EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52002PC0236

Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και συμβάσεων δημοσίων έργων (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

/* COM/2002/0236 τελικό - COD 2000/0115 */

ΕΕ C 203E της 27.8.2002, p. 210–240 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52002PC0236

Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και συμβάσεων δημοσίων έργων (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ) /* COM/2002/0236 τελικό - COD 2000/0115 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 203 E της 27/08/2002 σ. 0210 - 0240


Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και συμβάσεων δημοσίων έργων (υποβληθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

2000/0115 (COD)

Τροποποιημένη πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών και συμβάσεων δημοσίων έργων

1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Διαβίβαση των προτάσεων στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

(COM(2000) 275 τελικό 2000/0115 (COD))

σύμφωνα με το άρθρο 175, παράγραφος 1 της συνθήκης: 12 Ιοϊλΐος 2000

Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής: 26 Απριλίου 2001

Γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών: 13 Δεκεμβρίου 2000

Γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - πρώτη ανάγνωση: 17 Ιανουαρίου 2002

2. ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η πρόταση αποσκοπεί στην ανασύνταξη της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, με στόχο τη δημιουργία μιας πραγματικής ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των αγορών του δημοσίου. Στόχος της νομοθεσίας αυτής δεν είναι να αντικαταστήσει την εθνική νομοθεσία, αλλά να διασφαλίσει την τήρηση των αρχών περί ίσης μεταχείρισης, μη εισαγωγής διακρίσεων και διαφάνειας κατά τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων στο σύνολο των κρατών μελών.

Η πρόταση αυτή, που αποτελεί συνέχεια της συζήτησης που ξεκίνησε με την Πράσινη Βίβλο για τις δημόσιες συμβάσεις, επιδιώκει τον τριπλό στόχο του εκσυγχρονισμού, της απλούστευσης και της μεγαλύτερης ευελιξίας του υφιστάμενου νομικού πλαισίου στον τομέα αυτό: εκσυγχρονισμός προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι νέες τεχνολογίες και οι αλλαγές του οικονομικού περιβάλλοντος, απλούστευση προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση των σημερινών κειμένων από τους χρήστες έτσι ώστε οι συμβάσεις να συνάπτονται σε πλήρη συμμόρφωση με τα πρότυπα και τις αρχές που διέπουν τον τομέα και έτσι ώστε οι εμπλεκόμενες εταιρείες να είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα τα δικαιώματά τους, και ευελιξία των διαδικασιών προκειμένου να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των αγοραστών του δημοσίου και των οικονομικών φορέων.

Επιπλέον, η ανασύνταξη των τριών ισχυουσών νομοθετικών πράξεων θα θέσει στη διάθεση των οικονομικών φορέων και των αναθετουσών αρχών και του ευρωπαίου πολίτη ένα σαφές και διαφανές ενιαίο κείμενο.

3. ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΕΝΕΚΡΙΝΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Η Επιτροπή δέχτηκε, είτε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, είτε ως προς το πνεύμα τους ή με αναδιατύπωση, 63 από τις 103 τροπολογίες που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

***

3.1 Τροπολογίες που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή εξ ολοκλήρου ή που επαναδιατυπώθηκαν για καθαρά τυπικούς λόγους (τροπολογίες 1, 141, 4, 13, 125, 17, 50, 85, 88, 97 και 112)

Η τροπολογία 1 προτείνει μια νέα αιτιολογική σκέψη, η οποία αναγνωρίζει ότι η συμμετοχή οργανισμών δημοσίου δικαίου ως υποψηφίων σε διαδικασία σύναψης δημόσιων συμβάσεων μπορεί να προκαλέσει ορισμένες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και η οποία προβλέπει επομένως ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν κανόνες για τις μεθόδους που θα χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της σχέσης τιμής / πραγματικού κόστους των προσφορών.

Η τροπολογία 141 εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη, η οποία υπογραμμίζει ότι η οδηγία δεν εμποδίζει οποιαδήποτε αναθέτουσα αρχή να λαμβάνει ή να επιβάλλει μέτρα απαραίτητα για την προστασία απαιτήσεων γενικού συμφέροντος: δημόσια τάξη, δημόσια ήθη, δημόσια ασφάλεια και υγεία, ζωή ανθρώπων, ζώων και φυτών. Η Επιτροπή δέχεται την τροπολογία αυτή υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να συνταχθεί κατά τρόπο ώστε να αναπαράγονται οι διατάξεις της συνθήκης (άρθρο 30): αιτιολογική σκέψη «(6) Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν εμποδίζει οποιαδήποτε αναθέτουσα αρχή να λαμβάνει ή να επιβάλλει μέτρα απαραίτητα για την προστασία των δημόσιων ηθών, της δημόσιας πολιτικής, της δημόσιας τάξης, καθώς και της υγείας και της ζωής ανθρώπων, ζώων ή φυτών, με γνώμονα ιδίως την αειφόρο ανάπτυξη, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν εισάγουν διακρίσεις και δεν αντίκεινται στο στόχο του ανοίγματος των αγορών στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων ούτε στη συνθήκη.»

Η τροπολογία 4 εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη η οποία σχετίζεται με την τροπολογία 40. Στόχος της είναι να αποσαφηνίσει, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση «Teckal» [1]), τους όρους που επιτρέπουν στις αναθέτουσες αρχές να συνάπτουν απευθείας δημόσιες συμβάσεις με πρόσωπα επισήμως μεν διακριτά, αλλά επί των οποίων ασκούν έλεγχο ανάλογο με αυτό που ασκούν στις ίδιες τους τις υπηρεσίες.

[1] Απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1999, υπόθεση C-107/98, Συλλογή 1999, σ. Ι-8121.

Η τροπολογία 13 εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη, η οποία υπογραμμίζει την υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν τα απαραίτητα μέτρα για την ενίσχυση και λειτουργία της οδηγίας και να εξετάσουν την ανάγκη ίδρυσης μιας ανεξάρτητης αρχής στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων.

Η τροπολογία 125 τροποποιεί την αιτιολογική σκέψη 31. Προσθέτει τις υπηρεσίες των μηχανικών στα παραδείγματα υπηρεσιών των οποίων η αμοιβή διέπεται από εθνικές διατάξεις οι οποίες δεν πρέπει να επηρεάζονται.

Η τροπολογία 17 εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη, η οποία καλεί την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο να εγκρίνει πρόταση οδηγίας με στόχο τη ρύθμιση των συμβάσεων παραχώρησης και του λεγόμενου «project financing» (χρηματοδότηση έργου).

Η τροπολογία αυτή γίνεται δεκτή ελαφρώς τροποποιημένη για θεσμικούς λόγους: «(46) Η Επιτροπή καλείται να εξετάσει τη δυνατότητα να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου στον τομέα των συμβάσεων παραχώρησης και των εταιρικών σχέσεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και να εγκρίνει, εάν το κρίνει αναγκαίο, νομοθετική πρόταση.»

Η τροπολογία 50 τροποποιεί το άρθρο 27 - τον τίτλο και την παράγραφο 1 - προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι προσφέροντες διαθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές, φορολογικές και κοινωνικές διατάξεις που ισχύουν στον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστεί η σύμβαση και προκειμένου να υποχρεωθούν οι αναθέτουσες αρχές να αναφέρουν στη συγγραφή υποχρεώσεων το φορέα ή τους φορείς από τους οποίους οι προσφέροντες μπορούν να λάβουν τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω νομοθετικές διατάξεις.

Η τροπολογία 85 τροποποιεί το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο γ), που αφορά τη δυνατότητα αποκλεισμού ενός υποψηφίου ή προσφέροντος για αδίκημα το οποίο αφορά την επαγγελματική διαγωγή του, ώστε ο αποκλεισμός να πραγματοποιείται μόνον αφού έχει καταδικαστεί με τελεσίδικη απόφαση σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

Η τροπολογία 88 διαγράφει, από το άρθρο 46, παράγραφος 2, το στοιχείο η) που προβλέπει τη «δυνατότητα» αποκλεισμού ενός υποψηφίου ή προσφέροντος που έχει καταδικαστεί για απάτη ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 280 της συνθήκης, πλην των οριζόμενων στην παράγραφο 1 (υποχρέωση αποκλεισμού).

Η τροπολογία 97 εισάγει ένα νέο άρθρο 50α, το οποίο προβλέπει ότι σε περίπτωση που αναθέτουσα αρχή απαιτεί την υποβολή πιστοποιητικού σχετικού με ένα σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης, πρέπει να δεχτεί τα πιστοποιητικά EMAS, τα πιστοποιητικά που συμμορφώνονται προς τις διεθνείς προδιαγραφές, καθώς και κάθε άλλο ισοδύναμο αποδεικτικό μέσο. Η τροπολογία αυτή πρέπει να διαβαστεί παράλληλα με την τροπολογία 93 σχετικά με την τεχνική ικανότητα. πράγματι, σε ορισμένες κατάλληλες περιπτώσεις - παραδείγματος χάριν όσον αφορά την ικανότητα σεβασμού ενός οικοσυστήματος κατά την εκτέλεση ενός δημόσιου έργου - η τεχνική ικανότητα μπορεί να βεβαιώνεται με ένα σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης. Για τις περιπτώσεις αυτές, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν τα δυνατά αποδεικτικά μέσα και η αναγνώριση της ισοδυναμίας κατά τρόπο ώστε να διασφαλιστεί ότι συμβάσεις δεν επιφυλάσσονται αποκλειστικά στους κατόχους ορισμένων πιστοποιητικών. Η τροπολογία αυτή ενσωματώνει ως προς την ουσία τους τις διατάξεις του άρθρου 50 σχετικά με τα πιστοποιητικά εξασφάλισης της ποιότητας.

Η τροπολογία 112 προτείνει το παράρτημα VII A, Προκήρυξη διαγωνισμού, παράγραφος 11, στοιχείο α) - σχετικά με την ονομασία και τη διεύθυνση της υπηρεσίας από την οποία μπορούν να ζητηθούν η συγγραφή υποχρεώσεων και τα συμπληρωματικά έγγραφα - να συμπληρωθεί με το αριθμό τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας καθώς και με την ηλεκτρονική διεύθυνση.

***

3.2 Τροπολογίες που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή με αναδιατύπωση, εν μέρει ή επί της ουσίας (τροπολογίες 2, 5, 168, 126 - 172, 21, 175, 7, 142, 171 - 145, 9, 137, 138, 45, 46, 47 - 123, 109, 10, 127, 11, 51, 15, 100, 170, 23, 54, 65, 24, 30, 93, 95, 31, 147, 34, 35, 36, 121, 38, 40, 5, 150, 70, 74, 77 - 132, 80, 86, 87, 89, 153, 104, 110, 113, 114)

Η τροπολογία 2 εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη, με στόχο να υπογραμμιστεί η ενσωμάτωση της πολιτικής για το περιβάλλον στο καθεστώς δημόσιων συμβάσεων. Το άρθρο 6 επιβάλλει την ενσωμάτωση της προστασίας του περιβάλλοντος στις άλλες πολιτικές: αυτό συνεπάγεται ότι η πολιτική σχετικά με το περιβάλλον πρέπει να συνάδει με την πολιτική για τις δημόσιες συμβάσεις. Η Επιτροπή θεωρεί επομένως ότι πρέπει να επιτραπεί στους αγοραστές του δημοσίου να προμηθεύονται «πράσινα» προϊόντα / υπηρεσίες υπό τους καλύτερους όρους όσον αφορά τη σχέση ποιότητας / τιμής. Ενσωματώνει την τροπολογία αναδιατυπώνοντάς την ως εξής.

Αιτιολογική σκέψη: «(5) Σύμφωνα με το άρθρο 6 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι απαιτήσεις όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος ενσωματώνονται στον καθορισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 3 της εν λόγω συνθήκης, ιδίως προκειμένου να προωθηθεί η αειφόρος ανάπτυξη.

Επομένως, η παρούσα οδηγία διασαφηνίζει πώς μπορούν να συμβάλλουν οι αναθέτουσες αρχές στην προστασία του περιβάλλοντος και στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα στις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να επιτυγχάνουν τους καλύτερους όρους για τις συμβάσεις τους όσον αφορά τη σχέση ποιότητας / τιμής.»

*

Η τροπολογία 5 σχετίζεται με τις τροπολογίες 168, 126 - 172 και 21: όλες οι τροπολογίες αυτές εισάγουν διατάξεις οι οποίες επιτρέπουν στις αναθέτουσες αρχές να πραγματοποιούν τις αγορές τους προσφεύγοντας σε κεντρικούς οργανισμούς αγορών.

Η τροπολογία 5 προβλέπει μια νέα αιτιολογική σκέψη, η οποία δικαιολογεί την καθιέρωση ενός ορισμού και ενός καθεστώτος απαλλαγής από τις διαδικασίες για τις αναθέτουσες αρχές όταν αγοράζουν διαμέσου κεντρικών οργανισμών αγορών που είναι οι ίδιοι αναθέτουσες αρχές.

Η τροπολογία 168 εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη, με στόχο την αιτιολόγηση των αγορών εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από κεντρικούς οργανισμούς αγορών, εφόσον οι εν λόγω οργανισμοί έχουν τηρήσει τους διαδικαστικούς κανόνες της οδηγίας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφυγή σε παρόμοιους κεντρικούς οργανισμούς πρέπει να είναι επίσης δυνατή για τα έργα.

Η Επιτροπή δέχεται τις τροποποιημένες τροπολογίες που έχουν συγκεντρωθεί σε μία μόνο αιτιολογική σκέψη ως εξής: «(13) Τα κράτη μέλη έχουν αναπτύξει ορισμένες τεχνικές συγκέντρωσης των αγορών. Διάφορες αναθέτουσες αρχές είναι επιφορτισμένες να πραγματοποιούν αγορές ή να συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις που προορίζονται για άλλες αναθέτουσες αρχές. Οι τεχνικές αυτές επιτρέπουν, λόγω της σημασίας του μεγέθους των αγορών αυτών, να διευρύνεται ο ανταγωνισμός και να βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα των δημόσιων παραγγελιών. Πρέπει συνεπώς να προβλεφθεί κοινοτικός ορισμός για τους κεντρικούς οργανισμούς αγορών για λογαριασμό των αναθετουσών αρχών. Πρέπει επίσης να καθοριστούν οι όροι υπό τους οποίους, τηρουμένων των αρχών περί μη εισαγωγής διακρίσεων και ίσης μεταχείρισης, οι αναθέτουσες αρχές που αποκτούν έργα, προμήθειες ή/και υπηρεσίες απευθείας από κεντρικούς οργανισμούς αγορών θεωρούνται ότι συμμορφώνονται προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»*

Οι τροπολογίες 126 - 172, 21 και 175 εισάγουν ειδικές διατάξεις σχετικά με τους κεντρικούς οργανισμούς αγορών.

Οι τροπολογίες 126 - 172 ενσωματώνουν στις αναθέτουσες αρχές κατά την έννοια της οδηγίας τους κεντρικούς οργανισμούς αγορών που έχουν δημιουργηθεί από τις εν λόγω αρχές.

Η τροπολογία 21 εισάγει έναν ορισμό του κεντρικού οργανισμού αγορών και επιβάλλει τη γνωστοποίηση στην Επιτροπή των κεντρικών αυτών οργανισμών.

Ο στόχος που επιδιώκεται από τις τροπολογίες 126 - 172 και 21 είναι νόμιμος, επειδή οι κεντρικοί οργανισμοί αγορών μπορούν ταυτόχρονα να συμβάλλουν στην επίτευξη οικονομιών κλίμακας, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού με δημοσιεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεδομένου του μεγέθους των συμβάσεων και στην παροχή βοήθειας στις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης. Πρέπει ωστόσο να πλαισιωθούν με τον ευρύτερο τρόπο οι διαμορφώσεις που υπάρχουν στα κράτη μέλη.

Η τροπολογία 175 αποσκοπεί να επιβάλλει στους κεντρικούς οργανισμούς αγορών την πλήρη τήρηση της οδηγίας και να επιτρέψει στις αναθέτουσες αρχές να αγοράζουν άμεσα ή μέσω τρίτων υπηρεσίες και προμήθειες από τους εν λόγω κεντρικούς οργανισμούς χωρίς οι ίδιες να εφαρμόζουν μεταγενέστερα την οδηγία.

Η τροπολογία μπορεί να γίνει δεκτή ως προς την αρχή όσον αφορά την προσφυγή σε έναν κεντρικό οργανισμό αγορών, επεκτείνοντας τη δυνατότητα αυτή στις συμβάσεις έργων προκειμένου να διευκολυνθεί η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των συννομοθετών.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποδέχεται το πνεύμα των τροπολογιών αυτών μέσω του ορισμού του κεντρικού οργανισμού αγορών και ενός άρθρου το οποίο, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, αφήνει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να προσφεύγουν στους εν λόγω κεντρικούς οργανισμούς καθώς και, κατά περίπτωση, να περιορίζουν την προσφυγή αυτή σε ορισμένες συμβάσεις.

«Άρθρο 1

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ορισμοί που παρατίθενται στις παραγράφους 2 έως 12.

...

7α Ένας κεντρικός οργανισμός αγορών είναι μια αναθέτουσα αρχή η οποία:

- αποκτά προμήθειες ή/και υπηρεσίες που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές ή/και

- συνάπτει δημόσιες συμβάσεις ή συμφωνίες-πλαίσια έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές.»

«Άρθρο 7α

Δημόσιες συμβάσεις και συμφωνίες-πλαίσια που συνάπτονται από τους κεντρικούς οργανισμούς αγορών

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τη δυνατότητα για τις αναθέτουσες αρχές να αποκτούν έργα, προμήθειες ή/και υπηρεσίες προσφεύγοντας σε κεντρικούς οργανισμούς αγορών.

2 Οι αναθέτουσες αρχές που αποκτούν έργα, προμήθειες ή/και υπηρεσίες προσφεύγοντας σε κεντρικό οργανισμό αγορών στις υποθετικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 7α, θεωρούνται ότι τηρούν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφόσον ο κεντρικός αυτός οργανισμός αγορών έχει τηρήσει τις εν λόγω διατάξεις.»

*

Οι τροπολογίες 7, 142 και 171 - 145 αφορούν τις μικτές συμβάσεις «υπηρεσιών - έργων»

Η τροπολογία 7 σχετίζεται με τις τροπολογίες 171 - 145. εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη, η οποία αποσκοπεί να επεξηγήσει ότι η επιλογή μεταξύ μιας συνολικής σύμβασης, που καλύπτει ταυτόχρονα το σχεδιασμό και την εκτέλεση έργων, και της ανάθεσης χωριστών συμβάσεων επαφίεται στις αναθέτουσες αρχές και δεν μπορεί να επιβληθεί από την οδηγία. Η τροπολογία διευκρινίζει ότι η επιλογή της αναθέτουσας αρχής πρέπει να βασίζεται σε ποιοτικά και οικονομικά κριτήρια και επιβάλλει να αιτιολογείται από την αναθέτουσα αρχή η επιλογή της συνολικής ανάθεσης.

Η Επιτροπή συμφωνεί ότι είναι σκόπιμο να αναφέρεται ότι η ευχέρεια της επιλογής μεταξύ της συνολικής ανάθεσης και της χωριστής ανάθεσης πρέπει να βασίζεται σε ποιοτικά και οικονομικά κριτήρια. Εντούτοις, δεν συμφωνεί με την υποχρέωση να αιτιολογείται η επιλογή σύμβασης μελέτης - εκτέλεσης. Πράγματι, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται μόνο σε περίπτωση που επιλέγεται η «συνολική» ανάθεση, ευνοεί εκ των πραγμάτων την προσφυγή στη χωριστή ανάθεση, η οποία τεκμαίρεται ότι είναι μια μέθοδος ανάθεσης η οποία πληροί αυτομάτως τα ποιοτικά και οικονομικά κριτήρια. Αφενός, το τεκμήριο αυτό δεν αποτελεί δεδομένο και, αφετέρου, αντίκειται στην ελευθερία της επιλογής που αποτελεί έκφραση της αρχής της επικουρικότητας. Τέλος, δεν φαίνεται κατάλληλο να αποθαρρύνεται η «συνολική» ανάθεση, διότι επιτρέπει, πράγματι, να επιτευχθεί ευκολότερα το όριο ενεργοποίησης της εφαρμογής των διαδικαστικών κανόνων της οδηγίας χάρη στην επισώρευση των υπηρεσιών σχεδιασμού και των έργων εκτέλεσης.

Η τροπολογία 142 σχετίζεται με τις τροπολογίες 171 - 145. εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη, η οποία αποσκοπεί να αποσαφηνίσει τη διάκριση μεταξύ συμβάσεων δημόσιων έργων και δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (συμβάσεις διαχείρισης ακινήτων που καλύπτουν συνεχόμενα ή συμπληρωματικά έργα και συμβάσεις έργων που περιλαμβάνουν υπηρεσίες απαραίτητες για την εκτέλεση των έργων). Η τροπολογία αυτή είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση «Gestion Hotelera» [2].

[2] Απόφαση της 19ης Απριλίου 1994 στην υπόθεση C-331/92, Συλλογή 1994, σ. Ι-1329.

Οι τροπολογίες 171 - 145 τροποποιούν το άρθρο 1 προκειμένου να προσδιορίσουν τις μικτές συμβάσεις έργων / υπηρεσιών και υπηρεσιών / έργων. Το άρθρο εξηγεί, ιδιαίτερα, υπό ποιους όρους μια σύμβαση υπηρεσιών διαχείρισης ακινήτων που συνεπάγεται έργα δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται σύμβαση δημοσίων έργων. Επιπλέον, προβλέπει μια διάταξη σχετικά με την τμηματική ή συνολική ανάθεση εργασιών / υπηρεσιών (κριτήρια της επιλογής της μεθόδου ανάθεσης και υποχρέωσης αιτιολόγησης της ολικής ανάθεσης) που ορίζεται στην τροπολογία 7. Οι περιπτώσεις στις οποίες μια σύμβαση παρουσιάζει ταυτοχρόνως υπηρεσίες και έργα επιλύνονται εφαρμόζοντας το κριτήριο του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, όπως αναφέρεται στην πρόταση της Επιτροπής. Επιπλέον, η τροπολογία επεξηγεί τον κανόνα αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση των υπηρεσιών διαχείρισης ακινήτων που συνεπάγονται έργα. επομένως, η ουσία της ταιριάζει περισσότερο σε αιτιολογική θέση. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι ο περιορισμός στα «εκτελεστικά» και μόνο έργα δεν είναι δικαιολογημένος.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αναδιατυπώνει τις τροπολογίες 7, 142 και 171 - 145 σε μία μόνο αιτιολογική σκέψη: «(10) Λαμβανομένης υπόψη της ποικιλίας που παρουσιάζουν οι συμβάσεις δημοσίων έργων, οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να μπορούν να προβλέπουν τόσο χωριστή όσο και κοινή ανάθεση των έργων και των υπηρεσιών σχεδιασμού. Σκοπός της οδηγίας δεν είναι να επιβάλλει τη χωριστή ή την κοινή ανάθεση. Η απόφαση σχετικά με τη χωριστή ή συνολική ανάθεση της σύμβασης πρέπει να βασίζεται σε ποιοτικά και οικονομικά κριτήρια τα οποία μπορούν να καθοριστούν από τις εθνικές νομοθεσίες.

Μια σύμβαση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σύμβαση δημοσίων έργων παρά μόνο εάν το αντικείμενό της αφορά ειδικώς την πραγματοποίηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, αν και η σύμβαση μπορεί να περιλαμβάνει άλλες υπηρεσίες απαραίτητες για την πραγματοποίηση των δραστηριοτήτων αυτών. Οι δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών διαχείρισης ιδιοκτησιών, μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να περιλαμβάνουν έργα. ωστόσο, εφόσον τα έργα αυτά γίνονται επικουρικώς και δεν είναι επομένως παρά μόνο συνεπακόλουθα ή συμπληρωματικά σε σχέση με το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το χαρακτηρισμό της σύμβασης ως σύμβασης δημοσίων έργων.»

*

Οι τροπολογίες 9 και 137 αφορούν τον ανταγωνιστικό διάλογο και η τροπολογία 138 μια νέα δυνατότητα αποκλειστικού διαλόγου.

Η τροπολογία 9 τροποποιεί την αιτιολογική σκέψη 18 για να διευκρινίσει ότι, στο πλαίσιο του ανταγωνιστικού διαλόγου, οι διαπραγματεύσεις λήγουν με την περάτωση των διαβουλεύσεων, χωρίς να καταρτίζεται (απαραιτήτως) οριστική συγγραφή υποχρεώσεων.

Η τροπολογία 137 αποσκοπεί κυρίως στα εξής:

1) να καταστήσει υποχρεωτικό το προσχέδιο λύσης. Η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερόμενους κύκλους, θεωρεί ότι η υποχρέωση να απαιτούνται προσχέδια λύσης θα αποτελούσε πηγή νομοθετικών επιπλοκών και κινδύνου «cherry picking» (πνευματικές «κλοπές» οι οποίες δεν μπορούν να προστατευτούν). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν δέχεται την υποχρέωση αυτή.

