This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 51994AC1404
OPINION OF THE ECONOMIC AND SOCIAL COMMITTEE on the XXIIIrd Report on Competition Policy
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Οικονομικής και Κοινωνικης Επιτροπής για την "XXIII Έκθεση της Επιτροπής επί της Πολιτικής Ανταγωνισμού (1993)"
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Οικονομικής και Κοινωνικης Επιτροπής για την "XXIII Έκθεση της Επιτροπής επί της Πολιτικής Ανταγωνισμού (1993)"
ΕΕ C 397 της 31.12.1994, p. 59–68
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Οικονομικής και Κοινωνικης Επιτροπής για την "XXIII Έκθεση της Επιτροπής επί της Πολιτικής Ανταγωνισμού (1993)"
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 397 της 31/12/1994 σ. 0059
Γνωμοδότηση για την ΧΧΙΙΙη Έκθεση της Επιτροπής επί της Πολιτικής Ανταγωνισμού (1993) (94/C 397/21) Στις 25 Μαΐου 1994, και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 198 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ΧΧΙΙΙη Έκθεση της Επιτροπής επί της Πολιτικής Ανταγωνισμού (1993). Το τμήμα βιομηχανίας, εμπορίου, βιοτεχνίας και υπηρεσιών, στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΟΚΕ, επεξεργάσθηκε τη γνωμοδότηση του στις 30 Νοεμβρίου 1994 με βάση την έκθεση των εισηγητών κ. Luis Morales και Ataνde Ferreira. Κατά τη 321η σύνοδο ολομέλειας (συνεδρίαση της 21ης Δεκεμβρίου 1994), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε ομόφωνα την εξής γνωμοδότηση. 1. Γενικές παρατηρήσεις 1.1. Η ΟΚΕ υπογραμμίζει κατ`αρχάς τη σπουδαιότητα που αποδίδει στην έκθεση για την πολιτική ανταγωνισμού, η οποία εκπονείται σε ετήσια βάση από την Επιτροπή. Πρόκειται για ένα έγγραφο εξαιρετικής σημασίας, το οποίο από την αρχή της δημοσίευσής του συνέβαλε στη διασαφήνιση των κυριότερων κατευθυντήριων γραμμών της κοινοτικής πολιτικής για το εν λόγω θέμα. 1.2. Η ΧΧΙΙΙη έκθεση συνέβαλε, για μία ακόμη φορά, στην ανάπτυξη του διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και των λοιπών κοινοτικών οργάνων, καθώς και στη διαφάνεια και στη νομική ασφάλεια σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τις επιχειρήσεις, τα κράτη μέλη και τους καταναλωτές που είναι οι κύριοι ενδιαφερόμενοι για την πολιτική ανταγωνισμού της Κοινότητας. 1.3. Η ΟΚΕ αναγνωρίζει τις προσπάθειες για ενημέρωση που κατεβλήθησαν από την Επιτροπή, οι οποίες είναι εμφανείς όχι μόνο σε ό,τι αφορά την ταξινόμηση του περιεχομένου της ΧΧΙΙΙης ετήσιας έκθεσης, αλλά και σε ό,τι αφορά την προσθήκη ενός σημαντικού όγκου συμπληρωματικής τεκμηρίωσης, της οποίας η επικαιρότητα θα βελτιωθεί, ενώ ο ρυθμός διάδοσης θα διατηρηθεί, και ει δυνατόν, θα αυξηθεί. Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία μιας υπηρεσίας πληροφοριών γίνεται δεκτή με προσδοκία και είναι χρήσιμο να γίνουν γνωστά στο μέλλον τα αποτελέσματα αυτής της εμπειρίας μέσω μιας περιοδικής εξέτασης των ερωτήσεων που υποβάλλονται και των απαντήσεων που λαμβάνονται. 1.4. Η έκθεση περιλαμβάνει, όπως συνηθίζεται, όχι μόνο ανάλυση των δραστηριοτήτων της Επιτροπής, αλλά και σημαντικές ενδείξεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να ενεργήσει στο μέλλον. Η ΟΚΕ ανέκαθεν επιδοκίμαζε την αποκάλυψη των κατευθύνσεων αυτών, επειδή έτσι επιτρέπεται η κατάλληλη προετοιμασία των κυριοτέρων ενδιαφερομένων και ενθαρρύνεται η διεξαγωγή δημόσιου διαλόγου, απαραίτητου για την επιτυχία της κοινοτικής πολιτικής. Η ΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να διατηρήσει και να βελτιώσει, στο μέτρο του δυνατού, τις ενδείξεις για τη μελλοντική εξέλιξη της πολιτικής ανταγωνισμού τις οποίες θεωρεί πολύτιμες για τους συμμετέχοντες οικονομικούς παράγοντες. 1.5. Η ΟΚΕ βλέπει με μεγάλο ενδιαφέρον στην ΧΧΙΙΙη έκθεση τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εντάσσει την πολιτική ανταγωνισμού στο πλαίσιο των μεγάλων προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η Κοινότητα : την επίτευξη των στόχων ανάπτυξης, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, την εφαρμογή των νέων πολιτικών που αναγνωρίζονται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, την ένταξη της ευρωπαϊκής οικονομίας στο πλαίσιο της αυξανόμενης απελευθέρωσης του παγκόσμιου εμπορίου. 1.6. Πρέπει να αναγνωρισθεί ως θετικό στοιχείο το γεγονός ότι, σε όλη την έκθεση η Επιτροπή λαμβάνει διαρκώς υπόψη ότι η πολιτική ανταγωνισμού δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέσο επίτευξης των στόχων της Κοινότητας : οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα σε εσωτερικό και σε διεθνές επίπεδο και απασχόληση. 1.7. Τέλος, η ΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή αντιμετώπισε τη γνωμοδότησή της σχετικά με την ΧΧΙΙη έκθεση (). Είναι πράγματι αξιοσημείωτο, τόσο σε ό,τι αφορά την ανάλυση της γνωμοδότησης όσο και σε ό,τι αφορά την εκπόνηση της ΧΧΙΙΙης έκθεσης, το μέλημα να διατηρηθεί ζωντανός ο διάλογος με την ΟΚΕ στα θέματα όπου αναπτύχθηκε περισσότερο και ενδεχομένως ήταν πιο σημαντική η ανάλυση των δράσεών της. Η ΟΚΕ θεωρεί πολύ θετική τη στάση αυτή και ελπίζει να διατηρηθεί στο μέλλον και να αποφέρει καρπούς. 1.8. Η Κοινότητα και η πολιτική της για τον ανταγωνισμό μπορούν να επωφεληθούν μόνο αν γνωρίζουν τον αντίκτυπο των ανησυχιών των οικονομικών και κοινωνικών κύκλων μαζί με την Επιτροπή και μαζί με το διάλογο με τους κύκλους αυτούς η ΟΚΕ ή οι αντιπροσωπευτικές τους οργανώσεις θεωρούνται ως εκπρόσωποί τους. Οι επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις επιλογές της πολιτικής ανταγωνισμού στο βαθμό που οι τελευταίες έχουν επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα, στην απασχόληση, στις συνθήκες απασχόλησης καθώς και στην ποιότητα και τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών. 2. Η πολιτική ανταγωνισμού και οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2.1. Οι κανόνες περί ανταγωνισμού της Συνθήκης ΕΚ οι οποίοι αρχικά εθεωρούντο ως απλά μέσα για την υλοποίηση της ενιαίας αγοράς άρχισαν προοδευτικά να καθίστανται τα θεμέλια μιας γνήσιας και κατάλληλης πολιτικής για τον ανταγωνισμό. Εάν ο κίνδυνος να νοθευθεί το διακοινοτικό εμπόριο αποτελεί το κριτήριο για την ανάθεση των αρμοδιοτήτων, οι στόχοι της Συνθήκης καθορίζουν, όχι μόνο την απλή υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, αλλά και την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων. 2.2. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι είναι απαραίτητο η νέα πολιτική ανταγωνισμού να προσαρμοσθεί προς τους νέους στόχους της Ένωσης, με ιδιαίτερη έμφαση στις πολιτικές στους τομείς της βιομηχανίας, του πολιτισμού και του περιβάλλοντος, όπου ελπίζεται ότι η Κοινότητα θα διευρύνει τη δράση της, χωρίς να λησμονούνται οι τομείς της περιφερειακής και κοινωνικής πολιτικής. 2.3. Στους κόλπους μιας Κοινότητας που βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και ενόψει των στόχων της Ένωσης, η ΟΚΕ αναγνωρίζει τον ρόλο που διαδραματίζουν οι κανόνες ανταγωνισμού στην υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς. Η περιοριστική πτυχή της πολιτικής ανταγωνισμού, τόσο σε ό,τι αφορά την καταδίκη των συμφωνιών και καταχρήσεων της δεσπόζουσας θέσης, όσο και σε ό,τι αφορά τον τομέα των ενισχύσεων, διατηρεί τη σπουδαιότητά της, κυρίως ως μέσο καταπολέμησης του κινδύνου ακαμψίας και έλλειψης προσαρμογής που παρατηρείται στη διάρθρωση των επιχειρήσεων. 2.4. Τόσο η ΟΚΕ όσο και η Επιτροπή συμφωνούν ότι η πολιτική ανταγωνισμού δεν περιορίζεται μόνο σε μια αποθετική προοπτική και σε μια απλή επαγρύπνηση. Η ΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να βελτιώσει το συντονισμό και την ολοκλήρωση της πολιτικής για τον ανταγωνισμό με τις άλλες πολιτικές και ιδιαίτερα με εκείνη της βιομηχανίας μη προστατευτικού τύπου. Είναι ακόμη απαραίτητο η πολιτική για τον αταγωνισμό να εκτιμηθεί αφού ληφθεί υπόψη ότι υφίστανται ανισότητες όσον αφορά τις ευκαιρίες και το περιβάλλον των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε κοινοτική κλίμακα αλλά και όσον αφορά τις σχέσεις με τους κύριους εμπορικούς εταίρους της Κοινότητας. 2.5. Στην ΧΧΙΙΙη έκθεση η Επιτροπή υπογραμμίζει έντονα τη συμβολή της πολιτικής ανταγωνισμού στην ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, και την εντάσσει στην υλοποίηση των στόχων του Λευκού Βιβλίου. Εξαίρει, συγκεκριμένα, το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει μια αυστηρή πολιτική ενισχύσεων στην αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, που θα ευνοεί τις ΜΜΕ, την Ε&Α και τη δημιουργία βιώσιμης απασχόλησης. 2.6. Υπογραμμίζει τα αποτελέσματα του ελέγχου των συγκεντρώσεων και των καταχρήσεων καθώς και τη συμβολή τους στην αύξηση του οικονομικού ορθολογισμού για να βελτιωθεί ο τρόπος διάθεσης των πόρων. Τονίζει τη σημασία του ελέγχου των συγκεντρώσεων και της συνεργασίας των επιχειρήσεων, την ελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών και της ενέργειας καθώς και την ένταξή τους στα διευρωπαϊκά δίκτυα. 2.7. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η ΟΚΕ χαίρει διότι η Επιτροπή αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις σχέσεις μεταξύ της πολιτικής ανταγωνισμού και της επίτευξης των στόχων ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης. Η ΟΚΕ ερμηνεύει, στην πρόθεση αυτή, την αναγνώριση από την ίδια την Επιτροπή του γεγονότος ότι μια πολιτική ανταγωνισμού που βασίζεται μόνο στην καταστολή δεν μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση παρόμοιων προκλήσεων. 2.8. Είναι αμφίβολο αν οι προκλήσεις που θέτουν η ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητα και η απασχόληση μπορεί να αντιμετωπισθούν μόνον μέσω της δημιουργίας της ενιαίας αγοράς, της φιλελευθεροποίησης, της παροχής αδειών για μορφές συνεργασίας που τυπικά απαγορεύονται και της επέκτασης του ανταγωνισμού σε τομείς οι οποίοι μέχρι τώρα απεκλείοντο. 2.9. Η άρση όλων των εμποδίων, που υφίστανται ακόμη προς όφελος της μεγάλης ευρωπαϊκής αγοράς, αποτελεί αναμφίβολα επιτακτική ανάγκη. Δεν πρέπει ακόμη να λησμονείται το γεγονός, ότι υφίστανται αποκλίσεις στο ανταγωνιστικό περιβάλλον μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών και ότι οι προοπτικές των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις αντίστοιχες βορειο-αμερικανικές και ιαπωνικές, έχουν όρια που συμπίπτουν με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται ο παγκόσμιος ανταγωνισμός, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, παραμένουν πάντοτε, και για πολύ ακόμη, δεκτικές στρεβλώσεων. 2.10. Συνεπώς, η ΟΚΕ θεωρεί ότι υπάρχει αυτόματη σχέση μεταξύ ανταγωνισμού και ανταγωνιστικότητας, καθώς και μεταξύ ανταγωνισμού και απασχόλησης. Η ανταγωνιστικότητα έχει λιγότερα κοινά σημεία με τον ανταγωνισμό από ό,τι με το νομικό, διοικητικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων. 2.11. Η Επιτροπή είναι η πρώτη που αναγνωρίζει ότι οι αρχές της Κοινότητας δεν πρέπει να θυσιάζονται στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και ότι η εδραίωσή της ως οικονομικής δύναμης πρέπει να επιδιωχθεί με άλλους τρόπους ιδίως. Η πολιτική ανταγωνισμού συμβάλλει στην ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των ΜΜΕ, στην προώθηση της αναδιάρθρωσης και της συγκέντρωσης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, στην ισορροπία των εθνικών πολιτικών ενίσχυσης, διότι βασίζεται στο γεγονός ότι ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός στην ευρωπαϊκή αγορά αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην παγκόσμια αγορά. 2.12. Είναι εντούτοις απαραίτητο να διαρθρωθούν κατά τρόπο συγκεκριμένο και δυναμικό οι προοπτικές που αφορούν τον ανταγωνισμό και την ανταγωνιστικότητα και στις δύο αυτές αγορές, κοινοτική και διεθνή. Η ελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου δεν αποτελεί δεδομένο, αλλά πράγμα το οποίο επιτυγχάνεται σταδιακά. Συνεπώς, η πολιτική ανταγωνισμού πρέπει να διαμορφωθεί βάσει της εξέλιξης που θα σημειωθεί στην άρση των εμποδίων κατά την είσοδο στην κοινοτική αγορά, στο άνοιγμα και στην παροχή ίσων ευκαιριών στις αγορές των κυριότερων εμπορικών εταίρων της Κοινότητας, και στη σύγκριση των καθοριστικών για την ανταγωνιστικότητα παραγόντων μεταξύ των διαφόρων φορέων του παγκόσμιου εμπορίου. 3. Συνδυασμός με τις πολιτικές της Κοινότητας 3.1. Συχνά, τονίζεται η σύγκρουση μεταξύ πολιτικής ανταγωνισμού και βιομηχανικής πολιτικής, ακόμη δε περισσότερο διότι πιστεύεται ότι η τελευταία, επειδή επαφίεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, δύσκολα μπορεί να αποσπασθεί από αντιλήψεις περί προστατευτισμού. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, για να αναγνωρισθεί η ανάγκη ύπαρξης μιας βιομηχανικής πολιτικής της Κοινότητας ανέδειξε τον ρόλο της πολιτικής ανταγωνισμού σε μέσο της βιομηχανικής πολιτικής. 