This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32024Q01365
Agreement between the European Parliament, the Council of the European Union, the European Commission, the Court of Justice of the European Union, the European Central Bank, the European Court of Auditors, the European Economic and Social Committee and the European Committee of the Regions, establishing an interinstitutional body for ethical standards for members of institutions and advisory bodies referred to in Article 13 of the Treaty on European Union
Συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών, για τη σύσταση διοργανικού φορέα προτύπων δεοντολογίας για τα μέλη των θεσμικών και συμβουλευτικών οργάνων που αναφέρονται στο άρθρο 13 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών, για τη σύσταση διοργανικού φορέα προτύπων δεοντολογίας για τα μέλη των θεσμικών και συμβουλευτικών οργάνων που αναφέρονται στο άρθρο 13 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
ST/8735/2024/INIT
ΕΕ L, 2024/1365, 17.5.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/agree_interinstit/2024/1365/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
In force
ELI: http://data.europa.eu/eli/agree_interinstit/2024/1365/oj
Επίσημη Εφημερίδα |
EL Σειρά L |
2024/1365 |
17.5.2024 |
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ |
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ |
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ |
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ |
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ |
Η ΕΥΡΩΠΑÏΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |
|
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ |
Συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών, για τη σύσταση διοργανικού φορέα προτύπων δεοντολογίας για τα μέλη των θεσμικών και συμβουλευτικών οργάνων που αναφέρονται στο άρθρο 13 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ,
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ,
Η ΕΥΡΩΠΑÏΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
Η δεοντολογία, η ακεραιότητα και η διαφάνεια είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των πολιτών της Ένωσης στο πολιτικό, νομοθετικό και διοικητικό έργο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Οι φορείς της Ένωσης θα προσπαθήσουν να προωθήσουν τη σύγκλιση σε μια κοινή νοοτροπία βασιζόμενη στις αξίες αυτές, σύμφωνα με τις Συνθήκες. |
(2) |
Τα μέλη των θεσμικών και συμβουλευτικών οργάνων της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 13 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ιδιαίτερη ευθύνη να τηρούν και να ενσωματώνουν τις αρχές και υποχρεώσεις δεοντολογίας που ορίζονται στις Συνθήκες, καθώς και τους κανόνες κάθε θεσμικού και συμβουλευτικού οργάνου που απορρέουν από αυτές. |
(3) |
Είναι σημαντικό τα θεσμικά όργανα και τα συμβουλευτικά όργανα της Ένωσης να διαθέτουν και να εφαρμόζουν σαφείς και διαφανείς κανόνες εν προκειμένω. Θα πρέπει επίσης να διαθέτουν, αφενός, ένα κοινό πλαίσιο ελάχιστων προτύπων ακεραιότητας και ανεξαρτησίας για τα μέλη τους και, αφετέρου, μηχανισμούς για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες δεοντολογίας που ισχύουν για τα μέλη τους. |
(4) |
Σκοπός της παρούσας συμφωνίας είναι η θέσπιση διοργανικού πλαισίου συνεργασίας όσον αφορά τα δεοντολογικά πρότυπα για τα μέλη των συμβαλλόμενων μερών, με τη σύσταση διοργανικού φορέα για τα δεοντολογικά πρότυπα («φορέας»). Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων δύναται, κατόπιν αιτήματός της, να προσχωρήσει ως συμβαλλόμενο μέρος στην παρούσα συμφωνία όταν αυτή τεθεί σε ισχύ. |
(5) |
Προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, ο ρόλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της παρούσας συμφωνίας θα πρέπει να περιοριστεί στον ρόλο του παρατηρητή. Ο ρόλος αυτός θα του επιτρέψει να αξιοποιήσει τα κοινά ελάχιστα πρότυπα του φορέα κατά τον προβληματισμό σχετικά με τους δικούς του κανόνες δεοντολογίας. |
(6) |
Τα καθήκοντα του φορέα θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη κοινών ελάχιστων προτύπων για τη συμπεριφορά των μελών των συμβαλλόμενων μερών σε καθορισμένο αριθμό τομέων σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία («κοινά ελάχιστα πρότυπα»), η πραγματοποίηση ανταλλαγών απόψεων όσον αφορά την αυτοαξιολόγηση που διενεργείται από θεσμικό ή συμβουλευτικό όργανο σχετικά με την ευθυγράμμιση των εσωτερικών κανόνων του προς τα κοινά ελάχιστα πρότυπα, και η προώθηση της διοργανικής συνεργασίας στον τομέα αυτό. Ο φορέας θα πρέπει επίσης να συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση σχετικά με τη σημασία της δεοντολογικής συμπεριφοράς και των ελάχιστων κοινών προτύπων. Για τον σκοπό αυτό, ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες μπορούν να συμβάλλουν στις προσπάθειες του φορέα. |
(7) |
Τα όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, εκτός των συμβαλλόμενων μερών της παρούσας συμφωνίας, μπορούν να επιλέξουν οικειοθελώς να εφαρμόσουν το σύνολο των κοινών ελάχιστων προτύπων που έχει αναπτύξει και θα αναπτύξει ο φορέας, σε σχέση με τους κανόνες που ισχύουν για τα πρόσωπα, πλην του προσωπικού τους, τα οποία ασκούν καθήκοντα παρόμοια με εκείνα των μελών των συμβαλλόμενων μερών της παρούσας συμφωνίας. |
(8) |
