαμόρφωση μισθών. Μια τέτοια έρευνα θα είναι αναγκαστικά αρκετά θεωρητική, προκειμένου να καταστεί δυνατή η προώθηση του διαλόγου και να βελτιωθούν οι πολιτικές. Ο στόχος είναι να εξετασθεί κατά πόσον οι ισχύοντες κανόνες έχουν όσο το δυνατόν θετικότερες συνέπειες για τους γενικούς στόχους της σταθερότητας των τιμών, της ανάπτυξης και της απασχόλησης.

1.5

Οι συστάσεις μας δεν περιορίζονται μόνο στην τρέχουσα πολιτική, αλλά αφορούν και τροποποιήσεις των διατάξεων. Τροποποιήσεις που μπορεί να υλοποιηθούν αμέσως, και πάνω απ'όλα για την αλλαγή της συμπεριφοράς των φορέων λήψης αποφάσεων. Τέλος, μόνο σε μια περίπτωση η πρότασή μας προϋποθέτει αλλαγές στη Συνθήκη.

2.   Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η κοινή νομισματική πολιτική

2.1

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) επιδιώκει τον γενικό στόχο της σταθερότητας των τιμών. Στις διατάξεις της Συνθήκης αναφέρεται και ένας δεύτερος στόχος που εγκρίθηκε στο Μάαστριχτ, ο οποίος είναι η προώθηση της ανάπτυξης από την ΕΚΤ — αφού επιτευχθεί η σταθερότητα των τιμών. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται συνήθως σύγκριση με την πολιτική της Federal Reserve των ΗΠΑ (FED), η πολιτική της οποίας βασίζεται περισσότερο σε μία συνολική θεώρηση της σταθερότητας των τιμών, της απασχόλησης και της ανάπτυξης. Αυτό στη διατύπωση των ανακοινώσεων μπορεί να φαίνεται απλά σαν ποσοστιαία διαφορά, αλλά κατά την εκτέλεση της νομισματικής πολιτικής οι διαφορές καθίστανται σαφέστερες. Η FED αποδίδει συχνά τις μεταβολές στα επιτόκια στην εξέλιξη της απασχόλησης. Η ΕΚΤ θεωρεί τη σταθερότητα των τιμών ως τον μοναδικό λόγο για μεταβολή των επιτοκίων.

2.2

Εκτός από τα συγκεκριμένα μέτρα νομισματικής πολιτικής, σημαντικό είναι και το κείμενο για τη διαμόρφωση των στόχων που επηρεάζουν το σύνολο των οικονομικών πολιτικών.

2.3

Σύμφωνα με τη συνολική εικόνα της οικονομικής πολιτικής, που περιλαμβάνει τη νομισματική, αλλά και τη δημοσιονομική πολιτική, για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής δεν είναι καθοριστική μόνο η πολιτική των επιτοκίων, αλλά τουλάχιστον εξίσου σημαντική είναι και η επιλογή των στόχων της νομισματικής πολιτικής. Ένας υπουργός Οικονομικών μπορεί κάποιες φορές να ενεργεί με βάση τον εξής συλλογισμό: Θα εξουδετερωθεί, άραγε, η απόφασή μου για ένα συγκεκριμένο μέτρο από την μεταβολή των επιτοκίων που θα γίνει για να εξισορροπηθούν οι συνέπειες; Για να αποφευχθεί η υπερβολική κυριαρχία του ενός τομέα δράσης της οικονομικής πολιτικής πάνω στον άλλο, η ΕΚΤ και το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων (Ecofin) πρέπει να ξεκινούν από τους ίδιους πολιτικούς στόχους. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχουν τα μέλη της Ομάδας του Ευρώ και η ΕΚΤ στο Συμβούλιο Ecofin την ίδια προσέγγιση. Οι στόχοι της νομισματικής πολιτικής πρέπει να είναι εξαιρετικά μακροπρόθεσμοι. Σε πολλές περιπτώσεις, η ΕΚΤ υπογράμμισε ότι ο στόχος του 2 % βασίσθηκε σε παλαιότερες απόψεις του Συμβουλίου Ecofin. Οι απόψεις σχετικά με τον επιδιωκόμενο πληθωρισμό ίσως να μην απέχουν και πολύ μεταξύ τους, αλλά ο στόχος και τα μέτρα πρέπει να τηρούνται από όλους.

2.4

Όταν η ΕΚΤ όρισε τον στόχο της σταθερότητας των τιμών, επιλέχθηκε ποσοστό πληθωρισμού κάτω του 2 %. Ήδη το 2003 ο στόχος αυτός άλλαξε: στο εξής θα πρέπει να επιδιώκεται ποσοστό πληθωρισμού ναι μεν κάτω από το 2 %, αλλά να πλησιάζει αυτήν την τιμή. Έτσι, ο στόχος αυτός έγινε κάπως πιο ρεαλιστικός, καθώς ο αρχικός ορισμός «κάτω του 2 %» δεν απέκλειε μία αποπληθωριστική εξέλιξη.

2.5

Ωστόσο, με τον ορισμό αυτό παρέμειναν δύο προβλήματα: είναι σχεδόν αδύνατο να καθορισθεί η εκάστοτε απόσταση από τον στόχο και ποιες αποκλίσεις επιτρέπονται. Σε μία συμμετρική τιμή στόχου επιτρέπεται ένα ορισμένο περιθώριο διακύμανσης γύρω από το επιδιωκόμενο ποσοστό πληθωρισμού. Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο από την ΕΚΤ στόχο του 2 %, η καλύτερη λύση θα ήταν μια απόκλιση +/- μίας ποσοστιαίας μονάδας. Με μία τέτοια τιμή στόχο θα μπορούσε να μειωθεί και η νευρικότητα που παρατηρείται ορισμένες φορές σε μεμονωμένες αποκλίσεις σε ποσοστά επί τοις χιλίοις. Σύμφωνα με την άποψη της ΕΟΚΕ, όλοι οι λόγοι συνηγορούν στη μετατροπή του επιδιωκόμενου από την ΕΚΤ στόχου σε συμμετρικό στόχο. Ένας τέτοιος στόχος με μία μέση τιμή μπορεί να είναι επίσης σημαντικός προκειμένου να δοθεί στην ΕΚΤ η δυνατότητα να αντιδρά σε διακυμάνσεις των τιμών που επέρχονται σαν αποτέλεσμα της μείωσης ή της αύξησης της ζήτησης. Εάν παρατηρήσει κανείς την μέχρι τώρα εξέλιξη, θα διαπιστώσει ότι αυξήσεις των επιτοκίων πραγματοποιούνταν με γοργούς ρυθμούς όταν η ευρωπαϊκή οικονομία διήρχετο περίοδο ακμής πριν από το τέλος της χιλιετίας, ενώ κατά τη διάρκεια των επόμενων, κακών για την οικονομία ετών, οι μειώσεις των επιτοκίων πραγματοποιήθηκαν με αισθητά πιο αργούς ρυθμούς.

