EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32023R1616

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2023/1616 της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2023 για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό των συνθηκών υπό τις οποίες ένα πρόσωπο θεωρείται ανεξάρτητο από την αρχή εξυγίανσης και από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τη μεθοδολογία για την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τον διαχωρισμό των αποτιμήσεων, τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό του αποθέματος ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες προς συμπερίληψη στις προσωρινές αποτιμήσεις και τη μεθοδολογία για τη διενέργεια της αποτίμησης για την εφαρμογή της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

C/2023/2782

ΕΕ L 199 της 9.8.2023, p. 14–33 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2023/1616/oj

9.8.2023   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 199/14


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2023/1616 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 3ης Μαΐου 2023

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό των συνθηκών υπό τις οποίες ένα πρόσωπο θεωρείται ανεξάρτητο από την αρχή εξυγίανσης και από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τη μεθοδολογία για την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τον διαχωρισμό των αποτιμήσεων, τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό του αποθέματος ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες προς συμπερίληψη στις προσωρινές αποτιμήσεις και τη μεθοδολογία για τη διενέργεια της αποτίμησης για την εφαρμογή της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (1), και ιδίως το άρθρο 25 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο, το άρθρο 26 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο, και το άρθρο 61 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 25 παράγραφος 1 και το άρθρο 61 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 απαιτούν το πρόσωπο που διενεργεί την αποτίμηση που αναφέρεται στα άρθρα 24 και 61 του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: εκτιμητής) να είναι ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή και από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που υπόκειται σε αποτίμηση. Συνεπώς, θα πρέπει να εφαρμόζονται ενιαίοι κανόνες για τον καθορισμό των συνθηκών υπό τις οποίες ένα πρόσωπο θεωρείται ανεξάρτητο τόσο από τις σχετικές δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, όσο και από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 1 του κανονισμού 2021/23. Οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει να περιλαμβάνουν απαιτήσεις που διασφαλίζουν την απουσία ουσιώδους κοινού ή αντικρουόμενου συμφέροντος του εν λόγω προσώπου με την αρχή εξυγίανσης ή τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο· απαιτήσεις σχετικά με τα προσόντα, την πείρα, τις ικανότητες, τις γνώσεις και τους πόρους του εν λόγω προσώπου και την ικανότητά του να διενεργήσει την αποτίμηση αποτελεσματικά και χωρίς αδικαιολόγητη εξάρτηση από οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, καθώς και απαιτήσεις σχετικά με τον διαρθρωτικό διαχωρισμό μεταξύ του προσώπου και τόσο των σχετικών δημόσιων αρχών όσο και του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(2)

Για την αντιμετώπιση καταστάσεων που απειλούν την ανεξαρτησία, όπως οι κίνδυνοι αυτοαξιολόγησης, ιδίου συμφέροντος, υπεράσπισης, εξοικείωσης, εμπιστοσύνης ή εκφοβισμού, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι ο εκτιμητής δεν έχει ουσιώδες κοινό ή αντικρουόμενο συμφέρον με οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, ή με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένων των ανώτατων διοικητικών στελεχών του, των ελεγχόντων μετόχων ή των οντοτήτων του ομίλου. Επιπλέον, ένας εκτιμητής δεν θα πρέπει να θεωρείται ανεξάρτητος όταν έχει ουσιώδη κοινά ή αντικρουόμενα συμφέροντα με σημαντικό εκκαθαριστικό μέλος, πελάτη ή πιστωτή που θα επηρεαζόταν σημαντικά από δράση εξυγίανσης ή που έχει συμβάλει σημαντικά στην κατάσταση που οδήγησε στην εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Ομοίως, οι προσωπικές σχέσεις θα μπορούσαν να αποτελούν ουσιώδες συμφέρον. Συνεπώς, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να αξιολογεί αν υφίστανται ουσιώδη κοινά ή αντικρουόμενα συμφέροντα.

(3)

Για να είναι σε θέση η αρχή εξυγίανσης να διαπιστώσει αν υπάρχουν ουσιώδη κοινά ή αντικρουόμενα συμφέροντα, ο εκτιμητής θα πρέπει να κοινοποιεί στην αρχή εξυγίανσης κάθε πραγματικό ή δυνητικό συμφέρον το οποίο πιστεύει πως θα μπορούσε, κατά την εκτίμηση της εν λόγω αρχής, να αποτελεί ουσιώδες συμφέρον και θα πρέπει να παρέχει κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να ζητήσει ευλόγως η αρχή εξυγίανσης. Μετά τον διορισμό του, ο εκτιμητής πρέπει να τηρεί πολιτικές και διαδικασίες σύμφωνα με τους ισχύοντες κώδικες δεοντολογίας και τα ισχύοντα επαγγελματικά πρότυπα για τον εντοπισμό τυχόν πραγματικού ή δυνητικού συμφέροντος το οποίο ο εκτιμητής θεωρεί ότι ενδέχεται να συνιστά ουσιώδες κοινό ή αντικρουόμενο συμφέρον. Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να ενημερώνεται αμέσως για τυχόν πραγματικά ή δυνητικά συμφέροντα που εντοπίζονται και θα πρέπει να εξετάζει αν αυτά συνιστούν ουσιώδες συμφέρον, στην οποία περίπτωση θα πρέπει να ανακαλείται ο διορισμός του εκτιμητή και να διορίζεται νέος εκτιμητής.

(4)

Οι ρυθμίσεις διαρθρωτικού διαχωρισμού αποτελούν διασφαλίσεις που μετριάζουν τους κινδύνους σύγκρουσης συμφερόντων. Συνεπώς, η ύπαρξή τους θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση ενός δυνητικού εκτιμητή. Επομένως, στην περίπτωση νομικών προσώπων, η ανεξαρτησία του εκτιμητή θα πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με την εταιρεία ή την προσωπική εταιρεία συνολικά, αλλά λαμβανομένου υπόψη κάθε διαρθρωτικού διαχωρισμού και άλλων ρυθμίσεων που ενδέχεται να εφαρμόζονται για τη διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του προσωπικού που ενδέχεται να συμμετέχουν στην αποτίμηση και των λοιπών μελών του προσωπικού. Εάν η σημασία των εν λόγω απειλών σε σύγκριση με τις διασφαλίσεις που εφαρμόζονται είναι τέτοια ώστε να υπονομεύεται η ανεξαρτησία της εταιρείας ή της προσωπικής εταιρείας που υποβάλλει αίτηση για καθήκοντα εκτιμητή, η εν λόγω εταιρεία ή προσωπική εταιρεία δεν θα πρέπει να αναλάβει καθήκοντα ανεξάρτητου εκτιμητή.

(5)

Προκειμένου να αποφευχθούν απειλές για την ανεξαρτησία από την αυτοαξιολόγηση, ο νόμιμος ελεγκτής που διενήργησε τον έλεγχο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά το έτος που προηγείται της αξιολόγησης της επιλεξιμότητάς του για την εκτέλεση των καθηκόντων του εκτιμητή, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρείται ανεξάρτητος. Όσον αφορά άλλες ελεγκτικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες αποτίμησης που παρασχέθηκαν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατά τα αμέσως προηγούμενα έτη πριν από την ημερομηνία κατά την οποία πρόκειται να αξιολογηθεί η ανεξαρτησία, θα πρέπει επίσης να θεωρείται ότι παρουσιάζουν ουσιώδες κοινό ή αντικρουόμενο συμφέρον.

(6)

Η ανεξαρτησία του εκτιμητή μπορεί να ενισχυθεί μέσω προϋποθέσεων που διασφαλίζουν την επάρκεια και την καταλληλότητα της εμπειρογνωμοσύνης και των πόρων του εκτιμητή. Επομένως, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι ο εκτιμητής διαθέτει τα αναγκαία προσόντα, την πείρα, τις ικανότητες και τις γνώσεις σε όλα τα σχετικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων των αποτιμήσεων των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, των εφαρμοστέων απαιτήσεων για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), των υφιστάμενων σχεδίων ανάκαμψης και εγχειριδίων κανόνων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, καθώς και των εφαρμοστέων εργαλείων εξυγίανσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

(7)

Προκειμένου ο εκτιμητής να είναι σε θέση να διενεργήσει αποτελεσματικά την αποτίμηση, θα πρέπει επίσης να διασφαλίζεται ότι ο εκτιμητής διαθέτει ή έχει πρόσβαση σε επαρκείς ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για τη διενέργεια της αποτίμησης.

(8)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία του και να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη παρέμβαση στα καθήκοντά του, ο εκτιμητής θα πρέπει να είναι σε θέση να διενεργήσει αποτελεσματικά την αποτίμηση, χωρίς αδικαιολόγητη εξάρτηση από οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, ή από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Ωστόσο, η παροχή οδηγιών ή καθοδήγησης που είναι απαραίτητη για την υποστήριξη της διενέργειας της αποτίμησης, για παράδειγμα σε σχέση με τη μεθοδολογία που προβλέπεται δυνάμει της νομοθεσίας της Ένωσης στο πεδίο της αποτίμησης για σκοπούς που αφορούν την εξυγίανση, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως αδικαιολόγητη εξάρτηση όταν θεωρείται ότι οι εν λόγω οδηγίες, ή η καθοδήγηση, είναι απαραίτητες για την υποστήριξη της διενέργειας της αποτίμησης. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να εμποδίζεται η παροχή συνδρομής, όπως η παροχή από πλευράς του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τυχόν συστημάτων, οικονομικών καταστάσεων, εκθέσεων βάσει κανονιστικών υποχρεώσεων, δεδομένων της αγοράς, άλλων αρχείων ή άλλης συνδρομής προς τον εκτιμητή, όταν, κατά την εκτίμηση της αρχής εξυγίανσης, η παροχή αυτή θεωρείται απαραίτητη για την υποστήριξη της διενέργειας της αποτίμησης. Σύμφωνα με τυχόν διαδικασίες που πιθανώς να έχουν θεσπιστεί, η παροχή οδηγιών, καθοδήγησης και άλλων μορφών υποστήριξης θα πρέπει να συμφωνείται κατά περίπτωση ή σε από κοινού βάση.

