EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32013R1194

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1194/2013 του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2013 , για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας

ΕΕ L 315 της 26.11.2013, p. 2–26 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_impl/2013/1194/oj

26.11.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 315/2


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1194/2013 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 19ης Νοεμβρίου 2013

για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής «ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 9,

Έχοντας υπόψη την πρόταση που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφού ζήτησε τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Προσωρινά μέτρα

(1)

Στις 27 Μαΐου 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή («η Επιτροπή»), αποφάσισε την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας («οι οικείες χώρες»), με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 490/2013 (2) («ο προσωρινός κανονισμός»).

(2)

Η διαδικασία κινήθηκε στις 29 Αυγούστου 2012 (3) κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε εξ ονόματος παραγωγών της ΕΕ («οι καταγγέλλοντες») που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 60 % της συνολικής ενωσιακής παραγωγής βιοντίζελ.

(3)

Όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 5 του προσωρινού κανονισμού, η έρευνα για το ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυπτε την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2011 έως τις 30 Ιουνίου 2012 («η περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των τάσεων που απαιτήθηκε για την αξιολόγηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως το τέλος της ΠΕ («η εξεταζόμενη περίοδος»).

2.   Επακόλουθη διαδικασία

(4)

Μετά τη γνωστοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων αποφασίστηκε η επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ («η προσωρινή κοινοποίηση»), αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν γραπτώς παρατηρήσεις, γνωστοποιώντας τις απόψεις τους σχετικά με τα προσωρινά συμπεράσματα. Τα μέρη που το ζήτησαν έγιναν δεκτά σε ακρόαση.

(5)

Η Επιτροπή εξακολούθησε να αναζητεί και να επαληθεύει όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τα οριστικά συμπεράσματά της. Οι προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη εξετάστηκαν και, όπου κρίθηκε σκόπιμο, τα προσωρινά συμπεράσματα τροποποιήθηκαν ανάλογα.

(6)

Στη συνέχεια, όλα τα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό βάσει των οποίων επρόκειτο να προταθεί η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας και η οριστική είσπραξη των ποσών που είχαν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού («τελική κοινοποίηση»). Σε όλα τα μέρη δόθηκε επίσης περίοδος εντός της οποίας θα μπορούσαν να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με την τελική ενημέρωση.

(7)

Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη εξετάστηκαν δεόντως και ελήφθησαν υπόψη, όπου ήταν σκόπιμο.

Β.   ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ

(8)

Ελλείψει παρατηρήσεων σχετικά με τη δειγματοληψία παραγωγών-εξαγωγέων στην Αργεντινή και την Ινδονησία, επιβεβαιώνονται τα προσωρινά συμπεράσματα των αιτιολογικών σκέψεων 10 έως 14 και 16 έως 20 του προσωρινού κανονισμού.

(9)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος των παραγωγών της Ένωσης, τόσο κατά το στάδιο της προσωρινής επιλογής, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 23 του προσωρινού κανονισμού, όσο και στο στάδιο της τελικής επιλογής, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 83 του προσωρινού κανονισμού.

(10)

Το δείγμα των παραγωγών της Ένωσης που επιλέχθηκε προσωρινά συνιστούσε το 32,5 % της παραγωγής βιοντίζελ στην Ένωση κατά τη διάρκεια της ΠΕ. Μετά τις αλλαγές που επεξηγούνται στην αιτιολογική σκέψη 24 του προσωρινού κανονισμού, το τελικό δείγμα αποτελείτο από οκτώ εταιρείες που κάλυπταν το 27 % της παραγωγής της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το δείγμα θεωρήθηκε αντιπροσωπευτικό του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

(11)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι δύο παραγωγοί της Ένωσης που είχαν περιληφθεί στο δείγμα θα πρέπει να αφαιρεθούν από το δείγμα λόγω της σχέσης τους με τους παραγωγούς-εξαγωγείς της Αργεντινής. Οι ισχυρισμοί σχετικά με αυτήν τη σχέση εξετάστηκαν πριν από την επιβολή των προσωρινών μέτρων και τα συμπεράσματα της Επιτροπής που δημοσιεύονται ήδη στην αιτιολογική σκέψη 82 του προσωρινού κανονισμού.

(12)

Όλοι οι εικαζόμενοι δεσμοί ανάμεσα στους παραγωγούς-εξαγωγείς της Αργεντινής και τις δύο εταιρείες του δείγματος που αναφέρονται πιο πάνω εξετάστηκαν εκ νέου, και δεν διαπιστώθηκε άμεση σχέση μεταξύ τους, τέτοια που να πρέπει να αφαιρεθεί από το δείγμα κάποιος από τους δύο παραγωγούς της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το δείγμα παρέμεινε αμετάβλητο.

(13)

Ένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι η διαδικασία της Επιτροπής για την επιλογή δείγματος παραγωγών της Ένωσης, ήταν εσφαλμένη, επειδή η Επιτροπή πρότεινε ένα δείγμα πριν από την έναρξη της έρευνας.

(14)

Ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται. Η Επιτροπή επέλεξε το τελικό δείγμα μετά την έναρξη της έρευνας και σε απόλυτη εναρμόνιση με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού.

(15)

Ελλείψει άλλων ισχυρισμών ή παρατηρήσεων, επιβεβαιώνεται το περιεχόμενο των αιτιολογικών σκέψεων 22 έως 25 του προσωρινού κανονισμού.

Γ.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   Εισαγωγή

(16)

Όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 29 του προσωρινού κανονισμού, το υπό εξέταση προϊόν, όπως ορίζεται προσωρινά είναι μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων και/ή παραφινικά πετρέλαια που προέρχονται από σύνθεση και/ή υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας, το οποίο επί του παρόντος υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 1516 20 98, ex 1518 00 91, ex 1518 00 95, ex 1518 00 99, ex 2710 19 43, ex 2710 19 46, ex 2710 19 47, 2710 20 11, 2710 20 15, 2710 20 17, ex 3824 90 97, 3826 00 10 και ex 3826 00 90 («το υπό εξέταση προϊόν»), συνήθως αναφερόμενο ως «βιοντίζελ»).

2.   Ισχυρισμοί

(17)

Ένας ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι, σε αντίθεση με όσα αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 34 του προσωρινού κανονισμού, ο μεθυλεστέρας φοίνικα (ΜΦ) που παράγεται στην Ινδονησία δεν ήταν ομοειδές προϊόν με τον μεθυλεστέρα ελαιοκράμβης (ΜΕ) και άλλα βιοντίζελ που παράγονται στην Ένωση, ή με τον μεθυλεστέρα σόγιας (ΜΣ) που παράγεται στην Αργεντινή, λόγω του πολύ υψηλότερου ορίου ψυχρής διηθητικής ικανότητας CFPP του ΜΦ, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να αναμειγνύεται πριν από τη χρήση του στην Ένωση.

(18)

Ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται. Ο ΜΦ που παράγεται στην Ινδονησία είναι ανταγωνιστικός προς το βιοντίζελ που παράγεται στην Ένωση, το οποίο δεν είναι απλώς ΜΦ αλλά και βιοντίζελ που παράγεται από φοινικέλαιο και άλλες πρώτες ύλες. Ο ΜΦ μπορεί να χρησιμοποιείται σε όλη την Ένωση και σε όλη τη διάρκεια του έτους, με ανάμειξη με άλλα βιοντίζελ πριν από τη χρήση, με τον ίδιο τρόπο όπως οι ΜΕ και οι ΜΣ. Επομένως, ο ΜΦ είναι εναλλάξιμος με το βιοντίζελ που παράγεται στην Ένωση και, συνεπώς, ομοειδές προϊόν.

(19)

Η αιτιολογική σκέψη 35 του προσωρινού κανονισμού αναφέρει ότι τον ισχυρισμό ενός ινδονήσιου παραγωγού, ότι οι κλασματοποιημένοι μεθυλεστέρες θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος της παρούσας διαδικασίας. Ο ίδιος παραγωγός διατήρησε το αίτημα αυτό στις παρατηρήσεις του σχετικά με την προσωρινή κοινοποίηση επαναλαμβάνοντας την επιχειρηματολογία που είχε επικαλεστεί πριν από την προσωρινή γνωστοποίηση.

(20)

Ωστόσο, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης αμφισβήτησε τον ισχυρισμό αυτό, αναφέροντας ότι οι κλασματοποιημένοι μεθυλεστέρες ήταν βιοντίζελ και θα πρέπει να παραμείνουν εντός του πεδίου κάλυψης του προϊόντος.

(21)

Μετά τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν μετά το προσωρινό στάδιο, επιβεβαιώνεται η απόφαση της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 36 του προσωρινού κανονισμού. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι διάφοροι μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων έχουν διαφορετικούς αριθμούς στην Chemical Abstracts Service («CAS»)· ότι χρησιμοποιούνται διαφορετικές διαδικασίες για την παραγωγή των εν λόγω οι εστέρων· και ότι έχουν πιθανές διαφορετικές χρήσεις, οι κλασματοποιημένοι μεθυλεστέρες εξακολουθούν να είναι οι μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων και εξακολουθούν να μπορούν να χρησιμοποιούνται ως καύσιμα. Δεδομένων των δυσκολιών διάκρισης ενός μεθυλεστέρα λιπαρού οξέος από έναν άλλο χωρίς χημική ανάλυση στο σημείο εισαγωγής, και, ως εκ τούτου, της δυνατότητας καταστρατήγησης των δασμών, με το βιοντίζελ από ΜΦ να δηλώνεται ως κλασματοποιημένος μεθυλεστέρας από φοινικέλαιο, η απόρριψη του ισχυρισμού παραμένει.

(22)

Στην αιτιολογική σκέψη 37 του προσωρινού κανονισμού αναφέρεται ότι ένας ευρωπαίος εισαγωγέας μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων με βάση το φοινικοπυρηνέλαιο («PKE») ζήτησε την απαλλαγή για τελική χρήση των εισαγωγών του εν λόγω προϊόντος, ή τη με άλλο τρόπο εξαίρεσή του από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος της παρούσας διαδικασίας.

(23)

Ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης υπέβαλε παρατηρήσεις μετά την προσωρινή κοινοποίηση σχετικά με τη χρήση της απαλλαγής για τελική χρήση για τις εισαγωγές PKE και το ενδεχόμενο καταστρατήγησης των προτεινόμενων δασμών. Αντιτέθηκε στην έγκριση της Επιτροπής για να χρησιμοποιηθεί αυτό το καθεστώς για την απαλλαγή από τους δασμούς αντιντάμπινγκ, λόγω της ανταλλάξιμης φύσης του βιοντίζελ· το βιοντίζελ που δηλώνεται για χρήση ως μη καύσιμο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο, αφού έχει τις ίδιες φυσικές ιδιότητες. Οι PKE μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ως καύσιμο· οι ακόρεστες λιπαρές αλκοόλες που προέρχονται από PKE μπορούν επίσης να μεταποιηθούν περαιτέρω σε βιοντίζελ· και ο έλεγχος που μπορούν να ασκήσουν τα τελωνεία στις εισαγωγές, στο πλαίσιο του καθεστώτος απαλλαγής τελικής χρήσης, είναι περιορισμένος, ενώ η οικονομική επιβάρυνση που προκύπτει από τη χρήση αυτού του καθεστώτος εξακολουθεί να είναι σημαντική.

(24)

Μετά από διαβουλεύσεις σχετικά με το θέμα αυτό και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το βιοντίζελ που δηλώνεται για χρήση ως μη καύσιμο έχει τις ίδιες φυσικές ιδιότητες με το βιοντίζελ που χρησιμοποιείται ως καύσιμο, δεν είναι σκόπιμο, στην παρούσα περίπτωση, να επιτραπεί η απαλλαγή τελικής χρήσης για τις εισαγωγές PKE.

(25)

Ένας γερμανός εισαγωγέας επανέλαβε το αίτημα για εξαίρεση του προϊόντος και/ή απαλλαγή τελικής χρήσης για έναν συγκεκριμένο μεθυλεστέρα λιπαρού οξέος που παράγεται από έλαιο φοινικοπυρήνα (PKE) που προοριζόταν για άλλες χρήσεις, εκτός της χρήσης του ως καυσίμου στην ΕΕ. Οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν επαναλάμβαναν τη θέση τους, η οποία είχε απορριφθεί στο προσωρινό στάδιο και δεν υπήρχαν νέα αποδεικτικά στοιχεία που θα ήταν δυνατόν να αλλάξουν τα συμπέρασμα ότι θα πρέπει να χορηγηθεί απαλλαγή τελικής χρήσης και ότι το PKE θα πρέπει να παραμείνει εντός του πεδίου κάλυψης του προϊόντος.

(26)

Ένας ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας αναφέρθηκε επίσης στο αίτημά τους για απαλλαγή τελικής χρήσης για κλασματοποιημένους μεθυλεστέρες και ζήτησε απαλλαγή τελικής χρήσης για τις εισαγωγές αυτές για την κατασκευή κορεσμένων λιπαρών αλκοολών. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, όλα τα αιτήματα για απαλλαγή τελικής χρήσης έχουν απορριφθεί και τα επιχειρήματα που προέβαλε το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος δεν μεταβάλλουν καθόλου το συμπέρασμα αυτό.

3.   Συμπέρασμα

(27)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 39 του προσωρινού κανονισμού.

Δ.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1.   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

(28)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 44 και 64 του προσωρινού κανονισμού εξηγείται ότι τόσο η αργεντίνικη όσο και η ινδονησιακή αγορά βιοντίζελ ρυθμίζονται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος και, ως εκ τούτου, δεν θεωρείται ότι οι εγχώριες πωλήσεις πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Κατά συνέπεια, η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος έπρεπε να κατασκευασθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 6 του βασικού κανονισμού. Το εύρημα αυτό δεν αμφισβητήθηκε από κανένα ενδιαφερόμενο μέρος και, ως εκ τούτου, επιβεβαιώνεται.

(29)

Τόσο για την Αργεντινή όσο και για την Ινδονησία, η κατασκευασμένη κανονική αξία στο προσωρινό στάδιο υπολογίστηκε με βάση το πραγματικό (και καταγεγραμμένο) κόστος παραγωγής των εταιρειών κατά τη διάρκεια της ΠΕ, τα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα («κόστος ΠΓ&Δ») και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους. Στις αιτιολογικές σκέψεις 45 και 63 του προσωρινού κανονισμού σημειώνεται, ιδίως, ότι η Επιτροπή θα εξετάσει περαιτέρω τον ισχυρισμό ότι το διαφορετικό σύστημα εξαγωγικής φορολογίας («DET») στην Αργεντινή και την Ινδονησία στρεβλώνει τις τιμές πρώτων υλών και ότι, ως εκ τούτου, το καταγεγραμμένο κόστος παραγωγής δεν αντικατόπτριζε ευλόγως το κόστος που συνδέονται με την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος.

(30)

Η περαιτέρω έρευνα κατέδειξε ότι, πράγματι, τα συστήματα DET συμπίεσαν τις εγχώριες τιμές για την κύρια πρώτη ύλη, τόσο στην Αργεντινή όσο και στην Ινδονησία, σε ένα τεχνητά χαμηλό επίπεδο, όπως εξηγείται κατωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 35 και εφεξής για την Αργεντινή και στην αιτιολογική σκέψη 66 για την Ινδονησία και, κατά συνέπεια, επηρεάζουν το κόστος για τους παραγωγούς βιοντίζελ και στις δύο οικείες χώρες. Με βάση αυτή τη διαπίστωση θεωρείται σκόπιμο να ληφθεί υπόψη αυτή η στρέβλωση του κόστους των κύριων πρώτων υλών, κατά τον προσδιορισμό των κανονικών αξιών και στις δύο χώρες, δεδομένης της ιδιαίτερης κατάστασης της αγοράς που επικρατεί τόσο στην Αργεντινή όσο και την Ινδονησία.

(31)

Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε (4) ότι, όταν οι τιμές των πρώτων υλών ρυθμίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι τεχνητά χαμηλές στην εγχώρια αγορά, μπορεί να θεωρηθεί ότι το κόστος παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος επηρεάζεται από στρεβλώσεις. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι υπό αυτές τις συνθήκες, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δικαιούνται να συμπεράνουν ότι ένα από τα στοιχεία των λογιστικών βιβλίων δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογο και ότι, κατά συνέπεια, το εν λόγω στοιχείο μπορεί να αναπροσαρμοστεί.

(32)

Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι είναι προφανές από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, δηλαδή ότι τα λογιστικά βιβλία του ενδιαφερόμενου μέρους δεν χρησιμεύουν ως βάση για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, υπό την προϋπόθεση ότι το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλάται ευλόγως στα λογιστικά βιβλία. Στην περίπτωση αυτή, η δεύτερη φράση του πρώτου εδαφίου ορίζει ότι το κόστος πρέπει να προσαρμόζεται ή να καθορίζεται με βάση πηγές πληροφοριών εκτός από τα αρχεία αυτά. Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν να λαμβάνονται από το κόστος που προέκυψε για άλλους παραγωγούς ή εξαγωγείς, ή, αν η πληροφορία αυτή δεν είναι διαθέσιμη ή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, κάθε άλλη εύλογη πηγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

(33)

Κατά τους προσωρινούς υπολογισμούς, για τον υπολογισμό του κόστους παραγωγής για παραγωγούς-εξαγωγείς της Αργεντινής και της Ινδονησίας, αντίστοιχα, χρησιμοποιήθηκε η πραγματική εγχώρια τιμή αγοράς για σπόρους σόγιας και το πραγματικό εγγεγραμμένο κόστος για ακατέργαστο φοινικέλαιο.

(34)

Δεδομένου ότι ορισμένα έξοδα παραγωγής και, συγκεκριμένα, το κόστος της κύριας πρώτης ύλης (το σογιέλαιο και οι σπόροι σόγιας στην Αργεντινή και το ακατέργαστο φοινικέλαιο στην Ινδονησία) ήταν στρεβλωμένα, καθορίστηκαν με βάση τις τιμές αναφοράς που δημοσιεύονται από τις σχετικές αρχές των οικείων χωρών. Οι τιμές αυτές αντικατοπτρίζουν το επίπεδο των διεθνών τιμών.

2.   Αργεντινή

2.1.   Κανονική αξία

(35)

Όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή έχει πλέον καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα DET στην Αργεντινή στρεβλώνει το κόστος παραγωγής για τους παραγωγούς βιοντίζελ στη χώρα αυτή. Η έρευνα έδειξε ότι κατά την ΠΕ οι φόροι εξαγωγής για τις πρώτες ύλες (35 % στους σπόρους σόγιας και 32 % στο σογιέλαιο) ήταν σημαντικά υψηλότεροι από τους φόρους εξαγωγής του τελικού προϊόντος (ονομαστικό ποσοστό 20 % για το βιοντίζελ, με πραγματικό ποσοστό 14,58 % λαμβάνοντας υπόψη μια έκπτωση φόρου). Πράγματι, η διαφορά μεταξύ του φόρου εξαγωγής στους σπόρους σόγιας και το βιοντίζελ ήταν 20,42 ποσοστιαίες μονάδες και μεταξύ σογιέλαιου και βιοντίζελ 17,42 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ.