2.6

Το δεύτερο πρόβλημα αφορά το ποιος πληθωρισμός πρέπει να μετράται. Στον επίσημο ορισμό του στόχου από την ΕΚΤ χρησιμοποιείται ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), δηλ. το μέτρο του γενικού πληθωρισμού. Από αυτόν μπορούν να εξαιρεθούν, για παράδειγμα, οι τιμές ενέργειας ή οι τιμές των τροφίμων, ώστε να ληφθούν ποσοστά πληθωρισμού, τα οποία μπορούν να διαμορφωθούν καλύτερα μέσω της νομισματικής πολιτικής και τα οποία δεν βασίζονται σε αμετάβλητους παράγοντες. Σκοπός είναι να αποφευχθούν κυρίως οι συνέπειες λόγω της ανόδου της τιμής του πετρελαίου, η οποία μπορεί να είναι τυχαία και να αλλάζει αμέσως κατεύθυνση. Απαιτείται ένας μειωμένος δείκτης τιμών, ώστε να αποφευχθούν οι άμεσες συνέπειες τυχαίας μεταβολής των τιμών επί της πολιτικής της ΕΚΤ. Ακόμη και με βάση την προοπτική μιας μακροπρόθεσμης αύξησης των τιμών της ενέργειας, οι στιγμιαίες διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου δεν μπορεί ποτέ να αντιμετωπισθούν με τη μεταβολή των επιτοκίων, η οποία αρχίζει να αποδίδει μετά από ένα έως δύο χρόνια.

2.7

Ο όρος δομικός πληθωρισμός χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των τάσεων του πληθωρισμού της εθνικής οικονομίας (της ευρωζώνης για την ΕΚΤ). Οι μεταβολές αυτές του επιπέδου των τιμών αφορούν περισσότερο τάσεις, στις οποίες πρέπει να ασκήσει επιρροή κυρίως η ΕΚΤ. Με τον όρο αυτόν μπορούν να φανούν με τον καλύτερο τρόπο οι άμεσες συνέπειες των μεταβολών των επιτοκίων στο ποσοστό ανόδου των τιμών με παράδειγμα την πολιτική των επιτοκίων της ΕΚΤ. Όταν η ΕΚΤ δέχθηκε να υπερβεί ο πληθωρισμός τον προκαθορισμένο στόχο, αυτό πιθανώς οφειλόταν στο γεγονός ότι έλαβε υπόψη και αυτόν τον περιορισμένο ορισμό του πληθωρισμού. Ακόμη, εάν γίνεται αναφορά στο δομικό πληθωρισμό τότε και η πολιτική της ΕΚΤ κατανοείται ευκολότερα. Για μια πολιτική που δίνει μεγαλύτερη προσοχή στη σχέση μέτρων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, το μέτρο που πρέπει να χρησιμοποιείται, είναι ο δομικός πληθωρισμός. Ετσι, με την άσκηση μιας συνολικά περιεκτικής οικονομικής πολιτικής, θα ήταν πιο εύκολο να επηρεαστούν θετικά η ανάπτυξη και η απασχόληση.

2.8

Μια σύγκριση μεταξύ του επίσημου πληθωρισμού σύμφωνα με τον ΕνΔΤΚ και της ανόδου των τιμών που υπολογίζεται βάσει του ορισμού του δομικού πληθωρισμού παρουσιάζει μικρές μόνο διαφορές για τα περισσότερα έτη (βλ. Παράρτημα). Οι τιμές της ενέργειας επηρέασαν μόνο το 2005 σημαντικά το γενικό επίπεδο τιμών. Αν συγκρίνει κανείς τον πληθωρισμό με την τιμή στόχο της ΕΚΤ, θα διαπιστώσει ότι ο δομικός πληθωρισμός ήταν πολύ κάτω από την τιμή στόχο μόνο το 2000 και το 2005. Εάν ο στόχος είχε καθορισθεί βάσει του δομικού πληθωρισμού τότε θα έπρεπε η πολιτική κατά τη διάρκεια του 2005 να είναι λιγότερο περιοριστική.

2.9

Ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος επηρεάζει το ποσοστό του πληθωρισμού, αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί άμεση συνέπεια της εσωτερικής ζήτησης, είναι οι μεταβολές των φόρων και των εισφορών. Εάν για παράδειγμα τα κράτη μέλη αυξήσουν τον ΦΠΑ, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού, τότε θα αυξηθεί ταυτόχρονα και το ποσοστό του πληθωρισμού. Η ΕΚΤ μπορεί να θεωρήσει ότι πρέπει να προβεί σε αύξηση των επιτοκίων, εάν η σταθερότητα των τιμών μετρηθεί με τη βοήθεια του ΕνΔΤΚ. Μια αύξηση του ΦΠΑ επιδρά ωστόσο στην εθνική οικονομία, προκαλώντας μείωση της ζήτησης, και για τον λόγο αυτόν θα πρέπει στα πλαίσια μιας συνολικής εικόνας της οικονομικής πολιτικής να συνοδεύεται με μείωση των επιτοκίων. Στις περιπτώσεις αυτές, πράγμα που μπορεί να γίνει επίκαιρο π.χ. όταν η Γερμανία αυξήσει τον ΦΠΑ με την αλλαγή του χρόνου, από το 2006 στο 2007, από 16 σε 19 %, η ΕΚΤ θα πρέπει να ερευνήσει πολύ συγκεκριμένα αφενός, τις αιτίες του πληθωρισμού και αφετέρου, ότι δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη ενέργεια χωρίς να αποτελεί και την αιτία της αύξησης της τάσης του πληθωρισμού. Μια άλλη πλευρά του προβλήματος είναι ότι, εάν η ΕΚΤ επιτρέψει την εν λόγω αύξηση των φόρων σε μια χώρα, αυτό επηρεάζει τη νομισματική πολιτική και έχει αρνητικά αποτελέσματα ακόμη και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης.

2.10

Σύμφωνα με τη Συνθήκη, για να μπορέσουν να προσχωρήσουν στη ζώνη του ευρώ, τα κράτη μέλη που το επιθυμούν οφείλουν να παρουσιάζουν ποσοστό πληθωρισμού «που προσεγγίζει το αντίστοιχο ποσοστό των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών». Προσεγγίζει σημαίνει το πολύ 1,5 %. Οι καλύτερες επιδόσεις σημαίνουν εδώ το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού. Ο στόχος αυτός δεν είναι σήμερα τόσο αυτονόητος όσο ήταν στις αρχές της δεκαετίας του '90. Αν παρατηρήσει κανείς τις πρόσφατες εξελίξεις σε αρκετές χώρες του ευρώ, θα διαπιστώσει ότι ο στόχος αυτός αντιστοιχεί στην απαίτηση για χαμηλότερο πληθωρισμό από αυτόν που παρατηρείται σήμερα σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ. Η προϋπόθεση αυτή γίνεται ακόμα πιο παράλογη, εφόσον βασίζεται στον πληθωρισμό σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και όχι μόνο σε εκείνα της ζώνης του ευρώ. Τον τελευταίο καιρό, κράτη μέλη της ΕΕ των 15, που όμως δεν ανήκουν στην ευρωζώνη, συγκαταλέγονταν στις τρεις χώρες που διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο για την προϋπόθεση της σταθερότητας των τιμών που αφορά τις χώρες που επιθυμούν να προσχωρήσουν στην ευρωζώνη. Για το λόγο αυτόν θα πρέπει να επανεξετασθεί η απαίτηση για σταθερότητα των τιμών των αιτούντων προσχώρηση στη ζώνη του ευρώ. Τυπικά απαιτείται τροποποίηση της Συνθήκης. Έχοντας υπόψη ότι παρόμοια μεταβολή δεν προβλέπεται στη συνταγματική συνθήκη, αυτή για να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τους κανόνες θα χρειαζόταν τόσο πολύ χρόνο που η πλειοψηφία των υποψήφιων χωρών για τη ζώνη ευρώ θα είναι υποχρεωμένες να συμμορφωθούν προς την ισχύουσα απαίτηση. Συνεπώς, ενδείκνυται η υιοθέτηση ελαστικής ερμηνείας της συνθήκης, στο βαθμό που η εν λόγω απαίτηση επιδιώκει την επίτευξη του στόχου αυτού ώστε η δυνατότητα προσχώρησης στην ευρωζώνη να μην καθορίζεται από την κατάσταση σε μια δεδομένη στιγμή. Σκόπιμη θα ήταν η απαίτηση να επιδιώξουν οι χώρες αυτές τον ίδιο στόχο όπως και τα μέλη της ευρωζώνης. Εάν ο στόχος αυτός ορισθεί σε 2 % με απόκλιση +/- μία ποσοστιαία μονάδα, θα πρέπει να ισχύει και για τις υποψήφιες για ένταξη στην ευρωζώνη χώρες.