(9)

Η ανεξαρτησία διακυβεύεται εάν η αποτίμηση διενεργηθεί από πρόσωπο το οποίο απασχολείται από —ή συνδέεται με— οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, και τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου έχει εδραιωθεί ο πλήρης διαρθρωτικός διαχωρισμός εντός του νομικού προσώπου. Επομένως, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι ο εκτιμητής δεν είναι υπάλληλος ούτε συμβαλλόμενος καμίας σχετικής δημόσιας αρχής, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, ούτε του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

(10)

Για να διασφαλιστεί η διαθεσιμότητα επαρκούς αριθμού προσώπων που θα μπορούσαν άμεσα να αναλάβουν καθήκοντα εκτιμητή κατά την έναρξη μιας διαδικασίας εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να διατηρεί προσωρινό κατάλογο δυνητικών εκτιμητών και να τον αναθεωρεί σε τακτική βάση.

(11)

Το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 διακρίνει δύο αποτιμήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου: μια αρχική αποτίμηση που αξιολογεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση και μια δεύτερη αποτίμηση που αποτελεί τη βάση για την απόφαση της αρχής εξυγίανσης να εφαρμόσει ένα ή περισσότερα εργαλεία εξυγίανσης. Για τους σκοπούς της αρχικής αποτίμησης, είναι σκόπιμο να διασφαλιστεί ότι, όταν προσδιορίζεται αν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις για εξυγίανση, διενεργείται δίκαιη, συνετή και ρεαλιστική αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Για τη δεύτερη αποτίμηση, σκοπός της οποίας είναι η τεκμηρίωση των δράσεων εξυγίανσης, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου βασίζεται σε αντικειμενικές, συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές.

(12)

Προκειμένου να αντικατοπτρίζονται με ακρίβεια οι συνθήκες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και οι επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, οι αποτιμήσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/23 θα πρέπει να διενεργούνται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης.

(13)

Για την αποτελεσματική και αποδοτική διενέργεια των αποτιμήσεων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/23, ο εκτιμητής θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε οποιεσδήποτε πηγές σχετικών πληροφοριών και εμπειρογνωσίας, όπως τα εσωτερικά αρχεία, τα συστήματα και τα μοντέλα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Ο εκτιμητής θα πρέπει επίσης να βασίζεται σε πληροφορίες που παρέχονται απευθείας από το προσωπικό, τη διοίκηση και τους ελεγκτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και, κατά περίπτωση, σε δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη δομή της αγοράς.

(14)

Όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ανήκει σε όμιλο, δεδομένου ότι ο υπό εξυγίανση κεντρικός συμβαλλόμενος μπορεί να αντλήσει πρόσθετη χρηματοπιστωτική στήριξη από συμβατικές ρυθμίσεις ενδοομιλικής στήριξης που μπορούν να επηρεάσουν τη στρατηγική εξυγίανσης, ο εκτιμητής θα πρέπει να συνεκτιμά το αποτέλεσμα των σχετικών συμβάσεων όταν είναι πιθανό να τεθούν σε ισχύ οι εν λόγω ρυθμίσεις. Ο εκτιμητής θα πρέπει να εξετάζει άλλες επίσημες ή άτυπες ρυθμίσεις στήριξης εντός του ομίλου, όταν είναι πιθανό να παραμείνουν σε ισχύ υπό ακραίες χρηματοπιστωτικές συνθήκες ή υπό εξυγίανση. Ομοίως, ο εκτιμητής θα πρέπει να εξετάζει προσεκτικά τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν οι χρηματοπιστωτικοί πόροι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για την κάλυψη των ζημιών άλλων οντοτήτων του ομίλου, καθώς αυτό θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω την αξία των στοιχείων ενεργητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(15)

Δεδομένου ότι οι ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας οδηγούν σε χρηματοοικονομικές αλληλεξαρτήσεις ικανές να επηρεάσουν την αποτίμηση, όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει συνάψει ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας με άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της Ένωσης, ο εκτιμητής θα πρέπει να εξετάζει όλες τις συμβατικές ρυθμίσεις που συνδέονται με τη ρύθμιση διαλειτουργικότητας, μεταξύ άλλων όταν το κλείσιμο της υπηρεσίας του συνδεδεμένου αντισυμβαλλομένου μπορεί να αντλήσει ρευστότητα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

(16)

Δεδομένου ότι η διαδικασία αποτίμησης έχει ως στόχο την υποστήριξη των αποφάσεων που λαμβάνει η αρχή εξυγίανσης πριν από την έναρξη της εξυγίανσης και κατά την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης, ο εκτιμητής θα πρέπει να υποβάλλει έκθεση στην αρχή εξυγίανσης. Συνεπώς, ο εκτιμητής θα πρέπει να συνοψίζει τις παραδοχές, τις μεθοδολογίες και το αποτέλεσμα της αποτίμησης σε έκθεση προς την αρχή εξυγίανσης. Η έκθεση θα πρέπει να περιλαμβάνει κάθε πληροφορία που κρίνεται σημαντική για να βοηθήσει την αρχή εξυγίανσης.

(17)

Για να διασφαλιστεί δίκαιη, συνετή και ρεαλιστική αποτίμηση, ο εκτιμητής θα πρέπει να αξιολογεί τον αντίκτυπο στην αποτίμηση κάθε δράσης εξυγίανσης που είναι πιθανό να αναλάβει η αρχή εξυγίανσης και θα πρέπει, σε περίπτωση που είναι αναγκαίο, να διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο εν λόγω αντίκτυπος. Ο εκτιμητής θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης για να προσδιορίσει το φάσμα των υπό εξέταση δράσεων εξυγίανσης. Εάν είναι αναγκαίο, ο εκτιμητής θα πρέπει να είναι σε θέση να παρουσιάζει χωριστές αποτιμήσεις που αντικατοπτρίζουν τον αντίκτυπο ενός επαρκώς ποικίλου φάσματος δράσεων εξυγίανσης.

(18)

Για τους ίδιους λόγους, οι αποτιμήσεις με σκοπό να τεκμηριωθεί η απόφαση της αρμόδιας αρχής ή της αρχής εξυγίανσης σχετικά με το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση θα πρέπει να είναι συνεπείς προς το ισχύον λογιστικό πλαίσιο και το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας. Ωστόσο, ο εκτιμητής θα πρέπει να είναι σε θέση να παρεκκλίνει από τις παραδοχές της διοίκησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου βάσει των οποίων καταρτίζονται οι οικονομικές καταστάσεις, στον βαθμό που μια τέτοια παρέκκλιση είναι συνεπής προς το ισχύον λογιστικό πλαίσιο και το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας.

(19)

Είναι σκόπιμο να υπάρχουν κανόνες που να εγγυώνται ότι η αποτίμηση με σκοπό την τεκμηρίωση της επιλογής των δράσεων εξυγίανσης είναι δίκαιη, συνετή και ρεαλιστική, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι όλες οι ζημίες αναγνωρίζονται πλήρως κατά τη στιγμή της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης. Η επιλογή της πιο ενδεδειγμένης βάσης επιμέτρησης θα πρέπει να γίνεται για τις ιδιαίτερες δράσεις εξυγίανσης που εξετάζονται από την αρχή εξυγίανσης.

(20)

Οι αποτιμήσεις με σκοπό την τεκμηρίωση της επιλογής και του σχεδιασμού των δράσεων εξυγίανσης θα πρέπει να εκτιμούν την οικονομική αξία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και όχι τη λογιστική του αξία. Οι εν λόγω αποτιμήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την παρούσα αξία των ταμειακών ροών τις οποίες μπορεί ευλόγως να αναμένει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ακόμη και όταν τούτο απαιτεί παρέκκλιση από το λογιστικό πλαίσιο ή το πλαίσιο προληπτικής αποτίμησης. Οι εν λόγω αποτιμήσεις θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη ότι μπορεί να προκύψουν ταμειακές ροές από τη συνεχιζόμενη κατοχή των περιουσιακών στοιχείων, ωστόσο θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις της εξυγίανσης στις μελλοντικές ταμειακές ροές. Εναλλακτικά, σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει την ικανότητα να κατέχει τα περιουσιακά στοιχεία ή όταν η εκχώρησή τους θεωρείται αναγκαία ή ενδεδειγμένη για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης, η αποτίμηση θα πρέπει να αντανακλά το γεγονός ότι οι εν λόγω ταμειακές ροές θα μπορούσαν να προκύψουν από την εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων ή επιχειρηματικών τομέων που έχουν εκτιμηθεί σε μια συγκεκριμένη περίοδο εκχώρησης.

(21)

Η αξία εκχώρησης θα πρέπει γενικά να νοείται ως ισοδύναμη της παρατηρήσιμης τιμής αγοράς που θα μπορούσε να επιτευχθεί στην αγορά για ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο ή μια ομάδα περιουσιακών στοιχείων και ενδεχομένως να αντανακλά μια κατάλληλη προεξόφληση ενόψει του ύψους των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, ο εκτιμητής θα πρέπει να είναι σε θέση, κατά περίπτωση, όσον αφορά τις δράσεις που πρόκειται να αναληφθούν στο πλαίσιο του μηχανισμού εξυγίανσης, να καθορίζει την αξία εκχώρησης, εφαρμόζοντας προεξόφληση σε μια τέτοια παρατηρήσιμη τιμή αγοράς για μια ενδεχόμενη εσπευσμένη πώληση. Σε περίπτωση που τα περιουσιακά στοιχεία δεν έχουν ρευστή αγορά, η αξία εκχώρησης θα πρέπει να καθορίζεται με αναφορά στις παρατηρήσιμες τιμές σε αγορές όπου αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παρεμφερή περιουσιακά στοιχεία ή σε μοντέλα υπολογισμού που χρησιμοποιούν παρατηρήσιμες παραμέτρους αγοράς, όπου οι προεξοφλήσεις για μειωμένη ρευστότητα αντανακλώνται κατά περίπτωση. Σε περίπτωση που εξετάζεται η χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, θα πρέπει να είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη εύλογες προσδοκίες για την αξία δικαιόχρησης κατά τον καθορισμό της αξίας εκχώρησης.

(22)

Προκειμένου να διασφαλίζεται συνέπεια ανάμεσα στον υπολογισμό της εκτίμησης της μεταχείρισης που θα αναμενόταν για κάθε κατηγορία μετόχων και πιστωτών εάν το ίδρυμα ή η οντότητα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, όπως απαιτείται από το άρθρο 25 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, και στην αποτίμηση μετά την εξυγίανση σύμφωνα με το άρθρο 61 του εν λόγω κανονισμού, είναι σημαντικό ο εκτιμητής να χρησιμοποιεί τα κριτήρια που καθορίζονται για την εν λόγω αποτίμηση, κατά περίπτωση.