(36)

Για τον προσδιορισμό του επιπέδου του φόρου εξαγωγής για τους σπόρους σόγιας και το σογιέλαιο, το Υπουργείο Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Αλιείας της Αργεντινής δημοσιεύει, σε καθημερινή βάση, την τιμή FOB για τους σπόρους σόγιας και το σογιέλαιο —«τιμή αναφοράς» (5). Αυτή η τιμή αναφοράς αντικατοπτρίζει το επίπεδο των διεθνών τιμών (6) και χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί το ποσό του φόρου εξαγωγής που πρέπει να καταβληθεί στις φορολογικές αρχές.

(37)

Οι εγχώριες τιμές παρακολουθούν τις τάσεις των διεθνών τιμών. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι η διαφορά ανάμεσα στις διεθνείς και τις εγχώριες τιμές των σπόρων σόγιας και του σογιέλαιου είναι ο φόρος εξαγωγής επί του προϊόντος και άλλες δαπάνες που πραγματοποιούνται για την εξαγωγή του. Οι εγχώριες τιμές των σπόρων σόγιας και του σογιέλαιου δημοσιεύονται, επίσης, από το Υπουργείο Γεωργίας της Αργεντινής ως «θεωρητική τιμή FAS» (7). Επομένως, οι παραγωγοί σπόρων σόγιας και σογιέλαιου επιτυγχάνουν την ίδια καθαρή τιμή, ανεξάρτητα από το πωλούν για εξαγωγή ή εγχώρια.

(38)

Εν κατακλείδι, οι εγχώριες τιμές της κύριας πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται από τους παραγωγούς βιοντίζελ στην Αργεντινή ήταν τεχνητά χαμηλότερες από τις διεθνείς τιμές λόγω της στρέβλωσης που δημιουργήθηκε το αργεντίνικο σύστημα φορολόγησης των εξαγωγών και, κατά συνέπεια, το κόστος της κύριας πρώτης ύλης δεν αντικατοπτριζόταν εύλογα στα βιβλία που τηρούνται από τους υπό εξέταση παραγωγούς της Αργεντινής κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, όπως ερμηνεύονται από το Γενικό Δικαστήριο, όπως εξηγείται ανωτέρω.

(39)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να αναθεωρήσει αιτιολογική σκέψη 63 του προσωρινού κανονισμού και να παραβλέψει το πραγματικό κόστος των σπόρων σόγιας (κύρια πρώτη ύλη που αγοράζεται και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοντίζελ), όπως καταγράφεται από τις ενδιαφερόμενες εταιρείες στους λογαριασμούς τους, καθώς και να αντικαταστήσει το κόστος αυτό με την τιμή στην οποία οι εν λόγω εταιρείες θα είχαν αγοράσει τους σπόρους σόγιας σε περίπτωση που δεν υπήρχε αυτή η στρέβλωση.

(40)

Για να καθορίσει το κόστος με το οποίο οι ενδιαφερόμενες εταιρείες θα είχαν αγοράσει τους σπόρους σόγιας σε περίπτωση που δεν υπήρχε αυτή η στρέβλωση, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τον μέσο όρο των τιμών αναφοράς για τους σπόρους σόγιας που δημοσίευσε το Υπουργείο Γεωργίας της Αργεντινής για εξαγωγές FOB από την Αργεντινή κατά τη διάρκεια της ΠΕ (8).

(41)

Η ένωση των παραγωγών-εξαγωγέων της Αργεντινής (Carbio) ισχυρίστηκε ότι η προσαρμογή των εξόδων που βαρύνουν τις εταιρείες, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, είναι δυνατή μόνο όταν τα λογιστικά βιβλία, και όχι το κόστος που βάρυνε τις εταιρείες, δεν αντικατοπτρίζει ευλόγως τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος Η Carbio δήλωσε ότι, πρακτικά, η Επιτροπή πρόσθεσε τους φόρους εξαγωγής στην τιμή που κατέβαλαν οι εταιρείες κατά την αγορά σπόρων σόγιας, συμπεριλαμβάνοντας έτσι στο κόστος παραγωγής ένα στοιχείο που δεν συνδέεται με την παραγωγή ή την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος. Η Carbio προσθέτει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση «Acron» που αναφέρεται στο έγγραφο κοινοποίησης (9) βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 2.2.1.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ («ΣΑ»), και επί του παρόντος αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου και, σε κάθε περίπτωση, οι πραγματικές εκτιμήσεις είναι διαφορετικές από αυτές στην παρούσα περίπτωση, επειδή οι τιμές των πρώτων υλών στην Αργεντινή δεν είναι «ρυθμιζόμενες», όπως είναι η τιμή του φυσικού αερίου στη Ρωσία και δεν νοθεύονται αλλά καθορίζονται ελεύθερα, χωρίς καμία παρέμβαση του κράτους και, ως εκ τούτου δεν υπάρχει ιδιαίτερη κατάσταση της αγοράς στην Αργεντινή που να επιτρέψει στην Επιτροπή την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Η Carbio δήλωσe ότι το σύστημα DET στην Αργεντινή δεν αντίκειται στους εμπορικούς κανόνες. Επιπλέον, η Carbio ισχυρίστηκε ότι, επειδή οι φόροι εξαγωγής δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό των τιμών εξαγωγής, η Επιτροπή δεν προέβη σε δίκαια σύγκριση μεταξύ της κατασκευασμένης κανονικής αξίας (η οποία λαμβάνει υπόψη τους εξαγωγικούς φόρους) και την τιμή εξαγωγής (που δεν λαμβάνει υπόψη τις φορολογικές επιβαρύνσεις κατά την εξαγωγή). Επιπλέον, η Carbio ισχυρίστηκε ότι, παραπέμποντας στις διεθνείς τιμές των σπόρων σόγιας στο Chicago Board of Trade (CBOT) κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας, αλλά μη συνεκτιμώντας τα κέρδη ή τις ζημίες που συνδέονται με τις πράξεις αντιστάθμισης κινδύνου στο CBOT κατά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής (βλέπεκατωτέρω), και πάλι, η Επιτροπή δεν έκανε δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Επιπλέον η Carbio ισχυρίστηκε ότι με την απλή αντικατάσταση των δαπανών που κατέγραψαν οι υπό εξέταση εταιρείες με διεθνή τιμή, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το φυσικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των παραγωγών της Αργεντινής. Τέλος, η Carbio διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ελλείψει συστήματος DET στην Αργεντινή, ο τιμές CBOT για τους σπόρους σόγιας θα ήταν πολύ χαμηλότερες.

(42)

Τα αιτήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν. Ακόμη και αν αληθεύει ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης «Acron» είναι διαφορετικά από τα πραγματικά γεγονότα στην προκείμενη υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο έχει θεσπίσει την αρχή του δικαίου ότι αν το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλάται ευλόγως στα βιβλία των εταιρειών, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Στην υπόθεση «Acron» οι δαπάνες δεν αντικατοπτρίζονταν εύλογα στα βιβλία της εν λόγω εταιρείας διότι η τιμή του φυσικού αερίου ήταν ρυθμιζόμενη. Στην παρούσα υπόθεση, καθορίστηκε ότι το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλάται ευλόγως στα βιβλία των οικείων εταιρειών, αφού είναι τεχνητά χαμηλό λόγω της στρέβλωσης που προκαλείται από το αργεντίνικο σύστημα DET. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως του κατά πόσον τα συστήματα DET γενικά μπορεί να βρίσκονται σε τέτοια σε αντίθεση με τη συμφωνία του ΠΟΕ. Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο βασίστηκε σε ορθή ερμηνεία της ΣΑ. Πράγματι, στην υπόθεση China – Broilers (10), η ειδική ομάδα διαπίστωσε ότι, αν και το άρθρο 2.2.1.1 της ΣΑ ορίζει κατά τεκμήριο ότι τα βιβλία και οι καταχωρήσεις του εναγομένου, κατά κανόνα, χρησιμοποιούνται για να υπολογιστεί το κόστος παραγωγής, η ερευνούσα αρχή διατηρεί το δικαίωμα να αρνηθεί να κάνει χρήση των εν λόγω βιβλίων, εάν κρίνει ότι i) δεν συνάδει με τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές της λογιστικής ή ii) ότι δεν αντικατοπτρίζει ευλόγως τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος. Ωστόσο, αποφασίζοντας να παρεκκλίνει από τον κανόνα, η ερευνούσα αρχή πρέπει να αναπτύξει τους λόγους της επιλογής της. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, λόγω της στρέβλωσης που δημιουργήθηκε από το σύστημα DET, το οποίο δημιουργεί μια ιδιαίτερη κατάσταση στην αγορά, η Επιτροπή αντικατέστησε το κόστος που καταγράφεται από τις οικείες εταιρείες για την αγορά των κύριων πρώτων υλών στην Αργεντινή με την τιμή που θα είχε καταβληθεί αν δεν υπήρχε η διαπιστωμένη στρέβλωση. Το γεγονός ότι από καθαρά αριθμητική άποψη, το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο δεν σημαίνει ότι η μεθοδολογία που εφαρμόστηκε από την Επιτροπή συνίστατο απλώς στην πρόσθεση φόρων εξαγωγής στο κόστος των πρώτων υλών. Οι διεθνείς τιμές των προϊόντων βασίζονται στην προσφορά και ζήτηση της αγοράς και δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το σύστημα DET στην Αργεντινή επηρεάζει τις τιμές CBOT. Ως εκ τούτου, όλα τα αιτήματα και οι ισχυρισμοί ότι με τη χρήση μιας διεθνούς τιμής η Επιτροπή δεν έκανε άδικη σύγκριση μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής είναι αβάσιμα. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το φυσικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των παραγωγών της Αργεντινής, διότι η αντικατάσταση των εξόδων που καταγράφουν οι εταιρείες οφειλόταν στην ασυνήθιστα χαμηλή τιμή της πρώτης ύλης στην εγχώρια αγορά, και όχι σε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα.

(43)

Στην αιτιολογική σκέψη 45 του προσωρινού κανονισμού αναφέρθηκε ότι, δεδομένου ότι οι εγχώριες πωλήσεις θεωρήθηκε ότι δεν πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων, η κανονική αξία έπρεπε να κατασκευαστεί με τη χρήση ενός εύλογου ποσού κέρδους 15 %, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού. Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι το ποσοστό που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή ως εύλογο κέρδος (15 %) κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας ήταν μη ρεαλιστικά υψηλό και αποτελούσε ριζική αλλαγή στην καθιερωμένη πρακτική σε διάφορες άλλες έρευνες σε αγορές παρόμοιων προϊόντων (δηλαδή σε περιπτώσεις που το ποσοστό κέρδους που χρησιμοποιήθηκε, ήταν περίπου 5 %).

(44)

Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Πρώτον, είναι ανακριβές ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί συστηματικά περιθώριο κέρδους 5 % κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας. Κάθε περίπτωση αξιολογείται ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης.Παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση βιοντίζελ του 2009 κατά των Ηνωμένων Πολιτειών, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα επίπεδα κέρδους με το μέσο σταθμισμένο κέρδος κατά πολύ άνω του 15 %. Δεύτερον, η Επιτροπή εξέτασε επίσης το βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο χρεωστικό επιτόκιο στην Αργεντινή, που είναι περίπου 14 %, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Σαφώς, φαίνεται λογικό να αναμένεται υψηλότερο περιθώριο κέρδους κατά την επιχειρηματική δραστηριοποίηση στις εγχώριες αγορές βιοντίζελ σε σχέση με το χρεωστικό κόστος του κεφαλαίου. Επιπλέον, το κέρδος αυτό είναι ακόμα χαμηλότερο από το κέρδος που πραγματοποιήθηκε κατά την ΠΕ από τους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος, αν και το επίπεδο αυτό είναι αποτέλεσμα των στρεβλώσεων στο κόστος που επέφερε η DET και της κρατικής ρύθμισης των εγχώριων τιμών βιοντίζελ. Συνεπώς, και για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω, εξακολουθεί να ισχύει ότι το ποσοστό κέρδους 15 % είναι ένα εύλογο ποσό που μπορεί να επιτευχθεί από μια σχετικά νέα και έντασης κεφαλαίου βιομηχανία στην Αργεντινή.

(45)

Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, η Carbio ισχυρίστηκε ότι i) η αναφορά στα επίπεδα κέρδους στην περίπτωση των ΗΠΑ περίπτωση ήταν αδικαιολόγητη· ii) η αναφορά του μεσοπρόθεσμου χρεωστικού επιτοκίου δεν έχει λογική, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στο παρελθόν και, αν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί παρόμοιο σημείο αναφοράς, δεν θα πρέπει να είναι αυτό της Αργεντινής, αφού οι επενδύσεις πραγματοποιήθηκαν σε δολάρια ΗΠΑ, από κοινού με ξένες οντότητες· iii) το κέρδος που όντως πραγματοποίησαν οι παραγωγοί της Αργεντινής δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, λόγω της ειδικής κατάστασης της αγοράς· και iv) σε σύγκριση με τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης το κέρδος-στόχος καθορίστηκε σε 11 %.

(46)

Τα αιτήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν. Η Επιτροπή θεώρησε εύλογο το περιθώριο κέρδους 15 % για τον κλάδο παραγωγής βιοντίζελ στην Αργεντινή, δεδομένου ότι στην εν λόγω χώρα ο κλάδος αυτός, κατά τη διάρκεια της ΠΕ, ήταν κατά ακόμη νέος και έντασης κεφαλαίου. Η αναφορά στο περιθώριο κέρδους στην περίπτωση των ΗΠΑ έγινε για να απορριφθεί ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί συστηματικά περιθώριο κέρδους 5 % κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας. Η αναφορά στο μεσοπρόθεσμο χρεωστικό επιτόκιο επίσης δεν είχε σκοπό τον καθορισμό ενός σημείου αναφοράς, αλλά τη δοκιμή του εύλογου χαρακτήρα του περιθωρίου που χρησιμοποιήθηκε. Το ίδιο ισχύει και για το κέρδος που όντως πραγματοποίησαν οι εταιρείες του δείγματος. Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι ο σκοπός της κατασκευής της κανονικής αξίας είναι άλλος από αυτόν του υπολογισμού του κέρδους-στόχου για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, η σύγκριση μεταξύ των δύο είναι άνευ αντικειμένου. Κατά συνέπεια, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 46 του προσωρινού κανονισμού.

(47)

Ένας εξαγωγέας-παραγωγός κατασκευάζει βιοντίζελ εν μέρει σε δικές του εγκαταστάσεις και εν μέρει μέσω συμφωνίας υπεργολαβίας με έναν ανεξάρτητο παραγωγό. Ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας ζήτησε να υπολογιστεί εκ νέου το κόστος παραγωγής του χρησιμοποιώντας διαφορετικό σταθμισμένο μέσο όρο του δικού του κόστους παραγωγής και του κόστους παραγωγής του υπεργολάβου, αντί αυτό που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή στο προσωρινό στάδιο. Το αίτημα αυτό εξετάστηκε και διαπιστώθηκε ότι ήταν αιτιολογημένο και το κόστος παραγωγής για την εν λόγω εταιρεία υπολογίστηκε, αναλόγως, εκ νέου.

(48)

Η Επιτροπή έλαβε και άλλες μικρές αξιώσεις που αφορούν ειδικά την εταιρεία, αλλά κατέστησαν άνευ αντικειμένου, ύστερα από την αλλαγή στη μεθοδολογία της κατασκευής της κανονικής αξίας, όπως εξηγείται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, επιβεβαιώνονται τα συμπεράσματα που περιέχονται στις αιτιολογικές σκέψεις 40 έως 46 του προσωρινού κανονισμού, με τις τροποποιήσεις που εξηγούνται ανωτέρω.

2.2.   Τιμή εξαγωγής

(49)

Στην αιτιολογική σκέψη 49 του προσωρινού κανονισμού εξηγήθηκε ότι, όταν πραγματοποιούνταν εξαγωγικές πωλήσεις μέσω συνδεδεμένων εμπορικών εταιρειών που εδρεύουν εντός της Ένωσης, έγιναν προσαρμογές στην τιμή εξαγωγής, μεταξύ άλλων και για το κέρδος που προκύπτει για τον συνδεδεμένο έμπορο σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού. Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, ένα επίπεδο κέρδους 5 % για τον συνδεδεμένο έμπορο εντός της Ένωσης θεωρήθηκε εύλογο. Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι ένα περιθώριο κέρδους της τάξης του 5 % για τον συνδεδεμένο έμπορο εντός της Ένωσης ήταν πολύ υψηλό για την επιχείρηση που εμπορεύεται το προϊόν και ότι θα πρέπει να χρησιμοποιείται είτε κανένα κέρδος είτε μικρότερο ποσοστό (έως 2 % ανάλογα με τις εταιρείες).

(50)

Δεν υποβλήθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να υποστηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το επίπεδο κέρδους του 5 % για τους συνδεδεμένους εμπόρους της ΕΕ επιβεβαιώνεται.

(51)

Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, η Carbio υποστήριξε ότι ένα περιθώριο κέρδους 5 % ήταν πολύ υψηλό στον χώρο των επιχειρήσεων εμπορίας προϊόντων και ανέφερε μελέτη που εκπονήθηκε από την KPMG, ειδικά για τον σκοπό αυτό και που υποβλήθηκε στην Επιτροπή την 1η Ιουλίου 2013 μετά την κοινοποίηση του προσωρινού κανονισμού. Η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορεί να βασιστεί κανείς στα πορίσματα της μελέτης, λόγω των περιορισμών στην ανάλυση που αναφέρεται στην ίδια τη μελέτη, η οποία οδήγησε στην επιλογή περιορισμένου αριθμού εμπορικών εταιρειών, το ήμισυ του οποίου δεν πωλούσε γεωργικά προϊόντα. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία που έχουν παρασχεθεί θεωρούνται αμφίβολα. Κατά συνέπεια, επιβεβαιώνεται το ποσοστό περιθωρίου κέρδους 5 % για τους συνδεδεμένους εμπόρους στην ΕΕ.

(52)

Ένας παραγωγός-εξαγωγέας διαμαρτυρήθηκε ότι κατά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα λεγόμενα «αντισταθμιστικά αποτελέσματα», δηλαδή τα κέρδη ή τις ζημίες που πραγματοποιήθηκαν από τον παραγωγό κατά την πώληση και την αγορά μελλοντικών συμβάσεων σογιέλαιου στο Chicago Board of Trade (CBOT). Η εταιρεία επέμεινε ότι η αντιστάθμιση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του επιχειρηματικού τομέα του βιοντίζελ λόγω των διακυμάνσεων των τιμών των πρώτων υλών, και ότι τα καθαρά έσοδα για τον πωλητή βιοντίζελ δεν είναι μόνο η τιμή που κατέβαλε ο αγοραστής αλλά και το κέρδος (ή η ζημία) των υποκείμενων πράξεων αντιστάθμισης κινδύνου.

(53)

Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού προβλέπει σαφώς ότι η τιμή εξαγωγής πρέπει να είναι η τιμή που πράγματι καταβάλλεται ή που πρέπει να καταβάλλεται για το προϊόν κατά την πώληση για εξαγωγή, ανεξάρτητα από τυχόν χωριστά —αν και συνδεδεμένα— κέρδη ή ζημίες που συνδέονται με αντισταθμιστικές πρακτικές.

(54)

Απουσία περαιτέρω παρατηρήσεων σχετικά με τις τιμές εξαγωγής, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 47 έως 49 του προσωρινού κανονισμού, με τις αλλαγές που αναφέρονται ανωτέρω.