2.10.1

Στις χώρες που παρουσιάζουν υψηλή οικονομική ανάπτυξη μπορεί να χρειάζεται επίσης μια περισσότερο ευέλικτη αντιμετώπιση του θέματος της σταθερότητας των τιμών. Η Ιρλανδία αποτελεί παράδειγμα της περίπτωσης κατά την οποία οι προσαρμογές που είναι απαραίτητες σε μία ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία συνοδεύονται αναπόφευκτα από έναν κάπως υψηλότερο πληθωρισμό.

2.11

Ο πληθωρισμός είναι ένα στατιστικό μέτρο, το οποίο είναι απαραίτητο ως βάση της οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, οι πολίτες βιώνουν την άνοδο των τιμών και με άλλους τρόπους. Υπάρχει η αίσθηση μιας ισχυρής επιρροής τους μέσω των ενοικίων, των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων κτλ. Από την άλλη πλευρά, η μείωση της τιμής ορισμένων εμπορευμάτων γίνεται αντιληπτή μόνο από λίγους. Ωστόσο, ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι συνέπειες επηρεάζουν κάθε άνθρωπο με πολύ διαφορετικό τρόπο. Όταν η άνοδος των τιμών αφορά κυρίως αγαθά καθημερινής χρήσης, επηρεάζει περισσότερο τον φτωχότερο πληθυσμό, καθώς μια γενική αύξηση των τιμών κατά 2-3 % μπορεί να σημαίνει γι' αυτόν σημαντική αύξηση των εξόδων διαβίωσης. Οι πολιτικοί πρέπει να λάβουν υπόψη τις συνέπειες αυτές και να λάβουν αντίστοιχα πολιτικά μέτρα για την αντιμετώπισή τους. Πρόκειται για ένα ζήτημα που αφορά λιγότερο το εύρος της δημοσιονομικής πολιτικής και πολύ περισσότερο το συγκεκριμένο περιεχόμενό της.

3.   Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης κατά το 2005

3.1

Άλλαξαν οι οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών συνεπεία της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και μεταβλήθηκε η αξιολόγηση των χωρών από την Επιτροπή και αργότερα από το Συμβούλιο; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι γενικά αρνητική. Φαίνεται πως μόνο η Λιθουανία αναφέρθηκε με σαφήνεια στις ερμηνείες του ελλείμματος που πηγάζουν από την αναθεώρηση του Συμφώνου. Η αναθεώρηση του Συμφώνου οδήγησε εντωμεταξύ όλα τα κράτη μέλη να καθορίσουν μεσοπρόθεσμους εθνικούς στόχους για τη δημοσιονομική πολιτική τους. Οι στόχοι έχουν καθορισθεί με βάση την παρούσα κατάσταση στις αντίστοιχες χώρες.

3.2

Λόγω της εξέλιξης της οικονομίας μετά την αναθεώρησή του, το Σύμφωνο δεν θα μπορούσε φυσικά να έχει σημαντικές συνέπειες. Οι καινοτομίες που εισήχθησαν, αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά καταστάσεις στις οποίες θεωρείτο δεδομένη η όξυνση των οικονομικών προβλημάτων. Ωστόσο, στη συνέχεια ακολούθησε μια φάση οικονομικής ανάκαμψης, η οποία επηρέασε ακόμα και τους δείκτες του Συμφώνου.

3.3

Η οικονομική ανάπτυξη το 2005 και οι προσδοκίες για το 2006 οδηγούν στο συμπέρασμα — ειδικότερα εν όψει της θετικότερης εξέλιξης στη Γερμανία — ότι τα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης μπορούν σε γενικές γραμμές να εκπληρωθούν καλύτερα. Το γεγονός ότι η ανάπτυξη αυτή σημειώθηκε σε εποχή τεράστιας ανόδου των τιμών του πετρελαίου, μαρτυρά τη μεγάλη ισχύ της οικονομικής ανάκαμψης. Οι συνέπειες από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές στις εκάστοτε χώρες, ανάλογα με την εξάρτηση των χωρών αυτών από τις εισαγωγές πετρελαίου. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των «καλών» ετών, υπάρχουν ακόμα ορισμένες χώρες, οι οποίες εξακολουθούν να απέχουν πολύ από το στόχο της ισοσκέλισης του προϋπολογισμού. Αυτές προφανώς θα επωφεληθούν από τις εξελίξεις στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.

3.4

Ωστόσο, η ανάπτυξη που έχει επιτευχθεί ή αναμένεται να επιτευχθεί δεν αντιστοιχεί ακόμα, στις περισσότερες χώρες, στο επίπεδο εκείνο πέραν του οποίου θα συνιστάτο αυστηρότερη εφαρμογή του Συμφώνου όσον αφορά τα δημοσιονομικά μέτρα κατά τη διάρκεια των «καλών» οικονομικά ετών για τη βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης. Ο κίνδυνος μιας προκυκλικής πολιτικής είναι περιορισμένος, για όσο διάστημα η πλήρης χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού δεν έχει ακόμα αρχίσει να ασκεί πληθωριστικές πιέσεις. Η ανεργία εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλή και υπάρχει μεγάλο περιθώριο για αύξηση του ποσοστού απασχόλησης. Η σύμπραξη δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής υπόκειται σε νέες πιέσεις, σε σύγκριση προς την δυσμενή συγκυρία παλαιότερων ετών. Όταν η οικονομική κατάσταση είναι καλή, η βασική φροντίδα της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι ο προγραμματισμός, προτού εμφανισθούν τα μελλοντικά οικονομικά προβλήματα λόγω της δημογραφικής εξέλιξης.

3.5

Σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, οι γενικοί στόχοι της ΕΕ δεν είναι ικανοποιητικοί όσον αφορά τον προϋπολογισμό και το χρέος του δημοσίου. Τα κράτη μέλη, τα οποία έχουν ήδη επιτύχει τους στόχους αυτούς, δεν πρέπει να επαναπαύονται. Είναι σημαντικό να αξιοποιούν τους εθνικούς στόχους σύμφωνα με την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης.

3.6

Εκτός από την κακή οικονομική κατάσταση πριν το 2005, που ευθύνεται κυρίως για τα προβλήματα με τον καθορισμό των δεικτών του Συμφώνου, υπεύθυνοι γι' αυτό είναι και στατιστικοί λόγοι, οι οποίοι συχνά παραβλέπονται. Σε μία οικονομία με χαμηλό πληθωρισμό, το δημόσιο χρέος παραμένει αμετάβλητο. Για τη μείωση του δημόσιου χρέους, απαιτείται η λήψη πρακτικών μέτρων. Με ισχυρή ανάπτυξη το δημόσιο χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕγχΠ μειώνεται χωρίς επιπλέον ενέργειες και βελτιώνεται το ισοζύγιο του προϋπολογισμού. Με υψηλό πληθωρισμό μειώνονται οι οικονομικές επιδοτήσεις του δημόσιου τομέα ως ποσοστό επί του ΑΕγχΠ — το ισοζύγιο του προϋπολογισμού παρουσιάζει στατιστική βελτίωση όπως και το δημόσιο χρέος. Όταν υπάρχει οικονομική ανάπτυξη, αυξάνονται τα έσοδα του δημόσιου τομέα, χωρίς να απαιτούνται αυξήσεις στη φορολογία. Ως έναν ορισμένο βαθμό, οι σοβαρές στατιστικές συνέπειες για το δημόσιο χρέος και τη δημοσιονομική κατάσταση έδωσαν πρόσφατα τη θέση τους σε θετικά στατιστικά αποτελέσματα.