Η ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την αυτοαξιολόγηση θα πρέπει να ισχύει και για τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, πλην των συμβαλλόμενων μερών, που επιλέγουν οικειοθελώς να εφαρμόσουν το σύνολο των κοινών ελάχιστων προτύπων. Για τον σκοπό αυτό, κάθε ένα από αυτά θα πρέπει να ορίσει εκπρόσωπο για την ανταλλαγή απόψεων. |
(9) |
Κατά την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας, θα πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη τα χαρακτηριστικά και το ειδικό καθεστώς κάθε συμβαλλόμενου μέρους της παρούσας συμφωνίας και των μελών του. |
(10) |
Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν θα πρέπει να εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο μέρος της να επιβάλει αυστηρότερες δεοντολογικές απαιτήσεις στα μέλη του, ιδίως όσον αφορά συγκεκριμένο κίνδυνο που συνδέεται με την εντολή και τα καθήκοντα του συμβαλλόμενου μέρους της παρούσας συμφωνίας ή των μελών του. |
(11) |
Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση, να αποτελεί λόγο υποβάθμισης των δεοντολογικών προτύπων που εφαρμόζονται ήδη από συμβαλλόμενο μέρος της παρούσας συμφωνίας στα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα συμφωνία. |
(12) |
Δηλώσεις συμφερόντων και άλλες τυποποιημένες γραπτές δηλώσεις των μελών χρησιμοποιούνται από θεσμικά και συμβουλευτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος της παρούσας συμφωνίας θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαβουλεύεται ή να υποβάλλει ερωτήσεις στους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες εν προκειμένω, εάν το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος θεωρεί ότι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό είτε για υποθέσεις που απαιτούν ειδική εξέταση είτε για τον σκοπό της ανάπτυξης ή της επικαιροποίησης δεοντολογικού προτύπου. Για τον σκοπό αυτό, οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες θα πρέπει να υποβάλλουν στον φορέα έκθεση σε ετήσια βάση στην οποία θα συνοψίζονται σε συγκεντρωτική και ανωνυμοποιημένη μορφή οι διαβουλεύσεις και οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν από τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας και η συνέχεια που δόθηκε σε αυτές. Ωστόσο, οι εν λόγω διαβουλεύσεις και ερωτήσεις δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε διαδικασίες που προβλέπονται στις Συνθήκες για τον διορισμό ή την εκλογή μελών συμβαλλόμενου μέρους της παρούσας συμφωνίας σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζονται στις Συνθήκες. |
(13) |
Η λειτουργία του φορέα δεν θα πρέπει να θίγει τις αρμοδιότητες οποιουδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη, όπως ορίζονται στις Συνθήκες, ούτε τις αντίστοιχες εξουσίες εσωτερικής οργάνωσης ή το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών που έχουν θεσπιστεί από τις Συνθήκες. Επίσης, δεν θα πρέπει να θίγει τις εξουσίες άλλων φορέων, συμπεριλαμβανομένων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή. |
(14) |
Κάθε συμβαλλόμενο μέρος της παρούσας συμφωνίας θα πρέπει να προσπαθεί να διασφαλίσει ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων κατά τον διορισμό των τακτικών και αναπληρωματικών εκπροσώπων του στον φορέα. Η συνολική σύνθεση του φορέα, που περιλαμβάνει τα μέλη του (τακτικοί και αναπληρωματικοί εκπρόσωποι) και την/τον πρόεδρό του, καθώς και τους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα πρέπει να τείνει προς την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων και τη γεωγραφική ποικιλομορφία. |
(15) |
Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας συμφωνίας, ο φορέας και οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα διάφορα καθήκοντα που ασκεί ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας δυνάμει των Συνθηκών. |
(16) |
Τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας θα πρέπει πάντα να συνεργάζονται μεταξύ τους καλή τη πίστει κατά την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας. |
(17) |
Το προσωπικό των θεσμικών και συμβουλευτικών οργάνων υπόκειται στους κανόνες δεοντολογίας βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (1), καθώς και στους όρους απασχόλησης και στους κανόνες για θέματα προσωπικού όσον αφορά το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας θα πρέπει να ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές σε φόρουμ ειδικά για την εφαρμογή των κανόνων για το προσωπικό και, στον βαθμό που είναι συναφή, να βασίζονται σε κοινά ελάχιστα πρότυπα για τη διαμόρφωσή τους κατά την επανεξέταση των εσωτερικών τους κανόνων σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων για το προσωπικό. |
(18) |
Η παρούσα συμφωνία υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη μετά την ολοκλήρωση των αντίστοιχων εσωτερικών διαδικασιών τους για τον σκοπό αυτό, |
ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:
Άρθρο 1
Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής
1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών («συμβαλλόμενα μέρη») θεσπίζουν με την παρούσα συμφωνία διοργανικό πλαίσιο συνεργασίας όσον αφορά τα δεοντολογικά πρότυπα με το οποίο δημιουργείται διοργανικός φορέας για τα πρότυπα δεοντολογίας («φορέας») για τα μέλη των συμβαλλόμενων μερών.
Η παρούσα συμφωνία καθορίζει επίσης το πλαίσιο και τις αρχές λειτουργίας του φορέα.