2.3.   Σύγκριση

(55)

Στην αιτιολογική σκέψη 53 του προσωρινού κανονισμού αναφέρθηκε ότι, όταν οι εξαγωγικές πωλήσεις πραγματοποιούνταν μέσω συνδεδεμένων εμπορικών εταιρειών εγκατεστημένων εκτός της ΕΕ, η Επιτροπή εξέτασε αν ο συνδεδεμένος έμπορος θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αντιπρόσωπος που εργάζεται βάσει προμήθειας και, εάν ναι, αν έγινε προσαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο θ) του βασικού κανονισμού, ώστε να ληφθεί υπόψη το ονομαστικό εμπορικό περιθώριο που έλαβε ο έμπορος.

(56)

Μια εταιρεία ισχυρίστηκε ότι το περιθώριο κέρδους που χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή για τον συνδεδεμένο έμπορο εκτός της ΕΕ ως πλασματικό περιθώριο κέρδους ήταν πολύ υψηλό και ότι ένα χαμηλότερο περιθώριο κέρδους θα ήταν πιο λογικό.

(57)

Η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά τα επιχειρήματα που προέβαλε ο παραγωγός-εξαγωγέας, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, με βάση τις εκτεταμένες δραστηριότητες των συνδεδεμένων εμπόρων, το περιθώριο κέρδους 5 % ήταν λογικό. Επομένως, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

(58)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων σχετικά με τη σύγκριση, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 50 έως 55 του προσωρινού κανονισμού.

2.4.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(59)

Όλοι οι συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς της Αργεντινής ζήτησαν ότι, σε περίπτωση επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοντίζελ από την Αργεντινή, θα πρέπει να υπάρχει ενιαίος δασμός για όλους τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς, με βάση το σταθμισμένο μέσο όρο των δασμών αντιντάμπινγκ όλων των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος. Υποστήριξαν το αίτημα αυτό υποστηρίζοντας ότι όλοι οι παραγωγοί του δείγματος έχουν εμπορικούς ή άλλους δεσμούς μεταξύ τους, παράγουν, πωλούν, δανείζονται ή ανταλλάσσουν μεταξύ τους βιοντίζελ και, συχνά, τα προϊόντα διαφόρων εταιρειών φορτώνονται μαζί στο ίδιο ωκεανοπόρο σκάφος και αποστέλλονται στην ΕΕ και δεν είναι πλέον δυνατό για τις τελωνειακές αρχές να εντοπίσουν και να διακρίνουν το προϊόν των διαφόρων παραγωγών. Οι εν λόγω ιδιαίτερες συνθήκες αναφέρθηκαν για να παρουσιαστεί ως πρακτικώς αδύνατη η επιβολή ατομικών δασμών.

(60)

Παρά το γεγονός ότι η αίτηση προέρχεται από όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς, ακόμη και αυτούς με χαμηλότερο ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ από το μέσο σταθμισμένο περιθώριο, και παρά την ενδεχόμενη απλούστευση για τις τελωνειακές αρχές, το αίτημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, οι, κατά τους ισχυρισμούς, πρακτικές δυσκολίες δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως δικαιολογία για την παρέκκλιση από τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, εκτός αν είναι αναπόφευκτη. Στην περίπτωση αυτή, η πρακτική των εταιρειών να ανταλλάσσουν, να δανείζονται ή να συναλλάσσονται κατ’ άλλο τρόπο με το υπό εξέταση προϊόν δεν καθιστά, από μόνο της, ανέφικτη την επιβολή ατομικών δασμών κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

(61)

Τρεις εταιρείες ζήτησαν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των συνεργαζόμενων παραγωγών-εξαγωγέων, προκειμένου να επωφεληθούν από τον δασμό αντιντάμπινγκ για τις συνεργασθείσες εταιρείες που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα και όχι από τον υπολειπόμενο δασμό για «όλες τις άλλες εταιρείες».

(62)

Δύο από τις τρεις εταιρείες παρήγαγαν ήδη βιοντίζελ για την εγχώρια αγορά ή στο πλαίσιο συμφωνιών υπεργολαβίας για άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς κατά την ΠΕ, αλλά οι ίδιες δεν εξήγαγαν στην Ένωση. Η τρίτη εταιρεία δεν παρήγαγε βιοντίζελ κατά την ΠΕ, δεδομένου ότι εκείνη τη χρονική περίοδο η εγκατάστασή της ήταν ακόμη υπό κατασκευή.

(63)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις για να θεωρηθεί κανείς συνεργαζόμενος παραγωγός- εξαγωγέας δεν πληρούνται στην περίπτωση των τριών εταιρειών που αναφέρονται ανωτέρω. Αυτό ισχύει όχι μόνο για την εταιρεία που δεν παρήγαγε καθόλου βιοντίζελ κατά τη διάρκεια της ΠΕ, αλλά και για τις εταιρείες που συνεργάστηκαν με την έρευνα, υποβάλλοντας έντυπο δειγματοληψίας, δεδομένου ότι στην απάντηση της δειγματοληψίας τους καθιστούσαν σαφές ότι παρήγαγαν για την εγχώρια αγορά ή για τρίτους, αλλά δεν εξήγαγαν βιοντίζελ στην Ένωση με τη δική τους επωνυμία.

(64)

Το αίτημα αυτό, πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί και ο «υπολειπόμενος» δασμός αντιντάμπινγκ θα πρέπει να ισχύει για τις τρεις αυτές εταιρείες.

(65)

Λαμβάνοντας υπόψη τις προσαρμογές της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, κατά τα οριζόμενα ανωτέρω, και ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων, ο πίνακας στην αιτιολογική σκέψη 59 του προσωρινού κανονισμού αντικαθίσταται από τα ακόλουθα και τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF ελεύθερο στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής:

Εταιρεία

Περιθώριο ντάμπινγκ

Louis Dreyfus Commodities S.A.

46,7 %

Όμιλος «Renova» (Molinos Rio de la Plata SA, Oleaginosa Moreno Hermanos S.A.F.I.C.I. y A. and Vicentin S.A.I.C.)

49,2 %

Όμιλος «T6» (Aceitera General Deheza SA, Bunge Argentina SA)

41,9 %

Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες

46,8 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

49,2 %

3.   Ινδονησία

3.1.   Κανονική αξία

(66)

Όπως αναφέρεται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 28 έως 34, η Επιτροπή έχει επί του παρόντος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα DET στην Ινδονησία στρεβλώνει το κόστος παραγωγής για τους παραγωγούς βιοντίζελ στην εν λόγω χώρα και ότι, κατά συνέπεια, το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή και την πώληση του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλάται ευλόγως στις καταχωρίσεις που τηρούνται από τους ινδονήσιους παραγωγούς που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας.

(67)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να αναθεωρήσει αιτιολογική σκέψη 63 του προσωρινού κανονισμού και να παραβλέψει το πραγματικό κόστος του ακατέργαστου φοινικέλαιου (ΑΦ), την κύρια πρώτη ύλη που αγοράζεται και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοντίζελ, όπως καταγράφεται από τις ενδιαφερόμενες εταιρείες στους λογαριασμούς τους, καθώς και να αντικαταστήσει το κόστος αυτό με την τιμή στην οποία οι εν λόγω εταιρείες θα είχαν αγοράσει το ΑΦ σε περίπτωση που δεν υπήρχε αυτή η στρέβλωση.

(68)

Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι το επίπεδο των τιμών για το εγχώρια πωλούμενο ΑΣ είναι σημαντικά υποβαθμισμένο σε σύγκριση με τη «διεθνή» τιμή αναφοράς, με τη διαφορά να είναι πολύ κοντά στον φόρο εξαγωγής που εφαρμόζεται στο ΑΣ. Δεδομένου ότι το σύστημα DET περιορίζει τις δυνατότητες εξαγωγής ΑΣ, έχει ως αποτέλεσμα τη διάθεση μεγαλύτερων ποσοτήτων ΑΣ στην εγχώρια αγορά και, συνεπώς, την άσκηση πίεσης στις εγχώριες τιμές ΑΣ. Αυτό αποτελεί ιδιαίτερη κατάσταση της αγοράς.

(69)

Κατά τη διάρκεια της ΠΕ στις εξαγωγές βιοντίζελ εφαρμοζόταν εξαγωγικός φορολογικός συντελεστής μεταξύ 2 και 5 %. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, στις εξαγωγές ΑΣ εφαρμοζόταν εξαγωγικός φορολογικός συντελεστής που κυμαινόταν μεταξύ 15-20 %, ενώ ο φόρος εξαγωγής για RBDPO κυμαινόταν από 5-18,5 %. Οι διαφορετικοί δασμολογικοί συντελεστές εφαρμόζονται σε συνάρτηση με το αντίστοιχο φάσμα τιμών αναφοράς (που ακολουθούν τις διεθνείς τάσεις της αγοράς και δεν έχουν καμιά σχέση με διαφορές ποιότητας). Ο φόρος εξαγωγής για καρπούς ελαιούχων φοινίκων ορίζεται σε ένα ενιαίο ποσοστό 40 %.

(70)

Για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, η αιτιολογική σκέψη 63 του προσωρινού κανονισμού αναθεωρείται και το κόστος της κύριας πρώτης ύλης (ΑΦ) που καταγράφεται από τις οικείες εταιρείες, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, έχει αντικατασταθεί από την τιμή εξαγωγής αναφοράς (HPE) (11) για το ΑΦ, η οποία δημοσιεύεται από τις ινδονησιακές αρχές, που με τη σειρά της βασίζεται σε δημοσιευμένες διεθνείς τιμές (Ρότερνταμ, Μαλαισία και Ινδονησία). Αυτή η προσαρμογή γίνεται για το ΑΦ που αγοράζεται τόσο από συνδεδεμένες όσο και από μη συνδεδεμένες εταιρείες. Το κόστος της ιδίας παραγωγής ΑΦ εντός της ίδιας νομικής οντότητας είναι δεκτή, δεδομένου ότι δεν έχει αποδειχτεί ότι το κόστος της ιδίας παραγωγής ΑΦ εντός της ίδιας νομικής οντότητας επηρεάζεται από τη στρέβλωση.

(71)

Όλοι οι παραγωγοί-εξαγωγείς από την Ινδονησία καθώς και η κυβέρνηση της Ινδονησίας ισχυρίζονται ότι η αντικατάσταση των δαπανών για το ΑΦ, όπως καταγράφεται από τις εταιρείες, με την ινδονησιακή τιμή εξαγωγής αναφοράς για το ΑΦ, δεν είναι αποδεκτή σύμφωνα με τους κανόνες του ΠΟΕ, αλλά ούτε και σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, είναι παράνομη. Σε σχέση με αυτό, η κυβέρνηση της Ινδονησίας ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή κακώς αντιμετώπισε τη Δημοκρατία της Ινδονησίας ως χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς. Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τις εταιρείες μπορούν να συνοψιστούν ως εξής. Πρώτον, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι υπάρχει λόγος να παρεκκλίνει από τις πραγματικές καταγραφείσες δαπάνες ή ότι το κόστος αυτό δεν αντικατοπτρίζει εύλογα το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος, αλλά δήλωσε απλώς ότι οι καταγραφείσες δαπάνες είναι ασυνήθιστα χαμηλές σε σύγκριση με τις διεθνείς τιμές και θα πρέπει, επομένως, να αντικατασταθούν. Αυτό αντίκειται στους κανόνες του ΠΟΕ, σύμφωνα με τους οποίους ο έλεγχος για τον προσδιορισμό του κατά πόσον ένα συγκεκριμένο κόστος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό του κόστους παραγωγής έγκειται στο κατά πόσον το κόστος αυτό συνδέεται με την παραγωγή και την πώληση του προϊόντος και όχι στο κατά πόσον το εν λόγω κόστος αντικατοπτρίζει εύλογα την αγοραία αξία. Δεύτερον, ακόμη και αν το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού φαινομενικά επιτρέπει την προσαρμογή, η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου θα πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου το κράτος παρεμβαίνει άμεσα στην αγορά καθορίζοντας ή ρυθμίζοντας τις τιμές σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη υπόθεση, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εγχώρια τιμή του ΑΦ, αντί να ρυθμίζεται από το κράτος, είναι τεχνητά χαμηλή απλώς εξαιτίας του εξαγωγικού φόρου που επιβάλλεται στο ΑΦ. Ακόμη και αν αυτό είναι αληθές, οποιαδήποτε επίπτωση στην εγχώρια τιμή δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί μόνο ως τυχαία ή απλή παρενέργεια του φορολογικού συστήματος. Τρίτον, η Επιτροπή κακώς βασίζεται στην υπόθεση Acron για να δικαιολογήσει τη νομιμότητα της προσαρμογής για το ΑΦ. Η απόφαση αυτή αποτελεί επί του παρόντος αντικείμενο προσφυγής και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει δεδικασμένο. Σε κάθε περίπτωση, οι πραγματικές περιστάσεις στην υπόθεση Acron είναι διαφορετικές επειδή αναφέρονται σε μια κατάσταση κατά την οποία, αντίθετα με τις τιμές ΑΦ στην Ινδονησία, οι οποίες καθορίζονται ελεύθερα στην αγορά, οι τιμές του φυσικού αερίου ρυθμίζονταν από το κράτος. Τέλος, η κυβέρνηση της Ινδονησίας υποστήριξε ότι η προσαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 5 έγινε αποκλειστικά με στόχο την αύξηση των περιθωρίων ντάμπινγκ, λόγω των διαφορών στη φορολογία.

(72)

Ο ισχυρισμός ότι η προσαρμογή βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, είναι παράνομη δυνάμει του ΠΟΕ και/ή των κανόνες της Ένωσης πρέπει να απορριφθεί. Ο βασικός κανονισμός έχει μεταφέρει τη συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ («ΣΑ») και επομένως, θεωρείται ότι όλες οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 2 παράγραφος 5, συνάδουν με τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ένωση δυνάμει της ΣΑ. Ως προς αυτό, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού δεν εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο σε χώρες με οικονομία της αγοράς και σε χώρες που δεν διαθέτουν οικονομία της αγοράς. Όπως αναφέρεται παραπάνω (αιτιολογική σκέψη 42), στην υπόθεση Acron, το Γενικό Δικαστήριο θέσπισε την αρχή του δικαίου ότι αν το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλάται ευλόγως στα βιβλία των εταιρειών, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας και ότι το κόστος αυτό θα μπορούσε να αντικατασταθεί με κόστος που να αντανακλά την τιμή που διαμορφώνεται από τις δυνάμεις της αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Το γεγονός ότι η υπόθεση Acron αφορούσε τιμές που είχαν καθοριστεί από το κράτος δεν μπορεί, ωστόσο, να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή δεν δύναται να εφαρμόζει το άρθρο 2 παράγραφος 5 σε σχέση με άλλες κρατικές παρεμβάσεις που στρεβλώνουν, άμεσα ή έμμεσα, μια συγκεκριμένη αγορά με τη συμπίεση των τιμών σε ένα τεχνητά χαμηλό επίπεδο. Η ειδική ομάδα στην υπόθεση China – Broilers κατέληξε πρόσφατα σε παρόμοιο συμπέρασμα κατά την ερμηνεία του άρθρου 2.2.1.1 της ΣΑ. Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος δεν αντανακλάται ευλόγως στα βιβλία των οικείων εταιρειών, αφού είναι τεχνητά χαμηλό λόγω της στρέβλωσης που προκαλείται από το ινδονησιακό σύστημα DET. Επομένως, η Επιτροπή δικαιολογείτο πλήρως να προσαρμόσει το κόστος του ΑΦ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της ινδονησιακής κυβέρνησης, σημειώνεται ότι η προσαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 5 βασίζεται στην αποδεδειγμένη διαφορά μεταξύ εγχώριων και διεθνών τιμών ΑΦ και όχι για τυχόν διαφορές στη φορολογία.

(73)

Δύο παραγωγοί-εξαγωγείς από την Ινδονησία ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή δεν έχει αποδείξει ότι η τιμή του ινδονησιακού εγχώριου ΑΦ έχει υποστεί στρεβλώσεις. Υποστηρίζουν ότι η βασική υπόθεση της Επιτροπής ότι το σύστημα DET περιορίζει τις δυνατότητες εξαγωγής ΑΦ, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη διάθεση μεγαλύτερων ποσοτήτων ΑΦ στην εγχώρια αγορά και, ως εκ τούτου, τη συμπίεση των εγχώριων τιμών ΑΦ, είναι αντικειμενικά λανθασμένη, αφού το ΑΦ εξάγεται σε μεγάλες ποσότητες (70 % του συνόλου της παραγωγής). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν η εγχώρια αγορά ΑΦ θα μπορούσε να θεωρηθεί στρεβλή λόγω του συστήματος DET, η τιμή εξαγωγής αναφοράς είναι εξίσου στρεβλή, αφού βασίζεται σε διεθνείς τιμές εξαγωγής που περιλαμβάνουν τον φόρο εξαγωγής. Ως εκ τούτου, η τιμή εξαγωγής αναφοράς για το ΑΦ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατάλληλη τιμή αναφοράς για την αναπροσαρμογή του κόστους του ΑΦ.

(74)

Παρά το γεγονός ότι είναι το ΑΦ εξάγεται από την Ινδονησία σε μεγάλες ποσότητες, η έρευνα αποκάλυψε ότι η εγχώρια τιμή του ΑΦ είναι τεχνητά χαμηλή σε σύγκριση με τις διεθνείς τιμές. Επιπλέον, η διαφορά τιμών που διαπιστώθηκε είναι σχεδόν ο φόρος εξαγωγής που επιβάλλεται από το σύστημα DET. Είναι επομένως εύλογο να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το χαμηλό επίπεδο της εγχώριας τιμής είναι αποτέλεσμα στρέβλωσης λόγω του συστήματος DET. Επιπροσθέτως, οι διεθνείς τιμές των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένου του ΑΦ, καθορίζονται με βάση την προσφορά και τη ζήτηση, πράγμα που αντανακλά τη δυναμική των δυνάμεων της αγοράς. Δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία που να δείχνουν ότι οι εν λόγω δυνάμεις της αγοράς έχουν υποστεί στρέβλωση λόγω του ινδονησιακού συστήματος DET. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι η τιμή εξαγωγής αναφοράς είναι ακατάλληλη ως σημείο αναφοράς απορρίπτεται.

(75)

Ένας παραγωγός-εξαγωγέας, για τον οποίο διαπιστώθηκε ότι δεν είχε αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις (αιτιολογική σκέψη 60 του προσωρινού κανονισμού) υποστήριξε ότι η Επιτροπή έκανε, λανθασμένα, τον έλεγχο αντιπροσωπευτικότητας με βάση τις πωλήσεις από συνδεδεμένες εταιρείες ξεχωριστά αντί των παγκόσμιων πωλήσεων όλων των εταιρειών του ομίλου. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι αυτό το υποτιθέμενο σφάλμα δεν είχε κανέναν αντίκτυπο στο προσωρινό συμπέρασμα που εξήχθη σε σχέση με το εν λόγω μέρος. Υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά αυτόν τον παραγωγό-εξαγωγέα, όλες οι συνδεδεμένες εταιρείες απέτυχαν, μεμονωμένα, στον έλεγχο αντιπροσωπευτικότητας. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν ο ισχυρισμός αυτός ήταν τεκμηριωμένος, είναι σαφές ότι ο έλεγχος αντιπροσωπευτικότητας με βάση το σύνολο των εγχώριων πωλήσεων όλων των συνδεδεμένων εταιρειών δεν μπορούσε, όπως αναγνωρίζεται από τον παραγωγό-εξαγωγέα, να είχε επιπτώσεις όσον αφορά τα προσωρινά συμπεράσματα. Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν περαιτέρω παρατηρήσεις, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 62 του προσωρινού κανονισμού.