3.7

Σε κακές περιόδους έχουν παρατηρηθεί ασυνήθιστα υψηλά ποσοστά αποταμίευσης. Τα κεφάλαια αυτά μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ λόγω έλλειψης δυνατοτήτων επενδύσεων στην Ευρώπη. Εξαιτίας της αυξημένης εμπιστοσύνης στην οικονομία, που εμφανίζεται πάντα σε καιρούς οικονομικής άνθησης, μπορεί κανείς να θεωρήσει δεδομένη τη μείωση της ανησυχίας για το μέλλον και συνακόλουθα τη μείωση του ποσοστού αποταμίευσης. Η περαιτέρω αύξηση της ζήτησης μπορεί να θέσει σε κίνηση ένα θετικό κύκλο.

3.8

Τέλος, μπορεί να αναφερθεί ότι η δημοσιονομική πολιτική σε κοινοτικό επίπεδο πρέπει να αντιμετωπίσει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Εκείνος που πρέπει να τη διαμορφώσει και να φροντίσει για την τήρησή της, αλλάζει διαρκώς. Κάθε χρόνο αντικαθίσταται το ένα τέταρτο των υπουργών Οικονομικών. Έτσι, η αίσθηση ευθύνης για μια πολιτική που σχεδιάστηκε από τους προκατόχους τους δεν είναι ιδιαίτερα έντονη. Για τον λόγο αυτόν, το Συμβούλιο Ecofin θα πρέπει να παίρνει πιο μακροπρόθεσμες αποφάσεις, ώστε μία πολιτική που έχει ήδη δρομολογηθεί να μην μπορεί να ανατραπεί από τον νέο υπουργό Οικονομικών. Η συνεχής εναλλαγή υπουργών δυσχεραίνει επίσης τον σχηματισμό ενός Συμβουλίου Ecofin, το οποίο θα έχει την πολιτική βούληση άσκησης κοινής πολιτικής.

4.   Οι οικονομικοί προσανατολισμοί και η διαδικασία της Λισαβόνας

4.1

Οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών υπάρχουν από το 1993. Αρχικά αφορούσαν μόνο τη δημοσιονομική πολιτική, στη συνέχεια όμως επεκτάθηκαν και σε ζητήματα απασχόλησης. Από το 2005 έχουν συνδεθεί με τις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής απασχόλησης και το πρόγραμμα της Λισαβόνας στα πλαίσια μίας συντονισμένης διαδικασίας. Στην πράξη πρόκειται για τις εθνικές πολιτικές, για τις οποίες η Επιτροπή και το Συμβούλιο χαράσσουν τις κατευθυντήριες γραμμές. Δεν προβλέπονται οικονομικές κυρώσεις όπως στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης

4.2

Ήδη από τη δημιουργία της ΟΝΕ, στη συζήτηση κυριαρχεί η έλλειψη ισορροπίας μεταξύ της κεντρικής νομισματικής πολιτικής και της δημοσιονομικής πολιτικής που εξακολουθεί να ασκεί κάθε κράτος. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης αποτελεί «υβρίδιο», καθώς περιέχει μεν στοιχεία μίας κοινής πολιτικής και κυρώσεις, τη στιγμή που οι οικονομικοί προσανατολισμοί βασίζονται σε συστάσεις.

4.3

Ποιες δυνατότητες υπάρχουν για την περαιτέρω εξέλιξη των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών; Σχετικά με αυτό, είναι απολύτως αναγκαίος ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ του ορισμού των στόχων των οικονομικών πολιτικών και των μέσων με τα οποία θα επιτευχθούν.

4.4

Όσον αφορά το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, στη γενική συζήτηση που διεξάγεται, ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός και το ποσοστό δημόσιου χρέους επί του ΑΕγχΠ θεωρούνται πλέον στόχοι. Ωστόσο, δεν αποτελούν και τον απώτερο στόχο, αλλά μάλλον δείκτες για την πορεία της οικονομικής πολιτικής που πρέπει να ακολουθηθεί. Ένας ισοσκελισμένος ή πλεονασματικός προϋπολογισμός προσφέρει ευρύτερα περιθώρια δράσης σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Το πλεόνασμα αποτελεί μέσο για την αναθέρμανση της οικονομίας αργότερα. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι τα κριτήρια για τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και το δημόσιο χρέος πρέπει να διατηρηθούν, αλλά η συζήτηση θα πρέπει να προχωρήσει με την εξέταση των πραγματικών στόχων των οικονομικών πολιτικών.

4.5

Οι γενικοί στόχοι για την οικονομική πολιτική στο σύνολό της, που περιλαμβάνει τόσο τη νομισματική όσο και τη δημοσιονομική πολιτική, είναι η σταθερότητα των τιμών, η ανάπτυξη και η απασχόληση. Οι στόχοι αυτοί πρέπει να διατυπωθούν. Ασχοληθήκαμε ήδη με το πρόβλημα της σταθερότητας των τιμών. Οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών πρέπει να βασίζονται στην εκπόνηση ορισμών σε επίπεδο ΕΕ για την επιδιωκόμενη ανάπτυξη και την πλήρη απασχόληση. Αυτό, όμως, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα την πράξη. Για να ορισθούν ρεαλιστικοί στόχοι, θα πρέπει να ειδωθούν σε σχέση με την εκάστοτε οικονομική κατάσταση. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υφίστανται μάλλον συχνές αλλαγές, και να μην καθορίζοντα μακροπρόθεσμα, όπως ο στόχος της σταθερότητας των τιμών.

4.6

Οι απόψεις διίστανται σχετικά με το πόσο καλά αντικατοπτρίζει η ανάπτυξη μια θετική οικονομική εξέλιξη. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται συνήθως δεν λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες. Εάν ενδιαφερθούμε μόνο για την καθαρά οικονομική ανάπτυξη — υπάρχουν δύο κοινές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της: η αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ ή ο προσδιορισμός μέσω της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ). Με την δεύτερη διαδικασία συγκρίνεται η πραγματική κατάσταση των οικονομιών στις διάφορες χώρες. Καθώς πρόκειται για τον προσδιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης, η επιλογή των δεικτών δεν παίζει εδώ κανέναν ρόλο. Οι ετήσιες αποκλίσεις ανάλογα με τον τύπο του ΑΕγχΠ που μετράται είναι μικρές. Πριν από λίγα χρόνια διεξήχθησαν έρευνες για να διαπιστωθεί, μετά από ποιο ποσοστό ανάπτυξης αρχίζει να μειώνεται η ανεργία. Από αυτές προέκυψε ότι απαιτείται ένα ελάχιστο ποσοστό αύξησης του ΑΕγχΠ (περίπου 3 %). Αυτή η μορφή στόχου για την ανάπτυξη μπορεί ωστόσο να κυμαίνεται όπως και μεταξύ των διαφόρων οικονομιών. Εν όψει των δυσκολιών ως προς τη μείωση της ανεργίας, το ποσοστό ανάπτυξης δύσκολα μπορεί να είναι χαμηλότερο από εκείνο της ανεργίας όταν αρχίζει η μείωση της. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, τα τελευταία χρόνια λίγες μόνο χώρες είχαν ένα τόσο μικρό ποσοστό ανάπτυξης.