2. Ο ρόλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της παρούσας συμφωνίας περιορίζεται στον ρόλο του παρατηρητή. Με την ιδιότητα αυτή, παρίσταται στις συνεδριάσεις του φορέα, χωρίς να συμμετέχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, και λαμβάνει τις πληροφορίες που τίθενται στη διάθεση των μελών του φορέα, εφόσον οι εν λόγω συνεδριάσεις και πληροφορίες σχετίζονται με την εφαρμογή του άρθρου 8.
3. Τα ελάχιστα πρότυπα που καταρτίζει ο φορέας σύμφωνα με την παρούσα συμφωνία για τη συμπεριφορά των μελών των συμβαλλόμενων μερών («κοινά ελάχιστα πρότυπα») λαμβάνουν υπόψη το καθεστώς των μελών των συμβαλλόμενων μερών και δεν έρχονται σε σύγκρουση με την εντολή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
4. Στην περίπτωση μελών των συμβαλλόμενων μερών που ασκούν την εντολή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση βάσει ή επιπλέον εθνικής, περιφερειακής ή τοπικής εντολής ή άλλου αξιώματος ή δραστηριότητας που υπόκειται σε ειδικούς εθνικούς κανόνες, τα κοινά ελάχιστα πρότυπα είναι συναφή μόνο για την άσκηση της εντολής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Κατόπιν αιτήματός της, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων καθίσταται πλήρες συμβαλλόμενο μέρος της παρούσας συμφωνίας. Η συμμετοχή της στον φορέα αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία που ορίζει εκπρόσωπο στον φορέα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1. Όσον αφορά κάθε ελάχιστο κοινό πρότυπο που ανέπτυξε ο φορέας προτού αρχίσει να ισχύει η συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, εφαρμόζεται το άρθρο 23 παράγραφος 2.
Άρθρο 2
Ορισμός των «μελών των συμβαλλόμενων μερών»
1. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως «μέλη των συμβαλλόμενων μερών» νοούνται:
α) |
οι βουλευτές και βουλεύτριες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· |
β) |
ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο των καθηκόντων του ως προέδρου του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων· |
γ) |
τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής· |
δ) |
τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους· |
ε) |
τα μέλη του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου· |
στ) |
τα μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σε σχέση με την άσκηση της εντολής που έχουν λάβει από την Ευρωπαϊκή Ένωση· |
ζ) |
τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Περιφερειών, εκτός εάν πρόκειται για την άσκηση της τοπικής ή της περιφερειακής εντολής τους. |
2. Εάν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων καταστεί συμβαλλόμενο μέρος, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 5, ο ορισμός στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τα μέλη της διευθύνουσας επιτροπής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, καθώς και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Άρθρο 3
Ο φορέας
1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος εκπροσωπείται στον φορέα από ένα μέλος («μέλος του φορέα»). Για τον σκοπό αυτό, κάθε συμβαλλόμενο μέρος ορίζει έναν εκπρόσωπο, καθώς και έναν αναπληρωτή εκπρόσωπο που ασκεί χρέη μέλους του φορέα όταν απουσιάζει ή κωλύεται ο εκπρόσωπος. Οι εκπρόσωποι και οι αναπληρωτές τους ορίζονται το πολύ 2 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος καταβάλλει προσπάθειες για να διασφαλίσει ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων κατά τον ορισμό των εκπροσώπων του και των αναπληρωτών τους.
2. Οι εκπρόσωποι των συμβαλλόμενων μερών είναι, κατ’ αρχήν, αντιπρόεδροι ή ισοδύναμου επιπέδου.
3. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος διαθέτει πλήρη διακριτική ευχέρεια να προβεί σε αντικατάσταση ή σε εκ νέου ορισμό του εκπροσώπου του ή του αναπληρωτή του, επιδιώκοντας πάντα να διασφαλίζει ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων μεταξύ των εκπροσώπων και των αναπληρωτών τους. Σε κάθε περίπτωση, η θητεία εκπροσώπου ή αναπληρωτή εκπροσώπου λήγει αυτομάτως όταν ο εν λόγω εκπρόσωπος ή αναπληρωτής εκπρόσωπος παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του στο συμβαλλόμενο μέρος που εκπροσωπεί.
4. Ο φορέας αποφασίζει με συναίνεση, εκτός εάν ο εσωτερικός κανονισμός που πρόκειται να εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 ορίζει ρητά διαφορετικά όσον αφορά διαδικαστικά και διοικητικά ζητήματα.
Άρθρο 4
Πρόεδρος του φορέα
1. Ο εκπρόσωπος κάθε συμβαλλόμενου μέρους προεδρεύει του φορέα εκ περιτροπής για περίοδο 1 έτους, εκτός εάν το συμβαλλόμενο μέρος επιλέξει να παραιτηθεί του σχετικού δικαιώματός του. Η εναλλαγή μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών ακολουθεί τη σειρά των θεσμικών οργάνων στον κατάλογο του άρθρου 13 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αφού εξαντληθεί ο εν λόγω κατάλογος, η εναλλαγή συνεχίζει με τα δύο συμβουλευτικά όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κατόπιν συνεχίζει με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, εάν αυτή καταστεί συμβαλλόμενο μέρος σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 5 της παρούσας συμφωνίας.
2. Η/Ο πρόεδρος οργανώνει τις εργασίες του φορέα, μεριμνώντας για τη λήψη των κατάλληλων οργανωτικών και διαδικαστικών μέτρων και θέτοντας υπόψη των μελών του φορέα όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες και έγγραφα.
