EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003DC0554

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Σχετικά με τη δημιουργία αειφόρου γεωργικού προτύπου για την Ευρώπη μέσω της μεταρρυθμισμένης ΚΓΠ - Οι τομείς του καπνού, του ελαιολάδου, του βάμβακος και της ζάχαρης {SEC(2003) 1022} {SEC(2003) 1023}

/* COM/2003/0554 τελικό */

52003DC0554

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Σχετικά με τη δημιουργία αειφόρου γεωργικού προτύπου για την Ευρώπη μέσω της μεταρρυθμισμένης ΚΓΠ - Οι τομείς του καπνού, του ελαιολάδου, του βάμβακος και της ζάχαρης {SEC(2003) 1022} {SEC(2003) 1023} /* COM/2003/0554 τελικό */


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ σχετικά με τη δημιουργία αειφόρου γεωργικού προτύπου για την Ευρώπη μέσω της μεταρρυθμισμένης ΚΓΠ - οι τομείς του καπνού, του ελαιολάδου, του βάμβακος και της ζάχαρης {SEC(2003) 1022} {SEC(2003) 1023}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Από το 1992, η Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ) έχει εισέλθει σε διαδικασία εκ θεμελίων μεταρρύθμισης, με σκοπό τη μετακίνηση από μια πολιτική στήριξης των τιμών και της παραγωγής προς σφαιρικότερη πολιτική στήριξης του γεωργικού εισοδήματος. Το τελευταίο βήμα σε αυτή τη διαδικασία ήταν η απόφαση στην οποία κατέληξε το Συμβούλιο του Λουξεμβούργου, στις 26 Ιουνίου 2003, σχετικά με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του 2003, με την εισαγωγή του συστήματος ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση.

Το Συμβούλιο του Λουξεμβούργου κάλεσε επίσης την Επιτροπή να υποβάλει, το φθινόπωρο του 2003, ανακοίνωση για τη μεταρρύθμιση των κοινών οργανώσεων αγοράς ελαιολάδου, καπνού και βάμβακος, η οποία θα βασίζεται στις αρχές της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ του Ιουνίου. Με την παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή τηρεί τη υποχρέωση που ανέλαβε στο Λουξεμβούργο, και τον Νοέμβριο θα ακολουθήσουν τα νομοθετικά κείμενα της πρότασης μεταρρύθμισης για τους εν λόγω τρεις τομείς.

Με την απόφαση του Λουξεμβούργου, η αποσύνδεση της άμεσης εισοδηματικής στήριξης των παραγωγών από την παραγωγή καθίσταται το κεντρικό στοιχείο των άμεσων ενισχύσεων της ΚΓΠ, αν και διατηρείται η δυνατότητα να συνδέεται ένα μέρος της ενίσχυσης με την παραγωγή, κυρίως ως ανταπόκριση στις ανησυχίες των κρατών μελών όσον αφορά τον κίνδυνο εγκατάλειψης της παραγωγής σε περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές.

Η παρούσα ανακοίνωση ακολουθεί την ίδια βασική προσέγγιση όπως και η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του Ιουνίου. Το μεγαλύτερο μέρος της στήριξης για τους τρεις τομείς αποσυνδέεται από την παραγωγή, με βάση στοιχεία του παρελθόντος για την περίοδο 2000-2002, και ενσωματώνεται στο νομικό πλαίσιο της ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση.

Επομένως, οι βασικοί στόχοι της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ επιτυγχάνονται με τα εξής:

* με τη θέσπιση μακροπρόθεσμων προοπτικών για τους τομείς αυτούς, σύμφωνα με τον παρόντα δημοσιονομικό τους φάκελο, το ανώτατο όριο του τομέα 1 των σημερινών δημοσιονομικών προοπτικών και το νέο πλαίσιο γεωργικών δαπανών, που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών, τον Οκτώβριο του 2002.

* με την προώθηση των στόχων και της προσέγγισης της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003, και συγκεκριμένα με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, τον καλύτερο προσανατολισμό προς την αγορά, τον μεγαλύτερο σεβασμό για το περιβάλλον, τη σταθεροποίηση των εισοδημάτων και μεγαλύτερη μέριμνα για την κατάσταση των παραγωγών στις μειονεκτούσες περιοχές.

* με την προτεραιότητα που δίδεται στο εισόδημα του παραγωγού, και όχι στη στήριξη των προϊόντων, μέσω της μεταφοράς σημαντικού μέρους των σημερινών άμεσων ενισχύσεων που συνδέονται με την παραγωγή προς το σύστημα ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση, από την 1η Ιανουαρίου 2005.

* με την εξάρτηση των εν λόγω ενισχύσεων, όπως ισχύει για όλες τις άμεσες ενισχύσεις της ΚΓΠ, από την τήρηση των προτύπων όσον αφορά το περιβάλλον και την ασφάλεια των τροφίμων, τα οποία έχουν θεσπιστεί από την ΕΕ, μέσω πολλαπλής συμμόρφωσης, καθώς και των κανόνων που αφορούν την καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση, όπως και από τους μηχανισμούς διαφοροποίησης και δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Επιπλέον, η ανακοίνωση αντικατοπτρίζει τα συμπεράσματα της Επιτροπής, με βάση την Εκτεταμένη Εκτίμηση των Επιπτώσεων για τον τομέα του καπνού στην ΕΕ, η οποία διεξήχθη από την Επιτροπή, ως προς την προσέγγιση αειφόρου πολιτικής για τον εν λόγω τομέα, στο πλαίσιο της στρατηγικής της ΕΕ για την αειφόρο ανάπτυξη, η οποία εγκρίθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ, τον Ιούνιο του 2001.

Ο κοινός βασικός σκοπός όσον αφορά την καλλιέργεια καπνού, ελαιών και βάμβακος είναι να υποστηριχθεί η αειφόρος ανάπτυξη στον τομέα, η οποία θα επιτευχθεί με τον επαναπροσανατολισμό της ενίσχυσης, ώστε να ανταμειφθούν τα υγιεινά προϊόντα και οι υγιείς πρακτικές, υψηλής ποιότητας, και με την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών εισοδήματος και οικονομικής δραστηριότητας.

Ωστόσο, κατά την κατάρτιση των προτάσεών της, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι τομείς του καπνού, του ελαιολάδου και του βάμβακος χαρακτηρίζονται από συγκέντρωση της παραγωγής τους σε περιφέρειες οι οποίες υστερούν αισθητά στην οικονομική τους ανάπτυξη. Συν τοις άλλοις, επειδή και οι τρεις τομείς εμφανίζουν διαφορές στα παρόντα καθεστώτα της αγοράς, και στα προβλήματα και τις μακροπρόθεσμες προοπτικές που αντιμετωπίζουν, προβλέπονται και διαφορετικές λύσεις στο προτεινόμενο μέρος της ενίσχυσης που συνδέεται με την παραγωγή.

Για τον καπνό, ο γενικός σκοπός είναι να δοθεί η δυνατότητα στους παραγωγούς να προσαρμοστούν σε μια κατάσταση όπου θα καταργηθεί σταδιακά η στήριξη του προϊόντος. Εξ ου και η κίνηση προς πλήρη αποσύνδεση από την παραγωγή, και η διοχέτευση ενός μέρους της παρούσας στήριξης σε μέτρα που υποβοηθούν τους παραγωγούς να προσαρμοστούν. Για το ελαιόλαδο, όπου οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι άπτονται κυρίως της εγκατάλειψης των ελαιώνων σε απομακρυσμένες περιοχές, με επακόλουθες αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, το συνδεόμενο με την παραγωγή μέρος της ενίσχυσης προορίζεται να αποτελέσει εγγύηση ότι θα καλυφθεί το κόστος φροντίδας των ελαιοδένδρων, ενώ η απόφαση σε θέματα παραγωγής επαφίεται στους παραγωγούς. Τέλος, όσον αφορά το βαμβάκι, ο γενικός προσανατολισμός στρέφεται προς έναν συνδυασμό μορφών στήριξης που δεν στρεβλώνουν το εμπόριο (πράσινη δέσμη μέτρων) ή που το στρεβλώνουν λιγότερο (γαλάζια δέσμη μέτρων), οι οποίες ελαχιστοποιούν τον ήδη οριακό αντίκτυπο του κοινοτικού βάμβακα στις παγκόσμιες αγορές.

Τέλος, επειδή λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες επιπτώσεις της αποσύνδεσης στους εν λόγω τομείς, και ιδίως ο κίνδυνος εγκατάλειψης της παραγωγής και η ανταγωνιστικότητα των αγροτικών περιοχών, στις προτάσεις προβλέπεται ειδικός προορισμός των κονδυλίων, είτε διάθεση ενός μέρους των δαπανών του τομέα για ενισχύσεις με βάση την έκταση, είτε/και μεταφορά μέρους των δαπανών σε συνολικό κονδύλιο για την αναδιάρθρωση.

Με την ανακοίνωση εκπληρώνεται επίσης η υποχρέωση της Επιτροπής να υποβάλει στο Συμβούλιο, το 2003, έκθεση σχετικά με το κοινοτικό καθεστώς για τη ζάχαρη και τις προοπτικές του, όπως ορίζεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/2001 του Συμβουλίου. Ο πολυσύνθετος χαρακτήρας του τομέα και οι διάφορες προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει, τόσο σε εσωτερικό, όσο και διεθνές επίπεδο, καθώς και οι πιθανές επιπτώσεις των διαφόρων επιλογών, τεκμηριώνονται στη συνοδευτική Εκτεταμένη Εκτίμηση των Επιπτώσεων για τον τομέα της ζάχαρης.

Ο τομέας της ζάχαρης χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι ποτέ μέχρι τώρα δεν μεταρρυθμίστηκε εκ θεμελίων, με αποτέλεσμα να μην δοθεί η ευκαιρία στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο να διεξαγάγουν πολιτική συζήτηση σχετικά με τις ενδεχόμενες προσεγγίσεις πολιτικής που προσφέρονται για τον εν λόγω τομέα.

Με την παρούσα ανακοίνωση επιδιώκεται, κατά παρόμοιο τρόπο με εκείνον που ακολουθήθηκε στις συνομιλίες που κατέληξαν στην τελευταία μεταρρύθμιση του γαλακτοκομικού τομέα, να γίνει μια πρώτη συζήτηση επί των τριών επιλογών μεταρρυθμιστικής πολιτικής, οι οποίες επισημάνθηκαν για το κοινοτικό καθεστώς της ζάχαρης, πριν υποβληθεί επίσημη πρόταση, και καλείται το Συμβούλιο, το Κοινοβούλιο και οι ενδιαφερόμενοι συντελεστές να συμμετάσχουν ενεργά στη συζήτηση αυτή.

Υπό την επιφύλαξη των διαφόρων επιπτώσεων από τις ποικίλες επιλογές που θα μπορούσαν να προβλεφθούν, είναι παρ' όλα ταύτα προφανές ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση του τομέα θα πρέπει να ακολουθήσει τις βασικές αρχές της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ, που ξεκίνησε σε άλλους τομείς, δηλαδή το γεφύρωμα της διαφοράς μεταξύ των τιμών της εσωτερικής και της διεθνούς αγοράς και τη μετατόπιση της στήριξης από το προϊόν στον παραγωγό. Επιπλέον, η εν λόγω μεταρρύθμιση θα χρειαστεί να εγκύψει στην εξέταση του αντικτύπου της σε διεθνές επίπεδο, ιδίως όσον αφορά τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της στις αναπτυσσόμενες χώρες εν γένει, και ειδικότερα στις χώρες ΑΚΕ που επωφελούνται από το Πρωτόκολλο για τη ζάχαρη.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ σχετικά με τη δημιουργία αειφόρου γεωργικού προτύπου για την Ευρώπη μέσω της μεταρρυθμισμένης ΚΓΠ - οι τομείς του καπνού, του ελαιολάδου, του βάμβακος και της ζάχαρης

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Από το 1992, η Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ) έχει εισέλθει σε διαδικασία εκ θεμελίων μεταρρύθμισης, με σκοπό τη μετακίνηση από μια πολιτική στήριξης των τιμών και της παραγωγής προς σφαιρικότερη πολιτική στήριξης του γεωργικού εισοδήματος. Το τελευταίο βήμα σε αυτή τη διαδικασία ήταν η απόφαση στην οποία κατέληξε το Συμβούλιο του Λουξεμβούργου, στις 26 Ιουνίου 2003, σχετικά με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του 2003.

Το βασικό χαρακτηριστικό της ΚΓΠ του μέλλοντος θα είναι η ενιαία ενίσχυση ανά εκμετάλλευση, που θα εφαρμοστεί από το 2005, η οποία κόβει τον δεσμό μεταξύ της επιλεξιμότητας για άμεσες ενισχύσεις και της απόφασης σε θέματα παραγωγής. Αυτή η καίρια μεταστροφή της πολιτικής, με την οποία θα αυξηθεί σημαντικά η αποτελεσματικότητα της καταβολής των άμεσων ενισχύσεων ως μηχανισμού στήριξης του εισοδήματος, αναμένεται να καταλήξει σε βελτίωση της εισοδηματικής κατάστασης των αγροτών. Έτσι, με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003 όντως ολοκληρώνεται, για τους κυριότερους γεωργικούς τομείς, η απομάκρυνση από τη στήριξη των προϊόντων και η στροφή προς τη στήριξη των παραγωγών, η οποία άρχισε το 1992.

Κατά τις συνομιλίες που κατέληξαν στην έγκριση της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003, η προσοχή εστιάστηκε, όχι μόνον στο Συμβούλιο, αλλά και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών, στον κίνδυνο διακοπής της παραγωγής και εγκατάλειψης, σε συγκεκριμένες περιφέρειες, λόγω αποσύνδεσης από την παραγωγή. Αυτή η παρατηρούμενη απειλή για τον γεωργικό τομέα ήταν ο κυριότερος λόγος για τον οποίο επετράπη στα κράτη μέλη να διατηρήσουν κάποιο βαθμό ενισχύσεων συνδεόμενων με την παραγωγή.

Εξάλλου, υποστηρίχτηκε από πολλές πλευρές ότι η μεταρρύθμιση πρέπει να συνοδευτεί από αύξηση των δημοσιονομικών πόρων για τον δεύτερο πυλώνα της ΚΓΠ, μέσω υποχρεωτικής διαφοροποίησης, και από διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των μέτρων της, άποψη η οποία αντικατοπτρίζεται στην ευρεία συναίνεση στην ΕΕ όσον αφορά την ανάγκη να βελτιωθεί η αειφορία και η ανταγωνιστικότητα των αγροτικών οικονομιών.

Με αυτές τις δύο ευρείες επιφυλάξεις, το Συμβούλιο κατέληξε σε πολιτική συμφωνία για τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003, συνοδευόμενη από την ακόλουθη δήλωση:

"Το Συμβούλιο σημειώνει ότι η Επιτροπή θα υποβάλει το επόμενο φθινόπωρο ανακοίνωση για τη μεταρρύθμιση των κοινών οργανώσεων αγοράς ελαιολάδου, καπνού και βάμβακος, και στη συνέχεια θα υποβάλει νομοθετικές προτάσεις.

Όπως και στην ανακοίνωσή της τον Ιούλιο του 2002, η Επιτροπή θα θεσπίσει μακροπρόθεσμες προοπτικές για τους τομείς αυτούς, σύμφωνα με τον παρόντα δημοσιονομικό τους φάκελο και το νέο πλαίσιο γεωργικών δαπανών, που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών τον Οκτώβριο του 2002. Η μεταρρύθμιση αυτών των τομέων θα βασιστεί στους στόχους και τη φιλοσοφία της τρέχουσας μεταρρύθμισης της ΚΓΠ του 2003."

Πράγματι, η εν λόγω δήλωση επιβεβαίωσε την άποψη της Επιτροπής, η οποία αναφέρθηκε τόσο τον Ιούλιο του 2002, όσο και τον Ιανουάριο του 2003, ότι όσο περισσότεροι τομείς συμπεριληφθούν στο σύστημα ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση, τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα οικονομικά και διοικητικά οφέλη, από άποψη απλούστευσης. Παρ' όλα ταύτα, ανεξάρτητα από τις δεσμεύσεις, που αναλήφθηκαν κατά τη στιγμή της συμφωνίας του Ιουνίου 2003 για τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, επικρατούν ειδικές περιστάσεις όσον αφορά τα καθεστώτα του καπνού, του βάμβακος και του ελαιολάδου.

Ιδίως όσον αφορά τον τομέα του καπνού, το ζήτημα του μέλλοντος της κοινής οργάνωσης αγοράς εθίγη την τελευταία φορά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ, τον Ιούνιο του 2001, στο πλαίσιο της κοινοτικής στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη.

Αν και το Συμβούλιο απέφυγε να καταλήξει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με τον καπνό, κατέστη προφανές από τις συζητήσεις, και από το πλαίσιο στο οποίο έλαβαν χώρα, ότι υπήρχαν ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με τη βιωσιμότητα του τομέα του καπνού στην ΕΕ.

Εκφράσθηκαν αμφιβολίες σχετικά με τους κοινωνικούς λόγους καταβολής ενισχύσεων συνδεόμενων με την παραγωγή στους καπνοκαλλιεργητές, και επισημάνθηκε η εμφανής αντίφαση μεταξύ των ενισχύσεων αυτών και των προβληματισμών για τη δημόσια υγεία όσον αφορά την κατανάλωση καπνού. Η σημερινή στήριξη για την καλλιέργεια καπνού δεν συμβιβάζεται με τις πολιτικές δημόσιας υγείας, οι οποίες συγκαταλέγονται μεταξύ των προτεραιοτήτων της κοινοτικής στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη. Υπό αυτές τις συνθήκες, αμφισβητήθηκε η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της καπνοκαλλιέργειας ως οικονομικής δραστηριότητας. Υπήρχε, όμως, επίγνωση ότι, για να αποφευχθεί ο κοινωνικός κλονισμός στις αγροτικές περιοχές που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την καλλιέργεια καπνού, θα χρειαστούν εναλλακτικές πηγές εισοδήματος για τους καπνοπαραγωγούς και τις καπνοπαραγωγικές περιφέρειες, σε περίπτωση οποιασδήποτε σημαντικής μεταρρύθμισης.

Η ανταπόκριση της Επιτροπής τότε ήταν η ενίσχυση της δέσμευσής της να βρει μια προσέγγιση αειφόρου πολιτικής για το καθεστώς του καπνού, με βάση εκτίμηση των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πτυχών του τομέα. Έτσι, τον Μάιο του 2002, στο νομοθετικό πρόγραμμα και πρόγραμμα εργασίας της για το 2003, η Επιτροπή αποφάσισε να υποβάλει τη μελέτη πολιτικής της για τον τομέα του καπνού σε Εκτεταμένη Εκτίμηση των Επιπτώσεων [1], σύμφωνα με την προτεραιότητά της για "Βιώσιμη οικονομία χωρίς αποκλεισμούς".

[1] SEC(2003) 1023, που παρουσιάζει την Εκτεταμένη Εκτίμηση Επιπτώσεων για τον τομέα του καπνού.

Όσον αφορά τον τομέα του ελαιολάδου, έχει ήδη τεθεί σαφής προθεσμία για τη λήξη του παρόντος συστήματος ενισχύσεων, μέσω του άρθρου 5 του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι με την παρούσα ανακοίνωση εκπληρώνεται η υποχρέωση, που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1638/98 του Συμβουλίου, να γίνει το εξής:

"Το Συμβούλιο αποφασίζει, μετά από πρόταση της Επιτροπής, η οποία υποβάλλεται κατά τη διάρκεια του έτους 2003, σχετικά με την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών, προκειμένου να αντικαταστήσει από 1ης Νοεμβρίου 2004 την κοινή οργάνωση αγοράς που έχει δημιουργηθεί με τον κανονισμό αριθ. 136/66/ΕΟΚ."

Το κοινοτικό καθεστώς του βάμβακος, το οποίο χρονολογείται από την προσχώρηση της Ελλάδας το 1981, τροποποιήθηκε την τελευταία φορά το 2001, με σκοπό να ενισχυθεί ο μηχανισμός μείωσης της τιμής, ώστε να καταστεί αυστηρότερη η δημοσιονομική πειθαρχία και να περιοριστούν οι συνολικές εκτάσεις που προορίζονται για εντατική βαμβακοπαραγωγή, συνδεόμενη με περιβαλλοντικά προβλήματα. Τα κράτη μέλη συμφώνησαν επίσης να λάβουν ενδεδειγμένα περιβαλλοντικά μέτρα για γεωργικές γαίες που προορίζονται για βαμβακοπαραγωγή. Εν τω μεταξύ, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, παρ' όλη την έγκριση αυτών των νέων μέτρων, δεν έλαβε χώρα η αναγκαία μείωση των εκτάσεων και υπάρχουν ενδείξεις ότι θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί η μείωση αυτή. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή πιστεύει ότι το Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του στην απόφαση για τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, στο Λουξεμβούργο τον Ιούνιο εφέτος, προσέφερε μια πολύτιμη ευκαιρία για επανεκτίμηση των σημερινών ρυθμίσεων στον τομέα του βάμβακος, με προοπτική να δοθεί αποτελεσματικότερη και βιωσιμότερη κατεύθυνση πολιτικής για το βαμβάκι στην ΕΕ.

Ο τομέας της ζάχαρης είναι ειδική περίπτωση, αφού μέχρι τώρα έμεινε έξω από τη διαδικασία μεταρρύθμισης του 1992, η οποία βασικά συνίστατο στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, με την αντιστάθμιση των περικοπών των θεσμικών τιμών από άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις. Αντ' αυτού, η παρούσα κοινή οργάνωση αγοράς της ζάχαρης έχει στηριχτεί στη βάση της κατανομής της παραγωγικής ικανότητας σε ολόκληρη την Κοινότητα, μέσω της διατήρησης εθνικών ποσοστώσεων παραγωγής και υψηλών εσωτερικών τιμών. Με το τελευταίο βήμα προς την ανταγωνιστικότητα, που ολοκληρώθηκε τώρα με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003, η Επιτροπή πιστεύει ότι πρέπει να επανεξεταστεί προσεκτικά ο ρόλος της αρχής της κατανομής στο σημερινό κοινοτικό καθεστώς της ζάχαρης, προκειμένου να επιδιωχθούν οι στόχοι της ΚΓΠ για καλύτερο προσανατολισμό προς την αγορά και αειφόρο γεωργική παραγωγή από οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική άποψη.

Το 2001, μετά την παράταση της διάρκειας του ισχύοντος καθεστώτος για τη ζάχαρη κατά πέντε έτη, μέχρι τις 30 Ιουνίου 2006, το Συμβούλιο επέβαλε επίσης τις ακόλουθες υποχρεώσεις στην Επιτροπή, όπως αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/2001 του Συμβουλίου, που έχουν ως εξής:

"Βάσει των μελετών της Επιτροπής για την κατάσταση της αγοράς, όλες τις πτυχές του συστήματος των ποσοστώσεων, τις τιμές, τις διεπαγγελματικές σχέσεις και ανάλυση της αύξησης του ανταγωνισμού ως αποτέλεσμα των διεθνών δεσμεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή θα υποβάλει, στις αρχές του 2003 έκθεση συνοδευόμενη, εάν χρειάζεται, από τις κατάλληλες προτάσεις."

Για τη ζάχαρη, η μέθοδος την οποία ακολούθησε η Επιτροπή, όπως και για τον καπνό, ήταν να υποβάλει το καθεστώς σε εις βάθος εκτίμηση των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών συμφερόντων που διακυβεύονται. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή ανέλαβε και εδώ τη διεξαγωγή Εκτεταμένης Εκτίμησης των Επιπτώσεων [2] για τον τομέα της ζάχαρης στο νομοθετικό πρόγραμμα και πρόγραμμα εργασίας της για το 2003, που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2002. Μαζί με την εν λόγω εκτίμηση των επιπτώσεων, η Επιτροπή κρίνει ότι με την παρούσα ανακοίνωση εκπληρώνεται η υποχρέωση να υποβάλει έκθεση σχετικά με το κοινοτικό καθεστώς της ζάχαρης και τις προοπτικές του.

[2] SEC(2003) 1022, που παρουσιάζει την Εκτεταμένη Εκτίμηση Επιπτώσεων για τον τομέα της ζάχαρης.

Υπό το φως αυτών των διαφόρων δεσμεύσεων, στο υπόλοιπο της παρούσας ανακοίνωσης γίνεται, κατά πρώτον, περιγραφή της γενικής εικόνας για καθέναν από τους εν λόγω τέσσερις τομείς, όπου περιλαμβάνονται τα συμπεράσματα που πρέπει να εξαχθούν από την Εκτεταμένη Εκτίμηση των Επιπτώσεων που διεξήχθη για τους τομείς του καπνού και της ζάχαρης, καθώς και από τα έγγραφα εργασίας που είναι διαθέσιμα για τους εν λόγω τομείς [3]. Την περιγραφή αυτή ακολουθεί παρουσίαση της πρότασης της Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση των τομέων του καπνού, του ελαιολάδου και του βάμβακος, σύμφωνα με τους προσανατολισμούς που δόθηκαν από το Συμβούλιο, και ένα τελικό κεφάλαιο για τις δημοσιονομικές πλευρές των προτάσεων.

[3] http://europa.eu.int/comm/agriculture/ capreform/com554/index_en.htm.

Ωστόσο, για τον τομέα της ζάχαρης, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο να διεξαγάγουν πολιτική συζήτηση επί του θέματος, η Επιτροπή ακολούθησε μια προσέγγιση που προβλέπει δύο στάδια. Με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται στην Εκτεταμένη Εκτίμηση των Επιπτώσεων για τη ζάχαρη, στην οποία περιγράφονται οι επιλογές μεταρρυθμιστικής πολιτικής που προσφέρονται για τον εν λόγω τομέα, η Επιτροπή επιθυμεί πρώτα να αρχίσει η συζήτηση για το μέλλον του κοινοτικού καθεστώτος της ζάχαρης, κατά παρόμοιο τρόπο με εκείνον που ακολουθήθηκε στις συνομιλίες που κατέληξαν στην τελευταία μεταρρύθμιση του γαλακτοκομικού τομέα, πριν υποβάλει επίσημη πρόταση.

2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΤΟΜΕΩΝ

2.1. Καπνός

Η παραγωγή καπνού αντιπροσωπεύει μόνον το 0,4% της γεωργικής παραγωγής της ΕΕ. Κατά την τελευταία δεκαετία, σημειώθηκε πτωτική τάση στον όγκο της παγκόσμιας και κοινοτικής καπνοπαραγωγής. Με 348 013 τόνους, που αντιστοιχούν στο 5,4% της παγκόσμιας παραγωγής, η ΕΕ έρχεται πέμπτη στην παγκόσμια παραγωγή, μετά την Κίνα (38%), τη Βραζιλία (9%), την Ινδία (8%), και τις ΗΠΑ (7%). Η Ελλάδα και η Ιταλία καλύπτουν περισσότερο από το 75% της κοινοτικής παραγωγής ακατέργαστου καπνού.

Η παραγωγή καπνού στην ΕΕ εμφανίζει αξιοσημείωτα υψηλή γεωγραφική συγκέντρωση. Σε επτά περιφέρειες συγκεντρώνεται περίπου το 70% του συνόλου των εκμεταλλεύσεων, το 63% των εκτάσεων καπνοκαλλιέργειας και το 57% του συνολικού ακαθάριστου εισοδήματος. Σε ορισμένες περιοχές, η καπνοπαραγωγή αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 50% της γεωργικής παραγωγής της περιφέρειας.

Οι εκτάσεις καπνοκαλλιέργειας στην ΕΕ μειώνονται με ρυθμό 2,6% ετησίως, ενώ η μέση απόδοση στην ΕΕ έχει ανέλθει από 2 σε 2,7 τόνους ανά εκτάριο κατά τη δεκαετία του '90. Ο συνολικός αριθμός εκμεταλλεύσεων που καλλιεργούν καπνό στην ΕΕ ήταν 79 510 το 2000, κατόπιν δεκαετούς πτωτικής τάσης της τάξεως του 3,6% ετησίως. Η μέση έκταση ανά εκμετάλλευση αυξήθηκε από 1,4 εκτάριο το 1990 σε 1,6 εκτάριο το 2000.

Στον τομέα του καπνού απασχολείται σημαντικό εργατικό δυναμικό, το οποίο ανέρχεται σε 126 070 Μονάδες Ετήσιας Εργασίας (ΜΕΕ), ή 212 960 άτομα, που αντιστοιχούν σε 2,4% του συνόλου των ΜΕΕ στην απασχόληση στον γεωργικό τομέα στην ΕΕ. Η ζήτηση εργατικού δυναμικού για παραγωγή ακατέργαστου καπνού είναι σε μεγάλο βαθμό εποχική και η αναλογία μερικής απασχόλησης είναι ιδιαίτερα υψηλή. Το οικογενειακό εργατικό δυναμικό ανέρχεται σε περίπου 80% του συνολικού εργατικού δυναμικού που απασχολείται στον τομέα.

Βασικό χαρακτηριστικό των εκμεταλλεύσεων καπνοπαραγωγής είναι η εξαιρετική ανομοιογένεια που παρατηρείται μεταξύ περιφερειών και εκμεταλλεύσεων. Ειδικότερα, επικρατεί αξιοσημείωτη διάσταση μεταξύ λίγων μεγάλων εκμεταλλεύσεων, οι οποίες έχουν μεγαλύτερη ένταση κεφαλαίου και επικεντρώνουν την παραγωγή στις καλύτερες ποικιλίες, και πολλών μικρών εκμεταλλεύσεων, οι οποίες είναι κατά κανόνα μικρού μεγέθους, έντασης εργασίας και λιγότερο ενσωματωμένες στις αγορές.

Τα προβλήματα αναδιάρθρωσης είναι ακόμη ιδιαίτερα έντονα σε ορισμένες περιοχές όπου η καπνοπαραγωγή διαδραματίζει σημαντικότατο οικονομικό και κοινωνικό ρόλο. Στις περιοχές αυτές, η απότομη απόσυρση εργαζομένων από τον τομέα πιθανόν θα προκαλούσε σοβαρές κοινωνικές ανισορροπίες και αγροτική έξοδο, εάν δεν θεσπιστούν κατάλληλα μέτρα για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης εκτός της γεωργικής εκμετάλλευσης.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, υπήρξε στροφή προς την παραγωγή ποικιλιών υψηλής ποιότητας, αυξανόμενη εξειδίκευση ανά ποικιλία σε επίπεδο εκμετάλλευσης και περιφέρειας, αυξήθηκαν δε οι τιμές της κοινοτικής παραγωγής ακατέργαστου καπνού σε διεθνές και εσωτερικό επίπεδο. Αφετέρου όμως, η τιμή της αγοράς του ακατέργαστου καπνού είναι πολύ χαμηλή και δεν είναι σε θέση να καλύψει το κόστος παραγωγής, οπότε επί του παρόντος μόνον οι άμεσες ενισχύσεις της ΚΓΠ είναι δυνατόν να αφήσουν περιθώρια κέρδους. Ωστόσο, οι ενισχύσεις αυτές αντιστοιχούν σε περισσότερο από 75% των συνολικών εισπράξεων των αγροτών από την εν λόγω καλλιέργεια. Συνολικά, η δραστηριότητα καπνοκαλλιέργειας στην ΕΕ, αν και εμφανίζει υψηλή εξάρτηση από τις ενισχύσεις του δημοσίου, χαρακτηρίζεται από διαρθρωτικά χαμηλό επίπεδο εισοδήματος ανά απασχολούμενη μονάδα εργασίας, το οποίο όμως, με βάση το εκτάριο, είναι πολύ υψηλότερο σε σύγκριση με άλλους γεωργικούς τομείς.

Η ΕΕ κατέχει κορυφαία θέση στο παγκόσμιο εμπόριο ακατέργαστου και μεταποιημένου καπνού, τόσο από πλευράς εξαγωγών, όσο και εισαγωγών. Συγκεκριμένα, η ΕΕ είναι εισαγωγέας ακατέργαστου καπνού και σημαντικός εξαγωγέας τσιγάρων και άλλων μεταποιημένων προϊόντων.

Με τη μεταρρύθμιση του 1992 στην κοινή οργάνωση αγοράς (ΚΟΑ) του καπνού, καταργήθηκε η παρέμβαση και οι επιστροφές κατά την εξαγωγή, εισήχθησαν ποσοστώσεις παραγωγής, καθώς και αυστηρότεροι έλεγχοι. Κατόπιν περαιτέρω βελτιώσεων της νομοθεσίας του 1992, σήμερα παρέχεται στήριξη στους παραγωγούς με σύστημα πριμοδότησης, συνδεόμενης με την ποσότητα της παραγωγής, διαφοροποιούμενης βάσει ποιοτικών κριτηρίων και υποκείμενης σε ατομικές ποσοστώσεις παραγωγής για κάθε ομάδα ποικιλιών καπνού. Η ΚΟΑ του καπνού επίσης βασίζεται σε μέτρα για τη μετατροπή της παραγωγής, μέσω ενός προγράμματος εξαγοράς ποσοστώσεων και ενός Κοινοτικού Ταμείου Καπνού. Οι δαπάνες της ΚΓΠ για τον καπνό ανήλθαν σε 973 εκατ. ευρώ το 2001, ήτοι, κατά μέσο όρο, περίπου 7 700 ευρώ ανά ΜΕΕ στον καπνό ή 7 800 ευρώ ανά εκτάριο και απορρόφησε το 2,3% του προϋπολογισμού του ΕΓΤΠΕ - Τμήμα Εγγυήσεων.

2.2. Ελαιόλαδο

Ο τομέας του ελαιολάδου αποτελεί βασικό στοιχείο του γεωργικού προτύπου της ΕΕ. Το 1998/99, οι εκτάσεις με ελαιώνες στην ΕΕ ήταν κατά προσέγγιση 5,4 εκατ. εκτάρια, ήτοι περίπου 4% των χρησιμοποιούμενων γεωργικών εκτάσεων, εκ των οποίων το 44,5% βρίσκονταν στην Ισπανία, το 26,3% στην Ιταλία, το 18,8% στην Ελλάδα, το 9,7% στην Πορτογαλία και το 0,7% στη Γαλλία. Στον τομέα απασχολούνται περίπου 2,5 εκατ. παραγωγοί, σχεδόν το ένα τρίτο όλων των γεωργών της ΕΕ. Ο τομέας αποτελεί σημαντική πηγή απασχόλησης και οικονομικής δραστηριότητας στις κυριότερες περιοχές παραγωγής, από τις οποίες οι περισσότερες, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της Τοσκάνης στην Ιταλία και της Καταλονίας στην Ισπανία, βρίσκονται σε περιφέρειες του στόχου 1 στην ΕΕ των 15. Συν τοις άλλοις, η παραγωγή ελαιολάδου παρουσιάζει το πλεονέκτημα να προσφέρει εποχική απασχόληση τον χειμώνα, συμπληρωματική άλλων γεωργικών δραστηριοτήτων, και παρέχει σημαντική απασχόληση εκτός της γεωργικής εκμετάλλευσης στη συναφή βιομηχανία έκθλιψης και επεξεργασίας.

Το μέγεθος των εξειδικευμένων ελαιοκομικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ είναι σχετικά μικρό, αλλά ποικίλλει, κυμαίνεται δε από έναν μέσο όρο 13,5 εκταρίων στην Ισπανία έως 3,2 εκταρίων στην Ελλάδα. Οι δομές επεξεργασίας του ελαιολάδου τείνουν να αντικατοπτρίζουν τους διάφορους τύπους ελαιώνων που απαντούν στα κράτη μέλη παραγωγής: παραδοσιακούς ελαιώνες και σύγχρονους ελαιώνες με εντατικότερη διαχείριση. Συνεπώς έχει αρχίσει να αμφισβητείται η σύνδεση της ελαιοκομίας με θετικά χαρακτηριστικά του τοπίου και θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στις περιοχές όπου ασκείται αυτή η δραστηριότητα. Ο ρόλος των παραδοσιακών ελαιώνων στην καταπολέμηση της απερήμωσης και στην προώθηση της βιοποικιλότητας θεωρείται σημαντικότατος. Η εγκατάλειψη της παραγωγής στις εν λόγω εκμεταλλεύσεις συνεπάγεται αυξημένους κινδύνους πυρκαγιάς και διάβρωσης. Από την άλλη μεριά, οι επικρίσεις στοχεύουν συχνότερα στις αρνητικές επιπτώσεις των εντατικών καλλιεργειών, λόγω της αυξημένης εξάρτησης από φυτοϋγειονομικά προϊόντα, τεχνικές μονοκαλλιέργειας και υδάτινους πόρους για άρδευση.