4.7

Κατά τη σύγκριση των χωρών και την επιλογή της πολιτικής για την ενίσχυση της ανάπτυξης πρέπει να γίνεται διαχωρισμός των δύο σημαντικότερων μεθόδων ενίσχυσης της ανάπτυξης. Ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω αύξησης της παραγωγής χρησιμοποιώντας τις ίδιες τεχνικές — συχνά μέσω αύξησης του ποσοστού απασχόλησης- ή μέσω ανόδου της παραγωγικότητας, όπου με τον ίδιο αριθμό εργαζομένων επιτυγχάνεται αύξηση της παραγωγής. Τα επόμενα χρόνια θα υπάρχει όπως και πριν η δυνατότητα χρήσης της πρώτης μεθόδου. Εξαιτίας όμως της δημογραφικής εξέλιξης, στο μεσοπρόθεσμο μέλλον θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί όπως φαίνεται μόνο η τελευταία μέθοδος.

4.8

Όσον αφορά την απασχόληση, είναι σημαντικά δυσκολότερο να ορισθεί τιμή-στόχος. Ο στόχος θα πρέπει να έχει δύο σκέλη, αφενός πόσο μεγάλο είναι το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που ανήκει στο εργατικό δυναμικό (ποσοστό απασχόλησης) και αφετέρου πόσοι από το εργατικό δυναμικό είναι άνεργοι. Στη στρατηγική της Λισαβόνας ορίσθηκαν οι εξής στόχοι: το συνολικό ποσοστό απασχόλησης (70 %), το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών (60 %) καθώς και των ατόμων μεταξύ 55 ετών και ηλικίας συνταξιοδότησης (50 %).

4.9

Όσον αφορά το ποσοστό ανεργίας, δεν αναφέρονται στόχοι σε ποσοστά. Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές μέθοδοι για τον ορισμό της ανεργίας. Εν όψει της ύπαρξης φανερής ανεργίας, αλλά και του γεγονότος ότι ορισμένα άτομα συμμετέχουν σε διάφορα πολιτικά μέτρα της αγοράς εργασίας, απαιτούνται τουλάχιστον δύο τιμές-στόχοι. Ελάχιστες χώρες προσεγγίζουν τη λεγόμενη πλήρη απασχόληση (δηλ. εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας λίγων ποσοστιαίων μονάδων, το οποίο πάντα υπάρχει σε μία δυναμική οικονομία εξαιτίας των αναγκών για διαρκείς αλλαγές). Για τον λόγο αυτόν, ενδέχεται να έχει πολύ μεγαλύτερο νόημα να επιδιωχθεί μακροπρόθεσμα μείωση της ανεργίας κατά ένα συγκεκριμένο ποσοστό.

4.10

Ως αποτέλεσμα των σκέψεων αυτών, οι τριετείς γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών θα πρέπει να προτείνουν ως κεντρικό στοιχείο έναν ελάχιστο συντελεστή για την οικονομική ανάπτυξη και μία ποσοστιαία μείωση της ανεργίας. Ως στόχοι για την απασχόληση μπορούν μέχρι στιγμής να διατηρηθούν τα ελάχιστα ποσοστά που ορίσθηκαν στη στρατηγική της Λισαβόνας. Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, πρέπει να επιτευχθεί η ίδια κατάσταση που ισχύει και για τη νομισματική πολιτική — με σαφείς στόχους για τα υπό εξέταση μέτρα.

4.11

Ο ρόλος των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών πρέπει να συνίσταται κυρίως στο να ενημερώνουν τα κράτη μέλη σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν για την επίτευξη των τιμών στόχων και στη συνέχεια η Επιτροπή και το Συμβούλιο να αποφασίζουν σχετικά με το πόσον είναι ικανοποιητική η επίτευξη των στόχων αυτών. Εάν οι στόχοι δεν έχουν επιτευχθεί, η ΕΕ θα πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλει προτάσεις, οι οποίες θα βασίζονται σε σύγκριση με επιτυχημένα μέτρα που έχουν ληφθεί σε άλλα κράτη μέλη. Ωστόσο, κάθε χώρα θα κρίνεται στη βάση των δικών της ειδικών προϋποθέσεων και της εκάστοτε οικονομικής της κατάστασης.

4.12

Καθώς η δημοσιονομική πολιτική εξακολουθεί να ανήκει στην αρμοδιότητα του κάθε κράτους μέλους, η έμφαση που δίνεται σήμερα στην οικονομική κατάσταση σε ολόκληρη την ΕΕ δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για την αξιολόγηση των εκάστοτε εθνικών πολιτικών. Για τον λόγο αυτόν, οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών θα πρέπει να αναπροσαρμοσθούν. Στους μελλοντικούς γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών θα πρέπει να ορισθούν για τους γενικούς στόχους επιμέρους εθνικοί στόχοι, οι οποίοι ωστόσο δεν θα πρέπει να βρίσκονται κάτω από τους στόχους για ολόκληρη την ΕΕ, και κάθε χώρα θα πρέπει να αξιολογείται ως προς τον βαθμό στον οποίο υλοποιεί τους εκάστοτε στόχους.

4.13

Δίνοντας εντονότερη έμφαση στο τι επιτυγχάνει κάθε κράτος μέλος χάρη στην οικονομική του κατάσταση και μέσω της ισχυρότερης σύνδεσης με τους σαφείς στόχους του προγράμματος δράσης της Λισαβόνας που αφορούν την πολιτική για την απασχόληση, οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών μπορούν να συνδεθούν στενότερα με τους υπόλοιπους στόχους του προγράμματος δράσης της Λισαβόνας. Οι γενικές οικονομικές πολιτικές μπορούν να αποτελέσουν σε μεγαλύτερο βαθμό φυσικό συστατικό στοιχείο των εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων και συνεπώς να αυξήσουν το ρυθμό υλοποίησης ολόκληρου του προγράμματος δράσης της Λισαβόνας.

5.   Η διαμόρφωση των μισθών και οικονομικοί προσανατολισμοί

5.1

Το 1999 ξεκίνησε η λεγόμενη «Διαδικασία της Κολωνίας». Αυτό το ετήσιο φόρουμ συζητήσεων του Συμβουλίου (Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων), της ΕΚΤ, της Επιτροπής και των κοινωνικών εταίρων (Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ΕΣΣ) και Ένωση Συνομοσπονδιών Βιομηχανίας και Εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE)/Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων και Επιχειρήσεων γενικού οικονομικού συμφέροντος (CEEP)), πάνω στα τρέχοντα πολιτικά ζητήματα δεν είναι ευρέως γνωστό. Η Διαδικασία της Κολωνίας έχει ωστόσο συμβάλει σημαντικά, στην καλύτερη πληροφόρηση των συμμετεχόντων στην πολιτική και τις απόψεις των υπολοίπων συμμετεχόντων για τις οικονομικές πολιτικές.

5.2

Οι συζητήσεις αυτές διεξάγονται σε δύο επίπεδα: αφενός σε επίπεδο πραγματογνωμόνων και αφετέρου σε επίπεδο της ομάδας υψηλού επιπέδου. Στις συναντήσεις τους, που συνήθως είναι εξαμηνιαίες, συζητείται η τρέχουσα οικονομική κατάσταση και η πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί.