(23)

Η προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, που αποτελεί τη βάση για την ανάληψη της κατάλληλης δράσης εξυγίανσης, θα πρέπει να περιλαμβάνει απόθεμα ασφαλείας, με στόχο την προσέγγιση του ύψους των πρόσθετων ζημιών. Το εν λόγω απόθεμα ασφαλείας θα πρέπει να βασίζεται σε δίκαιη, συνετή και ρεαλιστική εκτίμηση των εν λόγω πρόσθετων ζημιών. Οι αποφάσεις και οι παραδοχές που στηρίζουν τον υπολογισμό του αποθέματος ασφαλείας θα πρέπει να επεξηγούνται και να τεκμηριώνονται πλήρως στην έκθεση αποτίμησης.

(24)

Το απόθεμα ασφαλείας δεν θα πρέπει να προδικάζει την εκτίμηση στην οποία θα προβεί η αρχή εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένου του αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση που ορίζονται στο άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, καθώς και κατά τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης σχετικά με τις κατάλληλες δράσεις εξυγίανσης που πρέπει να αναληφθούν.

(25)

Η αποτίμηση βάσει του άρθρου 61 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 πρέπει να διενεργείται από εκτιμητή που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του εν λόγω κανονισμού το συντομότερο δυνατόν, αφού έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, ακόμη και αν για την ολοκλήρωσή της μπορεί να χρειάζεται αρκετός χρόνος. Αυτή η αποτίμηση θα πρέπει να βασίζεται σε διαθέσιμες πληροφορίες που είναι συναφείς με την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ώστε να αντανακλά δεόντως τις ειδικές περιστάσεις, όπως δυσχερείς συνθήκες αγοράς, που υφίστανται κατά την εν λόγω ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης. Οι πληροφορίες που αποκτώνται μετά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο στην περίπτωση όπου θα μπορούσαν ευλόγως να είχαν καταστεί γνωστές κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

(26)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η διενέργεια ολοκληρωμένης και αξιόπιστης αποτίμησης, ο εκτιμητής θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε κατάλληλα νομικά έγγραφα, συμπεριλαμβανομένου καταλόγου με όλα τα αναγνωρίσιμα στοιχεία ενεργητικού, τις αξιώσεις, τα ενδεχόμενα στοιχεία ενεργητικού και τις ενδεχόμενες αξιώσεις έναντι της οντότητας, ταξινομημένες σύμφωνα με την προτεραιότητά τους υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Θα πρέπει να επιτρέπεται στον εκτιμητή να συνάπτει συμφωνίες για την εξασφάλιση εξειδικευμένων συμβουλών ή εμπειρογνωσίας, όπως απαιτείται από τις περιστάσεις.

(27)

Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της μεταχείρισης των μετόχων, των εκκαθαριστικών μελών και άλλων πιστωτών εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ο εκτιμητής θα πρέπει να αξιολογήσει το προεξοφλημένο ποσό των αναμενόμενων ταμειακών ροών που θα είχε λάβει κάθε μέτοχος, εκκαθαριστικό μέλος και άλλος πιστωτής υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατόπιν πλήρους εφαρμογής των ισχυουσών συμβατικών υποχρεώσεων και άλλων ρυθμίσεων στους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Ο εκτιμητής δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης προς τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

(28)

Ο εκτιμητής θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη μια εμπορικά εύλογη εκτίμηση του άμεσου κόστους αντικατάστασης που αναλαμβάνουν τα εκκαθαριστικά μέλη υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Το εν λόγω κόστος θα πρέπει να καλύπτει το κόστος που προκύπτει κατά την αντικατάσταση των συναλλαγών που είναι ανοικτές στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο πριν από την αφερεγγυότητα, συμπεριλαμβανομένου του κόστους πίστωσης, ρευστότητας και συναλλαγών, καθώς και τις λειτουργικές δαπάνες που σχετίζονται με νέες συνδέσεις με διαφορετικό αντισυμβαλλόμενο, και κάθε ουσιώδες κόστος χρηματοδότησης για τις νέες απαιτήσεις εξασφάλισης που σχετίζονται με τις εν λόγω συναλλαγές.

(29)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά μεταξύ τους, δεδομένου ότι αφορούν τις περιστάσεις και τη μεθοδολογία για την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού στο πλαίσιο της εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Προκειμένου να διασφαλιστεί συνοχή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα και να διευκολύνουν τη διαδικασία εξυγίανσης, είναι απαραίτητο οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, τα εκκαθαριστικά μέλη, οι πελάτες τους, οι αρχές και οι συμμετέχοντες στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των επενδυτών που δεν είναι κάτοικοι της Ένωσης, να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση σε ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθούν τα σχετικά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6, το άρθρο 26 παράγραφος 4 και το άρθρο 61 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(30)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών.

(31)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους και οφέλους και ζήτησε τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«σχετική δημόσια αρχή»:

α)

η αρχή εξυγίανσης που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23·

β)

η αρμόδια αρχή για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση, η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

γ)

τα μέλη και οι παρατηρητές του σώματος εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23·

δ)

τα μέλη του σώματος που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ε)

η αρμόδια αρχή για οποιαδήποτε οντότητα εντός του ίδιου ομίλου με τον υπό εξυγίανση κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

στ)

το σύστημα εγγύησης καταθέσεων με το οποίο συνδέεται ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όταν ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει επίσης λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4)·

ζ)

ο φορέας που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει επίσης λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ·

η)

κατά περίπτωση, η αρχή εξυγίανσης του ομίλου στον οποίο ανήκει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και η αρχή εξυγίανσης οποιασδήποτε οντότητας εντός του ίδιου ομίλου με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

θ)

το αρμόδιο υπουργείο που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23·

ι)

κάθε άλλη δημόσια αρχή που συμμετέχει στη διαδικασία εξυγίανσης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

2.

«εκτιμητής»: νομικό ή φυσικό πρόσωπο που έχει διοριστεί για τη διενέργεια των αποτιμήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 24, στο άρθρο 26 παράγραφος 1 και στο άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23·

3.

«εύλογη αξία»: η τιμή που θα μπορούσε να ληφθεί για την πώληση ενός περιουσιακού στοιχείου ή να καταβληθεί για τη συντεταγμένη μεταβίβαση μιας υποχρέωσης ανάμεσα σε συμμετέχοντες στην αγορά κατά την ημερομηνία αποτίμησης, όπως ορίζεται στο σχετικό λογιστικό πλαίσιο·

4.

«αξία κατοχής»: η παρούσα αξία, προεξοφλημένη με κατάλληλο επιτόκιο, των ταμειακών ροών που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί ευλόγως να αναμένει βάσει αντικειμενικών, συνετών και ρεαλιστικών παραδοχών από τη διατήρηση συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των πελατών ή των αντισυμβαλλομένων ή άλλες παραμέτρους αποτίμησης στο πλαίσιο της εξυγίανσης·

5.

«αξία εκχώρησης»: η αξία που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5·

6.

«αξία δικαιόχρησης»: η καθαρή παρούσα αξία των ταμειακών ροών —υψηλότερη ή χαμηλότερη από την αξία που προκύπτει από τους συμβατικούς όρους και τις προϋποθέσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων που υφίστανται κατά την ημερομηνία αποτίμησης— που μπορούν ευλόγως να αναμένεται ότι θα προκύψουν από τη διατήρηση και την ανανέωση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων ή των δραστηριοτήτων, και περιλαμβάνει τις επιπτώσεις οποιωνδήποτε επιχειρηματικών ευκαιριών, κατά περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από τις διάφορες δράσεις εξυγίανσης που εξετάζονται από τον εκτιμητή·

7.

«αξία μετοχικού κεφαλαίου»: εκτιμώμενη τιμή αγοράς, για μεταβιβαζόμενες ή εκδιδόμενες μετοχές, που προκύπτει από την εφαρμογή γενικά αποδεκτών μεθοδολογιών αποτίμησης και που μπορεί να περιλαμβάνει την αξία δικαιόχρησης, ανάλογα με τη φύση των περιουσιακών στοιχείων ή των δραστηριοτήτων·

8.

«βάση επιμέτρησης»: η προσέγγιση για τον προσδιορισμό των χρηματικών ποσών με τα οποία παρουσιάζονται στον εκτιμητή τα περιουσιακά στοιχεία ή οι υποχρεώσεις·

9.

«ημερομηνία απόφασης εξυγίανσης»: η ημερομηνία της απόφασης της αρχής εξυγίανσης να αναλάβει δράση εξυγίανσης όσον αφορά έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 71 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Ανεξαρτησία των εκτιμητών

Άρθρο 2

Στοιχεία ανεξαρτησίας

1.   Ο εκτιμητής θεωρείται ανεξάρτητος από κάθε σχετική δημόσια αρχή και από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις κατά τον χρόνο του διορισμού του και κατά την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αναφέρεται στο άρθρο 24, στο άρθρο 26 παράγραφος 1 και στο άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23:

α)

ο εκτιμητής δεν έχει ουσιώδες κοινό ή αντικρουόμενο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού·

β)

ο εκτιμητής διαθέτει τα αναγκαία προσόντα, την πείρα, τις ικανότητες, τις γνώσεις και τους πόρους που απαιτούνται βάσει του άρθρου 4 του παρόντος κανονισμού, ώστε να είναι σε θέση να διενεργεί αποτελεσματικά τις αποτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 24, στο άρθρο 26 παράγραφος 1 και στο άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23·

γ)

ο εκτιμητής διαχωρίζεται από τις σχετικές δημόσιες αρχές και από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού.

2.   Η αρχή εξυγίανσης καταρτίζει κατάλογο δυνητικών εκτιμητών που πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου. Ο εν λόγω κατάλογος επανεξετάζεται σε τακτική βάση.