3.2. Μολονότι ορισμένες πτυχές της πολιτικής ανταγωνισμού όπως η υποστήριξη των συγκεντρώσεων, της συνεργασίας των επιχειρήσεων και της υποστήριξης των ΜΜΕ καθώς και της Ε&Α, όπως προβλέπεται στο άρθρο 130 της Συνθήκης, συμβάλλουν σαφώς στην υλοποίηση των στόχων της βιομηχανικής πολιτικής που συνδέονται με την προώθηση της ανταγωνιστικότητας, απαραίτητο και ότι η κοινοτική βιομηχανική πολιτική δεν μπορεί να απορροφηθεί από την πολιτική ανταγωνισμού. Τούτο σημαίνει ότι η βιομηχανική πολιτική πρέπει να επηρεάζει τις επιλογές της πολιτικής ανταγωνισμού στο θέμα της συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων. 3.3. Η πολιτική ανταγωνισμού της Κοινότητας υιοθετεί πράγματι απαγορευτικούς κανόνες καίτοι οι τελευταίοι μετριάζονται με την παροχή αδειών ή εξουσιοδοτήσεων. Όμως ό,τι υπερασπίζεται ή προάγει τον ανταγωνισμό επαρκεί για την επίλυση των προβλημάτων ανταγωνιστικότητας. Η Κοινότητα εντάσσεται στο εσωτερικό μιας διευρυμένης αγοράς όπου είναι σημαντική η επίδραση των κανόνων και των πρακτικών άλλων χωρών οι οποίες, άμεσα ή έμμεσα, δυσχεραίνουν τις δράσεις των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. 3.4. Τα κοινωνικά και οικονομικά πρότυπα τα οποία ανταγωνίζεται η Κοινότητα απέχουν πολλές φορές από την δική της πραγματικότητα και τα δικά της πρότυπα. Υπό το πρίσμα αυτό, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πρέπει να αποκτήσουν τις δικές τους δυνατότητες επιρροής. Σαφείς επιλογές της βιομηχανικής πολιτικής, που δεν είναι σήμερα απαραίτητα ομώνυμες με τον προστατευτισμό, πρέπει να περιλαμβάνουν τη διαρθρωτική προσαρμογή των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην παγκόσμια αγορά, δεδομένου κυρίως του γεγονότος ότι η απελευθέρωση της αγοράς αυτής επιτυγχάνεται ενόψει μεγάλων αβεβαιοτήτων. 3.5. Η Επιτροπή άσκησε τις αρμοδιότητές της κατά τρόπον ώστε η πολιτική της περί εξαιρέσεων, έγκρισης των συγκεντρώσεων και των ενισχύσεων να μετατραπεί σε ένα αποφασιστικό και σαφώς κατάλληλο μέσο προσανατολισμού για την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ ΜΜΕ και των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Η ΟΚΕ αναγνωρίζει τα θετικά αποτελέσματα της πολιτικής αυτής. Πάντως, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των συγκεντρώσεων, ολόκληρη η κοινοτική ρύθμιση προσαρμόζεται στην πραγματικότητα πράγμα που περιορίζει, με τρόπο ανεπιθύμητο, τη δραστηριότητα της Επιτροπής. 3.6. Η Κοινότητα θεωρείται ανοικτή αγορά αλλά δεν μπορεί να καθορίσει την ορθή φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να χειρίζεται την πολιτική της περί ανταγωνισμού βάσει των εγγυήσεων για άνοιγμα της αγοράς που της παρέχουν οι εταίροι της, σύμφωνα με τους κανόνες της εμπορικής πολιτικής, της υποστήριξης που άμεσα ή έμμεσα κατανέμουν αναλογικά στις επιχειρήσεις της, και της αποτελεσματικότητας της προστασίας που παρέχουν οι εταίροι αυτοί στους επιχειρηματίες της, κάτω από τη δική της δικαιοδοσία. 3.7. Για όλους αυτούς τους λόγους η ΟΚΕ πιστεύει ότι μια σχετικά αυτόνομη κοινοτική βιομηχανική πολιτική εξυπηρετεί καλύτερα τους τελικούς στόχους της πολιτικής ανταγωνισμού. Η ύπαρξη πολυάριθμων καταστάσεων συνεργασίας και συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων έχει προστατευτικό και συγκυριακό χαρακτήρα και δεν αποβλέπει, ούτε είναι δυνατό να αποβλέπει, στην εκπλήρωση στόχων που αφορούν την διαρθρωτική αναδιοργάνωση ή τις κατευθύνσεις προς τη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Οι καταστάσεις αυτές πρέπει να αξιολογηθούν με τρόπο ρεαλιστικό, βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε βιομηχανίας και των συνθηκών του διεθνούς ανταγωνισμού, οι οποίες πολλές φορές δεν εντάσσονται στον κύκλο μιας συντονισμένης μείωσης των παραγωγικών ικανοτήτων. 3.8. Η ανταγωνιστικότητα δεν μπορεί να εκτιμηθεί εκτός του κοινωνικού, οικονομικού και κανονιστικού χώρου, και υπό το πρίσμα αυτό μία σαφώς καθορισμένη βιομηχανική πολιτική αποτελεί ένα πολύτιμο πλαίσιο αναγωγής της πολιτικής ανταγωνισμού. Η ΟΚΕ αναγνωρίζει τη συμπληρωματικότητα μεταξύ της πολιτικής ανταγωνισμού και της βιομηχανικής πολιτικής, πράγμα το οποίο προϋποθέτει τον ορθό καθορισμό της φύσης, των στόχων και των μέσων της τελευταίας και αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση για τη συνοχή και αποτελεσματικότητα και των δύο πολιτικών. 3.9. Όπως και για τη βιομηχανική πολιτική, η ΟΚΕ υποστηρίζει γενικά τον συντονισμό μεταξύ της πολιτικής ανταγωνισμού και των λοιπών πολιτικών της Κοινότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η πολιτική ανταγωνισμού αποτελεί μόνο μια διακριτική συμβολή για την επιτυχία των πολιτικών αυτών. Τούτο συμβαίνει, όπως άλλωστε υπογραμμίζεται ορθά από την Επιτροπή, στην προστασία του περιβάλλοντος, όπου η ανάγκη μείωσης του κόστους και η ευκολία προσφυγής σε μηχανισμούς παροχής ενισχύσεων αποτελούν κίνητρα για τη μείωση των ρύπων. 3.10. Σε άλλες περιπτώσεις, η πολιτική ανταγωνισμού καθορίζεται από την ιδιαιτερότητα που παρουσιάζουν ορισμένοι τομείς κοινοτικών δράσεων. Τούτο συμβαίνει στην πολιτική για τον τομέα του πολιτισμού, όπου η ΟΚΕ αναγνωρίζει, όπως άλλωστε και η Επιτροπή, την ανάγκη ανεύρεσης μιας μέσης λύσης μεταξύ της καταδίκης των διακρίσεων και των μονοπωλίων και των πολιτικών που αποσκοπούν στη διατήρηση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας. 3.11. Σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση του ντάμπινγκ και των συμπράξεων με χαρακτήρα προστατευτισμού από επιχειρήσεις τρίτων χωρών, η ΟΚΕ κάνει έκκληση στην Επιτροπή όχι μόνο για βελτίωση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής « αντιντάμπινγκ », βάσει της νέας συμφωνίας του Γύρου της Ουρουγουάης για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ, και την ανεύρεση συμβιβασμών βάσει της πολιτικής ανταγωνισμού, εκ μέρους των αρμόδιων αρχών των κυριοτέρων εμπορικών εταίρων, αλλά και για τη συνεκτίμηση παρόμοιας συμπεριφοράς κατά την εκτίμηση συντονισμένων αντιδράσεων εκ μέρους των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. 3.12. Όσον αφορά την πολιτική απασχόλησης η ΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει την εξέταση των κοινωνικών πτυχών, τόσο από της πλευράς της πολιτικής των ενισχύσεων όσο και από της πλευράς της συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων χωρίς να παραμελεί τους θεμελιώδεις στόχους της πολιτικής ανταγωνισμού. 