5.3

Οι συζητήσεις και τα συμπεράσματα του 2005 δείχνουν ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις τόσο αναφορικά με την ανάλυση όσο και με τις προτάσεις για λήψη μέτρων. Η Επιτροπή επισημαίνει τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης. Η ΕΚΤ υπογραμμίζει τη σημασία της συγκράτησης των μισθών, κάτι που φυσικά υποστηρίζεται και από την UNICE. Το CEEP αναφέρεται στην ανάγκη δημόσιων επενδύσεων. Την Ευρωπαϊκή Ένωση Βιοτεχνικών και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (UEAPME) δεν την απασχολεί μόνο το ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι μικρές επιχειρήσεις, αλλά και το ότι ενδεχομένως πρέπει να γίνει δεκτός και ένας υψηλότερος πληθωρισμός. Η ΕΣΣ επισημαίνει ότι απαιτείται γενικά τόνωση της οικονομίας, ώστε να δοθεί ώθηση στην εγχώρια ζήτηση· επιπλέον τονίζει ότι οι μισθοί και τα ημερομίσθια δεν αποτελούν μόνο παράγοντα κόστους, αλλά αποτελούν και την ουσιώδη προϋπόθεση για τη ζήτηση. Οι εργαζόμενοι έχουν συνδράμει εδώ και πολλά χρόνια στη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, μέσω αυξήσεων στους μισθούς μικρότερων από τα κέρδη της παραγωγικότητας.

5.4

Εν όψει της περιγραφής αυτής επιβάλλεται το ερώτημα μήπως η Διαδικασία της Κολωνίας έχει ανάγκη από μια νέα ώθηση. Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτή; Μέχρι τώρα, ο διάλογος στα πλαίσια της Διαδικασίας της Κολωνίας περιελάμβανε τις συναντήσεις και την ανταλλαγή απόψεων. Μία δυνατότητα θα ήταν η διεξαγωγή, στο διάστημα μεταξύ των συναντήσεων, κοινών ερευνών για τους οικονομικούς συσχετισμούς, το αποτέλεσμα διαφόρων πολιτικών μέτρων και άλλα παρόμοια ζητήματα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε προσέγγιση των διαφορετικών τρόπων θέασης της οικονομικής πραγματικότητας, η οποία και θα πρέπει να αποτελέσει σημείο εκκίνησης. Η παρούσα πρόταση μπορεί επίσης να συνδυασθεί με την πρόταση που υπέβαλε παλαιότερα η ΕΟΚΕ για ένα όργανο που θα διεξάγει ανεξάρτητες οικονομικές μελέτες (1).

5.5

Ένα ερώτημα, το οποίο δεν είναι εξίσου φορτισμένο ιδεολογικά, αλλά παρ' όλ' αυτά είναι καθοριστικό για την επιλογή πολιτικής, είναι η εγκυρότητα των στατιστικών στοιχείων. Θα πρέπει να είναι αυτονόητο ότι όλα τα κράτη μέλη θα μπορούν να παρέχουν ταυτόχρονα τα απαραίτητα στατιστικά στοιχεία. Εάν η απόφαση για το ποια πολιτικά μέτρα κρίνονται απαραίτητα ληφθεί βάσει λανθασμένων στατιστικών στοιχείων, θα προκύψουν καταστροφικές συνέπειες. Ίσως οι συνομιλίες στα πλαίσια της Διαδικασίας της Κολωνίας να έχουν τέτοιο πολιτικό βάρος, ώστε να υποχρεώσουν όλους τους συμμετέχοντες να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τα οικονομικά στατιστικά στοιχεία. Ακόμη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει πολλές φορές ζητήσει καλύτερες στατιστικές.

5.6

Επίσης, οι αλλαγές των τυπικών δομών θα μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε μία πιο ζωηρή συζήτηση. Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα μπορούσε να ενισχυθεί. Ετσι, θα μπορούσε να σταματήσει να είναι καθαρά τυπική η παρουσία του Κοινοβουλίου, και να παρουσιάζει πριν από κάθε συνάντηση ένα ψήφισμα σχετικά με την οικονομική κατάσταση και την επιθυμητή πολιτική. Η παρουσίαση αυτή θα μπορούσε να συγκριθεί στη συνέχεια με την πιο επίσημη επισκόπηση που πιθανώς θα υποβάλει η Επιτροπή. Παρόντα θα πρέπει να είναι τόσο το Συμβούλιο (Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων) όσο και η Ομάδα Ευρώ, ώστε να εκπροσωπούνται αφενός, όλοι οι υπουργοί Οικονομικών, και αφετέρου, οι υπουργοί Οικονομικών, που είναι άμεσα υπεύθυνοι για την δημοσιονομική πολιτική, η οποία θα πρέπει να συνδυαστεί με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.

5.7

Όλοι οι συμμετέχοντες — η ΕΚΤ, οι υπουργοί Οικονομικών και οι κοινωνικοί εταίροι- έχουν μεν αυτονομία ως προς την πολιτική τους, ωστόσο απαιτείται μεγάλη βελτίωση όσον αφορά τη στενότερη συνεργασία που υποστηρίζουμε εμείς,. Η αυτονομία δεν σημαίνει τη μη συμμετοχή στις γενικότερες συζητήσεις, ούτε απόρριψη των καλών συμβουλών. Επίσης, η αυτονομία δεν βάλλεται όταν γίνεται δημόσια συζήτηση σχετικά και δεν υποδεικνύεται διαρκώς ότι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται αυτόνομα και απολύτως ανεξάρτητα. Όταν οι υπουργοί Οικονομικών ενεργούν διαφορετικά στη χώρα τους, από ότι είχαν διακηρύξει στις Βρυξέλλες, αυτό θα πρέπει να καθίσταται φανερό. Η ΕΚΤ πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υιοθετήσει την πρακτική των κεντρικών τραπεζών του Ηνωμένου Βασιλείου και της Σουηδίας, να δημοσιεύει τα πρακτικά των συνεδριάσεών τους.

6.   Σχέση μεταξύ πληθωρισμού και ανάπτυξης;

6.1

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην έκθεσή του σχετικά με τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόληση της 26ης Μαΐου 2005 ανέφερε τα εξής: «επισημαίνοντας ότι η ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 25 δεν κατορθώνει να ανταποκριθεί με σταθερότητα στις δυνατότητές της και ότι παραμένει ιδιαίτερα μικρή, ιδίως στις τέσσερις βασικές οικονομίες της ζώνης του ευρώ· επισημαίνοντας ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών παραμένει αδύναμη και ότι οι οικονομικές προοπτικές για το 2005 και 2006 παρουσιάζονται μη ικανοποιητικές, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση υψηλού ποσοστού ανεργίας η οποία δεν θα μειωθεί παρά μόνο με αργούς ρυθμούς·»

6.2

Ο πληθωρισμός και η ανεργία αποτελούν το κλασικό ζεύγος αντιθέτων στην οικονομική βιβλιογραφία. Από στατιστικής απόψεως, τα θετικά αποτελέσματα στον ένα τομέα επιφέρουν αρνητικά αποτελέσματα στον άλλο. Η ΕΟΚΕ αποφάσισε, μεταξύ άλλων και βάσει εκθέσεων όπως αυτή του Κοινοβουλίου, να ερευνήσει, αντί για το ως άνω ζεύγος, τη σχέση μεταξύ σταθερότητας των τιμών και ανάπτυξης.

6.3

Σε μία ορισμένη οικονομική κατάσταση, η ανάπτυξη σε χώρες με χαμηλό πληθωρισμό μπορεί να συγκριθεί με εκείνη σε χώρες με υψηλό πληθωρισμό. Επίσης, μπορεί να διαπιστωθεί με ποιον τρόπο μεταβάλλεται η ανάπτυξη σε μία χώρα σε διαφορετικές οικονομικές συνθήκες και με διαφορετικό πληθωρισμό. Οι πίνακες της ΕΟΚΕ δεν μπορούν ενδεχομένως να χαρακτηρισθούν επιστημονικοί, ωστόσο αποτελούν καλή ένδειξη του ότι οι γνώσεις που αφορούν τη σχέση ανάπτυξης και πληθωρισμού είναι σημαντικές για τον καθορισμό του κατάλληλου συνδυασμού πολιτικών.