Άρθρο 3

Ουσιώδη κοινά ή αντικρουόμενα συμφέροντα

1.   Ο ανεξάρτητος εκτιμητής δεν έχει πραγματικό ή δυνητικό ουσιώδες συμφέρον, κοινό ή αντικρουόμενο, με οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρχή εξυγίανσης θεωρεί ότι ένα πραγματικό ή δυνητικό συμφέρον είναι ουσιώδες όταν θεωρεί ότι το εν λόγω συμφέρον είναι πιθανό να επηρεάσει, ή είναι πιθανό να θεωρηθεί από εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη ότι επηρεάζει, την κρίση του εκτιμητή κατά τη διενέργεια των αποτιμήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 24, στο άρθρο 26 παράγραφος 1 και στο άρθρο 61 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τα ακόλουθα:

α)

την παλαιότερη ή τρέχουσα παροχή υπηρεσιών από τον αιτούντα εκτιμητή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή σε σχετική δημόσια αρχή·

β)

τυχόν προσωπικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ του αιτούντος εκτιμητή και του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή σχετικής δημόσιας αρχής.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρχή εξυγίανσης θεωρεί συναφή τα συμφέροντα που είναι κοινά ή αντικρουόμενα με τα ακόλουθα μέρη:

α)

τα ανώτατα διοικητικά στελέχη και τα μέλη του διοικητικού οργάνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και κάθε εταιρείας ομίλου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 σημείο 28) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23·

β)

τα νομικά ή φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν ή έχουν ειδική συμμετοχή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

γ)

τους πιστωτές που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης ως σημαντικοί βάσει των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή της η αρχή εξυγίανσης·

δ)

τα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 12) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23· τους πελάτες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 18) του εν λόγω κανονισμού· και τους έμμεσους πελάτες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 20) του εν λόγω κανονισμού·

ε)

τους διαλειτουργικούς κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

4.   Η αρχή εξυγίανσης θεωρεί ότι ο εκτιμητής έχει πραγματικό ουσιώδες συμφέρον, κοινό ή αντικρουόμενο, με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο όταν:

α)

κατά το έτος που προηγήθηκε της ημερομηνίας κατά την οποία αξιολογείται η επιλεξιμότητα του εκτιμητή, ο εκτιμητής διενήργησε τον νόμιμο έλεγχο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, σύμφωνα με την οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5)·

β)

ο εκτιμητής έχει απασχοληθεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή από σχετική δημόσια αρχή κατά την περίοδο των 3 ετών που προηγήθηκε της αξιολόγησης της ανεξαρτησίας του.

5.   Το πρόσωπο που διορίζεται ως εκτιμητής:

α)

τηρεί πολιτικές και διαδικασίες, σύμφωνα με τυχόν ισχύοντες κώδικες δεοντολογίας και επαγγελματικά πρότυπα, με σκοπό τον εντοπισμό τυχόν πραγματικού ή δυνητικού συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά ουσιώδες συμφέρον·

β)

ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρχή εξυγίανσης για κάθε πραγματικό ή δυνητικό συμφέρον, κοινό ή αντικρουόμενο, με οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, το οποίο ο εκτιμητής θεωρεί ότι μπορεί, κατά την εκτίμηση της αρχής εξυγίανσης, να θεωρηθεί ότι συνιστά ουσιώδες συμφέρον·

γ)

προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να διασφαλίζει ότι κανένα μέλος του προσωπικού ή άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στη διενέργεια της αποτίμησης δεν έχει ουσιώδες συμφέρον, κοινό ή αντικρουόμενο, με οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

δ)

κοινοποιεί στην αρχή εξυγίανσης τυχόν σημαντικές επενδύσεις ή άλλα ουσιώδη οικονομικά συμφέροντα και επιβεβαιώνει ότι δεν έρχονται σε σύγκρουση με τη θέση του ως εκτιμητή·

ε)

όταν το εν λόγω πρόσωπο είναι νομικό πρόσωπο, παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για τον αποτελεσματικό διαρθρωτικό διαχωρισμό ή άλλες ρυθμίσεις που έχουν τεθεί ή πρόκειται να τεθούν σε εφαρμογή προκειμένου να αντιμετωπιστούν καταστάσεις που απειλούν την ανεξαρτησία, όπως οι κίνδυνοι αυτοαξιολόγησης, ιδίου συμφέροντος, υπεράσπισης, εξοικείωσης, εμπιστοσύνης ή εκφοβισμού, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων που αποσκοπούν στη διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του προσωπικού που ενδέχεται να συμμετέχουν στην αποτίμηση και των λοιπών μελών του προσωπικού·

στ)

σε περίπτωση που το πρόσωπο είναι νόμιμος ελεγκτής, διασφαλίζει ότι ο ελεγκτής καλύπτεται δεόντως από εσωτερικούς κανόνες για τη διαχείριση τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων·

ζ)

κοινοποιεί στην αρχή εξυγίανσης τις δραστηριότητές του που σχετίζονται με τον διορισμό για περίοδο 3 ετών πριν από την αξιολόγηση της ανεξαρτησίας του εκτιμητή·

η)

δεν ζητεί ούτε αποδέχεται οικονομικά ή άλλα προνόμια από οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, με την επιφύλαξη της καταβολής στον εκτιμητή αμοιβής και δαπανών που είναι εύλογες σε σχέση με τη διενέργεια της αποτίμησης.

Άρθρο 4

Προσόντα, πείρα, ικανότητες, γνώσεις και πόροι

1.   Ο εκτιμητής διαθέτει τα αναγκαία προσόντα, την πείρα, τις ικανότητες και τις γνώσεις και διαθέτει ή έχει πρόσβαση σε επαρκείς ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους, ώστε να είναι σε θέση να διενεργεί αποτελεσματικά την αποτίμηση και να αξιολογεί ανεξάρτητα την αποτίμηση χωρίς αδικαιολόγητη εξάρτηση από οποιαδήποτε σχετική δημόσια αρχή ή από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

2.   Ο εκτιμητής θεωρείται νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημεία 2) και 3) της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το πρόσωπο που εξετάζεται για τη θέση του εκτιμητή παρέχει αποδεικτικά στοιχεία ή επιβεβαίωση εγγράφως για την ακόλουθη αναγκαία πείρα, τις ικανότητες και τις γνώσεις:

α)

των αποτιμήσεων χρηματοπιστωτικών μέσων, της αποτίμησης μετά τη διαπραγμάτευση, και ιδίως των μέσων που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

β)

του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

γ)

για να εφαρμόζει και να κατανοεί τα σχέδια ανάκαμψης και τα εγχειρίδια κανόνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

δ)

για να εφαρμόζει και να κατανοεί το σχέδιο εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των εφαρμοστέων εργαλείων εξυγίανσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

4.   Ο εκτιμητής είναι σε θέση να εφαρμόζει τις ικανότητες και την πείρα του με ανεξάρτητο τρόπο και δεν χρειάζεται να ζητεί ή να λαμβάνει οδηγίες ή καθοδήγηση από καμία σχετική δημόσια αρχή ή από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

5.   Η παράγραφος 4 δεν εμποδίζει την παροχή οδηγιών, καθοδήγησης, εγκαταστάσεων, τεχνικού εξοπλισμού ή άλλων μορφών στήριξης, όταν η αρχή εξυγίανσης το κρίνει αναγκαίο και δεν επηρεάζει την κρίση του εκτιμητή κατά τη διενέργεια της αποτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

Άρθρο 5

Διαρθρωτικός διαχωρισμός

1.   Ο εκτιμητής διαχωρίζεται νομικά, διαρθρωτικά, λειτουργικά και αποτελεσματικά από κάθε σχετική δημόσια αρχή και από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

όταν ο εκτιμητής είναι φυσικό πρόσωπο, ο εκτιμητής δεν είναι υπάλληλος ή ανάδοχος σύμβασης με σχετική δημόσια αρχή ή τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

β)

όταν ο εκτιμητής είναι νομικό πρόσωπο, ο εκτιμητής δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Μεθοδολογία για την εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου πριν και μετρά την εξυγίανση

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις που εφαρμόζονται στις αποτιμήσεις βάσει του άρθρου 24 και του άρθρου 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23

Άρθρο 6

Γενικά κριτήρια

1.   Κατά τη διενέργεια των αποτιμήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 24 και στο άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, εξετάζει περιστάσεις που επηρεάζουν τις αναμενόμενες ταμειακές ροές και τα προεξοφλητικά επιτόκια που εφαρμόζονται στα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που απορρέουν από την πτώχευση των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή από γεγονότα μη σχετιζόμενα με αθέτηση υποχρέωσης.

Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, στοχεύει στη δίκαιη περιγραφή της οικονομικής κατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στο πλαίσιο των ευκαιριών και των κινδύνων που αυτός αντιμετωπίζει.

2.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, γνωστοποιεί και τεκμηριώνει τις βασικές παραδοχές που χρησιμοποιούνται στην αποτίμηση.

Τυχόν σημαντική απόκλιση της αποτίμησης από τις παραδοχές ή τους κανόνες που χρησιμοποίησε η διοίκηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στην κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων και στον υπολογισμό των ρυθμιστικών κεφαλαίων και κεφαλαιακών απαιτήσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου υποστηρίζεται από τις βέλτιστες διαθέσιμες πληροφορίες.

3.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, παρέχει τη βέλτιστη επακριβή εκτίμηση της αξίας ενός συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου, μιας συγκεκριμένης υποχρέωσης ή συνδυασμού των δύο.

Κατά περίπτωση, τα αποτελέσματα της αποτίμησης παρέχονται επίσης υπό μορφή εύρους τιμών.

4.   Τα κριτήρια που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό για την επιμέτρηση των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου ισχύουν επίσης για την επιμέτρηση χαρτοφυλακίων ή ομάδων περιουσιακών στοιχείων ή συνδυασμένων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, δραστηριοτήτων ή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στο σύνολό του, όπως το απαιτούν οι περιστάσεις.

5.   Η αποτίμηση κατατάσσει τους πιστωτές σε κατηγορίες, σύμφωνα με τον βαθμό προτεραιότητάς τους βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου, και περιλαμβάνει τις ακόλουθες εκτιμήσεις:

α)

της αξίας των απαιτήσεων κάθε κατηγορίας με βάση το ισχύον πτωχευτικό δίκαιο και, όπου είναι σκόπιμο και εφικτό, σύμφωνα με τα συμβατικά δικαιώματα που παρέχονται στους δικαιούχους·

β)

των εσόδων που θα λάμβανε κάθε κατηγορία εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Κατά τον υπολογισμό των εκτιμήσεων σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β), ο εκτιμητής μπορεί να ακολουθεί τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 22 του παρόντος κανονισμού.