(76)

Ένα μέρος ισχυρίστηκε ότι, ως προς την αιτιολογική σκέψη 63 του προσωρινού κανονισμού, για το εν λόγω μέρος χρησιμοποιήθηκε υπερτιμημένο κόστος ΠΓ&Δ. Αφού εξετάστηκε ο ισχυρισμός αυτός, κρίθηκε ότι το κόστος ΠΓ&Δ, τόσο για τις εγχώριες όσο και για τις εξαγωγικές πωλήσεις, είχε συμπεριληφθεί στην κατασκευή της κανονικής αξίας. Αναλόγως έγιναν οι αναγκαίες διορθώσεις για να χρησιμοποιηθεί το κόστος ΠΓ&Δ μόνο για τις εγχώριες πωλήσεις.

(77)

Ένα μέρος αμφισβήτησε την κατασκευή της κανονικής αξίας και ιδίως την επιλογή της μεθοδολογίας βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 6 όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 65 του προσωρινού κανονισμού. Το άρθρο 2 παράγραφος 6 προβλέπει τρεις εναλλακτικές μεθοδολογίες για τον καθορισμό του κόστους ΠΓ&Δ και του κέρδους σε περίπτωση που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα πραγματικά στοιχεία της εταιρείας. Το εν λόγω μέρος ισχυρίστηκε ότι αυτές οι τρεις μεθοδολογίες πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη σειρά που παρουσιάζονται και ότι, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξεταστεί πρώτη η εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 6 στοιχείο α) και του άρθρου 2 παράγραφος 6 στοιχείο β).

(78)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προσωρινός κανονισμός φαίνεται να εξετάζει μόνο τη μεθοδολογία βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ), στις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις εξηγείται γιατί το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο α) και το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο β) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή.

(79)

Το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο α) δεν εφαρμόζεται, δεδομένου ότι δεν έχουν καθορισθεί πραγματικά ποσά για τις εταιρείες της Ινδονησίας (και της Αργεντινής), δεδομένου ότι δεν διαθέτουν πωλήσεις στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά ποσά άλλου εξαγωγέα ή παραγωγού (στο δείγμα) για να εφαρμοστεί το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο α).

(80)

Το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο β) δεν μπορεί να εφαρμοσθεί δεδομένου ότι όλες οι εταιρείες της Ινδονησίας (και της Αργεντινής) στο δείγμα δεν παρουσιάζουν πωλήσεις της ίδιας γενικής κατηγορίας προϊόντων, στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων.

(81)

Σε σχέση με το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο β), το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε επίσης ότι ο βασικός κανονισμός δεν συνάδει με τον κανονισμό του ΠΟΕ, στο βαθμό που περιέχει την απαίτηση του άρθρου 2 παράγραφος 6 στοιχείο β), ότι οι πωλήσεις πρέπει να πραγματοποιούνται με τις συνήθεις εμπορικές πράξεις. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 72, ο βασικός κανονισμός έχει μεταφέρει τη συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ (ΣΑ) και θεωρείται, επομένως, ότι όλες οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 2 παράγραφος 6, συνάδουν με τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ένωση δυνάμει της συμφωνίας ΣΑΑ και ότι το στοιχείο που αφορά τις πωλήσεις στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών συναλλαγών είναι πλήρως συμβατό.

(82)

Επομένως, επιβεβαιώνεται η επιλογή της εφαρμογής του άρθρου 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) για τη χρήση κάθε άλλης εύλογης μεθόδου για τον καθορισμό του περιθωρίου κέρδους.

(83)

Επιπλέον, πολλά μέρη θεώρησαν υπερβολικό το περιθώριο κέρδους 15 % που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της κανονικής αξίας. Ισχυρίζονται ότι ο προσωρινός κανονισμός δεν εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή υπολόγισε το 15 % και, ως εκ τούτου, θεωρούν ότι η Επιτροπή εξήγαγε το 15 % από το περιθώριο κέρδους που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της ζημίας. Ισχυρίστηκαν ότι σε αρκετές άλλες περιπτώσεις σχετικά με πρώτες ύλες, η Επιτροπή χρησιμοποίησε περιθώρια κέρδους της τάξης του 5 %. Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη πρότειναν τη χρησιμοποίηση του περιθωρίου κέρδους από την περίπτωση της βιοαιθανόλης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα ενδιαφερόμενο μέρος πρότεινε επίσης να χρησιμοποιηθεί χαμηλότερο περιθώριο κέρδους των πωλήσεών του από μείγμα βιοντίζελ με πετρελαϊκό ντίζελ. Επιπλέον, η κυβέρνηση της Ινδονησίας υποστήριξε ότι αποτελεί επικάλυψη το να αντικαθίσταται το κόστος του ΑΦ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού και να χρησιμοποιείται, ταυτόχρονα, περιθώριο κέρδους 15 % βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ), το οποίο θα αντικατόπτριζε το περιθώριο κέρδους μιας αγοράς χωρίς στρεβλώσεις.

(84)

Πρώτον, είναι ανακριβές ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί συστηματικά περιθώριο κέρδους 5 % κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας. Κάθε περίπτωση αξιολογείται ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης. Για παράδειγμα, στη διαδικασία βιοντίζελ του 2009 κατά των Ηνωμένων Πολιτειών, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα επίπεδα κέρδους με το μέσο σταθμισμένο κέρδος κατά πολύ άνω του 15 %. Δεύτερον, δεδομένου ότι το βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο χρεωστικό επιτόκιο στην Ινδονησία είναι περίπου 12 %, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, είναι λογικό να αναμένεται ότι το περιθώριο κέρδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην εγχώρια αγορά βιοντίζελ θα είναι υψηλότερη από το κόστος δανεισμού κεφαλαίων. Η αναφορά στον συντελεστή μεσοπρόθεσμου δανεισμού δεν νοείται ότι ορίζει κριτήριο αξιολόγησης αλλά ότι ελέγχει την ευλογοφάνεια του χρησιμοποιηθέντος περιθωρίου. Τρίτον, για το κατά πόσον οι πωλήσεις μείγματος βιοντίζελ με πετρελαϊκό ντίζελ υπάγονται στην ίδια γενική κατηγορία προϊόντων, το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί στην αιτιολογική σκέψη 80, ότι οι εν λόγω πωλήσεις πρέπει να πραγματοποιούνται με τις συνήθεις εμπορικές πράξεις. Δεδομένου ότι οι εγχώριες πωλήσεις βιοντίζελ δεν γίνονται στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων, οι πωλήσεις του μείγματος βιοντίζελ με πετρελαϊκό ντίζελ δεν θεωρούνται, τηρουμένων των αναλογιών, ότι πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Συνεπώς, και για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω, το ποσοστό κέρδους 15 % είναι ένα εύλογο ποσό που μπορεί να επιτευχθεί από μια σχετικά νέα και έντασης κεφαλαίου βιομηχανία στην Ινδονησία. Το επιχείρημα της κυβέρνησης της Ινδονησίας σχετικά με την επικάλυψη δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι οι προσαρμογές του κόστους σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 και το εύλογο κέρδος βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ), αποτελούν δύο σαφώς διακριτά θέματα. Κατά συνέπεια, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 65 του προσωρινού κανονισμού.

(85)

Ένα μέρος ισχυρίστηκε ότι, δεδομένου ότι τιμή εξαγωγής αναφοράς για το ΑΦ εμπεριέχει το διεθνές κόστος μεταφοράς και επειδή ο σκοπός της προσαρμογής της εγχώριας τιμής του ΑΦ στο επίπεδο της διεθνούς τιμής του ΑΦ είναι να επιτευχθεί μια μη διαστρεβλωμένη τιμή του εγχώριου ΑΦ, η τιμή εξαγωγής αναφοράς για το ΑΦ θα πρέπει να προσαρμοστεί προς τα κάτω για να εξαιρεθούν τα έξοδα μεταφοράς.

(86)

Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Η Επιτροπή εξέταζε εναλλακτικές λύσεις για την επιλογή μιας πιο κατάλληλης τιμής που θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως διεθνής τιμή αναφοράς. Θα πρέπει να γίνει υπόμνηση ότι οι ίδιες οι ινδονησιακές αρχές χρησιμοποιούν την τιμή εξαγωγής αναφοράς ως κριτήριο σύγκρισης για τον υπολογισμό του μηνιαίου επιπέδου των εξαγωγικών δασμών. Η τιμή εξαγωγής αναφοράς όπως ορίζεται από τις αρχές της Ινδονησίας θεωρήθηκε, επομένως, ότι είναι η πλέον κατάλληλη διεθνής τιμή αναφοράς που πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του επιπέδου στρέβλωσης του κόστους παραγωγής βιοντίζελ στην Ινδονησία.

(87)

Δύο μέρη υποστήριξαν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι παράγουν βιοντίζελ από πρώτη ύλη η οποία είναι διαφορετική από το ΑΦ, δηλαδή από απόσταγμα λιπαρών οξέων φοινικελαίου («ΑΛΟΦ»), εξευγενισμένο φοινικέλαιο («ΕΦ») ή εξευγενισμένη φοινικοστεατίνη («ΕΦΣ»). Μη λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση από τα μέρη της πραγματικής πρώτης ύλης για την παραγωγή βιοντίζελ, η προσαρμογή για το ΑΦ (όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 70), εφαρμόστηκε στη λάθος πρώτη ύλη που χρησιμοποιήθηκε και, ως εκ τούτου, οδήγησε σε εσφαλμένο επίπεδο της κατασκευασμένης κανονικής αξίας.

(88)

Τα αιτήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν. Πρέπει να τονισθεί ότι η Επιτροπή αντικατέστησε μόνο το κόστος του ΑΦ που αγοράστηκε, από συνδεδεμένους και μη προμηθευτές, για την παραγωγή βιοντίζελ. Όσον αφορά τα υποπροϊόντα όπως το ΑΛΟΦ, το ΕΦ και η ΕΦΣ, τα οποία προκύπτουν από την επεξεργασία του αγοραζόμενου ΑΦ και τα οποία υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία για την παραγωγή βιοντίζελ, δεν έγινε καμία προσαρμογή.

(89)

Τρία μέρη ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή δεν αναγνώρισε ότι η αγορά ΑΦ από συνδεδεμένες εταιρείες θα έπρεπε να τύχει ίσης μεταχείρισης με την εσωτερική παραγωγή και ότι, κατά συνέπεια, δεν θα έπρεπε να γίνει καμία προσαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 (όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 70). Τα μέρη ισχυρίζονται ότι οι συναλλαγές εντός του ομίλου πραγματοποιήθηκαν υπό συνθήκες ανταγωνισμού και, συνεπώς, δεν θα πρέπει να ρυθμίζονται και να αντικαθίστανται από μια διεθνή τιμή. Επιπλέον, ένας παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η κατασκευασμένη κανονική αξία θα πρέπει να υπολογίζεται σε μηνιαία βάση κατά τη διάρκεια της ΠΕ.

(90)

Επειδή η εσωτερική τιμή μεταφοράς δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί αξιόπιστη, αποτελεί πάγια πρακτική της Επιτροπής να ελέγχει κατά πόσον οι συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων μερών είναι σύμφωνες με τις εμπορικές πρακτικές. Για να το πράξει αυτό, η Επιτροπή συγκρίνει τις τιμές μεταξύ των συνδεδεμένων εταιρειών με την υποκείμενη αγοραία τιμή. Δεδομένου ότι η υποκείμενη τιμή στην εγχώρια αγορά έχει στρεβλωθεί, η Επιτροπή δεν μπορεί να προβεί σε τέτοιου είδους έλεγχο. Συνεπώς, η Επιτροπή πρέπει να αντικαταστήσει αυτή την αναξιόπιστη τιμή με μια λογική τιμή που θα ήταν εφαρμοστέα υπό συνθήκες ανταγωνισμού σε φυσιολογικές συνθήκες της αγοράς. Στην περίπτωση αυτή, με τη διεθνή τιμή. Όσον αφορά τον ισχυρισμό για τους μηνιαίους υπολογισμούς για την κατασκευασμένη κανονική αξία, οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν και επαληθεύτηκαν δεν περιείχαν επαρκή λεπτομερή στοιχεία που να επιτρέπουν αυτόν τον υπολογισμό. Συνεπώς, και οι δύο ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

(91)

Ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ισχυρίστηκε ότι το κόστος της ιδίας παραγωγής ΑΦ εντός της ίδιας νομικής οντότητας θα πρέπει επίσης, να αναπροσαρμοστεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι επηρεάζεται επίσης από τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προέκυψε από το σύστημα DET.

(92)

Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Επειδή οι πρώτες ύλες διέρχονται όλη τη διαδικασία παραγωγής βιοντίζελ στα διάφορα στάδια της διύλισης/μεταποίησης, το κόστος αυτών των σταδίων παραγωγής μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο, δεδομένου ότι υλοποιείται εντός της ίδιας νομικής οντότητας και δεν υπάρχει θέμα μη αξιόπιστης τιμολόγησης μεταβίβασης.

(93)

Ένας παραγωγός-εξαγωγέας υποστήριξε ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε αφαιρέσει τις λεγόμενες προσαρμογές τιμής από την κατασκευασμένη κανονική αξία. Αυτός ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Η κατασκευασμένη κανονική αξία υπολογίστηκε με βάση το κόστος. Επομένως, δεν θα ήταν ορθό να γίνουν τυχόν προσαρμογές με βάση εκτιμήσεις συναρτώμενες με την τιμή.

3.2.   Τιμή εξαγωγής

(94)

Ένα μέρος αμφισβήτησε τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, ισχυριζόμενο ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αντιστάθμιση τόσο των κερδών όσο και των ζημιών, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει διαφορετική λογιστική μεταχείριση της αντιστάθμισης κερδών και ζημιών του βιοντίζελ.

(95)

Ο ισχυρισμός ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αντιστάθμιση τόσο των κερδών όσο και των ζημιών πρέπει να απορριφθεί. Το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού προβλέπει σαφώς ότι η τιμή εξαγωγής πρέπει να είναι η τιμή που πράγματι καταβάλλεται ή που πρέπει να καταβάλλεται για το προϊόν κατά την πώληση για εξαγωγή, ανεξάρτητα από τυχόν χωριστά —αν και συνδεδεμένα— κέρδη ή ζημίες που συνδέονται με αντισταθμιστικές πρακτικές. Επομένως, επιβεβαιώνεται η μεθοδολογία των αιτιολογικών σκέψεων 66 και 67 του προσωρινού κανονισμού.

(96)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι στο προσωρινό στάδιο υπήρξε, για ένα μέρος, διαφορετική λογιστική μεταχείριση της αντιστάθμισης κερδών και ζημιών για το βιοντίζελ. Το αίτημα αυτό είναι αποδεκτό και έχουν πραγματοποιηθεί οι απαραίτητες διορθώσεις.

(97)

Ως προς την αιτιολογική σκέψη 68 του προσωρινού κανονισμού, ένα μέρος ισχυρίστηκε ότι το περιθώριο κέρδους 5 % που χρησιμοποιείται για συνδεδεμένες εμπορικές εταιρείες που εδρεύουν εντός της Ένωσης συνεπάγεται υπερβολικά μεγάλη απόδοση κεφαλαίου και υπερτιμά το κέρδος που σημειώνεται επί των πωλήσεων βιοντίζελ από μη συνδεδεμένους εμπόρους. Το μέρος αυτό ισχυρίζεται ότι η τυπική απόδοση επί του κεφαλαίου αντιστοιχεί σε ένα περιθώριο κέρδους της τάξης του 1,3 % - 1,8 %.

(98)

Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία συνεργασίας από τους μη συνδεδεμένους εισαγωγείς και το γεγονός ότι οι εμπορικές εταιρείες είναι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών χωρίς σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου, ο ισχυρισμός περί απόδοσης του κεφαλαίου είναι άνευ αντικειμένου και η Επιτροπή απορρίπτει το προαναφερόμενο αίτημα και θεωρεί ότι το περιθώριο κέρδους 5 % είναι λογικό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 68 του προσωρινού κανονισμού.

(99)

Ως προς την αιτιολογική σκέψη 69 του προσωρινού κανονισμού, ένα μέρος ισχυρίστηκε ότι η πριμοδότηση διπλών εγγραφών βιοντίζελ θα πρέπει να προστεθεί στην τιμή εξαγωγής, δεδομένου ότι πρόκειται για απλή εφαρμογή της ιταλικής νομοθεσίας.

(100)

Ακόμη και αν η Επιτροπή αποδεχτεί αυτόν τον ισχυρισμό και προσθέσει πριμοδοτήσεις στην τιμή εξαγωγής, οι πριμοδοτήσεις θα πρέπει να αφαιρεθούν ξανά, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ια), ώστε να συγκριθεί η τιμή εξαγωγής με την ίδια κανονική αξία, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Δεδομένου ότι στην Ινδονησία δεν υπάρχει πριμοδότηση για τη διπλή εγγραφή βιοντίζελ, η υψηλότερη τιμή εξαγωγής στην Ιταλία, ως εκ τούτου, δεν θα ήταν άμεσα συγκρίσιμη. Επομένως, απορρίπτεται ο ισχυρισμός και επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 69 του προσωρινού κανονισμού.

(101)

Μετά την οριστική γνωστοποίηση, το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος επανέλαβε τον ισχυρισμό του. Ωστόσο, κανένα ουσιαστικό πρόσθετο επιχείρημα δεν προβλήθηκε, ώστε να μεταβληθεί η εκτίμηση της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, η αιτιολογική σκέψη 69 του προσωρινού κανονισμού εξακολουθεί να ισχύει.

(102)

Μετά την τελική γνωστοποίηση, ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς επέστησαν την προσοχή της Επιτροπής σε λάθη εξ αβλεψίας στον υπολογισμό του ντάμπινγκ. Οι ισχυρισμοί αυτοί εξετάστηκαν και, στις περιπτώσεις που απαιτείτο, έγιναν διορθώσεις στους υπολογισμούς.

3.3.   Σύγκριση

(103)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων σχετικά με τη σύγκριση, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 70 έως 75 του προσωρινού κανονισμού.

3.4.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(104)

Λαμβάνοντας υπόψη τις προσαρμογές της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, κατά τα οριζόμενα στις αιτιολογικές σκέψεις ανωτέρω, και ελλείψει περαιτέρω παρατηρήσεων, τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF ελεύθερο στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής:

Εταιρεία

Περιθώριο ντάμπινγκ

PT. Ciliandra Perkasa, Jakarta

8,8 %

PT. Musim Mas, Medan

18,3 %

PT. Pelita Agung Agrindustri, Medan

16,8 %

PT. Wilmar Bioenergi Indonesia, Medan and PT. Wilmar Nabati Indonesia, Medan

23,3 %

Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες

20,1 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

23,3 %

E.   ΖΗΜΙΑ

1.   Παραγωγή της Ένωσης και κλάδος παραγωγής της Ένωσης

(105)

Ο προσωρινός κανονισμός, στις αιτιολογικές σκέψεις 80 έως 82, ορίζει τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης και επιβεβαιώνει ότι τρεις εταιρείες εξαιρέθηκαν από τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Ένωσης λόγω της εξάρτησής τους από τις εισαγωγές από τις οικείες χώρες, δηλαδή εισήγαγαν περισσότερο βιοντίζελ από τις οικείες χώρες σε σχέση με την παραγωγή τους.

