Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32019Y1209(01)

    Συσταση του Ευρωπαϊκου Συμβουλιου Συστημικου Κινδυνου της 26ης Σεπτεμβρίου 2019 σχετικά με την ανταλλαγή και συλλογή πληροφοριών που αφορούν υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες για μακροπροληπτικούς σκοπούς (ΕΣΣΚ/2019/18)2019/C 412/01

    ΕΕ C 412 της 9.12.2019, p. 1–10 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    9.12.2019   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 412/1


    ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΥΣΤΗΜΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

    της 26ης Σεπτεμβρίου 2019

    σχετικά με την ανταλλαγή και συλλογή πληροφοριών που αφορούν υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε άλλα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες για μακροπροληπτικούς σκοπούς

    (ΕΣΣΚ/2019/18)

    (2019/C 412/01)

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΥΣΤΗΜΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου  (1), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία β), δ) και στ) και τα άρθρα 16 έως 18,

    Έχοντας υπόψη την απόφαση ΕΕΣΚ/2011/1 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, της 20ής Ιανουαρίου 2011, για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου  (2), και ιδίως το άρθρο 15 παράγραφος 3 στοιχείο ε) και τα άρθρα 18 έως 20,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Ο απώτερος στόχος της μακροπροληπτικής πολιτικής είναι να συμβάλει στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του, μεταξύ άλλων ενισχύοντας την ανθεκτικότητά του και μειώνοντας τη συσσώρευση συστημικών κινδύνων.

    (2)

    Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 αναγνωρίζει ότι η παρακολούθηση και η εκτίμηση δυνητικών συστημικών κινδύνων θα πρέπει να βασίζονται σε ένα ευρύ φάσμα συναφών μακροοικονομικών και μικροοικονομικών δεδομένων και δεικτών και παρέχει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων του των σχετικών με τη μακροπροληπτική επίβλεψη, κατά τρόπο που διαφυλάσσει ταυτόχρονα το απαιτούμενο κατά περίπτωση απόρρητο των εν λόγω πληροφοριών.

    (3)

    Πρόσβαση στο ως άνω φάσμα δεδομένων και δεικτών που απαιτεί η εκτέλεση των καθηκόντων τους θα πρέπει να έχουν και άλλες αρχές επιφορτισμένες με τη λήψη και/ή ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, περιλαμβανομένων των αρχών που παρέχουν ανάλυση για σκοπούς τεκμηρίωσης των αποφάσεων μακροπροληπτικής πολιτικής. Οι πληροφορίες τις οποίες διαθέτουν οι οικείες αρχές για τα υποκαταστήματα που λειτουργούν στην επικράτειά τους διαφέρουν μεταξύ κρατών μελών ως προς την εμβέλεια και τη συχνότητα παροχής.

    (4)

    Η σύσταση ΕΣΣΚ/2011/3 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (3) συνέστησε στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν, μεταξύ άλλων, την εξουσία των μακροπροληπτικών αρχών να ζητούν και να λαμβάνουν έγκαιρα όλα τα σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τους εθνικά στοιχεία και πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών προερχόμενων από φορείς μικροπροληπτικής εποπτείας και εποπτείας αγορών κινητών αξιών και πληροφοριών αναγόμενων εκτός της κανονιστικής περιμέτρου, καθώς και των εξειδικευμένων ανά ίδρυμα πληροφοριών κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος και στη βάση της εφαρμογής κατάλληλων ρυθμίσεων που διασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα. Ωστόσο, η εν λόγω σύσταση δεν μπορούσε να προβλέψει τις διάφορες θεσμικές ρυθμίσεις που αφορούν την εξέλιξη της χάραξης και άσκησης της μακροπροληπτικής πολιτικής στα κράτη μέλη από το 2011 και μετά. Ως εκ τούτου, δεν εξέτασε ειδικά κάποιες θεσμικές ρυθμίσεις που ενδέχεται να καταστούν αναγκαίες για τη διασφάλιση της πρόσβασης των μακροπροληπτικών αρχών σε πληροφορίες τις οποίες δεν έχουν στη διάθεσή τους, αλλά οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

    (5)

    Επί του παρόντος η παροχή διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών μέσω υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα αντιπροσωπεύει σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος αρκετών κρατών μελών. Στα εν λόγω κράτη μέλη ορισμένα υποκαταστήματα: α) έχουν χαρακτηριστεί σημαντικά από τις αρμόδιες αρχές κατά το άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), β) πληρούν τα κριτήρια άλλων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων κατά το άρθρο 131 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, γ) παρέχουν κρίσιμες λειτουργίες βάσει του ευρωπαϊκού πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης ή δ) κατέχουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς σε σχέση με δραστηριότητες που μπορούν να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (εφεξής από κοινού τα «υποκαταστήματα που μπορούν να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα»). Το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει εναρμονισμένο ορισμό των υποκαταστημάτων που μπορούν να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η παροχή διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών μέσω αυτών των υποκαταστημάτων αναμένεται να αυξηθεί στο μέλλον, καθώς εξελίσσεται η διαδικασία χρηματοπιστωτικής ενοποίησης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάθε αρχή επιφορτισμένη με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει ορισμένες βασικές πληροφορίες για το σύνολο των λειτουργούντων εντός της δικαιοδοσίας της υποκαταστημάτων μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα. Τούτο, προκειμένου η οικεία αρχή να μπορεί τουλάχιστον να αξιολογεί κατά πόσον τα υποκαταστήματα αυτά μπορούν να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη χώρα όπου ασκούν τις δραστηριότητές τους. Εάν η οικεία αρχή θεωρεί ότι όντως αυτό ισχύει, πρέπει επίσης να είναι σε θέση να λαμβάνει αναλυτικότερες πληροφορίες για τις δραστηριότητες αυτές.