4. Η διεθνής διάσταση της πολιτικής ανταγωνισμού 4.1. Η ΟΚΕ θεωρεί πολύ σημαντική την έμφαση που δίδει η Επιτροπή στο θέμα της διεθνούς διάστασης της πολιτικής ανταγωνισμού και στην αναγνώριση των επιπτώσεων της γενίκευσης των αγορών στις κατευθυντήριες γραμμές της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού. Πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει έντονα την ΟΚΕ. 4.2. Σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις έχει ήδη υπογραμμισθεί η ανάγκη ένταξης της πολιτικής ανταγωνισμού της Κοινότητας στο παγκόσμιο εμπόριο. Υπό το πρίσμα αυτό, φαίνεται απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη, χωρίς επιφυλάξεις, η ανάπτυξη της συνεργασίας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, ιδίως των πιο σημαντικών σε θέματα οικονομικής ικανότητας και θέσης στην αγορά, προκειμένου να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό τόσο στην κοινοτική αγορά όσο και στην αγορά τρίτων χωρών. 4.3. Δεν είναι εύκολη η συμφιλίωση της ανάγκης για παγκόσμια ανταγωνιστικότητα των κοινοτικών επιχειρήσεων και της διατήρησης ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην κοινή αγορά. Είναι εντούτοις σημαντικό να μην υιοθετηθούν στον τομέα αυτό αυστηρές και a priori προτιμήσεις που συνδέονται με την απόλυτη υπεροχή του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά, ακόμη περισσότερο διότι, μόνο έναντι κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, και δεδομένου του πλαισίου εντός του οποίου ενεργούν οι μη κοινοτικές επιχειρήσεις από τις χώρες καταγωγής τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα κίνητρα, είναι δυνατό να καθορισθούν κατάλληλες συνθήκες διεθνούς ανταγωνιστικότητας στις κοινοτικές επιχειρήσεις και να διατηρηθεί ο ανταγωνισμός στην κοινή αγορά. 4.4. Η σύγκλιση της εμπορικής πολιτικής και της πολιτικής ανταγωνισμού στις σχέσεις με τις χώρες της ΓΣΔΕ έχει καταστεί δύσκολη. Οι προσπάθειες για την υπογραφή της πολυμερούς συμφωνίας για την προστασία του ανταγωνισμού υπήρξαν ατελέσφορες και είναι φυσικό ότι πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια για να υπάρξουν αποτελέσματα. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται προσπάθειες για την ανεύρεση πολυμερούς λύσης του προβλήματος αυτού και συνεπώς υποστηρίζει τη σύναψη διμερών συμφωνιών με τους πιο σημαντικούς εμπορικούς εταίρους, όπως είναι οι Η.Π.Α., και τη βελτίωση του συγκεκριμένου τρόπου εφαρμογής τους, και πιστεύει ότι οι πιέσεις που ασκήθηκαν στους σημαντικούς εμπορικούς εταίρους για την αυστηρή εφαρμογή των διατάξεών τους σχετικά με την προστασία του ανταγωνισμού αρχίζουν να επιφέρουν αποτελέσματα. Υπογραμμίζει, πάντως, ότι μια πολυμερής ή διμερής συνεργασία είναι αποδεκτή μόνο υπό τον όρο ότι θα ανταποκρίνεται σε μια απόλυτη αμοιβαιότητα και ότι θα διασφαλίζεται επαρκώς το απόρρητο των πληροφοριών που ανταλλάσσονται. 4.5. Εφόσον δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί ομοφωνία για ένα σύνολο αποτελεσματικών διεθνών διατάξεων και να θεσπισθεί ένας γνήσιος διεθνής κώδικας για τον ανταγωνισμό πρέπει να γίνει προσπάθεια για να υπάρξει ένα σύνολο βασικών αρχών (κατώτατα όρια) για την προσέγγιση και εναρμόνιση των εθνικών δικαίων (). Η εναρμόνιση των νομοθεσιών είναι ίσως ένας στόχος ανεπαρκής αν δεν υπάρξουν κριτήρια για την εφαρμογή των κανόνων περί ανταγωνισμού. Η ΟΚΕ θεωρεί κατόπιν αναγκαίο, ακόμη και σε σχέση με τις χώρες που έχουν θεσπίσει κανόνες παραπλήσιους με τους κοινοτικούς, να υπάρξει μια εποπτεία για την εφαρμογή της ρύθμισης περί ανταγωνισμού εκ μέρους των κύριων εμπορικών εταίρων. 4.6. Η ΟΚΕ έχει επίγνωση του γεγονότος ότι λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης δικαιολογείται ορισμένη ευελιξία. Μολονότι γίνεται σύγκριση μεταξύ των κανόνων της Συνθήκης της ΕΚ και των διατάξεων που διέπουν τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί με τις χώρες αυτές, είναι δυνατό οι χώρες αυτές να μην διαθέτουν ούτε την ικανότητα ούτε τις κατάλληλες συνθήκες να εφαρμόσουν αυστηρά μια πολιτική ανταγωνισμού που στηρίζεται σε τέτοιες αρχές. 4.7. Πρέπει εντούτοις να μην λησμονείται το γεγονός, ότι οι συνθήκες παραγωγής σε χώρες που χαρακτηρίζονται από έντονο κρατικό παρεμβατισμό καθώς και ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται οι εξαγωγές των χωρών αυτών μπορεί να έχουν απαράδεκτες επιπτώσεις για ορισμένους τομείς της Κοινότητας, η ανταγωνιστικότητα των οποίων είναι, κάτω από κανονικές συνθήκες, αναμφισβήτητη. 4.8. Η ΟΚΕ παροτρύνει την Επιτροπή να επαγρυπνεί όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις με τις χώρες αυτές βάσει των ισχύοντων διεθνών συμφωνιών να αντιδρά εντός του πλαισίου της ΓΣΔΕ και να εκτιμά ενδεχόμενες μορφές αμυντικής συνεργασίας που αναπτύσσουν οι επιχειρήσεις της Κοινότητας. 5. Επικουρικότητα και αποκεντρωμένη εφαρμογή 5.1. Η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα μόνο για τις περιοριστικές πρακτικές οι οποίες μπορεί να νοθεύουν τον ανταγωνισμό και είναι δυνατόν να επηρεάζουν σημαντικά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Πρόκειται για έναν περιορισμό των παραδοσιακών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής ο οποίος δεν τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η ΟΚΕ αναγνωρίζει ότι, οι διαδοχικές διευρύνσεις, η αυξανόμενη σπουδαιότητα της πολιτικής ανταγωνισμού και ο έλεγχος των συγκεντρώσεων αποτέλεσαν τεράστιες προκλήσεις για την Επιτροπή στις οποίες προσπάθησε να ανταποκριθεί αποτελεσματικά παρά την ανεπάρκεια των μέσων. 5.2. Είναι συνεπώς φυσικό να επικεντρώνεται η προσοχή της Επιτροπής στις πτυχές της πολιτικής ανταγωνισμού που, λόγω της σπουδαιότητάς τους, ή του υποδειγματικού τους χαρακτήρα, μπορούν να συμβάλλουν καλύτερα στην υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας. Είναι επίσης πρόσφορο όπως, στο βαθμό που η ερμηνεία και η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Κοινότητας καθίστανται γνωστές και παγιώνονται ενώ παράλληλα εναρμονίζονται οι εθνικές νομοθεσίες, οι εθνικές και δικαστικές αρχές διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο. 5.3. Η ΟΚΕ συμφωνεί συνεπώς με την Επιτροπή όταν η τελευταία εκτιμά ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προσαρμόσουν τους κανόνες ανταγωνισμού στις διατάξεις της Συνθήκης, και ότι οι εθνικές και δικαστικές αρχές μπορούν και πρέπει να διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο στο θέμα του ελέγχου καταστάσεων που, μολονότι έχουν κοινοτική διάσταση, είναι κατ`εξοχήν εθνικές, πράγμα που κατά τα λοιπά αντιστοιχεί με την επιθυμία περί αποκέντρωσης της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου που γίνεται από την Επιτροπή και τις εθνικές αρχές. 