(106)

Δύο άλλες εταιρείες εξαιρέθηκαν από τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Ένωσης επειδή δεν παρήγαγαν βιοντίζελ κατά την περίοδο της έρευνας.

(107)

Υποβλήθηκαν παρατηρήσεις μετά τη δημοσίευση του προσωρινού κανονισμού, ότι άλλες εταιρείες θα έπρεπε να εξαιρεθούν από τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Ένωσης γιατί εισήγαγαν βιοντίζελ από τις οικείες χώρες και, επίσης, λόγω της σχέσης τους με τους παραγωγούς-εξαγωγείς στην Αργεντινή και την Ινδονησία, προστατευόμενες με τον τρόπο αυτό από τις αρνητικές συνέπειες του ντάμπινγκ.

(108)

Οι παρατηρήσεις αυτές απορρίφθηκαν. Μετά την ανάλυση του ισχυρισμού σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ των παραγωγών-εξαγωγέων και του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, διαπιστώθηκε ότι μια εταιρεία χαρτοφυλακίου κατείχε μετοχές τόσο ενός παραγωγού-εξαγωγέα της Αργεντινής όσο και ενός παραγωγού της Ένωσης.

(109)

Πρώτον, διαπιστώθηκε ότι αυτές οι εταιρείες βρίσκονται σε ανοιχτό ανταγωνισμό μεταξύ τους για τους ίδιους πελάτες στην αγορά της Ένωσης, κάτι το οποίο αποδεικνύει ότι η σχέση αυτή δεν είχε καμία επίδραση στις επιχειρηματικές πρακτικές του αργεντινού παραγωγού-εξαγωγέα ή του παραγωγού της Ένωσης.

(110)

Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ένα ενδιαφερόμενο μέρος ζήτησε πληροφορίες σχετικά με το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι εξαγωγείς της Αργεντινής και ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ανταγωνίζονταν για τους ίδιους πελάτες στην ευρωπαϊκή αγορά. Η έρευνα για τους παραγωγούς της Ένωσης, καθώς και η έρευνα για τους εξαγωγείς της Αργεντινής, κατέδειξε το γεγονός αυτό και δεν προσκομίστηκαν στοιχεία που να τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό ότι οι εξαγωγείς της Αργεντινής και οι παραγωγοί της Ένωσης είχαν συμφωνήσει να μην ανταγωνίζονται μεταξύ τους όσον αφορά τις πωλήσεις βιοντίζελ σε τελικούς χρήστες. Ο αριθμός των τελικών χρηστών είναι σχετικά μικρός και συνίσταται κυρίως σε μεγάλα διυλιστήρια πετρελαίου, τα οποία αγοράζουν τόσο από τους παραγωγούς της Ένωσης και από εισαγωγείς.

(111)

Δεύτερον, το κύριο κέντρο των συμφερόντων του παραγωγού της Ένωσης που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 108, διαπιστώθηκε ότι ήταν εντός της Ένωσης, ιδίως δε η παραγωγή και οι σχετικές δραστηριότητες πώλησης, καθώς και οι ερευνητικές δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα ήταν ότι η σχέση αυτή δεν αποτελεί λόγο για να αποκλειστεί η εν λόγω εταιρεία από τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

(112)

Το γεγονός ότι ένα μέρος του κλάδου παραγωγής της Ένωσης εισήγαγε βιοντίζελ από τις οικείες χώρες δεν είναι αρκεί από μόνο του για να αλλάξει τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Όπως εξηγήθηκε στον προσωρινό κανονισμό, οι εισαγωγές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης από τις οικείες χώρες πραγματοποιήθηκαν για λόγους άμυνας. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι το κέντρο συμφερόντων ορισμένων παραγωγών της Ένωσης που έκαναν εισαγωγές από τις οικείες χώρες παρέμεινε στην Ένωση — οι εταιρείες αυτές παρήγαγαν μεγαλύτερο όγκο από αυτόν που εισήγαγαν και οι ερευνητικές δραστηριότητές τους πραγματοποιούνταν στην Ένωση.

(113)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης τις εταιρείες που αγοράζουν βιοντίζελ και το αναμειγνύουν με πετρελαϊκό ντίζελ, αφού αυτά τα μείγματα αποτελούν επίσης υπό εξέταση προϊόν. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται. Το υπό εξέταση προϊόν είναι βιοντίζελ, σε καθαρή μορφή ή σε μείγμα. Ως εκ τούτου, οι παραγωγοί του υπό εξέταση προϊόντος είναι οι παραγωγοί βιοντίζελ και όχι οι εταιρείες που αναμειγνύουν το βιοντίζελ με το πετρελαϊκό ντίζελ.

(114)

Επομένως, επιβεβαιώνεται ο ορισμός του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 80 έως 82 του προσωρινού κανονισμού, όπως και ο όγκος παραγωγής για την ΠΕ, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 83 του προσωρινού κανονισμού.

2.   Κατανάλωση της Ένωσης

(115)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης προέβη σε μια μικρή διόρθωση των πωλήσεων του για το 2009, αναπροσαρμόζοντας έτσι την κατανάλωση της Ένωσης για το εν λόγω έτος. Η διόρθωση αυτή δεν μεταβάλλει την τάση ή τα συμπεράσματα που συνάγονται από τα στοιχεία στον προσωρινό κανονισμό. Ο πίνακας 1 διορθώνεται κατωτέρω. Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 84 έως 86 του προσωρινού κανονισμού.

Κατανάλωση της Ένωσης

2009

2010

2011

ΠΕ

Τόνοι

11 151 172

11 538 511

11 159 706

11 728 400

Δείκτης 2009 = 100

100

103

100

105

Πηγή: Eurostat, στοιχεία που υπέβαλε ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης

3.   Σωρευτική εκτίμηση των επιπτώσεων των εισαγωγών από τις οικείες χώρες

(116)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 88 έως 90 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή διαπιστώνει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για σωρευτική εκτίμηση των επιπτώσεων των εισαγωγών από την Αργεντινή και την Ινδονησία. Αυτό αμφισβητήθηκε από ένα ενδιαφερόμενο μέρος που ισχυρίστηκε ότι ο ΜΦ από την Ινδονησία δεν ήταν ανταγωνιστικός προς το βιοντίζελ που παράγεται στην Ένωση, όπως και ο ΜΣ από την Αργεντινή, και ότι ο ΜΦ ήταν φθηνότερος από το βιοντίζελ που παράγεται στην Ένωση, αφού η πρώτη ύλη (ή «τροφοδοτική ύλη») ήταν φθηνότερη από την πρώτη ύλη που είναι διαθέσιμη στην Ένωση.

(117)

Τα επιχειρήματα αυτά απορρίφθηκαν. Τόσο ο ΜΣ όσο και ο ΜΦ εισάγονται στην Ένωση, και παράγονται, επίσης, στην Ένωση, και αναμειγνύονται με ME και άλλα βιοντίζελ που παράγονται στην Ένωση πριν πωληθούν ή αναμειχθούν με πετρελαϊκό ντίζελ. Οι αναμείκτες έχουν την επιλογή αγοράς βιοντίζελ από διαφορετικές πρώτες ύλες και διαφορετικής προέλευσης για την παραγωγή του τελικού προϊόντος τους, με βάση την αγορά και τις κλιματικές συνθήκες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ο ΜΦ πωλείται σε μεγαλύτερες ποσότητες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και σε μικρότερες ποσότητες κατά τους χειμερινούς μήνες, αλλά εξακολουθεί να είναι ανταγωνιστικός ως προς τον ΜΕ και το βιοντίζελ που παράγεται στην Ένωση αλλά και τον ΜΣ από την Αργεντινή.

(118)

Κατά συνέπεια, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 90 του προσωρινού κανονισμού.

4.   Όγκος, τιμή και μερίδιο αγοράς των εισαγωγών με ντάμπινγκ που προέρχονται από τις ενδιαφερόμενες χώρες

(119)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος αμφισβήτησε τα στοιχεία εισαγωγών του πίνακα 2 του προσωρινού κανονισμού, αναφέροντας ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία ήταν πολύ χαμηλότερες απ’ ό,τι εμφανίζεται στον πίνακα. Τα στοιχεία εισαγωγών στον πίνακα 2 βασίστηκαν σε στοιχεία της Eurostat, τα οποία ελέγχθηκαν προσεκτικά και διαπιστώθηκε ότι ήταν ορθά, και σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από εξαγωγείς της Ινδονησίας. Το βιοντίζελ είναι ένα σχετικά νέο προϊόν και οι τελωνειακοί κωδικοί που εφαρμόζονται στις εισαγωγές βιοντίζελ έχουν αλλάξει κατά τα τελευταία έτη. Ως εκ τούτου, σε ό, τι αφορά τα στοιχεία από την Eurostat, πρέπει να εφαρμοστούν οι κωδικοί που ίσχυαν εκείνη τη χρονική στιγμή, έτσι ώστε διασφαλιστεί ότι τα στοιχεία είναι ακριβή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εξαγωγή στοιχείων από το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ελλιπής και δείχνει χαμηλότερες εισαγωγές από το πλήρες σύνολο στοιχείων του πίνακα 2.

(120)

Δεδομένης της μικρής αλλαγής στην κατανάλωση στην Ένωση στον πίνακα 1, το μερίδιο της αγοράς για την Αργεντινή για το 2009 στον πίνακα 2 έχει επίσης μεταβληθεί ελαφρά, ενώ για την Ινδονησία δεν υπήρξε καμία αλλαγή. Αυτό δεν μεταβάλλει τις τάσεις των στοιχείων ή τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτές. Το μερίδιο αγοράς διορθώνεται κατωτέρω.

 

2009

2010

2011

ΠΕ

Εισαγωγές από την Αργεντινή

 

 

 

 

Μερίδιο αγοράς

7,7 %

10,2 %

12,7 %

10,8 %

Δείκτης 2009 = 100

100

135

167

141

Πηγή: Eurostat

5.   Υποτιμολόγηση

(121)

Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 94 έως 96 του προσωρινού κανονισμού, για να υπολογισθεί η υποτιμολόγηση, οι τιμές των εισαγωγών από την Αργεντινή και την Ινδονησία συγκρίθηκαν με την τιμή πώλησης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, με τη χρήση στοιχείων από τις εταιρείες που συμμετείχαν στο δείγμα. Στη σύγκριση αυτή, από τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης εξαιρέθηκε το βιοντίζελ που εισάγεται από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης για μεταπώληση.

(122)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη παρατήρησαν ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε, η σύγκριση του ορίου ψυχρής διηθητικής ικανότητας («CFPP»), δεν ήταν ίδια με αυτή που χρησιμοποιήθηκε στην προηγούμενη έρευνα αντιντάμπινγκ που αφορούσε το βιοντίζελ από τις ΗΠΑ, όπου η σύγκριση έγινε με βάση την πρώτη ύλη.

(123)

Σε αντίθεση με τους παραγωγούς-εξαγωγείς στην Αργεντινή και την Ινδονησία, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης δεν πωλεί βιοντίζελ που παράγεται από μία πρώτη ύλη, αλλά αναμειγνύει διάφορες πρώτες ύλες για την παραγωγή του τελικού βιοντίζελ που πωλείται. Ο τελικός πελάτης δεν γνωρίζει, ούτε τον απασχολεί, τη σύνθεση αυτού που αγοράζει, από τη στιγμή που το προϊόν ανταποκρίνεται στο απαιτούμενο CFPP. Αυτό που έχει σημασία για έναν πελάτη είναι το CFPP, ανεξάρτητα από την πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται. Υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρήθηκε ότι ήταν σκόπιμο στην παρούσα διαδικασία να γίνει η σύγκριση τιμών με βάση το CFPP.

(124)

Για τις εισαγωγές από την Ινδονησία, οι οποίες βρίσκονται σε CFPP 13 και άνω, έγινε προσαρμογή, η οποία είναι η διαφορά της τιμής μεταξύ των πωλήσεων CFPP 13 του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και των πωλήσεων CFPP 0 του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, προκειμένου να συγκριθούν το CFPP 13 και άνω από την Ινδονησία με το CFPP 0 που παράγεται και αναμειγνύεται στην ΕΕ. Ένας ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας παρατήρησε ότι, καθώς οι πωλήσεις CFPP 13 από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης είχαν πραγματοποιηθεί σε μικρές ποσότητες ανά συναλλαγή, οι τιμές αυτές θα πρέπει να συγκριθούν με παρόμοιου μεγέθους συναλλαγές CFPP 0. Από την επιθεώρηση των συναλλαγών CFPP 0 παρόμοιας ποσότητας ανά συναλλαγή, η διαφορά που διαπιστώθηκε στην τιμή ήταν σύμφωνη με τη διαφορά που χρησιμοποιούν όλες οι συναλλαγές CFPP 0, με διαφορές στην τιμή τόσο πάνω όσο και κάτω από τη μέση διαφορά τιμής. Βάσει αυτού δεν υπήρξε μεταβολή του επιπέδου υποτιμολόγησης που διαπιστώθηκε στην αιτιολογική σκέψη 97 του προσωρινού κανονισμού.

(125)

Ένας ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας ζήτησε από την Επιτροπή τη δημοσιοποίηση του πλήρους αριθμού ελέγχου προϊόντος («ΑΕΠ») για τα μείγματα που πωλούνται από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης —τα ποσοστά κάθε πρώτης ύλης στην πώληση που έγινε από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής από τη δική του παραγωγή. Δεδομένου ότι η σύγκριση για την εκτίμηση της ζημίας, πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά με βάση τα CFPP, το αίτημα αυτό απορρίφθηκε.

(126)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι υπήρχε διαφορά στην τιμή μεταξύ βιοντίζελ που πληρούσε τα κριτήρια που καθορίζονται στην οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας («πιστοποίηση ΟΑΠΕ») και βιοντίζελ που δεν τα πληρούσε. Ισχυρίστηκαν ότι, επειδή οι εισαγωγές από την Ινδονησία δεν είχαν πιστοποίηση ΟΑΠΕ και η προσφερόμενη τιμή για βιοντίζελ με πιστοποίηση ΟΑΠΕ ήταν υψηλότερη, θα πρέπει να γίνει προσαρμογή.

(127)

Το εν λόγω αίτημα απορρίφθηκε. Όλες σχεδόν οι εισαγωγές από την Ινδονησία κατά την ΠΕ είχαν πιστοποίηση ΟΑΠΕ. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη εφάρμοσαν τα κριτήρια αειφορίας που ορίζονται στην ΟΑΠΕ στην εθνική τους νομοθεσία μόλις το 2012, και, συνεπώς, κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ΠΕ δεν είχε καμία επίδραση αν το βιοντίζελ διέθετε πιστοποίηση ΟΑΠΕ ή όχι.

(128)

Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ένας ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης και ισχυρίστηκε ότι οι εισαγωγές ΜΦ από την Ινδονησία θα πρέπει να συγκριθούν προς όλες τις πωλήσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Στην πραγματικότητα, ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης έγινε σε σύγκριση των πωλήσεων ΜΦ από την Ινδονησία με όλες τις πωλήσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης σε CFPP 0, με την αύξηση της τιμής των εισαγωγών ινδονησιακού ΜΦ με έναν συντελεστή τιμής που υπολογίστηκε με τη σύγκριση των πωλήσεων CFPP 0 του κλάδου παραγωγής της Ένωσης με τις πωλήσεις CFPP 13 του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Επομένως, ο ισχυρισμός απορρίπτεται. Ο ισχυρισμός του ίδιου ενδιαφερόμενου μέρους ότι οι υπολογισμοί της ζημίας περιλάμβαναν εισαγόμενο προϊόν είναι αντικειμενικά λανθασμένος και, συνεπώς, απορρίπτεται. Σε κάθε περίπτωση, το εισαγόμενο βιοντίζελ και το βιοντίζελ που παράγεται στην ΕΕ αναμειγνύονταν και πωλούνταν στην ίδια τιμή ως μείγματα που δεν περιείχαν εισαγόμενο βιοντίζελ.

(129)

Ένας ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας αμφισβήτησε επίσης τον υπολογισμό του κόστους μετά την εισαγωγή. Ωστόσο, αυτές οι δαπάνες ελέγχθηκαν ως το πραγματικό κόστος εισαγωγής βιοντίζελ μείον το κόστος παράδοσης στον τελικό προορισμό και δεν χρειάζεται αλλαγή.

6.   Μακροοικονομικοί δείκτες

(130)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 101 του προσωρινού κανονισμού, αναλύθηκαν οι ακόλουθοι μακροοικονομικοί δείκτες, με βάση τα στοιχεία που λήφθηκαν και τα οποία κάλυπταν το σύνολο του κλάδου παραγωγής της Ένωσης: παραγωγή, παραγωγική ικανότητα, χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, όγκος πωλήσεων, μερίδιο αγοράς, ανάπτυξη, απασχόληση, παραγωγικότητα, μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ και ανάκαμψη από τις επιπτώσεις προηγούμενων πρακτικών ντάμπινγκ.

(131)

Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής σημείωσε ότι τα στοιχεία για την ικανότητα που χρησιμοποιήθηκαν στον πίνακα 4 του προσωρινού κανονισμού περιλάμβαναν την παραγωγική ικανότητα που δεν είχε αχρηστευθεί, αλλά δεν ήταν σε κατάσταση να είναι διαθέσιμη για χρήση κατά την ΠΕ ή τα προηγούμενα έτη για την παραγωγή βιοντίζελ. Αυτή την παραγωγική ικανότητα τη χαρακτήρισαν, χωριστά, «αχρησιμοποίητη παραγωγική ικανότητα», η οποία δεν θα πρέπει να μετράται ως παραγωγική ικανότητα διαθέσιμη προς χρήση. Επομένως, τα αριθμητικά στοιχεία χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας στον πίνακα 4 είχαν υποτιμηθεί. Ύστερα από λεπτομερή έλεγχο των στοιχείων που υποβλήθηκαν εκ νέου στοιχεία, έγινε δεκτό αυτό και ο πίνακας 4 αναδιατυπώνεται κατωτέρω. Το ποσοστό χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, η οποία στον προσωρινό κανονισμό κυμαινόταν από 43 % έως 41 %, ήταν πλέον 46 % έως 55 %. Ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης διόρθωσε επίσης τα στοιχεία παραγωγής για το 2009 για να προκύψει ο ακόλουθος πίνακας:

 

2009

2010

2011

ΠΕ

Παραγωγική ικανότητα (τόνοι)

18 856 000

18 583 000

16 017 000

16 329 500

Δείκτης 2009 = 100

100

99

85

87

Όγκος παραγωγής (τόνοι)

8 729 493

9 367 183

8 536 884

9 052 871

Δείκτης 2009 = 100

100

107

98

104

Χρησιμοποίηση παραγωγικής ικανότητας

46 %

50 %

53 %

55 %

Δείκτης 2009 = 100

100

109

115

120

(132)

Στην αιτιολογική σκέψη 103 του προσωρινού κανονισμού αναλύονται τα προηγούμενα στοιχεία για τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας και αναφέρεται ότι η παραγωγή αυξήθηκε, ενώ η παραγωγική ικανότητα παρέμεινε σταθερή. Με τα αναθεωρημένα στοιχεία, η παραγωγή εξακολουθεί να αυξάνεται, αλλά η αξιοποιήσιμη παραγωγική ικανότητα μειώθηκε κατά την ίδια περίοδο. Αυτό δείχνει ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης βρισκόταν στη μείωση της διαθέσιμης παραγωγικής ικανότητας ενόψει των αυξημένων εισαγωγών από την Αργεντινή και την Ινδονησία, αντιδρώντας και κατ’ αυτόν τον τρόπο στα μηνύματα της αγοράς. Αυτά τα αναθεωρημένα στοιχεία είναι τώρα πιο σύμφωνα με τις δημόσιες δηλώσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και τους παραγωγούς της Ένωσης, που αναφέρουν ότι κατά την υπό εξέταση περίοδο η παραγωγή σταμάτησε σε πολλές μονάδες και ότι η παραγωγική ικανότητα που είχε εγκατασταθεί δεν ήταν άμεσα διαθέσιμη για χρήση, ή ήταν διαθέσιμη για χρήση μόνο με σημαντικές νέες επενδύσεις.