Άρθρο 5
Ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες
1. Ο φορέας επικουρείται από πέντε ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες οι οποίοι παρίστανται σε όλες τις συνεδριάσεις του ως παρατηρητές και συμβουλεύουν τα μέλη του για κάθε δεοντολογικό ζήτημα που σχετίζεται με την εντολή του φορέα («ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες»). Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες ορίζουν μεταξύ τους αυτόν ή αυτήν που θα ομιλεί εξ ονόματός τους. Τηρούν τα υψηλότερα δεοντολογικά πρότυπα, τουλάχιστον ισοδύναμα με τα κοινά ελάχιστα πρότυπα.
2. Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες διορίζονται λαμβανομένων υπόψη των ικανοτήτων, της πείρας, της ανεξαρτησίας και των επαγγελματικών προσόντων τους. Έχουν ιστορικό άψογης επαγγελματικής συμπεριφοράς, καθώς και πείρα σε υψηλού επιπέδου θέσεις σε ευρωπαϊκούς, εθνικούς ή διεθνείς δημόσιους οργανισμούς. Επιλέγονται κατόπιν πρότασης συμβαλλόμενου μέρους και με συναίνεση των συμβαλλόμενων μερών σύμφωνα με διαδικασία που συνίσταται στην αναζήτηση, με διαφανή τρόπο, των καλύτερων διαθέσιμων ατόμων για τα οποία τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να καταλήξουν σε συναίνεση. Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας καθορίζονται από τον φορέα.
3. Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες δηλώνουν στο όργανο κάθε σύγκρουση συμφερόντων που θα μπορούσε να βλάψει την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία τους. Στις περιπτώσεις αυτές, το όργανο αποφασίζει εάν πρέπει να ληφθούν μέτρα και, εφόσον απαιτείται, σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα.
4. Κατά τον διορισμό των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, τα συμβαλλόμενα μέρη καταβάλλουν προσπάθειες για τη διασφάλιση της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων και της γεωγραφικής ποικιλομορφίας.
5. Η θητεία των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων είναι τριετούς διάρκειας, ανανεώσιμη μία φορά. Εάν ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από τη λήξη της 3ετούς θητείας ή εάν τα συμβαλλόμενα μέρη αποφασίσουν με συναίνεση να ανακαλέσουν τον διορισμό ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα, τα συμβαλλόμενα μέρη διορίζουν με συναίνεση νέο ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα για 3 έτη.
6. Για αμιγώς διοικητικούς σκοπούς, οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες αποκτούν το καθεστώς του ειδικού συμβούλου από την Επιτροπή και υπάγονται διοικητικά σε αυτήν. Τους επιστρέφονται τα οδοιπορικά και τα έξοδα διαμονής στα οποία υποβάλλονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Λαμβάνουν ημερήσια αποζημίωση ανά ημέρα εργασίας, η οποία υπολογίζεται βάσει της αμοιβής υπαλλήλου της Ένωσης βαθμού AD12.
Άρθρο 6
Εντολή του φορέα
1. Ο φορέας συμβάλλει στην προώθηση κοινής νοοτροπίας δεοντολογίας και διαφάνειας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ιδίως με την ανάπτυξη κοινών ελάχιστων προτύπων και με την προώθηση της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών επί του θέματος.
2. Τα καθήκοντα του φορέα είναι τα εξής:
α) |
καταρτίζει κοινά ελάχιστα πρότυπα για τη συμπεριφορά των μελών των συμβαλλόμενων μερών, στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 8· |
β) |
επικαιροποιεί τα κοινά ελάχιστα πρότυπα, σύμφωνα με το άρθρο 9· |
γ) |
προβαίνει σε ανταλλαγή απόψεων με βάση την αυτοαξιολόγηση κάθε συμβαλλόμενου μέρους ή την αυτοαξιολόγηση οικειοθελώς συμμετέχοντος οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης όσον αφορά την ευθυγράμμιση των εσωτερικών του κανόνων με τα κοινά ελάχιστα πρότυπα, σύμφωνα με το άρθρο 10· |
δ) |
παρέχει στα συμβαλλόμενα μέρη αφηρημένη ερμηνεία των κοινών ελάχιστων προτύπων· |
ε) |
προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος που σχετίζονται με τους εσωτερικούς κανόνες για τη συμπεριφορά των μελών τους, καθώς και τις ανταλλαγές με οποιονδήποτε άλλο ευρωπαϊκό, εθνικό ή διεθνή οργανισμό του οποίου το έργο είναι σημαντικό για τον καθορισμό των κοινών ελάχιστων προτύπων· |
στ) |
εκδίδει ετήσια έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 18. |
3. Η λειτουργία του φορέα δεν θίγει ούτε τις αρμοδιότητες των συμβαλλόμενων μερών ούτε τις αντίστοιχες εξουσίες τους εσωτερικής οργάνωσης. Ειδικότερα, ο φορέας, με την επιφύλαξη του άρθρου 7, δεν είναι αρμόδιος για την εφαρμογή των εσωτερικών κανόνων ενός συμβαλλόμενου μέρους σε ατομικές υποθέσεις.