6.4

Η παρατήρηση ότι υπάρχουν αφενός χώρες με σχετικά υψηλό πληθωρισμό και σημαντική ανάπτυξη και αφετέρου χώρες με χαμηλό πληθωρισμό και μικρή ανάπτυξη θα έπρεπε να οδηγήσει σε έρευνα σχετικά με το αν μεταξύ πληθωρισμού και ανάπτυξης υπάρχει κάτι παραπάνω από μία απλή στατιστική σχέση. Για να ερευνηθεί εάν οι δεδομένες σχέσεις είναι όντως αιτιώδεις συνάφειες, απαιτείται καταρχάς μια αποσαφήνιση, καθώς ενδέχεται να υπάρχουν διαφορετικές οικονομικές συνθήκες και ιδίως διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης ( ΑΕγχΠ ). Επίσης θα πρέπει να εξεταστεί εάν εφαρμόστηκαν ειδικά οικονομικοπολιτικά μέτρα, τα οποία με διαφορετικά ποσοστά πληθωρισμού θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει σε μεγάλη ή μικρή ανάπτυξη. Επομένως, θα πρέπει να γίνεται συχνή παρατήρηση ορισμένων χωρών και ενδεχομένως να μην είναι δυνατόν να βγάλει κανείς συμπεράσματα σχετικά με γενικές σχέσεις μεταξύ πληθωρισμού και ανάπτυξης.

6.5

Ο ρυθμός ανάπτυξης αποτελεί πραγματικό πρόβλημα, τουλάχιστον για τα 15 «παλιά» κράτη μέλη της ΕΕ. Βάσει στατιστικών στοιχείων της Επιτροπής, η ανάπτυξη των κρατών αυτών ήταν τόσο μικρή, ώστε κάθε χρόνο έχαναν περίπου μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕγχΠ τους σε σύγκριση με άλλες βιομηχανικές χώρες (1995-2005) (2). Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η εγχώρια ζήτηση στα κράτη αυτά μειώθηκε περίπου κατά 1 % σε σύγκριση με τις άλλες βιομηχανικές χώρες. Τα σχετικά καλά πρώτα έτη της νέας χιλιετίας χαρακτηρίσθηκαν από την αυξημένη εξωτερική ζήτηση για ευρωπαϊκά προϊόντα. Απαιτείται ανάλυση των αιτιών που ευθύνονται για την σχεδόν καταστροφική εξέλιξη του ρυθμού ανάπτυξης, ώστε να επιτευχθεί μελλοντικά μια καλύτερη πολιτική.

6.6

Η περιγραφή αυτή του «κόστους» ενός χαμηλού πληθωρισμού μπορεί να συγκριθεί με μία άλλη περιγραφή του κόστους του πληθωρισμού που προέρχεται από μία επιστολή του προέδρου της ΕΚΤ Wim Duisenberg προς το Κοινοβούλιο: «Ο ποσοτικός ορισμός της σταθερότητας των τιμών της ΕΚΤ βασίζεται σε σταθερά και θεμελιωμένα οικονομικά κριτήρια. Με το να επιτρέπεται περιορισμένος μόνο ρυθμός ανατίμησης, ελαχιστοποιείται το κόστος του πληθωρισμού, το οποίο είναι γνωστό στο κοινό και τεκμηριώνεται πλήρως στην σχετική βιβλιογραφία.»

6.7

Κατά την αναζήτηση της βέλτιστης τιμής στόχου για τη σταθερότητα των τιμών θα πρέπει να δοθεί προσοχή, ώστε να αποφευχθεί τόσο το κόστος που συνοδεύει τον υψηλό πληθωρισμό, όσο κι εκείνο που δημιουργείται από τις δυσκολίες επίτευξης επαρκούς ανάπτυξης. Επίσης, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι ο πληθωρισμός αυτός καθαυτός δεν είναι ούτε η λύση, ούτε το πρόβλημα. Αντίθετα, το θέμα είναι η οικονομική ευελιξία, η οποία επιτυγχάνεται μέσω ενός ορισμένου πληθωρισμού, και οι καταστροφικές επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη, την μακροπρόθεσμη δράση και τη κατανομή του εισοδήματος που μπορεί να προκύψουν μέσω του υψηλού πληθωρισμού.

6.8

Το παράρτημα περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με τον πληθωρισμό (ΕνΔΤΚ και το «δομικό πληθωρισμό») και την ανάπτυξη (πραγματική αύξηση του ΑΕγχΠ ) για τα κράτη μέλη της ΕΕ. Τα στοιχεία ξεκινούν από το έτος ίδρυσης της ΕΚΤ.

6.8.1

Στο σύνολό του, πρόκειται για ένα χρονικό διάστημα με χαμηλό πληθωρισμό και μικρή ανάπτυξη. Ρυθμοί ανάπτυξης λίγο-πολύ αποδεκτοί υπήρξαν μόνο το 2001 και το 2002 και μόνο για ορισμένες χώρες από το 2004. Σε όλες σχεδόν τις χώρες αυτές, ο πληθωρισμός συνοδευόταν από ανάπτυξη. Μετά από τους ρυθμούς ανάπτυξης των πρώτων ετών (1999-2000) εξαιτίας της υψηλής ζήτησης στη διεθνή αγορά, η εσωτερική ζήτηση της ΕΕ δεν μπορούσε να δώσει επαρκή κίνητρα ανάπτυξης. Η αύξηση των ποσοστών πληθωρισμού κατά την διάρκεια της οικονομικής ανάκαμψης του τρέχοντος έτους, καθώς και στο πρόσφατο παρελθόν, δεν ξεπέρασε σημαντικά το 2 %.

6.8.2

Θα μπορούσαν να γίνουν διάφορες παρατηρήσεις για όλες τις χώρες, ωστόσο εδώ θα περιοριστούμε στα ακόλουθα σχόλια:

 

Ορισμένες χώρες αποκλίνουν από την κατάσταση που αφορά την πλειονότητα, και η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλό πληθωρισμό και μικρή ανάπτυξη. Η Ιρλανδία, η οποία παρουσιάζει υψηλή ανάπτυξη και υψηλό πληθωρισμό, μπόρεσε να διατηρήσει τα υψηλά ποσοστά ανάπτυξής της και ταυτόχρονα να μειώσει τα ποσοστά πληθωρισμού. Η Ελλάδα συνδυάζει υψηλό βαθμό ανάπτυξης με υψηλά ποσοστά πληθωρισμού. Η Ιταλία και η Πορτογαλία διαθέτουν κάπως υπερβολικό ποσοστό πληθωρισμού και σχεδόν μηδενική ανάπτυξη. Το ικανοποιητικό ποσοστό ανάπτυξης της Ισπανίας συνοδεύεται από ένα ποσοστό πληθωρισμού, το οποίο βρίσκεται πάνω από το όριο του 2 %. Στη συζήτηση που διεξάγεται στην Ισπανία μπορεί να παρατηρήσει κανείς τη σημασία που δίνουν οι πολίτες στην ανάπτυξη, ενώ μόνο οι οικονομολόγοι ανησυχούν για τον ιδιαίτερα υψηλό πληθωρισμό. Η Φιλανδία αποτελεί εξαιρετική περίπτωση, παρουσιάζοντας υψηλή ανάπτυξη το 2004 και καθόλου πληθωρισμό (κάτι που εν μέρει αποδίδεται στην μειωμένη φορολογία των οινοπνευματωδών). Η Σλοβενία πέτυχε να μειώσει το ποσοστό του πληθωρισμού και συγχρόνως να διατηρήσει μια αρκετά υψηλή ανάπτυξη. Η Λιθουανία είχε υψηλή ανάπτυξη και χαμηλό αλλά αυξανόμενο πληθωρισμό. Η Τσεχία αύξησε την ανάπτυξη της χωρίς αύξηση του πληθωρισμού, ενώ η Εσθονία αύξησε την ανάπτυξη της σε υψηλότερο ακόμα επίπεδο, αυξήθηκε όμως και ο πληθωρισμός της. Η Λετονία αύξησε την ανάπτυξη της σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα της ΕΕ, αλλά και ο πληθωρισμός της αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό.