2) να ενισχύσει την εμπιστευτικότητα των στοιχείων που διαβιβάζουν οι οικονομικοί φορείς. Προκειμένου να διευκολυνθεί η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των συννομοθετών, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα οι αναθέτουσες αρχές να γνωστοποιούν στους λοιπούς συμμετέχοντες στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από ένα συμμετέχοντα, επιφυλάσσοντας τη δυνατότητα αυτή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος συμμετέχων έχει δώσει τη συναίνεσή του για τη γνωστοποίηση αυτή.

3) να περιορίσει τις διαπραγματεύσεις κατά τη φάση του διαλόγου στις πτυχές πλην των οικονομικών. Στο μέτρο που η τροπολογία θα αποσκοπούσε πράγματι στο να περιορίσει τα θέματα που μπορούν να εξεταστούν κατά τη φάση του διαλόγου αποκλειστικά στις μη οικονομικές πτυχές, το μέρος αυτό της τροπολογίας δεν είναι αποδεκτό. Πράγματι, η άποψη της Επιτροπής είναι ότι, προκειμένου να είναι χρήσιμη, η διαδικασία πρέπει να επιτρέπει τη συζήτηση όλων των πτυχών του σχεδίου κατά τη φάση του διαλόγου.

4) να διευρύνει τις ήδη προβλεπόμενες δυνατότητες ή να εισαγάγει νέες δυνατότητες για την αναθέτουσα αρχή να τροποποιεί τις απαιτήσεις της σύμβασης, τα κριτήρια ανάθεσης και τη στάθμισή τους. (όσον αφορά την τελευταία αυτή πτυχή, η τροπολογία είναι ασυνάρτητη, δεδομένου ότι αναφέρεται σαφώς τόσο στη στάθμιση όσο και σε μια απλή σειρά σπουδαιότητας των κριτηρίων). Η αρχική πρόταση της Επιτροπής προέβλεπε τη δυνατότητα τροποποίησης των κριτηρίων ανάθεσης σε περίπτωση όπου δεν ανταποκρίνονται πλέον στην επιλεγείσα λύση στην οριστική συγγραφή υποχρεώσεων. Έχει ωστόσο αποδειχθεί ότι, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ευρέως διαδεδομένες ανησυχίες ως προς το «cherry picking» καθώς και να διευκολυνθεί η έγκριση από τους συννομοθέτες, πρέπει να εγκαταλειφθεί η ιδέα ότι η συγγραφή υποχρεώσεων μπορεί να καταρτιστεί οριστικά κατά την περάτωση της φάσης του διαλόγου, βάσει, ενδεχομένως, της ανάμειξης διαφόρων λύσεων. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα τροποποίησης των κριτηρίων ανάθεσης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας θα δημιουργούσε σοβαρό κίνδυνο νοθείας.

5) να εισαγάγει μια υποχρεωτική αμοιβή (η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά το 15% της προϋπολογιζόμενης αξίας της σύμβασης) των συμμετεχόντων. Η αρχή της υποχρεωτικής αμοιβής των συμμετεχόντων μπορεί να γίνει δεκτή, από τη στιγμή μάλιστα που το κόστος το σχετικό με τη διεξαγωγή του διαλόγου μπορεί να οδηγήσει τις αναθέτουσες αρχές να επιφυλάσσουν τη νέα αυτή διαδικασία στις ιδιαίτερα πολύπλοκες συμβάσεις. Απεναντίας, και για λόγους επικουρικότητας, δεν κρίνεται σκόπιμο να καθοριστούν νομοθετικώς τα προς καταβολή ποσά.

Η τροπολογία 138 εισάγει ένα νέο άρθρο 30α το οποίο προβλέπει, για τις «συμβάσεις οι οποίες αποσκοπούν στη δημιουργία εταιρικής σχέσης ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα», τη δυνατότητα διεξαγωγής ενός «αποκλειστικού διαλόγου» μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και του προσφέροντος που έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, εφόσον ο διάλογος αυτός δεν μεταβάλλει ουσιαστικά θεμελιώδεις πτυχές της εν λόγω προσφοράς ούτε στρεβλώνει τον ανταγωνισμό. Αν και το κείμενο είναι διφορούμενο ως προς το σημείο αυτό, η τροπολογία φαίνεται να εισάγει τη δυνατότητα αυτή ανεξάρτητα από την επιλεγείσα διαδικασία ανάθεσης.

Εάν το μέρος της τροπολογίας αφορά όλες τις διαδικασίες και όχι μόνο την τελευταία φάση ενός ανταγωνιστικού διαλόγου, δεν είναι αποδεκτό. Πράγματι, η νέα διαδικασία του ανταγωνιστικού διαλόγου έχει εισαχθεί ακριβώς προκειμένου να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, ανάγκες από πλευράς ευελιξίας, οι οποίες μπορούν να σχετίζονται με τα σχέδια που συνεπάγονται τη δημιουργία εταιρικών σχέσεων μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.

Αντίθετα, η ιδέα στην οποία βασίζεται η τροπολογία αυτή, σύμφωνα με την οποία μπορεί να αποδειχθεί αναγκαίο να αποσαφηνιστούν ορισμένες πτυχές της προσφοράς που έχει εντοπιστεί ως η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη ή να επιβεβαιωθούν δεσμεύσεις που περιέχονται στην υπόψη προσφορά, μπορεί να γίνει δεκτή εφόσον περιέχει τις κατάλληλες εγγυήσεις, κυρίως προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τούτο δεν έχει ως συνέπεια να τροποποιεί θεμελιώδεις πτυχές της προσφοράς ή της σύμβασης όπως παρουσιάζεται στην προκήρυξη διαγωνισμού, να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό ή να εισάγει διακρίσεις. Πρέπει επίσης να διασφαλιστεί ότι οι αποσαφηνίσεις αυτές δεν αφορούν προσφέροντες άλλους από εκείνον που έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά. Στο μέτρο αυτό, η ιδέα της τροπολογίας μπορεί να γίνει δεκτή μέσω κατάλληλων διατυπώσεων τόσο στην αιτιολογική σκέψη (18) όσο και στο ίδιο το άρθρο 30.

Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τις τροπολογίες 9, 137 και 138, τις οποίες αναδιατυπώνει ως εξής:

Αιτιολογική σκέψη: «(27) Ορισμένα εξαιρετικά πολύπλοκα σχέδια μπορεί να συνεπάγονται, για τις αναθέτουσες αρχές, αντικειμενική αδυναμία καθορισμού των μέσων που ενδέχεται να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους ή αξιολόγησης των δυνατοτήτων προσφοράς της σύμβασης από πλευράς τεχνικών ή/και χρηματοδοτικών ή νομικών λύσεων, χωρίς να είναι δυνατόν να καταλογιστεί στις εν λόγω αναθέτουσες αρχές καμία κριτική από την άποψη αυτή. Η κατάσταση αυτή μπορεί κυρίως να προκύψει για την υλοποίηση σημαντικών ολοκληρωμένων μεταφορικών υποδομών, την πραγματοποίηση μεγάλων δικτύων πληροφορικής ή την υλοποίηση σχεδίων που περιλαμβάνουν πολύπλοκη και διαρθρωμένη χρηματοδότηση, των οποίων οι χρηματοδοτικές και νομικές ρυθμίσεις δεν μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων. Στο μέτρο όπου η προσφυγή σε ανοικτές ή κλειστές διαδικασίες δεν θα επέτρεπε την ανάθεση παρόμοιων συμβάσεων, πρέπει επομένως να προβλεφθεί μια ευέλικτη διαδικασία που να διαφυλάσσει ταυτόχρονα τον ανταγωνισμό μεταξύ οικονομικών φορέων και την ανάγκη των αναθετουσών αρχών να συζητούν με τον κάθε υποψήφιο όλες τις πτυχές της σύμβασης. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τρόπο ώστε να περιορίζει ή να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, ιδίως τροποποιώντας θεμελιώδη στοιχεία των προσφορών ή επιβάλλοντας νέα ουσιαστικά στοιχεία στον προσφέροντα που θα επιλεγεί ή εμπλέκοντας οποιοδήποτε άλλο προσφέροντα από εκείνον που έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.»

«Άρθρο 1

Ορισμοί

«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ορισμοί που παρατίθενται στις παραγράφους 2 έως 12.

8....

Ο «ανταγωνιστικός διάλογος» είναι μια διαδικασία στην οποία μπορεί να ζητήσει να συμμετάσχει οποιοσδήποτε οικονομικός φορέας και στην οποία η αναθέτουσα αρχή προβαίνει σε διάλογο με τους υποψήφιους που έχουν γίνει δεκτοί στη διαδικασία αυτή, προκειμένου να αναπτύξουν μία ή περισσότερες λύσεις που ενδέχεται να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της και βάσει της οποίας ή των οποίων οι επιλεγέντες υποψήφιοι θα κληθούν να υποβάλουν προσφορά.

... »

«Άρθρο 30

Ανταγωνιστικός διάλογος

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι η αναθέτουσα αρχή, στο μέτρο που κρίνει ότι η προσφυγή στην ανοικτή ή κλειστή διαδικασία δεν θα επιτρέψει την ανάθεση της σύμβασης, δύναται να προσφύγει στον ανταγωνιστικό διάλογο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου:

α) όταν δεν είναι αντικειμενικώς σε θέση να ορίσει, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 3, στοιχείο β), γ) ή δ), τα τεχνικά μέσα τα οποία μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της και στους στόχους της ή/και

β) όταν δεν είναι αντικειμενικώς σε θέση να καταρτίσει τις νομικές ή/και χρηματοδοτικές ρυθμίσεις ενός σχεδίου.

Η ανάθεση της δημόσιας σύμβασης πραγματοποιείται αποκλειστικά με βάση το κριτήριο ανάθεσης της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς.

2. Οι αναθέτουσες αρχές δημοσιεύουν μια προκήρυξη διαγωνισμού στην οποία γνωστοποιούν τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους, τις οποίες ορίζουν στην εν λόγω προκήρυξη ή/και σε ένα περιγραφικό έγγραφο.

3. Οι αναθέτουσες αρχές ξεκινούν με τους υποψήφιους που έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 43α έως 52 ένα διάλογο που έχει ως αντικείμενο τον εντοπισμό και τον ορισμό των κατάλληλων μέσων για την καλύτερη ικανοποίηση των αναγκών τους. Κατά τη διάρκεια του διαλόγου αυτού, μπορούν να συζητήσουν με τους επιλεγέντες υποψήφιους όλες τις πτυχές της σύμβασης.

Κατά το διάλογο, οι αναθέτουσες αρχές εξασφαλίζουν την ίση μεταχείριση όλων των προσφερόντων. Ιδιαίτερα, δεν παρέχουν, κατά τρόπο που να εισάγει διακρίσεις, πληροφορίες οι οποίες ενδέχεται να ευνοήσουν ορισμένους προσφέροντες σε σχέση με άλλους.

Οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να γνωστοποιήσουν στους λοιπούς συμμετέχοντες τις προτεινόμενες λύσεις ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν διαβιβαστεί από έναν συμμετέχοντα στο διάλογο χωρίς τη συναίνεσή του.

4. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προβλέψουν τη διεξαγωγή της διαδικασίας σε διαδοχικές φάσεις, ούτως ώστε να μειώνεται ο αριθμός των υπό εξέταση λύσεων κατά τη φάση του διαλόγου, με εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης που αναφέρονται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στο περιγραφικό έγγραφο. Η προσφυγή στη δυνατότητα αυτή αναγράφεται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στο περιγραφικό έγγραφο.

5. Η αναθέτουσα αρχή συνεχίζει το διάλογο έως ότου να είναι σε θέση να εντοπίσει τις λύσεις, εάν χρειαστεί αφού θα τις έχει ενδεχομένως συγκρίνει, οι οποίες ενδέχεται να ανταποκριθούν στις ανάγκες της.

6. Αφού κηρύξουν την περάτωση των διαλόγου και ενημερώσουν σχετικά τους συμμετέχοντες, οι αναθέτουσες αρχές τους καλούν να υποβάλουν την τελική τους προσφορά βάσει της ή των λύσεων που παρουσιάστηκαν ή καθορίστηκαν στη διάρκεια του διαλόγου. Οι προσφορές αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα και απαραίτητα στοιχεία για την υλοποίηση του σχεδίου.

Κατόπιν αίτησης της αναθέτουσας αρχής, οι προσφορές αυτές μπορούν να αποσαφηνιστούν και να διευκρινιστούν. Εντούτοις, οι διευκρινίσεις, οι αποσαφηνίσεις ή τα συμπληρωματικά στοιχεία δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να τροποποιούν τις θεμελιώδεις πτυχές της προσφοράς ή της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, των οποίων η μεταβολή ενδέχεται να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό ή να εισαγάγει διακρίσεις.

7. Οι αναθέτουσες αρχές αξιολογούν τις προσφορές που υπεβλήθησαν σύμφωνα με τα κριτήρια ανάθεσης που καθορίστηκαν στην προκήρυξη διαγωνισμού και επιλέγουν την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά σύμφωνα με το άρθρο 53.

Εάν το ζητήσει η αναθέτουσα αρχή, ο προσφέρων που θεωρείται ότι έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά μπορεί να κληθεί να αποσαφηνίσει τις πτυχές της προσφοράς του ή να επιβεβαιώσει τις δεσμεύσεις που περιέχονται στην προσφορά του, εφόσον το γεγονός αυτό δεν έχει ως συνέπεια να τροποποιεί θεμελιώδη στοιχεία της προσφοράς ή της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό ή να εισάγει διακρίσεις.

8. Οι αναθέτουσες αρχές προβλέπουν την απονομή βραβείων ή την καταβολή ποσών στους συμμετέχοντες στο διάλογο.»

*

Οι τροπολογίες 45, 46, 47 - 123 και 109 σχετίζονται με το άρθρο 24 το οποίο αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τον ορισμό των έργων, των προμηθειών ή/και των υπηρεσιών που αναζητά η αναθέτουσα αρχή.

Η τροπολογία 45 εισάγει μια παραπομπή στα ευρωπαϊκά οικολογικά σήματα ως υποχρεωτική παραπομπή, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό επειδή η κοινοτική πολιτική στον τομέα των οικολογικών σημάτων δεν εισάγει ιεραρχία μεταξύ των πολυεθνικών και εθνικών ευρωπαϊκών οικολογικών σημάτων.

Επιπλέον, προβλέπει ότι οι τεχνικές προδιαγραφές μπορούν να διατυπώνονται ως προς τις επιπτώσεις του προϊόντος στο περιβάλλον κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η Επιτροπή συμμερίζεται την προσέγγιση αυτή.

Εξάλλου, εισάγει ένα νέο ορισμό, ήτοι του «ισοδύναμου πρότυπου», εκεί όπου, αντιθέτως, πρόκειται για μια προσφορά η οποία εξασφαλίζει ισοδύναμη λύση.

Η τροπολογία 46 τροποποιεί το άρθρο 24 για να αποσαφηνιστεί ότι η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να απορρίψει μια προσφορά από τη στιγμή που ο προσφέρων αποδεικνύει ότι η προσφορά του ικανοποιεί κατά ισοδύναμο τρόπο τις απαιτήσεις της σύμβασης, να εξασφαλιστεί ένα ευρύτερο φάσμα αποδεικτικών μέσων και να παρασχεθεί στον προσφέροντα εγγύηση ως προς τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τη μη συμμόρφωση της προσφοράς του. Το τελευταίο αυτό σημείο λαμβάνεται υπόψη ως γενικός κανόνας στο άρθρο 41, παράγραφος 2.

Οι τροπολογίες 47 - 123 αποσκοπούν στην αποφυγή των διακρίσεων διαμέσου προδιαγραφών που κάνουν μνεία συγκεκριμένων παραγωγών, προμηθευτών ή φορέων.

Η τροπολογία 109 εισάγει, στον ορισμό των τεχνικών προδιαγραφών που αναφέρονται στο παράρτημα VI, την περιβαλλοντική επίδοση και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, τις διαδικασίες ή τις μεθόδους παραγωγής.

Αυτό το μέρος της τροπολογίας διασαφηνίζει το κείμενο με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής [3]για τις δημόσιες συμβάσεις και το περιβάλλον και επομένως γίνεται δεκτό με αναδιατύπωση.

[3] «Ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά το εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και τις δυνατότητες ενσωμάτωσης των περιβαλλοντικών παραγόντων στις δημόσιες συμβάσεις», ΕΕ C 333 της 28ης Νοεμβρίου 2001, σ. 13 - 26.

Αντίθετα, η συμβατότητα με το περιβάλλον δεν αποτελεί προδιαγραφή αυτή καθεαυτή. ωστόσο, μπορεί να οδηγήσει στον ορισμό τεχνικών προδιαγραφών από πλευράς περιβαλλοντικής επίδοσης. Το ίδιο ισχύει και για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Προβλέπει ακόμη την ενσωμάτωση της έννοιας για όλες τις χρήσεις, περιλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες.

Η Επιτροπή ενσωματώνει τις τροπολογίες 45, 46, 47 - 123 και 109 στην αιτιολογική σκέψη 25 (πρώην (17), στο άρθρο 24, στο άρθρο 41 (αναδιαρθρωμένο) και στο παράρτημα VI, τα οποία αναδιατυπώνονται ως εξής :

Αιτιολογική σκέψη: «(25) Οι τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται από τους αγοραστές του δημοσίου πρέπει να επιτρέπουν το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ανταγωνισμό. Γι' αυτό το σκοπό, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα υποβολής προσφορών που να αντικατοπτρίζουν την ποικιλία των τεχνικών λύσεων. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αφενός, οι τεχνικές προδιαγραφές πρέπει να μπορούν να ορίζονται ως προς τις επιδόσεις και τις λειτουργικές απαιτήσεις και, αφετέρου, σε περίπτωση αναφοράς στο ευρωπαϊκό πρότυπο - ή, ελλείψει αυτού, στο εθνικό πρότυπο - πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αναθέτουσες αρχές προσφορές βασιζόμενες σε άλλες ισοδύναμες λύσεις. Για την κατάδειξη της ισοδυναμίας, οι προσφέροντες πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιήσουν κάθε αποδεικτικό μέσο. Η αναθέτουσα αρχή πρέπει να μπορεί να αιτιολογήσει κάθε απόφαση που δεν δέχεται την ισοδυναμία.

Οι αναθέτουσες αρχές που επιθυμούν να προσδιορίσουν περιβαλλοντικές ανάγκες στις τεχνικές προδιαγραφές μιας συγκεκριμένης σύμβασης, μπορούν να καθορίσουν τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά ή/και τις ειδικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατηγοριών προϊόντων ή υπηρεσιών. Μπορούν, αλλά δεν υποχρεούνται, να χρησιμοποιήσουν τις λεπτομερείς προδιαγραφές ή μέρη αυτών, που είναι κατάλληλες για τον ορισμό των ζητούμενων προμηθειών ή παροχών, οι οποίες προσδιορίζονται στα οικολογικά σήματα, όπως το ευρωπαϊκό οικολογικό σήμα, το (πολυ)εθνικό οικολογικό σήμα ή κάθε άλλο οικολογικό σήμα, εφόσον οι απαιτήσεις του σήματος αναπτύσσονται και εγκρίνονται βάσει επιστημονικών στοιχείων μέσω μιας διαδικασίας στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οι κυβερνητικοί οργανισμοί, οι καταναλωτές, οι κατασκευαστές, οι διανομείς ή οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και εφόσον το σήμα είναι προσιτό και διαθέσιμο για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.»

«Άρθρο 24

Οι τεχνικές προδιαγραφές

1. Οι τεχνικές προδιαγραφές, οι οποίες ορίζονται στο σημείο 1 του παραρτήματος VI, εμφαίνονται στα έγγραφα της σύμβασης, όπως είναι οι προκηρύξεις διαγωνισμού, η συγγραφή υποχρεώσεων ή τα συμπληρωματικά έγγραφα.

2. Οι τεχνικές προδιαγραφές πρέπει να επιτρέπουν την πρόσβαση των προσφερόντων επί ίσοις όροις και να μην έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αδικαιολόγητων φραγμών στο άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ανταγωνισμό.

3. Με την επιφύλαξη των νομικά δεσμευτικών τεχνικών κανόνων, στο μέτρο που συμβιβάζονται με την κοινοτική νομοθεσία, οι τεχνικές προδιαγραφές πρέπει να διατυπώνονται:

α) είτε παραπέμποντας στις προδιαγραφές που ορίζονται στο παράρτημα VI και κατά σειρά προτίμησης στα εθνικά πρότυπα που αποτελούν μεταφορά ευρωπαϊκών προτύπων, στις ευρωπαϊκές τεχνικές εγκρίσεις, στις κοινές τεχνικές προδιαγραφές, στα διεθνή πρότυπα, στα άλλα τεχνικά πλαίσια αναφοράς που έχουν εκπονηθεί από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης ή, όταν αυτά δεν υπάρχουν, στα εθνικά πρότυπα, στις εθνικές τεχνικές εγκρίσεις ή στις εθνικές τεχνικές προδιαγραφές όσον αφορά τη μελέτη, τον υπολογισμό και την υλοποίηση των έργων και τη χρησιμοποίηση των προϊόντων. Κάθε παραπομπή συνοδεύεται από τη μνεία «ή ισοδύναμο».

β) είτε ως προς τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις. αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Πρέπει ωστόσο να είναι αρκετά ακριβείς ώστε να επιτρέπουν στους προσφέροντες να προσδιορίζουν το αντικείμενο της σύμβασης και στις αναθέτουσες αρχές να αναθέτουν τη σύμβαση.

γ) είτε ως προς τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις που ορίζονται στο στοιχείο β), παραπέμποντας, ως τεκμήριο συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις ή τις επιδόσεις αυτές, στις προδιαγραφές που απαριθμούνται στο στοιχείο α).

δ) είτε παραπέμποντας στις προδιαγραφές του στοιχείου α) για ορισμένα χαρακτηριστικά και στις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις του στοιχείου β) για άλλα χαρακτηριστικά.

4. Όταν οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της δυνατότητας παραπομπής στις προδιαγραφές που ορίζονται στην παράγραφο 3, στοιχείο α), δεν μπορούν να απορρίψουν μια προσφορά με την αιτιολογία ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που προσφέρονται δεν τηρούν τις προδιαγραφές στις οποίες έχουν κάνει αναφορά, εφόσον ο προσφέρων αποδεικνύει στην προσφορά του κατά τρόπο που ικανοποιεί την αναθέτουσα αρχή, με κάθε κατάλληλο μέσο, ότι οι λύσεις που προτείνει ικανοποιούν ισοδύναμα τις απαιτήσεις που ορίζουν οι τεχνικές προδιαγραφές.

Κατάλληλο μέσο μπορεί να συνιστά ένας τεχνικός φάκελος του κατασκευαστή ή μια έκθεση δοκιμών που έχει συντάξει ένας αναγνωρισμένος οργανισμός.

5. Όταν οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 3, να ορίσουν ως προς τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις, δεν μπορούν να απορρίψουν μια προσφορά προϊόντων, υπηρεσιών ή έργων που τηρούν ένα εθνικό πρότυπο το οποίο αποτελεί μεταφορά ευρωπαϊκού προτύπου, μια ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση, μια κοινή τεχνική προδιαγραφή, ένα διεθνές πρότυπο, ένα τεχνικό πλαίσιο αναφοράς που έχει εκπονηθεί από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης, εάν οι εν λόγω προδιαγραφές καλύπτουν τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις που έχουν καθοριστεί.

Στην προσφορά του, ο προσφέρων υποχρεούται να αποδείξει, κατά τρόπο που ικανοποιεί την αναθέτουσα αρχή και με κάθε κατάλληλο μέσο, ότι τα προϊόντα, οι υπηρεσίες ή τα έργα τα οποία είναι σύμφωνα με το πρότυπο, ικανοποιούν τις απαιτήσεις της αναθέτουσας αρχής ως προς τη λειτουργία ή τις επιδόσεις.

Κατάλληλο μέσο μπορεί να συνιστά ένας τεχνικός φάκελος του κατασκευαστή ή μια έκθεση δοκιμών που έχει συντάξει ένας αναγνωρισμένος οργανισμός.

5α Όταν οι αναθέτουσες αρχές ορίζουν περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά ως προς τις επιδόσεις ή τις λειτουργικές απαιτήσεις, όπως ορίζονται στην παράγραφο 3, στοιχείο β), μπορούν να χρησιμοποιούν τις λεπτομερείς προδιαγραφές ή, εάν χρειαστεί, μέρη αυτών, οι οποίες προσδιορίζονται στα ευρωπαϊκά ή (πολυ)εθνικά οικολογικά σήματα, ή σε κάθε άλλο οικολογικό σήμα, εφόσον είναι κατάλληλες για τον ορισμό των χαρακτηριστικών των προμηθειών ή των παροχών που αποτελούν αντικείμενο της σύμβασης, εφόσον οι απαιτήσεις του σήματος αναπτύσσονται βάσει επιστημονικών στοιχείων και τα οικολογικά σήματα εγκρίνονται μέσω μιας διαδικασίας στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οι κυβερνητικοί οργανισμοί, οι καταναλωτές, οι κατασκευαστές, οι διανομείς και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και εφόσον το σήμα είναι διαθέσιμο για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αναφέρουν ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που φέρουν οικολογικό σήμα θεωρείται ότι πληρούν τις τεχνικές προδιαγραφές οι οποίες ορίζονται στη συγγραφή υποχρεώσεων. πρέπει να δέχονται κάθε άλλο κατάλληλο αποδεικτικό μέσο, όπως ένας τεχνικός φάκελος του κατασκευαστή ή μια έκθεση δοκιμών που έχει συντάξει ένας αναγνωρισμένος οργανισμός.