    (6)

    Τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν έδρα σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα διαφέρουν ως προς το μέγεθος και τη σημασία τους. Εφόσον τα εν λόγω υποκαταστήματα θεωρείται ότι μπορούν να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη χώρα όπου δραστηριοποιούνται, είναι αναγκαία η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των οικείων αρχών των κρατών μελών υποδοχής και καταγωγής. Εν προκειμένω η ανταλλαγή επιλεγμένων πληροφοριών για τα μητρικά ιδρύματα και τους ομίλους στους οποίους ανήκουν τα υποκαταστήματα είναι αναγκαία για την αξιολόγηση της πιθανής ενίσχυσης του αντίκτυπου της λειτουργίας των τελευταίων σε περιόδους υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης ή κρίσης. Εξάλλου, η ανταλλαγή των επιλεγμένων αυτών πληροφοριών σε σχέση με τα μητρικά ιδρύματα και τους ομίλους όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια, τη μόχλευση (περιλαμβανομένων των σχετικών απαιτήσεων αποθεμάτων ασφαλείας), τον κίνδυνο χρηματοδότησης και ρευστότητας, την επιχειρηματική στρατηγική και επιμέρους πτυχές των σχεδίων ανάκαμψης, είναι αναγκαία και για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της μακροπροληπτικής πολιτικής στα κράτη μέλη υποδοχής των υποκαταστημάτων τους.

    (7)

    Για τους λόγους αυτούς η παροχή της δέσμης πληροφοριών που αναφέρεται στη σύσταση Γ θεωρείται αναγκαία προκειμένου οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας να είναι σε θέση να εκπληρώσουν την εντολή τους. Οι πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται στις αρχές αυτές κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος με βάση την ανάγκη ενημέρωσης και εντός των ορίων της εφαρμοστέας ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας. Όποτε οι εν λόγω αρχές χρειάζονται πρόσθετες πληροφορίες προκειμένου να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους και να παρακολουθήσουν ή να αξιολογήσουν συστημικούς κινδύνους ή για τους σκοπούς του σχεδιασμού νέων μέσων πολιτικής, θα πρέπει να μπορούν να τις λάβουν κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος.

    (8)

    Ούτε η οδηγία 2013/36/ΕΕ, και ιδίως το άρθρο 56 αυτής, ούτε ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) απαγορεύει ή εμποδίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ, αφενός, αρμόδιων αρχών και, αφετέρου, αρχών ή φορέων επιφορτισμένων με την ευθύνη της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη, κατά την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους. Μολονότι η νομοθεσία της Ένωσης παρέχει ήδη πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των οικείων αρχών για μικροπροληπτικούς σκοπούς, δεν υπάρχει ακόμη πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών για μακροπροληπτικούς σκοπούς.

    (9)

    Οι κεντρικές τράπεζες συλλέγουν πληροφορίες για τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών προτρέπονται να ανταλλάσσουν τέτοιες πληροφορίες με τις οικείες αρχές κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος βάσει της ανάγκης ενημέρωσης, καθώς αυτό θεωρείται αποτελεσματικό μέσο για τη διευκόλυνση της άσκησης των καθηκόντων τους.

    (10)

    Η ύπαρξη καλοσχεδιασμένων ρυθμίσεων περί ανταλλαγής πληροφοριών για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα θα μπορούσε να διευκολύνει τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η κατάρτιση μνημονίων συνεννόησης αναμένεται να εισαγάγει στοιχεία τυποποίησης και προβλεψιμότητας και να διαμορφώσει κοινή αντίληψη ως προς το τι συνιστά πληροφόρηση που μπορεί να επηρεάσει την άσκηση των καθηκόντων τους· τα μνημόνια συνεννόησης θεωρούνται εξάλλου αποτελεσματικό και αποδοτικό μέσο για την επίτευξη του στόχου της διαμόρφωσης νοοτροπίας περί ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των οικείων αρχών για μακροπροληπτικούς σκοπούς. Εν προκειμένω, το Nordic-Baltic Macroprudential Forum (6) και το πλέον πρόσφατο μνημόνιο συνεννόησης σχετικά με τη συνεργασία και τον συντονισμό στον τομέα της διασυνοριακής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη Σκανδιναβία και τη Βαλτική (7) θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως σημεία αναφοράς για τη θέσπιση πλαισίου στενής συνεργασίας μεταξύ των οικείων αρχών.