Η ΕΕ κυριαρχεί στην παγκόσμια παραγωγή, με συγκομιδές που έχουν αυξηθεί σταθερά κατά τη δεκαετία του '90, ιδίως στην Ισπανία, φθάνοντας σε επίπεδο-ρεκόρ ύψους 2,46 εκατ. τόνων παρθένου ελαιολάδου το 2001/02. Εν τούτοις, η παραγωγή ελαιολάδου είναι γνωστή για τις διακυμάνσεις της, για τις οποίες είναι καθοριστικοί παράγοντες ο βιολογικός κύκλος παραγωγής και η ευαισθησία στις καιρικές μεταβολές. Η Τυνησία, η Τουρκία, η Συρία και το Μαρόκο είναι οι άλλοι κυριότεροι παραγωγοί ελαιολάδου. Τους αναλογεί περίπου το 20% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής. Αν και η παραγωγή σε άλλες περιοχές του κόσμου είναι επί του παρόντος αμελητέα σε σύγκριση με εκείνη της λεκάνης της Μεσογείου, ορισμένες χώρες που δεν έχουν παράδοση παραγωγής ελαιολάδου φαίνεται ότι είναι διατεθειμένες να επενδύσουν σε αυτόν τον τομέα.

Στο παρελθόν, η κατανάλωση ελαιολάδου έτεινε να είναι υψηλή μόνον στις παραδοσιακές χώρες παραγωγής. Αν και το ελαιόλαδο ακόμα αντιπροσωπεύει μόνον περίπου 3% της συνολικής παγκόσμιας κατανάλωσης ελαίων, από το 1995/96 η ζήτηση αυξάνεται με ρυθμό περίπου 6% ετησίως, χάρη στη θετική εικόνα του ελαιολάδου από άποψη υγιεινής διατροφής και ποιότητας. Εκτός από την ΕΕ, οι κυριότερες αγορές για το ελαιόλαδο είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Ιαπωνία, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Βραζιλία.

Επομένως, το εμπόριο έχει γίνει σημαντικό χαρακτηριστικό της αγοράς του ελαιολάδου στην ΕΕ, που έχει διπλασιάσει τις εξαγωγές της, κατά την τελευταία δεκαετία, σε σχεδόν 324 000 τόνους το 2001/02, κυρίως υπό μορφή εμφιαλωμένου ελαιολάδου. Οι εισαγωγές, από την άλλη μεριά, προοριζόμενες κυρίως για την Ιταλία, παρέμειναν σχετικά σταθερές, με την εξαίρεση των ετών χαμηλής παραγωγής στην Τυνησία, που είναι ο κυριότερος εισαγωγέας για την ΕΕ.

Με τη σειρά της, η αυξανόμενη παραγωγή ελαιολάδου στην αγορά της ΕΕ προκάλεσε μείωση των τιμών παραγωγού κατά τη δεκαετία του '90. Διάφορες προβλέψεις παραγωγής και κατανάλωσης συγκλίνουν σε μια εύθραυστη ισορροπία της παγκόσμιας αγοράς ελαιολάδου, η οποία θα αντιμετωπίσει υπολογίσιμα πλεονάσματα, εάν η παγκόσμια παραγωγή αυξηθεί ταχύτερα από τη ζήτηση.

Η παρούσα κοινή οργάνωση αγοράς του ελαιολάδου, που δημιουργήθηκε αρχικά το 1966, βασίζεται στην ενίσχυση στην παραγωγή, που αποτελεί το κυριότερο μέτρο στήριξης του τομέα. Το προηγούμενο σύστημα παρέμβασης αντικαταστάθηκε από μηχανισμό ιδιωτικής αποθεματοποίησης, ως μέσου για τη διαχείριση των κρίσεων, οι δε ενισχύσεις στην κατανάλωση καταργήθηκαν το 1998. Η ενίσχυση στην παραγωγή, ύψους 1 322,5 ευρώ ανά τόνο, χορηγείται σε όλους τους παραγωγούς με βάση την ποσότητα ελαιολάδου που όντως παρήχθη και του ισοδυνάμου σε επιτραπέζιες ελιές, στο πλαίσιο της Εθνικής Εγγυημένης Ποσότητας (ΕΕΠ), η οποία επί του παρόντος ανέρχεται σε 1,78 εκατ. τόνους. Έχουν δημιουργηθεί μηχανισμοί οι οποίοι ρυθμίζουν το ποσό της ενίσχυσης που χορηγείται στους παραγωγούς, σε περίπτωση που τα κράτη μέλη υπερβαίνουν την ΕΕΠ τους ή υπολείπονται αυτής.

Η αγορά από την παρέμβαση αντικαταστάθηκε από σύστημα ενίσχυσης για ιδιωτική αποθεματοποίηση. Οι επιστροφές κατά την εξαγωγή έχουν καθοριστεί σε μηδενικό επίπεδο από το 1998, χωρίς αρνητικό αντίκτυπο. Χορηγείται επιστροφή στην παραγωγή για ελαιόλαδο που χρησιμοποιείται σε κονσέρβες λαχανικών και ψαριών. Το 2001, δόθηκε ακόμα περισσότερη βαρύτητα στις πλευρές ελέγχου και ποιότητας, ιδίως με τη "Στρατηγική της ΕΕ για την ποιότητα του ελαιολάδου", με την οποία καθορίστηκαν πρότυπα για τα προϊόντα και την εμπορία στον εν λόγω τομέα.

2.3. Βαμβάκι

Ο τομέας του βάμβακος, αν και έχει περιορισμένη σημασία για την ΕΕ στο σύνολό της, συμβάλλοντας μόνον κατά 0,5% στην τελική γεωργική παραγωγή, έχει μεγάλη περιφερειακή σπουδαιότητα. Η Ελλάδα, με 79,4% της συνολικής κοινοτικής παραγωγής, ανερχόμενης σε 1,55 εκατ. τόνους σύσπορου (ακατέργαστου) βάμβακος, προσπορίζεται το 9,0% της τελικής γεωργικής παραγωγής της από το βαμβάκι, ενώ στην Ισπανία, τον άλλο σημαντικό κοινοτικό παραγωγό, στο βαμβάκι αναλογεί το 1,5%. Η παραγωγή στα άλλα κράτη μέλη (μόνον στην Πορτογαλία) είναι μικρότερη από 1 500 τόνους.

Εντός των κρατών μελών στα οποία συγκεντρώνεται κυρίως η παραγωγή, υπάρχουν ακόμη εντονότερα φαινόμενα κατανομής. Αφού οι εκτάσεις βαμβακοκαλλιέργειας έφθασαν σε μέγιστο επίπεδο 440 000 εκταρίων το 1995, η συντριπτική πλειονότητα των σημερινών εκτάσεων, ανερχομένων σε 380 000 εκτάρια, που προορίζονται για βαμβακοπαραγωγή στην Ελλάδα βρίσκονται σε τρεις περιφέρειες: Θεσσαλία, Μακεδονία-Θράκη και Στερεά Ελλάδα. Στην Ισπανία, η παραγωγή είναι συγκεντρωμένη στην Ανδαλουσία, κυρίως στις επαρχίες της Σεβίλλης και της Κόρδοβας. Οι συνολικές εκτάσεις που καλλιεργούνται με βαμβάκι στην Ισπανία, αφού έφθασαν σε μέγιστο επίπεδο 135 000 εκταρίων το 1988, μειώθηκαν σε περίπου 90 000 εκτάρια.

Οι εκμεταλλεύσεις βαμβακοκαλλιέργειας στις εν λόγω περιφέρειες χαρακτηρίζονται από τον μεγάλο αριθμό τους (71 600 στην Ελλάδα και 7 600 στην Ισπανία) και το μικρό μέγεθός τους (Ελλάδα, 4,9 εκτάρια και Ισπανία 12,0 εκτάρια). Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές εκμεταλλεύσεις βαμβακοκαλλιέργειας είναι γνωστές για τον υψηλότερο βαθμό εξειδίκευσής τους, και μάλιστα η περιφέρεια της Θεσσαλίας σταδιακά έχει αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά στη βαμβακοκαλλιέργεια. Όντως, παρ' όλο τον ζωτικό της ρόλο σε πολλές τοπικές αγροτικές οικονομίες, η τάση προς μονοκαλλιέργεια στη βαμβακοπαραγωγή υπήρξε μία από τις σοβαρότερες πηγές επικρίσεων τα τελευταία χρόνια. Σε συνδυασμό με τη μεγάλη εξάρτηση του βάμβακος από την άρδευση και τα λιπάσματα, η βαμβακοπαραγωγή συσχετίζεται ευρέως με χαμηλή βιοποικιλότητα και εξασθένηση των εδαφών. Η εντατική χρήση φυτοϋγειονομικών προϊόντων, ιδίως εντομοκτόνων, και αποφλοιωτικών προϊόντων για την υποβοήθηση της συγκομιδής, είναι τεχνικές οι οποίες δακτυλοδεικτούνται ως παραδείγματα των πλέον αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων της γεωργίας. Για τον λόγο αυτόν, το 2001, τα κράτη μέλη ανέλαβαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τη μείωση των αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων της βαμβακοπαραγωγής.

Οι περισσότεροι βαμβακοπαραγωγοί στα δύο κυριότερα κράτη μέλη παραγωγής ανήκουν σε οργανώσεις παραγωγών, οι οποίες έχουν ρόλο διαχείρισης και συντονισμού. Στο επίπεδο της μεταποίησης, μια ποικιλία ιδιωτικών επιχειρήσεων και συνεταιρισμών εξασφαλίζει τη μετατροπή του ακατέργαστου σε χρησιμοποιήσιμο βαμβάκι, με τη διαδικασία εκκοκκισμού, με την οποία οι ίνες βάμβακος διαχωρίζονται από τον βαμβακόσπορο. Η Ισπανία, όπου σχεδόν τα μισά από τα 22 εκκοκκιστήριά της τα διαχειρίζονται οι συνεταιρισμοί, εμφανίζει ένα κάποιο πλεόνασμα δυναμικότητας εκκοκκισμού, σε σύγκριση με το επίπεδο παραγωγής της, ενώ η δυναμικότητα εκκοκκισμού στην Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη ισορροπία με την παραγωγή, οι δε συνεταιρισμοί διαχειρίζονται μικρότερη αναλογία εκκοκκιστηρίων (20 από σύνολο 75).

Το εμπόριο στον εν λόγω τομέα αναφέρεται εν γένει σε εκκοκκισμένο βαμβάκι. Ως παραγωγός, η ΕΕ διαδραματίζει μικρό ρόλο στη διεθνή σκηνή, συμβάλλοντας μόνον κατά περίπου 2,5% στη συνολική παγκόσμια παραγωγή. Η εν λόγω παραγωγή, η οποία τώρα ανέρχεται σε 19,9 εκατ. τόνους, σχεδόν διπλασιάστηκε εντός των τελευταίων σαράντα ετών, κυρίως χάρη σε βελτιώσεις των αποδόσεων. Οι κυριότερες χώρες παραγωγής, οι οποίες διατήρησαν τη σχετική σπουδαιότητά τους κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, εξακολουθούν να είναι η Κίνα (22,6%), οι ΗΠΑ (20,1%), η Ινδία (13,1%) και το Πακιστάν (9,0%).

Η ΕΕ, με 708 000 τόνους εισαγωγών και 227 000 τόνους εξαγόμενου εκκοκκισμένου βάμβακος, είναι ο κυριότερος καθαρός εισαγωγέας στην παγκόσμια σκηνή. Η Κίνα εναλλάσσεται μεταξύ καθαρών εισαγωγών και εξαγωγών, αναλόγως με την κατάσταση της δικής της συγκομιδής. Η Βραζιλία και η Νοτιοανατολική Ασία είναι επίσης σημαντικοί εισαγωγείς βάμβακος για τις μεταποιητικές τους βιομηχανίες, αφού οι ίδιες έχουν πολύ μικρή ή και καθόλου παραγωγή, αν και η Βραζιλία εμφανίστηκε πρόσφατα ως νέα παραγωγός χώρα, με περίπου 800 000 τόνους βάμβακος κατά τα τελευταία έτη.

Στις παγκόσμιες εξαγωγές βάμβακος αναμφίβολα δεσπόζουν οι ΗΠΑ, στις οποίες σήμερα αναλογούν 1,8 εκατ. τόνοι, δηλαδή το 30% του παγκοσμίου εμπορίου, που ανέρχεται σε 6,0 εκατ. τόνους. Το Ουζμπεκιστάν, η Αφρική (χώρες της ζώνης CFA) και η Αυστραλία, η κάθε μία με εμπόριο περίπου 800 000 τόνων, είναι οι μόνοι άλλοι σημαντικοί εξαγωγείς στην παγκόσμια σκηνή.

Οι μεγαλύτεροι καταναλωτές βάμβακος στον κόσμο είναι εκείνοι με εδραιωμένες μεταποιητικές βιομηχανίες. Η Κίνα καταναλώνει το 25,4% του παγκόσμιου βάμβακος, ακολουθούμενη από την Ινδία, τις ΗΠΑ και το Πακιστάν, το οποίο καταναλώνει περίπου το 9%. Η κοινοτική κατανάλωση, που ανέρχεται σε περίπου 1,0 εκατ. τόνους εκκοκκισμένου βάμβακος (5,4% του παγκοσμίου επιπέδου), είναι κυρίως συγκεντρωμένη στην Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Γερμανία.

Το γεγονός ότι η ΕΕ είναι σχετικά ασήμαντος παραγωγός βάμβακος [4] συνεπάγεται ότι οι επιπτώσεις της κοινοτικής παραγωγής στην εξέλιξη των τιμών της διεθνούς αγοράς είναι αμελητέα. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η ΕΕ, σε αυτόν τον τομέα, δεν χρησιμοποιεί επιστροφές κατά την εξαγωγή και παρέχει πρόσβαση άνευ δασμών. Αν και οι πολιτικές τόσο των άλλων ανεπτυγμένων, όσο και των αναπτυσσομένων χωρών είχαν σημαντικές επιπτώσεις στις τιμές του βάμβακος, ο κυριότερος παράγων που συντέλεσε στην υποχώρηση των τιμών είναι περισσότερο αποτέλεσμα του αυξημένου ανταγωνισμού με τις συνθετικές ίνες στην αγορά ινών.

[4] Ανακοινωθέν τύπου για το βαμβάκι : 15/09/2003, IP/03/1244.

Η κοινή οργάνωση αγοράς του βάμβακος χρονολογείται από τον καιρό της προσχώρησης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το 1981. Το ισχύον καθεστώς βασίζεται σε άμεση ενίσχυση ανά τόνο εκκοκκισμένου βάμβακος, στο πλαίσιο Εθνικής Εγγυημένης Ποσότητας (ΕΕΠ) για κάθε κράτος μέλος. Το επίπεδο της ενίσχυσης, που χορηγείται στους μεταποιητές, οι οποίοι καταβάλλουν ελάχιστη τιμή στους παραγωγούς, καθορίζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, με βάση τη διαφορά μεταξύ της "τιμής στόχου" και της διεθνούς τιμής. Από το 1995/96, η "τιμή στόχου" έχει καθοριστεί σε 1 063 ευρώ ανά τόνο, με ελάχιστη τιμή 1 009,9 ευρώ ανά τόνο. Η ΕΕΠ έχει καθοριστεί σε 782 000 τόνους για την Ελλάδα, 249 000 τόνους για την Ισπανία και 1 500 τόνους για τα λοιπά κράτη μέλη. Είναι δυνατόν να γίνουν προσαρμογές στο ποσό της ενίσχυσης που καταβάλλεται, εάν η παραγωγή υπερβαίνει τις εγγυημένες ποσότητες ή υπολείπεται αυτών.

2.4. Ζάχαρη

Τα ζαχαρότευτλα καλύπτουν 1,8 εκατ. εκτάρια σε ολόκληρη την ΕΕ των 15, τα οποία αντιστοιχούν στο 1,4% των χρησιμοποιούμενων γεωργικών εκτάσεων, και αποτελούν το 1,6 έως 1,8% της κοινοτικής γεωργικής παραγωγής. Καλλιεργούνται σε περισσότερες από 230 000 εκμεταλλεύσεις, μαζί με άλλες αροτριαίες καλλιέργειες, όπως τα σιτηρά. Εν γένει, οι εκμεταλλεύσεις που καλλιεργούν ζαχαρότευτλα είναι μεγαλύτερες από τον μέσο όρο, τόσο από άποψη εκτάσεων, όσο και οικονομικών δεικτών. Η συνολική γεωργική έκταση των εκμεταλλεύσεων που καλλιεργούν ζαχαρότευτλα (70 εκτάρια, εκ των οποίων 8 προορίζονται για ζαχαρότευτλα) είναι μεγαλύτερη από τον μέσο όρο όλων των εκμεταλλεύσεων (20 εκτάρια). Οι εκμεταλλεύσεις που καλλιεργούν ζαχαρότευτλα επίσης αποκομίζουν μεγαλύτερα εισοδήματα. Υπολογίζεται ότι η καθαρή προστιθέμενη αξία ανά Μονάδα Ετήσιας Εργασίας (ΜΕΕ) είναι 1,7 φορά υψηλότερη για εκμεταλλεύσεις που καλλιεργούν ζαχαρότευτλα από ό,τι για όλες τις άλλες εκμεταλλεύσεις [5].

[5] Με βάση τα αριθμητικά στοιχεία από το Δίκτυο Γεωργικής Λογιστικής Πληροφορήσεως, όπου γίνεται σύγκριση των εισοδηματικών δεικτών για τις εκμεταλλεύσεις που καλλιεργούν ζαχαρότευτλα και του μέσου όρου όλων των άλλων εκμεταλλεύσεων (πλην εκείνων που καλλιεργούν οπωροκηπευτικά) από το 1998 έως το 2000.

Η παραγωγή ζάχαρης στην ΕΕ των 15 κυμαίνεται μεταξύ 15 και 18 εκατ. τόνων, σε ισοδύναμο ραφιναρισμένης ζάχαρης. Με τα δέκα νέα κράτη μέλη, οι εκτάσεις που καλλιεργούνται με ζαχαρότευτλα φαίνεται ότι θα αυξηθούν κατά 30% και η παραγωγή ζάχαρης κατά 15%. Στην ΕΕ των 15, υπάρχουν 135 εργοστάσια επεξεργασίας ζάχαρης και 6 εγκαταστάσεις ραφιναρίσματος.

Η ζάχαρη παράγεται σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ των 15, εξαιρουμένου του Λουξεμβούργου. Ωστόσο, η παραγωγικότητα της παραγωγής ζάχαρης ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των κρατών μελών. Στη Γαλλία και τη Γερμανία αναλογεί περισσότερο από το ήμισυ της παραγωγής ζάχαρης στην ΕΕ των 15, και ακολουθεί το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιταλία (8% έκαστο). Μεταξύ των δέκα νέων κρατών μελών, τα έξι μεταποιούν ζάχαρη σε ποσότητα που ανέρχεται συνολικά σε περίπου 3 εκατ. τόνους, από την οποία τα δύο τρίτα αναλογούν στην Πολωνία.

Η ΕΕ των 15 και εισάγει και εξάγει ζάχαρη, αλλά σε καθαρούς αριθμούς είναι εξαγωγέας. Κατά μέσο όρο, για τα έτη εμπορίας 1999/2000 έως 2001/02, οι εξαγωγές ανήλθαν σε 5,3 εκατ. τόνους έναντι 1,8 εκατ. τόνων για τις εισαγωγές. Οι καθαρές εξαγωγές αντιπροσωπεύουν, κατά μέσο όρο, το 20% της παραγωγής ζάχαρης και το 2 έως 3,5% των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων διατροφής από την ΕΕ των 15, σύμφωνα με τον ορισμό του Γύρου της Ουρουγουάης.

Η ΕΕ διαδραματίζει βασικό ρόλο στις παγκόσμιες αγορές ζάχαρης. Το μερίδιο της ΕΕ των 15 στο παγκόσμιο σύνολο ανέρχεται σε 13% για την παραγωγή, 12% για την κατανάλωση, 15% για τις εξαγωγές και 5% για τις εισαγωγές. Το μερίδιό της στην παγκόσμια παραγωγή, κατανάλωση και εξαγωγές έχει περιοριστεί, ενώ οι χώρες του νοτίου ημισφαιρίου αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Αν και η ΕΕ ερχόταν πρώτη στην παγκόσμια παραγωγή επί πολλές δεκαετίες, η Βραζιλία και η Ινδία διεκδικούν την πρώτη θέση από το 1996 και μετά, με 15% της παγκόσμιας προσφοράς και οι δύο. Η Ινδία επίσης ξεπέρασε την ΕΕ των 15 σε κατανάλωση.

Αν και οι κύριες χώρες παραγωγής ζάχαρης είναι επίσης και οι κυριότεροι χρήστες, η ζάχαρη είναι ένα αγαθό που αποτελεί αντικείμενο ευρείας εμπορίας. Κατά μέσο όρο, το διεθνές εμπόριο, που πλησιάζει τα 40 εκατ. τόνους, αντιπροσωπεύει περίπου το 30% της παγκόσμιας παραγωγής, η οποία ανέρχεται συνολικά σε 120 εκατ. τόνους, σε ισοδύναμο ραφιναρισμένης ζάχαρης. Η Βραζιλία τώρα δεσπόζει στις εξαγωγές, με μεγάλο μερίδιο που φτάνει στο ένα τέταρτο των παγκόσμιων εξαγωγών.

Οι διεθνείς τιμές της ζάχαρης έχουν μεγάλη βαρύτητα και είναι εξαιρετικά ευμετάβλητες, ακολουθώντας απρόβλεπτη πορεία. Μετά τις ιστορικές μέγιστες τιμές του 1974 και του 1981, κατά τη δεκαετία του '90 οι μηνιαίες διεθνείς τιμές για την ακατέργαστη ζάχαρη διακυμάνθηκαν μεταξύ 280 ευρώ ανά τόνο τον Μάρτιο του 1990 και 110 ευρώ ανά τόνο τον Απρίλιο του 1999. Από το 1995, οι τιμές εμφανίζουν πτωτική τάση. Αυτό εξηγείται κυρίως με βάση το συνολικό πλεόνασμα της παραγωγής έναντι της κατανάλωσης, όπως μετρείται με την αύξηση του συντελεστή αποθεμάτων έναντι χρήσης. Από το χαμηλό τους σημείο το 1999/2000, λόγω ελλείμματος της παραγωγής σε διάφορους βασικούς προμηθευτές, οι τιμές βελτιώθηκαν κατά το έτος εμπορίας 2000/01, φτάνοντας σε μέσο όρο 240 ευρώ ανά τόνο. Μέχρι το επόμενο έτος, είχαν υποχωρήσει πάλι σε 180 ευρώ ανά τόνο. Ο μέσος όρος για το πρώτο τρίμηνο του 2003 είναι ακόμη χαμηλότερος. έπεσε στα 170 ευρώ ανά τόνο.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι βάσει των οποίων μπορεί να εξηγηθεί η αστάθεια των τιμών. Οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι σε θέση να αυξήσουν ή να μειώσουν την αστάθεια της τιμής της ζάχαρης για ένα συγκεκριμένο νόμισμα. Η σταθερή αύξηση της κατανάλωσης είναι βασική κινητήριος δύναμη στην αγορά της ζάχαρης, αλλά δεν εκφράζεται κατ' ανάγκη με σταθερή ζήτηση για εισαγωγές. Η αύξηση της κατανάλωσης είναι πολύ εντονότερη στις αναπτυσσόμενες χώρες, απ' ό,τι σε άλλες, οι δε εισαγωγές ζάχαρης εξαρτώνται από μακροοικονομικούς παράγοντες. Η παραγωγή δεν ανταποκρίνεται με ιδιαίτερη ταχύτητα στις αλλαγές των τιμών στην παγκόσμια αγορά, λόγω των προστατευμένων εσωτερικών τιμών σε πολλές χώρες, της πολυετούς φύσης του ζαχαροκάλαμου, το οποίο αντιπροσωπεύει το 75% των συνολικών εκτάσεων για παραγωγή ζάχαρης, και του μακροπρόθεσμου ορίζοντα για τις επενδύσεις στη μεταποίηση ζάχαρης. Αντιθέτως, η προσφορά επηρεάζεται ιδιαίτερα από τον καιρό και οι αναθεωρήσεις των προβλέψεων παραγωγής συχνά επιφέρουν σημαντικές προσαρμογές στις διεθνείς τιμές. Εξάλλου, οι εξαγωγές ζάχαρης είναι συγκεντρωμένες σε περιορισμένο αριθμό χωρών, οι οποίες είναι επίσης οι κυριότεροι παραγωγοί. Η Βραζιλία, η ΕΕ των 15, η Αυστραλία, η Ταϊλάνδη και η Κούβα φθάνουν στο 70% των παγκόσμιων εξαγωγών. Τέλος, τόσο η προσφορά, όσο και η ζήτηση επηρεάζονται από τα διάφορα μέσα πολιτικής που χρησιμοποιούνται από τις κυβερνήσεις.

Εντός της ΕΕ των 15, ο τομέας της ζάχαρης επωφελείται από ένα σύστημα που συνδυάζει προστασία στα σύνορα, έλεγχο της προσφοράς και τιμές στήριξης. Η τιμή παρέμβασης για τη ζάχαρη βρίσκεται επί του παρόντος στα 631,9 ευρώ ανά τόνο ραφιναρισμένης ζάχαρης ή 523,7 ευρώ ανά τόνο ακατέργαστης ζάχαρης. Σε σύγκριση με τις διεθνείς τιμές αναφοράς για τα τελευταία έτη, η τιμή στην κοινοτική αγορά ήταν δύο έως τρεις φορές υψηλότερη.

Λόγω της αστάθειας, είναι δύσκολο να γίνει αξιόπιστη πρόβλεψη για τις διεθνείς τιμές της ζάχαρης. Διάφοροι αναλυτές εκτιμούν ότι οι τιμές θα παραμείνουν σε πτωτική τάση βραχυπρόθεσμα (έτος εμπορίας 2003/04) και μεσοπρόθεσμα. Στη γεωργική επιθεώρησή του για το 2003, ο ΟΟΣΑ προβλέπει τιμή 170 ευρώ ανά τόνο το 2008/09 για την ακατέργαστη ζάχαρη. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο για την περίοδο αναφοράς (1997/98 έως 2001/02), η τιμή αυτή αντιστοιχεί σε πτώση κατά 13%. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αυτό το προβλεπόμενο χαμηλό επίπεδο οφείλεται κυρίως σε "αυξανόμενη προσφορά και εξαγωγές ζάχαρης από παραγωγούς με χαμηλό κόστος, καθώς και συνεχιζόμενη υψηλή στήριξη και προστασία σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ". Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθεί με ελαφρά ταχύτερο ρυθμό από την προσφορά, το δε μεγαλύτερο μέρος της αύξησης θα σημειωθεί σε χώρες εκτός του ΟΟΣΑ. Παρ' όλα ταύτα, το βάρος των αποθεμάτων αναμένεται να διατηρήσει τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα μεσοπρόθεσμα.

3. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ

3.1. Γενικές εκτιμήσεις

Κατά την εκτίμηση των αναγκών για μεταρρύθμιση στους τομείς του καπνού, του ελαιολάδου και του βάμβακος, η Επιτροπή προσέφυγε στα ακόλουθα στοιχεία:

- το σαφές αίτημα του Συμβουλίου για μεταρρύθμιση των σχετικών τομέων, "με βάση τους στόχους και την προσέγγιση της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ του 2003".

- τις ομοιότητες μεταξύ των τομέων, από την άποψη ορισμένων διαρθρωτικών χαρακτηριστικών και χαρακτηριστικών παραγωγής, όπως και των πολιτικών τους, που τους καθιστούν κατάλληλους για να εφαρμοστεί η προσέγγιση της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003.

- τα ειδικά χαρακτηριστικά του κάθε τομέα, ιδίως τον κίνδυνο διακοπής της παραγωγής και εγκατάλειψης των ελαιώνων και την ανάγκη να βελτιωθεί η αειφορία και η ανταγωνιστικότητα των αγροτικών οικονομιών.

Η Επιτροπή πιστεύει ότι μια μεταρρύθμιση βασισμένη στους στόχους της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003, δηλαδή στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, τον καλύτερο προσανατολισμό προς την αγορά, τον μεγαλύτερο σεβασμό για το περιβάλλον, τη σταθεροποίηση των εισοδημάτων και μεγαλύτερη μέριμνα για την κατάσταση των παραγωγών στις μειονεκτούσες περιοχές, θα πρέπει να αποσκοπεί στην επίτευξη των ακόλουθων στόχων:

* στη θέσπιση μακροπρόθεσμων προοπτικών για τους τομείς αυτούς, σύμφωνα με τον παρόντα δημοσιονομικό τους φάκελο, το ανώτατο όριο του τομέα 1 των σημερινών δημοσιονομικών προοπτικών και το νέο πλαίσιο γεωργικών δαπανών, που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών, τον Οκτώβριο του 2002.

* στην προώθηση των στόχων και της προσέγγισης της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003, και συγκεκριμένα στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, τον καλύτερο προσανατολισμό προς την αγορά, τον μεγαλύτερο σεβασμό για το περιβάλλον, τη σταθεροποίηση των εισοδημάτων και μεγαλύτερη μέριμνα για την κατάσταση των παραγωγών στις μειονεκτούσες περιοχές.

* στην προτεραιότητα που θα δίδεται στο εισόδημα του παραγωγού, και όχι στη στήριξη των προϊόντων, μέσω της μεταφοράς σημαντικού μέρους των σημερινών άμεσων ενισχύσεων που συνδέονται με την παραγωγή προς το σύστημα ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση, από την 1η Ιανουαρίου 2005.

* στην εξάρτηση των εν λόγω ενισχύσεων, όπως ισχύει για όλες τις άμεσες ενισχύσεις της ΚΓΠ, από την τήρηση των προτύπων όσον αφορά το περιβάλλον και την ασφάλεια των τροφίμων, τα οποία έχουν θεσπιστεί από την ΕΕ, μέσω πολλαπλής συμμόρφωσης, καθώς και των κανόνων που αφορούν την καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση, όπως και από τους μηχανισμούς διαφοροποίησης και δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Οι παραγωγοί στους τομείς του καπνού και του ελαιολάδου ήδη λαμβάνουν ενίσχυση συνδεόμενη με το επίπεδο της παραγωγής, στο πλαίσιο των Μέγιστων Εγγυημένων Ποσοτήτων. Στον τομέα του βάμβακος, η ενίσχυση ανά τόνο σύσπορου βάμβακος, επίσης στο πλαίσιο Μέγιστης Εγγυημένης Ποσότητας, υπολογίζεται με βάση τη διαφορά μεταξύ της κοινοτικής "τιμής στόχου" και της διεθνούς τιμής, και χορηγείται στον εκκοκκιστή, ο οποίος καταβάλλει ελάχιστη τιμή στον παραγωγό.

Έχοντας κατά νουν ότι δεν θεωρείται αναγκαίο να γίνουν περικοπές τιμών και ότι ήδη υπάρχουν άμεσες ενισχύσεις στους εξεταζόμενους τρεις τομείς, η Επιτροπή κρίνει ότι η μεταφορά των εν λόγω ενισχύσεων στο σύστημα ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση δεν πρόκειται να παρουσιάσει σοβαρές δυσκολίες.

Ωστόσο, και οι τρεις τομείς εμφανίζουν τάση συγκέντρωσης της παραγωγής τους σε περιφέρειες οι οποίες υστερούν αισθητά στην οικονομική τους ανάπτυξη, και όλοι χαρακτηρίζονται από ένταση εισροών, από άποψη εργασίας ή κεφαλαίου, δημιουργούν δε σημαντικές θέσεις απασχόλησης εκτός της γεωργικής εκμετάλλευσης, με τις σημαντικές συναφείς μεταποιητικές βιομηχανίες.

Αυτό ακριβώς το γεγονός παρακίνησε την Επιτροπή, στο πλαίσιο της προσέγγισης που ακολουθήθηκε στη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003, να δώσει προσοχή στις ενδεχόμενες επιπτώσεις της αποσύνδεσης από την παραγωγή σε αυτούς τους σημαντικούς τομείς για τις περιφέρειες, και ιδίως στον κίνδυνο εγκατάλειψης της παραγωγής και στην ανταγωνιστικότητα των αγροτικών περιοχών, στην οποία κατά παράδοση είναι συγκεντρωμένη η παραγωγή τους. Σύμφωνα με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003, οι άκρως απόκεντρες περιφέρειες και τα νησιά του Αιγαίου θα τύχουν ειδικής μεταχείρισης όσον αφορά τη στήριξη της παραγωγής. Οι άμεσες ενισχύσεις στις περιφέρειες αυτές δεν θα ενσωματωθούν στην ενιαία ενίσχυση ανά εκμετάλλευση.

3.2. Καπνός

Το κυριότερο συμπέρασμα της Επιτροπής, από την Εκτεταμένη Εκτίμηση των Επιπτώσεων για τον τομέα του καπνού, ήταν το εξής: η πλέον βιώσιμη πολιτική για τον τομέα του καπνού στο μέλλον θα ήταν η βαθμιαία αποσύνδεση της ισχύουσας πριμοδότησης για τον καπνό από την παραγωγή, συνοδευόμενη από τη σταδιακή κατάργηση του Ταμείου Καπνού και τη δημιουργία, στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα της ΚΓΠ, συνολικού δημοσιονομικού κονδυλίου για την αναδιάρθρωση των καπνοπαραγωγών περιοχών. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, οι ποσοστώσεις για τον καπνό θα χρειαστεί να διατηρηθούν ως μέσο για να καθοριστεί το κονδύλιο για εκείνο το μέρος της πριμοδότησης για τον καπνό που δεν έχει ακόμη αποσυνδεθεί από την παραγωγή. Συνεπώς, κατά τη μεταβατική περίοδο, για οποιοδήποτε τμήμα της παραγωγής που βρίσκεται εκτός ποσόστωσης δεν θα καταβάλλεται η αντίστοιχη συνδεόμενη με την παραγωγή πριμοδότηση, που απομένει να καταβληθεί. Κατά το τέλος αυτής της διαδικασίας, δεν θα ισχύει πλέον η σημερινή κοινή οργάνωση αγοράς του καπνού.

Με την επιλογή αυτή διαπιστώθηκε ότι εξισορροπούνται επαρκώς, αφενός, η ανάγκη να κοπεί ο δεσμός μεταξύ της στήριξης των εισοδημάτων των μεμονωμένων παραγωγών και, αφετέρου, της καλλιέργειας καπνού, με ταυτόχρονη παροχή χρηματοδότησης για τον επαναπροσανατολισμό του τομέα προς εναλλακτικές πηγές εισοδήματος. Επιπλέον, αφού επί του παρόντος χρειάζεται περίπου ένα τρίτο της σημερινής πριμοδότησης για τον καπνό για να καλυφθεί το μεταβλητό κόστος παραγωγής, προτιμήθηκε η προοδευτική εφαρμογή της μεταρρύθμισης, ώστε να αποφευχθεί η αναστάτωση της παραγωγής και των τοπικών οικονομιών και να μπορέσει να προσαρμοστεί η τιμή της αγοράς στις νέες συνθήκες. Η εφαρμογή αυτή θα έχει τριετή διάρκεια.

Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση θα αρχίσει με τη μεταφορά ολόκληρης ή μέρους της παρούσας πριμοδότησης για τον καπνό σε δικαιώματα για καταβολή της ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση. Ενώ, όπως φαίνεται στον πίνακα 1, η εν λόγω μεταφορά θα είναι πλήρης για τους πρώτους 3,5 τόνους που παράγει ο κάθε παραγωγός, για το επόμενο τμήμα της παραγωγής μεταξύ 3,5 τόνων έως και 10 τόνων, θα ενσωματωθεί στην ενιαία ενίσχυση ανά εκμετάλλευση μόνον το 80% της σημερινής πριμοδότησης για τον καπνό. Το υπόλοιπο 20% θα τροφοδοτήσει το προτεινόμενο συνολικό κονδύλιο για την αναδιάρθρωση.

Πίνακας 1 - Σύνοψη της πρότασης μεταρρύθμισης για τον καπνό

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Κατά την εφαρμογή της μεταρρύθμισης για τις μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις καπνοκαλλιέργειας, η παρούσα πριμοδότηση για τον καπνό, που αντιστοιχεί στο τμήμα της παραγωγής άνω των 10 τόνων, θα μειώνεται κατά ένα τρίτο σε κάθε ετήσιο στάδιο. Προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν σοβαρές μεταβολές του εισοδήματος σε επίπεδο γεωργικής εκμετάλλευσης, το ένα τρίτο της πριμοδότησης για τον καπνό αυτού του τμήματος της παραγωγής θα μετατρέπεται σε δικαιώματα για καταβολή της ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση, το δε υπόλοιπο θα μεταφέρεται στο συνολικό κονδύλιο αναδιάρθρωσης.