6. Ως «αναγνωρισμένοι οργανισμοί», κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, νοούνται τα εργαστήρια δοκιμών και διαμέτρησης, οι οργανισμοί επιθεώρησης και πιστοποίησης που ακολουθούν τα εφαρμοστέα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Οι αναθέτουσες αρχές δέχονται πιστοποιητικά από οργανισμούς αναγνωρισμένους σε άλλα κράτη μέλη.

7. Εκτός εάν δικαιολογείται από το αντικείμενο της σύμβασης, οι τεχνικές προδιαγραφές δεν μπορούν να περιέχουν μνεία συγκεκριμένης κατασκευής ή προέλευσης ή ιδιαίτερης μεθόδου κατασκευής, ούτε και να αναφέρονται σε εμπορικό σήμα ή δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή τύπο ή συγκεκριμένη καταγωγή ή παραγωγή που θα είχαν ως αποτέλεσμα να ευνοούνται ή να αποκλείονται ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένα προϊόντα. Η εν λόγω μνεία ή αναφορά επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, όταν δεν είναι δυνατόν να γίνει αρκούντως ακριβής και κατανοητή περιγραφή του αντικειμένου της σύμβασης κατ' εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4. η εν λόγω μνεία ή αναφορά πρέπει να συνοδεύεται από τους όρους «ή ισοδύναμο».»

«Άρθρο 41

Ενημέρωση των υποψηφίων και των προσφερόντων

1. Οι αναθέτουσες αρχές ενημερώνουν, το συντομότερο δυνατόν, τους υποψηφίους και τους προσφέροντες σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνουν για τη σύναψη μιας συμφωνίας-πλαισίου ή την ανάθεση της σύμβασης, περιλαμβανομένων των λόγων για τους οποίους αποφάσισαν να ματαιώσουν τη σύναψη μιας συμφωνίας-πλαισίου ή μιας προκηρυχθείσας σύμβασης ή να επανακινήσουν τη σχετική διαδικασία, και γραπτώς εάν τους ζητηθεί.

2. Η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί, το συντομότερο δυνατό, σε κάθε αποκλεισθέντα υποψήφιο ή προσφέροντα που υποβάλλει σχετική αίτηση τους λόγους απόρριψης της υποψηφιότητάς του ή της προσφοράς του και, σε κάθε προσφέροντα που έχει υποβάλει παραδεκτή προσφορά, τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου ή τα μέρη της συμφωνίας-πλαισίου. Οι εν λόγω προθεσμίες δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνουν τις δεκαπέντε ημέρες από την παραλαβή της γραπτής αίτησης.

Ωστόσο, οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να αποφασίσουν να μην κοινοποιήσουν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την ανάθεση των συμβάσεων ή τη σύναψη των συμφωνιών-πλαισίων, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, εφόσον η γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών ενδέχεται να εμποδίσει την εφαρμογή των νόμων, να είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον ή να βλάψει τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα δημοσίων ή ιδιωτικών οικονομικών φορέων ή τις συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ αυτών.»

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΟΡΙΣΜΟΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΩΝ

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

1. α) «τεχνική προδιαγραφή», όταν πρόκειται για δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών ή συμβάσεις δημοσίων προμηθειών: μια προδιαγραφή που εμφαίνεται σ' ένα έγγραφο το οποίο προσδιορίζει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, όπως τα επίπεδα ποιότητας, την περιβαλλοντική επίδοση, την έννοια για όλες τις χρήσεις (περιλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες) και τα επίπεδα αξιολόγησης της συμμόρφωσης, της απόδοσης, της χρήσης του προϊόντος, την ασφάλειά του ή τις διαστάσεις του, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την ονομασία πώλησης, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και μεθόδους δοκιμών, τη συσκευασία, τη σήμανση και την επίθεση ετικετών, τις οδηγίες χρήσης, τις διαδικασίες και μεθόδους παραγωγής, καθώς και τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

β) «τεχνικές προδιαγραφές», όταν πρόκειται για συμβάσεις δημοσίων έργων: όλες οι τεχνικές απαιτήσεις που περιέχονται ιδίως στις συγγραφές υποχρεώσεων και καθορίζουν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός υλικού, ενός προϊόντος ή μιας προμήθειας ειδών και οι οποίες επιτρέπουν το χαρακτηρισμό αυτών κατά τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στη χρήση για την οποία προορίζονται από την αναθέτουσα αρχή. Τα χαρακτηριστικά αυτά περιλαμβάνουν τα επίπεδα περιβαλλοντικής επίδοσης, την έννοια για όλες τις χρήσεις (περιλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες) και τα επίπεδα αξιολόγησης της συμμόρφωσης, την απόδοση, την ασφάλεια ή τις διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών σχετικά με την εξασφάλιση της ποιότητας, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και μεθόδους δοκιμών, τη συσκευασία, τη σήμανση και την επίθεση ετικετών, καθώς και τις διαδικασίες και μεθόδους παραγωγής. Περιλαμβάνουν επίσης τους κανόνες μελέτης και υπολογισμού του έργου, τους όρους δοκιμής, ελέγχου και παραλαβής των έργων, καθώς και τις κατασκευαστικές τεχνικές ή μεθόδους και κάθε άλλο όρο τεχνικού χαρακτήρα που η αναθέτουσα αρχή είναι σε θέση να καθορίσει, μέσω γενικών ή ειδικών κανονιστικών διατάξεων, σχετικά με τα ολοκληρωθέντα έργα, καθώς και με τα υλικά ή τα στοιχεία που αποτελούν τα έργα αυτά.

2. «πρότυπο»: μια τεχνική προδιαγραφή που έχει εγκριθεί από κάποιον αναγνωρισμένο οργανισμό με τυποποιητική αρμοδιότητα, με σκοπό την επαναλαμβανόμενη ή συνεχή εφαρμογή, της οποίας όμως η τήρηση δεν είναι καταρχήν υποχρεωτική και εμπίπτει σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

- διεθνές πρότυπο: πρότυπο που έχει εκδοθεί από διεθνή οργανισμό τυποποίησης και έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού.

- ευρωπαϊκό πρότυπο: πρότυπο που έχει εκδοθεί από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης και έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού.

- εθνικό πρότυπο: πρότυπο που έχει εκδοθεί από εθνικό οργανισμό τυποποίησης και έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού.

3. «ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση»: η ευνοϊκή τεχνική αξιολόγηση της καταλληλότητας χρήσης ενός προϊόντος για ένα συγκεκριμένο σκοπό, με γνώμονα την ικανοποίηση των βασικών απαιτήσεων κατασκευής και με βάση τα εγγενή χαρακτηριστικά του προϊόντος και τους όρους εφαρμογής και χρήσης που έχουν τεθεί. Η ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση χορηγείται από τον οργανισμό που είναι αναγνωρισμένος για τον σκοπό αυτόν από το εκάστοτε κράτος μέλος.

4. «κοινή τεχνική προδιαγραφή»: μια τεχνική προδιαγραφή που έχει εκπονηθεί σύμφωνα με διαδικασία αναγνωρισμένη από τα κράτη μέλη, και έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

5. «τεχνικό πλαίσιο αναφοράς»: κάθε προϊόν το οποίο εκπονείται από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης και είναι διαφορετικό από τα επίσημα πρότυπα, σύμφωνα με διαδικασίες προσαρμοσμένες στην εξέλιξη των αναγκών της αγοράς.»

*

Οι τροπολογίες 10 και 127 αφορούν τους όρους εκτέλεσης μιας σύμβασης.

Η τροπολογία 10 περιλαμβάνει τροποποιήσεις στην αιτιολογική σκέψη 22, προκειμένου να αποσαφηνιστεί περισσότερο ότι οι όροι εκτέλεσης μιας σύμβασης δεν πρέπει να συνιστούν διάκριση και ότι μπορούν να επιδιώκουν, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς στόχους.

Το πρώτο μέρος της τροπολογίας τροποποιεί τη σύνταξη της Επιτροπής («δεν εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις») Η σύνταξη της Επιτροπής προέρχεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση «Beentjes» [4]) και ως εκ τούτου δεν πρέπει να τροποποιηθεί, από τη στιγμή μάλιστα που δεν έχει περιοριστικό αποτέλεσμα στη συνεκτίμηση περιβαλλοντικών παραγόντων, που αναφέρονται στο δεύτερο μέρος της τροπολογίας, της οποίας η αρχή είναι απολύτως αποδεκτή.

[4] Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, υπόθεση 31/87, Συλλογή 1988, σ. 4635.

Η τροπολογία 127 επιδιώκει να ενισχυθεί περαιτέρω η τήρηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης, της μη εισαγωγής διακρίσεων και της διαφάνειας όταν οι αναθέτουσες αρχές απαιτούν ειδικούς όρους εκτέλεσης των δημόσιων συμβάσεων. Ουσιαστικά, η εν λόγω τροπολογία διευκρινίζει σε μια ειδική διάταξη ό,τι περιέχεται ήδη στη διάταξη του άρθρου 2, το οποίο έχει γενική ισχύ.

Η Επιτροπή ενσωματώνει επομένως τις τροπολογίες 10 και 127 με τα παρακάτω κείμενα, τα οποία λαμβάνουν επίσης υπόψη τη σκοπιμότητα του να διευκολυνθεί η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των συννομοθετών.

Αιτιολογική σκέψη: «(29) Οι όροι εκτέλεσης μιας σύμβασης συνάδουν με την οδηγία εφόσον δεν εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις και εφόσον αναγγέλλονται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων. Μπορούν να έχουν ως αντικείμενο την ενθάρρυνση της επιτόπιας επαγγελματικής κατάρτισης και της απασχόλησης των ατόμων που αντιμετωπίζουν ειδικές δυσκολίες ένταξης, την καταπολέμηση της ανεργίας ή την προστασία του περιβάλλοντος και να δημιουργούν υποχρεώσεις εφαρμοστέες στην εκτέλεση της σύμβασης, όπως μεταξύ άλλων η πρόσληψη ανέργων μακράς διάρκειας ή η υλοποίηση δράσεων κατάρτισης για τους ανέργους και τους νέους, η τήρηση ως προς την ουσία τους των διατάξεων των θεμελιωδών συμβάσεων της ΔΟΕ σε περίπτωση που οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, η πρόσληψη ενός αριθμού ατόμων με ειδικές ανάγκες που υπερβαίνει τον απαιτούμενο από την εθνική νομοθεσία αριθμό.»

«Άρθρο 26α

Όροι εκτέλεσης της σύμβασης

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν ειδικούς όρους σχετικά με την εκτέλεση της σύμβασης ϴε την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί θα συμβιβάζονται ϴε το κοινοτικό δίκαιο και θα αναφέρονται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων. Οι όροι υπό τους οποίους εκτελείται μια σύμβαση μπορούν, μεταξύ άλλων, να συνεκτιμούν κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.»

*

Οι τροπολογίες 11 και 51 αφορούν την τήρηση διατάξεων στον τομέα της κοινωνικής προστασίας.

Η τροπολογία 11 εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη, που υπενθυμίζει ότι εφαρμόζεται η οδηγία σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων (96/71/ΕΚ), η οποία ορίζει τους ελάχιστους όρους προστασίας της εργασίας που πρέπει να τηρούνται από τους προσφέροντες στη χώρα όπου εκτελείται το αντικείμενο της σύμβασης. Η τροπολογία αυτή συνάδει με τα όσα υπενθύμισε η ίδια η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 2001 σχετικά με τις κοινωνικές πτυχές των δημόσιων συμβάσεων [5]. Συμβάλλει στην ενημέρωση των προσφερόντων και ως εκ τούτου παρέχει μια προστιθέμενη αξία.

[5] «Ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων και τις δυνατότητες ένταξης κοινωνικών πτυχών στις συμβάσεις αυτές», ΕΕ C 333 της 28ης Νοεμβρίου 2001, σ. 27 - 41.

Η τροπολογία 51 αποσκοπεί να υποχρεώσει τους προσφέροντες να τηρούν την κοινωνική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, των δικαστικών αποφάσεων και των συλλογικών συμβάσεων που κρίνονται γενικώς δεσμευτικές. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν πρέπει να παρεμποδίζουν την εφαρμογή διατάξεων περί προστασίας της απασχόλησης καθώς και των συνθηκών εργασίας που είναι ευνοϊκότερες.

Είναι αναμφισβήτητο ότι οι επιχειρήσεις που υποβάλλουν προσφορά για δημόσιες συμβάσεις πρέπει να τηρούν την κοινωνική νομοθεσία που ισχύει στη χώρα εγκατάστασης και, κατά περίπτωση, στον τόπο εκτέλεσης της σύμβασης (βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής της 15ης Οκτωβρίου 2001 σχετικά με τις κοινωνικές πτυχές των δημόσιων συμβάσεων). Η υπενθύμιση αυτή του εφαρμοστέου δικαίου θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μιας αιτιολογικής σκέψης. ωστόσο, δεν θα πρέπει να περιέχεται στο διατακτικό επειδή οι οδηγίες σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις έχουν ως στόχο το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης των συμβάσεων και όχι την επιβολή ειδικών υποχρεώσεων όσον αφορά τις κοινωνικές ή άλλες νομοθετικές διατάξεις στις επιχειρήσεις.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι λόγοι από τους οποίους πηγάζει η τροπολογία αυτή λαμβάνονται επαρκώς υπόψη από την προαναφερόμενη αιτιολογική σκέψη 29 και από την παρακάτω αιτιολογική σκέψη 30.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ενσωματώνει τις τροπολογίες 11 και 51, προσθέτοντας την εξής αιτιολογική σκέψη: «(30) Οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και οι συλλογικές συμβάσεις, τόσο εθνικές όσο και κοινοτικές, που ισχύουν στον κοινωνικό τομέα και στον τομέα της ασφάλειας, εφαρμόζονται κατά την εκτέλεση μιας δημόσιας σύμβασης, εφόσον οι εν λόγω κανόνες καθώς και η εφαρμογή τους συνάδουν προς το κοινοτικό δίκαιο. Στις διασυνοριακές περιπτώσεις, κατά τις οποίες εργαζόμενοι ενός κράτους μέλους παρέχουν υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος για την εκτέλεση μιας δημόσιας σύμβασης, η «οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών» [6] ορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται στη χώρα υποδοχής υπέρ αυτών των αποσπασμένων εργαζομένων. Η μη τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεων μπορεί να θεωρηθεί, σε συνάρτηση με το εθνικό εφαρμοστέο δίκαιο, σοβαρό παράπτωμα ή αδίκημα που αφορά την επαγγελματική διαγωγή του οικονομικού φορέα.»

[6] ΕΕ L 18 της 21.01.1997, σ. 0001 - 0006.

*

Οι τροπολογίες 15 και 100 αφορούν τις ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές.

Η τροπολογία 15, που σχετίζεται με την τροπολογία 100, εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη 31α με στόχο να διευκρινιστεί ότι οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απορρίπτουν προσφορές οι οποίες είναι ασυνήθιστα χαμηλές λόγω της μη τήρησης του κοινωνικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή υπάρχει ήδη στο ισχύον δίκαιο, αρκεί επομένως να διευκρινιστεί επαρκώς.

Η τροπολογία 100 αποσκοπεί, στο πρώτο μέρος της, να διαγράψει τις λέξεις που διευκρινίζουν ότι οι προσφορές πρέπει να είναι ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με το αντικείμενο. Η απάλειψη των λέξεων «σε σχέση με το αντικείμενο», που προβλέπονται στις ισχύουσες οδηγίες, θα καταργούσε ένα κεντρικό στοιχείο της διάταξης. Κατά συνέπεια, το μέρος αυτό της τροπολογίας δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

Στο δεύτερο μέρος της, η τροπολογία 100 προσθέτει στις διευκρινίσεις (για την τιμή που φαίνεται ασυνήθιστα χαμηλή) τις οποίες πρέπει να λαμβάνει υπόψη η αναθέτουσα αρχή προκειμένου να προσδιορίσει εάν πρόκειται για ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά, την τήρηση των διατάξεων περί προστασίας της απασχόλησης και των συνθηκών εργασίας από τον προσφέροντα και τους υπεργολάβους του, συμπεριλαμβανομένης - στην περίπτωση προμηθείας προϊόντων και παροχής υπηρεσιών προερχομένων από τρίτες χώρες - και της συμμόρφωσης κατά την παραγωγή τους προς τα διεθνή πρότυπα που αναφέρονται στο παράρτημα IXβ, που προτείνεται από την τροπολογία 116.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορεί να ενδιαφέρονται να ελέγξουν ότι η τιμή δεν είναι υπερβολικά χαμηλή λόγω της μη εφαρμογής του εργατικού δικαίου. για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία αυτή, διασαφηνίζοντας στο κείμενο ότι ο κατάλογος των διευκρινίσεων δεν είναι εξαντλητικός.

Όσον αφορά τις διεθνείς συμβάσεις στον τομέα του εργατικού δικαίου, πρέπει να σημειωθεί ότι η τήρηση των συμβάσεων αυτών δεν αποτελεί το αντικείμενο της οδηγίας για τις «δημόσιες συμβάσεις». Εντούτοις, όταν οι εν λόγω συμβάσεις έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, η τήρησή τους μπορεί να επαληθευτεί κατά την επιλογή των υποψηφίων ή των προσφερόντων.

Η Επιτροπή ενσωματώνει τις τροπολογίες 15 και 100 ως εξής:

«Άρθρο 54

Οι ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές

1. Εάν, για δεδομένη σύμβαση, οι προσφορές εμφανίζονται ως ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με το αντικείμενό της, η αναθέτουσα αρχή, πριν απορρίψει τις εν λόγω προσφορές, ζητεί γραπτώς τις διευκρινίσεις που θεωρεί χρήσιμες σε σχέση με τη σύνθεση της προσφοράς.

Οι εν λόγω διευκρινίσεις μπορούν να αφορούν κυρίως:

α) τον οικονομικό χαρακτήρα της μεθόδου κατασκευής των προϊόντων, της παροχής υπηρεσιών, της μεθόδου δομικής κατασκευής.

β) τις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις ή/και τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που διαθέτει ο προσφέρων για την προμήθεια των προϊόντων, την παροχή των υπηρεσιών, ή την εκτέλεση των έργων.

γ) την πρωτοτυπία των προμηθειών, υπηρεσιών ή έργων που προτείνονται από τον προσφέροντα.

γα) την τήρηση των διατάξεων σχετικά με την προστασία και τις συνθήκες εργασίας που ισχύουν στον τόπο εκτέλεσης του αντικειμένου.

δ) την ενδεχόμενη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα.

2. Η αναθέτουσα αρχή εξακριβώνει, συμβουλευόμενη τον προσφέροντα, αυτή τη σύνθεση λαμβάνοντας υπόψη τις δοθείσες διευκρινίσεις.

3. Η αναθέτουσα αρχή που διαπιστώνει ότι μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή λόγω της χορήγησης κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα δεν μπορεί να απορρίψει την εν λόγω προσφορά με την αιτιολογία αυτή παρά μόνον εφόσον διαβουλευθεί με τον προσφέροντα και εφόσον ο τελευταίος δεν είναι σε θέση να αποδείξει, εντός επαρκούς προθεσμίας την οποία ορίζει η αναθέτουσα αρχή, ότι η εν λόγω ενίσχυση έχει χορηγηθεί νομίμως. Η αναθέτουσα αρχή που απορρίπτει προσφορά υπό τους όρους αυτούς, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.»

*

Η τροπολογία 170 εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη 33α, η οποία ενσωματώνει τους λόγους που αιτιολογούν τον υποχρεωτικό αποκλεισμό των προσφερόντων που έχουν καταδικαστεί για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, για απάτη και δωροδοκία, και επεκτείνει τους λόγους αυτούς στις καταδίκες για οικολογικό αδίκημα και για μη τήρηση της κοινωνικής νομοθεσίας. Επεξηγεί επίσης ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και κυρώσεις για παράνομη συνεννόηση καθώς και τα σοβαρά επαγγελματικά παραπτώματα που μπορούν να αιτιολογήσουν έναν αποκλεισμό.

Χάρη στην τροπολογία αυτή είναι δυνατή η αιτιολόγηση των υποθετικών περιπτώσεων του άρθρου 46, παράγραφος 1 (υποχρεωτικοί αποκλεισμοί) με αιτιολογική σκέψη, έτσι όπως προτείνεται από την Επιτροπή. ωστόσο, προσθέτει ορισμένα άλλα στοιχεία τα οποία ταιριάζουν περισσότερο στις υποθετικές περιπτώσεις του άρθρου 46, παράγραφος 2 (προαιρετικοί αποκλεισμοί), στο μέτρο όπου καλύπτονται ήδη σιωπηρά από την παράγραφο αυτή.

Η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία στην εξής αιτιολογική σκέψη: «(39) Πρέπει να αποφεύγεται η ανάθεση δημόσιων συμβάσεων σε οικονομικούς φορείς που έχουν συμμετάσχει σε εγκληματική οργάνωση ή που έχουν διαπράξει αδίκημα δωροδοκίας ή απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο αποκλεισμός τέτοιων οικονομικών φορέων πρέπει να επεμβαίνει όταν ενημερώνεται η αναθέτουσα αρχή ότι έχουν καταδικαστεί για παρόμοια αδικήματα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και βάσει τελεσίδικης απόφασης.

Για το σκοπό αυτό, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να ζητήσουν από τους υποψήφιους / προσφέροντες να προσκομίσουν τα κατάλληλα έγγραφα και, όταν έχουν αμφιβολίες σχετικά με την προσωπική κατάσταση αυτών των υποψηφίων / προσφερόντων, να ζητήσουν τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους.

Εάν το εθνικό δίκαιο περιέχει διατάξεις προς το σκοπό αυτό, η μη τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας που έχει κριθεί με απόφαση η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου, μια καταδίκη ή κύρωση για παράνομη συνεννόηση στις δημόσιες συμβάσεις μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχα αδίκημα που αφορά την επαγγελματική διαγωγή του οικονομικού φορέα ή σοβαρό παράπτωμα.»

*

Οι τροπολογίες 23, 54 και 65 αφορούν τις ηλεκτρονικές δημοπρασίες.

Η τροπολογία 23 παρέχει έναν ορισμό της αντίστροφης δημοπρασίας για την εισαγωγή των ηλεκτρονικών δημοπρασιών. Ο ορισμός αυτό περιορίζει τη χρήση των εν λόγω δημοπρασιών αποκλειστικά στις διαδικασίες σύναψης που προβλέπουν την ανάθεση της σύμβασης βάσει της χαμηλότερης τιμής.

Είναι σκόπιμο να γίνει δεκτή η εισαγωγή παρόμοιων δημοπρασιών με προοπτική την ενθάρρυνση των ηλεκτρονικών αγορών του δημοσίου, και ως εκ τούτου πρέπει να ενσωματωθεί και να αναδιατυπωθεί ένας ορισμός προκειμένου να ληφθούν περισσότερο υπόψη οι εργασίες του Συμβουλίου, στο πλαίσιο των οποίων οι δημοπρασίες επεκτείνονται και σε άλλες μεταβλητές εκτός από την τιμή.

Η τροπολογία 54 προτείνει τη δυνατότητα προσφυγής σε ηλεκτρονικές δημοπρασίες κατά την ανάθεση. Ωστόσο, η εισαγωγή των ηλεκτρονικών δημοπρασιών επιβάλλει μια αναδιατύπωση προκειμένου να προβλεφθεί η δυνατότητα δημοπρασίας και όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά και να καθιερωθούν οι απαραίτητες διαδικαστικές εγγυήσεις και τεχνικές.

Η τροπολογία 65 προτείνει τη δυνατότητα προσφυγής σε ηλεκτρονικές δημοπρασίες κατά την ανάθεση. Διοργανώνει ωστόσο τη δυνατότητα αυτή ως ξεχωριστή διαδικασία, πράγμα το οποίο αντίκειται στο σκοπό της απλούστευσης και της ευελιξίας που επιδιώκεται από την πρόταση της Επιτροπής.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ενσωματώνει τις τροπολογίες 23, 54 και 65 προσαρμόζοντάς τις στα παρακάτω κείμενα.

«Άρθρο 1

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ορισμοί που παρατίθενται στις παραγράφους 2 έως 12.

...

5β Η «ηλεκτρονική δημοπρασία» είναι μια επαναληπτική διαδικασία σύμφωνα με ηλεκτρονικό σύστημα υποβολής νέων τιμών αναθεωρημένων προς τα κάτω ή/και νέων αξιών που αφορούν ορισμένα στοιχεία των προσφορών, η οποία πραγματοποιείται μετά από μια πρώτη πλήρη αξιολόγηση των προσφορών και επιτρέπει την αυτόματη αξιολόγησή τους.