    (11)

    Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η επιλογή της οικείας αρχής να συλλέγει πληροφορίες για σκοπούς χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή μακροπροληπτικούς σκοπούς θα πρέπει να επαφίεται στο οικείο κράτος μέλος.

    (12)

    Σύμφωνα με το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής μπορούν να απαιτούν από κάθε πιστωτικό ίδρυμα που διατηρεί υποκατάστημα στην επικράτειά τους να υποβάλλει σε αυτές ανά τακτά χρονικά διαστήματα εκθέσεις για τις δραστηριότητες που ασκεί στην επικράτειά τους. Οι εκθέσεις αυτές μπορούν να εξυπηρετούν: i) λόγους ενημέρωσης και στατιστικούς σκοπούς, ii) τη διαπίστωση της ιδιότητας υποκαταστημάτων ως σημαντικών ή iii) τους σκοπούς εποπτείας που ανατίθεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Δεν είναι σαφές εάν πληροφορίες συλλεγόμενες βάσει του εν λόγω άρθρου μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για μακροπροληπτικούς σκοπούς, καθώς η σχετική διάταξη δεν κάνει διάκριση μεταξύ μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής εποπτείας. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει την ανάγκη αναθεώρησης του ενωσιακού διακίου στο πλαίσιο της επανεξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 513 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διευκρινίζοντας ειδικότερα ότι πληροφορίες προερχόμενες από τα υποκαταστήματα μπορούν να συλλέγονται και για μακροπροληπτικούς σκοπούς.

    (13)

    Τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτη χώρα υπόκεινται αποκλειστικά στο οικείο εθνικό δίκαιο, τα δε εθνικά νομοθετικά πλαίσια στον τομέα αυτόν δεν είναι εναρμονισμένα βάσει του ενωσιακού δικαίου. Το άρθρο 47 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε πρόσφατα από την οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), ορίζει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να συλλέγουν από τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτη χώρα ελάχιστη δέσμη πληροφοριών και, συμπληρωματικά, κάθε περαιτέρω πληροφορία που θεωρείται αναγκαία για τη διασφάλιση της ολοκληρωμένης παρακολούθησης των δραστηριοτήτων των υποκαταστημάτων. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να διαβιβάζονται στις αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπου αυτό είναι εφικτό και σκόπιμο. Στο πλαίσιο της επανεξέτασης της ανάγκης να αναθεωρηθεί το ενωσιακό δίκαιο κατά το άρθρο 513 του προαναφερθέντος κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και δη να διευκρινιστεί ότι πληροφορίες προερχόμενες από υποκαταστήματα μπορούν να συλλέγονται και για μακροπροληπτικούς σκοπούς, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξετάσει τη σκοπιμότητα της συλλογής δεδομένων για τους σκοπούς αυτούς από υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτη χώρα.

    (14)

    Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (9) (εφεξής ο «κανονισμός ΕΕΜ»), η ΕΚΤ είναι η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ). Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων και συνεργάζεται στενά με τις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) για την εκτέλεση των καθηκόντων της μέσω κοινών εποπτικών ομάδων, που περιλαμβάνουν προσωπικό της ΕΚΤ και των οικείων εθνικών αρμόδιων αρχών. Αυτό επιτρέπει την ομαλή και έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών για τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα. Οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας μπορούν να ζητούν και να λαμβάνουν από την ΕΚΤ, στο πλαίσιο του εποπτικού της ρόλου, πληροφορίες για τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος.

    (15)

    Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση των μακροπροληπτικών μέτρων που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές και, όταν κρίνεται αναγκαίο, για την εφαρμογή υψηλότερων απαιτήσεων κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας και τη λήψη αυστηρότερων μέτρων. Εν προκειμένω, οι πληροφορίες για τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα εμπίπτουν στις κατηγορίες πληροφοριών που ενδέχεται να είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων αυτών από την ΕΚΤ.

    (16)

    Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν στον ΕΕΜ μπορούν να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες για τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που συστήνονται δυνάμει των άρθρων 51 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και χρησιμεύουν ως οχήματα για τον συντονισμό των εποπτικών καθηκόντων που αφορούν τις διασυνοριακές δραστηριότητες ορισμένου πιστωτικού ιδρύματος.

    (17)