Ο καθορισμός των συντελεστών μεταφοράς στο κονδύλιο αναδιάρθρωσης έγινε με γνώμονα τη μέριμνα για ισότητα και αποτελεσματικότητα. Το εν λόγω κονδύλιο θα χρησιμοποιηθεί με σκοπό να επιταχυνθεί η διαδικασία μεταστροφής σε άλλες καλλιέργειες στις καπνοπαραγωγούς περιφέρειες. Με το κονδύλιο αναδιάρθρωσης, η χρηματοδότηση θα διοχετευθεί στα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης, που προβλέπονται στον κανονισμό για την αγροτική ανάπτυξη (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου). Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν περισσότεροι δικαιούχοι, περισσότερα μέτρα, είτε ακόμη και αυξημένο ύψος της ενίσχυσης για υφιστάμενα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης.

Με πλήρη εφαρμογή, με την παρούσα διαδικασία μεταρρύθμισης θα αναδιανεμηθεί περισσότερο από το 70% της τωρινής πριμοδότησης για τον καπνό στην ενιαία ενίσχυση ανά εκμετάλλευση και τουλάχιστον το 20% στο κονδύλιο αναδιάρθρωσης. Η εν λόγω αναδιανομή θα αντιστοιχεί σε χορήγηση, κατά μέσο όρο, 6 900 ευρώ ανά Μονάδα Ετήσιας Εργασίας (ΜΕΕ) ανά οικογένεια, μέσω της ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση.

Με τη βαθμιαία εφαρμογή, μπορεί να αναμένεται ότι η μεταρρύθμιση θα έχει ως αποτέλεσμα καλύτερο προσανατολισμό προς την αγορά και αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών, επιπλέον του θετικού αντικτύπου στην εξέλιξη του εισοδήματος των παραγωγών, χάρη στην αυξημένη αποτελεσματικότητα της καταβολής των αποσυνδεδεμένων από την παραγωγή ενισχύσεων, ιδίως για τις μικρές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες θα λαμβάνουν ενωρίτερα μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους ως ενιαία ενίσχυση ανά εκμετάλλευση.

Κατά την τριετή περίοδο σταδιακής κατάργησης του παρόντος καθεστώτος για τον καπνό, θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται το Ταμείο Καπνού για την υποστήριξη ενημερωτικών εκστρατειών κατά του καπνίσματος. Η Επιτροπή έχει αναλάβει δέσμευση να εξακολουθήσει να υποστηρίζει αντικαπνιστικές δραστηριότητες, παρ' όλη τη μειούμενη επιδότηση κατά την περίοδο αυτή.

Βραχυπρόθεσμα, αναμένεται να παύσει η καλλιέργεια λιγότερο επικερδών ποικιλιών καπνού στην ΕΕ. Εξάλλου, η μεταφορά της σημερινής πριμοδότησης για τον καπνό στην ενιαία ενίσχυση ανά εκμετάλλευση αναμφίβολα θα ενθαρρύνει τους παραγωγούς, οι οποίοι σήμερα δεν καλύπτουν το μεταβλητό κόστος της παραγωγής τους ή οι οποίοι θα μπορούσαν να στρέψουν την παραγωγή τους σε καλλιέργειες που αποφέρουν υψηλότερο εισόδημα ανά εκτάριο, να μεταστραφούν σε άλλη χρήση της γης βραχυπρόθεσμα.

Προβλέπεται ότι, με την επακόλουθη κάμψη της παραγωγής, η κοινοτική παραγωγή καπνού θα συγκεντρωθεί σε μεγαλύτερες και περισσότερο επαγγελματικές εκμεταλλεύσεις καπνοκαλλιέργειας, με γνώμονα τη ζήτηση ή/και την ποιότητα, σε κοινοτική τιμή, που θα ευθυγραμμισθεί με τα παγκόσμια επίπεδα τιμών, ανάλογα με τις παραγόμενες ποικιλίες.

Επενεργώντας μαζί με τη βαθμιαία εισαγωγή της ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση μεταξύ των καπνοκαλλιεργητών, το συνολικό κονδύλιο αναδιάρθρωσης πρόκειται να προωθήσει περαιτέρω τη μετατόπιση της παραγωγής προς εκμεταλλεύσεις με ορθολογικότερη δομή, με αποτέλεσμα τη βελτίωση του ποσοστού μεταφοράς εισοδήματος σε εκμεταλλεύσεις καπνοκαλλιέργειας, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, και την ενθάρρυνση των ανακατατάξεων εντός της τοπικής αγοράς εργασίας στις καπνοπαραγωγούς περιοχές.

3.3. Ελαιόλαδο

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι μακροπρόθεσμες ανάγκες του κοινοτικού τομέα του ελαιολάδου εξυπηρετούνται καλύτερα με μεταρρύθμιση, βασισμένη στους προσανατολισμούς που δόθηκαν από το Συμβούλιο κατά τη στιγμή της συμφωνίας για τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, τον Ιούνιο του 2003.

Προτείνεται να μετατραπούν οι ισχύουσες συνδεόμενες με την παραγωγή ενισχύσεις στον τομέα του ελαιολάδου σε άμεση εισοδηματική στήριξη, μέσω της δημιουργίας νέων δικαιωμάτων για καταβολή στους αγρότες της ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση, επιπλέον εκείνων που πηγάζουν από τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003. Η συμπερίληψη του τομέα του ελαιολάδου στο σύστημα ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση αποφέρει τρία κύρια οφέλη.

Πρώτον, στο πλαίσιο του συστήματος ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση, είναι αναμενόμενο ότι ο τομέας του ελαιολάδου θα επιτύχει καλύτερο προσανατολισμό προς την αγορά και αυξημένη ανταγωνιστικότητα. Αν και ο τομέας του ελαιολάδου έχει ήδη αναπτύξει θετική εμπορική δυναμική και έχει καταβάλει συνειδητές προσπάθειες να διατηρήσει επαφή με τις τάσεις της κατανάλωσης, μέσω της Στρατηγικής του για την Ποιότητα, οι προκλήσεις του μέλλοντος, σε περίπτωση που τα επίπεδα της παγκόσμιας παραγωγής υπερβούν την κατανάλωση, μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνον από έναν τομέα ο οποίος ανταποκρίνεται ταχέως στις τάσεις των απαιτήσεων της παγκόσμιας αγοράς.

Δεύτερον, η υιοθέτηση του συστήματος ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση καταλήγει σε σταθερότερο εισόδημα για τους αγρότες, χάρη σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της καταβολής της ενίσχυσης, και έτσι οι ελαιοπαραγωγές περιφέρειες που έχουν χαμηλές εισροές είναι σε θέση να διατηρήσουν το συνολικό τους επίπεδο εισοδηματικής στήριξης.

Τέλος, ο τομέας του ελαιολάδου έχει ήδη θετική εικόνα, η οποία συνδέεται με τη διαφάνεια, την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και τα οφέλη που προσφέρει στην κοινωνία όσον αφορά το περιβάλλον και το τοπίο, και η οποία θα ενισχυθεί με τη συμπερίληψή του σε έναν κοινοτικό γεωργικό τομέα που κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Τυχόν τάσεις στο πλαίσιο του τομέα του ελαιολάδου, οι οποίες όπως υποστηρίζεται οδηγούν σε αμαύρωση της θετικής του εικόνας, ιδίως σε περιβαλλοντικά ζητήματα, θα γίνουν εμφανέστερες στο πλαίσιο των προτεινομένων μεταρρυθμίσεων.

Παρ' όλα ταύτα, η Επιτροπή κρίνει ότι η πλήρης μετατροπή των σημερινών συνδεόμενων με την παραγωγή ενισχύσεων στον τομέα του ελαιολάδου σε ενιαία ενίσχυση ανά εκμετάλλευση θα μπορούσε να προξενήσει προβλήματα σε ορισμένες παραδοσιακές παραγωγούς περιφέρειες της ΕΕ και σε ελαιώνες με χαμηλή παραγωγή. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να διακοπεί σε ευρεία κλίμακα η φροντίδα των ελαιοδένδρων σε αυτές τις περιπτώσεις, γεγονός το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε να καταλήξει σε υποβάθμιση της κάλυψης της γης και του τοπίου ή σε αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις. Το πρόβλημα αυτό είναι οξύτερο εκεί όπου οι εν λόγω περιοχές εμφανίζουν υψηλό βαθμό εξάρτησης από τον τομέα του ελαιολάδου στις τοπικές τους οικονομίες.

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια πρόταση μεταρρύθμισης, η οποία θα έκοβε τελείως τον δεσμό μεταξύ ενισχύσεων στήριξης και ελαιοδένδρων, από την άποψη της διατήρησης των υφισταμένων ελαιώνων σε ευαίσθητες περιοχές, ενδεχομένως δεν θα ανταποκρινόταν στις ανησυχίες, που εκφράστηκαν από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο, όσον αφορά τον κίνδυνο εγκατάλειψης της παραγωγής και την ανάγκη να προσφέρεται βιωσιμότητα των αγροτικών οικονομιών.

Συνεπώς, η Επιτροπή προτείνει να μετατραπεί το 60% των συνδεόμενων με την παραγωγή ενισχύσεων στον τομέα του ελαιολάδου, για την περίοδο αναφοράς, σε δικαιώματα για καταβολή της ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση, για εκμεταλλεύσεις μεγαλύτερες των 0,3 εκταρίων. Για να απλουστευθεί η εφαρμογή της πολιτικής αυτής, για τις μικρότερες εκμεταλλεύσεις θα αποσυνδεθούν πλήρως οι ενισχύσεις τους από την παραγωγή.

Τα κράτη μέλη θα διατηρήσουν, ως εθνικά δημοσιονομικά κονδύλια, το 40% των ενισχύσεων στον τομέα του ελαιολάδου, για την περίοδο αναφοράς, με σκοπό να χορηγούν στους παραγωγούς συμπληρωματική ενίσχυση για τους ελαιώνες, υπολογιζόμενη με βάση το εκτάριο ή το ελαιόδεντρο. Η ενίσχυση αυτή δεν συνδέεται με την παραγωγή, αλλά προορίζεται για τη φροντίδα των ελαιοδένδρων, τη συντήρηση του εδάφους και του περιβάλλοντος, λαμβανομένων ταυτοχρόνως υπόψη των τοπικών παραδόσεων και του πολιτισμού. Σκοπός αυτής της συμπληρωματικής ενίσχυσης είναι να εξασφαλιστεί η διατήρηση των ελαιοδέντρων σε απομακρυσμένες περιοχές ή σε ελαιώνες με χαμηλή παραγωγή, με τη σημαντική συνεισφορά στο κόστος για τη φροντίδα των ελαιώνων στις περιοχές αυτές. Τα κράτη μέλη θα εντοπίσουν τις ζώνες αυτές, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια αειφόρου ανάπτυξης, εντός κοινού κοινοτικού πλαισίου. Μεταξύ των κριτηρίων πρέπει να συγκαταλέγονται η διατήρηση του τοπίου και η ανταπόκριση σε περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς προβληματισμούς.

Ο υπολογισμός των εκταρίων αναφοράς για την ενιαία ενίσχυση ανά εκμετάλλευση, καθώς και των εκτάσεων ή του αριθμού των δένδρων για τις ενισχύσεις στους ελαιώνες, θα βασίζεται σε δεδομένα του συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών (ΣΓΠ), συμβατά με το ΟΣΔΕ. Οι εκτάσεις με ελαιόδεντρα φυτευμένα μετά την 1η Μαΐου 1998, εκτός από εκείνα που περιλαμβάνονται σε εγκεκριμένα προγράμματα νέας φύτευσης, θα αποκλειστούν από τα συστήματα ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση και ενίσχυσης για τους ελαιώνες.

Όσον αφορά την πολιτική της αγοράς του ελαιολάδου, η Επιτροπή προτείνει να διατηρηθούν άθικτα τα υφιστάμενα μέτρα ιδιωτικής αποθεματοποίησης, ως μηχανισμός δικτύου ασφαλείας, αλλά να καταργηθούν οι επιστροφές που αφορούν τόσο τις εξαγωγές, όσο και την παρασκευή ορισμένων κονσερβών, οι οποίες δεν εξυπηρετούν πλέον κανέναν σκοπό.

Τέλος, σχετικά με τη Στρατηγική Ποιότητας για το Ελαιόλαδο, η Επιτροπή προτείνει να ενισχυθούν τα ισχύοντα μέτρα ποιότητας και ιχνηλασιμότητας, ώστε να υποστηριχτεί ο τομέας κατά τη διάρκεια της προσαρμογής στις εξελισσόμενες συνθήκες της αγοράς. Πρέπει να διευρυνθούν οι δραστηριότητες που είναι επιλέξιμες για στήριξη, προκειμένου να συμπεριληφθεί η παρακολούθηση της ποιότητας του ελαιολάδου με πολυετή προγράμματα και να ενισχυθούν οι δραστηριότητες σε εθνικό, κοινοτικό και διεθνές επίπεδο. Η απαραίτητη επιπρόσθετη χρηματοδότηση θα προέλθει από τα εθνικά δημοσιονομικά κονδύλια των κρατών μελών για την ενίσχυση στους ελαιώνες.

Ως προς τις πλευρές που αφορούν τον έλεγχο, προτείνεται να καταργηθεί, από την 1η Νοεμβρίου 2005, η χρηματοδότηση των σημερινών οργανισμών ελέγχου στον τομέα του ελαιολάδου. Ο έλεγχος της νέας ενίσχυσης βάσει της έκτασης θα πραγματοποιείται μέσω του ΟΣΔΕ, με την υποστήριξη του ΣΓΠ. Για λόγους απλούστευσης, η ενίσχυση για τους ελαιώνες δεν θα χορηγείται κάτω από το επίπεδο των 50 ευρώ ανά αίτηση. Όσον αφορά τα μέτρα για την ποιότητα, θα ενισχυθεί ο έλεγχος των προγραμμάτων για τη δραστηριότητα αυτή μέσω, μεταξύ άλλων, νέων υποχρεώσεων αξιολόγησης και ελέγχου.

Προκειμένου να επιβληθεί το σύστημα ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση από την 1η Ιανουαρίου 2005, προτείνεται να εφαρμοστεί η μεταρρύθμιση για τον τομέα του ελαιολάδου από την 1η Νοεμβρίου 2004.

3.4. Βαμβάκι

Η Επιτροπή έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, εάν ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες, τα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη μιας μεταρρύθμισης στον κοινοτικό τομέα του βάμβακος, με βάση την προσέγγιση της μεταρρύθμισης του Ιουνίου 2003, υπερτερούν κατά πολύ των μειονεκτημάτων.

Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή προτείνει να μεταφερθεί το μέρος των δαπανών του ΕΓΤΠΕ για το βαμβάκι, το οποίο προοριζόταν για στήριξη των παραγωγών κατά την περίοδο αναφοράς, στη χρηματοδότηση των δύο μέτρων εισοδηματικής στήριξης των παραγωγών, που είναι το σύστημα ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση και μια νέα ενίσχυση παραγωγής, που χορηγείται ως ενίσχυση βάσει της έκτασης. Όσον αφορά τη δεύτερη, η Επιτροπή κρίνει ότι η εν λόγω συνδεόμενη με την παραγωγή ενίσχυση ανταποκρίνεται επίσης στον στόχο των Πρωτοκόλλων περί του βάμβακος των Πράξεων Προσχώρησης της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, ο οποίος είναι η υποστήριξη της παραγωγής βάμβακος στις σχετικές περιφέρειες.

Προτείνεται να μεταφερθεί το 60% αυτών των δαπανών στήριξης των παραγωγών, ανά κράτος μέλος, στο σύστημα ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση, υπό τη μορφή νέων δικαιωμάτων. Με τον τρόπο αυτόν, μπορούν να αναμένονται βελτιώσεις όσον αφορά τον βαθμό ανταπόκρισης των βαμβακοπαραγωγών στις μελλοντικές εξελίξεις και απαιτήσεις της αγοράς. Η συμπερίληψη του τομέα του βάμβακος στο σύστημα ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση θα προσφέρει επίσης στους βαμβακοπαραγωγούς τα οφέλη σταθερότερων εισοδημάτων για τον παραγωγό.

Στο πλαίσιο της αντιφατικής σχέσης μεταξύ του τομέα του βάμβακος και του περιβάλλοντος, που υποβαθμίζεται, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η προσέγγιση της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003 προσφέρει λογική συνέχεια και διαφάνεια όσον αφορά την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που καλύπτει τα πρότυπα παραγωγής. Έχοντας ως δεδομένο τις νέες συμφωνηθείσες ρυθμίσεις πολλαπλής συμμόρφωσης για όλες τις δαπάνες της ΚΓΠ, η είσοδος στο σύστημα ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση θα δώσει τη δυνατότητα στους βαμβακοπαραγωγούς να επωφεληθούν από τα ίδια δικαιώματα όπως και οι άλλοι αγρότες, από την άποψη της ελευθερίας να καταστήσουν την παραγωγή τους εντατικότερη, να τη διαφοροποιήσουν ή να στραφούν σε άλλη παραγωγή.

Τέλος, η Επιτροπή πιστεύει ότι, επιπλέον της σημαντικής μείωσης των επιδοτήσεων που στρεβλώνουν το εμπόριο, οι οποίες ήδη προτάθηκαν από την ΕΕ στην Ημερήσια Διάταξη της Ντόχα για την Ανάπτυξη, η εν λόγω μεταρρύθμιση θα μπορούσε να βοηθήσει ώστε να αμβλυνθεί το μάλλον πολύπλοκο πρόβλημα του επιπέδου της τιμής στη διεθνή αγορά, με τη μετατόπιση της στήριξης από τον παρόντα μηχανισμό "αντισταθμιστικής πληρωμής" προς έναν συνδυασμό μέτρων της "γαλάζιας" και της "πράσινης δέσμης".

Παρ' όλα ταύτα, ενόψει του υπολογίσιμου κινδύνου αναστάτωσης της παραγωγής, η Επιτροπή προτείνει να διατηρήσουν τα κράτη μέλη, ως εθνικά δημοσιονομικά κονδύλια, το 40% των δαπανών στήριξης των παραγωγών, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, με σκοπό να χορηγούν στους παραγωγούς τη νέα ενίσχυση βάσει της έκτασης ανά εκτάριο βάμβακος, σε ζώνες κατάλληλες για την καλλιέργεια αυτή.

Το επίπεδο της νέας ενίσχυσης βάσει της έκτασης έχει καθοριστεί ούτως ώστε να μπορέσει να συνεχιστεί η βαμβακοπαραγωγή, σε μικρότερη έκταση απ' ό,τι σήμερα, με ακαθάριστα περιθώρια κέρδους παραπλήσια με εκείνα των ανταγωνιστικών καλλιεργειών. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα από την υποβολή τόσο της ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση, όσο και της ενίσχυσης βάσει της έκτασης, σε εφαρμογή κριτηρίων πολλαπλής συμμόρφωσης, θα καταλήξει σε βαμβακοπαραγωγή με περισσότερο σεβασμό για το περιβάλλον, κατά εισοδηματικά ουδέτερο τρόπο.

Η νέα ενίσχυση βάσει της έκτασης υπόκειται σε μέγιστο όριο εκτάσεων 425 360 εκταρίων (340 000 εκτάρια στην Ελλάδα, 85 000 εκτάρια στην Ισπανία και 360 εκτάρια στην Πορτογαλία). Το μέγιστο όριο εκτάσεων έχει καθοριστεί σύμφωνα με τα ποσοστά των προηγουμένων εξελίξεων στις εκτάσεις βαμβακοκαλλιέργειας και αντιστοιχεί σε εκτάσεις κατά 11% μικρότερες, κατά την περίοδο αναφοράς για την Ελλάδα και 5% για την Ισπανία. Το επίπεδο της ενίσχυσης βάσει της έκτασης θα μειώνεται ανάλογα, σε περίπτωση που οι αιτήσεις για ενίσχυση υπερβαίνουν το μέγιστο όριο εκτάσεων για ένα κράτος μέλος.

Η ενίσχυση βάσει της έκτασης θα χορηγείται βάσει ειδικών κριτηρίων, σχετικών με τη συμμετοχή των παραγωγών σε διεπαγγελματικές οργανώσεις. Κάθε διεπαγγελματική οργάνωση θα εγκρίνεται από τα κράτη μέλη, θα καλύπτει έκταση τουλάχιστον 20 000 εκταρίων, όπου είναι δυνατόν, και θα υπόκειται σε ελέγχους, οι οποίοι θα μπορούν να καταλήξουν στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων ή στην απόσυρση της έγκρισης για το σύνολο ή ένα μέρος των εκτάσεων για τις οποίες έχει χορηγηθεί.

Το ήμισυ του συνολικού κονδυλίου των ενισχύσεων βάσει της έκτασης θα μπορεί να διαφοροποιηθεί, σύμφωνα με κλίμακες των διεπαγγελματικών οργανώσεων, αμείβοντας την παράδοση παραγωγής από άποψη ποιότητας και ποσότητας. Οι δραστηριότητες κάθε διεπαγγελματικής οργάνωσης θα χρηματοδοτούνται από τα μέλη της και με κοινοτική επιχορήγηση ύψους 10 ευρώ ανά εκτάριο. Η συνολική στήριξη αναμένεται να ανέλθει σε περίπου 4,5 εκατ. ευρώ, τα οποία θα συμπεριληφθούν στα εθνικά δημοσιονομικά κονδύλια των κρατών μελών.

Το υπόλοιπο μεταξύ των συνολικών δαπανών για την αγορά του βάμβακος και των δύο μέτρων εισοδηματικής στήριξης των παραγωγών, ύψους περίπου 100 εκατ. ευρώ, θα συμπεριληφθεί σε κονδύλιο για την αναδιάρθρωση των περιοχών βαμβακοκαλλιέργειας. Το ποσό αυτό θα μοιραστεί μεταξύ των κρατών μελών, ανάλογα με τη μέση έκταση που είναι επιλέξιμη για ενίσχυση κατά την περίοδο αναφοράς. Το εν λόγω κονδύλιο θα αποτελέσει συμπληρωματικό χρηματοδοτικό μέσο, στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα της ΚΓΠ, και θα χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση μέτρων αγροτικής ανάπτυξης, που προβλέπονται στον κανονισμό για την αγροτική ανάπτυξη (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου). Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν περισσότεροι δικαιούχοι, περισσότερα μέτρα, είτε ακόμη και αυξημένο ύψος της ενίσχυσης για υφιστάμενα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης.

3.5. Ζάχαρη

Κατόπιν της εισαγωγής ποσοστώσεων παραγωγής στα κράτη μέλη, η κοινή οργάνωση αγοράς της ζάχαρης αναπτύχθηκε ακολουθώντας κατ' ουσία διαφορετικές κατευθύνσεις από εκείνους τους άλλους τομείς που έχουν συμπεριληφθεί στη διαδικασία μεταρρύθμισης της ΚΓΠ. Η απόφαση να επιβληθούν ποσοστώσεις για τη ζάχαρη ήταν πολιτική επιλογή, με σκοπό να εξασφαλιστεί εξάπλωση της παραγωγής σε ολόκληρη την Κοινότητα, παρά να ενθαρρύνεται η οικονομική εξειδίκευση στις πλέον ανταγωνιστικές περιφέρειες της ΕΕ.

Αυτή η υψηλή στήριξη της τιμής στο παρόν καθεστώς της ζάχαρης δίδει τη δυνατότητα στους παραγωγούς που βρίσκονται στις λιγότερο ανταγωνιστικές περιφέρειες της ΕΕ, οι οποίοι δεν διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή ζαχαρότευτλων, να καλύπτουν τουλάχιστον το κόστος της παραγωγής τους. Οι τιμές της εσωτερικής αγοράς διατηρήθηκαν μέσω υψηλών τιμών παρέμβασης, μαζί με την αναγκαία προστασία στα σύνορα.

Η πολιτική αυτή έχει αποφέρει ορισμένα πλεονεκτήματα κατά τη διάρκεια των ετών. Πρώτον, έχει εξασφαλιστεί ασφαλής, σταθερή προσφορά ζάχαρης υψηλής ποιότητας στην εσωτερική αγορά, αν και αυτό το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί με άλλους τύπους λιγότερο στρεβλωτικών μηχανισμών και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της καταβολής των ενισχύσεων. Από την άποψη των κοινοτικών παραγωγών, το καθεστώς προσφέρει σταθερότητα σε σχετικά υψηλές τιμές, η οποία με τη σειρά της διατηρεί τα εισοδήματα των παραγωγών. Περαιτέρω, οι κυριότερες χώρες που επωφελούνται από προτιμησιακό καθεστώς πρόσβασης στην αγορά και εξάγουν σήμερα ζάχαρη στην ΕΕ, μάλλον εκφράζουν, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων, την ικανοποίησή τους με ένα καθεστώς που προσφέρει στους δικούς τους οικονομικούς παράγοντες ευνοϊκές τιμές για εμπόριο σταθερών ποσοτήτων. Ωστόσο, για διάφορους λόγους, αυτή η προσέγγιση πολιτικής έχει αρχίσει να υφίσταται αυξανόμενες πιέσεις, τα δε εγγενή μειονεκτήματά της καθίστανται ολοένα και εμφανέστερα.

Η κυριότερη επίκριση για το καθεστώς της ζάχαρης είναι ο ισχυρισμός ότι ενθαρρύνει την παραγωγή σημαντικής ποσότητας ζάχαρης στην ΕΕ σε μη ανταγωνιστικές τιμές. Επομένως, εάν ληφθούν υπόψη οι δεσμεύσεις της ΕΕ για εισαγωγή ζάχαρης, το πλεόνασμα της ζάχαρης στην ΕΕ έναντι των εσωτερικών αναγκών πρέπει να διατεθεί στη διεθνή αγορά, στην επικρατούσα διεθνή τιμή. Με τη χρησιμοποίηση τέτοιων επιχειρημάτων, έχουν διατυπωθεί επικρίσεις για τον εξωτερικό αντίκτυπο του κοινοτικού καθεστώτος για τη ζάχαρη, επειδή δημιουργεί στρέβλωση στο ελεύθερο εμπόριο και εμποδίζει την ανάπτυξη της πρωτογενούς βιομηχανίας σε ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες.

Εντός της ΕΕ, έχει εξασφαλιστεί υψηλή τιμή στους κοινοτικούς παραγωγούς εις βάρος των καταναλωτών και των μεταποιητών. Όχι μόνον η κοινοτική τιμή παρέμβασης βρίσκεται σε επίπεδο πολύ υψηλότερο από την τιμή στην παγκόσμια αγορά, αλλά και η τιμή της κοινοτικής αγοράς έχει παραμείνει σε επίπεδο ανώτερο της τιμής παρέμβασης. Περαιτέρω, αφού βασίζεται σε ποσοστώσεις που έχουν κατανεμηθεί ανά κράτος μέλος, η ΚΟΑ από μόνη της οδηγεί σε χαμηλή ολοκλήρωση της αγοράς και ευνοεί τον κατακερματισμό της αγοράς. Το κίνητρο που προσφέρεται στους παραγωγούς με την τιμή, με αποτέλεσμα να καλλιεργούν ζαχαρότευτλα αυξάνοντας τις αποδόσεις, επικρίνεται από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οποίες εκφράζουν επίσης ανησυχίες όσον αφορά την έλλειψη λογικής συνέπειας μεταξύ της πολιτικής για τη ζάχαρη και των στόχων αειφόρου ανάπτυξης.

Μπορούν να επισημανθούν ορισμένοι μοχλοί αλλαγής στην κοινοτική πολιτική για τη ζάχαρη, σε διάφορα στάδια ανάπτυξης.

Πρώτον, υπάρχει το ζήτημα της λογικής συνέπειας μεταξύ της σημερινής πολιτικής για τη ζάχαρη και των νέων προσανατολισμών για τη γεωργία στην ΕΕ, οι οποίοι υιοθετήθηκαν με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003, που και αυτή βασίστηκε στους στόχους της κοινοτικής Στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει στάθμιση της σπουδαιότητας της κατανομής του παραγωγικού δυναμικού, που σήμερα είναι ενσωματωμένη στο καθεστώς των ποσοστώσεων της ζάχαρης, έναντι της ανάγκης να μετεξελιχθεί ο τομέας της ζάχαρης και να καταστεί ανταγωνιστικότερος και βιωσιμότερος.

Δεύτερον, με τις μονομερείς παραχωρήσεις της ΕΕ όσον αφορά τις εισαγωγές από τις Λιγότερο Ανεπτυγμένες Χώρες μέσω της πρωτοβουλίας "Ο,τιδήποτε εκτός από όπλα" (EBA), καθώς και από τις βαλκανικές χώρες, η κοινοτική αγορά της ζάχαρης ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, ήδη από το 2007. Αυτή η ανισορροπία στην αγορά θα επιφέρει σημαντική αναστάτωση και παρακμή της βιομηχανίας σε πολλά μέρη της ΕΕ.

Τέλος, στη διεθνή σκηνή, οι προσφυγές κατά του κοινοτικού καθεστώτος της ζάχαρης πρέπει να ειδωθούν υπό την οπτική γωνία του διεξαγόμενου Γύρου της Ντόχα για την Ανάπτυξη. Αν και δεν είναι ακόμη γνωστά τα τελικά αποτελέσματα αυτών των πολυμερών διαπραγματεύσεων, τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου περιβάλλοντος της οικονομίας της ζάχαρης στην ΕΕ υπάρχουν ήδη και είναι αρκετά σαφή ώστε να μπορεί να γίνει εκτίμηση των επιπτώσεών τους. Συν τοις άλλοις, ανεξάρτητα από την επιλογή που πρόκειται να εξεταστεί, το καθεστώς εξαγωγών της ΕΕ θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με το αποτέλεσμα της συμφωνίας στο πλαίσιο του διεξαγόμενου Γύρου της Ντόχα στον ΠΟΕ.

Όλες μαζί, αυτές οι εξελίξεις μεταβάλλουν τις συνθήκες που επικρατούσαν, όταν είχε αρχικά επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ των διαφόρων συμφερόντων και προβληματισμών πριν από χρόνια. Η Επιτροπή πιστεύει ότι το σημερινό καθεστώς της ζάχαρης πρέπει τώρα να μελετηθεί προσεκτικά, ώστε να ανανεωθεί μια συμφωνία για αειφόρο και μακροπρόθεσμη κοινοτική πολιτική για τη ζάχαρη. Λαμβάνοντας υπόψη τις μεγάλες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις που απαιτούνται στη βιομηχανία ζάχαρης, η Επιτροπή πιστεύει επίσης ότι τυχόν περαιτέρω καθυστέρηση της απόφασης αυτής θα ήταν εις βάρος του τομέα, είτε στην ΕΕ, είτε στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Οποιαδήποτε επιλογή που καταλήγει σε μείωση της τιμής της εσωτερικής αγοράς θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στις χώρες που επωφελούνται από το Πρωτόκολλο για τη ζάχαρη στο πλαίσιο της Σύμβασης του Κοτονού μεταξύ ΕΕ και ΑΚΕ. Η Επιτροπή θα προβεί σε εκτίμηση των επιπτώσεων της μεταρρύθμισης στις χώρες ΑΚΕ που επωφελούνται από το Πρωτόκολλο για τη ζάχαρη και σε εξαγωγή των κατάλληλων συμπερασμάτων, συνεκτιμώντας τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι σχετικές χώρες.

Η Επιτροπή πρότεινε τρεις πιθανές κατευθύνσεις πολιτικής για το κοινοτικό καθεστώς της ζάχαρης, οι οποίες αναλύονται στην Εκτεταμένη Εκτίμηση των Επιπτώσεων, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων των εσωτερικών και εξωτερικών περιορισμών που βαρύνουν τον τομέα και της διαμάχης που λαμβάνει χώρα επί του παρόντος στον ΠΟΕ. Επιπλέον, αυτές οι επιλογές πολιτικής θα πρέπει να εξεταστούν υπό το φως της κοινοτικής πολιτικής για τα βιοκαύσιμα, η οποία εγκρίθηκε πρόσφατα, και των επιπτώσεων για τις χώρες ΑΚΕ και άλλες τρίτες χώρες.

Ως σενάριο αναφοράς για τις εναλλακτικές επιλογές, η Επιτροπή πρώτα εξέτασε τις συνέπειες της παράτασης του ισχύοντος καθεστώτος πέραν του 2006. Αυτό θα συνίσταται στη διατήρηση της σημερινής κοινής οργάνωσης αγοράς άθικτης, με βάση ευέλικτες ποσοστώσεις και παρέμβαση τιμών. Η αγορά της ΕΕ θα είναι ανοικτή σε ποσότητες εισαγωγών, σύμφωνα με τις διάφορες διεθνείς δεσμεύσεις που έχουν ήδη αναληφθεί ή θα αναληφθούν στο μέλλον. Θα μειωθούν οι δασμοί, οι εσωτερικές τιμές και οι ποσοστώσεις παραγωγής. Για να τεθεί η έκβαση του εν λόγω σεναρίου στο σωστό πλαίσιο, αν και δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά στο τελικό αποτέλεσμα, η Εκτεταμένη Εκτίμηση των Επιπτώσεων ασχολήθηκε επίσης με τον υποθετικό αντίκτυπο τυχόν αιτήματος από πλευράς των χωρών EBA να θέσουν σε εφαρμογή την εν λόγω συμφωνία μέσω οργανωμένου, συμφωνημένου συστήματος για τις παραδόσεις.

Το δεύτερο σενάριο που εξετάσθηκε ήταν αυτό που προβλέπει μείωση της εσωτερικής τιμής της ΕΕ. Μόλις σταθεροποιηθούν τα επίπεδα εισαγωγών και παραγωγής, θα καταργηθούν σταδιακά οι ποσοστώσεις παραγωγής. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η τιμή της εσωτερικής αγοράς αφήνεται να προσαρμοστεί από μόνη της στην τιμή των εν λόγω εισαγωγών. Ωστόσο, ενόψει του γεγονότος ότι η μείωση του επιπέδου της κοινοτικής εσωτερικής τιμής, η οποία διαπιστώθηκε ότι διαμορφώνεται σε τιμή ισορροπίας περίπου 450 ευρώ ανά τόνο, καθιστά την αγορά της ΕΕ λιγότερο ελκυστική για τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες παραγωγής ζάχαρης, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στον αντίκτυπο αυτής της επιλογής πολιτικής στις ροές του παγκόσμιου εμπορίου. Για να αμβλυνθεί ο αντίκτυπος της μείωσης των κοινοτικών τιμών ζάχαρης, στο εν λόγω σενάριο εξετάστηκε επίσης η δυνατότητα να εισαχθεί η ενιαία ενίσχυση ανά εκμετάλλευση στον τομέα της ζάχαρης, σύμφωνα με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003. Τέλος, εκτιμήθηκαν οι επιπτώσεις του σεναρίου αυτού στο εισόδημα που αποκομίζουν από τη ζάχαρη οι χώρες που εξάγουν σήμερα ζάχαρη στην ΕΕ.

Η τρίτη επιλογή για μεταρρύθμιση αντιπροσωπεύει πλήρη απελευθέρωση από το παρόν καθεστώς. Αυτό σημαίνει ότι θα καταργηθεί το κοινοτικό σύστημα στήριξης των εσωτερικών τιμών και θα εγκαταλειφθούν οι ποσοστώσεις παραγωγής. Συνεπώς, σύμφωνα με την επιλογή αυτή, εκτιμήθηκαν οι επιπτώσεις στην κοινοτική αγορά ζάχαρης από την πλήρη άρση των εισαγωγικών δασμών και των ποσοτικών περιορισμών στις εισαγωγές. Όπως και με το σενάριο που προβλέπει μείωση των τιμών, εξετάστηκε η ενδεχόμενη εισαγωγή εισοδηματικής στήριξης για τους κοινοτικούς παραγωγούς, όπως επίσης και οι επιπτώσεις της απελευθέρωσης στο παγκόσμιο εμπόριο και οι συνέπειες στο εισόδημα που αποκομίζουν από τη ζάχαρη οι χώρες που εξάγουν σήμερα ζάχαρη στην ΕΕ για το εισόδημα που αποκομίζουν από τη ζάχαρη οι χώρες που εξάγουν σήμερα ζάχαρη στην ΕΕ.

Πίνακας 2 - Σύνοψη των επιπτώσεων των επιλογών πολιτικής για τον τομέα της ζάχαρης

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

4. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ

Σύμφωνα με τους στόχους και την προσέγγιση της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ του Ιουνίου 2003, οι συνολικές δαπάνες που προκύπτουν από τις προτάσεις για τον καπνό, το ελαιόλαδο και το βαμβάκι, θα είναι σύμφωνες με τις πρόσφατες δαπάνες του παρελθόντος για πριμοδοτήσεις και ενισχύσεις, στο πλαίσιο των υφισταμένων καθεστώτων των εν λόγω τομέων.

Με τη μεταρρύθμιση θα τηρείται επίσης το νέο πλαίσιο γεωργικών δαπανών, που συμφωνήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών, τον Οκτώβριο του 2002. Επιπλέον, η μεταφορά που προβλέπεται, για να ενισχυθούν τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης, θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του συνολικού ανωτάτου ορίου του τομέα 1 για τη γεωργία.