(133)

Πολλά ενδιαφερόμενα μέρη αμφισβήτησαν την αναθεωρημένη παραγωγική ικανότητα και τα στοιχεία για τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας. Ωστόσο, δεν προτάθηκε καμία εναλλακτική ρύθμιση από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος. Η αναθεώρηση βασίζεται στα αναθεωρημένα στοιχεία για την παραγωγική ικανότητα που υπέβαλε ο καταγγέλλων, τα οποία καλύπτουν ολόκληρο τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης. Τα αναθεωρημένα στοιχεία διασταυρώθηκαν με στοιχεία που είναι διαθέσιμα στο κοινό, ιδίως όσον αφορά τη μη χρησιμοποιούμενη παραγωγική ικανότητα και την ικανότητα των παραγωγών που έπαυσαν τις λειτουργίες τους λόγω οικονομικών δυσχερειών. Όπως εξηγείται ανωτέρω στο τμήμα 6, «μακροοικονομικοί δείκτες», τα αναθεωρημένα στοιχεία παρέχουν ένα πιο ακριβές σύνολο στοιχείων της ικανότητας που είναι διαθέσιμη για την παραγωγή βιοντίζελ κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, απ’ ό,τι το σύνολο στοιχείων που είχε αρχικά υποβληθεί και δημοσιευτεί στον προσωρινό κανονισμό.

(134)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος δήλωσε ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης δεν υπέστη ζημία, καθώς ο όγκος παραγωγής αυξήθηκε σύμφωνα με την κατανάλωση. Το επιχείρημα αυτό απορρίπτεται, αφού άλλοι σημαντικοί δείκτες ζημίας δείχνουν σαφώς την ύπαρξη ζημίας, ιδίως την απώλεια μεριδίου αγοράς έναντι εισαγωγών από τις οικείες χώρες και την τάση μείωσης της αποδοτικότητας που οδήγησε σε ζημίες.

(135)

Ένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος προέβαλε το επιχείρημα ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης δεν υπέστη ζημία, εάν συγκρίνει κανείς τις τάσεις μόνον μεταξύ του 2011 και της ΠΕ, σε αντίθεση με τη σύγκριση των τάσεων κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως το τέλος της ΠΕ («η υπό εξέταση περίοδος»). Δεδομένου ότι η ΠΕ καλύπτει το ήμισυ του 2011, η σύγκριση μεταξύ του 2011 και της ΠΕ δεν είναι ακριβής. Εκτός αυτού, για να έχει νόημα η σύγκριση είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι τάσεις που είναι συναφείς για την εκτίμηση της ζημίας κατά τη διάρκεια μιας περιόδου η οποία θα είναι αρκετά μεγάλη, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

(136)

Το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος παρατήρησε ότι η Επιτροπή δεν είχε δημοσιοποιήσει στον προσωρινό κανονισμό την αξία των συνολικών πωλήσεων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και ζήτησε τη δημοσιοποίηση του ποσού αυτού. Ωστόσο, εξετάστηκαν όλοι οι σχετικοί παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, ώστε να είναι δυνατή η πλήρης αξιολόγηση της ζημίας. Η αξία των πωλήσεων συγκεντρώθηκε, και επαληθεύτηκε, από τις εταιρείες του δείγματος που ήταν αντιπροσωπευτικές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης στο σύνολό του.

(137)

Το ίδιο μέρος σημείωσε, επίσης, ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ήταν σε θέση να αυξήσει την απασχόληση και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχαν αρνητικές επιπτώσεις για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης κατά την περίοδο της έρευνας.

(138)

Ωστόσο, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 106 του προσωρινού κανονισμού, η απασχόληση σε αυτόν τον κλάδο παραγωγής υψηλής έντασης κεφαλαίου είναι σχετικά χαμηλή. Συνεπώς, μικρές διακυμάνσεις των αριθμών ενδέχεται να προκαλέσουν μεγάλη αλλαγή στα στοιχεία υπό τη μορφή δεικτών. Η αύξηση της συνολικής απασχόλησης δεν αναιρεί τη ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης, όπως προκύπτει από άλλους δείκτες.

(139)

Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν περαιτέρω παρατηρήσεις, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 103 έως 110 του προσωρινού κανονισμού.

7.   Μικροοικονομικοί δείκτες

(140)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 102 του προσωρινού κανονισμού, αναλύθηκαν οι ακόλουθοι μικροοικονομικοί δείκτες, με βάση τα στοιχεία που επαληθεύτηκαν στους παραγωγούς της Ένωσης που συμμετείχαν στο δείγμα: μέσες τιμές μονάδας κόστος μονάδας, κόστος εργασίας, αποθέματα, αποδοτικότητα, ταμειακή ροή, επενδύσεις, απόδοση επενδύσεων και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων.

(141)

Ελλείψει σχετικών παρατηρήσεων, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 117 του προσωρινού κανονισμού.

8.   Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία

(142)

Αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη αμφισβήτησαν το συμπέρασμα που συνάγεται στον προσωρινό κανονισμό όσον αφορά τη ζημία, με βάση το γεγονός ότι στο διάστημα από το 2011 έως την ΠΕ ορισμένοι δείκτες παρουσίασαν βελτίωση. Ενώ αληθεύει ότι ορισμένοι δείκτες έδειξαν ανοδική τάση μεταξύ του 2011 και της ΠΕ (π.χ., η παραγωγή και οι πωλήσεις), ο κλάδος παραγωγής δεν ήταν σε θέση να μετακυλίσει τις αυξήσεις του κόστους κατά την περίοδο αυτή, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 111 του προσωρινού κανονισμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της θέσης του κλάδου παραγωγής, με αύξηση των ζημιών από 0,2 % το 2011 σε 2,5 % κατά την ΠΕ. Συνεπώς, ακόμη και αν η ανάλυση της ζημίας θα έπρεπε να περιοριστεί στην περίοδο 2011-ΠΕ, κρίνεται ότι ο κλάδος παραγωγής θα εξακολουθούσε να υφίσταται σημαντική ζημία.

(143)

Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν άλλες παρατηρήσεις, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 118 έως 120 του προσωρινού κανονισμού.

ΣΤ.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

1.   Οι συνέπειες των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ

(144)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι οι εισαγωγές από την Αργεντινή δεν μπορούσαν να προκαλέσουν ζημία, αφού οι όγκοι των εισαγωγών παρέμειναν σταθεροί από το 2010 έως το τέλος της ΠΕ, ενώ μειώθηκαν ελαφρώς από το 2011 έως το τέλος της ΠΕ.

(145)

Τα στοιχεία αυτά είχαν ληφθεί από τον πίνακα 2 του προσωρινού κανονισμού και είναι ακριβή. Ωστόσο, η ανάλυση της Επιτροπής αφορά το διάστημα από την έναρξη της εξεταζόμενης περιόδου έως το τέλος της ΠΕ και, σε αυτήν τη βάση, οι εισαγωγές σημείωσαν αύξηση κατά 48 %, με αύξηση κατά 41 % σε μερίδιο αγοράς. Επιπλέον, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 90 του προσωρινού κανονισμού, υπόψη λήφθηκαν όχι μόνο οι εισαγωγές από την Αργεντινή αλλά και οι εισαγωγές από την Ινδονησία.

(146)

Βασιζόμενο στην ετήσια σύγκριση τιμών, το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος παρατήρησε ότι οι τιμές των εισαγωγών από την Αργεντινή αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό από αυτόν των τιμών πωλήσεων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Ωστόσο, οι εισαγωγές από την Αργεντινή εξακολούθησαν να είναι χαμηλότερες από εκείνες του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης δεν μπορούσαν να αυξηθούν με ταχύτερο ρυθμό.

(147)

Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν άλλες παρατηρήσεις σχετικά με τις συνέπειες των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 123 έως 128 του προσωρινού κανονισμού.

2.   Επιπτώσεις άλλων παραγόντων

2.1.   Εισαγωγές από τρίτες χώρες πλην των οικείων χωρών

(148)

Ελλείψει παρατηρήσεων, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από άλλες χώρες δεν προκάλεσαν ζημία, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 129 του προσωρινού κανονισμού.

2.2.   Εισαγωγές χωρίς ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες

(149)

Μετά την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 5, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 38 και 70, δεν διαπιστώθηκαν εισαγωγές που δεν αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες. Κατά συνέπεια, η αιτιολογική σκέψη 130 του προσωρινού κανονισμού αναθεωρείται ανάλογα.

2.3.   Άλλοι παραγωγοί της Ένωσης

(150)

Ελλείψει παρατηρήσεων, επιβεβαιώνεται η αιτιολογική σκέψη 131 του προσωρινού κανονισμού.

2.4.   Εισαγωγές που πραγματοποίησε ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης

(151)

Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 132 έως 136 του προσωρινού κανονισμού, ο κλάδος παραγωγής στην Ένωση εισήγαγε σημαντικές ποσότητες βιοντίζελ από τις οικείες χώρες κατά την εξεταζόμενη περίοδο, μέχρι ποσοστού 60 % όλων των εισαγωγών κατά την ΠΕ από τις εν λόγω χώρες.

(152)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι οι εισαγωγές αυτές, πέραν του ότι δεν αποτελούσαν πρακτική άμυνας, ήταν μέρος μιας «σχεδιασμένης μακροπρόθεσμης στρατηγικής» του κλάδου παραγωγής της Ένωσης για την επένδυση και άντληση βιοντίζελ από την Αργεντινή.

(153)

Επίσης, υποστηρίζουν ότι δεν υπήρξε ποτέ μια οικονομική λογική για την εισαγωγή σογιέλαιου στην Ένωση και την επεξεργασία του σε βιοντίζελ εντός της ΕΕ, και ότι οικονομικά εφικτό είναι μόνο να γίνεται η επεξεργασία του σογιέλαιου στην Αργεντινή και να εξάγεται το παραγόμενο βιοντίζελ.

(154)

Οι ισχυρισμοί αυτοί έπρεπε να απορριφθούν. Δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για μια τέτοια «μακροπρόθεσμη στρατηγική» και αυτό έχει διαψευστεί από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης. Σαφώς, εάν η στρατηγική του κλάδου παραγωγής της Ένωσης ήταν να συμπληρώσει την παραγωγή του σε βιοντίζελ, με την παραγωγή στην Αργεντινή και την εισαγωγή του τελικού προϊόντος, θα ήταν παράλογο να υποβάλει στη συνέχεια καταγγελία κατά των εισαγωγών αυτών.

(155)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος επανέλαβε ότι, οι εισαγωγές βιοντίζελ από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, που διενεργήθηκαν για λόγους άμυνας, είχαν όντως πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο μιας μακροπρόθεσμης εμπορικής στρατηγικής. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος δεν τεκμηριώθηκε, απορρίπτεται. Δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία, πέρα από απλούς ισχυρισμούς, για την ύπαρξη αυτής της στρατηγικής. Επίσης, θα ήταν παράλογο για τους ενδιαφερόμενους παραγωγούς της Ένωσης να στηρίξουν την καταγγελία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να έχουν αυξήσει την παραγωγική ικανότητα στο πλαίσιο της Ένωσης, ενώ ταυτόχρονα ακολουθούν μια στρατηγική που να εξυπηρετεί τις ανάγκες παραγωγής με εισαγωγές.

(156)

Το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε επίσης ότι το μερίδιο αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης θα πρέπει να υπολογιστεί συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν για λόγους άμυνας. Το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε, καθώς ο υπολογισμός του μεριδίου αγοράς πρέπει να αντανακλά τις πωλήσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης των προϊόντων που παράγουν οι ίδιοι, και όχι τις εμπορικές δραστηριότητές τους στο τελικό προϊόν προς αντιμετώπιση του αυξανόμενου όγκου εισαγωγών με ντάμπινγκ.

(157)

Ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης έχει επίσης δείξει ότι κατά τα προηγούμενα έτη η εισαγωγή σογιέλαιου —και φοινικέλαιου— για την παραγωγή βιοντίζελ ήταν οικονομικά βιώσιμη. Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία για το αντίθετο. Μόνο με το στρεβλωτικό αποτέλεσμα της διαφοράς του φόρου κατά την εξαγωγή, η οποία καθιστά την εξαγωγή βιοντίζελ φθηνότερη από τις πρώτες ύλες, καθίσταται η εισαγωγή του τελικού προϊόντος οικονομικά λογική.

(158)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι οι εισαγωγές αυτές προκάλεσαν ζημία, επειδή μόνο ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης είχε την ικανότητα να αναμειγνύει ΜΣ από την Αργεντινή και ΜΦ από την Ινδονησία με βιοντίζελ που παράγεται στην Ένωση, για μεταπώληση σε διυλιστήρια ντίζελ. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Η ανάμειξη είναι μια απλή λειτουργία την οποία πολλές εμπορικές εταιρείες είναι σε θέση να επιτελέσουν στις δεξαμενές τους αποθήκευσης. Δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για το ότι μόνο οι παραγωγοί της Ένωσης είναι σε θέση να κάνουν αυτή την ανάμειξη και, ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

(159)

Ένας ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι οι εισαγωγές από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης δεν πραγματοποιήθηκαν για λόγους άμυνας και συνέκρινε τα στοιχεία για το ημερολογιακό έτος 2011 με τα στοιχεία από την ΠΕ, η οποία προσωρινού περιλαμβάνει έξι μήνες του ίδιου έτους. Επομένως. η σύγκριση μεταξύ των δύο δεν ακριβής, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να διαχωριστεί η ΠΕ σε δύο μισά. Επομένως, το επιχείρημα αυτό απορρίπτεται.

(160)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων σχετικά με τις εξαγωγές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 132 έως 136 του προσωρινού κανονισμού.

2.5.   Ικανότητα του κλάδου παραγωγής της Ένωσης

(161)

Στις αιτιολογικές σκέψεις 137 έως 140 του προσωρινού κανονισμού σημειώνεται ότι η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης παρέμεινε χαμηλή καθ’ όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, αλλά ότι η κατάσταση των εταιρειών που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου, ενώ η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητάς τους δεν μειώθηκε αντίστοιχα.

(162)

Το προσωρινό συμπέρασμα ήταν, επομένως, ότι το χαμηλό ποσοστό χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, ως σταθερό στοιχείο, δεν ήταν αυτό που προκάλεσε τη ζημία που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

(163)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος διατύπωσε σχόλια για τα στοιχεία του προσωρινού κανονισμού, αναφέροντας ότι, ακόμη και άνευ εισαγωγών, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης θα ήταν μόνο 53 % κατά τη διάρκεια της ΠΕ. Επισήμανε επίσης την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας από το 2009 έως το τέλος της ΠΕ, η οποία οδήγησε στη μείωση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας κατά την υπό εξέταση περίοδο.

(164)

Ωστόσο, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέθεσε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η χαμηλή χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας προκαλούσε ζημία σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναιρέσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επιδείνωσης της κατάστασης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Τα πάγια έξοδα αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό ποσοστό (χοντρικά 5 %) του συνολικού κόστους παραγωγής, γεγονός που δείχνει ότι η χαμηλή χρήση της παραγωγικής ικανότητας ήταν μόνον ένας παράγοντας ζημίας, αλλά όχι ο καθοριστικός. Επίσης, ένας από τους λόγους για το χαμηλό ποσοστό χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας είναι το γεγονός ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης, λόγω της ειδικής κατάστασης της αγοράς, εισήγαγε το τελικό προϊόν.

(165)

Επιπλέον, μετά τη συμπερίληψη των αναθεωρημένων στοιχείων σχετικά με την παραγωγική ικανότητα και τη χρησιμοποίησή της, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης μείωσε την παραγωγική ικανότητα κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου και αύξησε τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, από 46 % σε 55 %. Αυτό δείχνει ότι η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης θα ήταν σημαντικά υψηλότερη, ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, από το 53 % που αναφέρεται ανωτέρω.

(166)

Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη αμφισβήτησαν το συμπέρασμα ότι η χαμηλή χρήση της παραγωγικής ικανότητας δεν ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για την πρόκληση της ζημίας. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι τα πάγια έξοδα του κλάδου παραγωγής βιοντίζελ ήταν πολύ υψηλότερα από το μικρό ποσοστό που αναφέρεται παραπάνω. Ωστόσο δεν παρείχαν αποδεικτικά στοιχεία που να στηρίζουν τον ισχυρισμό αυτό, ο οποίος, ως εκ τούτου, απορρίπτεται. Σε κάθε περίπτωση, το πάγιο κόστος δεν έχει καμία σχέση με τα ποσοστά χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας. Η επαλήθευση από τις εταιρείες του δείγματος έδωσαν ένα πάγιο κόστος επί του συνολικού κόστους παραγωγής ύψους μεταξύ 3 % και 10 % κατά τη διάρκεια της ΠΕ.

(167)

Επίσης, ως προς αυτό, υποστηρίχθηκε ότι η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν τόσο υψηλή που, ακόμη και αν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές, δεν θα μπορούσε να είναι επαρκώς επικερδής. Δεν παρασχέθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για τον ισχυρισμό αυτό και το γεγονός ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ήταν κερδοφόρος το 2009 με χαμηλή χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας δείχνει ότι, ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, η αποδοτικότητά του θα ήταν ακόμη υψηλότερη.

(168)

Επιπλέον, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η μείωση της παραγωγικής ικανότητας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, από μόνη της, αποτέλεσε αιτία ζημίας λόγω του κόστους του κλεισίματος εργοστασίων και της μείωσης της παραγωγικής ικανότητας των εγκαταστάσεων που συνέχισαν να λειτουργούν. Αυτός ο ισχυρισμός δεν τεκμηριώθηκε και δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία που να δείχνουν ότι το κόστος της μείωσης της παραγωγικής δυναμικότητας ή του κλεισίματος ολόκληρων εγκαταστάσεων ή εταιρειών, αφορούσε σημαντικά ποσά.

(169)

Τέλος, προβλήθηκε ο ισχυρισμός, όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα, ότι κάθε εταιρεία που αύξανε την ικανότητα παραγωγής βιοντίζελ κατά την υπό εξέταση περίοδο λάμβανε ανεύθυνη επιχειρηματικά απόφαση. Δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για τον ισχυρισμό αυτό. Επιπλέον, το γεγονός ότι ορισμένες εταιρείες ήταν σε θέση να αυξήσουν την ικανότητά τους για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων εισαγωγών βιοντίζελ από την Αργεντινή και την Ινδονησία με πρακτικές ντάμπινγκ δείχνει τη ζήτηση της αγοράς για τα συγκεκριμένα προϊόντα.