.... »

«Άρθρο 53α

Χρήση ηλεκτρονικών δημοπρασιών

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τη δυνατότητα για τις αναθέτουσες αρχές να εφαρμόζουν ηλεκτρονικές δημοπρασίες. 2. Στις ανοικτές ή κλειστές διαδικασίες ή στις διαδικασίες με διαπραγμάτευση, στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο α), οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αποφασίσουν ότι πριν από την ανάθεση δημόσιας σύμβασης θα προηγείται ηλεκτρονική δημοπρασία όταν η υπόψη σύμβαση αφορά έργα, προμήθειες ή υπηρεσίες, των οποίων οι προδιαγραφές είναι δυνατόν να καθοριστούν με επαρκή ακρίβεια. Η ηλεκτρονική δημοπρασία μπορεί να διεξαχθεί σε διάφορες διαδοχικές φάσεις.

Υπό τους ίδιους όρους, η ηλεκτρονική δημοπρασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά την εκ νέου προκήρυξη διαγωνισμού μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών μιας συμφωνίας-πλαισίου, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 32, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση.

3. Οι αναθέτουσες αρχές που αποφασίζουν να προσφύγουν σε ηλεκτρονική δημοπρασία αναφέρουν το γεγονός αυτό στην προκήρυξη διαγωνισμού. Η συγγραφή υποχρεώσεων περιέχει, μεταξύ άλλων, τις εξής πληροφορίες:

α) τα στοιχεία των οποίων οι αξίες θα αποτελέσουν το αντικείμενο της ηλεκτρονικής δημοπρασίας, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι ποσοτικοποιήσιμα, κατά τρόπο ώστε να εκφραστούν σε αριθμητικά στοιχεία ή σε ποσοστά.

β) τα όρια των αξιών που θα μπορούν να υποβληθούν, έτσι όπως προκύπτουν από το σύνολο των προδιαγραφών του αντικειμένου της σύμβασης.

γ) τις πληροφορίες που θα τίθενται στη διάθεση των προσφερόντων στη διάρκεια της ηλεκτρονικής δημοπρασίας και τη στιγμή κατά την οποία θα τεθούν στη διάθεσή τους.

δ) τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη διεξαγωγή της ηλεκτρονικής δημοπρασίας.

ε) τους όρους υπό τους οποίους οι προσφέροντες θα μπορούν να μειοδοτούν και ιδίως τις ελάχιστες διαφοροποιήσεις που θα απαιτούνται.

στ) τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό σύστημα και με τους τρόπους και τις τεχνικές προδιαγραφές σύνδεσης.

4. Πριν από τη διεξαγωγή της ηλεκτρονικής δημοπρασίας, οι αναθέτουσες αρχές αξιολογούν τις προσφορές σύμφωνα με το ή τα κριτήρια ανάθεσης που έχουν επιλεγεί. Η ηλεκτρονική δημοπρασία αφορά:

α) είτε αποκλειστικά τις τιμές όταν η σύμβαση ανατίθεται στη χαμηλότερη τιμή.

β) είτε τις τιμές ή/και τις νέες αξίες των στοιχείων των προσφορών που μνημονεύονται στη συγγραφή υποχρεώσεων όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.

Όλοι οι προσφέροντες που έχουν υποβάλει αποδεκτή προσφορά προσκαλούνται ταυτοχρόνως και με ηλεκτρονικά μέσα να υποβάλουν νέες τιμές ή/και νέες αξίες. η πρόσκληση περιέχει κάθε απαραίτητη πληροφορία για τη σύνδεσή τους σε ατομική βάση με το χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό σύστημα και προσδιορίζει την ημερομηνία και την ώρα της έναρξης της ηλεκτρονικής δημοπρασίας. Η ηλεκτρονική δημοπρασία δεν μπορεί να ξεκινήσει προτού παρέλθουν δύο εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία αποστολής των προσκλήσεων.

5. Όταν η ανάθεση γίνεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, η πρόσκληση συνοδεύεται από το αποτέλεσμα της πλήρους αξιολόγησης της προσφοράς του παραλήπτη, η οποία έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη στάθμιση που προβλέπεται στο άρθρο 53, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο.

Η πρόσκληση αναφέρει επίσης το μαθηματικό τύπο βάσει του οποίου θα καθορίζονται κατά την ηλεκτρονική δημοπρασία οι αυτόματες ανακατατάξεις σε συνάρτηση με τις νέες υποβαλλόμενες τιμές ή/και αξίες. Ο μαθηματικός αυτός τύπος εκφράζει τη σχετική στάθμιση του κάθε κριτηρίου που έχει επιλεγεί για τον καθορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, έτσι όπως αναφέρεται στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων. ωστόσο, οι ενδεχόμενες ψαλίδες πρέπει να αντικαθίστανται από συγκεκριμένες αξίες.

Στην περίπτωση που επιτρέπονται εναλλακτικές προσφορές, πρέπει να προβλέπεται χωριστός μαθηματικός τύπος για την κάθε εναλλακτική προσφορά.

6. Κατά τη διάρκεια της κάθε φάσης της ηλεκτρονικής δημοπρασίας, οι αναθέτουσες αρχές κοινοποιούν συνεχώς και αμέσως σε όλους τους προσφέροντες τις πληροφορίες εκείνες τουλάχιστον που τους δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή την αντίστοιχή κατάταξή τους. μπορούν επίσης να κοινοποιούν και άλλες πληροφορίες σχετικά με άλλες τιμές που υποβάλλονται, υπό τον όρο ότι αυτό επισημαίνεται στη συγγραφή υποχρεώσεων. μπορούν επίσης, ανά πάσα στιγμή, να ανακοινώνουν τον αριθμό των συμμετεχόντων στην κάθε φάση της δημοπρασίας. ωστόσο, σε καμία περίπτωση, δεν μπορούν να κοινοποιήσουν την ταυτότητα των προσφερόντων κατά τη διεξαγωγή των διαφόρων φάσεων της ηλεκτρονικής δημοπρασίας.

7. Οι αναθέτουσες αρχές περατώνουν την ηλεκτρονική δημοπρασία σύμφωνα με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους:

α) επισημαίνουν στην πρόσκληση συμμετοχής στη δημοπρασία την ημερομηνία και την ώρα που έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων.

β) όταν δεν λαμβάνουν πλέον νέες τιμές που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις σχετικά με τις ελάχιστες διαφοροποιήσεις ή νέες αξίες. Στην περίπτωση αυτή, οι αναθέτουσες αρχές διευκρινίζουν στην πρόσκληση συμμετοχής στη δημοπρασία την προθεσμία που θα τηρήσουν από τη στιγμή της παραλαβής της τελευταίας υποβολής τιμών προτού περατώσουν την ηλεκτρονική δημοπρασία.

γ) όταν οι φάσεις της δημοπρασίας, όπως καθορίζονται στην πρόσκληση συμμετοχής στη δημοπρασία, έχουν όλες πραγματοποιηθεί.

Όταν οι αναθέτουσες αρχές αποφασίζουν να περατώσουν την ηλεκτρονική δημοπρασία σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο στοιχείο γ), ενδεχομένως σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα στο στοιχείο β), η πρόσκληση συμμετοχής στη δημοπρασία προσδιορίζει το χρονοδιάγραμμα της κάθε φάσης της δημοπρασίας.

8. Μετά την περάτωση της ηλεκτρονικής δημοπρασίας, οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τη σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 53, σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα της ηλεκτρονικής δημοπρασίας.

9. Οι αναθέτουσες αρχές δεν επιτρέπεται να προσφεύγουν στην ηλεκτρονική δημοπρασία καταχρηστικά ή κατά τρόπο που να εμποδίζει, να περιορίζει ή να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό ή κατά τρόπο που να τροποποιεί το αντικείμενο της σύμβασης όπως περιγράφεται στην προκήρυξη διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε και καθορίζεται στη συγγραφή υποχρεώσεων.»

*

Η τροπολογία 24 αποσκοπεί στην ευθυγράμμιση του ορισμού της συμφωνίας-πλαισίου με εκείνον της οδηγίας 93/38 για τους «τομείς». Ο ορισμός που περιέχεται στην τροπολογία μπορεί να γίνει δεκτός, με αναδιατύπωση όμως ούτως ώστε να είναι δυνατή η σύναψη της ίδιας σύμβασης-πλαισίου από πλείονες αναθέτουσες αρχές ταυτοχρόνως.

Επομένως, η τροπολογία ενσωματώνεται ως εξής:

«Άρθρο 1

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ορισμοί που παρατίθενται στις παραγράφους 2 έως 12.

....

5. Η «συμφωνία-πλαίσιο» είναι μια συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ μίας ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών και ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων, η οποία αποσκοπεί στον καθορισμό των όρων που θα διέπουν τις συμβάσεις που πρόκειται να συναφθούν στη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, ιδίως όσον αφορά τις τιμές και, κατά περίπτωση, τις προβλεπόμενες ποσότητες.

.... »

*

Οι τροπολογίες 30, 93 και 95 αφορούν τη χρηματοοικονομική ικανότητα και τις τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες.

Η τροπολογία 30 αποσκοπεί να επιτρέψει στους οικονομικούς φορείς που συμμετέχουν ως κοινοπραξία να επικαλεστούν τις ικανότητές τους κατά σωρευτικό τρόπο για τους σκοπούς της επιλογής, όσον αφορά: την άδεια άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας, τη χρηματοοικονομική ικανότητα και τις τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες. Ωστόσο, η διάρκεια της πείρας που ενδεχομένως ζητείται δεν μπορεί να υπολογιστεί κατά σωρευτικό τρόπο. Ακόμη, η τροπολογία προβλέπει ότι μπορούν να απαιτηθούν ελάχιστοι όροι από τον επικεφαλής της ομάδας.

Η τροπολογία είναι σύμφωνη με τη νομολογία. Ωστόσο, η άδεια άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας πρέπει να μπορεί να απαιτείται από κάθε συμμετέχοντα στην κοινοπραξία ανάλογα με τη δραστηριότητα που καλείται να ασκήσει κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Όσον αφορά τους ελάχιστους όρους που μπορεί να απαιτήσει η αναθέτουσα αρχή από τον επικεφαλής της ομάδας, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι η λέξη «ελάχιστοι» ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται στην αναθέτουσα αρχή ότι τουλάχιστον ένας συμμετέχων στην κοινοπραξία κατέχει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για την εκτέλεση της σύμβασης.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι το πνεύμα της τροπολογίας πρέπει να ενσωματωθεί στα άρθρα 48 και 49, που αφορούν ειδικότερα τις χρηματοοικονομικές ικανότητες και τις τεχνικές και επαγγελματικές ικανότητες.

Η τροπολογία 93 προσθέτει, ως αποδεικτικά μέσα της τεχνικής / επαγγελματικής ικανότητας για υπηρεσίες, την υπόδειξη του τεχνικού προσωπικού ή των τεχνικών υπηρεσιών, που είναι υπεύθυνοι για την περιβαλλοντική διαχείριση και για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

Η τροπολογία 95 περιλαμβάνει, για τα έργα, την ίδια προσθήκη με εκείνη που προτείνει η τροπολογία 93 για τις υπηρεσίες.

Οι τροπολογίες 93 και 95 αποσκοπούν στην αξιολόγηση της τεχνικής ικανότητας ενός οικονομικού φορέα να παρέχει υπηρεσίες ή να εκτελεί έργα που να σέβονται το περιβάλλον και την υγεία και την προστασία των εργαζομένων. Τα στοιχεία αυτά αφορούν είτε την περιγραφή των προδιαγραφών της υπηρεσίας είτε την τήρηση της κοινωνικής ή περιβαλλοντικής νομοθεσίας, που εξετάζονται σε άλλες φάσεις της διαδικασίας ανάθεσης. Ωστόσο, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, μια «περιβαλλοντική» τεχνική ικανότητα μπορεί να βεβαιώνεται με μέτρα «περιβαλλοντικής διαχείρισης».

Η Επιτροπή ενσωματώνει επομένως τις τροπολογίες 30, 93 και 95 στα άρθρα 48 και 49, που τροποποιούνται ως εξής:

«Άρθρο 48

Χρηματοοικονομική ικανότητα

1. Η χρηματοοικονομική ικανότητα του οικονομικού φορέα είναι δυνατόν, κατά κανόνα, να αποδειχθεί με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα δικαιολογητικά:

α) κατάλληλες τραπεζικές δηλώσεις ή, ενδεχομένως, πιστοποιητικό ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων.

β) ισολογισμούς ή αποσπάσματα ισολογισμών, στην περίπτωση που η δημοσίευση των ισολογισμών απαιτείται από τη νομοθεσία της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ο οικονομικός φορέας.

γ) δήλωση περί του ολικού ύψους του κύκλου εργασιών και, ενδεχομένως, περί του κύκλου εργασιών του τομέα δραστηριοτήτων που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης για το πολύ τα τρία τελευταία διαθέσιμα οικονομικά έτη ανάλογα με την ημερομηνία ίδρυσης ή έναρξης των δραστηριοτήτων του οικονομικού φορέα, στο μέτρο κατά το οποίο οι πληροφορίες σχετικά με αυτούς τους κύκλους εργασιών είναι διαθέσιμες.

2. Ένας οικονομικός φορέας μπορεί, ενδεχομένως και για μια δεδομένη σύμβαση, να επικαλεστεί τις ικανότητες άλλων φορέων, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ αυτού και των εν λόγω φορέων. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αποδείξει στην αναθέτουσα αρχή ότι θα διαθέτει τα απαραίτητα μέσα, π.χ. με την προσκόμιση σχετικών εγγυήσεων εκ μέρους των εν λόγω φορέων.

2α Υπό τους ίδιους όρους, μια κοινοπραξία οικονομικών φορέων, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, μπορεί να επικαλεστεί τις ικανότητες των συμμετεχόντων στις κοινοπραξίες ή άλλων φορέων.

3. Οι αναθέτουσες αρχές ορίζουν στην προκήρυξη διαγωνισμού ή στην πρόσκληση υποβολής προσφορών ποιο ή ποια από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 δικαιολογητικά επέλεξαν καθώς και ποια άλλα δικαιολογητικά, πρέπει να προσκομισθούν.

4. Αν ο οικονομικός φορέας, για βάσιμο λόγο, δεν είναι σε θέση να προσκομίσει τα δικαιολογητικά που ζητά η αναθέτουσα αρχή, μπορεί να αποδείξει τη χρηματοοικονομική ικανότητά του με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο το οποίο η αναθέτουσα αρχή κρίνει κατάλληλο.»

Αιτιολογική σκέψη: «(40) Στις κατάλληλες περιπτώσεις όπου η φύση των εργασιών ή/και των υπηρεσιών δικαιολογεί την εφαρμογή μέτρων ή συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης κατά την εκτέλεση της δημόσιας σύμβασης, μπορεί να απαιτηθεί η εφαρμογή παρόμοιων μέτρων ή συστημάτων. Τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης, ανεξάρτητα από την καταχώρισή τους σύμφωνα με τα κοινοτικά μέσα (κανονιστικές διατάξεις EMAS), μπορούν να αποδείξουν την τεχνική ικανότητα του οικονομικού φορέα να εκτελέσει τη σύμβαση. Εξάλλου, μια περιγραφή των μέτρων που εφαρμόζει ο οικονομικός φορέας για να εξασφαλίσει το ίδιο επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος πρέπει να γίνεται δεκτή ως εναλλακτικό αποδεικτικό μέσο στα καταχωρισμένα περιβαλλοντικά συστήματα διαχείρισης.»

«Άρθρο 49

Τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες

1. Οι τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες των οικονομικών φορέων αξιολογούνται και επαληθεύονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3.

2. Οι τεχνικές ικανότητες των οικονομικών φορέων μπορούν να αποδειχθούν, ανάλογα με τη φύση, την έκταση ή τη σπουδαιότητα και το σκοπό των προς παροχή προμηθειών, υπηρεσιών ή έργων, με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέσα:

1) α) υποβολή του καταλόγου των εκτελεσθέντων έργων κατά την τελευταία πενταετία, ο οποίος πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικά ορθής εκτέλεσης των σημαντικότερων έργων. Τα εν λόγω πιστοποιητικά αναφέρουν την αξία, το χρόνο και τον τόπο εκτέλεσης των έργων και προσδιορίζουν αν τα έργα εκτελέσθησαν σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και αν περατώθηκαν κανονικά. αν είναι ανάγκη, η αρμόδια αρχή διαβιβάζει τα πιστοποιητικά αυτά απευθείας στην αναθέτουσα αρχή.

β) υποβολή καταλόγου των κυριότερων παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν ή των κυριότερων υπηρεσιών που παρασχέθηκαν κατά την προηγούμενη τριετία, με ένδειξη του αντίστοιχου ποσού, της ημερομηνίας και του παραλήπτη δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα. Οι παραδόσεις και οι παροχές υπηρεσιών αποδεικνύονται:

- όταν ο παραλήπτης ήταν αναθέτουσα αρχή, με πιστοποιητικά συντασσόμενα ή θεωρούμενα από την αρμόδια αρχή.

- όταν ο παραλήπτης ήταν ιδιωτικός αγοραστής, με πιστοποίηση του αγοραστή ή, εάν τούτο δεν είναι δυνατόν, με απλή δήλωση του οικονομικού φορέα.

2) υπόδειξη του τεχνικού προσωπικού ή των τεχνικών υπηρεσιών, είτε ανήκουν άμεσα στην επιχείρηση του οικονομικού φορέα είτε όχι, ιδίως δε των υπευθύνων για τον έλεγχο της ποιότητας και, όταν πρόκειται για συμβάσεις δημόσιων έργων, που θα διαθέσει ο εργολήπτης για την εκτέλεση του έργου.

3) περιγραφή του τεχνικού εξοπλισμού του προμηθευτή ή του παρόχου υπηρεσιών, των μέτρων που λαμβάνει για την εξασφάλιση της ποιότητας και των μέσων μελέτης και έρευνας της επιχείρησής του.

4) εάν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που θα παρασχεθούν είναι σύνθετα ή, κατ' εξαίρεση, πρέπει να ανταποκρίνονται σε κάποιον ιδιαίτερο σκοπό, δελτίο ελέγχου εκδιδόμενο από την αναθέτουσα αρχή ή, εξ ονόματός της, από αρμόδιο επίσημο οργανισμό της χώρας όπου εδρεύει ο προμηθευτής ή ο πάροχος υπηρεσιών, με την επιφύλαξη της συναίνεσης του οργανισμού αυτού. ο έλεγχος αυτός αφορά το παραγωγικό δυναμικό του προμηθευτή ή την τεχνική ικανότητα του παρόχου υπηρεσιών και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, τα μέσα μελέτης και έρευνας που αυτός διαθέτει καθώς και τα μέτρα που λαμβάνει για τον έλεγχο της ποιότητας.

5) τους τίτλους σπουδών και επαγγελματικών προσόντων του παρόχου υπηρεσιών ή του εργολήπτη ή/και των διευθυντικών στελεχών της επιχείρησης, ιδίως δε του ή των υπευθύνων για την παροχή των υπηρεσιών ή τη διεξαγωγή των εργασιών.

5α) για τις συμβάσεις δημόσιων έργων και τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, και σε ενδεδειγμένες μόνο περιπτώσεις, αναφορά των μέτρων περιβαλλοντικής διαχείρισης που ενδέχεται να εφαρμόσει ο οικονομικός φορέας κατά την εκτέλεση της σύμβασης.

6) δήλωση για το μέσο ετήσιο εργατοϋπαλληλικό δυναμικό του παρόχου υπηρεσιών ή του εργολήπτη και για τον αριθμό των στελεχών της επιχείρησής του κατά την τελευταία τριετία.

7) δήλωση σχετικά με τα μηχανήματα, τις εγκαταστάσεις και τον τεχνικό εξοπλισμό που θα διαθέσει ο πάροχος υπηρεσιών ή ο εργολήπτης για την εκτέλεση της σύμβασης.

8) ένδειξη του τμήματος της σύμβασης που ο πάροχος υπηρεσιών προτίθεται ενδεχομένως να αναθέσει υπό μορφή υπεργολαβίας σε τρίτους.

9) όσον αφορά τα προϊόντα που θα παρασχεθούν:

α) δείγματα, περιγραφή ή/και φωτογραφίες, η αυθεντικότητα των οποίων πρέπει να βεβαιώνεται εάν το ζητήσει η αναθέτουσα αρχή.

β) πιστοποιητικά εκδιδόμενα από επίσημα ινστιτούτα ή επίσημες υπηρεσίες ελέγχου της ποιότητας, αναγνωρισμένης αρμοδιότητας, με τα οποία βεβαιώνεται η συμμόρφωση των προϊόντων, που επαληθεύεται με παραπομπή σε ορισμένες προδιαγραφές ή πρότυπα.

3. Ένας οικονομικός φορέας μπορεί, ενδεχομένως και για μια δεδομένη σύμβαση, να επικαλεστεί τις ικανότητες άλλων φορέων, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ αυτού και των εν λόγω φορέων. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αποδείξει στην αναθέτουσα αρχή ότι θα διαθέτει, για την εκτέλεση της σύμβασης, τα απαραίτητα μέσα, π.χ. με την παρουσίαση εγγυήσεων εκ μέρους των εν λόγω φορέων ότι θα διαθέσουν στον οικονομικό φορέα τα απαραίτητα μέσα.

3α Υπό τους ίδιους όρους, μια κοινοπραξία οικονομικών φορέων, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, μπορεί να επικαλεστεί τις ικανότητες των συμμετεχόντων στις κοινοπραξίες ή άλλων φορέων.

4. Στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων που έχουν ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ή/και την εκτέλεση έργων, η ικανότητα των οικονομικών φορέων να παράσχουν αυτή την υπηρεσία ή να εκτελέσουν αυτό το έργο είναι δυνατόν να αξιολογηθεί ειδικότερα βάσει της τεχνογνωσίας τους, της αποτελεσματικότητας, της πείρας και της αξιοπιστίας τους.

5. Η αναθέτουσα αρχή ορίζει, στην προκήρυξη ή στην πρόσκληση υποβολής προσφορών, τα δικαιολογητικά μεταξύ των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 τα οποία πρέπει να προσκομισθούν.»

*

Η τροπολογία 31 αποσκοπεί στην ενίσχυση των υποχρεώσεων της αναθέτουσας αρχής σχετικά με την τήρηση της εμπιστευτικότητας των δεδομένων που διαβιβάζονται από τους οικονομικούς φορές, ιδίως παρέχοντας τον κατάλογο των σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων και διευκρινίζοντας ότι η τήρηση των υποχρεώσεων αυτών επιβάλλεται τόσο κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ανάθεσης όσο και μετά την ολοκλήρωσή τους.

Η κατάρτιση ενός καταλόγου πληροφοριών και εγγράφων, όπως προβλέπεται από την τροπολογία, φαίνεται υπερβολική, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί με τη μορφή παραδειγμάτων. Όσον αφορά τις τεχνικές λύσεις που προτείνονται στον ανταγωνιστικό διάλογο, το άρθρο 30 ρυθμίζει ήδη το ζήτημα αυτό (παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο). Απεναντίας, ο απόλυτος χαρακτήρας της διάταξης «κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και μετά την ολοκλήρωσή της» θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού: μόνον η επιχείρηση που έχει εκπονήσει ένα σχέδιο στο πλαίσιο μιας σύμβασης υπηρεσιών θα είναι σε θέση στη συνέχεια να υλοποιήσει το εν λόγω σχέδιο, εφόσον τα σχέδια δεν θα μπορούν να κοινοποιηθούν σε κανέναν άλλο υποψήφιο ή προσφέροντα. Εξάλλου, ενδέχεται να προκύψει μια αντίφαση μεταξύ των υποχρεώσεων διαφάνειας, παραδείγματος χάριν έναντι των οργάνων ελέγχου, και των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας.

Λαμβανομένης υπόψη της τροπολογίας 31, που αναγνωρίζει το δικαίωμα των οικονομικών φορέων να απαιτούν την τήρηση, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που παρέχουν, η Επιτροπή τροποποιεί το άρθρο 5 ως εξής:

«Άρθρο 5

Εχεμύθεια

Η παρούσα οδηγία δεν περιορίζει το δικαίωμα των οικονομικών φορέων να απαιτούν από την αναθέτουσα αρχή, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να σέβεται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που της παρέχουν. οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν ιδίως το τεχνικό ή εμπορικό απόρρητο και τις προσφορές.»

*

Η τροπολογία 147 εισάγει μια νέα διάταξη η οποία υπενθυμίζει ότι οι αρχές της συνθήκης εφαρμόζονται σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται κάτω από τα κατώτατα όρια εφαρμογής της οδηγίας. Όσον αφορά την αρχή περί μη εισαγωγής διακρίσεων, η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι προϋποθέτει μια υποχρέωση διαφάνειας και ότι η διαφάνεια αυτή συνίσταται στη διασφάλιση ενός επαρκούς επιπέδου δημοσιότητας που να επιτρέπει το άνοιγμα των δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών στον ανταγωνισμό και την αμεροληψία των διαδικασιών ανάθεσης. Προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της υποχρέωσης αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να ανατρέξουν στις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας.

Η υπενθύμιση της υποχρέωσης τήρησης των κανόνων της συνθήκης κατά τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων κάτω από τα κατώτατα όρια εφαρμογής της οδηγίας ευθυγραμμίζεται με το κοινοτικό δίκαιο και με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Ωστόσο, δεν θα ήταν με κανέναν τρόπο δικαιολογημένο να περιορίζονται οι συνέπειες που απορρέουν από την αρχή της διαφάνειας μόνο στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, όπως προτείνεται αντιθέτως στην τροπολογία.