Άρθρο 7
Διαβούλευση με τους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες από συμβαλλόμενο μέρος
1. Εάν συμβαλλόμενο μέρος το θεωρήσει ιδιαίτερα σημαντικό, είτε για υποθέσεις που απαιτούν ειδική εξέταση είτε για τον σκοπό της ανάπτυξης ή της επικαιροποίησης δεοντολογικού προτύπου, το συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να διαβουλευθεί με τους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και να τους υποβάλει ερωτήσεις σχετικά με τη συμμόρφωση των δηλώσεων συμφερόντων ή οποιωνδήποτε άλλων τυποποιημένων γραπτών δηλώσεων ή στοιχείων ή σχεδίων των εν λόγω δηλώσεων των μελών του προς τα κοινά ελάχιστα πρότυπα που έχει αναπτύξει ο φορέας και τα οποία αποτυπώνονται από το συμβαλλόμενο μέρος στους εσωτερικούς του κανόνες. Εν αναμονή συμφωνίας για κοινά ελάχιστα πρότυπα, τα ερωτήματα αυτά μπορούν να παραπεμφθούν στους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες βάσει άλλων σχετικών προτύπων που ισχύουν για το συμβαλλόμενο μέρος.
2. Η απόφαση του συμβαλλόμενου μέρους σχετικά με τη διαβούλευση με τους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και τα ερωτήματα που θα τους υποβάλει λαμβάνεται σύμφωνα με τους κανόνες του συμβαλλόμενου μέρους.
3. Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες παρέχουν στο συμβαλλόμενο μέρος εμπιστευτική και μη δεσμευτική γραπτή γνώμη ως απάντηση στη διαβούλευση ή στα ερωτήματα. Η γνώμη διατυπώνεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που συμφωνείται με το συμβαλλόμενο μέρος. Εάν η γνώμη των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων δεν εγκριθεί ομόφωνα, περιλαμβάνει τυχόν διιστάμενες απόψεις. Οι εργασίες των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων τηρούνται απόρρητες.
4. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εκτίμηση του φορέα σχετικά με την ανάγκη ανάπτυξης ή επικαιροποίησης κοινών ελάχιστων προτύπων, οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες παρέχουν ανωνυμοποιημένο και συγκεντρωτικό ετήσιο απολογισμό των διαβουλεύσεων και των ερωτημάτων που υποβάλλονται από τα συμβαλλόμενα μέρη και των επακόλουθων ενεργειών τους, ώστε να συστήσουν, κατά περίπτωση, στον φορέα την ανάπτυξη ή την επικαιροποίηση των κοινών ελάχιστων προτύπων.
5. Το παρόν άρθρο δεν θίγει την εντολή του φορέα δυνάμει του άρθρου 6.
Άρθρο 8
Ανάπτυξη κοινών ελάχιστων προτύπων
1. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφοι 3 και 4, τα κοινά ελάχιστα πρότυπα αναπτύσσονται σύμφωνα με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών των συμβαλλόμενων μερών όπως απορρέουν από τις Συνθήκες και άλλους κανόνες που ισχύουν για τα εν λόγω μέλη. Τα κοινά ελάχιστα πρότυπα δεν επηρεάζουν το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών που καθιερώνουν οι Συνθήκες.
2. Τα κοινά ελάχιστα πρότυπα αφορούν τους ακόλουθους τομείς:
α) |
τα οικονομικά και μη οικονομικά συμφέροντα που πρέπει να δηλώνονται από τα μέλη των συμβαλλόμενων μερών· |
β) |
τις εξωτερικές δραστηριότητες των μελών των συμβαλλόμενων μερών κατά τη διάρκεια της θητείας τους· |
γ) |
την αποδοχή δώρων, φιλοξενίας ή ταξιδιών που προσφέρονται στα μέλη των συμβαλλόμενων μερών κατά τη διάρκεια της θητείας τους· |
δ) |
την αποδοχή βραβείων, παρασήμων, επάθλων και τιμητικών διακρίσεων από τα μέλη των συμβαλλόμενων μερών κατά τη διάρκεια της θητείας τους· |
ε) |
τις δραστηριότητες των μελών των συμβαλλόμενων μερών μετά τη λήξη της θητείας τους· |
στ) |
μέτρα αιρεσιμότητας και συμπληρωματικά μέτρα διαφάνειας κατά την έννοια και το πεδίο εφαρμογής της διοργανικής συμφωνίας της 20ής Μαΐου 2021 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα υποχρεωτικό μητρώο διαφάνειας (2), ιδίως όσον αφορά τις συναντήσεις των μελών των συμβαλλόμενων μερών με εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της εν λόγω συμφωνίας. |
3. Ο φορέας καταρτίζει επίσης κοινά ελάχιστα πρότυπα όσον αφορά:
α) |
γενικές διαδικασίες που θεσπίζονται από τα συμβαλλόμενα μέρη για τη διασφάλιση και την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους εσωτερικούς κανόνες δεοντολογίας τους, ιδίως όσον αφορά ζητήματα όπως οι τακτικές δράσεις ευαισθητοποίησης, η σύνθεση και τα καθήκοντα των εσωτερικών φορέων που είναι αρμόδιοι για δεοντολογικά ζητήματα, οι μηχανισμοί αναφοράς στο οικείο συμβαλλόμενο μέρος σε περίπτωση υπόνοιας παραβίασης των κανόνων δεοντολογίας —συμπεριλαμβανομένης της καταγγελίας σχετικά με εικαζόμενη παρενόχληση στην οποία εμπλέκονται μέλη των συμβαλλόμενων μερών, καθώς και των επακόλουθων ενεργειών σχετικά με την καταγγελία και της προστασίας των καταγγελλόντων προσώπων από αντίποινα— και διαδικασίες για την κίνηση ή τη λήψη κατάλληλων μέτρων σε περίπτωση παραβιάσεων· |
β) |
απαιτήσεις δημοσίευσης των πληροφοριών που συλλέγονται στους τομείς οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 2. |
4. Ο φορέας μπορεί να αναπτύξει περαιτέρω κοινά ελάχιστα πρότυπα σε τομείς άλλους από εκείνους που απαριθμούνται στις παραγράφους 2 και 3.