Ως εκ τούτου, οι προτάσεις είναι δημοσιονομικά ουδέτερες, σε σύγκριση με τις δαπάνες του παρελθόντος, διότι οι μεταρρυθμίσεις βασίζονται σε στοιχεία αναφοράς του παρελθόντος (μέσος όρος 2000-2002) και έτσι αποφεύγεται η ανακατανομή των κονδυλίων μεταξύ των κρατών μελών. Το ετήσιο κόστος παραμένει στο πλαίσιο των σεναρίων υφισταμένων δαπανών για τους εν λόγω τομείς, που καθορίστηκε από την Επιτροπή, όταν, κατά τη στιγμή της υποβολής των προτάσεων για τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του Ιανουαρίου 2003, υπέβαλε προβλέψεις δαπανών για την ΚΓΠ για το χρονικό διάστημα έως το 2013.

Όσον αφορά τον τομέα της ζάχαρης, στη συνοδευτική Εκτεταμένη Εκτίμηση των Επιπτώσεων παρουσιάζονται οι προβλεπόμενες δημοσιονομικές δαπάνες για κάθε διαφορετική επιλογή. Αν και η παράταση του ισχύοντος καθεστώτος συνεπάγεται ορισμένες εξοικονομήσεις, οι συνολικές δαπάνες των άλλων δύο επιλογών εξαρτώνται από το επίπεδο της παρεχόμενης αντιστάθμισης.

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - Καθεστώς του τομέα του καπνού - Εκτεταμένη εκτίμηση επιπτώσεων {COM(2003)554 final}

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Εισαγωγή

2. Οικονομία του τομέα και παρούσα ΚΟΑ

2.1. Οικονομία του τομέα

2.1.1. Παραγωγή καπνού

2.1.1.1. Συνολική παραγωγή

2.1.1.2. Παραγωγή ανά ομάδα ποικιλιών

2.1.1.3. Ευρωπαϊκές προσχωρούσες χώρες και υποψήφιες χώρες

2.1.2. Διαρθρώσεις

2.1.2.1. Διαρθρώσεις στην ΕΕ

2.1.2.2. Περιφερειακή ανάλυση

2.1.3. Οι τομείς που έπονται της παραγωγής

2.1.4. Τιμές

2.1.4.1. Τιμές του ακατέργαστου καπνού

2.1.4.2. Ανταγωνιστικότητα της ΕΕ

2.1.4.3. Τιμές ανά ομάδες ποικιλιών

2.1.5. Εμπορικές συναλλαγές

2.1.5.1. Εμπορικές συναλλαγές της ΕΕ

2.1.5.2. Εμπόριο καπνού: προσχωρούσες και υποψήφιες χώρες

2.1.6. Χρησιμοποίηση

2.1.6.1. Χρησιμοποίηση στην ΕΕ

2.1.6.2. Χρησιμοποίηση στις προσχωρούσες χώρες

2.1.7. Κόστος παραγωγής, περιθώρια και γεωργικά εισοδήματα στον τομέα του καπνού

2.1.7.1. Περιθώρια στην παραγωγή καπνού

2.1.7.2. Εισόδημα των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων

2.1.7.3. Συμπεράσματα

2.2. Η κοινή οργάνωση αγοράς για τον καπνό

2.2.1. Σύστημα πριμοδότησης

2.2.2. Μέτρα προσανατολισμού και περιορισμού της παραγωγής: κατώφλιο εγγύησης και σύστημα ποσοστώσεων

2.2.3. Το Κοινοτικό Ταμείο Καπνού

2.2.4. Καθεστώς συναλλαγών με τις τρίτες χώρες

3. Ειδικά προβλήματα της παρούσας ΚΟΑ μετά τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ

3.1. Εσωτερικοί περιορισμοί

3.2. Αναμορφωμένοι στόχοι της ΚΓΠ και βελτιωμένη συνεκτικότητα με τις άλλες κοινοτικές πολιτικές

3.3. Συνεκτικότητα με τους στόχους της αειφόρου ανάπτυξης

4. Μεταρρυθμιστικές επιλογές

4.1. Επιλογή 1: Παράταση της παρούσας ΚΟΑ

4.2. Επιλογή 2: Αποσύνδεση από την παραγωγή σύμφωνα με τις αρχές της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ

4.3. Επιλογή 3: βαθμιαία κατάργηση στο πλαίσιο μιας τομεακής προσέγγισης

5. Ανάλυση επιπτώσεων

5.1. Επίπτωση στην αγορά και στο εισόδημα

5.1.1. Επίπτωση στην παραγωγή και στις τιμές

5.1.2. Επίπτωση στο εισόδημα

5.1.2.1. Επιλογές 1 και 3

5.1.2.2. Επιλογή 2

5.2. Επίπτωση στις περιοχές παραγωγής: κοινωνικά ζητήματα στην ΕΕ-15 και στις αναπτυσσόμενες χώρες, εμπόριο, περιβάλλον

5.2.1. Κοινωνική επίπτωση στις περιοχές παραγωγής της ΕΕ

5.2.2. Επίπτωση στο εμπόριο και στις αναπτυσσόμενες χώρες

5.2.3. Επίπτωση στο περιβάλλον

5.2.3.1. Καπνοκαλλιέργεια και περιβάλλον

5.2.3.2. Βασικά ερωτήματα και κριτήρια από την άποψη του περιβάλλοντος

5.2.4. Επίπτωση στη δημόσια υγεία και στα συμφέροντα των καταναλωτών

5.2.4.1. Επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία

5.2.4.2. Επίπτωση της παραγωγής/καλλιέργειας καπνού στη δημόσια υγεία

5.3. Επίπτωση στη χρηστή και αποτελεσματική διαχείριση (προϋπολογισμό, παρακολούθηση, απλούστευση και ελέγχους)

5.3.1. Επίπτωση στον προϋπολογισμό

5.3.2. Επίπτωση στην παρακολούθηση

6. Συμπέρασμα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το 1998, όταν το Συμβούλιο συμφώνησε να επέλθουν ουσιαστικές τροποποιήσεις στο ισχύον πλαίσιο στήριξης της κοινοτικής παραγωγής καπνού, κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει το 2002 έκθεση [6] σχετικά με τη λειτουργία του σχετικού καθεστώτος.

[6] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1636/98 του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998, άρθρο 26.

Το ζήτημα του μέλλοντος του καθεστώτος για τον καπνό εθίγη επίσης κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Gφteborg τον Μάιο 2001, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη.

Αν και το Συμβούλιο απέφυγε να εγκρίνει συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με τον καπνό, προέκυψε σαφώς από τις συζητήσεις και από το πλαίσιο στο οποίο διεξήχθησαν ότι υπάρχουν επιφυλάξεις σχετικά με την αειφορία του κοινοτικού τομέα του καπνού.

Εκφράστηκαν αμφιβολίες σχετικά με την κοινωνική δικαιολόγηση της καταβολής συνδεόμενων με το προϊόν επιδοτήσεων στους καπνοκαλλιεργητές, και ιδίως τονίστηκε η προφανής αντίφαση μεταξύ των ενισχύσεων αυτών και των ανησυχιών της κοινωνίας σχετικά με το κάπνισμα. Αμφισβητήθηκε η ίδια η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της παραγωγής καπνού ως οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, υπήρχε επίσης η επίγνωση ότι στην περίπτωση μείζονος μεταρρύθμισης θα ήταν αναγκαία η εξεύρεση εναλλακτικών πηγών εισοδήματος για τους καπνοπαραγωγούς, ώστε να αποφευχθεί η οικονομική και κοινωνική κατάρρευση στις αγροτικές περιοχές που εξαρτώνται ιδιαίτερα από την καπνοκαλλιέργεια.

Η απάντηση της Επιτροπής ήταν να επιβεβαιώσει τη δέσμευσή της να εξεύρει μια βιώσιμη πολιτική προσέγγιση για το καθεστώς του καπνού, βασιζόμενη σε αξιολόγηση των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πτυχών του τομέα. Έτσι, τον Μάιο 2002, στο νομοθετικό πρόγραμμα και πρόγραμμα εργασίας για το 2003, η Επιτροπή αποφάσισε να υποβάλει τους πολιτικούς προβληματισμούς της σχετικά με τον τομέα του καπνού σε μια εκτεταμένη εκτίμηση επιπτώσεων, σύμφωνα με την "Προτεραιότητα για μια βιώσιμη και αλληλέγγυα οικονομία".

Επιπλέον, ανατέθηκε το 2002 και ολοκληρώθηκε το 2003 μια αξιολόγηση της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς (ΚΟΑ) για τον καπνό.

Δεδομένου ότι η μεταρρύθμιση του καθεστώτος για τον καπνό έχει επιπτώσεις και σε άλλες κοινοτικές πολιτικές, η Επιτροπή αποφάσισε να αναθέσει την ανάλυση αυτή σε μια Διυπηρεσιακή Ομάδα Καθοδήγησης (ΔΟΚ), καλώντας να συμμετάσχουν αντιπρόσωποι από 12 Γενικές Διευθύνσεις και υπηρεσίες. Η ανάλυση των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πτυχών του καθεστώτος για τον καπνό και των επιπτώσεων που οι διάφορες μεταρρυθμιστικές επιλογές θα είχαν επί των ενδιαφερομένων, στην Ένωση και στις τρίτες χώρες, αξιοποίησε την ποικιλία γνώσεων και εμπειρίας της ομάδας.

Επί ένα εξάμηνο, η εργασία της ΔΟΚ ακολούθησε τα στάδια που έχουν καθοριστεί για τη διεξαγωγή αναλύσεων επιπτώσεων. Τα διάφορα μέρη της παρούσας έκθεσης αντιστοιχούν σε καθένα από τα στάδια αυτά. Ένα εισαγωγικό τμήμα (κεφάλαιο 2) περιγράφει τα κύρια χαρακτηριστικά της οικονομίας του καπνού και της ΚΟΑ του καπνού.

Το κεφάλαιο 3 πραγματεύεται τις αλλαγές και τις εντάσεις που αντιμετωπίζει επί του παρόντος η ΚΟΑ, για την οποία έχουν εκφραστεί ορισμένες επικρίσεις, ενώ άλλοι έχουν υπογραμμίσει τους σοβαρούς περιορισμούς που πρέπει να λάβει υπόψη οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Οι στόχοι της ΚΟΑ επανεξετάζονται υπό το πρίσμα των νέων δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Ένωση, της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη και των γενικών κατευθύνσεων της αναμορφωμένης Κοινής Γεωργικής Πολιτικής.

Στο κεφάλαιο 4, σκιαγραφούνται τρία είδη επιλογών, τα οποία αντανακλούν διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος καπνού. Η επιλογή "παράταση" διατηρεί το υψηλό επίπεδο επιδότησης στην παραγωγή και χρησιμοποιεί σταθερές ποσοστώσεις παραγωγής για τη ρύθμιση της αγοράς. Οι επιλογές "αποσύνδεση" και "σταδιακή κατάργηση" επιδιώκουν την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ τιμών και κόστους. Η πιθανή επίπτωσή τους επί των επιπέδων και επί της χωροθέτησης της παραγωγής, επί των τιμών, των γεωργικών εισοδημάτων, επί της βιομηχανίας, της απασχόλησης, του περιβάλλοντος και επί των εμπορικών ροών από τις τρίτες χώρες όπου παράγεται καπνός, έχει εκτιμηθεί είτε ποιοτικά είτε ποσοτικά με τη βοήθεια διαφόρων προσομοιώσεων επάνω σε υποδείγματα που βασίστηκαν στο δείγμα του ΔΙΓΕΛΠ.

Το τελικό μέρος της έκθεσης (κεφάλαιο 6) συνοψίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των διαφόρων επιλογών, οι οποίες βαθμολογούνται ανάλογα με τον τρόπο που ανταποκρίνονται στις συγκεκριμένες προκλήσεις, ανάλογα με την έκταση που καλύπτουν τους διάφορους στόχους και ανάλογα με την επίπτωση που θα είχαν επί των ενδιαφερομένων.

Τον Μάρτιο 2003, οι επιλογές που συμφωνήθηκαν από την ΔΟΚ και ένα σχέδιο της εκτίμησης επιπτώσεων υποβλήθηκαν στην "Μόνιμη Ομάδα για τον Καπνό" της Συμβουλευτικής Επιτροπής Εξειδικευμένων Καλλιεργειών. Υποβλήθηκαν επίσης τον Ιούνιο σε ένα συμβουλευτικό Φόρουμ που περιελάμβανε αντιπροσώπους του τομέα της υγείας, των ομάδων καταναλωτών, των βιομηχανιών που έπονται στην αλυσίδα παραγωγής, των ενώσεων προστασίας του περιβάλλοντος και αναπτυξιακής βοήθειας καθώς και αντιπροσώπους των τοπικών αρχών από τις κυριότερες χώρες παραγωγής της ΕΕ. Τα διάφορα μέλη εκλήθησαν να παρουσιάσουν τις θέσεις και τα σχόλιά τους, για να συμβάλουν στη διαμόρφωση της επιλογής που θα γίνει από τις πολιτικές αρχές.

Οι οργανώσεις που διετύπωσαν γνώμη και οι συνεισφορές τους παρουσιάζονται στα παραρτήματα 3 και 4. Τα βασικά στοιχεία των θέσεων που εκφράστηκαν σχετικά με διάφορες πτυχές της ΚΟΑ και με τις μεταρρυθμιστικές επιλογές λαμβάνονται υπόψη στα αντίστοιχα μέρη της έκθεσης. Άλλα παραρτήματα περιλαμβάνουν την εντολή και τη σύνθεση της ΔΟΚ (παραρτήματα 1 και 2), καθώς και ορισμένα σημειώματα εργασίας.

Βασικά χαρακτηριστικά της παραγωγής καπνού

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

* κυμαίνεται από 0,8 ha στην Ανατολική Μακεδονία και την Πούλια έως 12,1 ha στην Umbria.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΟΑ

- Ο καπνός καλλιεργείται σε οκτώ κράτη μέλη, σε δύο από τα οποία, Ελλάδα και Ιταλία, συγκεντρώνεται το 75% της παραγωγής της ΕΕ.

- Στα κράτη μέλη που παράγουν καπνό, υπάρχει υψηλή γεωγραφική συγκέντρωση: 12 περιφέρειες περιλαμβάνουν ποσοστό μεγαλύτερο από 72% της έκτασης παραγωγής καπνού.

- Ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων είναι μικρός (1,3% του συνόλου των γεωργικών εκμεταλλεύσεων της ΕΕ) και το μέγεθός τους είναι πολύ μικρό, κατά μέσο όρο 1,6 ha καπνού και 9,4 ha Χρησιμοποιούμενης Γεωργικής Έκτασης (ΧΓΕ).

- Η καλλιέργεια καπνού είναι υψηλής έντασης εργασίας και, αν και βασίζεται κυρίως στην οικογενειακή εργασία (100 000 Μονάδες Ετήσιας Εργασίας, 80% του συνόλου), είναι επίσης καίριας σημασίας για την οικονομία των καπνοπαραγωγικών περιοχών, όπου απασχολούνται άνω των 25 000 ΜΕΕ μη οικογενειακής εργασίας.

- Το εμπόριο είναι σημαντικό: από τους 350 000 τόνους ακατέργαστου καπνού που παράγονται στην ΕΕ, εξάγεται το 55%. Η ΕΕ εισάγει άνω των 500 000 τόνων, το ισοδύναμο του 160% της παραγωγής της.

- Αντίθετα από τα περισσότερα ευρωπαϊκά γεωργικά προϊόντα, οι εγχώριες τιμές κυμαίνονται εν γένει μεταξύ του ενός τρίτου και του ημίσεος των διεθνών τιμών (με εξαίρεση τα ελληνικά καπνά ανατολικού τύπου).

- Κατά μέσον όρο, και ιδίως λόγω του πολύ μικρού μεγέθους των εκμεταλλεύσεων, τα εισοδήματα των καπνοπαραγωγών είναι πολύ μικρά σε σύγκριση με των άλλων παραγωγών. εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις πριμοδοτήσεις στην παραγωγή, οι οποίες αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο το 76% του εισοδήματός τους από την καπνοκαλλιέργεια.

- Το 2002 η συνολική δαπάνη του ΕΓΤΠΕ για την ΚΟΑ του καπνού ανήλθε σε 963 εκατ. EUR ή περίπου 7 600 EUR ανά Μονάδα Ετήσιας Εργασίας στον τομέα του καπνού.

Οικονομία του τομέα

Παραγωγή καπνού

Συνολική παραγωγή

Κατά την περίοδο 2000-2002 η παγκόσμια παραγωγή ακατέργαστου καπνού ήταν 6,4 εκατ. τόνοι ετησίως. Με 348 013 τόνους, που αντιστοιχούν στο 5,4% της παγκόσμιας παραγωγής, η ΕΕ είναι ο πέμπτος παραγωγός παγκοσμίως, μετά την Κίνα με 38%, τη Βραζιλία με 9%, την Ινδία με 8% και τις ΗΠΑ με 7%. Την τελευταία δεκαετία σημειώθηκε καθοδική τάση στις ποσότητες που παράγονται στην ΕΕ και σε όλες τις άλλες μείζονες καπνοπαραγωγικές χώρες, με εξαίρεση τη Βραζιλία. Την περίοδο 2000-2002, η κοινοτική παραγωγή μειώθηκε κατά 20% σε σχέση με την περίοδο 1990-1992.

Ακατέργαστος καπνός παράγεται σε οκτώ κράτη μέλη: Βέλγιο, Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία και Πορτογαλία. Μεταξύ αυτών οι σημαντικότερες με μεγάλη διαφορά είναι η Ελλάδα και η Ιταλία με 132 261 τόνους και 130 274 τόνους αντιστοίχως την περίοδο 2000-2002, αντιπροσωπεύοντας από κοινού το 75% της κοινοτικής παραγωγής. Αν και παραμένει σε σχετικά υψηλό επίπεδο, 37,4% την περίοδο 2000-2002, το μερίδιο της Ιταλίας στην κοινοτική παραγωγή καπνού μειώθηκε την τελευταία δεκαετία, ενώ το μερίδιο της Ελλάδας, με 38% του συνόλου, παρέμεινε περισσότερο σταθερό ή και αυξήθηκε ελαφρά.

Το μερίδιο του ακατέργαστου καπνού στην κοινοτική γεωργική παραγωγή είναι πολύ μικρό και παρέμεινε σταθερό την τελευταία δεκαετία. Σήμερα αντιπροσωπεύει μόνο το 0,4% της κοινοτικής γεωργικής παραγωγής σε βασικές τιμές [7], αν και στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο, καλύπτοντας σχεδόν το 4,5% της εθνικής γεωργικής παραγωγής σε βασικές τιμές. Στα υπόλοιπα κράτη μέλη παραγωγής δεν φθάνει καν το 1%.

[7] Οι βασικές τιμές είναι το άθροισμα των τιμών παραγωγού και των καθαρών επιδοτήσεων στην παραγωγή.

Από γεωγραφική άποψη, η παραγωγή καπνού παρουσιάζει υψηλή συγκέντρωση και είναι ιδιαίτερα σημαντική για ορισμένες περιφέρειες (NUTS 3) της Ελλάδας και της Ιταλίας, όπου αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της περιφερειακής γεωργικής παραγωγής.

Το 2000, ποσοστό 0,1% (125 420 ha) της κοινοτικής Χρησιμοποιούμενης Γεωργικής Έκτασης (96 455 390 ha) εκαλλιεργείτο με καπνό. Το 2001 η έκταση που εκαλλιεργείτο με καπνό έφθανε μόλις το 73,2% του επιπέδου του 1993. Η μείωση, κατά περίπου 45 000 ha, αφορούσε πρωτίστως τα κύρια καπνοπαραγωγικά κράτη μέλη (Ελλάδα -17 740 ha, Ιταλία -20 199 ha και Ισπανία -4 935 ha).

Από το 1993 έως το 2000 οι αποδόσεις του καπνού βελτιώθηκαν σε όλα τα κράτη μέλη, ιδίως στην Ιταλία (από 2,2 t/ha σε 3,3 t/ha) και στην Πορτογαλία (από 1 t/ha σε 2,8 t/ha). Κατά την ίδια περίοδο η μέση κοινοτική απόδοση αυξήθηκε από 2 σε 2,7 τόνους ανά ha.

Παραγωγή ανά ομάδα ποικιλιών

Η κοινοτική παραγωγή καπνού χαρακτηρίζεται από μια σειρά διαφορετικών ποικιλιών, οι οποίες πωλούνται σε διαφορετικές τιμές και προορίζονται για διαφορετικές χρήσεις. Μπορούν να διακριθούν σε γενικές γραμμές τέσσερις ομάδες ποικιλιών:

- Ομάδα ποικιλιών υψηλής ποιότητας (π.χ. "Flue Cured", "Light Air Cured"): χρησιμοποιούνται κυρίως για σιγαρέτα "American blend", που σήμερα αποτελούν το δημοφιλέστερο τύπο σιγαρέτων στην αγορά. Αυτές οι υψηλής ποιότητας ποικιλίες από κοινού κάλυπταν περισσότερο από το ήμισυ της κοινοτικής παραγωγής καπνού το 2001, με αξιοσημείωτη ανοδική τάση ιδίως για τον καπνό "Flue Cured" (μερίδιο 40% στην κοινοτική παραγωγή καπνού).

- Ομάδα ποικιλιών χαμηλής ποιότητας και φθινουσών: περιλαμβάνουν τον καπνό "Dark Air Cured" και, σε μεγαλύτερη έκταση, την ομάδα "Sun Cured" και χρησιμοποιούνται παραδοσιακά για σιγαρέτα που πωλούνται στις τοπικές αγορές και για την παραγωγή σκουρόχρωμων σιγαρέτων. Οι ποικιλίες αυτές έχουν χάσει σταδιακά τη σημασία τους στην ΕΕ, με μερίδιο 10% για την "Dark Air Cured" και μερίδιο 4,1% για την "Sun Cured" στις στατιστικές παραγωγής καπνού του 2001.

- Ομάδα ποικιλιών ανατολικού τύπου: παράγονται μόνο στην Ελλάδα και χρησιμοποιούνται κυρίως για να εμπλουτίσουν το άρωμα και τη γεύση των σιγαρέτων "American blend". Το μερίδιό τους στην κοινοτική παραγωγή παρέμεινε σχετικά σταθερό κατά τα τελευταία έτη, αν και μπορούν να παρατηρηθούν ορισμένες διακυμάνσεις στο πλαίσιο της ομάδας. Οι ποικιλίες "Μπασμά" σημείωσαν αύξηση, με μερίδιο 8,1% της κοινοτικής παραγωγής το 2001, οι ποικιλία "Κατερίνη" κατέχει σταθερό μερίδιο 7,1%, ενώ οι ποικιλίες "Καμπά Κουλάκ" σημείωσαν ελαφρά μείωση και κατέχουν σήμερα ποσοστό 4,0%.

- Ομάδα ποικιλιών Fire Cured: χρησιμοποιούνται κυρίως για την παραγωγή πούρων και «Toscani». Το μερίδιό τους στην κοινοτική παραγωγή καπνού ήταν μόλις 1,9% το 2001.

Κατόπιν των πρόσφατων εξελίξεων στην αγορά και των αλλαγών στην πολιτική (ιδίως, της εισαγωγής το 1998 της διαφοροποίησης των πριμοδοτήσεων προς τις οργανώσεις παραγωγών με βάση ποιοτικά πρότυπα), παρατηρήθηκε αισθητός αναπροσανατολισμός προς την παραγωγή ποικιλιών υψηλής ποιότητας και, σε μικρότερη έκταση, ορισμένων από τις ανατολικές ποικιλίες. Η μετατόπιση αυτή αφορούσε ιδίως την ιταλική παραγωγή, όπου οι ποικιλίες με τη μεγαλύτερη ζήτηση (Virginia και Bright, που ανήκουν στην ομάδα "Flue Cured", και Burley που υπάγεται στην ομάδα "Light Air Cured") αντιπροσωπεύουν τώρα περίπου το 77% της εθνικής παραγωγής. Κατά τα τελευταία έτη η Ελλάδα άρχισε να παράγει παρόμοιες ποικιλίες, αλλά ακόμη ειδικεύεται έντονα στα καπνά ανατολικού τύπου.

Η διαδικασία αναδιάρθρωσης οδήγησε επίσης στην αύξηση της ποικιλιακής εξειδίκευσης σε επίπεδο εκμετάλλευσης και περιφέρειας, οι δε ποικιλίες υψηλής ποιότητας συγκεντρώνονται όλο και περισσότερο σε αυξανόμενο αριθμό παραγωγών αλλά σε μικρό αριθμό περιφερειών. Ακόμη όμως μπορούν να παρατηρηθούν μεγάλες διαφορές μεταξύ εκμεταλλεύσεων και περιφερειών στην Ελλάδα και την Ιταλία: εξακολουθεί να παρατηρείται διχοτόμηση μεταξύ λίγων "βιομηχανικών" εκμεταλλεύσεων, οι οποίες είναι μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου και επικεντρώνονται στην παραγωγή των καλύτερων ποικιλιών, και μεγάλου αριθμού μικρών εκμεταλλεύσεων, οι οποίες είναι τυπικά έντασης εργασίας και παρουσιάζουν μικρότερη ενσωμάτωση στην αγορά.

Ευρωπαϊκές προσχωρούσες χώρες και υποψήφιες χώρες

Από τις 10 προσχωρούσες χώρες μόνο τέσσερις παράγουν καπνό: η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Κύπρος. Η ετήσια παραγωγή τους (μέσος όρος 2000-2002) είναι: Πολωνία 24 617 τόνοι, Ουγγαρία 9 805 τόνοι, Σλοβακία 1 959 τόνοι και Κύπρος 362 τόνοι [8]. Κατά την ίδια περίοδο η Βουλγαρία και η Ρουμανία παρήγαγαν αντιστοίχως 43 915 τόνους και 10 662 τόνους. Σε όλες τις υποψήφιες και τις προσχωρούσες χώρες πλην της Κύπρου η παραγωγή ακατέργαστου καπνού βαίνει φθίνουσα.

[8] Για όλες τις προσχωρούσες χώρες η ΕΕ ενέκρινε τη δυνατότητα να καταβάλουν στήριξη για τον καπνό με απλουστευμένο τρόπο (ενίσχυση ανά εκτάριο) από τη στιγμή της προσχώρησης, αλλά μόνο η Πολωνία και η Κύπρος έχουν αποφασίσει να επιλέξουν αυτό το σύστημα πληρωμής.

Η Πολωνία ειδικεύεται στην παραγωγή ποικιλιών Fire Cured, ενώ στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία καλλιεργούνται ευρύτερα καπνά ανατολικού τύπου.

Διαρθρώσεις

Διαρθρώσεις στην ΕΕ-15

Το 2000 υπήρχαν συνολικά 79 510 εκμεταλλεύσεις που παρήγαγαν καπνό στην ΕΕ, οι οποίες αντιπροσώπευαν μόλις το 1,3% του συνόλου των κοινοτικών εκμεταλλεύσεων. Οι εκμεταλλεύσεις αυτές συγκεντρώνονταν κυρίως στην Ελλάδα (64% των εκμεταλλεύσεων παραγωγής καπνού της ΕΕ), ακολουθούμενη από την Ιταλία με ποσοστό 21% [9].

[9] Βλέπε χάρτη στο παράρτημα 9.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ο ρυθμός μείωσης των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων, με ποσοστό 3,6% ετησίως, ήταν υψηλότερος από το μέσο ρυθμό μείωσης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ (2% ετησίως). Από την άλλη πλευρά, κατά την ίδια περίοδο, οι εκτάσεις που καλλιεργούνταν με καπνό μειώνονταν κατά 2,6% ετησίως έναντι πτώσης 3,2% στην ΧΓΕ της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι υπήρξε μια μικρή αύξηση των εκταρίων που προορίζονται για τον καπνό ανά εκμετάλλευση, από 1,4 ha το 1990 σε 1,6 ha το 2000.

Μια διαδικασία μέτριας αναδιάρθρωσης αντιστάθμισε τη μείωση των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων και εκτάσεων και παρατηρήθηκε μερική μετατόπιση από τον καπνό σε άλλες καλλιέργειες, ιδίως στην Ιταλία, όπου οι ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες το κατέστησαν δυνατό.

Οι καπνοπαραγωγικές εκμεταλλεύσεις είναι τυπικά μικρές. Πράγματι, σχεδόν το 60% των εκμεταλλεύσεων που καλλιεργούν καπνό έχουν έκταση κάτω των 5 εκταρίων, ενώ ποσοστό μεγαλύτερο από 18% κυμαίνονται από 5 έως 10 ha. Αυτό αναπόφευκτα περιορίζει τη δυνατότητα των γεωργών για διαφοροποίηση. Αν και το μέσο μέγεθος αυξήθηκε ελαφρά από το 1990, υπάρχει ακόμη ένα πλήθος καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων που χαρακτηρίζονται από το πολύ μικρό μέγεθός τους σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία.

Ο τομέας του καπνού απασχολεί μεγάλο αριθμό εργαζομένων, 126 070 ΜΕΕ (212 960 άτομα), οι οποίες αντιστοιχούν σε ποσοστό 2,4% του συνόλου των ΜΕΕ που απασχολούνται στον κοινοτικό γεωργικό τομέα. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της απασχόλησης στον ακατέργαστο καπνό είναι εποχιακή και το μερίδιο της μερικής απασχόλησης είναι αξιοσημείωτα υψηλό. Η Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης, με 79 230 μονάδες (ΜΕΕ), ακολουθούμενη από την Ιταλία με 23 120 μονάδες. Τα δύο αυτά κράτη μέλη από κοινού αντιπροσωπεύουν το 81% του συνολικού εργατικού δυναμικού που απασχολείται στην παραγωγή καπνού.

Η οικογενειακή εργασία επικρατεί συντριπτικά με ποσοστό περίπου 80% του συνολικού εργατικού δυναμικού που απασχολείται στον τομέα. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις κοινοτικές εκμεταλλεύσεις που δεν παράγουν καπνό είναι 73%.

Η παραγωγή καπνού είναι τυπικά μια δραστηριότητα υψηλής έντασης εργασίας. Για τεχνικούς λόγους είναι περιορισμένη η έκταση στην οποία μπορεί να εκμηχανιστεί η καλλιέργεια καπνού. Κατά μέσο όρο οι ΜΕΕ ανά εκμετάλλευση και ανά εκτάριο καπνού είναι υψηλότερες από τους αντίστοιχους δείκτες για το σύνολο των εκμεταλλεύσεων.

Το 53% των καπνοκαλλιεργητών είναι ηλικίας άνω των 55 ετών. Στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ισπανία άνω του 90% των διαχειριστών της εκμετάλλευσης έχουν μόνο πρακτική εμπειρία, ενώ το υψηλότερο ποσοστό κατόχων εκμετάλλευσης με πλήρη γεωργική κατάρτιση καταγράφεται στη Γαλλία. Κατά μέσο όρο, μόνο το 25% των κατόχων εκμετάλλευσης είναι γυναίκες.

Περιφερειακή ανάλυση

Όσον αφορά την κατανομή των εκμεταλλεύσεων στις περιφέρειες της ΕΕ (επίπεδο NUTS 2), ο τομέας του καπνού χαρακτηρίζεται από ισχυρή χωρική συγκέντρωση. Επτά περιφέρειες, οι οποίες κατατάσσονται με βάση τον αριθμό των εκμεταλλεύσεων, συγκεντρώνουν περίπου το 70% του όλου αριθμού των εκμεταλλεύσεων, το 63% της έκτασης που καλλιεργείται με καπνό και το 57% του ακαθάριστου εισοδήματος [10]. Η Κεντρική και η Ανατολική Μακεδονία είναι οι σημαντικότερες περιφέρειες, αντιπροσωπεύοντας συνολικά το 60% των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων, το 25% της έκτασης που καλλιεργείται με καπνό και το 21% του συνολικού ακαθάριστου εισοδήματος. Στις δύο αυτές περιφέρειες είναι συγκεντρωμένο το 50% των εξειδικευμένων καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων.

[10] Ως ακαθάριστο εισόδημα ορίζεται η αξία της παραγωγής από ένα εκτάριο μείον το κόστος των μεταβλητών εισροών που απαιτούνται για την παραγωγή αυτή.

Βασικό χαρακτηριστικό των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων είναι ότι παρουσιάζουν εξαιρετική ανομοιογένεια μεταξύ των περιφερειών. Το μεγάλο μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, τόσο από την άποψη της έκτασης όσο και της οικονομικής δραστηριότητας, της Umbria, της Aquitaine και του Βένετο, αντιπαραβάλλεται με τις μικρές διαστάσεις των εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα και σε ορισμένες άλλες ιταλικές περιφέρειες (Καμπανία και Πούλια).

Τα προβλήματα αναδιάρθρωσης έχουν ακόμη ιδιαίτερη οξύτητα σε ορισμένες περιφέρειες όπου η καπνοπαραγωγή διαδραματίζει πολύ σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό ρόλο. Εκεί, η απότομη απομάκρυνση των εργαζομένων από τον τομέα θα προκαλούσε σημαντικές κοινωνικές ανισορροπίες και έξοδο του αγροτικού πληθυσμού, εάν δεν εγκατασταθεί το κατάλληλο δίχτυ ασφαλείας.

Στην Ελλάδα, ο καπνός έχει την υψηλότερη σχετική σημασία, ιδίως στην Ανατολική Μακεδονία, όπου αντιπροσωπεύει το 20% των εκμεταλλεύσεων και το 34% της απασχόλησης. Στην Ιταλία, οι εκμεταλλεύσεις που καλλιεργούν καπνό αντιπροσωπεύουν μικρό ποσοστό του συνόλου των εκμεταλλεύσεων, αν και το ποσοστό είναι υψηλότερο στην Καμπανία και την Umbria, όπου ο καπνός αντιπροσωπεύει, αντιστοίχως, περίπου 11% και 9% του συνόλου της γεωργικής απασχόλησης και περίπου 10% και 19% του συνολικού ακαθάριστου εισοδήματος. Μια άλλη περιφέρεια, όπου η καπνοπαραγωγή είναι σχετικά σημαντική για την απασχόληση, είναι η Εξτρεμαδούρα της Ισπανίας.

Οι τομείς που έπονται της παραγωγής

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Λιανοπωλητών Καπνού (CEDT), το 1999 ο τομέας καπνού της ΕΕ απασχολούσε περισσότερα από 1 εκατ. άτομα και 440 000 άτομα σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης.

Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι εισροές της βιομηχανίας πρώτης μεταποίησης είναι ακατέργαστος καπνός που παράγεται στην Ένωση. Ωστόσο, ο καπνός που χρησιμοποιείται στην ΕΕ για την παρασκευή σιγαρέτων είναι κυρίως εισαγόμενος, ενώ τα μεταποιημένα προϊόντα στη συνέχεια είτε εξάγονται είτε καταναλώνονται στην Ένωση.

Η βιομηχανία πρώτης μεταποίησης κυρίως βρίσκεται σε εκείνα τα κράτη μέλη, όπου είναι συγκεντρωμένη η παραγωγή ακατέργαστου καπνού. Η Ιταλία, με 52%, και η Ελλάδα, με 28%, κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πρώτης μεταποίησης της ΕΕ.

Όσον αφορά την βιομηχανοποίηση, οι σημαντικότεροι παραγωγοί σιγαρέτων είναι η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Κάτω Χώρες. Το 1999, η παραγωγή στις τρεις αυτές χώρες αντιπροσώπευε το 63% των σιγαρέτων που παρασκευάζονται στην ΕΕ. Οι Κάτω Χώρες και η Γερμανία είναι οι κύριοι παραγωγοί πούρων της ΕΕ, με μερίδιο 67% στην κοινοτική παραγωγή, και καπνού για πίπα, με 67% του συνόλου. Η απασχόληση στον τομέα είναι σχετικά σημαντική στη Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, με 12 000 και 8 000 άτομα αντιστοίχως, επί 50 697 μονάδων πλήρους απασχόλησης για το σύνολο της κοινοτικής καπνοβιομηχανίας. Η απασχόληση των γυναικών στον τομέα αυτό είναι πολύ σημαντική (δηλαδή 53% στην Ισπανία σε σύγκριση με 23% για το σύνολο της οικονομίας).

Όσον αφορά τον τομέα της λιανικής, οι πωλήσεις προϊόντων καπνού έχουν παραδόξως αυξηθεί τα τελευταία έτη τόσο σε ποσότητα όσο και σε αξία. Το 1999, οι συνολικές πωλήσεις ανέρχονταν σε περίπου 93 δισεκατ. EUR.

Τα φορολογικά έσοδα που γεννώνται από τις πωλήσεις βιομηχανοποιημένου καπνού είναι υψηλά σε όλα τα κράτη μέλη. Η συνολική προστιθέμενη αξία που παρήχθη το 1999 ήταν 12 δισεκατ. EUR. Η βιομηχανία συνέβαλε με 54% του συνόλου, ακολουθούμενη από τις λιανικές πωλήσεις με 28%. Συνολικά, η συνεισφορά των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ στη φορολογία των κρατών μελών ανήλθε σε 60 δισεκατ. EUR το 1999.