5.4. Η ΟΚΕ πιστεύει ότι, σε ό,τι αφορά τη συμπληρωματικότητα, πρέπει να υπάρχει ισορροπία στην εφαρμογή του κοινοτικού και εθνικού δικαίου για τον ανταγωνισμό και να λαμβάνεται υπόψη ένας κοινός στόχος, και ότι μόνο με τον τρόπο αυτό είναι θεμιτό να γίνεται λόγος για επικουρικότητα. Η ΟΚΕ εκφράζει επίσης την άποψη ότι δεν πρέπει να συγχέονται οι καταστάσεις όπου οι περιορισμοί στον τομέα του ανταγωνισμού έχουν τεράστια σημασία σε εθνικό επίπεδο και μπορούν να ελέγχονται από τις αρχές και τη νομοθεσία των κρατών μελών με την προσφυγή στην εφαρμογή του εθνικού δικαίου, και οι καταστάσεις όπου οι περιορισμοί κοινοτικού χαρακτήρα μπορούν να ελέγχονται αποτελεσματικά μέσω της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου από τις εθνικές και δικαστικές αρχές. 5.5. Η εφαρμογή, στο όνομα της επικουρικότητας, του εθνικού δικαίου για την επίλυση των προβλημάτων κοινοτικού ενδιαφέροντος και η αποκέντρωση του κοινοτικού δικαίου που παροτρύνει την ενεργό συμμετοχή των εθνικών και δικαστικών αρχών, αποτελούν αξιοσημείωτους στόχους. Παρόλα αυτά, η διαδικασία αυτή δεν πρέπει να θέτει σε αμφισβήτηση την ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, ούτε να επιτρέπει τη δημιουργία καταστάσεων όπου συμπεριφορές φανερά αντίθετες με τους κανόνες ανταγωνισμού που καθορίζονται στη Συνθήκη πρέπει να ελέγχονται από τις αρχές των κρατών μελών. 5.6. Ο κίνδυνος αυτός καθίσταται ακόμα πιο σοβαρός, όταν, πολλές φορές, οι εθνικές και δικαστικές αρχές δεν είναι σε θέση να διακόψουν ορισμένες αντι-ανταγωνιστικές μορφές πρακτικής και, όταν σε άλλες περιπτώσεις, η φιλελευθεροποίηση και η κατάργηση των εθνικών μονοπωλίων έχει αρνητικές επιπτώσεις και προκαλεί, τουλάχιστον στην αρχική φάση, τη δημιουργία περιοριστικών πρακτικών οι οποίες είναι ανεκτές ή αγνοούνται σκοπίμως από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. 5.7. Η ΟΚΕ θεωρεί συνεπώς ότι η Επιτροπή οφείλει να σταθμίζει προσεκτικά τις ιδιαιτερότητες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης πριν από την αρχειοθέτηση οποιασδήποτε καταγγελίας ή την παραπομπή για την εξέτασή της στις αρχές των κρατών μελών, και να εμφανίζεται έτοιμη για το εκ νέου άνοιγμα της διαδικασίας σε περίπτωση που δεν δίδεται, εγκαίρως, ικανοποιητική συνέχεια. 6. Απελευθέρωση, ιδιωτικοποίηση και κατάργηση των μονοπωλίων 6.1. Η ΟΚΕ αναγνωρίζει ότι οι ασθενείς ανταγωνιστικές πιέσεις στους τομείς των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών και της ενέργειας εξακολουθούν σε πολλές περιπτώσεις να μην ευνοούν την τεχνολογική καινοτομία και να αποτελούν το λόγο του υψηλού κόστους της παροχής υπηρεσιών. Κατά την έννοια αυτή η αύξηση του ανταγωνισμού δύναται να συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών παροχής των εν λόγω υπηρεσιών. Οπωσδήποτε είναι ανάγκη να αναγνωρισθεί ότι ο ανταγωνισμός στον τομέα που κατά παράδοση απεκλείοντο από αυτόν μπορεί να προκαλέσει κινδύνους για την τακτική παροχή υπηρεσιών. 6.2. Γίνεται δεκτό σήμερα ότι παραδοσιακή παρέμβαση του Δημοσίου στους τομείς αυτούς είχε και θετικές πλευρές. Οι δημόσιοι πόροι μπόρεσαν πολλές φορές να καλύψουν την ανεπάρκεια των ιδιωτικών επενδύσεων και να συμβάλουν στην τεχνολογική πρόοδο ή να καταστήσουν δυνατή την παροχή στο σύνολο του πληθυσμού υπηρεσιών κοινωνικά απαραιτήτων έστω και αν εμπορικώς δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον. Η διεργασία απορρύθμισης και φιλελευθεροποίησης πρέπει συνεπώς να συμφιλιώσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων με την επάρκεια των δημοσίων υπηρεσιών. 6.3. Αφετέρου, όπως υπογραμμίζει ορθά η Επιτροπή, η απελευθέρωση αυξάνει τη σημασία της πρόσβασης νέων ανταγωνιστών στα έργα υποδομής και στην αγορά. Ο έλεγχος των καταχρήσεων δεσπόζουσας θέσης και των συγκεντρώσεων πρέπει να καταστεί αποτελεσματικός στους τομείς αυτούς, πέραν από το γεγονός ότι χρειάζεται να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές για την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά. 6.4. Η ΟΚΕ θεωρεί πολύ σημαντική τη διεύρυνση της εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού σε πέντε συγκεκριμένους τομείς : στον χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό τομέα, στις τηλεπικοινωνίες και στις ταχυδρομικές υπηρεσίες, στην ενέργεια, στις μεταφορές και στον οπτικοακουστικό τομέα. 6.5. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας ιδιαίτερα, είναι σημαντικός όχι μόνο λόγω του οικονομικού του βάρους αλλά κυρίως λόγω της επίδρασής του στην ανταγωνιστικότητα των άλλων παραγωγικών τομέων. 6.6. Η απελευθέρωση του τομέα των τηλεπικοινωνιών προκάλεσε τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας, στρατηγικής συμμαχίας και δημιουργίας κοινών θυγατρικών οι οποίες έχουν εξετασθεί από την Επιτροπή. 6.7. Σε ό,τι αφορά τις εναέριες συγκοινωνίες, η απελευθέρωση επεκτάθηκε στις μονοπωλιακές καταστάσεις που η Επιτροπή διαπιστώνει ότι υφίστανται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών κατά την ενδιάμεση στάθμευση. 6.8. Όσον αφορά τις ενδοκοινοτικές θαλάσσιες μεταφορές η πολιτική ανταγωνισμού πρέπει να συντονισθεί με εκείνη των μεταφορών. Οι ενδομεταφορές έχουν ανάγκη μιας συμπληρωματικής και συγκλίνουσας λύσης έναντι των μεταφορών εδάφους στο βαθμό που οι υφιστάμενες ή προγραμματιζόμενες υποδομές είναι ανεπαρκείς για να καλύψουν τις απαιτήσεις της επέκτασης των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών. 6.9. Όσον αφορά την τηλεόραση η ΟΚΕ παροτρύνει την Επιτροπή να ενθαρρύνει με κατάλληλα μέσα την καλύτερη πρόσβαση των επιχειρηματιών σε συμφωνίες μεταξύ τηλεοπτικών σταθμών ώστε να αποθαρρυνθεί η σύναψη συμφωνιών που αποβλέπουν στη διασφάλιση αποκλειστικών δικαιωμάτων στα συμβαλλόμενα μέρη και αποκλεισμό τρίτων μερών. 