5. Ο φορέας συμφωνεί σχετικά με τα κοινά ελάχιστα πρότυπα εντός 6 μηνών από τον διορισμό τόσο των μελών του όσο και των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 και το άρθρο 5 παράγραφος 2, αντίστοιχα, και εντός 6 μηνών από την απόφαση για την ανάπτυξη περαιτέρω κοινών ελάχιστων προτύπων σύμφωνα με την παράγραφο 4.
6. Τα κοινά ελάχιστα πρότυπα επισημοποιούνται γραπτώς και, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της αυτονομίας κάθε συμβαλλόμενου μέρους, κοινοποιούνται σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Τα κοινά ελάχιστα πρότυπα δημοσιοποιούνται στον ιστότοπο του φορέα.
Άρθρο 9
Επικαιροποίηση των κοινών ελάχιστων προτύπων
1. Ο φορέας αξιολογεί την ανάγκη επικαιροποίησης των κοινών ελάχιστων προτύπων όταν ένα ή περισσότερα μέλη του φορέα κρίνουν αναγκαία την επανεξέταση.
2. Η επανεξέταση μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία ιδίως λόγω εξελίξεων στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νέων ή τροποποιημένων προτύπων δεοντολογίας από διεθνείς οργανισμούς, νέων τεχνικών εξελίξεων ή λόγω της ανάγκης αποσαφήνισης των κοινών ελάχιστων προτύπων εξαιτίας ζητημάτων που ανακύπτουν επανειλημμένα.
3. Στην επικαιροποίηση των κοινών ελάχιστων προτύπων εφαρμόζεται το άρθρο 8 παράγραφοι 5 και 6.
Άρθρο 10
Ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τις αυτοαξιολογήσεις των συμβαλλόμενων μερών
1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος διενεργεί γραπτή αυτοαξιολόγηση των εσωτερικών κανόνων του και της ευθυγράμμισής τους προς τα κοινά ελάχιστα πρότυπα, καθώς και προς τυχόν επικαιροποιήσεις των κοινών ελάχιστων προτύπων.
2. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος ολοκληρώνει την αυτοαξιολόγηση εντός 4 μηνών από την κοινοποίηση των κοινών ελάχιστων προτύπων στα συμβαλλόμενα μέρη.
3. Η αυτοαξιολόγηση υποβάλλεται σε συνεδρίαση του φορέα από τον εκπρόσωπο του σχετικού συμβαλλόμενου μέρους.
4. Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες διατυπώνουν γραπτή γνώμη για κάθε αυτοαξιολόγηση, εντός 2 μηνών από τη συνεδρίαση του φορέα. Εάν η γνώμη των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων δεν εγκριθεί ομόφωνα, περιλαμβάνει τυχόν διιστάμενες απόψεις. Οι εργασίες των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων τηρούνται απόρρητες.
5. Εντός 2 μηνών από την παραλαβή της γραπτής γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, ο φορέας προβαίνει σε ανταλλαγή απόψεων, με βάση την αυτοαξιολόγηση και τη γραπτή γνώμη.
6. Η γραμματεία του φορέα συντάσσει έκθεση στην οποία συνοψίζεται η ανταλλαγή απόψεων που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και περιέχονται καταληκτικές παρατηρήσεις. Ο φορέας μπορεί να τροποποιήσει την έκθεση πριν από την έγκρισή της. Εγκρίνει την έκθεση εντός του διαστήματος των 2 μηνών που αναφέρεται στην παράγραφο 5. Η γραπτή γνώμη των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων αποτελεί μέρος της έκθεσης.
7. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος επανεξετάζει και, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, επικαιροποιεί τους εσωτερικούς κανόνες του το αργότερο εντός 4 μηνών από την έγκριση της έκθεσης από τον φορέα.
8. Η αυτοαξιολόγηση και η έκθεση δημοσιεύονται στον ιστότοπο του φορέα.
Άρθρο 11
Ανταλλαγή ορθών πρακτικών
1. Ο φορέας πραγματοποιεί τουλάχιστον μία ετήσια συνεδρίαση η οποία αφορά θέματα κοινού ενδιαφέροντος στον τομέα της δεοντολογίας και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.
2. Ο φορέας μπορεί να προσκαλεί στην εν λόγω συνεδρίαση εκπροσώπους οποιουδήποτε δημόσιου εθνικού, ευρωπαϊκού ή διεθνούς οργανισμού του οποίου το έργο θεωρείται σημαντικό για τον καθορισμό των προτύπων.
Άρθρο 12
Εντολή του φορέα
1. Οι συνεδριάσεις του φορέα, συμπεριλαμβανομένων των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, συγκαλούνται από την/τον πρόεδρο.
2. Εκτός από τις συνεδριάσεις που συγκαλούνται για τον σκοπό της εφαρμογής των άρθρων 8 έως 11, ο/η πρόεδρος μπορεί, με δική του/της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους και εντός μηνός από τη λήψη του εν λόγω αιτήματος, να συγκαλέσει πρόσθετες συνεδριάσεις για να συζητηθούν θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Άρθρο 13
Συγκρούσεις συμφερόντων μελών του φορέα
1. Τα μέλη του φορέα αποφεύγουν κάθε κατάσταση που μπορεί να βλάψει την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στον φορέα.