Επίσης, δεν θα ήταν σκόπιμο να προβλέπεται ότι για την εφαρμογή της υποχρέωσης διαφάνειας τα κράτη μέλη οφείλουν να ανατρέξουν «στις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας», πράγμα το οποίο, αφενός, θα δημιουργούσε ανασφάλεια δικαίου και, αφετέρου, θα υπερέβαινε την τήρηση των αρχών της συνθήκης. Οι αρχές αυτές, πράγματι, δεν συνεπάγονται υποχρεώσεις δημοσιότητας και διαδικασίας εξίσου ακριβείς όπως εκείνες που προβλέπονται από την οδηγία και δεν φαίνεται ούτε δικαιολογημένο ούτε σκόπιμο να υπόκεινται συμβάσεις οποιασδήποτε αξίας στους κανόνες αυτούς.

Η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία αναδιατυπώνοντας την αιτιολογική σκέψη (2) της πρότασής της ως εξής: «(2) Οι αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και οι εξ αυτών προκύπτουσες αρχές, όπως οι αρχές της ίσης μεταχείρισης, ιδιαίτερη έκφραση της οποίας αποτελεί η αρχή περί μη εισαγωγής διακρίσεων, της αμοιβαίας αναγνώρισης, της αναλογικότητας και της διαφάνειας εφαρμόζονται στις συμβάσεις που συνάπτονται από τους φορείς που υπόκεινται στη συνθήκη ή εξ ονόματος και για λογαριασμό των εν λόγω φορέων. Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την αξία των συμβάσεων. Εντούτοις, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή τους για συμβάσεις σημαντικής αξίας, πρέπει να συντονιστούν στην παρούσα οδηγία οι εθνικές διαδικασίες ανάθεσης. Οι εν λόγω διατάξεις περί συντονισμού πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τους προαναφερόμενους κανόνες και αρχές καθώς και σε συμφωνία προς τους άλλους κανόνες της συνθήκης.»

*

Οι τροπολογίες 34 και 35 αφορούν τις μεθόδους υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων υπηρεσιών.

Η τροπολογία 34 αποσκοπεί, όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού των συμβάσεων ασφαλιστικών υπηρεσιών, να λαμβάνονται υπόψη οι άλλες μορφές αμοιβών που είναι συγκρίσιμες με το ασφάλιστρο.

Η τροπολογία αυτή δικαιολογείται από το είδος των παροχών και από τον τρόπο αμοιβής τους.

Η τροπολογία 35 ρυθμίζει ιδιαίτερα τον υπολογισμό του ποσού των συμβάσεων αορίστου χρόνου με ρήτρα σιωπηρής παράτασης.

Η τροπολογία αποσκοπεί στην αποτροπή των καταχρηστικών κατατμήσεων που αποβλέπουν στην αποφυγή των υποχρεώσεων οι οποίες επιβάλλονται στις συμβάσεις από την οδηγία: επομένως επιδιώκει έναν αξιέπαινο σκοπό. Ωστόσο, πρέπει να αποφεύγεται η προσφυγή στις ανανεώσεις που μειώνουν τον ανταγωνισμό.

Η Επιτροπή ενσωματώνει τις τροπολογίες 34 και 35, με μια αναδιατύπωση η οποία αποσκοπεί επίσης στην απλούστευση του κειμένου συγχωνεύοντας τα τέσσερα άρθρα σχετικά με τις μεθόδους υπολογισμού - άρθρο 10 για τις συμφωνίες-πλαίσια, άρθρο 11 για τις προμήθειες, άρθρο 12 για τις υπηρεσίες και άρθρο 13 για τα έργα, ως εξής:

«Άρθρο 10

Μέθοδοι υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων και των συμφωνιών-πλαισίων

1. Ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας μιας δημόσιας σύμβασης βασίζεται στο συνολικό πληρωτέο ποσό, εκτός ΦΠΑ, εκτιμώμενο από την αναθέτουσα αρχή. Ο υπολογισμός αυτός λαμβάνει υπόψη το εκτιμώμενο συνολικό ποσό, συμπεριλαμβανομένων τυχόν δικαιωμάτων προαιρέσεως και ενδεχόμενων σιωπηρών ανανεώσεων.

Στην περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή προβλέπει βραβεία ή την καταβολή ποσών στους υποψήφιους ή προσφέροντες, λαμβάνει τα ποσά αυτά υπόψη της κατά τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης.

2. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να ισχύει τη στιγμή της αποστολής της προκήρυξης του διαγωνισμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 34, παράγραφος 2, ή, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν απαιτείται παρόμοια προκήρυξη, τη στιγμή κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή ξεκινά τη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης.

3. Κανένα σχέδιο έργου ούτε κανένα σχέδιο αγοράς με στόχο την απόκτηση συγκεκριμένης ποσότητας προμηθειών ή/και υπηρεσιών δεν μπορεί να κατατμηθεί με σκοπό να αποφευχθεί η επ' αυτού εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

6. Για τις συμβάσεις δημοσίων έργων, ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ποσό των έργων καθώς και τη συνολική εκτιμώμενη αξία των προμηθειών που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των έργων και τις οποίες θέτουν στη διάθεση του εργολήπτη οι αναθέτουσες αρχές.

7. α) Όταν ένα σχεδιαζόμενο έργο ή ένα σχέδιο αγοράς υπηρεσιών μπορεί να οδηγήσει σε ταυτόχρονη σύναψη χωριστών συμβάσεων κατά τμήματα, η εκτιμώμενη συνολική αξία όλων αυτών των τμημάτων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.

Όταν η σωρευτική αξία των τμημάτων ισούται με ή υπερβαίνει το κατώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 8, η οδηγία εφαρμόζεται για τη σύναψη του κάθε τμήματος.

Ωστόσο, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να παρεκκλίνουν από την εν λόγω εφαρμογή για τα τμήματα των οποίων η αξία, υπολογιζόμενη χωρίς το ΦΠΑ, είναι κατώτερη από 80 000 ευρώ για τις υπηρεσίες και από 1 εκατ. ευρώ για τα έργα, εφόσον τα άθροισμα του ποσού των τμημάτων αυτών δεν υπερβαίνει το 20 % του αθροίσματος της αξίας όλων των τμημάτων.

β) Όταν ένα σχέδιο με σκοπό την απόκτηση ομοιογενών προμηθειών μπορεί να οδηγήσει σε ταυτόχρονη σύναψη χωριστών συμβάσεων κατά τμήματα, η εκτιμώμενη συνολική αξία αυτών των τμημάτων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 8, στοιχεία α) και β).

Όταν η σωρευτική αξία των τμημάτων ισούται με ή υπερβαίνει το κατώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 8, η οδηγία εφαρμόζεται για τη σύναψη του κάθε τμήματος.

4. Για τις συμβάσεις δημόσιων προμηθειών που έχουν ως αντικείμενο χρηματοδοτική μίσθωση, μίσθωση ή μίσθωση-πώληση προϊόντων, ως βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης πρέπει να λαμβάνεται:

α) στην υποθετική περίπτωση δημόσιων συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εφόσον η διάρκειά τους είναι ίση με ή μικρότερη από δώδεκα μήνες, η συνολική εκτιμώμενη αξία για τη διάρκεια της σύμβασης ή, εφόσον η διάρκεια της σύμβασης είναι μεγαλύτερη από δώδεκα μήνες, η συνολική αξία της σύμβασης στην οποία συμπεριλαμβάνεται η εκτιμώμενη υπολειπόμενη αξία.

β) στην υποθετική περίπτωση δημόσιων συμβάσεων αορίστου χρόνου ή στην περίπτωση που η διάρκειά τους δεν μπορεί να καθοριστεί, η μηνιαία αξία πολλαπλασιαζόμενη επί 48.

8. Όταν πρόκειται για συμβάσεις δημόσιων προμηθειών ή για δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών οι οποίες έχουν περιοδικό χαρακτήρα ή οι οποίες προβλέπεται να ανανεωθούν μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, πρέπει να λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης:

α) είτε η συνολική πραγματική αξία των διαδοχικών συμβάσεων του ιδίου τύπου οι οποίες συνήφθησαν κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο ή οικονομικό έτος, αναπροσαρμοσμένη, ει δυνατόν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές ως προς τις ποσότητες ή την αξία τους κατά τους δώδεκα μήνες που έπονται της αρχικής σύμβασης.

β) είτε η εκτιμώμενη συνολική αξία των διαδοχικών συμβάσεων που συνήφθησαν κατά το δωδεκάμηνο που έπεται της πρώτης παράδοσης ή καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης, εφόσον αυτή υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες.

Η επιλογή της μεθόδου για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας μιας δημόσιας σύμβασης δεν μπορεί να γίνεται με πρόθεση την αποφυγή εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

5. Για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, ως βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης λαμβάνεται, κατά περίπτωση:

α) για τους εξής τύπους υπηρεσιών:

i) ασφαλιστικές υπηρεσίες: το καταβλητέο ασφάλιστρο και οι άλλοι τρόποι αμοιβής.

ii) τραπεζικές και άλλες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες: οι αμοιβές, οι προμήθειες, οι τόκοι και άλλοι τρόποι αμοιβής.

iii) συμβάσεις που περιλαμβάνουν την εκπόνηση μελέτης: αμοιβές, καταβλητέες προμήθειες και άλλοι τρόποι αμοιβής.

β) για τις συμβάσεις υπηρεσιών για τις οποίες δεν αναφέρεται συνολική τιμή:

i) στην υποθετική περίπτωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, με διάρκεια μέχρι και 48 μήνες: η συνολική εκτιμώμενη αξία για όλη τη διάρκειά τους.

ii) στην υποθετική περίπτωση συμβάσεων αορίστου χρόνου ή διάρκειας άνω των 48 μηνών: η μηνιαία αξία της σύμβασης πολλαπλασιασμένη επί 48.

9. Ο υπολογισμός της αξίας μιας συμφωνίας-πλαισίου βασίζεται στη μέγιστη εκτιμώμενη αξία εκτός ΦΠΑ του συνόλου των συμβάσεων που προβλέπονται για τη συνολική διάρκεια της συμφωνίας.»

*

Η τροπολογία 36 προβλέπει τη δυνατότητα για τα κράτη μέλη να προσφέρουν την αποκλειστικότητα ορισμένων συμβάσεων σε προγράμματα προστατευόμενης απασχόλησης ή σε προστατευόμενα εργαστήρια.

Η τροπολογία αυτή μπορεί να γίνει δεκτή εάν τροποποιηθεί προκειμένου να αποσαφηνιστεί ότι η προσφορά της αποκλειστικότητας δεν συνεπάγεται απαλλαγή από την εφαρμογή όλων των άλλων διατάξεων της οδηγίας που εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις.

Η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία αυτή ως εξής:

«Άρθρο 19β

Παραχωρούμενες συμβάσεις

Τα κράτη μέλη μπορούν να προσφέρουν την αποκλειστικότητα της συμμετοχής σε διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων σε προστατευόμενα εργαστήρια ή να επιτρέπουν την εκτέλεσή τους μόνο στο πλαίσιο προγραμμάτων προστατευμένων θέσεων απασχόλησης, όταν η πλειοψηφία των ενδιαφερόμενων εργαζομένων είναι άτομα με ειδικές ανάγκες τα οποία, λόγω της φύσης ή της βαρύτητας των αναπηριών τους, δεν μπορούν να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα υπό κανονικές συνθήκες.

Η προκήρυξη διαγωνισμού πρέπει να αναφέρει αυτή τη διάταξη.»

*

Η τροπολογία 121 τροποποιεί το άρθρο 18, στοιχείο β). πηγάζει από τις διάφορες γλωσσικές εκδόσεις της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ για τις «υπηρεσίες» και υπογραμμίζει την ανάγκη για καλύτερη γλωσσική εναρμόνιση. Αυτό είναι χρήσιμο, αλλά απαιτεί την αναδιατύπωση του κειμένου της τροπολογίας προκειμένου να ερμηνευτεί σύμφωνα με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

Η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία αυτή, που τροποποιείται ως εξής:

«Άρθρο 18

Ειδικές εξαιρέσεις

Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών:

...

β) με αντικείμενο την αγορά, την ανάπτυξη, την παραγωγή ή τη συμπαραγωγή προγραμμάτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς καθώς και συμβάσεις για το χρόνο μετάδοσης εκπομπών. Η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται στις προμήθειες του τεχνικού υλικού που είναι αναγκαίο για την παραγωγή, τη συμπαραγωγή και την εκπομπή των προγραμμάτων αυτών.

... »

*

Η τροπολογία 38 επεκτείνει στις συμβάσεις προμηθειών και έργων μια εξαίρεση η οποία αφορά μόνο τις συμβάσεις υπηρεσιών. Η επέκταση αυτή είναι απαράδεκτη, επειδή θα έθετε υπό αμφισβήτηση, χωρίς κατάλληλη αιτιολόγηση, το κοινοτικό κεκτημένο, αποκλείοντας από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας συμβάσεις οι οποίες υπόκεινται σήμερα στο πεδίο της.

Εξάλλου, η τροπολογία διευκρινίζει την έννοια του «φορέα που είναι ο ίδιος αναθέτουσα αρχή»: το μέρος αυτό είναι αποδεκτό, επειδή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το κοινοτικό κεκτημένο, αλλά, αντιθέτως, αποσαφηνίζει τη διάταξη.

Επομένως, η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία 38 ως εξής:

«Άρθρο 19

Συμβάσεις υπηρεσιών που ανατίθενται βάσει αποκλειστικού δικαιώματος

Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που ανατίθενται από αναθέτουσα αρχή σε άλλη αναθέτουσα αρχή ή σε ένωση αναθετουσών αρχών βάσει αποκλειστικού δικαιώματος που τους παρέχεται δυνάμει δημοσιευμένων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, εφόσον οι διατάξεις αυτές συνάδουν με τη συνθήκη.»

*

Η τροπολογία 40 εισάγει ένα νέο άρθρο που αποσκοπεί να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις συμβάσεις που συνάπτονται από μια αναθέτουσα αρχή με ένα φορέα ο οποίος υπάγεται πλήρως σ' αυτή ή με μια κοινοπραξία αποτελούμενη από την εν λόγω αναθέτουσα αρχή και άλλες αναθέτουσες αρχές.

Η τροπολογία αυτή ευθυγραμμίζεται με το πνεύμα της σημερινής νομολογίας (απόφαση «Teckal»). Απαιτείται μια αναδιατύπωση προκειμένου να ενταχθούν ακριβώς τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση, να προσαρμοστούν σε μια κοινοπραξία αναθετουσών αρχών και να ενσωματωθούν σε κατάλληλη θέση στην οδηγία.

«Άρθρο 19α

Συμβάσεις συναπτόμενες με φορείς που ανήκουν σε μια αναθέτουσα αρχή

1. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις τις οποίες συνάπτει μια αναθέτουσα αρχή με ένα νομικώς διακριτό φορέα ο οποίος ανήκει αποκλειστικά στην εν λόγω αναθέτουσα αρχή, εφόσον:

- ο φορέας αυτός δεν χαίρει αυτονομίας λήψης αποφάσεων σε σχέση με την εν λόγω αναθέτουσα αρχή επειδή η τελευταία αυτή ασκεί επί του υπόψη φορέα έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των ιδίων υπηρεσιών της.

- ο φορέας αυτός πραγματοποιεί το σύνολο της δραστηριότητάς τους με την αναθέτουσα αρχή στην οποία ανήκει.

2. Όταν ένας τέτοιος φορέας είναι ο ίδιος αναθέτουσα αρχή, οφείλει να τηρεί, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ίδιες του τις ανάγκες, τους κανόνες σύναψης των συμβάσεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία.

3. Όταν ένας τέτοιος φορέας δεν είναι αναθέτουσα αρχή, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ο υπόψη φορέας να εφαρμόζει, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ίδιες του τις ανάγκες, τους κανόνες σύναψης των συμβάσεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία.»

*

Η τροπολογία 57 αποσκοπεί στα εξής:

1) να εισαγάγει μια νέα δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία διαπραγμάτευσης με προηγούμενη δημοσιότητα για τις συμβάσεις προμηθειών

2) και να διευκρινίσει το γεγονός ότι εφαρμόζεται η σημερινή διάταξη στον τομέα των «πνευματικών» υπηρεσιών.

Το μέρος 1) της τροπολογίας είναι απαράδεκτο, επειδή θα έθετε υπό αμφισβήτηση τον κοινοτικό κεκτημένο, επεκτείνοντας στις συμβάσεις προμηθειών, χωρίς κατάλληλη αιτιολόγηση, τις δυνατότητες διαπραγμάτευσης των προσφορών. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, δυνάμει των δυνατοτήτων που παρέχονται από τον ορισμό των τεχνικών προδιαγραφών ως προς τις επιδόσεις και από τις εναλλακτικές προσφορές, οι αναθέτουσες αρχές είναι δυνατόν να μην είναι σε θέση να καθορίσουν με επαρκή ακρίβεια τις προμήθειες που αναζητούν μόνο στις περιπτώσεις που ορίζονται από τη διαδικασία του ανταγωνιστικού διαλόγου.

Απεναντίας, το μέρος 2) της τροπολογίας γίνεται δεκτό με την εξής αναδιατύπωση:

«Άρθρο 29

Περιπτώσεις όπου δικαιολογείται η προσφυγή στη διαδικασία διαπραγμάτευσης με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού

1. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάψουν τις δημόσιες συμβάσεις τους προσφεύγοντας σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, αφού προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης διαγωνισμού, στις παρακάτω περιπτώσεις:

....

γ) στον τομέα των υπηρεσιών, ιδίως κατά την έννοια της κατηγορίας 6 του παραρτήματος II Α, και στην περίπτωση των πνευματικών εργασιών, όπως ο σχεδιασμός ενός έργου, στο μέτρο κατά το οποίο η φύση του προς παροχή έργου ή υπηρεσίας είναι τέτοια ώστε οι προδιαγραφές της σύμβασης δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με επαρκή ακρίβεια ώστε να επιτρέπεται η ανάθεση της σύμβασης αυτής με επιλογή της καλύτερης προσφοράς, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την ανοικτή διαδικασία ή την κλειστή διαδικασία.

... »

Πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή κρίνει χρήσιμο, προκειμένου να τηρηθεί το ιστορικό όσον αφορά τις ημερομηνίες έκδοσης των πρώτων οδηγιών, να τροποποιηθεί η σειρά «προμήθειες, υπηρεσίες και έργα» σε «έργα, προμήθειες και υπηρεσίες». Κατά συνέπεια, το παράρτημα I A μετατρέπεται σε παράρτημα II A.

*

Η τροπολογία 150 αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι παραχωρούσες αρχές μπορούν να επικαλεστούν την προσφυγή στη διαδικασία διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού για να αναθέσουν άμεσα στον ανάδοχο της σύμβασης παραχωρήσεως τις συμπληρωματικές εργασίες που δεν περιλαμβάνονται στο αρχικό σχέδιο, οι οποίες όμως κατέστησαν αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, σε περίπτωση που οι εργασίες αυτές δεν μπορούν, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωριστούν από το κυρίως έργο χωρίς να δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα ή σε περίπτωση που, μολονότι μπορούν να διαχωριστούν από την εκτέλεση του βασικού έργου, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή του.

Η τροπολογία αυτή μπορεί να γίνει δεκτή με την ακόλουθη μορφή:

Άρθρο 73α

Περιπτώσεις όπου δικαιολογείται η άμεση ανάθεση συμπληρωματικών συμβάσεων στον ανάδοχο σύμβασης παραχωρήσεως

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να αναθέσουν άμεσα στον ανάδοχο σύμβασης παραχωρήσεως δημόσιες συμβάσεις για τις συμπληρωματικές εργασίες που δεν περιλαμβάνονται στο αρχικά προβλεπόμενο σχέδιο της σύμβασης παραχωρήσεως ούτε στην αρχική σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, για την εκτέλεση του έργου όπως περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάθεση γίνεται στον οικονομικό φορέα που εκτελεί την υπηρεσία αυτή ή το έργο αυτό:

- όταν αυτές οι συμπληρωματικές υπηρεσίες ή εργασίες δεν μπορούν, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για τις αναθέτουσες αρχές,

ή

- όταν αυτές οι υπηρεσίες ή εργασίες, μολονότι μπορούν να διαχωριστούν από την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της.

Ωστόσο, το συνολικό ποσό των συναπτομένων συμβάσεων συμπληρωματικών εργασιών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50 % του ποσού του αρχικού έργου που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης παραχωρήσεως.

*

Η τροπολογία 70 αποσκοπεί στα εξής:

1) να απλοποιήσει τις διατάξεις σχετικά με τις προθεσμίες που ισχύουν για τις διάφορες φάσεις των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων.

2) να καταργήσει τη συντόμευση των προθεσμιών σε περίπτωση δημοσίευσης μιας περιοδικής ενδεικτικής προκήρυξης.

3) να καταργήσει κάθε δυνατότητα συντόμευσης των προθεσμιών αυτών σε περίπτωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων.

Ως προς το σημείο 1): προκειμένου να αποφευχθεί το νομικό κενό όσον αφορά τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών στις κλειστές διαδικασίες, πρέπει να αναδιατυπωθεί η τροπολογία, της οποίας η αποδοχή συνεπάγεται την παράταση ορισμένων προθεσμιών κατά 3 ημέρες.

Ως προς το σημείο 2): η τροπολογία δεν είναι δικαιολογημένη επειδή θέτει ένα διττό πρόβλημα: αφενός, συνιστά αντίστροφη διάκριση κατά των ευρωπαϊκών αναθετουσών αρχών σε σχέση με τους ομολόγους τους από τις τρίτες χώρες που έχουν προσχωρήσει στη συμφωνία για τις δημόσιες συμβάσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ και, αφετέρου, ενέχει τον κίνδυνο να στερήσει τις επιχειρήσεις από πληροφορίες σχετικά με τις προθέσεις των αναθετουσών αρχών.

Ως προς το σημείο 3): η κατάργηση των δυνατοτήτων συντόμευσης των προθεσμιών, που δεν αποβαίνουν καθόλου εις βάρος των επιχειρήσεων, θα ήταν αντίθετη προς το στόχο της ενθάρρυνσης των αγοραστών να χρησιμοποιούν τα ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με την επιθυμία του Συμβουλίου της Λισσαβώνας.

Η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία 70 ως εξής:

«Άρθρο 37

Προθεσμίες των αιτήσεων συμμετοχής και παραλαβή των προσφορών

1. Κατά τον καθορισμό των προθεσμιών παραλαβής των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής, οι αναθέτουσες αρχές λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη το πολύπλοκο της σύμβασης και το χρόνο που απαιτείται για την προετοιμασία των προσφορών, με την επιφύλαξη των ελάχιστων προθεσμιών που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2. Στις ανοικτές διαδικασίες, η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των προσφορών είναι 52 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης.

3. Στις οριζόμενες στο άρθρο 29 κλειστές διαδικασίες και διαδικασίες διαπραγμάτευσης με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού καθώς και σε περίπτωση προσφυγής στον ανταγωνιστικό διάλογο:

α) η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής ανέρχεται σε 40 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης διαγωνισμού.

β) στις κλειστές διαδικασίες, η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των προσφορών ανέρχεται σε 40 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης.

4. Στις περιπτώσεις όπου οι αναθέτουσες αρχές έχουν δημοσιεύσει προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης, η οριζόμενη στην παράγραφο 2 και στην παράγραφο 3, στοιχείο β) ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των προσφορών μπορεί, κατά κανόνα, να περιοριστεί σε 36 ημέρες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 22 ημερών.

Η προθεσμία αυτή αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης διαγωνισμού στις ανοικτές διαδικασίες και από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής προσφοράς στις κλειστές διαδικασίες.

Η βραχύτερη προθεσμία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο είναι αποδεκτή υπό την προϋπόθεση ότι η προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης έχει περιλάβει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται στο υπόδειγμα προκήρυξης που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII A, εφόσον υπάρχουν οι πληροφορίες αυτές κατά τη δημοσίευση της προκήρυξης, και έχει αποσταλεί προς δημοσίευση μεταξύ ενός ελάχιστου διαστήματος 52 ημερών έως ενός μέγιστου διαστήματος 12 μηνών πριν από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης διαγωνισμού.

5. Όταν οι προκηρύξεις καταρτίζονται και αποστέλλονται με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με το μορφότυπο και τις λεπτομέρειες διαβίβασης που προβλέπονται στο παράρτημα VIII, οι οριζόμενες στις παραγράφους 2 και 4 προθεσμίες παραλαβής των προσφορών στις ανοικτές διαδικασίες και η οριζόμενη στην παράγραφο 3, στοιχείο α) προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής στις κλειστές και με διαπραγμάτευση διαδικασίες καθώς και σε περίπτωση προσφυγής στον ανταγωνιστικό διάλογο μπορεί να συντμηθεί κατά 7 ημέρες.