7. Έλεγχος των συγκεντρώσεων και των καταχρήσεων δεσπόζουσας θέσης 7.1. Η ΟΚΕ διαπιστώνει ότι η Επιτροπή συνεχίζει την πολιτική της προς όφελος της συνεργασίας μεταξύ των ΜΜΕ και της ανάπτυξης πρωτοβουλιών στον τομέα της Ε&Α, ότι επαναλαμβάνει τις κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με τα καρτέλ κρίσης και δέχεται τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που αποσκοπούν να επιτύχουν μόνο τη συντονισμένη μείωση της πλεονάζουσας παραγωγής σε δεδομένο τομέα, ενώ προωθεί την εξειδίκευση και το κλείσιμο πλεοναζουσών εγκαταστάσεων. 7.2. Για τους λόγους που διατυπώθηκαν ανωτέρω, και οι οποίοι προβάλλονται ως υπεράσπιση μιας πολιτικής ανταγωνισμού που ενθαρρύνει τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, η ΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει να εφαρμόζει μια τέτοια πολιτική και να υιοθετήσει μια πιο ευέλικτη στάση σε ό,τι αφορά την κάθετη και οριζόντια συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στον χώρο των συμφωνιών χορήγησης αδειών που έχουν σχέση με την παραγωγή και την κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών και οι οποίοι προβάλλονται ως υπεράσπιση μιας πολιτικής ανταγωνισμού που ενθαρρύνει την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. 7.3. Κατά την άποψη της ΟΚΕ, η Επιτροπή πρέπει να συνεχίσει να υποστηρίζει τη βιομηχανική συνεργασία που λαμβάνει το χαρακτήρα προστατευτικών καρτέλ ή συγκυριακών προσαρμογών, ειδικότερα κάθε φορά που οι απαιτήσεις του ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο ή οι διακυμάνσεις της αγοράς δικαιολογούν τη χαλάρωση του ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις, και μερικές φορές λόγω του αθέμιτου ή προνομιακού ανταγωνισμού από επιχειρήσεις τρίτων χωρών, εμφανίζονται μορφές συνεργασίας κατά το μάλλον ή ήττον πολύπλοκες οι οποίες πρέπει προσωρινά να γίνουν αποδεκτές στο βαθμό που στοχεύουν περισσότερο στην ανεύρεση κοινών λύσεων για την πλεονάζουσα παραγωγή και λιγότερο στην κατανομή της κοινοτικής αγοράς. 7.4. Η Επιτροπή πρέπει επίσης να παρακολουθεί προσεκτικά τις αλλαγές σε ό,τι αφορά την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ βιομηχανίας και κατανομής, κυρίως λόγω της οργάνωσης κέντρων πώλησης και της σύμπραξης επιχειρήσεων λιανικής πώλησης. Αυξάνεται διαρκώς ο κίνδυνος για τη μη βιωσιμότητα όχι μόνο των ΜΜΕ στον τομέα της βιομηχανίας και της γεωργίας, οι οποίες μπορεί να αντιμετωπίσουν ολοένα μεγαλύτερες διαπραγματευτικές δυσκολίες σε ό,τι αφορά τις συνθήκες απορρόφησης των προϊόντων τους, αλλά ακόμη και των ΜΜΕ εμπορικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητες για τον εμπορικό ιστό. 7.5. Η ΟΚΕ θεωρεί επίσης απαραίτητο να εξετασθούν οι επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στους καταναλωτές, βάσει ορισμένων μορφών συνεργασίας για περιβαλλοντικούς σκοπούς, καθώς και η αποτελεσματικότητα των συνθηκών πρόσβασης που απαιτούνται από την Επιτροπή σε ό,τι αφορά την εξαίρεση συμφωνιών χορήγησης αποκλειστικότητας. Το πρόβλημα αυτό συναντάται ειδικότερα στους απελευθερωμένους και απορρυθμισμένους τομείς ενώ κρίνεται απαραίτητο να διακριβωθεί η αποτελεσματικότητα των συνθηκών αυτών και ο τρόπος με τον οποίο γίνονται πράγματι σεβαστές. Τέλος, η ΟΚΕ αναμένει με ανυπομονησία τη δημόσια συζήτηση που θα διεξαχθεί για την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 123/85. 8. Έλεγχος των συγκεντρώσεων 8.1. Ως συνέχεια της γνωμοδότησης της 6ης Ιουλίου 1994 (), η ΟΚΕ επαναλαμβάνει για μία ακόμη φορά τη θέση της σχετικά με την ανάγκη αναθεώρησης του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 () για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων. Η Κοινότητα αντιμετωπίζει ιστορικές προκλήσεις που χαρακτηρίζονται από μία σαφή γενίκευση των αγορών, από μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση στον τομέα της οικονομίας καθώς και από τη διεθνοποίηση της οικονομίας. Οι προκλήσεις της Κοινότητας αποτελούν πράγματι προκλήσεις των επιχειρήσεων που λειτουργούν στο έδαφός της. 8.2. Η αύξηση των ανταγωνιστικών πιέσεων επιβάλλει τη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων καθώς και την αναδιάρθρωσή τους, ενώ η Κοινότητα οφείλει να είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε αυτού του είδους τις ανάγκες. Τα πλεονεκτήματα που απορρέουν για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και τον ανταγωνισμό πρέπει να είναι άμεσα και ενιαία κατανεμημένα, το δε κοινοτικό σύστημα ελέγχου και παρακολούθησης των συγκεντρώσεων πρέπει να ανταποκρίνεται κατάλληλα σε αυτού τους είδους τις καταστάσεις. 8.3. Αναμφίβολα, οι αξιέπαινες προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την αυθόρμητη εναρμόνιση των εθνικών δικαίων περί ανταγωνισμού, σε ένα αυξανόμενο αριθμό κρατών μελών, έχουν συμβάλει στη θέσπιση, εντός της Κοινότητας, ενός συνόλου κανόνων αναφοράς που δεν είναι μόνο ενιαίοι αλλά και συνεκτικοί με το κοινοτικό δίκαιο. Εντούτοις, είναι αλήθεια ότι η εφαρμογή του δικαίου των κρατών μελών πραγματοποιείται βάσει των αντιλήψεων των κρατών αυτών, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται πάντα στις επιταγές του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, η επίτευξη της οποίας πολλές φορές επιδιώκεται με την ανάληψη πρωτοβουλιών συγκέντρωσης. Κατ`αυτόν τον τρόπο οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωπες με πολυάριθμους προβλεπόμενους ελέγχους καθώς και με την ανάγκη να ικανοποιηθεί μια μεγάλη ποικιλία κριτηρίων αξιολόγησης που στρέφονται ουσιαστικά στις στενές προοπτικές της εθνικής πραγματικότητας. 8.4. Για τον λόγο αυτό, η ΟΚΕ επιμένει να θεωρεί ασυμβίβαστο με την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, με την επίτευξη των στόχων ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας και με την πολιτική ανταγωνισμού ως μέσου υλοποίησης των στόχων της Συνθήκης, το γεγονός ότι οι συγκεντρώσεις, στις οποίες μετέχουν επιχειρήσεις δύο ή περισσότερων κρατών μελών, συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο σωρευτικής εξέτασης από κάθε εθνική αρχή. Η πολλαπλότητα εθνικών ελέγχων, εκτός από τον κίνδυνο συγκρουόμενων αποφάσεων, είναι δαπανηρές, απαιτούν ανωφελείς προσπάθειες της διοίκησης (δημόσιας) και ανατρέπουν τις προθεσμίες που προβλέπουν οι επιχειρήσεις. 8.5. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που επιθυμούν τη συνεργασία και την αναδιάρθρωση διατρέχουν τον παράλογο και ανώφελο κίνδυνο να βρεθούν αντιμέτωπες με αποκλίνουσες αποφάσεις και με υπερβολικά χρονοβόρες διαδικασίες αξιολόγησης. Η ύπαρξη εθνικών ελέγχων σχετικά με τις συγκεντρώσεις με διασυνοριακά αποτελέσματα δεικνύει μια αντίσταση εκ μέρους των κρατών μελών στον κοινοτικό χειρισμό καταστάσεων που σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, δεν έχουν ούτε την ικανότητα αποτελεσματικού ελέγχου, τόσο λόγω έλλειψης μέσων, όσο και ως αποτέλεσμα των περιορισμών που είναι εγγενείς στην κυριαρχία των κρατών μελών. Η ΟΚΕ παροτρύνει την Επιτροπή να επιμείνει στην εξάλειψη παρόμοιας αντίστασης που δεν μπορεί να βασισθεί νομίμως σε λόγους που συνδέονται με την πολιτική αποκέντρωση και με την αρχή της επικουρικότητας. 8.6. Η ΟΚΕ αναγνωρίζει την επιτυχία που σημειώθηκε από την Επιτροπή σε ό,τι αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89, και υπογραμμίζει τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την προώθηση της αναθεώρησης του κανονισμού αυτού. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο πιστεύει, ότι η Επιτροπή οφείλει να συνεχίσει την ανάληψη πρωτοβουλιών λαμβάνοντας υπόψη τη βελτίωση του καθεστώτος ελέγχου των συγκεντρώσεων στην Κοινότητα. Πρέπει επίσης να πείσει τα κράτη μέλη ότι η τροποποίηση του παρόντος συστήματος δεν θέτει σε αμφισβήτηση τις εγγυήσεις για τη συνέχιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο. Οι αντιδράσεις που εκφράζονται στον τομέα αυτό ζημιώνουν μόνο την ικανότητα προσαρμογής των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στην νέα, παγκόσμια διάσταση των αγορών και δεν προσφέρουν στα κράτη μέλη κανένα ουσιαστικά ωφέλιμο και αποτελεσματικό προνόμιο σε ό,τι αφορά την προστασία του ανταγωνισμού στις αγορές τους και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εθνικών επιχειρήσεων. 8.7. Συνεπώς, η ΟΚΕ επαναλαμβάνει τη γνώμη που είχε ήδη εκφράσει προγενέστερα, ότι πρέπει να διευρυνθούν οι αρμοδιότητες της Επιτροπής μέσω της μείωσης των ορίων του κύκλου εργασιών για τον καθορισμό της κοινοτικής δικαιοδοσίας σε ό,τι αφορά τις συγκεντρώσεις και την κατάργηση του « κανόνα των δύο τρίτων ». Η διεύρυνση αυτή των κοινοτικών δράσεων απορρέει από την ανάγκη να υποβληθούν σε ενιαίο χειρισμό οι τομείς που αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη σπουδαιότητα, όπως είναι ο τομέας παροχής υπηρεσιών και οι τομείς που περιλαμβάνονται σε εθνικά μέτρα φιλελευθεροποίησης και ιδιωτικοποίησης. Η ΟΚΕ πιστεύει επίσης ότι πρέπει να διατηρηθεί το πλαίσιο των εξαιρέσεων στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής και ότι η δυνατότητα παραπομπής του θέματος στις εθνικές αρχές πρέπει να συνεχίζει να υφίσταται σε εξαιρετικές περιπτώσεις. 8.8. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση που έχει καταρτισθεί για την « Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο για την εφαρμογή του Κανονισμού σχετικά με τον έλεγχο των ενεργειών συγκέντρωσης » () η ΟΚΕ υποστηρίζει ότι η μεγαλύτερη διαφάνεια και η προστασία των δικαιωμάτων των τρίτων δεν μπορεί να θέτει σε αμφισβήτηση μία από τις πιο θετικές πτυχές του παρόντος κοινοτικού κανονισμού που συνίσταται στην επιτάχυνση των διαδικασιών. Τέλος, η ΟΚΕ ενθαρρύνει την Επιτροπή για τη διατήρηση του ελέγχου των συγκεντρώσεων ως μέσου διατήρησης αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά, χωρίς να παραγκωνίζεται η ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και η γενίκευση του ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. 9. Κρατικές ενισχύσεις 9.1. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την Επιτροπή όταν η τελευταία θεωρεί θεμελιώδη την πολιτική του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Το άνοιγμα των αγορών κατέστησε την ευρωπαϊκή οικονομία περισσότερο ευαίσθητη στις επιδοτήσεις και η οικονομική κρίση αποκάλυψε τη σημασία της υποστήριξης των ιδιαίτερα θιγόμενων τομέων. 9.2. Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται απαραίτητο να υπερνικηθούν οι αντιδράσεις για διαρθρωτικές ρυθμίσεις εκ μέρους των τομέων που φθίνουν, και να αποθαρρυνθούν οι πολιτικές ενίσχυσης που δεν σχετίζονται με την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων. 9.3. Αφετέρου, η αύξηση του ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού αποτελεί αιτία για τη λήψη εθνικών μέτρων στήριξης που συμβάλλουν στην αξιολόγηση βάσει κριτηρίων, δεδομένης της ανισομερούς χρηματοδοτικής ικανότητας των κρατών μελών. 9.4. Η ΟΚΕ θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να βελτιωθούν οι πληροφορίες σχετικά με τη σημασία και τις επιπτώσεις όχι μόνο των κρατικών ενισχύσεων αλλά και των κοινοτικών ενισχύσεων και να εξετασθούν οι επιπτώσεις τους. Η ΧΧΙΙΙη έκθεση δεν περιλαμβάνει ενδείξεις που μπορούν να προσδιορίσουν ποσοτικά, έστω και κατά προσέγγιση, τη σημασία των ενισχύσεων αυτών. Οι οικονομικοί κύκλοι απαιτούν την παροχή πληροφοριών στον τομέα αυτό, και η ΟΚΕ αναμένει ανυπόμονα τη δημοσίευση μιας προσαρμοσμένης στην επικαιρότητα έκθεσης σχετικά με τις κοινοτικές και κρατικές ενισχύσεις. 9.5. Αφετέρου, η ΟΚΕ ενθαρρύνει την Επιτροπή για τη βελτίωση του δύσκολου ελέγχου των ενισχύσεων που παρέχονται από τις περιφέρειες και τοπικές αυτοδιοικήσεις των κρατών μελών οι οποίες, στην περίπτωση αυτή, εκμεταλλεύονται τη μεγάλη αυτονομία τους. Ο αντίκτυπος των ενισχύσεων αυτών αυξάνεται ολοένα και περισσότερο και, μολονότι είναι απαραίτητο να μην τεθούν υπό αμφισβήτηση τα μέσα αυτά περιφερειακής ανάπτυξης, είναι πρόσφορο να διατηρηθεί, σε ό,τι αφορά τα μέσα αυτά, αυστηρός έλεγχος. 9.6. Υπό το πρίσμα της ένταξης της ευρωπαϊκής οικονομίας στο ευρύτερο πλαίσιο του παγκόσμιου εμπορίου, η ΟΚΕ υπογραμμίζει την ανάγκη προσεκτικής επιτήρησης των ενισχύσεων που παρέχονται από τρίτες χώρες, ιδιαίτερα από τους σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της Κοινότητας. Το είδος αυτό των διακριτικών, κατά το μάλλον ή ήττον κινήτρων, έχει την τάση να οξύνεται, ενώ η Κοινότητα χάνει την υπεροχή της στην καταπολέμηση των πολιτικών ενίσχυσης των κρατών μελών εάν παραμελεί την επαγρύπνηση για τα μέτρα που υιοθετούνται από τρίτες χώρες. 9.7. Η ΟΚΕ υποστηρίζει την Επιτροπή στην προσπάθεια ανίχνευσης των κινήτρων που παρέχονται από τις χώρες αυτές τα οποία έχουν επιπτώσεις στις συνθήκες ανταγωνισμού στις κυριότερες αγορές των κοινοτικών επιχειρήσεων, και κατάρτισης ενός καταλόγου σχετικά με τις σημαντικές ενισχύσεις αυτού του είδους που υπάρχουν σήμερα. 10. Βελτίωση των διαδικασιών και δικαιώματα υπεράσπισης 10.1. Η ΟΚΕ συμφωνεί με την ιδέα ότι η αποτελεσματικότητα της πολιτικής ανταγωνισμού προϋποθέτει την απλούστευση και την επιτάχυνση των διαδικασιών, και ότι η συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην κατάργηση της γραφειοκρατίας. 