    Ο εν λόγω διασυνοριακός μηχανισμός ανταλλαγής πληροφοριών εστιάζει στους στόχους της μικροπροληπτικής εποπτείας. Επομένως, τα άρθρα 51 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/98 της Επιτροπής (10) που καθορίζουν τους γενικούς όρους λειτουργίας των σωμάτων εποπτών δεν προβλέπουν ειδικά τη συμμετοχή σε αυτά αρχών επιφορτισμένων με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ωστόσο, η οικεία αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μπορεί καταρχήν να καλεί άλλες οντότητες να συμμετέχουν σε συνεδριάσεις σώματος εποπτών, υπό την προϋπόθεση ότι συμφωνούν όλα τα μέλη του σώματος. Ορισμένες πληροφορίες για το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο των εργασιών των σωμάτων εποπτών μπορούν να επηρεάσουν την επίτευξη των μακροπροληπτικών σκοπών. Εν προκειμένω, οι αρμόδιες αρχές προτρέπονται να καλούν τις οικείες αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη και/ή ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας να συμμετέχουν στην εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων μακροπροληπτικού ενδιαφέροντος που συζητούνται στα σώματα εποπτών. Η ρητή πρόβλεψη στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2016/98 της Επιτροπής της δυνατότητας των εν λόγω οικείων αρχών να συμμετέχουν στα σώματα εποπτών ως παρατηρητές θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη βεβαιότητα ως προς αυτόν τον ρόλο τους. Η πρόσκληση εκπροσώπων των μακροπροληπτικών αρχών σε συνεδριάσεις των σωμάτων εποπτών με σκοπό την ενημέρωση των λοιπών συμμετεχόντων για τους μακροπροληπτικούς κινδύνους ή τις κανονιστικές εξελίξεις σε τομείς της μακροπροληπτικής εποπτείας μπορεί να ωφελήσει και τις συζητήσεις εντός των σωμάτων εποπτών.

    (18)

    Για να διασφαλιστεί η συνεπής, αποτελεσματική και αποδοτική προσέγγιση της ανταλλαγής πληροφοριών για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) θα πρέπει, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές για την ανταλλαγή πληροφοριών και να την παρακολουθεί. Για να επιτευχθεί συγκεκριμένο επίπεδο σύγκλισης των πληροφοριών που θα υποβάλλουν οι εμπλεκόμενοι φορείς η ΕΑΤ θα πρέπει, σε συνεργασία με αυτούς, να θεσπίσει κοινό πλαίσιο συνομολόγησης μνημονίων συνεννόησης.

    (19)

    Η παρούσα σύσταση δεν θίγει τις εντολές νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών στην Ένωση.

    (20)

    Οι συστάσεις του ΕΣΣΚ δημοσιεύονται αφότου οι αποδέκτες τους ενημερωθούν και αφότου το γενικό συμβούλιο ενημερώσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πρόθεσή του να προβεί στη δημοσίευση και του παράσχει τη δυνατότητα να αντιδράσει,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΣΤΑΣΗ:

    ΤΜΗΜΑ 1

    ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

    Σύσταση Α — Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της ανάγκης ενημέρωσης

    Συνιστάται στις οικείες αρχές:

    1.

    να ανταλλάσσουν με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο πληροφορίες που θεωρούνται αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους των σχετικών με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και που αφορούν υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, τα οποία λειτουργούν σε κράτος μέλος υποδοχής. Η ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών θα πρέπει να βασίζεται στην υποβολή σχετικού αιτιολογημένου αιτήματος από την οικεία αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που είναι επιφορτισμένη με τη λήψη ή/και εφαρμογή μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντήριων γραμμών που εκδίδει η ΕΑΤ σύμφωνα με την επιμέρους σύσταση Γ σημείο 1. Οι προς ανταλλαγή πληροφορίες θα πρέπει να είναι ανάλογες της σημασίας των υποκαταστημάτων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος υποδοχής•

    2.

    να καταρτίζουν μεταξύ τους ή με οικεία αρχή τρίτης χώρας μνημόνια συνεννόησης ή άλλες μορφές οικειοθελών ρυθμίσεων για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών για τα ως άνω υποκαταστήματα στο κράτος μέλος υποδοχής, εφόσον όλα τα εμπλεκόμενα μέρη το κρίνουν αναγκαίο και ενδεδειγμένο ενόψει της διευκόλυνσης της ανταλλαγής πληροφοριών.

    Σύσταση Β — Αλλαγές στο νομικό πλαίσιο της Ένωσης

    Συνιστάται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή:

    1.

    να αξιολογήσει την ύπαρξη τυχόν εμποδίων στη νομοθεσία της Ένωσης τα οποία δεν επιτρέπουν στις αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας να διαθέτουν ή να λαμβάνουν τις απαραίτητες πληροφορίες για υποκαταστήματα ενόψει της εκτέλεσης των λειτουργιών ή της εκπλήρωσης των καθηκόντων αυτών·

    2.

    εφόσον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν τέτοια εμπόδια, να προτείνει την τροποποίηση της ενωσιακής νομοθεσίας με σκοπό την άρση τους.

    Σύσταση Γ — Κατευθυντήριες γραμμές για την ανταλλαγή πληροφοριών και την παρακολούθησή της

    Συνιστάται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών:

    1.