6. Σύντμηση κατά πέντε ημέρες των προθεσμιών παραλαβής των προσφορών που ορίζονται στις παραπάνω παραγράφους 2 και 3, στοιχείο β), είναι δυνατή όταν η αναθέτουσα αρχή παρέχει, με ηλεκτρονικό μέσο και από την ημερομηνία δημοσίευσης της προκήρυξης σύμφωνα με το παράρτημα VIII, ελεύθερη, άμεση και πλήρη πρόσβαση στο κείμενο της συγγραφής υποχρεώσεων και σε όλα τα συμπληρωματικά έγγραφα, προσδιορίζοντας στο κείμενο της προκήρυξης τη διεύθυνση Διαδικτύου στην οποία διατίθεται η εν λόγω τεκμηρίωση.

Η σύντμηση αυτή μπορεί να σωρευθεί με τη σύντμηση που προβλέπεται στην παράγραφο 5.

7. Όταν, για οποιοδήποτε λόγο, η συγγραφή υποχρεώσεων και τα συμπληρωματικά έγγραφα ή πληροφορίες δεν παρασχέθηκαν εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 38 μολονότι ζητήθηκαν εμπρόθεσμα ή όταν οι προσφορές μπορούν να συνταχθούν μόνον έπειτα από επιτόπια επίσκεψη ή από επιτόπια εξέταση εγγράφων προσαρτημένων στη συγγραφή υποχρεώσεων, οι προθεσμίες παραλαβής των προσφορών πρέπει να παρατείνονται ούτως ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς να μπορούν να λάβουν γνώση όλων των αναγκαίων πληροφοριών για τη διατύπωση των προσφορών.

8. Στις οριζόμενες στο άρθρο 29 κλειστές και με διαπραγμάτευση διαδικασίες με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, όταν επείγοντες λόγοι καθιστούν αδύνατη την τήρηση των ελάχιστων προθεσμιών που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να ορίζουν:

α) μια προθεσμία για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 15 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης διαγωνισμού, των 10 ημερών εάν η προκήρυξη απεστάλη με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με το μορφότυπο και τις λεπτομέρειες διαβίβασης που προβλέπονται στο παράρτημα VIII, παράγραφος 3.

β) και, στην περίπτωση των κλειστών διαδικασιών, μια προθεσμία παραλαβής των προσφορών, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 10 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής προσφορών.»

*

Η τροπολογία 74 διευκρινίζει ότι η υποχρέωση του αγοραστή να διαφυλάσσει την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητα των δεδομένων που του υποβάλλονται καλύπτει όλο το λειτουργικό κύκλο της διαδικασίας: αποθήκευση, επεξεργασία και διατήρηση.

Οι προτεινόμενες διευκρινίσεις ενσωματώνονται στις συναφείς διατάξεις του κειμένου μετά από αναδιατύπωση, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις των διαφόρων ειδών ηλεκτρονικής υποβολής.

Η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία 74, τροποποιώντας το άρθρο 42 της πρότασής της ως εξής:

«Άρθρο 42

Κανόνες που εφαρμόζονται στις επικοινωνίες

1. Όλες οι επικοινωνίες καθώς και όλες οι ανταλλαγές πληροφοριών που αναφέρονται στον παρόντα τίτλο δύνανται, κατ' επιλογή της αναθέτουσας αρχής, να πραγματοποιούνται με επιστολή, με τηλεομοιοτυπία, με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, με το τηλέφωνο στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που ορίζονται στην παράγραφο 6, ή με συνδυασμό των μέσων αυτών.

2. Τα επιλεγόμενα μέσα επικοινωνίας πρέπει να είναι γενικώς προσιτά και συνεπώς δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πρόσβασης των οικονομικών φορέων στη διαδικασία ανάθεσης.

3. Κατά την επικοινωνία, την ανταλλαγή και την αποθήκευση πληροφοριών λαμβάνεται μέριμνα προκειμένου να διαφυλάσσονται η ακεραιότητα των δεδομένων και το απόρρητο των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής και προκειμένου οι αναθέτουσες αρχές να λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής μόνο μετά τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας για την υποβολή τους.

4. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τις επικοινωνίες με ηλεκτρονικά μέσα, καθώς και τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους, πρέπει να μη δημιουργούν διακρίσεις και να είναι ευλόγως προσιτά στο κοινό και συμβατά σε σχέση με τις γενικώς χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες των πληροφοριών και των επικοινωνιών.

5. Στους μηχανισμούς ηλεκτρονικής παραλαβής προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες :

α) οι πληροφορίες σχετικά με τις προδιαγραφές που πρέπει να πληρούνται για την ηλεκτρονική υποβολή προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής, συμπεριλαμβανομένης της κρυπτογράφησης, πρέπει να είναι προσιτές στους ενδιαφερόμενους. Επί πλέον, οι μηχανισμοί ηλεκτρονικής παραλαβής των προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος Χ.

β) τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώνουν ή να διατηρούν συστήματα εθελοντικής πιστοποίησης με σκοπό τη βελτίωση του επιπέδου των υπηρεσιών πιστοποίησης των εν λόγω μηχανισμών.

γ) οι προσφέροντες ή οι υποψήφιοι δεσμεύονται ώστε εάν τα έγγραφα, πιστοποιητικά, βεβαιώσεις ή δηλώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 46 έως 50 και στο άρθρο 52 δεν είναι διαθέσιμα σε ηλεκτρονική μορφή, να υποβάλλονται πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή των προσφορών ή των αιτήσεων συμμετοχής.

6. Κανόνες που εφαρμόζονται για την υποβολή των αιτήσεων συμμετοχής:

α) οι αιτήσεις συμμετοχής στις διαδικασίες σύναψης των δημόσιων συμβάσεων μπορούν να υποβάλλονται γραπτώς ή τηλεφωνικά.

β) όταν οι αιτήσεις συμμετοχής υποβάλλονται τηλεφωνικά, πρέπει να αποστέλλεται γραπτή επιβεβαίωση πριν από τη λήξη της προθεσμίας που έχει οριστεί για την παραλαβή τους.

γ) οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτούν οι αιτήσεις συμμετοχής που υποβάλλονται με τηλεομοιοτυπία να επιβεβαιώνονται ταχυδρομικά ή με ηλεκτρονικά μέσα, στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο ως νόμιμη απόδειξη. Η απαίτηση αυτή και η προθεσμία για την αποστολή της επιβεβαίωσης ταχυδρομικά ή με ηλεκτρονικά μέσα πρέπει να επισημαίνονται από την αναθέτουσα αρχή στην προκήρυξη διαγωνισμού.»

*

Οι τροπολογίες 77 - 132 αποσκοπούν στα εξής:

1) να αποσαφηνίσουν ότι οι απαιτήσεις σχετικά με την επιλογή των συμμετεχόντων πρέπει να είναι ανάλογες προς το αντικείμενο της σύμβασης.

2) να ενισχύσουν τις υποχρεώσεις της αναθέτουσας αρχής σχετικά με την τήρηση του απόρρητου των πληροφοριών που διαβιβάζονται από τους οικονομικούς φορείς.

Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, οι τροπολογίες ακολουθούν τον προσανατολισμό της πρότασης και μπορούν να γίνουν δεκτές ως προς το πνεύμα τους. Αντιθέτως, η δεύτερη πτυχή είναι περιττή, επειδή καλύπτεται ήδη από την τροπολογία 31 σχετικά με το άρθρο 5.

Η Επιτροπή ενσωματώνει ως εξής τις τροπολογίες 77 - 132, αναδιατυπώνοντάς τις και συγχωνεύοντας τα άρθρα 44 και 45 με σκοπό την απλούστευση του κειμένου και τη διευκόλυνση της επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των συννομοθετών.

«Άρθρο 43α

Έλεγχος της επάρκειας και επιλογή των συμμετεχόντων, ανάθεση των συμβάσεων

1. Οι συμβάσεις ανατίθενται βάσει των προβλεπόμενων στα άρθρα 53 και 54 κριτηρίων, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 25, αφού οι αναθέτουσες αρχές ελέγξουν την επάρκεια των οικονομικών φορέων που δεν έχουν αποκλειστεί δυνάμει των άρθρων 46 και 47, σύμφωνα με τα κριτήρια της χρηματοοικονομικής ικανότητας, των επαγγελματικών και τεχνικών γνώσεων ή ικανοτήτων που ορίζονται στα άρθρα 48 έως 52 και, ενδεχομένως, των αμερόληπτων κανόνων και κριτηρίων που ορίζονται στην παράγραφο 3.

2. Οι αναθέτουσες αρχές προσδιορίζουν στην προκήρυξη διαγωνισμού τα ελάχιστα επίπεδα ικανοτήτων, σύμφωνα με τα άρθρα 48, 49 και 50, τα οποία πρέπει να ικανοποιούν οι υποψήφιοι και οι προσφέροντες.

Η έκταση των οριζόμενων στα άρθρα 48 και 49 πληροφοριών καθώς και τα ελάχιστα επίπεδα των ικανοτήτων που απαιτούνται για μια συγκεκριμένη σύμβαση πρέπει να σχετίζονται με το αντικείμενο της σύμβασης και να είναι ανάλογα προς αυτό.

3. Στις κλειστές διαδικασίες, στις διαδικασίες διαπραγμάτευσης με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού και στον ανταγωνιστικό διάλογο, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να περιορίζουν τον αριθμό των κατάλληλων υποψηφίων που θα προσκαλέσουν να υποβάλουν προσφορά, να διαπραγματευθούν ή να συνομιλήσουν, υπό τον όρο να υπάρχει επαρκής αριθμός κατάλληλων υποψηφίων. Οι αναθέτουσες αρχές προσδιορίζουν κατά την προκήρυξη τα αντικειμενικά και αμερόληπτα κριτήρια ή κανόνες που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν, τον ελάχιστο αριθμό υποψηφίων που προβλέπουν να καλέσουν και, ενδεχομένως, το μέγιστο αριθμό.

4. Στην κλειστή διαδικασία, ο ελάχιστος αριθμός είναι πέντε. Στη διαδικασία διαπραγμάτευσης κατόπιν δημοσίευσης προκήρυξης και ανταγωνιστικού διαλόγου, ο ελάχιστος αριθμός είναι τρεις. Εν πάση περιπτώσει, ο αριθμός υποψηφίων που καλούνται πρέπει να είναι επαρκής για την εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού.

Οι αναθέτουσες αρχές καλούν αριθμό υποψηφίων τουλάχιστον ίσο προς τον ελάχιστο αριθμό υποψηφίων που έχει καθοριστεί εκ των προτέρων. Όταν ο αριθμός των υποψηφίων που ικανοποιούν τα κριτήρια επιλογής και τα ελάχιστα επίπεδα είναι μικρότερος από το ελάχιστο όριο, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προχωρήσει στα περαιτέρω στάδια της διαδικασίας καλώντας τον υποψήφιο ή τους υποψήφιους που κατέχουν τις απαιτούμενες ικανότητες. Στο πλαίσιο της ίδιας αυτής διαδικασίας, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να συμπεριλάβει άλλους οικονομικούς φορείς που δεν υπέβαλαν αίτηση συμμετοχής ή υποψήφιους που δεν κατέχουν τις απαιτούμενες ικανότητες.

5. Όταν οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στη δυνατότητα περιορισμού του αριθμού των προς συζήτηση λύσεων ή των προς διαπραγμάτευση προσφορών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 30, παράγραφος 4, και στο άρθρο 29, παράγραφος 4, πραγματοποιούν αυτόν τον περιορισμό με την εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης που αναφέρονται στην προκήρυξη διαγωνισμού, στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στο περιγραφικό έγγραφο. Στην τελική φάση, ο αριθμός αυτός πρέπει να επιτρέπει τη διασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού, εφόσον υπάρχει επαρκής αριθμός κατάλληλων λύσεων ή υποψηφίων.

*

Η τροπολογία 80 συμπληρώνει τους υποχρεωτικούς αποκλεισμούς που ορίζονται στο άρθρο 46, παράγραφος 1, προσθέτοντας το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 1991.

Προκειμένου να διευκολυνθεί η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των συννομοθετών, η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία ως εξής:

«Άρθρο 46

Προσωπική κατάσταση του υποψηφίου ή του προσφέροντος

1. Όταν η αναθέτουσα αρχή είναι ενήμερη για καταδίκη που απαγγέλθηκε με τελεσίδικη απόφαση για έναν ή περισσότερους από τους λόγους που απαριθμούνται κατωτέρω, αποκλείεται από τη συμμετοχή σε δημόσια σύμβαση ο εν λόγω υποψήφιος ή προσφέρων:

α) συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της κοινής δράσης της 21ης Δεκεμβρίου 1998,

β) δωροδοκία, όπως αυτή ορίζεται αντίστοιχα στο άρθρο 3 της πράξης του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 1997 και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της κοινής δράσης της 22ας Δεκεμβρίου 1998,

γ) απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 1 της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που θεσπίστηκε με την πράξη του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1995.

δ) νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες [7], όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/97/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2001 [8].

[7] ΕΕ L 166 της 28.06.1991, σ. 77 - 83.

[8] ΕΕ L 344 της 28.12.2001, σ.76 - 82.

... »

*

Οι τροπολογίες 86, 87 και 89 τροποποιούν το άρθρο 46, παράγραφος 2.

Η τροπολογία 86 τροποποιεί το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο δ), προβλέποντας τη δυνατότητα αποκλεισμού, για σοβαρό παράπτωμα, ενός οικονομικού φορέα ο οποίος έχει παραβιάσει διεθνείς συμβάσεις εργασίας και δεν έχει τηρήσει τη «θεμελιώδη» ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με την προστασία της απασχόλησης και τις συνθήκες εργασίας.

Η μη τήρηση του εργατικού δικαίου μπορεί να αιτιολογήσει δικαστικές αποφάσεις οι οποίες επιτρέπουν τον αποκλεισμό στο πλαίσιο των διατάξεων που πρότεινε η Επιτροπή, χωρίς να είναι απαραίτητη η ρητή αναφορά της υποθετικής αυτής περίπτωσης στο διατακτικό. μπορεί επίσης να αιτιολογήσει αποκλεισμούς για «σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα» κατά την έννοια του άρθρου 46, παράγραφος 2, έτσι όπως προτείνεται. Η Επιτροπή επεξήγησε στην ανακοίνωσή της με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 2001 σχετικά με τις κοινωνικές πτυχές των δημόσιων συμβάσεων, σε ποιο μέτρο οι υποθετικές αυτές περιπτώσεις καλύπτονται από το ισχύον δίκαιο. Αυτό ισχύει επίσης για την παρούσα πρόταση. ως εκ τούτου, έχει επεξηγηθεί από την Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη (30) που μνημονεύεται στην παραπάνω τροπολογία 51.

Η τροπολογία 87 εισάγει τη δυνατότητα αποκλεισμού ενός φορέα ο οποίος δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την προστασία των εργαζομένων του ούτε τις υποχρεώσεις του στον τομέα του εργατικού δικαίου έναντι των εκπροσώπων των εργαζομένων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ή με τις ισχύουσες κοινωνικές συμβάσεις: η συγκεκριμένη παράβαση πρέπει να στοιχειοθετείται με απόφαση δικαστηρίου.

Η τροπολογία αυτή επεξηγεί τη δυνατότητα που παρέχεται ήδη από το άρθρο 46, παράγραφος 2, στοιχείο γ) της πρότασης, όσον αφορά τον αποκλεισμό ενός προσφέροντος που έχει καταδικαστεί για αδίκημα που θίγει την επαγγελματική του διαγωγή. η επεξήγηση αυτή παρέχεται στην προαναφερόμενη αιτιολογική σκέψη (30).

Η τροπολογία 89 εισάγει τη δυνατότητα αποκλεισμού για μη τήρηση της κοινωνικής νομοθεσίας, που έχει διαπιστωθεί με δικαστική απόφαση ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο.

Όπως και για τις τροπολογίες 86 και 87, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της την τροπολογία αυτή στην προαναφερόμενη αιτιολογική σκέψη (30).

*

Η τροπολογία 153 αποσκοπεί να παράσχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να αναθέσουν τον έλεγχο των όρων που ορίζονται στα άρθρα 46, 47, 48, 49, 50 και 50α σε οργανισμούς πιστοποίησης ιδιωτικού δικαίου.

Προκειμένου να διευκολυνθεί ο έλεγχος των κριτηρίων αποκλεισμού και επιλογής, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να αναθέσουν το καθήκον αυτό σε οργανισμούς πιστοποίησης, είτε ανήκουν στον ιδιωτικό είτε στο δημόσιο τομέα. Η δυνατότητα αυτή δεν πρέπει ωστόσο να έχει ως συνέπεια να επιβάλλει την πιστοποίηση αποκλειστικά από τους εθνικούς οργανισμούς για τη συμμετοχή στις προσκλήσεις υποβολής προσφορών σε ένα κράτος μέλος.

Η Επιτροπή ενσωματώνει και αναδιατυπώνει την τροπολογία αυτή ως εξής:

«Άρθρο 52

Επίσημοι κατάλογοι εγκεκριμένων οικονομικών φορέων και πιστοποίηση από οργανισμούς δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώσουν είτε επίσημους καταλόγους εγκεκριμένων εργοληπτών, προμηθευτών ή παρόχων υπηρεσιών είτε μια πιστοποίηση από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς πιστοποίησης.

Προσαρμόζουν τους όρους εγγραφής στους εν λόγω καταλόγους καθώς και τους όρους έκδοσης πιστοποιητικών από τους οργανισμούς πιστοποίησης στις διατάξεις του άρθρου 46, παράγραφοι 1 και 2, στοιχεία α) έως δ) και ζ), των άρθρων 47, 48, παράγραφοι 1, 3 και 4, του άρθρου 49, παράγραφοι 1, 2, 4 και 5 και των άρθρων 50 και 52α.

Προσαρμόζουν επίσης τους όρους στις διατάξεις των άρθρων 48, παράγραφος 2, και 49, παράγραφος 3, για τις αιτήσεις εγγραφής που υποβάλλουν οικονομικοί φορείς οι οποίοι ανήκουν σε όμιλο και οι οποίοι επικαλούνται πόρους που τους διαθέτουν άλλες επιχειρήσεις του ομίλου. Αυτοί οι φορείς πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να αποδείξουν στην αρχή που συντάσσει τον επίσημο κατάλογο ότι θα διαθέτουν αυτούς τους πόρους καθ' όλη τη διάρκεια της ισχύος του πιστοποιητικού που πιστοποιεί την εγγραφή τους στον επίσημο κατάλογο.

2. Οι οικονομικοί φορείς που είναι εγγεγραμμένοι σε επίσημους καταλόγους ή έχουν πιστοποιητικό μπορούν, για την εκάστοτε σύμβαση, να προσκομίσουν στις αναθέτουσες αρχές πιστοποιητικό εγγραφής εκδιδόμενο από την αρμόδια αρχή ή το πιστοποιητικό το εκδιδόμενο από τον αρμόδιο οργανισμό πιστοποίησης. Στα πιστοποιητικά αυτά μνημονεύονται τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων έγινε η εγγραφή στον κατάλογο καθώς και η σχετική κατάταξη.

3. Η εγγραφή στους επίσημους καταλόγους πιστοποιούμενη από τους αρμόδιους οργανισμούς ή το εκδιδόμενο από τον οργανισμό πιστοποίησης πιστοποιητικό συνιστά για τις αναθέτουσες αρχές των άλλων κρατών μελών τεκμήριο καταλληλότητας μόνο σε σχέση με το άρθρο 46, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχεία α) έως δ), και ζ), το άρθρο 47, το άρθρο 48, παράγραφος 1, σημεία β) και γ), και το άρθρο 49, παράγραφος 2, σημεία 1) α), 2), 5), 6) και 7) για τους εργολήπτες, παράγραφος 2, σημεία 1) β), 2), 3), 4) και 9) για τους προμηθευτές και παράγραφος 2, σημεία 1) β) και 3) έως 8) για τους παρόχους υπηρεσιών.

4. Οι πληροφορίες που μπορούν να συναχθούν από την εγγραφή στους επίσημους καταλόγους ή από την πιστοποίηση δεν είναι δυνατόν να τίθενται υπό αμφισβήτηση χωρίς αιτιολόγηση. Όσον αφορά την καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και την πληρωμή των φόρων και τελών, είναι δυνατόν να απαιτηθεί, για την εκάστοτε σύμβαση, πρόσθετο πιστοποιητικό από κάθε οικονομικό φορέα.

Οι αναθέτουσες αρχές των άλλων κρατών μελών εφαρμόζουν τις διατάξεις της παραγράφου 3 και του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου μόνον προς όφελος των οικονομικών φορέων που είναι εγκατεστημένοι στη χώρα στην οποία έχει καταρτιστεί ο επίσημος κατάλογος.

5. Για την εγγραφή των οικονομικών φορέων των άλλων κρατών μελών σε επίσημο κατάλογο ή για την πιστοποίησή τους από τους οργανισμούς που ορίζονται στην παράγραφο 1, είναι δυνατόν να απαιτηθούν μόνον εκείνες οι αποδείξεις και δηλώσεις που ζητούνται από τους εθνικούς οικονομικούς φορείς και, εν πάση περιπτώσει, μόνον εκείνες που προβλέπονται από τα άρθρα 46 έως 50α.

Ωστόσο, μια τέτοια εγγραφή ή πιστοποίηση δεν μπορεί να επιβληθεί στους οικονομικούς φορείς των άλλων κρατών μελών προκειμένου να συμμετάσχουν σε μια δημόσια σύμβαση. Οι αναθέτουσες αρχές αναγνωρίζουν ισοδύναμα πιστοποιητικά από οργανισμούς εδρεύοντες σε άλλα κράτη μέλη. Αποδέχονται επίσης άλλα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα.

6. Οι οργανισμοί πιστοποίησης που ορίζονται στην παράγραφο 1 είναι οργανισμοί που ανταποκρίνονται στα ευρωπαϊκά πρότυπα στον τομέα της πιστοποίησης.

7. Τα κράτη μέλη που τηρούν επίσημους καταλόγους ή στα οποία υπάρχουν οι οριζόμενοι στην παράγραφο 1 οργανισμοί πιστοποίησης οφείλουν να ανακοινώνουν στα λοιπά κράτη μέλη τη διεύθυνση του οργανισμού στον οποίο μπορούν να υποβληθούν αιτήσεις.»

*

Η τροπολογία 104 διευκρινίζει ότι η υποχρέωση του αγοραστή να διαφυλάσσει την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητα των δεδομένων που του υποβάλλονται καλύπτει εν μέρει το λειτουργικό κύκλο της διαδικασίας: αποθήκευση, επεξεργασία και διατήρηση.

Οι προτεινόμενες διευκρινίσεις αναδιατυπώνονται προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι απαιτήσεις των διαφόρων ειδών ηλεκτρονικής υποβολής και ενσωματώνονται ως εξής:

«Άρθρο 61

Μέσα επικοινωνίας

1. Σε κάθε επικοινωνία σχετικά με διαγωνισμούς εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 42, παράγραφοι 1, 2 και 4.

2. Οι κοινοποιήσεις, οι ανταλλαγές και η αποθήκευση πληροφοριών πραγματοποιούνται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι δεν θίγεται η ακεραιότητα και η εμπιστευτικότητα του συνόλου των πληροφοριών που διαβιβάζονται από τους συμμετέχοντες σε διαγωνισμούς και ότι η κριτική επιτροπή λαμβάνει γνώση του περιεχομένου των μελετών και σχεδίων μόνο μετά την εκπνοή της προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή τους.

3. Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες για τα συστήματα ηλεκτρονικής παραλαβής των μελετών και των σχεδίων:

α) οι πληροφορίες σχετικά με τις αναγκαίες προδιαγραφές για την παρουσίαση των μελετών και σχεδίων με ηλεκτρονικό τρόπο, καθώς και για την κρυπτογράφηση, πρέπει να τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερομένων. Επί πλέον, τα συστήματα ηλεκτρονικής παραλαβής των μελετών και σχεδίων πρέπει να είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος Χ.

β) τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώνουν ή να διατηρούν μηχανισμούς εθελοντικής πιστοποίησης με σκοπό τη βελτίωση του επιπέδου των υπηρεσιών πιστοποίησης που παρέχονται για αυτά τα συστήματα.»

*

Οι τροπολογίες 110 και 113 τροποποιούν το παράρτημα VII A όσον αφορά τις προκηρύξεις διαγωνισμού.

Η τροπολογία 110 επιβάλλει στις αναθέτουσες αρχές να αναφέρουν στην προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης τον οργανισμό από τον οποίο μπορούν να ληφθούν πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία στο φορολογικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό τομέα.

Οι οικονομικοί φορείς πρέπει να έχουν λάβει γνώση όλων των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την κατάρτιση των προσφορών τους. Ορισμένα στοιχεία αφορούν την εθνική νομοθεσία όταν η σύμβαση έργων ή η παροχή υπηρεσιών πρόκειται να πραγματοποιηθεί στη χώρα της αναθέτουσας αρχής. Ως εκ τούτου, είναι εύλογο οι αναθέτουσες αρχές να είναι υποχρεωμένες να αναφέρουν από ποιον μπορούν να λάβουν τις εν λόγω πληροφορίες. Ωστόσο, η πληροφορία αυτή είναι πιο χρήσιμο να εμφαίνεται στην προκήρυξη διαγωνισμού.

Η τροπολογία 113 επιβάλλει στις αναθέτουσες αρχές να αναφέρουν στις προκηρύξεις διαγωνισμού την επωνυμία και διεύθυνση των αρμόδιων οργάνων για τις διαδικασίες προσφυγής σχετικά με την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων.