Τιμές

Τιμές του ακατέργαστου καπνού

Οι τιμές του ακατέργαστου καπνού διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των ποικιλιών, ανάλογα με τις διαφορετικές αξίες των μεταποιημένων εμπορευμάτων για τα οποία χρησιμοποιείται η ποικιλία και με τη συγκέντρωση στο τελικό προϊόν (διάφορα είδη σιγαρέτων και πούρων). Στην πράξη, λίγοι πολυεθνικοί έμποροι και μεταποιητικές βιομηχανίες ενεργούν ως διαμορφωτές τιμής, λαμβάνοντας αποφάσεις σχετικά με τη ζήτηση για τον ακατέργαστο καπνό με βάση μια πολύπλοκη κλίμακα ποιοτήτων, καθώς και με την προσφορά και τον όγκο των αποθεμάτων.

Οι εξελίξεις κατά την τελευταία δεκαετία καταδεικνύουν ότι η ισχυρή συγκέντρωση των μεταποιητών - προμηθευτών δεν είχε αρνητική επίπτωση στις τιμές. Αντίθετα, βοήθησε τη διαδικασία της διαρθρωτικής προσαρμογής σε όλο τον κλάδο του καπνού και, από κοινού με τις κατάλληλες πολιτικές, συνέβαλε στην αύξηση της αξίας των εμπορευμάτων που παράγει ο πρωτογενής τομέας.

Οι τιμές των ακατέργαστων καπνών που παράγονται στην ΕΕ αυξάνονται, σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο, ως συνέπεια του εκσυγχρονισμού που επιχειρήθηκε κατά την τελευταία δεκαετία.

Χαμηλές τιμές σημειώνονται κυρίως για τα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο από μικρές εκμεταλλεύσεις, καθόσον αυτές είναι σχετικά περισσότερο εξειδικευμένες στις ποικιλίες χαμηλής ποιότητας.

Ανταγωνιστικότητα της ΕΕ

Η μοναδιαία αξία των εξαγωγών καπνού έχει χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση της σχετικής ανταγωνιστικότητας και αξίας της κοινοτικής καπνοβιομηχανίας σε διεθνές πλαίσιο.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο θετικός συνδυασμός της ζήτησης στην αγορά και της ποιότητας καθιστά τις ΗΠΑ και, σε μικρότερη έκταση, την Τουρκία, τις χώρες με την υψηλότερη μοναδιαία αξία των εξαγωγών καπνού. Οι ΗΠΑ κυρίως εξάγουν τις ποικιλίες που χρησιμοποιούνται για σιγαρέτα "American blend", ενώ οι τουρκικές εξαγωγές συγκεντρώνονται σε καπνά ανατολικού τύπου.

Οι μοναδιαίες αξίες των κοινοτικών εξαγωγών ακολουθούν ελαφρά ανοδική πορεία έναντι αρνητικής τάσης που παρατηρείται για τις παγκόσμιες μοναδιαίες αξίες κατά την εξαγωγή. Οι μοναδιαίες αξίες κατά την εξαγωγή της ΕΕ παρέμειναν κάτω του παγκοσμίου μέσου όρου από το 1989 έως το 1999, αλλά με σαφή τάση να εξαλείψουν τη διαφορά. Πράγματι, το 2000 οι μοναδιαίες αξίες κατά την εξαγωγή της ΕΕ ήσαν ήδη υψηλότερες από τις αντίστοιχες παγκόσμιες.

Τιμές ανά ομάδες ποικιλιών

Μεταξύ 1993 και 2001, οι τιμές για όλες τις ποικιλίες αυξήθηκαν, με εξαίρεση τις "χαμηλής ποιότητας και φθίνουσες ποικιλίες", παρά τη σταθερή πτώση της παραγωγής και της καλλιεργούμενης έκτασης για αυτές τις τελευταίες ομάδες. Η μείωση της τιμής των εν λόγω ποικιλιών επομένως είναι αποτέλεσμα πτώσης της ζήτησης.

Εμπορικές συναλλαγές

Εμπορικές συναλλαγές της ΕΕ-15

Οι εμπορικές συναλλαγές της ΕΕ που αφορούν τον καπνό επηρεάζονται από δύο βασικούς παράγοντες:

(1) η παραγωγή ακατέργαστου καπνού της ΕΕ δεν επαρκεί για να καλύψει, τόσο από άποψη ποσότητας όσο και ποιότητας, την εγχώρια ζήτηση από τη μεταποιητική βιομηχανία.

(2) οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές, που εδρεύουν κυρίως στις Κάτω Χώρες, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, από κοινού με ορισμένες εταιρίες των ΗΠΑ, ελέγχουν σημαντικό μερίδιο του παγκόσμιου εμπορίου σιγαρέτων και πούρων.

Η ΕΕ κατέχει κορυφαία θέση στο παγκόσμιο εμπόριο καπνού. Το 2000-2002, η ΕΕ εισήγαγε, κατ' αξία, 34,7% του μη βιομηχανοποιημένου καπνού που διατέθηκε στο εμπόριο παγκοσμίως, αλλά μόλις 5,4% του βιομηχανοποιημένου καπνού. Ταυτόχρονα, οι εξαγωγές της ΕΕ αντιπροσώπευαν σχεδόν το 20% του μεταποιημένου καπνού και το 7,6% του μη βιομηχανοποιημένου καπνού. Το εμπορικό ισοζύγιο του τομέα του καπνού είναι αρνητικό, αλλά βελτιώνεται έντονα χάρη στις αυξανόμενες εξαγωγές του μεταποιημένου καπνού.

Το εμπόριο βιομηχανοποιημένων προϊόντων καπνού είναι σχετικά σημαντικότερο για την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, ενώ το εμπόριο καπνού των αναπτυσσόμενων χωρών βασίζεται εν γένει στον μη βιομηχανοποιημένο καπνό.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η παραγωγή βιομηχανοποιημένου καπνού στην ΕΕ δεν βρίσκεται κοντά στις περιοχές όπου καλλιεργείται ο ακατέργαστος καπνός. Η Ιταλία είναι καθαρός εισαγωγέας σιγαρέτων, ενώ οι ελληνικές καθαρές εξαγωγές σιγαρέτων είναι άλλα έτη θετικές και άλλα αρνητικές.

Οι ενδοκλαδικές ροές καπνού (μέσος όρος 2000-2002) είναι αξίας περίπου 5 000 εκατ. EUR. Η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία είναι οι κύριοι προμηθευτές, ενώ η Γερμανία, ακολουθούμενη από το Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι οι κύριοι αγοραστές. Οι ποικιλίες με τις μεγαλύτερες συναλλαγές, τόσο εκτός όσο και εντός της ΕΕ, είναι οι "Flue Cured", "Light Air Cured" και οι ανατολικές ποικιλίες.

Εμπόριο καπνού: προσχωρούσες και υποψήφιες χώρες

Μεταξύ 1998 και 2000, οι προσχωρούσες χώρες εξήγαγαν κατά μέσο όρο ετησίως 9 470 τόνους και εισήγαγαν 92 060 τόνους ακατέργαστου καπνού. Εξαγωγές γίνονται κυρίως προς την ΕΕ και εισαγωγές από την ΕΕ, τη Βραζιλία, τις ΗΠΑ και τη Ζιμπάμπουε.

Κατά την ίδια περίοδο, η Βουλγαρία και η Ρουμανία εξήγαγαν 22 275 τόνους και 773 τόνους και εισήγαγαν 10 747 τόνους και 20 809 τόνους. Μεταξύ των προσχωρουσών και των υποψηφίων χωρών η Βουλγαρία είναι ο μόνος καθαρός εξαγωγέας. Η Τουρκία είναι επίσης σημαντικός καθαρός εξαγωγέας (77 173 τόνοι).

Χρησιμοποίηση

Χρησιμοποίηση στην ΕΕ-15

Ο ακατέργαστος καπνός χρησιμοποιείται ("καταναλώνεται") από τη μεταποιητική βιομηχανία, ενώ η τελική κατανάλωση αναφέρεται στον αριθμό και την αξία των σιγαρέτων και των μεταποιημένων προϊόντων καπνού που πωλούνται στους καταναλωτές.

Στην ΕΕ, τα σχήματα χρησιμοποίησης του ακατέργαστου καπνού και των μεταποιημένων προϊόντων ποικίλλουν, καθόσον η ευρωπαϊκή βιομηχανία βιομηχανοποιημένου καπνού μπορεί να αποκτήσει το ακατέργαστο προϊόν από κοινοτικούς παραγωγούς, κυρίως στην Ελλάδα και την Ιταλία, καθώς και από μη κοινοτικές πηγές. Ομοίως, η εγχώρια παραγωγή ακατέργαστου καπνού μπορεί να κατευθυνθεί στο εξωτερικό και όχι στο εσωτερικό της ΕΕ. Ο συνολικός βαθμός αυτάρκειας της ΕΕ σε ακατέργαστο καπνό είναι 53%, με ελαφρά τάση για περαιτέρω μείωση. Από την άλλη πλευρά, η εσωτερική παραγωγή σιγαρέτων είναι μάλλον σταθερή, έναντι ελαφράς πτώσης στην κατανάλωση σιγαρέτων. Η αυτάρκεια της ΕΕ σε σιγαρέτα είναι επομένως θετική και αναμένεται να βελτιωθεί.

Η ΕΕ κατέχει μερίδιο 10% της συνολικής παγκόσμιας κατανάλωσης ακατέργαστου καπνού, μετά μόνο από την Κίνα (36%) και πριν από την Ινδία (8%) και τις ΗΠΑ (6%). Το 2001, η χρήση ακατέργαστου καπνού στην ΕΕ ανήλθε σε περίπου 587 000 τόνους, ενώ η κατανάλωση σιγαρέτων έφθασε τους 628 000 τόνους το 1999.

Πρόσφατα στοιχεία αναφέρουν ότι ο αριθμός των καπνιστών στην ΕΕ μειώνεται ταχύτερα από τη συνολική κατανάλωση σιγαρέτων στην ΕΕ, γεγονός που σημαίνει ότι οι απομένοντες καπνιστές καπνίζουν περισσότερο.

Τα αριθμητικά στοιχεία για σιγαρέτα ανά καπνιστή είναι εν γένει υψηλότερα για τη Δανία, την Ελλάδα, τη Γερμανία και την Ισπανία, ενώ τα χαμηλότερα επίπεδα καταγράφονται στη Σουηδία, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία και την Ιταλία. Το ποσοστό αρρένων καπνιστών είναι υψηλότερο από το ποσοστό των θηλέων παντού στην Ευρώπη, πλην της Σουηδίας.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η έκθεση αξιολόγησης για τον καπνό που συντάχθηκε από την COGEA το 2002, τόνιζε ότι η κατανάλωση σιγαρέτων στην ΕΕ δεν συνδέεται ευθέως με την ΚΟΑ για τον καπνό. Στην περίπτωση αυτή, οι τυχόν αλλαγές στην ΚΟΑ και, κατ'ακολουθία, στην κοινοτική παραγωγή καπνού δεν θα είχαν επίπτωση στην κατανάλωση σιγαρέτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Χρησιμοποίηση στις προσχωρούσες χώρες

Κατά μέσο όρο, από το 1998 έως το 2000 οι μεγαλύτεροι χρήστες ακατέργαστου καπνού μεταξύ των 10 προσχωρουσών χωρών ήταν η Πολωνία (69 109 τόνοι) και η Ουγγαρία (23 266 τόνοι). Κατά την ίδια περίοδο η κατανάλωση στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία ήταν 38 085 τόνοι και 19 772 τόνοι αντιστοίχως.

Κόστος παραγωγής, περιθώρια και γεωργικά εισοδήματα στον τομέα του καπνού

Περιθώρια στην παραγωγή καπνού

Η ανάλυση αποδοτικότητας της παραγωγής καπνού βασίζεται σε στοιχεία του ΔΙΓΕΛΠ [11] που συγκεντρώθηκαν το 1999 και 2000 με βάση ένα δείγμα εξειδικευμένων εκμεταλλεύσεων. Λόγω του περιορισμένου αριθμού εξειδικευμένων καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων, η ανάλυση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο για την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία σε περιφερειακό επίπεδο, στο πλαίσιο σχετικά ομοιογενών συνθηκών παραγωγής. Οι πέντε περιφέρειες για τις οποίες εκτιμήθηκαν το κόστος και τα περιθώρια της παραγωγής καπνού είναι η Εξτρεμαδούρα (Ισπανία), Umbria (Ιταλία), Μακεδονία-Θράκη, Θεσσαλία και Στερεά Ελλάς-Νήσοι Αιγαίου-Κρήτη (Ελλάδα).

[11] Δίκτυο Γεωργικής Λογιστικής Πληροφόρησης.

Οι δείκτες αποδοτικότητας περιλαμβάνουν το περιθώριο αγοράς (παραγωγή καπνού χωρίς τις πριμοδοτήσεις) και το συνολικό περιθώριο (παραγωγή καπνού με τις πριμοδοτήσεις), τα οποία υπολογίζονται και τα δύο επί του μεταβλητού κόστους, επί των συνολικών εισροών και επί του συνολικού οικονομικού κόστους.

Περιθώρια αγοράς

Τα περιθώρια αγοράς επί του μεταβλητού κόστους και επί των συνολικών εισροών είναι εν γένει αρνητικά σε όλες τις εξεταζόμενες περιφέρειες, με εξαίρεση τη Μακεδονία-Θράκη. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η τιμή παραγωγού για τον καπνό είναι πάρα πολύ χαμηλή για να καλύψει το κόστος της παραγωγικής δραστηριότητας, που είναι έντασης εργασίας, και αποδεικνύει σαφώς ότι η αποδοτικότητα της καπνοπαραγωγής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις επιδοτήσεις. Ωστόσο, η παραγωγή καπνού στη Μακεδονία-Θράκη έχει θετικά περιθώρια, που εξηγούνται εν μέρει από το γεγονός ότι στην περιφέρεια αυτή είναι μεγάλο το μερίδιο των ποικιλιών με υψηλή τιμή. Από την άλλη πλευρά, είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι στη Μακεδονία-Θράκη το μεγαλύτερο μέρος των εισροών εργασίας προέρχεται από την οικογένεια των κατόχων της εκμετάλλευσης, και επομένως δεν περιλαμβάνεται στο κόστος.

Συνολικά περιθώρια

Η κατάσταση μεταβάλλεται τελείως, όταν εξετασθούν τα συνολικά περιθώρια, τα οποία περιλαμβάνουν και την πριμοδότηση. Τα συνολικά περιθώρια επί του μεταβλητού κόστους, αλλά και επί των συνολικών εισροών (μεταβλητό + πάγιο κόστος), είναι σε μεγάλο βαθμό θετικά σε όλες τις περιφέρειες (και ιδίως στην Ελλάδα, όπου οι εξωτερικοί συντελεστές εν γένει δεν πληρώνονται), καθιστώντας την καπνοπαραγωγή μια ιδιαίτερα ελκυστική γεωργική δραστηριότητα.

Διάγραμμα 1 - Μέσο κόστος παραγωγής και περιθώρια ανά εκτάριο εξειδικευμένων καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων σε ορισμένες ευρωπαϊκές περιφέρειες (μέσος όρος 1999-2000)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: ΓΔ Γεωργίας, ΔΙΓΕΛΠ Ολικά έσοδα= έσοδα από την αγορά + πριμοδότηση Τεκμαρτό κόστος= οικογενειακή εργασία και κόστος έγγειας ιδιοκτησίας

Εισόδημα των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων

Για να αναλυθεί η εισοδηματική κατάσταση των καπνοπαραγωγών, είναι ενδιαφέρον να συγκριθούν τα έσοδα των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων με τα έσοδα άλλων ειδών εκμετάλλευσης.

Στο πλαίσιο αυτό, ο συνήθως χρησιμοποιούμενος δείκτης εισοδήματος για τη γεωργική δραστηριότητα είναι η Καθαρή Προστιθέμενη Αξία Εκμετάλλευσης ανά Μονάδα Ετήσιας Εργασίας (ΚΠΑΕ [12]/ΜΕΕ).

[12] Καθαρή Προστιθέμενη Αξία Εκμετάλλευσης= συνολική παραγωγή της εκμετάλλευσης + υπόλοιπο τρεχουσών επιδοτήσεων και φόρων - ενδιάμεση κατανάλωση - αποσβέσεις.

Τα δύο βασικά στοιχεία που διαδραματίζουν ρόλο για τον καθορισμό της αποδοτικότητας των εκμεταλλεύσεων είναι:

(α) το επίπεδο των περιθωρίων ανά εκτάριο που εκφράζεται από τον δείκτη ΚΠΑΕ/ΜΕΕ,

(β) η διαθέσιμη γεωργική έκθεση ανά Μονάδα Ετήσιας Εργασίας.

Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το συνολικό εισόδημα της εκμετάλλευσης δεν καθορίζεται μόνο από τη φυτική ή ζωική παραγωγή στην οποία ειδικεύεται η εκμετάλλευση, αλλά και από άλλες πιθανές "δευτερεύουσες" δραστηριότητες.

Διάγραμμα 2 - Εξέλιξη του εισοδήματος (ΚΠΑΕ/ΜΕΕ) στην ΕΕ (για τα τρία κύρια κράτη μέλη παραγωγής) ανά τύπο εκμετάλλευσης - 1990-2000 (σε τρέχουσες τιμές)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: ΓΔ Γεωργίας, ΔΙΓΕΛΠ

Η εξέλιξη του δείκτη μεταξύ 1990 και 2000 αποδεικνύει ότι οι καπνοπαραγωγοί στην ΕΕ πλήττονται από διαρθρωτικό χαμηλό επίπεδο εισοδήματος σε σύγκριση με άλλους γεωργικούς τομείς (βλ. ανωτέρω διάγραμμα). Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα έσοδα των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων ήσαν τα χαμηλότερα μεταξύ όλων των τύπων εκμετάλλευσης, με εξαίρεση τους εξειδικευμένους παραγωγούς βοείου κρέατος στην αρχή της περιόδου και τους μεικτούς παραγωγούς βοείου κρέατος - γάλακτος το τελευταίο έτος. Ούτε η εξέλιξη του εισοδήματος κατά τη δεκαετή περίοδο ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τις καπνοπαραγωγικές εκμεταλλεύσεις (+45% σε τρέχουσες τιμές ή 10% σε σταθερές τιμές και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες) σε σύγκριση με το μέσο όρο όλων των τομέων (+75% σε ονομαστικούς όρους ή 47% σε πραγματικούς όρους).

Ωστόσο, η εισοδηματική κατάσταση ποικίλλει σημαντικά στα διάφορα κράτη μέλη.

Ενώ στην Ιταλία και την Ισπανία το εισόδημα των καπνοπαραγωγών είναι αντιστοίχως ίσο και υψηλότερο από τον μέσο όρο των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στις χώρες αυτές, και πάντως υψηλότερο από τον μέσο όρο για τις τρεις χώρες, η αποδοτικότητα των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι η χαμηλότερη μεταξύ όλων των τομέων και όλων των χωρών.

Το χαμηλό εισόδημα των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ, επομένως, καθορίζεται κυρίως από την κατάσταση στην Ελλάδα, η οποία είναι η σημαντικότερη χώρα παραγωγής καπνού.

Αν και οι καπνοπαραγωγοί στην Ελλάδα επιτυγχάνουν τα καλύτερα περιθώρια ανά εκτάριο, το συνολικό τους εισόδημα είναι το χαμηλότερο. Αυτό εξηγείται από το πολύ μικρό μέγεθος των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα, όπου η διαθέσιμη ΧΓΕ ανά μονάδα εργασίας, και ιδίως στον τομέα του καπνού, είναι πολύ μικρή, και η χρήση των εισροών εργασίας ανά εκτάριο είναι πιθανότατα λίγο αποτελεσματική.

Τέλος, ένα άλλο ενδιαφέρον συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί από τον λόγο μεταξύ του υπολοίπου των τρεχουσών επιδοτήσεων και φόρων και της καθαρής προστιθέμενης αξίας: για το έτος 2000, ο δείκτης αυτός, ο οποίος μετρά την εξάρτηση των γεωργικών εσόδων από τη δημόσια στήριξη, ισούται με 98% για τους καπνοπαραγωγούς των τριών εξεταζομένων χωρών, ποσοστό που είναι μακράν το υψηλότερο σε σύγκριση με άλλους γεωργικούς τομείς.

Διάγραμμα 3 - Λόγος υπολοίπου τρεχουσών επιδοτήσεων και φόρων/Καθαρής Προστιθέμενης Αξίας Εκμετάλλευσης στην ΕΕ (για τα τρία κύρια κράτη μέλη παραγωγής) ανά τύπο εκμετάλλευσης - 2000

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Πηγή: ΓΔ Γεωργίας, ΔΙΓΕΛΠ

Συμπεράσματα

Η εικόνα η οποία προκύπτει από την ανάλυση που βασίζεται στα δεδομένα του ΔΙΓΕΛΠ ενισχύει τα αποτελέσματα της διαρθρωτικής ανάλυσης. Πράγματι, η παραγωγή καπνού είναι πολύ μεγάλης έντασης εργασίας, ιδίως στην Ελλάδα, όπου παράγονται οι ανατολικές ποικιλίες. Στην παρούσα κατάσταση με τις χαμηλές αγοραίες τιμές, το εισόδημα του παραγωγού εξασφαλίζεται κυρίως από το υψηλό επίπεδο στήριξης, το οποίο επιτρέπει να επιτυγχάνονται θετικά περιθώρια ανά εκτάριο. Χωρίς τη στήριξη, μόνο οι ανατολικές ποικιλίες στην Ελλάδα θα ήσαν επικερδείς. Ως εκ τούτου, ο τομέας του ακατέργαστου καπνού φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευπαθής.

Εάν η εισοδηματική κατάσταση των ελλήνων παραγωγών φαίνεται ιδιαίτερα δυσμενής, από την άλλη πλευρά τα υψηλότερα περιθώρια που προσφέρουν οι ανατολικές ποικιλίες αποτελούν πλεονέκτημα για τον τομέα. Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη ότι οι ανατολικές ποικιλίες είναι μεγαλύτερης έντασης εργασίας, το εξαιρετικά μικρό μέγεθος των ελληνικών εκμεταλλεύσεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το οικογενειακό εργατικό δυναμικό χρησιμοποιείται κατά τα φαινόμενα μη αποδοτικά.

Η κοινή οργάνωση αγοράς για τον καπνό

Η κοινή οργάνωση αγοράς για τον ακατέργαστο καπνό θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2075/92 του Συμβουλίου [13]. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2848/98 της Επιτροπής [14] θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής. Η ΚΟΑ σήμερα περιλαμβάνει:

[13] ΕΕ L 215 της 30.7.1992, σ. 70.

[14] ΕΕ L 358 της 31.12.1998, σ. 17.

(1) ένα σύστημα πριμοδότησης,

(2) ένα σύστημα περιορισμού της παραγωγής (εθνικά κατώφλια και σύστημα ποσοστώσεων) και προσανατολισμού της παραγωγής,

(3) μέτρα για τη μετατροπή της παραγωγής μέσω του Κοινοτικού Ταμείου Καπνού,

(4) ρυθμίσεις για το εμπόριο.

Σύστημα πριμοδότησης

Οι 34 ποικιλίες καπνού κατατάσσονται σε 8 ομάδες.

Μία και μόνη πριμοδότηση καθορίζεται για κάθε ομάδα ποικιλιών. Η πριμοδότηση κυμαίνεται από 2,15 EUR έως 4,13 EUR/kg. Ένα συμπληρωματικό ποσό που κυμαίνεται από 0,41 EUR έως 0,88 EUR/kg καθορίζεται για ορισμένες ποικιλίες καπνού σε ορισμένα κράτη μέλη, για να αντισταθμιστεί το τμήμα της πριμοδότησης που απωλέσθηκε κατόπιν της μεταρρύθμισης του 1992.

Κατά μέσο όρο, η πριμοδότηση ανέρχεται σε 2 900 EUR/τόνο που αντιστοιχούν σε 7 800 EUR/ha.

Από το 1999, η πριμοδότηση που καταβάλλεται στους παραγωγούς περιλαμβάνει ένα σταθερό μέρος και ένα μεταβλητό μέρος (30% έως 45% της πριμοδότησης, χορηγούμενο ανάλογα με την παραδιδόμενη ποιότητα).

Το ποσό της πριμοδότησης μειώνεται με κράτηση υπέρ του Ταμείου Καπνού και από το 1999 με κράτηση για την ειδική ενίσχυση που χορηγείται στις ομάδες παραγωγών.

Το Ταμείο Καπνού χρηματοδοτήθηκε με κρατήσεις ύψους, διαδοχικά, 0,5% της πριμοδότησης (εσοδεία 1993), 1% (εσοδείες 1994-1998), 2% (εσοδεία 1999-2002) και 3% (εσοδεία 2003).

Η ειδική ενίσχυση που χορηγείται στις ομάδες παραγωγών για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαχείριση του κανονισμού ανέρχεται σε 2% της πριμοδότησης.

Κατά την προσχώρησή τους, τα νέα κράτη μέλη θα έχουν τη δυνατότητα είτε να εφαρμόσουν το "κοινοτικό κεκτημένο" είτε να καταβάλουν στήριξη για τον καπνό, παράλληλα με τη στήριξη για όλα τα άλλα γεωργικά προϊόντα, με απλουστευμένο τρόπο (κατ'αποκοπή ενίσχυση ανά εκτάριο). Η Πολωνία και η Κύπρος έχουν ήδη επιλέξει αυτό το απλουστευμένο σύστημα πληρωμής.

Μέτρα προσανατολισμού και περιορισμού της παραγωγής: κατώφλιο εγγύησης και σύστημα ποσοστώσεων

Το Συμβούλιο έχει καθορίσει ένα συνολικό κατώφλιο εγγύησης ανά εσοδεία για την ΕΚ και, στο πλαίσιο της ποσότητας αυτής, ατομικά κατώφλια εγγύησης για κάθε ομάδα ποικιλιών και για κάθε κράτος μέλος παραγωγής. Τα κατώφλια εγγύησης έχουν μειωθεί ελαφρά από 348 508 τόνους ακατέργαστου καπνού σε φύλλα το 1999 σε 334 064 τόνους το 2004.

Στις προσχωρούσες χώρες έχουν χορηγηθεί συνολικά κατώφλια εγγύησης ύψους 52 353 τόνων, που κατανέμονται ως εξής: Πολωνία 37 933 τόνοι, Ουγγαρία 12 355 τόνοι, Σλοβακία 1 715 τόνοι και Κύπρος 350 τόνοι.

Σε κάθε κράτος μέλος, ποσότητες των κατωφλίων εγγύησης μπορούν να μεταβιβάζονται από μία ομάδα ποικιλιών σε άλλη, με ουδέτερο δημοσιονομικά τρόπο. Το μέτρο αυτό έχει καταστήσει δυνατή τη μετατόπιση της παραγωγής προς ποικιλίες με υψηλότερη ζήτηση στην αγορά, οι οποίες αποφέρουν καλύτερες τιμές.

Για να εξασφαλιστεί η τήρηση των κατωφλίων εγγύησης, το Συμβούλιο έχει επιβάλει ένα καθεστώς ποσοστώσεων παραγωγής. Τα κράτη μέλη διανέμουν τις ποσοστώσεις ανά ποικιλία μεταξύ ομάδων παραγωγών και μεμονωμένων παραγωγών αναλογικά προς τη μέση ποσότητα καπνού που παρέδωσαν στη βιομηχανία πρώτης μεταποίησης κατά την τριετία που προηγείται της πλέον πρόσφατης εσοδείας. Για να υπάρχει ευελιξία, οι παραγωγοί μπορούν να αγοράζουν και να πωλούν ποσοστώσεις εντός των συνόρων του κράτους μέλους.

Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν εθνικό απόθεμα ποσοστώσεων παραγωγής, το οποίο μπορεί να φθάσει μεταξύ του 0,5% και του 2% του συνολικού εθνικού κατωφλίου εγγύησης.

Η διαδικασία δημοπρασίας η οποία προβλέπεται για τις καλλιεργητικές συμβάσεις δεν έχει εφαρμοστεί, διότι η έλλειψη πρώτων μεταποιητών δεν επιτρέπει πραγματικό ανταγωνισμό στα περισσότερα κράτη μέλη παραγωγής. Στα κράτη μέλη που διαθέτουν επαρκή αριθμό πρώτων μεταποιητών και στα οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, οι μικροί μεταποιητές αντιτάχθηκαν στο σύστημα, διότι εφοβούντο ότι δεν θα ήσαν σε θέση να ανταγωνιστούν τους μεγάλους μεταποιητές. Η βιομηχανία έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για ένα σύστημα δημοπρασίας για τον ακατέργαστο καπνό σε φύλλα, παρά για τις συμβάσεις.

Οι παραγωγοί που αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τον τομέα εθελουσίως μπορούν να πωλήσουν την ποσόστωσή τους στην ΕΕ μέσω του προγράμματος εξαγοράς ποσοστώσεων. Τα εθνικά κατώφλια εγγύησης μειώνονται ανάλογα. Μεταξύ 1999 και 2001 η ποσότητα των ποσοστώσεων που αποσύρθηκε από την αγορά με τον τρόπο αυτό ήταν οριακή. Το 2002, ωστόσο, επειδή αυξήθηκαν οι τιμές εξαγοράς, τα αποτελέσματα βελτιώθηκαν σημαντικά.

Το Κοινοτικό Ταμείο Καπνού

Η ΚΟΑ προβλέπει τη δημιουργία ενός Κοινοτικού Ταμείου Καπνού [15]. Πριν από το 2002, το Ταμείο αυτό χρησιμοποιείτο για τη χρηματοδότηση γεωργικής έρευνας σχετικά με τις ποικιλίες καπνού και τις μεθόδους παραγωγής και για ενημερωτικές ενέργειες για να βελτιωθεί η κατανόηση του κοινού σχετικά με τις επιβλαβείς συνέπειες της κατανάλωσης καπνού. Από το 2003, το σκέλος της γεωργικής έρευνας μεταφέρθηκε στο έκτο πρόγραμμα - πλαίσιο έρευνας. Αντίθετα, το Ταμείο μπορεί τώρα να χρηματοδοτεί ενέργειες, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα στους καπνοπαραγωγούς που έχουν πωλήσει την ποσόστωσή τους στο πρόγραμμα εξαγοράς να στραφούν σε άλλες καλλιέργειες ή οικονομικές δραστηριότητες που δημιουργούν απασχόληση. επίσης χρηματοδοτεί μελέτες σχετικά με τις δυνατότητες των παραγωγών να στραφούν σε άλλες καλλιέργειες ή δραστηριότητες.

[15] Βλέπε "Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη χρήση των πιστώσεων του Κοινοτικού Ταμείου Καπνού" COM(2003) ... [βρίσκεται στο στάδιο της έγκρισης από την Επιτροπή].

Χρηματοδότηση εκστρατειών κατά της κατανάλωσης καπνού

Στο παρελθόν το Ταμείο Καπνού δεν χρησιμοποιείτο πλήρως. Από το 1993 έως το 2001, δαπανήθηκαν 31,4 εκατ. EUR για 19 ενημερωτικά έργα υπό τη διαχείριση της ΓΔ Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών. Το 2001, η ΓΔ Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών άρχισε τριετή εκστρατεία πρόληψης κατά της κατανάλωσης καπνού από τους εφήβους (ηλικίας 12-18 ετών) με ετήσιο προϋπολογισμό 6 εκατ. EUR. Παράλληλα, η ΓΔ Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών αναπτύσσει νέες πρωτοβουλίες, για να βελτιωθούν οι γνώσεις στον τομέα της πρόληψης της κατανάλωσης καπνού, αλλά και για να υποστηρίξει τις πολιτικές και νομοθετικές της πρωτοβουλίες. Οι ειδικοί των μέσων ενημέρωσης θεωρούν τον προϋπολογισμό αυτό πολύ χαμηλό για να έχει κρίσιμη επίπτωση.

Μέτρα για τη μετατροπή της παραγωγής

Από το 2003, τα κράτη μέλη μπορούν να καταρτίζουν εθνικά προγράμματα για τη στροφή των καπνοκαλλιεργητών προς άλλες καλλιέργειες και δραστηριότητες. Οι μεμονωμένοι παραγωγοί που έχουν εγκαταλείψει τον τομέα του καπνού και έχουν πωλήσει την ποσόστωσή τους στο πρόγραμμα εξαγοράς μπορούν να υποβάλλουν ατομικά σχέδια μετατροπής (στροφή σε άλλες καλλιέργειες, κατάρτιση για διαφοροποίηση, δημιουργία υποδομής για την εμπορία προϊόντων ποιότητας).

Οι δημόσιες αρχές των περιοχών παραγωγής και οι δημόσιοι ερευνητικοί οργανισμοί στον τομέα της γεωπονίας ή/και της αγροτικής οικονομίας μπορούν να υποβάλλουν σχέδια γενικού ενδιαφέροντος (μελέτες, υπηρεσίες προσανατολισμού και συμβουλευτικές υπηρεσίες, καινοτόμα έργα επίδειξης). Η χρηματοδότηση της ΕΕ μπορεί να καλύπτει ποσοστό μέχρι 75% του συνολικού ποσού για τις ατομικές ενέργειες ή μέχρι 100% για τις συλλογικές ενέργειες γενικού ενδιαφέροντος.

Το 2003, υποβλήθηκαν στα κράτη μέλη 680 ατομικά έργα και 14 έργα γενικού ενδιαφέροντος. Η ατομική μετατροπή καλλιεργειών προσανατολίζεται ως επί το πλείστον προς (κατά φθίνουσα σειρά) την καλλιέργεια κηπευτικών, την παραγωγή ελαιών, τον αγροτουρισμό, τα μεταποιημένα κηπευτικά προϊόντα, την παραγωγή οπωρικών και σιτηρών.

Καθεστώς συναλλαγών με τις τρίτες χώρες

Το καθεστώς συναλλαγών περιλαμβάνει:

- Κοινό δασμό με ύψος που εξαρτάται από το είδος και την ποικιλία, από 11,2% της αξίας κατά την εισαγωγή (με ελάχιστο 22 EUR και μέγιστο 56 EUR/καθαρό kg) έως 18,4% (με ελάχιστο 22 EUR και μέγιστο 24 EUR/100 καθαρά kg).

- Όσον αφορά τις διμερείς ή μονομερείς δασμολογικές προτιμήσεις, η ΕΕ έχει χορηγήσει απαλλαγή από τους δασμούς για τις εισαγωγές των χωρών ΑΚΕ και των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών στο σύστημα ΣΓΠ, με εξαίρεση τη Μιανμάρη και την ομάδα των Άνδεων/Κεντρικής Αμερικής. Μειωμένος δασμός έχει χορηγηθεί στο Μεξικό, τη Νότιο Αφρική και τις άλλες χώρες του ΣΓΠ. Τέλος, η Μολδαβία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία απολαύουν μειωμένων δασμών στο πλαίσιο μιας προτιμησιακής εισαγωγικής ποσόστωσης.

Δεν υπάρχουν προτιμησιακές εισαγωγικές ποσοστώσεις σε επίπεδο ΠΟΕ ούτε εξαγωγικές επιδοτήσεις, οι οποίες καταργήθηκαν από την κοινοτική νομοθεσία το 1993.

ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΚΟΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΚΓΠ

Στόχος της μεταρρύθμισης του καθεστώτος για τον καπνό είναι όχι μόνο να αυξηθεί η εν γένει συνεκτικότητα μεταξύ των βασικών πολιτικών της Ένωσης, και στη συγκεκριμένη περίπτωση κυρίως μεταξύ της ΚΓΠ και της πολιτικής για τη δημόσια υγεία, αλλά και να συμπεριληφθεί η εν λόγω τομεακή πολιτική στη νέα μεταρρυθμιστική διαδικασία που συμφωνήθηκε με τον συμβιβασμό του Συμβουλίου στις 26 Ιουνίου 2003.

Εσωτερικοί περιορισμοί

Με την αναμόρφωση της ΚΓΠ, ορισμένοι από τους στόχους τους οποίους επεδίωκε προηγουμένως η ΚΟΑ του καπνού δεν έχουν πλέον σημασία. Ορισμένα μέσα δεν είναι κατάλληλα για το νέο πλαίσιο. άλλα δεν σημείωσαν καλές επιδόσεις και έτσι απέτυχαν να υλοποιήσουν τους στόχους τους, αν και αυτοί παραμένουν σημαντικοί.

- Η βαρειά εξάρτηση από την πριμοδότηση για την καλλιέργεια καπνού αποτελεί βασικό μειονέκτημα της παρούσας ΚΟΑ. Εάν εξετασθεί ο λόγος της πριμοδότησης προς τα συνολικά έσοδα από την αγορά και την πριμοδότηση, αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο το 76%.