6.   Όπου είναι σκόπιμο και εφικτό, λαμβανομένης υπόψη της χρονικής στιγμής και της αξιοπιστίας της αποτίμησης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ζητήσει διάφορες αποτιμήσεις. Σ’ αυτή την περίπτωση, η αρχή εξυγίανσης καθορίζει τα κριτήρια, ώστε να προσδιορίζεται ο τρόπος χρησιμοποίησης αυτών των αποτιμήσεων για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

Άρθρο 7

Ημερομηνία αποτίμησης

Η ημερομηνία αποτίμησης είναι μια από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

α)

η ημερομηνία αναφοράς, όπως καθορίζεται από τον εκτιμητή, ή την αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, και η οποία ορίζεται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην αναμενόμενη ημερομηνία λήψης απόφασης από την αρχή εξυγίανσης να αναλάβει δράση εξυγίανσης όσον αφορά τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 71 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 ή να ασκήσει την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής μέσων ιδιοκτησίας και χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων που ορίζονται στο άρθρο 33 του εν λόγω κανονισμού·

β)

όταν διενεργείται η οριστική αποτίμηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, η ημερομηνία απόφασης εξυγίανσης·

γ)

όσον αφορά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, η ημερομηνία καταγγελίας των εν λόγω συμβάσεων.

Άρθρο 8

Πηγές πληροφοριών

Η αποτίμηση βασίζεται σε κάθε πληροφορία που είναι διαθέσιμη κατά την ημερομηνία αποτίμησης και θεωρείται σημαντική από τον εκτιμητή, ή την αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23. Εκτός από τις οικονομικές καταστάσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τις εκθέσεις αποτίμησης, τις σχετικές εκθέσεις ελέγχου και την υποβολή υποχρεωτικών εκθέσεων σε περίοδο που λήγει όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην ημερομηνία αποτίμησης, οι εν λόγω σχετικές πληροφορίες μπορεί να περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

τις ενημερωμένες οικονομικές καταστάσεις και τις υποχρεωτικές εκθέσεις που καταρτίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όσο το δυνατόν πλησιέστερα στην ημερομηνία αποτίμησης·

β)

επεξήγηση σχετικά με τους κανόνες, τις βασικές μεθοδολογίες, παραδοχές και κρίσεις που χρησιμοποιεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προκειμένου να καταρτίζει τις οικονομικές καταστάσεις και τις υποχρεωτικές εκθέσεις·

γ)

τα δεδομένα που περιέχονται στα αρχεία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

δ)

σχετικά δεδομένα της αγοράς·

ε)

συμπεράσματα που συνάγει ο εκτιμητής από συζητήσεις με τη διοίκηση και τους ελεγκτές·

στ)

εφόσον υπάρχουν, εποπτικές αξιολογήσεις της οικονομικής κατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23·

ζ)

αξιολογήσεις της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων για ολόκληρο τον κλάδο, όπου είναι συναφείς με τα περιουσιακά στοιχεία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων·

η)

αποτιμήσεις από ομοτίμους, προσαρμοσμένες κατά περίπτωση ώστε να αποτυπώνουν τις συγκεκριμένες συνθήκες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

θ)

αναδρομικά στοιχεία, προσαρμοσμένα κατά περίπτωση, με στόχο την εξάλειψη παραγόντων που είναι πλέον άνευ αντικειμένου και την ενσωμάτωση άλλων παραγόντων που δεν επηρέασαν τα αναδρομικά στοιχεία· ή

ι)

αναλύσεις τάσεων, προσαρμοσμένες κατά περίπτωση, ώστε να αποτυπώνουν τις συγκεκριμένες συνθήκες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Άρθρο 9

Αντίκτυπος των ρυθμίσεων σε επίπεδο ομίλου

1.   Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αποτελεί μέρος ομίλου, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο των υφιστάμενων συμβατικών ρυθμίσεων ενδοομιλικής στήριξης στην αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων όταν, βάσει των περιστάσεων, είναι πιθανό να τεθούν σε ισχύ οι εν λόγω ρυθμίσεις.

2.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, λαμβάνει υπόψη τον αντίκτυπο άλλων επίσημων ή άτυπων ρυθμίσεων στήριξης εντός του ομίλου μόνον όποτε, βάσει των περιστάσεων, είναι πιθανό ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις θα διατηρηθούν όταν ένας όμιλος αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικές συνθήκες πίεσης ή βρίσκεται υπό εξυγίανση.

3.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, καθορίζει αν οι πόροι κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αποτελεί μέρος ομίλου είναι διαθέσιμοι για να καλύψουν τις ζημίες άλλων οντοτήτων του ομίλου.

Άρθρο 10

Αντίκτυπος των ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας

Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, λαμβάνει υπόψη τον δυνητικό αντίκτυπο των εν λόγω ρυθμίσεων στην αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Άρθρο 11

Έκθεση αποτίμησης

Ο εκτιμητής καταρτίζει έκθεση αποτίμησης για την αρχή εξυγίανσης, η οποία περιλαμβάνει τα εξής:

α)

τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, με εξαίρεση τις προσωρινές αποτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού·

β)

τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, με εξαίρεση τις προσωρινές αποτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού·

γ)

την αποτίμηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23·

δ)

περίληψη της αποτίμησης, που περιλαμβάνει επεξήγηση της βέλτιστης επακριβούς εκτίμησης, του εύρους τιμών και των πηγών αβεβαιότητας της αποτίμησης·

ε)

επεξήγηση των βασικών μεθοδολογιών και παραδοχών που χρησιμοποιεί ο εκτιμητής όταν διενεργεί την αποτίμηση, μαζί με επεξήγηση του βαθμού ευαισθησίας της αποτίμησης στην επιλογή των εν λόγω μεθοδολογιών και παραδοχών, και, όπου είναι εφικτό, επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο οι εν λόγω μεθοδολογίες και παραδοχές διαφέρουν από αυτές που χρησιμοποιούνται για άλλες σχετικές αποτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, τυχόν προσωρινών αποτιμήσεων εξυγίανσης·

στ)

κάθε πρόσθετη πληροφορία η οποία, κατά τη γνώμη του εκτιμητή, θα βοηθούσε την αρχή εξυγίανσης ή την αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του άρθρου 24 παράγραφοι 1, 2 και 3 και του άρθρου 26 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

Τμήμα 2

Κριτήρια για τη διενέργεια αποτιμήσεων για τους σκοπούς του άρθρου 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23

Άρθρο 12

Γενικές αρχές

1.   Οι αποτιμήσεις που διενεργούνται για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 βασίζονται σε αντικειμενικές, συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές και σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ότι οι ζημίες στο πλαίσιο του κατάλληλου σεναρίου αναγνωρίζονται πλήρως.

Σε περίπτωση που είναι διαθέσιμη, αυτή η αποτίμηση τεκμηριώνει τη διαπίστωση της αρμόδιας αρχής ή της αρχής εξυγίανσης, κατά περίπτωση, ότι ένα ίδρυμα «τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει», όπως αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

Βάσει υφιστάμενης εποπτικής καθοδήγησης ή άλλων γενικά αναγνωρισμένων πηγών που καθορίζουν κριτήρια για τη δίκαιη και ρεαλιστική επιμέτρηση διαφόρων τύπων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, μπορεί να αμφισβητήσει και να παραβλέψει, για τους σκοπούς της αποτίμησής του, τους κανόνες, τις παραδοχές, τα δεδομένα, τις μεθοδολογίες και τις κρίσεις, όπου ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος βάσισε τις αποτιμήσεις που χρησιμοποίησε για την εκπλήρωση των οικείων υποχρεώσεων υποβολής χρηματοοικονομικών αναφορών ή για τον υπολογισμό των οικείων ρυθμιστικών κεφαλαίων ή των οικείων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

2.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, καθορίζει τις καταλληλότερες μεθοδολογίες αποτίμησης, οι οποίες μπορούν να βασίζονται στα εσωτερικά μοντέλα και στους κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όταν ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, το κρίνει σκόπιμο λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και την ποιότητα των διαθέσιμων δεδομένων και πληροφοριών.

3.   Οι αποτιμήσεις είναι συνεπείς προς το ισχύον λογιστικό πλαίσιο και το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας.

Άρθρο 13

Τομείς που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής στην αποτίμηση

Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, εστιάζει ιδιαίτερα σε τομείς που υπόκεινται σε σημαντική αβεβαιότητα αποτίμησης και έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη συνολική αποτίμηση για τους σκοπούς του άρθρου 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

Για τους τομείς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, παρέχει τα αποτελέσματα της αποτίμησης με τη μορφή βέλτιστων επακριβών εκτιμήσεων και, κατά περίπτωση, εύρους τιμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3. Οι εν λόγω τομείς περιλαμβάνουν:

α)

συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23·

β)

δάνεια των οποίων οι αναμενόμενες ταμειακές ροές εξαρτώνται από την ικανότητα, την προθυμία ή τα κίνητρα ενός αντισυμβαλλομένου να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του·

γ)

ανακτηθέντα περιουσιακά στοιχεία, των οποίων οι ταμειακές ροές επηρεάζονται τόσο από την εύλογη αξία του περιουσιακού στοιχείου, κατά τη στιγμή που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατάσχει τον σχετικό τίτλο ή το εμπράγματο δικαίωμα, όσο και από την αναμενόμενη εξέλιξη αυτής της αξίας μετά την κατάσχεση·

δ)

τυχόν άλλα μέσα που επιμετρώνται στην εύλογη αξία, σε περίπτωση που ο καθορισμός αυτής της εύλογης αξίας, σύμφωνα με τις λογιστικές απαιτήσεις ή τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για την αποτίμηση στην τρέχουσα τιμή της αγοράς ή την αποτίμηση βάσει υποδείγματος τιμών, δεν εφαρμόζεται πλέον ή δεν είναι πλέον έγκυρος, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων·

ε)

υπεραξία και άυλα περιουσιακά στοιχεία, σε περίπτωση που ο έλεγχος απομείωσης μπορεί να εξαρτάται από υποκειμενικές κρίσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ευλόγως εφικτή ταμειακή ροή, τα προεξοφλητικά επιτόκια, και την περίμετρο των μονάδων δημιουργίας ταμειακών ροών·

στ)

νομικές διαφορές και ρυθμιστικές πράξεις, των οποίων οι αναμενόμενες ταμειακές ροές μπορεί να υπόκεινται σε ποικίλους βαθμούς αβεβαιότητας όσον αφορά το ύψος τους ή τη χρονική στιγμή·

ζ)

στοιχεία που περιλαμβάνουν συνταξιοδοτικά περιουσιακά στοιχεία, συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις και αναβαλλόμενους φόρους.