Μια αυξημένη διαφάνεια είναι επιθυμητή στον τομέα αυτό.

Η Επιτροπή ενσωματώνει επομένως τις τροπολογίες 110 και 113 ως εξής:

«ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Ανοικτές διαδικασίες, κλειστές διαδικασίες, ανταγωνιστικός διάλογος και διαδικασίες με διαπραγμάτευση:

1. Επωνυμία, διεύθυνση, αριθμοί τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, ηλεκτρονική διεύθυνση της αναθέτουσας αρχής.

1α Όταν πρόκειται για συμβάσεις δημοσίων έργων, προμηθειών που περιλαμβάνουν εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης και υπηρεσιών: επωνυμία, διεύθυνση, αριθμοί τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, ηλεκτρονική διεύθυνση των υπηρεσιών από τις οποίες μπορούν να ληφθούν οι κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν τη φορολογία, την προστασία του περιβάλλοντος την προστασία της εργασίας και τις συνθήκες εργασίας, οι οποίες ισχύουν στον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστεί το αντικείμενο της σύμβασης.

...

23α) Επωνυμία και διεύθυνση του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης. Διευκρινίσεις όσον αφορά τις προθεσμίες υποβολής των προσφυγών.

... »

*

Η τροπολογία 114 επιβάλλει στις αναθέτουσες αρχές να αναφέρουν στις προκηρύξεις για τις συναφθείσες συμβάσεις την επωνυμία και διεύθυνση των αρμόδιων οργάνων για τις διαδικασίες προσφυγής σχετικά με την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων.

Μια αυξημένη διαφάνεια είναι επιθυμητή στον τομέα αυτό. Επομένως, η Επιτροπή ενσωματώνει την τροπολογία αυτή ως εξής:

ΠΡΟΚΗΡΥΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΑΦΘΕΙΣΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

...

12α. Επωνυμία και διεύθυνση του αρμόδιου οργάνου για τις διαδικασίες προσφυγής και, κατά περίπτωση, διαμεσολάβησης. Διευκρινίσεις όσον αφορά τις προθεσμίες υποβολής των προσφυγών.»

***

3.3 Τροπολογίες που δεν έγιναν δεκτές από την Επιτροπή (162, 8, 173, 25, 29, 32, 37, 159, 49, 151, 68, 78, 63, 139, 66, 69, 161, 71, 72, 131, 73, 75, 76, 81, 82, 83, 84, 90, 92, 94, 176, 99, 102, 103, 107, 108, 111, 115, 117 και 116)

Η τροπολογία 162 εισάγει μια νέα αιτιολογική σκέψη 1α στόχος της οποίας είναι να λαμβάνεται υπόψη, στις διαδικασίες σύναψης, η οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1985 για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον.

Η τροπολογία αυτή είναι περιττή, επειδή βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας: επαναβεβαιώνει την εφαρμοσιμότητα μιας οδηγίας που επιβάλλει υποχρεώσεις στους ιδιωτικούς και δημόσιους τομείς πριν από την έναρξη κάθε σχεδίου και, επομένως, κάθε διαδικασίας ανάθεσης.

Η τροπολογία 8 συμπληρώνει την αιτιολογική σκέψη σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές, υπογραμμίζοντας ότι οι αναθέτουσες αρχές, ελλείψει ευρωπαϊκών προδιαγραφών, πρέπει να μπορούν να προκαθορίζουν ακριβή εθνικά κριτήρια και τούτο προκειμένου να τηρούνται όσο το δυνατόν χαμηλότερα τα έξοδα συντήρησης και επισκευής. Η τροπολογία αυτή πρέπει να εξεταστεί παράλληλα με την τροπολογία 45, η οποία παρέχει στην αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να απορρίπτει μια ισοδύναμη λύση - ενδεχομένως εθνική - με την αιτιολόγηση ότι συνεπάγεται σημαντικότερα έξοδα. Δεδομένου ότι αυτό το μέρος της τροπολογίας 45 είναι απαράδεκτο επειδή αντίκειται στο άρθρο 28 της συνθήκης, η τροπολογία 8 πρέπει επίσης να κριθεί απαράδεκτη. Εξάλλου, δεν εναπόκειται στις αναθέτουσες αρχές να καθορίσουν εθνικά κριτήρια τα οποία έχουν γενική ισχύ. Όσον αφορά την παραπομπή σε ένα εθνικό πρότυπο, η αιτιολογική σκέψη της αρχικής πρότασης της Επιτροπής είναι ήδη ρητή.

Η τροπολογία 173 τροποποιεί το άρθρο 1 για να ορίσει τις ιδιαίτερα πολύπλοκες συμβάσεις που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο ανταγωνιστικού διαλόγου, στο άρθρο 1 αντί για το άρθρο 30, το οποίο αναφέρει τη διαδικασία λεπτομερώς, παρέχοντας ένα μη εξαντλητικό κατάλογο παραδειγμάτων. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται τόσο για ορισμό όσο για απαρίθμηση των περιπτώσεων στις οποίες επιτρέπεται η προσφυγή σε έναν ανταγωνιστικό διάλογο, και συγκεκριμένα όταν οι αναθέτουσες αρχές δεν είναι σε θέση είτε να καθορίσουν τα τεχνικά ή άλλα μέσα ικανά να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, είτε να προβλέψουν τις λύσεις τις οποίες μπορεί να προσφέρει η σύμβαση. Όσον αφορά την αδυναμία καθορισμού των μέσων, η εν λόγω αδυναμία δεν πρέπει να μπορεί να καταλογιστεί στην απουσία προηγούμενου διαγωνισμού μελετών ή στο γεγονός ότι θα μπορούσε να επαρκέσει μια σύμβαση με λειτουργικές προδιαγραφές.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η έννοια της πολύπλοκης σύμβασης δεν είναι αναγκαία και ότι είναι προτιμότερο να καθοριστούν - στο άρθρο 30 - οι αντικειμενικοί όροι υπό τους οποίους είναι δυνατόν να γίνει προσφυγή στον ανταγωνιστικό διάλογο.

Όσον αφορά τον όρο σύμφωνα με τον οποίο η διοργάνωση ενός προηγούμενου διαγωνισμού μελετών δεν θα είχε επιτρέψει στην αναθέτουσα αρχή να βρεθεί σε θέση να καθορίσει τα μέσα τα ικανά να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της, η τροπολογία είναι απαράδεκτη επειδή θέτει τα ίδια προβλήματα ως προς την επικουρικότητα με τις τροπολογίες 142, 7 και 171 - 145 με σκοπό την εισαγωγή ενός υποχρεωτικού διαχωρισμού μεταξύ μελέτης και εκτέλεσης έργων.

Η τροπολογία 25 ρυθμίζει συγκεκριμένα τις συμφωνίες-πλαίσια στον τομέα των υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η τροπολογία αυτή υπάγονται στο παράρτημα IB και, ως εκ τούτου, δεν υπόκεινται στο σύνολο των διαδικαστικών κανόνων της οδηγίας (προκήρυξη διαγωνισμού και λεπτομερείς κανόνες). Κατά συνέπεια, προβλέποντας ειδικούς κανόνες για τις συμφωνίες-πλαίσια, η τροπολογία θα καθιστούσε, χωρίς αιτιολόγηση, τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στις εν λόγω συμφωνίες πιο άκαμπτη από εκείνη που εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται στον ίδιο τομέα.

Η τροπολογία 29, με σκοπό να καταστήσει υποχρεωτική την απονομή βραβείων στους συμμετέχοντες σε διαγωνισμούς μελετών, τροποποιεί τον ορισμό του «διαγωνισμού μελετών» περιορίζοντάς τον αποκλειστικά στους διαγωνισμούς μελετών με απονομή βραβείων.

Η αρχή του να καταστεί υποχρεωτική η απονομή βραβείων στους συμμετέχοντες μπορεί να δικαιολογηθεί όταν ο διαγωνισμός μελετών αφορά σχέδια τα οποία συνεπάγονται πραγματικά έξοδα, όπως οι διαγωνισμοί μελετών που διοργανώνονται για την εκτέλεση ενός έργου, ενός πολεοδομικού ή χωροταξικού σχεδίου. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαγωνισμοί μελετών μπορούν να διοργανωθούν σε άλλους τομείς όπου δεν δικαιολογείται αυτή η υποχρεωτική απονομή βραβείου. Επιπλέον, ο ορισμός που προτείνει η τροπολογία, που επιβάλλει την προσφυγή μόνο στους διαγωνισμούς μελετών με απονομή βραβείων, δεν φαίνεται κατάλληλος για την επίτευξη του στόχου αυτού. Πράγματι, ένας τέτοιος ορισμός δεν θα εμπόδιζε τη διοργάνωση διαγωνισμών μελετών χωρίς βραβεία, αλλά θα απέκλειε τους εν λόγω διαγωνισμούς από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

Η τροπολογία 32 προβλέπει την ανύψωση των κατώτατων ορίων που αναφέρονται στην πρόταση της Επιτροπής κατά 50% περίπου.

Τα ισχύοντα κατώτατα όρια των οδηγιών είναι τέτοια ώστε οι κοινοτικές κανονιστικές διατάξεις καλύπτουν ήδη μόνο τις πλέον σημαντικές συμβάσεις ως προς τις αξίες. Η ανύψωση των κατώτατων ορίων της σύμβασης θα επέφερε μια αδικαιολόγητη μείωση των εγγυήσεων ανοίγματος των δημόσιων συμβάσεων που παρέχονται σήμερα στους οικονομικούς φορείς της Ένωσης. Σημειωτέον ότι η υποτιθέμενη πολυπλοκότητα των διαδικασιών που είναι σύμφωνες προς τις οδηγίες και το σχετικό διοικητικό κόστος δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την ανύψωση αυτή: πράγματι, το κόστος αυτό είναι συγκρίσιμο με την πολυπλοκότητα και με το κόστος άλλων εθνικών διαδικασιών ανάθεσης που ισχύουν για τις συμβάσεις κάτω από τα κατώτατα όρια.

Επιπλέον, η μονομερής ανύψωση των κατώτατων ορίων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ήταν ασύμβατη με τις διεθνείς υποχρεώσεις της στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Εξάλλου, μια ευρωπαϊκή αίτηση ανύψωσης των κατώτατων ορίων στο σημερινό πλαίσιο της αναθεώρησης της συμφωνίας για τις δημόσιες συμβάσεις θα είχε ως αποτέλεσμα μια σαφή απώλεια αξιοπιστίας για την Ευρώπη στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων των συναφών με την αναθεώρηση αυτή, όπου η εντολή διαπραγμάτευσης αναφέρει σαφώς το στόχο της διεύρυνσης της κάλυψης της συμφωνίας. επιπλέον, μια τέτοια αίτηση θα είχε ως συνέπεια, σε αντάλλαγμα, είτε μια αίτηση αντισταθμίσεων εκ μέρους των εταίρων μας είτε ένα αμοιβαίο κλείσιμο των διεθνών συμβάσεων.

Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι ο μηχανισμός αναθεώρησης των κατώτατων ορίων ανά διετία, που προβλέπεται για την προσαρμογή τους στις τροποποιήσεις που έχουν επέλθει στις ισοτιμίες ευρωπαϊκών νομισμάτων / ΕΤΔ, μπορεί ήδη να καταλήξει σε αισθητή ανύψωση των κατώτατων ορίων, όπως συμβαίνει σήμερα όσον αφορά τα κατώτατα όρια που εφαρμόζονται για την περίοδο 2002-2004.

Η τροπολογία 37 προσθέτει έναν αποκλεισμό σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες για τη σύναψη δανείων που προορίζονται για επενδύσεις και για ταμειακές ανάγκες.

Ο αποκλεισμός αυτός θα είχε ως αποτέλεσμα να επιτρέπει η χρηματοδότηση κάθε σχεδίου δημόσιας αρχής να είναι δυνατόν να συνάπτεται χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τούτο αντίκειται προς τους στόχους της απελευθέρωσης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και δεν δικαιολογείται με το επιχείρημα της αστάθειας των επιτοκίων που προβάλλεται. Πράγματι, υπάρχουν αρκετά ευέλικτες διαδικασίες - όπως για παράδειγμα οι συμφωνίες-πλαίσια σε συνδυασμό με τα ηλεκτρονικά μέσα και ιδίως τις αντίστροφες δημοπρασίες - που επιτρέπουν να ληφθεί υπόψη η εν λόγω αστάθεια.

Η τροπολογία 159 αποσκοπεί στα εξής:

1) να εξασφαλίσει ότι η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να θέτει «ποσοτικούς περιορισμούς στην άσκηση, εκ μέρους των επιχειρήσεων, της ελευθερίας οργάνωσης των παραγωγικών της δεδομένων».

2) να υποχρεώσει την αναθέτουσα αρχή να ζητεί από τον προσφέροντα να αναφέρει το τμήμα της σύμβασης που προτίθεται να αναθέσει υπό μορφή υπεργολαβίας σε τρίτους καθώς και τους υπεργολάβους που έχει ορίσει.

3) να υποχρεώσει την αναθέτουσα αρχή να απαγορεύει την υπεργολαβία σε επιχειρήσεις που εμπίπτουν σε μία από τις υποθετικές περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 46 «είτε σε εκείνες που δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 47, 48, 49».

4) να απαγορεύσει την ανάθεση υπό μορφή υπεργολαβίας «των πνευματικών υπηρεσιών, με την εξαίρεση των υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας, καθώς και των υπηρεσιών διοίκησης επιχειρήσεων και των συναφών υπηρεσιών».

Η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχτεί την τροπολογία αυτή για τους ακόλουθους λόγους:

1) εάν ένας οικονομικός φορέας μπορεί να αποδείξει ότι διαθέτει πράγματι τις ικανότητες άλλων φορέων, παραδείγματος χάριν, για μια σύμβαση υπεργολαβίας, έχει, σύμφωνα με τη νομολογία, το δικαίωμα να επικαλεστεί τις εν λόγω ικανότητες για την επιλογή. Απεναντίας, τίποτα στο σημερινό δίκαιο δεν εμποδίζει μια αναθέτουσα αρχή να απαγορεύσει την ανάθεση με υπεργολαβία του συνόλου ή μέρους της εκτέλεσης της σύμβασης.

2) διαμέσου της υποχρέωσης αυτής, οι προσφέροντες θα ήταν υποχρεωμένοι να παγιώνουν στην προσφορά τους τόσο το τμήμα που πρόκειται να ανατεθεί με υπεργολαβία όσο και την επιλογή των υπεργολάβων. Ο καθορισμός μιας τέτοιας υποχρέωσης σε κοινοτικό επίπεδο φαίνεται υπερβολικός, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο ανάδοχος της σύμβασης φέρει πάντα την ευθύνη της εκτέλεσής της. Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της επικουρικότητας, εναπόκειται στα κράτη μέλη να προβλέψουν, ενδεχομένως, την υποχρέωση να ζητούνται τα ονόματα των υπεργολάβων.

3) η δυνατότητα αποκλεισμού υπεργολάβων φαίνεται εύλογη όσον αφορά επιχειρήσεις ή πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για ορισμένα αδικήματα (οργανωμένο έγκλημα / δωροδοκία / απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, βλ. άρθρο 46, παράγραφος 1) ή για άλλες υποθετικές περιπτώσεις (μη τήρηση του εργατικού δικαίου, βλ. άρθρο 46, παράγραφος 2). θέτει ωστόσο δυσκολίες εφαρμογής. Πράγματι, η εν λόγω δυνατότητα συνεπάγεται τη γνώση (βλ. σημείο 2) και τον εκ των προτέρων έλεγχο των υπεργολάβων, πράγμα το οποίο θα παρέτεινε υπερβολικά τις διαδικασίες ανάθεσης. Εντούτοις, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας (υποχρέωση που επιβάλλεται ενδεχομένως από τα κράτη μέλη).

Όσον αφορά τις πτυχές του σημείου 3) σχετικά με τις χρηματοοικονομικές, τεχνικές και επαγγελματικές ικανότητες, που αναφέρονται στα άρθρα 48 και 49, αυτό θα σήμαινε ότι οι υπεργολάβοι θα πρέπει να έχουν την ίδια ικανότητα με τον κύριο ανάδοχο, αποκλείοντας έτσι τις ΜΜΕ κατά τρόπο αδικαιολόγητο. Οι πτυχές αυτές δεν μπορούν, επομένως, να ληφθούν υπόψη.

Όσον αφορά το άρθρο 47, η τροπολογία προτείνει να εφαρμόζεται για τους υπεργολάβους ένα αυστηρότερο καθεστώς από εκείνο που προβλέπεται για τους υποψήφιους και τους προσφέροντες (για τους τελευταίους αυτούς, οι αναθέτουσες αρχές δεν είναι υποχρεωμένες να ζητούν πληροφορίες, ενώ για τους υπεργολάβους, θα πρέπει να ζητούνται συστηματικά πληροφορίες). Ωστόσο, η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 47 στους υπεργολάβους για τους σκοπούς της επιλογής υπάρχει ήδη εάν ο προσφέρων στηρίζεται σε μέσα τα οποία τίθενται στη διάθεσή του από υπεργολάβους (απόφαση « Holst Italia [9]»).

[9] Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1999 στην υπόθεση C-176/98, Συλλογή 1999, σ. Ι-8607.

4) Δεν φαίνεται δικαιολογημένη η θέσπιση μιας τέτοιας γενικευμένης απαγόρευσης: οι αναθέτουσες αρχές, που αποτελούν τα ενδιαφερόμενα μέρη, μπορούν ήδη, εάν το επιθυμούν, να απαγορεύσουν την υπεργολαβία θέτοντας όρους εκτέλεσης της σύμβασης και τούτο για όλα τα είδη συμβάσεων και όχι μόνο για ορισμένες υπηρεσίες. Με την ίδια προοπτική, πρέπει να έχουν την ευχέρεια να αποδέχονται την υπεργολαβία.

Η τροπολογία 49 εισάγει στο άρθρο 26 ένα νέο εδάφιο το οποίο επιβάλλει στους υπεργολάβους τις ίδιες απαιτήσεις, όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές και κοινωνικές ικανότητες, με εκείνες που απαιτούνται από τους υποψήφιους ή τους προσφέροντες.

Για τους ίδιους λόγους με εκείνους που αναφέρονται στα σχόλια σχετικά με την τροπολογία 159 (σημείο 3, παράγραφοι 2 και 3), η τροπολογία 49 δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Οι τροπολογίες 151, 68 και 78 αποσκοπούν ουσιαστικά στη θέσπιση συστημάτων προεπιλογής όπως εκείνα που προβλέπονται στην οδηγία 93/38/ΕΟΚ για τους «ειδικούς τομείς».

Η τροπολογία 151 προσθέτει μια νέα παράγραφο 2α στο άρθρο 32 προκειμένου να εισαγάγει τη δυνατότητα για τις αναθέτουσες αρχές να θεσπίσουν ένα σύστημα προεπιλογής, το οποίο είναι αντικείμενο ετήσιας προκήρυξης όταν η διάρκεια του συστήματος υπερβαίνει τα 3 έτη και μοναδικής προκήρυξης στις λοιπές περιπτώσεις.

Η τροπολογία 68 εισάγει τη δυνατότητα να πραγματοποιείται η προκήρυξη διαγωνισμού μέσω ανακοίνωσης σχετικά με την ύπαρξη συστήματος προεπιλογής.

Η τροπολογία 78 εισάγει κανόνες που εφαρμόζονται στα συστήματα προεπιλογής. Οι διατάξεις αυτές εμπνέονται σε μεγάλο βαθμό από ανάλογες διατάξεις της ισχύουσας οδηγίας για τους ειδικούς τομείς, χωρίς ωστόσο η τροπολογία να ενσωματώνει τις διατάξεις που αφορούν τις υποχρεώσεις αιτιολόγησης των αποφάσεων που λαμβάνονται ως προς την προεπιλογή, ούτε τις διατάξεις που επιβάλλουν την αμοιβαία αναγνώριση και την ίση μεταχείριση στο πλαίσιο των συστημάτων προεπιλογής. Όσον αφορά την επιλογή των οικονομικών φορέων, η τροπολογία περιορίζεται στο να αναφέρει ότι το σύστημα λειτουργεί βάσει «αντικειμενικών κριτηρίων και κανόνων που θεσπίζει η αναθέτουσα αρχή», χωρίς καμία αναφορά στους γενικούς κανόνες σχετικά με την ποιοτική επιλογή.

Οι τροπολογίες 151, 68 και 78 (άρθρο 45α) πρέπει να αναλυθούν παράλληλα. Έχουν ως αποτέλεσμα να εισάγουν το καθεστώς της οδηγίας για τους «ειδικούς τομείς» («Utilities Directive»), δηλαδή τη δυνατότητα να χρησιμοποιείται ένα σύστημα προεπιλογής - ειδικό για κάθε αναθέτουσα αρχή - ως μέσο προκήρυξης διαγωνισμού για περισσότερες μεμονωμένες συμβάσεις, που πρόκειται να συναφθούν κατά την περίοδο ισχύος του συστήματος. Με άλλα λόγια, αντί οι προκηρύξεις να ανέρχονται στον ίδιο αριθμό με τις διαδικασίες ανάθεσης, θα υπάρχει είτε μια ετήσια προκήρυξη διαγωνισμού για όλες τις συμβάσεις που καλύπτει το σύστημα κατά τη διάρκεια του έτους αυτού είτε, εάν το σύστημα έχει διάρκεια ισχύος μεγαλύτερη του ενός έτους, μια μοναδική προκήρυξη διαγωνισμού για όλες τις συμβάσεις που πρόκειται να συναφθούν στη διάρκεια της περιόδου αυτής. Θεωρητικά, το σύστημα προεπιλογής θα είναι ανοικτό ανά πάσα στιγμή. Στην πράξη, η δυνατότητα πρόσβασης στο σύστημα θα είναι πολύ αβέβαιη, επειδή θα προϋποθέτει ότι οι οικονομικοί φορείς λαμβάνουν γνώση της ίδιας της ύπαρξης του συστήματος μέσω ανακοίνωσης που έχει δημοσιευθεί μήνες αν όχι έτη νωρίτερα. Κάτι τέτοιο θα έβλαπτε τη διενέργεια διαγωνισμού για τις συμβάσεις καθώς και τις νεοϊδρυόμενες επιχειρήσεις. Η τροπολογία θα κατέληγε επομένως σε απαράδεκτη απώλεια διαφάνειας και θα ενείχε τον κίνδυνο να επιφυλάσσεται η αποκλειστικότητα ορισμένων συμβάσεων στις επιχειρήσεις που έχουν λάβει γνώση της αρχικής προκήρυξης. Η κατάσταση θα μπορούσε να είναι διαφορετική εάν τα συστήματα αυτά ή οι συμβάσεις που ανατίθενται βάσει των συστημάτων αυτών συνοδεύονταν από κατάλληλη προκήρυξη διαγωνισμού και διεξάγονταν με ηλεκτρονικά μέσα που θα επέτρεπαν τη διασφάλιση της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η θέσπιση συστημάτων προεπιλογής θα αντίκειτο προς τη συμφωνία για τις δημόσιες συμβάσεις (ΣΔΣ), στο μέτρο κατά το οποίο θα εφαρμόζονταν στις κεντρικές αναθέτουσες αρχές.

Η τροπολογία 63 αποσκοπεί στην απαγόρευση της εφαρμογής των συμφωνιών-πλαισίων στις πνευματικές υπηρεσίες και στη θέσπιση ειδικών κανόνων για τις υπηρεσίες μετάφρασης και διερμηνείας.

Το πρώτο μέρος της τροπολογίας είναι άκυρο, λόγω του ότι η τροπολογία σχετικά με το διαχωρισμό μεταξύ πνευματικών και λοιπών υπηρεσιών δεν ψηφίστηκε. Το δεύτερο μέρος της τροπολογίας πηγάζει από διάφορα προβλήματα, τα οποία έθιξαν οι μεταφραστικές υπηρεσίες των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, ιδίως του Κοινοβουλίου, τα οποία εν τω μεταξύ επιλύθηκαν προς πλήρη ικανοποίηση των εν λόγω υπηρεσιών.

Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται η τροπολογία αυτή, που υπάγονται στο παράρτημα IB, δεν υπόκεινται στο σύνολο των διαδικαστικών κανόνων της οδηγίας (προκήρυξη διαγωνισμού και λεπτομερείς κανόνες). Κατά συνέπεια, προβλέποντας ειδικούς κανόνες για τις συμφωνίες-πλαίσια, η τροπολογία θα καθιστούσε, χωρίς αιτιολόγηση, τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στις εν λόγω συμφωνίες πιο άκαμπτη από εκείνη που εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται στον ίδιο τομέα.

Η τροπολογία 139 απαγορεύει τη χρήση των συμφωνιών-πλαισίων για τις συμβάσεις έργων.

Οι συμφωνίες-πλαίσια μπορεί να είναι χρήσιμες για τις συμβάσεις έργων, ιδίως για «τυποποιημένα» έργα, όπως είναι η ασφάλτωση ή η επισκευή των δρόμων. Επομένως, δεν είναι μπορεί να γίνει δεκτός ο αποκλεισμός που προβλέπεται από την τροπολογία.

Η τροπολογία 66 τροποποιεί το άρθρο 33, προκειμένου να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της ειδικής διαδικασίας σχετικά με την κατασκευή οικισμών κοινωνικού χαρακτήρα σε όλα τα δημόσια έργα «που λόγω του μεγέθους τους, του σύνθετου χαρακτήρα τους, της διάρκειας ή/και της χρηματοδότησής τους, απαιτούν συνεργασία για το σχεδιασμό του έργου ...».