2. Τα μέλη του φορέα δηλώνουν αμέσως στην/στον πρόεδρο κάθε κατάσταση που θίγει την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους στον φορέα. Σε μια τέτοια κατάσταση, το σχετικό συμβαλλόμενο μέρος αντικαθιστά το μέλος από τον αναπληρωτή του για όσο διάστημα το μέλος του φορέα κωλύεται να συμμετάσχει στις εργασίες του φορέα. Εάν ο αναπληρωτής επηρεάζεται επίσης από μια τέτοια κατάσταση, το σχετικό συμβαλλόμενο μέρος ορίζει προσωρινό αναπληρωματικό μέλος για όσο διάστημα διαρκεί η κατάσταση. Όταν η κατάσταση αφορά τον/την πρόεδρο, ο/η πρόεδρος αντικαθίσταται προσωρινά από το μέλος του φορέα το οποίο εκπροσωπεί τη δεδομένη χρονική στιγμή το επόμενο συμβαλλόμενο μέρος που πρόκειται να αναλάβει την προεδρία σύμφωνα με την εκ περιτροπής άσκηση της προεδρίας που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.
Άρθρο 14
Εσωτερικός κανονισμός
Ο φορέας θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό του, ο οποίος είναι δημόσιος, και τον τροποποιεί ανάλογα με τις ανάγκες.
Άρθρο 15
Επιστροφή εξόδων
Κάθε δαπάνη μελών του φορέα σε σχέση με τα καθήκοντά τους στον φορέα καλύπτεται από το συμβαλλόμενο μέρος το οποίο εκπροσωπούν.
Άρθρο 16
Γραμματεία του φορέα
1. Ο φορέας διαθέτει γραμματεία. Η γραμματεία αποτελεί κοινή επιχειρησιακή δομή που συστήνεται για τη διαχείριση της λειτουργίας του φορέα. Απαρτίζεται από την/τον υπάλληλο που είναι υπεύθυνη/-ος σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος για τους κανόνες δεοντολογίας για τα μέλη του και από το αντίστοιχο προσωπικό της/του.
2. Η γραμματεία φιλοξενείται επίσημα από την Επιτροπή και λειτουργεί υπό τον συντονισμό του/της υπαλλήλου που, εντός του συμβαλλόμενου μέρους το οποίο προεδρεύει του φορέα, είναι υπεύθυνος/υπεύθυνη για τους κανόνες δεοντολογίας για τα μέλη του εν λόγου συμβαλλόμενου μέρους, ή υπαλλήλου που ορίζεται ειδικά για τον σκοπό αυτό από το συμβαλλόμενο μέρος το οποίο προεδρεύει του φορέα («συντονιστής/συντονίστρια»). Ο συντονιστής / η συντονίστρια εκπροσωπεί τη γραμματεία και επιβλέπει τις καθημερινές εργασίες της, προς το κοινό συμφέρον των συμβαλλόμενων μερών.
3. Η γραμματεία:
α) |
υποβάλλει εκθέσεις στον φορέα, προετοιμάζει τις συνεδριάσεις του, παρέχει επιχειρησιακή συνδρομή στα καθήκοντά του και συντάσσει την έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 6· |
β) |
καταρτίζει το σχέδιο ετήσιας έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 18· |
γ) |
διαβιβάζει όλη την εισερχόμενη και εξερχόμενη αλληλογραφία με τον φορέα στην/στον πρόεδρό του και στο συμβαλλόμενο μέρος που αφορά η αλληλογραφία· |
δ) |
εκτελεί κάθε άλλη δραστηριότητα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συνδρομής στους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως προβλέπεται στην παρούσα συμφωνία. |
Άρθρο 17
Πόροι
1. Τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται μέσω μνημονίου συμφωνίας μεταξύ των Γενικών Γραμματέων τους ή των κατόχων ισοδύναμου αξιώματος, το οποίο συμφωνείται εντός 3 μηνών από τον διορισμό των μελών του φορέα, να διαθέσουν τους αναγκαίους ανθρώπινους, διοικητικούς, τεχνικούς και οικονομικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένης επαρκούς στελέχωσης της γραμματείας, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας.
2. Τα συμβαλλόμενα μέρη μοιράζονται τις δαπάνες που σχετίζονται με τη γραμματεία του φορέα και τους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες ανάλογα με το μέγεθος των αντίστοιχων διοικητικών προϋπολογισμών τους. Παρέχουν χρηματική αντιστάθμιση στην Επιτροπή στην αρχή του κάθε οικονομικού έτους. Κάθε δαπάνη που προκύπτει από διαβουλεύσεις δυνάμει του άρθρου 7 καλύπτεται από το συμβαλλόμενο μέρος που πραγματοποιεί τη διαβούλευση. Οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβανομένου μηχανισμού που λαμβάνει υπόψη το καθεστώς παρατηρητή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω προσαρμογής της συνεισφοράς του προς τα κάτω κατά 50 %, καθορίζονται στο μνημόνιο συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Το εν λόγω μνημόνιο συμφωνίας επανεξετάζεται ετησίως, ή νωρίτερα, εφόσον κρίνεται αναγκαίο από ένα συμβαλλόμενο μέρος, και τροποποιείται κατά περίπτωση.