    να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με τη σύσταση Α, με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος μεταξύ των οικείων αρχών• οι κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να περιλαμβάνουν κατάλογο των πληροφοριών που ανταλλάσσονται τουλάχιστον βάσει της ανάγκης ενημέρωσης και εντός των ορίων της εφαρμοστέας ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας, ο δε κατάλογος θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον πληροφορίες αναγόμενες σε κάθε μία εκ των ακόλουθων κατηγοριών:

     

    σε επίπεδο υποκαταστήματος:

    α)

    στοιχεία ενεργητικού και ανοίγματα, με αναλύσεις·

    β)

    αναλύσεις στοιχείων ενεργητικού που αφορούν μέτρα με στόχο τους δανειολήπτες·

    γ)

    υποχρεώσεις, με αναλύσεις·

    δ)

    ανοίγματα εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα·

    ε)

    πληροφορίες απαραίτητες για τον προσδιορισμό άλλων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII)·

     

    σε επίπεδο ομίλου/μητρικού ιδρύματος:

    στ)

    ίδια κεφάλαια και μόχλευση·

    ζ)

    χρηματοδότηση και ρευστότητα·

    η)

    συναφείς πληροφορίες για υποκαταστήματα, όπως η επιχειρηματική στρατηγική και επιμέρους συναφή στοιχεία των σχεδίων ανάκαμψης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των σχετικών εποπτικών αξιολογήσεων·

    2.

    να παρακολουθεί σε τακτική βάση, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των οικείων αρχών όσον αφορά τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα.

    ΤΜΗΜΑ 2

    ΕΦΑΡΜΟΓΗ

    1.   Ορισμοί

    1. Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    α)

    ως «υποκατάστημα» νοείται έδρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης η οποία στερείται ιδίας νομικής προσωπικότητας και διενεργεί απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος·

    β)

    ως «πιστωτικό ίδρυμα» νοείται το πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

    γ)

    ως «υποκατάστημα που μπορεί να επηρεάσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα» νοείται υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, το οποίο είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος υποδοχής και ως προς το οποίο πληρούται οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:

    i)

    η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει κρίνει ότι το υποκατάστημα χαρακτηρίζεται σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

    ii)

    η αρμόδια ή εντεταλμένη αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει κρίνει ότι το υποκατάστημα πληροί τα κριτήρια του άρθρου 131 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για τον προσδιορισμό άλλων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII), σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές EBA/GL/2014/10 της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (11)·

    iii)

    η εθνική αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους υποδοχής έχει διαπιστώσει ότι οι λειτουργίες που το υποκατάστημα παρέχει στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους είναι κρίσιμες κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 35 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12)·

    iv)

    το υποκατάστημα κατέχει μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο του 2 % των (μίας ή περισσότερων) κατηγοριών ανοιγμάτων υπό τα στοιχεία α) και β) του άρθρου 133 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ (13)·

    δ)

    ως «κράτος μέλος υποδοχής» νοείται κράτος μέλος υποδοχής κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 σημείο 44 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

    ε)

    ως «κράτος μέλος καταγωγής» νοείται κράτος μέλος καταγωγής κατά τους ορισμούς του άρθρου 1 σημείο 43) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

    στ)

    ως «αρμόδια αρχή» νοείται, αφενός, δημόσια αρχή ή όργανο που αναγνωρίζεται επίσημα από το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους και εξουσιοδοτείται βάσει αυτού να εποπτεύει πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο του συστήματος εποπτείας που εφαρμόζεται στην επικράτειά του και, αφετέρου, η ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

    ζ)

    ως «μνημόνιο συνεννόησης» νοείται οικειοθελής ρύθμιση που καθορίζει τους όρους της σκοπούμενης συνεργασίας των οικείων αρχών μεταξύ τους και διευκρινίζει τις λεπτομέρειες των προς ανταλλαγή δεδομένων και πληροφοριών σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις·

    η)

    ως «οικεία αρχή» νοείται:

    1)

    αρχή επιφορτισμένη με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως η συναφής ανάλυση τεκμηρίωσης, η οποία ενδεικτικά μπορεί να είναι:

    i)

    εντεταλμένη αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 4 του τίτλου VII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή με το άρθρο 458 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

    ii)

    η ΕΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

    iii)

    μακροπροληπτική αρχή επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι στόχοι, ρυθμίσεις, τα καθήκοντα, οι εξουσίες, τα μέσα, οι απαιτήσεις λογοδοσίας και τα λοιπά χαρακτηριστικά που καθορίζονται στη σύσταση ΕΣΣΚ/2011/3·

    2)

    αρμόδια αρχή.

    2.   Κριτήρια εφαρμογής

    1.

    Για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσας σύστασης ισχύουν τα ακόλουθα κριτήρια:

    α)

    θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη η αρχή της ανάγκης ενημέρωσης και η αρχή της αναλογικότητας σε συνάρτηση με τον επιδιωκόμενο στόχο και το περιεχόμενο κάθε σύστασης·

    β)

    θα πρέπει να πληρούνται τα ειδικά κριτήρια συμμόρφωσης που καθορίζονται στο παράρτημα σε σχέση με κάθε σύσταση.

    2.

    Οι αποδέκτες καλούνται να υποβάλουν στο ΕΣΣΚ και στο Συμβούλιο εκθέσεις σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν προς συμμόρφωση με την παρούσα σύσταση ή να αιτιολογούν επαρκώς τυχόν αποχή τους από οποιαδήποτε ενέργεια. Οι σχετικές εκθέσεις θα πρέπει να περιέχουν κατ’ ελάχιστον:

    α)

    πληροφορίες για το ουσιαστικό περιεχόμενο και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των σχετικών ενεργειών·

    β)

    αξιολόγηση της προσφορότητας των ενεργειών σε σχέση με τους σκοπούς της παρούσας σύστασης·

    γ)

    λεπτομερή αιτιολόγηση τυχόν αδράνειας ή παρέκκλισης από την παρούσα σύσταση, περιλαμβανομένων τυχόν καθυστερήσεων.