(170)

Οι αναθεωρημένοι μακροοικονομικοί δείκτες δείχνουν επίσης ότι οι εταιρείες, κατά τη διάρκεια της περιόδου, αφαιρούσαν παραγωγική ικανότητα από πιθανή χρήση και, περισσότερο κατά το τέλος της ΠΕ, ξεκίνησαν μια διαδικασία κλεισίματος εγκαταστάσεων που δεν είναι πλέον βιώσιμες. Επίσης η αύξηση της ικανότητας σε επίπεδο επιχείρησης οφειλόταν κυρίως στην επέκταση των λεγόμενων εγκαταστάσεων «δεύτερης γενιάς» βιοντίζελ, που παρήγαγαν βιοντίζελ από χρησιμοποιημένα λάδια ή υδρογονωμένο φυτικό έλαιο («HVO»). Ως εκ τούτου, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ήταν, και παραμένει, σε διαδικασία εξορθολογισμού της ικανότητάς του, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Ένωσης.

(171)

Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν άλλες παρατηρήσεις σχετικά με την παραγωγική ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 137 έως 140 του προσωρινού κανονισμού.

2.6.   Έλλειψη πρόσβασης σε πρώτες ύλες και κάθετη ολοκλήρωση

(172)

Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν νέες παρατηρήσεις σχετικά με την πρόσβαση σε πρώτες ύλες, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 141 και 142 του προσωρινού κανονισμού.

2.7.   Διπλός υπολογισμός

(173)

Οι αιτιολογικές σκέψεις 143 έως 146 του προσωρινού κανονισμού αφορούσαν τον ισχυρισμό ότι το σύστημα «διπλού υπολογισμού», σύμφωνα με το οποίο το βιοντίζελ που παράγεται από χρησιμοποιημένα λάδια μετράει διπλά για την ανάμειξη σε ορισμένα κράτη μέλη, έχει προκαλέσει ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης ή, τουλάχιστον, σε εκείνους τους παραγωγούς της Ένωσης που παράγουν βιοντίζελ από παρθένα έλαια.

(174)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος ανέφερε το σχόλιο ενός παραγωγού της Ένωσης, ότι κατά τη διάρκεια του 2011 απώλεσαν πωλήσεις προς άλλους παραγωγούς που κατασκευάζουν βιοντίζελ που είναι επιλέξιμο για διπλό υπολογισμό.

(175)

Οι αρνητικές επιπτώσεις σε αυτόν τον παραγωγό ήταν, ωστόσο, περιορισμένες και αφορούσαν μόνο ένα μέρος της περιόδου έρευνας, αφού το σύστημα διπλού υπολογισμού θεσπίστηκε στο κράτος μέλος στο οποίο η εταιρεία έχει την έδρα της μόλις από τον Σεπτέμβριο του 2011. Δεδομένου ότι οι οικονομικές επιδόσεις των εταιρειών της δειγματοληψίας μειώθηκαν μετά τον Σεπτέμβριο του 2011 και ότι η εν λόγω εταιρεία συμπεριλήφθηκε στο δείγμα, ο διπλός υπολογισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί αιτία της ζημίας.

(176)

Δεδομένου ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής αποτελείται τόσο από εταιρείες που παράγουν βιοντίζελ από χρησιμοποιημένα λάδια και επωφελούνται από τον διπλό υπολογισμό σε ορισμένα κράτη μέλη, όσο και από εταιρείες που παράγουν βιοντίζελ από παρθένα έλαια, η κίνηση στη ζήτηση παραμένει εντός του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Λόγω της περιορισμένης προσφοράς σε χρησιμοποιημένα έλαια, τα οποία είναι απαραίτητα για την παραγωγή βιοντίζελ διπλού υπολογισμού, είναι δύσκολο να επιτευχθεί μεγάλη αύξηση της παραγωγής βιοντίζελ διπλού υπολογισμού. Ως εκ τούτου, εξακολουθεί να υπάρχει έντονη ζήτηση για βιοντίζελ πρώτης γενιάς. Δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές εισαγωγές βιοντίζελ επιλέξιμου για διπλό υπολογισμό, κατά την περίοδο της έρευνας, επιβεβαιώνοντας ότι ο διπλός υπολογισμός μετατοπίζει τη ζήτηση εντός του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και δεν δημιουργεί ζήτηση για εισαγωγές. Η Επιτροπή δεν έλαβε στοιχεία από το ενδιαφερόμενο μέρος που να δείχνουν ότι το βιοντίζελ διπλού υπολογισμού είχε προκαλέσει την πτώση της τιμής του βιοντίζελ από παρθένα έλαια κατά την υπό εξέταση περίοδο. Στην πραγματικότητα, τα στοιχεία δείχνουν ότι η τιμή του βιοντίζελ διπλού υπολογισμού διαθέτει μια μικρή πριμοδότηση έναντι της τιμής του παρθένου βιοντίζελ, η τιμή του οποίου συνδέεται με το πετρελαϊκό ντίζελ.

(177)

Η μείωση στην απόδοση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, ο οποίος αποτελείται και από τους δύο τύπους παραγωγών, δεν μπορεί να αποδοθεί στο σύστημα διπλού υπολογισμού που ισχύει σε ορισμένα κράτη μέλη. Ειδικότερα, το γεγονός ότι οι εταιρείες του δείγματος που παράγουν βιοντίζελ διπλού υπολογισμού παρουσιάζουν επίσης μείωση όσον αφορά την επίδοση, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 145 του προσωρινού κανονισμού, δείχνει ότι η ζημία που προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ είναι έχει πλήξει ολόκληρο τον κλάδο παραγωγής.

(178)

Αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι τα ποσά του βιοντίζελ διπλού υπολογισμού, είχαν υποτιμηθεί. Ωστόσο, οι ποσότητες του βιοντίζελ διπλού υπολογισμού που είναι διαθέσιμες στην αγορά της Ένωσης ήταν περιορισμένες σε σχέση με το σύνολο των πωλήσεων βιοντίζελ κατά την υπό έρευνα περίοδο. Επίσης, εάν σε ένα κράτος μέλος ισχύει σύστημα διπλού υπολογισμού, το βιοντίζελ που συμμορφώνεται με το σύστημα αυτό παράγεται στην Ένωση και, συνεπώς, η ζήτηση, παραμένει εντός του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Δεν υποβλήθηκαν νέα αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να μεταβάλουν αυτό το συμπέρασμα.

(179)

Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν νέες παρατηρήσεις σχετικά με τους κανονιστικούς παράγοντες, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 143 έως 146 του προσωρινού κανονισμού.

2.8.   Άλλοι κανονιστικοί παράγοντες

(180)

Οι αιτιολογικές σκέψεις 147 έως 153 του προσωρινού κανονισμού αφορούν τους ισχυρισμούς των ενδιαφερόμενων μερών ότι οι περιορισμοί στα κράτη μέλη, όπως τα συστήματα ποσοστώσεων και τα φορολογικά συστήματα, είχαν σχεδιαστεί με στόχο τον περιορισμό των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, εννοώντας ότι τυχόν ζημία που προκλήθηκε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ιδίως σε μερικά κράτη μέλη, δεν ήταν δυνατόν να οφείλεται στις εισαγωγές.

(181)

Αυτά τα επιχειρήματα απορρίφθηκαν προσωρινά διότι, μεταξύ άλλων, οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες εμφανίζονται στα περισσότερα κράτη μέλη. Εξάλλου, μετά την εισαγωγή σε ένα κράτος μέλος, οι εν λόγω εισαγωγές μπορούν να μεταφερθούν και πωληθούν και σε άλλα κράτη μέλη.

(182)

Ένα ενδιαφερόμενο μέρος αναφέρθηκε στη μικρή ποσότητα βιοντίζελ Αργεντινής που εκτελωνίστηκε μέσω των γαλλικών τελωνειακών ελέγχων το 2011 και, επίσης, στη μικρή ποσότητα που δηλώθηκε ότι εισήχθη στη Γερμανία κατά την ίδια περίοδο.

(183)

Πρώτον, όπως εξηγείται ανωτέρω, το βιοντίζελ που εκτελωνίζεται σε ένα κράτος μέλος μπορεί να πωληθεί σε άλλο κράτος μέλος, γεγονός που καθιστά αυτά τα στοιχεία αναξιόπιστα. Δεύτερον, οι εταιρείες του δείγματος τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία ήταν σε θέση να αποδείξουν τον ανταγωνισμό τιμών μεταξύ της παραγωγής τους και των εισαγωγών από τις οικείες χώρες, καθώς και τη ζημία που υπέστησαν ως αποτέλεσμα αυτού.

(184)

Ένα άλλο ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι η κατάργηση των συστημάτων που είχαν σχεδιαστεί προς όφελος του κλάδου παραγωγής βιοντίζελ σε πολλά κράτη μέλη μείωσε τα έσοδα των εταιρειών βιοντίζελ κατά την υπό εξέταση περίοδο, με αποτέλεσμα τη ζημία. Επεσήμανε, ιδίως, τη σταδιακή κατάργηση των φορολογικών κινήτρων στη Γαλλία, και τους φόρους για τα «πράσινα καύσιμα» στη Γερμανία.

(185)

Ωστόσο, δεν υπάρχει προφανής χρονική σύμπτωση μεταξύ των εν λόγω αλλαγών και της επιδείνωσης της οικονομικής απόδοσης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Πολλά από αυτά τα κίνητρα απευθύνονταν σε χρήστες και όχι σε παραγωγούς βιοντίζελ, και τα περισσότερα εξακολουθούσαν να ισχύουν κατά τη διάρκεια της ΠΕ. Δεν υποβλήθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι αλλαγές στην πολιτική των κρατών μελών, δηλαδή οι απαιτήσεις υποχρεωτικής ανάμειξης, προκάλεσαν ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

(186)

Ένας ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας σημείωσε ότι η τρέχουσα έρευνα της ΓΔ Ανταγωνισμού για εικαζόμενη υποβολή στρεβλωμένων τιμών στο πλαίσιο διαβίβασης πληροφοριών σχετικά με τις εκτιμήσεις τιμών για έλαια και βιοκαύσιμα Platts και ζήτησε να εξεταστεί το θέμα αυτό ως πιθανή αιτία της ζημίας. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε δεδομένου ότι η έρευνα είναι σε εξέλιξη και δεν έχουν δημοσιευθεί τα αποτελέσματα.

(187)

Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν νέες παρατηρήσεις σχετικά με την πολιτική των κρατών μελών, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 147 έως 153 του προσωρινού κανονισμού.

3.   Συμπέρασμα για την αιτιώδη συνάφεια

(188)

Οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από τις οικείες χώρες, αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ κατά την ΠΕ και ήταν υποτιμολογημένες σε σχέση με τις πωλήσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Υπάρχει σαφής χρονική σύμπτωση ανάμεσα στην αύξηση του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επιδείνωσης της κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Οι εισαγωγές ντάμπινγκ ήταν σε άμεσο ανταγωνισμό με την παραγωγή του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και, ως εκ τούτου, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης έχασε σε αποδοτικότητα και μερίδιο αγοράς κατά την υπό εξέταση περίοδο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, πιθανόν, και άλλοι παράγοντες που προαναφέρθηκαν επηρέασαν τις επιδόσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, σε ορισμένο βαθμό, παραμένει το γεγονός ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις οικείες χώρες προκάλεσαν ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

(189)

Δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία που να αλλάζουν το συμπέρασμα ότι η επίδραση άλλων παραγόντων δεν ήταν τέτοια ώστε να άρει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών με πρακτική ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά το συμπέρασμα για την αιτιώδη συνάφεια, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 154 έως 157 του προσωρινού κανονισμού.

Ζ.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

1.   Συμφέρον του κλάδου παραγωγής της Ένωσης

(190)

Ελλείψει τυχόν παρατηρήσεων όσον αφορά το συμφέρον του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 159 έως 161 του προσωρινού κανονισμού.

2.   Συμφέρον των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων και εμπόρων

(191)

Ένας ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι οι προτεινόμενοι δασμοί θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στους εισαγωγείς και τους εμπόρους, αλλά δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για τον ισχυρισμό του. Στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός του δήλωνε το αντίθετο, ότι ο δασμός θα μπορούσε να μετακυλισθεί στους χρήστες και τους καταναλωτές σε υψηλότερες τιμές, κάτι που, στην πραγματικότητα, θα είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρξει καμία επίπτωση στους εισαγωγείς και τους εμπόρους.

(192)

Δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις από κανέναν εισαγωγέα ή έμπορο βιοντίζελ μετά τη δημοσίευση των προσωρινών μέτρων.

(193)

Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν νέες παρατηρήσεις σχετικά με το συμφέρον των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων και εμπόρων, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 163 του προσωρινού κανονισμού.

3.   Συμφέρον των χρηστών και των καταναλωτών

(194)

Ένας ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι οι προτεινόμενοι δασμοί θα αυξήσουν την τιμή του βιοντίζελ και, επομένως, θα μειώσουν το κίνητρο για τους καταναλωτές να αγοράζουν οχήματα που λειτουργούν με βιοκαύσιμα.

(195)

Ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται. Η κύρια εφαρμογή του βιοντίζελ είναι να αναμειχθεί σε πετρελαϊκό ντίζελ για πώληση στους καταναλωτές, ώστε να μη χρειάζεται να αγοράζουν ειδικό όχημα που να μπορεί να κινείται αμιγώς με βιοκαύσιμα.

(196)

Αν και η τιμή του συστατικού βιοντίζελ θα αυξανόταν, εάν αυτό το βιοντίζελ εισαγόταν από την Αργεντινή ή την Ινδονησία, όπως αναφέρεται στον προσωρινό κανονισμό, δεδομένου ότι η αναλογία βιοντίζελ στο πετρέλαιο ντίζελ που πωλείται στους καταναλωτές είναι μικρή, η αύξηση των τιμών είναι επίσης μικρή και δεν γίνεται αισθητή από τον καταναλωτή.

(197)

Η πιθανή επίδραση των μέτρων στην τελική τιμή του ντίζελ για τον καταναλωτή, η οποία αναμένεται να είναι μικρή, όπως αναφέρεται ανωτέρω, δεν θα υπονομεύσει τους στόχους της οδηγίας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας («ΟΑΠΕ»).

(198)

Δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις ως προς τον προσωρινό κανονισμό από χρήστες ή καταναλωτές ή από ομάδες ή ενώσεις που εκπροσωπούν χρήστες ή καταναλωτές.

(199)

Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκαν επιπλέον παρατηρήσεις σχετικά με το συμφέρον των καταναλωτών, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 164 έως 166 του προσωρινού κανονισμού.

4.   Συμφέρον των προμηθευτών πρώτων υλών

(200)

Ελλείψει τυχόν παρατηρήσεων όσον αφορά το συμφέρον των προμηθευτών πρώτων υλών, επιβεβαιώνονται οι αιτιολογικές σκέψεις 167 έως 169 του προσωρινού κανονισμού.

5.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης

(201)

Δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις που θα μπορούσαν να μεταβάλουν την ανάλυση του συμφέροντος της Ένωσης, όπως αναφέρεται στον προσωρινό κανονισμό, και, επομένως, εξακολουθεί να είναι προς το συμφέρον της Ένωσης η επιβολή μέτρων. Επομένως, επιβεβαιώνονται και οι αιτιολογικές σκέψεις 170 έως 171 του προσωρινού κανονισμού.

Η.   ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1.   Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας

(202)

Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη αμφισβήτησαν τη χρήση του 15 % ως κέρδους-στόχου του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 175 του προσωρινού κανονισμού, αναφέροντας ότι αυτό ήταν εξωπραγματικά υψηλό για τον κλάδο παραγωγής βιοντίζελ της Ένωσης.

(203)

Ωστόσο, τα περισσότερα από τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη εν συνεχεία πρότειναν την αντικατάσταση του κέρδους-στόχου 15 % με άλλα στοιχεία από άλλες χρονικές περιόδους, ή από άλλες έρευνες, χωρίς να εξηγήσουν για ποιο λόγο ένα χρονικό διάστημα ή μία έρευνα ήταν περισσότερο κατάλληλη από την άλλη.

(204)

Όπως εξηγήθηκε στον προσωρινό κανονισμό, το περιθώριο κέρδους 15 % ήταν το κέρδος εκφραζόμενο ως ποσοστό του κύκλου εργασιών που πέτυχε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ελλείψει των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ μεταξύ του 2004 και του 2006. Αυτή ήταν η τελευταία περίοδος στην οποία επιτεύχθηκε κέρδος, ελλείψει των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, αφού από το 2006 και μετά υπήρχαν πάντοτε στην αγορά της Ένωσης, πρώτα από τις ΗΠΑ και στη συνέχεια από την Αργεντινή και την Ινδονησία.

(205)

Ωστόσο, η αγορά βιοντίζελ της Ένωσης ωρίμασε σημαντικά από το 2004-2006, από πολλές απόψεις. Μεταξύ 2004 και 2006, οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είχαν αμελητέο μερίδιο αγοράς και άλλες εισαγωγές ήταν επίσης χαμηλές. Κατά τη διάρκεια της ΠΕ, οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ είχαν μερίδιο αγοράς της τάξης του 19 %. Κατά την περίοδο 2004-2006 ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής αποτελείτο από 40 εταιρείες, που πλέον είναι περισσότερες από 200, γεγονός που ανέβασε το επίπεδο ανταγωνισμού.

(206)

Μεταξύ 2004 και 2006, η κατανάλωση αυξήθηκε δραματικά από 2 εκατ. MT σε 5 εκατ. MT, λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την υπό εξέταση περίοδο, η κατανάλωση αυξήθηκε μόνον ελαφρά και η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, η οποία ήταν 90 % μεταξύ του 2004 και του 2006, ήταν 55 % κατά την ΠΕ.

(207)

Κατά συνέπεια, κρίνεται σκόπιμο να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις της αγοράς που περιγράφονται ανωτέρω και να προσαρμοστεί αναλόγως το κέρδος-στόχος, ώστε να αντανακλά το κέρδος που ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης θα μπορούσε να προσδοκά υπό τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς.

(208)

Ως εκ τούτου, αντί να χρησιμοποιηθεί το ποσοστό κέρδους, υπολογίστηκε το πραγματικό κέρδος για τα τρία αυτά έτη σε ευρώ ανά ΜΤ που πωλείται. Για κάθε έτος αυτό έχει θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί σε τιμές του 2011 και, στη συνέχεια, κατά μέσο όρο. Εκφρασμένο ως ποσοστό του κύκλου εργασιών, το κέρδος-στόχος του κλάδου παραγωγής της Ένωσης κατά την ΠΕ είναι 11,0 %.

(209)

Συνεπώς, το περιθώριο εξάλειψης της ζημίας υπολογίστηκε εκ νέου σε αυτή τη βάση.

(210)

Μετά τη γνωστοποίηση των οριστικών πορισμάτων, όσον αφορά τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι το 5,1 % του εισαγωγικού δασμού, στον οποίο υπόκειται το φοινικέλαιο RBD που εισάγεται στην ΕΕ, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το κόστος παραγωγής των παραγωγών της ΕΕ. Το επιχείρημα αυτό απορρίπτεται, επειδή ο δασμός αυτός αντιπροσωπεύει κόστος που επιβαρύνει τους παραγωγούς της Ένωσης που εισάγουν φοινικέλαιο και θα έπρεπε επομένως να ληφθεί υπόψη.