Άρθρο 14

Παράγοντες που επηρεάζουν την αποτίμηση

1.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, λαμβάνει υπόψη τους γενικούς παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν τις βασικές παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 13, μεταξύ άλλων τους εξής:

α)

τις οικονομικές συνθήκες και τις συνθήκες στον κλάδο που επηρεάζουν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένων γεγονότων αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονότων μη σχετιζόμενων με αθέτηση υποχρέωσης και σχετικών εξελίξεων στην αγορά·

β)

το επιχειρηματικό μοντέλο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τις αλλαγές στη στρατηγική του·

γ)

τα κριτήρια επιλογής των περιουσιακών στοιχείων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

δ)

περιστάσεις και πρακτικές που είναι πιθανό να οδηγούν σε πιέσεις στις πληρωμές·

ε)

περιστάσεις που επηρεάζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις·

στ)

τον αντίκτυπο της χρηματοοικονομικής δομής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου στην ικανότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να διατηρεί περιουσιακά στοιχεία και συμβάσεις για την αναμενόμενη περίοδο κατοχής και στην ικανότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να δημιουργεί προβλέψιμες ταμειακές ροές·

ζ)

τους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και την κατανομή ζημιών·

η)

τη γενική ρευστότητα ή τη ρευστότητα που αφορά ειδικά τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή ανησυχίες χρηματοδότησης.

2.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, διαχωρίζει με σαφήνεια τυχόν σημαντικά μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που εντοπίζονται κατά τη διαδικασία αποτίμησης, στον βαθμό που τα εν λόγω κέρδη δεν έχουν αναγνωριστεί στην αποτίμηση, και παρέχει κατάλληλες πληροφορίες στην έκθεση αποτίμησης σχετικά με τις εξαιρετικές περιστάσεις που οδήγησαν στα εν λόγω κέρδη.

Τμήμα 3

Κριτήρια για τη διενέργεια αποτιμήσεων για τους σκοπούς του άρθρου 24 παράγραφος 3 και του άρθρου 26 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23

Άρθρο 15

Γενικές αρχές

1.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, αξιολογεί τον αντίκτυπο στην αποτίμηση κάθε δράσης εξυγίανσης που ενδέχεται να αναλάβει η αρχή εξυγίανσης για να τεκμηριώσει τις αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

Με την επιφύλαξη της ανεξαρτησίας του εκτιμητή, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να συμβουλεύεται τον εκτιμητή, προκειμένου να προσδιορίζει το εύρος των δράσεων εξυγίανσης που εξετάζονται από την εν λόγω αρχή, συμπεριλαμβανομένων δράσεων που περιέχονται στο σχέδιο εξυγίανσης ή, εφόσον διαφέρει, σε τυχόν προτεινόμενο μηχανισμό εξυγίανσης.

2.   Ο εκτιμητής, σε διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, παρουσιάζει, κατά περίπτωση, χωριστές αποτιμήσεις που αντικατοπτρίζουν τον αντίκτυπο ενός επαρκώς ποικίλου φάσματος δράσεων εξυγίανσης.

3.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, διασφαλίζει ότι, όταν εφαρμόζονται τα εργαλεία εξυγίανσης ή όταν ασκείται η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής μέσων ιδιοκτησίας και χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, τυχόν ζημίες επί των στοιχείων του ενεργητικού του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αναγνωρίζονται πλήρως βάσει σεναρίων που σχετίζονται με το φάσμα των υπό εξέταση δράσεων εξυγίανσης.

4.   Σε περίπτωση που οι αξίες της αποτίμησης που διενεργείται από τον εκτιμητή, ή την αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, αποκλίνουν σημαντικά από τις αξίες που παρουσιάζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος στις οικονομικές καταστάσεις του, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, χρησιμοποιεί τις παραδοχές της δικής του αποτίμησης για να τεκμηριώσει τις προσαρμογές των παραδοχών και των λογιστικών πολιτικών που απαιτούνται για την κατάρτιση του επικαιροποιημένου ισολογισμού, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, κατά τρόπο συνεπή προς το ισχύον λογιστικό πλαίσιο.

Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, προσδιορίζει το ποσό των ζημιών που έχει εντοπίσει αλλά που δεν μπορούν να αναγνωριστούν στον επικαιροποιημένο ισολογισμό, περιγράφει τους λόγους στους οποίους βασίζεται ο προσδιορισμός των εν λόγω ζημιών και παρέχει την πιθανότητα και τον χρονικό ορίζοντα της εμφάνισής τους.

5.   Σε περίπτωση που τα μέσα ιδιοκτησίας και τα χρεωστικά μέσα ή άλλες μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις μετατρέπονται σε μετοχικό κεφάλαιο, η αποτίμηση παρέχει εκτίμηση της αξίας μετοχικού κεφαλαίου, μετά τη μετατροπή, των νέων μετοχών που μεταβιβάζονται ή εκδίδονται ως αντάλλαγμα σε κατόχους μετατραπέντων κεφαλαιακών μέσων ή σε άλλους πιστωτές. Αυτή η εκτίμηση αποτελεί τη βάση για τον καθορισμό του συντελεστή ή των συντελεστών μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 7 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

Άρθρο 16

Επιλογή της βάσης επιμέτρησης

1.   Κατά την επιλογή της καταλληλότερης βάσης ή των καταλληλότερων βάσεων επιμέτρησης, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, λαμβάνει υπόψη το εύρος των δράσεων εξυγίανσης που αξιολογούνται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1.

2.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, προσδιορίζει, βάσει αντικειμενικών, συνετών και ρεαλιστικών παραδοχών, τις ταμειακές ροές που μπορεί να αναμένει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος από τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία και τις υφιστάμενες υποχρεώσεις του μετά την έγκριση της δράσης ή των δράσεων εξυγίανσης που προσδιορίζονται και τις προεξοφλεί με κατάλληλο επιτόκιο που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6.

3.   Οι ταμειακές ροές καθορίζονται στο κατάλληλο επίπεδο συγκέντρωσης.

4.   Σε περίπτωση που οι δράσεις εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 απαιτούν τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις να παραμένουν σε έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που συνεχίζει να αποτελεί συνεχώς λειτουργούσα οντότητα, ο εκτιμητής χρησιμοποιεί την αξία κατοχής ως κατάλληλη βάση επιμέτρησης.

Η αξία κατοχής μπορεί, εάν θεωρηθεί δίκαιη, συνετή και ρεαλιστική από τον εκτιμητή, ή την αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, να προδιαγράφει την εξομάλυνση των συνθηκών της αγοράς.

Η αξία κατοχής δεν χρησιμοποιείται ως βάση επιμέτρησης σε περίπτωση που τα περιουσιακά στοιχεία μεταβιβάζονται σε μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, ή σε περίπτωση που χρησιμοποιείται ένα εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 40 του εν λόγω κανονισμού.

5.   Σε περίπτωση που οι δράσεις εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 προβλέπουν την πώληση περιουσιακών στοιχείων, οι αναμενόμενες ταμειακές ροές αντιστοιχούν στις αξίες εκχώρησης που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 και προβλέπονται για τον αναμενόμενο ορίζοντα εκχώρησης.

6.   Τα προεξοφλητικά επιτόκια καθορίζονται λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή των ταμειακών ροών, το προφίλ κινδύνου, το κόστος χρηματοδότησης και τις συνθήκες της αγοράς ανάλογα με το περιουσιακό στοιχείο ή την υποχρέωση που επιμετράται, την εξεταζόμενη στρατηγική εκχώρησης και την οικονομική κατάσταση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου μετά την εξυγίανση.

Άρθρο 17

Ειδικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εκτίμηση και την προεξόφληση των αναμενόμενων ταμειακών ροών

1.   Κατά την εκτίμηση των ταμειακών ροών, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, εφαρμόζει την έμπειρη κρίση του για τον προσδιορισμό των βασικών χαρακτηριστικών των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων που επιμετρώνται.

Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, εφαρμόζει επίσης την έμπειρη κρίση του προκειμένου να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο η συνέχιση, η πιθανή ανανέωση ή η αναχρηματοδότηση, η λήξη ή η εκχώρηση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων, όπως προβλέπεται στη δράση εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1, επηρεάζουν τις εν λόγω ταμειακές ροές.

2.   Όταν η δράση εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 προβλέπει ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατέχει ένα περιουσιακό στοιχείο, διατηρεί υποχρέωση ή συνεχίζει μια δραστηριότητα, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, μπορεί να λάβει υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες που ενδεχομένως επηρεάζουν τις μελλοντικές ταμειακές ροές:

α)

αλλαγές στις παραδοχές ή στις προσδοκίες, σε σύγκριση με αυτές που επικρατούν κατά την ημερομηνία αποτίμησης, συνεπείς προς τις μακροπρόθεσμες ιστορικές τάσεις και εξεταζόμενες κατά τη διάρκεια εύλογου χρονικού ορίζοντα, συνεπούς προς την προβλεπόμενη περίοδο κατοχής των περιουσιακών στοιχείων ή με την περίοδο που προβλέπεται για την ανάκαμψη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

β)

τις πρόσθετες ή εναλλακτικές βάσεις ή μεθοδολογίες αποτίμησης που θεωρούνται κατάλληλες από τον εκτιμητή και συνεπείς προς τον παρόντα κανονισμό, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο της εκτίμησης της αξίας μετοχικού κεφαλαίου των μετοχών μετά τη μετατροπή.

3.   Όσον αφορά τις ομάδες περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ή δραστηριοτήτων που προβλέπεται να λήξουν, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, λαμβάνει υπόψη το κόστος και τα οφέλη της αναδιάρθρωσης.

4.   Σε περίπτωση που η κατάσταση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν του επιτρέπει να διατηρήσει ένα περιουσιακό στοιχείο ή να συνεχίσει μια δραστηριότητα, ή σε περίπτωση που η πώληση θεωρείται κατά τα άλλα απαραίτητη από την αρχή εξυγίανσης για να επιτευχθούν οι στόχοι της εξυγίανσης, οι αναμενόμενες ταμειακές ροές αποτιμώνται στις αξίες εκχώρησης που αναμένονται εντός συγκεκριμένης περιόδου εκχώρησης.