    3.   Χρονοδιάγραμμα ενεργειών προς εφαρμογή των συστάσεων

    Οι αποδέκτες καλούνται να υποβάλουν στο ΕΣΣΚ και στο Συμβούλιο εκθέσεις σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν προς συμμόρφωση με την παρούσα σύσταση ή να αιτιολογούν επαρκώς τυχόν αποχή τους από οποιαδήποτε ενέργεια, σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

    1.   Σύσταση Α

    α)

    Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020 οι οικείες αρχές καλούνται να διαβιβάσουν στο ΕΣΣΚ και στο Συμβούλιο ενδιάμεση έκθεση για την εφαρμογή της σύστασης A.

    β)

    Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024 οι οικείες αρχές καλούνται να διαβιβάσουν στο ΕΣΣΚ και στο Συμβούλιο τελική έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της σύστασης A, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν αλλαγές στο εθνικό και στο ενωσιακό δίκαιο και στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ.

    2.   Σύσταση Β

    Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022 η Επιτροπή καλείται να διαβιβάσει στο ΕΣΣΚ και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της επιμέρους σύστασης Β.

    3.   Σύσταση Γ

    Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023 η ΕΑΤ καλείται να υποβάλει στο ΕΣΣΚ και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της σύστασης Γ.

    4.   Παρακολούθηση και αξιολόγηση

    1.

    Η Γραμματεία του ΕΣΣΚ:

    α)

    συνδράμει τους αποδέκτες, διασφαλίζοντας τον συντονισμό της παροχής στοιχείων και των σχετικών υποδειγμάτων και διευκρινίζοντας, όπου είναι απαραίτητο, τη διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα ενεργειών προς εφαρμογή των συστάσεων·

    β)

    ελέγχει τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν οι αποδέκτες προς εφαρμογή των συστάσεων, τους συνδράμει εφόσον το ζητούν και υποβάλλει σχετικές εκθέσεις στο γενικό συμβούλιο μέσω της διευθύνουσας επιτροπής.

    2.

    Το γενικό συμβούλιο θα αξιολογεί τις ενέργειες των αποδεκτών και την αιτιολόγηση τυχόν αδράνειάς τους και μπορεί κατά περίπτωση να κρίνει αν υφίσταται εκ μέρους τους παράλειψη συμμόρφωσης με την παρούσα σύσταση ή επαρκούς αιτιολόγησης της αδράνειάς τους.

    Φρανκφούρτη, 26 Σεπτεμβρίου 2019.

    O Προϊστάμενος της Γραμματείας του ΕΣΣΚ, εξ ονόματος του Γενικού Συμβουλίου του ΕΣΣΚ

    Francesco MAZZAFERRO


    (1)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.

    (2)  ΕΕ C 58 της 24.2.2011, σ. 4.

    (3)  Σύσταση ΕΣΣΚ/2011/3 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, της 22ας Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τη μακροπροληπτική αρμοδιότητα των εθνικών αρχών (ΕΕ C 41 της 14.2.2012, σ. 1).

    (4)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

    (5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

    (6)  Το Nordic-Baltic Macroprudential Forum (NBMF) είναι ένας περιφερειακός φορέας συνεργασίας που συγκεντρώνει τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών και τους επικεφαλής των εποπτικών αρχών. Το NBMF εξετάζει τακτικά τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη Σκανδιναβία και τη Βαλτική και σε συγκεκριμένες χώρες, καθώς και μακροπροληπτικά μέτρα και την εφαρμογή τους στη βάση της αμοιβαιότητας ως μέσο αντιμετώπισης αυτών των κινδύνων και ενίσχυσης του περιφερειακού συντονισμού.

    (7)  Μνημόνιο συνεννόησης, της 31ης Ιανουαρίου 2018, σχετικά με τη συνεργασία και τον συντονισμό στον τομέα της διασυνοριακής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων, κεντρικών τραπεζών, αρχών χρηματοπιστωτικής εποπτείας και αρχών εξυγίανσης της Δανίας, της Εσθονίας, της Φινλανδίας, της Ισλανδίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας.

    (8)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, η οποία τροποποιεί την οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (ΕΕ L 150 της 7.6.2019, σ. 253).

    (9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

    (10)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/98 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό των γενικών όρων λειτουργίας των σωμάτων εποπτών (ΕΕ L 21 της 28.1.2016, σ. 2).

    (11)  Κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της 16ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με τα κριτήρια καθορισμού των όρων εφαρμογής του άρθρου 131 παράγραφος 3 της οδηγία 2013/36/ΕΕ (CRD) όσον αφορά την αξιολόγηση άλλων συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (O-SIIs) (EBA/GL/2014/10).