10.2. Για τον λόγο αυτό, υποστηρίζει τους νέους κανόνες που αποσκοπούν στην επιτάχυνση του χειρισμού των περιπτώσεων σύστασης κοινών επιχειρήσεων συνεργασίας με διαρθρωτικό χαρακτήρα που παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με τις συγκεντρώσεις και οι οποίες, κατά συνέπεια, δικαιολογούν τη βελτίωση του διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων με στόχο τη διασαφήνιση όλων των επιπτώσεων για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. 10.3. Η ΟΚΕ έχει επίγνωση ότι τα μέσα που διαθέτει η Επιτροπή είναι περιορισμένα. Στο πλαίσιο αυτό είναι ουσιαστικά ανώφελη η υιοθέτηση επίσημων αποφάσεων αφ` ης στιγμής οι επιχειρήσεις παραιτούνται αυτόματα από την υιοθέτηση περιοριστικών πρακτικών στον τομέα του ανταγωνισμού για τις οποίες κατηγορούνται. 10.4. Εντούτοις, η ΟΚΕ φρονεί ότι η αρχειοθέτηση διαδικασιών λόγω απόσυρσης της καταγγελίας ή λόγω μονομερούς τροποποίησης των περιοριστικών πρακτικών δεν πρέπει να εξαιρείται από την επίτευξη μιας περιληπτικής αξιολόγησης των συνθηκών στις οποίες οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητές τους. Πράγματι, οι ικανοποιητικές λύσεις για τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις δεν συμφωνούν πάντα με τις προσταγές του ελεύθερου ανταγωνισμού, κυρίως όταν ως αιτία του προβλήματος είναι καταστάσεις που έχουν σχέση με την υπεροχή της αγοράς. 10.5. Η ΟΚΕ υπογραμμίζει τη σημασία της πρόσφατης νομολογίας του Πρωτοδικείου το οποίο επιβεβαίωσε την προστασία των κοινοτικών συμφερόντων και δικαιωμάτων και επέστησε την προσοχή στην ανάγκη υπεράσπισης του ανταγωνισμού ακόμα και στην περίπτωση που αιτία των περιορισμών αυτών είναι συνήθεις πρακτικές, γνωστές και αποδεκτές από τις εθνικές αρχές (βλ. σημείο 5.6 της παρούσας γνωμοδότησης). 10.6. Η ΟΚΕ θεωρεί απαραίτητη τη διατήρηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης στη διαδικασία εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Κοινότητας. Έχει ασκηθεί κριτική σε ό,τι αφορά την πρακτική της Επιτροπής σε θέματα διαφάνειας των αιτιάσεων, των προθεσμιών απάντησης, της πρόσβασης σε φακέλους που περιέχουν αποδεικτικά στοιχεία και της ακρόασης ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων. 10.7. Η ΟΚΕ πιστεύει ότι πρέπει να υπερισχύει το δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα έγγραφα στα οποία βασίζονται οι αιτιάσεις - είτε πρόκειται για ευμενή είτε για δυσμενή έγγραφα -, εκτός από τις περιπτώσεις όπου κινδυνεύει η πραγματική τήρηση του απορρήτου των εμπορικών μυστικών. 10.8. Στα πλαίσια του υφιστάμενου συστήματος παροχής πληροφοριών, η Επιτροπή πρέπει να συνεχίζει να διαδραματίζει το ρόλο του διαιτητή για τις διαφωνίες αυτές. Για τον λόγο αυτό, η ΟΚΕ κάνει έκκληση στην Επιτροπή να λάβει υπόψη ότι κρίνει και εξετάζει τις αιτιάσεις αυτές, και να βελτιώσει τις εγγυήσεις υπεράσπισης, ενισχύοντας ειδικότερα τον ρόλο του συμβούλου ακροάσεων. 11. Συμπεράσματα 11.1. Η ΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη, κατά τον καθορισμό της πολιτικής της επί του ανταγωνισμού, τις ανησυχίες που εκφράσθηκαν από τους αντιπροσώπους των διαφόρων τομέων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην παρούσα γνωμοδότηση. 11.2. Η αύξηση του ανταγωνισμού καθεαυτή δεν επιλύει τα προβλήματα που ανακύπτουν στον τομέα της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης στην Κοινότητα. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να δοθεί περαιτέρω προσοχή στο νομικό, διοικητικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων και στο οποίο εφαρμόζεται η πολιτική ανταγωνισμού. 11.3. Η αυτονομία της βιομηχανικής πολιτικής δεν θέτει σε αμφισβήτηση την πολιτική ανταγωνισμού, ενώ η ανεύρεση λύσεων για την αντίφαση που υφίσταται μεταξύ των δύο δεν συνεπάγεται απαραίτητα την υποταγή της πρώτης στη δεύτερη. 11.4. Η πολιτική ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να τεθεί υπό το πρίσμα της απελευθέρωσης του παγκόσμιου εμπορίου και των θέσεων που έχουν υιοθετηθεί στον τομέα αυτό από τους κύριους εταίρους της Κοινότητας, διότι καθίσταται απαραίτητο να προωθηθεί η δυναμική σύγκλισης των κανόνων και των πολιτικών επί του ανταγωνισμού στα πλαίσια της ΠΟΕ. 11.5. Η εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας προϋποθέτει την καλύτερη δυνατή ενεργοποίηση των κρατών μελών, προϋπόθεση που, σε θέματα πολιτικής ανταγωνισμού, μπορεί μόνο να εκτιμηθεί βάσει κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. 11.6. Η εναρμόνιση της πολιτικής ελέγχου των συγκεντρώσεων είναι ζωτικής σημασίας για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και, υπό το πρίσμα αυτό, καθίσταται απαραίτητη η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων και των κοινοτικών δράσεων, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του παρόντος κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89. 11.7. Οι ενισχύσεις που παρέχονται από τα κράτη μέλη ή από τις αρχές τους, καθώς και οι ενισχύσεις τρίτων χωρών ανατρέπουν τις συνθήκες ανταγωνισμού στην Κοινότητα πράγμα το οποίο δικαιολογεί τη διατήρηση του ελέγχου της τελευταίας και τη δημόσια και τακτική διάδοση και την προσαρμογή στην επικαιρότητα των επιπτώσεων των ενισχύσεων αυτών, κατά τρόπον ώστε να επιτρέπεται ο καλύτερος προσανατολισμός των οικονομικών παραγόντων. Ακόμη απαιτείται καλύτερη πληροφόρηση για τις επιπτώσεις των κοινοτικών ενισχύσεων. 11.8. Τέλος, η ΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει την ορθή ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων υπεράσπισης και προστασίας των εμπορικών απορρήτων, και να διατηρήσει μια προσεκτική στάση και έναν ενεργό ρόλο σε ό,τι αφορά την προστασία του ανταγωνισμού στην Κοινότητα, θεωρώντας τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις και τους διάφορους οικονομικούς και κοινωνικούς οργανισμούς απαραίτητους για την προστασία των θεμιτών δικαιωμάτων και για την υλοποίηση των στόχων της Κοινότητας. Βρυξέλλες, 21 Δεκεμβρίου 1994. Ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Carlos FERRER () ΕΕ αριθ. C 34 της 2. 2. 1994. () Γνωμοδότηση CES 1028/94 της 15. 9. 1994 για τις « Επιπτώσεις των Συμφωνιών του Γύρου της Ουρουγουάης ». () Έγγρ. CES 855/94. () ΕΕ αριθ. L 395 της 30. 12. 1989. () Έγγρ. CES 855/94.