(211)

Ένας ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας αμφισβήτησε τον υπολογισμό του κέρδους-στόχου του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και τη χρήση στοιχείων από το 2004 έως το 2006 και, στη συνέχεια, πρότεινε τον υπολογισμό του κέρδους-στόχου με τη χρήση μόνο του έτους 2004. Ωστόσο, η προηγούμενη έρευνα κατά των εισαγωγών από τις Ηνωμένες Πολιτείες διαπίστωσε ότι ο μέσος όρος των τριών ετών ήταν ακριβέστερος απ’ ό,τι η χρήση του 2004 και μόνο. Δεν προβλήθηκαν επιχειρήματα που να οδηγούν σε διαφορετικό συμπέρασμα.

(212)

Μετά την οριστική κοινοποίηση οι καταγγέλλοντες ισχυρίστηκαν ότι το κέρδος-στόχος 15 %, όπως προτείνεται στο προσωρινό στάδιο, πρέπει να διατηρηθεί. Ωστόσο, τα επιχειρήματα που υπέβαλαν οι καταγγέλλοντες δεν αφορούν τον στόχο για τον οποίο πρέπει να καθοριστεί κέρδος-στόχος, δηλαδή κέρδος που πραγματοποιήθηκε από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ελλείψει εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Άρα, το επιχείρημα απορρίπτεται.

(213)

Ελλείψει άλλων παρατηρήσεων όσον αφορά το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας, επιβεβαιώνεται η μέθοδος που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 176 έως 177 του προσωρινού κανονισμού.

2.   Οριστικά μέτρα

(214)

Με βάση τα συμπεράσματα που συνάχθηκαν όσον αφορά το ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Ένωσης, και σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, θα πρέπει να επιβληθούν οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στο επίπεδο των χαμηλότερων περιθωρίων ντάμπινγκ και ζημίας, σύμφωνα με τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού.

(215)

Οι συντελεστές του δασμού αντιντάμπινγκ καθορίστηκαν με βάση τη σύγκριση των περιθωρίων εξάλειψης της ζημίας και των περιθωρίων ντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, οι προσωρινοί συντελεστές δασμού αντιντάμπινγκ, εκφρασμένοι σε τιμή CIF στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, έχουν ως εξής:

Χώρα

Εταιρεία

Περιθώριο ντάμπινγκ

Περιθώριο ζημίας

Δασμολογικός συντελεστής αντιντάμπινγκ

Αργεντινή

Aceitera General Deheza SA, General Deheza, Rosario; Bunge Argentina SA, Buenos Aires

41,9 %

22,0 %

22,0 %

(216,64 EUR)

 

Louis Dreyfus Commodities SA, Μπουένος Άιρες·

46,7 %

24,9 %

24,9 %

(239,35 EUR)

 

Molinos Río de la Plata SA, Buenos Aires; Oleaginosa Moreno Hermanos S.A.F.I.C.I. y A., Bahia Blanca; Vicentin S.A.I.C., Avellaneda

49,2 %

25,7 %

25,7 %

(245,67 EUR)

 

Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες

46,8 %

24,6 %

24,6 %

(237,05 EUR)

 

Όλες οι άλλες εταιρείες

49,2 %

25,7 %

25,7 %

(245,67 EUR)

Ινδονησία

PT. Ciliandra Perkasa, Jakarta

8,8 %

19,7 %

8,8 %

(76,94 EUR)

 

PT. Musim Mas, Medan

18,3 %

16,9 %

16,9 %

(151,32 EUR)

 

PT. Pelita Agung Agrindustri, Medan

16,8 %

20,5 %

16,8 %

(145,14 EUR)

 

PT Wilmar Bioenergi Indonesia, Medan; PT Wilmar Nabati Indonesia, Medan

23,3 %

20,0 %

20,0 %

(174,91 EUR)

 

Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες

20,1 %

18,9 %

18,9 %

(166,95 EUR)

 

Όλες οι άλλες εταιρείες

23,3 %

20,5 %

20,5 %

(178,85 EUR)

(216)

Ωστόσο, επειδή ο δασμός αντιντάμπινγκ θα εφαρμόζεται και σε μείγματα που περιέχουν βιοντίζελ (ανάλογα με την κατά βάρος περιεκτικότητά τους σε βιοντίζελ), καθώς και στο αμιγές βιοντίζελ, θεωρείται ακριβέστερο και σκοπιμότερο για την ορθή εφαρμογή του δασμού από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, ο δασμός να εκφράζεται σε σταθερά ποσά σε ευρώ ανά καθαρό τόνο και τα ποσά αυτά να εφαρμόζονται στο εισαγόμενο αμιγές βιοντίζελ, ή στην περιεκτικότητα του αναμεμειγμένου προϊόντος σε βιοντίζελ.

(217)

Στην αιτιολογική σκέψη 183 του προσωρινού κανονισμού σημειώνεται ότι οι εισαγωγές βιοντίζελ από τις οικείες χώρες υπόκεινταν σε καταγραφή, έτσι ώστε, εν ανάγκη, να μπορούν να εισπραχθούν οι δασμοί εντός 90 ημερών πριν από την επιβολή προσωρινών μέτρων.

(218)

Αυτή η είσπραξη των δασμών επί προϊόντων που έχουν καταχωρισθεί είναι δυνατή μόνο εάν ικανοποιούνται οι όροι του άρθρου 10 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Από τον έλεγχο των στατιστικών στοιχείων για τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν μετά την καταγραφή, αντί να διαπιστωθεί περαιτέρω σημαντική αύξηση των εισαγωγών πριν από την επιβολή των προσωρινών μέτρων, διαπιστώθηκε σημαντική μείωση των εισαγωγών. Κατά συνέπεια, οι όροι δεν πληρούνται και, ως εκ τούτου, δεν θα εισπράττονται δασμοί επί των καταχωρισμένων εισαγωγών.

(219)

Οι ατομικοί για κάθε εταιρεία δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκαν βάσει των πορισμάτων της παρούσας έρευνας. Επομένως, αυτοί οι συντελεστές αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας όσον αφορά τις εν λόγω εταιρείες. Οι δασμοί αυτοί (σε αντίθεση με τους δασμούς σε επίπεδο χώρας που εφαρμόζονται σε «όλες τις άλλες εταιρείες») ισχύουν, επομένως, αποκλειστικά για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής των ενδιαφερόμενων χωρών που παράγεται από τις εταιρείες και, συνεπώς, από τα αναφερόμενα συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα. Τα υπό εξέταση εισαγόμενα προϊόντα που παράγονται από κάθε άλλη εταιρεία η οποία δεν αναφέρεται ρητώς στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των νομικών προσώπων που συνδέονται με τις εταιρείες που αναφέρονται ρητώς, δεν μπορούν να επωφεληθούν από τους εν λόγω συντελεστές και υπόκεινται στον συντελεστή δασμού που ισχύει για «όλες τις άλλες εταιρείες».

(220)

Οποιοδήποτε αίτημα για την εφαρμογή των εν λόγω δασμών αντιντάμπινγκ για μεμονωμένες εταιρείες (π.χ. μετά από αλλαγή της επωνυμίας της επιχείρησης ή μετά τη δημιουργία νέας επιχείρησης παραγωγής ή πωλήσεων) θα πρέπει να απευθύνεται πάραυτα στην Επιτροπή (12) μαζί με όλες τις σχετικές πληροφορίες και, ιδίως, οποιαδήποτε αλλαγή των δραστηριοτήτων της εταιρείας που σχετίζεται με την παραγωγή, τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις, όπως, παραδείγματος χάριν, αλλαγή της επωνυμίας ή των εν λόγω επιχειρήσεων παραγωγής και πωλήσεων. Εάν ενδείκνυται, ο κανονισμός θα τροποποιείται αναλόγως, με ενημέρωση του πίνακα των εταιρειών που επωφελούνται από ατομικούς δασμολογικούς συντελεστές.

(221)

Όλα τα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό βάσει των οποίων επρόκειτο να προταθεί η επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας, και η οριστική είσπραξη των ποσών που είχαν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού (τελική κοινοποίηση). Σε όλα τα μέρη δόθηκε επίσης χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα μπορούσαν να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με την τελική ενημέρωση.

(222)

Οι προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη εξετάστηκαν και, οσάκις ήταν σκόπιμο, ελήφθησαν υπόψη.

3.   Αναλήψεις υποχρεώσεων

(223)

Δύο ινδονήσιοι παραγωγοί-εξαγωγείς πρότειναν παρόμοιες αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Σημειώνεται ότι λόγω των σημαντικών διακυμάνσεων τιμών της πρώτης ύλης, το προϊόν δεν θεωρείται κατάλληλο για αναλήψεις υποχρεώσεων σταθερής τιμής. Στο πλαίσιο αυτό, και οι δύο εταιρείες πρότειναν οι κατώτατες τιμές εισαγωγής (ΚΤΕ) να αναπροσαρμόζονται σε τακτική βάση, σύμφωνα με δείκτη συνδεδεμένο με τις διακυμάνσεις των τιμών των ακατέργαστου φοινικέλαιου (ΑΦ) με την εφαρμογή συντελεστή στο κόστος αυτής της πρώτης ύλης.

(224)

Όσον αφορά τις προσφορές δύο παραγωγών-εξαγωγέων, σημειώνεται ότι, προκειμένου να θεσπιστεί μια ουσιαστική βάση προσδιορισμού μιας ΚΤΕ βάσει δείκτη, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πολυάριθμες πρόσθετες παράμετροι που παίζουν σημαντικό ρόλο και αποδεικνύουν την αστάθεια της αγοράς βιοντίζελ. Η αγορά βιοντίζελ είναι μια ιδιαίτερα ασταθής αγορά και η εμπορία βιοντίζελ επηρεάζεται από διάφορους πρόσθετους παράγοντες, όπως η πολυπλοκότητα του εμπορικού συστήματος βιοντίζελ, η διαφορά τιμών μεταξύ των πετρελαίων εσωτερικής καύσης και του βιοντίζελ, η αστάθεια και η εξέλιξη των αγορών λαδιών λαχανικών και η αλληλεξάρτηση των διαφόρων τύπων λαδιών λαχανικών, καθώς και η εξέλιξη της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ. Οι παράγοντες αυτοί θα απαιτούσαν πολύ περίπλοκη, πολλαπλή τιμαριθμική αναπροσαρμογή, σε καθημερινή βάση προκειμένου να είναι κατάλληλοι. Ως εκ τούτου, η απλή τιμαριθμοποίηση βάσει μόνο τιμών CPO τιμές σε μηνιαία βάση όπως προσφέρονται, θεωρείται ακατάλληλη και δεν θα επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

(225)

Επιπλέον, εντοπίστηκαν σημαντικοί κίνδυνοι αντιστάθμισης, όσον αφορά τους εν λόγω εξαγωγείς της Ινδονησίας και τους πελάτες τους, αφού άλλα προϊόντα, εκτός από το βιοντίζελ, εξάγονται επίσης στην Ένωση, καθώς και λόγω της συνήθους πρακτικής, σε αυτόν τον επιχειρηματικό τομέα, των δανείων και των συμφωνιών ανταλλαγής (swaps) βιοντίζελ, CPO ή ακόμη και άλλων προϊόντων μεταξύ εταιρειών.

(226)

Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω παράγοντες καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη, αν όχι ανέφικτη, την αποτελεσματική εφαρμογή και παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων. Κατά συνέπεια, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, οι προσφορές ανάληψης υποχρεώσεων δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτές.

4.   Οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ

(227)

Μετά την οριστική κοινοποίηση, ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι, σε προσωρινό στάδιο, σημειώθηκαν ορισμένα λάθη εκ παραδρομής, κατά την υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ και ότι, ελλείψει σφαλμάτων αυτού του είδους, τα περιθώρια ντάμπινγκ θα είναι ασήμαντα. Κατά συνέπεια, το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος ζήτησε να μην εισπραχθούν προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ. Αυτός ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί, αφού ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ είναι σαφώς υψηλότερος από τον προσωρινό δασμό.

(228)

Δεδομένων των περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν και λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου της ζημίας που προκλήθηκε στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, θα πρέπει να εισπραχθούν οριστικά τα ποσά που καταβλήθηκαν ως εγγύηση μέσω του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, ο οποίος επιβλήθηκε με τον προσωρινό κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων και/ή παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση και/ή υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, σε καθαρή μορφή ή εντός μείγματος, που υπάγονται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 1516 20 98 (κωδικοί TARIC 1516209821, 1516209829 και 1516209830), ex 1518 00 91 (κωδικοί TARIC 1518009121, 1518009129 και 1518009130), ex 1518 00 95 (κωδικοί TARIC 1518009510), ex 1518 00 99 (κωδικοί TARIC 1518009921, 1518009929 και 1518009930), ex 2710 19 43 (κωδικοί TARIC 2710194321, 2710194329 και 2710194330), ex 2710 19 46 (κωδικοί TARIC 2710194621, 2710194629 και 2710194630), ex 2710 19 47 (κωδικοί TARIC 2710194721, 2710194729 και 2710194730), 2710 20 11, 2710 20 15, 2710 20 17, ex 3824 90 97 (κωδικοί TARIC 3824909701, 3824909703 και 3824909704), 3826 00 10 και ex 3826 00 90 (κωδικοί TARIC 3826009011, 3826009019 και 3826009030), καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας.

2.   Ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που ισχύει για τα προϊόντα που περιγράφονται στην παράγραφο 1 και παράγονται από τις εταιρείες που παρατίθενται παρακάτω έχει ως εξής:

Χώρα

Εταιρεία

Συντελεστής δασμού ευρώ ανά τόνο καθαρού βάρους

Πρόσθετος κωδικός TARIC

Αργεντινή

Aceitera General Deheza SA, General Deheza, Rosario; Bunge Argentina SA, Buenos Aires

216,64

B782

 

Louis Dreyfus Commodities SA, Μπουένος Άιρες·

239,35

B783

 

Molinos Río de la Plata SA, Buenos Aires; Oleaginosa Moreno Hermanos S.A.F.I.C.I. y A., Bahia Blanca; Vicentin S.A.I.C., Avellaneda

245,67

B784

 

Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες:

Cargill S.A.C.I., Buenos Aires; Unitec Bio SA, Buenos Aires; Viluco SA, Tucuman

237,05

B785

 

Όλες οι άλλες εταιρείες

245,67

B999

Ινδονησία

PT Ciliandra Perkasa, Jakarta

76,94

B786

 

PT Musim Mas, Medan

151,32

B787

 

PT Pelita Agung Agrindustri, Medan

145,14

B788

 

PT Wilmar Bioenergi Indonesia, Medan; PT Wilmar Nabati Indonesia, Medan

174,91

B789

 

Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες:

PT Cermerlang Energi Perkasa, Jakarta

166,95

B790

 

Όλες οι άλλες εταιρείες

178,85

B999

3.   Ο δασμός αντιντάμπινγκ για τα μείγματα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στη συνολική περιεκτικότητα, κατά βάρος, σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης (gas oils) που προέρχονται από σύνθεση και/ή υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης (περιεκτικότητα σε βιοντίζελ).

4.   Σε περίπτωση ζημίας των εμπορευμάτων πριν από τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία και, επομένως, όταν η όντως καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή υπολογίζεται κατ’ αναλογία για τον προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με το άρθρο 145 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 (13), το ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ, υπολογιζόμενο με βάση τα ανωτέρω ποσά, μειώνεται κατά ποσοστό αντίστοιχο με την όντως καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή.

5.   Εκτός αν ορίζεται άλλως, εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 2

Εισπράττονται οριστικά τα ποσά που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 490/2013 στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας.

Άρθρο 3

Αν οποιοσδήποτε νέος παραγωγός-εξαγωγέας από την Αργεντινή ή την Ινδονησία προσκομίσει στην Επιτροπή επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι:

δεν πραγματοποίησε στην Ένωση εξαγωγές του προϊόντος που περιγράφεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 κατά την περίοδο έρευνας (1η Ιουλίου 2011 έως 30 Ιουνίου 2012),

δεν είναι συνδεδεμένος με κανέναν από τους εξαγωγείς ή παραγωγούς στην Αργεντινή ή την Ινδονησία στους οποίους έχουν επιβληθεί τα μέτρα του παρόντος κανονισμού,

έχει πραγματοποιήσει εξαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση μετά την περίοδο της έρευνας στην οποία βασίζονται τα μέτρα ή έχει αμετάκλητη συμβατική υποχρέωση να εξαγάγει σημαντική ποσότητα στην Ένωση,

το άρθρο 1 παράγραφος 2 μπορεί να τροποποιηθεί με την προσθήκη του νέου παραγωγού-εξαγωγέα στις συνεργασθείσες εταιρείες που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα και οι οποίες υπόκεινται, συνεπώς, στον σταθμισμένο μέσο δασμολογικό συντελεστή της οικείας χώρας.

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19 Νοεμβρίου 2013.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

L. LINKEVIČIUS


(1)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51.

(2)  ΕΕ L 141 της 28.5.2013, σ. 6.

(3)  ΕΕ C 260 της 29.8.2012, σ. 8.

(4)  Βλέπε χάριν παραδείγματος η απόφαση T-235/08 της 7ης Φεβρουαρίου 2013 (Acron OAO και Dorogobuzh OAO κατά του Συμβουλίου).

(5)  Ψήφισμα 331/2001 του Υπουργείου Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Αλιείας.

(6)  Η κύρια αγορά, η οποία θεωρείται ότι καθορίζει το επίπεδο της διεθνούς τιμής των σπόρων σόγιας και του σογιέλαιου είναι η «Chicago Board of Trade».

(7)  Η θεωρητική τιμή FAS υπολογίζεται με την αφαίρεση από την επίσημη τιμή FOB όλων των δαπανών που περιλαμβάνονται στη διαδικασία εξαγωγής.

(8)  http://64.76.123.202/site/agricultura/precios_fob_-_exportaciones/index.php

(9)  Απόφαση T-235/08 της 7ης Φεβρουαρίου 2013 (Acron OAO και Dorogobuzh OAO κατά του Συμβουλίου).

(10)  Έκθεση ειδικής ομάδας, China – Anti-Dumping and Countervailing Duty Measures on Broiler Products from the United States (WT/DS427/R, εκδ. 25 Σεπτεμβρίου 2013), παράγραφος 7.164.

(11)  Η τιμή εξαγωγής αναφοράς καθορίζεται μηνιαία από τις ινδονησιακές αρχές από τον Σεπτέμβριο του 2011 και μετά, και αποτελεί τον μέσο όρο των πληροφοριών για τις τιμές του προηγούμενου μήνα από τρεις διαφορετικές πηγές i) την τιμή CIF στο Ρότερνταμ, ii) την τιμή CIF στη Μαλαισία και iii) το ινδονησιακό χρηματιστήριο εμπορευμάτων. Η τιμή εξαγωγής αναφοράς ορίζεται με βάση τις ίδιες πηγές, αλλά στη βάση FOB. Για το μέρος της ΠΕ πριν από τον Σεπτέμβριο του 2011 (Ιούλιο – Αύγουστο του 2011), μόνο η τιμή του Ρότερνταμ χρησιμοποιήθηκε ως σημείο αναφοράς για τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής αναφοράς για το ΑΦ.

(12)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Εμπορίου, Διεύθυνση H, 1049 Βρυξέλλες, Βέλγιο.

(13)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1).


Top