    (12)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

    (13)  Όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2019/878.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

    Σύσταση Α — Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της ανάγκης ενημέρωσης

    Για τη σύσταση Α ορίζονται ειδικότερα τα ακόλουθα κριτήρια συμμόρφωσης.

    Επιμέρους σύσταση Α (1) — Αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα και αναλογικότητα στην ανταλλαγή πληροφοριών

    1.

    Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος αρχής επιφορτισμένης με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, οι οικείες αρχές θα πρέπει να συλλέγουν και να ανταλλάσσουν τις πληροφορίες υπό τα στοιχεία α) έως ε) της επιμέρους σύστασης Γ(1) αναφορικά με όλα τα υποκαταστήματα και, επιπροσθέτως, τις πληροφορίες υπό τα στοιχεία στ) έως η) της επιμέρους σύστασης Γ(1) αναφορικά με τα υποκαταστήματα που μπορούν να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

    2.

    Οι οικείες αρχές θα πρέπει να αναφέρουν στο ΕΣΣΚ και στην ΕΑΤ ζητήματα που τυχόν ανακύπτουν κατά την ανταλλαγή πληροφοριών.

    3.

    Αφότου η ΕΑΤ δημοσιεύσει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με την επιμέρους σύσταση Γ(1), οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ανταλλάσσουν τουλάχιστον τη δέσμη πληροφοριών που καθορίζονται στις λόγω κατευθυντήριες γραμμές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος αρχής επιφορτισμένης με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

    4.

    Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες κατευθυντήριες αρχές:

    α.

    η ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να βασίζεται σε σχετικό αιτιολογημένο αίτημα αρχής επιφορτισμένης με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στο κράτος μέλος υποδοχής και οι προς ανταλλαγή πληροφορίες θα πρέπει να είναι αναγκαίες για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ανάγκης ενημέρωσης («need-to-know»)·

    β.

    οι προς ανταλλαγή πληροφορίες θα πρέπει να είναι ανάλογες της σημασίας των υποκαταστημάτων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο αιτούν κράτος μέλος·

    γ.

    οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τυχόν διαθέσιμες πληροφορίες προτού ζητήσουν πληροφορίες από άλλες οικείες αρχές·

    δ.

    οι οικείες αρχές θα πρέπει να παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση·

    ε.

    οι οικείες αρχές θα πρέπει να κάνουν χρήση των εξουσιών τους για συλλογή των σχετικών πληροφοριών εντός των ορίων του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου, εάν οι πληροφορίες αυτές δεν είναι άμεσα διαθέσιμες στις ίδιες·

    στ.

    οι οικείες αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα υφιστάμενα υποδείγματα υποβολής στοιχείων, όπου είναι δυνατόν·

    ζ.

    οι οικείες αρχές θα πρέπει να διαβιβάζουν τα δεδομένα σε εύχρηστους μορφότυπους που επιτρέπουν την περαιτέρω αυτόματη επεξεργασία των δεδομένων·

    η.

    οι οικείες αρχές θα πρέπει να θεσπίζουν ρυθμίσεις που επιτρέπουν την εμπιστευτική διαβίβαση πληροφοριών, εφόσον απαιτείται·

    θ.

    η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες θα πρέπει να διασφαλίζει τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο εμπιστευτικότητας με εκείνο που εφαρμόζει η αρχή που τις παρέχει.

    5.

    Η αδράνεια εκ μέρους των αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στα κράτη μέλη υποδοχής θα θεωρείται επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν υποκαταστήματα που μπορούν να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος τους ή εάν οι ίδιες οι αρχές δηλώσουν ότι διαθέτουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η αδράνεια εκ μέρους των οικείων αρχών θα θεωρείται επαρκώς αιτιολογημένη εάν αυτές δεν έχουν λάβει αιτιολογημένο αίτημα παροχής πληροφοριών από αντίστοιχη αρχή του κράτους μέλους υποδοχής επιφορτισμένη με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

    Επιμέρους σύσταση Α(2) — Μηχανισμοί συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών

    1.

    Οι οικείες αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τυχόν ρυθμίσεις συνομολογούμενες σε οικειοθελή βάση, όπως μνημόνια συνεννόησης, θεσπίζουν μεταξύ άλλων γενική αρχή αμοιβαίας ανταλλαγής πληροφοριών σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη συνεργασία μεταξύ οικείων αρχών και τα πρότυπα ανταλλαγής πληροφοριών κατόπιν αιτήματος που καθορίζονται στην επιμέρους σύσταση Α(1).

    2.

    Οι οικείες αρχές θα θεωρείται ότι συμμορφώνονται με την επιμέρους σύσταση Α(2), όταν παρέχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την εφαρμογή τέτοιων οικειοθελών ρυθμίσεων ή δηλώνουν ότι έχουν την εξουσία να ανταλλάσσουν ελεύθερα τις πληροφορίες σύμφωνα με την επιμέρους σύσταση Α(1), χωρίς την ανάγκη θέσπισης τέτοιων ρυθμίσεων.

    3.