5.   Η αξία εκχώρησης καθορίζεται από τον εκτιμητή, ή την αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, βάσει των ταμειακών ροών, μετά την αφαίρεση του κόστους εκχώρησης και της αναμενόμενης αξίας τυχόν παρεχόμενων εγγυήσεων, που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να αναμένει ευλόγως στις επικρατούσες συνθήκες αγοράς μέσω μιας συντεταγμένης πώλησης ή μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων.

Κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του μηχανισμού εξυγίανσης, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, μπορεί να καθορίσει την αξία εκχώρησης εφαρμόζοντας προεξόφληση για πιθανή εσπευσμένη πώληση στην παρατηρήσιμη τιμή αγοράς της εν λόγω πώλησης ή μεταβίβασης.

Κατά τον καθορισμό της αξίας εκχώρησης των περιουσιακών στοιχείων που δεν έχουν ρευστή αγορά, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, εξετάζει τις παρατηρήσιμες τιμές στις αγορές όπου αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής παρεμφερή περιουσιακά στοιχεία, ή τα μοντέλα υπολογισμού που χρησιμοποιούν παρατηρήσιμες παραμέτρους αγοράς, με αποτύπωση των προεξοφλήσεων για μειωμένη ρευστότητα, κατά περίπτωση.

6.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, λαμβάνει υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάζουν τις αξίες και τις περιόδους εκχώρησης:

α)

τις αξίες και τις περιόδους εκχώρησης που παρατηρούνται σε παρεμφερείς συναλλαγές, προσαρμοσμένες κατάλληλα ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στο επιχειρηματικό μοντέλο και στη χρηματοοικονομική δομή των μερών των εν λόγω συναλλαγών·

β)

τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματα μιας συγκεκριμένης συναλλαγής που αφορούν ειδικά τα εμπλεκόμενα μέρη ή ένα υποσύνολο των συμμετεχόντων στην αγορά·

γ)

τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας δραστηριότητας που μπορεί να αφορούν μόνον έναν συγκεκριμένο πιθανό αγοραστή ή ένα υποσύνολο των συμμετεχόντων στην αγορά·

δ)

τις πιθανές επιπτώσεις των αναμενόμενων πωλήσεων στην αξία δικαιόχρησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

7.   Κατά την εκτίμηση της αξίας των δραστηριοτήτων για τους σκοπούς της χρήσης του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή μεταβατικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, μπορεί να λαμβάνει υπόψη εύλογες προσδοκίες για την αξία δικαιόχρησης. Οι εν λόγω προσδοκίες για την αξία δικαιόχρησης περιλαμβάνουν την αξία που προκύπτει από την ανανέωση περιουσιακών στοιχείων, από την αναχρηματοδότηση ανοικτού χαρτοφυλακίου ή από τη συνέχιση ή την επανέναρξη δραστηριότητας στο πλαίσιο των δράσεων εξυγίανσης.

8.   Όταν ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, εκτιμά ότι δεν υπάρχει ρεαλιστική προοπτική για την εκχώρηση ενός περιουσιακού στοιχείου ή μιας δραστηριότητας, δεν υποχρεούται να προσδιορίσει την αξία εκχώρησης, αλλά εκτιμά τις σχετικές ταμειακές ροές με βάση τις σχετικές προοπτικές συνέχισης ή λήξης.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στο εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων.

9.   Όσον αφορά μέρη μιας ομάδας περιουσιακών στοιχείων ή μιας δραστηριότητας που είναι πιθανό να ρευστοποιηθούν υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, μπορεί να εξετάζει τις αξίες και τις περιόδους εκχώρησης που παρατηρούνται σε πλειστηριασμούς περιουσιακών στοιχείων παρεμφερούς χαρακτήρα και κατάστασης.

Κατά τον προσδιορισμό των αναμενόμενων ταμειακών ροών, ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, λαμβάνει υπόψη την έλλειψη ρευστότητας, την απουσία αξιόπιστων στοιχείων για τον προσδιορισμό των αξιών εκχώρησης και την επακόλουθη ανάγκη να στηρίζεται σε μεθοδολογίες αποτίμησης που βασίζονται σε μη παρατηρήσιμα στοιχεία.

Άρθρο 18

Μέθοδος υπολογισμού και συμπερίληψης αποθέματος ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες

1.   Ο εκτιμητής, ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, περιλαμβάνει στην αποτίμηση απόθεμα ασφαλείας που αντανακλά γεγονότα και περιστάσεις που υποστηρίζουν την ύπαρξη πρόσθετων ζημιών αβέβαιου ύψους ή αβέβαιης χρονικής στιγμής.

Οι παραδοχές που υποστηρίζουν τον υπολογισμό του αποθέματος ασφαλείας εξηγούνται και τεκμηριώνονται επαρκώς από τον εκτιμητή, ή την αρχή εξυγίανσης όταν διενεργείται προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

2.   Κατά τον προσδιορισμό του ποσού του αποθέματος ασφαλείας, ο εκτιμητής ή η αρχή εξυγίανσης όταν διενεργεί προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, προσδιορίζει τους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις αναμενόμενες ταμειακές ροές ως αποτέλεσμα των δράσεων εξυγίανσης που είναι πιθανό να εγκριθούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Διαχωρισμός της αποτίμησης υπό εξυγίανση και της αποτίμησης για την εφαρμογή της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών και μεθοδολογία για τη διενέργεια της αποτίμησης για την εφαρμογή της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών

Άρθρο 19

Γενικές διατάξεις

1.   Κατά τον προσδιορισμό της μεταχείρισης των μετόχων και των πιστωτών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, η αποτίμηση βασίζεται μόνο σε πληροφορίες σχετικά με γεγονότα και συνθήκες που υφίσταντο και θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν καταστεί γνωστά κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης και τα οποία, εάν είχαν καταστεί γνωστά στον εκτιμητή, θα είχαν επηρεάσει την επιμέτρηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

2.   Κατά τον προσδιορισμό της πραγματικής μεταχείρισης των μετόχων και των πιστωτών κατά την εξυγίανση, ο εκτιμητής βασίζεται σε διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με γεγονότα και συνθήκες που υφίστανται κατά τις ημερομηνίες κατά τις οποίες οι μέτοχοι και οι πιστωτές λαμβάνουν αποζημίωση (στο εξής: ημερομηνίες πραγματικής μεταχείρισης).

3.   Η ημερομηνία αναφοράς της αποτίμησης είναι η ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης, η οποία ενδέχεται να διαφέρει από την ημερομηνία πραγματικής μεταχείρισης.

Εφόσον ο εκτιμητής θεωρεί ότι ο αντίκτυπος τυχόν προεξόφλησης των εσόδων είναι αμελητέος, τα μη προεξοφλημένα έσοδα κατά την ημερομηνία ανάληψης της δράσης εξυγίανσης μπορούν να συγκριθούν απευθείας με το προεξοφλημένο ποσό των υποθετικών εσόδων που θα λάμβαναν οι μέτοχοι και οι πιστωτές, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εκκαθαριζόταν υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης.

Άρθρο 20

Κατάλογος απογραφής περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων

1.   Ο εκτιμητής καταρτίζει κατάλογο απογραφής με όλα τα αναγνωρίσιμα και ενδεχόμενα περιουσιακά στοιχεία που έχει στην κατοχή του ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία καταδεικνύεται ή μπορεί εύλογα να αναμένεται η ύπαρξη σχετικών ταμειακών ροών.

2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θέτει στη διάθεση του εκτιμητή κατάλογο όλων των αξιώσεων και ενδεχόμενων αξιώσεων έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Στον εν λόγω κατάλογο κατηγοριοποιούνται όλες οι αξιώσεις και οι ενδεχόμενες αξιώσεις σύμφωνα με την προτεραιότητά τους υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Επιτρέπεται στον εκτιμητή να συνάπτει συμφωνίες για την εξασφάλιση εξειδικευμένων συμβουλών ή εμπειρογνωσίας όσον αφορά τη συνέπεια της κατάταξης των αξιώσεων προς το εφαρμοστέο πτωχευτικό δίκαιο.

3.   Ο εκτιμητής προσδιορίζει χωριστά τα βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού και τις αξιώσεις που εξασφαλίζονται από τα εν λόγω στοιχεία.

Άρθρο 21

Στάδια της αποτίμησης

Κατά τον προσδιορισμό του αν υφίσταται διαφορά στη μεταχείριση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 61 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, ο εκτιμητής αξιολογεί τα ακόλουθα:

α)

τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές σε σχέση με τους οποίους έχουν πραγματοποιηθεί δράσεις εξυγίανσης, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είχε τεθεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατόπιν πλήρους εφαρμογής των ισχυουσών συμβατικών υποχρεώσεων και άλλων ρυθμίσεων στους κανόνες λειτουργίας του, κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε παροχή έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης·

β)

την αξία των αναδιαρθρωμένων αξιώσεων, μετά την εφαρμογή των εξουσιών και των εργαλείων εξυγίανσης, ή την αξία άλλων εσόδων που έλαβαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά τις ημερομηνίες πραγματικής μεταχείρισης, αναγόμενη στην ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης, εάν θεωρείται απαραίτητο, προκειμένου να καταστεί δυνατή η δίκαιη σύγκριση με τη μεταχείριση που αναφέρεται στο στοιχείο α)·

γ)

αν η μεταχείριση που αναφέρεται στο στοιχείο α) υπερβαίνει τη μεταχείριση που αναφέρεται στο στοιχείο β) για κάθε πιστωτή σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητάς του υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 20.

Άρθρο 22

Προσδιορισμός της μεταχείρισης των μετόχων και των πιστωτών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας

1.   Η μέθοδος για τη διενέργεια της αποτίμησης δυνάμει του άρθρου 21 στοιχείο α) συνίσταται στον προσδιορισμό του προεξοφλημένου ποσού των αναμενόμενων ταμειακών ροών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

2.   Οι αναμενόμενες ταμειακές ροές προεξοφλούνται στο επιτόκιο ή στα επιτόκια που αντανακλούν, ανάλογα με την περίπτωση, τον χρόνο που σχετίζεται με τις εν λόγω αναμενόμενες ταμειακές ροές, τις επικρατούσες συνθήκες κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης, τα επιτόκια μηδενικού κινδύνου, τα ασφάλιστρα κινδύνου για παρεμφερή χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από παρεμφερείς οντότητες, τις συνθήκες αγοράς ή τα προεξοφλητικά επιτόκια που εφαρμόζονται από πιθανούς αγοραστές, καθώς και άλλα σχετικά χαρακτηριστικά του στοιχείου ή των στοιχείων που αποτιμώνται.