Η τροπολογία αυτή είναι τελείως απαράδεκτη επειδή διευρύνει, και μάλιστα κατά τρόπο πολύ ασαφή, τις δυνατότητες διαπραγμάτευσης των συμβάσεων. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 30 επιτρέπει ήδη την κάλυψη σημαντικού αριθμού των περιπτώσεων στις οποίες αναφέρεται η τροπολογία αυτή.

Η τροπολογία 69 προσθέτει, στο άρθρο 35, παράγραφος 1, εδάφιο 1, ρητή αναφορά στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τη δημοσίευση των προκηρύξεων.

Η τροπολογία αυτή θα παγίωνε τις λεπτομέρειες δημοσίευσης και θα εμπόδιζε τη λήψη υπόψη της εξέλιξης των τεχνολογιών που ενδέχεται, στο μέλλον, να καταστήσουν καταλληλότερη τη δημοσίευση των προκηρύξεων με άλλα μέσα.

Η τροπολογία 161 διαγράφει τη διάταξη που προβλέπει ότι οι προθεσμίες παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής και υποβολής των προσφορών πρέπει να καθορίζονται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι παρέχεται πράγματι στους οικονομικούς φορείς ο απαραίτητος χρόνος.

Δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αποσκοπεί να συμβάλει στη διασφάλιση καλύτερων και πραγματικών συνθηκών ανταγωνισμού για τις δημόσιες συμβάσεις, η τροπολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Η τροπολογία 71 τροποποιεί το άρθρο 40 προκειμένου να διευκρινιστεί ότι οι ιδιαίτεροι όροι συμμετοχής δεν πρέπει να εισάγουν διακρίσεις έναντι ορισμένων συμμετεχόντων. Προσθέτει τη διευκρίνιση αυτή στους όρους που αναφέρονται στην πρόσκληση υποβολής προσφορών.

Ο σκοπός που επιδιώκεται από την τροπολογία αυτή ευθυγραμμίζεται με την πρόταση οδηγίας. Ωστόσο, η προσθήκη αυτή είναι περιττή, επειδή καλύπτεται ήδη από το άρθρο 2 σχετικά με τις θεμελιώδεις αρχές που πρέπει να τηρούνται καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας σύναψης.

Η τροπολογία 72 περιορίζει τις δυνατότητες περάτωσης των διαδικασιών σύναψης πριν από την ανάθεση σε δύο περιπτώσεις: όταν δεν έχει υποβληθεί καμία προσφορά που να πληροί τα κριτήρια ανάθεσης και όταν υπάρχουν άλλοι σοβαροί λόγοι οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο ευθύνης της αναθέτουσας αρχής.

Η τροπολογία αυτή είναι μεν αξιέπαινη ως προς τους στόχους της (αποφυγή ενδεχομένων καταχρηστικών πρακτικών και συμβολή στην ασφάλεια προγραμματισμού των επιχειρήσεων), είναι όμως απαράδεκτη ως προς τον τύπο, επειδή περιορίζει δραστικά, κατά τρόπο δυσανάλογο και ακατάλληλο τις δυνατότητες ματαίωσης της ανάθεσης μιας σύμβασης.

Οι λόγοι ματαίωσης δεν πρέπει να απαριθμούνται εξαντλητικά, επειδή οι αναθέτουσες αρχές ενεργούν ως αγοραστές και πρέπει, κατά συνέπεια, να έχουν στη διάθεσή τους δυνατότητες προσαρμοσμένες σε πολύ μεταβλητές περιστάσεις, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να καθορίσει η οδηγία. Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι στις δυνατότητες που θα απέκλειε η τροπολογία περιλαμβάνεται η πρόωρη περάτωση διαδικασίας για παράβαση του εφαρμοστέου κοινοτικού δικαίου, πράγμα που αντίκειται προς την οδηγία για τις «προσφυγές» [10].

[10] Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, ΕΕ L 395 της 30.12.1989 σ. 33 - 35, που τροποποιήθηκε από την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, ΕΕ L 209 της 24.07.1992, σ. 1 - 24.

Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι η αναθέτουσα αρχή έχει ήδη την υποχρέωση να γνωστοποιήσει στους συμμετέχοντες τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να ματαιώσει την ανάθεση μιας σύμβασης. Η υποχρέωση αυτή αποσκοπεί ακριβώς στην αποφυγή των καταχρηστικών πρακτικών και παρέχει στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να ελέγξουν το βάσιμο της απόφασης της αναθέτουσας αρχής.

Η τροπολογία 131 αποσκοπεί να εμποδίσει την αναθέτουσα αρχή να έχει τη δυνατότητα επιλογής των μέσων με τα οποία η διαβίβαση των επικοινωνιών και οι ανταλλαγές πληροφοριών πρέπει να πραγματοποιούνται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας σύναψης.

Η τροπολογία αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεώσει τις αναθέτουσες αρχές να λαμβάνουν τις προσφορές με οποιοδήποτε μέσο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι δεν θα ήταν εξοπλισμένες για να τις λάβουν. Ως εκ τούτου, η τροπολογία πρέπει να απορριφθεί.

Η τροπολογία 73 επιβάλλει την απόρριψη των προσφορών που διαβιβάζονται ηλεκτρονικά εάν δεν φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια της οδηγίας 1999/93/ΕΚ και εάν δεν υπάρχει αξιόπιστη κρυπτογράφηση του περιεχομένου των προσφορών.

Η τροπολογία αυτή επαναλαμβάνει την κατάσταση που υπάρχει σήμερα όσον αφορά τις ηλεκτρονικές υπογραφές. Εντούτοις, ο τομέας αυτός σημειώνει ταχείες τεχνικές εξελίξεις. Η τροπολογία θα καθιστούσε υποχρεωτική την τροποποίηση της οδηγίας με την κάθε εξέλιξη. Οι εγγυήσεις όσον αφορά τις ηλεκτρονικές υπογραφές μπορούν να εξασφαλιστούν με παραπομπή στις εθνικές διατάξεις στον τομέα των ηλεκτρονικών υπογραφών (αποφεύγοντας έτσι τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του κειμένου εάν η κοινοτική νομοθεσία εξελιχθεί). Εξάλλου, η κρυπτογράφηση δεν είναι αναγκαία, διότι το απαραβίαστο των προσφορών μπορεί να εξασφαλιστεί με άλλα μέσα χωρίς να χρησιμοποιείται η κρυπτογράφηση. Επιπλέον, η υποχρεωτική κρυπτογράφηση συνεπάγεται πρόσθετο κόστος τόσο για τον αγοραστή όσο και για τους προσφέροντες. Η τροπολογία αυτή δεν μπορεί επομένως να γίνει δεκτή.

Η τροπολογία 75 αποσκοπεί να επιβάλει την προσφυγή σε τρίτο διαπιστευμένο οργανισμό για τη διασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών που διαβιβάζονται από τους προσφέροντες.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ανέκαθεν η κοινοτική πολιτική έχει φροντίσει ακριβώς να μην καταστήσει ποτέ υποχρεωτικό κανένα μηχανισμό πιστοποίησης, λόγω των κινδύνων ανισορροπίας ή αύξησης των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών μελών.

Η τροπολογία 76 προτείνει, στο πλαίσιο του καθορισμού ειδικών επιπέδων ικανοτήτων που απαιτούνται για μια δεδομένη σύμβαση, η έλλειψη πείρας να αντισταθμίζεται με την απόδειξη «ιδιαίτερων ικανοτήτων».

Από μόνες τους, ιδιαίτερες ικανότητες δεν θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν συγκεκριμένα την πείρα και να παράσχουν στην αναθέτουσα αρχή επαρκείς εγγυήσεις για την ορθή εκτέλεση της σύμβασης (η πρακτική εμπειρία δεν αντικαθίσταται από πιστοποιητικά σπουδών). Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των κατώτατων ορίων, οι συμβάσεις που υπάγονται στις οδηγίες είναι σημαντικές συμβάσεις και απαιτούν, κατά συνέπεια, κατάλληλες εγγυήσεις. Εξάλλου, δεν καθορίζονται ούτε οι «ιδιαίτερες ικανότητες» για τις οποίες γίνεται μνεία στην τροπολογία ούτε τα σχετικά αποδεικτικά μέσα. Το γεγονός αυτό ενδέχεται να δημιουργήσει μια σημαντική πηγή διενέξεων για τις αναθέτουσες αρχές.

Η τροπολογία 81 συμπληρώνει το άρθρο 46, παράγραφος 1, προσθέτοντας «για απάτη ή αθέμιτο ανταγωνισμό στο πλαίσιο της ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων στην κοινή αγορά».

Δεν υπάρχει στο ισχύον κοινοτικό δίκαιο εναρμόνιση των ενοχοποιήσεων που σχετίζονται με αυτά τα φαινόμενα στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα ούτε καθεστώτα ποινικών κυρώσεων σε όλα τα κράτη μέλη. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο μηχανισμός που θεσπίζεται με την παράγραφο 1 του άρθρου 46 δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή.

Η τροπολογία 82 συμπληρώνει το άρθρο 46, παράγραφος 1, προσθέτοντας στους υποχρεωτικούς αποκλεισμούς τη μη τήρηση των συλλογικών συμβάσεων και άλλων διατάξεων εργατικού δικαίου και νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα στην οποία έχει την έδρα του ή σε μια άλλη εμπλεκόμενη χώρα.

Για τους ίδιους λόγους που ισχύουν για την προηγούμενη τροπολογία, δεδομένου ότι οι ενοχοποιήσεις / παραβιάσεις του εργατικού δικαίου δεν αποτελούν το αντικείμενο προσέγγισης σύμφωνα με πράξη του τρίτου πυλώνα, η τροπολογία απορρίπτεται.

Αντιθέτως, το άρθρο 46, παράγραφος 2, παρέχει ήδη τη δυνατότητα για τέτοιους αποκλεισμούς των οποίων η αρχή μπορεί να επεξηγηθεί σε μια αιτιολογική σκέψη (βλέπε τροπολογία 86).

Η τροπολογία 83 συμπληρώνει το άρθρο 46, παράγραφος 1, προσθέτοντας την παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών (Βιέννη, 19 Δεκεμβρίου 1988).

Δεν υπάρχει στο ισχύον κοινοτικό δίκαιο εναρμόνιση των ενοχοποιήσεων που σχετίζονται με αυτά τα φαινόμενα στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα ούτε καθεστώτα ποινικών κυρώσεων σε όλα τα κράτη μέλη. Υπό τις συνθήκες αυτές, το καθεστώς που θεσπίζεται με την παράγραφο 1 δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή.

Η τροπολογία 84 αποσκοπεί στην κατάργηση της δυνατότητας που παρέχεται σήμερα στις αναθέτουσες αρχές να αποκλείουν από τη διαδικασία ανάθεσης τους προσφέροντες ή τους υποψήφιους που βρίσκονται υπό πτώχευση, εκκαθάριση, παύση δραστηριοτήτων, αναγκαστική διαχείριση ή πτωχευτικό συμβιβασμό ή σε οποιαδήποτε ανάλογη κατάσταση. Δυνάμει της τροπολογίας 90, η δυνατότητα αυτή μετατρέπεται σε υποχρέωση.

Η τροπολογία 90 προβλέπει τον υποχρεωτικό αποκλεισμό κάθε οικονομικού φορέα που βρίσκεται υπό πτώχευση, εκκαθάριση, παύση δραστηριοτήτων, αναγκαστική διαχείριση ή πτωχευτικό συμβιβασμό.

Οι τροπολογίες 84 και 90 θα είχαν ως αποτέλεσμα να απαγορεύουν σε κάθε αναθέτουσα αρχή στην ΕΕ να συνάψει σύμβαση, κατά περίπτωση, με επιχείρηση που βρίσκεται υπό πτωχευτικό συμβιβασμό, χωρίς να της παρέχεται οποιαδήποτε πιθανότητα αποκατάστασης και καταδικάζοντάς την έτσι αυτόματα να κλείσει. Για το λόγο αυτό κρίνεται πιο σκόπιμο να υπάρχει μια δυνατότητα αποκλεισμού που επαφίεται στην επιλογή του κάθε αγοραστή όσον αφορά τον αποκλεισμό των φορέων που βρίσκονται στην κατάσταση αυτή.

Η τροπολογία 92 προσθέτει, ως αποδεικτικό μέσο της τεχνικής ικανότητας για την παροχή προμηθειών, τα μέτρα που λαμβάνει ο προμηθευτής για την εξασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος και της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζόμενων, καθώς και την υπόδειξη του τεχνικού προσωπικού ή των οργανισμών των υπευθύνων για τη διαχείριση του περιβάλλοντος και για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζόμενων.

Σκοπός της τροπολογίας είναι να αξιολογήσει την τεχνική ικανότητα μιας επιχείρησης να παράσχει ένα προϊόν που να σέβεται το περιβάλλον, την υγεία και την προστασία των εργαζομένων. Τα στοιχεία αυτά αφορούν είτε την περιγραφή των προδιαγραφών του προϊόντος (με τον καθορισμό μιας λιγότερο ρυπογόνου διαδικασίας παραγωγής) είτε την τήρηση της κοινωνικής ή περιβαλλοντικής νομοθεσίας (με τον αποκλεισμό ενός προσφέροντος που την παραβιάζει), τα οποία εξετάζονται σε άλλα στάδια της διαδικασίας ανάθεσης.

Η τροπολογία 94 εισάγει την αξιοπιστία ως στοιχείο το οποίο προστίθεται παράλληλα στις τεχνικές / επαγγελματικές ικανότητες ενός εργολήπτη.

Δεδομένου ότι η αξιοπιστία αποτελεί ιδιαίτερα υποκειμενικό στοιχείο, δεν μπορεί να προστεθεί παράλληλα στις ικανότητες. Για το λόγο αυτό η τροπολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Η τροπολογία 176, σχετικά με το κριτήριο ανάθεσης σύμφωνα με την «πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά», αποσκοπεί στα εξής:

1) εξάλειψη της διευκρίνισης σύμφωνα με την οποία πρόκειται για την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά «για τις αναθέτουσες αρχές».

2) διευκρίνιση ότι τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά μπορούν να περιλαμβάνουν τις «μεθόδους παραγωγής».

3) προσθήκη του κριτηρίου της «πολιτικής ίσης μεταχείρισης».

Ως προς το σημείο 1): η εξάλειψη των λέξεων «για τις αναθέτουσες αρχές» θα επέτρεπε να λαμβάνονται υπόψη ασαφή στοιχεία, τα οποία πολύ συχνά δεν είναι μετρήσιμα, σε σχέση με ένα ενδεχόμενο όφελος για την «κοινωνία» με την ευρεία έννοια. Παρόμοια κριτήρια ανάθεσης δεν θα πληρούσαν πλέον το ρόλο τους που συνίσταται στο να επιτρέπουν την αξιολόγηση των εγγενών πλεονεκτημάτων των προσφορών για να προσδιοριστεί εκείνη που προσφέρει την καλύτερη σχέση ποιότητας / τιμής για τον αγοραστή. Τούτο θα αποτελούσε αναστάτωση ως προς το στόχο που έχει ανατεθεί στις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις και θα είχε ως αποτέλεσμα τη χειραγώγηση της νομοθεσίας αυτής προς όφελος τομεακών πολιτικών, εισάγοντας επιπροσθέτως σοβαρούς κινδύνους ανισοτήτων μεταχείρισης.

Ως προς το σημείο 2): η ανάθεση της σύμβασης δεν αποτελεί την κατάλληλη φάση για την επιλογή μιας λιγότερο ρυπογόνου μεθόδου παραγωγής. Λιγότερο ρυπογόνες μέθοδοι παραγωγής μπορούν να απαιτηθούν ήδη κατά τον καθορισμό του αντικειμένου της σύμβασης στις τεχνικές προδιαγραφές όταν ο αγοραστής επιλέγει να αγοράσει ό,τι ρυπαίνει λιγότερο. Εάν επιθυμεί να συγκρίνει διάφορες λύσεις και να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα ως προς το κόστος λιγότερο ή περισσότερο ρυπογόνων λύσεων, μπορεί να επιτρέψει ή να επιβάλει την υποβολή εναλλακτικών προσφορών.

Ως προς το σημείο 3): η έννοια της ίσης μεταχείρισης προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων (δηλαδή, να υφίστανται την ίδια μεταχείριση όλοι οι υποψήφιοι / προσφέροντες), ενώ η τροπολογία φαίνεται να αναφέρεται στη μη εισαγωγή διακρίσεων κατά την έννοια του άρθρου 13 της συνθήκης. Στο μέτρο όπου πρόκειται για ένα κριτήριο το οποίο αναφέρεται στην πολιτική της επιχείρησης και όχι στα πλεονεκτήματα μιας προσφοράς, δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο ανάθεσης. Η εισαγωγή κριτηρίων σχετικών με την επιχείρηση θα κατέληγε στο να προτιμούνται ορισμένες επιχειρήσεις σε συνάρτηση με στοιχεία μη μετρήσιμα, κατά τη φάση ανάθεσης, μολονότι η προσφορά τους δεν θα πρόσφερε την καλύτερη σχέση ποιότητας / τιμής για τον αγοραστή.

Η τροπολογία 99 καταργεί την υποχρέωση στάθμισης των κριτηρίων ανάθεσης, η οποία αντικαθίσταται από την απαρίθμηση των εν λόγω κριτηρίων κατά φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας.

Η εισαγωγή διάταξης που επιβάλλει τη στάθμιση είναι σημαντικό στοιχείο της πρότασης για την αποφυγή καταχρηστικών πρακτικών που ευνοούν ορισμένους φορείς, οι οποίες συναντώνται στην πράξη, παρέχοντας τη δυνατότητα σε κάθε προσφέροντα να ενημερώνεται ευλόγως, σύμφωνα με τις αρχές που υπογράμμισε το Δικαστήριο στην απόφασή «SIAC» [11]. Η εκ των προτέρων αναφορά της στάθμισης των κριτηρίων είναι ουσιώδους σημασίας.

[11] Απόφαση της 18.10.01 στην υπόθεση C-19/00, Συλλογή 2001, σ. Ι- 7725.

Η τροπολογία 102 καταργεί, στο άρθρο 61, παράγραφος 1, το τμήμα της φράσης που αναφέρει με σαφήνεια ότι εναπόκειται στην αναθέτουσα αρχή να επιλέξει τα μέσα επικοινωνίας που θα χρησιμοποιούνται κατά το διαγωνισμό μελετών.

Χωρίς αυτό το τμήμα της φράσης, το κείμενο θα έδινε στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να επιλέγουν οι ίδιοι το μέσο επικοινωνίας, με τις συνέπειες που αναφέρονται για την τροπολογία 131.

Η τροπολογία 103 εισάγει στο άρθρο 61 μια νέα παράγραφο 1α, η οποία επιβάλλει τη χρησιμοποίηση της προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής καθώς και μια αξιόπιστη κρυπτογράφηση όταν οι μελέτες ή τα σχέδια υποβάλλονται ηλεκτρονικά στο πλαίσιο των διαγωνισμών μελετών για υπηρεσίες.

Βλέπε αιτιολογήσεις της απόρριψης της τροπολογίας 73 και κείμενο του άρθρου 61 το οποίο αφορά η τροπολογία 104.

Η τροπολογία 107 καταργεί ορισμένες από τις αρμοδιότητες που είχαν ανατεθεί στην Επιτροπή χάρη στις οποίες είχε τη δυνατότητα, έπειτα από γνωμοδότηση της συμβουλευτικής επιτροπής δημόσιων συμβάσεων, να τροποποιεί ορισμένες πτυχές της οδηγίας οι οποίες είναι απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία αυτής. Οι μεταβιβαζόμενες αυτές αρμοδιότητες αφορούν τις προσαρμογές των κατώτατων ορίων που απαιτούνται για να ληφθούν υπόψη οι διακυμάνσεις των ισοτιμιών ΕΤΔ / ευρώ, τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις των όρων κατάρτισης, διαβίβασης και δημοσίευσης των προκηρύξεων και των στατιστικών εκθέσεων και τις τροποποιήσεις του παραρτήματος VIII για να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνολογικές εξελίξεις καθώς και τις τροποποιήσεις των ονοματολογιών που περιέχονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ.

Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η τροπολογία καταργεί ορισμένες αρμοδιότητες οι οποίες ανατίθενται ήδη στην Επιτροπή από την ισχύουσα νομοθεσία. Όσον αφορά τις νέες αρμοδιότητες, αυτές περιορίζονται στους τομείς στους οποίους η εξέλιξη των τεχνολογιών (χρήση των ηλεκτρονικών μέσων) είναι τέτοια ώστε η έλλειψη εφαρμογή της οδηγίας θα καθιστούσε την τελευταία αυτή γρήγορα απαρχαιωμένη, όπως και τη διαδικασία συναπόφασης λόγω της διάρκειάς της.

Η τροπολογία 108 εισάγει ένα νέο άρθρο με σκοπό να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να καθιερώσουν αποτελεσματικούς, ανοικτούς και διαφανείς μηχανισμούς προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή της οδηγίας. Διευκρινίζει στη συνέχεια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ιδρύσουν ανεξάρτητες υπηρεσίες δημοσίων συμβάσεων με σημαντικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένων της ακύρωσης και του εκ νέου ανοίγματος της διαδικασίας ανάθεσης μιας σύμβασης.

Η οδηγία 89/665/ΕΟΚ απαιτεί ήδη από τα κράτη μέλη να παρέχουν αποτελεσματικά μέσα προσφυγής σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά την ανάθεση συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών μέτρων, της εξουσίας ακύρωσης παράνομων αποφάσεων και της επιδίκασης αποζημίωσης. Τα κράτη μέλη μπορούν να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους αυτή είτε διασφαλίζοντας ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν τις εξουσίες αυτές είτε δημιουργώντας όργανα με τις κατάλληλες εξουσίες. Επομένως, η υποχρέωση που εισάγεται από την τροπολογία αποτελεί ήδη αντικείμενο ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας και δεν πρέπει να επαναληφθεί. Όσον αφορά τη δυνατότητα ίδρυσης ανεξάρτητων υπηρεσιών, η δυνατότητα αυτή προβλέπεται επίσης από την ισχύουσα νομοθεσία και τούτο υπενθυμίζεται ρητά στη νέα αιτιολογική σκέψη 30α στην οποία αναφέρεται η τροπολογία 13, που αποδέχεται η Επιτροπή. Κατά συνέπεια η επανάληψη αυτή είναι περιττή.

Η τροπολογία 111 αποσκοπεί στην εισαγωγή της υποχρέωσης να αναφέρεται στις προκηρύξεις προκαταρκτικής ενημέρωσης η επωνυμία και διεύθυνση - συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής διεύθυνσης - των αρμόδιων οργάνων για τις διαδικασίες προσφυγής σχετικά με την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων.

Μολονότι είναι επιθυμητή η αύξηση της διαφάνειας σχετικά με τις προσφυγές, οι προκηρύξεις προκαταρκτικής ενημέρωσης δεν αποτελούν το κατάλληλο μέσο.

Η τροπολογία 115, σύμφωνα με τις περισσότερες γλωσσικές εκδοχές, επιβάλλει οι ιστοχώροι του δημόσιου τομέα που περιέχουν πληροφορίες για τις διαδικασίες ανάθεσης να είναι σύμφωνοι με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ένωσης περί πρόσβασης στο Διαδίκτυο. (Σημειωτέον ότι η γαλλική γλωσσική εκδοχή είναι ριζικά διαφορετική.)

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να προβλεφθεί ένα ειδικό νομικό καθεστώς για αυτό το είδος ιστοχώρων. Ένα τέτοιο ζήτημα πρέπει να επαφίεται στις οριζόντιες νομοθεσίες και όχι να εναρμονίζεται μέσω της οδηγίας για τις «δημόσιες συμβάσεις».

Η τροπολογία 117 εισάγει ένα νέο παράρτημα με σκοπό να διασφαλιστεί ότι η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας για την υποβολή των προσφορών ή των αιτήσεων συμμετοχής πραγματοποιείται υπό συνθήκες που να εγγυώνται την εμπιστευτικότητά τους.

Αν και οι τροπολογίες αυτές βασίζονται σε εύλογη μέριμνα, το νέο παράρτημα δεν μπορεί ωστόσο να ενσωματωθεί εφόσον στο διατακτικό, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν υπάρχει καμία αναφορά σε ένα νέο παράρτημα. Κατά συνέπεια, το νομικό καθεστώς του εν λόγω παραρτήματος θα παρέμενε απροσδιόριστο.

Η τροπολογία 116 εισάγει ένα νέο παράρτημα το οποίο σχετίζεται με ένα νέο στοιχείο γα) του άρθρου 54, δεύτερο εδάφιο, που προτείνεται από την τροπολογία 100. Δεδομένου ότι η τροπολογία 100 δεν έγινε δεκτή, η παρούσα τροπολογία απορρίπτεται επίσης: βλέπε σχόλια σχετικά με την τροπολογία 100 ανωτέρω.

***

3.4 Τροποποιημένη πρόταση

Δυνάμει του άρθρου 250, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή τροποποιεί την πρότασή της όπως ορίζεται ανωτέρω.

Top