- Οι τιμές κατά την εισαγωγή παραμένουν ακόμη πολύ υψηλότερες από τις εγχώριες τιμές, έστω και αν οι τελευταίες έχουν βελτιωθεί από την τελευταία τροποποίηση της ΚΟΑ το 1998. Πράγματι, ο λόγος τιμή αγοράς/καθαρή πριμοδότηση παραμένει μάλλον χαμηλός.

- Η παρούσα ΚΟΑ έχει εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο απασχόλησης, ιδίως του οικογενειακού εργατικού δυναμικού. Ωστόσο, το κόστος για τον κοινοτικό προϋπολογισμό (963 εκατ. EUR το 2002) είναι υπερβολικά υψηλό σε σύγκριση με άλλους τομείς. Ο λόγος μεταξύ του βάρους της ακαθάριστης εμπορεύσιμης παραγωγής προς το κοινοτικό κόστος στήριξης είναι ο υψηλότερος (1 προς 6) για την ΚΟΑ καπνού. Ο τομέας με το δεύτερο κατά σειρά υψηλότερο λόγο στήριξης είναι της ζάχαρης, με λόγο 1 προς 2,70, ακολουθούμενος από τον τομέα των σιτηρών, με λόγο 1 προς 2,27.

- Η ισορροπία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά έχει βελτιωθεί, αλλά ορισμένες ομάδες ποικιλιών, ιδίως εκείνες που στρέφονται προς την παραγωγή παραδοσιακών σκουρόχρωμων σιγαρέτων, είναι προβληματικές.

- Ο μηχανισμός εξαγοράς που εφαρμόστηκε για να διευκολύνει την εγκατάλειψη του τομέα από τους λιγότερο ανταγωνιστικούς παραγωγούς, φαίνεται ότι δεν χρησιμοποιήθηκε επαρκώς και ως εκ τούτου φαίνεται ακατάλληλος για την επίτευξη του σκοπού του, παρά ορισμένες βελτιώσεις κατά τα τελευταία έτη.

Εκτός από τα προβλήματα αυτά, η παρούσα ΚΟΑ, βασιζόμενη σε συνδεδεμένες με την παραγωγή ενισχύσεις που υπάγονται στην «κίτρινη δέσμη μέτρων» ("Amber box" - δηλαδή που στρεβλώνουν τις συναλλαγές), αντιμετωπίζει αυξανόμενους περιορισμούς σε δύο τομείς:

- υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η οποία οφείλεται στις επιπτώσεις, ήδη ορατές, των συνδεδεμένων ενισχύσεων,

- την πρόταση της Κοινότητας στον ΠΟΕ, και ιδίως τη δέσμευση να μειωθεί η στήριξη που υπάγεται στο "Amber box" κατά 45%.

Αναμορφωμένοι στόχοι της ΚΓΠ και βελτιωμένη συνεκτικότητα με τις άλλες κοινοτικές πολιτικές

Όπως και οι υπόλοιπες ΚΟΑ, η κοινή οργάνωση αγοράς για τον καπνό πρέπει να αναμορφώσει τους στόχους της σύμφωνα με το νέο οικονομικό πλαίσιο και τις προσδοκίες των καταναλωτών και των φορολογουμένων. Οι κυριότερες πτυχές της αναμορφωμένης ΚΓΠ που έχουν σχέση με την εν λόγω ΚΟΑ είναι οι εξής:

(1) η προώθηση μιας παραγωγής καπνού σε μεγαλύτερο βαθμό αειφόρου και στραμμένης προς την αγορά. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί εάν συμπεριληφθεί η τρέχουσα συνδεδεμένη με την παραγωγή άμεση ενίσχυση στην αποσυνδεδεμένη Ενιαία Ενίσχυση ανά Εκμετάλλευση, η οποία βασίζεται σε ιστορικά στοιχεία και υπόκειται σε υποχρεώσεις συμμόρφωσης.

(2) ένας γεωργικός τομέας ικανός να επιτύχει δίκαιο και σταθερό βιοτικό επίπεδο για τους γεωργούς χωρίς να εισπράττουν απαράδεκτες επιδοτήσεις.

(3) η ανάγκη να προβλεφθεί καλύτερη ισορροπία στήριξης και να ενισχυθεί η αγροτική ανάπτυξη μέσω της μεταφοράς κονδυλίων από τον πρώτο στο δεύτερο πυλώνα της ΚΓΠ και μέσω της διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής των μέσων που είναι σήμερα διαθέσιμα για την αγροτική ανάπτυξη.

(4) η συμβολή σε μια απλούστερη γεωργική πολιτική.

(5) η αυστηρή τήρηση των δημοσιονομικών περιορισμών που αποφασίστηκαν τον Οκτώβριο 2002 στο Συμβούλιο των Βρυξελλών στο πλαίσιο μιας διευρυμένης Ένωσης.

Συνεκτικότητα με τους στόχους της αειφόρου ανάπτυξης

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Gφteborg, η Επιτροπή υπέβαλε μια ανακοίνωση σχετικά με τη στρατηγική της ΕΕ για την αειφόρο ανάπτυξη [16] (Μάιος 2001), η οποία αναφερόταν ειδικά στον τομέα του καπνού.

[16] Ανακοίνωση της Επιτροπής: Αειφόρος ανάπτυξη της Ευρώπης για ένα καλύτερο κόσμο: Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αειφόρο ανάπτυξη (COM(2001) 264 τελικό της 15.5.2001).

"Κατόπιν της εκτίμησης του καθεστώτος που διέπει τον καπνό η οποία θα διεξαχθεί το 2002, προσαρμογή του καθεστώτος ώστε να επιτρέπει τη σταδιακή κατάργηση των επιχορηγήσεων για τα καπνά προβλέποντας ταυτοχρόνως μέτρα ανάπτυξης εναλλακτικών πηγών εισοδήματος και οικονομικές δραστηριότητες για τους εργαζόμενους στα καπνά και τους καλλιεργητές και λήψη απόφασης για μια σύντομη προθεσμία αναλόγως".

Όπως αναγνωρίστηκε πλήρως από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και δηλώθηκε σαφώς κατά τη διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους, ο καπνός είναι ένα γεωργικό προϊόν με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθόσον συνδέεται με τη δημόσια υγεία και την αγροτική απασχόληση.

Επιπλέον, ο στόχος της αειφόρου ανάπτυξης πρέπει να επιτευχθεί όχι μόνο στο εσωτερικό της Ένωσης, αλλά και στο πλαίσιο πολιτικών που προωθούνται στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Όλοι αυτοί οι εσωτερικοί και εξωτερικοί στόχοι καθιστούν αναγκαίο να καθοριστεί κατά πόσον οι επιδοτήσεις στην παραγωγή καπνού συμβιβάζονται με τις πολιτικές που αποσκοπούν στη διατήρηση των οικονομικών και κοινωνικών διαρθρώσεων και στη μείωση της κατανάλωσης καπνού στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να εξεταστούν διάφορες πολιτικές επιλογές.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Για την επίλυση των προβλημάτων που ενυπάρχουν στην παρούσα ΚΟΑ και για την επίτευξη των νέων στόχων της ΚΓΠ, η κοινή οργάνωση αγοράς για τον καπνό μπορεί να αναμορφωθεί μέσω της τροποποίησης ορισμένων μέτρων και της θέσπισης ορισμένων νέων. Έχουν μελετηθεί τρεις βασικές επιλογές.

Επιλογή 1: Παράταση της παρούσας ΚΟΑ

Εάν αποφασισθεί να παραταθεί η παρούσα ΚΟΑ, θα είναι παρά ταύτα αναγκαίο να προσαρμοσθούν ορισμένοι από τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται σήμερα για τη διαχείριση της αγοράς.

* Το εμπορικό καθεστώς του ακατέργαστου καπνού της ΕΕ είναι ιδιάζον, δεδομένου ότι οι τιμές παραγωγού είναι πολύ χαμηλότερες από τις τιμές εισαγωγής. Ωστόσο, η καλή ποιότητα του ακατέργαστου καπνού της ΕΕ αναμένεται να εξασφαλίσει αύξηση των τιμών, εάν μειωθούν τα επίπεδα της πριμοδότησης.

* Το κατώφλι εγγύησης για τις ποικιλίες που δεν έχουν προφανείς διεξόδους στην αγορά πρέπει να καταργηθεί πλήρως ή να μειωθεί κατά το πρώτο έτος εφαρμογής της νέας ΚΟΑ. Πρέπει επίσης να καταργηθεί η συμπληρωματική στήριξη για ορισμένες ποικιλίες.

* Η εγκατάλειψη της δραστηριότητας από οριακούς και ηλικιωμένους παραγωγούς πρέπει να διευκολυνθεί μέσω ενός προγράμματος εξαγοράς με τους ίδιους όρους όπως και σήμερα.

* Η υποχρεωτική εφαρμογή του συστήματος δημοπρασιών για τις παραγόμενες ποσότητες αναμένεται να βελτιώσει περαιτέρω την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της αγοράς. Αυτό θα σημαίνει επίσης ότι θα μπορεί να εγκαταλειφθεί η ιδιαίτερα πολύπλοκη εφαρμογή του μεταβλητού μέρους της πριμοδότησης.

* Οι οικονομίες που θα επιτευχθούν μέσω της μείωσης των πριμοδοτήσεων και της κατάργησης ή της μείωσης των κατωφλίων θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση ενός αναδιαρθρωμένου Ταμείου Καπνού.

Επιλογή 2: Αποσύνδεση από την παραγωγή σύμφωνα με τις αρχές της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ

* Με τη χρησιμοποίηση μιας προσέγγισης κατά στάδια, αυξανόμενο τμήμα της σημερινής συνδεδεμένης με την παραγωγή πριμοδότησης του καπνού θα αποσυνδεθεί και θα συμπεριληφθεί στην Ενιαία Ενίσχυση ανά Εκμετάλλευση: οι επιδοτήσεις δεν θα είναι πλέον συνδεδεμένες με τη συγκεκριμένη καλλιέργεια και οι παραγωγοί θα είναι ελεύθεροι να συνεχίσουν την παραγωγή καπνού ή να στραφούν σε διαφορετική χρησιμοποίηση της γης τους. Η αποσύνδεση μπορεί να εισαχθεί βαθμιαία, αλλά θα είναι πλήρης κατά το τέλος της περιόδου σταδιακής εφαρμογής.

Η κατά στάδια εφαρμογή της αποσύνδεσης θα είναι αναγκαία, για να αποφευχθεί η διατάραξη της παραγωγής και των τοπικών οικονομιών και για να δοθεί η δυνατότητα στις αγοραίες τιμές να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Για να αποφευχθεί οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή των γεωργικών εισοδημάτων, σε κάθε στάδιο ένα σταθερό τμήμα της σημερινής συνδεδεμένης με την παραγωγή πριμοδότησης καπνού θα αποσυνδέεται και θα συμπεριλαμβάνεται στην Ενιαία Ενίσχυση ανά Εκμετάλλευση.

* Το Ταμείο Καπνού, με τη σημερινή μορφή, θα καταργηθεί σταδιακά και θα αντικατασταθεί από ένα νέο εργαλείο, ένα δημοσιονομικό συνολικό κονδύλιο αναδιάρθρωσης των καπνοπαραγωγικών περιοχών, το οποίο θα περιλαμβάνει μέτρα για τους εργαζομένους που δεν ανήκουν στην οικογένεια του παραγωγού στις περιφέρειες παραγωγής. Είναι σημαντικό οι πόροι για την αγροτική ανάπτυξη να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με το κονδύλιο αναδιάρθρωσης, ώστε να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των αγροτικών καπνοπαραγωγικών περιοχών. Για να διατηρηθεί ο μηχανισμός όσο το δυνατόν απλούστερος, πρέπει να έχει συνοχή με τα υφιστάμενα εργαλεία της πολιτικής για την αγροτική ανάπτυξη και να δημιουργήσει συνέργειες. Δεν πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα να προστεθούν συγκεκριμένα μέτρα στο πλαίσιο των σχεδίων αγροτικής ανάπτυξης.

* Η επιλογή αυτή δεν θίγει το ζήτημα της χρηματοδότησης των εκστρατειών κατά του καπνίσματος, το οποίο θα εξεταστεί στο κατάλληλο πλαίσιο.

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της προσέγγισης κατά στάδια:

* Στη διάρκεια της περιόδου σταδιακής εφαρμογής της αποσύνδεσης, οι ποσοστώσεις καπνού θα διατηρηθούν ως μέσα για τον καθορισμό του συνολικού κονδυλίου για τη συνδεδεμένη με την παραγωγή πριμοδότηση καπνού. Η παραγωγή εκτός ποσοστώσεων θα επιτρέπεται, αλλά χωρίς την καταβολή συνδεδεμένων πριμοδοτήσεων.

* Για να αποφευχθεί η εμφάνιση επίδρασης κατωφλίου (threshold effects) κατά τη σταδιακή κατάργηση των συνδεδεμένων ενισχύσεων, θα γίνει διάκριση, από την άποψη του όγκου παραγωγής ανά εκμετάλλευση, μεταξύ του τμήματος της παραγωγής από 0 έως 3,5 τόνους, του τμήματος από 3,5 έως 10 τόνους και του τμήματος άνω των 10 τόνων.

* Σε κάθε στάδιο και για κάθε τμήμα παραγωγής, ένα μέρος της σημερινής συνδεδεμένης με την παραγωγή πριμοδότησης καπνού θα μετατρέπεται σε αποσυνδεδεμένη ενίσχυση του παραγωγού και ένα μέρος θα μεταφέρεται στο δημοσιονομικό συνολικό κονδύλιο αναδιάρθρωσης.

* Κατά το πρώτο στάδιο, για όλους τους παραγωγούς η συνδεδεμένη ενίσχυση που θα αντιστοιχεί στο τμήμα παραγωγής από 0 έως 3,5 τόνους θα αποσυνδεθεί πλήρως και θα προστεθεί στην Ενιαία Ενίσχυση ανά Εκμετάλλευση κάθε παραγωγού. Πέραν των πρώτων 3,5 τόνων θα αποσυνδεθεί μόνο ένα μέρος της συνδεδεμένης ενίσχυσης, και ένα μέρος θα μεταφερθεί στο κονδύλιο αναδιάρθρωσης.

* Κατά τα επόμενα δύο στάδια, το υπόλοιπο της συνδεδεμένης ενίσχυσης θα καταργηθεί προοδευτικά, αυξάνοντας βαθμιαία:

- το προς αποσύνδεση μέρος το οποίο θα προστίθεται στην Ενιαία Ενίσχυση ανά Εκμετάλλευση κάθε παραγωγού.

- το μέρος που θα μεταφέρεται στο δημοσιονομικό κονδύλιο αναδιάρθρωσης.

* Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία αποσύνδεσης, θα έχουν αναδιανεμηθεί οι σημερινές συνδεδεμένες με την παραγωγή πριμοδοτήσεις καπνού στην Ενιαία Ενίσχυση ανά Εκμετάλλευση και θα είναι διαθέσιμο ένα κονδύλιο αναδιάρθρωσης συνολικού ύψους περίπου 150 εκατ. EUR. Επιπλέον, θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα Διαρθρωτικά Ταμεία για την προώθηση εναλλακτικών δραστηριοτήτων.

Επιλογή 3: βαθμιαία κατάργηση στο πλαίσιο μιας τομεακής προσέγγισης

Η προσέγγιση αυτή διατηρεί το σημερινό πλαίσιο, αλλά μειώνει βαθμιαία τα μοναδιαία ποσά, π.χ. σε δέκα στάδια του 10%.

* Η στήριξη θα καταργηθεί προοδευτικά στη διάρκεια μιας δεκαετούς περιόδου, κατά ποσοστό 10% ετησίως. Κατά την περίοδο αυτή η σημερινή ΚΟΑ θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται χωρίς τροποποίηση, με την εξαίρεση ότι το σύστημα δημοπρασιών για τη χορήγηση ποσοστώσεων θα καταστεί υποχρεωτικό.

* Το Ταμείο Καπνού επίσης θα καταργηθεί σταδιακά και οι προοδευτικές οικονομίες θα διατεθούν καθ'ολοκληρία στο δημοσιονομικό κονδύλιο αναδιάρθρωσης, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι νέες ανάγκες αναδιάρθρωσης σε ολόκληρο τον τομέα του καπνού. Όπως και στην επιλογή 2, θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα Διαρθρωτικά Ταμεία για να συμπληρωθούν τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης που εφαρμόζονται στις πληττόμενες περιφέρειες.

* Η επιλογή αυτή δεν θίγει το ζήτημα της χρηματοδότησης των εκστρατειών κατά του καπνίσματος, το οποίο θα εξεταστεί στο κατάλληλο πλαίσιο.

Συνοπτικός πίνακας των τριών επιλογών

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

* κατά την περίοδο της σταδιακής κατάργησης

Οποιαδήποτε αλλαγή στην κοινοτική στήριξη των καπνοπαραγωγών θα πρέπει πρώτα να λάβει υπόψη την προβλεπόμενη επίπτωση στις περιοχές και τους φορείς που εμπλέκονται άμεσα και έμμεσα, δηλαδή όχι μόνο σε επίπεδο παραγωγής, αλλά και στο στάδιο της εμπορίας, της μεταποίησης, των συναλλαγών, της αγροτικής ανάπτυξης, της δημόσιας υγείας, του περιβάλλοντος και της παρακολούθησης.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Επίπτωση στην αγορά και στο εισόδημα

Επίπτωση στην παραγωγή και στις τιμές

Η επίπτωση των διαφόρων επιλογών στις αγορές και στις τιμές πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη ορισμένα σημαντικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παραγωγής καπνού, και συγκεκριμένα:

- το χαμηλό μέσο επίπεδο εισοδήματος λόγω του μικρού μεγέθους των εκμεταλλεύσεων και του υψηλού κόστους,

- την επακόλουθη υψηλή εξάρτηση του εισοδήματος από τις συνδεδεμένες πριμοδοτήσεις που χορηγούνται σήμερα,

- την αρνητική επίδραση των πριμοδοτήσεων στα επίπεδα των εγχώριων τιμών, τα οποία είναι πολύ χαμηλά, εάν συγκριθούν με τις τιμές των διεθνών αγορών.

Επιλογή 1

Εφόσον οι αλλαγές θα περιορίζονται στην προσαρμογή της σημερινής ΚΟΑ, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των πριμοδοτήσεων, η επίπτωση στην παραγωγή θα είναι επίσης περιορισμένη. Πράγματι, επειδή η στήριξη θα παραμείνει συνδεδεμένη με την παραγωγή, τα τρέχοντα επίπεδα παραγωγής θα πρέπει να διατηρηθούν για να μεγιστοποιηθούν οι πριμοδοτήσεις. Οι μη αποτελεσματικοί παραγωγοί επομένως θα εξακολουθήσουν να παράγουν καπνό. Μια μικρή πτώση της παραγωγής θα μπορούσε να προέλθει μόνο από τις ποικιλίες, για τις οποίες το κατώφλι θα καταργηθεί ή θα μειωθεί, και τούτο μόνον εάν ο παραγωγός δεν θα μπορεί να στραφεί σε άλλες ποικιλίες.

Συνέπεια αυτής της ελαφράς πτώσης της παραγωγής, σε συνδυασμό με την περικοπή των πριμοδοτήσεων, θα είναι η αύξηση των τιμών, σύμφωνη με την τρέχουσα τάση, δεδομένου ότι το σημερινό υψηλό επίπεδο των πριμοδοτήσεων είναι γνωστό ότι έχει αρνητική επίδραση στις εγχώριες τιμές. Η ακριβής επίπτωση θα εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το ύψος των περικοπών που θα αποφασιστούν.

Η υποχρεωτική εφαρμογή του συστήματος δημοπρασιών για την κατανομή των ποσοστώσεων θα έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας της αγοράς.

Επιλογή 2

Με την αποσύνδεση από την παραγωγή, επειδή η πριμοδότηση δεν συνδέεται πλέον με την παραγόμενη ποσότητα αλλά με μια ιστορική βάση, οι παραγωγοί θα ανταποκρίνονται περισσότερο στα σήματα που εκπέμπουν οι αγορές και θα παράγουν ανάλογα με τη ζήτηση. Αυτό συνεπάγεται τις ακόλουθες αλλαγές:

- Εκτατικοποίηση για πολλούς παραγωγούς και αναζήτηση ποικιλιών καλύτερης ποιότητας.

- Διακοπή της παραγωγής από τους γεωργούς που τώρα παράγουν με ζημία με σκοπό να λάβουν τη συνδεδεμένη πριμοδότηση.

- Διατήρηση της καλλιέργειας μόνο ποικιλιών ποιότητας που βρίσκουν επικερδείς διεξόδους στην αγορά.

Το αποτέλεσμα θα είναι απότομη πτώση της παραγωγής. Οι μόνες περιφέρειες όπου θα εξακολουθήσει να καλλιεργείται καπνός σε σημαντική κλίμακα θα βρίσκονται στην Ελλάδα, όπου θα επικρατήσουν οι ποικιλίες, για τις οποίες η αγοραία τιμή καλύπτει το μεταβλητό κόστος.

Αυτή η ποιοτική και ποσοτική εξέλιξη της παραγωγής θα οδηγήσει σε αύξηση των εγχώριων τιμών σε σχέση με τα σημερινά σχετικά χαμηλά επίπεδά τους.

Επιλογή 3

Βάσει της επιλογής αυτής, η σταδιακή κατάργηση της πριμοδότησης, έστω και σε μεγάλο χρονικό διάστημα (10 έτη), θα επιφέρει πολύ μεγάλη μείωση της παραγωγής, ακόμη και για τις ποικιλίες με ικανοποιητικές εξαγωγές και αφού ληφθεί υπόψη η πιθανή επακόλουθη αύξηση των εγχώριων τιμών.

Όπως και για την επιλογή 1, η υποχρεωτική εφαρμογή του συστήματος δημοπρασιών για την κατανομή των ποσοστώσεων αναμένεται να βελτιώσει περαιτέρω την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της αγοράς.

Επίπτωση στο εισόδημα

Η επίπτωση των μεταρρυθμιστικών επιλογών για τον καπνό εκτιμήθηκε με τη βοήθεια στατικών προσομοιώσεων που βασίστηκαν σε δεδομένα του ΔΙΓΕΛΠ. Οι προσομοιώσεις αυτές εμφανίζουν τα αποτελέσματα της πιθανής μείωσης των πριμοδοτήσεων καπνού, η οποία θα συνοδεύεται από την πιθανή αύξηση των τιμών του καπνού.

Αφετηρία όλων των προσομοιώσεων είναι η βάση δεδομένων με το κόστος παραγωγής, τα έσοδα από την αγορά και τις πριμοδοτήσεις ανά εκτάριο καπνού, τα οποία υπολογίζονται για εξειδικευμένες εκμεταλλεύσεις σε πέντε ευρωπαϊκές περιφέρειες. Η εν λόγω βάση δεδομένων έχει ήδη χρησιμοποιηθεί στην περιγραφική ανάλυση. Βάσει των δεδομένων αυτών, αλλά και άλλων πληροφοριών (π.χ. μέση έκταση που καλλιεργείται με καπνό και εισροή εργασίας) υπολογίζεται το εισόδημα από την παραγωγή καπνού για την τρέχουσα περίοδο, το οποίο θεωρείται ως η αφετηρία (βασικά δεδομένα).

Οι δείκτες εισοδήματος [17] που χρησιμοποιούνται στις αναλύσεις είναι το Οικογενειακό Εισόδημα Εκμετάλλευσης (ΟΕΕ) και το Οικογενειακό Εισόδημα Εκμετάλλευσης ανά Μονάδα Οικογενειακής Εργασίας (ΟΕΕ/ΜΟΕ). Το ΟΕΕ ορίζεται ως το σύνολο των εσόδων από την αγορά συν οι πριμοδοτήσεις μείον οι συνολικές εισροές. Η επιλογή του δείκτη αυτού δικαιολογείται από το γεγονός ότι, αντίθετα από την Καθαρή Προστιθέμενη Αξία Εκμετάλλευσης (η οποία αντιπροσωπεύει την αμοιβή του συνολικού εργατικού δυναμικού της εκμετάλλευσης), αναφέρεται μόνο στα έσοδα του γεωργού επιχειρηματία και της οικογένειάς του, οι οποίοι είναι εντέλει υπεύθυνοι για τις αποφάσεις σχετικά με την παραγωγή της εκμετάλλευσης.

[17] Λεπτομέρειες στο παράρτημα 8.

Αν δεχθούμε ότι η δομή του κόστους παραμένει αμετάβλητη με την πάροδο του χρόνου, το ΟΕΕ και το ΟΕΕ/ΜΟΕ για τις μεταρρυθμιστικές επιλογές υπολογίζονται με εφαρμογή στα βασικά δεδομένα της μείωσης των πριμοδοτήσεων που προβλέπονται από τη συγκεκριμένη επιλογή, καθώς και της πιθανής αύξησης τιμών. Η αύξηση τιμών θεωρείται πιθανή κατόπιν της πιθανής εγκατάλειψης ενός μέρους της παραγωγής καπνού μετά την περικοπή των επιδοτήσεων.

Η επίπτωση των διαφόρων επιλογών πολιτικής στο εισόδημα από την παραγωγή καπνού εκτιμάται μέσω της σύγκρισης των δεικτών εισοδήματος των προσομοιώσεων με τους αντίστοιχους δείκτες στα βασικά δεδομένα.

Για όλες τις αναλύσεις που παρουσιάζονται παρακάτω ισχύει η παραδοχή ότι, εάν η συνδεδεμένη με την παραγωγή πριμοδότηση καπνού είναι τουλάχιστον κατά ένα τρίτο χαμηλότερη απ'ό,τι στα βασικά δεδομένα, οι τιμές του καπνού θα αυξηθούν κατά 100% στην Ιταλία και την Ισπανία και κατά 25% στην Ελλάδα. Το τεράστιο χάσμα μεταξύ των εγχώριων τιμών παραγωγού για τον καπνό και των τιμών που καταβάλλουν οι πρώτοι μεταποιητές για τον καπνό που εισάγεται από χώρες εκτός ΕΕ, αφού ληφθούν επίσης υπόψη τα διάφορα στάδια μεταποίησης, τα έξοδα μεταφοράς και ασφάλισης και οι διαφορές στην ποιότητα, αποδεικνύει ότι υπάρχει περιθώριο για αυξήσεις τιμών του μεγέθους αυτού.

Επιλογές 1 και 3

Αντικείμενο προσομοίωσης ήταν η επίπτωση μιας μείωσης της πριμοδότησης καπνού στο εισόδημα της μέσης εκμετάλλευσης.

Τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι ήδη μετά από μείωση κατά 50% της πριμοδότησης, το μέσο ΟΕΕ/ΜΟΕ από την παραγωγή καπνού, σε όλες τις περιφέρειες και ιδίως εκτός Ελλάδας, θα είναι δραματικά χαμηλότερο απ'ό,τι σήμερα και θα είναι χαμηλότερο από τα εισοδήματα που προέρχονται από την παραγωγή σιτηρών.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

* Επιλογή 1: με κατά 33% μείωση της πριμοδότησης, η οποία δημιουργεί αντίστοιχους δημοσιονομικούς πόρους προς μεταφορά στο Ταμείο Καπνού, η επίπτωση επί των εισοδημάτων θα εμφανίσει μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Στις περιφέρειες όπου η πτώση του εισοδήματος θα είναι η μεγαλύτερη (Umbria -39% και Στερεά -33%) η αποδοτικότητα του καπνού παραμένει και πάλι υψηλότερη από ό,τι για τα σιτηρά. Ειδικότερα στην Umbria, όπου οι καπνοπαραγωγικές εκμεταλλεύσεις σήμερα χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά υψηλό επίπεδο εισοδήματος ανά μονάδα εργασίας, τα εισοδήματα από την παραγωγή καπνού θα είναι συγκρίσιμα με εκείνα των ειδικευμένων στα σιτηρά παραγωγών στην Champagne-Ardennes και στην Ανατολική Αγγλία.

* Επιλογή 3: η ολική κατάργηση των πριμοδοτήσεων θα έχει ακόμη μεγαλύτερη επίπτωση επί των εισοδημάτων από τον καπνό, τα οποία θα είναι αρνητικά σε όλες τις περιφέρειες εκτός από τη Μακεδονία-Θράκη.

Επιλογή 2

Η επιλογή 2 συνεπάγεται τη βαθμιαία μετατροπή της τρέχουσας πριμοδότησης καπνού σε αποσυνδεδεμένη ενίσχυση που θα ενταχθεί στην Ενιαία Ενίσχυση ανά Εκμετάλλευση.

Επειδή η νέα ενίσχυση δεν συνδέεται με συγκεκριμένη καλλιέργεια, ο γεωργός δεν είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει την παραγωγή καπνού, αλλά μπορεί να στραφεί σε άλλη γεωργική δραστηριότητα ή και να παύσει εντελώς την παραγωγή. Εάν στραφεί σε άλλη καλλιέργεια ή, πολύ περισσότερο, εάν παύσει εντελώς την παραγωγή, ο γεωργός θα έχει πολύ χαμηλότερο κόστος παραγωγής, ιδίως επειδή ο καπνός είναι καλλιέργεια μεγάλης έντασης εισροών (και ιδίως έντασης εργασίας).

Βάσει της επιλογής αυτής προτείνεται διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων, ανάλογα με το μέγεθός τους. Όταν το σύστημα εφαρμοστεί πλήρως, η πριμοδότηση για τους πρώτους 3,5 τόνους καπνού θα διατηρηθεί στο υφιστάμενο επίπεδο, αλλά σε μορφή αποσυνδεδεμένης ενίσχυσης. Για την παραγωγή μεταξύ 3,5 και 10 τόνων, το 80% της πριμοδότησης θα ενσωματωθεί στην Ενιαία Ενίσχυση ανά Εκμετάλλευση, ενώ το υπόλοιπο 20% θα μεταφερθεί στο Κονδύλιο Αναδιάρθρωσης. Για την παραγωγή που υπερβαίνει τους 10 τόνους, μόνο το 33% της πριμοδότησης καπνού θα ενσωματωθεί στην Ενιαία Ενίσχυση ανά Εκμετάλλευση που λαμβάνει ο παραγωγός και το 66% θα ενταχθεί στο Κονδύλιο Αναδιάρθρωσης.

Η επίπτωση αυτής της πολιτικής επιλογής επί του εισοδήματος της μέσης εκμετάλλευσης αποτέλεσε αντικείμενο προσομοίωσης μέσω της σύγκρισης του μέσου ΟΕΕ υπό το σημερινό καθεστώς με το προσομοιωμένο ΟΕΕ:

- εάν συνεχιστεί η παραγωγή καπνού,

- εάν παύσει κάθε γεωργική δραστηριότητα,

- εάν υπάρχει στροφή σε εναλλακτική καλλιέργεια, όπως ο σκληρός σίτος. Το ΟΕΕ από την παραγωγή σκληρού σίτου υπολογίστηκε για κάθε περιφέρεια βάσει του μέσου κόστους παραγωγής, των εσόδων από την αγορά και των πριμοδοτήσεων ανά εκτάριο σκληρού σίτου και για την έκταση που προηγουμένως εκαλλιεργείτο με καπνό.

Το κόστος μετατροπής δεν λαμβάνεται υπόψη. Εάν η παραγωγή εγκαταλειφθεί εντελώς, λαμβάνονται υπόψη μόνο ορισμένα δευτερεύοντα στοιχεία του κόστους (μίσθωμα γης και πληρωμή τόκων) καθώς και η αποσυνδεδεμένη πριμοδότηση. Τέλος, οι αποφάσεις σχετικά με την παραγωγή λαμβάνονται με βάση την αποδοτικότητα κάθε εναλλακτικής δυνατότητας.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Το αποτέλεσμα της ανάλυσης αποδεικνύει ότι, με εξαίρεση την Ελλάδα, και ιδίως τη Μακεδονία-Θράκη, το ΟΕΕ από την παραγωγή καπνού θα μειωθεί, καθιστώντας τη συνέχιση της παραγωγής καπνού τη λιγότερο ελκυστική επιλογή για τον γεωργό. Η καλλιέργεια καπνού επομένως θα εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό.

Αν εξεταστούν οι προβολές των εισοδημάτων για την πλέον αποδοτική απόφαση παραγωγής, είναι σαφές ότι αυτή η μεταρρυθμιστική επιλογή θα εξασφαλίσει στους γεωργούς τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο εισοδήματος όπως και στα βασικά δεδομένα. Αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει, δεδομένου ότι σκοπός της αποσύνδεσης είναι να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της μεταφοράς εισοδήματος. Ο τομέας του καπνού αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για τα θετικά αποτελέσματα της αποσύνδεσης από την παραγωγή επί των γεωργικών εισοδημάτων.

- στην Umbria (Ιταλία), η στροφή από τον καπνό προς το σκληρό σίτο θα επιτρέψει στους γεωργούς να αυξήσουν το εισόδημά τους κατά 8%.

- στην Ελλάδα, η εισοδηματική βελτίωση που προκαλείται από τη βέλτιστη επιλογή παραγωγής θα κυμαίνεται μεταξύ 15% και 28%, αλλά, λόγω του χαμηλού ΟΕΕ των ελληνικών καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων, η διαφορά θα είναι μόνο μερικές εκατοντάδες ευρώ.

- μόνο στην Εξτρεμαδούρα (Ισπανία) θα οδηγήσει η επιλογή αυτή σε σημαντικότερη εισοδηματική βελτίωση για τους παραγωγούς που στρέφονται στον σκληρό σίτο.

Αυτή η μεταρρυθμιστική επιλογή επομένως φαίνεται ισορροπημένη και, ιδίως με τον προσεκτικό καθορισμό των τριών κλιμακίων παραγωγής και των ποσοστών που θα μεταφερθούν στο κονδύλιο αναδιάρθρωσης, θα εξασφαλίσει ότι αποφεύγεται οποιαδήποτε σημαντική αύξηση της συνολικής στήριξης.

Πραγματοποιήθηκαν και άλλες προσομοιώσεις για να μελετηθεί κάθε πιθανή διαφοροποιημένη επίπτωση επί των εισοδημάτων της εκμετάλλευσης ανάλογα με το μέγεθος της εκμετάλλευσης (π.χ. τη διαθέσιμη έκταση που καλλιεργείται με καπνό). Τα αποτελέσματα για την Umbria και τη Μακεδονία-Θράκη παρουσιάζονται στα παρακάτω διαγράμματα, ενώ παρόμοια διαγράμματα για τις άλλες τρεις περιφέρειες βρίσκονται στο παράρτημα 7.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Κοινό χαρακτηριστικό της εξέλιξης του ΟΕΕ ανάλογα με την έκταση που καλλιεργείται με καπνό είναι ότι, σε σύγκριση με τα βασικά δεδομένα, η επιλογή της αποσύνδεσης επιτρέπει στους μικρούς παραγωγούς να βελτιώσουν συστηματικά το εισόδημά τους. Και τούτο διότι, καθώς το ύψος της πριμοδότησης για τους πρώτους 3,5 τόνους παραγωγής καπνού παραμένει αμετάβλητο, ο παραγωγός μπορεί είτε να επωφεληθεί από υψηλότερη τιμή του καπνού είτε από χαμηλότερο κόστος παραγωγής, εάν προτιμήσει να παύσει την παραγωγή ή να στραφεί σε άλλη καλλιέργεια.

Όπως αυξάνεται το μέγεθος της εκμετάλλευσης, και ιδίως όταν η έκταση που καλλιεργείται με καπνό υπερβαίνει αυτή που χρειάζεται για την παραγωγή 10 τόνων, η κατά 66% περικοπή της συνδεδεμένης πριμοδότησης οδηγεί σε απότομη επιβράδυνση της μεγέθυνσης του εισοδήματος, έτσι ώστε από ορισμένο κατώφλι και μετά, το ΟΕΕ στο αναμορφωμένο σύστημα είναι χαμηλότερο από ό,τι στα βασικά δεδομένα, ανεξάρτητα από την επιλογή του κατόχου της εκμετάλλευσης σχετικά με την παραγωγή.

Στην Umbria, η συνέχιση της καλλιέργειας καπνού φαίνεται ότι είναι η λιγότερο επικερδής επιλογή και τα εισοδήματα μειώνονται σε σύγκριση με την παρούσα κατάσταση, μόλις η παραγωγή υπερβεί τους 10 τόνους. Το ΟΕΕ μάλιστα αποβαίνει αρνητικό για έκταση άνω των 20 εκταρίων καλλιεργούμενη με καπνό. Η στροφή προς το σκληρό σίτο φαίνεται η βέλτιστη επιλογή για τους παραγωγούς, οι οποίοι μπορούν να βελτιώσουν το εισόδημά τους παρά τη μείωση των ενισχύσεων, εκτός εάν διαθέτουν άνω των 40 εκταρίων με καπνό.