    Η αδράνεια εκ μέρους των οικείων αρχών θα θεωρείται επαρκώς αιτιολογημένη όταν υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν υποκαταστήματα που μπορούν να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος τους ή εάν οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δηλώνουν ότι διαθέτουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή ότι δεν έχει υποβληθεί ή ληφθεί αιτιολογημένο αίτημα για παροχή πληροφοριών.

    Σύσταση Β — Αλλαγές στο νομικό πλαίσιο της Ένωσης

    Για τη σύσταση Β ορίζονται ειδικότερα τα ακόλουθα κριτήρια συμμόρφωσης.

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει εάν απαιτούνται αλλαγές στη νομοθεσία της Ένωσης προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας διαθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έτσι ώστε, τουλάχιστον:

    1.

    να μπορούν να συλλέγονται σε τακτική βάση, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος αρχής επιφορτισμένης με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, πληροφορίες για τις κατηγορίες που απαριθμούνται στην επιμέρους σύσταση Γ(1) και που πρόκειται να αναπτυχθούν από την ΕΑΤ·

    2.

    να μπορούν να συλλέγονται ad hoc πρόσθετες πληροφορίες, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος αρχής επιφορτισμένης με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας·

    3.

    να μπορούν να συλλέγονται ή/και να ανταλλάσσονται πληροφορίες σύμφωνα με τη σύσταση Α, καθώς και πληροφορίες που δεν είναι διαθέσιμες στις οικείες αρχές, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 40, 47 και 56 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και το άρθρο 84 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών για επιμέρους στοιχεία των σχεδίων ανάκαμψης (1)·

    4.

    ο ορισμός του σημαντικού υποκαταστήματος για τους σκοπούς του άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ να αποτυπώνει δεόντως στοιχεία χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στο κράτος μέλος υποδοχής·

    5.

    να καθίσταται σαφής η δυνατότητα των αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη ή/και ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας να συμμετέχουν σε σώματα εποπτών ως παρατηρητές σε σχέση με τα άρθρα 51 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξετάσει την ενσωμάτωση πληροφοριών του καταλόγου που θα καταρτίσει η ΕΑΤ στο πλαίσιο της επιμέρους σύστασης Γ(1) στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2016/98 της Επιτροπής και στους εκτελεστικούς κανονισμούς (ΕΕ) 2016/99 (2) και (ΕΕ) αριθ. 680/2014 (3) της Επιτροπής, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν πρόσβαση στην ίδια δέσμη πληροφοριών με τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη λήψη και/ή ενεργοποίηση μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής ή με άλλα καθήκοντα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

    Σύσταση Γ — Κατευθυντήριες γραμμές για την ανταλλαγή πληροφοριών και την παρακολούθησή της

    Για τη σύσταση Γ ορίζονται ειδικότερα τα ακόλουθα κριτήρια συμμόρφωσης.

    Επιμέρους σύσταση Γ (1) — Κατευθυντήριες γραμμές για την ανταλλαγή πληροφοριών

    Οι κατευθυντήριες γραμμές για την ανταλλαγή πληροφοριών τις οποίες εκδίδει η ΕΑΤ θα πρέπει να περιλαμβάνουν, ενδεικτικά:

    α)

    υπόδειγμα μνημονίου συνεννόησης που μπορεί να χρησιμοποιείται από τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην ανταλλαγή πληροφοριών και που μπορεί να αποτυπώνει περαιτέρω προσαρμογές που αυτά κρίνουν αναγκαίες·

    β)

    πρόσθετες αρχές για αποτελεσματική και αποδοτική ανταλλαγή πληροφοριών·

    γ)

    μορφότυπους και υποδείγματα υποβολής στοιχείων για σκοπούς ανταλλαγής πληροφοριών·

    δ)

    προσδιορισμό της ελάχιστης δέσμης πληροφοριών της επιμέρους σύστασης Γ(1), συμπεριλαμβανομένου ενός καταλόγου των προς ανταλλαγή στοιχείων κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος για όλα τα υποκαταστήματα, και ενός καταλόγου των προς ανταλλαγή ειδών κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος για τα υποκαταστήματα που μπορούν να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

    Επιμέρους σύσταση Γ(2) — Παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας της ανταλλαγής πληροφοριών

    1.

    Η ΕΑΤ θα πρέπει, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, να παρακολουθεί την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των οικείων αρχών με βάση τις πληροφορίες που αυτές παρέχουν.

    2.

    Βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι οικείες αρχές σύμφωνα με τα κριτήρια συμμόρφωσης 2 που σχετίζονται με τη σύσταση Α(2) και τις πληροφορίες που παρέχει το ΕΣΣΚ, η ΕΑΤ θα πρέπει να υποβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο ΕΣΣΚ στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ οικείων αρχών, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των σχετικών αιτημάτων για παροχή πληροφοριών και για τον χρόνο απόκρισης, και σχετικά με συναφθέντα μνημόνια συνεννόησης.

    (1)  Οδηγία 2014/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

    (2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2016/99 της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2015, για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τον προσδιορισμό της επιχειρησιακής λειτουργίας των σωμάτων εποπτών σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 21 της 28.1.2016, σ. 21).

    (3)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).


    Top