6.8.3

Εάν ο πληθωρισμός ερμηνευθεί ως μέτρο του γενικότερου επιπέδου ζήτησης σε μια οικονομία τότε τόσο ο πληθωρισμός όσο και η ζήτηση βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ο πληθωρισμός αποτέλεσε εμπόδιο στην ανάπτυξη, εξαιτίας των δυσχερειών επίτευξης επαρκών οικονομικών αναπροσαρμογών με συνολικά μικρές παράλληλες μεταβολές των τιμών. Παρά το γεγονός ότι είναι ευρέως γνωστό πως ένας κάποιος πληθωρισμός είναι απαραίτητος για να λειτουργήσει μία δυναμική οικονομία, ο ισχυρισμός αυτός δεν θεωρήθηκε πολιτικά ορθός. Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της εποχής μας δυναμικές αλλαγές αποτέλεσαν την προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού.

6.8.4

Η σταθερότητα και η εμπιστοσύνη στην νομισματική πολιτική δεν βασίζονται μόνο σε ένα ποσοστό πληθωρισμού που βρίσκεται κάτω από το όριο του 2 %. Η σταθερότητα δεν θα πρέπει να υπονομεύεται από ένα σχετικά υψηλότερο επίπεδο που θα χρησιμοποιηθεί ως μέτρο της σταθερότητας των τιμών. Αντίθετα, πιο καθοριστική είναι η γνώση ότι υπάρχει θέληση και δυνατότητα διατήρησης του πληθωρισμού υπό έλεγχο προκειμένου να επιτευχθεί ο επιλεγείς στόχος.

6.9

Περαιτέρω έρευνα μπορεί να γίνει χρησιμοποιώντας χρονολογική σειρά για τον δομικό πληθωρισμό. Εκτός από το 2005, η διαφορά μεταξύ του ΕνΔΤΚ και της εξέλιξης των τιμών — εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας — είναι σχετικά μικρή. Μία λεπτομερής μελέτη των συγκεκριμένων πολιτικών μέτρων, η οποία διεξήχθη σε χώρες με καλή αναλογία — χαμηλό πληθωρισμό σε σχέση με το ρυθμό ανάπτυξής της — θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για μελλοντική συγκριτική αξιολόγηση.

6.10

Το παράρτημα περιλαμβάνει επίσης στοιχεία σχετικά με την παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας. Οι αριθμοί δεν δείχνουν την ανάπτυξη σε κάθε χώρα, αλλά την ανάπτυξη των χωρών σε σύγκριση προς τον μέσο όρο παραγωγικότητας στην ΕΕ των 15. Από τον πίνακα μπορούν επίσης να προκύψουν συμπεράσματα σχετικά με το εάν μια χώρα έχει πλησιάσει τον μέσο όρο.

6.10.1

Οι αναλογίες δεν αναμενόταν να μεταβληθούν ιδιαίτερα γρήγορα μέσα σε έξι χρόνια, και αυτό ισχύει για την πλειονότητα των χωρών. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις: η Ελλάδα προσεγγίζει με γοργούς ρυθμούς τις υπόλοιπες χώρες — με χαμηλή αρχική παραγωγικότητα. Η Ιρλανδία βρίσκεται πάνω από τη μέση τιμή, ενώ η παραγωγικότητά της εξακολουθεί να αυξάνεται. Η Ιταλία στο χρονικό αυτό διάστημα είναι πίσω σε σχέση με τις άλλες χώρες. Το ίδιο ισχύει για την Πορτογαλία, η οποία όμως στις αρχές της δεδομένης χρονικής περιόδου παρουσίαζε πολύ χαμηλό επίπεδο παραγωγής.

6.10.2

Και εδώ θα μπορούσαν να μας διαφωτίσουν λεπτομερέστερες έρευνες. Κατά πόσον, για παράδειγμα, τα διαφορετικά ποσοστά ανάπτυξης μπορούν να αποδοθούν σε μεταβολές της παραγωγικότητας; Κατά πόσον οι διαφορές όσον αφορά την αύξηση της παραγωγικότητας στηρίζονται στις επενδύσεις και τις καινοτομίες; Εξάλλου, ποιες άλλες μέθοδοι υπάρχουν για την αύξηση της παραγωγικότητας; Η ΕΟΚΕ θα ήθελε ως εκ τούτου να καλέσει την Επιτροπή να ερευνήσει τη σχέση μεταξύ των γενικών στόχων για την ανάπτυξη και την απασχόληση, π.χ. βάσει της αύξησης της παραγωγικότητας και των ποσοστών του πληθωρισμού.

6.11

Ένα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη θα μπορούσε βέβαια να είναι προς το παρόν, ότι ο καλύτερος συντονισμός της νομισματικής με τη δημοσιονομική πολιτική, όταν υπάρχουν σταθερότητα τιμών, ανάπτυξη και απασχόληση, αποτελεί σημαντικό στόχο για όλους τους φορείς λήψης αποφάσεων οικονομικής πολιτικής: ΕΚΤ, Επιτροπή, Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Θεμάτων, κοινωνικοί εταίροι και κράτη μέλη. Όταν όλοι οι φορείς έχουν στις προτάσεις τους για τη λήψη μέτρων ως βάση και τους τρεις στόχους, τότε είναι υποχρεωμένοι να λαμβάνουν υπόψη όλες οι συνέπειες των προτάσεων τους. Τα μέτρα, τα οποία σε μία συγκεκριμένη οικονομική συγκυρία έχουν εξαίρετα αποτελέσματα ως προς τη σταθερότητα των τιμών, ενδέχεται να είναι τελείως λανθασμένα σε κάποια άλλη. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπορούν να προωθήσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση, υπό άλλες όμως μπορεί να έχουν το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα.

6.12

Ένα παράδειγμα μιας καινούριας διαπίστωσης της ΕΚΤ, η οποία θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σημείο εκκίνησης μίας νέας συντονισμένης πολιτικής, υπάρχει στο «Monthly Bulletin» της ΕΚΤ του Φεβρουαρίου του 2004. Εκεί αναφέρονται οι σημαντικότεροι παράγοντες προώθησης των επενδύσεων: ικανοποιητική αποδοτικότητα, επαρκείς δυνατότητες χρηματοδότησης και κατάλληλες συνθήκες για τη ζήτηση.

Βρυξέλλες, 7 Σεπτεμβρίου 2006.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Δημήτρης ΔΗΜΗΤΡΙΆΔΗΣ


(1)  ΕΕ C 88, 11-4-2006, σελ. 68: «Ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης — η μεταρρύθμιση του συμφώνου για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη».

(2)  AMECO, τράπεζα δεδομένων της Επιτροπής

(http://ec.europa.eu/economy_finance/indicators/annual_database/ameco_en.htm). Αύξηση του ΑΕγχΠ της ΕΕ των 15 Σε σύγκριση με ομάδα αναφοράς βιομηχανικών χωρών αποτελούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, τον Καναδά, την Ιαπωνία, την Κορέα, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία τη Νορβηγία και την Ελβετία.


Top