Στη Μακεδονία-Θράκη η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική από την Umbria. Η βέλτιστη επιλογή του γεωργού είναι να συνεχίσει την παραγωγή καπνού, η οποία επιτρέπει ελαφρά βελτίωση του εισοδήματος, εφόσον η αποσυνδεδεμένη πριμοδότηση καταβάλλεται εξ ολοκλήρου ή σε ποσοστό 80%. Επειδή οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις είναι σχεδόν ανύπαρκτες στην περιφέρεια αυτή, οι περισσότεροι γεωργοί θα επωφεληθούν από τη μεταρρύθμιση. Η στροφή προς τον σκληρό σίτο ή η παύση της παραγωγής δεν φαίνονται ελκυστικές εναλλακτικές λύσεις για οποιαδήποτε τάξη μεγέθους της εκμετάλλευσης.

Επίπτωση στις περιοχές παραγωγής: κοινωνικά ζητήματα στην ΕΕ-15 και στις αναπτυσσόμενες χώρες, εμπόριο, περιβάλλον

Κοινωνική επίπτωση στις περιοχές παραγωγής της ΕΕ-15

Όπως αποδεικνύουν τα δεδομένα για την απασχόληση που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την καλλιέργεια καπνού, και όπως σαφώς επανέλαβαν οι τοπικές αρχές στη διάρκεια του Φόρουμ, οποιαδήποτε αλλαγή στην κοινή οργάνωση αγοράς οφείλει να αντιμετωπίσει τους δυνητικούς κινδύνους στους οποίους θα εκτεθούν οι περιοχές παραγωγής.

Η παραγωγή καπνού είναι τυπικά υψηλής έντασης εργασίας. Προσφέρει πολλές θέσεις απασχόλησης, όχι μόνο για τις οικογένειες και τους υπαλλήλους των παραγωγών, αλλά και για τους εργαζομένους στη μεταποιητική βιομηχανία.

Σε ορισμένες περιφέρειες, ιδίως στην Ελλάδα, φυσικοί και διαρθρωτικοί περιορισμοί καθιστούν την καλλιέργεια καπνού και την πρώτη μεταποίησή του τις μόνες επιλογές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι περισσότερες εκμεταλλεύσεις ειδικεύονται στον καπνό.

Στην Ελλάδα δύο περιφέρειες, η Κεντρική και η Ανατολική Μακεδονία, που κατέχουν μερίδιο 60% των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων της ΕΕ, αντιπροσωπεύουν το 50% του συνόλου των εξειδικευμένων καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων, αλλά, λόγω του πολύ μικρού μεγέθους των εκμεταλλεύσεων, μόλις το 21% της έκτασης της ΕΕ που καλλιεργείται με καπνό.

Εκτός από την καλλιέργεια καπνού, οι δραστηριότητες μεταποίησης καπνού συγκεντρώνονται επίσης στις περιφέρειες αυτές. Στοιχεία που παρέσχε ο καθηγητής κ. Μάττας του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, αποδεικνύουν ότι περίπου το 85% της ελληνικής βιομηχανίας πρώτης μεταποίησης καπνού βρίσκεται στην περιοχή αυτή. Προσφέρει απασχόληση για περισσότερο από το ένα τρίτο του γεωργικού τομέα (ο οποίος αντιπροσωπεύει ο ίδιος το υψηλό ποσοστό 35% της συνολικής απασχόλησης). Επιπλέον, οι περιφέρειες αυτές περιλαμβάνονται στις πτωχότερες της ΕΕ: για παράδειγμα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ανατολική Μακεδονία, μια ορεινή περιοχή, ανέρχεται περίπου στο 57% του κοινοτικού μέσου όρου.

Η ίδια κατάσταση εμφανίζεται, αλλά σε μικρότερη έκταση, στις εκμεταλλεύσεις των ιταλικών περιφερειών της Καμπανίας και της Πούλιας.

Λόγω του πολύ μικρού μεγέθους πολλών εκμεταλλεύσεων, ακόμη και στις περιπτώσεις που θα ήταν δυνατή η στροφή σε εναλλακτικές καλλιέργειες, μέχρι στιγμής καμία δεν θα προσέφερε τόσες θέσεις εργασίας όσες η παραγωγή καπνού σε όλες τις ενδιαφερόμενες περιφέρειες. Υπάρχουν λίγες μόνο δυνατότητες για να διατηρηθούν τα ίδια επίπεδα απασχόλησης στην εκμετάλλευση, για παράδειγμα, συγκεκριμένα είδη καλλιέργειας κηπευτικών.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η επίπτωση κάθε επιλογής θα ήταν:

* Επιλογή 1 - περιορισμένη.

* Επιλογή 2 - οι αποσυνδεδεμένες ενισχύσεις θα διατηρούσαν την οικογενειακή εργασία, αλλά μεγάλο μέρος της μη οικογενειακής εργασίας δεν θα διετηρείτο.

Όσον αφορά την απασχόληση στη βιομηχανία πρώτης μεταποίησης, ορισμένες θέσεις εργασίας πιθανόν να απωλεσθούν προσωρινά, έως ότου εμφανιστούν οι θετικές επιδράσεις του Κονδυλίου Αναδιάρθρωσης.

Τα συνδυασμένα αποτελέσματα της αύξησης του οικογενειακού εισοδήματος (βλ. σημείο 5.1.2) και της επιτυχούς εφαρμογής του Κονδυλίου Αναδιάρθρωσης μεσοπρόθεσμα θα βελτίωναν τη συνοχή.

* Επιλογή 3 - θα είχε την πλέον ριζική επίπτωση στην οικογενειακή, στη μη οικογενειακή απασχόληση και στην απασχόληση στην πρώτη μεταποίηση.

Επίπτωση στο εμπόριο και στις αναπτυσσόμενες χώρες

Σε παγκόσμια κλίμακα, ο τομέας του καπνού χαρακτηρίζεται από διαρκώς υψηλότερο επίπεδο παραγωγής και κατανάλωσης στις αναπτυσσόμενες χώρες. Για την περίοδο 2000-2002, το 81% της παγκόσμιας παραγωγής και το 71% της παγκόσμιας κατανάλωσης ακατέργαστου καπνού συγκεντρωνόταν στις αναπτυσσόμενες χώρες. Το μεγαλύτερο μέρος του μη βιομηχανοποιημένου καπνού που παράγεται στις αναπτυσσόμενες χώρες παραμένει εντός των εθνικών συνόρων για να τροφοδοτήσει την αυξανόμενη κατανάλωση. Οι ανεπτυγμένες χώρες κατέχουν πολύ μεγαλύτερο μερίδιο στο εμπόριο, και τέσσερις από αυτές ειδικότερα - Γερμανία, ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Κάτω Χώρες - εξάγουν το ήμισυ του συνόλου των σιγαρέτων που διατίθενται στο εμπόριο παγκοσμίως.

Ως σημαντικός καθαρός εισαγωγέας ακατέργαστου καπνού και βασικός καθαρός εξαγωγέας σιγαρέτων και άλλων μεταποιημένων προϊόντων, η ΕΕ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο. Αν και σημαντικό ποσοστό των εισαγωγών ακατέργαστου καπνού προέρχεται από τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές στον τομέα του μεταποιημένου καπνού εξαρτώνται κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες για τις εισαγωγές ποικιλιών υψηλής ποιότητας (21% του συνόλου των εισαγωγών της ΕΕ). Ακολουθούν η Βραζιλία (19,5%), η Ζιμπάμπουε (15%), το Μαλάουι (8%), η Τουρκία (5,5%), και στη συνέχεια ορισμένες άλλες χώρες με χονδρικά ίσο, μικρό μερίδιο εισαγωγών. Η διάρθρωση του εμπορίου καπνού πιθανόν να επηρεαστεί από αλλαγές στις δεσμεύσεις, μετά την είσοδο της Κίνας στον ΠΟΕ. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός καπνού στον κόσμο.

Η παρούσα ΚΟΑ για τον ακατέργαστο καπνό έχει διαμορφωθεί με την κατάργηση των μέτρων στήριξης των τιμών, όπως της παρέμβασης και των επιστροφών κατά την εξαγωγή, ενώ η προστασία στα σύνορα έχει διατηρηθεί σε πολύ χαμηλό επίπεδο, μέσω της εφαρμογής του κοινού δασμολογίου. Οι τρέχοντες μηχανισμοί στήριξης βασίζονται σε συνδεδεμένες με την παραγωγή πριμοδοτήσεις, καθώς και σε ποσοστώσεις που κατανέμονται ανά ποικιλία. Στο πλαίσιο της κοινοποίησης της εγχώριας στήριξης στον ΠΟΕ, το τρέχον σύστημα πριμοδοτήσεων κατατάσσεται στο "Amber box" (δηλ. ως μέτρο που στρεβλώνει το εμπόριο), όπου δεν εμπίπτει στην κατηγορία στήριξης των τιμών, αλλά στην ομάδα των μη απαλλασσόμενων άμεσων ενισχύσεων (βλ. παράρτημα 6).

Γενικά, η ΚΟΑ δεν επέδρασε πτωτικά στις διεθνείς τιμές, διότι η παραγωγή της ΕΕ μειώθηκε κατά την τελευταία δεκαετία ταχύτερα από ό,τι η παγκόσμια παραγωγή. Ομοίως, η διεύρυνση δεν αναμένεται να προκαλέσει μεγάλες ανισορροπίες, καθώς η παραγωγή καπνού στην Ανατολική Ευρώπη μειώνεται ταχύτερα από ό,τι στην ΕΕ.

Αφήνοντας κατά μέρος την επιλογή διατήρησης του status quo, οι επιπτώσεις των επιλογών 2 και 3 στο εμπόριο είναι αμφίβολες. Ιδίως, είναι αβέβαιο σε ποια έκταση η αποσύνδεση θα προκαλέσει μείωση της εσωτερικής παραγωγής και ως εκ τούτου αύξηση των εισαγωγών ακατέργαστου καπνού, για να καλυφθούν οι ανάγκες της κοινοτικής μεταποιητικής βιομηχανίας. Ορισμένοι φορείς του κλάδου καπνού της ΕΕ υποστηρίζουν ότι η κατάργηση των πριμοδοτήσεων θα μπορούσε να επιφέρει ευρύτερο και πλέον αποφασιστικό εκσυγχρονισμό της κοινοτικής παραγωγής, να ενισχύσει την ενοποίηση στην αλυσίδα παραγωγής καπνού, να αυξήσει την παραγωγή των ποικιλιών της βέλτιστης ποιότητας και, κατά συνέπεια, να περιορίσει το περιθώριο περαιτέρω εισαγωγών των ποικιλιών αυτών.

Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), από τα 100 εκατ. άτομα που κατ'εκτίμηση απασχολούνται παγκοσμίως σε όλους τους κλάδους του τομέα του καπνού, το 90% βρίσκεται στις αναπτυσσόμενες χώρες. 1,2 εκατ. εργάζονται στη μεταποίηση, περίπου 40 εκατ. στην καλλιέργεια και την επεξεργασία καπνού σε φύλλα, 20 εκατ. σε τυπικές τοπικές βιομηχανίες (όπως τύλιγμα με το χέρι στην Ινδία και την Ινδονησία) και οι υπόλοιποι σε συναφείς κλάδους που καλύπτουν ένα φάσμα από τη διανομή, τις πωλήσεις και την προώθηση του καπνού έως τον κλάδο που αγωνίζεται κατά της κατανάλωσης καπνού.

Σύμφωνα με τη ΔΟΕ, ενώ οι εργαζόμενοι στη βιομηχανοποίηση του καπνού περιλαμβάνονται μεταξύ των καλύτερα αμειβομένων βιομηχανικών εργατών του κόσμου, οι καλλιεργητές καπνού στις αναπτυσσόμενες χώρες και σε ορισμένες χώρες σε μεταβατικό στάδιο έχουν εν γένει κακή οργάνωση και δεν είναι ικανοί να επωφεληθούν από τη συνολική προστιθέμενη αξία που παράγει ο τομέας. Εάν ο τομέας αυτός αποτελέσει αντικείμενο μιας παγκόσμιας διαδικασίας περιορισμού της παραγωγής, θα πρέπει να υιοθετηθούν αντίμετρα για να αποφευχθούν διαταραχές στην απασχόληση και στις εισοδηματικές δυνατότητες. Ιδιαίτερα τρωτές θα είναι χώρες όπως το Μαλάουι και η Ζιμπάμπουε, όπου ο ακατέργαστος καπνός είναι ζωτικό προϊόν, με εξαγωγές που αντιπροσωπεύουν ποσοστό άνω του 70% των γεωργικών εξαγωγών και μεγάλο μερίδιο στο σύνολο των εξαγωγών (66% και 45% αντιστοίχως).

Η κατανάλωση καπνού έχει σοβαρή επίπτωση στην υγεία στις αναπτυσσόμενες χώρες. Εκτιμάται ότι 2,4 εκατ. άτομα πεθαίνουν κάθε χρόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες από ασθένειες που συνδέονται με τον καπνό. Ενώ η κατανάλωση καπνού μειώνεται αργά σε πολλές βιομηχανικές χώρες, το κάπνισμα αυξάνεται σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες - ιδίως μεταξύ των γυναικών και των νέων. Βάσει των σημερινών τάσεων, έγιναν εκτιμήσεις που υποδεικνύουν ότι η θνησιμότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες θα έχει σχεδόν τριπλασιαστεί έως το 2020.

Η καταπολέμηση του καπνίσματος καθίσταται βαθμιαία σημαντική συνιστώσα της πολιτικής για την υγεία στις αναπτυσσόμενες χώρες και προωθείται σήμερα μέσω διεθνούς δέσμευσης να εγκριθεί μια Σύμβαση Πλαίσιο για την Καταπολέμηση του Καπνού (FCTC) υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ), η οποία έχει ήδη υπογραφεί από την ΕΕ.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διαδραματίσει ενεργό ρόλο, υποδεικνύοντας με ποιο τρόπο τα υφιστάμενα μέσα αναπτυξιακής συνεργασίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον χειρισμό της καταπολέμησης του καπνίσματος στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Η βασική γενικότερη πρόκληση είναι να επιλυθεί η εσωτερική αντίφαση μεταξύ της συνδεδεμένης με την παραγωγή στήριξης για τον ακατέργαστο καπνό και της έμφασης στην καταπολέμηση του καπνίσματος. Αυτό είναι επίσης σημαντικό έναντι εκείνων των αναπτυσσομένων χωρών, όπου έχουν ήδη εφαρμοστεί προγράμματα προσαρμογής και διαφοροποίησης για τους καλλιεργητές καπνού.

Η ΕΕ έχει να κερδίσει πολλά από την άποψη της αξιοπιστίας και της συνεκτικότητας και αυτό αποτελεί ένα περαιτέρω κίνητρο για ενίσχυση της συνεργασίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τις αναπτυσσόμενες χώρες. Από την άποψη αυτή, οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις βάσει της επιλογής 2 θα είχαν ιδιαίτερη θετική επίπτωση. Η αποσύνδεση των ενισχύσεων από κοινού με την ανανέωση των προσπαθειών για τη στροφή των καπνοπαραγωγικών εκμεταλλεύσεων προς εναλλακτικές καλλιέργειες και για τη βελτίωση της δημόσιας υγείας, θα προσφέρουν στην ΕΕ μια σταθερή βάση στις διεθνείς συνομιλίες και στις διμερείς σχέσεις με τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Επίπτωση στο περιβάλλον

Η μελλοντική αναμορφωμένη ΚΟΑ του καπνού πρέπει να ενταχθεί στην τρέχουσα συζήτηση για την ΚΓΠ, καθώς και στο γενικότερο πλαίσιο των περιβαλλοντικών πολιτικών, τη Στρατηγική Αειφόρου Ανάπτυξης, το σχέδιο δράσης για τη βιοποικιλότητα, το έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον και τις θεματικές στρατηγικές για το έδαφος και τα παρασιτοκτόνα.

Καπνοκαλλιέργεια και περιβάλλον

Οι κίνδυνοι που ενέχουν για το περιβάλλον πολλά γεωργικά προϊόντα όπως η καπνοπαραγωγή, απορρέουν από την απόπλυση αζώτου από τα λιπάσματα στα υπόγεια και στα επιφανειακά ύδατα, και από την πίεση επί των υπόγειων υδατικών πόρων λόγω της άρδευσης. Ιδιαίτεροι κίνδυνοι προκαλούνται από ανεπιθύμητες παρενέργειες που προκύπτουν από το συνήθως υψηλό επίπεδο χρήσης παρασιτοκτόνων. Η καλλιέργεια καπνού απαιτεί υψηλά επίπεδα παρασιτοκτόνων για να εξασφαλίζεται καλή ποιότητα των φύλλων. Το γεγονός ότι ο καπνός καλλιεργείται ως μονοκαλλιέργεια συμβάλλει επίσης σε υψηλή κατανάλωση παρασιτοκτόνων.

Ο κίνδυνος απόπλυσης εξαρτάται, μεταξύ άλλων παραγόντων, από τα είδη ποικιλιών:

- ο καπνός τύπου "Virginia" δεν απαιτεί σημαντικές ποσότητες αζώτου. Είναι απίθανο να εμφανιστούν προβλήματα παρουσίας νιτρικών στο νερό.

- οι ποικιλίες καπνού ανατολικού τύπου, οι οποίες καλλιεργούνται ευρέως στην Ελλάδα, παράγονται με εντατικότερη χρησιμοποίηση αζώτου απ'ό,τι οι ποικιλίες Virginia.

Ένας άλλος παράγων που επηρεάζει την παρουσία και τη σοβαρότητα του περιβαλλοντικού κινδύνου είναι οι αγροκλιματικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης περιοχής.

Εκτός από τους κινδύνους που απορρέουν από την παρουσία καπνού, υπάρχουν επίσης κίνδυνοι που συνδέονται με την παύση της παραδοσιακής καλλιέργειας καπνού, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική στις ορεινές περιοχές. Σε αυτές τις ευαίσθητες από περιβαλλοντική άποψη περιοχές, η εγκατάλειψη της γης μπορεί να συμβάλει στην υποβάθμιση των τοπίων και στη διάβρωση του εδάφους.

Τέλος, δευτερεύουσες επιπτώσεις μπορούν να υπάρξουν σε σχέση με τη μεταποίηση και τις μεταφορές που συνδέονται ειδικά με την καλλιέργεια καπνού.

Βασικά ερωτήματα και κριτήρια από την άποψη του περιβάλλοντος

Η επίπτωση των τροποποιήσεων του καθεστώτος για τον καπνό επί του περιβάλλοντος θα προκύψει από τις νέες αποφάσεις του καλλιεργητή σε σχέση με την παραγωγή καπνού ή τη χρήση της γης εν γένει. Οι αποφάσεις αυτές θα επηρεάσουν την ένταση χρησιμοποίησης εισροών και την επιλογή εναλλακτικών καλλιεργειών, οι οποίες μπορεί και οι δύο να έχουν θετικές ή αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες.

Επομένως, τα καίρια ερωτήματα από την άποψη του περιβάλλοντος είναι:

- Ποιες είναι οι συγκεκριμένες επιπτώσεις του σημερινού συστήματος επί της καλλιέργειας, της μεταποίησης και της μεταφοράς του καπνού σε σύγκριση με εκείνες που απορρέουν από τη σταδιακή κατάργηση ή την αποσύνδεση των ενισχύσεων; Στο πλαίσιο αυτό, έχουν επίσης σημασία το περιθώριο για στροφή σε άλλη καλλιέργεια και οι συγκεκριμένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις των εναλλακτικών καλλιεργειών.

- Υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες, στα διάφορα σενάρια, που εξασφαλίζουν την τήρηση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων μέσω της πολλαπλής συμμόρφωσης;

Ενόψει των πιθανών αλλαγών πολιτικής και των συναφών αποφάσεων των παραγωγών σχετικά με την καλλιέργεια καπνού ή εναλλακτικών καλλιεργειών, την ειδική ένταση της παραγωγής, καθώς και την εγκατάλειψη της γης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

- διάβρωση του εδάφους (από ύδατα και άνεμο), οργανική ύλη του εδάφους και πύκνωση του εδάφους,

- ποιότητα των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων (ρύπανση από παρασιτοκτόνα και νιτρικά),

- υδατικοί πόροι,

- βιοποικιλότητα και τοπία.

Κατά τη συζήτηση των επιπτώσεων των διαφόρων επιλογών πολιτικής, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές στο γενικότερο πλαίσιο, και συγκεκριμένα η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ του 2003. Από την άποψη αυτή, η πολλαπλή συμμόρφωση συνεπάγεται, πρώτον, αυστηρότερη τήρηση των υφισταμένων περιβαλλοντικών προτύπων και, δεύτερον, την απαίτηση να διατηρείται η γη σε "καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες".

Λόγω του μικρού αριθμού μελετών που αφορούν ειδικά τον καπνό, μπορούν να γίνουν μόνο ποιοτικές εκτιμήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να εξεταστούν οι ακόλουθες επιλογές:

* Η επιλογή 1, προσαρμογή του παρόντος καθεστώτος με διατήρηση των βασικών στοιχείων του, θα μετέβαλε τη σημερινή κατάσταση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε πολύ μικρό βαθμό. Θα μπορούσαν να προκύψουν ορισμένα αποτελέσματα από τη μείωση της σχετικής αποδοτικότητας και από την αύξηση των ποσών που δαπανώνται για την αλλαγή καλλιεργειών. Ωστόσο, για να προσδιοριστεί κατά πόσο οι αλλαγές αυτές επιφέρουν θετικές ή αρνητικές καθαρές επιπτώσεις, θα ήταν αναγκαίο να γνωρίζουμε τις δυνατές εναλλακτικές λύσεις και κατά πόσον η εγκατάλειψη της γης αποτελεί ζήτημα προς εξέταση. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να υποτεθεί ότι η πολλαπλή συμμόρφωση θα αμβλύνει τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις που απορρέουν από την παρουσία ισχυρών κινήτρων για παραγωγή. Εντούτοις, στις περιπτώσεις που η εγκατάλειψη της γης αποτελεί υπαρκτό ζήτημα και όπου αφορά ολόκληρες εκμεταλλεύσεις, η πολλαπλή συμμόρφωση δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί, λόγω της απουσίας άμεσων ενισχύσεων.

* Η επιλογή 2, πλήρης ή σταδιακή αποσύνδεση της στήριξης για τον καπνό και αυξημένες προσπάθειες για τη μετατροπή της παραγωγής, μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ενώ η ειδική ένταση της χρήσης εισροών ενδέχεται να παραμείνει αμετάβλητη στις πλέον ανταγωνιστικές εκμεταλλεύσεις, η αποσύνδεση μπορεί να ενθαρρύνει τη στροφή σε άλλα είδη χρήσης της γης. Τότε και πάλι, το θέμα των θετικών ή αρνητικών καθαρών επιπτώσεων εξαρτάται από τις εναλλακτικές λύσεις που επιλέγονται. Αρνητικές επιπτώσεις λόγω εγκατάλειψης της γης λογικά δεν πρέπει να δημιουργήσουν πρόβλημα στο πλαίσιο της επιλογής αυτής, καθόσον με τη συνέχιση της χορήγησης αποσυνδεδεμένων ενισχύσεων η υποχρέωση βάσει της πολλαπλής συμμόρφωσης να διατηρείται η γη σε "καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες" θα μπορεί να εφαρμοστεί, ακόμη και όταν η γη δεν χρησιμοποιείται καθόλου. Η λειτουργία της πολλαπλής συμμόρφωσης για τη βελτίωση της επιβολής των υφισταμένων νομοθετικών προτύπων θα μπορεί να εφαρμοστεί επίσης όπως και με την επιλογή 1. Όσον αφορά τις δευτερεύουσες επιπτώσεις (μεταφορά και μεταποίηση), οι δυνατότητες είναι μειωμένες, σε συνάρτηση με τη μείωση του επιπέδου παραγωγής. Τέλος, τα ποσά που είναι διαθέσιμα βάσει του κονδυλίου αναδιάρθρωσης μπορούν να κατευθυνθούν σε γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα, τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία και για την παραγωγή καπνού, δεδομένου ότι ορισμένα προβλήματα (όπως η διάβρωση, η άρδευση και η ρύπανση) μπορούν να επιλυθούν με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών διαχείρισης (π.χ. πρακτικές ολοκληρωμένης διαχείρισης).

* Η επιλογή 3, σταδιακή κατάργηση του καθεστώτος καπνού συνοδευόμενη από ενίσχυση των προσπαθειών μετατροπής, θα φέρει την παραγωγή καπνού στο ίδιο επίπεδο όπως στο πλαίσιο της επιλογής 2. Συναφώς, ισχύει το ίδιο σκεπτικό με αυτό που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της επιλογής 2. Αυτό αφορά τις συνέπειες της πολιτικής για την ειδική ένταση, τη στροφή σε εναλλακτικές καλλιέργειες και τις δευτερεύουσες επιπτώσεις. Όπως και βάσει της επιλογής 2, το κονδύλιο αναδιάρθρωσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα. Ωστόσο, αντίθετα από ό,τι βάσει της επιλογής 2, η πολλαπλή συμμόρφωση θα εφαρμόζεται μόνο όταν οι εκτάσεις που προηγουμένως χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή καπνού καλλιεργούνται από γεωργούς που κατέχουν δικαιώματα ενίσχυσης στο πλαίσιο του καθεστώτος της ενιαίας ενίσχυσης. Όπως και στην επιλογή 1, ιδιαίτερα προβλήματα ανακύπτουν σε σχέση με την εγκατάλειψη της γης, καθόσον χωρίς άμεσες ενισχύσεις η εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, και ειδικότερα ο κανόνας για τη διατήρηση της γης σε "καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες" δεν είναι δυνατή.

Ως συμπέρασμα από αυτή τη σύντομη ποιοτική εκτίμηση, μπορεί να αναφερθεί ότι η επιλογή 2 θα ήταν η καταλληλότερη από την άποψη των περιβαλλοντικών στόχων Αυτό επιβεβαιώνει ό,τι αναφέρθηκε ήδη στην αιτιολογική έκθεση των νομικών κειμένων για τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, δηλαδή τις ευεργετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκύπτουν από το καθεστώς της αποσυνδεδεμένης ενιαίας ενίσχυσης σε συνδυασμό με την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης.

Επίπτωση στη δημόσια υγεία και στα συμφέροντα των καταναλωτών

Όπως τονίστηκε ήδη σχετικά με το πρόβλημα της συνεκτικότητας με την αναπτυξιακή πολιτική, η σημερινή πολιτική για τον καπνό δεν συνάδει με τις πολιτικές για τους καταναλωτές και για τη δημόσια υγεία, οι οποίες περιλαμβάνονται στις προτεραιότητες της κοινοτικής στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη.

Στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Gφteborg τον Ιούνιο 2001, η Επιτροπή παρουσίασε μια ανακοίνωση για την αειφόρο ανάπτυξη, στην οποία πρότεινε να προχωρήσει σε "επαναπροσανατολισμό της στήριξης που παρέχεται στο πλαίσιο της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής ώστε να ανταμείβονται τα υγιεινά, υψηλής ποιότητας προϊόντα και πρακτικές και όχι η ποσότητα. Κατόπιν της εκτίμησης του καθεστώτος που διέπει τον καπνό η οποία θα διεξαχθεί το 2002, προσαρμογή του καθεστώτος ώστε να επιτρέπει τη σταδιακή κατάργηση των επιχορηγήσεων για τα καπνά προβλέποντας ταυτοχρόνως μέτρα ανάπτυξης εναλλακτικών πηγών εισοδήματος και οικονομικές δραστηριότητες για τους εργαζόμενους στα καπνά και τους καλλιεργητές και λήψη απόφασης για μια σύντομη προθεσμία αναλόγως."

Επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, ο καπνός σκοτώνει κάθε χρόνο 500 000 Ευρωπαίους, το οποίο σημαίνει ότι είναι η σημαντικότερη αιτία θανάτου. Το κάπνισμα αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο θνησιμότητας από καρκίνο του πνεύμονα, από καρκίνο των ανώτερων αναπνευστικών οδών και από άλλους καρκίνους, από καρδιακά νοσήματα, από εγκεφαλικά επεισόδια, από χρόνιες αναπνευστικές ασθένειες και από διάφορες άλλες παθήσεις. Υπάρχουν επίσης κίνδυνοι για την υγεία από το παθητικό κάπνισμα, το δε κάπνισμα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης επηρεάζει δυσμενώς την ανάπτυξη του εμβρύου.

Ως μείζων κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, η χρήση του καπνού πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη σοβαρότητα και να αξιοποιείται κάθε δυνατότητα για τη μείωση των θανάτων που σχετίζονται με τον καπνό. Ακόμη και κατά 5% μείωση θα σήμαινε 25 000 λιγότερους θανάτους ετησίως. Συγκριτικά, η μείωση κατά το ήμισυ του αριθμού των ατόμων που πεθαίνουν σε τροχαία ατυχήματα θα έσωζε ετησίως 20 000 ζωές [18].

[18] Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Δελτίο Τύπου IP/03/797, Βρυξέλλες, 4 Ιουνίου 2003.

Στην ΕΕ το κάπνισμα είναι ο κυριότερος παράγων κινδύνου για το 12,3% των ασθενειών ανδρών και το 5,7% των γυναικών. Τα αντίστοιχα στοιχεία για ολόκληρη την Ευρώπη είναι 17,1% για τους άνδρες και 6,2% για τις γυναίκες [19]. Ωστόσο, τώρα που οι γυναίκες καπνίζουν όσο και οι άνδρες σε πολλές χώρες, οι βλάβες της υγείας μεταξύ των γυναικών παρουσιάζουν αύξηση.

[19] ΠΟΥ. Έκθεση για την παγκόσμια υγεία 2002. Μείωση των κινδύνων, προώθηση της υγιεινής ζωής. Γενεύη, Ελβετία: Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, 2002.

Το κάπνισμα αποτελεί σημαντική αιτία ανισοτήτων στην υγεία [20] και είναι υπεύθυνο για περισσότερο από το ήμισυ της διαφοράς στη θνησιμότητα ενήλικων αρρένων μεταξύ των ανώτερων και των κατώτερων κοινωνικοοικονομικών ομάδων. Η μείωση της χρήσης καπνού επομένως θα συνιστούσε έναν αποτελεσματικό τρόπο για τη μείωση των ανισοτήτων στην υγεία.

[20] Platt S, Amos A, Gnich W, Parry O. Smoking policies. In: Bakker M, editor. Reducing inequalities in health: A European Perspective. London, Great Britain: Routledge; 2002. σ. 125-143.

Επίπτωση της παραγωγής/καλλιέργειας καπνού στη δημόσια υγεία

Η επίπτωση των επιδοτήσεων καπνού στην υγεία συνάγεται με μία πολύπλοκη ακολουθία ενδιάμεσων βημάτων. Ενώ υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για κάθε μεμονωμένο βήμα, λίγες μελέτες έχουν ασχοληθεί με την αλυσίδα των επιπτώσεων. Το μεγάλο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος στην εφαρμογή μέτρων καταπολέμησης του καπνού, τη μείωση της χρήσης καπνού και τη βελτίωση της υγείας καθιστά τις μελέτες ακόμη πιο πολύπλοκες.

Διάγραμμα - Υπόδειγμα που χρησιμοποιήθηκε για την ανάλυση της επίπτωσης στη δημόσια υγεία

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Οι επιδοτήσεις για την καλλιέργεια καπνού συμβάλλουν στην προώθηση της χρήσης καπνού και αποτελούν εμπόδιο στα αντικαπνιστικά μέτρα. Ο διαμορφωτές πολιτικής αποκτούν δεσμούς με συμφέροντα συναφή με τον καπνό και υιοθετείται μια θετική εικόνα του καπνού.

Στις καπνοπαραγωγικές χώρες, ιδίως όπου ο καπνός αποτελεί σημαντική καλλιέργεια, οι πολιτικές και οικονομικές συνέπειες συγκρούονται με τη δυνατότητα θέσπισης αποτελεσματικών αντικαπνιστικών πολιτικών και μέτρων.

Η ύπαρξη επιδοτήσεων καπνού υπονομεύει την αξιοπιστία των αντικαπνιστικών μέτρων και παρακωλύει τις προσπάθειες υπέρ της δημόσιας υγείας. Τα μέσα ενημέρωσης, τα ευρωπαϊκά όργανα και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις αναφέρονται συχνά στην έλλειψη συνοχής των κοινοτικών πολιτικών για τον καπνό, οι οποίες από τη μία πλευρά στηρίζουν την καλλιέργεια καπνού και από την άλλη καταπολεμούν τη χρήση του καπνού.

Αν και δεν έχει προσδιοριστεί ποσοτικά η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης σιγαρέτων και του επιπέδου της στήριξης για την εγχώρια παραγωγή καπνού:

* ο τομέας της δημόσιας υγείας και οι επιστήμονες πιστεύουν ευρέως ότι η κατάργηση των επιδοτήσεων για τον καπνό είναι ένα από τα μέσα για την καταπολέμηση του καπνίσματος. Μια μείωση κατά 5% στη χρήση του καπνού θα είχε μακροπρόθεσμα μεγαλύτερη επίπτωση από τα περισσότερα άλλα μέτρα για τη δημόσια υγεία.

* η επιλογή 1 σαφώς αντιβαίνει στους κοινοτικούς στόχους για τη δημόσια υγεία και την προστασία του καταναλωτή.

* οι επιλογές 2 και 3 θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση της καλλιέργειας καπνού στην ΕΕ και θα είχαν κάποια θετική επίπτωση στον αγώνα κατά του καπνίσματος και στη δημόσια υγεία.

Επίπτωση στη χρηστή και αποτελεσματική διαχείριση (προϋπολογισμό, παρακολούθηση, απλούστευση και ελέγχους)

Επίπτωση στον προϋπολογισμό

Με δαπάνες ύψους 973,4 εκατ. EUR κατά το οικονομικό έτος 2001, οι δαπάνες του ΕΓΤΠΕ για τον ακατέργαστο καπνό αντιπροσώπευαν το 2,6% του συνόλου των δαπανών ΕΓΤΠΕ στο επιμέρους κονδύλιο 1α) και το 2,3% των συνολικών δαπανών του γεωργικού προϋπολογισμού της ΕΕ. Η παραγωγή ακατέργαστου καπνού αντιπροσωπεύει, κατ'αξία, μόνο το 0,4% της τελικής γεωργικής παραγωγής της ΕΕ.

Το 2001, η Ελλάδα ήταν το κράτος μέλος παραγωγής που επωφελήθηκε περισσότερο από την ΚΟΑ του καπνού, με 38,6% των συνολικών δαπανών, ακολουθούμενη από την Ιταλία με 34,8%, την Ισπανία με 11,8%, τη Γαλλία με 7,9%, ενώ όλες οι υπόλοιπες χώρες (AT, BE, DE, PL) συγκέντρωναν το 5,8%. Η θέση της Ελλάδας και της Ιταλίας ως προς τις δαπάνες αντιστρέφεται σε σύγκριση με τη θέση τους στο επίπεδο παραγωγής, διότι η πριμοδότηση για τις ανατολικές ποικιλίες που καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι υψηλότερη από ό,τι για τις άλλες ομάδες που καλλιεργούνται στην Ιταλία.

Σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και οι τρεις επιλογές βασίζονται στην αρχή της δημοσιονομικής ουδετερότητας.

Η βασική διαφορά μεταξύ των επιλογών 2 και 3 έγκειται στο ποσοστό και στη διάρκεια της αύξησης των ποσών για το Ταμείο Καπνού και στην επακόλουθη μεταφορά μεταξύ των δύο επιμέρους κονδυλίων του προϋπολογισμού.

Οι αναγκαίες δημοσιονομικές διαδικασίες θα συμβαδίζουν με εκείνες που θα καθιερωθούν για το καθεστώς διαφοροποίησης που έχει εγκριθεί στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ.

Επίπτωση στην παρακολούθηση

* Οι προσαρμογές βάσει της επιλογής 1 θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απλούστευση ως ένα βαθμό, αν και περιορισμένη.

Η πολλαπλή συμμόρφωση θα επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση (ως αποτέλεσμα της οριζόντιας εφαρμογής σε όλες τις άμεσες ενισχύσεις που έχει συμφωνηθεί με τη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ).

Μακροπρόθεσμα, θα μπορούσαν να ανακύψουν ορισμένα προβλήματα στην εφαρμογή του συστήματος στα νέα κράτη μέλη, όταν λήξει η εφαρμογή του απλουστευμένου συστήματος. Όλες οι προσχωρούσες χώρες επέτυχαν να εγκριθεί η δυνατότητα από την ΕΕ να καταβάλουν τη στήριξη για τον καπνό με απλουστευμένο τρόπο (ενίσχυση ανά εκτάριο) από τη στιγμή της προσχώρησής τους. Η Πολωνία και η Κύπρος έχουν ήδη αποφασίσει να επιλέξουν αυτό το σύστημα πληρωμής.