3. Κάθε αίτημα του φορέα για πρόσθετες έκτακτες διοικητικές δαπάνες απευθύνεται στα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία εξετάζουν και εγκρίνουν τα δημοσιονομικά αιτήματα του φορέα σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τους αντίστοιχους εσωτερικούς κανόνες τους.
Άρθρο 18
Ετήσια έκθεση
1. Ο φορέας εγκρίνει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του κατά το προηγούμενο έτος, μετά από συζήτηση στο πλαίσιο της συνεδρίασης που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1.
2. Η ετήσια έκθεση δημοσιεύεται στον ιστότοπο του φορέα.
Άρθρο 19
Ιστότοπος
1. Ο φορέας διαθέτει ιστότοπο στον οποίο δημοσιεύονται πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητές του.
2. Ο ιστότοπος περιλαμβάνει ιδίως τα ακόλουθα:
α) |
τη σύνθεση του φορέα, το χρονοδιάγραμμα των συνεδριάσεών του και τις ημερήσιες διατάξεις των συνεδριάσεων· |
β) |
τα κοινά ελάχιστα πρότυπα· |
γ) |
τις αυτοαξιολογήσεις και τις εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 6, αντίστοιχα· |
δ) |
όλους τους εφαρμοστέους κανόνες κάθε συμβαλλόμενου μέρους στους τομείς που καλύπτονται από τα κοινά ελάχιστα πρότυπα. |
3. Ο ιστότοπος περιέχει επίσης τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 σχετικά με τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης που συμμετέχουν οικειοθελώς σύμφωνα με το άρθρο 20.
Άρθρο 20
Οικειοθελής συμμετοχή οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, εκτός των συμβαλλόμενων μερών
1. Τα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης, εκτός των συμβαλλόμενων μερών, μπορούν να γνωστοποιήσουν στον φορέα ότι επιθυμούν οικειοθελώς να εφαρμόσουν το σύνολο των κοινών ελάχιστων προτύπων που έχει αναπτύξει και θα αναπτύξει ο φορέας, σε σχέση με τους κανόνες που ισχύουν για τα πρόσωπα, πλην των μελών του προσωπικού τους, τα οποία ασκούν καθήκοντα παρόμοια με εκείνα των μελών των συμβαλλόμενων μερών.
2. Ο φορέας καλεί το σχετικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης να προβεί σε γραπτή αυτοαξιολόγηση των εσωτερικών κανόνων του και της ευθυγράμμισής τους με τα κοινά ελάχιστα πρότυπα και να ορίσει εκπρόσωπο που θα συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων με τα μέλη του φορέα. Το άρθρο 10 παράγραφοι 3 έως 8 και το άρθρο 15 εφαρμόζονται αναλόγως.
3. Η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών όταν ο φορέας καταρτίζει περαιτέρω κοινά ελάχιστα πρότυπα ή επικαιροποιεί κοινά ελάχιστα πρότυπα.
4. Τα όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης που ενημερώνουν τον φορέα σύμφωνα με την παράγραφο 1 συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση του φορέα. Οι λεπτομέρειες καθορίζονται στο μνημόνιο συμφωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1.
Άρθρο 21
Επανεξέταση
Τα συμβαλλόμενα μέρη επανεξετάζουν την παρούσα συμφωνία ανά 3 έτη ή κατόπιν σύστασης του φορέα, με σκοπό τη βελτίωση και την ενίσχυση της λειτουργίας της παρούσας συμφωνίας και, κατά περίπτωση, της εντολής και της διακυβέρνησης του φορέα, καθώς και των αρμοδιοτήτων των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων.
Άρθρο 22
Μεταβατικές και άλλες ρυθμίσεις
1. Κατά παρέκκλιση από τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 τρίτη περίοδος, κατά το έτος σύστασης του φορέα, οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες διορίζονται για πλήρη θητεία μεταξύ των εν ενεργεία ή πρώην μελών των υφιστάμενων εσωτερικών φορέων που είναι αρμόδιοι για δεοντολογικά ζητήματα των συμβαλλόμενων μερών, με εξαίρεση τα εν ενεργεία μέλη των συμβαλλόμενων μερών. Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες διορίζονται το πολύ 3 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας. Με σκοπό την τμηματική ανανέωση των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, η πρώτη θητεία τριών από τους πέντε εξ αυτών, οι οποίοι διορίζονται με κλήρωση, περιορίζεται σε 2 έτη.
2. Τα χρονικά όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο άρθρο 10 παράγραφος 2 μπορούν να παραταθούν για αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους, ιδίως όταν τα εν λόγω όρια εμπίπτουν σε περίοδο κατά την οποία το συμβαλλόμενο μέρος έχει συσταθεί πρόσφατα.
Άρθρο 23
Τελικές διατάξεις
1. Η παρούσα συμφωνία έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για τα συμβαλλόμενα μέρη.
2. Τα μέρη συμφωνούν, με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 2, να αποτυπώνουν τα κοινά ελάχιστα πρότυπα που έχει αναπτύξει ο φορέας στους εσωτερικούς τους κανόνες μέσω αποφάσεων που λαμβάνονται βάσει των εξουσιών εσωτερικής οργάνωσης που διαθέτουν και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας.
3. Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2024.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Για το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Για το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Για το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο
Για την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
Για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών
(1) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1968/259(1)/oj.
ELI: http://data.europa.eu/eli/agree_interinstit/2024/1365/oj
ISSN 1977-0669 (electronic edition)