3.   Η μεθοδολογία που ορίζεται στην παράγραφο 2 για τον υπολογισμό του προεξοφλητικού επιτοκίου δεν χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν συγκεκριμένα προεξοφλητικά επιτόκια που είναι κατάλληλα για την αποτίμηση και καθορίζονται στο εφαρμοστέο δίκαιο ή στην πρακτική περί αφερεγγυότητας.

4.   Κατά τον προσδιορισμό του προεξοφλημένου ποσού των αναμενόμενων ταμειακών ροών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ο εκτιμητής λαμβάνει υπόψη:

α)

τους ισχύοντες κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τις συμβατικές ρυθμίσεις, το δίκαιο και την πρακτική περί αφερεγγυότητας στη σχετική δικαιοδοσία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αποτίμηση·

β)

το ευλόγως προβλέψιμο διοικητικό κόστος, κόστος συναλλαγής, κόστος διατήρησης, κόστος εκχώρησης ή άλλο κόστος που θα μπορούσε να είχε επωμιστεί ένας διαχειριστής ή εκκαθαριστής, καθώς και το κόστος χρηματοδότησης·

γ)

τις πληροφορίες σχετικά με πρόσφατες περιπτώσεις αφερεγγυότητας παρεμφερών οντοτήτων, εφόσον είναι διαθέσιμες και συναφείς·

δ)

την εκτίμηση του άμεσου κόστους αντικατάστασης που υφίστανται τα εκκαθαριστικά μέλη, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 23.

5.   Για περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ενεργή αγορά, ο εκτιμητής χρησιμοποιεί την παρατηρούμενη τιμή, εκτός εάν ειδικές περιστάσεις παρεμποδίζουν την εμπορευσιμότητα των περιουσιακών στοιχείων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Για περιουσιακά στοιχεία που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ενεργή αγορά, ο εκτιμητής λαμβάνει υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες κατά τον καθορισμό του ποσού και του χρόνου των αναμενόμενων ταμειακών ροών:

α)

τις τιμές που παρατηρούνται σε ενεργές αγορές όπου αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παρεμφερή περιουσιακά στοιχεία·

β)

τις τιμές που παρατηρούνται σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή σε άλλως επισφαλείς συναλλαγές που περιλαμβάνουν περιουσιακά στοιχεία παρεμφερούς φύσης και κατάστασης·

γ)

τις τιμές που παρατηρούνται σε συναλλαγές που περιλαμβάνουν την πώληση δραστηριοτήτων ή τη μεταβίβαση σε μεταβατικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε πλαίσιο εξυγίανσης που αφορά παρεμφερείς οντότητες·

δ)

την πιθανότητα να δημιουργήσει ένα περιουσιακό στοιχείο καθαρές ταμειακές εισροές υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας·

ε)

τις αναμενόμενες συνθήκες αγοράς εντός δεδομένης περιόδου εκχώρησης, συμπεριλαμβανομένων του βάθους της αγοράς και της ικανότητας της αγοράς να ανταλλάξει τον σχετικό όγκο περιουσιακών στοιχείων εντός της συγκεκριμένης περιόδου· και

στ)

τη διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου εκχώρησης που αντανακλά τις συνέπειες του εφαρμοστέου πτωχευτικού δικαίου.

6.   Ο εκτιμητής εξετάζει αν η χρηματοπιστωτική κατάσταση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα είχε επηρεάσει τις αναμενόμενες ταμειακές ροές, μεταξύ άλλων μέσω περιορισμών στην ικανότητα του διαχειριστή να διαπραγματεύεται όρους με πιθανούς αγοραστές.

7.   Εάν είναι δυνατόν, και με την επιφύλαξη τυχόν εφαρμοστέας διάταξης του σχετικού πλαισίου αφερεγγυότητας, οι ταμειακές ροές αντανακλούν τα συμβατικά, νόμιμα και λοιπά νομικά δικαιώματα των πιστωτών ή τις κανονικές πρακτικές αφερεγγυότητας.

8.   Τα υποθετικά έσοδα που προκύπτουν από την αποτίμηση επιμερίζονται στους μετόχους και τους πιστωτές σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητάς τους δυνάμει του εφαρμοστέου πτωχευτικού δικαίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20.

Άρθρο 23

Άμεσο κόστος αντικατάστασης που αναλαμβάνουν τα εκκαθαριστικά μέλη υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας

1.   Κατά τον υπολογισμό του κόστους που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 στοιχείο δ), ο εκτιμητής λαμβάνει υπόψη μια εμπορικά εύλογη εκτίμηση του άμεσου κόστους αντικατάστασης που αναλαμβάνουν τα εκκαθαριστικά μέλη για να ανοίξουν εκ νέου, εντός κατάλληλης περιόδου, συγκρίσιμες καθαρές θέσεις στην αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 61 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

2.   Ο εκτιμητής λαμβάνει υπόψη τις ακόλουθες δαπάνες για τα εκκαθαριστικά μέλη:

α)

τα υποθετικά πιστωτικά ανοίγματα των εκκαθαριστικών μελών έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά το εκ νέου άνοιγμα των συγκρίσιμων καθαρών θέσεων, εάν οι εν λόγω θέσεις παρέμειναν ανοικτές στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο έως την εν λόγω ημερομηνία·

β)

τυχόν έξοδα ρευστότητας και συγκέντρωσης που αναλαμβάνουν τα εκκαθαριστικά μέλη κατά το εκ νέου άνοιγμα των συγκρίσιμων καθαρών θέσεων·

γ)

κάθε σημαντικό αναπόφευκτο λειτουργικό κόστος με το οποίο επιβαρύνονται τα εκκαθαριστικά μέλη σε σχέση με τις νέες συνδέσεις ή συναλλαγές μεταξύ εκκαθαριστικών μελών και οποιουδήποτε αντισυμβαλλομένου ή κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των τελών συμμετοχής, διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης, πληρωμής, διακανονισμού και φύλαξης·

δ)

κάθε πρόσθετο ουσιώδες κόστος χρηματοδότησης που προκύπτει από τη διαφορά των εφαρμοστέων απαιτήσεων περιθωρίου ασφαλείας και των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης και συνδέεται με το εκ νέου άνοιγμα καθαρών θέσεων σε οποιονδήποτε αντισυμβαλλόμενο ή κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 24

Προσδιορισμός της πραγματικής μεταχείρισης των μετόχων και των πιστωτών κατά την εξυγίανση

1.   Ο εκτιμητής προσδιορίζει όλες τις αξιώσεις που εκκρεμούν μετά την απομείωση ή τη μετατροπή κεφαλαιακών μέσων και την υλοποίηση οποιωνδήποτε δράσεων εξυγίανσης, και εκχωρεί αυτές τις αξιώσεις στα νομικά και φυσικά πρόσωπα που ήταν οι μέτοχοι και οι πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης.

Ο εκτιμητής προσδιορίζει την πραγματική μεταχείριση των νομικών και φυσικών προσώπων που ήταν οι μέτοχοι και οι πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4, εκτός εάν τα εν λόγω πρόσωπα λαμβάνουν χρηματική αποζημίωση ως αποτέλεσμα της εξυγίανσης.

2.   Σε περίπτωση που τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που ήταν οι μέτοχοι και οι πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης λαμβάνουν αποζημίωση υπό τη μορφή μετοχών ως αποτέλεσμα της εξυγίανσης, ο εκτιμητής προσδιορίζει την πραγματική τους μεταχείριση, παρέχοντας μια εκτίμηση της συνολικής αξίας των μετοχών που έχουν μεταβιβαστεί ή εκδοθεί ως αντάλλαγμα στους κατόχους των κεφαλαιακών μέσων, των χρεωστικών μέσων ή άλλων μη εξασφαλισμένων υποχρεώσεων που έχουν μετατραπεί. Η εν λόγω εκτίμηση μπορεί να βασίζεται στην εκτιμηθείσα τιμή αγοράς που προκύπτει από γενικά αποδεκτές μεθοδολογίες αποτίμησης.

3.   Σε περίπτωση που τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που ήταν οι μέτοχοι και οι πιστωτές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης λαμβάνουν αποζημίωση υπό τη μορφή χρεωστικών τίτλων ως αποτέλεσμα της εξυγίανσης, ο εκτιμητής προσδιορίζει την πραγματική μεταχείριση λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές στις συμβατικές ταμειακές ροές που προκύπτουν από την απομείωση ή τη μετατροπή, την εφαρμογή άλλων δράσεων εξυγίανσης και το σχετικό προεξοφλητικό επιτόκιο που υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

4.   Για οποιαδήποτε εκκρεμούσα αξίωση, ο εκτιμητής μπορεί να λαμβάνει υπόψη, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες και σε συνδυασμό με τους παράγοντες που περιγράφονται στις παραγράφους 2 και 3, τις τιμές που παρατηρούνται σε ενεργές αγορές για τα ίδια ή παρεμφερή μέσα που έχουν εκδοθεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο υπό εξυγίανση ή άλλες παρεμφερείς οντότητες.

5.   Ο εκτιμητής λαμβάνει επίσης υπόψη το πραγματικό άμεσο κόστος αντικατάστασης που αναλαμβάνουν τα εκκαθαριστικά μέλη και παρουσιάζεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2, όταν συγκρίνει την πραγματική μεταχείριση των μετόχων και των πιστωτών κατά την εξυγίανση με την αποτίμηση για την εφαρμογή της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών.

Άρθρο 25

Έκθεση αποτίμησης

Ο εκτιμητής καταρτίζει έκθεση αποτίμησης για την αρχή εξυγίανσης, η οποία περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:

α)

σύνοψη της αποτίμησης, συμπεριλαμβανόμενης παρουσίασης του εύρους της αποτίμησης και των πηγών αβεβαιότητας της αποτίμησης·

β)

επεξήγηση των βασικών μεθοδολογιών και των παραδοχών που υιοθετήθηκαν, καθώς και του βαθμού ευαισθησίας της αποτίμησης σε αυτές τις επιλογές·

γ)

επεξήγηση, όπου είναι εφικτό, του λόγου για τον οποίο η αποτίμηση διαφέρει από άλλες σχετικές αποτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένων των αποτιμήσεων της εξυγίανσης που διενεργούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/23 ή άλλων προληπτικών ή λογιστικών αποτιμήσεων.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 3 Μαΐου 2023.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(4)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(5)  Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87).


Top