* Η αποσυνδεδεμένη ενίσχυση της επιλογής 2 θα μπορούσε να επιτύχει δραματική απλούστευση του καθεστώτος, καθόσον προβλέπεται να ενσωματωθεί στην Ενιαία Ενίσχυση ανά Εκμετάλλευση. Θα χορηγείται τότε υπό τους όρους της πολλαπλής συμμόρφωσης, όπως συμφωνήθηκε στη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ και για τις άλλες αποσυνδεδεμένες ενισχύσεις. Ο κανονισμός για την ΚΟΑ θα μπορούσε να καταργηθεί και τα απομένοντα στοιχεία, τα οποία αφορούν κυρίως τους εμπορικούς κανόνες, να ενσωματωθούν σε ειδικό οριζόντιο κανονισμό.

Το κονδύλιο αναδιάρθρωσης κατά την επιλογή 2 πρέπει να θεωρείται ως χρηματοδοτικό εργαλείο, και τα διαθέσιμα ποσά θα χρησιμοποιούνται στις καπνοπαραγωγικές περιφέρειες με βάση τους ισχύοντες κανόνες στο πλαίσιο των Σχεδίων Αγροτικής Ανάπτυξης. Με άλλους λόγους, η αρχή της επικουρικότητας θα εφαρμόζεται πλήρως και δεν υπάρχει ανάγκη να δημιουργηθούν επιπρόσθετες διαδικασίες.

Επιπλέον, η αποσυνδεδεμένη ενίσχυση θα αποτελούσε το κατά πολύ ευκολότερο σύστημα για εφαρμογή στα νέα κράτη μέλη, όταν λήξει η εφαρμογή του οικείου απλουστευμένου συστήματος.

* Η σταδιακή κατάργηση που προβλέπεται από την επιλογή 3 δεν επιτρέπει απλούστευση πριν από την πλήρη κατάργηση. Η παρακολούθηση του παρόντος πολύπλοκου συστήματος θα είναι επομένως αναγκαία καθ'όλη τη διάρκεια της περιόδου κατάργησης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η παρούσα εκτίμηση εξέτασε την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική επίπτωση, θετική ή αρνητική, που ενδέχεται να έχουν οι τρεις μεταρρυθμιστικές επιλογές στους πολλούς και διάφορους τομείς που επηρεάζονται από την παραγωγή καπνού, καθώς και τη συνοχή τους με τους δεδηλωμένους στόχους της κοινοτικής πολιτικής. Μπορούν να εξαχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα.

Οι επιλογές 1 και 3 δεν καθιστούν δυνατή ούτε την επίτευξη των νέων στόχων της ΚΓΠ ούτε την επίλυση των εγγενών προβλημάτων της παρούσας ΚΟΑ.

Η επιλογή 1 συνίσταται απλώς σε τροποποιήσεις της παρούσας ΚΟΑ, οι οποίες δεν θα βελτιώσουν ουσιαστικά την κατάσταση της αγοράς ούτε θα καταστήσουν το καθεστώς για τον καπνό συνεπέστερο προς τις άλλες κοινοτικές πολιτικές. Επιπλέον, πολλά από τα πολύπλοκα στοιχεία του υφισταμένου καθεστώτος θα παραμείνουν και θα είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστούν στις προσχωρούσες χώρες μετά τη μεταβατική περίοδο.

Η επιλογή 3, με τη σταδιακή κατάργηση του παρόντος καθεστώτος, ενέχει τον κίνδυνο να διαταράξει σοβαρά τα εισοδήματα των παραγωγών, την απασχόληση και τον αγροτικό ιστό των περιφερειών παραγωγής. Πολλές από αυτές είναι ήδη ευαίσθητες, με μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και της οικονομίας να εξαρτώνται άμεσα από την παραγωγή καπνού. Το κονδύλιο αναδιάρθρωσης θα συνέβαλε στην ανακούφιση της αρνητικής επίπτωσης της εν λόγω επιλογής, αλλά δεν θα ήταν ικανό να αποτρέψει τη διατήρηση σημαντικών προβλημάτων στο τέλος της περιόδου σταδιακής κατάργησης.

Η επιλογή 2, μέσω της αποσύνδεσης των ενισχύσεων, αναμένεται να οδηγήσει σε βελτίωση της κατάστασης στην αγορά και, όταν υλοποιηθεί πλήρως, θα αντιπροσωπεύει μια απλούστερη και αποτελεσματικότερη μέθοδο στήριξης των γεωργικών εισοδημάτων, αποφεύγοντας παράλληλα τα στρεβλωτικά εξωτερικά αποτελέσματα του παρόντος συνδεδεμένου με την παραγωγή καθεστώτος. Το νέο Κονδύλιο Αναδιάρθρωσης θα δώσει ώθηση στη στροφή προς άλλους τομείς εκτός της παραγωγής καπνού και θα ενισχύσει τη συνοχή. Η προσέγγιση που διέπει την επιλογή αυτή είναι απολύτως συνεπής με την αναμορφωμένη ΚΓΠ και τους στόχους της. Προσφέροντας αποσυνδεδεμένη από την παραγωγή, αλλά εστιασμένη στήριξη, το νέο καθεστώς θα συμβάλει να ευθυγραμμιστεί η ΚΓΠ πολύ περισσότερο με τις άλλες πολιτικές της Ένωσης που αποσκοπούν στην προώθηση της δημόσιας υγείας, του περιβάλλοντος και της αειφόρου ανάπτυξης.

Συνοπτικός πίνακας σύνθεσης των επιπτώσεων

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Παράρτημα 1: Εντολή διυπηρεσιακής ομάδας

Παράρτημα 2: ΓΔ της Επιτροπής που συμμετέχουν στη διυπηρεσιακή ομάδα

καθοδήγησης

Παράρτημα 3: Ενδιαφερόμενοι των οποίων ζητήθηκε η γνώμη

Παράρτημα 4: Γνώμη και συνεισφορές των ενδιαφερομένων

Παράρτημα 5: Πριμοδότηση καπνού και κατώφλι εγγύησης

Παράρτημα 6: Οικονομική φύση της τρέχουσας στήριξης για τον καπνό

Παράρτημα 7: Διαγράμματα - Επίπτωση επί του εισοδήματος στις ελληνικές και

ισπανικές περιφέρειες

Παράρτημα 8: Δείκτες εισοδήματος

Παράρτημα 9: Χάρτης

Παράρτημα 1 Εντολή της διυπηρεσιακής ομάδας καθοδήγησης για τον καπνό

1. Απόφαση της Επιτροπής για τη σύσταση διυπηρεσιακής ομάδας καθοδήγησης για τον καπνό

Κατά τη θέσπιση του προγράμματος εργασίας της για το 2003 [21], η Επιτροπή προέβλεψε την υποβολή τον Ιούνιο 2003 πρότασης για την αναθεώρηση του καθεστώτος που εφαρμόζεται στον καπνό και αποφάσισε ότι η πρόταση αυτή θα αποτελούσε αντικείμενο εκτεταμένης εκτίμησης επιπτώσεων υπό την ευθύνη της ΓΔ Γεωργίας, με τη σύσταση Διυπηρεσιακής Ομάδας Καθοδήγησης (ΔΟΚ).

[21] COM(2002) 590 τελικό της 30.10.2002.

Η απόφαση αυτή παραπέμπει στην ανακοίνωση σχετικά με την ανάλυση επιπτώσεων του Ιουνίου 2002 [22], και ειδικότερα στην ακόλουθη παράγραφο, η οποία καθορίζει την εντολή της ΔΟΚ.

[22] COM(2002) 276 τελικό της 5.6.2002.

Σε μερικές περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι για τις προτάσεις με τον σημαντικότερο εγκάρσιο αντίκτυπο και την υψηλότερη πολιτική σημασία, η αρμόδια ΓΔ χρειάζεται τη συνδρομή μιας διυπηρεσιακής διευθύνουσας ομάδας, στην οποία κανονικά αναλαμβάνει την προεδρία και στην οποία συμμετέχουν η άμεσα ενδιαφερόμενη ΓΔ και η Γενική Γραμματεία. Η Επιτροπή θα εξασφαλίζει ότι στο σχεδιασμό αυτών των προτάσεων λαμβάνονται υπόψη τα οριζόντια πολυτομεακά θέματα, κυρίως οι οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, στο νωρίτερο δυνατό στάδιο της διαδικασίας. Τα καθήκοντα της διευθύνουσας ομάδας είναι να καθορίζει το πεδίο, να παρακολουθεί την πρόοδο της εκτεταμένης αξιολόγησης και να επιτηρεί την ολοκλήρωση των εκθέσεων αξιολόγησης του αντίκτυπου για εγκάρσιες προτάσεις.

2. Πλαίσιο του φακέλου για τον καπνό

Στην περίπτωση του καπνού, η ισχυρή διατομεακή επίπτωση και η πολιτική σημασία είχαν ήδη υπογραμμιστεί στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη στρατηγική της ΕΕ υπέρ της αειφόρου ανάπτυξης [23]. Η ανακοίνωση αυτή προβλέπει την ακόλουθη ενέργεια, η οποία περιλαμβάνεται στην παράγραφο με τίτλο "Αντιμετώπιση των απειλών για τη δημόσια υγεία":

[23] COM(2001) 264 τελικό της 15.5.2001.

"Κατόπιν της εκτίμησης του καθεστώτος που διέπει τον καπνό η οποία θα διεξαχθεί το 2002, προσαρμογή του καθεστώτος ώστε να επιτρέπει τη σταδιακή κατάργηση των επιχορηγήσεων για τα καπνά προβλέποντας ταυτοχρόνως μέτρα ανάπτυξης εναλλακτικών πηγών εισοδήματος και οικονομικές δραστηριότητες για τους εργαζόμενους στα καπνά και τους καλλιεργητές και λήψη απόφασης για μια σύντομη προθεσμία αναλόγως."

Η αξιολόγηση του καθεστώτος για τον καπνό βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσής της. Πραγματοποιείται από εξωτερικό σύμβουλο, υπό την ευθύνη της ΓΔ Γεωργίας και με τη βοήθεια μιας ομάδας καθοδήγησης όπου συμμετέχουν επίσης οι ΓΔ Προϋπολογισμού, Ανταγωνισμού, Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων και Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών.

3. Στάδια της εργασίας της ΔΟΚ για τον καπνό

Τα στάδια της εργασίας της ΔΟΚ για τον καπνό έπρεπε να ακολουθήσουν την πορεία που προβλέπεται στην ανακοίνωση σχετικά με την ανάλυση επιπτώσεων:

3.1 Ανάλυση των προβλημάτων

Το πρώτο ζήτημα της διαδικασίας ανάλυσης των επιπτώσεων αφορά τον προσδιορισμό και την ανάλυση του προβλήματος ή των προβλημάτων σε έναν ή περισσότερους τομείς. Τα προβλήματα θα περιγραφούν με οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς όρους.

Στην περίπτωση του καπνού, δύο έγγραφα θα συμβάλουν στην παροχή των βασικών πληροφοριών για την ανάλυση των προβλημάτων από τις υπηρεσίες της Επιτροπής:

- η έκθεση αξιολόγησης.

- η έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα του ακατέργαστου καπνού [24].

[24] SEC(2002) 1183 της 6.11.2002.

3.2 Προσδιορισμός των στόχων

Βάσει της ανάλυσης των προβλημάτων, οι στόχοι δράσης θα εκφραστούν ως αποτελέσματα που προσδοκώνται σε συγκεκριμένο διάστημα.

Στην περίπτωση του καπνού, η ανακοίνωση σχετικά με τη στρατηγική αειφόρου ανάπτυξης, η οποία προαναφέρθηκε, προχωρεί ήδη αρκετά στον καθορισμό των στόχων για την αναθεώρηση της ΚΟΑ. Η εν λόγω αναθεώρηση θα πρέπει να λάβει επίσης υπόψη τους στόχους που έχουν οριστεί για την ΚΓΠ.

3.3 Προσδιορισμός των πιθανών μέσων δράσης και των μέσων υποκατάστασης

Πρέπει πάντοτε να προβλέπονται τα μέσα υποκατάστασης για την υλοποίηση των στόχων δράσης ήδη από τα πρώτα στάδια διαμόρφωσης των προτάσεων. Οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη και να μελετώνται σε όλη τη διάρκεια τη διαδικασίας ανάλυσης των επιπτώσεων. Το σενάριο "αμετάβλητη πολιτική" πρέπει πάντοτε να εμφανίζεται στην ανάλυση ως σημείο αναφοράς κατά τη σύγκριση με τις άλλες δυνατότητες.

Οι επιλογές πολιτικής που αφορούν τον καπνό θα καθοριστούν λαμβάνοντας υπόψη την ανακοίνωση σχετικά με τη στρατηγική αειφόρου ανάπτυξης και τη γενικότερη προσέγγιση που έχει επιλεγεί για την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΓΠ.

3.4 Ανάλυση των επιπτώσεων

Για τη δυνατότητα δράσης που έχει επιλεγεί και, εάν είναι δυνατό, για τις εναλλακτικές λύσεις που έχουν εγκριθεί, πρέπει να εξετάζονται όλες οι αντίστοιχες θετικές και αρνητικές συνέπειες και να καταγράφονται στην ανάλυση επιπτώσεων, επιμένοντας στις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις τους. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει δύο φάσεις: οι σχετικές συνέπειες πρώτα προσδιορίζονται ("screening") και στη συνέχεια αξιολογούνται από ποιοτική, ποσοτική ή/και χρηματική άποψη ("scoping").

Οι Γενικές Διευθύνσεις που συμμετέχουν στη ΔΟΚ θα κληθούν να εξετάσουν τις συνέπειες των διαφόρων επιλογών για τον καπνό στον τομέα της αρμοδιότητάς τους.

3.5 Εφαρμογή, παρακολούθηση και εκ των υστέρων αξιολόγηση

Η ανάλυση επιπτώσεων πρέπει να προσδιορίζει όλες τις ενδεχόμενες δυσχέρειες για την εφαρμογή των δυνατοτήτων δράσης που έχουν αξιολογηθεί και να περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο θα ληφθούν υπόψη, για παράδειγμα στην επιλογή των περιόδων εφαρμογής ή με την προοδευτική εφαρμογή του μέτρου. Οι παράλληλες αξιολογήσεις ή οι μεταγενέστερες εκ των υστέρων αξιολογήσεις θα τηρούν τους όρους που έχουν καθοριστεί στην ανακοίνωση σχετικά με την αξιολόγηση, δηλαδή συνολική εκ των υστέρων ή ενδιάμεση αξιολόγηση με περιοδικότητα που δεν υπερβαίνει την εξαετία, σε συνάρτηση με τη φύση κάθε δραστηριότητας.

4. Προθεσμίες και εκθέσεις

Τιθέμενα προβλήματα και προσδιορισμός των επιλογών τέλος Ιανουαρίου 2003

Προσδιορισμός των επιπτώσεων τέλος Φεβρουαρίου 2003

Αξιολόγηση των επιπτώσεων μέσα Απριλίου 2003

Τελική έκθεση τέλος Μαΐου 2003

Παράρτημα 2 ΓΔ της Επιτροπής που συμμετέχουν στη Διυπηρεσιακή Ομάδα Καθοδήγησης

Γενική Γραμματεία

ΓΔ Γεωργίας

ΓΔ Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων

ΓΔ Εμπορίου

ΓΔ Περιβάλλοντος

ΓΔ Ανάπτυξης

ΓΔ Ανταγωνισμού

ΓΔ Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών

ΓΔ Διεύρυνσης

ΓΔ Προϋπολογισμού

ΓΔ Επιχειρήσεων

ΓΔ Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

ΓΔ Περιφερειακής Πολιτικής

Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)

Παράρτημα 3 Πίνακας συμμετεχόντων στη Μόνιμη Επιτροπή Καπνόύ και στο Φόρουμ για τον καπνό (04/06/2003)

Μόνιμη Επιτροπή Καπνού

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Φόρουμ για τον Καπνό (04/06/2003)

Δημόσια υγεία:

1. Dr. Erkki Vartiainen Εθνικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας, Τμήμα Επιδημιολογίας - Φινλανδία

2. κα Trudy Prins STIVORO - Κάτω Χώρες

3. Καθηγητής Manuel Pais Clemente Conselho Prevenηγo do Tabagismo - Πορτογαλία

4. Clive Needle ENHPA netw - Ηνωμένο Βασίλειο

Μεταποιητική βιομηχανία:

5. ALTADIS κ. Georges Podeur

6. EUROPEAN SMOKING TOBACCO ASSOCIATION - ESTA κ. van den Driest

Καταναλωτές:

7. Luk Joossens BUREAU EUROPEEN DES UNIONS DE CONSOMMATEURS - BEUC

κ. Thomas Gerard - Γαλλία

Περιβάλλον:

8. Birdlife international Ευρωπαϊκό Περιφερειακό Γραφείο της Birdlife - Κάτω Χώρες

9. Χατζηπαραδείσης Χρήστος Καθηγητής Μηχανολογίας ΤΕΙ - Ελλάδα Πρόεδρος της Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος περιφέρειας Λαγκαδά

10. Mauro Albrizio Διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Legambiente - Τμήμα Ευρωπαϊκής Πολιτικής

Τοπικές αρχές:

11. κ. Τσούτσος Ιωάννης Δήμαρχος Ποταμιάς Λαρίσης - Ελλάδα

12. Sr. Josι Moreno Gomez Δήμαρχος TALAYUELA - Ισπανία

13. Fernanda Cecchini SINDACO DI CITTA' DI CASTELLO - Ιταλία

Ανάπτυξη:

14. SOLAGRAL κα Hermelin

Παραγωγοί:

15. UNITAB - Γαλλία Franηois Vedel και Rιmy Losser

Παράρτημα 4 Γνώμη των ενδιαφερομένων

Οι υπηρεσίες της ΓΔ Γεωργίας συνάντησαν τους ενδιαφερόμενους φορείς της κοινωνίας των πολιτών, ώστε να λάβουν υπόψη τη γνώμη όσο το δυνατόν περισσοτέρων ευρωπαίων πολιτών. Η συμβολή τους στην ανάλυση των επιπτώσεων των διαφόρων επιλογών της μεταρρύθμισης ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και πλούσια.

1. Μόνιμη Επιτροπή Καπνού - 13 Μαρτίου 2003

Τα μέλη έλαβαν ένα έγγραφο με τις βασικές επιλογές για το μέλλον.

Στη βάση αυτή, οι εκπρόσωποι των παραγωγών και συνεταιρισμών καπνού καταδίκασαν την εσφαλμένη στρατηγική που ακολουθούσε η Επιτροπή στις διαπραγματεύσεις της με τον ΠΟΕ. Απέρριψαν κατηγορηματικά την τρίτη επιλογή της βαθμιαίας κατάργησης των επιδοτήσεων. Η επιλογή αυτή είχε ήδη επίσημα απορριφθεί τόσο από το Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας όσο και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Θεώρησαν ότι η δεύτερη επιλογή (αποσύνδεση της στήριξης από την παραγωγή) θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα και θα προκαλούσε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα στις περιφέρειες καπνοκαλλιέργειας. Ζήτησαν τη διατήρηση του παρόντος συστήματος μακροπρόθεσμα, πιθανώς με τις αναγκαίες ρυθμίσεις, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι καπνοπαραγωγοί θα μπορούσαν να παραμείνουν στη γη τους και να εξακολουθήσουν να εργάζονται χωρίς άγχος σε ένα σταθερό πλαίσιο, συνεχίζοντας παράλληλα τις προσπάθειές τους για τη βελτίωση της ποιότητας. Το υφιστάμενο καθεστώς είχε λειτουργήσει ικανοποιητικά και είχε παρουσιάσει τα λιγότερα προβλήματα σε σύγκριση με τα καθεστώτα που εφαρμόζονταν σε άλλες καλλιέργειες. Κανείς δεν είχε υποβάλει βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με την παραγωγή καπνού, οι οποίες να είναι αποδεκτές από τους καπνοπαραγωγούς. Οι άλλες επιλογές αποτελούν απλώς τεχνάσματα που αποσκοπούν στη ριζική περικοπή ή και στην κατάργηση των επιδοτήσεων του καπνού. Εάν η Επιτροπή αποδεχόταν επίσημα τις επιλογές αυτές, θα υπήρχαν αντιδράσεις και κοινωνικές αναστατώσεις.

Ο εκπρόσωπος του εμπορίου καπνού δήλωσε ότι οι επιλογές που συνεπάγονται κατάργηση του κοινοτικού καθεστώτος αντιβαίνουν στις συμφωνίες που είχαν συναφθεί με τις προσχωρούσες χώρες. Ζήτησε τη διατήρηση του παρόντος συστήματος, ώστε να μπορούν να εξακολουθήσουν τη λειτουργία τους οι καπνοβιομηχανίες.

Ο εκπρόσωπος των καταναλωτών δεν εξέφρασε ευνοϊκή γνώμη για μια συγκεκριμένη επιλογή, αλλά επέκρινε το υπερβολικά υψηλό επίπεδο της κοινοτικής στήριξης για τον τομέα του καπνού. Επιπλέον, τόνισε ότι οι ποσοστώσεις παραγωγής για τις ομάδες ποικιλιών III και V πρέπει να μεταφερθούν στις άλλες ομάδες ποικιλιών, των οποίων η ζήτηση από την αγορά είναι πολύ μεγαλύτερη.

2. Φόρουμ για τον Καπνό που διοργανώθηκε στις 4 Ιουνίου 2003 (κατάλογος στο παράρτημα 3)

Οι συμμετέχοντες έλαβαν ένα έγγραφο με τις βασικές επιλογές για το μέλλον, ένα έγγραφο που αφορά τη γεωργική διάρθρωση του τομέα και ένα άλλο έγγραφο σχετικό με τη λειτουργία της ΚΟΑ καπνού.

Δήμαρχοι - Βάσει των εγγράφων αυτών, οι τρεις δήμαρχοι που εκπροσωπούσαν τις κυριότερες περιοχές παραγωγής καπνού στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία τόνισαν ότι η πρώτη επιλογή θα εξασφάλιζε τη διατήρηση της σημερινής απασχόλησης, τη διατήρηση του τοπίου και θα απέτρεπε την απερήμωση της γης. Η δεύτερη επιλογή θα οδηγούσε στην εγκατάλειψη της παραγωγής χωρίς αποδοτικές εναλλακτικές λύσεις και κατά συνέπεια θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα ανεργίας. Ο ισπανός δήμαρχος της Talayuela δήλωσε επίσης ότι η μικρή παραγωγή που θα απομείνει θα είναι πολύ χαμηλής ποιότητας με σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των καταναλωτών. Η τρίτη επιλογή θα είχε σοβαρότατες συνέπειες στην απασχόληση και ο κοινοτικός καπνός θα αντικαθίστατο από την εισαγόμενη παραγωγή. Ο ιταλός δήμαρχος προσέθεσε ότι το επίπεδο του εισοδήματος θα μειωνόταν σε ολόκληρη την περιοχή παραγωγής. Θα υπήρχε επίσης αρνητική επίπτωση στη μικρή βιομηχανία μηχανημάτων που συνδέεται με τον τομέα του καπνού. Ο Έλληνας δήμαρχος Ποταμιάς Λαρίσης επιβεβαίωσε τον υψηλό κίνδυνο ανεργίας για ολόκληρη την τοπική κοινότητα, εάν εγκρινόταν η δεύτερη ή η τρίτη επιλογή.

Οι εμπειρογνώμονες του χώρου της υγείας εξήγησαν τις αρνητικές επιπτώσεις της κατανάλωσης καπνού στην υγεία των πολιτών. Σύμφωνα με αυτούς, ο καπνός είναι υπεύθυνος για 500 000 θανάτους κάθε χρόνο στην Ευρώπη και για το 10% του συνόλου των ασθενειών. Παρουσίασαν διάφορα συναφή με την υγεία επιχειρήματα, μεταξύ των οποίων ότι το κάπνισμα είναι ο προθάλαμος των ναρκωτικών. Υπογράμμισαν επίσης την ασυνέπεια μεταξύ της στήριξης προς τον τομέα του καπνού, ενώ παράλληλα η ευρωπαϊκή πολιτική για τον καπνό αποθαρρύνει τη χρήση του καπνού και τη διαφήμισή του. Οι τρεις εμπειρογνώμονες συμφώνησαν για την ανάγκη να καταργηθεί η στήριξη της παραγωγής καπνού και έδωσαν έμφαση στην ανάγκη να κοιτάξουμε το μέλλον και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των καπνοπαραγωγικών περιοχών, καθώς και η επίπτωση της διεύρυνσης. Ένας εμπειρογνώμων εξέφρασε την προτίμησή του για την τρίτη επιλογή.

Ο εκπρόσωπος των καταναλωτών παρατήρησε ότι η σημερινή στήριξη δεν θα είναι διατηρήσιμη τη στιγμή της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Τουρκίας στην ΕΕ. Θα πρέπει να εξευρεθούν εναλλακτικές λύσεις, για να βοηθηθούν οι οικονομίες των περιφερειών παραγωγής. Το πρόβλημα είναι πολιτικό και η ΓΔ Γεωργίας δεν θα μπορέσει να το επιλύσει μόνη της.

Ο εκπρόσωπος των φορέων προστασίας του περιβάλλοντος παρατήρησε ότι παρέχεται υπερβολική στήριξη στον τομέα του καπνού, από την οποία έμμεσα επωφελούνται οι πολυεθνικές καπνοβιομηχανίες. Πράγματι, πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση στο γεωργικό τομέα, όπου οι τιμές παραγωγού είναι χαμηλότερες από τις τιμές εισαγωγής. Πρέπει να εξευρεθούν εναλλακτικές οικονομικές λύσεις από κοινού με τους παραγωγούς και τις τοπικές κοινότητες καθ'όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ανασυγκρότησης. Τόνισε τα προβλήματα που προκαλούνται από την παραγωγή καπνού όσον αφορά τη ρύπανση των υδάτων. Επιπλέον, υπενθύμισε στους συμμετέχοντες την ανάγκη να επιτρέπεται στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες να εξάγουν καπνό προς την ΕΕ, διότι σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί τον μοναδικό οικονομικό τους πόρο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μόνη βιώσιμη επιλογή είναι η δεύτερη. Ένας άλλος εκπρόσωπος υπενθύμισε τον υψηλό κίνδυνο απερήμωσης σε περίπτωση εγκατάλειψης της παραγωγής καπνού στις οριακές περιοχές. Έκρινε ότι η επιλογή 1 αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για τη διατήρηση μιας ισορροπημένης περιβαλλοντικής κατάστασης.

Ο εκπρόσωπος της καπνοβιομηχανίας εξήγησε ότι η ευρωπαϊκή παραγωγή καπνού μέχρι στιγμής προσφέρει ένα προϊόν με χαμηλά υπολείμματα παρασιτοκτόνων και αυστηρότατο έλεγχο της χρήσης τους, αντίθετα από τον εισαγόμενο καπνό. Ενημέρωσε τους συμμετέχοντες ότι οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Ελβετία επιδοτούν την παραγωγή καπνού και η ευρωπαϊκή παραγωγή δεν θα υφίστατο χωρίς στήριξη, διότι η Ινδία και η Κίνα είναι πολύ ανταγωνιστικές και ήδη παράγουν καπνό συγκρίσιμης ποιότητας.

Ο εκπρόσωπος των εργαζομένων παρατήρησε ότι η δεύτερη επιλογή ενέχει υψηλό κίνδυνο για τη βιομηχανία πρώτης μεταποίησης και για την απασχόληση. Είναι σαφές ότι ο καπνός είναι ένα νόμιμο προϊόν, το οποίο ελέγχεται καλύτερα στην Ευρώπη απ' ό,τι στις τρίτες χώρες και κατά συνέπεια η ευρωπαϊκή παραγωγή δεν πρέπει να ενοχοποιείται. Χρειάζεται μια δίκαιη λύση για όλους, παραγωγούς, μεταποιητές, εργαζομένους και πολίτες.

Ο εκπρόσωπος για την ανάπτυξη υπογράμμισε την ουσιαστική σημασία των εξαγωγών καπνού που παράγεται από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αποτελεί το μόνο εμπόρευμα που οι χώρες αυτές μπορούν να εξαγάγουν, διότι η υπόλοιπη παραγωγή καταναλώνεται στο εσωτερικό για λόγους επιβίωσης.

Οι εκπρόσωποι των παραγωγών εξ ονόματος της UNITAB, υπενθύμισαν τη σημασία της ΚΟΑ του καπνού και από οικονομική άποψη και από άποψη απασχόλησης για τους Ευρωπαίους παραγωγούς. Ο καπνός είναι μια παραγωγή με το υψηλότερο επίπεδο εργατικού δυναμικού που απασχολείται στη γεωργία. Υπενθύμισαν, όπως και ο Ισπανός δήμαρχος, τις απαράδεκτες επικρίσεις που βασίζονται στην ηθική και αφορούν τον καπνό, τη στιγμή που όλα τα κράτη μέλη αντλούν 63 δισεκατ. EUR από τους φόρους που επιβάλλονται στην κατανάλωση καπνού. Ωστόσο, έχουν σαφή επίγνωση των προβλημάτων για τη δημόσια υγεία. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και χωρίς ευρωπαϊκή παραγωγή καπνού, θα υπάρχει κατανάλωση καπνού βασιζόμενη στις εισαγωγές. Τόνισαν ότι είναι πολύ εύκολο να λεχθεί ότι οι καπνοπαραγωγοί πρέπει να είναι δημιουργικοί, αλλά στην πραγματικότητα δεν υφίστανται αποδοτικές εναλλακτικές δυνατότητες σε σχέση με την παραγωγή καπνού. Οι καπνοπαραγωγοί βιώνουν σήμερα μια τραυματική κατάσταση. Για το μέλλον, θα υπάρχει η ανάγκη να εξασφαλιστεί σταθερότητα εισοδήματος και η δυνατότητα να παραμείνουν οι παραγωγοί στη γη τους. Ζήτησαν, πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση για μεταρρύθμιση στον τομέα του καπνού, να εκπονηθούν σοβαρότατες μελέτες επιπτώσεων. Τέλος, ενημέρωσαν το κοινό ότι ο καπνός είναι μια παραγωγή που ρυπαίνει λιγότερο από άλλες. Πράγματι, η λίπανση με άζωτο είναι 200 kg ανά εκτάριο για την παραγωγή αραβοσίτου, ενώ για τον καπνό είναι μόνο 50 kg ανά εκτάριο. Πιστεύουν ότι θα ήταν προτιμότερο να ενθαρρυνθεί η παραγωγή τροφίμων στις τρίτες χώρες παρά καπνού.

3. Διμερείς συναντήσεις και γραπτές συνεισφορές για το θέμα του καπνού

Επιπλέον, και με δική τους αίτηση, οι υπηρεσίες της ΓΔ Γεωργίας συνάντησαν εκπροσώπους των παραγωγών και της βιομηχανίας.

Γραπτές συνεισφορές απέστειλαν διάφοροι άλλοι ενδιαφερόμενοι, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων καταναλωτών, οι οποίες ελήφθησαν πλήρως υπόψη.

Παράρτημα 5 Ποσά πριμοδοτήσεων και κατώφλια εγγύησης

1-

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

2-

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

3- (t)

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

4- Ανάλυση της κοινοτικής παραγωγής καπνού και του εργατικού δυναμικού

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Παράρτημα 6 Οικονομική φύση της τρέχουσας στήριξης για τον καπνό

Οι αντισταθμιστικές ενισχύσεις και η στήριξη των τιμών είναι δύο διαφορετικά εργαλεία πολιτικής με διαφορετική οικονομική επίπτωση.

Τα αποτελέσματα αναλύονται για την περίπτωση ενός γεωργικού προϊόντος σε μια μεγάλη χώρα που είναι καθαρός εισαγωγέας, ήτοι για μια κατάσταση που είναι παρόμοια με την κατάσταση του καπνού στην αγορά της ΕΕ.

Η πριμοδότηση που καταβάλλεται για τον καπνό κατατάσσεται, όσον αφορά την κοινοποίηση της εγχώριας στήριξης στον ΠΟΕ, στο "Amber box" (δηλαδή ως μέτρο που στρεβλώνει το εμπόριο), όπου δεν εμπίπτει στην κατηγορία της στήριξης τιμών, αλλά στην ομάδα των μη απαλλασσόμενων άμεσων ενισχύσεων.

Ο λόγος είναι απλός. Η στήριξη του καπνού δεν πραγματοποιείται μέσω μηχανισμού εγγυημένων αγοραίων τιμών, αλλά με ένα σύστημα εγγυημένων τιμών (μέχρι συγκεκριμένη ποσότητα παραγωγής) οι οποίες καταβάλλονται στις οργανώσεις παραγωγών από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Με άλλους λόγους, η πολιτική στήριξης που ισχύει για τον καπνό ανήκει στην οικογένεια των "αντισταθμιστικών ενισχύσεων " (deficiency payments).

Τα διάφορα χαρακτηριστικά των δύο μέσων απεικονίζονται στο παρακάτω διάγραμμα. Και τα δύο διαγράμματα απεικονίζουν την προσφορά και τη ζήτηση σε ένα απλό πλαίσιο τιμής/ποσότητας. Το αρχικό σημείο εκκίνησης είναι η τιμή p, η οποία καθορίζει την προσφορά qs και τη ζήτηση qd. Η απόσταση μεταξύ των δύο είναι το απαιτούμενο επίπεδο εισαγωγών.

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

* Ας εξετάσουμε πρώτα τη λύση της στήριξης των τιμών. Η κυβέρνηση καθορίζει τη θεσμική τιμή p' και αυτό αυξάνει την παραγωγή σε q's και μειώνει τη ζήτηση σε q'd. Ένα άλλο αποτέλεσμα είναι η μείωση των εισαγωγών στην ποσότητα q'sq'd. Για να μπορεί να ελεγχθεί αυτή η εσωτερική τιμή ανεξάρτητα από την επιρροή της τιμής ισορροπίας (διεθνής τιμή), πρέπει επίσης να εφαρμοστεί ένα σύστημα εμπορικών φραγμών.

* Στην περίπτωση των αντισταθμιστικών ενισχύσεων, από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση καθορίζει μια τιμή στόχου p' στο ύψος που επιθυμεί να λαμβάνει ο γεωργός για τα προϊόντα του. Αυτή η τιμή στόχου αυξάνει την παραγωγή σε q's. Η τιμή ισορροπίας p παραμένει η αγοραία τιμή και οι καταναλωτές και πάλι αγοράζουν qd. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει μείωση των εισαγωγών στην ποσότητα q'sqd.

Ο κατωτέρω πίνακας συνοψίζει τα οικονομικά αποτελέσματα στην ευημερία των δύο μέσων:

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Και στις δύο περιπτώσεις, οι παραγωγοί κερδίζουν το ίδιο ποσό, που αντιστοιχεί στην περιοχή A. Στην περίπτωση στήριξης των τιμών, το κέρδος αυτό χρηματοδοτείται από τους καταναλωτές, καθόσον αυτοί καταβάλλουν υψηλότερη τιμή από την τιμή ισορροπίας. Η απώλεια του καταναλωτή είναι η περιοχή A+B+C+E. Λόγω της εισφοράς κατά την εισαγωγή, το κέρδος της κυβέρνησης ισούται με C. Η καθαρή απώλεια ή το συνολικό αρνητικό αποτέλεσμα στην ευημερία από την εφαρμογή πολιτικής στήριξης τιμών είναι B+E.

Στην περίπτωση των αντισταθμιστικών ενισχύσεων, το κέρδος των παραγωγών καταβάλλεται από τους φορολογουμένους, διότι η διαφορά μεταξύ της τιμής στόχου και της τιμής ισορροπίας μεταφέρεται απευθείας στους γεωργούς από τον προϋπολογισμό. Η απώλεια των φορολογουμένων είναι A+B. Το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα στην ευημερία από την εφαρμογή πολιτικής αντισταθμιστικών ενισχύσεων είναι B.

Το διάγραμμα δεν εμφανίζει τα αποτελέσματα της εσωτερικής πολιτικής επί της διεθνούς αγοράς, αλλά λόγω του μεγέθους της χώρας μας, η αύξηση της παραγωγής πιέζει καθοδικά την τιμή της διεθνούς αγοράς. Στην πρώτη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερο ποσό ως στήριξη των τιμών. στην περίπτωση των αντισταθμιστικών ενισχύσεων σημαίνει ότι οι καταναλωτές επωφελούνται από χαμηλότερες τιμές, αλλά σημαίνει επίσης ότι αυξάνεται το ποσό που μεταφέρεται απευθείας από το κράτος στο γεωργό.

Εν κατακλείδι, και τα δύο μέσα μεταφέρουν χρήματα προς το γεωργικό τομέα και αυξάνουν την παραγωγή. Οι κύριες διαφορές, οι οποίες επίσης αντανακλώνται στα οικονομικά αποτελέσματα των δύο μέσων, είναι ο έλεγχος της αγοραίας τιμής στο σύστημα της στήριξης τιμών και το είδος της χρηματοδότησης.

Παράρτημα 7 Επίπτωση στο εισόδημα

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

//

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Παράρτημα 8 Δείκτες εισοδήματος

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Παράρτημα 9

>ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

Top